ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 2005/ΙΙΙ Συγγραφέας: ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ - Σ.τ.Ε. 2390/2005, Τμ. Ε [Οικιστικό περιβάλλον. Χρήσεις γης. Προστατευόμενη εμπιστοσύνη] - Σ.τ.Ε. 2388/2005, Τμ. Ε [Ικανότητα άσκησης αίτησης ακυρώσεως. Δημοτικές παρατάξεις]- Σ.τ.Ε. 2542/2005, Τμ. Ε [Φυσικό περιβάλλον. Λατομεία]- Σ.τ.Ε. 2556/2005, Τμ. Ε [Οικιστικό περιβάλλον. Περιοχές ανάπλασης]- Σ.τ.Ε. 2540/2005, Τμ. Ε [Πολιτιστικό περιβάλλον. Προστασία της ιδιοκτησίας. Μνημεία. Σύμβαση της Γρανάδας] - Σ.τ.Ε. 2384/2005, Τμ. Ε [Οικιστικό περιβάλλον. Χώροι πρασίνου. Σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία] - Σ.τ.Ε. 1805/2005, Τμ. Ε [Αιολικοί σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας] - Σ.τ.Ε. 1933/2005, Τμ. Ε [Ανάκληση διοικητικών πράξεων. "Όμοιες πράξεις". Παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας. Μεταφορά συντελεστή δόμησης] - Σ.τ.Ε. 1569/2005, Ολομέλεια [Αρχή βιώσιμης ανάπτυξης. Χωροταξικός σχεδιασμός. Λατομεία] - Σ.τ.Ε. 1458/2005, Ολομέλεια [Οικιστικό περιβάλλον. Συντελεστής δόμησης. Σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία. Φιλοθέη] Σ.τ.Ε. 2390/2005, Τμ. Ε Πρόεδρος: Κ. Μενουδάκος, Αντιπρόεδρος Εισηγητής: Αθ. Ράντος, Σύμβουλος 1 / 57
Ημερομηνία δημοσίευσης: 15.07.2005 Οικιστικό περιβάλλον. Χρήσεις γης. Προστατευόμενη εμπιστοσύνη. Προκειμένου να εφαρμοσθούν οι προβλέψεις Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου ή πολεοδομικής μελέτης για τις χρήσεις γης και σε προϋφιστάμενα κτίρια, πρέπει αυτό να προβλέπεται ρητά στο νεώτερο νομοθέτημα, αφού πρόκειται για ρύθμιση η οποία αποκλίνει από τον κανόνα, που απορρέει από την αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης. Μειοψηφία. Παραπέμπεται η υπόθεση στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος λόγω σπουδαιότητας του ζητήματος. Βασικές σκέψεις «Οι επιβαλλόμενες με το Γ.Π.Σ. ή με την πολεοδομική μελέτη χρήσεις γης των ακινήτων μιας πολεοδομούμενης περιοχής μπορεί να αφορούν όχι μόνο τα νέα κτίρια που κατασκευάζονται μετά την θέσπιση των ως άνω πολεοδομικών ρυθμίσεων αλλά και τα προϋφιστάμενα κτίρια, ανεξαρτήτως της διαφορετικής, τυχόν ευμενέστερης γι' αυτά, πολεοδομικής ρυθμίσεως που ίσχυε κατά την ανέγερσή τους. Η τελευταία, όμως, αυτή δυνατότητα, της εφαρμογής δηλαδή των θεσπιζόμενων με το Γ.Π.Σ. ή με την πολεοδομική μελέτη χρήσεων γης και σε προϋφιστάμενα κτίρια, πρέπει, πάντως, κατά την γνώμη που εκράτησε στο Τμήμα, να προβλέπεται ρητώς στο οικείο νεώτερο νομοθέτημα, δεδομένου ότι πρόκειται για ρύθμιση, η οποία αποκλίνει από τον κανόνα, υπαγορευόμενο άλλωστε και από την αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης, κατά τον οποίο μεταγενέστερες μεταβολές κανονιστικού καθεστώτος δεν θίγουν, κατ' αρχήν, δικαιώματα και καταστάσεις που έχουν νομίμως δημιουργηθή δυνάμει ατομικών διοικητικών πράξεων στηριζόμενων στο ισχύον κατά την έκδοση τους νομοθετικό καθεστώς. Συνεπώς, σε περίπτωση κατά την οποία εγκρινόμενο Γ.Π.Σ. ή πολεοδομική μελέτη θεσπίζει νέες χρήσεις γης για τα ακίνητα της περιοχής, διαφορετικές από τις μέχρι τότε ισχύουσες, χωρίς, όμως, να περιέχει ειδική πρόβλεψη, με την θέσπιση μεταβατικής διατάξεως, για την τύχη ακινήτων στα οποία υπάρχουν νομίμως διαφορετικές χρήσεις, με βάση το προηγούμενο κανονιστικό καθεστώς, τότε οι προϋφιστάμενες αυτές χρήσεις δεν επηρεάζονται από το νεώτερο καθεστώς αλλά συνεχίζονται είτε απεριορίστως είτε για όσο χρόνο προέβλεπε, τυχόν, το 2 / 57
προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς ή η ατομική διοικητική πράξη που τις είχε επιτρέψει. Μειοψήφησε ο Σύμβουλος Α. Ράντος, ο οποίος διετύπωσε την γνώμη ότι σε περίπτωση μεταβολής του νομοθετικού καθεστώτος, αν δεν υπάρχει πρόβλεψη για την τύχη χρήσεων γης, οι οποίες είχαν επιτροπή υπό το προηγούμενο καθεστώς αλλ' απαγορεύονται, πλέον, από τις νεώτερες διατάξεις, πρέπει να θεωρείται ότι το τελευταίο αυτό καθεστώς, το οποίο θεσπίζεται ακριβώς για την εξυγίανση περιοχής από χρήσεις που δεν είναι, πλέον, πολεοδομικώς επιθυμητές και αντιστρατεύονται εξ ορισμού την προσπάθεια βελτιώσεως των όρων διαβιώσεως των κατοίκων της περιοχής, δεν ανέχεται εφεξής την συνέχιση των χρήσεων εκείνων και επιβάλλει, ως εκ τούτου, την διακοπή τους, με την εφαρμογή της κατ' άρθρο 22 του Ν. 1650/1986 διαδικασίας σφραγίσεώς τους. Και ορίσθηκε μεν με την παρ. 6 του άρθρου 26 του ν. 2831/2000 (Α' 140), που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 3212/2003 (Α' 308), ότι «Νομίμως υφιστάμενες χρήσεις κτιρίων ή εγκαταστάσεων σε περιοχές στις οποίες καθορίζονται ή μεταβάλλονται οι χρήσεις γης διατηρούνται εκτός αν ορίζεται διαφορετικά με την κανονιστική πράξη καθορισμού ή μεταβολής των χρήσεων...» και με την παρ. 5 του άρθρου 23 του ν. 3212/2003 ότι «Οι διατάξεις του άρθρου 26 του ν. 2831/2000, όπως τροποποιούνται και συμπληρώνονται με το άρθρο 12 του νόμου αυτού, κατισχύουν ως ειδικότερες κάθε προγενέστερης αντίθετης ρύθμισης που έχει θεσπιστεί με κανονιστική πράξη έγκρισης Ζ.Ο.Ε., Γ.Π.Σ. ή άλλων σχεδίων χρήσεων γης...», οι διατάξεις όμως αυτές, ανεξάρτητα από το πεδίο εφαρμογής τους, την έννοια και την συμπόρευσή τους προς το Σύνταγμα, δεν καταλαμβάνουν, πάντως, ως μεταγενέστερες, υποθέσεις, κατά τις οποίες έχουν εκδοθή, πριν από την έναρξη ισχύος τους, ατομικές διοικητικές πράξεις με τις οποίες διαπιστώνεται η διατήρηση παράνομης χρήσεως γης, όταν, μάλιστα, εκκρεμεί ήδη ενώπιον διοικητικού δικαστηρίου αμφισβήτηση για το κύρος των πράξεων αυτών». Σχόλιο Η προστασία του περιβάλλοντος έρχεται συχνά αντιμέτωπη με θεμελιώδη δικαιώματα ιδίως την ιδιοκτησία (άρθρο 17 Συντ.) και την οικονομική ελευθερία (άρθρο 5 παρ. 1 Συντ.)- και, γενικότερα, με κανόνες που απορρέουν από την αρχή του κράτους δικαίου[1]. Στις περιπτώσεις αυτές, ο εφαρμοστής του Συντάγματος και, ιδιαίτερα, ο δικαστής είναι υποχρεωμένος να πραγματοποιεί δικαιικές σταθμίσεις 3 / 57
