ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΕΥΤΕΡΑ 11 ΙΟΥΝΙΟΥ 2018 - ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Πλάτωνος Πολιτεία 519c-520a Α. Δικό µας λοιπόν έργο, είπα εγώ, των ιδρυτών της πόλης, (είναι) να αναγκάσουµε τους άριστους χαρακτήρες και να φτάσουν στο µάθηµα, το οποίο είπαµε προηγουµένως πως είναι το πιο σπουδαίο, δηλαδή και να δουν το αγαθό και να ανέβουν εκείνη την ανηφορική οδό, και όταν, αφού ανέβουν, (το) δουν σε ικανοποιητικό βαθµό, να µην τους επιτρέπουµε αυτό που τώρα επιτρέπεται. Ποιο (είναι) λοιπόν αυτό; Το να µένουν (συνεχώς) στον ίδιο τόπο, είπα εγώ, και να µη θέλουν να κατέβουν πάλι κοντά σε εκείνους τους δεσµώτες ούτε να συµµετέχουν στους κόπους και στις τιµές εκείνων, είτε (αυτές είναι) ταπεινότερες είτε σπουδαιότερες. Μα πώς, είπε, θα τους αδικήσουµε και θα συντελέσουµε, ώστε να ζουν χειρότερα, µολονότι είναι δυνατόν σε αυτούς (να ζουν) καλύτερα; Β1. Ο Πλάτωνας χρησιµοποιεί συγκεκριµένες φράσεις για να παρουσιάσει το αγαθό και την πορεία προς την κατάκτησή του. Συγκεκριµένα: α) «ἀφικέσθαι πρὸς τὸ µάθηµα ὅ ἐν τῷ πρόσθεν ἔφαµεν εἶναι τὸ µέγιστον»: Με το απαρέµφατο «ἀφικέσθαι» δηλώνεται η πορεία προς το αγαθό και τη γνώση και η «άφιξη» σε αυτό, δηλαδή η κατάκτησή του. Το «ἀγαθόν» χαρακτηρίζεται ως µάθηµα, διότι είναι κάτι που µπορεί να κατακτηθεί µέσω της παιδείας, είναι αποτέλεσµα πνευµατικής άσκησης, θεωρείται µάλιστα το «µέγιστον µάθηµα», διότι αποτελεί το ύψιστο, τελικό στάδιο της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Ο Πλάτωνας, άλλωστε, προβλέπει ως κορωνίδα της εκπαιδευτικής διαδικασίας των φυλάκων της ιδανικής πολιτείας, τη διαλεκτική που οδηγεί ακριβώς στην κατάκτηση του αγαθού. Ανακεφαλαιωτικά, η ιδέα του αγαθού χαρακτηρίζεται «µέγιστον µάθηµα» για τους ανθρώπους, το οποίο πρέπει να διδαχθούν αυτοί και κυρίως όσοι θέλουν να κυβερνήσουν µία πολιτεία. Η πορεία για την κατάκτησή του είναι δύσκολη και επίπονη, γιατί προϋποθέτει φυσικές αρετές, δυνατότητες δηλαδή και χαρακτηριστικά που κληρονοµεί ο 1
άνθρωπος από τη φύση, αλλά και προσωπικό αγώνα, επιµονή και προσήλωση στην ιδέα αυτή. Πάντως, ο άνθρωπος µπορεί να προσεγγίσει το αγαθό («ἀφικέσθαι»), να φτάσει δηλαδή στον κόσµο των ιδεών, του Ήλιου και του φωτός. β) «ἰδεῖν τε τὸ ἀγαθόν»: Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, η πορεία προς το αγαθό είναι δύσκολη και κοπιαστική. Ωστόσο, µε τη φράση «ἰδεῖν τε τὸ ἀγαθὸν», ο Πλάτωνας υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος µπορεί να προσεγγίσει και να δει το αγαθό, όχι µε τις αισθήσεις