ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ Γ. ΤΣΕΛΙΚΑ Η ΜΟΡΦΗ ΚΑΙ Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΟΙΚΙΣΜΩΝ ΣΤΟΝ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ: ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΚΑΙ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ Γ. ΤΣΕΛΙΚΑ Η ΜΟΡΦΗ ΚΑΙ Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΟΙΚΙΣΜΩΝ ΣΤΟΝ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ: ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΚΑΙ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ"

Transcript

1 ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ Γ. ΤΣΕΛΙΚΑ Η ΜΟΡΦΗ ΚΑΙ Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΟΙΚΙΣΜΩΝ ΣΤΟΝ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ: ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΚΑΙ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ Υποβλήθηκε στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων, Τομέας Πολεοδομίας, Χωροταξίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης Ημερομηνία Προφορικής Εξέτασης: 08/05/2006 Εξεταστική Επιτροπή: Καθηγητής Α.-Φ. Λαγόπουλος, Επιβλέπων Καθηγητής Ε. Δημητριάδης, Μέλος Τριμελούς Συμβουλευτικής Επιτροπής Καθηγητής Κ. Κωτσάκης, Μέλος Τριμελούς Συμβουλευτικής Επιτροπής Καθηγήτρια Α. Παπαευθυμίου-Παπανθίμου, Εξετάστρια Αναπληρώτρια καθηγήτρια Κ. Παλυβού, Εξετάστρια Επίκουρος καθηγητής Μ. Φωτιάδης, Εξεταστής Λέκτορας Μ. Αρακαδάκη, Εξετάστρια

2 Βασιλεία Γ. Τσελίκα Α.Π.Θ. Τίτλος Διδακτορικής διατριβής ISBΝ «Η έγκριση της παρούσης Διδακτορικής Διατριβής από το Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης δεν υποδηλώνει αποδοχή των γνωμών του συγγραφέως» (Ν. 5343/1932, άρθρο 202, παρ. 2)

3 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΤΟΜΟΣ Α ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 1 ΜΕΡΟΣ Α. ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ 2. ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΟ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ Γεωγραφικό πλαίσιο 2.2 Χρονολογικό πλαίσιο 3. ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΤΩΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΟΙΚΙΣΜΩΝ ΣΤΟΝ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ ΟΙ ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΧΩΡΟ Η επιστημολογία του χώρου 4.2 Οι προσεγγίσεις του χώρου πριν το Οι προσεγγίσεις του χώρου στη γεωγραφία Οι προσεγγίσεις του χώρου στην αρχαιολογία 4.3 Η άνοδος του θετικισμού Η νέα γεωγραφία Η νέα αρχαιολογία και το παράδειγμα της χωρικής αρχαιολογίας 4.4 Οι αντιδράσεις στο θετικισμό Ριζοσπαστική γεωγραφία και μεταμοντέρνα γεωγραφία Η μεταδιαδικαστική αρχαιολογία και οι προσεγγίσεις του χώρου 4.5 Μια ολιστική προσέγγιση του χώρου 5. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΟΥ ΟΙΚΙΣΜΟΥ ΣΤΟΝ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ Γενικές παρατηρήσεις 5.2 Μεθοδολογία της χωροταξικής ανάλυσης 5.3 Μεθοδολογία της πολεοδομικής ανάλυσης ΜΕΡΟΣ Β. ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ 6. ΤΑ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ H καταγραφή των θέσεων 6.2 Η αξιοπιστία των δεδομένων Ο εντοπισμός μιας θέσης Η χρονολόγηση μιας θέσης Η χρήση μιας θέσης 7. ΤΟ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟ ΔΙΚΤΥΟ ΤΩΝ ΟΙΚΙΣΜΩΝ Τα οικολογικά χαρακτηριστικά του ελλαδικού χώρου Μακρο-τοπογραφία και φυσικές δίοδοι επικοινωνίας Μεταβολές των γεωμορφολογικών χαρακτηριστικών στον άξονα του χρόνου Κλίμα και βλάστηση 7.2 Το χωροταξικό δίκτυο των οικισμών κατά ιστορική περίοδο Αρχαιότερη Νεολιθική Μέση Νεολιθική Νεότερη Νεολιθική Τελική Νεολιθική Νεολιθική Εποχή Πρώιμη Εποχή Χαλκού 7.3 Η διαχρονική εξέλιξη του χωροταξικού δικτύου των οικισμών

4 ΜΕΡΟΣ Γ. ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ 8. ΤΑ ΚΑΤΑΛΟΙΠΑ ΤΟΥ ΚΤΙΣΜΕΝΟΥ ΧΩΡΟΥ Ανασκαφική δραστηριότητα και καταγραφή των καταλοίπων του κτισμένου χώρου 8.2 Ποσότητα και ποιότητα των καταλοίπων του κτισμένου χώρου: ταξινόμηση των δεδομένων 9. ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΗ ΜΟΡΦΗ ΤΩΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΟΙΚΙΣΜΩΝ Εκτεταμένες θέσεις και τούμπες 9.2 Τυπολογία των οικισμών κατά ιστορική περίοδο Αρχαιότερη Νεολιθική Μέση Νεολιθική Νεότερη Νεολιθική Τελική Νεολιθική Πρώιμη Εποχή Χαλκού 9.3 Η εξέλιξη της πολεοδομικής μορφής των οικισμών ΜΕΡΟΣ Δ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 10. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 406 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 420 ΤΟΜΟΣ Β (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ) ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α Κατάλογος των προϊστορικών θέσεων Βιβλιογραφία καταγραφής των προϊστορικών θέσεων και των καταλοίπων του κτισμένου χώρου Χάρτης αρίθμησης των προϊστορικών θέσεων ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β Χάρτες κατανομής των προϊστορικών θέσεων ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ Εικόνες του Κεφαλαίου 7.1 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Δ Εικόνες του Κεφαλαίου 9.2 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ε Σχέδια κάτοψης των προϊστορικών οικισμών

5 ΕΙΣΑΓΩΓΗ

6 Κεφάλαιο 1 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ Το αντικείμενο της διατριβής, όπως αναφέρεται στον τίτλο, είναι η μορφή των προϊστορικών οικισμών στον ελλαδικό χώρο. Η σημασία της μελέτης του προϊστορικού οικισμού ως πρώιμης μορφής του οικισμού στον ελλαδικό χώρο, ο οποίος εξελίχθηκε ιστορικά στο μυκηναϊκό και μινωικό ανακτορικό οικισμό, την πόλη-κράτος και αργότερα στην πρωτοχριστιανική και βυζαντινή πόλη, υπογραμμίζεται με σαφήνεια στο βιβλίο Η Ιστορία της Ελληνικής Πόλης, που εκδόθηκε πρόσφατα υπό την επιμέλεια του Αλέξανδρου-Φ. Λαγόπουλου (Λαγόπουλος 2004). Το βιβλίο περιλαμβάνει μια σειρά από άρθρα για τη μορφή της ελληνικής πόλης, τα περισσότερα από τα οποία είχαν δημοσιευτεί νωρίτερα σε ειδικό αφιέρωμα του περιοδικού Αρχαιολογία και Τέχνες (1997). Το σύνολο των άρθρων συνιστά μια ολοκληρωμένη θεώρηση της εξέλιξης της πόλης στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο από την εμφάνισή της μέχρι σήμερα, με βάση τα διαθέσιμα αρχαιολογικά και ιστορικά στοιχεία. Το εγχείρημα αυτό συγκεντρώνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς για πρώτη φορά μια μελέτη της ελληνικής πόλης επιχειρεί τη διερεύνηση της ιστορικής της εξέλιξης σε ένα χρονικό άξονα που ξεκινά από τη Νεολιθική Εποχή, που χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση του νεολιθικού οικισμού, του πιο πρώιμου οικισμού στον ελλαδικό χώρο. Ακολουθεί η διερεύνηση της εξέλιξης του οικισμού κατά τη διάρκεια της Εποχής Χαλκού, περίοδος κατά την οποία τίθεται το ερώτημα της πρώιμης αστικοποίησης και της εμφάνισης των πρωτο-αστικών οικισμών στον ελλαδικό χώρο, φαινόμενο το οποίο τοποθετείται χρονικά στο τέλος της Πρώιμης Εποχής Χαλκού. Η παρούσα εργασία έχει ως στόχο τη μελέτη της πρώιμης μορφής του οικισμού στον ελλαδικό χώρο, μέσα σε ένα ιστορικό πλαίσιο που ξεκινά από την εμφάνισή του στη Νεολιθική Εποχή και καταλήγει σε μια εξελιγμένη του μορφή προς το τέλος της Πρώιμης Εποχής Χαλκού, οπότε υπάρχουν ενδείξεις για πρώιμα αστικά χαρακτηριστικά. Μολονότι ο προϊστορικός οικισμός αποτελεί διεθνώς αντικείμενο μελέτης της ανθρώπινης γεωγραφίας και της αρχαιολογίας, μεταξύ άλλων επιστημονικών πεδίων, διαπιστώνεται ότι προς το παρόν οι αρχαιολόγοι διατηρούν το προβάδισμα στις μελέτες που αφορούν τον προϊστορικό οικισμό στην Ελλάδα. Παρά το γεγονός ότι στο πεδίο της αρχαιολογίας τα τελευταία χρόνια ασκείται κριτική στις μελέτες που επικεντρώνονται στον προϊστορικό οικισμό, ιδιαίτερα κάτω από την επιρροή των μεταμοντέρνων προσεγγίσεων της αρχαιολογίας του τοπίου, άλλες απόψεις εκφράζουν την αντίθεσή τους σε αυτή την κριτική και στηρίζουν μια τέτοια ερευνητική επιλογή. Οι υποστηρικτές της μελέτης του προϊστορικού οικισμού θεωρούν ότι, παρά τις αντιρρήσεις που διατυπώνονται ως προς τον περιορισμό του επιστημονικού ενδιαφέροντος των αρχαιολόγων στα στενά όρια του οικισμού, οι οποίες υπογραμμίζεται ότι εδράζονται σε συγκεκριμένα ερμηνευτικά πλαίσια που θα συζητηθούν σε επόμενο κεφάλαιο της εργασίας, η αρχαιολογική έρευνα δεν μπορεί να αποφύγει την ανάλυση και τη μελέτη του αρχαιολο- 1

7 Κεφάλαιο 1 γικού υλικού με βάση συγκεκριμένες κατηγοριοποιήσεις και συμβάσεις. Σύμφωνα με μια τέτοια άποψη, ο οικισμός παραμένει βασικό αντικειμενικό μέγεθος του αρχαιολογικού υλικού και ως τέτοιο έχει συγκεκριμένες και ερμηνεύσιμες διαστάσεις (Χουρμουζιάδης 1997: 21, Brück και Goodman 1999: 2-7). Με την αποδοχή μιας τέτοιας άποψης, λοιπόν, δεν μένει παρά να προσδιοριστεί η έννοια του οικισμού στα αρχαιολογικά συμφραζόμενα. Σύμφωνα με την άποψη του Κώστα Κωτσάκη, ο οικισμός ορίζεται ως ένας τόπος όπου οι ανθρώπινες κοινωνικές σχέσεις μετασχηματίζουν μόνιμα το χώρο με έναν επαναλαμβανόμενο και αρχαιολογικά αναγνωρίσιμο τρόπο, ως αποτέλεσμα της συνειδητής ανθρώπινης δράσης (Kotsakis 1999: 67). Η διερεύνηση της αρχαιολογικής βιβλιογραφίας προκειμένου να διαπιστωθεί η σημερινή αρχαιολογική γνώση για τη μορφή των προϊστορικών οικισμών στον ελλαδικό χώρο υποδεικνύει ότι οι μελέτες που αφορούν αποκλειστικά στη μορφή των προϊστορικών οικισμών του ελλαδικού χώρου είναι λιγοστές. Η μελέτη της Ντόρας Κόνσολα με τίτλο Η πολεοδομική μορφή των προϊστορικών οικισμών του αιγαιακού χώρου συνιστά μια μελέτη που περιορίζεται στα στενά όρια της έκτασης ενός επιστημονικού άρθρου, στην οποία, όμως, θέτει τις βάσεις για την αναζήτηση μιας τυπολογίας των προϊστορικών οικισμών του ελλαδικού χώρου, εξετάζοντας οικισμούς από διάφορες χρονολογικές περιόδους της προϊστορίας (Κόνσολα 1984). Η έκδοση των πρακτικών του διεθνούς στρογγυλού τραπεζιού με θέμα L habitat égéen préhistorique, που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα το 1987, αποτελεί μια πιο πρόσφατη θεώρηση των ζητημάτων του προϊστορικού οικισμού στον ελλαδικό χώρο. Την έκδοση επιμελήθηκαν ο Pascal Darcque και ο René Treuil και περιλαμβάνει μια σειρά από εισηγήσεις που πραγματεύονται ζητήματα πολεοδομίας, αρχιτεκτονικής και τεχνικής δόμησης των αρχιτεκτονικών κατασκευών μέσα σε ένα ποικίλο γεωγραφικό και χρονολογικό πλαίσιο (Darcque και Treuil 1991). Στο σημείο αυτό θα αναφερθούν δύο ακόμη βιβλία που αφορούν στη μελέτη των προϊστορικών οικισμών, τα οποία εξετάζουν συγκεκριμένα το φαινόμενο της πρώιμης αστικοποίησης στον ελλαδικό χώρο. Πρόκειται για το βιβλίο της Κόνσολα Η πρώιμη αστικοποίηση στους πρωτοελλαδικούς οικισμούς: Συστηματική ανάλυση των χαρακτηριστικών της, καθώς επίσης και για τα πρακτικά του διεθνούς συνεδρίου Early Helladic Architecture and Urbanization, υπό την επιμέλεια του Robin Hägg και της Κόνσολα (Κόνσολα 1984, Hägg και Konsola 1986). Διαπιστώνεται ότι οι μελέτες των προϊστορικών οικισμών ενσωματώνονται, επίσης, σε εργασίες που επιχειρούν να συνθέσουν τα αρχαιολογικά δεδομένα για την προϊστορική περίοδο στον ελλαδικό χώρο, με σκοπό μια ολοκληρωμένη αφήγηση της αρχαιολογικής γνώσης. Η πρώτη συνθετική εργασία που αφορά αποκλειστικά στη Νεολιθική Εποχή είναι το βιβλίο Νεολιθική Ελλάς του Δημήτρη Ρ. Θεοχάρη, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται μια πρώτη ανάγνωση και ερμηνεία των δεδομένων που είχαν συγκεντρωθεί ώς τότε για τη μορφή των νεολιθικών οικισμών στην Ελλάδα, καθώς επίσης και ένας κατά- 2

8 Κεφάλαιο 1 λογος με τις γνωστές νεολιθικές θέσεις (Θεοχάρης 1973). Μια πιο πρόσφατη θεώρηση των αρχαιολογικών δεδομένων για τη Νεολιθική Εποχή αποτελεί το βιβλίο Νεολιθικός Πολιτισμός στην Ελλάδα, το οποίο εκδόθηκε υπό την επιμέλεια του Γιώργου Α. Παπαθανασόπουλου. Ένα μέρος του βιβλίου είναι αφιερωμένο στη νεολιθική κατοίκηση σε καθεμιά από τις γεωγραφικές περιφέρειες της Ελλάδας, ενώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι προσφέρει έναν κατάλογο των γνωστών νεολιθικών θέσεων σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο (Παπαθανασόπουλος 1996). Μια συνθετική εργασία που διευρύνει το χρονολογικό της πλαίσιο, ώστε να συμπεριλάβει τη Νεολιθική Εποχή και την Πρώιμη Εποχή Χαλκού συνιστά το βιβλίο Le Néolithique et le Bronze Ancien Égéens: Les problèmes stratigraphiques et chronologiques, les techniques, les hommes του Treuil, το ο- ποίο μεταξύ άλλων πραγματεύεται ζητήματα της μορφής των οικισμών, καθώς επίσης της αρχιτεκτονικής και της δόμησης των κατασκευών (Treuil 1983). Θεωρείται σκόπιμο να αναφερθούν τρεις ακόμη μελέτες που πραγματεύονται, μεταξύ άλλων, ζητήματα που αφορούν στη μορφή των προϊστορικών οικισμών, έχοντας ένα σχετικά διευρυμένο γεωγραφικό πλαίσιο μελέτης. Σημαντική σύνθεση των δεδομένων για τη μορφή των πρωτοελλαδικών οικισμών προσφέρει η διδακτορική διατριβή του Daniel Pullen με τίτλο Social organization in Early Bronze Age Greece: A multidimensional approach, η οποία διερευνά μεταξύ άλλων τη μορφή των πρωτοελλαδικών οικισμών στον κεντρικό και νότιο ελλαδικό χώρο, προκειμένου να αντλήσει πληροφορίες για τη μελέτη της κοινωνικής οργάνωσης (Pullen 1985). Μια συνθετική παρουσίαση των δεδομένων για την κατανομή των οικισμών στον κεντρικό και νότιο ηπειρωτικό και νησιωτικό ελλαδικό χώρο, καθώς επίσης και για τη μορφή και τις τεχνικές δόμησης των αρχιτεκτονικών κατασκευών της δεύτερης περιόδου της Πρώιμης Εποχής Χαλκού, συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο The Early Bronze 2 in the Aegean του Μιχάλη Κοσμόπουλου. Ο ίδιος παραθέτει, επίσης, έναν ενημερωμένο κατάλογο των γνωστών θέσεων της περιόδου στις γεωγραφικές περιοχές που μελετά (Cosmopoulos 1991). Μια ακόμη μελέτη που έχει ενδιαφέρον, κυρίως για τη συγκέντρωση ενός σημαντικού όγκου δεδομένων για τους οικισμούς της Πρώιμης Εποχής Χαλκού στην Πελοπόννησο, συνιστά το βιβλίο Le Pelopennèse au Bronze Ancien του Jean Renard. Στο βιβλίο συμπεριλαμβάνεται ένας πλήρης κατάλογος των πρωτοελλαδικών οικισμών της Πελοποννήσου, καθώς επίσης και η μελέτη της αρχιτεκτονικής των κατασκευών των οικισμών (Renard 1995). Οι τελικές δημοσιεύσεις των αρχαιολογικών προγραμμάτων επιφανειακών ερευνών προσφέρουν, επίσης, ένα σύνολο μελετών των προϊστορικών οικισμών του ελλαδικού χώρου. Μέσα σε ένα ευρύτερο θεωρητικό πλαίσιο που έχει ως στόχο την παρακολούθηση της εξέλιξης της ανθρώπινης παρουσίας στο τοπίο μιας συγκεκριμένης γεωγραφικής περιοχής, οι δημοσιεύσεις τέτοιων προγραμμάτων προσφέρουν μελέτες για τη διάταξη των οικισμών σε μια χρονική περίοδο, καθώς επίσης και για την εξέλιξη της διάταξης των οικισμών στον άξονα του χρόνου. Ορισμένα παραδείγματα τέτοιων μελετών προσφέ- 3

9 Κεφάλαιο 1 ρουν οι δημοσιεύσεις των αρχαιολογικών προγραμμάτων επιφανειακών ερευνών της Νότιας Αργολίδας και της περιοχής Μερμπατιού-Λιμνών στην Πελοπόννησο, της Χερσονήσου των Μεθάνων στην Αττική, της Κέας, της Μήλου και της Νάξου στις Κυκλάδες, των Χανίων, του Λασιθίου, του Καβουσίου και του Ζίρου στην Κρήτη (Jameson, Runnels και van Andel 1994, Wells και Runnels 1996, Mee και Forbes 1997, Cherry, Davis και Mantzourani 1991, Renfrew και Wagstaff 1982, Erard-Cerceau, Fotou, Psychoyos και Treuil 1993, Moody 1987, Watrous 1982, Haggis 1992, Branigan 1998). Είναι φανερό ότι οι μελέτες αυτές περιορίζονται γεωγραφικά σε μια πολύ μικρή περιοχή του ελλαδικού χώρου, ενώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι ορισμένες από αυτές δεν περιορίζονται χρονολογικά στην προϊστορική εποχή, αλλά επεκτείνονται και σε μεταγενέστερες ιστορικές περιόδους. Η διερεύνηση της αρχαιολογικής βιβλιογραφίας για τη μελέτη των προϊστορικών οικισμών του ελλαδικού χώρου αποκαλύπτει ένα σημαντικό κενό στη σημερινή αρχαιολογική γνώση για τη μορφή των οικισμών για δύο λόγους. Από τη μια γιατί το σύνολο των παραπάνω μελετών πραγματεύεται μόνον ένα μέρος του διαθέσιμου όγκου των αρχαιολογικών δεδομένων και από την άλλη γιατί οι συγκεκριμένες μελέτες διέπονται από ορισμένες αδυναμίες. Ένα βασικό μειονέκτημα των περισσότερων μελετών είναι το περιορισμένο γεωγραφικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εντάσσεται η προσέγγιση των προϊστορικών οικισμών, ενώ ένα δεύτερο βασικό μειονέκτημα ορισμένων μελετών συνιστά το περιορισμένο χρονολογικό πλαίσιο της μελέτης. Ένα τρίτο στοιχείο που επισημαίνεται είναι η μονοδιάστατη επιλογή της κλίμακας μελέτης των προϊστορικών οικισμών, καθώς ορισμένες μελέτες επικεντρώνονται αποκλειστικά στην κατανομή των οικισμών στο τοπίο του ελλαδικού χώρου, δίνοντας έμφαση στη χωροταξική κλίμακα, ενώ άλλες μελέτες εστιάζουν αποκλειστικά στη μορφή των οικισμών σε πολεοδομική κλίμακα. Το γεγονός ότι οι περισσότερες από τις παραπάνω μελέτες αποτελούν μέρος μιας ευρύτερης συνθετικής εργασίας ή περιορίζονται στην έκταση ενός επιστημονικού άρθρου ή μιας επιστημονικής εισήγησης περιορίζει το βαθμό εμβάθυνσής τους. Διαπιστώνεται, λοιπόν, ότι καμιά από τις παραπάνω μελέτες δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια ολοκληρωμένη μελέτη της μορφής των προϊστορικών οικισμών του ελλαδικού χώρου, σύμφωνα με τα κριτήρια της μελέτης των οικισμών στα γεωγραφικά και αρχαιολογικά συμφραζόμενα. Η παρούσα εργασία έχει την πρόθεση να συμπληρώσει το κενό που διαπιστώνεται στη σημερινή γνώση για τη μορφή των προϊστορικών οικισμών του ελλαδικού χώρου. Βασικός στόχος είναι η ολοκληρωμένη μελέτη της μορφής του οικισμού μέσα και από τις δύο κλίμακες ανάλυσης του χώρου, τη χωροταξική και την πολεοδομική. Είναι προφανές ότι η επιλογή των δύο επιπέδων ανάλυσης του χώρου εξυπηρετεί αρχικά στη μετάβαση από τη μεγαλύτερη κλίμακα μελέτης του οικισμού, δηλαδή τη χωροταξική συγκέντρωση των οικισμών σε μια γεωγραφική περιοχή, στη μικρότερη κλίμακα μελέτης του οικισμού, δηλαδή τη μονάδα της χωροταξικής συγκέντρωσης που είναι ο ίδιος ο οικι- 4