μεταξύ των διακυβευόμενων συμφερόντων, οι οποίες συνήθως είναι σύνθετες και πολύπλοκες. Σταθερός γνώμονας για την πραγματοποίησή τους είναι, όπως συμβαίνει άλλωστε με κάθε σύγκρουση μεταξύ συνταγματικών αγαθών στο κοινωνικό κράτος δικαίου, η αρχή της αναλογικότητας. Η απόφαση αυτή είναι αναμφίβολα σημαντική γιατί αφορά μια κρίσιμη όψη της εν λόγω σύγκρουσης. Συγκεκριμένα, αναφέρεται στην αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης ως ορίου στην προστασία του περιβάλλοντος. Σύμφωνα με την άποψη που κυριάρχησε στο Δικαστήριο, για να εφαρμοσθούν οι προβλέψεις Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου ή πολεοδομικής μελέτης που καθορίζουν χρήσεις γης και σε προϋφιστάμενα κτίρια, πρέπει αυτό να προβλέπεται ρητά στο νεώτερο νομοθέτημα, αφού πρόκειται για ρύθμιση η οποία αποκλίνει από τον κανόνα, που απορρέει από την αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης, ότι μεταγενέστερες μεταβολές του κανονιστικού πλαισίου δεν θίγουν, κατ αρχήν, δικαιώματα και καταστάσεις που έχουν νόμιμα δημιουργηθεί δυνάμει ατομικών διοικητικών πράξεων. Το Δικαστήριο αποφεύγει πάντως να κρίνει αν η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης διαθέτει συνταγματικό έρεισμα[2]. Αναφέρεται απλά σε έναν «κανόνα, υπαγορευόμενο και από την αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης, κατά τον οποίο μεταγενέστερες μεταβολές κανονιστικού καθεστώτος δεν θίγουν, κατ αρχήν, δικαιώματα και καταστάσεις που έχουν νομίμως δημιουργηθεί δυνάμει ατομικών διοικητικών πράξεων στηριζομένων στο ισχύον κατά την έκδοσή τους στο ισχύον κατά την έκδοσή τους νομοθετικό καθεστώς». Το Δικαστήριο δεν αναφέρεται πάντως εν προκειμένω σε μια απλή αρχή του διοικητικού δικαίου αλλά υπαινίσσεται την αρχή της ασφάλειας δικαίου, η οποία είναι σύμφυτη με την αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης και απορρέει επίσης από την αρχή του κράτους δικαίου. Σύμφωνα όμως με την κρίση του, η νεώτερη ρύθμιση είναι δυνατόν να καταλαμβάνει προϋφιστάμενα κτίρια αρκεί να περιλαμβάνεται σε αυτήν σχετική πρόβλεψη. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η εν λόγω άποψη περιορίζει, τουλάχιστον στην ακραία εκδοχή της, την κανονιστική εμβέλεια των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης, αφού, κατά την ορθότερη άποψη, οι εν λόγω αρχές θέτουν, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, όρια στη δυνατότητα του κοινού νομοθέτη να ρυθμίσει με αναδρομική ισχύ σχέσεις και καταστάσεις που έχουν νόμιμα δημιουργηθεί. Επομένως, για να εφαρμοστούν οι διατάξεις της πολεοδομικής νομοθεσίας σε προϋφιστάμενα κτίρια δεν αρκεί να περιλαμβάνουν αναδρομικές ρυθμίσεις. Επιπλέον, επιβάλλεται να μην αντίκεινται στην αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης. Η σχετική κρίση προκύπτει με βάση δικαικές σταθμίσεις μεταξύ των διακυβευόμενων συνταγματικών αγαθών, δηλαδή του οικιστικού περιβάλλοντος, από τη μια πλευρά, και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης, της ιδιοκτησίας και της οικονομικής 4 / 57
ελευθερίας, από την άλλη. Οι εν λόγω σταθμίσεις πραγματοποιούνται σε ένα δυναμικό κανονιστικό περιβάλλον, το οποίο καθορίζεται από συνταγματικές αρχές, όπως είναι ιδίως η αρχή της αναλογικότητας, η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης και η αρχή της αειφορίας. Δεν χωρεί ασφαλώς αμφιβολία ότι στο πλαίσιο των αρχών αυτών αναγνωρίζεται, ενόψει ιδίως της υψηλού επιπέδου προστασίας του περιβάλλοντος που κατοχυρώνει το Σύνταγμα, ευρεία ευχέρεια του νομοθέτη να προβλέψει περιορισμούς στην ιδιοκτησία και την οικονομική ελευθερία, ακόμη και με αναδρομικές ρυθμίσεις. Αυτό όμως δεν συνεπάγεται ότι μπορεί να παρακάμπτονται οι σχετικές δικαιικές σταθμίσεις ή ότι η προστασία του περιβάλλοντος υπερέχει a priori κάθε άλλου συνταγματικού δικαιώματος[3]. [1] Βλ. ιδίως Απ. Γέροντα, Η συνταγματική προστασία της ιδιοκτησίας και αναγκαστική απαλλοτρίωση, 2003, σ. 8 επ., Γ. Δρόσου, Συνταγματικοί περιορισμοί της ιδιοκτησίας και αποζημίωση, 1997, σ. 188 επ., Φ. Δωρή, Προστασία των υγροτόπων και περιορισμοί του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, σε: Γ. Παπαδημητρίου (επιμ.), Η προστασία των υγροτόπων στην Ελλάδα, 1998, σ. 29 επ., Ξ. Κοντιάδη, Ο νέος συνταγματισμός και τα θεμελιώδη δικαιώματα μετά την αναθεώρηση του 2001, 2002, σ. 350 επ., Π. Παραρά, Η συνταγματική περιπέτεια του Μεγάρου Μουσικής, ΤοΣ 1996, σ. 739 επ., ιδίως σ. 741, Απ. Παπακωνσταντίνου, Το άρθρο 24 του Συντάγματος ως πεδίο νομικοπολιτικής έντασης στην πρόσφατη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, Νόμος και Φύση, τ. 4 (1997), σ. 578 επ. [2] Για την αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης βλ. από τη νεώτερη βιβλιογραφία ιδίως τον Τόμο, Εκτός Σειράς, του Περιοδικού Δικαιώματα του Ανθρώπου, Κράτος δικαίου και προστατευόμενη εμπιστοσύνη, 2003, με συμβολές των Π. Παραρά, Επ. Σπηλιωτόπουλου, Κ. Χρυσόγονου/Γ. Πινακίδη, Απ. Γέροντα, Π. Λαζαράτου, Μ. Αυγουστιανάκη, Γ. Κατρούγκαλου, Ευ. Πρεβεδούρου και Σπ. Βλαχόπουλου. Σημειώνεται ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας δεν έχει ακόμη παγιώσει πλήρως τη νομολογία του για το ζήτημα αυτό. Όπως κρίνεται για παράδειγμα στη Σ.τ.Ε. 1508/2002 (Τμ. ΣΤ ): «στις εκ της αρχής του Κράτους Δικαίου ευθέως 5 / 57
συναγόμενες επιμέρους συνταγματικές αρχές της νομικής ασφάλειας και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης (ιδίως εκ των άρθρων 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος), προς την τελευταία δε αρχή ευθέως συγκρούονται νόμοι οι οποίοι ρυθμίζουν αναδρομικώς και κατά τρόπο επαχθή ήδη περατωθείσες βιωτικές σχέσεις, τέτοια δε αναδρομική ρύθμιση είναι τότε μόνον θεμιτή, οσάκις η εμπιστοσύνη του πολίτη προς τη σταθερότητα ορισμένης νομικής καταστάσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί εν τοις πράγμασι δικαιολογημένη, οπότε και δεν απολαμβάνει συνταγματικής προστασίας». Αντίθετα, με τη μεταγενέστερη Σ.τ.Ε. 1906/2004 (Τμ. Γ ), ΕΔΔΔΔ 2004, σ. 835, κρίθηκε ότι η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης δεν έχει συνταγματική κατοχύρωση. [3] Περισσότερο «φιλοπεριβαλλοντική» είναι η μειοψηφούσα άποψη που υποστηρίχθηκε από τον εισηγητή της υπόθεσης. Σύμφωνα με αυτήν «σε περίπτωση μεταβολής του νομοθετικού καθεστώτος, αν δεν υπάρχει πρόβλεψη για την τύχη χρήσεων γης, οι οποίες είχαν επιτραπεί υπό το προηγούμενο καθεστώς αλλ απαγορεύονται πλέον από τις νεώτερες διατάξεις, πρέπει να θεωρείται ότι το τελευταίο αυτό καθεστώς, το οποίο θεσπίζεται ακριβώς για την εξυγίανση περιοχής από χρήσεις που δεν είναι πλέον πολεοδομικώς επιθυμητές και αντιστρατεύονται εξ ορισμού την προσπάθεια βελτιώσεως των όρων διαβιώσεως των κατοίκων της περιοχής, δεν ανέχεται εφεξής τη συνέχιση των χρήσεων εκείνων και επιβάλλει, ως εκ τούτου, τη διακοπή τους». Σ.τ.Ε. 2388/2005, Τμ. Ε Πρόεδρος: Κ. Μενουδάκος, Αντιπρόεδρος Εισηγητής: Αθ. Ράντος, Σύμβουλος Ημερομηνία δημοσίευσης: 15.07.2005 6 / 57
