Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο Α Η ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΕΕΧΠΛ, ΓΕΝΝΗΣΗ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΗ 1. Η ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΧΗΜΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΛΙΠΑΣΜΑΤΩΝ 1909-1992. Ιστορική προσέγγιση. "Γνώρισµα πάσης ζώσης βιοµηχανίας είναι η διαρκής ανανέωσης και ο συγχρονισµός των µέσων της και των µεθόδων παραγωγής" λέει ο Νικόλαος Κανελλόπουλος προς τη Γενική Συνέλευση των Μετόχων της "Ανώνυµης Ελληνικής Εταιρείας Χηµικών Προϊόντων και Λιπασµάτων" το 1935. Αν µε τον όρο «β βιοµηχανική επανάσταση», οι ιστορικοί συνηθίζουν να ορίζουν την εµφάνιση και ανάπτυξη -γύρω στα 1880- των νέων πρωτότυπων τεχνικών συστηµάτων (του ηλεκτρισµού, της πετρελαιοµηχανής, της χηµείας) που προκάλεσαν µια άνευ προηγουµένου διαδικασία επιτάχυνσης της τεχνικής προόδου σε αλληλεξάρτηση µε τις κοινωνικές ζητήσεις και την επιστηµονική έρευνα, τότε πράγµατι, η "Ανώνυµη Ελληνική Εταιρεία Χηµικών Προϊόντων και Λιπασµάτων" υπήρξε σηµαντικό επίτευγµα της β βιοµηχανικής επανάστασης στην Ελλάδα. 1 Κύρια γνωρίσµατα της επιχείρησης υπήρξαν η υιοθέτηση των νέων τεχνολογικών εφαρµογών της χηµείας, η επιστηµονική έρευνα για την υποστήριξη της παραγωγής, ο συνεχής τεχνολογικός εκσυγχρονισµός, οι σύγχρονες µέθοδοι οργάνωσης της παραγωγής και της εργασίας. Η εταιρεία ιδρύθηκε το 1909. Κύριος ιδρυτής της εταιρείας είναι ο Νικόλαος Κανελλόπουλος, αλλά συµµετέχουν επίσης ως µέτοχοι και οι εξής: ο Ιωάννης ροσόπουλος για λογαριασµό της ΕΤΕ και της Ελληνικής Σταφιδικής Εταιρείας, για λογαριασµό της 1 Αναλυτικά για την β βιοµηχανική επανάσταση, βλ. François Caron, Les deux révolutions industrielles du XXe siècle, éditions Albin Michel, Παρίσι 1997. Τράπεζας Αθηνών οι Στέφανος Φραγκιάδης και ηµήτριος Ηλιόπουλος, ο Λουδοβίκος Νικολαϊδης για λογαριασµό της Τράπεζας της Ανατολής, οι Κωνσταντίνος Παναγόπουλος και ηµήτριος Μαλτσινιώτης ως εκπρόσωποι της εταιρείας "Ελληνικά Πυριτιδοποιεία και Καλυκοποιεία", οι βιοµήχανοι Άγγελος Κανελλόπουλος, Λεόντιος Οικονοµίδης και Επαµεινώνδας Χαρίλαος, ο χηµικός Λύσανδρος Χαρίλαος, ο µηχανικός Νικόλαος Βλάγκαλης, οι γεωπόνοι Αριστόβουλος Ζάννος και Εµµανουήλ Ρως, οι δικηγόροι Κωνσταντίνος Ζάννος και Αχιλλέας Μαυρίδης, ο έµπορος Κανέλλος Κανελλόπουλος. Ήδη από την σύσταση της εταιρείας παρατηρούνται δύο αξιοπρόσεκτα για την ελληνική βιοµηχανία φαινόµενα: πρόκειται καταρχήν για µια από τις λιγοστές φορές που µεγάλες ελληνικές τράπεζες συµµετέχουν απευθείας στη συγκρότηση του βιοµηχανικού κεφαλαίου. Γενικά, ο αργός ρυθµός συσσώρευσης του βιοµηχανικού κεφαλαίου ως το 1940 και η διασπορά του κεφαλαίου σε µικρού µεγέθους επιχειρήσεις αποτελούν ένδειξη της απόστασης που οι κύριοι πιστωτικοί οργανισµοί της χώρας κρατούσαν από τη βιοµηχανία περιοριζόµενοι µονάχα σε βραχυπρόθεσµες χρηµατοδοτήσεις. Στις αρχές του 20ου αιώνα ωστόσο, διαφαίνεται µια διαφορετική στάση των µεγάλων τραπεζών απέναντι σε ορισµένες βιοµηχανικές επιχειρήσεις (ναυπηγείο Βασιλειάδη, Ελληνική Ηλεκτρική Εταιρεία, Εταιρεία Οίνων και Οινοπνευµάτων) άµεσης συµµετοχής στο εταιρικά κεφάλαια. Παρά το γεγονός ότι σ'αυτές τις τραπεζικές συµµετοχές παρατηρείται συχνά
διαπλοκή εταιρικών και ατοµικών συµφερόντων, η στροφή των πιστωτικών οργανισµών προς τη βιοµηχανία εξηγείται από την ανάκαµψη του τραπεζικού και νοµισµατικού τοµέα µετά την υποτίµηση του 1893, την αύξηση της νοµισµατικής κυκλοφορίας, τη µείωση της τιµής του ξένου συναλλάγµατος. Η εταιρεία των χηµικών λιπασµάτων υπήρξε ευνοηµένη απ' αυτή τη συγκυρία, αφού η ΕΤΕ και οι τράπεζες Αθηνών και Ανατολής συµµετέχουν στο εταιρικό κεφάλαιο κατά 25%. Το δεύτερο χαρακτηριστικό συνίσταται στο ότι η οµάδα των κεφαλαιούχων που ιδρύει την εταιρεία, µε επικεφαλής τον Νικόλαο Κανελλόπουλο, είναι στην πλειοψηφία τους επιστήµονες (χηµικοί, γεωπόνοι και µηχανικοί), µε σπουδές κυρίως στο Πολυτεχνείο της Ζυρίχης. Το σώµα των ελλήνων τεχνικώνεπιστηµόνων, που συγκροτείται προς το τέλος του 19ου αιώνα, εξασφαλίζει την επάνδρωση της οικονοµίας (στις κρατικές υπηρεσίες, στα τεχνικά έργα και στη βιοµηχανία) µε ένα νέου τύπου στελεχικό δυναµικό που διαθέτει επιστηµονική τεχνική παιδεία. Ένα τµήµα του σώµατος των τεχνικών στρέφεται προς τη βιοµηχανία, αναπτύσσοντας συχνά και επιχειρηµατική δράση. Η στροφή αυτή χρονολογείται από τις αρχές του 20ου αιώνα και συναντάται κατά κύριο λόγο σε ορισµένες µεγάλες επιχειρήσεις (Ελληνικό Πυριτιδοποιείο, ΑΓΕΤ Ηρακλής, ναυπηγεία Βασιλειάδη). Τα "χηµικά λιπάσµατα" αποτελούν λοιπόν µια από τις µεγάλες βιοµηχανίες που οι τεχνικοί της εποχής επιλέγουν ως χώρο δράσης. Τα ιδιαίτερα αυτά χαρακτηριστικά που εντοπίζονται εξαρχής στην ΑΕΕΧΠΛ περιγράφουν σε µεγάλο βαθµό και τη φυσιογνωµία της, µια φυσιογνωµία πολύ διαφορετική από τις µέχρι τότε βιοµηχανικές επιχειρήσεις. Το δεύτερο κύµα της ελληνικής εκβιοµηχάνισης, που βρισκόταν σε εξέλιξη από τη δεκαετία του 1890, παράλληλα µε τη νέα αναπτυξιακή φάση της παγκόσµιας οικονοµίας, έφθασε στα όρια του γύρω στο 1905, καθώς στηριζόταν σε µονάδες µικρού µεγέθους, συχνά χαµηλής τεχνολογίας, εντάσεως εργασίας, βασικών καταναλωτικών αγαθών προορισµένων κυρίως για την περιορισµένη εσωτερική αγορά, χωρίς σηµαντικές και µόνιµες προσβάσεις σε εξωτερικές αγορές. Οι προσπάθειες ανασύνταξης ορισµένων βιοµηχανιών την περίοδο 1906-1914 παρεµβαίνουν µε δυναµικό τρόπο στις νέες οικονοµικές συνθήκες. Πραγµατοποιούνται συγχωνεύσεις εταιρειών, ενισχύονται οι µεγαλύτερες µονάδες, γίνονται επενδύσεις εντάσεως κεφαλαίου, προωθείται ο τεχνολογικός εκσυγχρονισµός. Στις εξελίξεις αυτές, οι νέοι κλάδοι (χηµική βιοµηχανία, οικοδοµική, αστικά δίκτυα, νέα καταναλωτικά αγαθά για αστικά στρώµατα) εµφανίζονται πιο δυναµικοί και αποτελεσµατικοί από τους υποτονικούς παλαιότερους κλάδους (κλωστοϋφαντουργία, µηχανοκατασκευές). Η ίδρυση της εταιρείας χηµικών προϊόντων και λιπασµάτων ολοκλήρωσε την ανάπτυξη της ελληνική χηµικής βιοµηχανίας, που λειτουργούσε ήδη σε ευνοϊκές συνθήκες (µε εγχώριες πρώτες ύλες, προσιτές τεχνικές και πελατεία µεγάλου φάσµατος από τις βιοτεχνίεςβιοµηχανίες µέχρι τα νοικοκυριά). Η εµφάνιση της εταιρείας εκείνη την περίοδο υπήρξε νεωτερική, η επιχείρηση δηλαδή καινοτόµησε σε όλες της εκφάνσεις της (µαζί µε λιγοστές άλλες µεγάλες βιοµηχανικές επιχειρήσεις, όπως της τσιµεντοποιϊας). Η νεωτερικότητα της