αλλά µε την καθαρή νόηση (νοησιαρχική αντίληψη του Πλάτωνα). Ο Πλάτωνας αποφεύγει συστηµατικά να αναφερθεί στην ιδέα του αγαθού και να την αναλύσει, δε δίνει µία σαφή ερµηνεία γι αυτό τον όρο που είναι από τους βασικότερους στο φιλοσοφικό του σύστηµα και αρκείται σε κάποιους υπαινιγµούς. Πάντως, «ἀγαθόν» είναι: α) Το «εῖναι» και ό,τι διατηρεί το «εῖναι». β) Η τάξη, ο κόσµος και η ενότητα που διαπερνά και συνέχει την πολλαπλότητα. γ) Ό,τι παρέχει την αλήθεια και την επιστήµη. Για τον Πλάτωνα, λοιπόν, αγαθό είναι ο γενεσιουργός παράγοντας όλων των όντων (αισθητών και νοητών), ο σκοπός των πάντων, η πηγή της δικαιοσύνης και γενικότερα της ηθικότητας, η προϋπόθεση της αλήθειας, ο παράγοντας συνοχής και ευρυθµίας του σύµπαντος και τέλος, ο ένας και µοναδικός Θεός, που όµως παραµένει µία µεταφυσική ιδέα απαλλαγµένη από κάθε στοιχείο ανθρωποµορφισµού και προσωπικού χαρακτήρα. Η έκφραση «αὐτό τό ἀγαθόν» φαίνεται να δηλώνει την ύψιστη αρχή, την πηγή του όντος και της γνώσης. Ο Πλάτωνας αναφέρει (Πολιτεία 508 e): «Τοῦτο τοίνυν τό τήν ἀλήθειαν παρέχον τοῖς γιγνωσκοµένοις καί τῷ γιγνώσκοντι τήν δύναµιν ἀποδιδόν τήν τοῦ ἀγαθοῦ ἰδέαν φάθι εἶναι» (= πες πως η ιδέα του αγαθού είναι λοιπόν αυτό, οτιδήποτε δηλαδή παρέχει την αλήθεια σε αυτούς που το γνωρίζουν και ό,τι αποδίδει τη δύναµη σε αυτόν που το γνωρίζει). Πάντως, ήδη στην αρχαιότητα το «Πλάτωνος ἀγαθόν» ήταν παροιµιακή έκφραση για κάτι το ασαφές και σκοτεινό [πρβλ. Ἄµφις (στον Διογένη Λαέρτιο, III, 27) όπου µιλά προφανώς κάποιος δούλος και λέει στον κύριό του: «ἧττον οἶδα τοῦτ ἐγώ, ὦ δέσποτ, ἤ τό Πλάτωνος ἀγαθόν» (= αυτό το πράγµα το γνωρίζω λιγότερο από ό,τι γνωρίζω το αγαθό του Πλάτωνα», δηλαδή το σκοτεινό αυτό φιλοσόφηµα)]. γ) «ἀναβῆναι ἐκείνην τὴν ἀνάβασιν»: Οι τύποι «ἀναβῆναι» και «ἀνάβασιν» παραπέµπουν στην ανηφορική πορεία που ακολουθεί ο απελευθερωµένος δεσµώτης στην αλληγορία του σπηλαίου. Πολύ συχνά στον Πλάτωνα οι λέξεις που σηµαίνουν το «ἄνω» και την ανάβαση χρησιµοποιούνται µεταφορικώς για την παιδεία και τα 2
αγαθά που προσφέρει. Η κατάκτηση του αγαθού είναι δύσκολη και απαιτεί κόπο, επίπονη προσπάθεια και αγώνα («ἀναβῆναι ἐκείνην τὴν ἀνάβασιν»). Πρόκειται για µια ανοδική πορεία που αφενός είναι δύσκολη και τραχεία, αφετέρου αναβαθµίζει και εξυψώνει τον άνθρωπο από την άγνοια στην πνευµατική και ηθική τελείωση. Β2. α) Ο Σωκράτης απαντώντας στην ένσταση του Γλαύκωνα σχετικά µε την ευδαιµονία των φιλοσόφων και τη δίκαιη αντιµετώπισή τους, υπενθυµίζει ότι ο νόµος δεν αποσκοπεί στην εξασφάλιση της ευδαιµονίας µίας συγκεκριµένης