Ικανότητα άσκησης αίτησης ακυρώσεως. Δημοτικές παρατάξεις. Οι δημοτικές παρατάξεις δεν αναγνωρίζονται από το νόμο ως φορείς δικαιωμάτων στον κύκλο γενικά των θεμάτων που αφορούν τη διαχείριση των δημοτικών ή κοινοτικών υποθέσεων, όπως είναι η μέριμνα για την προστασία του οικιστικού, πολιτιστικού και φυσικού περιβάλλοντος. Επομένως, δεν έχουν δικαίωμα να προσβάλλουν με αίτηση ακυρώσεως πράξη, η οποία δεν αφορά τους ίδιους ούτε εμποδίζει αμέσως τη δραστηριότητά τους. Μειοψηφία. Απορρίπτεται ως απαράδεκτη η αίτηση ακυρώσεως. Βασικές σκέψεις «4. Επειδή, κατά την έννοια του άρθρου 47 παρ. 1 του π.δ/τος 18/ 1989, αίτηση ακυρώσεως δικαιούνται να ασκήσουν τα φυσικά και τα νομικά πρόσωπα, καθώς και οι ενώσεις προσώπων αλλά μόνον σε κύκλο σχέσεων ή τομέα δραστηριοτήτων, για τον οποίο η ένωση προσώπων αναγνωρίζεται από την έννομη τάξη ως φορέας συγκεκριμένων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων (βλ. ΣτΕ Ολομ. 2302/1995 κ.ά.). Ειδικότερα, οι συνδυασμοί που μετέχουν, κατά τα άρθρα 54 παρ. 1, 55, 107 παρ. 1, 112 παρ. 1, 117 παρ. 1 και 118 παρ. 1 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα Δ.Κ.Κ., (π.δ. 410/1995, Α' 231), στην διαδικασία εκλογής των οργάνων διοικήσεως των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως, καθώς και οι παρατάξεις που καταρτίζουν κατά τα άρθρα αυτά συνδυασμούς για τον παραπάνω σκοπό, ακόμη και αν εκπροσωπούνται στα όργανα διοικήσεως του Δήμου ή της Κοινότητας, δεν αναγνωρίζονται από το νόμο ως φορείς δικαιωμάτων (η ικανοποίηση των οποίων μπορεί να επιδιωχθεί με την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος της αιτήσεως ακυρώσεως) στο κύκλο γενικώς των θεμάτων, τα οποία αφορούν την διαχείριση των δημοτικών ή κοινοτικών υποθέσεων, όπως είναι η μέριμνα για την προστασία του οικιστικού πολιτιστικού και φυσικού περιβάλλοντος στην περιφέρεια του οργανισμού τοπικής αυτοδιοικήσεως, έστω και να πρόκειται για υπόθεση που σχετίζεται με τις διακηρύξεις και το πρόγραμμα τους και, επομένως, εμπίπτει στο πεδίο της πολιτικής δράσης τους. Κατά συνέπεια, οι παραπάνω συνδυασμοί και παρατάξεις δεν έχουν δικαίωμα να προσβάλλουν με αίτηση ακυρώσεως πράξη, η οποία δεν αφορά τους ίδιους ούτε εμποδίζει αμέσως τη δραστηριότητα τους, κατ' αντιστοιχία, άλλωστε, όσων έχουν γίνει παγίως δεκτά στην συγγενή περίπτωση των πολιτικών κομμάτων (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 4037/1979, 2286/2001). Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Α. Ράντος και Α. Σακελλαροπούλου, προς την 7 / 57
γνώμη των οποίων ετάχθη και ο Πάρεδρος Κ. Κουσούλης, οι οποίοι διετύπωσαν την γνώμη ότι οι δημοτικοί συνδυασμοί, αναγνωριζόμενοι από τις διατάξεις του Δ.Κ.Κ. ως φορείς δικαιωμάτων για την διαχείριση ζητημάτων του Δήμου, έχουν, πάντως, δικαίωμα να προσβάλλουν πράξεις με τις οποίες επιτρέπεται η εκτέλεση έρ-. γου που έχει επίδραση στο περιβάλλον, φυσικό, πολιτιστικό και οικιστικό, της εδαφικής περιφερείας του Δήμου, δεδομένου άλλωστε, ότι από το άρθρο 24 παρ. 1 του Συντάγματος, με το οποίο, όπως αναθεωρήθηκε με το Ψήφισμα της 6.4.2001 της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζεται ότι η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί "δικαίωμα του καθενός", συνάγεται ότι και οι συνδυασμοί αυτοί, οι οποίοι λειτουργούν με μορφή που προβλέπεται στη νομοθεσία, αναγνωρίζονται από την έννομη τάξη ως φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος». Σχόλιο Το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει επεκτείνει το περιεχόμενο του άρθρου 47 παρ. 1 του π.δ. 18/1989, αναγνωρίζοντας σε ενώσεις προσώπων που δεν διαθέτουν νομική προσωπικότητα το δικαίωμα να ασκήσουν αίτηση ακυρώσεως ενώπιόν του[1]. Το δικαίωμα αυτό αφορά πάντως, σύμφωνα με τη σχετική νομολογία, μόνο τον κύκλο σχέσεων ή δραστηριοτήτων για τον οποίο η ένωση προσώπων αναγνωρίζεται από την έννομη τάξη ως φορέας συγκεκριμένων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων[2]. Η διασταλτική αυτή ερμηνεία της κοινής νομοθεσίας, προκειμένου να αναγνωριστεί η ικανότητα των ενώσεων προσώπων που δεν διαθέτουν νομική προσωπικότητα να ασκήσουν αίτηση ακυρώσεως, εναρμονίζεται με τους ορισμούς τόσο του άρθρου 20 παρ. 1 Συντ., το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα δικαστικής προστασίας[3] όσο και του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που διασφαλίζει το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, όπως αυτό έχει ερμηνευτεί και εφαρμοστεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου[4]. Ζήτημα γεννάται για το αν και με ποιους όρους έχουν δικαίωμα οι δημοτικές παρατάξεις να ασκήσουν αίτηση ακυρώσεως. Ανάλογο πρόβλημα είχε ανακύψει παλαιότερα με τα πολιτικά κόμματα, τα οποία δεν διέθεταν, κατά την κρατούσα άποψη, νομική προσωπικότητα[5]. Στη θεωρία γίνεται δεκτό ότι διαθέτουν ικανότητα βούλησης και είναι υποκείμενα δικαιωμάτων που απορρέουν από την ιδιαίτερη φύση τους ως συνταγματικών θεσμών[6]. Στο πλαίσιο αυτό, αναγνωρίζεται η ικανότητά τους να είναι υποκείμενα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, όταν τούτο είναι αναγκαίο 8 / 57
για την εκπλήρωση της συνταγματικής αποστολής τους[7]. Την άποψη αυτή υιοθετεί από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και η νομολογία των δικαστηρίων[8], με την οποία αναγνωρίζεται το δικαίωμα των πολιτικών κομμάτων να ασκήσουν αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας «επί ορισμένου κύκλου σχέσεων ή τομέως δραστηριοτήτων»[9]. Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι με το άρθρο 29 παρ. 6 του ν. 3023/2002 αναγνωρίζεται ρητά η νομική προσωπικότητά τους[10]. Οι δημοτικές παρατάξεις, σε αντίθεση με τα πολιτικά κόμματα, δεν κατοχυρώνονται, τουλάχιστον άμεσα, στο Σύνταγμα, ούτε διαθέτουν νομική προσωπικότητα. Αναφορές σε αυτές γίνονται πάντως στο Δημοτικό και Κοινοτικό Κώδικα (π.δ. 410/1995)[11]. Πρέπει νομίζουμε να γίνει δεκτό ότι ελάχιστη προστασία διασφαλίζεται για τις ενώσεις αυτές από τις διατάξεις του άρθρου 12 Συντ. (ελευθερία συνένωσης), του άρθρου 5 παρ. 1 Συντ. (δικαίωμα συμμετοχής στην πολιτική ζωή της χώρας) και του άρθρου 102 Συντ. (κατοχύρωση της τοπικής αυτοδιοίκησης και κυρίως του αιρετού χαρακτήρα των οργάνων διοίκησης των Ο.Τ.Α.), σε συνδυασμό με την αρχή του κράτους δικαίου (άρθρο 25 παρ. 1 Συντ.) και τη δημοκρατική αρχή. Προστασία σε υπερνομοθετικό επίπεδο διασφαλίζεται επιπλέον για τις δημοτικές παρατάξεις και από το άρθρο 11 της ΕΣΔΑ. Με τη σχολιαζόμενη απόφαση, άνκαι αναγνωρίζεται το δικαίωμά τους να ασκήσουν αίτηση ακυρώσεως κατά πράξης «που αφορά τους ίδιους» ή «εμποδίζει αμέσως τη δραστηριότητά τους», κρίνεται ότι το δικαίωμα αυτό δεν επεκτείνεται στον κύκλο γενικά των θεμάτων που αφορούν τη διαχείριση των δημοτικών υποθέσεων, όπως είναι η προστασία του οικιστικού, πολιτιστικού και φυσικού περιβάλλοντος στην περιφέρεια του δήμου. Η εν λόγω κρίση συνιστά προϊόν σύνθετων και δυσχερών σταθμίσεων, αφού το Δικαστήριο έπρεπε να κινηθεί στην περίπτωση αυτή ανάμεσα στην ανάγκη να μην απεμπολήσει τη διεύρυνση του εννόμου συμφέροντος που υιοθετεί η νομολογία του στα ζητήματα προστασίας του περιβάλλοντος (άρθρο 24 Συντ.) και να διασφαλίσει αποτελεσματική δικαστική προστασία (άρθρα 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. β Συντ.), από τη μια πλευρά, και στην προσπάθειά του να μην αποστεί από τη συναφή νομολογία του για τα πολιτικά κόμματα, από την άλλη. Όπως προκύπτει από το σκεπτικό της απόφασης, επικράτησε τελικά η δεύτερη αναγκαιότητα. Κατά τη μειοψηφούσα άποψη, ωστόσο, η οποία είναι επηρεασμένη από τον «περιβαλλοντικό πατριωτισμό» που επιδεικνύει την τελευταία εικοσαετία το Δικαστήριο, οι δημοτικές παρατάξεις έχουν το δικαίωμα να ασκήσουν αίτηση ακυρώσεως για πράξεις με τις οποίες επιτρέπεται η εκτέλεση έργου που έχει επίδραση στο περιβάλλον. Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον ότι η άποψη αυτή θεμελιώνεται στο άρθρο 24 παρ. 1 Συντ., το οποίο ανάγει την προστασία του περιβάλλοντος σε «δικαίωμα του καθενός»[12]. 9 / 57
