ΟΔΥΣΣΕΙΑΣ Ε Τιθωνοῖο καθίζανον λέγε κήδεα Ὀδυσῆος μνησαμένη νύμφης νισόμενον

Σχετικά έγγραφα
"τέκνον ἐμόν, ποόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων.

σεύατ ἔπειτ ἐπὶ κῦμα λάρῳ ὄρνιθι ἐοικώς, ὅς τε κατὰ δεινοὺς κόλπους ἁλὸς ἀτρυγέτοιο ἰχθῦς ἀγρώσσων πυκινὰ πτερὰ δεύεται ἅλμῃ τῷ ἴκελος πολέεσσιν

Zeusl'assembleurdenuéesluiditcesmotsenréponse: τὴνδ ἀπαμειβόμενοςπροσέφηνεφεληγερέταζεύς "Quelleparoleafranchil'enclosdetesdents,ômafille?!

ὣς δ αὖ νῦν μοι ἄγασθε, θεοί, βροτὸν ἄνδρα παρεῖναι. τὸν δ ἄρα δεῦρ ἄνεμός τε φέρων καὶ κῦμα πέλασσε.

persoon praesens imperfectum sigmatische aoristus

πρῶτον μὲν τοῦτον τὸν λόγον ἀναλάβωμεν ὃν σὺ λέγεις περὶ τῶν δοξῶν μέν congr. cmpl. subj. bep. bij bijzinskern

EVALUATION (La tempête comme mise à l épreuve du héros) Texte d étude ( en gras les passages à traduire, en italiques les passages déjà traduits)

bab.la Φράσεις: Προσωπική Αλληλογραφία Ευχές ολλανδικά-ολλανδικά

Bijlage VWO. Grieks. tijdvak 1. Tekstboekje a-VW-1-b

εἰ δὲ μή, παῦσαι ἤδη, ὦ θαυμάσιε, πολλάκις μοι λέγων τὸν αὐτὸν λόγον, bepaling cmpl. attribuut complement (object)

Waar kan ik het formulier voor vinden? Waar kan ik het formulier voor vinden? Για να ρωτήσετε που μπορείτε να βρείτε μια φόρμα

Examen VWO. Grieks. Voorbereidend Wetenschappelijk Onderwijs Tijdvak 2 Woensdag 21 juni uur. Tekstboekje. Begin.

Αιτήσεις Συνοδευτική Επιστολή

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΩΝ ΕΤΟΥΣ Σάββατο

Περικλέους Σταύρου Χαλκίδα Τ: & F: chalkida@diakrotima.gr W:

Immigratie Documenten

3. δυνητικό: ἄν, ποὺ σημαίνει κάτι ποὺ μπορεὶ ἤ ποὺ μποροῦσε νὰ γίνει.

Nieuw Grieks Grammatica Konstantinos Athanasiou

Πρόσληψη του Αρχαίου Ελληνικού Δράματος

Αιτήσεις Συστατική Επιστολή

Προσωπική Αλληλογραφία Επιστολή

EDU IT i Ny Testamente på Teologi. Adjunkt, ph.d. Jacob P.B. Mortensen

Solliciteren Sollicitatiebrief

Examen VWO. Grieks (nieuwe stijl en oude stijl) Voorbereidend Wetenschappelijk Onderwijs Tijdvak 2 Woensdag 18 juni uur.

NOVEMBER 2016 AL: 150. TYD: 3 uur

5.A De voorbereiding. οὕτω δ οὐ πολλῷ ὕστερον 1 ἐν τῷ μηνὶ A Γαμηλιῶνι B ὁ γάμος C. ἐπετελεῖτο D. πολλοὶ δὲ γάμοι ἐν ταῖς Ἀθήναις διέμενον 2

bab.la Φράσεις: Προσωπική Αλληλογραφία Ευχές ολλανδικά-ελληνικά

I. De verbuiging van de substan1even

Homer Odyssey 13. Ὀδυσσέως ἀπόπλοος παρὰ Φαιάκων καὶ ἄφιξις εἰς Ἰθάκην. ὣς ἔφαθ, οἱ δ ἄρα πάντες ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ,

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΑ Β ΓΥΜΝΑΙΟΥ

Ἦμος δ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς, 1. ὄρνυτ ἄρ ἐξ εὐνῆς ἱερὸν μένος Ἀλκινόοιο, ἂν δ ἄρα διογενὴς ὦρτο πτολίπορθος Ὀδυσσεύς.

ἡ πάλαι γλῶττα ἡ Ἑλληνικὴ, κατὰ τὸν αὐτὸμορφον τρόπον ὑπὸ Ἰακώβου τοῦ Δονάλδοῦ γέγραπται

Αιτήσεις Συνοδευτική Επιστολή

Solliciteren Referentie

Ὁ πιστὸς φίλος. Πιστεύω¹ τῷ φίλῳ. Πιστὸν φίλον ἐν κινδύνοις γιγνώσκεις². Ὁ φίλος τὸν

Od Ἡ μὲν ἄρ ὣς ἕ άλιν κίεν αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς. ἤϊεν ἐς κλισίην. Θάμβησε δέ μιν φίλος υἱός, Od ταρβή ἑτέρωσε βάλ ὄμματα, μὴ θεὸς εἴη,

Zakelijke correspondentie

ΑΡΧΑΙΟ ΚΕΙΜΕΝΟ. ΕΝΟΤΗΤΑ 4η

Ι ΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Ἀριστοτέλους, Ἠθικὰ Νικομάχεια Β 6, 9-13

Αἰολίην δ' ἐς νῆσον ἀφικόμεθ' ἔνθα δ' ἔναιεν 1. Αἴολος Ἱπποτάδης, φίλος ἀθανάτοισι θεοῖσιν, πλωτῆ ἐνὶ νήσῳ πᾶσαν δέ τέ μιν πέρι τεῖχος

Examen VWO. Grieks (nieuwe stijl en oude stijl) Voorbereidend Wetenschappelijk Onderwijs Tijdvak 1 Donderdag 15 mei uur.

Schijnbeweging. Illusie in de Griekse kunst speurtocht

Εμπορική αλληλογραφία Επιστολή

Εμπορική αλληλογραφία Επιστολή

ΞΕΝΟΦΩΝΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ 2,1,28. Η ναυμαχία στους Αιγός Ποταμούς

PROLOOG ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ. 49 Ἐγένοντο Λήδᾳ Θεστιάδι τρεῖς παρθένοι, 50 Φοίβη Κλυταιμήστρα τ, ἐμὴ ξυνάορος, Ἑλένη τε ταύτης οἱ τὰ πρῶτ ὠλβισμένοι

αὐτόν φέρω αὐτόν τὸ φῶς τὸ φῶς αὐτόν τὸ φῶς ὁ λόγος ὁ κόσμος δι αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω αὐτόν

Εισαγωγή στη Φιλοσοφία

Αὐτὰρ ἐπεὶ διά τε σκόλοπας καὶ τάφρον ἔβησαν. φεύγοντες, πολλοὶ δὲ δάμεν Δαναῶν ὑπὸ χερσίν, Il.15.3 οἳ μὲν δὴ παρ ὄχεσφιν ἐ ένοντες

Persoonlijke correspondentie Brief

Π α σα πνο η αι νε σα τω τον Κυ ρι. Π α σα πνο η αι νε σα α τω τον. Ἕτερον. Τάξις Ἑωθινοῦ Εὐαγγελίου, Ὀ Ν Ψαλµός. Μέλος Ἰωάννου Ἀ. Νέγρη.

Αὕτη δ ἐστίν ἡ καλουμένη πόλις καί ἡ κοινωνία ἡ πολιτική.

Βυζαντινοί Ιστορικοί και Χρονογράφοι ΙI

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ: ΠΛΑΤΩΝ ΚΑΙ Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΙΔΕΩΝ

Αλήθεια, ακόμη και τώρα, έχετε αναρωτηθεί ποια ήταν αυτά τα κείμενα και τι περιεχόμενο είχαν;

ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ Μ.ΤΕΤΑΡΤΗ 11 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2012 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

Ὣς ἔφαθ, οἱ δ ἄρα πάντες ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ,

Σε μια περίοδο ή ημιπερίοδο σύνθετου λόγου οι προτάσεις συνδέονται μεταξύ τους με τρεις τρόπους:

Gregorius Nyssenus - De deitate filii et spiritus sancti

ἡ πάλαι γλῶττα ἡ Ἑλληνικὴ, κατὰ τὸν αὐτὸμορφον τρόπον ὑπὸ Ἰακώβου τοῦ Δονάλδοῦ γέγραπται

Γείνατο δ αὖ Κύκλωπας ὑπέρβιον ἦτορ ἔχοντας, Βρόντην τε Στερόπην τε καὶ Ἄργην ὀβριμόθυμον, 140 [οἳ Ζηνὶ βροντήν τε δόσαν τεῦξάν τε κεραυνόν.

ΤΕΛΟΣ 1ης ΑΠΟ 5 ΣΕΛΙΔΕΣ

OEFENVRAESTEL VRAESTEL 1

Δειγματική Διδασκαλία του αδίδακτου αρχαιοελληνικού κειμένου στη Β Λυκείου με διαγραμματική παρουσίαση και χρήση της τεχνολογίας

ΟΔΥΣΣΕΙΑΣ Α ἄνδρα ἔννεπε πολύτροπον πλάγχθη Τροίης πτολί- εθρον ἔπερσε ἀρνύµενος ἥν τε ψυχὴν καὶ νόστον ἑταίρων ἀλλ οὐδ ὧς ἐῤῥύσατο ἱέµενός περ

2o ΘΕΜΑ ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Β ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ

«Η λύση του Γόρδιου Δεσμού» αρχαία ελληνικά Α Γυμνασίου ενότητα 7

Οἱ μὲν ἔπειτ ἀπονιψάμενοι χεῖράς τε πόδας τε. εἰς Ὀδυσῆα δόμονδε κίον, τετέλεστο δὲ ἔργον. Αὐτὰρ ὅ γε προσέειπε φίλην τροφὸν Εὐρύκλειαν

ΗΣΙΟΔΟΥ ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΑΙ

ιδαγμένο κείμενο Αριστοτέλους, Ηθικά Νικομάχεια (Β1, 1-3 και Β6, 1-4)

ΘΕΜΑΤΑ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2011

ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι χε ε ρου ου βι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ιµ µυ υ υ υ υ υ υ Π ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ζο ο ο ει ει κο ο

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΑ Γ ΓΥΜΝΑΙΟΥ

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΚΛΙΜΑΚΑ ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ

ΘΕΜΑ 302ο: Ξενοφῶντος Ἑλληνικά, 2, 3,

ΑΡΧΗ 1ης ΣΕΛΙΔΑΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ : ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΑΞΗ / ΤΜΗΜΑ : Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΠΕΡΙΟΔΟΥ : ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2017 ΣΥΝΟΛΟ ΣΕΛΙΔΩΝ: 7

Θα ήθελα να ανοίξω ένα τραπεζικό λογαριασμό. Θα ήθελα να κλείσω τον τραπεζικό μου λογαριασμό. Μπορώ να ανοίξω τραπεζικό λογαριασμό μέσω του ίντερνετ;