κοινωνικής οµάδας, ή κάποιων ατόµων, αλλά αποσκοπεί στην ευδαιµονία ολόκληρης της πόλης. Ο Σωκράτης, εποµένως, αντιπαρέρχεται την επιφύλαξη του Γλαύκωνα υπενθυµίζοντάς του κάτι που είχαν προηγουµένως αποδεχθεί ως µία από τις βάσεις της συζήτησής τους, ότι δηλαδή η ίδρυση της πόλης δεν αποσκοπεί στην υπέρµετρη ευδαιµονία µίας κοινωνικής οµάδας, αλλά στην προκοπή ολόκληρου του συνόλου: «οὐ µήν πρός τοῦτο βλέποντες τήν πόλιν οἰκίζοµεν, ὅπως ἕν τι ἡµῖν ἔθνος ἔσται διαφερόντως εὔδαιµον, ἀλλ ὅπως ὅτι µάλιστα ὅλη ἡ πόλις» (420 b). Σκοπός των ιδρυτών της πόλης αποτελεί η µόρφωση των φυλάκων, ώστε να εξυπηρετήσουν το συµφέρον όλων των πολιτών. Εξάλλου, οι δύο συνοµιλητές (Σωκράτης και Γλαύκωνας) είχαν συµφωνήσει ότι οι φύλακες, παρόλο που κατέχουν την εξουσία στην ιδεώδη πολιτεία, θα ζουν µετρηµένα και λιτά, δε θα έχουν περιουσία ούτε θα χτίζουν µεγάλες και ωραίες κατοικίες ούτε θα φιλοξενούν γνωστούς και φίλους. Με άλλα λόγια, η ζωή τους θα είναι πειθαρχηµένη και λιτή. Αξιοσηµείωτη είναι η διαφορετική οπτική που βλέπει ο καθένας από τους δύο συνοµιλητές την ευδαιµονία. Από τη µία, ο Γλαύκωνας προσεγγίζει την έννοια ατοµοκεντρικά, αποσυνδέει δηλαδή την ευδαιµονία του ενός από αυτήν του συνόλου, εποµένως ίσως τη συσχετίζει όχι µόνο µε την πνευµατική ολοκλήρωση, αλλά και µε την απόλαυση υλικών αγαθών. Από την άλλη, η προσέγγιση του Σωκράτη είναι κοινωνιοκεντρική και δε σχετίζεται µε τις υλικές απολαύσεις, αφού για τους φύλακες-παντελείς προβλέπεται µία λιτή ζωή χωρίς περιουσιακά στοιχεία. Η ευδαιµονία σύµφωνα µε το µεγάλο σοφό απορρέει από την αρµονική κοινωνική συµβίωση, όπου ο καθένας βάσει της δικαιοσύνης βρίσκεται στη θέση που του αρµόζει και απολαµβάνει ό,τι του ανήκει. Η συνάρτηση της ατοµικής από τη συλλογική ευδαιµονία, όπως προκύπτει από το πλατωνικό κείµενο, αποτελεί θέµα διαπραγµάτευσης από πολλούς αρχαίους συγγραφείς και ποιητές (Θουκυδίδης, Αριστοτέλης, Αλκαίος, Θέογνης, Αισχύλος, Σοφοκλής). β) Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, σκοπός του νόµου, σύµφωνα µε το Σωκράτη, είναι η συλλογική ευδαιµονία, η οποία πρέπει να εξασφαλίζεται 3
και στις τρεις οµάδες των πολιτών. Όταν, λοιπόν, µία οµάδα ευτυχεί και οι άλλες δυστυχούν, τότε υπάρχει δυσαρµονία στην πόλη και αστάθεια. Ο Πλάτωνας συχνά αναφέρεται στην αρµονία, αρχίζοντας από τις δυνάµεις της ψυχής (επιθυµητικό, θυµοειδές, λογιστικό) και καταλήγοντας στις σχέσεις των πολιτών µεταξύ τους. Η αρµονία προκύπτει από την υποταγή του κατώτερου στο ανώτερο τµήµα της ψυχής και ταυτόχρονα από την ενσυνείδητη προσφορά