[1] Πρβλ. Επ. Σπηλιωτόπουλου, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 2001, σ. 471. Βλ. γενικότερα Σ. Ορφανουδάκη, Η ικανότητα διαδίκου των ενώσεων προσώπων του άρθρου 12 παρ. 1 του Συντάγματος στην ακυρωτική δίκη, ΔιΔικ 1999, σ. 838 επ. [2] Βλ. ενδεικτικά Σ.τ.Ε. 2302/1995 Ολομ., 971/1998, 1934/1998. [3] Βλ., αντί άλλων, Γ. Παπαδημητρίου, Η συνταγματική καθιέρωση της δικαστικής προστασίας, Δίκη 1982, σ. 594 επ. [4] Για τα εξεταζόμενα ζητήματα πρβλ. ιδίως την απόφαση του ΕΔΑΔ Καθολική Εκκλησία των Χανίων κατά Ελλάδος της 16ης Δεκεμβρίου 1997. Με αυτήν κρίθηκε ότι παραβιάστηκε το άρθρο 6 παρ. 1 της Σύμβασης λόγω της άρνησης των εθνικών δικαστηρίων να αναγνωρίσουν στην προσφεύγουσα Εκκλησία την ικανότητα να είναι διάδικος με την αιτιολογία ότι δεν διαθέτει νομική προσωπικότητα. [5] Βλ. Απ. Παπακωνσταντίνου, Ίδρυση πολιτικού κόμματος και πολίτευμα, Εφαρμογές Δημοσίου Δικαίου 1997, σ. 42-44. Αντίθετος ο Χ. Κεφαλάς, Η νομική φύση του Πολιτικού Κόμματος, Ελληνική Δικαιοσύνη 1981, σ. 320 επ. και ΜΠρΛαρ 131/1988. [6] Πρβλ. D. Tsatsos/M. Morlok, Parteienrecht, 1982, σ. 24 επ. [7] Βλ. Δ. Τσάτσου, Συνταγματικό Δίκαιο, τ. Β, Οργάνωση και λειτουργία της Πολιτείας, 1992, σ. 118. [8] Βλ. Σ.τ.Ε. Ολομ. 2145/1979. [9] Βλ. Σ.τ.Ε. Ολομ. 4037/1979, ΤοΣ 1979, σ, 626 επ. Πρβλ. επίσης Α.Ε.Δ. 22/1994, ΔιΔικ 1995, σ. 345, Σ.τ.Ε. 944/1999, ΕΔΔΔΔ 1999, σ. 837, 656/2000 Ολομ., ΤοΣ 2000, σ. 192 επ., 1072/2000, 2286/2001. [10] Βλ. Απ. Παπακωνσταντίνου, Τα δικαιώματα ίδρυσης και συμμετοχής σε πολιτικά κόμματα στο Σύνταγμα, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και την κοινή νομοθεσία, στο συλλογικό έργο: Δ. Τσάτσος/Ξ. Κοντιάδης (επιμ.), Το μέλλον των πολιτικών κομμάτων, 2003, σ. 297 επ. [11] Βλ. ιδίως άρθρα 54 παρ. 1, 55, 107 παρ. 1, 112 παρ. 1, 117 παρ. 1 και 118 παρ. 1 ΔΚΚ. [12] Βλ. σχετικά Τ. Βιδάλη, Το ατομικό δικαίωμα στο περιβάλλον κατά το Σύνταγμα του 2001, στο συλλογικό έργο: Γ. Παπαδημητρίου (επιμ.), Το άρθρο 24 του 10 / 57
Συντάγματος μετά την αναθεώρησή του, 2002, σ. 57 επ. Σ.τ.Ε. 2542/2005, Τμ. Ε Πρόεδρος: Π. Φλώρος, Αντιπρόεδρος Εισηγητής: Α. Ράντος, Σύμβουλος Ημερομηνία δημοσίευσης: 11.08.2005 Φυσικό περιβάλλον. Λατομεία. Η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 περιπτ. β του ν. 2837/2000, η οποία επιβάλλει την αποκατάσταση υφισταμένων λατομικών χώρων με βάση ειδική μελέτη αποκατάστασης, δεν αντίκειται στο άρθρο 24 παρ. 1 Συντ. Οι σχετικές λατομικές εργασίες πρέπει να είναι απολύτως αναγκαίες για την αποκατάσταση του λατομείου και να περιορίζονται στο τμήμα του χώρου στο οποίο είχαν ήδη διενεργηθεί λατομικές εργασίες και στην απολύτως αναγκαία για την αποκατάσταση του χώρου γειτονική ζώνη. Προϋπόθεση για την εφαρμογή της ανωτέρω νομοθετικής διάταξης είναι τα λατομεία να είχαν λάβει άδεια λειτουργίας δυνάμει του άρθρου 20 του ν. 2115/1993, η οποία να μην έχει ακυρωθεί ή ανακληθεί. Παραπέμπεται στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος. Βασικές σκέψεις «Η διάταξη της περ. β της παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 2837/2000, κατά το μέρος που επιβάλλει την αποκατάσταση υφισταμένων λατομικών χώρων βάσει ειδικής μελέτης αποκατάστασης, η οποία δεν αποκλείεται να προβλέπει και την εκτέλεση περαιτέρω λατομικών ενεργειών, μόνον, όμως, εφόσον είναι απολύτως αναγκαίες για την αποκατάσταση του λατομείου, συνάδει, κατ αρχήν, με τις διατάξεις του άρθρου 11 / 57
24 παρ. 1 του Συντάγματος (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2675/2003, 3393/2001). Προϋπόθεση, όμως, εφαρμογής της διατάξεως αυτής είναι να πρόκειται για λατομεία που είχαν λάβει άδεια λειτουργίας δυνάμει του άρθρου 20 του ν. 2115/1993, η οποία να μην έχει ακυρωθεί ή ανακληθεί. Εξάλλου, οι βάσει της διατάξεως αυτής εργασίες αποκαταστάσεως του λατομικού χώρου πρέπει να περιορίζονται στο τμήμα του χώρου, στον οποίο είχαν ήδη διενεργηθεί λατομικές διεργασίες, και στην απολύτως αναγκαία για την αποκατάσταση του χώρου γειτονική ζώνη. Δεν επιτρέπεται, συνεπώς, η επ ευκαιρία αποκαταστάσεως του χώρου επέκταση των λατομικών εργασιών και σε άλλη, πέραν της ανωτέρω, έκτασης, έστω και αν αυτή περιλαμβανόταν στα όρια του αρχικώς παραχωρηθέντος λατομικού χώρου». Σχόλιο Η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας για τα λατομεία εναρμονίζεται, σε γενικές γραμμές, με τη γενικότερη στάση του στα ζητήματα προστασίας του περιβάλλοντος. Αυτό είναι ασφαλώς εύλογο, αφού τα λατομεία επιφέρουν σημαντικές περιβαλλοντικές συνέπειες και καταστρέφουν το τοπίο. Ωστόσο, οι δικαιικές σταθμίσεις μεταξύ των διακυβευόμενων συμφερόντων παρουσιάζονται συχνά δυσχερείς. Πράγματι, η εκμετάλλευση λατομείων συνδέεται με σημαντικά οικονομικά συμφέροντα και την ανάπτυξη της τοπικής αλλά και της εθνικής οικονομίας. Το Δικαστήριο ανάγεται, στην πρόσφατη νομολογία του, στην αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης, πραγματοποιεί με αυτήν ως γνώμονα τις εν λόγω δικαιικές σταθμίσεις. Χαρακτηριστική είναι εν προκειμένω η Σ.τ.Ε. 796/2003[1]. Με αυτήν κρίθηκε, μεταξύ άλλων, ότι από την αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης απορρέει η υποχρέωση σχεδιασμού και προγραμματισμού για την εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πόρων, ώστε να εξασφαλίζεται αφενός μεν η μείωση των δυσμενών για το περιβάλλον επιπτώσεων και ο σεβασμός της φέρουσας ικανότητας της περιοχής στην οποία αναπτύσσεται η σχετική δραστηριότητα, αφετέρου δε η ορθολογική και με φειδώ εκμετάλλευση των φυσικών πόρων. Σύμφωνα με το σκεπτικό της, αντίκεινται στο άρθρο 24 Συντ. οι διατάξεις του άρθρου 20 παρ. 2 και 3 του ν. 2115/1993, με τις οποίες παρέχεται η δυνατότητα παρατάσεως της λειτουργίας λατομείων που βρίσκονται έξω από τα όρια των λατομικών περιοχών, για μια πενταετία από τη λήξη της αδείας των, το χρονικό δε αυτό διάστημα μπορεί να παρατείνεται κάθε φορά μέχρι τη συμπλήρωση τριακονταετίας από τη χορήγηση της αρχικής άδειας. Η απόφαση περιλαμβάνει μειοψηφούσα άποψη, κατά την οποία οι επίμαχες νομοθετικές διατάξεις δεν 12 / 57