ΘΕΜΑ 481ο: Ξενοφῶντος Ἑλληνικά, 2, 4,

ἡ πάλαι γλῶττα ἡ Ἑλληνικὴ, κατὰ τὸν αὐτὸμορφον τρόπον ὑπὸ Ἰακώβου τοῦ Δονάλδοῦ γεγραμμένον

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ: ΠΛΑΤΩΝ ΚΑΙ H ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΙΔΕΩΝ

ΚΕΙΜΕΝΑ. Α. Το τέχνασμα του Θεμιστοκλή

ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ. Αριστοτέλους Πολιτικά, Θ 2, 1 4)

Οἱ δ ἷξον κοίλην Λακεδαίμονα κητώεσσαν,

Ι ΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Αριστοτέλους Ηθικά Νικομάχεια Β 1,5-8

Ήρθε η ώρα να ασχοληθούμε με τη σύνδεση των προτάσεων στα αρχαία ελληνικά. Παράλληλα θα δίνονται παραδείγματα και στα Νέα Ελληνικά (ΝΕ)

ΟΔΥΣΣΕΙΑΣ Ψ ὑπερῷ καγχαλόωσα ἐῤῥώσαντο ὑπερικταίνοντο κήδεσκον βιόωντό μάργην χαλιφρονέοντα λωβεύεις ταῦτα παρὲξ ἐρέουσα

Κείμενο διδαγμένο από το πρωτότυπο Δημοσθένους, Ὑπὲρ τῆς Ῥοδίων ἐλευθερίας, 17-18

Κατάλογος τῶν Συγκερασµῶν ὅλων τῶν Βυζαντινῶν ιατονικῶν Κλιµάκων µέχρι καὶ σὲ 1200 µουσικὰ διαστήµατα (κόµµατα)

Klassieke Olympiaden Grieks POLYKRATES taaleigen van Herodotus

Α. ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ. Ἀριστοτέλους Πολιτικὰ Α1,1 και Γ1, 1-2. απόσπασμα α

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ. Ἀκούω δ αὐτόν, ὦ ἄνδρες δικασταί, ἐπὶ τοῦτον τὸν λόγον τρέψεσθαι, ὡς

Ι ΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Αριστοτέλους Πολιτικά (Γ1, 1-2, 3-4/6/12) Τῷ περὶ πολιτείας ἐπισκοποῦντι, καὶ τίς ἑκάστη καὶ ποία

Δ ι α γ ω ν ί ς μ α τ α π ρ ο ς ο μ ο ί ω ς η σ 1

Ὣς ὁ μὲν ἔνθα καθεῦδε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεὺς

α κα ρι ι ο ος α α νηρ ος ου ουκ ε πο ρε ε ευ θη εν βου λη η η α α σε ε ε βων και εν ο δω ω α α µαρ τω λω ων ουουκ ε ε ε

ΕΚΦΩΝΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Αριστοτέλης Ηθικά Νικομάχεια (Β6, 9-13 και 519b)

Homerocentones fort. conditore operis et auctore Patricio quodam episcopo. Ὑπόθεσις τῶν Ὁμηροκέντρων.

OEFENVRAESTEL VRAESTEL 1

Athanasius Alexandrinus - Magnus - Epistula ad Palladium

Εμπορική αλληλογραφία Επιστολή

Transcript:

ΟΔΥΣΣΕΙΑΣ Ε Ἠ ὼς δ ἐκ λεχέων παρ ἀγαυοῦ Τιθωνοῖο ὤρνυθ, ἵν ἀθανάτοισι φόως φέροι ἠδὲ βροτοῖσιν οἱ δὲ θεοὶ θῶκόνδε καθίζανον, ἐν δ ἄρα τοῖσι Ζεὺς ὑψιβρεμέτης, οὗ τε κράτος ἐστὶ μέγιστον. τοῖσι δ Ἀθηναίη λέγε κήδεα πόλλ Ὀδυσῆος 5 μνησαμένη μέλε γάρ οἱ ἐὼν ἐν δώμασι νύμφης «Ζεῦ πάτερ ἠδ ἄλλοι μάκαρες θεοὶ αἰὲν ἐόντες, μή τις ἔτι πρόφρων ἀγανὸς καὶ ἤπιος ἔστω σκηπτοῦχος βασιλεύς, μηδὲ φρεσὶν αἴσιμα εἰδώς, ἀλλ αἰεὶ χαλεπός τ εἴη καὶ αἴσυλα ῥέζοι, 10 ὡς οὔ τις μέμνηται Ὀδυσσῆος θείοιο λαῶν, οἷσιν ἄνασσε, πατὴρ δ ὣς ἤπιος ἦεν. ἀλλ ὁ μὲν ἐν νήσῳ κεῖται κρατέρ ἄλγεα πάσχων, νύμφης ἐν μεγάροισι Καλυψοῦς, ἥ μιν ἀνάγκῃ ἴσχει ὁ δ οὐ δύναται ἣν πατρίδα γαῖαν ἱκέσθαι 15 οὐ γάρ οἱ πάρα νῆες ἐπήρετμοι καὶ ἑταῖροι, οἵ κέν μιν πέμποιεν ἐπ εὐρέα νῶτα θαλάσσης. νῦν αὖ παῖδ ἀγαπητὸν ἀποκτεῖναι μεμάασιν οἴκαδε νισόμενον ὁ δ ἔβη μετὰ πατρὸς ἀκουὴν ἐς Πύλον ἠγαθέην ἠδ ἐς Λακεδαίμονα δῖαν.» 20 Tweede godenvergadering. Zeus stuurt Hermes naar Ogygia om Calypso te melden dat ze Odysseus moet laten gaan. Hermes vervult zijn opdracht en Calypso berust met tegenzin in het besluit van Zeus. 1. Τιθωνοῖο: Tithonus, de echtgenoot van Eos, was een zoon van Laomedon en broeder van Priamus van Troje. 3. καθίζανον: καθιζάνω - gaan zitten. 5. λέγε: somde op. κήδεα Ὀδυσῆος: zorgen om Odysseus of problemen van Odysseus, een vraag die door de commentaren niet wordt beantwoord; Ὀδυσῆος hangt mogelijk af van μνησαμένη; cf. α 29. 6. μνησαμένη: zonder object (AHC); ik twijfel. νύμφης: sc. Calypso. 19. νισόμενον: νίσομαι ook νίσσομαι - terugkeren; = νέομαι en νοστέω.

2 1 5 0 Ο Μ Η Ρ Ο Υ 2 25 30 35 40 45 50 Τὴν δ ἀπαμειβόμενος προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς «Τέκνον ἐμόν, ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων. οὐ γὰρ δὴ τοῦτον μὲν ἐβούλευσας νόον αὐτή, ὡς ἦ τοι κείνους Ὀδυσεὺς ἀποτείσεται ἐλθών; Τηλέμαχον δὲ σὺ πέμψον ἐπισταμένως, δύνασαι γάρ, ὥς κε μάλ ἀσκηθὴς ἣν πατρίδα γαῖαν ἵκηται, μνηστῆρες δ ἐν νηῒ παλιμπετὲς ἀπονέωνται.» Ἦ ῥα, καὶ Ἑρμείαν, υἱὸν φίλον, ἀντίον ηὔδα «Ἑρμεία σὺ γὰρ αὖτε τά τ ἄλλα περ ἄγγελός ἐσσι νύμφῃ ἐϋπλοκάμῳ εἰπεῖν νημερτέα βουλήν, νόστον Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος, ὥς κε νέηται, οὔτε θεῶν πομπῇ οὔτε θνητῶν ἀνθρώπων ἀλλ ὅ γ ἐπὶ σχεδίης πολυδέσμου πήματα πάσχων ἤματι εἰκοστῷ Σχερίην ἐρίβωλον ἵκοιτο, Φαιήκων ἐς γαῖαν, οἳ ἀγχίθεοι γεγάασιν οἵ κέν μιν περὶ κῆρι θεὸν ὣς τιμήσουσι, πέμψουσιν δ ἐν νηῒ φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν, χαλκόν τε χρυσόν τε ἅλις ἐσθῆτά τε δόντες, πόλλ, ὅσ ἂν οὐδέ ποτε Τροίης ἐξήρατ Ὀδυσσεύς, εἴ περ ἀπήμων ἦλθε, λαχὼν ἀπὸ ληΐδος αἶσαν. ὣς γάρ οἱ μοῖρ ἐστὶ φίλους τ ἰδέειν καὶ ἱκέσθαι οἶκον ἐς ὑψόροφον καὶ ἑὴν ἐς πατρίδα γαῖαν.» Ὣς ἔφατ, οὐδ ἀπίθησε διάκτορος Ἀργεϊφόντης. αὐτίκ ἔπειθ ὑπὸ ποσσὶν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα, ἀμβρόσια χρύσεια, τά μιν φέρον ἠμὲν ἐφ ὑγρὴν ἠδ ἐπ ἀπείρονα γαῖαν ἅμα πνοιῇσ ἀνέμοιο. εἵλετο δὲ ῥάβδον, τῇ τ ἀνδρῶν ὄμματα θέλγει, ὧν ἐθέλει, τοὺς δ αὖτε καὶ ὑπνώοντας ἐγείρει τὴν μετὰ χερσὶν ἔχων πέτετο κρατὺς Ἀργεϊφόντης. Πιερίην δ ἐπιβὰς ἐξ αἰθέρος ἔμπεσε πόντῳ 27. παλιμπετὲς: - (weer) terug (2 x).

3 Ο ΔΥ Σ Σ Ε Ι Α Σ Ε 5 1 7 5 σεύατ ἔπειτ ἐπὶ κῦμα λάρῳ ὄρνιθι ἐοικώς, ὅς τε κατὰ δεινοὺς κόλπους ἁλὸς ἀτρυγέτοιο ἰχθῦς ἀγρώσσων πυκινὰ πτερὰ δεύεται ἅλμῃ τῷ ἴκελος πολέεσσιν ὀχήσατο κύμασιν Ἑρμῆς. ἀλλ ὅτε δὴ τὴν νῆσον ἀφίκετο τηλόθ ἐοῦσαν, 55 ἔνθ ἐκ πόντου βὰς ἰοειδέος ἤπειρόνδε ἤϊεν, ὄφρα μέγα σπέος ἵκετο, τῷ ἔνι νύμφη ναῖεν ἐϋπλόκαμος τὴν δ ἔνδοθι τέτμεν ἐοῦσαν. πῦρ μὲν ἐπ ἐσχαρόφιν μέγα καίετο, τηλόσε δ ὀδμὴ κέδρου τ εὐκεάτοιο θύου τ ἀνὰ νῆσον ὀδώδει 60 δαιομένων ἡ δ ἔνδον ἀοιδιάουσ ὀπὶ καλῇ ἱστὸν ἐποιχομένη χρυσείῃ κερκίδ ὕφαινεν. ὕλη δὲ σπέος ἀμφὶ πεφύκει τηλεθόωσα, κλήθρη τ αἴγειρός τε καὶ εὐώδης κυπάρισσος. ἔνθα δέ τ ὄρνιθες τανυσίπτεροι εὐνάζοντο, 65 σκῶπές τ ἴρηκές τε τανύγλωσσοί τε κορῶναι εἰνάλιαι, τῇσίν τε θαλάσσια ἔργα μέμηλεν. ἡ δ αὐτοῦ τετάνυστο περὶ σπείους γλαφυροῖο ἡμερὶς ἡβώωσα, τεθήλει δὲ σταφυλῇσι. κρῆναι δ ἑξείης πίσυρες ῥέον ὕδατι λευκῷ, 70 πλησίαι ἀλλήλων τετραμμέναι ἄλλυδις ἄλλη. ἀμφὶ δὲ λειμῶνες μαλακοὶ ἴου ἠδὲ σελίνου θήλεον. ἔνθα κ ἔπειτα καὶ ἀθάνατός περ ἐπελθὼν θηήσαιτο ἰδὼν καὶ τερφθείη φρεσὶν ᾗσιν. Ἔνθα στὰς θηεῖτο διάκτορος Ἀργεϊφόντης. 75 51. λάρῳ: λάρος - meeuw ; λαρός - smakelijk. 52. ἀτρυγέτοιο: ἀτρύγετος - rusteloos golvend, oneindig (?). 53. ἀγρώσσων: jacht makend op. 60. εὐκεάτοιο: εὐκέατος - goed gekloofd θύου: θύον - mastikboom ; θύος - brandoffer (3 x). 62. κερκίδ : κερκίς - weefnaald (2 x). 64. κλήθρη: - els (2 x). 65. τανυσίπτεροι: - de vleugels uitstrekkend (3 x). 66. σκῶπές: - uil. 69. ἡμερὶς: - wijnstok. 72. ἴου: ἴον - viooltje. σελίνου: σελῖνον - selderij (2 x).

