ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ F. G. JACOBS της 28ης Οκτωβρίου

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ F. G. JACOBS της 28ης Οκτωβρίου"

Transcript

1 ΣΥΦΑΙΤ κ.λπ. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ F. G. JACOBS της 28ης Οκτωβρίου Στην παρούσα υπόθεση, η Ελληνική Επιτροπή Ανταγωνισμού (στο εξής: Επιτροπή Ανταγωνισμού) ερωτά το Δικαστήριο αν και υπό ποιες συνθήκες μια φαρμακευτική εταιρία με δεσπόζουσα θέση στην αγορά μπορεί, προκειμένου να περιορίσει το παράλληλο εμπόριο των προϊόντων της, να αρνηθεί να καλύψει πλήρως τις παραγγελίες των χονδρεμπόρων φαρμάκων. 2. Καταρχάς, πάντως, πρέπει να εξεταστεί το παραδεκτό της προδικαστικής παραπομπής, ήτοι να εξακριβωθεί αν η Επιτροπή Ανταγωνισμού αποτελεί δικαστήριο δυνάμενο να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο, κατά την έννοια του άρθρου 234 ΕΚ. Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα 3. Προσφεύγοντες της κύριας δίκης είναι 'Ελληνες χονδρέμποροι φαρμάκων. Καθών είναι η φαρμακευτική εταιρία Glaxosmithkline PLC και η θυγατρική της, Glaxosmithkline ΑΕΒΕ (πρώην Glaxowellcome), η οποία εισάγει και διανέμει τα προϊόντα της στην Ελλάδα (από κοινού καλούμενες στο εξής: GSK). 4. Η κύρια δίκη αφορά τον εφοδιασμό με τρία φαρμακευτικά ιδιοσκευάσματα, ήτοι τα φάρμακα Imigran, Lamictal και Serevent, που παρασκευάζονται από την GSK, η οποία διατηρεί και τα δικαιώματα εκμεταλλεύσεως (στο εξής: επίμαχα προϊόντα). 5. Μέχρι τον Νοέμβριο του 2000, η GSK κάλυψε πλήρως τις παραγγελίες των επίμαχων προϊόντων που είχε δεχθεί από τους προσφεύγοντες και άλλους χονδρεμπόρους φαρμάκων. Σημαντικό μέρος των παραγγελιών αυτών εξήχθησαν τότε από τους χονδρεμπόρους σε άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, όπου οι τιμές ήταν πολύ υψηλότερες. 1 Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική. 6. Ωστόσο, από τις αρχές του Νοεμβρίου του 2000, η GSK έπαυσε να δέχεται παραγγελίες από χονδρεμπόρους φαρμάκων και δήλωσε, ότι στο εξής θα προμηθεύει απευθείας τα νοσοκομεία και τα φαρμακεία. Ι

2 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ JACOBS ΥΠΟΘΕΣΗ C-53/03 Υποστήριξε ότι η εξαγωγή των επίμαχων προϊόντων από τους χονδρεμπόρους προκαλούσε σημαντικές ελλείψεις στην ελληνική αγορά. Κατόπιν αυτού, συνέχισε τον εφοδιασμό των χονδρεμπόρων, αλλά εξακολούθησε να αρνείται να ικανοποιήσει πλήρως τις παραγγελίες τους. 7. Η άρνηση αυτή αποτέλεσε το αντικείμενο προσφυγής ενώπιον της Επιτροπής Ανταγωνισμού, κατόπιν καταγγελιών των χονδρεμπόρων φαρμάκων, αλλά και σειράς αιτήσεων με τις οποίες η GSK ζητούσε αρνητική πιστοποίηση της πρακτικής διανομών που εφάρμοζε. 8. Τον Αύγουστο του 2001 η Επιτροπή Ανταγωνισμού διέταξε ασφαλιστικά μέτρα, υποχρεώνοντας την ελληνική θυγατρική τής GSK να ικανοποιεί πλήρως τις παραγγελίες που δεχόταν, υποχρέωση την οποία η εν λόγω εταιρία τήρησε μέχρις του ορίου των ποσοτήτων που της προμήθευε η μητρική εταιρία. Οι ποσότητες αυτές υπερκάλυπταν τις ανάγκες των καταναλωτών στην εσωτερική αγορά, αλλά δεν ικανοποιούσαν τις πολύ μεγαλύτερες παραγγελίες των χονδρεμπόρων. 9. Αφού άκουσε τις απόψεις των ενδιαφερομένων και τις απαντήσεις τους στις ερωτήσεις που τους υπέβαλε η Επιτροπή Ανταγωνισμού αποφάσισε, με απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2003, να αναστείλει την ενώπιόν της διαδικασία και να υποβάλει σειρά προδικαστικών ερωτημάτων στο Δικαστήριο. 10. Με την απόφαση περί παραπομπής, η Επιτροπή Ανταγωνισμού επισημαίνει ότι όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης παρεμβαίνουν στην αγορά για να καθορίσουν τις τιμές των φαρμακευτικών προϊόντων εντός της επικράτειάς τους. Οι κατ' αυτόν τον τρόπο καθοριζόμενες τιμές διαφέρουν ανάλογα με το κράτος μέλος, αλλά οι τιμές στην Ελλάδα διαμορφώνονται παγίως στο πιο χαμηλό επίπεδο όλης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 11. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού λαμβάνει ως δεδομένο ότι η GSK κατέχει δεσπόζουσα θέση, κατά την έννοια του άρθρου 82 ΕΚ, στη σχετική αγορά στην Ελλάδα τουλάχιστον ως προς ένα από τα επίμαχα προϊόντα, το φάρμακο Lamictal. Δεν είναι, ωστόσο, βέβαιη αν η άρνηση της GSK να ικανοποιήσει πλήρως τις παραγγελίες των χονδρεμπόρων φαρμάκων συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου. 12. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού αναγνωρίζει ότι συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική που περιορίζει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών κρίνεται ως ιδιαιτέρως σοβαρή παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ, η οποία αποσκοπεί στον περιορισμό του ανταγωνισμού, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστούν οι επιπτώσεις της στην αγορά, υπό την επιφύλαξη του κανόνα de minimis. Στο πλαίσιο αυτό, μπορεί να θεωρηθεί ότι οποιαδήποτε πρακτική εταιρίας με δεσπόζουσα θέση περιορίζουσα τον ανταγωνισμό αποτελεί, αφ' εαυτής, καταχρηστική συμπεριφορά. Ι

3 ΣΤΦΑΙΤ κ.λπ. 13. Ωστόσο, η Επιτροπή Ανταγωνισμού τονίζει επίσης ότι το άνευ περιορισμών παράλληλο εμπόριο μπορεί να θίξει σοβαρά τα οικονομικά και οργανωτικά συμφέροντα των παρασκευαστών φαρμάκων, μειώνοντας τα έσοδά τους και δημιουργώντας προβλήματα στους οργανωτικούς διακανονισμούς εντός των κρατών μελών για τα οποία προορίζονται οι παράλληλες εισαγωγές. Επιπλέον, κατά την Επιτροπή Ανταγωνισμού, το παράλληλο εμπόριο ευνοεί κυρίως τις επιχειρήσεις που το ασκούν και όχι τον τελικό καταναλωτή των οικείων προϊόντων. Εν πάση περιπτώσει, τα κράτη μέλη είναι οι ουσιαστικοί αγοραστές της πλειονότητας των φαρμακευτικών προϊόντων, μέσω των συστημάτων ασφαλίσεως υγείας, και αν επιθυμούσαν να καταβάλλουν μικρότερο τίμημα, θα είχαν ορίσει αναλόγως την τιμή που ισχύει στην εσωτερική τους αγορά. 14. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού διερωτάται, συνεπώς, αν οι παρασκευαστές που κατέχουν δεσπόζουσα θέση στην αγορά μπορούν να δικαιολογήσουν περιορισμό του εφοδιασμού μιας δεδομένης εθνικής αγοράς, κρίνοντας ότι είναι αναγκαίος για την προστασία των θεμιτών επιχειρηματικών συμφερόντων τους, μέσω του περιορισμού του πλαισίου των παράλληλων εισαγωγών, και, στην περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, ποιοι είναι οι παράγοντες που θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη, προκειμένου να διαπιστωθεί αν η δικαιολόγηση αυτή είναι επαρκής σε συγκεκριμένη περίπτωση. παραγγελίες που της απευθύνουν οι χονδρέμποροι φαρμάκων, η οποία οφείλεται στην πρόθεση της να περιορίσει την εξαγωγική τους δραστηριότητα και μαζί με αυτή τη ζημία που της προκαλεί το παράλληλο εμπόριο, είναι καθεαυτή καταχρηστική υπό την έννοια του άρθρου 82 ΕΚ; Επηρεάζεται η απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα από το γεγονός ότι το παράλληλο εμπόριο καθίσταται ιδιαιτέρως επικερδές για τους χονδρεμπόρους εξαιτίας των διαμορφουμένων με κρατική παρέμβαση διαφορετικών τιμών στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής 'Ενωσης, δηλαδή από το γεγονός ότι στην αγορά φαρμάκων δεν επικρατούν αμιγώς συνθήκες ανταγωνισμού αλλά ένα καθεστώς που διέπεται σε μεγάλο βαθμό από κρατικό παρεμβατισμό; Είναι εν τέλει καθήκον μιας Εθνικής Αρχής Ανταγωνισμού να εφαρμόζει τους κοινοτικούς κανόνες ανταγωνισμού με τον ίδιο τρόπο σε αγορές οι οποίες λειτουργούν ανταγωνιστικά και σε εκείνες στις οποίες ο ανταγωνισμός στρεβλώνεται από κρατικές παρεμβάσεις; 15. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή Ανταγωνισμού υποβάλλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα: «1) Η άρνηση μιας επιχείρησης με δεσπόζουσα θέση να ικανοποιήσει πλήρως τις 2) Εφόσον το Δικαστήριο θεωρήσει ότι ο περιορισμός του παραλλήλου εμπορίου, για τους προεκτεθέντες λόγους, δεν αποτελεί σε κάθε περίπτωση καταχρηστική πρακτική, όταν ασκείται από επιχείρηση με δεσπόζουσα θέση, πώς θα αποτιμηθεί η τυχόν καταχρηστικότητα; Ι

4 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ JACOBS ΥΠΟΘΕΣΗ C-53/03 Ειδικότερα: i) Επηρεάζεται η απάντηση εκ του ότι ο τελικός καταναλωτήςασθενής περιορισμένο οικονομικό όφελος έχει από το παράλληλο εμπόριο; α) Είναι πρόσφορο το κριτήριο του ποσοστού υπέρβασης της κανονικής εγχώριας κατανάλωσης ή/και της ζημίας που υφίσταται επιχείρηση με δεσπόζουσα θέση σε σχέση με τον όλο κύκλο εργασιών της και την όλη κερδοφορία της; Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης πώς προσδιορίζεται το ύψος του ως άνω ποσοστού υπέρβασης και το ύψος της ως άνω ζημίας, το τελευταίο ως ποσοστό στον κύκλο εργασιών και στο σύνολο των κερδών, πέραν του οποίου καθίσταται καταχρηστική ή μη η εν λόγω συμπεριφορά; β) Είναι πρόσφορη μία προσέγγιση στάθμισης συμφερόντων, και σε καταφατική απάντηση ποια είναι τα συμφέροντα που θα αποτελέσουν αντικείμενο σύγκρισης; Ειδικότερα: ii) Λαμβάνονται, και σε ποιο βαθμό, υπόψη τα συμφέροντα των κοινωνικοασφαλιστικών οργανισμών για φθηνότερα φάρμακα; γ) Ποια άλλα κριτήρια και ποιες άλλες προσεγγίσεις θεωρούνται πρόσψορα(ες) εν προκειμένω;» 16. Οι γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν διάφοροι προσφεύγοντες συνοψίζονται σε τέσσερις κατηγορίες: του Συνεταιρισμού Φαρμακοποιών Αιτωλίας & Ακαρνανίας (ΣΥΦΑΙΤ) και δεκαπέντε άλλων επιχειρήσεων (στο εξής: πρώτη ομάδα προσφευγόντων) του Πανελληνίου Συλλόγου Φαρμακαποθηκάριων, της Κ. Π Μαρινόπουλος Ανώνυμος Εταιρία εμπορίας και διανομής φαρμακευτικών προϊόντων, της Ιωνάς Στρούμσας ΕΠΕ και της Φαρμακαποθήκης Pharma Group Μεσσηνίας ΑΕ (στο εξής: δεύτερη ομάδα προσφευγόντων) του Φαρμακευτικού Συνδέσμου Ανώνυμη Εμπορική Εταιρία (στο εξής: τρίτη ομάδα προσφευγόντων) της Interfarm Α. Αγγελάκου & Σία ΟΕ και τριάντα εννέα άλλων επιχειρήσεων (στο εξής: τέταρτη ομάδα προσφευγόντων). Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν επίσης η GSK, η Επιτροπή και η Σουηδική Κυβέρνηση. Με εξαίρεση τη Σουηδική Κυβέρνηση, οι λοιποί διάδικοι ή κατηγορίες διαδίκων της κύριας δίκης παρέστησαν και υπέβαλαν παρατηρήσεις κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου. Ι

5 Επί του παραδεκτού 17. Κατά το άρθρο 234, παράγραφος 2, ΕΚ, δυνατότητα υποβολής προδικαστικών ερωτημάτων στο Δικαστήριο έχει μόνον ένα «δικαστήριο κράτους μέλους». Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει σαφώς ότι η έννοια του «δικαστηρίου» αποτελεί έννοια του κοινοτικού δικαίου. 18. Κατά τη νομολογία, για να εκτιμηθεί αν ένα όργανο είναι δικαστήριο, κατά την έννοια του άρθρου 234 ΕΚ, λαμβάνονται υπόψη ένα σύνολο στοιχείων, όπως είναι η ίδρυση του οργάνου αυτού με νόμο, η μονιμότητά του, η εκ μέρους του οργάνου αυτού εφαρμογή των κανόνων δικαίου, ο δεσμευτικός χαρακτήρας της δικαιοδοσίας του, η ανεξαρτησία του, ο κατ' αντιμωλία χαρακτήρας της ενώπιον του διαδικασίας 2, καθώς και το αν η τελική απόφαση του έχει χαρακτήρα δικαστικής αποφάσεως 3. 2 Βλ., μεταξύ Αλλων, την απόψαση της 17ης Σεπτεμβρίου 1997, C-54/96, Dorsch Consult (Συλλογή 1997, σ. Ι-4961, σκέψη 23, και την εκεί παρπτιοέμενη νομολογία), την απόψαση της 21ης Μαρτίου 2000, C-110/98 έως C-147/98, Gabalfrisa κ.λπ. (Συλλογή 2000, σ. Ι-1577, σκέψη 33), και την αιιόψπση της 30ής Μαΐου 2002, C-516/99, Schmid (Συλλογή 2002, σ. Ι- 4573, σκέψη 34). 3 Βλ. τη διάταξη της 18ης Ιουνίου 1980, 138/80, Borker (Συλλογή τόμος 1980/11, σ. 315, σκέψη 4), και τις αποψάσεις της 19ης Οκτωβρίου 1995, C-111/94, Job Centre (Συλλογή 1995, σ. Ι-3361, σκέψη 9), και της 15ης Ιανουαρίου 2002, C-182/00, Luiz GmbH κ.λπ. (Συλλογή 2002, σ. Ι-547, σκέψεις 15 και 16). ΣΥΦΑΙΤ κ.λπ. 19. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού εκτιμά ότι πληροί τις εν λόγω προϋποθέσεις. Η Επιτροπή και η GSK συμμερίζονται την άποψη αυτή. Η δεύτερη και η τέταρτη ομάδα προσφευγόντων της κύριας δίκης αμφισβήτησαν, με τις γραπτές παρατηρήσεις τους, το παραδεκτό της παραπομπής. Ωστόσο, κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, η δεύτερη ομάδα προσφευγόντων μετέβαλε την αρχική θέση τους και αναγνώρισαν ότι η Επιτροπή Ανταγωνισμού μπορούσε να υποβάλει προδικαστικά ερωτήματα δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ. Η Σουηδική Κυβέρνηση δεν προβάλλει ισχυρισμούς επί του παραδεκτού της παραπομπής. 20. Κατά την άποψη μου, σύμφωνα με τα στοιχεία που περιλαμβάνει η απόφαση περί παραπομπής, η Επιτροπή Ανταγωνισμού σαφώς πληροί πολλές από τις προϋποθέσεις τις οποίες το Δικαστήριο έκρινε στο παρελθόν κρίσιμες στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του αν ένα δεδομένο όργανο αποτελεί δικαστήριο. Το άρθρο 8 του νόμου 703/77 για τον έλεγχο των μονοπωλίων και ολιγοπωλίων και για την προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού (στο εξής: νόμος 703/77) έχει ορίσει την Επιτροπή Ανταγωνισμού ως το αρμόδιο όργανο για τον έλεγχο της τηρήσεως των διατάξεων του εν λόγω νόμου. Το όργανο αυτό εκδίδει αποφάσεις εφαρμόζοντας τους κανόνες του εσωτερικού και κοινοτικού δικαίου περί ανταγωνισμού. Πρόκειται για το μοναδικό όργανο που είναι αρμόδιο για την επιβολή των προβλεπόμενων από τον νόμο 703/77 κυρώσεων. Συνεπώς, οι αποφάσεις του έχουν δεσμευτική ισχύ. 21. Τα ανωτέρω διεξοδικώς εξετασθέντα στοιχεία, που αποτελούν πιθανότατα κύρια χαρακτηριστικά κάθε δικαστηρίου, αφορούν, ωστόσο, και μια διοικητική αρχή επιφορτισμένη με τον έλεγχο της τηρήσεως των διατάξεων του δικαίου. 'Ενα στοιχείο που προσιδιάζει περισσότερο σε δικαστήριο είναι η ακρόαση ενώπιον της Επιτροπής Ανταγωνισμού, κατά τη διάρκεια της οποίας οι προσφεύγοντες και οι καθών μπορούν να εκπροσωπηθούν νομίμως και απολαύουν δικονομικών δικαιωμάτων παρεμφερών προς αυτά των διαδίκων σε συνήθη ένδικη διαδικασία. Οι εγγυήσεις αυτές προσδίδουν, Ι