10 Κεφάλαιο 1 σμός. Ωστόσο, εκτός από τον προφανή λόγο αυτής της στρατηγικής επιλογής στη μελέτη του οικισμού, που αφορά στο ζήτημα της κλίμακας, υπάρχουν δύο ουσιαστικά θεωρητικά ερωτήματα που επιβάλουν μια τέτοια επιλογή. Πρόκειται για ερωτήματα που δημιουργούνται μέσα από το πρώτο στάδιο της χωροταξικής ανάλυσης των δεδομένων, δηλαδή μέσα από την αναγνώριση των χωροταξικών συγκεντρώσεων των οικισμών. Το πρώτο ερώτημα αφορά στα πολεοδομικά χαρακτηριστικά που συγκεντρώνουν οι οικισμοί-μονάδες που ανήκουν σε μια συγκεκριμένη χωροταξική συγκέντρωση κατά την ίδια χρονική περίοδο, ενώ το δεύτερο ερώτημα αφορά στα χαρακτηριστικά που συγκεντρώνουν οι οικισμοί-μονάδες διαφορετικών χωροταξικών συγκεντρώσεων την ίδια χρονική περίοδο. Με άλλα λόγια, στην πρώτη περίπτωση διατυπώνεται το ερώτημα αν οι οικισμοί μιας χωροταξικής συγκέντρωσης μοιράζονται κοινά πολεοδομικά χαρακτηριστικά, ενώ στη δεύτερη περίπτωση διατυπώνεται το ερώτημα αν οι οικισμοί διαφορετικών χωροταξικών συγκεντρώσεων παρουσιάζουν ομοιότητες ή διαφορές στα πολεοδομικά τους χαρακτηριστικά. Πρόκειται για δύο ερωτήματα που έχουν ενδιαφέρον όχι μόνο μέσα από τη συγχρονική θεώρηση των δεδομένων, αλλά αντίθετα αποκτούν ιδιαίτερο ενδιαφέρον μέσα από τη διαχρονική οπτική. Με βάση τις απαιτήσεις του αντικειμένου της μελέτης, δηλαδή την ολοκληρωμένη και συστηματική μελέτη της μορφής των προϊστορικών οικισμών σε δύο επίπεδα ανάλυσης, το χωροταξικό και το πολεοδομικό, και μέσα από δύο οπτικές, τη συγχρονική και τη διαχρονική, η εργασία διαιρείται σε τέσσερα κύρια μέρη. Το πρώτο μέρος, Μέρος Α, διαιρείται σε τέσσερα κεφάλαια, τα οποία πραγματεύονται ορισμένα ζητήματα θεωρητικής φύσης, προκειμένου να προσδιοριστούν με σαφήνεια και να τεκμηριωθούν οι θεωρητικές και μεθοδολογικές επιλογές για τη συγκεκριμένη μελέτη των προϊστορικών οικισμών. Το Κεφάλαιο 2 αναφέρεται στο γεωγραφικό και το χρονολογικό πλαίσιο της παρούσας εργασίας, προσδιορίζοντας τα όρια του γεωγραφικού χώρου μέσα στον οποίο μελετάται ο προϊστορικός οικισμός και τα όρια της ιστορικής περιόδου μέσα στην οποία εντάσσεται η μελέτη του οικισμού. Το Κεφάλαιο 3 συνιστά ένα ιστορικό σημείωμα για την εξέλιξη της έρευνας των προϊστορικών οικισμών στον ελλαδικό χώρο, ως επιστημονικό αντικείμενο της αρχαιολογικής έρευνας πεδίου. Το σημείωμα αυτό κρίνεται σκόπιμο καθώς τα χαρακτηριστικά της αρχαιολογικής έρευνας πεδίου έχουν αντίκτυπο στην ποιότητα και την ποσότητα των διαθέσιμων δεδομένων για τη μελέτη της μορφής των προϊστορικών οικισμών. Στη συνέχεια κρίνεται απαραίτητη η διατύπωση συγκεκριμένης άποψης για τη θεωρητική προσέγγιση του προϊστορικού οικισμού, η ο- ποία τοποθετείται μέσα σε ένα ευρύτερο θεωρητικό πλαίσιο συζήτησης για το χώρο στο Κεφάλαιο 4. Η ολοκλήρωση του πρώτου μέρους γίνεται με το Κεφάλαιο 5, στο οποίο διατυπώνεται η μεθοδολογική προσέγγιση που υιοθετείται για την παρούσα μελέτη της μορφής των προϊστορικών οικισμών στον ελλαδικό χώρο, όπως προσδιορίζεται μέσα από τις θεωρητικές δεσμεύσεις και περιορίζεται ταυτόχρονα από τη φύση των δεδομένων 5

11 Κεφάλαιο 1 της εργασίας σε χωροταξική και πολεοδομική κλίμακα. Το δεύτερο και το τρίτο μέρος της εργασίας συνιστούν τα δύο αναλυτικά μέρη της μελέτης των προϊστορικών οικισμών του ελλαδικού χώρου. Το Μέρος Β αφορά στη χωροταξική ανάλυση των δεδομένων, δηλαδή του συνόλου των προϊστορικών θέσεων του ελλαδικού χώρου. Προηγείται η περιγραφή της καταγραφής των εντοπισμένων προϊστορικών θέσεων στο Κεφάλαιο 6, υπογραμμίζοντας τα προβλήματα που αντιμετωπίζονται στο πλαίσιο ενός τέτοιου εγχειρήματος και τις αδυναμίες που χαρακτηρίζουν τα χωροταξικά δεδομένα. Το επόμενο Κεφάλαιο 7 διαιρείται σε τρία υποκεφάλαια, το πρώτο από τα οποία περιγράφει τα οικολογικά χαρακτηριστικά του ελλαδικού χώρου, δίνοντας έμφαση στα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά που συγκέντρωνε κατά την προϊστορική περίοδο και στις αλλαγές που έχει υποστεί από τότε μέχρι σήμερα. Ακολουθεί η μελέτη των προϊστορικών οικισμών σε χωροταξική κλίμακα με τη συγκριτική μελέτη των δεδομένων κάθε περιοχής για καθεμιά ιστορική περίοδο, διατυπώνοντας συμπερασματικά ορισμένες παρατηρήσεις για το χωροταξικό δίκτυο των οικισμών στο συγχρονικό πεδίο. Το Κεφάλαιο 7 ολοκληρώνεται με τη συγκριτική μελέτη του χωροταξικού δικτύου των οικισμών όπως διαμορφώνεται σε καθεμιά ιστορική περίοδο, προκειμένου να διατυπωθούν τα συμπεράσματα για τη διαχρονική εξέλιξη του χωροταξικού δικτύου των οικισμών μέσα στο χρονολογικό πλαίσιο της εργασίας. Το Μέρος Γ της εργασίας αφορά στην πολεοδομική ανάλυση των δεδομένων, δηλαδή των καταλοίπων του κτισμένου χώρου των προϊστορικών οικισμών. Προηγείται η περιγραφή της διαδικασίας καταγραφής των καταλοίπων του κτισμένου χώρου στο Κεφάλαιο 8, υπογραμμίζοντας τα προβλήματα που συνοδεύουν μια τέτοια διαδικασία και τις αδυναμίες των διαθέσιμων δεδομένων. Το Κεφάλαιο 9 διαιρείται σε τρία υποκεφάλαια που πραγματεύονται την πολεοδομική μορφή των προϊστορικών οικισμών. Το πρώτο υποκεφάλαιο αναφέρεται σε μια βασική διάκριση των αρχαιολογικών θέσεων, τις τούμπες και τις επίπεδες εκτεταμένες θέσεις, η οποία συνδέεται με τη διαχρονική εξέλιξη της πολεοδομικής μορφής των οικισμών. Το δεύτερο αφορά στην αναζήτηση της τυπολογίας των προϊστορικών οικισμών μέσα από τη συγκριτική μελέτη της πολεοδομικής μορφής των οικισμών μεταξύ των γεωγραφικών περιοχών του ελλαδικού χώρου για καθεμιά ιστορική περίοδο, η οποία καταλήγει στη διατύπωση συμπερασμάτων για την πολεοδομική μορφή των οικισμών στο συγχρονικό πεδίο. Τέλος, το τρίτο υποκεφάλαιο αφορά στη συγκριτική μελέτη της πολεοδομικής μορφής των οικισμών μεταξύ των διαδοχικών περιόδων, έχοντας ως τελικό στόχο τη διατύπωση των συμπερασμάτων για τη διαχρονική εξέλιξη της μορφής των οικισμών μέσα στο ευρύτερο χρονολογικό πλαίσιο της εργασίας. Η εργασία ολοκληρώνεται με το Μέρος Δ, στο οποίο επιχειρείται η σύνθεση των επιμέρους συμπερασμάτων για τη μορφή των προϊστορικών οικισμών του ελλαδικού χώρου, σε χωροταξική και πολεοδομική κλίμακα, όπως εξελίσσεται ιστορικά από την πρωταρχική του νεολιθική μορφή ώς την πιο σύνθετη μορφή του πριν την εμφάνιση των 6

12 Κεφάλαιο 1 πρωτο-αστικών οικισμών. 7

13 Κεφάλαιο 1 Ευχαριστίες Στο τέλος αυτού του εισαγωγικού σημειώματος, θεωρώ χρέος μου να ευχαριστήσω όλους εκείνους που συνέβαλαν με τον τρόπο τους στην υλοποίηση αυτού του πονήματος. Αρχικά θα ήθελα να ευχαριστήσω το Γιώργο Χ. Χουρμουζιάδη, ομότιμο καθηγητή του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Α.Π.Θ., γιατί άνοιξε το δρόμο γι αυτό το μακρύ οδοιπορικό στη γνώση. Ο δεύτερος άνθρωπος που αγκάλιασε με ενθουσιασμό αυτή την προσπάθεια είναι ο Αλέξανδρος-Φ. Λαγόπουλος, καθηγητής του Τμήματος Αρχιτεκτόνων του Α.Π.Θ. και επιβλέπων της εργασίας. Τον ευχαριστώ ιδιαίτερα γι αυτή τη δεκτικότητα και για την εμπιστοσύνη που έδειξε στο πρόσωπό μου, καθώς επίσης και για το χρόνο που αφιέρωσε για την ανάγνωση των πολλών πρόχειρων κειμένων, για τις πολύτιμες διορθώσεις του και για την καθοδήγησή του σε θεωρητικά και πρακτικά ζητήματα που αντιμετώπισα. Ιδιαίτερες ευχαριστίες θα ήθελα να εκφράσω στον Ευάγγελο Δημητριάδη, καθηγητή του Τμήματος Αρχιτεκτόνων του Α.Π.Θ., και στον Κώστα Κωτσάκη, καθηγητή του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Α.Π.Θ., οι οποίοι, ως μέλη της Τριμελούς Επιτροπής, συνέβαλαν μέσα από συζητήσεις και διορθώσεις των αρχικών κειμένων στην τελική μορφή της εργασίας. Οφείλω να ευχαριστήσω το Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών για την οικονομική στήριξη που μου πρόσφερε ως υπότροφο για τρεισήμισι χρόνια. Θα ήθελα να εκφράσω τις ευχαριστίες μου στο Μύρωνα Μυρίδη, καθηγητή του Τμήματος Αγρονόμων Τοπογράφων του Α.Π.Θ., και το Νίκο Καρανικόλα, διδάκτορα του Τμήματος Αγρονόμων Τοπογράφων του Α.Π.Θ., οι οποίοι μου παραχώρησαν το γεωφυσικό χάρτη της Ελλάδας σε ηλεκτρονική μορφή, απαραίτητο εργαλείο για τη δημιουργία των χαρτών κατανομής των προϊστορικών θέσεων. Ευχαριστώ πολύ τη Νάσια Χουρμουζιάδη, αρχιτέκτονα, που μου έδειξε τον τρόπο για να συμπληρώσω το χάρτη της Ελλάδας με τις χιλιάδες προϊστορικές θέσεις που κατέγραψα. Τις πιο θερμές μου ευχαριστίες θα ήθελα να εκφράσω στην Κορίνα Φιλοξενίδου, αρχιτέκτονα, που αφιέρωσε πολύ χρόνο για την ηλεκτρονική επεξεργασία των εικόνων και των σχεδίων της διατριβής. Ένα μεγάλο ευχαριστώ οφείλω στην Τάνια Τσιρίδου, κοινωνιολόγο, και την Έλενα Χουρμουζιάδη, μεταφράστρια, για την πολύτιμη βοήθειά τους στην κατανόηση των γερμανικών και αγγλικών κειμένων της βιβλιογραφίας. Ευχαριστώ πολύ το Γιάννη Αγγελίδη, οικονομολόγο, για τη συνεισφορά του στη στατιστική επεξεργασία των δεδομένων της εργασίας. Κλείνοντας αυτό το ευχαριστήριο σημείωμα, θα ήθελα να ευχαριστήσω ολόκληρη την οικογένειά μου, που πρόσφερε με κάθε τρόπο τη βοήθειά της κατά το μεγάλο χρονικό διάστημα της έρευνας και της συγγραφής αυτής της εργασίας. Ιδιαίτερα ευχαριστώ την αδερφή μου Αναστασία Τσελίκα, η οποία με την ιδιότητα της φιλολόγου ανέλαβε τη φιλολογική επιμέλεια της εργασίας, και το σύζυγό της Γιάννη Κανσίζογλου, που υποστήριξε τεχνικά την εργασία με την ιδιότητα του καθηγητή πληροφορικής. Ευχαριστώ 8

14 Κεφάλαιο 1 πολύ το μικρό μου ανιψιό Χρίστο, που μου θύμιζε σε κρίσιμες στιγμές τη χαρά της ζωής. Περισσότερο απ όλους ευχαριστώ τους γονείς μου, που υπήρξαν σιωπηλοί συνοδοιπόροι σ αυτό το δύσκολο δρόμο. 9

15 Μ Ε Ρ Ο Σ Α. ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ

16 Κεφάλαιο 2 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2. ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΟ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ 2.1 Γεωγραφικό πλαίσιο Υπογραμμίστηκε εισαγωγικά ότι προκειμένου να συμπληρωθεί το κενό στη σημερινή αρχαιολογική γνώση για τη μορφή των προϊστορικών οικισμών του ελλαδικού χώρου, η πρόθεση της εργασίας είναι να μελετήσει το σύνολο των οικισμών που ανήκουν στον ελλαδικό γεωγραφικό χώρο, δηλαδή στα σημερινά διοικητικά όρια της Ελλάδας. Μολονότι μια τέτοια διαίρεση του γεωγραφικού χώρου υπακούει σε σύγχρονα γεωπολιτικά κριτήρια, και κάθε άλλο παρά ταιριάζει σε χρονικές περιόδους τόσο μακρινές όσο η προϊστορία, η χρήση τέτοιων διοικητικών διαιρέσεων έχει καθιερωθεί στην αρχαιολογική βιβλιογραφία για λόγους οργάνωσης της αρχαιολογικής γνώσης (Andreou, Fotiadis και Kotsakis 2001: 260). Εκτιμάται ότι η διεύρυνση του γεωγραφικού πλαισίου ώστε να συμπεριλάβει τις όμορες περιοχές του ελλαδικού χώρου, όπου αυτό κρίνεται απαραίτητο, προσφέρει έναν τρόπο για να αμβλυνθεί η αντίφαση που ενέχει η προβολή των σημερινών διοικητικών διαιρέσεων του γεωγραφικού χώρου στο γεωγραφικό χώρο της προϊστορίας. Θεωρείται ότι με αυτό τον τρόπο δίνεται η δυνατότητα να υ- πογραμμιστούν τα κοινά πολιτισμικά χαρακτηριστικά ανάμεσα σε γεωγραφικές περιοχές που σήμερα διαχωρίζονται από τα σύγχρονα εθνικά διοικητικά όρια, υποδεικνύοντας τη ρευστότητα τέτοιων ορίων κατά την προϊστορία και επιβεβαιώνοντας με τον καλύτερο τρόπο τις παραπάνω επιφυλάξεις ως προς την επιλογή του συγκεκριμένου γεωγραφικού πλαισίου για τη μελέτη των προϊστορικών οικισμών. Μια πάγια τακτική στις αρχαιολογικές μελέτες της ελληνικής προϊστορίας αποτελεί, επίσης, η οργάνωση του αρχαιολογικού υλικού και της αρχαιολογικής γνώσης σύμφωνα με τις σημερινές διοικητικές υποδιαιρέσεις του ελλαδικού χώρου σε περιφέρειες. Η κατάτμηση του ελλαδικού γεωγραφικού χώρου δεν συνιστά απόλυτα μια σημερινή αυθαιρεσία, αλλά έχει τις ρίζες της στην παράδοση της ελληνικής προϊστορικής αρχαιολογίας στο πεδίο της θεωρητικής σκέψης και της πρακτικής. Αναγνωρίζεται ότι μεταπολεμικά δημιουργήθηκε η ανάγκη συστηματοποίησης και χρονολόγησης του αρχαιολογικού υλικού, που είχε αρχίσει να συσσωρεύεται μετά από τη μακρόχρονη αρχαιολογική έρευνα πεδίου (Kotsakis 1991: 73). Η ποσοτική κυριαρχία της κεραμικής στο αρχαιολογικό υλικό των προϊστορικών θέσεων του ελλαδικού χώρου οδήγησε στην αναγνώριση της κεραμικής ως βασικό διαγνωστικό στοιχείο για την τοπική παραλλαγή και τη διαδοχή των φάσεων της εξέλιξης του υλικού πολιτισμού. Η μελέτη της κεραμικής προώθησε την εγκαθίδρυση πολιτισμικών ακολουθιών για κάθε γεωγραφική περιοχή του ελλαδικού χώρου, ιδιαίτερα κάτω από την θεωρητική επιρροή της πολιτισμικής ιστορίας που κυριαρχούσε εκείνη την εποχή στην ελληνική προϊστορική αρχαιολογία. Ο Colin Renfrew στο βιβλίο του The Emergence of Civilization (1972) επιχείρησε μια σύνθεση των αρχαιολογικών δεδομένων για την Πρώιμη Εποχή Χαλκού, καθιερώνοντας 10

17 Κεφάλαιο 2 τις πολιτισμικές ακολουθίες για τις γεωγραφικές περιοχές του κεντρικού και νότιου ελλαδικού χώρου, ενώ ο Θεοχάρης ήταν ο πρώτος που επιχείρησε να συστηματοποιήσει τα αρχαιολογικά δεδομένα της Νεολιθικής Εποχής, καθιερώνοντας αντίστοιχα τις νεολιθικές πολιτισμικές ακολουθίες στις μέχρι τότε αρχαιολογικά γνωστές περιοχές του ελλαδικού χώρου (Θεοχάρης 1973: 39, 47-58, Renfrew 1972: 196). Από τότε μέχρι σήμερα η αρχαιολογική γνώση έχει εμπλουτιστεί από ένα μεγάλο όγκο νέων αρχαιολογικών δεδομένων, αναθεωρώντας πολλές από τις αρχικές εκτιμήσεις και απορρίπτοντας αρκετές από τις προηγούμενες μεθοδολογικές επιλογές της έρευνας. Ωστόσο, η κατάτμηση του γεωγραφικού ελλαδικού χώρου για τους λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω παραμένει αναλλοίωτη στις μελέτες της προϊστορίας του ελλαδικού χώρου. Για τις ανάγκες της παρούσας μελέτης των προϊστορικών οικισμών του ελλαδικού χώρου, δύο στοιχεία συνυπολογίστηκαν στην επιλογή των περιφερειών με σκοπό την οργάνωση των δεδομένων, η σύγχρονη διαίρεση της Ελλάδας σε διοικητικές περιφέρειες και η καθιερωμένη διαίρεση του ελλαδικού χώρου σύμφωνα με τις γεωγραφικές παραλλαγές του αρχαιολογικού υλικού πολιτισμού της προϊστορικής περιόδου. Η διαίρεση του ελληνικού κράτους στις δεκατρείς διοικητικές περιφέρειες χρησιμοποιείται ως βασικός κορμός για την κατάτμηση του ελλαδικού γεωγραφικού χώρου, ενώ σημειώνονται τροποποιήσεις όπου κρίνεται απαραίτητο με βάση τις γεωγραφικές περιοχές που έχουν καθιερωθεί στην αρχαιολογική βιβλιογραφία. Με τη σειρά της, καθεμιά από τις περιφέρειες υποδιαιρείται σε μικρότερες περιοχές με βάση τους σημερινούς νομούς του ελληνικού κράτους. Αναλυτικά, ξεκινώντας από τα βορειοανατολικά, η πρώτη περιφέρεια είναι αυτή της Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης που περιλαμβάνει τους νομούς Δράμας, Καβάλας, Ξάνθης, Ροδόπης και Έβρου. Στην περίπτωση της περιφέρειας της Κεντρικής Μακεδονίας θα πρέπει να σημειωθεί ότι υπήρξε ένας προβληματισμός ως προς την οριοθέτησή της για τις ανάγκες της εργασίας. Στην αρχαιολογική βιβλιογραφία έχει καθιερωθεί ο προσδιορισμός της Κεντρικής Μακεδονίας ως η γεωγραφική περιοχή που εκτείνεται ανάμεσα στον Αξιό και το Στρυμόνα (Andreou, Fotiadis και Kotsakis 2001: 298). Λαμβάνοντας υπόψη, όμως, ότι τα συγκεκριμένα γεωγραφικά όρια δεν συμπίπτουν με κάποια από τα σύγχρονα διοικητικά όρια που υιοθετούνται στην εργασία, αποφασίζεται η συμβατική διεύρυνση του γεωγραφικού χώρου της περιφέρειας προς τα ανατολικά και τα δυτικά, ώστε τα όριά της να ταυτιστούν με τα όρια των νομών Πέλλας, Ημαθίας και Πιερίας από τη μια και του νομού Σερρών από την άλλη. Επομένως, η περιφέρεια της Κεντρικής Μακεδονίας περιλαμβάνει τους νομούς Πιερίας, Ημαθίας, Πέλλας, Κιλκίς, Σερρών, Θεσσαλονίκης και Χαλκιδικής, και δυτικότερα η περιφέρεια της Δυτικής Μακεδονίας περικλείει τις υπόλοιπες περιοχές της Μακεδονίας, δηλαδή τους νομούς Φλώρινας, Καστοριάς, Κοζάνης και Γρεβενών. Στη συνέχεια ακολουθεί η περιφέρεια της Ηπείρου που περιλαμβάνει τους νομούς Ιωαννίνων, Θεσπρωτίας και Πρέβε- 11