7 6 1 0 4 Ο Μ Η Ρ Ο Υ 4 80 85 90 95 100 αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ πάντα ἑῷ θηήσατο θυμῷ, αὐτίκ ἄρ εἰς εὐρὺ σπέος ἤλυθεν. οὐδέ μιν ἄντην ἠγνοίησεν ἰδοῦσα Καλυψώ, δῖα θεάων οὐ γάρ τ ἀγνῶτες θεοὶ ἀλλήλοισι πέλονται ἀθάνατοι, οὐδ εἴ τις ἀπόπροθι δώματα ναίει. οὐδ ἄρ Ὀδυσσῆα μεγαλήτορα ἔνδον ἔτετμεν, ἀλλ ὅ γ ἐπ ἀκτῆς κλαῖε καθήμενος, ἔνθα πάρος περ, δάκρυσι καὶ στοναχῇσι καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἐρέχθων [πόντον ἐπ ἀτρύγετον δερκέσκετο δάκρυα λείβων]. Ἑρμείαν δ ἐρέεινε Καλυψώ, δῖα θεάων, ἐν θρόνῳ ἱδρύσασα φαεινῷ σιγαλόεντι «Τίπτε μοι, Ἑρμεία χρυσόῤῥαπι, εἰλήλουθας, αἰδοῖός τε φίλος τε; πάρος γε μὲν οὔ τι θαμίζεις. αὔδα ὅ τι φρονέεις τελέσαι δέ με θυμὸς ἄνωγεν, εἰ δύναμαι τελέσαι γε καὶ εἰ τετελεσμένον ἐστίν. [ἀλλ ἕπεο προτέρω, ἵνα τοι πὰρ ξείνια θείω.]» Ὣς ἄρα φωνήσασα θεὰ παρέθηκε τράπεζαν ἀμβροσίης πλήσασα, κέρασσε δὲ νέκταρ ἐρυθρόν αὐτὰρ ὁ πῖνε καὶ ἦσθε διάκτορος Ἀργεϊφόντης. αὐτὰρ ἐπεὶ δείπνησε καὶ ἤραρε θυμὸν ἐδωδῇ, καὶ τότε δή μιν ἔπεσσιν ἀμειβόμενος προσέειπεν «Εἰρωτᾷς μ ἐλθόντα θεὰ θεόν αὐτὰρ ἐγώ τοι νημερτέως τὸν μῦθον ἐνισπήσω κέλεαι γάρ. Ζεὺς ἐμέ γ ἠνώγει δεῦρ ἐλθέμεν οὐκ ἐθέλοντα τίς δ ἂν ἑκὼν τοσσόνδε διαδράμοι ἁλμυρὸν ὕδωρ ἄσπετον; οὐδέ τις ἄγχι βροτῶν πόλις, οἵ τε θεοῖσιν ἱερά τε ῥέζουσι καὶ ἐξαίτους ἑκατόμβας. ἀλλὰ μάλ οὔ πως ἔστι Διὸς νόον αἰγιόχοιο οὔτε παρεξελθεῖν ἄλλον θεὸν οὔθ ἁλιῶσαι. 83. ἐρέχθων: ἐρέχθω - teisteren (2 x). 102. ἐξαίτους: ἔξαιτος - uitgelezen (4 x). 104. ἁλιῶσαι: ἁλιόω - verijdelen (3 x).

5 Ο ΔΥ Σ Σ Ε Ι Α Σ Ε 1 0 5 1 3 4 φησί τοι ἄνδρα παρεῖναι ὀϊζυρώτατον ἄλλων, 105 τῶν ἀνδρῶν, οἳ ἄστυ πέρι Πριάμοιο μάχοντο εἰνάετες, δεκάτῳ δὲ πόλιν πέρσαντες ἔβησαν οἴκαδ ἀτὰρ ἐν νόστῳ Ἀθηναίην ἀλίτοντο, ἥ σφιν ἐπῶρσ ἄνεμόν τε κακὸν καὶ κύματα μακρά. ἔνθ ἄλλοι μὲν πάντες ἀπέφθιθεν ἐσθλοὶ ἑταῖροι, 110 τὸν δ ἄρα δεῦρ ἄνεμός τε φέρων καὶ κῦμα πέλασσε. τὸν νῦν σ ἠνώγειν ἀποπεμπέμεν ὅττι τάχιστα οὐ γάρ οἱ τῇδ αἶσα φίλων ἀπονόσφιν ὀλέσθαι, ἀλλ ἔτι οἱ μοῖρ ἐστὶ φίλους τ ἰδέειν καὶ ἱκέσθαι οἶκον ἐς ὑψόροφον καὶ ἑὴν ἐς πατρίδα γαῖαν.» 115 Ὣς φάτο, ῥίγησεν δὲ Καλυψώ, δῖα θεάων, καί μιν φωνήσασ ἔπεα πτερόεντα προσηύδα «Σχέτλιοί ἐστε, θεοί, ζηλήμονες ἔξοχον ἄλλων, οἵ τε θεαῖσ ἀγάασθε παρ ἀνδράσιν εὐνάζεσθαι ἀμφαδίην, ἤν τίς τε φίλον ποιήσετ ἀκοίτην. 120 ὣς μὲν ὅτ Ὠρίων ἕλετο ῥοδοδάκτυλος Ἠώς, τόφρα οἱ ἠγάασθε θεοὶ ῥεῖα ζώοντες, ἕως μιν ἐν Ὀρτυγίῃ χρυσόθρονος Ἄρτεμις ἁγνὴ οἷσ ἀγανοῖσι βέλεσσιν ἐποιχομένη κατέπεφνεν. ὣς δ ὁπότ Ἰασίωνι ἐϋπλόκαμος Δημήτηρ, 125 ᾧ θυμῷ εἴξασα, μίγη φιλότητι καὶ εὐνῇ νειῷ ἔνι τριπόλῳ οὐδὲ δὴν ἦεν ἄπυστος Ζεύς, ὅς μιν κατέπεφνε βαλὼν ἀργῆτι κεραυνῷ. ὣς δ αὖ νῦν μοι ἄγασθε, θεοί, βροτὸν ἄνδρα παρεῖναι. τὸν μὲν ἐγὼν ἐσάωσα περὶ τρόπιος βεβαῶτα 130 οἶον, ἐπεί οἱ νῆα θοὴν ἀργῆτι κεραυνῷ Ζεὺς ἐλάσας ἐκέασσε μέσῳ ἐνὶ οἴνοπι πόντῳ. ἔνθ ἄλλοι μὲν πάντες ἀπέφθιθεν ἐσθλοὶ ἑταῖροι, τὸν δ ἄρα δεῦρ ἄνεμός τε φέρων καὶ κῦμα πέλασσε. 118. ζηλήμονες: ζηλήμων - afgunstig. 130. τρόπιος: τρόπις - kielbalk.

1 3 5 1 6 3 Ο Μ Η Ρ Ο Υ 6 135 140 145 150 155 160 τὸν μὲν ἐγὼ φίλεόν τε καὶ ἔτρεφον ἠδὲ ἔφασκον θήσειν ἀθάνατον καὶ ἀγήραον ἤματα πάντα. ἀλλ ἐπεὶ οὔ πως ἔστι Διὸς νόον αἰγιόχοιο οὔτε παρεξελθεῖν ἄλλον θεὸν οὔθ ἁλιῶσαι, ἐῤῥέτω, εἴ μιν κεῖνος ἐποτρύνει καὶ ἀνώγει, πόντον ἐπ ἀτρύγετον. πέμψω δέ μιν οὔ πῃ ἐγώ γε οὐ γάρ μοι πάρα νῆες ἐπήρετμοι καὶ ἑταῖροι, οἵ κέν μιν πέμποιεν ἐπ εὐρέα νῶτα θαλάσσης. αὐτάρ οἱ πρόφρων ὑποθήσομαι οὐδ ἐπικεύσω, ὥς κε μάλ ἀσκηθὴς ἣν πατρίδα γαῖαν ἵκηται.» Τὴν δ αὖτε προσέειπε διάκτορος Ἀργεϊφόντης «Οὕτω νῦν ἀπόπεμπε, Διὸς δ ἐποπίζεο μῆνιν, μή πώς τοι μετόπισθε κοτεσσάμενος χαλεπήνῃ.» Ὣς ἄρα φωνήσας ἀπέβη κρατὺς Ἀργεϊφόντης ἡ δ ἐπ Ὀδυσσῆα μεγαλήτορα πότνια νύμφη ἤϊ, ἐπεὶ δὴ Ζηνὸς ἐπέκλυεν ἀγγελιάων. τὸν δ ἄρ ἐπ ἀκτῆς εὗρε καθήμενον οὐδέ ποτ ὄσσε δακρυόφιν τέρσοντο, κατείβετο δὲ γλυκὺς αἰὼν νόστον ὀδυρομένῳ, ἐπεὶ οὐκέτι ἥνδανε νύμφη. ἀλλ ἦ τοι νύκτας μὲν ἰαύεσκεν καὶ ἀνάγκῃ ἐν σπέεσι γλαφυροῖσι παρ οὐκ ἐθέλων ἐθελούσῃ ἤματα δ ἂμ πέτρῃσι καὶ ἠϊόνεσσι καθίζων [δάκρυσι καὶ στοναχῇσι καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἐρέχθων] πόντον ἐπ ἀτρύγετον δερκέσκετο δάκρυα λείβων. ἀγχοῦ δ ἱσταμένη προσεφώνεε δῖα θεάων «Κάμμορε, μή μοι ἔτ ἐνθάδ ὀδύρεο, μηδέ τοι αἰὼν φθινέτω ἤδη γάρ σε μάλα πρόφρασσ ἀποπέμψω. ἀλλ ἄγε δούρατα μακρὰ ταμὼν ἁρμόζεο χαλκῷ εὐρεῖαν σχεδίην ἀτὰρ ἴκρια πῆξαι ἐπ αὐτῆς 156. ἠϊόνεσσι: ἠϊών, ἡ - oever, kust. 160. κάμμορε: κάμμορος - rampzalig. 162. ἁρμόζεο: ἁρμόζω - aaneenvoegen, timmeren.