6 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ JACOBS ΥΠΟΘΕΣΗ C-53/03 σε ορισμένο βαθμό, στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής Ανταγωνισμού τον απαιτούμενο χαρακτήρα κατ' αντιμωλίαν διαδικασίας. 22. Παρά την επισήμανση των προαναφερθέντων χαρακτηριστικών της Επιτροπής Ανταγωνισμού, φρονώ ότι επιβάλλεται διεξοδικότερη ανάλυση, προκειμένου να εξακριβωθεί αν η δομή και η σύνθεση της αντιστοιχούν σε αυτές δικαστηρίου και, ειδικότερα, αν παρέχουν τις θεσμικές εγγυήσεις ανεξαρτησίας που χαρακτηρίζουν ένα δικαστήριο. 23. Όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, η Επιτροπή Ανταγωνισμού αποτελείται από εννέα μέλη, τα οποία διορίζονται από τον Υπουργό Ανάπτυξης για τρία έτη. Τέσσερα από τα μέλη επιλέγονται από τον υπουργό από σειρά καταλόγων τριών υποψηφίων τους οποίους καταρτίζουν εμπορικές και βιομηχανικές οργανώσεις. Τα λοιπά μέλη του εν λόγω οργάνου είναι τα εξής: ένα μέλος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ή άλλου ανώτατου δικαστικού οργάνου, δύο πανεπιστημιακοί, από τους οποίους ο ένας είναι νομικός και ο άλλος οικονομολόγος, και δύο επιφανείς προσωπικότητες με την απαιτούμενη εμπειρία. Ο υπουργός διορίζει ως πρόεδρο της Επιτροπής Ανταγωνισμού ένα από τα μέλη της. 24. Το άρθρο 8, παράγραφος 1, του νόμου 703/77 ορίζει ρητώς την Επιτροπή Ανταγωνισμού ως «ανεξάρτητη αρχή» και διευκρινίζει ότι τα μέλη της «απολαύουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας», καθώς και ότι «δεσμεύονται κατά την άσκηση των καθηκόντων τους μόνον εκ του νόμου και της συνειδήσεώς τους». Όπως εξηγεί η Επιτροπή Ανταγωνισμού, η ανεξαρτησία των μελών της εξασφαλίζεται, περαιτέρω, από το ασυμβίβαστο της εκ μέρους τους ασκήσεως οποιασδήποτε επαγγελματικής δραστηριότητας που σχετίζεται με τα ζητήματα των οποίων επιλαμβάνεται. 25. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού διαθέτει γραμματεία, αποστολή της οποίας είναι να ερευνά τις υποθέσεις που υποβάλλονται στην κρίση της Επιτροπής Ανταγωνισμού και να της υποβάλει γραπτώς προτάσεις αποφάσεων. Σύμφωνα με την απόφαση περί παραπομπής, ο πρόεδρος της Επιτροπής Ανταγωνισμού συντονίζει και διευθύνει τη γραμματεία ως προϊστάμενος στο πλαίσιο της ασκήσεως πειθαρχικής εξουσίας. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού, ωστόσο, βεβαιώνει την πλήρη λειτουργική διάκριση της από τη γραμματεία της, επισημαίνοντας ότι ούτε ο πρόεδρος ούτε η Επιτροπή Ανταγωνισμού αναμιγνύονται στη διαμόρφωση των προτάσεων της γραμματείας. 26. Όσον αφορά τη δομή και τη σύνθεση της Επιτροπής Ανταγωνισμού, όπως περιγραφήκε ανωτέρω, έχω αμφιβολίες επί δύο ειδικών ζητημάτων. Πρώτον, θεωρώ σκόπιμο να εξετάζεται, προκειμένου να εκτιμηθεί αν ένα όργανο είναι δικαστήριο, πόσα από τα μέλη του είναι δικηγόροι ή δικαστές. Στην περίπτωση της Ελληνικής Επιτροπής Ανταγωνισμού, σύμφωνα με την απόφαση περί παραπομπής, οι κανόνες προβλέπουν ότι δύο μόνον από τα εννέα συνολικά μέλη πρέπει να είναι νομικοί: το πρώτο μέλος Ι

7 ΣΥΦΑΙΤ κ.λπ. είναι πανεπιστημιακός δάσκαλος και το δεύτερο είτε μέλος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, εν ενεργεία ή όχι, είτε πρώην δικαστής πολιτικού ή διοικητικού δικαστηρίου. Προφανώς δεν προβλέπονται εγγυήσεις ως προς τη νομική κατάρτιση του προέδρου. Κατά την άποψη μου, λαμβανομένου υπόψη του περιορισμένου σχετικώς αριθμού θέσεων στην Επιτροπή Ανταγωνισμού που διατίθενται αποκλειστικώς σε νομικούς, είναι εύλογες ορισμένες αμφιβολίες ως προς το αν το εν λόγω όργανο πρέπει να χαρακτηριστεί ως δικαστήριο. 27. Δεύτερον, όσον αφορά την ανεξαρτησία της Επιτροπής Ανταγωνισμού, οι αμφιβολίες απορρέουν από τις θεσμικές σχέσεις μεταξύ της Επιτροπής Ανταγωνισμού και της γραμματείας της, για τις οποίες έγινε λόγος ανωτέρω 4. υπόθεση, μπορεί να γίνει δεκτό ότι οι λειτουργίες της Επιτροπής Ανταγωνισμού και της γραμματείας της διακρίνονται, κατά την έννοια της αποφάσεως Gabalfrisa, υπό τον όρο ότι η εκ μέρους της γραμματείας εξέταση των φερόμενων παραβάσεων του νόμου 703/77 μπορεί να διακριθεί από τη δικαιοδοτική εξουσία της Επιτροπής Ανταγωνισμού. 29. Φρονώ ότι το ζήτημα που τίθεται εν προκειμένω σχετίζεται στενά με το ερώτημα αν η ενώπιον της Επιτροπής Ανταγωνισμού διαδικασία μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει χαρακτήρα κατ' αντιμωλία διαδικασίας. Η γραμματεία θα μπορούσε να θεωρηθεί ως τρίτος ανεξάρτητος τόσο από την επιχείρηση που αποτελεί το αντικείμενο της έρευνας όσο και από την Επιτροπή Ανταγωνισμού, ως δικαστήριο, μόνον αν υφίσταται ο απαραίτητος βαθμός διακρίσεως των λειτουργιών της από εκείνων της Επιτροπής Ανταγωνισμού. 28. Από την απόφαση του Δικαστηρίου Gabalfrisa 5 προκύπτει σαφώς ότι η λειτουργική διάκριση μεταξύ δικαιοδοτικού οργάνου και διοικητικής αρχής εξασφαλίζει τη δικαστική ανεξαρτησία του εν λόγω δικαιοδοτικού οργάνου. Στην υπόθεση αυτή, το Δικαστήριο έκρινε παραδεκτό το προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε ισπανικό περιφερειακό όργανο αρμόδιο να αποφαίνεται επί φορολογικών ενστάσεων, βασιζόμενο, μεταξύ άλλων, στο ότι οι λειτουργίες του διακρίνονταν από εκείνες των φορολογικών αρχών, οι υπηρεσίες των οποίων είχαν εκδώσει την απόφαση που αποτέλεσε αντικείμενο της ενστάσεως 6. Στην παρούσα 4 Βλ. σημείο Προίπαρατεθεισα στην υποσημείωση 2. 6 Σκέψεις 39 και 40 της αποφάσεως. 30. Μολονότι η απόφαση περί παραπομπής επισημαίνει ότι ο πρόεδρος δεν παρεμβαίνει, στην πράξη, για να επηρεάσει τις έρευνες που διενεργεί η γραμματεία, έχει σαφώς ορισμένου βαθμού εξουσία επί του οργάνου αυτού. Ουδεμία νύξη γίνεται ως προς τους κανόνες ή τα λοιπά μέτρα που έχουν θεσπιστεί προς εξασφάλιση της ανεξαρτησίας της γραμματείας κατά τη διεξαγωγή των ερευνών της. 31. Υπό το πρίσμα των δύο κρίσιμων σημείων που επισήμανα, φρονώ ότι το καθεστώς της Επιτροπής Ανταγωνισμού δεν είναι σαφές. Το όργανο αυτό βρίσκεται, Ι

8 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ JACOBS ΥΠΟΘΕΣΗ C-53/03 κατά την άποψή μου, στο μεταίχμιο μιας δικαστικής αρχής και μιας διοικητικής αρχής με ορισμένα χαρακτηριστικά δικαιοδοτικού οργάνου. 32. Λαμβάνοντας υπόψη τις ανωτέρω σκέψεις, εκτιμώ, ωστόσο, ότι η Επιτροπή Ανταγωνισμού έχει επαρκώς δικαιοδοτικό χαρακτήρα για να χαρακτηριστεί ως δικαστήριο κατά την έννοια του άρθρου 234 ΕΚ. 33. Όσον αφορά τη εμπειρία του εν λόγω οργάνου επί νομικών ζητημάτων, σημειωτέον ότι, πέραν των δυο θέσεων που προορίζονται αποκλειστικώς για νομικούς, δύο ακόμη θέσεις πρέπει να καλύπτονται από έγκριτα πρόσωπα με εμπειρία στον τομέα του εθνικού και κοινοτικού οικονομικού δικαίου ή δικαίου του ανταγωνισμού. Οι εκπρόσωποι του οργάνου περιγράφονται επίσης στην απόφαση περί παραπομπής ως πρόσωπα αναγνωρισμένης φήμης και με εμπειρία στο δίκαιο ανταγωνισμού. Λαμβανομένου επίσης υπόψη ότι τα μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού δεσμεύονται ρητώς να ασκούν τα καθήκοντά τους σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, είμαι πεπεισμένος ότι ο περιορισμένος αριθμός των προοριζόμενων αποκλειστικώς για δικηγόρους ή δικαστές θέσεων δεν αρκεί για να αποκλείσει τον χαρακτηρισμό του εν λόγω οργάνου ως δικαστηρίου. Εν πάση περιπτώσει, θα ήταν εύλογο ένα δικαιοδοτικό όργανο επιλαμβανόμενο υποθέσεων με σύνθετο τεχνικού χαρακτήρα περιεχόμενο, όπως αυτές του δικαίου του ανταγωνισμού, οι οποίες απαιτούν, πέραν των νομικών γνώσεων, ειδίκευση σε οικονομικά και εμπορικά ζητήματα, να επανδρώνεται και με προσωπικό που δεν έχει αμιγώς νομική κατάρτιση. 34. Όσον αφορά το ζήτημα των θεσμικών σχέσεων μεταξύ της Επιτροπής Ανταγωνισμού και της γραμματείας της, φρονώ ότι οι σχέσεις αυτές δεν είναι τόσο καθοριστικές ώστε να κατισχύουν των διαφόρων άλλων στοιχείων που θεμελιώνουν τον δικαιοδοτικό χαρακτήρα ενός οργάνου. Πρώτον, δεν θεωρώ πιθανό ότι η εκ μέρους του προέδρου άσκηση πειθαρχικής εξουσίας επί της γραμματείας επηρεάζει τη διενέργεια μιας έρευνας. Δεύτερον, ακόμη και αν γίνει δεκτή η αντίθετη άποψη, φρονώ ότι ο κίνδυνος να θιγεί η λειτουργική διάκριση κατά τη διάρκεια της έρευνας αποσοβείται από την ακρόαση στην οποία προβαίνει η Επιτροπή Ανταγωνισμού, καθόσον παρέχει στους ενδιαφερόμενους τη δυνατότητα να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους, εξασφαλίζοντας με τον τρόπο αυτό τη λήψη δίκαιης αποφάσεως. 35. Σημειωτέον ότι το Δικαστήριο έχει κηρύξει παραδεκτό ένα προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε αρμόδια για θέματα ανταγωνισμού αρχή, το ισπανικό Tribunal de Defensa de la Competencia 7 Το όργανο αυτό είχε πολλά κοινά χαρακτηριστικά με την Επιτροπή Ανταγωνισμού. Επρόκειτο, επίσης, για μόνιμο όργανο ιδρυθέν εκ του νόμου, αρμόδιο να εφαρμόζει τους κανόνες δικαίου στο πλαίσιο κατ' αντιμωλία διαδικασίας. Το όργανο αυτό αποφαινόταν επίσης κατόπιν εκθέσεως, υποβληθείσας, εν προκειμένω, από χωριστό όργανο 8. 7 Απόφαση της 16ης Ιουλίου 1992.C-67/91, Asociación Española de Banca Privada κλπ. (Συλλογή 1992, σ. Ι-4785). 8 Η διαδικασία με την οποία υποβάλλεται πρόταση από αυτό το χωριστό όργανο έρευνας περιγράφεται στην έκθεση ακροατηρίου, σ Ι

9 ΣΤΦΑΙΤ κ.λπ. 36. Κατά την άποψη μου, κανένα στοιχείο από τις παρατηρήσεις της δεύτερης και της τέταρτης ομάδας προσφευγόντων της κύριας δίκης δεν εγείρει αμφιβολίες ως προς το παραδεκτό του προδικαστικού ερωτήματος. 39. Τρίτον, οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή Ανταγωνισμού παρέλειψε να αποφανθεί επί των καταγγελιών τους εντός της εξάμηνης προθεσμίας που προβλέπει η ισχύουσα νομοθεσία. 37. Οι εν λόγω προσφεύγοντες επισημαίνουν, πρώτον, ότι, μολονότι το άρθρο 8, παράγραφος 1, του νόμου 703/77 κάνει λόγο για την ανεξαρτησία της Επιτροπής Ανταγωνισμού, το όργανο αυτό δεν συγκαταλέγεται στις πέντε ανεξάρτητες αρχές που προβλέπει ρητώς το Ελληνικό Σύνταγμα, όπως αναθεωρήθηκε το Κατά συνέπεια, η Επιτροπή Ανταγωνισμού δεν απολαύει των συνταγματικών εγγυήσεων που παρέχονται στις εν λόγω αρχές. Τα μέλη της δεν διορίζονται βάσει της ειδικής διαδικασίας που προβλέπει το Σύνταγμα. Οι κανόνες που διέπουν τη λειτουργία της δεν προβλέπονται από τη νομοθεσία ο τύπος τους προσομοιάζει μάλλον σε αυτόν της διυπουργικής αποφάσεως. 38. Δεύτερον, οι εν λόγω προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι οι κανόνες διαδικασίας της Επιτροπής Ανταγωνισμού δεν συνάδουν με τις ισχύουσες σήμερα θεμελιώδεις αρχές του δικαίου, διότι δεν παρέχουν στους ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να παρέμβουν στην ενώπιον της Επιτροπής Ανταγωνισμού διαδικασία. 40. Φρονώ ότι κανένας από τους ισχυρισμούς των προσφευγόντων της κύριας δίκης δεν είναι πειστικός. Το γεγονός ότι η Επιτροπή Ανταγωνισμού δεν αναγνωρίζεται από το ελληνικό συνταγματικό δίκαιο ως ανεξάρτητη αρχή ουδόλως αναιρεί το γεγονός ότι η νομοθεσία επιβεβαιώνει την ανεξαρτησία του εν λόγω οργάνου και προβλέπει μέτρα προς εξασφάλιση της εν λόγω ανεξαρτησίας στην πράξη. 41. Περαιτέρω, φρονώ ότι τα δικαστήρια μπορούν νομίμως να αναγνωρίζουν διαβαθμίσεις όσον αφορά τη δυνατότητα που παρέχουν στους ενδιαφερόμενους τρίτους να παρεμβαίνουν σε μια διαδικασία, χωρίς αυτό να θίγει τον δικαιοδοτικό χαρακτήρα τους. Εν πάση περιπτώσει, οι προσφεύγοντες, κατόπιν της προσφυγής τους στην Επιτροπή Ανταγωνισμού, μπόρεσαν να μετάσχουν προσηκόντως στην ενώπιόν της διαδικασία. 42. Τέλος, κατά την άποψη μου, οι καθυστερήσεις στην εξέταση μιας υποθέσεως δεν μπορούν να υπονομεύσουν τον δικαιοδοτικό χαρακτήρα του οργάνου που επιλαμβάνεται της εν λόγω υποθέσεως, μολονότι μπορούν προφανώς να θίξουν την ποιότητα της δικαιοσύνης που απονέμεται. 43. Εξετάστηκαν ήδη τα ειδικά χαρακτηριστικά της Επιτροπής Ανταγωνισμού, όπως Ι