ΑΕΕΧΠΛ εµφανίζεται, όπως ήδη αναφέρθηκε, στη συγκρότηση του κεφαλαίου της µε άµεση τραπεζική συµµετοχή. στη στελέχωση της επιχείρησης µε επιστήµονες-τεχνικούς και στον τεχνικό καταµερισµό εργασίας. επίσης, στις µεγάλες επενδύσεις σε σηµαντικές πάγιες εγκαταστάσεις. στην εισαγωγή της νέας τεχνολογίας και τον εκσυγχρονισµό. στην παραγωγή νέων προϊόντων, των χηµικών λιπασµάτων. στη δηµιουργία της αγοράς των λιπασµάτων. ακόµα, στη νέα διαχείριση της εργατικής δύναµης. Την ανέγερση των εγκαταστάσεων της ΑΕΕΧΠΛ ανέλαβε η τεχνική εταιρεία "Α.. Ζαχαρίου και Σία". Το αρχικό οικόπεδο, στο οποίο εγκαταστάθηκε το εργοστάσιο, 200.000 τετρ. πήχεων αγοράστηκε στην πολύ καλή τιµή για εκείνη την εποχή των 125.678 δραχµών. Εξαρχής γινόταν αντιληπτό από την εταιρεία ότι η θέση του εργοστασίου δίπλα στο λιµάνι και τη θάλασσα θα επέτρεπε την εφαρµογή µεγάλης οικονοµίας στις µεταφορές, µειώνοντας σηµαντικά το κόστος παραγωγής. Οι εγκαταστάσεις ολοκληρώθηκαν τον Οκτώβριο του 1910, οπότε και τοποθετείται η έναρξη της λειτουργίας του εργοστασίου. Οι εγκαταστάσεις του 1910 σε κτίρια και µηχανήµατα απαιτούν τη σηµαντική για την εποχή επένδυση του 1.375.000 δρχ. Οι ιδρυτές προνοούν για µελλοντικές επεκτάσεις και βελτιώσεις του παραγωγικού εξοπλισµού. Στα δύο επόµενα χρόνια, 1911-1912, νέα οικόπεδα έχουν αγορασθεί γύρω από την αρχική εγκατάσταση και έχουν επενδυθεί σε εγκαταστάσεις 2.000.000 δρχ. επιπλέον της αρχικής επένδυσης. Το εργοστάσιο παράγει οξέα και χηµικά λιπάσµατα. Η παραγωγή των οξέων (για µη πολεµικούς σκοπούς, για βιοµηχανική χρήση) παραχωρήθηκε στη νεοσύστατη ΑΕΕΧΠΛ από το Ελληνικό Πυριτιδοποιείο και Καλυκοποιείο, το οποίο από το 1900 παρήγαγε θεϊκό χαλκό για τις αµπελοκαλλιέργειες. Η καινούρια εταιρεία παρήγαγε το θεϊκό οξύ από καύση εγχώριου πυρίτη µε το µισό κόστος απ' αυτό του Πυριτιδοποιείου, που χρησιµοποιούσε ως πρώτη ύλη καθαρό θείο. Το θεϊκό οξύ της ΑΕΕΧΠΛ εποµένως είχε φθηνή τιµή πώλησης, όπως εξάλλου και τα παραγόµενα απ' αυτό υδροχλωρικό και νιτρικό οξύ. Από την άλλη µεριά, η χρήση των χηµικών λιπασµάτων ήταν µέχρι τότε περιορισµένη -αν όχι ανύπαρκτη- στην Ελλάδα, ενώ δεν υπήρχε καθόλου εγχώρια παραγωγή. Ο καθηγητής χηµείας στο Πανεπιστήµιο Αθηνών, Αναστάσιος Χρηστοµάνος, υποστήριζε από το 1901 τη σηµασία της χηµικής λίπανσης για την ανάπτυξη της γεωργικής παραγωγής και τόνιζε επίσης ότι στην Ελλάδα αφθονούσαν ανεκµετάλλευτες πρώτες ύλες για τη βιοµηχανική παραγωγή λιπασµάτων. 2 Η ΑΕΕΧΠΛ παρήγαγε πρώτη χηµικά λιπάσµατα στη χώρα και δηµιούργησε την αγορά τους, έχοντας από την αρχή κρατική υποστήριξη και συµπαράσταση. Με τα νοµοθετικά διατάγµατα ΓΛΙΘ/1911 και 218/1914 "περί προαγωγής της Γεωργίας δια της διαδόσεως των χηµικών λιπασµάτων" δινόταν το πλαίσιο δράσης της εταιρείας σε στενή συνάφεια µε την ανάπτυξη 2 Α. Χρηστοµάνος, «Η µεγάλη βιοµηχανία εν Ελλάδι. Ανεκµετάλλευτοι πηγαί πλούτου», Αθήνα 1901, όπως το παραθέτει ο Γ. Αναστασόπουλος, Ιστορία της ελληνικής βιοµηχανίας, Αθήνα 1947, τ. Β, σ. 767-771.
ΦΩΤ. ΙΣ. 2 Η καµινάδα του Υαλουργείου και ο αγωγός αποβλήτων. ( εκαετία 1930. Αρχείο Ιδρύµατος Μποδοσάκη) της γεωργικής παραγωγής και την κατάργηση της αγρανάπαυσης µέσω της χηµικής λίπανσης. Εκτός από τα οξέα και τα λιπάσµατα, η επιχείρηση σκόπευε από την αρχή και στη δηµιουργία υαλουργείου µε αξιοποίηση των εγχώριων πρώτων υλών για την παραγωγή φθηνού υποπράσινου γυαλιού, κατάλληλου για φιάλες και δαµιζάνες. Όπως τόνιζε ο Λεόντιος Οικονοµίδης το 1909, το µοναδικό υαλουργείο της εποχής, του Αργυρόπουλου, (που λειτουργούσε αρχικά στη Σύρο και από το 1900 στον Πειραιά), είχε καταφέρει να εφαρµόσει την "δι' αερίου τήξιν", χρησιµοποιούσε όµως εισαγόµενες πρώτες ύλες 3 Η επέκταση της επιχείρησης στην υαλουργία δεν αφορά µόνο την ανάγκη φθηνής συσκευασίας των οξέων, όπως έχει υποστηριχθεί. 4 Οι ιδρυτές της ΑΕΕΧΠΛ στόχευαν από την αρχή στην υαλουργία, επειδή η παραγωγή φιαλών θα είχε µία σίγουρη αγορά, αυτή της αναπτυσσόµενης οινοποιίαςοινοπνευµατοποιίας. Η επιχειρηµατική δράση πολλών κεφαλαιούχων της ΑΕΕΧΠΛ στον κλάδο της οινοποιίας εξηγεί το επιχειρηµατικό αυτό εγχείρηµα 5 δεδοµένου ότι η υαλουργία είναι ένας εξαιρετικά δύσκολος βιοµηχανικός κλάδος που απαιτεί υψηλής ποιότητας ειδικευµένη εργασία. Όπως εξάλλου θα φανεί 3 Λ. Οικονοµίδης, «Πρόοδοι της χηµικής βιοµηχανίας εν Ελλάδι», ελτίον Βιοµηχανικής και Εµπορικής Ακαδηµίας, τ. 13, Απρίλιος 1909, όπως το παραθέτει ο Γ. Αναστασόπουλος, ο.π., σ. 826-831. 4 Άποψη που έχει διατυπωθεί, από τους ιθύνοντες της επιχειρήσης προφανώς, στο Πανελλήνιον Λεύκωµα Εθνικής Εκατονταετηρίδος 1821-1921, τ. Β Βιοµηχανία-Εµπόριο, Αθήνα 1923, σ. 147. 5 Ο Λύσανδρος Χαρίλαος, ο Επαµεινώνδας Χαρίλαος και ο Αριστόβουλος Ζάννος εκ των ιδρυτών της ΑΕΕΧΠΛ είναι βασικοί µέτοχοι της "Ελληνικής Εταιρείας Οίνων και Οινοπνευµάτων. και στη συνέχεια, η εµπέδωση της υαλουργικής παραγωγής δεν έγινε αβασάνιστα. Η εξασφάλιση της εσωτερικής αγοράς για τη ζήτηση των φιαλών ήταν εποµένως βασική προϋπόθεση για την επιτυχία του εγχειρήµατος. Καθώς µέχρι την ίδρυση της εταιρείας δεν υπήρχε παραγωγή χηµικών λιπασµάτων στη χώρα, η ΑΕΕΧΠΛ έπρεπε να θέσει τις βάσεις για την κατανάλωση των προϊόντων της, να δηµιουργήσει δηλαδή την αγορά της. Για να εξασφαλίσει τη διάθεση των προϊόντων της, η εταιρεία άρχισε ένα πρόγραµµα συστηµατικής διαφήµισης και προώθησης στην εσωτερική αγορά, αλλά και σε αγορές του εξωτερικού της "καθ' ηµάς Ανατολής". Ορισµένοι από τους ιδρυτές και µετόχους της εταιρείας (ο Ν. Κανελλόπουλος, ο Αρ. Ζάννος, ο Επ. Χαρίλαος, ο Αλ. Ζαχαρίου) είχαν αποτελέσει από το 1904-1906 µέλη του εξαγωγικού συνδέσµου για την προώθηση των βιοµηχανικών προϊόντων στην εσωτερική αγορά, αλλά κυρίως στο εξωτερικό. Υπήρχε εξάλλου την εποχή εκείνη µια γενικότερη έγνοια στους επιχειρηµατικούς κύκλους για την διεύρυνση των αγορών και τις εξαγωγές, καθώς η στενότητα της εσωτερικής αγοράς γινόταν συχνά για τη βιοµηχανική κίνηση. Στην εταιρεία οργανώθηκε ένα ιδιαίτερο γεωπονικό τµήµα, που σκοπό είχε τη διδασκαλία για τη χρήση των λιπασµάτων στη γεωργία, αλλά και τη µελέτη διαφόρων γεωργικών ζητηµάτων σχετικά µε τη χρήση των λιπασµάτων και την ανάπτυξη της γεωργίας στην Ελλάδα. Ο υπεύθυνος του γεωπονικού, ο γεωπόνος Ραϊνόλδος ηµητριάδης, άρχισε να περιοδεύει και να διαφωτίζει µε διαλέξεις και δηµοσιεύµατα τους γεωργούς επισκεπτόµενος σηµαντικές γεωργικές περιοχές στην