7 Ο ΔΥ Σ Σ Ε Ι Α Σ Ε 1 6 4 1 8 3 ὑψοῦ, ὥς σε φέρῃσιν ἐπ ἠεροειδέα πόντον. αὐτὰρ ἐγὼ σῖτον καὶ ὕδωρ καὶ οἶνον ἐρυθρὸν 165 ἐνθήσω μενοεικέ, ἅ κέν τοι λιμὸν ἐρύκοι, εἵματά τ ἀμφιέσω πέμψω δέ τοι οὖρον ὄπισθεν, ὥς κε μάλ ἀσκηθὴς σὴν πατρίδα γαῖαν ἵκηαι, αἴ κε θεοί γ ἐθέλωσι, τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσιν, οἵ μευ φέρτεροί εἰσι νοῆσαί τε κρῆναί τε.» 170 Ὣς φάτο, ῥίγησεν δὲ πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς, καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα «Ἄλλο τι δὴ σύ, θεά, τόδε μήδεαι οὐδέ τι πομπήν, ἥ με κέλεαι σχεδίῃ περάαν μέγα λαῖτμα θαλάσσης, δεινόν τ ἀργαλέον τε τὸ δ οὐδ ἐπὶ νῆες ἐῖσαι 175 ὠκύποροι περόωσιν, ἀγαλλόμεναι Διὸς οὔρῳ. οὐδ ἂν ἐγώ γ ἀέκητι σέθεν σχεδίης ἐπιβαίην, εἰ μή μοι τλαίης γε, θεά, μέγαν ὅρκον ὀμόσσαι μή τί μοι αὐτῷ πῆμα κακὸν βουλευσέμεν ἄλλο.» Ὣς φάτο, μείδησεν δὲ Καλυψώ, δῖα θεάων, 180 χειρί τέ μιν κατέρεξεν ἔπος τ ἔφατ ἔκ τ ὀνόμαζεν «Ἦ δὴ ἀλιτρός γ ἐσσὶ καὶ οὐκ ἀποφώλια εἰδώς, οἷον δὴ τὸν μῦθον ἐπεφράσθης ἀγορεῦσαι. 164. ὑψοῦ: = ὑψόθι - in de hoogte, hoog. 166. μενοεικέ : μενοεικής eig. aan het verlangen voldoend, meestal vertaald als rijkelijk, overvloedig, of beter naar hartelust. ἐρύκοι: tegenhoudt, dus niet weg neemt al komt dat op hetzelfde neer. 170. νοῆσαί τε κρῆναί: bedenken en tot voltooiing brengen, in hedendaags jargon planning en uitvoering. 171. ῥίγησεν: κινεῖ αὐτὸν πρὸς τὸ δεδιέναι καὶ ἡ ὥρα τοῦ ἔτους καὶ ὁ τρόπος τῆς πορείας merkt de scholiast op, het punt is echter dat de laatste woorden van Calypso (169-170) niet veel goeds beloven en op O. de uitwerking hebben van een koude douche. 176. ἀγαλλόμεναι: pralend, fier, trots. 179. κακὸν ἄλλο: nog een tegenslag (boven die welke mij al getroffen hebben). 182. ἀλιτρός: zondaar, schurk, boef, deugniet, plaaggeest (3x). ἀποφώλια: betekenis onzeker, misschien zinloos, bedrieglijk (4 x). 183. ἐπεφράσθης ἀγορεῦσαι: op de gedachte bent gekomen te zeggen.

1 8 4 2 0 4 Ο Μ Η Ρ Ο Υ 8 185 190 195 200 ἴστω νῦν τόδε γαῖα καὶ οὐρανὸς εὐρὺς ὕπερθε καὶ τὸ κατειβόμενον Στυγὸς ὕδωρ, ὅς τε μέγιστος ὅρκος δεινότατός τε πέλει μακάρεσσι θεοῖσι, μή τί τοι αὐτῷ πῆμα κακὸν βουλευσέμεν ἄλλο. ἀλλὰ τὰ μὲν νοέω καὶ φράσσομαι, ἅσσ ἂν ἐμοί περ αὐτῇ μηδοίμην, ὅτε με χρειὼ τόσον ἵκοι καὶ γὰρ ἐμοὶ νόος ἐστὶν ἐναίσιμος, οὐδέ μοι αὐτῇ θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι σιδήρεος, ἀλλ ἐλεήμων.» Ὣς ἄρα φωνήσασ ἡγήσατο δῖα θεάων καρπαλίμως ὁ δ ἔπειτα μετ ἴχνια βαῖνε θεοῖο. ἷξον δὲ σπεῖος γλαφυρὸν θεὸς ἠδὲ καὶ ἀνήρ καί ῥ ὁ μὲν ἔνθα καθέζετ ἐπὶ θρόνου, ἔνθεν ἀνέστη Ἑρμείας, νύμφη δ ἐτίθει πάρα πᾶσαν ἐδωδήν, ἔσθειν καὶ πίνειν, οἷα βροτοὶ ἄνδρες ἔδουσιν αὐτὴ δ ἀντίον ἷζεν Ὀδυσσῆος θείοιο, τῇ δὲ παρ ἀμβροσίην δμῳαὶ καὶ νέκταρ ἔθηκαν. οἱ δ ἐπ ὀνείαθ ἑτοῖμα προκείμενα χεῖρας ἴαλλον. αὐτὰρ ἐπεὶ τάρπησαν ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος, τοῖσ ἄρα μύθων ἦρχε Καλυψώ, δῖα θεάων «Διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν Ὀδυσσεῦ, οὕτω δὴ οἶκόνδε φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν 184. ἴστω: laat weten d.w.z. laat getuige zijn van de eed die Calypso gaat zweren. 185. κατειβόμενον: naar de diepte stromend. ὅς τε μέγιστος 185 ὅρκος: voor ὅρκον ὃς μέγιστός ἐστιν. 187. κακὸν βουλευσέμεν ἄλλο: zie vs. 179. 188. φράσσομαι: zal ik in overweging nemen ; het activum φράζω betekent aantonen, duidelijk maken. 189. ὅτε με χρειὼ τόσον ἵκοι: als de nood aan de man komt. 190. νόος ἐστὶν ἐναίσιμος: zoiets als gevoel voor verhoudingen. 195. ἔνθεν ἀνέστη 195 Ἑρμείας: Calypso heeft met geen woord gerept over het bezoek van Hermes, maar Odysseus gaat zitten op de stoel die bij wijze van spreken nog warm is. Hoe noem je zoiets? 197. ἔσθειν: ἔσθω is een poëtische nevenvorm van ἐσθίω - eten; synoniem ἔδω. 202. μύθων ἦρχε Καλυψώ: Calypso doet een laatste poging O. over te halen om te blijven.

9 Ο ΔΥ Σ Σ Ε Ι Α Σ Ε 2 0 5 2 2 8 αὐτίκα νῦν ἐθέλεις ἰέναι; σὺ δὲ χαῖρε καὶ ἔμπης. 205 εἴ γε μὲν εἰδείης σῇσι φρεσίν, ὅσσα τοι αἶσα κήδε ἀναπλῆσαι, πρὶν πατρίδα γαῖαν ἱκέσθαι, ἐνθάδε κ αὖθι μένων σὺν ἐμοὶ τόδε δῶμα φυλάσσοις ἀθάνατός τ εἴης, ἱμειρόμενός περ ἰδέσθαι σὴν ἄλοχον, τῆς τ αἰὲν ἐέλδεαι ἤματα πάντα. 210 οὐ μέν θην κείνης γε χερείων εὔχομαι εἶναι, οὐ δέμας οὐδὲ φυήν, ἐπεὶ οὔ πως οὐδὲ ἔοικε θνητὰς ἀθανάτῃσι δέμας καὶ εἶδος ἐρίζειν.» Τὴν δ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς «Πότνα θεά, μή μοι τόδε χώεο οἶδα καὶ αὐτὸς 215 πάντα μάλ, οὕνεκα σεῖο περίφρων Πηνελόπεια εἶδος ἀκιδνοτέρη μέγεθός τ εἰσάντα ἰδέσθαι ἡ μὲν γὰρ βροτός ἐστι, σὺ δ ἀθάνατος καὶ ἀγήρως. ἀλλὰ καὶ ὧς ἐθέλω καὶ ἐέλδομαι ἤματα πάντα οἴκαδέ τ ἐλθέμεναι καὶ νόστιμον ἦμαρ ἰδέσθαι. 220 εἰ δ αὖ τις ῥαίῃσι θεῶν ἐνὶ οἴνοπι πόντῳ, τλήσομαι ἐν στήθεσσιν ἔχων ταλαπενθέα θυμόν ἤδη γὰρ μάλα πολλὰ πάθον καὶ πολλὰ μόγησα κύμασι καὶ πολέμῳ μετὰ καὶ τόδε τοῖσι γενέσθω.» Ὣς ἔφατ, ἠέλιος δ ἄρ ἔδυ καὶ ἐπὶ κνέφας ἦλθεν 225 ἐλθόντες δ ἄρα τώ γε μυχῷ σπείους γλαφυροῖο τερπέσθην φιλότητι, παρ ἀλλήλοισι μένοντες. Ἦμος δ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς, 207 ἀναπλῆσαι vulg. : ἀνατλῆναι quidam -τλῆσαι idem 205. αὐτίκα νῦν: nu meteen. σὺ δὲ χαῖρε καὶ ἔμπης: ik wens je veel succes!. 206. εἰδείης: van οἶδα, de overeenkomstige opt. vorm van εἶδον is ἴδοις. 215. μή μοι τόδε χώεο: wees niet boos op mij (alleen de aor. van dit verbum is inchoatief). 217. ἀκιδνοτέρη: ἄκιδνος - zwak (3 x). 221. ῥαίῃσι: verbrijzelt, schipbreuk laat lijden ; het object μέ is weggelaten (cf. ζ 326). 222. ταλαπενθέα: ταλαπενθής - geduldig, leed verdragend. 224. μετὰ καὶ τόδε τοῖσι γενέσθω: dit kan er nog wel bij.

