1 ΜΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ του Κάρολου Ντίκενς Διασκευή - Διάλογοι: Αμάντα Ηλιοπούλου ΠΡΟΣΩΠΑ: Εμπενίζερ Σκρουτζ Τζέικομπ Μάρλεη (συνέταιρος του Σκρουτζ) Μπομπ Κράτσιτ (υπάλληλος του Σκρουτζ) Η γυναίκα του Κράτσιτ Ο μικρός Τιμ (ο γιος του Κράτσιτ) Ο ανιψιός του Σκρουτζ Ο επίτροπος του ορφανοτροφείου Το Πνεύμα των περασμένων Χριστουγέννων Το Πνεύμα των φετινών Χριστουγέννων Το Πνεύμα των μελλοντικών Χριστουγέννων Παιδιά που τραγουδάνε τα κάλαντα
2 ΣΚΗΝΗ 1 η Παραμονή Χριστουγέννων. Ο Σκρουτζ βρίσκεται στο γραφείο του μαζί με τον υπάλληλό του, Μπομπ Κράτσιτ. Στη σκηνή μπαίνουν παιδιά που τραγουδάνε τα κάλαντα των Χριστουγέννων. Ο Σκρουτζ τα διακόπτει φωνάζοντας. ΣΚΡΟΥΤΖ: Ά να χαθείτε βρομόπαιδα με τη φασαρία σας! Δεν μπορούμε να δουλέψουμε εδώ μέσα με τα παλιοκάλαντα που τραγουδάτε! Φύγετε από δω και μην ξαναπατήσετε τα βρομοπόδαρά σας! Τα παιδιά φεύγουν τρέχοντας. ΚΡΑΤΣΙΤ: Κύριε Σκρουτζ, είναι παραμονή Χριστουγέννων και.ξέρετε, όλος ο κόσμος φεύγει απ τη δουλειά του νωρίτερα για να προλάβει να κάνει τις ετοιμασίες για αύριο που είναι Χριστούγεννα Μήπως θα μπορούσα να φύγω και εγώ λίγο νωρίτερα κύριε Σκρουτζ, για να προλάβω να ψωνίσω τη γαλοπούλα; ΣΚΡΟΥΤΖ: Χριστούγεννα! Ανοησίες! Αυτά τα λένε κάποιοι τεμπέληδες που βαριούνται να δουλέψουν! Εμείς έχουμε πολλή δουλειά Κράτσιτ, δε θα πας πουθενά! Θα μείνεις εδώ μέχρι το βράδυ, κι αν τολμήσεις και φύγεις νωρίτερα, θα σου κόψω 100 ευρώ απ το μισθό σου! ΚΡΑΤΣΙΤ: Μα κύριε Σκρουτζ, με όλο το θάρρος, ο μισθός που μου δίνετε είναι όλος κι όλος 100 ευρώ.αν μου τα κόψετε, θα μείνω άφραγκος! Ξέρετε, η γαλοπούλα κάνει 60 ευρώ! ΣΚΡΟΥΤΖ: Και πολλά σου είναι παλιοτεμπέλαρε! Τι θέλεις, αύξηση ; Δεν πρόκειται να σου δώσω ούτε 1 ευρώ παραπάνω, ποτέ μα ποτέ! Ακούς εκεί! Κάνει παράπονα για το μισθό του! Γύρνα στη δουλειά σου παλιοτεμπέλαρε! Κι όσο για τη γαλοπούλα, μη σώσεις και πάρεις ποτέ! Πάρε ένα κοτόπουλο, και πολύ σου είναι! Πως νομίζεις πως κάνει κάποιος λεφτά, με το να ξοδεύει; Όχι βέβαια! Τα λεφτά γίνονται κάνοντας οικονομία και όχι ξοδεύοντας! ΚΡΑΤΣΙΤ: Εντάξει, εντάξει κύριε Σκρουτζ.ότι πείτε εσείς (αναστενάζει βαριά).