των φυλάκων-αρχόντων στο κοινωνικό σύνολο. Αυτή η αρµονία αποτελεί τη βάση της ιδανικής πολιτείας. Στην άριστη πολιτεία, λοιπόν, ο νόµος δεν ενδιαφέρεται πώς θα ευτυχήσει µία µόνο κοινωνική οµάδα, αλλά όλες (παρόµοια θέση για το νόµο που φέρει την πειθαρχία και την τάξη µέσα στην πολιτεία συναντάται και στον Πρωταγόρα). Η µεγάλη σηµασία που απέδιδε ο Πλάτωνας στο νόµο φαίνεται καλύτερα στο έργο του «Κρίτων», όπου ο νόµος προσωποποιηµένος συνδιαλέγεται µε το Σωκράτη. Ο διάλογος αυτός εκφράζει τη θεµελιακή αλήθεια του Κοινωνικού Συµβολαίου: ο πολίτης, που συµµερίζεται την πολιτεία, έχει δεσµευτεί να τηρεί τους νόµους και να µην τους παραβαίνει για την εξυπηρέτηση του προσωπικού συµφέροντος. Στο πλατωνικό χωρίο, ο νόµος προσωποποιείται («νόµῳ οὐ τοῦτο µέλει», «µηχανᾶται», «συναρµόττων», «ποιῶν», «ἐµποιῶν», «οὐχ ἵνα ἀφιῇ ἀλλ ἵνα καταχρῆται») και έτσι υποβάλλεται η εντύπωση ότι είναι η ψυχή της πολιτείας, που αποτελεί ρυθµιστικό παράγοντα στις λειτουργίες της πόλης και στις ενέργειες των πολιτών και κατευθύνει τις δραστηριότητές τους χωρίς να αναγνωρίζει την προσωπική ελευθερία του ατόµου. Φυσικά, δεν παύει να είναι ανεπηρέαστος από προσωπικές συµπάθειες και αντιπάθειες. Τα µέσα που χρησιµοποιεί ο νόµος είναι η πειθώ και ο εξαναγκασµός (βία). Ο νόµος έτσι συγκροτεί τους πολίτες σε αρµονικό σύνολο («συναρµόττων τοὺς πολίτας πειθοῖ τε καί ἀνάγκῃ»), τους κατευθύνει ώστε να συνεισφέρουν όλοι στο κοινό καλό («ποιῶν µεταδιδόναι ὠφελεῖν») και δηµιουργεί τέτοιες προσωπικότητες που ενεργούν στην κατεύθυνση της κοινωνικής συνοχής («καί αὐτός ἐµποιῶν ἐπί τόν σύνδεσµον τῆς πόλεως»). Είναι αξιοσηµείωτο πάντως ότι προτάσσεται η πειθώ σε κάθε περίπτωση, ο νόµος δηλαδή προσπαθεί να πείσει τους πολίτες ότι η ηθική τους ανάπλαση και η πολιτική τους αναγέννηση θα αποβούν τελικά προς όφελός τους. Όµως, επειδή σε µία κοινωνία υπάρχουν άτοµα που δεν πείθονται µε το λόγο να εφαρµόσουν όσα προστάζουν οι νόµοι της πολιτείας, δεν αποκλείεται να ασκηθεί πίεση, προκειµένου οι πολίτες να δραστηριοποιηθούν στην κατεύθυνση της συλλογικής ωφέλειας. Σε αυτή την περίπτωση, η χρήση βίας δικαιολογείται, γιατί θα εξαναγκάσει τους απαίδευτους να πράξουν όσα τους καταµερίζονται ώστε η πολιτεία 4