ηπειρωτική Ελλάδα, την Κρήτη και την Αίγυπτο. Φαίνεται µάλιστα ότι ήταν ο πρώτος περιοδεύων αντιπρόσωπος της ελληνικής βιοµηχανίας στο εξωτερικό. Για τη διάδοση των προϊόντων, εκτός από τη διαφήµιση και την συστηµατική προώθηση µέσω αντιπροσώπων, ακολουθείται και µια πολιτική µεγάλης παροχής πιστώσεων στους γεωργούς, πολιτική που θα αναλάβει από την επόµενη δεκαετία η Αγροτική Τράπεζα. Τα αποτελέσµατα από την διοχέτευση των προϊόντων ήταν ικανοποιητικά, από την πρώτη κιόλας χρονιά, το 1911, όχι µόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε χώρες της ανατολικής Μεσογείου, των οποίων η εταιρεία αυτοανακηρύσσεται η "φυσική χορηγός". Ο πίνακας 1 δείχνει την κατανάλωση των προϊόντων τα τρία πρώτα χρόνια. Πίνακας 1 Κατανάλωση προϊόντων 1911-1913 (σε χιλιόγραµµα) Προϊόντα 1911 1912 1913 θειϊκό οξύ 1.059.561 1.354.048 1.225.364 υδροχλωρικό οξύ 181.216 288.564 212.818 νιτρικό οξύ 7.514 38.466 23.083 θειϊκός σίδηρος υπερφωσφορικά 351.679 530.937 11.960.925 406.991 18.829.265 µικτά λιπάσµατα 15.039.704 * 2.960.173 4.020.590 * για το έτος 1911, συνολικά µικτά και υπερφωσφορικά λιπάσµατα. Πηγή: Εκθέσεις του.σ. της ΑΕΕΧΠΛ προς τη γενική συνέλευση των µετόχων επί των Ισολογισµών των ετών 1911-1913. Το 1912 αυξάνεται το µετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας από 2.000 σε 5.000.000δρχ.. Από τον Ιούλιο 1912 έχει διπλασιαστεί η παραγωγική δύναµη των µονάδων θειικού οξέως και παραγωγής λιπασµάτων. Τη βασική πρώτη ύλη για την παραγωγή του θεϊκού οξέως, τον σιδηροπυρίτη, η εταιρεία την προµηθεύεται από τα µεταλλεία Ερµιόνης. Η επιχείρηση προχωρά σε καθετοποίηση της παραγωγής παράγοντας τα γυάλινα δοχεία (δαµιζάνες) που έχει ανάγκη για την συσκευασία των οξέων. Η µελέτη για το υαλουργείο αρχίζει το 1911. Από την παραγωγή δαµιζάνων υπολογίζεται ότι θα εξοικονοµηθούν περίπου 2 δρχ. για κάθε τεµάχιο, ποσοστό σηµαντικό στο σύνολο του κόστους παραγωγής. Παράλληλα, σχεδιάζεται και η παραγωγή φιαλών κονιάκ και άλλων ειδών λευκού γυαλιού για κοινή χρήση. Η εγκατάσταση του υαλουργείου ολοκληρώθηκε τον Απρίλιο του
1914. Για τις εγκαταστάσεις του (κτίρια, κλίβανοι, µηχανήµατα και εργαλεία) επενδύθηκαν το 1914, 1.640.000 δρχ. εν υπήρξε παραγωγή εκείνη τη χρονιά. Από το 1914 µελετάται και η δηµιουργία τµήµατος υαλοπινάκων, το οποίο λόγω του πολέµου καθυστερεί. Ο Α παγκόσµιος πόλεµος έφερε δυσχέρειες στην παραγωγή του εργοστασίου: από το 1914 µειώθηκε η κατανάλωση των λιπασµάτων, ενώ από το 1915 υπήρχε έλλειψη πρώτων υλών και καυσίµων, υπερτίµηση των προϊόντων, ύψωση των ναύλων, λίγο αργότερα ο γενικός αποκλεισµός και η επιστράτευση ολοκλήρωσαν την εικόνα και είχαν ως αποτέλεσµα την περιστολή των εργασιών και την αργία (ή διακεκοµµένη λειτουργία) πολλών τµηµάτων. Η επιχείρηση έσπευσε να προσαρµοστεί στις περιστάσεις, προσανατολίζοντας την παραγωγή της προς νέα είδη, την απόσταξη υγροπίσσας γαιανθράκων και την παραγωγή ανθρακικής σόδας, απαραίτητη στην παραγωγή περονοσπορίνης και στη σαπωνοποϊία. Στη διάρκεια του πολέµου, το τµήµα που κυρίως λειτούργησε ήταν το τµήµα θεϊκού χαλκού και περονοσπορίνης, το οποίο έπαυσε τη λειτουργία του το 1919 λόγω ελλείψεως χαλκού. Ο πόλεµος ωστόσο είχε και µια άλλη συνέπεια: ώθησε την εταιρεία στην ανεύρεση καύσιµης ύλης και πρώτων υλών. Καθώς τα αποθέµατα γαιανθράκων µειώνονται, όλο και περισσότερες βιοµηχανικές επιχειρήσεις επιδίδονται σε µικρής κλίµακας µεταλλευτικές δραστηριότητες στοχεύοντας στην εκµετάλλευση του εγχώριου λιγνίτη. Στον "επενδυτικό πυρετό" των ετών 1915-1918, η ΑΕΕΧΠΛ δεν έµεινε αµέτοχη. Επεδίωξε να εξασφαλίσει τον τακτικό ανεφοδιασµό της σε καύσιµη ύλη (λιγνίτης) και πρώτες ύλες (σιδηροπυρίτη) και άρχισε να δραστηριοποιείται σε εξορυκτικές δραστηριότητες. Εισέρχεται στον µεταλλευτικό κλάδο αγοράζοντας ή µισθώνοντας µεταλλεία: το 1920 συγχωνεύτηκε στην εταιρεία η µεταλλευτική εταιρεία λιγνιτορυχείων "Μήλεσι". Την ίδια χρονιά ιδρύθηκε η ΑΕ Εκµεταλλεύσεως Μεταλλείων Κασσάνδρας, η οποία ως µισθώτρια, µίσθωσε, για 60 χρόνια, από την παλαιά µεταλλευτική εταιρεία Κασσάνδρας τα µεταλλεία πυρίτη. Τα ορυχεία Ωρωπού, Κορώνης και Πασσά Ευβοίας, ιδιοκτησίας της ΑΕΕΧΠΛ, παράγουν το 1921 πάνω από 30.000 τόννους λιγνίτη, που χρησιµοποιήθηκαν όλοι για χρήση της επιχείρησης. Οι µεταλλευτικές επιχειρήσεις υπήρξαν αρχικά προσωπικές ιδιοκτησίες των µετόχων Ν. Κανελλόπουλου, Κ.Νέγρη και Αρ. Ζάννου και µεταβιβάστηκαν στην εταιρεία µετά τη λήξη του πολέµου. Ένα ιδιόκτητο µικρό ορυχείο, το οποίο αγοράστηκε στη Μήλο, παρείχε τα αναγκαία εγχώριες ορυκτές ύλες για την κατασκευή των φιαλών οινοποιίας και των υαλοπινάκων. Μετά τη λήξη του πολέµου και κυρίως µετά τη λήξη της µικρασιατικής εκστρατείας, η ΑΕΕΧΠΛ µπαίνει σε µια νέα φάση ανάπτυξης µε σηµαντικές επενδύσεις και επεκτάσεις των τµηµάτων της. Στα 1920 το µετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας αυξάνει σε 10.000.000 δρχ. Η εταιρεία αγοράζει την ίδια χρονιά το προνόµιο µηχανικής παρασκευής υαλοπινάκων (έναντι 1.000.000 δρχ). Το 1920-21 έγιναν σηµαντικές επενδύσεις στις εγκαταστάσεις του υαλουργείου (ύψους 3.000.000 δρχ) µε προσθήκη κινητηρίων
µηχανών για την καλύτερη χρησιµοποίηση του λιγνίτη ως καύσιµης ύλης, µε επαύξηση και συµπλήρωση των αεριογόνων υαλουργείου. Επιπλέον, η εταιρεία κατέβαλλε το ποσό του 1.000.000 δρχ για την εξαγορά του δικαιώµατος χρήσης του προνοµίου και της προµήθειας των µηχανηµάτων για την µηχανική παραγωγή των υαλοπινάκων µε το σύστηµα Fourcault που είχε µόλις εφευρεθεί στο Βέλγιο. Το τµήµα υαλοπινάκων άρχισε να λειτουργεί και να έχει παραγωγή µέσα στο 1922. Η εταιρεία είναι προσανατολισµένη πάντα και προς τις δύο αγορές, την εσωτερική και την εξωτερική, επειδή κυρίως οι εξαγωγές καθιστούν δυνατή την αύξηση της παραγωγής σε επίπεδα όπου το µέσο και οριακό κόστος παραγωγής είναι χαµηλότερα. Με τη λήξη της µικρασιατικής εκστρατείας, απωλέσθηκε η αγορά της Σµύρνης, αλλά η Αίγυπτος συνεχίζει να προµηθεύεται χηµικά λιπάσµατα από την πειραιώτικη βιοµηχανία, και το ίδιο αρχίζει να κάνει και η Κύπρος. Το 1923 το µετοχικό κεφάλαιο αυξάνεται σε 15.000.000 δρχ. Από το 1927-28 µηχανοποιείται και η παραγωγή της πράσινης υάλου, ενώ ανακαινίζεται και διπλασιάζεται ο κλίβανος υαλοπινάκων. Την ίδια περίοδο, ολοκληρώνεται η εγκατάσταση της αυτόµατης µηχανικής φόρτωσης µε εναέριο σιδηρόδροµο (1927), καθώς και η νέα εγκατάσταση θειικού οξέος (πύργος Ρetersen, 1928), ενώ παύουντη λειτουργία των δύο παλαιών συστηµάτων θειικού οξέος για να ανακαινιστούν. Γενική αρχή της εταιρείας είναι η ετήσια γενναία ενίσχυση του Ενεργητικού µε κρατήσεις για απόσβεση εγκαταστάσεων, αντί της διανοµής µεγαλύτερου µερίσµατος στους µετόχους, τακτική που επιτρέπει τις συνεχείς επεκτάσεις και την ανανέωση του εξοπλισµού. Το 1928 η ΑΕΕΧΠΛ αγοράζει 20.000 µετοχές της "Ανώνυµης ιεθνούς Εταιρείας Μεταλλείων και Εµπορίας Μεταλλευµάτων", που είχε ιδρύσει ο Ν. Κανελλόπουλος. Η ΑΕΕΧΠΛ µισθώνει από τη " ιεθνή Εταιρεία" τα µεταλλεία πυρίτη της Ερµιόνης. Καθώς οι πυρίτες της Ερµιόνης περιέχουν και χαλκό, η ΑΕΕΧΠΛ σχεδιάζει να χρησιµοποιήσει τον χαλκοπυρίτη της Ερµιόνης για την παραγωγή θεϊκού χαλκού, η παραγωγή του οποίου είχε διακοπεί από το 1919 εξαιτίας ακριβώς της έλλειψης της α ύλης. Μεταλλευτικές έρευνες ξεκίνησε η εταιρεία και στην Κύπρο, από το 1926. Οι έρευνες στην Κύπρο απέδωσαν αποτελέσµατα στα µέσα της επόµενης δεκαετίας, όταν εντοπίστηκαν αποθέµατα χρυσοφόρου µεταλλεύµατος και για την ανάκτηση του χρυσού οργανώθηκε εκεί µονάδα κυανιώσεως. Οι µεταλλευτικές δραστηριότητες, που συνοδεύουν την ΑΕΕΧΠΛ σε όλη την πορεία της, έχουν εξαρχής δύο στόχους : α) Την εξασφάλιση πρώτων και καύσιµων υλών για το εργοστάσιο και β) την εξόρυξη µεταλλευµάτων για εξαγωγή. (Η εξορυκτική δραστηριότητα του µεγαλύτερου µεταλλείου της επιχείρησης, της Κασσάνδρας, για την περίοδο 1927-1980, φαίνεται στο παράρτηµα, στον Πίνακα 12) Η ΑΕΕΧΠΛ έτυχε µεγάλης υποστήριξης από το κράτος και τις τράπεζες, γεγονός που εξηγεί σε µεγάλο βαθµό και την µακροβιότητα της επιχείρησης. Το 1925 υπογράφηκε η Σύµβαση του ηµοσίου µε την Εταιρεία Λιπασµάτων για την ενίσχυση της παραγωγής λιπασµάτων. Η σύµβαση επέτρεπε στην εταιρεία να συνάπτει οµολογιακά δάνεια,
των οποίων η πρόσοδος θα φορολογείται µόνο προς 5% απαλλασσοµένη από κάθε άλλο φόρο. Το προνόµιο αυτό θα ίσχυε για όλα τα οµολογιακά δάνεια που θα συνάπτει η εταιρεία µέσα σε περίοδο 12 ετών. Το πλεονέκτηµα αυτό διευκόλυνε τη σύναψη οµολογιακού δανείου 200.000 λιρών Αγγλίας. Ο βασικός τραπεζικός οργανισµός της χώρας, η ΕΤΕ, ενδιαφερόµενη για χρηµατοδότηση εταιρειών µε µονοπωλιακή θέση στην αγορά, παρείχε την εγγύηση της στην ΑΕΕΧΠΛ το 1925 για την κάλυψη µέρους του οµολογιακού δανείου των 200.000 λιρών, ίσου µε 60.000 λίρες Αγγλίας. Τρία χρόνια αργότερα, το 1928, η ΕΤΕ αγόρασε µετοχές της εταιρείας λιπασµάτων, επιδιώκοντας την ενίσχυση της εταιρείας σε µια δύσκολη στιγµή. Το 1930 η ΕΤΕ παρείχε την εγγύηση της για τη σύναψη του µεγάλου οµολογιακού δανείου 600.000 λιρών Αγγλίας Η εικόνα της αναπτυσσόµενης επιχείρησης το µεσοπόλεµο αποτυπώνεται στις έρευνες της εποχής. 6 Στα 1928, οι εγκαταστάσεις της ραπετσώνας υπολογίζονται σε 400.000.000 δραχµές, συµπεριλαµβανοµένων δε και των µεταλλευτικών εγκαταστάσεων φτάνουν τα 600.000.000 δρχ. Τα υπόλοιπα κεφάλαια της επιχείρησης υπολογίζονται σε περίπου 80.000.000 δρχ. Στο συγκρότηµα της ραπετσώνας εργάζονται 1.850 εργάτες και εργάτριες (950 στο τµήµα χηµικών προϊόντων και λιπασµάτων, 900 στο υαλουργείο). Η κινητήρια δύναµη της επιχείρησης είναι 1.830 ίπποι που παράγονται από ατµοµηχανές και πετρελαιοµηχανές. Αναλυτικά η κινητήρια δύναµη των εργοστασίων φαίνεται στον πίνακα 2. Η ετήσια κατανάλωση λιγνίτη από την ΑΕΕΧΠΛ αποτελεί το µεσοπόλεµο το 25% περίπου της συνολικής ετήσιας παραγωγής των ελληνικών λιγνιτορυχείων. Η ετήσια κατανάλωση καυσίµων για όλα τα τµήµατα του εργοστασίου το 1928 δείχνει ότι η κύρια καύσιµη ύλη είναι ο λιγνίτης (Πίνακας 3). 6 Ν. Μικέλης, «Αι χηµικαί βιοµηχανίαι», στο Υπουργείο Εθνικής Οικονοµίας, Η ελληνική βιοµηχανία. Εκθέσεις και Πορίσµατα, Αθήνα 1931, σ. 283-308.
Πίνακας 2 Κινητήρια δύναµη, 1928 τµήµα λιπασµάτων-χηµικών 2 ατµοµηχανές 300 και 150 ίππων σύνολο 450 ίππων 2 πετρελαιοµηχανές 380 και 250 ίππων σύνολο 630 ίππων Σύνολο 1080 ίππων τµήµα υαλουργείου 2 πετρελαιοµηχανές 650 και 100 ίππων σύνολο 750 ίππων Γενικό σύνολο 1830 ίππων Πίνακας 3 Κατανάλωση λιγνίτη στην ΑΕΕΧΠΛ, 1928 Γαιάνθρακας 10.000 τόννοι λιγνίτης 36.000 τόννοι πετρέλαιο 2.100 τόννοι ΦΩΤ. ΙΣ. 4 Κλίβανοι Υαλουργείου (δεκαετία 1930, αρχείο Ιδρύµατος Μποδοσάκη)
ΦΩΤ. ΙΣ.5 Βιβλιάριο γεωπόνου του επαρχιακού δικτύου. (,αρχείο ΑΕΕΧΠΛ) Η νέα κεντρική εγκατάσταση παραγωγής κινητήριας δύναµης µε ντηζελοµηχανές ολοκληρώνεται το 1933 και αντικαθιστά τις παλαιές ατµοµηχανές. Το 1934 ολοκληρώνεται η ανέγερση των νέων εγκαταστάσεων παραγωγής φωσφορικής αµµωνίας και πυκνών υπερφοσφωρικών λιπασµάτων. Η εταιρεία αναζητά συνεχώς τη βελτίωση και διαφοροποίηση των προϊόντων της. Για παράδειγµα, νέα γεωργικά φάρµακα παράγονται και προωθούνται από το ξεχωριστό τµήµα, που δηµιουργείται το 1928: περονοσπορίνη, γαλάκτωµα πετρελαίου, θειασβέστιο, κολλοειδές θείο, αρσενικικός µόλυβδος, δαυλιτίνη. Τα επόµενα χρόνια παράγονται: θειοχαλκίνη (1930), αρσενικούχος και νικοτινούχος θειοχαλκίνη, µελιγκρίνη σκόνη (1931), καµπιοκτόνο, πρασαγγουρίνη (1933) εντοµοκτόνα οικιακής χρήσης οξάλ και καπνοξάλ (1936), µέχρι το 1940 έχουν παραχθεί και οξυχλωριούχος χαλκός, αρσενικώδες νάτριο και χαλκίνη. Οι επιστηµονικές ερευνητικές δραστηριότητες της εταιρείας επεκτείνονται. Αυξάνεται ο αριθµός των εφαρµοστών γεωπόνων στις επαρχίες και ενισχύεται µε νέα στελέχη το κεντρικό εργαστήριο ερευνών (1934). Στην επιχείρηση εργάζονται το 1934, 25 χρόνια δηλαδή µετά την έναρξη των εργασιών: 4.000 εργάτες και εργάτριες, 105 επιστάτες, 115 υπάλληλοι, 16 χηµικοί, 22 µηχανικοί, 25 γεωπόνοι και 6 ιατροί, χωρίς να υπολογίζονται όσοι απασχολούνται στο δίκτυο της εταιρείας στην ύπαιθρο. Η παραγωγή εκτείνεται σε ένα ευρύ φάσµα χηµικών προϊόντων, λιπασµάτων, γεωργικών φαρµάκων και υαλουργικών ειδών. Στο διάγραµµα "Πορεία παραγωγής προϊόντων" διακρίνεται η ποικιλία των προϊόντων και των πρώτων υλών που χρησιµοποιούνται. 7 Προϊόντα που εξάγονται είναι το θειϊκό οξύ, τα ανάµικτα λιπάσµατα, τα γεωργικά φάρµακα, οι υαλοπίνακες και υπολείµµατα πυριτών. Η ΑΕΕΧΠΛ είναι µια από τις λίγες ελληνικές βιοµηχανίες που εισήγαγαν την έρευνα στη στρατηγική τους. Αρχικά η έρευνα διεξάγεται στο Τµήµα Ερευνών και Εφαρµογής και από το 1938 στο Ινστιτούτο Χηµείας "Ν. Κανελλόπουλος". Στο Τµήµα Ερευνών και Εφαρµογής και αργότερα στο Ινστιτούτο διεξαγόταν εφαρµοσµένη γεωργική (εδαφολογική) έρευνα, ενώ στον τοµέα της χηµείας εκτελούνταν µελέτες για βελτιώσεις των εγκαταστάσεων και προστασία του περιβάλλοντος, καθώς και έρευνες σχετικά µε τη βελτίωση των λιπασµάτων και των χηµικών προϊόντων. Εδώ, εγκαινιάστηκε η σύνταξη µιας σειράς εδαφολογικών χαρτών της Ελλάδας, µε πρώτο εδαφολογικό χάρτη αυτόν της Κρήτης το 1935. Παράλληλα µε την παραγωγή των εργοστασίων, τον εκσυγχρονισµό των µονάδων και την επιστηµονική έρευνα σχεδιάζεται η διεύρυνση των παραγόµενων προϊόντων και η επέκταση των µονάδων. Το 1937 για παράδειγµα, σχεδιάζεται η παραγωγή µεταλλικών χρωµάτων από εγχώριες πρώτες ύλες, σχέδιο που δεν υλοποιείται. 7 Το διάγραµµα προέρχεται από διαφηµιστικό φυλλάδιο της ΑΕΕΧΠΛ «25 έτη, 1909-1934», που εντοπίστηκε στο Αρχείο Κων. Α. Βοβολίνη, φάκελος «Ν. Κανελλόπουλος».
