Οι τρεις πολιτικές και κοινωνικές κρίσεις που σηµάδεψαν τη γαλλική κοινωνία και πολιτική ζωή την πρόσφατη χρονική περίοδο Η γαλλική κοινωνία και η γαλλική πολιτική ζωή σηµαδεύτηκαν τον τελευταίο χρόνο από τρεις σοβαρές πολιτικές και κοινωνικές κρίσεις. Η πρώτη ήταν απόρροια του Όχι στο δηµοψήφισµα για την επικύρωση της Συνταγµατικής Συνθήκης. Η δεύτερη προέκυψε από τα βίαια επεισόδια στα Παρισινά προάστια και η τρίτη κρίση σηµαδεύτηκε από τη σύγκρουση φοιτητών και κυβέρνησης γύρω από ένα νόµο για την ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας. Το κοινό χαρακτηριστικό και των τριών περιπτώσεων είναι η εµπλοκή στη σχέση κοινωνίας και πολιτικού συστήµατος στη Γαλλία. Μια κρίση εµπιστοσύνης, χαρακτηρίζει αυτή τη σχέση ανάµεσα στους Γάλλους πολίτες και τους αντιπροσώπους τους. Η γαλλική κουλτούρα χαρακτηρίζεται από τον συγκρουσιακό της χαρακτήρα. Απλώς στις µέρες τα πράγµατα δείχνουν εκτός ελέγχου. Το γαλλικό δηµοψήφισµα για την επικύρωση του ευρωσυντάγµατος υπήρξε ένα από τα πιο σηµαντικά πολιτικά γεγονότα των τελευταίων χρόνων στην Ευρώπη. Πέρα από τις αναµφίβολες συνέπειες που είχε το ίδιο το αποτέλεσµα για το ευρωπαϊκό οικοδόµηµα και την προοπτική του, το δηµοψήφισµα ανέδειξε προβληµατισµούς για τις αιτίες που προκάλεσαν την άρνηση των Γάλλων πολιτών να επικυρώσουν µια συνθήκη που προωθήθηκε σε ευρωπαϊκό επίπεδο από την δική τους πολιτική ηγεσία και υποστηρίχτηκε από την πλειοψηφία της γαλλικής πολιτικής ελίτ. Όταν στις 14 Ιουλίου 2004, κάτω από την πίεση του συνόλου των πολιτικών κοµµάτων, ο πρόεδρος της Γαλλικής Δηµοκρατίας Jacques Chirac, ανακοίνωσε την πρόθεση του να διοργανώσει δηµοψήφισµα για την επικύρωση της συνταγµατικής συνθήκης δηλώνοντας ταυτόχρονα ότι «δεν πιστεύω πως ένας αρχηγός κράτους άξιος του ονόµατος µπορεί σοβαρά να αµφισβητήσει τον θετικό χαρακτήρα αυτής της
συνταγµατικής συνθήκης» 1, λίγοι µπορούσαν να φανταστούν αυτό που επρόκειτο να συµβεί µερικούς µήνες αργότερα. Εξάλλου, οι πρώτες δηµοσκοπήσεις που πραγµατοποιήθηκαν το φθινόπωρο του 2004 σε µια κοινή γνώµη που δεν έδειχνε ακόµη µεγάλο ενδιαφέρον εκτιµούσαν πως η συνθήκη θα γινόταν αποδεκτή από τους ψηφοφόρους µε ποσοστά που κυµαίνονταν γύρω στο 65%. Σε πολιτικό επίπεδο οι οπαδοί του Όχι περιορίζονταν κυρίως ανάµεσα στους παραδοσιακούς ευρωσκεπτικιστές ψηφοφόρους της κοµµουνιστικής αριστεράς και άκρας δεξιάς, στοιχείο καταγεγραµµένο αρκετά χρόνια τώρα. Έτσι, στη χειρότερη περίπτωση, για τους υποστηρικτές του Ευρωσυντάγµατος, τα πράγµατα θεωρείτο πως θα οδηγούσαν σε µια αναπαραγωγή του αποτελέσµατος του δηµοψηφίσµατος του 1992 που είχε δώσει µια οριακή πλειοψηφία στους οπαδούς της συνθήκης του Μάαστριχ. Βέβαια, αν και η συγκυρία έδειχνε να έχει κάποιες αναλογίες µε το 1992 (αυξηµένη ανεργία, εργασιακή ανασφάλεια, πολιτική δυσαρέσκεια) πολλά πράγµατα είχαν αλλάξει από τότε. Στις 28 Φεβρουαρίου 2005, η γαλλική