10 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ JACOBS ΥΠΟΘΕΣΗ C-53/03 εκτίθενται στην απόφαση περί παραπομπής. Είναι, ωστόσο, σκόπιμο να εξεταστεί εν συντομία το παραδεκτό του προδικαστικού ερωτήματος από πλευράς της εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού και ειδικότερα του κανονισμού 1/2003, ο οποίος καθιερώνει από 1ης Μαΐου 2004 ένα σύστημα αποκεντρώσεως στην εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού Πρώτον, είναι σκόπιμη η επισήμανση ότι ο κανονισμός 1/2003 αναγνωρίζει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να αναθέτουν τα καθήκοντα μιας αρμόδιας για θέματα ανταγωνισμού αρχής σε όργανα με χαρακτηριστικά δικαστηρίου 10 και περιέχει διατάξεις που σκοπούν στην εξασφάλιση της ανεξαρτησίας των εν λόγω οργάνων Δεύτερον, υπάρχουν, κατά την εκτίμηση μου, πολλοί πρακτικοί λόγοι που συνηγορούν υπέρ του παραδεκτού των προδικαστικών ερωτημάτων που υποβάλλουν τέτοια όργανα. Επιχειρήματα περί οικονομίας της διαδικασίας ενισχύουν την άποψη ότι τα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να υποβάλλονται σε όσο το δυνατόν πρώιμο στάδιο, ώστε να μην χρειάζεται να αχθεί η υπόθεση ενώπιον δευτεροβάθμιου δικαστηρίου προκειμένου να υποβληθεί προδικαστικό ερώτημα. Είναι επίσης δυνατό να υποστηριχθεί τουλάχιστον ότι μια ειδικευμένη σε θέματα ανταγωνισμού αρχή με χαρακτηριστικά δικαστηρίου θα ήταν καταλληλότερη να εντοπίσει τα προβλήματα 9 Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1). 10 Αρθρο 35 και 35η αιτιολογική σκέψη. 11 Βλ., ειδικότερα, άρθρο 35, παράγραφος 4. ανταγωνισμού απ' ό,τι ένα γενικής καθ' ύλην αρμοδιότητας δικαστήριο επιφορτισμένο με τον εκ των υστέρων έλεγχο αποφάσεων του προαναφερθέντος οργάνου. Με την αποκέντρωση του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού, η δυνατότητα υποβολής προδικαστικών ερωτημάτων στο Δικαστήριο εκ μέρους αρμόδιων για θέματα ανταγωνισμού αρχών, των οποίων η δομή συμπίπτει με τη δομή δικαστηρίων, αποτελεί πρόσθετη εγγύηση της ενιαίας εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου. Επιπλέον, είναι σήμερα σαφές ότι οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού έχουν την εξουσία και την υποχρέωση να μην εφαρμόζουν μια εθνική νομοθεσία που επιτάσσει ή ενθαρρύνει συμπεριφορά αντίθετη προς το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ ή ενισχύει τις συνέπειες της εν λόγω συμπεριφοράς, ιδίως όσον αφορά τις συμφωνίες περί καθορισμού τιμών ή κατανομής της αγοράς 12. Η δυνατότητα αυτή προϋποθέτει επίσης κάποιου βαθμού ευελιξία στην εκτίμηση του παραδεκτού των προδικαστικών ερωτημάτων που υποβάλλουν οι εν λόγω αρχές, ώστε να αίρονται οι ενδεχόμενες αμφιβολίες ως προς τους εφαρμοστέους κοινοτικούς κανόνες πριν αποκλειστεί η εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας. 46. Κατά την άποψη μου, τα εν λόγω επιχειρήματα πρακτικού χαρακτήρα συνηγορούν υπέρ της προηγούμενης διαπιστώσεώς μου ότι η παρούσα προδικαστική παραπομπή πρέπει να κριθεί παραδεκτή. Συνεπώς, θα προχωρήσω στην εξέταση των ζητημάτων ουσίας που έθεσε η Επιτροπή Ανταγωνισμού. 12 Απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2003, C-198/01, CIF (που δεν δημοσιεύθηκε ακόμη στη Συλλογή). Ι

11 ΣΥΦΑΙΤ κ.λπ. Επί της ουσίας 47. Καταρχάς, επισημαίνω ότι ορισμένες από τις παρατηρήσεις που κατατέθηκαν αφορούν τον ορισμό της αγοράς και της δεσπόζουσας θέσεως. Τα προδικαστικά ερωτήματα, ωστόσο, λαμβάνουν ως δεδομένο την ύπαρξη δεσπόζουσας θέσεως στις επίμαχες αγορές. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού διαπίστωσε την ύπαρξη δεσπόζουσας θέσεως όσον αφορά ένα από τα επίμαχα προϊόντα, το Lamictal, και δεν ζήτησε από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί των κριτηρίων που άπτονται είτε του ορισμού της αγοράς είτε της υπάρξεως δεσπόζουσας θέσεως Επομένως, θα εξετάσω μόνον το ζήτημα που ουσιαστικώς έθεσε η Επιτροπή Ανταγωνισμού, ήτοι το ζήτημα της καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσεως κατά την έννοια του άρθρου 82 ΕΚ. 48. Συναφώς, η Επιτροπή Ανταγωνισμού ερωτά, πρώτον, αν πρέπει να γίνεται πάντα δεκτό ότι μια φαρμακευτική εταιρία με δεσπόζουσα θέση ενεργεί κατά κατάχρηση της εν λόγω θέσεως, κατά την έννοια του άρθρου 82, για τον μοναδικό λόγο ότι δεν ικανοποιεί όλες τις παραγγελίες που δέχεται προκειμένου να περιορίσει τις εξαγωγικές δραστηριότητες των πελατών της. Δεύτερον, σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, η Επιτροπή Ανταγωνισμού διερωτάται ποιοι είναι οι παράγοντες που καθορίζουν αν μια συμπεριφορά είναι καταχρηστική. 49. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ένας τέτοιος περιορισμός εφοδιασμού είναι καταχρηστικός, εκτός αν η κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση μπορέσει να παράσχει σχετικώς κατάλληλη και επαρκώς θεμελιωμένη ουσιαστική αιτιολογία. Η Επιτροπή εκτιμά ότι κανένα από τα στοιχεία που παρέσχε η Επιτροπή Ανταγωνισμού δεν μπορεί να θεμελιώσει την εν λόγω αιτιολογία. 50. Η Επιτροπή στηρίζει εν μέρει τη διαπίστωση της στο ότι η επίμαχη συμπεριφορά είναι αντίθετη προς τον ανταγωνισμό. Όπως ισχυρίζεται, μια κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση εκμεταλλεύεται καταχρηστικώς τη θέση της όταν αρνείται να παράσχει αγαθά ή υπηρεσίες με σκοπό να περιορίσει ή να αποκλείσει τους πραγματικούς ή δυνητικούς ανταγωνιστές της από μια συγκεκριμένη αγορά και να ενισχύσει τη θέση της στην εν λόγω αγορά. Δεδομένου ότι κάθε απόπειρα παραγωγού να μειώσει τον εφοδιασμό με σκοπό τον περιορισμό του παράλληλου εμπορίου συνήθως υπαγορεύεται από την επιδίωξη περιορισμού του ανταγωνισμού μεταξύ των εταιριών, μια τέτοια μείωση πρέπει κανονικά να θεωρείται καταχρηστική. Η Επιτροπή στηρίζει επίσης εν μέρει την άποψη της στον σκοπό που υπηρετεί η επίμαχη συμπεριφορά, που είναι η κατανομή της αγοράς. Το Δικαστήριο ερμηνεύει παγίως τα άρθρα 81 και 82 ΕΚ υπό την έννοια ότι απαγορεύουν μια συμπεριφορά αποβλέπουσα στην κατανομή της κοινής αγοράς. 51. Οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης και η Σουηδική Κυβέρνηση συμμερίζονται κατ' ουσίαν την άποψη της Επιτροπής. Ι

12 52. Η GSK υποστηρίζει ότι η μείωση του εφοδιασμού εκ μέρους φαρμακευτικής εταιρίας που στόχο έχει να περιορίσει το παράλληλο εμπόριο δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά κατά την έννοια του άρθρου 82 ΕΚ. Η εν λόγω μείωση δεν εμπίπτει στις εξαιρετικές περιστάσεις στις οποίες η άρνηση εφοδιασμού έχει θεωρηθεί καταχρηστική. Λαμβανομένου υπόψη του οικονομικού και κανονιστικού πλαισίου καθώς και της ειδικής καταστάσεως της φαρμακοβιομηχανίας στην Ευρώπη, ο εν λόγω περιορισμός δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά, αλλά μάλλον μέτρο ανάλογης προστασίας το οποίο λαμβάνει μια επιχείρηση για να προστατεύσει τα νόμιμα επιχειρηματικά της συμφέροντα. Έχει η επίμαχη συμπεριφορά, αφ' εαυτής, καταχρηστικό χαρακτήρα; ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ JACOBS ΥΠΟΘΕΣΗ C-53/ Όσον αφορά το πρώτο σκέλος του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, θεωρώ ορθή την άποψη της Επιτροπής και της GSK ότι μια κατέχουσα δεσπόζουσα θέση φαρμακευτική επιχείρηση δεν ενεργεί οπωσδήποτε κατά κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσεως της, όταν αρνείται να ικανοποιήσει πλήρως τις παραγγελίες χονδρεμπόρων φαρμακευτικών προϊόντων, ακόμη και αν σκοπός της είναι να περιορίσει, με την ενέργεια αυτή, το παράλληλο εμπόριο. Η διαπίστωση αυτή προκύπτει σαφώς, κατά την άποψη μου, από τη νομολογία του Δικαστηρίου περί της συμβατότητας της αρνήσεως εφοδιασμού με το άρθρο 82 ΕΚ. Σύμφωνα με τη νομολογία αυτή, όπως θα αποδειχθεί με την ανάλυση που ακολουθεί η οποία πρέπει κατ' ανάγκη να είναι διεξοδική, υποχρέωση εφοδιασμού κατά την έννοια του Ι άρθρου 82 ΕΚ μπορεί να επιβληθεί μόνον κατόπιν εξετάσεως των πραγματικών και οικονομικών δεδομένων και, πάντως, μόνον σε περιορισμένο βαθμό. 54. Η απόφαση Commercial Solvents 13 επιβεβαίωσε για πρώτη φορά ότι μια κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση μπορεί, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να υποχρεωθεί να εφοδιάσει τους πελάτες με τους οποίους έχει ήδη εμπορικές σχέσεις. Η υπόθεση αφορούσε την άρνηση της Commercial Solvents να εξακολουθήσει να εφοδιάζει μια τρίτη επιχείρηση, τη Zoja, με πρώτες ύλες που ήταν απαραίτητες για την παρασκευή παράγωγου προϊόντος και που μπορούσε να προμηθεύσει αποκλειστικώς η Commercial Solvents. Η άρνηση οφειλόταν στην απόφαση της Commercial Solvents να ασκήσει ανταγωνισμό στη Zoja στη δευτερογενή αγορά του εν λόγω παράγωγου προϊόντος. Το Δικαστήριο έκρινε ότι μια επιχείρηση με δεσπόζουσα θέση στην αγορά πρώτων υλών, η οποία χρησιμοποιεί την εν λόγω πρώτη ύλη αποκλειστικώς για την παρασκευή ίδιων παράγωγων προϊόντων και αρνείται να προμηθεύσει έναν πελάτη που παρασκευάζει ο ίδιος τα εν λόγω παράγωγα προϊόντα, εκμεταλλεύεται καταχρηστικώς τη δεσπόζουσα θέση της, αλλά μόνον εφόσον ενεργεί «με κίνδυνο να εξαφανίσει κάθε ανταγωνισμό από μέρους του πελάτη αυτού» Στην απόφαση United Brands 15, μια επιχείρηση με δεσπόζουσα θέση στην παρα- 13 Απόφαση της 6ης Μαρτίου 1974, 6/73, Istituto Chemioterapico Italiano and Commercial Solvents κατά Επιτροπής, (Συλλογή τόμος 1974, σ. 113). 14 Σκέψη 25 της αποφάσεως. 15 Απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 1978,27/76, United Brands κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1978, σ. 75.

13 γωγή μπανανών (UBC), η οποία ασκούσε εμπορικές δραστηριότητες με την επωνυμία Chiquita, έπαυσε να εφοδιάζει ένα καλλιεργητή/διανομέα, όταν αυτός, χωρίς να έχει συνάψει σχετική συμφωνία με την κατέχουσα δεσπόζουσα θέση εταιρία, άρχισε να προωθεί την πώληση μπανανών ενός ανταγωνιστή παραγωγού και να ασχολείται λιγότερο με την καλλιέργεια των μπανανών της UBC. Το Δικαστήριο έκρινε ότι «πρέπει να σημειωθεί ευθύς εξαρχής ότι η επιχείρηση που κατέχει δεσπόζουσα θέση ως προς τη διανομή ενός προϊόντος η οποία απολαύει του κύρους ενός γνωστού και εκτιμώμενου από τους καταναλωτές σήματος δεν επιτρέπεται να διακόψει την παράδοση προϊόντων της προς ένα παλιό πελάτη ο οποίος τηρεί τις εμπορικές συνήθειες, εφόσον οι παραγγελίες του τελευταίου δεν παρουσιάζουν καμία ανωμαλία» Το Δικαστήριο έκρινε ότι η εν λόγω συμπεριφορά ήταν ασυμβίβαστη με το άρθρο 82 ΕΚ, «καθόσον η άρνηση πωλήσεως περιορίζει τις αγορές προς ζημία των καταναλωτών και εισάγει δυσμενείς διακρίσεις που μπορούν να φθάσουν μέχρι τον αποκλεισμό ενός εμπορικώς συνεργαζόμενου από την οικεία αγορά» 17. Το Δικαστήριο αναγνώρισε, ωστόσο, ότι ακόμη και μια επιχείρηση που κατέχει δεσπόζουσα θέση πρέπει να έχει την ευχέρεια να λαμβάνει τα μέτρα που κρίνει πρόσφορα για την προάσπιση των εμπορικών συμφερόντων της, υπό τον όρο ότι η συμπεριφορά της είναι ανάλογη προς την απειλή και δεν σκοπεί στην ενίσχυση ή την κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσεως της επιχειρήσεως 18. ΣΥΦΑΙΤ κ.λπ. 57. Η υπόθεση ΒΡ 19 αφορούσε τον περιορισμό εφοδιασμού στον οποίο προέβη μια κατέχουσα δεσπόζουσα θέση πετρελαϊκή εταιρία κατά την περίοδο της πετρελαϊκής κρίσεως Η ΒΡ προσέβαλε απόφαση της Επιτροπής, η οποία της προσήψε ότι εκμεταλλεύτηκε καταχρηστικώς τη δεσπόζουσα θέση της, όταν περιόρισε τον εφοδιασμό ενός συγκεκριμένου πελάτη ουσιωδώς και σε μεγαλύτερο βαθμό έναντι των λοιπών πελατών, χωρίς η συμπεριφορά της να δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους. Η Επιτροπή έκρινε ότι μια κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση πρέπει να κατανέμει δίκαια τις διαθέσιμες ποσότητες του προϊόντος της σε όλους τους πελάτες, με την επιφύλαξη των ιδιαιτεροτήτων ή των διαφορών της εμπορικής τους καταστάσεως. Σε περίπτωση γενικευμένης κρίσεως στον εφοδιασμό, η εν λόγω επιχείρηση πρέπει, κατά την Επιτροπή, να στρέφεται καταρχάς στους συνήθεις πελάτες της, ο δε περιορισμός του εφοδιασμού των αγοραστών σε περίοδο ανεπάρκειας πρέπει να γίνεται βάσει περιόδου αναφοράς προγενέστερης της περιόδου κρίσεως. Η Επιτροπή πρότεινε να καθοριστεί ως περίοδος αναφοράς χρονικό διάστημα ενός έτους. 58. Ο γενικός εισαγγελέας Warner υποστήριξε ότι ο ορισμός της καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσεως που δέχθηκε η Επιτροπή δεν είχε πρακτική αξία, λαμβανομένης υπόψη της δυσκολίας να καθοριστεί η προτεινόμενη περίοδος αναφοράς και να εκτιμηθεί αν η διαφορετική κατάσταση στην οποία βρίσκονταν οι πελάτες δικαιολογούσε τη διαφορετική μεταχείριση τους 20. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η ΒΡ δεν είχε εκμεταλλευτεί τη δεσπόζουσα θέση της. Ο εν λόγω πελάτης είχε παύσει τις συνήθεις συναλλαγές του με την εν λόγω εταιρία κατά το έτος που 16 Σκέψη 182 της αποψάσεως. 17 Σκέψη 183 της αποψάσεως. 18 Σκέψεις 189 και 190 της αποψάσεως. 19 Απόψαση της 29ης Ιουνίου 1978,77/77, DP κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1978, σ Σελίδα 1539, δεύτερη στήλη. Ι