αντίκεινται στο Σύνταγμα, δεδομένου ότι, κατά τη σύμφωνη προς το Σύνταγμα ερμηνεία τους, δεν αφορούν πάντως λατομεία ευρισκόμενα σε περιοχές υπαγόμενες, λόγω του χαρακτήρα τους, σε κάποιο ειδικό προστατευτικό καθεστώς. Εξάλλου, με τη μεταγενέστερη Σ.τ.Ε. 2219/2004[2] κρίθηκε ότι οι μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 2, 3 και 4 του ν. 2115/1993 δεν αντίκεινται στο Σύνταγμα κατά το μέρος που επιτρέπουν, κατόπιν έγκρισης περιβαλλοντικών όρων, να παραταθεί για πέντε έτη η λειτουργία των εκτός λατομικών περιοχών λατομείων, τα οποία λειτουργούν με άδεια. Οι διατάξεις αυτές είναι όμως αντισυνταγματικές κατά το μέρος που παρέχουν στη Διοίκηση δυνατότητα περαιτέρω διαδοχικής παράτασης, ανά πενταετία και μέχρι τη συμπλήρωση 30ετίας από την αρχική άδεια ή τη μίσθωση, της λειτουργίας των ανωτέρω λατομείων. Σύμφωνα πάντως με τη μειοψηφούσα άποψη οι εν λόγω διατάξεις του ν. 2115/1993 είναι αντισυνταγματικές στο σύνολό τους. Οι ανωτέρω αποφάσεις θεμελιώνονται στην αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης, την οποία, άλλωστε, επικαλούνται. Αντίθετα, η εξεταζόμενη Σ.τ.Ε. 2542/2005, άνκαι εμπεριέχει κρίσιμες σταθμίσεις για συναφή ζητήματα, δεν ανάγεται στην εν λόγω συνταγματική αρχή. Με αυτήν κρίνεται εν πρώτοις ότι η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 περιπτ. β του ν. 2837/2000, η οποία επιβάλλει την αποκατάσταση υφισταμένων λατομικών χώρων με βάση ειδική μελέτη αποκατάστασης δεν αντίκειται στο άρθρο 24 παρ. 1 Συντ. Οι σχετικές λατομικές εργασίες πρέπει όμως να είναι απολύτως αναγκαίες για την αποκατάσταση του λατομείου και να περιορίζονται στο τμήμα του χώρου στο οποίο είχαν ήδη διενεργηθεί λατομικές εργασίες και στην απολύτως αναγκαία για την αποκατάσταση του χώρου γειτονική ζώνη. Προϋπόθεση για την εφαρμογή της ανωτέρω νομοθετικής διάταξης είναι να πρόκειται για λατομεία που είχαν λάβει άδεια λειτουργίας δυνάμει του άρθρου 20 του ν. 2115/1993, η οποία να μην έχει ακυρωθεί ή ανακληθεί. Πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι προαναφερόμενες ρυθμίσεις του ν. 2837/2000 εξειδικεύουν αφενός την αρχή της αποκατάστασης ή της επανόρθωσης των καταστροφών του περιβάλλοντος και αφετέρου την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει». Σημειώνεται ότι οι εν λόγω αρχές κατοχυρώνονται ρητά στο πρωτογενές κοινοτικό δίκαιο. Σύμφωνα έτσι με το άρθρο 174 παρ. 2 ΣυνθΕΚ η πολιτική της Κοινότητας στον τομέα του περιβάλλοντος στηρίζεται, μεταξύ άλλων, «στις αρχές της επανόρθωσης των καταστροφών του περιβάλλοντος, κατά προτεραιότητα στην πηγή, καθώς και στην αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει». Για τις αρχές αυτές του κοινοτικού δικαίου έχει διαμορφωθεί μάλιστα πλούσια νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Αναφέρονται χαρακτηριστικά οι γνωστές αποφάσεις ΔΕΚ C-422/92 (Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλ. 1995, Ι-1097, σκ. 34), C-2/90 (Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλ. 1992, Ι-4431, σκ. 20-21) και C-209/98 (FFAD, Συλλ. 2000, Ι-3743, σκ. 45-48), προκειμένου για την αρχή της επανόρθωσης, και ΔΕΚ C-293/97 (Standley, 13 / 57
Συλλ. 1999, Ι-2603, σκ. 51-52), για την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει». Αξίζει να σημειωθεί ότι στην τελευταία αυτή απόφαση το Δικαστήριο έκρινε ότι η εν λόγω αρχή αποτελεί έκφανση της αρχής της αναλογικότητας. Το Σύνταγμά μας δεν αναφέρεται ρητά στις αρχές αυτές. Ωστόσο, πρέπει να γίνει δεκτό ότι θεμελιώνονται στους ορισμούς του άρθρου 24 παρ. 1 Συντ.[3], ιδιαίτερα στις αρχές της κατασταλτικής δράσης και της αειφορίας, σε συνδυασμό πρωτίστως με τις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης (άρθρα 24 και 106 Συντ.) και της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 Συντ.). Χωρίς την αρχή της επανόρθωσης και την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» το κανονιστικό περιεχόμενο τόσο του άρθρου 24 Συντ. όσο και της αρχής της βιώσιμης ανάπτυξης θα ήταν κολοβό. Η προστασία του περιβάλλοντος, σε συνδυασμό αφενός με τα κριτήρια κοινωνικής δικαιοσύνης που απορρέουν από την αρχή του κοινωνικού κράτους (άρθρο 25 παρ. 1 Συντ.) και αφετέρου την αρχή της κοινωνικής αλληλεγγύης (άρθρο 25 παρ. 4 Συντ.) επιβάλλει ασφαλώς την ερμηνευτική επέκταση των κανονιστικών νοημάτων του άρθρου 24 Συντ., ώστε να περιλάβει, κατά τρόπο ολοκληρωμένο, τις βασικότερες πτυχές της περιβαλλοντικής προστασίας, την οποία επιδίωξε, άλλωστε, τόσο ο συντακτικός νομοθέτης του 1975 όσο και αναθεωρητικός του 2001. Η ερμηνευτική αυτή επέκταση δικαιολογείται και ενόψει των ανωτέρω ορισμών του πρωτογενούς κοινοτικού δικαίου, οι οποίες απηχούν αρχές του σύγχρονου κοινού ευρωπαϊκού πολιτικού και νομικού πολιτισμού[4]. Υπό το πρίσμα των παραδοχών αυτών πρέπει να γίνει δεκτό ότι η σχολιαζόμενη απόφαση, άνκαι δεν ανάγεται ρητά στις ανωτέρω αρχές, πραγματοποιεί, κατ αρχήν, μια σύμφωνη με αυτές ερμηνεία του νόμου. Αμφιβολίες όμως θα μπορούσε να διατυπωθούν για την κρίση που περιλαμβάνει η απόφαση, σύμφωνα με την οποία προϋπόθεση για την εφαρμογή των διατάξεων του ν. 2837/2000, που επιβάλλουν την αποκατάσταση εκ μέρους των εκμεταλλευτών του λατομείου, είναι να πρόκειται για λατομεία που είχαν λάβει άδεια λειτουργίας δυνάμει του άρθρου 20 του ν. 2115/1993, η οποία να μην έχει ακυρωθεί ή ανακληθεί. Θα μπορούσε όμως να υποστηριχθεί εύλογα ότι η υποχρέωση αποκατάστασης λατομείου βαρύνει τον εκμεταλλευτή του ακόμη και όταν η άδεια λειτουργίας του ακυρωθεί ή ανακληθεί. Σε αντίθετη περίπτωση, θα ευνοούνταν ο εκμεταλλευτής του λατομείου που διαθέτει μη νόμιμη άδεια, ενώ, αντίθετα, θα βαρυνόταν με την υποχρέωση αυτή εκείνος που διαθέτει νόμιμη άδεια λειτουργίας. Η άποψη αυτή δεν θα συμβιβαζόταν ευχερώς με βασικές αρχές δικαιοσύνης. Επιπλέον, φαίνεται να αποβαίνει σε βάρος της προστασίας του περιβάλλοντος, ενώ δύσκολα θα εναρμονιζόταν ίσως με την αρχή της αποκατάστασης και την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει». [1] Η απόφαση παρουσιάζεται και σχολιάζεται από τον Απ. Παπακωνσταντίνου, 14 / 57
www.nomosphysis.org.gr. [2] Η απόφαση παρουσιάζεται και σχολιάζεται από τον Απ. Παπακωνσταντίνου, www.nomosphysis.org.gr. [3] Ειδικά για την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» βλ. Γ. Παπαδημητρίου/Απ. Παπακωνσταντίνου, Η συνταγματικότητα των περιορισμών στην ιδιοκτησία για την αποκατάσταση περιβαλλοντικής ζημίας, nomosphysis.org.gr (Απρίλιος 2004). [4] Πρβλ. και άρθρο 37 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με το οποίο: «Υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος και η βελτίωση της ποιότητάς του πρέπει να ενσωματώνονται στις πολιτικές της Ένωσης και να διασφαλίζονται σύμφωνα με την αρχή της αειφόρου ανάπτυξης». Σ.τ.Ε. 2556/2005 [Κουντουριώτικα] Πρόεδρος: Κ. Μενουδάκος, Αντιπρόεδρος Εισηγήτρια: Ολ. Παπαδοπούλου, Πάρεδρος Ημερομηνία δημοσίευσης: 11.08.2005 Οικιστικό περιβάλλον. Περιοχές ανάπλασης. Η κήρυξη απαλλοτρίωσης βάσει της πολεοδομικής νομοθεσίας για τη δημιουργία κοινόχρηστων χώρων δεν υπάγεται στην κατά το άρθρο 17 παρ. 2 Συντ. και το άρθρο 3 παρ. 7 του ν. 2882/2001 υποχρέωση για ειδική δικαιολόγηση στην απόφαση κήρυξης απαλλοτρίωσης της δυνατότητας κάλυψης της σχετικής δαπάνης, διότι η εφαρμογή πολεοδομικών σχεδίων προβλέπεται από ειδική νομοθεσία. Σε περιοχές με εγκεκριμένο σχέδιο, οι οποίες έχουν χαρακτηρισθεί ως «περιοχές ανάπλασης» πριν από την ισχύ του ν. 2508/1997, δεν αποκλείεται να γίνονται τροποποιήσεις του σχεδίου πόλης κατά την κοινή διαδικασία του ν.δ. της 17.7/16.8.1923. Οι τροποποιήσεις αυτές πρέπει όμως να είναι αφενός εντοπισμένες προς αντιμετώπιση άμεσων αναγκών και αφετέρου εναρμονισμένες 15 / 57