εθνοσυνέλευση µε µεγάλη πλειοψηφία επικύρωσε τη συνταγµατική συνθήκη. Περίπου εννέα στους δέκα αντιπροσώπους στην εθνοσυνέλευση ψήφισαν υπέρ. Τρεις µήνες αργότερα, οι γάλλοι ψηφοφόροι θα απορρίψουν τη συνθήκη µε ποσοστό 55% περίπου. Σε ένα τόσο σηµαντικό θέµα η διάσταση απόψεων ανάµεσα στους πολίτες και τους αντιπροσώπους τους στο κοινοβούλιο δεν µπορούσε να περάσει απαρατήρητη. Η κρίση αντιπροσώπευσης δείχνει κραυγαλέα. Το «σέϊκερ του όχι», όπως ειρωνικά είχε αποκαλέσει ο Λιονέλ Ζοσπέν το σύνολο των δυνάµεων που αντιτίθονταν στη συνθήκη, έδειχνε να έρχεται από τη «βαθιά Γαλλία» ως αποτέλεσµα βαθύτερων και µακροχρόνιων κοινωνικών και πολιτικών διεργασιών. Αυτή η κρίση του γαλλικού κοµµατικού συστήµατος είχε ήδη δείξει τα σηµάδια της τρία χρόνια νωρίτερα όταν στις προεδρικές εκλογές του 2002, οι ψηφοφόροι προς έκπληξη των ιδίων προτίµησαν να στείλουν στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών τον ακροδεξιό υποψήφιο πρόεδρο του Εθνικού Μετώπου, τον Ζαν Μαρί Λεπέν εις βάρος του σοσιαλιστή πρωθυπουργού Λιονέλ 1 Le Monde, 15 Ιουλίου 2004.
Ζοσπέν. Ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία της πέµπτης Γαλλικής Δηµοκρατίας που δεν αναµετρήθηκε ένας δεξιάς υποψήφιος µε έναν αριστερό αλλά ένας δεξιός µε έναν ακροδεξιό. Περισσότερο, λοιπόν, και από την έκφραση της διαφωνίας τους σε αυτήν καθεαυτή τη συνθήκη, οι Γάλλοι εξέφρασαν την έλλειψη εµπιστοσύνης στις πολιτικές τους ελίτ για τη διαχείριση του µέλλοντος τους και την αβεβαιότητα τους για τις συνθήκες ζωής και εργασίας που διαµορφώνονται στον ευρωπαϊκό χώρο. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο πως το 62% των ερωτηθέντων (και το 76% όσων δήλωσαν πως ψήφισαν Όχι) επιθυµούσε την παραίτηση του πρωθυπουργού την επόµενη του δηµοψηφίσµατος 2. Στο δηµοψήφισµα για τη συνταγµατική συνθήκη είδαµε να συντελούνται δύο ταυτόχρονες διεργασίες: ένα είδος εξευρωπαϊσµού της γαλλικής πολιτικής ζωής καθώς το βασικό διακύβευµα που υπήρξε η επικύρωση της Συνθήκης υποχρέωσε τις πολιτικές ελίτ αλλά και την κοινή γνώµη σε µια ευρωπαϊκή θεώρηση των γαλλικών προβληµάτων, γεγονός που συνέβαλε στη διαµόρφωση ενός πυκνού και σοβαρού διαλόγου για το µέλλον της Ευρώπης. Παράλληλα όµως, διαπιστώθηκε πως το διακύβευµα της ευρωπαϊκής προοπτικής υπέστη ένα είδος εθνικοποίησης. Η εσωτερική πολιτική ζωή, οι διαφωνίες στους κόλπους των κοµµάτων, η οικονοµική κρίση στο εσωτερικό της χώρας, έδειξαν να επηρεάζουν σε σηµαντικό βαθµό το εκλογικό σώµα. Ποιο από τα δύο ζητήµατα κυριάρχησε στην συνείδηση των Γάλλων πολιτών την ώρα που πήγαιναν προς την κάλπη, η Γαλλία µέσα στην Ευρώπη ή η Ευρώπη µέσα στη Γαλλία, δεν είναι εύκολο να απαντηθεί. Η κρίση στα παρισινά προάστια δεν ήταν κάτι νέο. Είχε εµφανιστεί µε οξυµµένη µορφή ήδη από τη δεκαετία του 80. Δύο πόλεις διεκδικούν την πατρότητα αυτής της κρίσης. Το Παρίσι στο βορά και η Μασσαλία στο νότο. Αυτό που µοιάζει 2 Πηγή: TNS-SOFRES