18 Κεφάλαιο 2 ζας, ενώ οι νομοί Κέρκυρας, Λευκάδας, Κεφαλληνίας και Ζακύνθου ανήκουν στην περιφέρεια των Ιόνιων Νησιών. Η περιφέρεια της Θεσσαλίας περιλαμβάνει τους νομούς Μαγνησίας, Λάρισας, Καρδίτσας και Τρικάλων, καθώς και το νησιωτικό σύμπλεγμα των Βόρειων Σποράδων. Ο κεντρικός ελλαδικός χώρος υφίσταται ορισμένες τροποποιήσεις ως προς τις σύγχρονες διοικητικές διαιρέσεις, λόγω της ασυμφωνίας που παρατηρείται σε σχέση με τις γεωγραφικές παραλλαγές του αρχαιολογικού υλικού πολιτισμού. Μολονότι η Στερεά Ελλάδα και η Αττική αποτελούν δύο ξεχωριστές διοικητικές περιφέρειες, κρίνεται σκόπιμη η ενοποίησή τους σε μια περιφέρεια, καθώς αποτελούν μια ενιαία γεωγραφική περιοχή με βάση τις πολιτισμικές ακολουθίες που αναγνωρίζονται στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή. Η ενιαία περιφέρεια της Στερεάς Ελλάδας-Αττικής περιλαμβάνει του νομούς Φθιώτιδας, Φωκίδας, Βοιωτίας, Εύβοιας και Αττικής, καθώς επίσης και τα νησιά του Αργοσαρωνικού. Μια ακόμη τροποποίηση εφαρμόζεται στην περιφέρεια της Δυτικής Ελλάδας, που συνεπάγεται μια δεύτερη διαφοροποίηση στην περιφέρεια της Πελοποννήσου. Μολονότι οι νομοί Ηλείας και Αχαΐας ανήκουν διοικητικά στη Δυτική Ελλάδα, σύμφωνα με τα δεδομένα της αρχαιολογικής έρευνας έχει καθιερωθεί η μελέτη της Πελοποννήσου ως ενιαίας γεωγραφικής περιοχής, παρά τις παρατηρούμενες εσωτερικές τοπικές παραλλαγές στα χαρακτηριστικά του υλικού πολιτισμού (Coleman 1992: 254). Μια ακόμη αλλαγή αφορά στο νησί των Κυθήρων, το οποίο ενώ ανήκει διοικητικά στην περιφέρεια της Αττικής, κρίνεται σκόπιμη η προσάρτησή του στην περιφέρεια της Πελοποννήσου με βάση τα πολιτισμικά παράλληλα που αναγνωρίζονται α- νάμεσα στα Κυθήρα και την Πελοπόννησο (Broodbank 1999: 210). Σύμφωνα με τις παραπάνω τροποποιήσεις, στη Δυτική Ελλάδα ανήκει μόνον ο νομός Αιτωλοακαρνανίας, ενώ στην Πελοπόννησο περιλαμβάνονται οι νομοί Κορίνθου, Αργολίδας, Αρκαδίας, Λακωνίας, Μεσσηνίας, Ηλείας και Αχαΐας, καθώς επίσης και τα Κύθηρα. Ο νησιωτικός χώρος του Αιγαίου διαιρείται διοικητικά σε τρεις περιφέρειες, το Βόρειο Αιγαίο, το Νότιο Αιγαίο και την Κρήτη. Η περιφέρεια του Βόρειου Αιγαίου περιλαμβάνει τους νομούς της Λέσβου, της Χίου και της Σάμου. Μολονότι τα σημερινά αρχαιολογικά δεδομένα θα επέτρεπαν μια νοητή πολιτισμική διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη Σάμο και τα υπόλοιπα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου, η Σάμος επιλέγεται να συμπεριληφθεί στην περιφέρεια του Βόρειου Αιγαίου, λόγω του παραδοσιακού διαχωρισμού των νησιωτικών συμπλεγμάτων των Κυκλάδων και των Δωδεκανήσων στην προϊστορική αρχαιολογική βιβλιογραφία (Davis 1992: 743). Οι Κυκλάδες και τα Δωδεκάνησα αποτελούν σήμερα δύο ξεχωριστούς νομούς, που ανήκουν διοικητικά στην περιφέρεια του Νότιου Αιγαίου. Δεδομένου ότι καθένα από τα δύο νησιωτικά συμπλέγματα αποτελεί μια ενιαία γεωγραφική περιοχή με κοινά εσωτερικά πολιτισμικά χαρακτηριστικά, θεωρείται σκόπιμο η περιφέρεια του Νότιου Αιγαίου να διασπαστεί σε δύο ξεχωριστές περιφέρειες, την περιφέρεια των Κυκλάδων και την περιφέρεια των Δωδεκα- 12

19 Κεφάλαιο 2 νήσων (Σάμψων 1987, Broodbank 2001). Η περιφέρεια της Κρήτης αποτελεί τη νοτιότερη περιφέρεια του ελλαδικού χώρου, η οποία περιλαμβάνει τους νομούς Χανίων, Ρεθύμνου, Ηρακλείου και Λασιθίου. Με την αναφορά στην τελευταία περιφέρεια ολοκληρώνεται η περιγραφή της κατάτμησης του ελλαδικού χώρου σε επιμέρους γεωγραφικές περιοχές, για τις ανάγκες της μελέτης της μορφής των προϊστορικών οικισμών, προσδιορίζοντας με σαφήνεια το γεωγραφικό πλαίσιο του αντικειμένου της μελέτης. 2.2 Χρονολογικό πλαίσιο Η αρχική διάκριση της Ευρωπαϊκής προϊστορίας σε ένα σύστημα τριών εποχών, της Εποχής του Λίθου, της Εποχής του Χαλκού και της Εποχής του Σιδήρου, που έγινε το 1836 από το Δανό ερευνητή Christian Thomsen, αποτέλεσε την απαρχή για την ανάπτυξη της μεταγενέστερης τυπολογικής μεθόδου ταξινόμησης του προϊστορικού υλικού με σκοπό τη χρονολόγησή του. Ο Oscar Montelius επεξεργάστηκε σε λεπτομέρεια τη μέθοδο της τυπολογίας κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19 ου αιώνα, τοποθετώντας τις βάσεις για τη σχετική χρονολόγηση του προϊστορικού αρχαιολογικού υλικού. Σύμφωνα με την άποψη των Renfrew και Paul Bahn, η σχετική χρονολόγηση στηρίζεται στη θεμελιώδη αρχή ότι κάτι είναι παλιότερο ή νεότερο σε σχέση με κάτι άλλο. Οι ίδιοι υποστηρίζουν ότι η σχετική χρονολόγηση εξυπηρετεί ακόμη και σήμερα στην αρχική ταξινόμηση των τεχνουργημάτων και των αρχαιολογικών αποθέσεων, όπως επίσης και των κοινωνιών και των γεγονότων, σε διαδοχικές ακολουθίες. Η απόλυτη χρονολόγηση του αρχαιολογικού υλικού της προϊστορίας ακολούθησε χρονικά τη σχετική χρονολόγηση, με σκοπό την αντιστοίχηση των διαφόρων μερών μιας ακολουθίας σε πλήρη ή απόλυτη χρονολογική ηλικία, δηλαδή σε ημερολογιακά έτη. Οι μέθοδοι απόλυτης χρονολόγησης έχουν μια μακρά ιστορία, η οποία σχετίζεται άμεσα με τη γενικότερη πρόοδο των επιστημών και των τεχνικών που εφαρμόζουν. Θεωρείται ότι η πιο χρήσιμη μέθοδος απόλυτης χρονολόγησης είναι σήμερα η χρονολόγηση με ραδιενεργό άνθρακα, η γνωστή ραδιοχρονολόγηση, τα πρώτα αποτελέσματα της οποίας δημοσίευσε ο Αμερικανός χημικός Willard Libby το 1949 (Renfrew και Bahn 2001: 25-27, , 140). Το ζήτημα της χρονολόγησης της αιγαιακής προϊστορίας αποτελεί ένα συνεχές πεδίο συζήτησης και προβληματισμού για τους προϊστοριολόγους, καθώς, παρά την πρόοδο της επιστήμης σε ζητήματα μεθόδων χρονολόγησης που εφαρμόζονται στο αρχαιολογικό υλικό των προϊστορικών θέσεων, από τη μια εξακολουθούν να υπάρχουν ασάφειες στα όρια μεταξύ ορισμένων περιόδων και από την άλλη συνεχίζουν να είναι υπό αμφισβήτηση πολιτισμικές ακολουθίες στα χρονικά όρια συγκεκριμένων περιόδων (Halstead 1994: 195, Γαλλής 1996: 30, Coleman 1992: , , Treuil et al. 1996: ). Ένας σημαντικός όγκος της προϊστορικής αρχαιολογικής βιβλιογραφίας είναι αφιερωμένος σε ζητήματα χρονολόγησης της ελληνικής προϊστορίας και σε ζητήματα χρονολογικής ορολογίας, για το λόγο αυτό δεν κρίνεται σκόπιμη η επανάληψη 13

20 Κεφάλαιο 2 μιας τέτοιας συζήτησης εδώ. Ωστόσο, με δεδομένο ότι η παρούσα εργασία απευθύνεται σε ένα ευρύτερο κοινό από εκείνο των αρχαιολόγων, το οποίο δεν είναι εξοικειωμένο με την ορολογία της χρονολόγησης του προϊστορικού αρχαιολογικού υλικού του ελλαδικού χώρου, θεωρείται απαραίτητη η διευκρίνιση των όρων της σχετικής και απόλυτης χρονολόγησης που υιοθετούνται για τη μελέτη των δεδομένων της εργασίας. Επισημαίνοντας εισαγωγικά τον περιορισμό των μελετών που αφορούν στους προϊστορικούς οικισμούς του ελλαδικού χώρου σε στενά χρονολογικά πλαίσια, υπογραμμίστηκε η πρόθεση της παρούσας εργασίας να μελετήσει τους προϊστορικούς οικισμούς μέσα σε ένα ευρύτερο χρονολογικό πλαίσιο που έχει ως κατώτερο όριο την έναρξη της Νεολιθικής Εποχής και ως ανώτερο όριο το τέλος της Πρώιμης Εποχής Χαλκού. Πρόκειται για μια μακρά χρονική περίοδο που δεν είναι ενιαία, αλλά διαιρείται σε μικρότερες χρονικές περιόδους με βάση την τυπολογική μέθοδο, δηλαδή την κατάταξη των τεχνουργημάτων σε χρονολογική ή εξελικτική ακολουθία. Η τριμερής διαίρεση της Αιγαιακής Κεραμικής Νεολιθικής Εποχής σε Αρχαιότερη (ΑΝ), Μέση (ΜΝ) και Νεότερη (ΝΝ), που πρότεινε ο Saul Weinberg, έχει καθιερωθεί στη διεθνή επιστημονική κοινότητα και εξακολουθεί να εξυπηρετεί ως βάση για τη χρονολόγηση της αιγαιακής προϊστορίας. Λίγο αργότερα ακολούθησε μια τροποποίηση αυτής της αρχικής τριμερούς διαίρεσης, καθώς κρίθηκε σκόπιμη η υποδιαίρεση της μακράς ΝΝ περιόδου σε μια πιο πρώιμη φάση και σε μια νεότερη φάση, καταλήγοντας στη διάσπαση των δύο φάσεων και την καθιέρωση μιας τέταρτης ξεχωριστής περιόδου που ακολουθεί τη ΝΝ. Η συγκεκριμένη χρονολογική φάση αποτελεί μια ιδιάζουσα περίπτωση, καθώς συμπίπτει με μια χρονική περίοδο κατά την οποία οι τοπικές πολιτισμικές παραλλαγές εντείνονται στο χώρο του Αιγαίου, ενισχύοντας την πολιτισμική πολυπλοκότητα. Το κυρίαρχο χαρακτηριστικό της πολιτισμικής πολυπλοκότητας ώθησε τους αρχαιολόγους να χρησιμοποιήσουν ορολογία που ανταποκρινόταν στα τοπικά τυπολογικά χαρακτηριστικά κάθε περιοχής, προκαλώντας με τον τρόπο αυτό σύγχυση και αντιπαραθέσεις ως προς την ορθότητα των όρων. Σήμερα, επικρατέστερος φαίνεται να είναι ο όρος Τελική Νεολιθική (ΤΝ), τον οποίο ο Renfrew είχε προτείνει για την συγκεκριμένη πολιτισμική φάση στη νότια Ελλάδα και τα νησιά του Αιγαίου στο βιβλίο του The emergence of civilization (Θεοχάρης 1973: 38, Γαλλής 1996: 26, 30, Coleman 1992: ). Το τέλος της Νεολιθικής Εποχής, που ταυτίζεται με την ΤΝ περίοδο, διαδέχεται η Πρώιμη Εποχή Χαλκού (ΠΕΧ). Στην αρχαιολογική βιβλιογραφία έχει επικρατήσει ο διαχωρισμός του πολιτισμού της ΠΕΧ σε τρεις κύριες πολιτισμικές ενότητες που αναπτύσσονται σε τρεις διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές του ελλαδικού χώρου. Πρόκειται για τον Πρωτοελλαδικό (ΠΕ) πολιτισμό που έχει ως επίκεντρο τον κεντρικό και νότιο ηπειρωτικό ελλαδικό χώρο, τον Πρωτοκυκλαδικό (ΠΚ) πολιτισμό με επίκεντρο τις Κυκλάδες, και τέλος τον Πρωτομινωικό (ΠΜ) πολιτισμό που έχει ως επίκεντρο την Κρήτη. Σε αντίθεση με την παραπάνω διάκριση που αφορά στις συγκεκριμένες 14

21 Κεφάλαιο 2 γεωγραφικές περιοχές, για τον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο επικρατεί ο γενικός χρονολογικός όρος της Πρώιμης Εποχής Χαλκού. Ο διαχωρισμός αυτός έχει διττή σημασία, καθώς υπογραμμίζει τη διαφορετικότητα μεταξύ των περιοχών του νότιου ελλαδικού χώρου, ενώ ταυτόχρονα τονίζει τη διαφορά ανάμεσα στο βόρειο και το νότιο αιγαιακό χώρο. Καθεμιά από τις τρεις χρονολογικές περιόδους, ΠΕ, ΠΚ και ΠΜ, υποδιαιρείται σε τρεις υποπεριόδους, των οποίων τα χρονικά όρια δεν συμπίπτουν απόλυτα από περιοχή σε περιοχή (Coleman 1992: 264). Συνυπολογίζοντας τις ασάφειες που υπάρχουν στη χρονολόγηση των υποπεριόδων και το σχετικά μικρό εύρος της ΠΕΧ, θεωρείται ότι για τις ανάγκες της μελέτης δεν κρίνεται απαραίτητη η υιοθέτηση των υποδιαιρέσεων της περιόδου. Έτσι, υιοθετείται η χρήση του γενικότερου όρου Πρώιμη Εποχή Χαλκού για το σύνολο του ελλαδικού χώρου, με εξαίρεση τις περιπτώσεις όπου οι συνθήκες θα επιτρέπουν και οι ανάγκες θα επιβάλλουν μια πιο λεπτομερή θεώρηση της χρονολόγησης. ΑΡΧΑΙΟΤΕΡΗ ΝΕΟΛΙΘΙΚΗ 6700/6500πΧ /5600πΧ ΜΕΣΗ ΝΕΟΛΙΘΙΚΗ ΝΕΟΤΕΡΗ ΝΕΟΛΙΘΙΚΗ 5800/5600πΧ 5400/5300πΧ 5400/5300πΧ 4700/4500πΧ ΝΕΟΛΙΘΙΚΗ ΕΠΟΧΗ 6700/6500πΧ 3300/3100πΧ ΤΕΛΙΚΗ ΝΕΟΛΙΘΙΚΗ 4700/4500πΧ 3300/3100πΧ ΠΡΩΙΜΗ ΕΠΟΧΗ ΧΑΛΚΟΥ 3300/3100πΧ 2300/2200πΧ Πίνακας 2.2. Χρονολόγηση της Νεολιθικής Εποχής και της Πρώιμης Εποχής Χαλκού (Πηγή: Andreou, Fotiadis και Kotsakis 2001). Η πολυπλοκότητα που χαρακτηρίζει τον ιδιαίτερα μεγάλο όγκο των δεδομένων και η διαφορετικότητα των πηγών δυσχεραίνουν την υιοθέτηση απόλυτης χρονολόγησης, καθώς στη συγκριτική διερεύνηση των βιβλιογραφικών πηγών διαπιστώνονται αναντιστοιχίες και ανακρίβειες. Προκειμένου να διασφαλιστεί η ομοιογένεια στη χρονολογική ορολογία, η οποία θα υποσκελίζει τις διαφορές και θα ενσωματώνει τους εναλλακτικούς όρους και τις ασυμφωνίες των χρονικών ορίων των πολιτισμικών φάσεων από περιοχή σε περιοχή, επιλέγεται η χρονολόγηση που προτείνουν οι Στέλιος Ανδρέου, Μιχάλης Φωτιάδης και Κώστας Κωτσάκης στο άρθρο τους Review of Aegean Prehistory V: The Neolithic and Bronze Age of Northern Greece. Σύμφωνα με τον πίνακα που παραθέτουν, η αρχαιολογική φάση της Νεολιθικής Εποχής χρονολογείται από το 6700/6500πΧ έως το 3300/3100πΧ, ενώ η ακόλουθη αρχαιολογική φάση της ΠΕΧ χρονολογείται από το 3300/3100πΧ έως το 2300/2200πΧ (πίν. 2.2). Αναλυτικότερα, η ΑΝ α- ντιστοιχεί στη χρονική περίοδο 6700/ /5600πΧ, η ΜΝ αντιστοιχεί στη χρονική περίοδο 5800/ /5300πΧ, η ΝΝ αντιστοιχεί στη χρονική περίοδο 5400/ /4500πΧ, και τέλος η ΤΝ αντιστοιχεί στη χρονική περίοδο 4700/ /3100πΧ (Andreou, Fotiadis και Kotsakis 2001: 260). Θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η συγκεκριμένη ημερολογιακή χρονολόγηση αφορά κυρίως το βόρειο ελλαδικό χώρο, ωστόσο 15

22 Κεφάλαιο 2 θεωρείται ότι προσφέρει ένα γενικό πλαίσιο για την απόλυτη χρονολόγηση της Νεολιθικής Εποχής και της ΠΕΧ στον ελλαδικό χώρο. Η παραπάνω συζήτηση για τη διευκρίνιση του χρονολογικού πλαισίου της παρούσας μελέτης υποδεικνύει ότι η Νεολιθική Εποχή και η Πρώιμη Εποχή Χαλκού αποτελούν δύο διακριτές αρχαιολογικές φάσεις της προϊστορίας του ελλαδικού χώρου. Επομένως, εύλογα γεννάται το ερώτημα σχετικά με τους λόγους που τεκμηριώνουν τη στρατηγική επιλογή της εργασίας για τη μελέτη των προϊστορικών οικισμών του ελλαδικού χώρου μέσα σε ένα διευρυμένο χρονολογικό πλαίσιο που ενσωματώνει τις δύο αυτές διακριτές φάσεις. Θα πρέπει αρχικά να υπογραμμιστεί ότι ο διαχωρισμός των διαφόρων αρχαιολογικών εποχών και περιόδων με βάση τα τυπολογικά χαρακτηριστικά του υλικού πολιτισμού δεν αποτελεί παρά μια επινόηση για την παρακολούθηση και την κατανόηση της συνεχούς ιστορικής εξέλιξης. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει ένας βαθμός αυθαιρεσίας στον καθορισμό των χρονικών ορίων των διαφόρων αρχαιολογικών φάσεων, γεγονός που επιβεβαιώνεται από τις αναθεωρήσεις και τις διορθώσεις που επιβάλλονται σε ορισμένες περιπτώσεις κάτω από το φως νέων αποκαλύψεων της αρχαιολογικής έρευνας. Οι χρονολογικοί όροι Νεολιθική Εποχή και Εποχή Χαλκού εμπεριέχουν την έννοια της διακοπής, υποδηλώνοντας ότι το τέλος της μιας εποχής και το ξεκίνημα της επόμενης χαρακτηρίζεται από μια σημαντική αλλαγή. Στο σημείο αυτό έχει σημασία να επισημανθεί ότι η αρχική επιλογή του όρου Εποχή Χαλκού στηρίχτηκε σε μια τέτοια σημαντική διάκριση ανάμεσα στις δύο εποχές, την εμφάνιση της μεταλλουργίας και τη διάδοση της χρήσης του χαλκού, εκτίμηση η οποία σήμερα θεωρείται λανθασμένη καθώς οι νεότερες έρευνες επιβεβαιώνουν τις δύο αυτές πρακτικές ήδη από τη ΝΝ περίοδο στον ελλαδικό χώρο (Treuil et al. 1996: ). Σύμφωνα, λοιπόν, με τα σημερινά αρχαιολογικά δεδομένα δεν υπάρχουν σαφή ό- ρια ανάμεσα στις δύο χρονικές περιόδους, καθώς πολλά από τα στοιχεία της Νεολιθικής διεισδύουν στην ΠΕΧ, ενώ άλλα στοιχεία που είχαν θεωρηθεί ότι χαρακτήριζαν την έναρξη μιας καινούριας εποχής αποδεικνύεται ότι έχουν τις ρίζες τους πιο βαθιά στο χρόνο, πριν το συμβατικό τέλος της Νεολιθικής Εποχής. Υποστηρίζεται ότι τα αρχαιολογικά τεκμήρια μαρτυρούν μια συνεχή και αδιάκοπη εξέλιξη από την έναρξη της Νεολιθικής Εποχής, όταν εμφανίζεται μια πρώιμη μορφή οικισμού, έως το τέλος της ΠΕΧ, όταν υπάρχουν ενδείξεις για μια πρώιμη μορφή αστικοποίησης σε ορισμένους οικισμούς του ελλαδικού χώρου. Οι νεολιθικές κοινωνίες εξελίσσονται βαθμιαία σε ό,τι αφορά τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτισμικά τους χαρακτηριστικά, μέσα σε ένα γεωγραφικό χώρο του οποίου τα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά επίσης εξελίσσονται (Renfrew 1972: 49-51, van Andel και Runnels 1988: , Pullen 1992: 46-48). Πρόκειται για μια εξέλιξη που συνοδεύεται από σταδιακές αλλαγές στην οργάνωση και τη χρήση του γεωγραφικού χώρου, η οποία αποτυπώνεται στην κατανομή των οικισμών στο τοπίο του ελλαδικού χώρου, στην εσωτερική δομή των οικισμών και την 16

23 Κεφάλαιο 2 αρχιτεκτονική των κατασκευών (Whitelaw 2000: , Halstead 2000: 117, Κόνσολα 1997: 34). Επομένως, αν θεωρηθεί ότι η αρχή της Νεολιθικής Εποχής συνιστά το ξεκίνημα μιας μακράς περιόδου εξέλιξης του οικισμού, που ολοκληρώνεται στο τέλος της ΠΕΧ με την εμφάνιση του φαινομένου της πρώιμης αστικοποίησης και την τελική ανάδυση των ανακτορικών οικισμών του Μινωικού και του Μυκηναϊκού πολιτισμού, τότε πράγματι έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να διερευνήσει κανείς τις πτυχές αυτής της ε- ξέλιξης στη μορφή του οικισμού, όπως αποτυπώνεται στη χωροταξική και την πολεοδομική κλίμακα (Dickinson 1994: , Treuil et al. 1996: 209). 17