ΦΩΤ ΙΣ. 6-7 Συµµετοχές σε ιεθνείς Εκθέσεις. α) Στη.Ε. Θεσσαλονίκης βραβείο εκτός συναγωνισµού για τα υαλουργικά είδη β) Συµµετοχή σε έκθεση στο Μπάρι, 1938. (αρχείο ΑΕΕΧΠΛ) Το υαλουργείο γνωρίζει εντυπωσιακή ανάπτυξη στη δεκαετία του '30. Μέχρι το 1939 στο υαλουργείο λειτουργούν 12 κλίβανοι και δουλεύουν πάνω από 1200 εργάτες, από τους οποίους οι 300 είναι ειδικευµένοι τεχνίτες. Βρίσκονται σε εφαρµογή όλες περίπου οι γνωστές στην Ευρώπη µέθοδοι διαµόρφωσης και επεξεργασίας του γυαλιού, εκτός από τον κλάδο της οπτικής. Το υαλουργείο δηλαδή παράγει προϊόντα σε πολύ µεγάλη ποικιλία: προϊόντα πράσινης υάλου (δαµιζάνες, φιάλες), λευκής υάλου (είδη οικιακής χρήσης, επιτραπέζια είδη φωτισµού, φιαλίδια φαρµακείου), υαλοπίνακες (κοινούς, κρύσταλλα µέχρι 8 χιλιοστά, µατ, διαµαντέ), υάλινα οικοδοµικά υλικά, υδρύαλο, πυρίµαχα προϊόντα πλινθοποιείου και προϊόντα του καλλιτεχνικού τµήµατος. Το καλλιτεχνικό τµήµα ειδικότερα, ασχολείται µε όλους τους γνωστούς τρόπους επεξεργασίας και διακόσµησης (υδροφθόριο, τροχός, µε διαµάντι, σµάλτο χρυσό, υαλοµωσαϊκά). Παράγει: ανθοδοχεία τόρνου taill(s, λάµπες φθορίου τύπου gall(, πιάτα ιριδίζοντα τύπου Μurano και επιτραπέζια κρυστάλλινα είδη. Μια κατηγορία προϊόντων του καλλιτεχνικού, τα "αρχαϊκά" κύπελλα και ανθοδοχεία, εµπνεόµενα από την αρχαιότητα, παράγονται χωρίς µηχανική µέθοδο, είναι δηλαδή απολύτως χειροποίητα. Η ειδική επεξεργασία µε φθόριο ή σµάλτο προσέδιδε στην κατηγορία αυτή υαλουργικών αντικειµένων το χρώµα και την όψη της παλαιότητας. Τα «αρχαϊκά» υαλουργικά προϊόντα έτυχαν ιδιαίτερης τιµητικής διάκρισης σε διεθνείς εκθέσεις, µεταξύ άλλων στην ιεθνή Έκθεση του Παρισιού το 1937 και στην Παγκόσµια ιεθνή Έκθεση της Νέας Υόρκης το 1939. (βλ.παράρτηµα Πίνακες 10, 11) Κατά την περίοδο του Β παγκοσµίου πολέµου, ο παραγωγικός ρυθµός της εταιρείας µειώθηκε ως το σηµείο να αδρανήσουν πλήρως ορισµένα τµήµατα της επιχείρησης εξαιτίας της ανεπάρκειας σε πρώτες ύλες και καύσιµα, της έλλειψης ηλεκτροκίνησης, της κρίσης στο σύστηµα µεταφορών και της νοµισµατικής αστάθειας. Οι αεροπορικοί βοµβαρδισµοί προκάλεσαν µεγάλες ζηµιές στις εγκαταστάσεις των εργοστασίων. Η ζηµία των εγκαταστάσεων για το 1941 υπολογίζεται σε 58.000.000 δρχ. Η δέσµευση των προϊόντων των εργοστασίων και µεταλλείων της ΑΕΕΧΠΛ από τις δυνάµεις κατοχής επέτεινε την κρίση στην εταιρεία. Στο τέλος του πολέµου, το 1944, η ρευστότητα του Ενεργητικού έχει εξαντληθεί και η εταιρεία βρίσκεται µε ζηµία 22.000.000 σταθερών δραχµών. Το 1946 η ζηµία ανέρχεται σε 4.944.000.000 δρχ. Φαίνεται πως τη χρονιά αυτή την οικονοµική δυσπραγία της εταιρείας επιβαρύνει η υποχρεωτική εκποίηση των προϊόντων κάτω του κόστους. Με εισήγηση της Βρεττανικής Οικονοµικής Αποστολής εκδόθηκε οµολογιακό δάνειο 20.000.000.000 δρχ που χορηγήθηκε στην ΑΕΕΧΠΛ από το Ελληνικό ηµόσιο τον Φεβρουάριο του 1947. Με το δάνειο αυτό έγινε δυνατό να καλυφθούν παλαιότερες οφειλές της εταιρείας προς το δηµόσιο και τις τράπεζες. Την ίδια χρονιά, το 1947, ο Μποδοσάκης Αθανασιάδης αποκτά την πλειοψηφία των µετοχών. Πέρα από την κεντρική φιγούρα του Αθανασιάδη, µια νέα γενιά µετόχων, της οποίας δεν γνωρίζουµε ακόµα τις προσωπογραφίες, εισέρχεται στο προσκήνιο. Η παλαιά φρουρά έχει αποχωρήσει, καθώς ανάµεσα στο 1936 και το 1947 ο βιολογικός θάνατος επέρχεται για
ΦΩΤ. ΙΣ. 8 Φυσητές στο Υαλουργείου (δεκαετία 1930, αρχείο Ιδρύµατος Μποδοσάκη) τους περισσότερους από όσους αποτελούσαν την ιδρυτική γενιά των µετόχων και στελεχών. Υπ' αυτή την έννοια, ο πόλεµος, πέρα από τις σηµαντικές καταστροφές που προκάλεσε, αποτέλεσε το όριο ανάµεσα στις δύο φάσεις της επιχείρησης. Το 1949 η ΑΕΕΧΠΛ εντάσσεται στο πρόγραµµα χρηµατοδότησης της Αµερικάνικης Οικονοµικής Αποστολής. Εγκρίθηκε αρχικά για δανειοδότηση το ποσό των 6.500.000 δολαρίων. Η υψηλή δανειοδότηση της Αµερικανικής Αποστολής προς την ΑΕΕΧΠΛ (για τις εγκαταστάσεις της ραπετσώνας, αλλά και τα µεταλλεία της επιχείρησης) εντασσόταν στην µακροχρόνια προοπτική της Αµερικάνικης Αποστολής για τη βιοµηχανική ανασυγκρότηση σε στρατηγικούς κλάδους (χηµικές και µεταλλουργικές βιοµηχανίες) προς τους οποίους έπρεπε να στραφούν οι µεγάλες παραγωγικές επενδύσεις. Οι κλάδοι αυτοί πράγµατι αποτέλεσαν τον κορµό του τετραετούς προγράµµατος ανασυγκρότησης 1948-1952. Τα δάνεια προσανατολίστηκαν προς την ανασυγκρότηση του παραγωγικού δυναµικού στους κλάδους τσιµέντων, λιπασµάτων, ελαστικών, ορυχείων. Το 1948 ιδρύεται στην Κύπρο η θυγατρική "Ελληνική Μεταλλευτική και Βιοµηχανική Εταιρεία Ltd." µε σκοπό την καλύτερη εκµετάλλευση των µεταλλείων του νησιού. Από το 1950 άρχισαν εκτεταµένες εργασίες αποκατάστασης, επέκτασης και ανανέωσης των εγκαταστάσεων της ραπετσώνας, αλλά και των µεταλλείων Κασσάνδρας. Παράλληλα, αποκαθίσταται σταδιακά η παραγωγή της εταιρείας που είχε πληγεί από τον πόλεµο. Νέα χηµικά προϊόντα παράγονται από το 1947: καθαρό άνυδρο θεϊκό νάτριο, καθαρό υδροχλωρικό οξύ, θεϊκό οξύ συσσωρευτών, εξαχλωροκυκλοεξανιο, εξαχλωράλ και τρινιτρίλιο. Εκτός από την αποκατάσταση της παραγωγής, πρέπει να αποκατασταθούν και οι αγορές. Οι εξαγωγές υπερφοσφωρικών προς την Αίγυπτο και την Κύπρο ξαναρχίζουν δειλά. Ωστόσο, στην εσωτερική αγορά έχει επέλθει µία σηµαντική µεταβολή. Το σύστηµα διανοµής των λιπασµάτων δεν είναι το ίδιο. Τη διανοµή την αναλαµβάνει πλέον το κράτος, και συγκεκριµένα η Αγροτική Τράπεζα. Η ΑΕΕΧΠΛ παράγει τα προϊόντα και αναλαµβάνει η ΑΤΕ να µεταφέρει και να διανείµει τα λιπάσµατα στην ύπαιθρο. Το νέο σύστηµα διάθεσης, το οποίο η ΑΕΕΧΠΛ είναι υποχρεωµένη να δεχτεί, ανησυχεί την εταιρεία γιατί τα λιπάσµατα καταλήγουν να πωλούνται στους γεωργούς σε πολύ υψηλότερες τιµές από από τις αρχικές. Η εταιρεία δεν παύει τα επόµενα χρόνια να εκδηλώνει τη δυσαρέσκεια της προς το νέο σύστηµα διανοµής, που ουσιαστικά της αφαιρεί τον έλεγχο των τιµών σε µια αγορά που µε δυσκολία είχε κατακτήσει. Επιπλέον, το καινούριο σύστηµα φαίνεται ότι επίφερει ορισµένες επιπλοκές στη λειτουργία της επιχείρησης. Το 1950 για παράδειγµα, µειώθηκε η παραγωγή θειϊκού οξέος και φωσφορικών λιπασµάτων, επειδή η ΑΤΕ καθυστερούσε να παραλάβει τα προς διάθεση προϊόντα και δηµιουργήθηκε έτσι αδιαχώρητο και αδυναµία αποθήκευσης των παραγοµένων προϊόντων στις εγκαταστάσεις της ΑΕΕΧΠΛ.