να άλλαξε τώρα είναι ο συσχετισµός δύναµης ανάµεσα στην αστυνοµία και τις συµµορίες. Αρκετές φορές η γαλλική κοινωνία πληροφορήθηκε από τα ΜΜΕ, πως στα φτωχά προάστια της ανεργίας και της εγκληµατικότητας, συγκρούσεις µεταξύ συµµοριών, ή µεταξύ της αστυνοµίας και οµάδων νεαρών κατέληγαν σε βίαια βράδια. Νέοι άνθρωποι 15 µε 20 ετών συνήθως, αρκετοί από αυτούς µε βεβαρηµένο ποινικό µητρώο, έχοντας εγκαταλείψει το σχολείο, µε προβληµατικές οικογένειες και κλειστοφοβική συµπεριφορά, αποτελούν τους πρωταγωνιστές σε τέτοια περιπετειώδη βράδια. Οι προσπάθειες να βρεθούν αναλογίες µε το Μάη του 68 είναι µάλλον ατυχείς. Τότε ήταν τα παιδιά των ενταγµένων, τώρα τα παιδιά των αποκλεισµένων. Τότε οι µορφωµένοι, τώρα αυτοί που πηδούν από τη µάντρα του σχολείου πολύ νωρίτερα απ όσο θα πρεπε. Εκείνοι τότε µέσα στην αφέλεια τους γεννούσαν στους άλλους τη συµπάθεια. Ετούτοι εδώ µέσα στον πραγµατισµό τους γεννούν το φόβο και την αµηχανία στους γείτονές τους. Εκείνοι οι αριστεροί φοιτητές έγιναν αργότερα µέρος της γαλλικής πολιτικής ελίτ, κάτι σαν τη δική µας γενιά του Πολυτεχνείου, αυτοί εδώ είναι αµφίβολο αν θα καταφέρουν να βρουν σταθερή δουλειά µέσα στους επόµενους µήνες. Το µίσος και ο φόβος αποτελούν συναισθήµατα που συνυπάρχουν σε αυτά τα προάστια όπου τα παιδιά των µεταναστών µεγαλώνουν µαζί µε τα παιδιά της γαλλικής εργατικής τάξης, χωρίς να µπορούν πραγµατικά να νιώσουν πως βρίσκονται από την ίδια πλευρά του λόφου. Το γαλλικό κράτος τους θεωρεί όλους παιδιά της γαλλικής δηµοκρατίας, αλλά οι πολίτες ξέρουν πως πολλές φορές δεν αρκεί ο θεσµικός φορµαλισµός, πρέπει αυτός να αντιστοιχεί και σε κοινωνιολογικές πραγµατικότητες. Η εικοσαετής αυτή κρίση των προαστίων, που στην ουσία δεν είναι παρά η κρίση της γαλλικής κοινωνίας, οικονοµίας και κουλτούρας δίνει απάντηση σε
αρκετές απορίες για την άνοδο του Λεπέν και της ακροδεξιάς στη Γαλλία. Δεν είναι µόνο η ανεργία και τα χαµηλά µεροκάµατα είναι και η ανασφάλεια και ο φόβος για το αµάξι του ή την ακεραιότητα του που συντελούν, είναι και η πληγωµένη περηφάνια ενός λαού που πίστευε πως είναι φάρος για τους άλλους και τα τελευταία χρόνια συνειδητοποιεί πως ζει σε µια κατάσταση παρακµής. Την εξέγερση των «κολασµένων» ακολούθησε η εξέγερση των «προνοµιούχων», των νέων φοιτητών δηλαδή, που θεωρητικά έχουν καλύτερες προοπτικές από αυτές των συνοµηλίκων τους στα προάστεια του Παρισιού ή της Μασαλίας. Ανεξάρτητα του βασικού τους αιτήµατος που αφορούσε την απόσυρση του νόµου για την απασχόληση, στην πραγµατικότητα ήταν η ανασφάλεια, η αβεβαιότητα για το µέλλον τους και το γκρίζο µέλλον που διαµορφώνει αυτήν τη νέα κοινωνική βάση διαµαρτυρίας. Το γαλλικό µοντέλο δείχνει πως δεν είναι ελκυστικό πια. Ούτε για τους δεύτερης, πέµπτης ή δέκατης πέµπτης γενιάς Γάλλους. Γιατί όµως; Η απάντηση δεν βρίσκεται στο ρατσισµό του γαλλικού κράτους και τις ανεπαρκείς προσπάθειες