3 Ακούγεται χτύπημα στην πόρτα. ΣΚΡΟΥΤΖ: Πώς να δουλέψει κανείς έτσι! Ποιος ηλίθιος είναι τέτοια ώρα! Πήγαινε να ανοίξεις Κράτσιτ! Ο Κράτσιτ ανοίγει και μπαίνει ο επίτροπος του ορφανοτροφείου. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Καλησπέρα σας κύριε Σκρουτζ! ΣΚΡΟΥΤΖ: Σπέρα! Αν είναι καλή η όχι, θα εξαρτηθεί από αυτό που έχεις να μου πεις! Γιατί ήρθες εδώ, τι θέλεις; ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Ξέρετε κύριε Σκρουτζ, αύριο είναι Χριστούγεννα και.εγώ και οι συνεργάτες μου ζητάμε δωρεές για το ορφανοτροφείο, μέρες που είναι, καταλαβαίνετε να μαζευτούν χρήματα για τα ορφανά, να τους κάνουμε ένα ωραίο τραπέζι και να τους πάρουμε καινούργια ρούχα. ΣΚΡΟΥΤΖ: Και τόλμησες να με ενοχλήσεις βρε; Έξω από δω, φύγε! Δε δίνω τίποτα! Αν αρχίσω να δίνω από δω κι από κει, τι θα μείνει για μένα, ε; Τίποτα, ακούς; Τίποτα δε θα μείνει! Φύγε από δω και μην ξαναπατήσεις, ούτε εσύ ούτε οι συνεργάτες σου! Άκου κει θράσος που το έχουν μερικοί! ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Μα, κύριε Σκρουτζ, ένας τόσο πλούσιος σαν κι εσάς ΣΚΡΟΥΤΖ: Ναι, είμαι πλούσιος και έτσι σκοπεύω να παραμείνω! Αν δώσω σε σένα, θα έρθουν κι άλλοι, και μετά κι άλλοι πως θα κρατήσω τα πλούτη μου δίνοντας; Εξαφανίσου από δω! Μου χάλασες τη μέρα! Ο επίτροπος φεύγει με σκυφτό το κεφάλι. Ακούγεται πάλι χτύπημα στην πόρτα. ΣΚΡΟΥΤΖ: Αμάν πια! Τι θα γίνει σήμερα, θα μπορέσουμε να δουλέψουμε επιτέλους; Τα νεύρα μου! Κράτσιτ, πήγαινε να ανοίξεις!
4 Μπαίνει μέσα ο ανιψιός του Σκρουτζ. ΑΝΙΨΙΟΣ: Καλησπέρα θείε μου και χρόνια πολλά! ΣΚΡΟΥΤΖ: Α, εσύ είσαι ανιψιέ; Καλησπέρα! Πως από δω, τι θέλεις; ΑΝΙΨΙΟΣ: Αύριο είναι Χριστούγεννα θείε μου! Ήρθα για να σε καλέσω στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι που θα κάνω στο σπίτι μου το μεσημέρι! Θα χαρώ πολύ να είσαι μαζί μας! ΣΚΡΟΥΤΖ: Βρε ανιψιέ, κάθε χρόνο τα ίδια! Δεν το βάζεις κάτω! Έτσι έκανε και η μάνα σου, η μακαρίτισσα η αδερφή μου! Σε αυτήν έμοιασες! Δε μου λες, έχω απαντήσει ποτέ «ναι» στην πρόσκληση που μου κάνεις κάθε χρόνο; ΑΝΙΨΙΟΣ: Πάντα «όχι» λες θείε, το ξέρω! Μα εγώ ελπίζω πως κάποτε θα δεχτείς! Θα συνεχίσω να σε καλώ κάθε χρόνο, μέχρι να πεις το «ναι»! ΣΚΡΟΥΤΖ: Ανιψιέ, μην κουράζεσαι άδικα ποτέ δεν πρόκειται να έρθω, όσα χρόνια κι αν περάσουν δεν πιστεύω σε αυτές τις βλακείες που τις λένε Χριστούγεννα. ΑΝΙΨΙΟΣ: Εντάξει θείε μου, όπως θέλεις λοιπόν, φεύγω. Καλά Χριστούγεννα! Ο ανιψιός φεύγει. ΣΚΡΟΥΤΖ: Πω πω πως πέρασε έτσι η ώρα! Και δεν προλάβαμε να δουλέψουμε καθόλου! Συνέχεια κάποιος ερχόταν για να διακόψει τη δουλειά μας! Λοιπόν Κράτσιτ, η ώρα είναι 8 το βράδυ. Αρκετά για σήμερα, μπορείς να φύγεις. ΚΡΑΤΣΙΤ: Ευχαριστώ κύριε Σκρουτζ! Εύχομαι να προλάβω το κρεοπωλείο ανοιχτό, για να ψωνίσω! ΣΚΡΟΥΤΖ: Πολλά λες, άντε πήγαινε! Και άκου! Αύριο, μετά το μεσημεριανό φαγητό, θα σε περιμένω εδώ! Έχουμε πολλή δουλειά να κάνουμε! ΚΡΑΤΣΙΤ: Μα, κύριε Σκρουτζ, τα Χριστούγεννα είναι μέρα αργίας! Κανένας δε δουλεύει τέτοια μέρα!