ΦΩΤ. ΙΣ. 9 Παραγωγή και συσκευασία φιαλών ( αρχείο ΑΕΕΧΠΛ) Η ανασυγκρότηση της εταιρείας στη δεκαετία του 1950 µε τη χρηµατοδότηση από το σχέδιο Μάρσαλ είναι ριζική. Μέχρι το 1954 νέες εγκαταστάσεις ολοκληρώνονται και λειτουργούν: νέα µονάδα Βroadfield συνεχούς λειτουργίας παραγωγής αραιών υπερφοσφωρικών (1952), Τηλεφόρος λιπασµάτων (Τelpher, 1953), νέα µονάδα υδροχλωρικού οξέος (Ζahn, 1953) νέα µονάδα θειϊκού οξέος (1953), νέα µονάδα παραγωγής πυκνών υπερφοσφωρικών κατασκευής Dorr (1953), πετρελαιοµηχανή 1050 hp, ατµοστρόβιλος καταλυτικού θειϊκού οξέος 725 kw, τρεις υποσταθµοί ηλεκτρικού ρεύµατος (1953) κ.α. Ο κλάδος των γεωργικών φαρµάκων στεγάζεται σε νέο τριώροφο κτίριο και εµπλουτίζεται µε σύγχρονα µηχανήµατα: µύλος Raymond, νέες εγκαταστάσεις παραγωγής εξαχλωροκυκλοεξανίου pfaudler, εγκαταστάσεις παραγωγής υγρού και στερεού κολλοειδούς θείου, premier colloid mill, νέα εγκατάσταση παραγωγής οξυχλωριούχου χαλκού, αναµικτήρα. Το υαλουργείο επίσης ανακαινίζεται τελείως µε µηχανήµατα αυτόµατης παραγωγής Το 1953 λειτούργησε µια εξ ολοκλήρου νέα σύγχρονη εγκατάσταση αυτόµατης παραγωγής φιαλών, που στεγάστηκε σε επέκταση του υαλουργείου (κλίβανος Νο 1). Ανακατασκευάστηκε ο κλίβανος υαλοπινάκων Νο 3, στον οποίο δύο µηχανές ανέλκυσης αντικαταστάθηκαν µε νέες αµερικάνικες, µεγαλύτερου πλάτους. Το 1954 λειτούργησε µια µεγάλη εγκατάσταση αυτόµατης παραγωγής υαλοπινάκων διαµαντέ. και µια νέα εγκατάσταση αυτόµατης παραγωγής επιτραπέζιων ειδών (κλίβανος Νο 2). Το 1953 το γειτονικό Μηχανοποιείο και Ναυπηγείο Βασιλειάδη εξαγοράζεται και συγχωνεύεται µε την ΑΕΕΧΠΛ. Η εταιρεία µοιάζει διστακτική σχετικά µε τη χρήση του ακινήτου. Αποφασίζεται η επισκευή και ανακατασκευή της Νεωλκού του Ναυπηγείου Βασιλειάδη, η οποία ολοκληρώνεται το 1960. Τότε, το λεβητοποιείο, το προτυποποιείο και τα συνεργεία σιδηροκοφών και γραµµών της ΑΕΕΧΠΛ µεταφέρονται και εγκαθίστανται στον Βασιλειάδη, ενώ οι µηχανουργικές εργασίες του Βασιλειάδη µεταφέρονται στο κεντρικό µηχανουργείο των Λιπασµάτων. Από το Μάϊο του 1960 εκτελούνται δεξαµενισµοί πλοίων. Στις συνεχείς επεκτάσεις των δραστηριοτήτων του οµίλου της ΑΕΕΧΠΛ, ο κλάδος των ναυπηγείων δεν ολοκληρώθηκε εντέλει. Το 1963 ο ΟΛΠ εξαγοράζει το ακίνητο, προκειµένου να επεκτείνει τις εγκαταστάσεις του. Στα µεταλλεία Κασσάνδρας πραγµατοποιούνται εγκαταστάσεις τριβής, πλύσεως και εµπλουτισµού σιδηροπυρίτη (1952) και επίπλευσης µολύβδου και ψευδαργύρου (1953). Η µεταλλευτική δράση της εταιρείας επεκτείνεται. Το 1952 µισθώνει τα µεταλλεία της Λάρυµνας από το ελληνικό δηµόσιο και αναλαµβάνει την υποχρέωση να δηµιουργήσει µεταλλουργική εγκατάσταση επεξεργασίας σιδηρονικελιούχων µεταλλευµάτων, ικανότητος 130.000 τόννων ετησίως. Ο γερµανικός οίκος Κrupp αναλαµβάνει την τοποθέτηση της µεταλλουργικής εγκατάστασης στη Λάρυµνα. Τρία χρόνια αργότερα, το 1955, η εταιρεία µε σύµβαση µε το ελληνικό δηµόσιο αναλαµβάνει την αξιοποίηση της λιγνιτοφόρου Πτολεµαϊδας. Ιδρύεται η "Ανώνυµος Ελληνική Μεταλλευτική και Βιοµηχανική Εταιρεία Λιγνιτορυχείων Πτολεµαϊδος" µε κεφάλαιο 3.000.000$ (από το
ποσό 2.700.000$ καταβάλλονται από την ΑΕΕΧΠΛ και 300.000$ από τον Μποδοσάκη Αθανασιάδη προσωπικά). Η εκµετάλλευση των λιγνιτορυχείων Πτολεµαϊδας κρίνεται ως ένα από τα κυριότερα έργα της βιοµηχανικής ανασυγκρότησης. Το 1959 η εκµετάλλευση τους µεταβιβάζεται στη ΕΗ. Η εταιρεία αποκτά επίσης από το 1957 την εκµετάλλευση των µικρών -και µάλλον φτωχών σε κοιτάσµατα- µεταλλείων µαγγανίου στα Λέϊκα Καλαµάτας και χρωµίου στην Κοζάνη Το µεταπολεµικό πρόγραµµα της βιοµηχανικής ανασυγκρότησης, όπως το επεξεργάστηκαν οι ελληνικές κυβερνήσεις και η αµερικανική οικονοµική Αποστολή αρχίζει να αποδίδει αποτελέσµατα προς το τέλος της δεκαετίας του 1950 και στις αρχές της δεκαετίας 1960. Η υποτίµηση του νοµίσµατος (1953), η σύνδεση µε την ΕΟΚ (1960) και η επιλογή της «εισαγόµενης εκβιοµηχάνισης» συντελούν στη διαµόρφωση µιας νέας φάσης της ελληνικής οικονοµίας και βιοµηχανίας, κατά την οποία ξένα κεφάλαια επενδύονται σε βιοµηχανικές µονάδες µεγάλης έκτασης στη χώρα. Η ΑΕΕΧΠΛ επεκτείνεται και δηµιουργεί τρεις θυγατρικές επιχειρήσεις µε συµµετοχή δυτικοευρωπαϊκών και αµερικανικών κεφαλαίων: την εταιρεία «Χηµικαί βιοµηχανίαι Βορείου Ελλάδος» (1962), την «Λάρκο- Ανώνυµος Ελληνική Μεταλλευτική Μεταλλουργική Εταιρεία Λαρύµνης» (1963) και την «Ελληνικά Υαλουργεία Ελευσίνας- Οwens» (1969). Στην εταιρεία «Χηµικαί βιοµηχανίαι Βορείου Ελλάδος» η ΑΕΕΧΠΛ συµµετέχει κατά 40%, η ΕΤΕ κατά 20% και ο γαλλικός όµιλος Ρechiney -St Gobain κατά 40%. Η νέα εταιρεία θα στεγαστεί σε δύο εργοστάσια, ένα στη ραπετσώνα, δίπλα στις εγκαταστάσεις της ΑΕΕΧΠΛ, και ένα στη Θεσσαλονίκη. Το 1965 οι εγκαταστάσεις της εταιρείας ολοκληρώνονται και αρχίζει η παραγωγή οξέων (θειϊκούφωσφορικού) και µικτών λιπασµάτων. Η ΑΕΕΧΠΛ έχει καταβάλλει για τις εγκαταστάσεις 54.000.000 δρχ. Οι "Χηµικές βιοµηχανίες" γνωρίζουν µια αλµατώδη ανάπτυξη: από τους 87.000 τόννους λιπασµάτων που παράγονται το 1966, η παραγωγή φτάνει τους 468.727 τόννους το 1974. 8 Η «Λάρκο-Ανώνυµος Ελληνική Μεταλλευτική Μεταλλουργική Εταιρεία Λαρύµνης» ιδρύεται µε κεφάλαιο 7.000.000$, το οποίο καταβάλλουν η ΑΕΕΧΠΛ (5.500.000$) και η γαλλική εταιρεία "Le Νickel" (1.500.000$). Η ΑΕΕΧΠΛ συνεισφέρει στη νέα εταιρεία τις εγκαταστάσεις της Λάρυµνας. Η Λάρκο συνάπτει δάνειο 4.500.000$ µε την ΟΧΟΑ το 1963, προκειµένου να ολοκληρώσει τις εγκαταστάσεις της. Ο πρώτος κλίβανος νικελίου λειτουργεί το 1966. Ο δεύτερος το 1967. Οι µεταλλευτικές δραστηριότητες επεκτείνονται κι άλλο. Το 1966 υπογράφονται συµφωνίες µε τους ιδιοκτήτες των µεταλλείων σιδηροπυρίτη Λουτρακίου Πέλλης, µικτών θειούχων Θερµών Ξάνθης και Γαλλικής Εταιρείας Μεταλλείων Λαυρίου προκειµένου να διεξαχθούν διερευνητικές εργασίες για την εξακρίβωση των δυνατοτήτων εκµετάλλευσης τους. 8 Από το 1975 προστίθεται στη ΧΒΕΕ και µονάδα παραγωγής φθοριοχλωριωµένων υδρογονοναθράκων (Flugene), που χρησιµοποίουνται ως προωθητικά αέρια. Το 1984 η ΧΒΒΕ είναι η µεγαλύτερη βιοµηχανία λιπασµάτων στην Ελλάδα. Τα αποτελέσµατα χρήσης της χρονιάς αυτής αποφέρουν καθαρά κέρδη 4.836.170$.