να οδηγηθεί στην πρόοδο. Λαµβάνοντας, λοιπόν, υπόψη ότι ο Πλάτωνας δέχεται το φυσικό διαχωρισµό των ανθρώπων σε οµάδες, η βία εφαρµόζεται κυρίως στον «ἄπειρον παιδείας ὄχλον», αλλά αφορά και τους άρχοντες που είναι υποχρεωµένοι να διαβιούν µε συγκεκριµένους κανόνες, προκειµένου να εκλείψει η διαφθορά από το δηµόσιο βίο. Ο Πλάτωνας στους «Νόµους» αναφέρει ότι ο άριστος νοµοθέτης συνδυάζει την πειθώ µε τη βία, η οποία αφορά τον «ἄπειρον παιδείας ὄχλον». Θεωρητικά οι άνθρωποι µέσα από την παιδεία πρέπει να συνειδητοποιούν τον κοινωνικό τους ρόλο, προσφέροντας στο σύνολο, πάνω από το οποίο δεν πρέπει να βάζουν την ατοµική προκοπή. Υπάρχουν όµως κάποιοι στους οποίους δεν επιδρά η παιδεία και αυτοί πρέπει να εξαναγκάζονται να τηρούν τους νόµους. Είναι, ωστόσο, δύσκολο να υποστηρίξει κανείς ότι πρέπει σε αυτή την περίπτωση να ασκείται βία, χωρίς αυτό σηµαίνει ότι η εφαρµογή της δεν είναι αναγκαία, προκειµένου να διασφαλιστεί η τάξη, ειδικά σε κοινωνίες που διέρχονται ηθική, κοινωνική και πολιτική κρίση. Συγκεκριµένα, οι λειτουργίες του νόµου αποδίδονται µε τις µετοχές «συναρµόττων», «ποιῶν», «ἐµποιῶν». Με την πρώτη µετοχή, περιγράφεται η κοινωνική λειτουργία του νόµου ο οποίος επιδιώκει να δηµιουργήσει αρµονική κοινωνική συνύπαρξη. Ο Σωκράτης, επίσης, αποδίδει στο νόµο οικονοµική λειτουργία («ποιῶν µεταδιδόναι ὠφελεῖν»), κατοχυρώνοντας µε αυτό τον τρόπο τον καταµερισµό της εργασίας που προσπορίζει οικονοµικά οφέλη σε όλους τους πολίτες και συντελεί στην αυτάρκεια της πόλης. Η πόλη, εποµένως, οικίζεται επειδή κανείς δεν είναι αυτάρκης «παρά πολλῶν ἐνδεής». Οι εργασίες, δηλαδή, κατανέµονται σε κάθε πολίτη µε βάση τις ικανότητές του, ώστε ο καθένας να στρέφει την προσοχή του όχι στην ικανοποίση των δικών του αναγκών αλλά και στις ανάγκες των συµπολιτών του µε στόχο το κοινό όφελος και την ευδαιµονία. Έτσι, µεταξύ των πολιτών καλλιεργούνται σχέσεις συνεργασίας, αλληλοβοήθειας, αλληλοπροσφοράς και αλληλεγγύης. Τέλος, ο µεγάλος σοφός αποδίδει στο νόµο παιδαγωγική και πολιτική λειτουργία («καί αὐτός ἐµποιῶν ἐπί τόν σύνδεσµον τῆς πόλεως») µε σκοπό να διαπλάθει ανθρώπους ικανούς και άξιους να διατηρούν τη συνοχή της πόλης. Έτσι, ο νόµος θέτει όρια και περιορισµούς στη συµπεριφορά των πολιτών αλλά και των αρχόντων ώστε να µην παρεκτρέπονται και διαταράσσουν τη συνοχή της πόλης. Β3. 1. Δικαιοσύνη είναι η εντιµότητα στις συναλλαγές σύµφωνα µε τον Κέφαλο. 2. Ο δεύτερος κύκλος εκπαίδευσης των φυλάκων δεν περιλαµβάνει τον 5
χορό. 3. Το πρώτο ταξίδι του Πλάτωνα στις Συρακούσες είχε δραµατικές εξελίξεις, γιατί εκδιώχθηκε κακήν κακώς από το νησί. 4. Οι φύλακες επίκουροι επωµίζονται στρατιωτκά και διοικητικά καθήκοντα. 5. Όταν ο κακούργος κηφήνας αναλάβει µε τη βοήθεια του Δήµου την εξουσία, εγκαθιστά την Τυραννίδα. Β4.α. ἀφικέσθαι ανικανοποίητος εἶπον ρήµα ἰδεῖν ιδέα µεταδιδόναι παράδοση Β4.