24 Κεφάλαιο 3 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3. ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΤΩΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΟΙΚΙΣΜΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Η προϊστορική αρχαιολογική έρευνα πεδίου παρουσιάζει δύο κύριες κατευθύνσεις σήμερα στην Ελλάδα, την ανασκαφή και την επιφανειακή έρευνα. Οι δύο αυτές εκδοχές της έρευνας πεδίου δεν συγκέντρωναν εξίσου το ενδιαφέρον των αρχαιολόγων από την εμφάνιση της ελληνικής προϊστορικής αρχαιολογίας μέχρι σήμερα, καθώς η επιφανειακή έρευνα εμφανίστηκε μεταγενέστερα από την ανασκαφή ως πρακτική στο πεδίο της αρχαιολογίας στον ελληνικό χώρο (Cullen 2001: 8, Cherry 1994: 94, Fotiadis 1995: 60-61). Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η καθεμιά από τις δύο πρακτικές της αρχαιολογικής έρευνας συνεισφέρει με διαφορετικό τρόπο στη μελέτη της μορφής των οικισμών σε χωροταξική και πολεοδομική κλίμακα, καθώς προσφέρουν διαφορετική αρχαιολογική γνώση για τις προϊστορικές θέσεις. Η επιφανειακή έρευνα προσφέρει τα δεδομένα για τη μελέτη των οικισμών σε χωροταξική κλίμακα, με τον εντοπισμό και τη χρονολόγηση των προϊστορικών θέσεων, ενώ η ανασκαφική έρευνα προσφέρει κυρίως τα δεδομένα για τη μελέτη των οικισμών σε πολεοδομική κλίμακα, με την αποκάλυψη και τη χρονολόγηση των καταλοίπων του κτισμένου χώρου των οικισμών. Το παρακάτω ιστορικό σημείωμα που αναφέρεται στην εξέλιξη της αρχαιολογικής έρευνας των προϊστορικών οικισμών στον ελλαδικό χώρο έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς αναδεικνύει ουσιαστικές αλλαγές στον προσανατολισμό και τη μεθοδολογία της αρχαιολογικής πρακτικής με σημαντικό αντίκτυπο στην αρχαιολογική γνώση για τους προϊστορικούς οικισμούς και κατ επέκταση στη μελέτη της μορφής των οικισμών. Διευκρινίζεται ότι δεν υπάρχει η δυνατότητα, αλλά ούτε και η πρόθεση, να εξαντληθεί ο συνολικός ό- γκος της αρχαιολογικής βιβλιογραφίας για την προϊστορική έρευνα σε αυτή την ιστορική αναδρομή, παρά μόνο να υπογραμμιστούν ορισμένα σημαντικά σημεία. Υποστηρίζεται ότι τόσο οι ανασκαφές του Heinrich Schliemann στις Μυκήνες, τον Ορχομενό και την Τίρυνθα όσο και οι ανασκαφές του Arthur Evans στην Κνωσό τις τελευταίες δεκαετίες του 19 ου αιώνα, που αποκάλυψαν την ύπαρξη ενός προκλασικού πολιτισμού στον ελληνικό χώρο, αποτέλεσαν την απαρχή της αναγνώρισης της επονομαζόμενης Αιγαιακής προϊστορίας. Στην πρώιμη φάση της προϊστορικής έρευνας στον ελληνικό χώρο, το ενδιαφέρον ήταν στραμμένο σε μεγάλο βαθμό στις θέσεις της Εποχής Χαλκού, κυρίως στους οικισμούς των μινωικών και των μυκηναϊκών χρόνων, καθώς υ- πήρχε η πεποίθηση ότι οι οικισμοί αυτοί από τη μια συνδέονταν με την πρωτοιστορία του ελληνισμού και από την άλλη πρόσφεραν υλικά τεκμήρια για την ιστορικότητα των ομηρικών επών (Kotsakis 1991: 70, Cullen 2001: 1, 8, Bennet και Galaty 1997: 78). Η τυχαία αποκάλυψη αρχαιολογικών στρωμάτων προγενέστερων από εκείνα της Εποχής Χαλκού σε ορισμένες από τις ανασκαφικές εργασίες δημιούργησε ένα πεδίο προβληματισμού που οδήγησε σταδιακά στην αναγνώριση του νεολιθικού αρχαιολογικού υλικού σε αρχαιολογικές θέσεις του ελληνικού χώρου. Ο Χρήστος Τσούντας, ο οποίος 18

25 Κεφάλαιο 3 θεωρείται θεμελιωτής της ελληνικής προϊστορικής αρχαιολογίας, πραγματοποίησε την πρώτη εκτεταμένη και συστηματική ανασκαφή νεολιθικών οικισμών κατά την πρώτη δεκαετία του 1900 στο Διμήνι και το Σέσκλο της Θεσσαλίας. Τα αποτελέσματα της έρευνας στις δύο αυτές θέσεις, όπως επίσης και ο κατάλογος 63 προϊστορικών θέσεων τις οποίες ο ίδιος εντόπισε μέσα από τις περιηγήσεις του στη Θεσσαλία, δημοσιεύτηκαν μαζί στο βιβλίο Αι προϊστορικαί ακροπόλεις Διμηνίου και Σέσκλου το 1908 (Kotsakis 1991: 67, Γαλλής 1996: 22, Cullen 2001: 8). Μολονότι στο ξεκίνημά της η προϊστορική έρευνα ήταν επικεντρωμένη γεωγραφικά στις περιοχές όπου άνθισε ο μυκηναϊκός και ο μινωικός πολιτισμός, τις πρώτες δεκαετίες του 20 ού αιώνα η έρευνα επεκτάθηκε σταδιακά στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο. Οι Alan Wace και Maurice Thompson υπήρξαν κυρίαρχες μορφές στην προϊστορική έ- ρευνα κυρίως στο βόρειο ελλαδικό χώρο, συνεχίζοντας αρχικά το έργο του Τσούντα στη Θεσσαλία και ανοίγοντας στη συνέχεια το δρόμο για την προϊστορική έρευνα της Μακεδονίας. Στη Θεσσαλία πραγματοποίησαν τοπογραφικές έρευνες και ανασκαφικές εργασίες, τα αποτελέσματα των οποίων δημοσιεύτηκαν, μαζί με τα αποτελέσματα προηγούμενων ερευνών, στο βιβλίο Prehistoric Thessaly (1912), το οποίο έκανε γνωστή τη Νεολιθική εποχή της Ελλάδας στη διεθνή βιβλιογραφία. Το έργο τους στη Μακεδονία συνέχισε ο W. Heurtley, ο οποίος δημοσίευσε τα αποτελέσματα των τοπογραφικών και ανασκαφικών ερευνών που πραγματοποίησε στο βιβλίο Prehistoric Macedonia (1939). Η δράση των Wace και Thompson επεκτάθηκε και στον κεντρικό ελλαδικό χώρο, πραγματοποιώντας τοπογραφικές και ανασκαφικές έρευνες στη Φθιώτιδα και τη Βοιωτία, τα αποτελέσματα των οποίων συμπεριλήφθηκαν επίσης στο παραπάνω βιβλίο των ί- διων (Γαλλής 1996: 23). Μια σημαντική προϊστορική ανασκαφή που διαδέχεται τις εργασίες στον Ορχομενό πραγματοποιείται στην Εύτρηση της Βοιωτίας (Goldman 1931: 9). Στην Πελοπόννησο, ο Carl Blegen διεξάγει σημαντική ανασκαφική έρευνα κυρίως σε προϊστορικές θέσεις της Κορινθίας και της Αργολίδας, διαδραματίζοντας σημαντικό ρόλο στη δημιουργία της χρονολογικής ακολουθίας της Εποχής Χαλκού στην ηπειρωτική Ελλάδα (Pullen 1985: 58-60). Στο νησιωτικό χώρο του Αιγαίου, μολονότι η Κρήτη αποτέλεσε τον κύριο πόλο έλξης της προϊστορικής έρευνας από πολύ νωρίς, μέσα σε έναν ευρύτερο προσανατολισμό προς το μινωικό πολιτισμό, σημαντική δραστηριότητα αναπτύχθηκε σύντομα στις Κυκλάδες και τα νησιά του Βόρειου Αιγαίου. Στην περίοδο του μεσοπολέμου, ο Walter Lamb (1936) πραγματοποίησε εκτεταμένη ανασκαφική έρευνα στον οικισμό της Θερμής στη Λέσβο, η οποία παραμένει η μοναδική εκτεταμένη ανασκαφή στο νησί (Lambrianides και Spencer 1997: 618). Στη γειτονική Λήμνο εντοπίστηκε ο οικισμός της Πολιόχνης, στον οποίο ακολούθησε επίσης η διεξαγωγή εκτεταμένης ανασκαφικής έρευνας (Αρχοντίδου-Αργύρη 1997: ). Λίγο πριν τον πόλεμο, ανασκαφικές έρευνες ξεκίνησαν επίσης σε δύο σπήλαια της Χίου, στην περιοχή του Άγιου Γάλατος 19

26 Κεφάλαιο 3 (Hood 1981: 11). Νοτιότερα, οι ανασκαφές του Τσούντα σε πρωτοκυκλαδικούς τάφους και οικισμούς υπήρξαν από τις πρώτες προϊστορικές έρευνες στις Κυκλάδες. Η πιο εκτεταμένη έρευνα πραγματοποιήθηκε στη Σύρο, στον προϊστορικό οικισμό στη θέση Καστρί και στο γειτονικό νεκροταφείο της Χαλανδριανής (Τσούντας 1899: ). Μια σημαντική προϊστορική ανασκαφή πραγματοποιήθηκε επίσης στη Φυλακωπή της Μήλου, η οποία αποκάλυψε λείψανα του πρωτοκυκλαδικού οικισμού (Atkinson et al. 1904: 35). Στην Κρήτη, η προϊστορική έρευνα είχε μεγάλη ανάπτυξη με την πραγματοποίηση εκτεταμένων ανασκαφικών εργασιών σε πλήθος μινωικών οικισμών όπως η Κνωσός, η Φαιστός, τα Μάλια, το Βρόκαστρο, τα Γουρνιά και η Βασιλική. Υποστηρίζεται ότι δύο από τις πιο σημαντικές δημοσιεύσεις των αρχαιολογικών ερευνών στο πρώτο μισό του 20 ού αιώνα στο νησί της Κρήτης υπήρξαν τα αποτελέσματα της έρευνας του Evans στην Κνωσό στο βιβλίο The Palace of Minos (1928), όπως επίσης και οι τοπογραφικές έρευνες του John Pendelebury στο βιβλίο The Archaeology of Grete (1939) (Watrous 1994: 697). Την πρώτη περίοδο μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, η προϊστορική αρχαιολογική έρευνα πεδίου συνέχισε την παράδοση της προπολεμικής πρακτικής, με την ανασκαφή μεμονωμένων θέσεων και τις τοπογραφικές εξερευνήσεις για τον εντοπισμό νέων θέσεων. Στη Μακεδονία, η προϊστορική έρευνα πεδίου υπήρξε πολύ περιορισμένη την πρώτη δεκαετία μετά τον πόλεμο (Andreou, Fotiadis και Kotsakis 2001: 283). Σε αντίθεση με την χαμηλή ένταση της έρευνας στη Μακεδονία, η Θεσσαλία αποτελεί το επίκεντρο συστηματικών ανασκαφικών εργασιών από μια ομάδα Γερμανών αρχαιολόγων. Κυρίαρχη μορφή είναι ο Vladimir Milojcic, ο οποίος πραγματοποιεί μεγάλες στρωματογραφικές τομές στην Άργισσα, την Οτζάκι και την Αράπη Μαγούλα, συμβάλλοντας καθοριστικά στη διευκρίνιση της χρονολογικής ακολουθίας των διαφόρων φάσεων της Νεολιθικής και της Εποχής Χαλκού. Την ίδια περίοδο, ο Θεοχάρης πραγματοποιεί ανασκαφές στον κεντρικό ελλαδικό χώρο, κυρίως στην Αττική, την Εύβοια και τη Σκύρο (Γαλλής 1996: 26). Στην Πελοπόννησο, ο John Caskey ξεκινά τις ανασκαφικές εργασίες στην αργολική θέση της Λέρνας, έναν από τους πιο σημαντικούς οικισμούς για τη χρονολόγηση της ΠΕΧ στον κεντρικό και νότιο ελλαδικό χώρο (Rutter 1993: 760). Στο Βόρειο Αιγαίο συνεχίζονται οι έρευνες στην Πολιόχνη της Λήμνου, ενώ παράλληλα ξεκινούν οι ανασκαφές στον οικισμό του Εμποριού στη Χίο και στο Ηραίο της Σάμου (Hood 1981: 83, Milojcic 1961: 1-2). Στις Κυκλάδες, οι κύριες ανασκαφικές εργασίες επικεντρώνονται στο μικρό νησί της Κέρου, στο οποίο εντοπίστηκε ένας πολύ μεγάλος αριθμός μαρμάρινων πρωτοκυκλαδικών ειδωλίων και αγγείων (Davis 1992: 742). Τέλος, στην Κρήτη η ανασκαφική δραστηριότητα συνεχίζεται σε ορισμένες από τις μεγάλες θέσεις που ανασκάπτονταν πριν τον πόλεμο, ενώ παράλληλα σημειώνεται εξάπλωση των ερευνών σε νέες πρωτομινωικές θέσεις (Watrous 1994: 697, Branigan 1988: 14). 20

27 Κεφάλαιο 3 Μετά από μια μακρά περίοδο κατά την οποία το κύριο ενδιαφέρον των αρχαιολόγων υπήρξε η αναδόμηση των πολιτισμικών ιστοριών διαφόρων περιοχών του ελλαδικού χώρου, με βάση τα ανασκαφικά δεδομένα πολυάριθμων προϊστορικών θέσεων, η δεκαετία του 60 θεωρείται ως ένα σημείο καμπής στην ελληνική προϊστορική αρχαιολογία. Δύο είναι οι παράγοντες που συμβάλλουν σε μια τέτοια εκτίμηση, από τη μια η εισαγωγή διεπιστημονικών προγραμμάτων στον ελληνικό χώρο, όπως το Αρχαιολογικό Πρόγραμμα της Μινεσότα στη Μεσσηνία (Minnesota Messenia Expedition), και από την άλλη η έ- ναρξη νέων ανασκαφικών προγραμμάτων που έθεταν νέα ερωτήματα και υιοθετούσαν νέες μεθόδους, όπως οι έρευνες στη Νέα Νικομήδεια, το Φράγχθι, το Σάλιαγκο και τους Σιταγρούς. Εκτιμάται ότι το πρόγραμμα της Μεσσηνίας αποτέλεσε σταθμό για την πρακτική της εκτεταμένης επιφανειακής έρευνας στον ελληνικό χώρο, παρά το γεγονός ότι οι τοπογραφικές εξερευνήσεις είχαν βαθιές ρίζες στην Ελλάδα. Πρόκειται για ένα πρόγραμμα που περιλάμβανε επιφανειακή έρευνα, ανασκαφή, παλαιοπεριβαλλοντικές έρευνες, αρχαιομετρικές μελέτες των τεχνουργημάτων και των πρώτων υλών, εθνογραφία, καθώς επίσης και ανάλυση οικονομικών και δημογραφικών κειμένων για τα μυκηναϊκά και τα μεταγενέστερα χρόνια. Το νέο στοιχείο που κληροδότησε σε μεταγενέστερες έρευνες ήταν το ενδιαφέρον για την αλληλεπίδραση του ανθρώπου και του περιβάλλοντος μέσα στο χρόνο, μετατοπίζοντας με αυτό τον τρόπο την αρχαιολογική πρακτική από τη μεμονωμένη θέση στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή. Αυτός ο νέος προσανατολισμός της αρχαιολογικής σκέψης και έρευνας δημιούργησε το κατάλληλο έ- δαφος για τη διατύπωση νέων ερωτημάτων για την Αιγαιακή προϊστορία και για την εφαρμογή νέων μεθόδων στην αρχαιολογική πρακτική, κυρίως στα πεδία των παλαιοπεριβαλλοντικών μελετών και της παλαιοοικονομίας (Fotiadis 1995: 60, Cullen 2001: 8). Νέες επιφανειακές έρευνες ακολούθησαν χρονικά το πρόγραμμα της Μινεσότα στη Μεσσηνία, η καθεμιά με διαφορετικούς στόχους και διαφορετική μεθοδολογία έρευνας. Στα μέσα της δεκαετίας του 70 ξεκίνησε το διεπιστημονικό Αρχαιολογικό Πρόγραμμα της Μήλου, που περιλάμβανε εντατική επιφανειακή έρευνα (Cherry 1982: 13). Το 1979 υπήρξε η χρονιά κατά την οποία δύο νέα προγράμματα εντατικής επιφανειακής έρευνας ξεκίνησαν στην ηπειρωτική Ελλάδα, το Αρχαιολογικό Πρόγραμμα της Νότιας Αργολίδας στην Πελοπόννησο και το Αρχαιολογικό Πρόγραμμα της Κεντρικής Βοιωτίας στη Στερεά Ελλάδα (Jameson, van Andel και Runnels 1994: 214, Bintliff, Howard και Snodgrass 1999: 139). Την ίδια δεκαετία, τρία προγράμματα συστηματικής επιφανειακής έρευνας πραγματοποιήθηκαν στην Κρήτη. Σε χρονική σειρά, το πρώτο πραγματοποιήθηκε στην κοιλάδα του Αγιοφάραγγου στη νότια κεντρική Κρήτη (Blackman και Branigan 1977: 13). Λίγο αργότερα πραγματοποιήθηκε εντατική επιφανειακή έρευνα στο οροπέδιο του Λασιθίου στην ανατολική Κρήτη (Watrous 1982: 1). Το Αρχαιολογικό Πρόγραμμα των Χανίων, που ξεκίνησε το 1978, συνδύαζε την εκτεταμένη επιφανειακή έρευνα σε μια 21

28 Κεφάλαιο 3 ευρύτερη περιοχή και την εντατική επιφανειακή στη χερσόνησο του Ακρωτηρίου (Moody 1987: xv-xvi). Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι λιγότερο συστηματικές επιφανειακές εξερευνήσεις διατήρησαν παράλληλα τη θέση τους στην αρχαιολογική πρακτική. Κατάλογοι προϊστορικών θέσεων συμπεριλαμβάνονται σε αρκετές μελέτες που έρχονται στο φως της δημοσιότητας αυτή την περίοδο. Υπογραμμίζεται ότι παρά το νέο ενδιαφέρον για την υλοποίηση συστηματικών επιφανειακών ερευνών, το παραδοσιακό ενδιαφέρον για την ανασκαφή κυριαρχούσε στην ελληνική προϊστορική αρχαιολογία. Νέα ανασκαφικά προγράμματα ξεκίνησαν σε ολόκληρη την Ελλάδα, υιοθετώντας νέες επιστημονικές μεθόδους. Στη Μακεδονία, διαπιστώνεται η έναρξη τριών μεγάλων ανασκαφών, η ανασκαφή στη Νέα Νικομήδεια της Ημαθίας, η ανασκαφή στους Σιταγρούς της Δράμας και η ανασκαφή στο Ντικιλί Τας της Καβάλας. Παράλληλα, μια νέα ανασκαφική έρευνα διεξάγεται στα Σέρβια της Κοζάνης, πριν βυθιστούν κάτω από το νερό της μεταγενέστερης τεχνητής λίμνης του Πολύφυτου που κατασκευάστηκε στον Αλιάκμονα (Andreou, Fotiadis και Kotsakis 2001: 283, 287, ). Στη Θεσσαλία, η έντονη ανασκαφική δραστηριότητα συνεχίζεται από τον Milojcic και το Θεοχάρη, τους οποίους λίγο αργότερα ακολουθεί ο αρχαιολόγος Γιώργος Χ. Χουρμουζιάδης. Αντικείμενο της έρευνας αποτελεί ένα πλήθος προϊστορικών θέσεων, μεταξύ των οποίων ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η επανεξέταση των νεολιθικών οικισμών του Σέσκλου και του Διμηνίου από το Θεοχάρη και το Χουρμουζιάδη αντίστοιχα. Εκτιμάται ότι οι ανασκαφικές έρευνες του Milojcic και του Θεοχάρη υ- πήρξαν σημαντικές για τη στρωματογραφική μελέτη της πολιτισμικής ακολουθίας και την υποδιαίρεση των τριών περιόδων της Νεολιθικής σε υποπεριόδους, η οποία έκτοτε καθιερώθηκε στη διεθνή βιβλιογραφία (Γαλλής 1996: 26-27). Στη Στερεά Ελλάδα πραγματοποιούνται ανασκαφές στις γνωστές από τη βιβλιογραφία προϊστορικές θέσεις της Θήβας και των Λιθαρών στη Βοιωτία (Τζαβέλλα Evjen 1984, Κόνσολα 1981). Την ίδια περίοδο, ένας σημαντικός αριθμός ανασκαφών διεξάγεται σε προϊστορικές θέσεις της Εύβοιας, συνεχίζοντας το προγενέστερο έργο του Θεοχάρη (Σάμψων 1996: 73). Στην Αττική, οι ανασκαφικές έρευνες που πραγματοποιούνται μέσα στην πόλη της Αθήνας, αποκαλύπτουν λείψανα προϊστορικής περιόδου κάτω από τα μνημεία της κλασικής αρχαιότητας (Παντελίδου Γκόφα 1996: 72, Pullen 1985: 297). Τη δεκαετία του 60 ξεκινά η ανασκαφή στη Σπηλιά του Κίτσου, ένα από τα πρώτα σπήλαια που ερευνήθηκαν στην ηπειρωτική Ελλάδα. Την ίδια περίπου εποχή, ο Thomas W. Jacobsen αρχίζει ανασκαφική έρευνα στο Σπήλαιο Φράγχθι στη χερσόνησο της Νότιας Αργολίδας, μια εργασία στο πλαίσιο του Προγράμματος της Αργολίδας. Η ανασκαφή στο Φράγχθι θεωρείται σήμερα σημαντική για δύο λόγους, από τη μια γιατί τα ανασκαφικά δεδομένα του σπηλαίου τεκμηριώνουν τη συνεχή ανθρώπινη παρουσία κατά την Παλαιολιθική, τη Μεσολιθική και τη Νεολιθική Εποχή και από την άλλη γιατί ο Jacobsen ήταν ο πρώτος που αναγνώρισε τις δυνατότητες της ραδιοχρονολόγησης του 22