Παράλληλα, στις εγκαταστάσεις της ΑΕΕΧΠΛ στη ραπετσώνα προχωρά ο τεχνολογικός εκσυγχρονισµός. Η 3η µονάδα θειϊκού οξέος µε ηµερήσια δυναµικότητα 330 τόννων θα λειτουργήσει το 1966. Με τη νέα µονάδα η εταιρεία θα είναι αυτάρκης όσον αφορά το θεϊκό οξύ. (βλ.παράρτηµα πίνακα 8) Στο υαλουργείο εγκαθίστανται δύο νέοι κλίβανοι παραγωγής (διαφανών υαλοπινάκων και αδιαφανών µε σχέδια διαµαντέ), καθώς και σύστηµα αυτόµατης τροφοδοσίας (1966-67). Ο εκσυγχρονισµός συνεχίζεται µε νέα µονάδα φρύξεως σιδηροπυρίτη (1968), νέα δεξαµενή θειϊκού οξέος (1969), δεξαµενές αµµωνίας (1970) κ.α. Ο εκσυγχρονισµός αφορά και τα µεταλλεία της εταιρείας, όπου πραγµατοποιούνται εργασίες µετασκευής ανανεώνεται ο εξοπλισµός εξόρυξης, συµπληρώνονται οι εγκαταστάσεις των τριβείων και δηµιουργείται µονάδα εµπλουτισµού των µικτών θειούχων µεταλλευµάτων. Συνολικά, την περίοδο 1965-1970 έχουν επενδυθεί 900.000.000 δρχ. πάγια κεφάλαια. Την ίδια περίοδο καταβάλλονται προσπάθειες για την εξασφάλιση εξωτερικών αγορών για τα προϊόντα. Οι ΗΠΑ απορροφούν σταθερά µεγάλες ποσότητες της παραγωγής του υαλουργείου. Το 1970 εξάγονται στην Αµερική 915.000 τ.µέτρα υαλοπινάκων, ποσότητα που αυξάνει σε 1.440.000 τ. µέτρα το 1971, ενώ η Ανατολική Ευρώπη και η Μέση Ανατολή απορροφούν 47.000 τόννους φωσφορικών λιπασµάτων το 1970. Ο δεύτερος βασικός κλάδος της ΑΕΕΧΠΛ πέρα από τα χηµικά, η υαλουργία, επεκτείνεται. Το 1969 ιδρύεται η θυγατρική εταιρεία "Ελληνικά Υαλουργεία Ελευσίνας - Οwens ΑΕ " µε κεφάλαιο 5.000.000$, στο οποίο συµµετέχει µε 51% η ΑΕΕΧΠΛ, η Οwens-Ιllinois µε 25%, η ΕΤΕΒΑ µε 10% και η ΑΕ Ελληνικού Πυριτιδοποιείου µε 14%. Το συνολικό ύψος της επένδυσης υπολογίζεται σε 400.000.000 δρχ. Ο ένας κλίβανος τίθεται σε λειτουργία το 1972. Ελπίζεται ότι το εργοστάσιο της Ελευσίνας θα είναι το µεγαλύτερο της Ανατολικής Μεσογείου και ότι θα πραγµατοποιεί εξαγωγές µεγάλης κλίµακας. Σταδιακά, η παραγωγή φιαλών και επιτραπέζιων ειδών του εργοστασίου της ραπετσώνας µεταβιβάζεται στο νέο εργοστάσιο. 9 Οι ανανεώσεις του εξοπλισµού στο εργοστάσιο της ραπετσώνας συνεχίζονται. Ανάµεσα σε πολλές νέες µονάδες, βελτιώσεις και επεκτάσεις, λειτουργούν από το 1973-1974 και η 4η µονάδα θειϊκού οξέος του γαλλικού οίκου Κrebs et Cie µε δυναµικότητα 700 τόννους ηµερησίως, και κλίβανος Νο 70 για υαλοπίνακες(διαµαντέ και διαφανείς, σύστηµα Fourcault). Την περίοδο 1971-1975 οι επενδύσεις παγίων κεφαλαίων φτάνουν το 1.558.179.000 δραχµές στο συγκρότηµα των εργοστασίων ραπετσώνας και στα µεταλλεία. Η ενεργειακή κρίση του 1973, η ύψωση των τιµών και η συνακόλουθη παγκόσµια οικονοµική ύφεση της δεκαετίας του 1970 είχαν ανασχετικά αποτελέσµατα στις χρήσεις της ΑΕΕΧΠΛ. Το κέρδος της χρήσης είναι 293.706.840 δραχµές, ενώ το 1975 µειώνονται στις 196.782.730 δραχµές. 9 Η γενική κρίση της υαλουργίας στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές του 1980 έχει ζηµιογόνα αποτελέσµατα για τα Ελληνικά Υαλουργεία.
ΦΩΤ. ΙΣ. 10 Κλίβανοι Υαλουργείου (δεκαετία 1930, αρχείο Ιδρύµατος Μποδοσάκη) Το 1979 πεθαίνει ο Μποδοσάκης Αθανασιάδης. Κληροδοτεί όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία του στο Ίδρυµα Μποδοσάκη. Τα επόµενα χρόνια, µέχρι το 1983, ολοκληρώνονται και άλλες εγκαταστάσεις: ο νέος βελγικός κλίβανος υαλοπινάκων Glaverbel- Μecaniver οριζόντιας εξελάσεως (Νο 80), οι κλίβανοι υαλοπινάκων Νο 40 και 60, µονάδα παραγωγής φωσφορικού οξέος, η εκσυγχρονισµένη παλιά µονάδα παραγωγής λιπασµάτων Dorr 1, δεξαµενές άνυδρης αµµωνίας κ.α. Παράλληλα, το σύγχρονο διεθνές ενδιαφέρον για την προστασία του περιβάλλοντος, ωθεί την ΑΕΕΧΠΛ στη δηµιουργία εγκαταστάσεων απορρύπανσης (διάταξη αµµωνιακής έκπλυσης των τελικών αερίων της 3ης µονάδας θειϊκού οξέος από το 1970, εγκατάσταση καθαρισµού αποβλήτων φρύξεως σιδηροπυριτών το 1977, σύστηµα καθαρισµού τελικών αερίων στη 2η µονάδα θειϊκού οξέος το 1980 κ.α.). Ωστόσο, η παράταση της οικονοµικής ύφεσης, ο µόνιµος πληθωρισµός, η συρρίκνωση των µεγεθών της παγκόσµιας οικονοµίας δεν άφησαν ανεπηρέαστη την ελληνική οικονοµία. Τα µέτρα που έλαβαν οι ελληνικές κυβερνήσεις για τη στήριξη της βιοµηχανίας µε επιδοτήσεις των επενδύσεων και ενίσχυση των εξαγωγών δεν συντέλεσαν µεσοπρόθεσµα στη βελτίωση της οικονοµικής κατάστασης της χώρας, ενώ παράλληλα η οικονοµία παρουσίασε δυσχέρειες προσαρµογής τα πρώτα χρόνια προσχώρησης στην Ευρωπαϊκή Οικονοµική Κοινότητα. Από το 1979 η κατανάλωση των υαλοπινάκων της ΑΕΕΧΠΛ µειώνεται σηµαντικά, καθώς υπάρχει ύφεση της οικοδοµικής δραστηριότητας και ο διεθνής συναγωνισµός µε αύξηση των εισαγωγών από το 1975 κ.ε. εντείνει τις πιέσεις του στην ελληνική βιοµηχανία υαλοπινάκων. Η κίνηση των χηµικών λιπασµάτων αντίθετα παρουσιάζεται αυξηµένη και παρουσιάζει περαιτέρω προοπτικές ανάπτυξης, καθώς η χώρα έχει δυνατότητες µεγαλύτερης κατανάλωσης λιπασµάτων και επιπλέον, η σχέση τιµής λιπασµάτων-γεωργικών προϊόντων παραµένει ιδιαίτερα ευνοϊκή για τον έλληνα αγρότη και συντελεί στην αύξηση του εισοδήµατος του (βλ. παράρτηµα, πίνακες 5-8). Ο πίνακας 4 παρουσιάζει την αύξηση της κατανάλωσης των λιπαντικών στοιχείων (αζώτου, φωσφόρου και καλίου) στην ελληνική γεωργία. Το 1983 η κατανάλωση έχει υπερδεκαπλασιαστεί σε σχέση µε το 1951. Πίνακας 4 Κατανάλωση λιπαντικών στοιχείων στην Ελλάδα, 1951-1983. (σε µετρικούς τόννους) Έτος Κατανάλωση 1951 57.268 1955 1957 79.456 109.520 1960 131.499 1965 239.346 1970 337.866 1975 483.131 1980 526.629 1983 640.190 Πηγή: ΑΕΕΧΠΛ, Έκθεση χρήσης 1983.