14 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ JACOBS ΤΠΟΘΕΣΗ C-53/03 προηγήθηκε της κρίσεως. Δεδομένου, επομένως, ότι, όταν εκδηλώθηκε η κρίση, δεν ήταν παρά περιστασιακός πελάτης, η ΒΡ δεν μπορούσε να του επιφυλάξει ίση μεταχείριση με τους παραδοσιακούς πελάτες της 21. Το Δικαστήριο έκρινε, εξάλλου, ότι η περίοδος αναφοράς δεν ισχύει, τουλάχιστον, στην περίπτωση που οι εμπορικές σχέσεις με τον πελάτη διακόπηκαν κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής 22. Τέλος, το Δικαστήριο επισήμανε ότι ο εν λόγω πελάτης είχε τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες που προκάλεσε η κρίση 23. Κατά συνέπεια, δεν εθίγη κατά τρόπο αναμφισβήτητο, άμεσο και ουσιώδη η ανταγωνιστική θέση του στην αγορά και δεν απειλήθηκε με εξαφάνιση Το Δικαστήριο έκρινε, απαντώντας σε ένα από τα προδικαστικά ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου, ότι συνιστά κατάχρηση, κατά την έννοια του άρθρου 82, το γεγονός ότι μια επιχείρηση κατέχουσα δεσπόζουσα θέση σε δεδομένη αγορά επιφυλάσσει γι' αυτή ή για επιχείρηση που ανήκει στον ίδιο όμιλο, χωρίς να υπάρχει αντικειμενική ανάγκη, βοηθητική δραστηριότητα την οποία θα μπορούσε να ασκήσει τρίτη επιχείρηση στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της σε παραπλήσια αλλά διαφορετική αγορά, με κίνδυνο να εξαλειφθεί κάθε ανταγωνισμός εκ μέρους της επιχειρήσεως αυτής. Το Δικαστήριο επισήμανε ότι, στην περίπτωση αυτή, η υπηρεσία που παρέσχε η κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση ήταν απαραίτητη για τις δραστηριότητες άλλης επιχειρήσεως Η υπόθεση Telemarketing 25 είχε ως αφετηρία προσφυγή ενώπιον βελγικού δικαστηρίου με την οποία ζητήθηκε να υποχρεωθεί μια εταιρία μεταδόσεως τηλεοπτικών εκπομπών να παύσει να αρνείται τη διάθεση χρόνου τηλεοπτικής εκπομπής σε μια επιχείρηση με την οποία βρισκόταν σε ανταγωνισμό στη δευτερογενή αγορά υπηρεσιών πωλήσεων διά τηλεφώνου. Η εταιρία μεταδόσεως τηλεοπτικών εκπομπών είχε επίσης αρνηθεί να διαθέσει χρόνο τηλεοπτικής εκπομπής σε διαφημιστές προκειμένου για διαφημιστικά μηνύματα που παρότρυναν τους καταναλωτές να πραγματοποιήσουν τηλεφωνικές κλήσεις, παρά μόνον αν στα εν λόγω μηνύματα χρησιμοποιούταν ο αριθμός τηλεφωνικής κλήσεως που ίσχυε για τις υπηρεσίες πωλήσεως δια τηλεφώνου της εταιρίας. 21 Σκέψεις 28 έως 29 και 32 έως 33 της αποφάσεως. 22 Σκέψη 30 της αποφάσεως. 23 Σκέψη 42 της αποφάσεως. 24 Σκέψη 20 της αποφάσεως. 25 Απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 1985, 311/84, CBEM/CLT και ΙΡΒ («Telemarketing») (Συλλογή 1985, σ. 3261). 61. Όλες οι προεξετασθείσες υποθέσεις αφορούσαν την άρνηση εφοδιασμού πελάτη που είχε ήδη εμπορικές σχέσεις με την οικεία επιχείρηση. Σε ορισμένες άλλες υποθέσεις, το Δικαστήριο ασχολήθηκε με την άρνηση επιχειρήσεως να παράσχει σε τρίτο τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει το δικαίωμα βιομηχανικής ιδιοκτησίας ή την υποδομή της για πρώτη φορά. 62. Στην υπόθεση Volvo/Veng 27, το Δικαστήριο έκρινε ότι η άρνηση ενός κατασκευαστή αυτοκινήτων, δικαιούχου προστατευομένων υποδειγμάτων προκειμένου για τμήματα αμαξώματος αυτοκινήτων, να παράσχει σε τρίτους άδεια να κατασκευάζουν τα εν λόγω τμήματα αμαξώματος με σκοπό την πώληση τους ως ανταλλακτικών δεν συνιστά κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η εξουσία ενός 26 Σκέψεις 25 έως 27 και το διατακτικό της αποφάσεως. 27 Απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1988, C-238/87, Volvo/Veng (Συλλογή 1988, σ.6211). Ι

15 δικαιούχου προστατευομένου υποδείγματος να εμποδίζει τρίτους να κατασκευάζουν και να πωλούν, χωρίς τη συναίνεση του, προϊόντα που αποτελούν υλοποίηση του υποδείγματος συνιστά την ίδια την ουσία του αποκλειστικού του δικαιώματος. Κατά συνέπεια, η άρνηση παροχής τέτοιας άδειας δεν συνιστά, αυτή καθαυτή, κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως. Ωστόσο, η άσκηση του αποκλειστικού αυτού δικαιώματος ενδέχεται να αποτελέσει καταχρηστική συμπεριφορά, αν, για παράδειγμα, η κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση αρνείται αυθαίρετα να προμηθεύσει ανταλλακτικά σε ανεξάρτητα συνεργεία επισκευών, καθορίζει υπέρογκες τιμές των ανταλλακτικών ή αποφασίζει να παύσει την παραγωγή ανταλλακτικών για ορισμένο τύπο αυτοκινήτου, ενώ πολλά αυτοκίνητα αυτού του τύπου εξακολουθούν να κυκλοφορούν στην αγορά Ακολούθως, στην υπόθεση Magill 29, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε την απόφαση του Πρωτοδικείου που απέρριψε την προσφυγή περί ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής, η οποία προσήψε σε ιρλανδικές εταιρίες μεταδόσεως τηλεοπτικών εκπομπών ότι εκμεταλλεύτηκαν καταχρηστικώς τη δεσπόζουσα θέση τους στην αγορά των πληροφοριών σχετικά με τα προγράμματα των εκπομπών τους, επικαλούμενες το δικαίωμά τους πνευματικής ιδιοκτησίας επί των εν λόγω προγραμμάτων, προκειμένου να αποτρέψουν τρίτους από τη δημοσίευση ενός εβδομαδιαίου οδηγού που θα ασκούσε ανταγωνισμό στους οδηγούς που δημοσιεύουν οι εταιρίες μεταδόσεως τηλεοπτικών εκπομπών με τα προγράμματά τους. Το Δικαστήριο έκρινε ότι τα ακόλουθα στοιχεία ασκούν επιρροή στη διαπίστωση της καταχρηστικής εκμεταλλεύσεως δεσπόζουσας ΣΥΦΑΙΤ κ.λττ. θέσεως. Πρώτον, η άρνηση των εταιριών μεταδόσεως τηλεοπτικών εκπομπών να επιτρέψουν τη χρήση των σχετικών με τα προγράμματά τους πληροφοριών, που αποτελούν την απαραίτητη πρώτη ύλη για τη δημιουργία ενός πλήρους εβδομαδιαίου οδηγού τηλεοπτικών προγραμμάτων, εμπόδισε την εμφάνιση ενός νέου προϊόντος, το οποίο οι εταιρίες μεταδόσεως τηλεοπτικών εκπομπών δεν προσέφεραν και για το οποίο υπήρχε εν δυνάμει ζήτηση εκ μέρους των καταναλωτών. Η άρνηση αυτή συνιστά καταχρηστική εκμετάλλευση σύμφωνα με το άρθρο 82, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο β', της Συνθήκης 30. Δεύτερον, η άρνηση αυτή δεν δικαιολογείται 31. Τρίτον, οι εταιρίες μεταδόσεως τηλεοπτικών εκπομπών διατήρησαν, με τη συμπεριφορά τους, την παράγωγη αγορά των εβδομαδιαίων τηλεοπτικών οδηγών, αποκλείοντας οποιονδήποτε ανταγωνισμό στην αγορά αυτή, δεδομένου ότι αρνούνταν την πρόσβαση στις αυτούσιες πληροφορίες που αποτελούν την αναγκαία πρώτη ύλη για τη δημιουργία ενός τέτοιου οδηγού Η υπόθεση Bronner αφορούσε επίσης άρνηση εφοδιασμού 33. Στο πλαίσιο της υποθέσεως αυτής, ζητήθηκε από το Δικαστήριο να κρίνει αν η εκ μέρους ομίλου επιχειρήσεων Τύπου που κατέχουν σημαντικό μερίδιο στην αγορά των ημερησίων εφημερίδων άρνηση να εξασφαλίσει την πρόσβαση στο σύστημα κατ' οίκον διανομής σε εκδότη ανταγωνιστικής εφημερίδας ή να συναινέσει στην εκ μέρους του αγορά από τον όμιλο ορισμένων συμπληρωματικών υπηρεσιών συνιστά κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως κατά την έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης. Το Δικαστήριο επισήμανε ότι, με 28 Σκέψεις 8 και 9 της αποφάσεως. 29 Απόφαση της 6ης Απριλίου 1995, συνεκδικασοειαες υποθέσεις C-241/91 Ρκπι C-242/91 Ρ, Ρ,ΤΕκπι ΙΤΡκατά Επιτροπής (Συλλογή 1995, σ. I-743). 30 Σκέψεις 53 και 54 της αποφάσεως. 31 Σκέψη55 της αποφάσεως. 32 Σκέψη 56 της αποφάσεως. 33 Λκόφπση της 26ης Νοεμβρίου 1998, C-7/97, Brooner (Συλλογή 1998, σ. I-7791) Ι

16 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ JACOBS ΥΠΟΘΕΣΗ C-53/03 τις αποφάσεις του Commercial Solvents και Telemarketing, διαπίστωσε ότι η άρνηση παροχής σε ανταγωνιστή εμπορευμάτων ή υπηρεσιών απαραίτητων για την άσκηση των δραστηριοτήτων του είναι καταχρηστική μόνον εφόσον η επίμαχη συμπεριφορά μπορεί να εξαφανίσει κάθε στοιχείο ανταγωνισμού εκ μέρους του εν λόγω ανταγωνιστή 34. Το Δικαστήριο μνημόνευσε στη συνέχεια την απόφαση Magill, επισημαίνοντας ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η νομολογία αυτή σχετικά με την άσκηση δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας μπορεί να εφαρμοστεί στην άσκηση οποιουδήποτε δικαιώματος ιδιοκτησίας, θα πρέπει ακόμη, για να διαπιστωθεί η ύπαρξη καταχρήσεως, όχι μόνον η άρνηση παροχής της υπηρεσίας της κατ' οίκον διανομής να μπορεί να εξαφανίσει οποιοδήποτε στοιχείο ανταγωνισμού στην αγορά των ημερησίων εφημερίδων εκ μέρους του αιτούντος την υπηρεσία και να μη μπορεί να δικαιολογηθεί αντικειμενικώς, αλλά και η υπηρεσία καθεαυτή να είναι απαραίτητη για την άσκηση της δραστηριότητας αυτού, υπό την έννοια ότι δεν υφίσταται κανένα πραγματικό ή δυνητικό υποκατάστατο του εν λόγω συστήματος της κατ' οίκον διανομής 35. Εν προκειμένω, ωστόσο, δεν ετίθετο τέτοιο ζήτημα Τέλος, με την πρόσφατη απόφαση IMS Health 37, το Δικαστήριο επανεξέτασε τις περιστάσεις υπό τις οποίες η άρνηση μιας κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεως να επιτρέψει τη χρήση του δικαιώματος της πνευματικής ιδιοκτησίας συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά κατά την έννοια του άρθρου 82 ΕΚ. Το Δικαστήριο, στηριζόμενο στην απόφαση Magill, έκρινε ότι, για να 34 Σκέψη Σκέψη 41 της αποφάσεως. 36 Σκέψεις 42 και 44 της αποφάσεως. 37 Απόφαση της 29ης Απριλίου 2004,C-418/01, IMS Health (που δεν δημοσιεύθηκε ακόμη στη Συλλογή). κριθεί καταχρηστική η άρνηση επιχειρήσεως κατόχου δικαιώματος του δημιουργού να παράσχει πρόσβαση σε προϊόν ή υπηρεσία αναγκαία για την άσκηση ορισμένης δραστηριότητας, αρκεί να συντρέχουν σωρευτικώς τρεις προϋποθέσεις, ήτοι η άρνηση να εμποδίζει την εμφάνιση νέου προϊόντος για το οποίο υπάρχει εν δυνάμει ζήτηση εκ μέρους των καταναλωτών να είναι αδικαιολόγητη και να μπορεί να αποκλείσει κάθε μορφή ανταγωνισμού σε μια παράγωγη αγορά Φρονώ ότι από τη νομολογία και την κοινοτική πρακτική μπορούν να αντληθούν τα ακόλουθα συμπεράσματα. Πρώτον, είναι προφανές ότι μια κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση, σε ορισμένες περιπτώσεις, υποχρεούται να εφοδιάζει με τα προϊόντα της ή τις υπηρεσίες της. Αυτό συμβαίνει, για παράδειγμα, όταν μια διακοπή του εφοδιασμού ενδέχεται να θίξει σοβαρά τον ανταγωνισμό μεταξύ της επιχειρήσεως αυτής και του πελάτη στη δευτερογενή αγορά, ή μεταξύ της εν λόγω επιχειρήσεως και των πραγματικών ή δυνητικών ανταγωνιστών της στην αγορά των προσφερομένων προϊόντων ή υπηρεσιών. Σε ελάχιστες δε περιπτώσεις, μια κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση υποχρεούται να εξασφαλίσει πρόσβαση στην υποδομή της ή να παράσχει δυνατότητα ασκήσεως των δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας για πρώτη φορά σε τρίτο. Προς τούτο, πρέπει να αποδειχθεί ότι εθίγη σε ιδιαιτέρως μεγάλο βαθμό ο ανταγωνισμός. 67. Δεύτερον, ωστόσο, είναι επίσης σαφές ότι η υποχρέωση εφοδιασμού που επιβάλλει το άρθρο 82 ΕΚ σε μια κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση εμπίπτει σε διάφορους περιορισμούς. Όπως έκρινε το Δικα- 38 Σκέψη 38 της αποφάσεως. Ι

17 ΣΥΦΑΙΤ κ.λπ. στήριο με την απόφαση United Brands, μια κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση δεν υποχρεούται να ικανοποιήσει τις ασυνήθεις παραγγελίες και μπορεί να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για να προασπίσει τα νόμιμα εμπορικά συμφέροντά της. Ομοίως, στην υπόθεση ΒΡ, μια κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση υπεραμύνθηκε, ενώπιον του Δικαστηρίου, μιας εμπορικής πολιτικής που, κατά την κατανομή των παραγγελιών σε περίοδο ανεπάρκειας προϊόντων, εισήγαγε διάκριση μεταξύ των πελατών της. Επίσης, το Δικαστήριο περιόρισε σταθερά τις υποχρεώσεις των επιχειρήσεων που κατέχουν δεσπόζουσα θέση, παρέχοντάς τους τη δυνατότητα να προβάλουν αντικειμενική αιτιολογία. 68. Τρίτον, τα στοιχεία που καθορίζουν αν η συμπεριφορά μιας επιχειρήσεως που αρνείται τον εφοδιασμό είναι καταχρηστική εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από το οικονομικό και κανονιστικό πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως. Αυτό, εξάλλου, επισήμανε η Επιτροπή με την πρόσφατη απόφαση της Microsoft 39. Σε ανάλογη διαπίστωση προέβη προσφάτως και το Supreme Court των ΗΠΑ Απόφαση της Επιτροπής της 24ης Μαρτίου 2004 σχετικά με διαδικασία δυνάμει ΤΟΥ άρθρου 82 της Συνθήκης ΕΚ (Υπόθεση COMP/C-3/ Microsoft). Η Επιτροπή υποστηρίζει, με το σημείο 555 της αποφάσεως, «ότι δεν είναι πειστική η άποψη ότι θα έπρεπε να υπάρχει εξαντλητικός κατάλογος εξαιρετικών περιστάσεων, καθόσον ενδέχεται η Επιτροπή a limineva μην λάβει υπόψη άλλες περιστάσεις εξαιρετικού χαρακτήρα που αξίζουν να συνεκτιμηθούν κατά την εξέταση μιας αρνήσεως εφοδιασμού». 40 Στην υπόθεση Verizon Communications Inc. κατά Law Offices of Curtís V. Trinko, LLP, που αφορούσε τη συμβατότητα της αρνήσεως εφοδιασμού με το αμερικανικό δίκαιο του ανταγωνισμού, ο J. Scaliaεπισήμανε, εν ονόματι του Supreme Court, ότι «η περί ανταγωνισμού ανάλυση πρέπει πάντα να λαμβάνει υπόψη τη δομή και την ιδιαίτερη κατάσταση του οικείου τομέα, Λαμβανομένου υπόψη του οικονομικού πλαισίου, καθίσταται ευχερέστερη η κατανόηση της σημασίας της κανονιστικής ρυθμίσεως». 69. Υπό το πρίσμα της αναλύσεως αυτής, φρονώ ότι στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση: μια φαρμακευτική εταιρία με δεσπόζουσα θέση στην αγορά, η οποία περιορίζει τον εφοδιασμό με προϊόντα της δεν ενεργεί οπωσδήποτε κατά κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσεως της, κατά την έννοια του άρθρου 82 ΕΚ, μόνο διότι η ενέργεια της αυτή αποσκοπεί στον περιορισμό του παράλληλου εμπορίου. 70. Όπως και η Επιτροπή, φρονώ ότι η πρόθεση περιορισμού του παράλληλου εμπορίου είναι ένα από τα στοιχεία που συνήθως καθιστά καταχρηστική την άρνηση εφοδιασμού εκ μέρους μιας κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεως. Η συμπεριφορά αυτή αποσκοπεί, καταρχήν, στην εξαφάνιση από την αγορά του κράτους μέλους εισαγωγής ενός ανταγωνιστή της επιχειρήσεως που κατέχει δεσπόζουσα θέση. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι δεν είναι, εν πάση περιπτώσει, δυνατό να αποδειχθεί ότι θίγεται αρκούντως ο ανταγωνισμός, μπορεί ωστόσο να υποστηριχθεί, υπέρ της απόψεως αυτής, ότι η επίμαχη συμπεριφορά αποσκοπεί στην κατανομή της αγοράς. 71. Εν προκειμένω, ακόμα και αν υποτεθεί, ή ακόμη διαπιστωθεί, ότι πρόθεση της GSK είναι η κατανομή της αγοράς, αυτή δεν είναι η κύρια πρόθεση της, αλλά μάλλον η αναγκαστική συνέπεια, λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών της αγοράς, της προσπάθειάς της να προασπίσει τα, κατά την εκτίμηση της, νόμιμα εμπορικά συμφέροντα της, αρνούμενη να ικανοποιήσει πλήρως τις παραγγελίες που δέχθηκε. Δεν πρέπει, επομένως, να αποδίδεται στο ζήτημα περί προθέσεως μεγαλύτερη σημασία απ' ό,τι στο ουσιώδες ζήτημα του αν η εν Ι