5 ΣΚΡΟΥΤΖ: Αν δεν έρθεις Κράτσιτ, θα σου κόψω 100 ευρώ! Εγώ θέλω να δουλέψω και, αφού είμαι το αφεντικό σου, απαιτώ από σένα να έρθεις! ΚΡΑΤΣΙΤ: Εντάξει κύριε Σκρούτζ μόλις τελειώσω το φαγητό με την οικογένειά μου, θα έρθω. Καλό σας βράδυ. Ο Κράτσιτ φεύγει. ΣΚΡΟΥΤΖ: Ώρα να φύγω κι εγώ, να φάω το βραδινό μου και να κοιμηθώ και αύριο πρωί πρωί, να ξανάρθω στο γραφείο. Έχω πολλή δουλειά να κάνω! ΣΚΗΝΗ 2 η Ο Σκρούτζ κοιμάται πάνω σε μια πολυθρόνα. Ακούγεται ένα ρολόι που χτυπάει 11 η ώρα. Εμφανίζεται το φάντασμα του συνεργάτη του, Τζέικομπ Μάρλεη. ΜΑΡΛΕΗ: Σκρούτζ, ξύπνα, ξύπνα! ΣΚΡΟΥΤΖ: Ποιος είναι; Τι έγινε; Κλέφτες, κλέφτες, βοήθεια! ΜΑΡΛΕΗ: Δεν με αναγνωρίζεις Σκρουτζ; Εγώ είμαι, ο Τζέικομπ Μάρλεη, ο συνέταιρός σου! ΣΚΡΟΥΤΖ: Και τι δουλειά έχεις εσύ εδώ με τους ζωντανούς; Είσαι πεθαμένος! Μήπως έχω πεθάνει και δεν το κατάλαβα; ΜΑΡΛΕΗ: Μην ανησυχείς Σκρουτζ, ζωντανός είσαι. Ήρθα από τον κάτω κόσμο για να σου δώσω ένα μήνυμα: Απόψε, στις 12 τα μεσάνυχτα, θα σε επισκεφτούν 3 πνεύματα: Το πνεύμα των παλιών Χριστουγέννων, το πνεύμα των φετινών Χριστουγέννων και το πνεύμα των μελλοντικών Χριστουγέννων. Απόψε, θα πάρεις ένα σπουδαίο μάθημα. ΣΚΡΟΥΤΖ: Και τι μάθημα θα είναι αυτό;
6 ΜΑΡΛΕΗ: Πώς να αποφύγεις να καταντήσεις σαν κι εμένα. Εγώ την έχασα την ευκαιρία μου Σκρουτζ, πέθανα εσύ όμως, προλαβαίνεις να αλλάξεις μυαλά. Δε θα σου πω τίποτα άλλο. Φεύγω Σκρουτζ. Ο Μάρλεη φεύγει. ΣΚΡΟΥΤΖ: Στάσου, περίμενε! Που πας;..μπα όνειρο θα ήταν μάλλον θα μου πεσε βαρύ το φαγητό που έφαγα. Ο Σκρουτζ ξανακοιμάται. Το ρολόι χτυπάει 12 η ώρα. Εμφανίζεται το πνεύμα των παλιών Χριστουγέννων. ΠΝΕΥΜΑ 1: Σκρουτζ, ξύπνα. Θα σε πάω ταξίδι στο παρελθόν. Πιάνει το χέρι του Σκρουτζ, τον σηκώνει από την πολυθρόνα και περπατάνε μαζί χέρι χέρι. Σε μια γωνιά, εμφανίζεται ο εαυτός του Σκρουτζ-μικρό παιδί-να κάθεται στο πάτωμα και να είναι στεναχωρημένο. Το Πνεύμα και ο Σκρουτζ στέκονται και το κοιτούν. ΣΚΡΟΥΤΖ: Μα αυτό το παιδί είμαι εγώ! Γιατί είμαι τόσο στεναχωρημένος; ΠΝΕΥΜΑ 1: Ξέχασες Σκρουτζ; Οι γονείς σου σε άφησαν στο σχολείο για όλες τις μέρες των διακοπών των Χριστουγέννων, γιατί εκείνοι θα πήγαιναν διακοπές στο εξωτερικό. ΣΚΡΟΥΤΖ: Ναι, τώρα θυμάμαι.