β. ἀγαθόν: Στις χώρες του Τρίτου Κόσµου εκλείπουν βασικά αγαθά (νερό, τροφή) για την ικανοποίηση βιοτικών αναγκών. πόνων: Ο ασθενής µεταφέρθηκε στο νοσοκοµείο µε έντονους πόνους στο στήθος. φαυλότεραι: Όλα τα κόµµατα υπόσχονται να βγάλουν το λαό από τον φαύλο κύκλο της οικονοµικής κρίσης. ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Ἀριστοτέλους Ῥητορική, Α 1-2 (έκδ. του R. Kassel) Γ1. Μετάφραση Η ρητορική είναι ανάλογη µε τη διαλεκτική διότι και οι δύο σχετίζονται µε κάποια τέτοια πράγµατα, τα οποία είναι χαρακτηριστικό όλων των ανθρώπων να τα γνωρίζουν κατά κάποιο τρόπο (ως) κοινά και δεν είναι (ιδιαίτερο χαρακτηριστικό) καµιάς διακριτής επιστήµης. Γι αυτό και όλοι, κατά κάποιον τρόπο, µετέχουν και στις δύο (αντιλαµβάνονται, εφαρµόζουν και τις δύο) διότι όλοι επιχειρούν µέχρι κάποιο σηµείο και να εξετάζουν (να ελέγχουν, ενν. τους αντιδίκους) και να λογοδοτούν και να απολογούνται και να κατηγορούν (να διατυπώνουν κατηγορίες στα δικαστήρια). Από τους πολλούς (τους περισσότερους), λοιπόν, άλλοι τα επιτελούν αυτά τυχαία, ενώ άλλοι εξαιτίας της συνήθειας, ως αποτέλεσµα άσκησης. Επειδή είναι δυνατόν (να γίνει αυτό) και µε τους δύο τρόπους, είναι προφανές ότι (ή: προφανώς) θα είναι δυνατό να τα επιτελεί κάποιος αυτά και µε (κάποια) µέθοδο για ποιο λόγο το καταφέρνουν άλλοι εξαιτίας της συνήθειας και άλλοι από µόνοι τους, είναι δυνατό να εξετάσει κανείς την αιτία, αλλά όλοι 6
θα συµφωνήσουν πια ότι κάτι τέτοιο είναι έργο της τέχνης (της γνώσης, της επιστήµης). Γ2.α. ἀφωρισµένης: ἀφωρίσθη, ὑπέχειν: ὑπόσχες, πολλῶν: (ταῖς) πλείσταις, δρῶσιν: (τῶν) δρώντων. Γ2.β. τὸ δὲ τοιοῦτον ἤδη πάντες ἂν ὁµολογήσαιεν τέχνης ἔργον εἶναι: τὰ δὲ τοιαῦτα ἤδη πᾶς ἂν ὁµολογήσειε (ὁµολογήσαι) τεχνῶν ἔργα εἶναι. Γ3.α. τῇ διαλεκτικῇ: δοτική αντικειµενική, ετερόπτωτος προσδιορισµός στη λέξη ἀντίστροφος. ἐξετάζειν: τελικό απαρέµφατο, αντικείµενο στο ρήµα ἐγχειροῦσιν. θεωρεῖν: τελικό απαρέµφατο, υποκείµενο στο απρόσωπο ρήµα ἐνδέχεται. ἔργον: κατηγορούµενο, µέσω του απαρεµφάτου εἶναι, στο υποκείµενο του απαρεµφάτου τὸ τοιοῦτον. Γ3.β. Ἐπεὶ δ ἀµφοτέρως ἐνδέχεται: Δευτερεύουσα αιτιολογική πρόταση (λειτουργεί ως επιρρηµατικός προσδιορισµός αιτίας στο ρήµα της κύριας πρότασης). Εκφέρεται µε οριστική, επειδή εκφράζει πραγµατική, αντικειµενική αιτιολόγηση. Γ3.γ. τῶν πολλῶν: γενική διαιρετική, ετερόπτωτος ονοµατικός προσδιορισµός στις λέξεις οἱ µέν, οἱ δέ. εἰκῇ: επιρρηµατικός προσδιορισµός τρόπου, στο ρήµα δρῶσιν. ταῦτα: (σύστοιχο) αντικείµενο στο ρήµα δρῶσιν. διὰ συνήθειαν: εµπρόθετος επιρρηµατικός προσδιορισµός αιτίας στο ρήµα ἐπιτυγχάνουσιν. 7