του. Όχι αντίθετα οι γαλλικοί θεσµοί στόχευσαν στην ένταξη των µεταναστών αλλά τα πράγµατα δείχνουν πως αυτό δεν πέτυχε εντελώς. Η απάντηση δεν βρίσκεται ούτε στην κρίση αυτού καθεαυτού του πολιτικού συστήµατος. Παρά τα σοβαρά προβλήµατα της, η Πέµπτη Γαλλική Δηµοκρατία είναι µια δηµοκρατία µε την πραγµατική έννοια της λέξης. Η δυσφορία, λοιπόν, για την κυβερνητική απόδοση σχετίζεται αναµφίβολα µε τα µεγάλα οικονοµικά και κοινωνικά προβλήµατα που µαστίζουν τη Γαλλία τα τελευταία χρόνια: υψηλά ποσοστά ανεργίας, χαµηλοί ρυθµοί ανάπτυξης, αβεβαιότητα για το µέλλον. Δίπλα σε αυτά προστέθηκαν, ο φόβος για την πλήρη απορύθµιση των εργασιακών σχέσεων (αυτό που έµεινε γνωστό ως σχέδιο Μπολκεστάιν) και η αποδοκιµασία της κοινής γνώµης για τη µεταφορά γαλλικών επιχειρήσεων στις χώρες της πρώην ανατολικής Ευρώπης (γνωστό στο Γαλλία ως délocalisation) που έχει ως συνέπεια να χάνονται θέσεις εργασίας για τους Γάλλους πολίτες και να συµπιέζονται
οι µισθοί. Ο Πολωνός υδραυλικός έγινε το σύµβολο, των εργασιακών φόβων των Γάλλων. Σηµαντικό τµήµα των οποίων πιστεύει πως οι πρόσφατα ενταγµένες στην ΕΕ χώρες της Ανατολικής Ευρώπης στηρίζουν την ανάπτυξη τους στη συρρίκνωση του βιοτικού επιπέδου των Γάλλων. Η απάντηση λοιπόν για την κρίση αυτή της γαλλικής κοινωνίας στη σχέση της µε την πολιτική ελίτ φαίνεται να βρίσκεται στο απλό µότο της περιόδου του Κλίντον: It s the economy stupid! Μια οικονοµία σε ύφεση που τα ποσοστά ανεργίας ξεπερνούν το 10% και για τους νέους βρίσκονται στο 25% ενώ και στα προάστια της εργατικής τάξης και των µεταναστών κινούνται γύρω στο 25-30%. Μια τέτοια οικονοµία είναι αδύνατον να συµβάλει σε οποιασδήποτε µορφής κοινωνικής ένταξης και να καλύψει τις προσδοκίες των νέων για καριέρα και κυρίως ευτυχισµένη ζωή. Αντίθετα ενισχύει το µίσος, το φόβο και τις κοινωνικές προκαταλήψεις. Όταν η εργασία γίνεται σπάνιος πόρος, ο ανταγωνισµός γι αυτήν θα γίνεται ολοένα και πιο αδυσώπητος. Σε αυτές τις περιπτώσεις την πληρώνουν πάντοτε οι αδύνατοι. Και το κράτος; Ένα κράτος σαν το γαλλικό αντιµετωπίζει τέτοιες κρίσεις όπως περίπου οι δεινόσαυροι την εποχή των παγετώνων. Μπορεί να κάνει αυτό που έκανε πάντα λίγο καλύτερα, ή λίγο χειρότερα αλλά αυτό: να συνεχίσει να σπαταλά πολύτιµους πόρους, αδύναµο να προσαρµοστεί στις διεθνείς εξελίξεις, και τελικά αδυνατώντας να υποστηρίξει µακροπρόθεσµα αυτούς που έχουν ανάγκη. Αν οι καταστροφές στην Νέα Ορλεάνη, έδειξαν το απάνθρωπο πρόσωπο αλλά και την ανικανότητα των νέο-συντηρητικών επιλογών στην οικονοµία, τις υποδοµές και την κοινωνική πολιτική, οι πρόσφατες ταραχές στη Γαλλία έδειξαν τη χρεοκοπία ενός δυσκίνητου, γραφειοκρατικού κοινωνικού κράτους που ξέρει να σπαταλά για αυτούς που δεν το έχουν ανάγκη, στερώντας από αυτούς που οι δυνατότητες τους δεν το επιτρέπουν. Μαραντζίδης Νικόλαος Επίκουρος Καθηγητής - Τµήµα Β.Σ.Α.Σ. - Πανεπιστήµιο Μακεδονίας Μάιος 2006