μου έλειπαν τόσο πολύ! Ένοιωθα τόσο μόνος! Το πνεύμα πιάνει τον Σκρουτζ από το χέρι και τον οδηγεί ξανά στην πολυθρόνα του. Ο Σκρουτζ ξανακοιμάται. Το ρολόι χτυπάει πάλι 12 η ώρα. Εμφανίζεται το πνεύμα των φετινών Χριστουγέννων. ΠΝΕΥΜΑ 2: Σκρουτζ, ξύπνα. Θα σε πάρω μαζί μου για να σου δείξω κάποια πράγματα. Πιάνει το χέρι του Σκρουτζ, τον σηκώνει από την πολυθρόνα και περπατάνε μαζί χέρι χέρι. Στη σκηνή εμφανίζεται ο υπάλληλος του Σκρουτζ Κράτσιτ με τη γυναίκα του και το γιο τους, το μικρό Τιμ, ο οποίος περπατάει κουτσαίνοντας. Κάθονται και οι 3 μπροστά σε ένα τραπέζι. Ο Σκρουτζ και το Πνεύμα στέκονται σε μια γωνιά και τους κοιτούν.
7 ΚΡΑΤΣΙΤ: Καλά Χριστούγεννα αγαπημένοι μου! Ελάτε να φάμε το κοτόπουλο! ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΚΡΑΤΣΙΤ: Ε, βέβαια, τι άλλο θα μπορούσαμε να φάμε Χριστουγεννιάτικα; Με τόσα λίγα λεφτά που σου δίνει ο παλιοτσιγγούνης τέλος πάντων, ας τον έχει ο Θεός καλά! Πως είναι το πόδι σου μικρέ Τιμ; Πονάει πολύ; ΜΙΚΡΟΣ ΤΙΜ: Ναι μανούλα, πονάει, αλλά δεν πειράζει να μας έχει ο Θεός όλους καλά, κι εσένα και τον μπαμπάκα και τον κύριο Σκρουτζ, που με τα λεφτά που δίνει μπορούμε να έχουμε φαγάκι! Η οικογένεια αρχίζει να τρώει. ΣΚΡΟΥΤΖ: Πνεύμα, τι έχει ο μικρός Τιμ; Δεν τον βλέπω καλά. ΠΝΕΥΜΑ 2: Είναι πολύ άρρωστος Σκρουτζ, και αν δεν κάνει την κατάλληλη θεραπεία, θα πεθάνει βλέπεις, η θεραπεία είναι πολύ ακριβή και τα λεφτά που δίνεις στον υπάλληλό σου δεν φτάνουν ούτε για ένα χάπι. ΣΚΡΟΥΤΖ: Ώστε έτσι λοιπόν Πνεύμα.εντάξει, είδα αρκετά πράγματα. Πήγαινέ με στο σπίτι μου. Το πνεύμα πιάνει τον Σκρουτζ από το χέρι και τον οδηγεί ξανά στην πολυθρόνα του. Ο Σκρουτζ ξανακοιμάται. Το ρολόι χτυπάει πάλι 12 η ώρα. Εμφανίζεται το πνεύμα των μελλοντικών Χριστουγέννων και στέκεται πάνω από τον Σκρουτζ. Ο Σκρουτζ ξυπνάει. ΣΚΡΟΥΤΖ: Εσύ Πνεύμα δε μιλάς ε; Φοβάμαι, φοβάμαι πολύ για αυτά που θα μου δείξεις ξέρω πως είσαι το Πνεύμα των Μελλοντικών Χριστουγέννων και γι αυτό σε φοβάμαι πιο πολύ απ όλα. Το Πνεύμα πιάνει το χέρι του Σκρουτζ, τον σηκώνει από την πολυθρόνα και περπατάνε μαζί χέρι χέρι. Στη σκηνή εμφανίζεται ο επίτροπος του ορφανοτροφείου και ο ανιψιός του Σκρουτζ να μιλάνε μεταξύ τους. Το Πνεύμα και ο Σκρουτζ τους ακούνε.