29 Κεφάλαιο 3 αρχαιολογικού υλικού στην πρόοδο της προϊστορικής έρευνας στον ελλαδικό χώρο (Γαλλής 1996: 27, Cullen 201: 9). Ένα δεύτερο σπήλαιο της Πελοποννήσου το οποίο γίνεται αντικείμενο ανασκαφικής έρευνας είναι το Σπήλαιο του Διρού στη Μάνη (Παπαθανασόπουλος 1996: 80-84). Στην Πελοπόννησο διαπιστώνεται έντονη ανασκαφική δραστηριότητα τις δεκαετίες του 60 και του 70, ιδιαίτερα σε πρωτοελλαδικές θέσεις, για τις οποίες σημαντικές πληροφορίες συγκεντρώνει ο Renard στο βιβλίο του για την πρωτοελλαδική Πελοπόννησο (Renard 1995). Οι ανασκαφικές εργασίες πληθαίνουν τη δεκαετία του 60 στο νησιωτικό χώρο του Αιγαίου. Στο Βόρειο Αιγαίο ανασκαφικές έρευνες που διεξάγονται στο Τηγάνι και το Ηραίο της Σάμου αποκαλύπτουν προϊστορικά αρχαιολογικά στρώματα (Davis 1992: 743). Στις Κυκλάδες ξεκινά η πρώτη ανασκαφή νεολιθικού οικισμού στο μικρό νησάκι του Σάλιαγκου, που βρίσκεται ανάμεσα στην Πάρο και την Αντίπαρο, υπό την επίβλεψη των αρχαιολόγων John D. Evans και Renfrew (1968) (Γαλλής 1996: 27). Ανασκαφικές έρευνες πραγματοποιούνται για δεύτερη φορά στη Φυλακωπή της Μήλου, ενώ νέες ανασκαφές διεξάγονται σε άλλες κυκλαδικές θέσεις, όπως στην Αγία Ειρήνη της Κέας, τις Κουκουναριές της Πάρου, τον Πάνορμο και άλλες θέσεις της Νάξου (Doumas 1972: , Davis 1992: ). Στην Κρήτη, ο J.D. Evans (1968) ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο στην έρευνα της Κνωσού, ξεκινώντας την ανασκαφή του νεολιθικού οικισμού που βρίσκεται θαμμένος κάτω από το μεταγενέστερο μινωικό ανάκτορο. Τα αποτελέσματα αυτής της ανασκαφής έχουν ιδιαίτερη σημασία γιατί αποκαλύπτουν αρχαιολογικά στρώματα που χρονολογούνται στην αρχή της Νεολιθικής Εποχής, μια περίοδος που τεκμηριώνεται σπάνια στην Κρήτη (Γαλλής 1996: 27, Watrous 1994: 700). Στο υπόλοιπο νησί, η ανασκαφική δραστηριότητα συνεχίζεται με έντονους ρυθμούς σε αρκετές προϊστορικές θέσεις μεταξύ των οποίων η Δέμπλα, η Αγία Τριάδα, η Φαιστός, ο Μύρτος και η Βασιλική Ιεράπετρας, στην οποία ο Αντώνης Ζώης ξεκινά ένα νέο ανασκαφικό πρόγραμμα. Σημαντικές ανασκαφές πραγματοποιούνται σε δύο σπήλαια της Κρήτης στα οποία επιβεβαιώνεται πρώιμη νεολιθική παρουσία, το Σπήλαιο Γερανίου και το Σπήλαιο Λεράς (Watrous 1994: ). Η ραγδαία εξάπλωση των προγραμμάτων επιφανειακής έρευνας περιοχής πολλαπλών περιόδων χαρακτηρίζει την ελληνική προϊστορική αρχαιολογική έρευνα από τη δεκαετία του 80 και έπειτα. Θεωρείται ότι τα νέα αυτά προγράμματα συγκέντρωναν τόσο διαφορετικά χαρακτηριστικά ως προς τους στόχους της έρευνας και τη μεθοδολογία, ώστε ο John Cherry τις χαρακτήρισε ως ένα νέο κύμα στην αιγαιακή αρχαιολογία (Cherry 1994: 92). Η πρώτη ώθηση γι αυτό το νέο κύμα δόθηκε από τα δύο προγράμματα εντατικής επιφανειακής έρευνας στη Νότια Αργολίδα και την Κεντρική Βοιωτία, που ξεκίνησαν στην εκπνοή της δεκαετίας του 70, και έπειτα ακολούθησε ένας μεγάλος αριθμός νέων εντατικών επιφανειακών ερευνών σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Στη Μακεδονία, ένα νέο πρόγραμμα εντατικής επιφανειακής έρευνας ξεκίνησε τις ερ- 23

30 Κεφάλαιο 3 γασίες του στη λεκάνη του Λαγκαδά (Andreou και Kotsakis 2002: 35). Στον κεντρικό ελλαδικό χώρο, τρία νέα προγράμματα εντατικής επιφανειακής έρευνας ξεκίνησαν τις εργασίες τους τη δεκαετία του 80, το αρχαιολογικό πρόγραμμα της Πεδιάδας των Σκούρτων, στα όρια μεταξύ Βοιωτίας και Αττικής, η επιφανειακή έρευνα του Ωρωπού στη ΒΑ Αττική και το αρχαιολογικό πρόγραμμα της Χερσονήσου των Μεθάνων (Munn και Zimmerman Munn 1990: 33, Cosmopoulos 1995: 3-4, Mee και Forbes 1997: 33-41). Στην Πελοπόννησο, τρία νέα προγράμματα εντατικής επιφανειακής έρευνας έκαναν την εμφάνισή τους την ίδια περίοδο, το αρχαιολογικό πρόγραμμα της Κοιλάδας της Νεμέας στην Κορινθία, η εντατική επιφανειακή έρευνα στην περιοχή Μπερμπάτι-Λίμνες στην Αργολίδα, καθώς και η εντατική επιφανειακή έρευνα της Λακωνίας (Wright et al. 1990: 579, Wells 1996: 15-22, Cavanagh, Crouwel, Catling και Shipley 1996). Η παράδοση των επιφανειακών ερευνών συνεχίζεται τη δεκαετία του 90 με την έναρξη τριών νέων προγραμμάτων εντατικής επιφανειακής έρευνας. Πρόκειται για το πρόγραμμα της Πύλου στη δυτική Μεσσηνία, το πρόγραμμα της Κοιλάδας της Ασέας στην Αρκαδία και την εντατική επιφανειακή έρευνα στο νησί των Κυθήρων (Davis et al. 1997: 391, Forsen, Forsen και Lavento 1996: 73, Broodbank 1999: ). Στο νησιωτικό χώρο του Αιγαίου, νέα προγράμματα εντατικών επιφανειακών ε- ρευνών ξεκινούν επίσης τις εργασίες τους τη δεκαετία του 80. Δύο προγράμματα έ- χουν ως επίκεντρο τις Κυκλάδες, ενώ τα υπόλοιπα πέντε επικεντρώνονται σε ισάριθμες γεωγραφικές περιοχές της Κρήτης. Τα δύο νησιά που συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον των αρχαιολόγων για τη διεξαγωγή εντατικής επιφανειακής είναι η Κέα και η Νάξος. Το αρχαιολογικό πρόγραμμα της Κέας διεξάγεται σε μια μικρή γεωγραφική περιοχή στα βόρεια του νησιού, όπως επίσης και το πρόγραμμα της Νάξου υλοποιείται σε μια μικρή περιοχή στη ΒΔ ακτή του νησιού (Cherry, Davis και Mantzourani 1991: xv, Erard-Cerceau, Fotou, Psychoyos και Treuil 1993: 60). Στην Κρήτη, τρία προγράμματα διεξάγονται στη βόρεια ακτή, ενώ τα υπόλοιπα δύο στην νότια ακτή του νησιού. Δύο εντατικές επιφανειακές έρευνες ξεκινούν αντίστοιχα στην περιοχή του Βρόκαστρου και την περιοχή του Καβουσιού, οι οποίες βρίσκονται στον Κόλπο του Μιραμπέλου, ενώ η τρίτη έρευνα αρχίζει τις εργασίες της στην περιοχή γύρω από τα μινωικά Μάλια (Hayden, Moody και Rackham 1992: 293, Haggis 1992: 23, Müller 1989: 464). Στην νότια Κρήτη, ένα νέο πρόγραμμα εντατικής επιφανειακής έρευνας ξεκινά στην πεδιάδα της Μεσαράς στο Ηράκλειο, ενώ ένα ακόμη πρόγραμμα αρχίζει να υλοποιείται στην περιοχή των Σφακίων στα Χανιά (Watrous et al. 1993: 190, Nixon 2001: 79). Η Κρήτη, όπως και η Πελοπόννησος, συγκεντρώνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη διεξαγωγή προγραμμάτων εντατικής επιφανειακής έρευνας, καθώς νέα προγράμματα ξεκινούν τις εργασίες τους τη δεκαετία του 90. Μεταξύ των νέων προγραμμάτων βρίσκεται η έρευνα στο Ζίρο, στην ενδοχώρα της ανατολικής Κρήτης, η έρευνα στα Γουρνιά στον Ισθμό της Ιεράπετρας, καθώς και το πρόγραμμα εντατικής επιφανειακής έρευνας στην 24

31 Κεφάλαιο 3 Κοιλάδα του Αγίου Βασιλείου στο νότιο Ρέθυμνο (Branigan 1998: 23, Watrous et al. 2000: 471, Moody, Peatfield, Markoulaki 2000: ). Μολονότι η εξάπλωση των εντατικών επιφανειακών ερευνών αποτελεί πράγματι ένα νέο κύμα στην Αιγαιακή προϊστορική αρχαιολογία, ένα πλήθος εκτεταμένων και λιγότερο συστηματικών ερευνών συνεχίζουν να αποτελούν μέρος της αρχαιολογικής πρακτικής σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο. Επιγραμματικά αναφέρονται οι επιφανειακές έρευνες στην περιοχή των Γρεβενών, την κοιλάδα του Αλιάκμονα, την πεδιάδα των Γιαννιτσών, καθώς και στην ευρύτερη περιοχή της κεντρικής και ανατολικής Μακεδονίας (Wilkie 1999, Χονδρογιάννη-Μετόκη 1993, Χρυσοστόμου και Χρυσοστόμου 1993, Γραμμένος 1991, Γραμμένος, Μπέσιος και Κώτσος 1997). Ο κατάλογος των προϊστορικών θέσεων της Θεσσαλίας συμπληρώθηκε από τις πιο πρόσφατες τοπογραφικές έρευνες του Κώστα Γαλλή (Γαλλής 1992: 22). Στον κεντρικό ελλαδικό χώρο ένα σημαντικός αριθμός επιφανειακών ερευνών υλοποιήθηκε τις δύο τελευταίες δεκαετίες, όπως τα αρχαιολογικά προγράμματα της Αιτωλίας, της Ανατολικής Φωκίδας, της Οπούντιας Λοκρίδας, της χερσονήσου της Περαχώρας, καθώς και το πρόγραμμα της Φωκίδας-Δωρίδας (Rutter 1993: ). Επιφανειακές έρευνες πραγματοποιούνται επίσης σε πολλά νησιά του Αιγαίου με σκοπό τον εντοπισμό νέων προϊστορικών θέσεων, όπως στη Λέσβο, τη Μύκονο, την Άνδρο, την Κύθνο, την Αμοργό, καθώς επίσης και σε νησιά των Δωδεκανήσων (Lambrianidis και Spencer 1997, Σάμψων 1997, Χατζηαναστασίου 1998, Μαραγκού 1994, Melas 1985, Σάμψων 1987). Αντίστοιχη δραστηριότητα διαπιστώνεται και στην Κρήτη, σε ένα πλήθος γεωγραφικών περιοχών μεταξύ των οποίων η περιοχή ανάμεσα στη Μονή Οδηγήτρια και τους Καλούς Λιμένες Ηρακλείου, η περιοχή της Σητείας, η ευρύτερη περιοχή της Ζάκρου, καθώς επίσης και το νησί της Γαύδου (Βασιλάκης , Tsipopoulou 1989, Βοκοτόπουλος 2000, Watrous 1994: 698). Η ανασκαφική έρευνα των προϊστορικών οικισμών συνεχίζεται έντονα μετά τη δεκαετία του 80 σε ολόκληρο σχεδόν τον ελλαδικό χώρο, από Έλληνες και ξένους αρχαιολόγους. Το πλήθος των προϊστορικών ανασκαφών που διεξάγονται τις δύο τελευταίες δεκαετίες είναι ιδιαίτερα μεγάλο, γεγονός που καθιστά αδύνατη μια πλήρη α- ναφορά στο σύνολο της ανασκαφικής δραστηριότητας σε προϊστορικές θέσεις του ελλαδικού χώρου. Σημαντικές πληροφορίες για την εξέλιξη της ανασκαφικής δραστηριότητας στον ελλαδικό χώρο προσφέρονται στο συνθετικό τόμο Aegean Prehistory: A Review, ο οποίος εκδόθηκε πρόσφατα υπό την επιμέλεια της Tracey Cullen (2001). Ο τόμος αυτός περιλαμβάνει μια σειρά από άρθρα που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό American Journal of Archaeology το διάστημα 1992 έως 1998, με σκοπό την επισκόπηση της Αιγαιακής προϊστορίας, καθώς επίσης και μια σειρά από αντίστοιχα επίμετρα που προσφέρουν πληροφορίες για τις πιο πρόσφατες εξελίξεις της προϊστορικής έρευνας στον ελλαδικό χώρο. Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθούν ενδεικτικά ορισμένες από τις ανασκαφές που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όπως η ανασκαφή στη Μά- 25

32 Κεφάλαιο 3 κρη Έβρου, που αποτελεί την πρώτη εκτεταμένη ανασκαφική έρευνα στη Θράκη και προσφέρει σημαντικές πληροφορίες για τη νεολιθική αιγαιακή Θράκη, η ανασκαφική έρευνα στο Πλατυγυάλι Αστακού της Αιτωλοακαρνανίας, η οποία προσφέρει σημαντικές πληροφορίες για τον λιγότερο ερευνημένο δυτικό ελλαδικό χώρο και τη σχέση του με τον αιγαιακό χώρο, καθώς επίσης και η ανασκαφή στα Δολιανά Ιωαννίνων που προσφέρει πληροφορίες για τη νεολιθική παρουσία στην Ήπειρο, η οποία είναι φτωχά τεκμηριωμένη (Ευστρατίου και Καλλιντζή 1998: 881, Haniotes και Voutiropoulos 1996: 78, Ντούζουγλη και Ζάχος 1994: 16). Μολονότι η έναρξη νέων αρχαιολογικών προγραμμάτων, ανασκαφών και επιφανειακών ερευνών, συνιστά μια σημαντική εξέλιξη για την ελληνική προϊστορική αρχαιολογία τις δύο τελευταίες δεκαετίες, εκείνο που αποκτά ιδιαίτερη σημασία είναι η ο- λοκλήρωση της μελέτης και η δημοσίευση των αποτελεσμάτων ορισμένων από τα αρχαιολογικά προγράμματα που διενεργήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια. Η εξέλιξη αυτή είναι πιο έντονη μετά το 90, καθώς ξεκινά μια περίοδος κατά την οποία ορισμένα προγράμματα εντατικής επιφανειακής έρευνας βλέπουν το φως της δημοσιότητας. Το γεγονός αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για την πρόοδο της προϊστορικής έρευνας γενικά, καθώς προσφέρει ένα πεδίο για τη συγκριτική μελέτη των αποτελεσμάτων τους και την αποτίμηση αυτού του είδους της αρχαιολογικής έρευνας. Ειδικότερα για τη μελέτη των προϊστορικών οικισμών, η τελική δημοσίευση των αποτελεσμάτων εντατικών επιφανειακών ερευνών είναι σημαντική, καθώς οι έρευνες αυτές προσφέρουν ένα νέο όγκο πληροφοριών για την κατανομή των προϊστορικών θέσεων στο τοπίο του ελλαδικού χώρου, καθώς επίσης και για τα χαρακτηριστικά του παλαιοπεριβάλλοντος (Rutter 2001: 148, Bennet και Galaty 1997: 98-99). Στη μελέτη των προϊστορικών οικισμών συμβάλλει, επίσης, σημαντικά η τελική δημοσίευση ανασκαφικών εργασιών που υλοποιήθηκαν στο παρελθόν, καθώς μόνον η ολοκληρωμένη μελέτη του αρχαιολογικού υλικού και των αρχιτεκτονικών λειψάνων μιας θέσης μπορεί να προσφέρει βέβαιες εκτιμήσεις για τη μορφή των προϊστορικών οικισμών και για την εξέλιξή τους στο χρόνο (Polychronopoulou 1990: 475). Η εξέλιξη της προϊστορικής αρχαιολογικής έρευνας πεδίου στον ελληνικό χώρο αναδεικνύει τρία χαρακτηριστικά της έρευνας που έχουν αντίκτυπο στην αρχαιολογική γνώση για τους προϊστορικούς οικισμούς, τα οποία κατ επέκταση επηρεάζουν τη μελέτη των προϊστορικών οικισμών σε χωροταξική και πολεοδομική κλίμακα. Το πρώτο είναι η ανομοιογένεια που χαρακτηρίζει την έρευνα πεδίου, καθώς η διάκρισή της σε ανασκαφική και επιφανειακή υποδεικνύει εξ ορισμού τα διαφορετικά χαρακτηριστικά της καθεμιάς. Αν σε αυτή τη βασική διάκριση της έρευνας προσθέσει κανείς τις διαφορές που προκύπτουν από το συστηματικό χαρακτήρα και τη μεθοδολογία της έρευνας που υιοθετείται σε κάθε περίπτωση, τότε είναι φανερό ότι σημειώνονται σημαντικές διαφορές ως προς την ποιότητα και την ποσότητα της αρχαιολογικής γνώσης που προ- 26

33 Κεφάλαιο 3 σφέρεται για τη μελέτη των προϊστορικών οικισμών. Το δεύτερο στοιχείο που αναγνωρίζεται είναι η ανομοιόμορφη γεωγραφική κατανομή της προϊστορικής έρευνας στον ελληνικό χώρο, από την εμφάνιση της μέχρι σήμερα, χαρακτηριστικό της έρευνας που συνιστά μια δεύτερη αδυναμία για τη μελέτη των προϊστορικών οικισμών. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχουν περιοχές που παραμένουν σε μικρό βαθμό ερευνημένες, ό- πως η Θράκη, η Ήπειρος και η Δυτική Ελλάδα, για τις οποίες τα αρχαιολογικά δεδομένα για τους προϊστορικούς οικισμούς είναι περιορισμένα (Andreou, Fotiadis και Kotsakis 2001: , Rutter 1993: 752). Το τρίτο χαρακτηριστικό αφορά στο χρονικό κενό που παρατηρείται ανάμεσα στη διεξαγωγή της έρευνας και την τελική δημοσίευσή της, ένα στοιχείο που δημιουργεί μια έλλειψη συμμετρίας ανάμεσα στην αρχαιολογική έρευνα και την αρχαιολογική γνώση. Τα τρία αυτά χαρακτηριστικά της αρχαιολογικής έρευνας επηρεάζουν σημαντικά τη μελέτη της μορφής των προϊστορικών οικισμών στον ελλαδικό χώρο, με τρόπο που θα συζητηθεί εκτενέστερα όπου κρίνεται αναγκαίο στα επόμενα κεφάλαια της εργασίας. 27

34 Κεφάλαιο 4 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4. ΟΙ ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΧΩΡΟ 4.1 Η επιστημολογία του χώρου Είναι κοινά αποδεκτό ότι μια επιστημονική μελέτη εντάσσεται μέσα σε ένα ευρύτερο θεωρητικό πλαίσιο εργασίας, το οποίο προσδιορίζει ακολούθως τη μεθοδολογική προσέγγιση του αντικειμένου της μελέτης. Σ αυτή την κατεύθυνση, ο Λαγόπουλος υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει επιστημονική ανάλυση που να μην εδράζεται, στην πραγματικότητα, σε κάποια συνειδητή ή υποσυνείδητη επιλογή ενός παραδείγματος (Λαγόπουλος 1997: 15). Σκοπός, λοιπόν, αυτού του κεφαλαίου είναι η τελική διατύπωση μιας άποψης για τη θεωρητική προσέγγιση του οικισμού, η οποία στη συνέχεια θα χρησιμοποιηθεί επιχειρησιακά για τη μεθοδολογική προσέγγιση. Με δεδομένο ότι ο οικισμός, είτε μέσα στο χωροταξικό είτε στο πολεοδομικό πλαίσιο, αποτελεί το α- ντικείμενο μελέτης ενός ευρύτερου πεδίου επιστημών που πραγματεύονται το χώρο, η διατύπωση μιας θεωρητικής θέσης δεν μπορεί παρά να προκύψει μέσα από μια ευρύτερη συζήτηση γύρω από τις απόψεις που διατυπώνονται για το χώρο. Ο χώρος αποτελεί α- ντικείμενο μελέτης και θεωρητικού προβληματισμού ενός μεγάλου φάσματος επιστημών. Λαμβάνοντας υπόψη τη διάκριση ανάμεσα στο φυσικό χώρο, τα χαρακτηριστικά του ο- ποίου ορίζουν τα στοιχεία της φύσης, και στον ανθρωπογενή χώρο, τα χαρακτηριστικά του οποίου καθορίζονται από την ανθρώπινη δράση, τότε μπορούν να αναγνωριστούν δύο ομάδες επιστημονικών πεδίων που πραγματεύονται το χώρο. Στην πρώτη ομάδα ανήκουν οι λεγόμενες φυσικές επιστήμες, όπως είναι η φυσική γεωγραφία, η οικολογία, η περιβαλλοντολογία, ενώ στη δεύτερη ομάδα ανήκουν οι ονομαζόμενες ανθρώπινες ε- πιστήμες, όπως είναι η ανθρωπογεωγραφία, η κοινωνιολογία, η ανθρωπολογία, η αρχαιολογία και η ιστορία. Με δεδομένο ότι η παρούσα εργασία έχει ως στόχο τη μελέτη της μορφής του οικισμού σε χωροταξική και πολεοδομική κλίμακα μέσα στο χρονολογικό πλαίσιο της προϊστορίας, κρίνεται σκόπιμη η αναζήτηση της κατάλληλης προσέγγισης για τη μελέτη του χώρου στο παρελθόν. Το υπο-πεδίο της ανθρωπογεωγραφίας που διατηρεί στενούς δεσμούς με την ιστορία και έχει ως στόχο τη μελέτη του χώρου και την εξέλιξή του μέσα σε ένα ιστορικό πλαίσιο συνιστά η λεγόμενη ιστορική γεωγραφία. Πιο συγκεκριμένα, ο ιστορικός γεωγράφος Alan Baker υπογραμμίζει ότι η ιστορική γεωγραφία θεωρείται ως η αναδόμηση της γεωγραφίας του παρελθόντος και των γεωγραφικών αλλαγών στον άξονα του χρόνου (Baker 1975: 1). Αναδύθηκε στις αρχές του 20 ού αιώνα ως ένα σύνολο προσεγγίσεων που ενθάρρυνε τη σχέση ανάμεσα στη γεωγραφία και την ιστορία, συμβάλλοντας στην εισαγωγή της χρονικής διάστασης στη γεωγραφική μελέτη. Μέσα από ένα συνεχή επιστημονικό διάλογο για την επιστημολογική θέση της ιστορικής γεωγραφίας, σήμερα υποστηρίζεται ότι η ιστορική γεωγραφία θα πρέπει να θεωρηθεί περισσότερο ως ένας ιδιαίτερος προσανατολισμός της ευρύτερης επιστήμης της 28