προς το σκοπό ανάπλασης της περιοχής και να μην υπονομεύουν μελλοντικές πολεοδομικές παρεμβάσεις με τις ειδικές διατάξεις του ν. 2508/1997. Μειοψηφία. Η περιοχή όπου βρίσκονται τα «Κουντουριώτικα» της Λεωφόρου Αλεξάνδρας έχει χαρακτηρισθεί με το οικείο Γ.Π.Σ. ως «περιοχή ανάπλασης». Οι επίμαχες τροποποιήσεις δεν είναι εντοπισμένες προς αντιμετώπιση άμεσων αναγκών ούτε τίθενται στο απολύτως αναγκαίο μέτρο. Επομένως, πρέπει να θεμελιώνονται στο ν. 2508/1997. Δεκτή η αίτηση ακυρώσεως. Βασικές σκέψεις 13. Επειδή από τις ανωτέρω διατάξεις του Ρ.Σ. και του Γ.Π.Σ., ειδικών νομοθετημάτων που διαγράφουν το πλαίσιο του πολεοδομικού σχεδιασμού της Αθήνας, προκύπτει ότι η περιοχή Κουντουριώτικα, τμήμα της οποίας αποτελούν και τα καταλαμβανόμενα από τις ρυθμίσεις του προσβαλλομένου διατάγματος οικοδομικά τετράγωνα, έχει αξιολογηθεί ως χρήζουσα πολεοδομικής παρεμβάσεως με σκοπό την «ανάπλασή» της, ενόψει των ειδικών χαρακτηριστικών της [προσφυγικές πολυκατοικίες Λεωφόρου Αλεξάνδρας, γήπεδο Παναθηναϊκού, μη δομημένοι χώροι στα Ο.Τ. τα οποία αφορά η προσβαλλόμενη τροποποίηση, παραχώρηση εκτάσεων στη Δ.Ε.ΠΟ.Σ. για στεγαστική αποκατάσταση οικιστών]. 14. Επειδή σε περιοχές με εγκεκριμένο σχέδιο, οι οποίες στο οικείο Ρ.Σ. ή Γ.Π.Σ., έχουν χαρακτηρισθεί ως «περιοχές ανάπλασης» προ της ισχύος του Ν. 2508/1997 χωρίς όμως να έχουν υπαχθεί στο άρθρο 13 του Ν. 1337/1983, δεν αποκλείεται, εφόσον δεν έχει κινηθεί η διαδικασία αναπλάσεως δυνάμει των άρθρων 8 επ. του Ν. 2508/1997, να γίνονται τροποποιήσεις του σχεδίου πόλεως κατά την κοινή διαδικασία του Ν.Δ. της 17.7/16.8.1923, πλην οι τροποποιήσεις αυτές πρέπει να είναι εντοπισμένες, προς αντιμετώπιση άμεσων αναγκών, και εναρμονισμένες προς το σκοπό αναπλάσεως της περιοχής, ώστε να είναι σύμφωνες με τις κατευθύνσεις του Ρ.Σ. ή του Γ.Π.Σ. και να μην υπονομεύουν μελλοντικές πολεοδομικές παρεμβάσεις με τις ειδικές διατάξεις του ν. 2508/1997, οι οποίες θεσπίζουν τις κατά την εκτίμηση του νομοθέτη αναγκαίες και πρόσφορες για την αντιμετώπιση των προβλημάτων των προς ανάπλαση περιοχών ρυθμίσεις. Κατά τη γνώμη, όμως, του Συμβούλου Νικόλαου Ρόζου, μετά την ισχύ του 16 / 57
ν. 2508/1997, που ρυθμίζει ειδικώς τον θεσμό της αναπλάσεως, σε περιοχή, η οποία έχει χαρακτηρισθεί, προ της ισχύος του νόμου αυτού, ως «περιοχή ανάπλασης» με ρυθμιστικό σχέδιο το οικείο Γ.Π.Σ., επιτρέπονται πολεοδομικές παρεμβάσείς μόνο κατ' εφαρμογή των ουσιαστικών και διαδικαστικών διατάξεων των άρθρων 8 επ. του Ν. 2508/1997, καθόσον οι διατάξεις αυτές θεσπίζουν πλέον, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη που εξειδικεύει τη συνταγματική επιταγή για ορθολογικό πολεοδομικό σχεδιασμό [άρθρο 24 Σ], τις αναγκαίες και πρόσφορες για την αντιμετώπιση των προβλημάτων των προς ανάπλαση περιοχών ρυθμίσεις 16. Eπειδή η επίδικη περιοχή δεν έχει χαρακτηρισθεί ως «πολεοδομικά προβληματική» κατά την έννοια του άρθρου 13 του Ν. 1337/1983, και συνεπώς δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της μεταβατικής διατάξεως της παρ. 8 του άρθρου 15 του Ν. 2508/1997. Εξάλλου, όπως προκύπτει και από το προεκτεθέν ιστορικό, οι ρυθμίσεις του προσβαλλομένου διατάγματος αφορούν ευρύτερη περιοχή που έχει χαρακτηρισθεί «περιοχή ανάπλασης» με το οικείο Γ.Π.Σ. και δεν είναι εντοπισμένες, προς αντιμετώπιση άμεσων αναγκών στο απολύτως αναγκαίο μέτρο. Με τα δεδομένα αυτά, σύμφωνα με όσα αναφέρονται σε προηγούμενη σκέψη, το προσβαλλόμενο διάταγμα, εκδοθέν κατ' εφαρμογή των άρθρων 152, 154 και 160 του από 14/27.7.1999 κωδικοποιητικού Διατάγματος «Κώδικας Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας» [Κ.Β.Π.Ν.] (Δ' 580), κατ' εφαρμογή δηλαδή των διατάξεων του Ν.Δ. της 17.7/16.8.1923 περί τροποποιήσεως σχεδίων πόλεων και καθορισμού όρων και περιορισμών δομήσεως, και όχι δυνάμει των άρθρων 8 επ. του Ν. 250811997 που ρυθμίζουν τον πολεοδομικό θεσμό της αναπλάσεως, δεν είναι νόμιμο, όπως βασίμως προβάλλεται: Κατά. την γνώμη δε του Συμβούλου Νικολάου Ρόζου, το προσβαλλόμενο διάταγμα δεν είναι νόμιμο, εφόσον στο Ρ.Σ.Α. και στο οικείο Γ.Π.Σ. προβλέπεται η «ανάπλαση» της περιοχής Κουντουριώτικα, για οποιαδήποτε πολεοδομική διαρρύθμιση της περιοχής αυτής ήταν υποχρεωτική η εφαρμογή των άρθρων 8 επ. του Ν. 2508/1997. Σχόλιο Με τις διατάξεις των άρθρων 8 επ. του ν. 2508/1997 προβλέπονται ειδικές ρυθμίσεις για τις «περιοχές ανάπλασης». Πρόκειται, σύμφωνα με το νόμο, για 17 / 57
περιοχές εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων ή οριοθετημένων οικισμών, στις οποίες διαπιστώνονται προβλήματα υποβάθμισης ή αλλοίωσης του οικιστικού περιβάλλοντος που δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστούν μόνο με τις συνήθεις πολεοδομικές διαδικασίες της αναθεώρησης του σχεδίου πόλης και των όρων και περιορισμών δόμησης. Εξάλλου, ως «ανάπλαση» νοείται «το σύνολο των κατευθύνσεων, μέτρων, παρεμβάσεων και διαδικασιών πολεοδομικού, κοινωνικού, οικονομικού, οικιστικού και ειδικού αρχιτεκτονικού χαρακτήρα, που προκύπτουν από σχετική μελέτη και που αποσκοπούν κυρίως στη βελτίωση των όρων διαβίωσης των κατοίκων, τη βελτίωση του δομημένου περιβάλλοντος, την προστασία και ανάδειξη των πολιτιστικών, ιστορικών, μορφολογικών και αισθητικών στοιχείων και χαρακτηριστικών της περιοχής» (άρθρο 8). Για την «ανάπλαση» μιας περιοχής, κατά την ανωτέρω έννοια, προβλέπεται στο νόμο σειρά διαδικασιών, όπως είναι η προκαταρκτική πρόταση ανάπλασης, το πρόγραμμα ανάπλασης και η πολεοδομική μελέτη ανάπλασης. Ο καθορισμός μιας περιοχής ως «περιοχής ανάπλασης» πραγματοποιείται, όταν δεν προβλέπεται στο οικείο Γ.Π.Σ. ή το ρυθμιστικό σχέδιο, από τον Υπουργό ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. Ζήτημα τίθεται, ωστόσο, για Γ.Π.Σ. ή για ρυθμιστικά σχέδια τα οποία αναφέρουν ορισμένες περιοχές ως «υπό ανάπλαση» πριν από το ν. 2508/1997. Εν πρώτοις, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα σχέδια αυτά δεν χρησιμοποιούν την έννοια της «ανάπλασης» με το νομικό περιεχόμενο που προσδίδει ο νεότερος ν. 2508/1997, με τον οποίο ρυθμίστηκε για πρώτη φορά ο «πολεοδομικός θεσμός της ανάπλασης περιοχής», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην εξεταζόμενη απόφαση. Αυτό δεν αποκλείει, όμως, ο νομοθέτης που θέσπισε τις ειδικές διατάξεις με το νόμο του 1997 να επιδίωξε να καταλάβει και τις περιοχές που αναφέρονται στα προγενέστερα πολεοδομικά σχέδια ως «υπό ανάπλαση». Η εν λόγω ερμηνευτική εκδοχή δεν μπορεί πάντως να θεωρηθεί αναμφισβήτητη, αφού ο νόμος δεν περιλαμβάνει τέτοια ειδική (αναδρομική) ρύθμιση, ενώ οι συναφείς αναφορές των σχεδίων δεν εναρμονίζονται οπωσδήποτε με την ιδιαίτερη λογική και τους σκοπούς του. Η πλειοψηφούσα κρίση της απόφασης επιχειρεί μια εν πολλοίς «συμβιβαστική» προσέγγιση του προβλήματος. Σύμφωνα με αυτήν, σε περιοχές με εγκεκριμένο σχέδιο, οι οποίες έχουν χαρακτηρισθεί ως «περιοχές ανάπλασης» πριν από την ισχύ του ν. 2508/1997, δεν αποκλείεται να γίνονται τροποποιήσεις του 18 / 57