18 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ JACOBS ΥΠΟΘΕΣΗ C-53/03 λόγω άρνηση δικαιολογείται σε όλες τις περιπτώσεις. 72. Εν πάση περιπτώσει, πάντως, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, είναι σαφές ότι η κοινοτική νομολογία παρέχει στις κατέχουσες δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεις τη δυνατότητα να αποδείξουν ότι η συμπεριφορά τους δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους, ακόμη και αν, εκ πρώτης όψεως, είναι καταχρηστική, ζήτημα που θα εξετάσω ευθύς αμέσως. Ας μου επιτραπεί να προσθέσω ότι η ανάλυση σε δύο στάδια την οποία υπαγορεύει η διάκριση μεταξύ της καταχρηστικής συμπεριφοράς και της αντικειμενικής αιτιολογήσεώς της είναι, κατά την άποψη μου, σε ορισμένο βαθμό τεχνητή. Το άρθρο 82, αντιθέτως προς το άρθρο 81, δεν περιέχει ρητή διάταξη προβλέπουσα παρέκκλιση από μια συμπεριφορά που εμπίπτει στην απαγόρευση που θέτει. Πράγματι, από το γεγονός, αφ' εαυτού, ότι το εν λόγω άρθρο χρησιμοποιεί προς χαρακτηρισμό της εν λόγω συμπεριφοράς τον όρο «καταχρηστική» προκύπτει ότι η συμπεριφορά αυτή ήδη αποδοκιμάζεται, σε αντιδιαστολή προς τους περισσότερο ουδέτερους όρους «παρεμπόδιση, [...] περιορισμό ή [...] νόθευση» του άρθρου 81. Κατά την άποψη μου, είναι, συνεπώς, ορθότερη η άποψη ότι ορισμένα είδη συμπεριφοράς μιας κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεως ουδόλως εμπίπτουν στην κατηγορία της καταχρηστικής εκμεταλλεύσεως δεσπόζουσας θέσεως. Ωστόσο, λαμβανομένου υπόψη ότι η Επιτροπή, υπό το πρίσμα της παλαιότερης κοινοτικής νομολογίας, ανάπτυξε τους ισχυρισμούς της σχετικά με τους αντικειμενικούς λόγους που δικαιολογούν τέτοια συμπεριφορά, ίσως είναι σκόπιμο να εξεταστεί, εν προκειμένω, το εν λόγω ζήτημα. του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, πρέπει επίσης να εξεταστεί αν τα διάφορα στοιχεία που επισημαίνει η Επιτροπή Ανταγωνισμού ασκούν επιρροή όταν εξετάζεται αν μια συμπεριφορά όπως η προκείμενη μπορεί να δικαιολογηθεί από αντικειμενικούς λόγους, ήτοι: το ότι στον ευρωπαϊκό φαρμακευτικό τομέα δεν επικρατεί καθεστώς αυστηρού ανταγωνισμού το ποσοστό στο οποίο οι προμήθειες που διέθεσε η δεσπόζουσα εταιρία υπερβαίνουν την εθνική κατανάλωση ο αντίκτυπος του παράλληλου εμπορίου στον κύκλο εργασιών ή στα κέρδη της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση εταιρίας και ο βαθμός στον οποίο οι τελικοί καταναλωτές/ασθενείς και αγοραστές των προϊόντων επωφελούνται από το παράλληλο εμπόριο. 74. Εκ πρώτης όψεως, είναι δύσκολο να αντικρουστεί η άποψη της Επιτροπής ότι ο περιορισμός του εφοδιασμού με σκοπό την περιστολή του παράλληλου εμπορίου μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, τα πλεονεκτήματα του παράλληλου εμπορίου είναι σαφή: το εν λόγω εμπόριο ενισχύει τον ανταγωνισμό μεταξύ εταιριών, μειώνοντας τις τιμές που εφαρμόζει το κράτος εισαγωγής προς όφελος των καταναλωτών του εν λόγω κράτους. Ωστόσο, κατόπιν ενδελεχέστερης εξετάσεως των ιδιαιτεροτήτων του ευρωπαϊκού φαρμακευτικού τομέα, δεν είμαι πεπεισμένος ότι η δυνατότητα να δικαιολογηθεί η εν λόγω συμπεριφορά από αντικειμενικούς λόγους είναι τόσο περιορισμένη όσο ισχυρίζεται η Επιτροπή. Δικαιολογείται η επίμαχη συμπεριφορά από αντικειμενικούς λόγους; 73. Δεδομένης της αρνητικής απαντήσεως που προτείνω να δοθεί στο πρώτο σκέλος 75. Πράγματι, πολλά χαρακτηριστικά του εν λόγω τομέα που μνημονεύει η Επιτροπή Ανταγωνισμού ασκούν, κατά την άποψη μου, επιρροή στην εκτίμηση της ευθύνης μιας Ι

19 ΣΥΦΑΙΤ κ.λπ. φαρμακευτικής εταιρίας με δεσπόζουσα θέση που περιορίζει τον εφοδιασμό αποσκοπώντας στον περιορισμό του παράλληλου εμπορίου. 76. Τα στοιχεία που, κατά την άποψή μου, πρέπει να ληφθούν υπόψη είναι, πρώτον, η καθολική ρύθμιση των τιμών και της διανομής στον εν λόγω τομέα- δεύτερον, ο πιθανός αντίκτυπος του απεριόριστου παράλληλου εμπορίου στις φαρμακευτικές εταιρίες λαμβανομένων υπόψη των οικονομικών χαρακτηριστικών του τομέα τρίτον, οι συνέπειες του απεριόριστου παράλληλου εμπορίου στους καταναλωτές και τους αγοραστές φαρμακευτικών προϊόντων. Η ρύθμιση των τιμών και της διανομής στον φαρμακευτικό τομέα 78. Τα κράτη μέλη παρεμβαίνουν προκειμένου να περιορίσουν την τιμή των φαρμάκων στην επικράτεια τους. Η παρέμβαση αυτή σκοπεί στην προστασία του προϋπολογισμού των ασφαλιστικών ταμείων προνοίας, τα οποία επιβαρύνονται με το μεγαλύτερο μέρος του κόστους των εν λόγω προϊόντων. Τα κράτη παρεμβαίνουν σε διαφορετικό βαθμό και με διαφορετικές μεθόδους, προκειμένου να καθορίσουν ή να επηρεάσουν την τιμή των φαρμακευτικών προϊόντων. Ορισμένα κράτη μεριμνούν ώστε τα φαρμακευτικά προϊόντα να πωλούνται σε υψηλότερη τιμή από άλλα. Με τον τρόπο αυτό μάλλον αναγνωρίζουν, άμεσα ή έμμεσα, την ανάγκη παροχής στις φαρμακευτικές επιχειρήσεις της δυνατότητας να πραγματοποιούν αρκετά κέρδη ώστε να ενθαρρύνουν τη μελέτη και βελτίωση νέων φαρμακευτικών προϊόντων. Κατά συνέπεια, η τιμή των φαρμακευτικών προϊόντων είναι, καταρχήν, πολύ υψηλότερη σε ορισμένα κράτη μέλη έναντι άλλων. Οι εν λόγω διαφορές στην τιμή μεταξύ κρατών μελών καθιστούν δυνατή για τις επιχειρήσεις την άσκηση παράλληλου εμπορίου. Η Επιτροπή, με μια πρόσφατη ανακοίνωση της που δημοσιεύθηκε πριν από την τελευταία διεύρυνση της Ευρωπαϊκής 'Ενωσης, προέβλεψε ότι η διεύρυνση θα όξυνε ακόμη περισσότερο τις εν λόγω διαφορές Κατά την άποψη μου, δεν μπορεί, προκειμένου για την εκτίμηση μιας συμπεριφοράς όπως η επίμαχη, να μην ληφθεί υπόψη ότι ο φαρμακευτικός τομέας διέπεται, τόσο σε κοινοτικό όσο και σε εθνικό επίπεδο, από καθολικές και ανομοιογενείς ρυθμίσεις, που τον διακρίνουν από όλες τις άλλες βιομηχανίες που δραστηριοποιούνται στον τομέα της παραγωγής ευχερώς εμπορεύσιμων προϊόντων. 79. Η ρύθμιση των τιμών από τα κράτη μέλη είναι εν μέρει μόνον εναρμονισμένη από την κοινοτική νομοθεσία 42. Με την ανακοίνωση του 1998 για την ενιαία αγορά φαρμακευτικών προϊόντων 43, η Επιτροπή διαπίστωσε 41 Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών, «Μια ισχυρότερη ευρωπαϊκή φαρμακευτική βιομηχανία προς όφελος του αοθενούς- 'Εκκληση για δράση», COM(2003) 383 τελικό, σ Σύμφωνα με την οδηγία 89/105/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, σχετικά με τη διαφάνεια των μέτρων που ρυθμίζουν τον καθορισμό των τιμών των φαρμάκων για ανθρώπινη χρήση και την κάλυψη του κόστους των στα πλαίσια των εθνικών ασφαλιστικών συστημάτων υγείας (ΕΕ 1989, L 40, σ. 8), τα κράτη μέλη υποχρεούνται να εξασφαλίζουν ότι οι αποφάσεις στον τομέα του καθορισμού των τιμών και της επιστροφής των καταβληθέντων ποσών λαμβάνονται υπό καθεστώς κλήρους διαφάνειας, χωρίς δυσμενείς διακρίσεις και εντός των τπχθεισών προθεσμιών COM(1998) 588 τελικό. Ι

20 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ JACOBS ΥΠΟΘΕΣΗ C-53/03 ότι η επιλογή θεσπίσεως ενός ενοποιημένου ευρωπαϊκού συστήματος καθορισμού τιμών των φαρμάκων ούτε επιθυμητή ήταν ούτε εφικτή την εποχή εκείνη. Η Επιτροπή επισήμανε ότι «η καθιέρωση του κατάλληλου επιπέδου τιμών στην Κοινότητα θα απέβαινε ιδιαιτέρως δυσχερής. Ο καθορισμός χαμηλού επιπέδου τιμών θα είχε άμεσες θετικές συνέπειες στους στόχους περί ελέγχου των δαπανών για την υγεία (τουλάχιστο για τα κράτη μέλη στα οποία οι σημερινές τιμές είναι υψηλές), αλλά θα μείωνε συνεχώς την ευρωπαϊκή συμβολή στην προσπάθεια ενισχύσεως των επενδύσεων στον τομέα της μελέτης και βελτιώσεως φαρμάκων σε διεθνές επίπεδο, με ενδεχόμενο να παύσουν οι επενδύσεις σε ένα τομέα της ευρωπαϊκής οικονομίας. Ο καθορισμός υψηλού επιπέδου τιμών θα είχε ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της δυνατότητας προσβάσεως στις σχετικές με την υγεία υπηρεσίες των καταναλωτών και ασφαλιστικών φορέων που, λόγω των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών, δεν δύνανται να καταβάλλουν τέτοιο τίμημα» 44. Η Επιτροπή προτίμησε να προτείνει διάφορα μέτρα προοριζόμενα να περιορίσουν τη στρέβλωση του ανταγωνισμού που δύναται να προκαλέσει στην εσωτερική αγορά η ρύθμιση της τιμής των φαρμακευτικών προϊόντων. για τους χονδρεμπόρους φαρμάκων. Η χορήγηση της εν λόγω άδειας προϋποθέτει την τήρηση σειράς ελάχιστων απαιτήσεων Σε πολλά κράτη μέλη, οι φαρμακευτικές επιχειρήσεις και οι χονδρέμποροι φαρμάκων υπέχουν πρόσθετες υποχρεώσεις από το εθνικό δίκαιο, προκειμένου να εξασφαλιστεί η διαθεσιμότητα των φαρμάκων. Για παράδειγμα, όπως εξηγεί η Επιτροπή Ανταγωνισμού με την απόφαση περί παραπομπής, το ελληνικό δίκαιο επιβάλλει σε ορισμένους από τους προσφεύγοντες τη δημοσίου συμφέροντος υποχρέωση να διατηρούν επί μονίμου βάσεως ευρέος φάσματος απόθεμα φαρμακευτικών προϊόντων δυνάμενο να καλύψει τις ανάγκες μιας καθορισμένης γεωγραφικής ζώνης και να εξασφαλίσει την παράδοση των αναγκαίων προϊόντων εντός πολύ σύντομης προθεσμίας σε όλη την έκταση της εν λόγω ζώνης. 82. Το άρθρο 81, παράγραφος 2, της οδηγίας2001/83 περί κοινοτικού κωδικός για τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση επιβάλλει πλέον στους παραγωγούς και διανομείς φαρμακευτικών προϊόντων και την ακόλουθη υποχρέωση: 80. 'Ενα άλλο χαρακτηριστικό της ευρωπαϊκής φαρμακευτικής βιομηχανίας που καταδεικνύει ότι στον τομέα αυτό δεν επικρατούν συνήθεις όροι ανταγωνισμού είναι ότι ρυθμίζεται σε μεγάλο βαθμό η διανομή των φαρμακευτικών προϊόντων τόσο σε κοινοτικό όσο και σε εθνικό επίπεδο. Σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες που διέπουν τον τομέα των φαρμάκων για ανθρώπινη χρήση, τα κράτη μέλη πρέπει να θεσπίζουν σύστημα χορηγήσεως αδείας 44 Σημείο 11. «Ο κάτοχος της άδειας κυκλοφορίας φαρμάκου καθώς και οι διανομείς του φαρμάκου αυτού που έχει όντως κυκλοφορήσει στην αγορά κράτους μέλους εξασφαλίζουν, εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων τους, τον κατάλληλο και συνεχή εφοδιασμό της 45 Οι σχετικές διατάξεις περιέχονται στον τίτλο VII της οδηγίας 2001/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Νοεμβρίου 2001, περί κοινοτικού κώδικός για τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση (ΕΕ 2001, L 311, σ. 67), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2004/27/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004 (ΕΕ L 136, σ. 34). Ι