2 2 9 2 4 6 Ο Μ Η Ρ Ο Υ 1 0 230 235 240 245 αὐτίχ ὁ μὲν χλαῖνάν τε χιτῶνά τε ἕννυτ Ὀδυσσεύς, αὐτὴ δ ἀργύφεον φᾶρος μέγα ἕννυτο νύμφη, λεπτὸν καὶ χαρίεν, περὶ δὲ ζώνην βάλετ ἰξυῖ καλὴν χρυσείην, κεφαλῇ δ ἐφύπερθε καλύπτρην. καὶ τότ Ὀδυσσῆϊ μεγαλήτορι μήδετο πομπήν δῶκε μέν οἱ πέλεκυν μέγαν, ἄρμενον ἐν παλάμῃσι, χάλκεον, ἀμφοτέρωθεν ἀκαχμένον αὐτὰρ ἐν αὐτῷ στειλειὸν περικαλλὲς ἐλάϊνον, εὖ ἐναρηρός δῶκε δ ἔπειτα σκέπαρνον ἐΰξοον ἦρχε δ ὁδοῖο νήσου ἐπ ἐσχατιήν, ὅθι δένδρεα μακρὰ πεφύκει, κλήθρη τ αἴγειρός τ, ἐλάτη τ ἦν οὐρανομήκης, αὖα πάλαι, περίκηλα, τά οἱ πλώοιεν ἐλαφρῶς. αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ δεῖξ ὅθι δένδρεα μακρὰ πεφύκει, ἡ μὲν ἔβη πρὸς δῶμα Καλυψώ, δῖα θεάων, αὐτὰρ ὁ τάμνετο δοῦρα θοῶς δέ οἱ ἤνυτο ἔργον. εἴκοσι δ ἔκβαλε πάντα, πελέκκησεν δ ἄρα χαλκῷ, ξέσσε δ ἐπισταμένως καὶ ἐπὶ στάθμην ἴθυνε. τόφρα δ ἔνεικε τέρετρα Καλυψώ, δῖα θεάων 231. ἰξυῖ: ἰξύς - heup (2 x). 232. καλύπτρην: καλύπτρη - hoofddoek (3 x). 234. ἄρμενον: passend, part. aor. II van ἀραρίσκω. 235. ἀκαχμένον: pepunt, scherp ; ziet er uit als verbaalvorm, maar is niet tot een bekend verbum te herleiden. 236. στειλειὸν: - steel. ἐναρηρός: - bevestigd, van *ἐναραρίσκω. 237. σκέπαρνον: - bijl met één snede, dissel (2 x). 239. κλήθρη: - els (2 x). αἴγειρός: - (zwarte) populier. ἐλάτη: - den. οὐρανομήκης: - hemelhoog. 240. αὖα: αὖος - droog (6 x). περίκηλα: περίκηλος - zeer droog (2 x). πλώοιεν: πλώω - drijven (2 x). 243. τάμνετο: bij Hom. is τάμνω de normale vorm van het Attische τέμνω. 244. ἔκβαλε: hij velde. πελέκκησεν: πελεκκάω - met de bijl bewerken. 245. ἐπὶ στάθμην ἴθυνε: hij maakte recht met het paslood. 246-261: Bouw van het vlot; een lastige passage vol woorden waarvan de frequentie gering en de betekenis onzeker is. Men krijgt de indruk dat H. de bouw van een vlot beschrijft in bewoordingen die beter passen bij de bouw van een schip. Misschien heeft hij gebruik gemaakt van het Argonautenverhaal (Heubeck). 246. τέρετρα: τέρετρον - boor (2 x).

1 1 Ο ΔΥ Σ Σ Ε Ι Α Σ Ε 2 4 7 2 6 1 τέτρηνεν δ ἄρα πάντα καὶ ἥρμοσεν ἀλλήλοισι, γόμφοισιν δ ἄρα τήν γε καὶ ἁρμονίῃσιν ἄρασσεν. ὅσσον τίς τ ἔδαφος νηὸς τορνώσεται ἀνὴρ φορτίδος εὐρείης, εὖ εἰδὼς τεκτοσυνάων, 250 τόσσον ἔπ εὐρεῖαν σχεδίην ποιήσατ Ὀδυσσεύς. ἴκρια δὲ στήσας, ἀραρὼν θαμέσι σταμίνεσσι, ποίει ἀτὰρ μακρῇσιν ἐπηγκενίδεσσι τελεύτα. ἐν δ ἱστὸν ποίει καὶ ἐπίκριον ἄρμενον αὐτῷ πρὸς δ ἄρα πηδάλιον ποιήσατο, ὄφρ ἰθύνοι. 255 φράξε δέ μιν ῥίπεσσι διαμπερὲς οἰσυΐνῃσι, κύματος εἶλαρ ἔμεν πολλὴν δ ἐπεχεύατο ὕλην. τόφρα δὲ φάρε ἔνεικε Καλυψώ, δῖα θεάων, ἱστία ποιήσασθαι ὁ δ εὖ τεχνήσατο καὶ τά. ἐν δ ὑπέρας τε κάλους τε πόδας τ ἐνέδησεν ἐν αὐτῇ, 260 μοχλοῖσιν δ ἄρα τήν γε κατείρυσεν εἰς ἅλα δῖαν. 247. τέτρηνεν: τετραίνω - boren, doorboren (3 x). 248. γόμφοισιν: γόμφος - houten pen. ἁρμονίῃσιν: ἁρμονίη - verbinding, zwaluwstaart (3 x). 249. ἔδαφος: τό - bodem ; kennelijk wordt gedoeld op de romp van een schip. τορνώσεται: zal buigen in een gewelfde vorm ; de betekenis van τορνόομαι is onzeker: rondbuigen, een ovale vorm geven, afcirkelen (met een soort passer), afbakenen; de vorm kan zowel ind. fut. zijn als coni. aor., wat voor de vertaling weinig uitmaakt. 250. φορτίδος εὐρείης: appositie bij νηὸς. φορτίδος: φορτίς, ἡ - vrachtschip. 251. τόσσον ἔπ : op dat formaat, zo groot. 252. ἴκρια δὲ στήσας: een dek opstellend ; bij ἴκρια moet men zich wrsch. een soort vlonder of brug voorstellen waarop het relatief droog bleef als de golven over het vlot liepen. θαμέσι σταμίνεσσι: op een groot aantal stutten. 253. μακρῇσιν ἐπηγκενίδεσσι: met lange relings. 254. ἐπίκριον ἄρμενον αὐτῷ: een ra (2 x) daaraan bevestigd. 255. πηδάλιον: - stuurriem, roer (3 x). 256. ῥίπεσσι οἰσυΐνῃσι: met wilgentenen ; ῥίψ - teen, twijg ; οἰσύϊνος - wilge-. 257. εἶλαρ: - (be-)- schutting, muur (5 x). 259. ἱστία: zeil ; grammaticaal plur., maar wrsch. als sing. bedoeld. 260. ὑπέρας τε κάλους: brassen en touwen ; ὑπέραι - brassen ; κάλος (Att. καλῶς) - kabel, touw. πόδας: schoten ; ποῦς in deze betekenis 2 x. 261. μοχλοῖσιν: met hefbomen, of op rollers ; μοχλός - paal.

2 6 2 2 7 8 Ο Μ Η Ρ Ο Υ 1 2 265 270 275 Τέτρατον ἦμαρ ἔην, καὶ τῷ τετέλεστο ἅπαντα τῷ δ ἄρα πέμπτῳ πέμπ ἀπὸ νήσου δῖα Καλυψώ, εἵματά τ ἀμφιέσασα θυώδεα καὶ λούσασα. ἐν δέ οἱ ἀσκὸν ἔθηκε θεὰ μέλανος οἴνοιο τὸν ἕτερον, ἕτερον δ ὕδατος μέγαν, ἐν δὲ καὶ ᾖα κωρύκῳ, ἐν δέ οἱ ὄψα τίθει μενοεικέα πολλά οὖρον δὲ προέηκεν ἀπήμονά τε λιαρόν τε. γηθόσυνος δ οὔρῳ πέτασ ἱστία δῖος Ὀδυσσεύς. αὐτὰρ ὁ πηδαλίῳ ἰθύνετο τεχνηέντως ἥμενος οὐδέ οἱ ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισιν ἔπιπτε Πληϊάδας τ ἐσορῶντι καὶ ὀψὲ δύοντα Βοώτην Ἄρκτον θ, ἣν καὶ ἄμαξαν ἐπίκλησιν καλέουσιν, ἥ τ αὐτοῦ στρέφεται καί τ Ὠρίωνα δοκεύει, οἴη δ ἄμμορός ἐστι λοετρῶν Ὠκεανοῖο τὴν γὰρ δή μιν ἄνωγε Καλυψώ, δῖα θεάων, ποντοπορευέμεναι ἐπ ἀριστερὰ χειρὸς ἔχοντα. ἑπτὰ δὲ καὶ δέκα μὲν πλέεν ἤματα ποντοπορεύων, 264. θυώδεα: naar θύον geurend (2 x); θύον is de mastikboom. 267. κωρύκῳ: κώρυκος - leren buidel, knapzak (2 x). ὄψα: spijzen, gerechten. 268. οὖρον: οὖρος, ὁ - gunstige wind; het woord heeft een verrassend en verwarrend aantal (bijna-)homoniemen. ἀπήμονά τε λιαρόν: heilzaam (gunstig) en verkwikkend. 269. γηθόσυνος δ οὔρῳ: verheugd over de gunstige wind. 270. τεχνηέντως: vaardig. 272. Πληϊάδας: het Zevengesternte, ook in het Nederlands Plejaden (vóór 2005 Pleiaden) genoemd. Βοώτην: Boötes (Ossenhoeder), een vliegervormig sterrenbeeld in het verlengde van de staart van de Grote Beer. 273. Ἄρκτον: (N.B. ἡ ἄρκτος) de Grote Beer. 274. ἥ τ αὐτοῦ στρέφεται: die om hetzelfde punt (sc. de pool) draait. 800 v. C. lag de pool veel dichter bij de Grote Beer dan thans. Uit deze beschrijving van de sterrenhemel wordt wel geconcludeerd dat H. het vertrek van O. bij Calypso situeert in oktober. Vraag is echter of een epithteton als ὀψὲ δύοντα significant of decoratief moet worden opgevat, waarschijnlijk toch het laatste. Ὠρίωνα δοκεύει: houdt Orion in de gaten (om te voorkomen dat deze Griekse Nimrod haar verschalkt). 277. ἐπ ἀριστερὰ χειρὸς ἔχοντα: de koers was dus, globaal genomen, west-oost.

1 3 Ο ΔΥ Σ Σ Ε Ι Α Σ Ε 2 7 9 2 9 0 ὀκτωκαιδεκάτῃ δ ἐφάνη ὄρεα σκιόεντα γαίης Φαιήκων, ὅθι τ ἄγχιστον πέλεν αὐτῷ 280 εἴσατο δ ὡς ὅτε ῥινὸν ἐν ἠεροειδέϊ πόντῳ. Τὸν δ ἐξ Αἰθιόπων ἀνιὼν κρείων ἐνοσίχθων τηλόθεν ἐκ Σολύμων ὀρέων ἴδεν εἴσατο γάρ οἱ πόντον ἐπιπλείων. ὁ δ ἐχώσατο κηρόθι μᾶλλον, κινήσας δὲ κάρη προτὶ ὃν μυθήσατο θυμόν 285 «Ὢ πόποι, ἦ μάλα δὴ μετεβούλευσαν θεοὶ ἄλλως ἀμφ Ὀδυσῆϊ ἐμεῖο μετ Αἰθιόπεσσιν ἐόντος καὶ δὴ Φαιήκων γαίης σχεδόν, ἔνθα οἱ αἶσα ἐκφυγέειν μέγα πεῖραρ ὀϊζύος, ἥ μιν ἱκάνει. ἀλλ ἔτι μέν μίν φημι ἅδην ἐλάαν κακότητος.» 290 279. ὄρεα σκιόεντα: schaduwrijke bergen zal vrijwel iedereen hier vertalen, maar wat stelt men zich daarbij voor? wazige bergen van Dros is voortreffelijk, maar wrsch. niet wat wordt bedoeld; donker erg algemeen, maar wel correct. 281. εἴσατο: doemde op. ῥινὸν: schild ; ik ben geneigd met J.U. Faesi (1849) en de Vaticanus Ottobuoni 57 (15de eeuw) te lezen ὡς ὅτε τε ῥίον, cf. Hymn. Apoll. 139 ἤνθησ ὡς ὅτε τε ῥίον οὔρεος ἄνθεσιν ὕλης. Een voorgebergte is immers wat Od. ziet opdoemen. Waarom zou een beeld de voorkeur verdienen boven een feitelijke beschrijving? Aristarchus las ὡς ὅτ ἐρινὸν als een vijgeboom. Daaraan zullen weinig mensen denken bij het naderen van een eiland. 283. ἐκ Σολύμων ὀρέων: dit gebergte schijnt zich te bevinden op de grens van Lycië en Pisidië. De geografie in de Odyssee berust op een niet te ontwarren combinatie van feit en fictie. εἴσατο: O. kwam in zicht. 284. μᾶλλον: sc. ἢ τὸ πρίν. 289. πεῖραρ: 1. touw; 2. einde. In zeemanstaal noemt men niet voor niets een touw een eindje. Dros (1991) en Zuydewijn (1992) vertalen beiden wurgende greep ; uitstekend, maar niet voor de hand liggend en dus voor de laatste wel plagiaat. 290. ἀλλ ἔτι μέν: maar nu het nog kan ; maar eerst. μίν φημι ἅδην ἐλάαν κακότητος: ik denk dat ik hem met meer dan genoeg rampspoed zal voortdrijven ; maar ik zal hem zijn portie ellende nog geven (Dros); mag hij zijn hart aan leed en rampspoed ophalen (Zuydewijn). φημι: denk ik. ἅδην κακότητος: satis miseriae; ἅδην Aristarchus spelling van het ἄδην der MSS (4 x). ἐλάαν: ongacht of men ἐλάαν of ἐλάειν schrijft (men vindt h.l. beide) is aan de vorm niet te zien of dit een inf. praes. of fut. is; hier het laatste; de (juiste) veronderstelling dat ἐλάαν hier