σχεδίου πόλης κατά την κοινή διαδικασία του ν.δ. της 17.7/16.8.1923. Οι τροποποιήσεις αυτές πρέπει, όμως, να είναι αφενός εντοπισμένες προς αντιμετώπιση άμεσων αναγκών και αφετέρου εναρμονισμένες προς το σκοπό ανάπλασης της περιοχής και να μην υπονομεύουν μελλοντικές πολεοδομικές παρεμβάσεις με τις ειδικές διατάξεις του ν. 2508/1997. Με την κρίση αυτή, η οποία σε στενά δογματικό επίπεδο δημιουργεί αμφιβολίες, επιδιώκεται από τη μια πλευρά να διευκολυνθεί η υλοποίηση των στόχων των προγενέστερων του νόμου του 1997 πολεοδομικών και ρυθμιστικών σχεδίων -στις περιπτώσεις μικρής κλίμακας τροποποιήσεων και όταν συντρέχει άμεση ανάγκη- και, από την άλλη, να διασφαλισθεί η εφαρμογή του νόμου αυτού. Περισσότερο στέρεη δογματικά, αν και αμφίβολη ερμηνευτικά, όπως σημειώθηκε πιο πάνω, είναι η μειοψηφούσα άποψη, σύμφωνα με την οποία μετά το νόμο του 1997 πρέπει να ακολουθούνται σε κάθε περίπτωση οι ειδικές προβλέψεις του. Η εξεταζόμενη υπόθεση αφορά την περιοχή «Κουντουριώτικα» της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, η οποία αναφέρεται στο Ρυθμιστικό Σχέδιο της Αθήνας (ν. 1515/1985) ως «προσφυγική περιοχή», η οποία χρήζει «ανάπλασης». Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, οι τροποποιήσεις που προβλέπονται στο σχετικό π.δ. που προσβλήθηκε δεν είναι εντοπισμένες και δεν αποβλέπουν στην αντιμετώπιση άμεσων αναγκών. Επομένως, θα έπρεπε να ακολουθηθεί η ειδική και αυστηρή διαδικασία του ν. 2508/1997. Πρόκειται αναμφίβολα για κρίση επηρεασμένη από τη γενικότερη φιλοπεριβαλλοντική στάση του Δικαστηρίου, στον πυρήνα της οποίας βρίσκεται ουσιαστικά η «αρχή εν αμφιβολία υπέρ του περιβάλλοντος». Αρχή, η οποία υπό συγκεκριμένους πάντως όρους- βρίσκει έρεισμα στο άρθρο 24 Συντ. Σ.τ.Ε. 2540/2005, Τμ. Ε [Αλλατίνη] 19 / 57
Πρόεδρος: Κ. Μενουδάκος, Αντιπρόεδρος Εισηγητής: Αθ. Ράντος, Σύμβουλος Ημερομηνία δημοσίευσης: 11.08.2005 Πολιτιστικό περιβάλλον. Προστασία της ιδιοκτησίας. Μνημεία. Σύμβαση της Γρανάδας. Κάθε επέμβαση κοντά σε μνημείο πρέπει, κατ αρχήν, να αποβλέπει στην προστασία και ανάδειξή του και να ενεργείται ενόψει των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών και του είδους του και επί τη βάσει των δεδομένων της επιστήμης. Απαγορεύονται επεμβάσεις και χρήσεις που δεν είναι συμβατές με τον χαρακτήρα του ως μνημείου. Οι πράξεις των αρμόδιων διοικητικών οργάνων με τις οποίες επιτρέπεται η εκτέλεση έργων ή εργασιών κοντά σε μνημεία πρέπει να είναι ειδικά αιτιολογημένες. Οι περιορισμοί που επιβάλλονται με βάση το άρθρο 24 παρ. 6 Συντ. είναι δυνατόν να έχουν ευρύτερο περιεχόμενο από τους γενικούς περιορισμούς της ιδιοκτησίας που επιτρέπει το άρθρο 17 Συντ., θεμελιώνουν δε υποχρέωση αποζημίωσης όταν δεσμεύουν ουσιωδώς την ιδιοκτησία κατά τον προορισμό της. Οι περιορισμοί αυτοί δεν είναι δυνατόν να αρθούν μετά την τυχόν εκπλήρωση υποχρέωσης της Διοίκησης να άρει υφιστάμενους περιορισμούς της ιδιοκτησίας, οι οποίοι επιβλήθηκαν στα πλαίσια του άρθρου 17 Συντ. Πλημμελής η αιτιολογία πράξης έγκρισης χωροθέτησης κατασκευών σε χώρο που βρίσκεται κοντά σε μνημείο, αφού από αυτήν δεν προκύπτει ότι η σχετική προσθήκη συντελεί στην ανάδειξη των διατηρητέων κτιρίων και ότι δεν τα παραβλάπτει. Δεκτή η αίτηση ακυρώσεως. Βασικές σκέψεις «7. Επειδή, κατά το άρθρο 24 του Συντάγματος, 1. Η προστασία του φυσικού 20 / 57
και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός. Για την διαφύλαξη του το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας... 6. Τα μνημεία... προστατεύονται από το Κράτος. Νόμος θα ορίσει τα αναγκαία για την πραγματοποίηση της προστασίας αυτής περιοριστικά μέτρα της ιδιοκτησίας, καθώς και τον τρόπο και το είδος της αποζημίωσης των ιδιοκτητών. Με τις διατάξεις αυτές του Συντάγματος καθιερώνεται ειδικώς αυξημένη προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος, δηλαδή των μνημείων και λοιπών πολιτιστικών αγαθών που προέρχονται από την ανθρώπινη δραστηριότητα και συνθέτουν, λόγω της ιστορικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής σημασίας τους, την εν γένει πολιτιστική κληρονομιά της Χώρας. Η προστασία αυτή περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την διατήρηση των εν λόγω πολιτιστικών στοιχείων στο διηνεκές. Επομένως, κάθε επέμβαση πλησίον μνημείου πρέπει, κατ' αρχήν, να αποβλέπει στην προστασία και ανάδειξη αυτού, να ενεργείται δε εν όψει των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών και του είδους του μνημείου και επί τη βάσει των δεδομένων της επιστήμης, απαγορευομένων επεμβάσεων και χρήσεων μη συμβατών προς την κατά προορισμώ χρήση του μνημείου (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 3279 /2003). Οι πράξεις δε των αρμοδίων οργάνων της Διοικήσεως, με τις οποίες επιτρέπεται η εκτέλεση έργων ή εργασιών πλησίον των μνημείων, πρέπει να είναι ειδικώς αιτιολογημένες ως προς την κρίση ότι με τα έργα ή τις εργασίες αυτές προστατεύεται, αναδεικνύεται ή πάντως, δεν παραβλάπτεται ουσιωδώς το μνημείο ούτε ο περιβάλλον χώρος του (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 1682/2002). Εξ' άλλου, τα περιοριστικά της ιδιοκτησίας μέτρα, που θεσπίζονται και επιβάλλονται με βάση το άρθρο 24 του Συντάγματος και μπορούν να έχουν ευρύτερο περιεχόμενο από τους γενικούς περιορισμούς της ιδιοκτησίας που επιτρέπει το άρθρο 17 του Συντάγματος, δημιουργούν υποχρέωση αποζημιώσεως του θιγομένου ιδιοκτήτη, κατά την παρ. 6 του άρθρου 24 του Συντάγματος, όταν δεσμεύουν ουσιωδώς την ιδιοκτησία κατά τον προορισμό της, χάριν της προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 3146/1986). Δεν είναι, όμως, συνταγματικώς ανεκτή η καθ' οιονδήποτε τρόπο άρση των περιορισμών της ιδιοκτησίας που έχουν επιβληθεί χάριν της προστασίας των ανωτέρω πολιτιστικών αγαθών, με μοναδικό σκοπό να αποκατασταθούν εν όλω ή εν μέρει οι εξουσίες των ιδιοκτητών που θίγονται από τους περιορισμούς, οι δε νομίμως επιβαλλόμενοι, κατά το άρθρο 24 παρ. 6 του Συντάγματος, περιορισμοί δεν εξαλείφονται ούτε είναι επιτρεπτό να αναιρούνται μετά την τυχόν εκπλήρωση υποχρεώσεως της Διοικήσεως να άρει παραλλήλως υφισταμένους περιορισμούς της αυτής ιδιοκτησίας, επιβληθέντες στα πλαίσια του άρθρου 17 του Συντάγματος, 21 / 57