21 ΣΥΦΑΙΤ κ.λπ. αγοράς με το φάρμακο αυτό των φαρμακείων και των προσώπων που έχουν άδεια να διαθέτουν φάρμακα, ώστε να καλύπτονται οι ανάγκες των ασθενών του εν λόγω κράτους μέλους». είναι προφανώς η δημοσίου συμφέροντος υποχρέωση που τους επιβάλλεται να διατηρούν ποσότητες αποθέματος αρκετές για να ικανοποιήσουν τη ζήτηση σε εθνικό επίπεδο. Η κατανομή της αγοράς που συνεπάγεται ο περιορισμός του εφοδιασμού απορρέει από τα μέτρα των εθνικών αρχών του κράτους εξαγωγής. 83. Κατά την άποψη μου, η εθνική και κοινοτική ρύθμιση ασκεί από πολλές απόψεις επιρροή στην εκτίμηση μιας συμπεριφοράς όπως η επίμαχη. 84. Πρώτον, η εν λόγω ρύθμιση αναδεικνύει τον βαθμό της λογικής και της αναλογικότητας που προσιδιάζουν στον περιορισμό του εφοδιασμού. Όταν φαρμακευτικές επιχειρήσεις επιχειρούν να παρεμποδίσουν το παράλληλο εμπόριο, δεν επιδιώκουν να διατηρήσουν τις διαφορές τιμών για τις οποίες οι ίδιες ευθύνονται, αλλά να αποτρέψουν τις συνέπειες μιας ενδεχόμενης γενικευμένης εντός της Κοινότητας εφαρμογής των ιδιαιτέρως χαμηλών τιμών που τους επιβάλλονται εντός ορισμένων κρατών μελών. 85. Ο περιορισμός του εφοδιασμού, αφ' εαυτού, δεν εμποδίζει ούτε τους χονδρεμπόρους να εξάγουν τα προϊόντα που προμηθεύονται. Κανονικά, ένας τέτοιος περιορισμός δεν θα αρκούσε για να αποτρέψει την άσκηση παράλληλου εμπορίου, σε περιπτώσεις όπου υφίστανται διαφορές τιμών μεταξύ κρατών μελών. Τα προϊόντα που παραδίδονται εντός κράτους μέλους που εφαρμόζει χαμηλές τιμές θα εξάγονταν, ανεξαρτήτως της ποσότητας τους, και η επιχείρηση δεν θα είχε συμφέρον να εφοδιάσει το εν λόγω κράτος. Στη φαρμακοβιομηχανία, ο παράγοντας που εμποδίζει τους χονδρεμπόρους να εξάγουν τα προϊόντα που τους παραδίδονται 86. Δεύτερον, η νομική και ηθική υποχρέωση των φαρμακευτικών επιχειρήσεων με δεσπόζουσα θέση να διατηρούν σταθερό τον εφοδιασμό σε κάθε κράτος μέλος εγείρει αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον είναι εύλογη και ανάλογη η υποχρέωση που τους επιβάλλεται να προμηθεύουν, εντός ενός κράτους μέλους στο οποίο οι τιμές είναι χαμηλές, χονδρεμπόρους που προτίθενται να εξαγάγουν τα προϊόντα που προμηθεύτηκαν. Δεν είναι σαφές αν μια φαρμακευτική εταιρία μπορεί να αποσύρει ένα προϊόν από την αγορά κράτους μέλους που του επιβάλλει την υποχρέωση να εφαρμόζει χαμηλές τιμές. Φρονώ ότι η εν λόγω απόσυρση προσκρούει σε δύο νομικά κωλύματα. Αφενός, το άρθρο 82 ΕΚ μπορεί να περιορίσει τις περιπτώσεις στις οποίες μια κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση δύναται να διακόψει τις τρέχουσες εμπορικές σχέσεις της, τουλάχιστο χωρίς εύλογη προθεσμία καταγγελίας. Αφετέρου, το άρθρο 81 της οδηγίας 2001/83/ΕΚ επιβάλλει στις φαρμακευτικές επιχειρήσεις, εντός των ορίων της ευθύνης τους, την υποχρέωση να εξασφαλίζουν τον προσήκοντα και αδιάλειπτο εφοδιασμό των φαρμακείων και των εξουσιοδοτημένων να προμηθεύουν ιατρικά προϊόντα προσώπων με ένα εγκεκριμένο ιατρικό προϊόν που διατίθεται πράγματι στην αγορά κράτους μέλους, ώστε να καλύπτονται οι ανάγκες των ασθενών στο εν λόγω κράτος μέλος. Οι ακριβείς παράμετροι της υποχρεώ- Ι

22 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ JACOBS ΥΠΟΘΕΣΗ C-53/03 σεως αυτής δεν έχουν ακόμη διευκρινιστεί, αλλά, προφανώς, μπορεί αυτή να περιορίσει τη δυνατότητα μιας φαρμακευτικής επιχειρήσεως να αποσύρει ένα προϊόν που έχει ήδη διατεθεί στο εμπόριο εντός συγκεκριμένου κράτους μέλους. 87. Τρίτον, η ρύθμιση της διανομής φαρμακευτικών προϊόντων στην Ευρώπη στηρίζεται σε χωριστό εθνικό οργανωτικό σύστημα, το οποίο, προκειμένου να εξασφαλίσει τον επαρκή εφοδιασμό στο έδαφος κάθε κράτους μέλους, επιβάλλει υποχρεώσεις στις φαρμακευτικές επιχειρήσεις και στους χονδρεμπόρους, ενισχύεται δε ιδιαιτέρως από την ισχύουσα κοινοτική νομοθεσία. Οι δραστηριότητες των επιχειρήσεων που ασκούν παράλληλο εμπόριο αντιβαίνουν στο εν λόγω σύστημα και, ως εκ τούτου, διακυβεύουν, τόσο στο κράτος μέλος εισαγωγής όσο και στο κράτος μέλος εξαγωγής, την εφαρμογή των μέτρων που επιβάλλουν το εθνικό και το κοινοτικό δίκαιο στους παραγωγούς και στους χονδρεμπόρους φαρμάκων προκειμένου να τηρούν τις δημοσίου συμφέροντος υποχρεώσεις τους. Κατά την άποψη μου, η απόφαση μιας δεσπόζουσας φαρμακευτικής επιχειρήσεως να περιορίσει τον εφοδιασμό των επιχειρηματιών που προτίθενται να ασκήσουν παράλληλο εμπόριο πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα τις εν λόγω υποχρεώσεις. Οι οικονομικοί παράγοντες που διασφαλίζουν την ύπαρξη μιας καινοτόμου φαρμακοβιομηχανίας 89. Κατά την άποψη μου, πρέπει επίσης να εξεταστούν ορισμένοι από τους οικονομικούς παράγοντες που επηρεάζουν την εμπορική πολιτική των φαρμακευτικών εταιριών. Η καινοτομία αποτελεί σημαντική παράμετρο στον φαρμακευτικό τομέα 4 6. Η μελέτη και βελτίωση ενός νέου φαρμακευτικού προϊόντος απαιτεί εν γένει σημαντικές επενδύσεις 47. Η παρασκευή ενός φαρμακευτικού προϊόντος χαρακτηρίζεται συνήθως από υψηλό σταθερό κόστος (για τη μελέτη και τη βελτίωση του προϊόντος) και σχετικώς χαμηλό κυμαινόμενο κόστος (για την παρασκευή του προϊόντος μετά τη βελτίωση του) 48.Προφανώς η απόφαση ενός παραγωγού να επενδύσει στη βελτίωση ενός νέου φαρμακευτικού προϊόντος εξαρτάται εν μέρει από το αν εκτιμά ότι τα κέρδη που θα αποκομίσει θα είναι αρκετά για να καλύψει τα έξοδα της επενδύσεως. Αφ' ης στιγμής πραγματοποιηθεί η επένδυση όμως, το κόστος αυτό δεν μπορεί να καλυφθεί. Επομένως, είναι εύλογο για μια επιχείρηση να διαθέτει τα προϊόντα της στις αγορές στις οποίες η τιμή είναι υψηλότερη του κυμαινόμενου κόστους. Το γεγονός, αφ' εαυτού, ότι ένα προϊόν διατίθεται σε συγκεκριμένη αγορά σε καθορισμένη τιμή δεν σημαίνει ότι μια φαρμακευτική επιχείρηση θα μπορούσε να καλύψει το συνολικό κόστος αν η εν λόγω τιμή εφαρμοζόταν σε ολόκληρη την 88. Τέλος, όπως εξήγησα ανωτέρω, το γεγονός ότι τα κράτη μέλη καθόρισαν σημαντικά διαφορετικές τιμές για τα φαρμακευτικά προϊόντα εντός της επικράτειας τους και ότι αποτελούν τους κύριους αγοραστές φαρμακευτικών προϊόντων εγείρει αμφιβολίες ως προς το αν το παράλληλο εμπόριο θα ευνοήσει τους αγοραστές των εν λόγω προϊόντων. 46 Απόφαση της Επιτροπής της 8ης Μαΐου 2001 σχετικά με διαδικασία δυνάμει του άρθρου 81 ΕΚ (Glaxo Wellcome) (EE L 302, σ. 1, σημείο 155). 47 Σε μια έκθεση προς τη Γενική Διεύθυνση Επιχειρήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με τίτλο «Διεθνής ανταγωνιστικότητα στον φαρμακευτικό τομέα Ευρωπαϊκή προοπτική», οι Α. Gambardella, L. Orsenigokai F. Pammofciionpaívouv, με το σημείο 38, ότι «ένα σχέδιο μελέτης και βελτιώσεως νέου φαρμάκου μπορεί να διαρκέσει από 8 έως 12 έτη και κοστίζει περίπου εκατομμύρια δολάρια». 48 Όπ.π., υποσημείωση 1, σ. 3, με την οποία οι συντάκτες της εκθέσεως αναφέρουν ότι «η παρασκευή δεν είναι τόσο σημαντική στον τομέα αυτό όσο η μελέτη και βελτίωση καθώς και η εμπορία του, που αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο μέρος των επενδύσεων». Ι

23 Κοινότητα. Το ζήτημα αυτό θα μπορούσε να επιλυθεί αν το εθνικό δικαστήριο μπορούσε να αποδείξει ότι η τιμή που εφάρμοσε η κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση εντός συγκεκριμένου κράτους μέλους του παρέχει όντως τη δυνατότητα να καλύψει το σταθερό και κυμαινόμενο κόστος και να πραγματοποιήσει κέρδος εντός ευλόγων ορίων. 90. Οι παράγοντες αυτοί είναι διαφωτιστικοί όσον αφορά τις συνέπειες μιας ενδεχόμενης απαγορεύσεως στις κατέχουσες δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεις να μειώσουν τον εφοδιασμό με σκοπό τον περιορισμό του παράλληλου εμπορίου. 91. Μια τέτοια απαγόρευση θα απέτρεπε σαφώς τις εν λόγω επιχειρήσεις από το να διαθέτουν στο εμπόριο προϊόντα δυνάμενα να τους εξασφαλίσουν δεσπόζουσα θέση στα κράτη μέλη στα οποία οι τιμές βρίσκονται σε χαμηλό επίπεδο. Όπως προαναφέρθηκε, θα ήταν, ενδεχομένως, δύσκολο για τις εν λόγω επιχειρήσεις να αποσύρουν από την αγορά προϊόντα που διατίθενται ήδη στο εμπόριο εντός αυτών των κρατών μελών, λαμβανομένων υπόψη των νομικών και ηθικών υποχρεώσεων που υπέχουν. Είναι πιθανότερο ότι οι επιχειρήσεις αυτές θα καθυστερήσουν την προώθηση νέων προϊόντων στα εν λόγω κράτη. Αυτό θα έχει ως συνέπεια να μειωθεί, εντός της Κοινότητας, η παραγωγή και η ποιότητα των υπηρεσιών των οποίων απολαύουν οι καταναλωτές, λόγω της ελλείψεως ορισμένων φαρμακευτικών προϊόντων. ΣΥΦΑΙΤ κ.λπ. 92. Ομοίως, είναι σχεδόν βέβαιο ότι η διαπραγμάτευση των τιμών στα κράτη μέλη στα οποία οι τιμές είναι χαμηλές θα καθίστατο δυσχερέστερη. Τα εν λόγω κράτη μέλη θα υψισταντο σημαντική πίεση όσον αφορά την αύξηση των τιμών, αν το χαμηλό επίπεδο τιμών γενικευόταν, μέσω του παράλληλου εμπορίου, στο σύνολο της Κοινότητας. Οι εν λόγω συμφωνηθείσες αυξήσεις τιμών θα μείωναν περαιτέρω, στα κράτη όπου πραγματοποιήθηκαν, την παραγωγή και την ποιότητα των υπηρεσιών των οποίων απολαύουν οι καταναλωτές. Επιπλέον, θα συνεπάγονταν ουσιαστική αναδιανομή των πόρων από τους καταναλωτές των κρατών μελών στα οποία οι τιμές είναι χαμηλές προς εκείνους των κρατών μελών στα οποία οι τιμές είναι υψηλές. 93. Αν τα κράτη μέλη στα οποία ισχύουν χαμηλές τιμές μπορούσαν να αντισταθούν στην πίεση για αύξηση των τιμών και αν οι φαρμακευτικές επιχειρήσεις δεν απέσυραν τα προϊόντα τους από την αγορά ή δεν καθυστερούσαν την προώθηση τους, τα έσοδα που θα απέφεραν τα προϊόντα για τα οποία διαπιστώθηκε ότι κατέχουν δεσπόζουσα θέση θα μειώνονταν. Ως εκ τούτου, μια φαρμακευτική επιχείρηση δεν θα ενθαρρυνόταν να επενδύσει στη μελέτη και τη βελτίωση των εν λόγω προϊόντων, καθόσον θα ήξερε ότι θα αποκομίσει λιγότερα κέρδη κατά τη διάρκεια της περιόδου προστασίας του υποδείγματός της. 94. Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι οι φαρμακευτικές επιχειρήσεις μπορούν ελεύθερα να διαθέτουν στο εμπόριο ένα προϊόν σε καθορισμένη τιμή και ότι, αν επιλέξουν να πράξουν κατ' αυτόν τον τρόπο, πρέπει να η εν λόγω τιμή να είναι βιώσιμη από εμπορικής Ι

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 31ης Μαΐου 2005 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 31ης Μαΐου 2005 * ΑΠΟΦΑΣΗ της 31.5.2005 ΥΠΟΘΕΣΗ C-53/03 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 31ης Μαΐου 2005 * Στην υπόθεση C-53/03, με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου

Διαβάστε περισσότερα

της 8ης Ιουνίου 1971<appnote>*<appnote/>

της 8ης Ιουνίου 1971<appnote>*<appnote/> ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 8ης Ιουνίου 1971* Στην υπόθεση 78/70, η οποία έχει ως αντικείμενο αίτηση του Hanseatisches Oberlandesgericht του Αμβούργου προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ 2009-2014 Επιτροπή Αναφορών 25.9.2009 ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ Θέμα: Αναφορά 1302/2008, της Estelle Garnier, γαλλικής ιθαγένειας, εξ ονόματος της «Compagnie des avoués près la Cour

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 25ης Μαΐου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 25ης Μαΐου 1993 * ΑΠΟΦΑΣΗ της 25. 5. 1993 ΥΠΟΘΕΣΗ C-193/91 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 25ης Μαΐου 1993 * Στην υπόθεση C-193/91, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Bundesfinanzhof προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν

Διαβάστε περισσότερα

δικαστή), δικαστές, Δικαστήριο, της 31ης καθώς και της εταιρίας Winthrop BV, εγκατεστημένης στο Haarlem, η έκδοση

δικαστή), δικαστές, Δικαστήριο, της 31ης καθώς και της εταιρίας Winthrop BV, εγκατεστημένης στο Haarlem, η έκδοση κατ' CENTRAFARM ΚΑΤΑ WINTHROP ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 31ης Οκτωβρίου 1974 * Στην υπόθεση 16/74, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του HOGE RAAD των Κάτω Χωρών προς το Δικαστήριο, εφαρμογή του άρθρου 177

Διαβάστε περισσότερα

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ 17.12.2016 L 344/83 ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ (ΕΕ) 2016/2295 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 16ης Δεκεμβρίου 2016 για την τροποποίηση των αποφάσεων 2000/518/ΕΚ, 2002/2/ΕΚ, 2003/490/ΕΚ, 2003/821/ΕΚ, 2004/411/ΕΚ,

Διαβάστε περισσότερα

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ 2004 Επιτροπή Αναφορών 2009 30.01.2009 ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ Θέμα: Αναφορά 835/2002, του Χρήστου Πετράκου, ελληνικής ιθαγένειας, η οποία συνοδεύεται από 1 ακόμη υπογραφή, σχετικά

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 10ης Φεβρουαρίου 2004 *

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 10ης Φεβρουαρίου 2004 * ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 10ης Φεβρουαρίου 2004 * Στην υπόθεση C-85/03, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Ελλάδα) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του

Διαβάστε περισσότερα

NDC Health GmbH & Co. KG, η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 82 ΕΚ,

NDC Health GmbH & Co. KG, η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 82 ΕΚ, ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 29ης Απριλίου 2004 (1) «Ανταγωνισμός Άρθρο 82 ΕΚ Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως Δομή μωσαϊκού για την παροχή δεδομένων επί των περιφερειακών πωλήσεων φαρμακευτικών

Διαβάστε περισσότερα

Εκπτώσεις Δεσπόζουσας Επιχείρησης

Εκπτώσεις Δεσπόζουσας Επιχείρησης Εκπτώσεις Δεσπόζουσας Επιχείρησης (υπό το πρίσμα 102 ΣΛΕΕ) Δημήτρης Λουκάς Εκπαιδευτικό Σεμινάριο για Δικαστές και Εισαγγελείς Αθήνα, 21-23 Ιουνίου 2017 2 Κατηγοριοποίηση βάσει ενωσιακής νομολογίας Βασική

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 14ης Απριλίου 1994 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 14ης Απριλίου 1994 * ΑΠΟΦΑΣΗ της 14. 4. 1994 ΥΠΟΘΕΣΗ C-389/92 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 14ης Απριλίου 1994 * Στην υπόθεση C-389/92, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Raad van State von België προς το Δικαστήριο,

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 29ης Απριλίου 2004 *

ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 29ης Απριλίου 2004 * IMS HEALTH ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 29ης Απριλίου 2004 * Στην υπόθεση C-418/01, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Landgericht Frankfurt am Main (Γερμανία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν

Διαβάστε περισσότερα

ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 30ής Απριλίου 2010

ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 30ής Απριλίου 2010 EL ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ της 30ής Απριλίου 2010 σχετικά µε σχέδιο νόµου για την αποκατάσταση της φορολογικής δικαιοσύνης και την αντιµετώπιση της φοροδιαφυγής (CON/2010/36) Εισαγωγή και

Διαβάστε περισσότερα

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική Ν. 2522/8-9-97 (ΦΕΚ-178 Α') : Δικαστική προστασία κατά το στάδιο που προηγείται της σύναψης συμβάσεως δημόσιων έργων, κρατικών προμηθειών και υπηρεσιών σύμφωνα με την οδηγία 89/665 ΕΟΚ 'Αρθρο 1 : Πεδίο

Διαβάστε περισσότερα

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-125/03 R και Τ-253/03 R. Akzo Nobel Chemicals Ltd και Akcros Chemicals Ltd κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-125/03 R και Τ-253/03 R. Akzo Nobel Chemicals Ltd και Akcros Chemicals Ltd κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων Συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-125/03 R και Τ-253/03 R Akzo Nobel Chemicals Ltd και Akcros Chemicals Ltd κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων «Διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων Ανταγωνισμός Ελεγκτικές εξουσίες

Διαβάστε περισσότερα

Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ ΔΕΣΠΟΖΟΥΣΑΣ ΘΕΣΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ ΔΕΣΠΟΖΟΥΣΑΣ ΘΕΣΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ ΔΕΣΠΟΖΟΥΣΑΣ ΘΕΣΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΚΕΒΕ 15 Μαΐου 2018 Δρ. Παναγιώτης Αγησιλάου Trojan Economics

Διαβάστε περισσότερα

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :15. Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :6. Αρθρο :16

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :15. Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :6. Αρθρο :16 + Μέγεθος Γραμμάτων - ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Ν 2735/1999: Διεθνής Εμπορική Διαιτησία (276274) Αρθρο :15 Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :4 Αρθρο 15 Διορισμός

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ 2009-2014 Επιτροπή Αναφορών 1.9.2009 ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ Αναφορά 0586/2005, του Ιωάννη Βουτινόπουλου, ελληνικής ιθαγένειας, σχετικά με εικαζόμενες παράνομες χρηματιστηριακές συναλλαγές

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ 9 Μαΐου 1985 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ 9 Μαΐου 1985 * HUMBLOT / DIRECTEUR DES SERVICES FISCAUX ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ 9 Μαΐου 1985 * Στην υπόθεση 112/84, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Tribunal de grande instance του Belfort, κατ' εφαρμογή του άρθρου

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( τρίτο τμήμα ) της 13ης Ιουλίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( τρίτο τμήμα ) της 13ης Ιουλίου 1989 * SKATTEMINISTERIET/ HENRIKSEN ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( τρίτο τμήμα ) της 13ης Ιουλίου 1989 * Στην υπόθεση 173/88, η οποία έχει ως αντικείμενο αίτηση του δανικού Højesteret προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή

Διαβάστε περισσότερα

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΟΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ, ιεχοντας υπόψη:

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΟΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ, ιεχοντας υπόψη: Οδηγία 89/105/ΕΟΚ του Συµβουλίου της 21ης εκεµβρίου 1988 σχετικά µε τη διαφάνεια των µέτρων που ρυθµίζουν τον καθορισµό των τιµών των φαρµάκων για ανθρώπινη χρήση και τη κάλυψη του κόστους των στα πλαίσια

Διαβάστε περισσότερα

ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ Τροποποιήσεις του κανονισμού διαδικασίας του δικαστηρίου

ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ Τροποποιήσεις του κανονισμού διαδικασίας του δικαστηρίου ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ Βρυξέλλες, 12 Ιουνίου 2008 (OR. fr) 10010/08 225 COUR 25 ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ Θέμα: Τροποποιήσεις του κανονισμού διαδικασίας του δικαστηρίου 10010/08 DE/ap ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ

Διαβάστε περισσότερα

José Pedro Pessoa e Costa κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

José Pedro Pessoa e Costa κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 13ης Μαρτίου 2003 Υπόθεση Τ-166/02 José Pedro Pessoa e Costa κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων «Υπάλληλοι - Απόφαση περί κινήσεως πειθαρχικής διαδικασίας

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 18ης Δεκεμβρίου 1997 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 18ης Δεκεμβρίου 1997 * ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 18ης Δεκεμβρίου 1997 * Στην υπόθεση C-5/97, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Raad van State van België προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ 2009-2014 Επιτροπή Αναφορών 11.02.2011 ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ Θέµα: Αναφορά 0130/2007, του Γεώργιου Φλωρά, ελληνικής ιθαγένειας, εξ ονόµατος του βιβλιοπωλείου «Φλωράς Κόσµος», σχετικά

Διαβάστε περισσότερα

Rui Teixeira Neves κατά Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Rui Teixeira Neves κατά Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τέταρτο τμήμα) της 12ης Σεπτεμβρίου 2000 Υπόθεση Τ-259/97 Rui Teixeira Neves κατά Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων «Υπάλληλοι - Καθήκον πίστεως και αξιοπρεπούς ασκήσεως του

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 18ης Νοεμβρίου 1999 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 18ης Νοεμβρίου 1999 * UNITRON SCANDINAVIA και 3-S ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 18ης Νοεμβρίου 1999 * Στην υπόθεση C-275/98, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Klagenævnet for Udbud (Δανία) προς το Δικαστήριο, κατ'

Διαβάστε περισσότερα

14o Πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών το οποίο τροποποιεί το σύστημα ελέγχου της Σύμβασης

14o Πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών το οποίο τροποποιεί το σύστημα ελέγχου της Σύμβασης 14o Πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών το οποίο τροποποιεί το σύστημα ελέγχου της Σύμβασης Υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο της Ευρώπης στο Στρασβούργο

Διαβάστε περισσότερα

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 320/40 ΑΠΟΦΑΣΗ (ΕΕ) 2018/1996 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 14ης Δεκεμβρίου 2018 για τη θέσπιση εσωτερικών κανόνων σχετικά με την παροχή πληροφοριών στα υποκείμενα των δεδομένων και τον περιορισμό ορισμένων δικαιωμάτων

Διαβάστε περισσότερα

Άρθρο 1 Πεδίο εφαρμογής 4. Άρθρο 2 Αγωγές παραλείψεως 5. Άρθρο 3 Φορείς νομιμοποιούμενοι προς έγερση αγωγής 5. Άρθρο 4 Ενδοκοινοτικές παραβάσεις 6

Άρθρο 1 Πεδίο εφαρμογής 4. Άρθρο 2 Αγωγές παραλείψεως 5. Άρθρο 3 Φορείς νομιμοποιούμενοι προς έγερση αγωγής 5. Άρθρο 4 Ενδοκοινοτικές παραβάσεις 6 Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων L 166 της 11.6.1998 ΟΔΗΓΙΑ 98/27/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ 19ΗΣ ΜΑΪΟΥ 1998 ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΑΓΩΓΩΝ ΠΑΡΑΛΕΙΨΕΩΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 23ης Νοεμβρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 23ης Νοεμβρίου 1989 * TORFAEN BOROUGH COUNCIL/Β & Q PLC ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 23ης Νοεμβρίου 1989 * Στην υπόθεση C-145/88, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Cwmbran Magistrates' Court του Ηνωμένου Βασιλείου

Διαβάστε περισσότερα

Γονική μέριμνα σε υποθέσεις διασυνοριακού χαρακτήρα, συμπεριλαμβανομένης της απαγωγής παιδιού

Γονική μέριμνα σε υποθέσεις διασυνοριακού χαρακτήρα, συμπεριλαμβανομένης της απαγωγής παιδιού Γονική μέριμνα σε υποθέσεις διασυνοριακού χαρακτήρα, συμπεριλαμβανομένης της απαγωγής παιδιού Θεματική μονάδα 2 Διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως σε διαδικασίες οικογενειακού δικαίου περιεχόμενο

Διαβάστε περισσότερα

Κώδικας ορθής διοικητικής συμπεριφοράς για το προσωπικό του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων

Κώδικας ορθής διοικητικής συμπεριφοράς για το προσωπικό του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων Κώδικας ορθής διοικητικής συμπεριφοράς για το προσωπικό του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων Ενοποιημένη έκδοση Θεσπίστηκε με την απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου MB/11/2008 της 14ης Φεβρουαρίου

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ 2009-2014 Επιτροπή Αναφορών 26.10.2009 ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ Θέμα: Αναφορά 1374/2002, Αναφορά 1374/2002, του Πέτρου Τσελεπίδη, ελληνικής ιθαγένειας, εξ ονόματος του «Συλλόγου Εισαγωγέων

Διαβάστε περισσότερα

Ψήφισµα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά µε τα νοµικά επαγγέλµατα και το γενικό συµφέρον στην οµαλή λειτουργία των νοµικών συστηµάτων

Ψήφισµα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά µε τα νοµικά επαγγέλµατα και το γενικό συµφέρον στην οµαλή λειτουργία των νοµικών συστηµάτων P6_TA(2006)0108 Νοµικά επαγγέλµατα Ψήφισµα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά µε τα νοµικά επαγγέλµατα και το γενικό συµφέρον στην οµαλή λειτουργία των νοµικών συστηµάτων Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, έχοντας

Διαβάστε περισσότερα

δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας ή δημοσίας υγείας (EE ειδ. έκδ. 05/001,

δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας ή δημοσίας υγείας (EE ειδ. έκδ. 05/001, κατ' DUYN ΚΑΤΑ HOME OFFICE ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ * της 4ης Δεκεμβρίου 1974 Στην υπόθεση 41/74, που έχει ως αντικείμενο αίτηση προς το Δικαστήριο, εφαρμογή του άρθρου 177 της συνθήκης ΕΟΚ, από την Chancery

Διαβάστε περισσότερα

Υπόθεση C-309/99. J. C. J. Wouters κ.λπ. κατά Algemene Raad van die Nederlandse Orde van Advocaten

Υπόθεση C-309/99. J. C. J. Wouters κ.λπ. κατά Algemene Raad van die Nederlandse Orde van Advocaten Υπόθεση C-309/99 J. C. J. Wouters κ.λπ. κατά Algemene Raad van die Nederlandse Orde van Advocaten [αίτηση του Raad van State (Κάτω Χώρες) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] «Επαγγελματικός σύλλογος

Διαβάστε περισσότερα

GROSOLI ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

GROSOLI ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ GROSOLI ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 12ης Δεκεμβρίου 1973 * Στην υπόθεση 131/73, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Tribunale του Τρέντο προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177

Διαβάστε περισσότερα

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1993 σελίδα I Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα I Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα I 00477

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1993 σελίδα I Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα I Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα I 00477 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 24ΗΣ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1993 ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ ΚΑΤΑ BERNARD KECK ΚΑΙ DANIEL MITHOUARD ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: TRIBUNAL DE GRANDE INSTANCE DE STRASBOURG ΓΑΛΛΙΑ ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΣΘΕΙΣΕΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΟΔΗΓΙΑ 93/13/ΕΟΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές

ΟΔΗΓΙΑ 93/13/ΕΟΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές 21.4.93 Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων Αριθ. L 95/29 ΟΔΗΓΙΑ 93/13/ΕΟΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ. στην ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ. Ένα νέο πλαίσιο της ΕΕ για την ενίσχυση του κράτους δικαίου

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ. στην ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ. Ένα νέο πλαίσιο της ΕΕ για την ενίσχυση του κράτους δικαίου ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Στρασβούργο, 11.3.2014 COM(2014) 158 final ANNEXES 1 to 2 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ στην ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Ένα νέο πλαίσιο της ΕΕ για την ενίσχυση

Διαβάστε περισσότερα

της 30ής Μαΐου 1994 για τους όρους χορήγησης και χρήσης των αδειών αναζήτησης, εξερεύνησης και παραγωγής υδρογονανθράκων

της 30ής Μαΐου 1994 για τους όρους χορήγησης και χρήσης των αδειών αναζήτησης, εξερεύνησης και παραγωγής υδρογονανθράκων 30. 6. 94 Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων Αριθ. L 164/3 ΟΔΗΓΙΑ 94/22/EK ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 30ής Μαΐου 1994 για τους όρους χορήγησης και χρήσης των αδειών αναζήτησης,

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 12ης Φεβρουαρίου 1987 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 12ης Φεβρουαρίου 1987 * ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 12. 2. 1987 - ΥΠΟΘΕΣΗ 221/85 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 12ης Φεβρουαρίου 1987 * Στην υπόθεση 221/85, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Jacques Delmoly, μέλος της νομικής

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 14ης Ιουλίου 1988 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 14ης Ιουλίου 1988 * ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 14. 7. 1988 ΥΠΟΘΕΣΗ 254/87 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 14ης Ιουλίου 1988 * Στην υπόθεση 254/87, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Tribunal de grande instance του Alençon προς

Διαβάστε περισσότερα

της 25ης Οκτωβρίου 1979 *

της 25ης Οκτωβρίου 1979 * GREENWICH FILM PRODUCTION KATA SACEM ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 25ης Οκτωβρίου 1979 * Στην υπόθεση 22/79, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Cour de cassation της Γαλλίας προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 13ης Νοεμβρίου 1990 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 13ης Νοεμβρίου 1990 * ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 13. 11. 1990 ΥΠΟΘΕΣΗ C-106/89 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 13ης Νοεμβρίου 1990 * Στην υπόθεση C-106/89, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Juzgado de Primera Instancia e Instrucción

Διαβάστε περισσότερα

Union Professionnelle de la Radio et de la Télédistribution (RTD), Société Intercommunale pour la Diffusion de la Télévision (BRUTELE),

Union Professionnelle de la Radio et de la Télédistribution (RTD), Société Intercommunale pour la Diffusion de la Télévision (BRUTELE), ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 1ης Ιουνίου 2006 (*) «Δικαιώματα του δημιουργού και συγγενικά δικαιώματα Οδηγία 93/83/ΕΟΚ Άρθρο 9, παράγραφος 2 Έκταση των εξουσιών μιας εταιρείας συλλογικής διαχειρίσεως

Διαβάστε περισσότερα

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ 2004 ««««««««««««Επιτροπή Αναφορών 2009 13 Δεκεμβρίου 2004 ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ Αναφορά αριθ. 376/2000 του κ. Αλεξάνδρου Βασιλείου, έλληνα υπηκόου, συνοδευόμενη από 56 υπογραφές,

Διαβάστε περισσότερα

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 24 Νοεμβρίου 2015 (OR. fr)

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 24 Νοεμβρίου 2015 (OR. fr) Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 24 Νοεμβρίου 2015 (OR. fr) Διοργανικός φάκελος: 2015/0906 (COD) 14306/15 ΔΙΑΒΙΒΑΣΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ Αποστολέας: Αποδέκτης: Θέμα: 737 INST 411 COUR 62 CODEC 1571 PARLNAT

Διαβάστε περισσότερα

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ 2004 2009 Ενιαίο νομοθετικό κείμενο 17.12.2008 EP-PE_TC2-COD(2004)0209 ***II ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ που καθορίσθηκε σε δεύτερη ανάγνωση στις 17 Δεκεμβρίου 2008 εν όψει της

Διαβάστε περισσότερα

ECB-PUBLIC ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 15ης Φεβρουαρίου σχετικά με τους λογαριασμούς πληρωμών (CON/2017/2)

ECB-PUBLIC ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 15ης Φεβρουαρίου σχετικά με τους λογαριασμούς πληρωμών (CON/2017/2) EL ECB-PUBLIC ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ της 15ης Φεβρουαρίου 2017 σχετικά με τους λογαριασμούς πληρωμών (CON/2017/2) Εισαγωγή και νομική βάση Στις 23 Ιανουαρίου 2017 η Ευρωπαϊκή Κεντρική

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 26ης Μαρτίου 1987 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 26ης Μαρτίου 1987 * ΕΠΙΤΡΟΠΗ / ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 26ης Μαρτίου 1987 * Στην υπόθεση 45/86, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από το νομικό της σύμβουλο Peter Gilsdorf, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο

Διαβάστε περισσότερα

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ 2004 Επιτροπή Αναφορών 2009 12.02.2008 ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ Θέμα: Αναφορά 0296/2004, της Ειρήνης Σαββίδου, ελληνικής ιθαγένειας, εξ ονόματος του «Σωματείου Εργαζομένων στα Τοπικά

Διαβάστε περισσότερα

της 31ης Δικαστήριο, Οκτωβρίου 1974 εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, καθώς και

της 31ης Δικαστήριο, Οκτωβρίου 1974 εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, καθώς και κατ' * Γλωσσά διαδικασίας: η ολλανδική CENTRAFARM BV ΚΑΙ ADRIAAN DE PEIJPER ΚΑΤΑ STERLING DRUG INC. ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 31ης Οκτωβρίου 1974 * Στην υπόθεση 15/74, που έχει ως αντικείμενο αίτηση

Διαβάστε περισσότερα

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ. Αθήνα, 2 Μαρτίου 2006 ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ. Αθήνα, 2 Μαρτίου 2006 ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ Αθήνα, 2 Μαρτίου 2006 ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ Ανακοίνωση της Επιτροπής Ανταγωνισµού σχετικά µε τις συµφωνίες ήσσονος σηµασίας οι οποίες δεν περιορίζουν σηµαντικά τον ανταγωνισµό