2 9 1 3 1 3 Ο Μ Η Ρ Ο Υ 1 4 295 300 305 310 Ὣς εἰπὼν σύναγεν νεφέλας, ἐτάραξε δὲ πόντον χερσὶ τρίαιναν ἑλών πάσας δ ὀρόθυνεν ἀέλλας παντοίων ἀνέμων, σὺν δὲ νεφέεσσι κάλυψε γαῖαν ὁμοῦ καὶ πόντον ὀρώρει δ οὐρανόθεν νύξ. σὺν δ εὖρός τε νότος τ ἔπεσον ζέφυρός τε δυσαὴς καὶ βορέης αἰθρηγενέτης, μέγα κῦμα κυλίνδων. καὶ τότ Ὀδυσσῆος λύτο γούνατα καὶ φίλον ἦτορ, ὀχθήσας δ ἄρα εἶπε πρὸς ὃν μεγαλήτορα θυμόν «Ὤ μοι ἐγὼ δειλός, τί νύ μοι μήκιστα γένηται; δείδω μὴ δὴ πάντα θεὰ νημερτέα εἶπεν, ἥ μ ἔφατ ἐν πόντῳ, πρὶν πατρίδα γαῖαν ἱκέσθαι, ἄλγε ἀναπλήσειν τὰ δὲ δὴ νῦν πάντα τελεῖται. οἵοισιν νεφέεσσι περιστέφει οὐρανὸν εὐρὺν Ζεύς, ἐτάραξε δὲ πόντον, ἐπισπέρχουσι δ ἄελλαι παντοίων ἀνέμων νῦν μοι σῶς αἰπὺς ὄλεθρος. τρὶς μάκαρες Δαναοὶ καὶ τετράκις, οἳ τότ ὄλοντο Τροίῃ ἐν εὐρείῃ, χάριν Ἀτρεΐδῃσι φέροντες. ὡς δὴ ἐγώ γ ὄφελον θανέειν καὶ πότμον ἐπισπεῖν ἤματι τῷ ὅτε μοι πλεῖστοι χαλκήρεα δοῦρα Τρῶες ἐπέῤῥιψαν περὶ Πηλεΐωνι θανόντι. τῶ κ ἔλαχον κτερέων, καί μευ κλέος ἦγον Ἀχαιοί νῦν δέ με λευγαλέῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι.» Ὣς ἄρα μιν εἰπόντ ἔλασεν μέγα κῦμα κατ ἄκρης, transitief is en μιν dus geen subjectsaccusativus vindt steun in οἵ μιν ἅδην ἐλόωσι καὶ ἐσσύμενον πολέμοιο, Il. XIII, 315. 294. ὀρώρει: kwam op ; intr. p.q.pf. van ὄρνυμι. N.B. ὄρωρε is perf., ὤρορε is aoristus. 298. ὀχθήσας: ontsteld, verontwaardigd. 299. τί νύ μοι μήκιστα γένηται: wat gaat me nu ten leste gebeuren? 304. Ζεύς: begrijpt O. niet dat Poseidon de boosdoener is? 305. σῶς αἰπὺς ὄλεθρος: oxymoron. 307. χάριν φέροντες: een dienst bewijzend. 311. τῶ κ ἔλαχον κτερέων: dan zou ik een waardige uitvaart hebben gekregen. 312. εἵμαρτο: het was beschoren ; p.q.pf. van μείρομαι - deelnemen. 313. κατ ἄκρης: van boven af, van boven naar beneden.

1 5 Ο ΔΥ Σ Σ Ε Ι Α Σ Ε 3 1 4 3 3 5 δεινὸν ἐπεσσύμενον, περὶ δὲ σχεδίην ἐλέλιξε. τῆλε δ ἀπὸ σχεδίης αὐτὸς πέσε, πηδάλιον δὲ 315 ἐκ χειρῶν προέηκε μέσον δέ οἱ ἱστὸν ἔαξε δεινὴ μισγομένων ἀνέμων ἐλθοῦσα θύελλα τηλοῦ δὲ σπεῖρον καὶ ἐπίκριον ἔμπεσε πόντῳ. τὸν δ ἄρ ὑπόβρυχα θῆκε πολὺν χρόνον, οὐδὲ δυνάσθη αἶψα μάλ ἀνσχεθέειν μεγάλου ὑπὸ κύματος ὁρμῆς 320 εἵματα γάρ ἑ βάρυνε, τά οἱ πόρε δῖα Καλυψώ. ὀψὲ δὲ δή ῥ ἀνέδυ, στόματος δ ἐξέπτυσεν ἅλμην πικρήν, ἥ οἱ πολλὴ ἀπὸ κρατὸς κελάρυζεν. ἀλλ οὐδ ὧς σχεδίης ἐπελήθετο, τειρόμενός περ, ἀλλὰ μεθορμηθεὶς ἐνὶ κύμασιν ἐλλάβετ αὐτῆς, 325 ἐν μέσσῃ δὲ καθῖζε τέλος θανάτου ἀλεείνων. τὴν δ ἐφόρει μέγα κῦμα κατὰ ῥόον ἔνθα καὶ ἔνθα. ὡς δ ὅτ ὀπωρινὸς βορέης φορέῃσιν ἀκάνθας ἂμ πεδίον, πυκιναὶ δὲ πρὸς ἀλλήλῃσιν ἔχονται. ὣς τὴν ἂμ πέλαγος ἄνεμοι φέρον ἔνθα καὶ ἔνθα 330 ἄλλοτε μέν τε νότος βορέῃ προβάλεσκε φέρεσθαι, ἄλλοτε δ αὖτ εὖρος ζεφύρῳ εἴξασκε διώκειν. Τὸν δὲ ἴδεν Κάδμου θυγάτηρ, καλλίσφυρος Ἰνώ, Λευκοθέη, ἣ πρὶν μὲν ἔην βροτὸς αὐδήεσσα, νῦν δ ἁλὸς ἐν πελάγεσσι θεῶν ἐξέμμορε τιμῆς. 335 335 ἐξέμμορε : ἔξ ἔμμορε v.l. 314. δεινὸν: adverbiaal. ἐλέλιξε: liet omslaan of liet rondtollen. 318. ἐπίκριον: zie aant. vs. 254. 319. ὑπόβρυχα: acc. v. ὑπόβρυξ - ondergedompeld, onder water. θῆκε: wat is het subject? wrsch. de μέγα κῦμα van vs. 313. 320. ἀνσχεθέειν: naar boven komen ; inf. aor. act. (intr.) van ἀνέχω; bij sommige verba komt versterking van de stam met θ voor. 323. κελάρυζεν: κελαρύζω - gutsen (3 x). 325. μεθορμηθεὶς: μεθορμάομαι - nasnellen (2 x). 327. τὴν: sc. σχεδίην. 328. ἀκάνθας: distels. 334. Λευκοθέη: deze naam droeg Ino nadat ze onder de goden was opgenomen. 335. ἐξέμμορε: deel had gekregen aan (τινος); v. ἐκμείρομαι.

3 3 6 3 6 2 Ο Μ Η Ρ Ο Υ 1 6 ἥ ῥ Ὀδυσῆ ἐλέησεν ἀλώμενον, ἄλγε ἔχοντα [αἰθυίῃ δ εἰκυῖα ποτῇ ἀνεδύσετο λίμνης,] ἷζε δ ἐπὶ σχεδίης καί μιν πρὸς μῦθον ἔειπε «Κάμμορε, τίπτε τοι ὧδε Ποσειδάων ἐνοσίχθων 340 ὠδύσατ ἐκπάγλως, ὅτι τοι κακὰ πολλὰ φυτεύει; οὐ μὲν δή σε καταφθείσει, μάλα περ μενεαίνων. ἀλλὰ μάλ ὧδ ἕρξαι, δοκέεις δέ μοι οὐκ ἀπινύσσειν εἵματα ταῦτ ἀποδὺς σχεδίην ἀνέμοισι φέρεσθαι κάλλιπ, ἀτὰρ χείρεσσι νέων ἐπιμαίεο νόστου 345 γαίης Φαιήκων, ὅθι τοι μοῖρ ἐστὶν ἀλύξαι. τῆ δέ, τόδε κρήδεμνον ὑπὸ στέρνοιο τανύσσαι ἄμβροτον οὐδέ τί τοι παθέειν δέος οὐδ ἀπολέσθαι. αὐτὰρ ἐπὴν χείρεσσιν ἐφάψεαι ἠπείροιο, ἂψ ἀπολυσάμενος βαλέειν εἰς οἴνοπα πόντον 350 πολλὸν ἀπ ἠπείρου, αὐτὸς δ ἀπονόσφι τραπέσθαι.» Ὣς ἄρα φωνήσασα θεὰ κρήδεμνον ἔδωκεν, αὐτὴ δ ἂψ ἐς πόντον ἐδύσετο κυμαίνοντα αἰθυίῃ εἰκυῖα μέλαν δέ ἑ κῦμ ἐκάλυψεν. αὐτὰρ ὁ μερμήριξε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς, 355 ὀχθήσας δ ἄρα εἶπε πρὸς ὃν μεγαλήτορα θυμόν «Ὤ μοι ἐγώ, μή τίς μοι ὑφαίνῃσιν δόλον αὖτε ἀθανάτων, ὅ τέ με σχεδίης ἀποβῆναι ἀνώγει. ἀλλὰ μάλ οὔ πω πείσομ, ἐπεὶ ἑκὰς ὀφθαλμοῖσι γαῖαν ἐγὼν ἰδόμην, ὅθι μοι φάτο φύξιμον εἶναι. 360 ἀλλὰ μάλ ὧδ ἕρξω, δοκέει δέ μοι εἶναι ἄριστον ὄφρ ἂν μέν κεν δούρατ ἐν ἁρμονίῃσιν ἀρήρῃ, τόφρ αὐτοῦ μενέω καὶ τλήσομαι ἄλγεα πάσχων 337. αἰθυίῃ: waterhoen, zeemeeuw (?) (2 x). ποτῇ: dat. instr. bij εἰκυῖα; ποτή - vlucht (v. πέτομαι). 340. ὠδύσατ : ὀδύσσομαι - vertoornd zijn. 344. νέων: = νηχόμενος. ἐπιμαίεο: ἐπιμαίομαι - betasten, trachten te bereiken. 346. τῆ: voici. 355. ὀχθήσας: verontwaardigd, wrevelig. 357. ὅ τέ: omdat. 358. πείσομ : hier van πείθω, elders ook van πάσχω.