ασχέτως προς την προστασία του μνημείου. 8. Επειδή στην Διεθνή Σύμβαση της Γρανάδας για την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της Ευρώπης, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2039/1992 (Α'61), ορίζεται ότι η «αρχιτεκτονική κληρονομιά, κατά την έννοια της Συμβάσεως, περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων ακινήτων αγαθών, τα «μνημεία», στα οποία κατατάσσεται «κάθε κατασκευή ιδιαίτερα σημαντική λόγω του ιστορικού, αρχαιολογικού, καλλιτεχνικού, επιστημονικού, κοινωνικού ή τεχνικού της ενδιαφέροντος, συμπεριλαμβανομένων των εγκαταστάσεων ή διακοσμητικών στοιχειών, που αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα τους», και τα «αρχιτεκτονικά σύνολα» που περιλαμβάνουν «ομοιογενή σύνολα αστικών... κατασκευών, σημαντικών λόγω του ιστορικού, αρχαιολογικού, καλλιτεχνικού, επιστημονικού, κοινωνικού ή τεχνικού τους ενδιαφέροντος, συναφή μεταξύ τους ώστε να σχηματίζουν ενότητες που να μπορούν να οριοθετηθούν τοπογραφικά» (άρθρο 1) καθώς και ότι «στο χώρο ο οποίος περιβάλλει τα μνημεία, στο εσωτερικό των αρχιτεκτονικών συνόλων..., κάθε συμβαλλόμενος υποχρεώνεται να λάβει μέτρα που θα αποσκοπούν στη βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος» (άρθρο 7). Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι τα συμβαλλόμενα στην ανωτέρω Διεθνή Σύμβαση μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να λαμβάνουν θετικά μέτρα, που αποσκοπούν στην βελτίωση της ποιότητος του περιβάλλοντος τα ακίνητα μνημεία χώρου, και να απέχουν από κάθε ενέργεια που βλάπτει ή αμέσως ή εμμέσως το μνημείο ή το αρχιτεκτονικό σύνολο ή τον περιβάλλοντα χώρο τους 11. Επειδή, κατά την υποβληθείσα και εγκριθείσα μελέτη, τα υπό ανέγερση κτίρια τοποθετούνται σε επαρκή ή σε μικρή απόσταση από το εσωτερικό της περιμέτρου του γηπέδου, κυρίως στην νότια και ανατολική ζώνη αυτού, συντελώντας, με τον τρόπο αυτό, στην εξασφάλιση ελεύθερου χώρου πέριξ του συγκροτήματος των διατηρητέων κτιρίων, καταλαμβάνουν δε εν μέρει έκταση όπου υφίστανται έξι μη διατηρητέα κυλινδρικά «σιλό» και άλλο μη διατηρητέο κτίσμα, εν μέρει δε ακάλυπτο χώρο. Η κάλυψη των νέων κτιρίων είναι σημαντικά μικρότερη από την κάλυψη των υφισταμένων μη διατηρητέων κτισμάτων, ενώ ο όγκος τους είναι κατά τι μικρότερος εκείνου των ως άνω κτισμάτων. Εξ άλλου, τόσο στην από μηνός Ιουνίου 2002 εισήγηση της 1ης Εφορίας Νεωτέρων Μνημείων προς το Τοπικό Συμβούλιο Μνημείων Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας, το οποίο ενέκρινε την μελέτη, όσο και την προηγηθείσα της εκδόσεως της προσβαλλομένης πράξεως κατά πλειοψηφία θετική 22 / 57
γνωμοδότηση του Κεντρικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων (πρακτικό 27/26.9.2002), δεν εξετάσθηκε ειδικώς το ζήτημα των επιπτώσεων εκ της κατ' αρχήν δομήσεως στον περιβάλλοντα χώρο του διατηρητέου συνόλου, διετυπώθησαν δε επιφυλάξεις ως προς το ύψος των νέων κυρίων και την προβολή των όγκων τους σε σχέση με τα διατηρητέα κτίρια του συγκροτήματος, για τον λόγο ότι αυτά θα έχουν κατά τις αντίστοιχες γνώμες επιπτώσεις στην ανάδειξη των διατηρητέων κτιρίων από το επίπεδο των πέριξ οδών. Με τα δεδομένα αυτά, η προσβαλλομένη απόφαση αιτιολογείται πλημμελώς και πρέπει, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα, να ακυρωθεί. Τούτο, διότι ναι μεν δεν απεκλείετο, κατ' αρχήν, από τις εκτεθείσες στις προηγούμενες σκέψεις διατάξεις η προσθήκη νέων κτισμάτων στον περιβάλλοντα τα διατηρητέα κτίρια χώρο, ο οποίος υπάγεται και αυτός σε καθεστώς προστασίας, μόνον όμως εφ' όσον εβεβαιούτο κατά τρόπο συγκεκριμένο, με ειδική αιτιολογία, ότι η προσθήκη αυτή, συντελεί στην ανάδειξη των διατηρητέων κτιρίων και του όλου βιομηχανικού συγκροτήματος, δημιουργώντας αρμονικό σύνολο με αυτά και ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν παρεβλάπτετο, εν όψει του αριθμού, του ύψους και του όγκου των νέων κτιρίων, το ως άνω συγκρότημα. Η απαιτουμένη ειδική αυτή αιτιολογία δεν υπάρχει ούτε στην προσβαλλομένη πράξη ούτε στα στοιχεία που την συνοδεύουν, από τα οποία αντιθέτως συνάγεται ότι η δυνατότητα δομήσεως θεωρείται άνευ ετέρου δεδομένη λόγω της πολεοδομικής αποδεσμεύσεως του χώρου, γεγονός το οποίο, κατά τα εκτεθέντα στην σκέψη 7, δεν ασκεί καμμία απολύτως επιρροή στην δυΐότότητα δομήσεως σε προστατευόμενο περιβάλλοντα χώρο μνημειακού συνόλου κτιρίων, ενώ τα εν προκειμένω προβλεπόμενα στοιχεία των νέων κτιρίων συσχετίζονται μόνον με τους όρους δομήσεως που ισχύουν στην πέριξ περιοχή, βάσει των οποίων έχουν εγερθή ογκώδη κτίρια, χωρίς να εξετάζεται αυτοτελώς η επίπτωση τους στο διατηρητέο σύνολο. Εξ άλλου από τα αυτά στοιχεία δεν αντικρούστηκαν κατά τρόπο συγκεκριμένο οι εκτεθείσες κατά την συνεδρίαση του Κεντρικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων απόψεις, κατά τις οποίες το ύψος, προεχόντως, αλλά και ο όγκος των νέων κτιρίων παρεμποδίζουν την θέα των πεζών προς τα διατηρητέα κτίρια και επομένως, όχι μόνο η ανέγερση των νέων αυτών κτιρίων έχει δυσμενείς επιπτώσεις, [αλλά και] δεν συντελεί στην ανάδειξη των διατηρητέων. Συνεπώς, η προσβαλλομένη πράξη πρέπει να ακυρωθεί, κατά παραδοχή της κρινομένης αιτήσεως, αποβαίνει δε περιττή η εξέταση των λοιπών προβαλλομένων λόγων ακυρώσεως, ενώ πρέπει να απορριφθούν οι παρεμβάσεις». 23 / 57
Σχόλιο Η απόφαση αυτή παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον κυρίως, γιατί αποτυπώνει τη σύγχρονη στάση του Δικαστηρίου σε σειρά ζητημάτων που σχετίζονται με το μείζον πρόβλημα των σταθμίσεων μεταξύ διακυβευόμενων αγαθών στον τομέα του πολιτιστικού περιβάλλοντος[1]. Εν πρώτοις προτάσσεται μια παραδοχή, που αποτελεί τον πυρήνα της συνταγματικής προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος. Σύμφωνα με αυτήν, η εν λόγω προστασία περιλαμβάνει τη διατήρηση των πολιτιστικών στοιχείων, που εμπίπτουν στο πεδίο του άρθρου 24 παρ. 6 Συντ., στο διηνεκές[2]. Η παραδοχή αυτή νομίζουμε ευθέως από την αρχή της αειφορίας, η οποία περιλήφθηκε με την αναθεώρηση του 2001 ρητά στην παρ. 1 του άρθρου. Κρίσιμες είναι εν προκειμένω οι σκέψεις της απόφασης για τη σχέση μεταξύ του άρθρου 24 παρ. 6 και του άρθρου 17 Συντ. Η άποψη που υιοθετείται αναγνωρίζει ουσιαστικά τον ειδικό χαρακτήρα του πρώτου σε σχέση με το δεύτερο. Σύμφωνα με τη σχετική κρίση οι περιορισμοί που μπορούν να επιβληθούν στην ιδιοκτησία με βάση το άρθρο 24 Συντ. είναι δυνατόν να έχουν ευρύτερο περιεχόμενο από τους γενικούς περιορισμούς που επιτρέπει το άρθρο 17 Συντ. Το γεγονός αυτό δεν πρέπει, ωστόσο, να οδηγεί στην παραδοχή ότι η προστασία του περιβάλλοντος υπερισχύει a priori και σε κάθε περίπτωση της ιδιοκτησίας. Οι δύο συνταγματικές διατάξεις πρέπει να ερμηνεύονται συνδυαστικά. Σε αντίθετη περίπτωση, θα παρακάμπτονταν ανεπίτρεπτα η προστασία της ιδιοκτησίας, αφού κάθε in concreto δικαιική στάθμιση θα ήταν ουσιαστικά περιττή. Στο δικαιοκρατικό σύστημα που οργανώνει και εγγυάται για την προστασία των δικαιωμάτων το Σύνταγμα δεν υπάρχει όμως χώρος μια τέτοια αντίληψη. Η σχέση ιδιοκτησίαςπεριβάλλοντος διαρρυθμίζεται, όπως κάθε άλλη σχέση αντιπαράθεσης και σύγκρουσης ανάμεσα στο κοινωνικό συμφέρον, από τη μια πλευρά, και στην ατομική ελευθερία, από την άλλη, με βάση συνταγματικούς κανόνες, όπως είναι πρωτίστως η αρχή της αναλογικότητας, που προσδιορίζουν τις αναγκαίες δικαιικές σταθμίσεις[3]. Το συνταγματικό αυτό πλαίσιο για την επίλυσή τους ταυτίζεται ουσιαστικά με τη σύνθετη αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου. 24 / 57