Διαβάστε περισσότερα

Η άποψη του Δικαστηρίου

Η άποψη του Δικαστηρίου ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΕΚΔΙΔΟΜΕΝΗ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 228 ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΕΚ Η άποψη του Δικαστηρίου Επί του παραδεκτού της αιτήσεως γνωμοδοτήσεως 1 Η Ιρλανδική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς

Διαβάστε περισσότερα

Χάρης Αλεξανδράτος και Μαρία Παναγιώτου κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως

Χάρης Αλεξανδράτος και Μαρία Παναγιώτου κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τέταρτο τμήμα) της 17ης Σεπτεμβρίου 2003 Υπόθεση Τ-233/02 Χάρης Αλεξανδράτος και Μαρία Παναγιώτου κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως «Υπάλληλοι - Προσφυγή ακυρώσεως - Γενικός

Διαβάστε περισσότερα

ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΩΝ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ

ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΩΝ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΩΝ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 703/1977 "ΠΕΡΙ ΕΛΕΓΧΟΥ ΜΟΝΟΠΩΛΙΩΝ ΚΑΙ ΟΛΙΓΟΠΩΛΕΙΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ" Με την ευκαιρία της δημοσίευσης

Διαβάστε περισσότερα

Η ΚΟΙΝΗ ΕΠΟΠΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΟΛ,

Η ΚΟΙΝΗ ΕΠΟΠΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΟΛ, EUROPOL JOINT SUPERVISORY BODY ΚΟΙΝΗ ΕΠΟΠΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΟΛ Γνωμοδότηση 08/56 της ΚΕΑ σχετικά με την αναθεωρημένη συμφωνία που πρόκειται να υπογραφεί μεταξύ της Ευρωπόλ και της Eurojust Η ΚΟΙΝΗ ΕΠΟΠΤΙΚΗ

Διαβάστε περισσότερα

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-24/93, Τ-25/93, Τ-26/93 και Τ-28/93

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-24/93, Τ-25/93, Τ-26/93 και Τ-28/93 Συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-24/93, Τ-25/93, Τ-26/93 και Τ-28/93 Compagnie maritime belge transports SA κ.λπ. κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων «Ανταγωνισμός Θαλάσσιες διεθνείς μεταφορές Ναυτιλιακές

Διαβάστε περισσότερα

Τροποποίηση του Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου όσον αφορά τις κοινοβουλευτικές ερωτήσεις

Τροποποίηση του Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου όσον αφορά τις κοινοβουλευτικές ερωτήσεις P7_TA(2014)0408 Τροποποίηση του Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου όσον αφορά τις κοινοβουλευτικές ερωτήσεις Απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 σχετικά με την τροποποίηση του

Διαβάστε περισσότερα

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ 2004 Επιτροπή Αναφορών 2009 20.02.2009 ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ Θέμα: Αναφορά 0082/2006, της κ. Julia Kelly, βρετανικής ιθαγένειας, σχετικά με διακριτική μεταχείριση σε βάρος κατοίκων

Διαβάστε περισσότερα

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης 19.6.2014 L 179/17 ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. 664//2014 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 18ης Δεκεμβρίου 2013 για τη συμπλήρωση του κανονισμού (EE) αριθ. 1151/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 16ης Ιουνίου 1987 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 16ης Ιουνίου 1987 * ΕΠΙΤΡΟΠΗ / ΙΤΑΛΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 16ης Ιουνίου 1987 * Στην υπόθεση 118/85, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Sergio Fabro, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, με αντίκλητο

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ 2009-2014 Επιτροπή Αναφορών 11.2.2011 ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ Θέµα: Αναφορά 0096/2008, του Σταύρου Σαρρή, ελληνικής ιθαγένειας, σχετικά µε την ελληνική Επιτροπή Ανταγωνισµού και την

Διαβάστε περισσότερα

Το κείμενο του παρόντος εγγράφου είναι ίδιο με αυτό της προηγούμενης έκδοσης.

Το κείμενο του παρόντος εγγράφου είναι ίδιο με αυτό της προηγούμενης έκδοσης. Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 20 Νοεμβρίου 2017 (OR. fr) 11323/01 DCL 1 AΠΟΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ του εγγράφου: Με ημερομηνία: 27 Ιουλίου 2001 νέος χαρακτηρισμός: Θέμα: JUR 258 INST 69 INF 106 PESC

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ 2009-2014 Επιτροπή Αναφορών 28.11.2014 ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ Θέμα: Αναφορά 0824/2008, του Kroum Kroumov, βουλγαρικής ιθαγένειας, η οποία συνοδεύεται από 16 υπογραφές, σχετικά με

Διαβάστε περισσότερα

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ 2004 Επιτροπή Αναφορών 2009 19.12.2007 ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ Θέμα: Αναφορά 0460/2005, της Ελένης Δημακοπούλου, ελληνικής ιθαγένειας, η οποία συνοδεύεται από 2 υπογραφές, σχετικά

Διαβάστε περισσότερα

Ο ΠΕΡΙ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2003 Ν.122(Ι)/2003 (25/07/2003) ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΠΑΡΑΠΟΝΩΝ Κ.Δ.Π. 570/2005 (16/12/2005)

Ο ΠΕΡΙ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2003 Ν.122(Ι)/2003 (25/07/2003) ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΠΑΡΑΠΟΝΩΝ Κ.Δ.Π. 570/2005 (16/12/2005) Ο ΠΕΡΙ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2003 Ν.122(Ι)/2003 (25/07/2003) ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΠΑΡΑΠΟΝΩΝ Κ.Δ.Π. 570/2005 (16/12/2005) Ε.Ε. Παρ. ΙΙΙ(Ι) 4353 Κ.Δ.Π. 570/2005 Αρ. 4058, 16.12.2005 Αριθμός

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ 2009-2014 Επιτροπή Αναφορών 27.05.2014 ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ Θέμα: Αναφορά 0436/2012 του Mark Walker, βρετανικής ιθαγένειας, σχετικά με την παροχή διασυνοριακού νομικού παραστάτη

Διαβάστε περισσότερα

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΕΡΩΤΗΜΑ Ερωτάται αν αν είναι στα πλαίσια ή όχι του Συντάγματος η εφαρμογή της παραγράφου 2 του άρθρου 139 του Κώδικα Δικαστικών Επιμελητών με την έκδοση της προβλεπόμενης Υπουργικής

Διαβάστε περισσότερα

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΔ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΔ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΔ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ Βρυξέλλες, 25 Μαρτίου 2019 ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΟΥΣ ΑΠΟΧΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΗΝΩΜΕΝΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΚΑΙ ΕΝΩΣΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ Στις 29 Μαρτίου 2017 το Ηνωμένο Βασίλειο

Διαβάστε περισσότερα

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4135, 18/7/2007

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4135, 18/7/2007 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΣΥΛΛΟΓΙΚΩΝ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ ΤΩΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ --------------------- Προοίμιο. Επίσημη Εφημερίδα της. E.E L 166, 11.6.1998, σ.51: L

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙ ΔΗΛΩΣΗΣ ΣΗΜΑΤΟΣ. Απόφαση με αριθμό: ΕΞ 468/2014

ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙ ΔΗΛΩΣΗΣ ΣΗΜΑΤΟΣ. Απόφαση με αριθμό: ΕΞ 468/2014 ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙ ΔΗΛΩΣΗΣ ΣΗΜΑΤΟΣ Απόφαση με αριθμό: ΕΞ 468/2014 Σύμφωνα με : α) Τις διατάξεις των άρθρων 123, 124, 135, 136 και 139 του Νόμου του Ν. 4072/2012 (ΦΕΚ 86/Α/11-04-2012), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει

Διαβάστε περισσότερα

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :0. Αρθρο :1 Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :12

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :0. Αρθρο :1 Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :12 + Μέγεθος Γραμμάτων - ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Ν 2735/1999: Διεθνής Εμπορική Διαιτησία (276274) Αρθρο :0 ΦΕΚ Α` ΝΟΜΟΣ ΥΠ` ΑΡΙΘ. 2735 Διεθνής Εμπορική Διαιτησία. Αρθρο

Διαβάστε περισσότερα

Υπόθεση C-459/03. Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιρλανδίας

Υπόθεση C-459/03. Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιρλανδίας Υπόθεση C-459/03 Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιρλανδίας «Παράβαση κράτους μέλους Σύμβαση δίκαιο της θάλασσας Μέρος XII Προστασία και διατήρηση του θαλάσσιου περιβάλλοντος Καθεστώς διευθετήσεως

Διαβάστε περισσότερα

της 30ής Ιουνίου 1966<appnote>*</appnote>

της 30ής Ιουνίου 1966<appnote>*</appnote> ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 30ής Ιουνίου 1966* Στην υπόθεση 51/65, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του cour d'appel (πρώτο τμήμα) de Paris προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 24ης Νοεμβρίου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 24ης Νοεμβρίου 1993 * ΑΠΟΦΑΣΗ της 24.11.1993 ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΣΘΕΙΣΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ C-267/91 και C-268/91 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 24ης Νοεμβρίου 1993 * Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-267/91 και C-268/91, που έχουν ως αντικείμενο

Διαβάστε περισσότερα

Εκδόθηκε στις 4 Δεκεμβρίου Εκδόθηκε

Εκδόθηκε στις 4 Δεκεμβρίου Εκδόθηκε Γνώμη 26/2018 σχετικά με το σχέδιο καταλόγου της αρμόδιας εποπτικής αρχής του Λουξεμβούργου για τις πράξεις επεξεργασίας που υπόκεινται στην απαίτηση για διενέργεια εκτίμησης αντικτύπου σχετικά με την

Διαβάστε περισσότερα

Ο ΠΕΡΙ ΡΥΘΜΙΣΕΩΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΤΑΧΥ ΡΟΜΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2002. ιάταγµα δυνάµει του άρθρου 19

Ο ΠΕΡΙ ΡΥΘΜΙΣΕΩΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΤΑΧΥ ΡΟΜΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2002. ιάταγµα δυνάµει του άρθρου 19 Κ Π 544/2003 Ο ΠΕΡΙ ΡΥΘΜΙΣΕΩΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΤΑΧΥ ΡΟΜΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2002 ιάταγµα δυνάµει του άρθρου 19 Ο Επίτροπος Ρυθµίσεως Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδροµείων, ασκώντας τις εξουσίες που του

Διαβάστε περισσότερα

Υπόθεση 206/89 R. S. κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Υπόθεση 206/89 R. S. κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων Υπόθεση 206/89 R S. κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων «Αίτηση αναστολής εκτελέσεως» Διάταξη του προέδρου του δευτέρου τμήματος του Δικαστηρίου της 31ης Ιουλίου 1989 2843 Περίληψη της Διατάξεως Αιαάικαοία

Διαβάστε περισσότερα

THIEFFRY ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

THIEFFRY ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 28ης Απριλίου 1977* Στην υπόθεση 71/76, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Cour d'appel de Paris προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης

Διαβάστε περισσότερα

Οι εξουσίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για επιβολή κυρώσεων. Σχέδιο κανονισμού (10896/2014 C8-0090/ /0807(CNS))

Οι εξουσίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για επιβολή κυρώσεων. Σχέδιο κανονισμού (10896/2014 C8-0090/ /0807(CNS)) 21.11.2014 A8-0028/ 001-014 ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ 001-014 κατάθεση: Επιτροπή Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής Έκθεση Kay Swinburne Οι εξουσίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής για επιβολή κυρώσεων A8-0028/2014 (10896/2014

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 13ης Δεκεμβρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 13ης Δεκεμβρίου 1989 * ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 13. 12. 1989 ΥΠΟΘΕΣΗ C-322/88 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 13ης Δεκεμβρίου 1989 * Στην υπόθεση C-322/88, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Tribunal du travail των Βρυξελλών

Διαβάστε περισσότερα

της 3ης Ιουνίου 1971 της 14ης αστικές και εμπορικές υποθέσεις, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς

της 3ης Ιουνίου 1971 της 14ης αστικές και εμπορικές υποθέσεις, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς κατ' ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 14ης Δεκεμβρίου 1976 * Στην υπόθεση 25/76, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του BUNDESGERICHTSHOF προς το Δικαστήριο, εφαρμογή του άρθρου 1 του πρωτοκόλλου

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ 2014-2019 Επιτροπή Αναφορών 28.2.2015 ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ Θέμα: Αναφορά 1032/2010, του Manuel Altemir Mergelina, ισπανικής ιθαγένειας, σχετικά με τη διακριτική μεταχείριση που

Διαβάστε περισσότερα

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-228/99 και Τ-233/99

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-228/99 και Τ-233/99 Συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-228/99 και Τ-233/99 Westdeutsche Landesbank Girozentrale και Land Nordrhein-Westfalen κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων «Κρατικές ενισχύσεις Αναρμοδιότητα της Επιτροπής

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 30ής Απριλίου 2002 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 30ής Απριλίου 2002 * CLUB-TOUR ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 30ής Απριλίου 2002 * Στην υπόθεση C-400/00, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Tribunal Judicial da Comarca do Porto (Πορτογαλία) προς το Δικαστήριο,

Διαβάστε περισσότερα

Τμήμα 2. Αρμοδιότητα, καθήκοντα και εξουσίες. Άρθρο 55. Αρμοδιότητα

Τμήμα 2. Αρμοδιότητα, καθήκοντα και εξουσίες. Άρθρο 55. Αρμοδιότητα Τμήμα 2 Αρμοδιότητα, καθήκοντα και εξουσίες Άρθρο 55 Αρμοδιότητα 1. Κάθε εποπτική αρχή είναι αρμόδια να εκτελεί τα καθήκοντα και να ασκεί τις εξουσίες που της ανατίθενται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ 2009-2014 Επιτροπή Αναφορών 18.12.2012 ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ Θέμα: Αναφορά 0338/2012, του Γεωργίου Φλωρά, ελληνικής ιθαγένειας, σχετικά με εικαζόμενη παράβαση της κοινοτικής νομοθεσίας

Διαβάστε περισσότερα

ΝΟΜΟΣ: 2148/1993 ΦΕΚ: Α 96/

ΝΟΜΟΣ: 2148/1993 ΦΕΚ: Α 96/ ΝΟΜΟΣ: 2148/1993 ΦΕΚ: Α 96/16.06.1993 ΤΙΤΛΟΣ: ΚΥΡΩΣΗ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΒΑΣΕΩΣ: ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΩΝ ΦΩΝΟΓΡΑΦΗΜΑΤΩΝ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΜΗ ΕΠΙΤΡΕΠΟΜΕΝΗΣ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΤΩΝ ΦΩΝΟΓΡΑΦΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥΣ, ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΣΤΗ

Διαβάστε περισσότερα

Εκδόθηκε στις 4 Δεκεμβρίου Εκδόθηκε

Εκδόθηκε στις 4 Δεκεμβρίου Εκδόθηκε Γνώμη 25/2018 σχετικά με το σχέδιο καταλόγου της αρμόδιας εποπτικής αρχής της Κροατίας για τις πράξεις επεξεργασίας που υπόκεινται στην απαίτηση για διενέργεια εκτίμησης αντικτύπου σχετικά με την προστασία

Διαβάστε περισσότερα

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173) Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173) Ψηφίστηκε προ ολίγων ημερών από τη Βουλή ο νέος νόμος 3886/2010 σε σχέση με την

Διαβάστε περισσότερα

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Βρυξέλλες, 1.8.2018 COM(2018) 567 final 2018/0298 (COD) Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009 όσον

Διαβάστε περισσότερα

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 170/7

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 170/7 1.7.2005 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 170/7 ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ) αριθ. 1002/2005 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 30ής Ιουνίου 2005 για τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1239/95 όσον αφορά τη χορήγηση υποχρεωτικών

Διαβάστε περισσότερα

ΟΔΗΓΙΑ 2009/22/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΟΔΗΓΙΑ 2009/22/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ L 110/30 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης 1.5.2009 ΟΔΗΓΙΕΣ ΟΔΗΓΙΑ 2009/22/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 23ης Απριλίου 2009 περί των αγωγών παραλείψεως στον τομέα της προστασίας

Διαβάστε περισσότερα

31987L0344. EUR-Lex L EL. Avis juridique important

31987L0344. EUR-Lex L EL. Avis juridique important Avis juridique important 31987L0344 Οδηγία 87/344/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 22ας Ιουνίου 1987 για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την ασφάλιση νομικής προστασίας

Διαβάστε περισσότερα

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ 3.2.2015 L 27/1 II (Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2015/159 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 27ης Ιανουαρίου 2015 που τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2532/98 σχετικά με τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής

Διαβάστε περισσότερα

Πρόταση ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Βρυξέλλες, 14.12.2015 COM(2015) 646 final 2015/0296 (CNS) Πρόταση ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για την τροποποίηση της οδηγίας 2006/112/ΕΚ σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας,

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 30ής Μαρτίου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 30ής Μαρτίου 1993 * ΑΠΟΦΑΣΗ της 30. 3. 1993 ΥΠΟΘΕΣΗ C-168/91 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 30ής Μαρτίου 1993 * Στην υπόθεση C-168/91, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Amtsgericht Tübingen (Ομοσπονδιακή Δημοκρατία

Διαβάστε περισσότερα