1 7 Ο ΔΥ Σ Σ Ε Ι Α Σ Ε 3 6 3 3 8 3 αὐτὰρ ἐπὴν δή μοι σχεδίην διὰ κῦμα τινάξῃ, νήξομ, ἐπεὶ οὐ μέν τι πάρα προνοῆσαι ἄμεινον.» Εἷος ὁ ταῦθ ὥρμαινε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν, 365 ὦρσε δ ἐπὶ μέγα κῦμα Ποσειδάων ἐνοσίχθων, δεινόν τ ἀργαλέον τε, κατηρεφές, ἤλασε δ αὐτόν. ὡς δ ἄνεμος ζαὴς ᾔων θημῶνα τινάξῃ καρφαλέων, τὰ μὲν ἄρ τε διεσκέδασ ἄλλυδις ἄλλῃ, ὣς τῆς δούρατα μακρὰ διεσκέδασ. αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς 370 ἀμφ ἑνὶ δούρατι βαῖνε, κέληθ ὡς ἵππον ἐλαύνων, εἵματα δ ἐξαπέδυνε, τά οἱ πόρε δῖα Καλυψώ. αὐτίκα δὲ κρήδεμνον ὑπὸ στέρνοιο τάνυσσεν, αὐτὸς δὲ πρηνὴς ἁλὶ κάππεσε, χεῖρε πετάσσας, νηχέμεναι μεμαώς. ἴδε δὲ κρείων ἐνοσίχθων, 375 κινήσας δὲ κάρη προτὶ ὃν μυθήσατο θυμόν «Οὕτω νῦν κακὰ πολλὰ παθὼν ἀλόω κατὰ πόντον, εἰς ὅ κεν ἀνθρώποισι διοτρεφέεσσι μιγήῃς. ἀλλ οὐδ ὧς σε ἔολπα ὀνόσσεσθαι κακότητος.» Ὣς ἄρα φωνήσας ἵμασεν καλλίτριχας ἵππους, 380 ἵκετο δ εἰς Αἰγάς, ὅθι οἱ κλυτὰ δώματ ἔασιν. Αὐτὰρ Ἀθηναίη, κούρη Διός, ἄλλ ἐνόησεν ἦ τοι τῶν ἄλλων ἀνέμων κατέδησε κελεύθους, 377 ἀλόω : ἀλάευ v.l. 379 ὀνόσσεσθαι : ὀνήσεσθαι v.l. 367. ἤλασε: subj. κῦμα, niet Ποσειδάων, cf. vs. 313. 368. ζαὴς: - hevig waaiend (4 x). ᾔων: gen. v. ἤϊα (ᾖα?) - kaf, homoniem v. ἤϊα (ᾖα) - proviand. θημῶνα: ὁ θημών - hoop. 369. καρφαλέων: καρφαλέος - dor, droog (2 x). 371. κέληθ : ὁ κέλης - renpaard. 377. ἀλόω: < ἀλῶ < ἀλάου < ἀλάεο < ἀλάεσο imp. praes. v. ἀλάομαι (diëctasis na Attische contractie); de reguliere Ionische vorm zou zijn ἀλάευ. 379. ὀνόσσεσθαι κακότητος: ontevreden te zullen zijn over je rampspoed, ironisch; de scholiast «διχῶς νοεῖται, ἢ ὀνόσσεσθαι καὶ μέμψασθαί σε τῆς κακότητος ἤτοι τῆς ταλαιπωρίας, ἧς ἔπαθες, ἢ ὀνόσσεσθαι καὶ ἀπόνασθαί σε, ἤτοι ὠφεληθῆναί σε τῆς κακότητος τῆς σῆς ἕνεκα, ἤτοι τῆς κακουργίας, ὅτι ἐφόνευσας τὸν ἐμὸν υἱόν.»

3 8 4 4 0 5 Ο Μ Η Ρ Ο Υ 1 8 385 390 395 400 405 παύσασθαι δ ἐκέλευσε καὶ εὐνηθῆναι ἅπαντας ὦρσε δ ἐπὶ κραιπνὸν βορέην, πρὸ δὲ κύματ ἔαξεν, εἷος ὃ Φαιήκεσσι φιληρέτμοισι μιγείη διογενὴς Ὀδυσεύς, θάνατον καὶ κῆρας ἀλύξας. Ἔνθα δύω νύκτας δύο τ ἤματα κύματι πηγῷ πλάζετο, πολλὰ δέ οἱ κραδίη προτιόσσετ ὄλεθρον. ἀλλ ὅτε δὴ τρίτον ἦμαρ ἐϋπλόκαμος τέλεσ Ἠώς, καὶ τότ ἔπειτ ἄνεμος μὲν ἐπαύσατο ἠδὲ γαλήνη ἔπλετο νηνεμίη ὁ δ ἄρα σχεδὸν εἴσιδε γαῖαν ὀξὺ μάλα προϊδών, μεγάλου ὑπὸ κύματος ἀρθείς. ὡς δ ὅτ ἂν ἀσπάσιος βίοτος παίδεσσι φανήῃ πατρός, ὃς ἐν νούσῳ κεῖται κρατέρ ἄλγεα πάσχων, δηρὸν τηκόμενος, στυγερὸς δέ οἱ ἔχραε δαίμων, ἀσπάσιον δ ἄρα τόν γε θεοὶ κακότητος ἔλυσαν, ὣς Ὀδυσῆ ἀσπαστὸν ἐείσατο γαῖα καὶ ὕλη, νῆχε δ ἐπειγόμενος ποσὶν ἠπείρου ἐπιβῆναι. ἀλλ ὅτε τόσσον ἀπῆν, ὅσσον τε γέγωνε βοήσας, καὶ δὴ δοῦπον ἄκουσε ποτὶ σπιλάδεσσι θαλάσσης ῥόχθει γὰρ μέγα κῦμα ποτὶ ξερὸν ἠπείροιο δεινὸν ἐρευγόμενον, εἴλυτο δὲ πάνθ ἁλὸς ἄχνῃ οὐ γὰρ ἔσαν λιμένες νηῶν ὀχοί, οὐδ ἐπιωγαί, ἀλλ ἀκταὶ προβλῆτες ἔσαν σπιλάδες τε πάγοι τε 385. κραιπνὸν: κραιπνός - snel. πρὸ: adv. vóór (de zwemmende Odysseus). 388. δύω νύκτας δύο τ ἤματα: gedurende twee etmalen op zee drijvend of zwemmend in leven blijven is niet mogelijk; in extreme gevallen overleeft iemand 24 uur, voor de meeste drenkelingen ligt de grens bij één uur. πηγῷ: πηγός - stevig, gezwollen. 389. πλάζετο: = ἀλᾶτο, ofschoon de primaire betekenis van πλάζω slaan is. προτιόσσετ : προτιόσσομαι - zich voorstellen, denken aan. 392. νηνεμίη: νηνέμιος - zonder wind (2 x). 397. ἀσπάσιον: = ἀσπαστὸν (vs. 398) (iets) welkom(s). 400. γέγωνε βοήσας: sc. τις. 402. ῥόχθει: brulde. 403. ἐρευγόμενον: - bruisend, brullend, brakend. 404. ἐπιωγαί: - tegen de wind beschutte plaatsen. 405. πάγοι: - klippen (ook vs. 411).

1 9 Ο ΔΥ Σ Σ Ε Ι Α Σ Ε 4 0 6 4 2 9 καὶ τότ Ὀδυσσῆος λύτο γούνατα καὶ φίλον ἦτορ, ὀχθήσας δ ἄρα εἶπε πρὸς ὃν μεγαλήτορα θυμόν «Ὤ μοι, ἐπεὶ δὴ γαῖαν ἀελπέα δῶκεν ἰδέσθαι Ζεύς, καὶ δὴ τόδε λαῖτμα διατμήξας ἐπέρησα, ἔκβασις οὔ πῃ φαίνεθ ἁλὸς πολιοῖο θύραζε 410 ἔκτοσθεν μὲν γὰρ πάγοι ὀξέες, ἀμφὶ δὲ κῦμα βέβρυχεν ῥόθιον, λισσὴ δ ἀναδέδρομε πέτρη, ἀγχιβαθὴς δὲ θάλασσα, καὶ οὔ πως ἔστι πόδεσσι στήμεναι ἀμφοτέροισι καὶ ἐκφυγέειν κακότητα μή πώς μ ἐκβαίνοντα βάλῃ λίθακι ποτὶ πέτρῃ 415 κῦμα μέγ ἁρπάξαν μελέη δέ μοι ἔσσεται ὁρμή. εἰ δέ κ ἔτι προτέρω παρανήξομαι, ἤν που ἐφεύρω ἠϊόνας τε παραπλῆγας λιμένας τε θαλάσσης, δείδω μή μ ἐξαῦτις ἀναρπάξασα θύελλα πόντον ἐπ ἰχθυόεντα φέρῃ βαρέα στενάχοντα, 420 ἠέ τί μοι καὶ κῆτος ἐπισσεύῃ μέγα δαίμων ἐξ ἁλός, οἷά τε πολλὰ τρέφει κλυτὸς Ἀμφιτρίτη οἶδα γὰρ ὥς μοι ὀδώδυσται κλυτὸς ἐννοσίγαιος.» Εἷος ὁ ταῦθ ὥρμαινε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν, τόφρα δέ μιν μέγα κῦμα φέρεν τρηχεῖαν ἐπ ἀκτήν. 425 ἔνθα κ ἀπὸ ῥινοὺς δρύφθη, σὺν δ ὀστέ ἀράχθη, εἰ μὴ ἐπὶ φρεσὶ θῆκε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη ἀμφοτέρῃσι δὲ χερσὶν ἐπεσσύμενος λάβε πέτρης, τῆς ἔχετο στενάχων, εἷος μέγα κῦμα παρῆλθε. 408. ἀελπέα: acc. v. ἀέλπης - onverhoopt ; praedic. bij γαῖαν. 409. λαῖτμα: - diepte, afgrond (v.d. zee). διατμήξας: διατμήγω - doorsnijden. 412. βέβρυχεν: perf. m. praes. bet. v. βρυχάομαι - brullen. ῥόθιον: - ruisend, bruisend. ἀναδέδρομε: oploopt, zich verheft, v. ἀνατρέχω. 413. ἀγχιβαθὴς: - diep dicht bij de kust. 415. λίθακι: λίθαξ - steenachtig. 416. ἁρπάξαν: v. ἁρπάζω - wegrukken, meesleuren. μελέη: μέλεος - vergeefs. ὁρμή: - aanval, poging*. 418. παραπλῆγας: παραπλήξ - van opzij getroffen, in de luwte, ook 440. 426. δρύφθη: δρύπτω - afkrabben.