Η χρήση 1983 σηµειώνει αύξηση των καθαρών κερδών (2.051.145.000 δραχµές) σε σχέση µε τα κέρδη των προηγούµενων ετών (894.000.000 δραχµές για το 1981, 810.000.000 για το 1982). Η αύξηση του κύκλου εργασιών κατά 18% για το 1984, σε σχέση µε το προηγούµενο έτος, απέφερε καθαρά κέρδη 337.328.629 δραχµές, τα οποία συµψηφίζονται στη ζηµία προηγούµενων χρήσεων που προέκυψε από τη µείωση του κεφαλαίου της "Λάρκο" το 1982. Στα µέσα της δεκαετίας του 1980 η εταιρεία προχωράει στην υλοποίηση επενδύσεων στα µεταλλεία Κασσάνδρας µε προοπτική την αξιοποίηση των προϊόντων της στη σχεδιαζόµενη κρατική µεταλλουργία χρυσού στην περιοχή. Η επένδυση όµως του χρυσού (ΜΕΤΒΑ) παγώνει λόγω αντιδράσεων από τους κατοίκους της περιοχής, µε αποτέλεσµα η ΑΕΕΧΠΛ να υποστεί σηµαντική οικονοµική ζηµιά. Παράλληλα, και ενώ τη διοίκηση της εταιρείας έχει αναλάβει ο Αλέξανδρος Αθανασιάδης Μποδοσάκης, προγραµµατίζεται ένα µεγάλο επενδυτικό πρόγραµµα µε στόχο να αλλάξει ριζικά την πορεία του συγκροτήµατος ραπετσώνας ως προς την παραγωγή λιπασµάτων, εν όψει της απελευθέρωσης της αγοράς των προϊόντων, στα πλαίσια της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς. Το πρόγραµµα αυτό παγώνει και εντέλει ακυρώνεται ύστερα από τις αντιδράσεις της τοπικής αυτοδιοίκησης. Μέσα σε αυτό το ζηµιογόνο και δύσκολο κλίµα αντιπαράθεσης, δολοφονείται το 1988 ο Αλέξανδρος Αθανασιάδης-Μποδοσάκης. Το κακό πολιτικό κλίµα, και συγκεκριµένα οι αντιδράσεις της τοπικής αυτοδιοίκησης στη λειτουργία του εργοστασίου σε συνδυασµό µε τη δολοφονία του Αλ. Αθανασιάδη Μποδοσάκη δηµιουργούν ασφυκτικούς όρους για την επιβίωση του εργοστασίου. Τα πιο πάνω, σε συνδυασµό µε τα ζηµιογόνα αποτελέσµατα από τη λειτουργία των µεταλλείων Κασσάνδρας και την προβληµατική λειτουργία του Υαλουργείου που αδυνατεί να αντιµετωπίσει τις ολοένα αυξανόµενες εισαγωγές υαλοπινάκων σε τιµές κάτω του κόστους, οδηγείς σε ζηµιογόνες χρήσεις στο σύνολο της εταιρείας. Έτσι από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, η ΑΕΕΧΠΛ συρρικνώνεται. Παρατηρείται µείωση της παραγωγής, µείωση του κύκλου εργασιών, καθυστερήσεις στον τεχνολογικό εκσυγχρονισµό. Το 1993 η εταιρεία τίθεται υπό ειδική εκκαθάριση εν λειτουργία από την Εθνική Τράπεζα στης οποίας την ιδιοκτησία περιέρχεται ολοκληρωτικά. Το εργοστάσιο της ραπετσώνας λειτουργεί υποτονικά υπό διάφορες εταιρικές µορφές για να κλείσει οριστικά τον Σεπτέµβριο 1999, και µαζί του ένας κύκλος ζωής 90 χρόνων. Ανακεφαλαιώνοντας την ιστορική µελέτη της βιοµηχανίας λιπασµάτων και χηµικών προϊόντων, είναι απαραίτητο να διακριθούν οι δύο φάσεις λειτουργίας της επιχείρησης. Η πρώτη φάση εκτείνεται από την ίδρυση µέχρι τον Β παγκόσµιο πόλεµο, φάση κατά την οποία τη διεύθυνση έχει ο Νικόλαος Κανελλόπουλος και ο αρχικός πυρήνας των τεχνικών. Η δεύτερη φάση εκτείνεται από το 1947 έως το 1992, κατά την οποία η επιχείρηση διευθύνεται από τον Μποδοσάκη Αθανασιάδη και στη συνέχεια από το Ίδρυµα Μποδοσάκη. Οι φάσεις της επιχείρησης δεν διακρίνονται ωστόσο από την αλλαγή των προσώπων στη
διεύθυνση, αλλά από τις επιχειρηµατικές στρατηγικές που αναπτύσσονται κατά τη διάρκεια των προαναφερθέντων περιόδων. Τα χαρακτηριστικά της πρώτης φάσης συνοψίζονται: στη δράση της οµάδας επιχειρηµατιών-τεχνικών, στην παρουσία του τραπεζικού κεφαλαίου, στον τεχνολογικό εκσυγχρονισµό, στη δηµιουργία νέων προϊόντων και στην κατάκτηση του παρθένου πεδίου της εσωτερικής αγοράς, στην τάση επέκτασης στις αγορές της ανατολικής Μεσογείου, στη συνεχή διαφοροποίηση της παραγωγής. Στη δηµιουργία νέας εργατικής δύναµης, αυτής του υαλουργείου, και στην εφαρµογή σύγχρονων µεθόδων για τη συγκράτησή του. Στη δεύτερη φάση, τη µεταπολεµική, συνεχίζεται ο τεχνολογικός εκσυγχρονισµός των µονάδων. Ωστόσο, ο προσανατολισµός της παραγωγής και η συγκρότηση των κεφαλαίων παρουσιάζει σηµαντικές διαφοροποιήσεις από την προηγούµενη περίοδο. Τα κεφάλαια προέρχονται από τις χρηµατοδοτήσεις του σχεδίου Μάρσαλ, από προνοµιακές συµβάσεις µε το ηµόσιο και από την έλευση µεγάλων ξένων επενδύσεων. Η παραγωγή προσανατολίζεται προς την εντατικότερη εκµετάλλευση του µεταλλευτικού πλούτου, προς τη λογική της ταχείας απόδοσης των επενδύσεων, προς τον περιορισµό της παραγωγής και την εξειδίκευση σε ορισµένους τοµείς. Η αλλαγή του προσανατολισµού στην παραγωγή συνδέεται και µε τον διεθνή ανταγωνισµό, ο οποίος κάνει αισθητή την παρουσία του στα µεταπολεµικά χρόνια στην εσωτερική αγορά των λιπασµάτων, των χηµικών προϊόντων και των υαλουργικών ειδών αλλάζοντας το τοπίο και το πεδίο δράσης της ΑΕΕΧΠΛ. Στην περίπτωση του υαλουργείου, η αλλαγή του προσανατολισµού στην παραγωγή υπήρξε καταλυτική. (βλ.παράρτηµα, πίνακα 10) Με την ίδρυση των «Ελληνικών Υαλουργείων- Οwens», το εργοστάσιο της ραπετσώνας περιόρισε σταδιακά την παραγωγή φιαλοειδών και επιτραπέζιων ειδών, µεταβίβασε το τµήµα αυτό της παραγωγής στο εργοστάσιο της Ελευσίνας και περιορίστηκε στην εντατικότερη, εξειδικευµένη παραγωγή υαλοπινάκων επενδύοντας µάλιστα σε νέους κλιβάνους. Η εξειδίκευση της υαλουργικής παραγωγής αποδείχθηκε µόνο πρόσκαιρα επιτυχής, καθώς η αντιστροφή της συγκυρίας µε τη µείωση της οικοδοµικής δραστηριότητας στα τέλη της δεκαετία του 1970 και ο διεθνής ανταγωνισµός επέφεραν µείωση του κύκλου εργασιών και ζηµιογόνες χρήσεις του υαλουργείου.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Πίνακας 5 Παραγωγή λιπασµάτων, 1939-1958 (σε τόννους) έτος απλά υπερφωσφορικά πυκνά υπερφωσφορικά 1938 89.498 9.000 1939 76.564 2.303 1947 58.919 5.460 1950 54.510 7.588 1953 118.911 990 1955 216.883 4.457 1958 214.188 - Πίνακας 6 Παραγωγή λιπασµάτων, 1963-1980 (σε τόννους) έτος αραιά σύνθετα µικτά 1963 238. 111 11.490 62.734 1970 121.311 20.853 54.360 1975 110.688 56.700 78.536 1980 58.330 122.970 8.094
Πίνακας 7 Παραγωγή φωσφοροθειϊκής αµµωνίας, 1939-1980 (σε τόννους) 1939 30.998 1953-1954 23.661 1955 31.899 1960 168.071 1965 108.160 1975 147.340 1980 208.450 Πίνακας 8 Παραγωγή θειϊκού οξέος, 1939-1983 (σε τόννους) 1938 69.208 1939 74.777 1946 42.657 1947 49.512 1950 48.596 1953 78.650 1955 152.378 1958 117.276 1960 174.787 1965 130.195 1970 174.293 1975 227.107 1980 290.970 1983 347.080