35 Κεφάλαιο 4 ανθρωπογεωγραφίας, που απορρέει από ένα γενικό σώμα θεωρίας, παρά ως ένας αυτόνομος τομέας της ανθρωπογεωγραφίας που συνυπάρχει παράλληλα με άλλους τέτοιους τομείς (Λαγόπουλος 1998: 18, Lagopoulos 1999: 94). Αυτό σημαίνει ότι αν θέλει κανείς να παρακολουθήσει τη συζήτηση για το χώρο, όπως εξελίσσεται μέσα στο υποπεδίο της ιστορικής γεωγραφίας, δεν έχει παρά να στραφεί στο ευρύτερο επιστημονικό πεδίο της ανθρωπογεωγραφίας. Τα επιστημονικά ενδιαφέροντα της ιστορικής γεωγραφίας παρουσιάζουν μια μεγάλη ποικιλία, όπως επίσης και τα αντικείμενα μελέτης των εργασιών που χαρακτηρίζονται ως ιστορικές γεωγραφικές (Λαγόπουλος 1998: 18, 24). Θεωρείται ότι η ιστορική γεωγραφική προσέγγιση του χώρου στην προϊστορία ακολουθεί κυρίως δύο κατευθύνσεις. Η πρώτη αφορά στην αναδόμηση του φυσικού περιβάλλοντος της προϊστορίας, με σκοπό τη διερεύνηση της έντονης συμβιωτικής σχέσης ανάμεσα στην περιβαλλοντική αλλαγή και την ανθρώπινη εγκατάσταση. Τρεις όψεις αυτής της σχέσης συνιστούν κυρίως αντικείμενο μελέτης: η αναδόμηση των προϊστορικών τοπίων, η ποικιλία των περιβαλλοντικών αλλαγών που προκάλεσε η ανθρώπινη δράση στο φυσικό περιβάλλον, καθώς επίσης και ο τρόπος με τον οποίο η αντίληψη για το περιβάλλον επηρέασε την ανθρώπινη δράση. Η δεύτερη κατεύθυνση αφορά στη μελέτη της μορφής και της λειτουργίας του προϊστορικού οικισμού, η οποία εντάσσεται μέσα σε ένα ευρύτερο ενδιαφέρον για τη μορφή και την εξέλιξη του λεγόμενου αγροτικού οικισμού (Λαγόπουλος 1998: 18, Butlin 1993: 98, 192). Η ιστορία της πολεοδομίας συνιστά ένα ακόμη επιστημονικό πεδίο που αφορά ειδικότερα στη μελέτη της μορφής των οικισμών στο παρελθόν στην κλίμακα της πολεοδομίας. Προς το παρόν δεν έχει συγκροτηθεί ένα ενιαίο σώμα θεωρίας της ιστορίας της πολεοδομίας, γεγονός που συνεπάγεται την έλλειψη συγκροτημένων μεθοδολογικών προσεγγίσεων για τη μελέτη της μορφής των οικισμών του παρελθόντος. Ο Λαγόπουλος αναγνωρίζει δύο βασικές αδυναμίες που χαρακτηρίζουν το χρονολογικό και το γεωγραφικό πλαίσιο των μελετών που ανήκουν στο πεδίο της ιστορίας της πολεοδομίας. Από τη μια εκδηλώνει ένα έντονο ενδιαφέρον για τους αρχαίους ιστορικούς οικισμούς, αφήνοντας στο περιθώριο τους πρωτόγονους ή προϊστορικούς οικισμούς, ενώ από την άλλη εμφανίζει μια ιδιαίτερη προτίμηση για τους ευρωπαϊκούς οικισμούς του παρελθόντος, παραμερίζοντας τους οικισμούς του ανατολικού κόσμου. Υποστηρίζεται ότι η προσέγγιση των χωρικών μορφών του παρελθόντος συνίσταται κυρίως στην περιγραφή των υλικών μορφών, έχοντας ως κύριες πηγές το αρχαιολογικό υλικό και τις ιστορικές μελέτες για την ανάπτυξη των πόλεων. Οι αδυναμίες που παρουσιάζουν οι μελέτες της ιστορίας της πολεοδομίας την τοποθετούν σε μειονεκτική θέση έναντι των μελετών της μορφής του οικισμού που ανήκουν στο πεδίο της ιστορικής γεωγραφίας. Θεωρείται ότι η ιστορική γεωγραφία έχει να προσφέρει περισσότερα στη μελέτη της μορφής των οικισμών μέσα από τέσσερις επεκτάσεις των ενδιαφερόντων της: την επέκταση 29

36 Κεφάλαιο 4 προς άλλες ανθρώπινες και φυσικές επιστήμες, την ιστορική επέκταση ώστε να συμπεριλάβει τόσο τη μελέτη της αρχικής μορφής των οικισμών όσο και των ιστορικών τους αλλαγών, τη θεματική επέκταση προς τον κοινωνικό χώρο, καθώς επίσης και την επέκταση προς τις περιβαλλοντικές παραμέτρους (Lagopoulos 1995: 17-44). Μολονότι η ιστορική γεωγραφία ως επιστήμη του χώρου αποτελεί το κατάλληλο επιστημονικό πεδίο για τη μελέτη του χώρου στην προϊστορία, όπως αυτός προσδιορίζεται στο πλαίσιο του ερευνητικού ενδιαφέροντος της παρούσας εργασίας, δεν μπορεί να παραβλεφθεί το γεγονός ότι ο προϊστορικός οικισμός αποτελεί το προϊόν και το αντικείμενο της αρχαιολογικής έρευνας. Μολονότι η μελέτη της μορφής του προϊστορικού οικισμού έχει μακρά παράδοση στο πεδίο της αρχαιολογίας, υποστηρίζεται ότι τα τελευταία χρόνια τέτοιες μελέτες έχουν αποκτήσει κεντρική θέση στη σύγχρονη αρχαιολογία (Brück και Goodman 1999: 1). Οι ίδιοι οι αρχαιολόγοι αναγνωρίζουν ότι ο χώρος, όπως διαπλάθεται από τη διαλεκτική σχέση του ανθρώπου με τη φύση και α- ποκαλύπτεται μέσα από την αρχαιολογική έρευνα και την ανασκαφική εργασία, αποτελεί ένα μέρος των ενδιαφερόντων της αρχαιολογικής επιστήμης. Ο Χουρμουζιάδης ονομάζει αυτή την αρχαιολογική έρευνα του χώρου ως αρχαιολογία του χώρου, υπογραμμίζοντας ότι η θεωρητική συζήτηση γύρω από το χώρο τροφοδοτείται από το θεωρητικό προβληματισμό που είναι κάθε φορά σε εξέλιξη στο σύνολο της αρχαιολογικής σκέψης (Χουρμουζιάδης 1997: 20). Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι προκειμένου να αναζητήσει κανείς τα επιστημολογικά χαρακτηριστικά που συγκεντρώνει η μελέτη του χώρου στην αρχαιολογία, θεωρείται σκόπιμη η διερεύνηση των θεωρητικών προσεγγίσεων στα πλαίσια κάθε αρχαιολογικής σχολής. Συνοψίζοντας τα παραπάνω, καθίσταται σαφές ότι στη μελέτη του προϊστορικού οικισμού, όπως προσδιορίζεται στην παρούσα εργασία, συναντώνται τα επιστημονικά ενδιαφέροντα της ιστορικής γεωγραφίας και της αρχαιολογίας του χώρου. Υπογραμμίζεται ότι η ιστορική γεωγραφία και η αρχαιολογία του χώρου δεν συνιστούν αυτόνομα επιστημονικά πεδία, αλλά εντάσσονται στις δύο ευρύτερες επιστημονικές περιοχές της ανθρωπογεωγραφίας και της αρχαιολογίας. Καθεμιά από αυτές τις δύο επιστημονικές περιοχές συγκροτείται σε ένα ενιαίο σώμα θεωρίας, το οποίο τροφοδοτεί θεωρητικά την ιστορική γεωγραφία και την αρχαιολογία του χώρου. Τόσο στην ανθρωπογεωγραφία όσο και στην αρχαιολογία, η θεωρητική προσέγγιση του χώρου δεν υπήρξε πάντα ομοιογενής. Από πολύ νωρίς, ποικίλα επιστημολογικά παραδείγματα διατρέχουν το θεωρητικό τους σώμα, συμβάλλοντας ανάλογα στις μεθοδολογικές επιλογές και πρακτικές σε καθεμιά επιστημονική περιοχή. Μέσα σε αυτό το ευρύ φάσμα των θεωρητικών απόψεων, διακρίνονται δύο κυρίαρχες κατευθύνσεις στην προσέγγιση του χώρου: η πρώτη αφορά στις προσεγγίσεις που εντάσσονται στο πεδίο του αντικειμενισμού, ενώ η δεύτερη αφορά στις προσεγγίσεις που ανήκουν στο πεδίο του υποκειμενισμού. Οι αντικειμενιστικές προσεγγίσεις του χώρου χαρακτηρίζονται από μια υλιστική οπτική 30

37 Κεφάλαιο 4 μέσα από την οποία η οργάνωση του χώρου ερμηνεύεται με υλικούς παράγοντες, σε α- ντίθεση με τις υποκειμενιστικές προσεγγίσεις που υιοθετούν μια κοινωνικοπολιτισμική οπτική, επιχειρώντας την ερμηνεία του χώρου με ιδεολογικούς παράγοντες (Lagopoulos και Boklund-Lagopoulou 1992: 9). Η πόλωση ανάμεσα στον αντικειμενισμό και τον υποκειμενισμό έχει κυρίαρχη θέση στις επιστημονικές περιοχές της ανθρωπογεωγραφίας και της αρχαιολογίας, αλλά και γενικότερα στις κοινωνικές επιστήμες, διχοτομώντας με αταίριαστο τρόπο τις μελέτες του χώρου εδώ και δεκαετίες. Πολλοί ερευνητές που αναγνωρίζουν την ακαταλληλότητα αυτής της διχοτόμησης επιχειρούν σήμερα να γεφυρώσουν το χάσμα ανάμεσα στον αντικειμενισμό και τον υποκειμενισμό και να ξεπεράσουν το διχασμό ανάμεσα σε μια υλιστική ή μια κοινωνικοπολιτισμική οπτική, αναζητώντας μια ολιστική άποψη για την προσέγγιση του χώρου, που ενσωματώνει την υλική και την ιδεολογική συνιστώσα στην παραγωγή του χώρου (Λαγόπουλος 1997: 16, Hodder 2001: 7, Brück και Goodman 1999: 15). Η συζήτηση που ακολουθεί σχετικά με τις θεωρητικές απόψεις που διατυπώνονται για το χώρο, με άξονα μια ιστορική αναδρομή στα επιστημονικά πεδία της ανθρωπογεωγραφίας και της αρχαιολογίας, έχει ως στόχο να παρουσιάσει τον τρόπο με τον οποίο οι ερευνητές διαχειρίζονται ιστορικά τη ρευστή διαπλοκή των οικονομικών, κοινωνικών και ιδεολογικών παραγόντων στην οργάνωση και χρήση του χώρου, αποδεχόμενοι τις περισσότερες φορές μια αποκλειστικά υλιστική ή ιδεολογική ερμηνεία. Δεν υπάρχει η πρόθεση για μια εξαντλητική παρουσίαση της ιστορικής εξέλιξης της θεωρητικής σκέψης στις δύο παραπάνω επιστημονικές περιοχές, αλλά περισσότερο για μια κριτική πάνω στις προσεγγίσεις, επιδιώκοντας τη διατύπωση μιας τελικής πρότασης για τη θεωρητική προσέγγιση του χώρου στα συμφραζόμενα του ερευνητικού ενδιαφέροντος της παρούσας εργασίας. 4.2 Οι προσεγγίσεις του χώρου πριν το 60 Οι πρώτοι σύνδεσμοι ανάμεσα στη γεωγραφία και την αρχαιολογία γεννήθηκαν μέσα από ένα συνδυασμό τοπογραφικών ερευνών, εξερευνήσεων, χαρτογραφήσεων και ενδιαφέροντος για τις αρχαιότητες στη διάρκεια του 19 ου αιώνα (Goudie 1987: 13). Στις αρχές του 20 ού αιώνα, οι σύνδεσμοι ανάμεσα στη γεωγραφία και την αρχαιολογία αποκτούν πιο στέρεες βάσεις, κυρίως μέσα από την κοινή αναζήτηση τεχνικών και ε- πιστημονικών μεθόδων, προκειμένου οι δύο επιστήμες να δώσουν απαντήσεις σε καίρια ερωτήματα της εποχής, γύρω από την καταγωγή και την εξέλιξη του ανθρώπου, τη γεωγραφική κατανομή των διαφόρων πολιτισμών, την εξέλιξη των πολιτισμών, τη σχέση του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο αυτή η σχέση επηρέασε τα παραπάνω. Προκειμένου το εγχείρημα αυτό να αποκτήσει αξιόπιστα και ακλόνητα αποτελέσματα, τόσο οι γεωγράφοι όσο και οι αρχαιολόγοι άρχισαν να αναζητούν τις κατάλληλες μεθόδους και τεχνικές για να διαχειριστούν και να ερμη- 31

38 Κεφάλαιο 4 νεύσουν το διαθέσιμο υλικό τους. Το γεγονός αυτό οδήγησε σταδιακά τους γεωγράφους στη διατύπωση των πρώτων θεωρητικών μοντέλων για την ερμηνεία της κατανομής και της θέσης των φαινομένων πάνω στη γη, καθώς και τους αρχαιολόγους στη διατύπωση ανάλογων θεωρητικών προτάσεων για την ερμηνεία της κατανομής του αρχαιολογικού υλικού πολιτισμού Οι προσεγγίσεις του χώρου στη γεωγραφία Η μελέτη της σχέσης του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον κυριαρχεί στην ανθρωπογεωγραφία κατά το πρώτο μισό του 20 ού αιώνα. Η σχέση αυτή εξετάζεται μέσα από την οπτική της επιρροής του φυσικού περιβάλλοντος πάνω στους ανθρώπους και στις ανθρώπινες δραστηριότητες. Η ακραία εκδοχή αυτής της οπτικής είναι ο περιβαλλοντικός ντετερμινισμός. Εκφραστής του περιβαλλοντικού ντετερμινισμού στην Ευρώπη υπήρξε ο Friedrich Ratzel, ο οποίος επηρεάστηκε από τη βιολογική θεωρία του Δαρβίνου και επιχείρησε να εκφράσει τον αντίκτυπο του αγώνα για την επιβίωση πάνω στο χώρο. Οι απόψεις του Ratzel μεταφέρθηκαν στην Αμερική από την Ellen C. Semple, η οποία υποστήριζε ότι καθεμιά περιοχή της γης με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της παρήγαγε ανθρώπους με διαφορετική ιδιοσυγκρασία. Στο θεωρητικό πλαίσιο του περιβαλλοντικού ντετερμινισμού τα χαρακτηριστικά της φύσης αποκτούν κεντρική θέση, στρέφοντας το ενδιαφέρον στη φυσική γεωγραφία, τόσο ως αντικείμενο μελέτης όσο και ως αιτιώδη παράγοντα. Το γεγονός αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη στενή σχέση ανάμεσα στην ανθρώπινη και τη φυσική γεωγραφία, καθώς η πρώτη επιχειρεί να αντιγράψει τις επιστημολογικές αρχές της δεύτερης (Peet 1998: 12-14, Lagopoulos 1990: 222). Μια προσέγγιση που επιχειρεί να αποφύγει τον περιβαλλοντικό ντετερμινισμό και να ενισχύσει τον ανθρώπινο παράγοντα στη σχέση του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον είναι εκείνη του Γάλλου γεωγράφου Paul Vidal de la Blache, ο οποίος υ- πήρξε θεμελιωτής της ανθρωπογεωγραφίας στη Γαλλία. Στο πλαίσιο της προσέγγισης του Vidal de la Blache, ο ρόλος του φυσικού περιβάλλοντος αποδυναμώνεται, ενώ ε- νισχύεται η ικανότητα της ανθρώπινης νόησης να ξεπερνά τα φυσικά εμπόδια. Ο άνθρωπος παύει να υφίσταται ως παθητικό στοιχείο στη σχέση του με τη φύση και θεωρείται πλέον ως γεωγραφικός παράγοντας, που έχει την ικανότητα να τροποποιήσει και να μετασχηματίσει στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος, προκειμένου να προσαρμοστεί σ αυτό και να το χειριστεί προς όφελός του (Vidal de la Blache 1996: 189). Η ουσιαστική διαφορά, λοιπόν, με τον περιβαλλοντικό ντετερμινισμό συνίσταται στον ενεργό ρόλο που ο κοινωνικός παράγοντας έχει στη γεωγραφική αλλαγή, καθώς και στη δημιουργική δύναμη της ανθρώπινης νόησης. Με άλλα λόγια, στην ανθρωπογεωγραφία υπεισέρχεται για πρώτη φορά η έννοια της ιδεολογίας και της ενεργούς 32

39 Κεφάλαιο 4 δράσης του ανθρώπου πάνω στη γη, κάτι που απουσιάζει ολοκληρωτικά από τον περιβαλλοντικό ντετερμινισμό. Στην Αμερική, κυριαρχεί η μορφή του γεωγράφου Carl O. Sauer. Ο Sauer μελετά τη σχέση του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον μέσα από το παράδειγμα της πολιτισμικής γεωγραφίας, ένα είδος γεωγραφίας που αποκαλείται συχνά Σχολή του Berkeley. Στον πυρήνα της πολιτισμικής γεωγραφίας βρίσκεται το πολιτισμικό τοπίο, που είναι το προϊόν της ανθρώπινης δράσης στο φυσικό τοπίο. Για τον Sauer, το φυσικό τοπίο ενώνεται με το πολιτισμικό τοπίο μέσα από μία σχέση στην οποία ο πολιτισμός είναι ο παράγοντας, ο φυσικός χώρος είναι το μέσο και το πολιτισμικό τοπίο είναι το αποτέλεσμα. Στη σχέση αυτή, ο φυσικός χώρος είναι το άθροισμα των φυσικών πόρων που ο άνθρωπος έχει στη διάθεσή του, το πολιτισμικό τοπίο είναι τα υλικά αποτυπώματα των ανθρώπινων έργων στο φυσικό χώρο, ενώ ο πολιτισμός με την εσωτερική του δυναμική αποτελεί τον παράγοντα της αλλαγής και της εξέλιξης. Καθορίζοντας τα χαρακτηριστικά της γεωγραφίας για τη μελέτη του πολιτισμικού τοπίου, ο Sauer δίνει ιδιαίτερη έμφαση στη μορφολογία ως μια μέθοδο για τη μελέτη των μορφών του τοπίου και στη γεωγραφία της περιοχής ως μια μέθοδο για τη συγκριτική μελέτη των τοπίων. Ο ίδιος αναφέρεται με ιδιαίτερη έμφαση στην ιστορική γεωγραφία, την οποία θεωρεί ως τη σειρά των αλλαγών που υφίσταται το πολιτισμικό τοπίο και περικλείει, επομένως, την έννοια της αναδόμησης των πολιτισμικών τοπίων του παρελθόντος (Sauer 1996: , Williams 1983: 5). Η αποκαλούμενη περιφερειακή γεωγραφία (regional geography) είναι μια δεύτερη προσέγγιση που κάνει την εμφάνισή της στην Αμερική, εμπνευστής της οποίας είναι ο γεωγράφος Richard Hartshorne. Ο Hartshorne επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στην έννοια της περιφέρειας και μελετά τη μεταβλητότητα των περιφερειών πάνω στην επιφάνεια της γης. Για τον ίδιο, η έννοια της περιφέρειας δεν είναι εγγενής στη φύση, αλλά αποτελεί ένα ανθρώπινο νοητικό κατασκεύασμα που χρησιμοποιείται για τους σκοπούς της επιστημονικής ανάλυσης. Στο πλαίσιο αυτής της προσέγγισης, ο γεωγράφος καλείται να αποφασίσει με βάση τα δικά του κριτήρια τη διαίρεση της επιφάνειας της γης σε γεωγραφικές περιφέρειες και έπειτα την υποδιαίρεση αυτών των περιφερειών σε μικρότερες μονάδες περιοχής. Μετά το πρώτο βήμα της διαίρεσης της επιφάνειας της γης σε αναλυτικές μονάδες, ο γεωγράφος βρίσκεται αντιμέτωπος με δύο βασικά ζητούμενα. Το πρώτο ζητούμενο είναι η διερεύνηση της μορφής κάθε μονάδας περιοχής και των λειτουργικών σχέσεων ανάμεσα τους και το δεύτερο ζητούμενο είναι η συναρμολόγηση των μονάδων περιοχής, με σκοπό να αποκαλυφθεί ο δομικός και λειτουργικός σχηματισμός της ευρύτερης περιφέρειας. Θεωρείται, λοιπόν, ότι ο στόχος του γεωγράφου είναι να μελετήσει όχι μόνο τη μορφή των μονάδων περιοχής και των ευρύτερων περιφερειών της επιφάνειας της γης, αλλά και τη λειτουργία τους (Hartshorne 1996: , Peet 1998: 16-17). 33

40 Κεφάλαιο 4 Ο Vidal de la Blache και ο Sauer υπήρξαν δύο σημαντικές μορφές της γεωγραφίας, καθώς προώθησαν με τις απόψεις τους τη γεωγραφική σκέψη προς δύο κατευθύνσεις. Η μια κατεύθυνση αφορά στην ανθρωποκεντρική διάσταση της γεωγραφικής μελέτης, με την έννοια ότι εστίασαν το ενδιαφέρον τους στην αξία και τη χρήση της γης για τον ίδιο τον άνθρωπο και την ύπαρξή του, ενώ η άλλη κατεύθυνση αφορά στην εισαγωγή της χρονικής διάστασης στη γεωγραφική μελέτη. Ο Baker υπογραμμίζει τους στενούς δεσμούς του Vidal de la Blache με τη γαλλική ιστορική σχολή των Annales, μέσα από την οποία υπήρξε μια ενδυνάμωση του ιστορικού στοιχείου στην ανθρωπογεωγραφία και μια ενδυνάμωση του γεωγραφικού στοιχείου στην ιστορία. Οι ιστορικοί της σχολής των Annales εμπνεύστηκαν από τις ιδέες του Vidal de la Blache, δημιουργώντας νέες κατευθύνσεις στην ιστορική έρευνα, όπως η οικολογική και η περιβαλλοντική ιστορία. Περισσότερο σημαντική υπήρξε η ανάπτυξη της ιστορίας της περιοχής, υιοθετώντας τη γεωγραφική έννοια της περιοχής ως κατάλληλο πλαίσιο για την ιστορική έρευνα (Baker 1984: 13, Butlin 1993: 30). Από την άλλη, ο Michael Williams τονίζει πως ο Sauer, μέσα από την προσπάθειά του να μελετήσει τη διαδοχή των αλλαγών που υφίστανται τα πολιτισμικά τοπία στον άξονα του χρόνου, προώθησε την έννοια της αναπαράστασης των τοπίων του παρελθόντος, η οποία στην πορεία αποτέλεσε το κύριο αντικείμενο της ιστορικής γεωγραφίας (Williams 1983: 5). Η ιστορική γεωγραφία ως μεθοδολογικό εργαλείο για τη μελέτη της γεωγραφίας του παρελθόντος είχε μεγάλη διάδοση στην Ευρώπη στις αρχές του 20 ου αιώνα, κυρίως μέσα από μια εθνοκεντρική τάση που εμφανίστηκε τότε και αναζητούσε απαντήσεις γύρω από θέματα όπως η εδαφική κυριαρχία των αρχαίων πολιτισμών, η οριοθέτηση των συνόρων των σύγχρονων εθνών, καθώς και μέσα από ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ιστορία (Butlin 1993: 20-22). Η θεματολογία αυτή παρέμεινε στα ενδιαφέροντα των ιστορικών γεωγράφων ώς το τέλος της δεκαετίας του 20, οπότε ξεκίνησε η συζήτηση σχετικά με το αντικείμενο, τη μέθοδο και τη συγγραφή της ιστορικής γεωγραφίας. Μέσα από τη δημόσια αυτή συζήτηση, με σημαντικό σημείο αναφοράς την πραγματοποίηση του 1 ου Διεθνούς Συνεδρίου Ιστορικής Γεωγραφίας το 1930, άρχισε να αποκρυσταλλώνεται η ιστορική γεωγραφία ως επίσημη επιστήμη. Ο Clifford Darby υπήρξε μια σημαντική μορφή και ένας από τους θεμελιωτές της ιστορικής γεωγραφίας (Baker 1984: 1-2). Υποστηρίζεται ότι το βιβλίο του Darby An Historical Geography of England Before AD 1800 (1936), καθώς επίσης και το βιβλίο του Cyril Fox Personality of Britain (1932), υπήρξαν δύο από τις πιο αξιομνημόνευτες μελέτες της αποκαλούμενης κλασικής περιόδου της ιστορικής γεωγραφίας. Πρόκειται για μια περίοδο κατά την οποία εκδηλώνεται έντονο ενδιαφέρον για την αναδόμηση των προϊστορικών περιβαλλόντων, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στη σχέση ανάμεσα στις περιβαλλοντικές συνθήκες και την εξέλιξη της ανθρώπινης κατοίκησης μέσα από τη μελέτη των χαρτών κατανομής (Butlin 1993: ). 34