4 3 0 4 5 0 Ο Μ Η Ρ Ο Υ 2 0 430 435 440 445 450 καὶ τὸ μὲν ὣς ὑπάλυξε, παλιῤῥόθιον δέ μιν αὖτις πλῆξεν ἐπεσσύμενον, τηλοῦ δέ μιν ἔμβαλε πόντῳ. ὡς δ ὅτε πουλύποδος θαλάμης ἐξελκομένοιο πρὸς κοτυληδονόφιν πυκιναὶ λάϊγγες ἔχονται, ὣς τοῦ πρὸς πέτρῃσι θρασειάων ἀπὸ χειρῶν ῥινοὶ ἀπέδρυφθεν τὸν δὲ μέγα κῦμ ἐκάλυψεν. ἔνθα κε δὴ δύστηνος ὑπὲρ μόρον ὤλετ Ὀδυσσεύς, εἰ μὴ ἐπιφροσύνην δῶκε γλαυκῶπις Ἀθήνη κύματος ἐξαναδύς, τά τ ἐρεύγεται ἤπειρόνδε, νῆχε παρέξ, ἐς γαῖαν ὁρώμενος, εἴ που ἐφεύροι ἠϊόνας τε παραπλῆγας λιμένας τε θαλάσσης. ἀλλ ὅτε δὴ ποταμοῖο κατὰ στόμα καλλιρόοιο ἷξε νέων, τῇ δή οἱ ἐείσατο χῶρος ἄριστος, λεῖος πετράων, καὶ ἐπὶ σκέπας ἦν ἀνέμοιο ἔγνω δὲ προρέοντα καὶ εὔξατο ὃν κατὰ θυμόν «Κλῦθι, ἄναξ, ὅτις ἐσσί πολύλλιστον δέ σ ἱκάνω φεύγων ἐκ πόντοιο Ποσειδάωνος ἐνιπάς. αἰδοῖος μέν τ ἐστὶ καὶ ἀθανάτοισι θεοῖσιν, ἀνδρῶν ὅς τις ἵκηται ἀλώμενος, ὡς καὶ ἐγὼ νῦν σόν τε ῥόον σά τε γούναθ ἱκάνω πολλὰ μογήσας. ἀλλ ἐλέαιρε, ἄναξ ἱκέτης δέ τοι εὔχομαι εἶναι.» 430. ὑπάλυξε: ὑπαλύσκω - vermijden, ontkomen aan. παλιῤῥόθιον: - terugruisend (2 x). 431. ἐπεσσύμενον: - toesnellend*, verlangend; v. ἐπισσεύω, bij κῦμα. 432. πουλύποδος: gen. v. πολύπους - poliep. θαλάμης: θαλάμη - holte, schuilplaats. 433. κοτυληδονόφιν: - met zuigmondjes, v. κοτυληδων. λάϊγγες: λάϊγξ - steentje (2 x). 434. θρασειάων: het adj. past eigenlijk beter bij πέτρῃσι dan bij χειρῶν. 436. δύστηνος: - ongelukkig, rampzalig. 437. ἐπιφροσύνην: tegenwoordigheid van geest (3 x). 443. λεῖος πετράων: vrij van stenen, eig. vlak van stenen. ἐπὶ: adverb. daarop, d.w.z. ἐπὶ τούτῳ τῷ χώρῳ. σκέπας: - beschutting. 444. προρέοντα: kort voor τὸν (θεὸν) προρέοντα. 445. ἄναξ ὅτις ἐσσί: O. richt zich tot de onbekende riviergod. πολύλλιστον: - vurig gebeden. 446. ἐνιπάς: ἐνιπή - terechtwijzing, bedreiging*, scheldwoord.

2 1 Ο ΔΥ Σ Σ Ε Ι Α Σ Ε 4 5 1 4 7 1 Ὣς φάθ, ὁ δ αὐτίκα παῦσεν ἑὸν ῥόον, ἔσχε δὲ κῦμα, πρόσθε δέ οἱ ποίησε γαλήνην, τὸν δ ἐσάωσεν ἐς ποταμοῦ προχοάς. ὁ δ ἄρ ἄμφω γούνατ ἔκαμψε χεῖράς τε στιβαράς ἁλὶ γὰρ δέδμητο φίλον κῆρ ᾤδεε δὲ χρόα πάντα, θάλασσα δὲ κήκιε πολλὴ 455 ἂν στόμα τε ῥῖνάς θ ὁ δ ἄρ ἄπνευστος καὶ ἄναυδος κεῖτ ὀλιγηπελέων, κάματος δέ μιν αἰνὸς ἵκανεν. ἀλλ ὅτε δή ῥ ἄμπνυτο καὶ ἐς φρένα θυμὸς ἀγέρθη, καὶ τότε δὴ κρήδεμνον ἀπὸ ἕο λῦσε θεοῖο. καὶ τὸ μὲν ἐς ποταμὸν ἁλιμυρήεντα μεθῆκεν, 460 ἂψ δ ἔφερεν μέγα κῦμα κατὰ ῥόον, αἶψα δ ἄρ Ἰνὼ δέξατο χερσὶ φίλῃσιν ὁ δ ἐκ ποταμοῖο λιασθεὶς σχοίνῳ ὑπεκλίνθη, κύσε δὲ ζείδωρον ἄρουραν. ὀχθήσας δ ἄρα εἶπε πρὸς ὃν μεγαλήτορα θυμόν «Ὤ μοι ἐγώ, τί πάθω; τί νύ μοι μήκιστα γένηται; 465 εἰ μέν κ ἐν ποταμῷ δυσκηδέα νύκτα φυλάσσω, μή μ ἄμυδις στίβη τε κακὴ καὶ θῆλυς ἐέρση ἐξ ὀλιγηπελίης δαμάσῃ κεκαφηότα θυμόν αὔρη δ ἐκ ποταμοῦ ψυχρὴ πνέει ἠῶθι πρό. εἰ δέ κεν ἐς κλειτὺν ἀναβὰς καὶ δάσκιον ὕλην 470 θάμνοισ ἐν πυκινοῖσι καταδράθω, εἴ με μεθείη 452. ἐσάωσεν: σαόω = σῴζω = σώω = σόω = σάωμι - in veiligheid brengen, redden. 453. προχοάς: ἡ προχοή - uitwatering, monding (4 x). 454. φίλον κῆρ: acc. resp. 455. ᾤδεε: οἰδέω - opgezwollen zijn. χρόα πάντα: acc. resp. χρόα: ὁ χρώς - huid, huidskleur, lichaam. κήκιε: κηκίω - opborrelen. 457. ὀλιγηπελέων: weinig kracht hebbend, zwak zijnde (4 x). 460. ἁλιμυρήεντα: ἁλιμυρήεις - met gebruis in zee stromend. 466. δυσκηδέα: δυσκηδής - vol boze zorgen, bang. 467. ἄμυδις: adv. - tezamen, tegelijk. στίβη: - vorst, koude (2 x). θῆλυς ἐέρση: frisse dauw. 468. ὀλιγηπελίης: zwakte. 469. αὔρη: - koelte, koele bries. 470. κλειτὺν: ἡ κλ(ε)ιτύς - helling, heuvel (2 x). δάσκιον: - schaduwrijk (2 x). 471. θάμνοισ : ὁ θάμνος - struik(gewas), bosschage. καταδράθω: καταδαρθάνω - ik slaap, κατέδραθον - ik ging slapen.

4 7 2 4 9 3 Ο Μ Η Ρ Ο Υ 2 2 475 480 485 490 ῥῖγος καὶ κάματος, γλυκερὸς δέ μοι ὕπνος ἐπέλθοι, δείδω μὴ θήρεσσιν ἕλωρ καὶ κύρμα γένωμαι.» Ὣς ἄρα οἱ φρονέοντι δοάσσατο κέρδιον εἶναι βῆ ῥ ἴμεν εἰς ὕλην τὴν δὲ σχεδὸν ὕδατος εὗρεν ἐν περιφαινομένῳ. δοιοὺς δ ἄρ ὑπήλυθε θάμνους ἐξ ὁμόθεν πεφυῶτας ὁ μὲν φυλίης, ὁ δ ἐλαίης. τοὺς μὲν ἄρ οὔτ ἀνέμων διάη μένος ὑγρὸν ἀέντων, οὔτε ποτ ἠέλιος φαέθων ἀκτῖσιν ἔβαλλεν, οὔτ ὄμβρος περάασκε διαμπερές ὣς ἄρα πυκνοὶ ἀλλήλοισιν ἔφυν ἐπαμοιβαδίς οὓς ὑπ Ὀδυσσεὺς δύσετ. ἄφαρ δ εὐνὴν ἐπαμήσατο χερσὶ φίλῃσιν εὐρεῖαν φύλλων γὰρ ἔην χύσις ἤλιθα πολλή, ὅσσον τ ἠὲ δύω ἠὲ τρεῖς ἄνδρας ἔρυσθαι ὥρῃ χειμερίῃ, εἰ καὶ μάλα περ χαλεπαίνοι. τὴν μὲν ἰδὼν γήθησε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς, ἐν δ ἄρα μέσσῃ λέκτο, χύσιν δ ἐπεχεύατο φύλλων. ὡς δ ὅτε τις δαλὸν σποδιῇ ἐνέκρυψε μελαίνῃ ἀγροῦ ἐπ ἐσχατιῆς, ᾧ μὴ πάρα γείτονες ἄλλοι, σπέρμα πυρὸς σῴζων, ἵνα μή ποθεν ἄλλοθεν αὕοι, ὣς Ὀδυσεὺς φύλλοισι καλύψατο. τῷ δ ἄρ Ἀθήνη ὕπνον ἐπ ὄμμασι χεῦ, ἵνα μιν παύσειε τάχιστα δυσπονέος καμάτοιο, φίλα βλέφαρ ἀμφικαλύψας. 473. ἕλωρ καὶ κύρμα: prooi en buit. 476. περιφαινομένῳ: rondom zichtbaar, sc. χώρῳ. 477. ὁμόθεν: - (van)uit de zelfde plaats. φυλίης: ἡ φυλίη - wilde olijf. 479. φαέθων: - stralend. 480. περάασκε: drong door, iterat. v. περάω. διαμπερές: er helemaal doorheen. 481. ἐπαμοιβαδίς: - in wisselwerking, over en weer 482. δύσετ : = ὑπήλυθε. ἐπαμήσατο: ἐπαμάομαι - over zich ophopen. χερσὶ φίλῃσιν: eigenhandig. 487. χύσιν: - neerstorting, hoop (3 x). 488. δαλὸν: ὁ δαλός - brandend stuk hout, fakkel, vuurspaan. σποδιῇ: ἡ σποδιή - ashoop (ἡ σποδός - as ). 489. ἀγροῦ ἐπ ἐσχατιῆς: in een uithoek van het platte land. 490. αὕοι: αὔω of αὕω - aansteken, vuur maken / halen. 492. παύσειε: subj. is ὕπνος zoals blijkt uit ἀμφικαλύψας in vs. 493.