8 ΑΝΙΨΙΟΣ: Ναι κύριε επίτροπε, έτσι είναι.ο θείος μου πέθανε χθες βράδυ, ολομόναχος. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Μάλιστα.κρίμα στην περιουσία του! Τι θα γίνουν τώρα τόσα χρήματα; Και το σπίτι του; ΑΝΙΨΙΟΣ: Δεν ξέρω κύριε επίτροπε μακάρι να πάνε σε ανθρώπους που έχουν ανάγκη, αλλά δεν το νομίζω μάλλον θα τα πάρει το κράτος. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Κρίμα ήταν πολύ σκληρός και άκαρδος άνθρωπος και τι κατάλαβε με αυτό; ΣΚΡΟΥΤΖ: Φτάνει Πνεύμα, αρκετά άκουσα. Πήγαινέ με στο σπίτι μου. Το πνεύμα πιάνει τον Σκρουτζ από το χέρι και τον οδηγεί ξανά στην πολυθρόνα του. Ο Σκρουτζ κάθεται για λίγο σκεφτικός. Ακούγονται καμπάνες και σηκώνεται χαρούμενος. ΣΚΡΟΥΤΖ: Σήμερα είναι Χριστούγεννα! Αχ, πόσο πολύ αγαπώ τα Χριστούγεννα! Πηγαίνει στη γωνία της σκηνής και φωνάζει. - Κύριε Επίτροπε, κύριε Επίτροπε, είστε εδώ; Μπαίνει ο επίτροπος. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Καλημέρα κύριε Σκρουτζ! Καλά Χριστούγεννα! Τι με θέλετε; ΣΚΡΟΥΤΖ: Καλέ μου φίλε, θέλω να σου δώσω λεφτά για τα ορφανά! Τι λες, 1 εκατομμύριο ευρώ είναι καλά; ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Ω κύριε Σκρουτζ! Μα αυτό είναι Θαύμα! Ο Θεός να σας ευλογεί και να σας έχει καλά! Ο Σκρουτζ δίνει τα λεφτά και ο επίτροπος φεύγει. ΣΚΡΟΥΤΖ: Και τώρα, θα πάω στο κρεοπωλείο, θα αγοράσω την πιο μεγάλη γαλοπούλα που υπάρχει και θα πάω στο σπίτι του υπάλληλού μου, του Κράτσιτ!
9 Ο Σκρουτζ φεύγει απ τη σκηνή. Στη σκηνή εμφανίζεται ο Κράτσιτ, η γυναίκα του και ο μικρός Τιμ, καθισμένοι στο τραπέζι. Ακούγεται χτύπημα στην πόρτα. ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΚΡΑΤΣΙΤ: Περιμένεις κανέναν; ΚΡΑΤΣΙΤ: Όχι! Ποιος να ναι.πάω να δω. (ανοίγει την πόρτα). Κύριε Σκρουτζ! Εσείς εδώ, στο σπίτι μου; Ο Σκρουτζ μπαίνει στη σκηνή κρατώντας ένα μεγάλο καλάθι. ΣΚΡΟΥΤΖ: Καλά Χριστούγεννα Κράτσιτ! Σας έφερα τη μεγαλύτερη γαλοπούλα που βρήκα, μαγειρεμένη κι έτοιμη να τη φάτε! Και μην τολμήσεις να έρθεις σήμερα το απόγευμα στη δουλειά! Σου δίνω και μια βδομάδα άδεια! Από σήμερα, ο μισθός σου θα είναι 5.000 ευρώ και όσο για το μικρό Τιμ, θα αναλάβω εγώ όλα τα έξοδα για τη θεραπεία του! Θέλω να γίνει καλά ο γιος σου! ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΚΡΑΤΣΙΤ: Ω κύριε Σκρουτζ! Ο Θεός να σας ευλογεί και να σας έχει πάντα καλά! ΜΙΚΡΟΣ ΤΙΜ: Σας ευχαριστούμε πολύ κύριε Σκρουτζ! ΣΚΡΟΥΤΖ: Και τώρα αγαπητοί μου, με συγχωρείτε αλλά πρέπει να φύγω.με έχει καλέσει ο ανιψιός μου για φαγητό και από δω και πέρα, θα πηγαίνω κάθε χρόνο! Γεια σας και καλά Χριστούγεννα! Όλη η τάξη μαζεύεται στη σκηνή και τραγουδάει τα κάλαντα των Χριστουγέννων.