41 Κεφάλαιο Οι προσεγγίσεις του χώρου στην αρχαιολογία Η πολιτισμική ιστορική προσέγγιση του αρχαιολογικού υλικού κυριαρχεί στο πεδίο της αρχαιολογίας το πρώτο μισό του 20 ού αιώνα. Η προσέγγιση αυτή αφορά στη μελέτη των χωρικών και χρονικών σχέσεων των πολιτισμών και των πολιτισμικών χαρακτηριστικών. Στην Ευρώπη, σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση αυτής της προσέγγισης διαδραμάτισαν οι εθνογενετικοί προβληματισμοί που επικρατούσαν στο γύρισμα του αιώνα. Χαρακτηριστική υπήρξε η πεποίθηση του Γερμανού αρχαιολόγου Gustaf Kossina, εμπνευστή της πολιτισμικής ιστορίας, ότι η πολιτισμική συνέχεια αποτελούσε ένδειξη για την εθνική συνέχεια. Το κύριο μέλημα των αρχαιολόγων ήταν η ταξινόμηση του αρχαιολογικού υλικού με βάση τα ιδιαίτερα πολιτισμικά χαρακτηριστικά του, και στη συνέχεια η απόδοση αυτών των χαρακτηριστικών στις αντίστοιχες πολιτισμικές ομάδες. Στην πραγματικότητα, η πολιτισμική ιστορία υπήρξε περισσότερο μια μεθοδολογία για την ερμηνεία των αυξανόμενων τεκμηρίων για τη γεωγραφική και τη χρονολογική διαφοροποίηση του αρχαιολογικού υλικού που συσσωρεύονταν με τη συνεχιζόμενη αρχαιολογική έρευνα. Στην Αμερική, οι απόψεις του Γερμανού εθνολόγου Franz Boas συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό στην υιοθέτηση της ιστορικής πολιτισμικής προσέγγισης. Ο Boas έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στη γεωγραφική και όχι στη χρονολογική διαφοροποίηση του αρχαιολογικού υλικού, δημιουργώντας τις βάσεις για τη μελέτη των πολιτισμικών ομοιοτήτων και διαφορών σε σχέση με τις πολιτισμικές περιοχές (Hodder 1991: 4, 9, Trigger 1989: 122, ). Στο πλαίσιο της πολιτισμικής ιστορικής προσέγγισης, καθεμιά αρχαιολογική θέση θεωρούνταν αντιπροσωπευτική μιας συγκεκριμένης γεωγραφικής περιοχής ή ενός ιδιαίτερου πολιτισμού. Αρχικά, το ενδιαφέρον για τη μελέτη μιας αρχαιολογικής θέσης άφηνε στο περιθώριο τα ζητήματα του χώρου, ενώ εκείνο που είχε ιδιαίτερη σημασία ήταν η αναπαράσταση μιας οπτικής εντύπωσης για τον τρόπο ζωής στο παρελθόν. Το γεγονός αυτό προώθησε τις εκτεταμένες οριζόντιες ανασκαφές, με σκοπό τη λεπτομερή αποτύπωση των κατασκευών και των τεχνουργημάτων μιας θέσης και την ακόλουθη τυπική περιγραφή του αρχαιολογικού τοπίου. Η αναπαράσταση των σπιτιών, των επίπλων και όλων των άλλων στοιχείων μιας θέσης γινόταν με εικόνες ή με τρισδιάστατα αντίγραφα με τη μορφή ανοιχτών μουσείων. Τις δεκαετίες του 20 και του 30 αυξάνεται σταδιακά το ενδιαφέρον για τη σχέση ανάμεσα στις ανθρώπινες κοινωνίες και το περιβαλλοντικό υπόβαθρο, ενθαρρύνοντας τις μελέτες της σχέσης ανάμεσα στους προϊστορικούς οικισμούς και την οικολογία. Η οπτική της σχέσης ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση ήταν σε συμφωνία με τις τρέχουσες απόψεις του Vidal de la Blache στην ανθρωπογεωγραφία, υποστηρίζοντας τον ενεργό ρόλο του ανθρώπινου παράγοντα απέναντι στις προκλήσεις της φύσης. Τη βασική μεθοδολογία γι αυτές τις μελέτες συνιστούσε η συγκριτική μελέτη μεταξύ των χαρτών κατανομής των προϊστορικών 35

42 Κεφάλαιο 4 θέσεων και των χαρακτηριστικών του παλαιοπεριβάλλοντος (Trigger 1989: 203-4, ). Τη δεκαετία του 50, o Gordon Willey εγκαινίασε την αποκαλούμενη οικιστική αρχαιολογία (settlement archaeology) στην Αμερική, υλοποιώντας για πρώτη φορά μια μελέτη που συγκέντρωνε ξεκάθαρα τα χαρακτηριστικά της μελέτης της διάταξης των οικισμών (settlement pattern). Εμπνευστής της οικιστικής αρχαιολογίας υπήρξε ο Αμερικανός εθνολόγος Julian Steward. Ο Steward άσκησε κριτική στην προσέγγιση της πολιτισμικής ιστορίας και προχώρησε στη διατύπωση μιας οικολογικής προσέγγισης της ανθρώπινης συμπεριφοράς, θεωρώντας ότι οι οικολογικοί παράγοντες έπαιζαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των προϊστορικών κοινωνικοπολιτισμικών συστημάτων. Υποστήριξε ότι οι αρχαιολόγοι θα έπρεπε να ξεφύγουν από τη στείρα στυλιστική ανάλυση των τεχνουργημάτων και να χρησιμοποιήσουν τα δεδομένα τους για τη μελέτη της αλλαγής της οικονομίας διαβίωσης, του πληθυσμιακού μεγέθους και της διάταξης των οικισμών. Ο Willey στηριζόμενος στις απόψεις του Steward υποστήριξε ότι η διάταξη των οικισμών δεν επηρεαζόταν μόνο από οικολογικούς παράγοντες, αλλά και από παράγοντες κοινωνικής και πολιτισμικής φύσης, τους οποίους ο ίδιος δεν θεωρούσε ως απλή αντανάκλαση των γενικών προτύπων οικολογικής προσαρμογής. Ο Willey προσέγγισε τη διάταξη των οικισμών ως μια πηγή πληροφοριών για πολλές όψεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι μια τέτοια προσέγγιση των οικισμών θα μπορούσε να συνεισφέρει σημαντικά στη μελέτη της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης των αρχαίων κοινωνιών (Earle και Preucel 1987: 503, Trigger 1989: ). 4.3 Η άνοδος του θετικισμού Τα επιστημολογικά παραδείγματα που επικράτησαν στις επιστημονικές περιοχές της ανθρωπογεωγραφίας και της αρχαιολογίας στο πρώτο μισό του 20 ού αιώνα δέχθηκαν σφοδρή κριτική τη μεταπολεμική περίοδο. Εκείνο που χαρακτήριζε και τα δυο επιστημονικά πεδία ήταν η προσκόλληση σε ένα στείρο εμπειρισμό, που στηριζόταν στην ε- πεξεργασία πρωτογενών στοιχείων και αποθάρρυνε οποιαδήποτε θεωρητική συζήτηση, γεγονός που συνηγορούσε στην ολοκληρωτική απουσία επιστημονικών μεθόδων. Οι προηγούμενες προσεγγίσεις στην ανθρωπογεωγραφία κατηγορήθηκαν γιατί η μελέτη του χώρου ταυτιζόταν με τη μελέτη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του φυσικού περιβάλλοντος, τα οποία μπορούσαν να περιγραφούν μέσα από μια μεταφορική ή ποιητική αφήγηση. Αυτός ο ιδιογραφικός χαρακτήρας της γεωγραφίας θεωρήθηκε ότι απείχε πολύ από τις σύγχρονες απαιτήσεις για μια νομοθετική επιστήμη με αυστηρά επιστημονικό χαρακτήρα (Peet 1998: 20). Από την άλλη, η παραδοσιακή προσέγγιση της πολιτισμικής ιστορίας στην αρχαιολογία κατηγορήθηκε για την αδυναμία της να ερμηνεύσει τα υλικά κατάλοιπα της ανθρώπινης δράσης στο παρελθόν, καθώς παρέμενε εγκλωβισμένη στην 36

43 Κεφάλαιο 4 πεποίθηση ότι η αλήθεια για το παρελθόν θα προέκυπτε από το ίδιο το αρχαιολογικό υλικό. Ο Lewis Binford υποστηρίζει ότι αυτή η πεποίθηση είχε τις ρίζες της σε μια ιδεαλιστική άποψη των αρχαιολόγων για τις δυνάμεις και τις διαδικασίες που διαμόρφωσαν τα διαθέσιμα υλικά κατάλοιπα του παρελθόντος, με αποτέλεσμα να θεωρούν αδύνατη την πρόσβαση σε αυτά, αποφεύγοντας την αναζήτηση κατάλληλων θεωριών που θα οδηγούσαν στην εξήγηση αυτών των δυνάμεων και διαδικασιών (Binford 1989: 50-55). Η άνοδος του λογικού θετικισμού στο προσκήνιο της κοινωνικής σκέψης και φιλοσοφίας ήρθε να ενισχύσει την κριτική στις προσεγγίσεις που επικρατούσαν μέχρι τότε. Μετά το Β Παγκόσμιο Πόλεμο, οι επιρροές του θετικισμού, που είχαν ήδη αρχίσει να διαφαίνονται στη διάρκεια του μεσοπολέμου, πήραν πιο έντονο χαρακτήρα μέσα από τις θέσεις και τις διατυπώσεις των μελών του ονομαζόμενου Κύκλου της Βιέννης (Harvey 1989: 31-32). Ο λογικός θετικισμός έχει τις ρίζες του στη θετική φιλοσοφία του Auguste Comte, ο οποίος υποστήριζε πως θεμελιώδες καθήκον της επιστήμης είναι να θεωρεί ότι όλα τα φαινόμενα υπόκεινται σε αμετάβλητους φυσικούς νόμους (Billinge 1977: 56). Η ομάδα των φυσικών και κοινωνικών επιστημόνων που αποτελούσαν τον Κύκλο της Βιέννης θεμελίωσε τις απόψεις της στις ιδέες του Comte και υποστήριξε με σθένος τη σπουδαιότητα της λογικής και των μαθηματικών ως συστημάτων συμβολικής αναπαράστασης της επιστημονικής σκέψης (Peet 1998: 23-26). Η συμβολή του θετικισμού στην ανθρωπογεωγραφία και την αρχαιολογία υπήρξε σημαντική, στο βαθμό που παρατηρείται μια εντυπωσιακή στροφή προς την αναζήτηση επιστημονικών μεθόδων και στα δύο πεδία. Θεωρήθηκε ότι η κατάλληλη προσαρμογή των επιστημονικών μεθόδων στις ερευνητικές απαιτήσεις του κάθε πεδίου θα επικουρούσαν στην παραγωγή της ερμηνείας. Οι δύο συνιστώσες, δηλαδή από τη μια η αδυναμία των προηγούμενων προσεγγίσεων να διατυπώσουν κατάλληλα ερμηνευτικά μοντέλα και από την άλλη η άνοδος του θετικισμού, δημιούργησαν τις συνθήκες για τη διαμόρφωση νέων επιστημολογικών παραδειγμάτων, τα οποία μοιράζονταν κοινά χαρακτηριστικά και στις δύο επιστημονικές περιοχές της ανθρωπογεωγραφίας και της αρχαιολογίας. Η υιοθέτηση νέων ιδεών και ο επαναπροσανατολισμός της σκέψης και της πρακτικής στην ανθρωπογεωγραφία και την αρχαιολογία τονίστηκε με τους όρους Νέα Γεωγραφία και Νέα Αρχαιολογία, που χρησιμοποιήθηκαν για τα νέα αυτά επιστημολογικά παραδείγματα. Το κύριο ενδιαφέρον σ αυτές τις δύο νέες εκδοχές της επιστημονικής σκέψης συνιστά η αναζήτηση νόμων παγκόσμιας ισχύος που διέπουν την ανθρώπινη συμπεριφορά, όπως αυτή αποτυπώνεται μέσα από την ανθρώπινη δράση στη γη και από τα υλικά κατάλοιπα των ανθρώπινων έργων. Οι κοινές πηγές της δυσαρέσκειας και τα κοινά χαρακτηριστικά του νέου προσανατολισμού στις δύο ευρύτερες επιστημονικές περιοχές δημιούργησαν το κατάλληλο έδαφος για έναν παραγωγικό διάλογο ανάμεσα στην ανθρωπογεωγραφία και την αρχαιο- 37

44 Κεφάλαιο 4 λογία. Πρόκειται για την περίοδο κατά την οποία η αρχαιολογία του χώρου αποκρυσταλλώνεται ως ένα ιδιαίτερο υπο-πεδίο της επιστήμης της αρχαιολογίας, κάτω από την επιρροή της αναπτυσσόμενης σχέσης ανάμεσα στα δύο ευρύτερα επιστημονικά πεδία (Green και Haselgrove 1978: xxii, Earle και Preucel 1987: 503, Goudie 1987: 23) Η νέα γεωγραφία Κεντρική στη νέα γεωγραφία υπήρξε η κυρίαρχη άποψη στο θετικισμό ότι η φύση υφίσταται ως μια εξωτερική πραγματικότητα, ανεξάρτητη από την ανθρώπινη δράση. Αυτή η αντίληψη για τη φύση είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί η πεποίθηση ότι αρκούν η παρατήρηση των γεγονότων που διαδραματίζονται σ αυτή και η ανακάλυψη των νόμων που τη διέπουν, προκειμένου κανείς να τη γνωρίσει και να την κατανοήσει (Smith και O Keefe 1996: 282). Κάτω από αυτό το πρίσμα, ο γεωγραφικός χώρος αποκτά τα χαρακτηριστικά μιας γεωμετρικής επιφάνειας που είναι ομοιογενής και κανονική, δηλαδή κενή από τις τοπογραφικές ανωμαλίες του φυσικού ανάγλυφου της επιφάνειας της γης. Με βάση αυτά τα χαρακτηριστικά που προσδίδονται στο χώρο, ο ίδιος ο χώρος γίνεται αντιληπτός ως απόσταση ακέραια, απλή και μετρήσιμη. Αυτή η ποσοτικοποίηση του χώρου προκύπτει μέσα από την απαίτηση της εποχής για μια γεωγραφία πιο επιστημονική και νομοθετική, ικανή να διατυπώσει χωρικούς νόμους με παγκόσμια ισχύ. Σύμφωνα με το Fred Schaefer, που υπήρξε ένας από τους θεμελιωτές της θετικιστικής γεωγραφίας, ο σκοπός της γεωγραφικής επιστήμης είναι να διατυπώσει γενικεύσεις και νόμους για τις χωρικές σχέσεις. Η χωρική οργάνωση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων πάνω στην επιφάνεια της γης θεωρείται ως μοναδικό αντικείμενο της ανθρωπογεωγραφίας, ενώ τα μη χωρικά χαρακτηριστικά της κοινωνίας μένουν στο περιθώριο των ενδιαφερόντων της. Μέσα σε ένα τέτοιο θεωρητικό πλαίσιο, η αναζήτηση των χωρικών νόμων στηρίζεται σε μαθηματικά και γεωμετρικά μοντέλα, αγνοώντας οποιαδήποτε κοινωνικοοικονομικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά της κοινωνίας (Lagopoulos 1990: , Lagopoulos και Boklund Lagopoulou 1992: 9-10, Peet 1998: 19-33). Πρόδρομος αυτής της νέας γεωγραφίας, με την έμφαση στα μαθηματικά μοντέλα και την κανονικότητα του χώρου, υπήρξε ο γερμανός Walter Christaller (Λαγόπουλος 1997: 15). Το μοντέλο των κεντρικών τόπων που ανέπτυξε στηρίζεται στη θεώρηση του χώρου ως μια ισοτροπική επιφάνεια, πάνω στην οποία η κατανομή των οικισμών έχει δύο βασικά χαρακτηριστικά: από τη μια η απόσταση μεταξύ των οικισμών είναι κανονική και σχηματίζει ένα τριγωνικό πλέγμα και από την άλλη οι οικισμοί χωροθετούνται στο κέντρο εξαγωνικών εμπορικών περιοχών. Ο οικονομολόγος Auguste Lösch υ- πήρξε συνεχιστής του μοντέλου του Christaller, ο οποίος το επεξεργάστηκε προκειμένου να διαμορφώσει ένα νέο μοντέλο πιο κοντά στα πρότυπα του πραγματικού κόσμου. Ο Lösch βασίστηκε στην πεποίθηση ότι οι αποφάσεις για τη χωροθέτηση των οικισμών είναι τέτοιες ώστε να ελαχιστοποιήσουν το κόστος της απόστασης, μια θεώρη- 38

45 Κεφάλαιο 4 ση γνωστή ως νόμος της ελάχιστης ενέργειας (Garner 1967: 307, 315). Η απλοποίηση του χώρου σε ισοτροπική επιφάνεια είχε χρησιμοποιηθεί νωρίτερα από τον Johann H. von Thünen στη μελέτη της κατανομής της αγροτικής γης γύρω από τις πόλεις, ό- πως, επίσης, από τον Alfred Weber στη μελέτη της κατανομής της βιομηχανίας στο χώρο (Peet 1998: 20). Οι Richard Chorley και Peter Haggett υπήρξαν από τους πιο σημαντικούς οπαδούς της χρήσης των μαθηματικών μοντέλων στη μελέτη της κατανομής των χωρικών φαινομένων σε μια περιοχή. Επιμελήθηκαν την έκδοση του βιβλίου Models in Geography το 1967, στην εισαγωγή του οποίου υποστηρίζουν ότι τα μοντέλα είναι απαραίτητα στη γεωγραφία, καθώς συνιστούν μια γέφυρα ανάμεσα στην επιστημονική παρατήρηση και τη θεωρία (Chorley και Haggett 1967: 24). Μολονότι η χρήση των αναλυτικών τεχνικών και των μαθηματικών μοντέλων υπήρξε ιδιαίτερα διαδεδομένη στην ανθρωπογεωγραφία, η υιοθέτησή τους στο υπο-πεδίο της ιστορικής γεωγραφίας υπήρξε περιορισμένη (Dennis 2001: 17-19). Αρχικά υπήρξε η πεποίθηση ότι οι στατιστικές και παραμετρικές τεχνικές ήταν ισχυρά εργαλεία περιγραφής και ανάλυσης, που θα μπορούσαν να συνεισφέρουν σημαντικά μέσα από τη ε- πιλεκτική τους χρήση στα δεδομένα της ιστορικής γεωγραφίας. Η θεωρία των συστημάτων κρίθηκε ως το πιο κατάλληλο θεωρητικό πλαίσιο για τη μελέτη των δυναμικών διαδικασιών της γεωγραφικής αλλαγής στην ιστορική γεωγραφία, λόγω των ερωτημάτων που θέτει ως προς τις τέσσερις βασικές ιδιότητες κάθε συστήματος, δηλαδή τη δομή, τη λειτουργία, την ισορροπία και την αλλαγή (Baker, Hamshere και Langton 1970: 18-19, Baker 1975: 21). Όμως, παρά το γεγονός ότι η θεωρία των συστημάτων είχε θεωρηθεί αρχικά ελκυστική, αποδείχτηκε ότι η εφαρμογή της ήταν ιδιαίτερα περιορισμένη από τους ιστορικούς γεωγράφους. Για ορισμένους από αυτούς υπήρξε ελκυστικός ο προσανατολισμός της ιστορικής γεωγραφίας προς την ανάλυση της χωρικής δομής, επιχειρώντας την εφαρμογή μοντέλων όπως η ανάλυση του πλησιέστερου γείτονα, η θεωρία των κεντρικών τόπων, ο κανόνας τάξης-μεγέθους και η θεωρία της χωροθέτησης. Ωστόσο, αποδείχτηκε τελικά ότι και αυτές οι προσπάθειες είχαν περιορισμένη απήχηση στο υπο-πεδίο της ιστορικής γεωγραφίας (Butlin 1993: 73-75) Η νέα αρχαιολογία και το παράδειγμα της χωρικής αρχαιολογίας Στην Ευρώπη, η αρχαιολογία είχε περισσότερους πνευματικούς δεσμούς με την ιστορία, με αποτέλεσμα η ιστορική πολιτισμική προσέγγιση να εξακολουθεί να είναι η επικρατέστερη προσέγγιση, εμπλουτισμένη κάτω από το πρίσμα του θετικισμού με νέα μεθοδολογικά εργαλεία και τεχνικές. Στη Βόρεια Αμερική, όμως, το κοινωνικό κλίμα, σε συνδυασμό με τη σχετική συγγένεια της αρχαιολογίας περισσότερο με την ανθρωπολογία παρά με την ιστορία, επέτρεψε τη γένεση του επιστημολογικού παραδείγματος της νέας αρχαιολογίας, η οποία με την έμφαση που έδωσε στη διαδικασία, μετονομάστηκε αργότερα σε Διαδικαστική Αρχαιολογία (Hodder 1991: 10). Θεωρείται 39

46 Κεφάλαιο 4 ότι ο Joseph Caldwell ήταν ο πρώτος που διαπίστωσε ότι δύο νέες τάσεις άρχισαν να μετασχηματίζουν την αμερικανική αρχαιολογία σε μια νέα αρχαιολογία ήδη από τη δεκαετία του 50. Η πρώτη τάση προερχόταν μέσα από τους κόλπους της αρχαιολογίας, με την εμφάνιση ενός νέου ενδιαφέροντος για την πολιτισμική διαδικασία, το οποίο εκφράστηκε μέσα από τις οικολογικές προσεγγίσεις και τη μελέτη της διάταξης των οικισμών. Η δεύτερη τάση προερχόταν από την ανθρωπολογία, στην οποία κυριαρχούσε η νεο-εξελικτική άποψη του Steward ότι η πολιτισμική εξέλιξη χαρακτηρίζεται από σημαντικές κανονικότητες και ότι η οικολογική προσαρμογή των ανθρώπων έπαιζε ρόλο στον καθορισμό των ορίων της διαφοροποίησης των πολιτισμικών συστημάτων (Trigger 1989: ). Κύριος εκφραστής του νέου επιστημολογικού παραδείγματος υπήρξε ο Binford, ο οποίος υποστήριξε ότι τρία βασικά σημεία θεμελιώνουν το οικοδόμημα της νέας αρχαιολογίας. Το πρώτο ήταν η έμφαση που δόθηκε στη γενίκευση και η αναζήτηση των κατάλληλων επιστημονικών μεθόδων που θα συνέβαλαν στη διατύπωση των γενικεύσεων, δίνοντας βαρύτητα στη στρατηγική δειγματοληψίας και σε περισσότερο επεξεργασμένες μεθόδους για την αναγνώριση της τυπολογίας στο αρχαιολογικό υλικό. Το δεύτερο ή- ταν η πεποίθηση πως η αρχαιολογία έπρεπε να εγκαταλείψει τις επιστημονικές μεθόδους που χρησιμοποιούσε η ιστορία, η οποία επεξεργάζεται γραπτές πηγές, με δεδομένη τη διαφορετική φύση και τη διαφορετική ποιότητα του αρχαιολογικού υλικού, και κατ επέκταση τις απαιτήσεις που αυτό είχε. Τέλος, το τρίτο σημείο αφορούσε στη διαπίστωση ότι το αρχαιολογικό υλικό δεν είχε πάντα τη στατική μορφή με την οποία εμφανίζεται κάτω από το φως της αρχαιολογικής έρευνας, αλλά είναι το προϊόν δυναμικών διαδικασιών, και κατά συνέπεια οι αρχαιολόγοι θα έπρεπε να διαγνώσουν τα στατικά αρχαιολογικά δεδομένα σε σχέση με τις δυναμικές διαδικασίες του παρελθόντος (Binford 1989: 55-57). Ο Binford πρότεινε τον προσανατολισμό της αρχαιολογικής σκέψης προς δύο νέες κατευθύνσεις: πρώτον, την απομάκρυνση της αρχαιολογίας από τις μεθόδους της ιστορίας και παράλληλα την προσέγγιση της ανθρωπολογίας, και δεύτερον, την υιοθέτηση μιας συστημικής άποψης για την αρχαιολογική ερμηνευτική. Ο ίδιος σκιαγραφεί τη συστημική προσέγγιση του πολιτισμού αναγνωρίζοντας τρία πολιτισμικά υποσυστήματα: το τεχνολογικό, το κοινωνικό και το ιδεολογικό. Τα συστήματα αυτά λειτούργησαν στο παρελθόν μέσα από συγκεκριμένες δομικές σχέσεις, προκειμένου οι άνθρωποι να προσαρμοστούν στο ευρύτερο φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον. Υποστηρίζει ότι η πολιτισμική οικολογία του Steward προσφέρει την κατάλληλη μεθοδολογία για την κατανόηση τόσο των δομικών σχέσεων ανάμεσα στα πολιτισμικά υποσυστήματα όσο και για την κατανόηση της πολιτισμικής διαδικασίας. Η μεθοδολογία αυτή στηρίζεται στη συγκριτική μελέτη πολιτισμικών συστημάτων με διαφορετικές τεχνολογίες μέσα σε παρόμοιες ζώνες περιβάλλοντος ή πολιτισμικών συστημάτων με παρόμοιες τεχνολογίες 40

47 Κεφάλαιο 4 σε διαφορετικά περιβάλλοντα (Binford 1981: 24-27). Ο Κωτσάκης υποστηρίζει ότι η συστημική θεωρία που προτείνει ο Binford πρόσφερε για πρώτη φορά μια συγκεκριμένη επιστημονική μεθοδολογία για την ερμηνευτική προσέγγιση της κοινωνικής διαδικασίας, η οποία θεωρείται ότι δύναται να αναχθεί από το αρχαιολογικό υλικό (Κωτσάκης 1981: 22). Όπως ήδη αναφέρθηκε, οι στενοί δεσμοί της ευρωπαϊκής αρχαιολογίας με την ιστορία υπήρξαν καθοριστικοί στην απόρριψη του ερμηνευτικού μοντέλου της αμερικανικής εκδοχής της διαδικαστικής αρχαιολογίας, η οποία διέκοψε τους προηγούμενους πνευματικούς δεσμούς με την ιστορία, θεωρώντας ακατάλληλες τις μεθόδους της για τη μελέτη του υλικού πολιτισμού. Από την άλλη, οι Ευρωπαίοι αρχαιολόγοι υποστήριζαν ότι μολονότι τα λειτουργιστικά και συστημικά επιχειρήματα της διαδικαστικής αρχαιολογίας είχαν τη δυνατότητα να αντιμετωπίσουν προβλήματα πιο σύγχρονων κοινωνιών, δεν ήταν κατάλληλα για τη μελέτη του προϊστορικού υλικού πολιτισμού. Με δεδομένο αυτό το κλίμα, αρκετές ευρωπαϊκές χώρες δεν πέρασαν από τη διαδικαστική φάση, ενώ, στο βαθμό που υπήρξαν διαδικαστικές επιρροές, οι Ευρωπαίοι αρχαιολόγοι αρκέστηκαν να δανειστούν επιστημονικές μεθόδους και τεχνικές προσαρμοσμένες στα δικά τους παραδοσιακά πολιτισμικό-ιστορικά ενδιαφέροντα (Hodder 1991: 14). Οι ι- δέες του Binford έτυχαν ιδιαίτερης αποδοχής κυρίως από δύο Άγγλους αρχαιολόγους, τον Colin Renfrew, ο οποίος δίδαξε κάποιο διάστημα στην Αμερική, γεγονός που τον έφερε σε άμεση επαφή με τις συστημικές προσεγγίσεις της αμερικανικής νέας αρχαιολογίας, και τον David Clarke, ο οποίος δέχτηκε παράλληλα επιρροές από τη θεωρία χωροθέτησης (locational analysis), καθώς και από τη θεωρία των γενικών συστημάτων της νέας γεωγραφίας (Trigger 1989: 303). Ο Clarke υπήρξε ηγετική φυσιογνωμία στη διάκριση της χωρικής αρχαιολογίας (spatial archaeology) ως ένα ξεχωριστό υπο-πεδίο της αρχαιολογικής επιστήμης (Earle και Preucel 1987: 504). Η αρχαιολογική έρευνα του χώρου, κάτω από το πρίσμα των επιχειρημάτων της νέας αρχαιολογίας, οδήγησε μια όλο και μεγαλύτερη μερίδα αρχαιολόγων να στρέψει το ενδιαφέρον της στην κατανομή και τη χωροθέτηση των αρχαιολογικών θέσεων σ ένα ευρύτερο οικολογικό πλαίσιο. Τα χωρικά μοντέλα που ή- ταν σε μεγάλη διάδοση στη νέα γεωγραφία υιοθετήθηκαν σε τέτοια κλίμακα από τους προϊστοριολόγους, με αποτέλεσμα ο Clarke να μη διστάσει να κάνει λόγο για το Γεωγραφικό Παράδειγμα στους κόλπους της αρχαιολογίας (Goudie 1987: 24). Ο ίδιος αναγνώρισε τρία γεωγραφικά μοντέλα ως τα πιο κατάλληλα για τη μεταφορά τους στα αρχαιολογικά συμφραζόμενα. Το πρώτο είναι το μοντέλο του von Thünen για τις σχέσεις της κατανομής των δραστηριοτήτων στο χώρο και τις χρήσεις γης γύρω από ένα κέντρο. Το ίδιο μοντέλο αποτέλεσε την κεντρική ιδέα για την τεχνική της ανάλυσης των πηγών μιας θέσης (site-catchment analysis), που πραγματεύτηκαν οι Eric Higgs 41

48 Κεφάλαιο 4 και Claudio Vita-Finzi. Ένα δεύτερο μοντέλο που χρησιμοποιήθηκε ήταν η ιδέα της ελάχιστης ενέργειας/ελάχιστου κόστους, που ανέπτυξε ο Weber. Ωστόσο, το μοντέλο με τη μεγαλύτερη επιρροή ήταν η θεωρία των κεντρικών τόπων του Christaller, που επιχείρησε να προσδιορίσει τη βέλτιστη οργανωτική δομή, δηλαδή αυτή με το ελάχιστο κόστος, μέσα σ ένα δίκτυο οικισμών που σχετίζονται μεταξύ τους (Hodges 1987: 119). Στη χωρική αρχαιολογία, ευρύτερη εφαρμογή είχαν τα μοντέλα βελτιστοποίησης (optimization models), τα οποία στηρίχθηκαν στην πιο διαδεδομένη στην αρχαιολογία θεωρία λήψης απόφασης που αφορά την επιδίωξη του βέλτιστου. Σύμφωνα μ αυτή τη θεωρία, ο άνθρωπος είναι ένα λογικό ον, που με κριτήριο το κόστος και το όφελος αξιολογεί τις εναλλακτικές στρατηγικές επιβίωσης και κάνει την τελική του επιλογή. Τα γεωγραφικά μοντέλα που στηρίζονταν σε τέτοιες ιδέες είχαν ιδιαίτερη εφαρμογή στη χωρική αρχαιολογία τη δεκαετία του 70, παραμένοντας μέσα σε ένα θετικιστικό πλαίσιο εργασίας. Κεντρική θέση σε τέτοια μοντέλα ήταν η υπόθεση ότι οι άνθρωποι θα επιχειρήσουν να ελαχιστοποιήσουν το κόστος μεταφοράς με την εγκατάστασή τους κοντά στους απαραίτητους φυσικούς πόρους. Παρά την απήχηση αυτών των μοντέλων στη χωρική αρχαιολογία, θεωρείται ότι η βασική τους αδυναμία ήταν η διατύπωση μιας ερμηνείας της ανθρώπινης συμπεριφοράς βασισμένη σε μια γενετικά προγραμματισμένη ορθολογική δυνατότητα, αγνοώντας τις ιδιαίτερες πολιτισμικές και περιβαλλοντικές συνθήκες μέσα στις οποίες οι άνθρωποι παίρνουν αποφάσεις. Οι Earle και Preucel θεωρούν τα μοντέλα ικανοποίησης, ρίσκου και αβεβαιότητας, χρησιμότητας και προτίμησης περισσότερο παραγωγικά για τη δημιουργία ενός μοντέλου για την α- κριβή διαδικασία λήψης απόφασης, υποδεικνύοντας τη χρησιμότητα τέτοιων μοντέλων σε μελέτες χωροθέτησης των θέσεων (Earle και Preucel 1987: ). 4.4 Οι αντιδράσεις στο θετικισμό Στο τέλος της δεκαετίας του 60, κάτω από την επιρροή των γεγονότων του Μάη του 68, αναδύθηκε ένα μέτωπο αντιδράσεων στο θετικισμό και την επιστημοσύνη των θεωρητικών μοντέλων που επικρατούσαν στις κοινωνικές επιστήμες. Η ριζοσπαστική γεωγραφία και η ριζοσπαστική αρχαιολογία αποτέλεσαν τις προσεγγίσεις μέσα από τις οποίες εδραιώθηκε η απόρριψη του θετικισμού της νέας γεωγραφίας και της νέας αρχαιολογίας (Earle και Preucel 1987: 504). Η ποσοτικοποίηση και οι παγκόσμιοι νόμοι των νέων αντιλήψεων της γεωγραφίας και της αρχαιολογίας, που θεωρούσαν όλο και περισσότερο τον εαυτό τους ως κοινωνικές επιστήμες, κρίθηκαν ακατάλληλα εργαλεία για να δώσουν τις απαιτούμενες απαντήσεις. Ένα δεύτερο σημείο, στο οποίο α- σκήθηκε έντονη κριτική από τους οπαδούς του αντιθετικισμού, υπήρξε το γεγονός ότι ο ιδεολογικός παράγοντας παρέμεινε στο περιθώριο των θεωρητικών επιχειρημάτων που διατυπώθηκαν από τους υπέρμαχους του θετικισμού. Τέλος, τόσο οι γεωγράφοι όσο και 42

49 Κεφάλαιο 4 οι αρχαιολόγοι συνειδητοποίησαν ότι η επιστημονική πρακτική που ακολουθούσαν ήταν αποκομμένη από τα σύγχρονα κοινωνικά δρώμενα και τα επιστημονικά τους συμπεράσματα απείχαν πολύ από το να δώσουν απαντήσεις σε σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα. Υποστηρίζεται ότι η κριτική των θετικιστικών αντιλήψεων έφερε κοντά τα δύο επιστημονικά πεδία της γεωγραφίας και της αρχαιολογίας, κυρίως μέσα από την κοινή ανάγνωση της ανθρωπολογίας και της τρέχουσας κοινωνικής θεωρίας (Hodder 1987α: 144). Οι γεωγράφοι και οι αρχαιολόγοι συνειδητοποίησαν ότι οι θετικιστικές προσεγγίσεις υπήρξαν παραπλανητικές ως προς την κατανόηση της ανθρώπινης κοινωνίας, γεγονός που προώθησε τον προσανατολισμό τους προς την κοινωνία και το άτομο. Ζητήματα του υποκειμενικού ατόμου, του πνεύματος, του νοήματος και του συμβολισμού απέκτησαν σταδιακά κεντρικό ρόλο στις αντιθετικιστικές προσεγγίσεις. Οι μαρξιστικές ιδέες, ιδιαίτερα μέσα από τις αναθεωρημένες απόψεις του σύγχρονου μαρξισμού, άσκησαν έντονη επιρροή τόσο στη γεωγραφία όσο και στην αρχαιολογία. Η αναζήτηση μιας εναλλακτικής ως προς το θετικισμό οδήγησε στην εξερεύνηση της χρησιμότητας κι άλλων προοπτικών, όπως η φαινομενολογία, ο δομισμός, η δομοποίηση, η σημειωτική και ο μεταδομισμός. Η αναζήτηση, όμως, αυτή δεν υπήρξε πάντα πετυχημένη, καθώς ορισμένες από τις νέες προσεγγίσεις της γεωγραφίας και της αρχαιολογίας δεν κατάφεραν να ξεφύγουν από το θετικιστικό μεθοδολογικό πλαίσιο. Ανεξάρτητα από αυτές τις αποτυχίες, η γενικευμένη δυσαρέσκεια ως προς το θετικιστικό πλαίσιο μελέτης του χώρου μετατόπισε το ενδιαφέρον των γεωγράφων και των αρχαιολόγων από τη χωρική οργάνωση των χαρακτηριστικών της κοινωνίας στην κοινωνική οργάνωση του χώρου και την επένδυσή του με νόημα Ριζοσπαστική γεωγραφία και μεταμοντέρνα γεωγραφία Στην ανθρωπογεωγραφία, η ριζοσπαστική κριτική υπήρξε μια μεταβατική φάση για τη διατύπωση νέων επιστημονικών επιχειρημάτων, που θα ήταν ικανά να δώσουν κατάλληλες ερμηνείες στα χωρικά φαινόμενα και, παράλληλα, να ενισχύσουν τον κοινωνικό ρόλο και την κοινωνική ωφέλεια της επιστήμης. Οι πρώτες από τις νέες κατευθύνσεις ακολούθησαν δύο διαφορετικά θεωρητικά ρεύματα, το ένα ρεύμα συνέχισε να διατηρεί στενούς δεσμούς με τον αντικειμενισμό, δίνοντας έμφαση σε υλιστικές ερμηνείες του γεωγραφικού χώρου, ενώ το άλλο ρεύμα επιχείρησε να εισάγει απόψεις που ενισχύουν τον πολιτισμικό παράγοντα και να διατυπώσει ιδεολογικές ερμηνείες για τη χωρική οργάνωση. Η μαρξιστική γεωγραφία αποτελεί τη μια εναλλακτική στο θετικισμό, παραμένοντας, ωστόσο, στο πλαίσιο του αντικειμενισμού. Η δεύτερη εναλλακτική, που εμπίπτει στο πεδίο του υποκειμενισμού, πήρε δύο μορφές, η μια είναι η ουμανιστική γεωγραφία, που παρουσιάζει συγγένειες με τη φαινομενολογία, και η άλλη είναι η γεωγραφία της συμπεριφοράς, που διατηρεί δεσμούς με την περιβαλλοντική ψυχολογία. Ορισμένοι θεωρητικοί αναφέρουν μια ακόμη εναλλακτική τοποθέτηση 43

50 Κεφάλαιο 4 που στηρίζεται στο γαλλικό δομισμό, η οποία μολονότι δείχνει ενδιαφέρον για την ανθρώπινη συμπεριφορά στο χώρο, δηλαδή επιχειρεί μια υποκειμενιστική ερμηνεία του χώρου, παραμένει μεθοδολογικά θετικιστική (Wagstaff 1987: 32-36, Lagopoulos και Boklund-Lagopoulou 1992: 10-14, Lagopoulos 1997: 15-16, Peet 1998: 147). Οι εξελίξεις στην ανθρωπογεωγραφία δεν άφησαν ανεπηρέαστη την ιστορική γεωγραφία. Οι ιστορικοί γεωγράφοι έθεσαν υπό αμφισβήτηση τον εμπειρισμό και το μεθοδολογικό πραγματισμό που επικρατούσαν στις μελέτες της γεωγραφίας του παρελθόντος. Στο προσκήνιο των θεωρητικών συζητήσεων βρέθηκε ο άνθρωπος ως παράγοντας της γεωγραφικής αλλαγής και η κοινωνική οργάνωση του χώρου και του χρόνου. Οι α- ντιδράσεις στο θετικισμό στο υπο-πεδίο της ιστορικής γεωγραφίας υπήρξαν αντίστοιχες με εκείνες στο ευρύτερο πεδίο της ανθρωπογεωγραφίας. Η μαρξιστική ιστορική γεωγραφία υπο-εκπροσωπείται στις μελέτες της ιστορικής γεωγραφίας, μολονότι οι μαρξιστικές ιδέες είναι ιδιαίτερα διαδεδομένες στο ευρύτερο πεδίο της ανθρωπογεωγραφίας. Η ουμανιστική ή φαινομενολογική προσέγγιση έμεινε, επίσης, στο περιθώριο της ιστορικής γεωγραφίας. Περιορίστηκε κυρίως σε θεωρητικά κείμενα, αποτυγχάνοντας να προσφέρει μια μεθοδολογία για τη μελέτη της γεωγραφίας του παρελθόντος. Ο δομισμός θεωρήθηκε μια πιο αισιόδοξη προοπτική για τις ιστορικές γεωγραφικές μελέτες, εκτίμηση η οποία, όμως, δεν επαληθεύτηκε από τη συνολική εφαρμογή του δομισμού στην ιστορική γεωγραφία (Butlin 1993: 62, Baker 1984: 18-19, Lagopoulos 1999: 84). Στο ευρύτερο πεδίο της ανθρωπογεωγραφίας, η μαρξιστική γεωγραφία πήρε αρχικά το χαρακτήρα της πολιτικής αντίδρασης στο θετικισμό, καθώς στηρίχτηκε στη διαδεδομένη εκείνη την περίοδο επιστημολογία και κοινωνιολογία του Μαρξ (Peet 1998: 67-70). Ο David Harvey, μέχρι τότε ένθερμος υποστηρικτής του θετικισμού, ήταν από τους πρώτους γεωγράφους που εκδήλωσαν ενδιαφέρον για την ανάγνωση των κειμένων του Μαρξ και την εισαγωγή των ιδεών του στη γεωγραφική σκέψη. Για τον Harvey, η μαρξιστική σκέψη ήταν η πιο γόνιμη διέξοδος στις νέες απαιτήσεις της γεωγραφίας, καθώς στη μαρξιστική προσέγγιση της κοινωνικής πραγματικότητας συγκλίνουν θετικιστικές, υλιστικές και φαινομενολογικές απόψεις. Η συγγένεια του μαρξισμού με το θετικισμό περιορίζεται στην κοινή υλιστική βάση και την αναλυτική μεθοδολογία, ενώ η θεμελιώδης διαφορά μεταξύ τους έγκειται στο γεγονός ότι ο μαρξισμός αναζητά να αλλάξει τον κόσμο, σε αντίθεση με το θετικισμό που αναζητά απλά να τον κατανοήσει. Ο μαρξισμός το πετυχαίνει αυτό μέσα από την εφαρμογή της διαλεκτικής μεθόδου στην ιστορία, όπως αυτή εκτυλίσσεται μέσα από τα γεγονότα και τις δράσεις, ενσωματώνοντας τις αντιφάσεις και τα παράδοξα με σκοπό τη λύση τους. Θεωρείται ότι η ουσιαστική προσφορά του μαρξισμού στη γεωγραφική σκέψη συνίσταται στην προσπάθεια του Μαρξ να συνδέσει τη χωρική διάσταση της ανθρώπινης δράσης και το φυ- 44

51 Κεφάλαιο 4 σικό περιβάλλον με τις οικονομικές και κοινωνικές διαδικασίες (Harvey 1973: ). Σύμφωνα με το μαρξιστικό ιστορικό υλισμό, η κοινωνία αποτελείται από την οικονομική της βάση, την οποία συνθέτει το σύνολο των παραγωγικών δυνάμεων και των σχέσεων παραγωγής της υλικής ζωής, και από την υπερδομή, η οποία υποδιαιρείται σε ξεχωριστές δομές, όπως είναι η πολιτική και η ιδεολογική. Σ αυτή τη διπλή υπόσταση της κοινωνίας, η οικονομική βάση έχει το προβάδισμα και δημιουργεί τις συνθήκες που καθορίζουν την ιδεολογική υπερδομή και την κοινωνική συνείδηση. Με άλλα λόγια, ο τρόπος παραγωγής της υλικής ζωής καθορίζει τις γενικές διαδικασίες της κοινωνικής, πολιτικής και πνευματικής ζωής. Η θεμελίωση και η εξάρτηση των κοινωνικών σχέσεων από τις υλικές πρακτικές αποδυναμώνει την ατομική ελεύθερη βούληση του ανθρώπου και τονίζει τη δράση του ανθρώπου ως μέρος του κοινωνικού συνόλου, γεγονός που τον καθιστά κοινωνικό υποκείμενο που υπάγεται στους νόμους του συνόλου. Αυτό συνεπάγεται ότι ο χώρος είναι ένα κοινωνικό και ιστορικό προϊόν, που κάθε φορά ρυθμίζεται από τους νόμους που διέπουν τις κοινωνικές διαδικασίες (Harvey 1973: ). Η επιστημολογία του ιστορικού υλισμού αποτέλεσε το εργαλείο του Harvey για την ερμηνεία του φαινομένου της αστικοποίησης, στο πλαίσιο της οποίας συνδέει τη δημιουργία των πόλεων με τον τρόπο παραγωγής και τη συσσώρευση του κεφαλαίου. Ένα από τα σημεία κριτικής στη μαρξιστική προσέγγιση υπήρξε το γεγονός ότι οι μαρξιστές γεωγράφοι μέσα από την υλιστική αυτή προσέγγιση του χώρου, με την έμφαση στις κοινωνικές και οικονομικές διαδικασίες στην παραγωγή του χώρου, τοποθέτησαν στο περιθώριο τον ιδεολογικό παράγοντα. Στον αντίποδα της μαρξιστικής προσέγγισης, που παραμένει στο πεδίο του αντικειμενισμού, βρίσκεται η ουμανιστική γεωγραφία. Σε αντίθεση με το μαρξισμό, που δίνει έμφαση στο κοινωνικό σύνολο και όχι στο άτομο, η ουμανιστική γεωγραφία χαρακτηρίζεται ως ανθρωποκεντρική, με την έννοια ότι τοποθετεί στο κέντρο της γεωγραφικής έρευνας το ανθρώπινο υποκείμενο, την ανθρώπινη κατάσταση και το νόημα. Ο σύγχρονος ουμανισμός στη γεωγραφία δίνει έμφαση στη μελέτη των νοημάτων, των αξιών, των στόχων και των προθέσεων. Αυτή η μετατόπιση του ενδιαφέροντος στην ουμανιστική γεωγραφία είχε ως αποτέλεσμα την αντικατάσταση της έννοιας του χώρου από την έννοια του τόπου. Ο χώρος μετατρέπεται σε τόπο μέσα από την άμεση και ενδόμυχη εμπειρία του πραγματικού χώρου στη συνείδηση και την επένδυσή του με νόημα, αξία και συναίσθημα. Σύμφωνα με αυτή την υπαρξιακή οπτική, ο τόπος βιώνεται, ή αλλιώς καταναλώνεται, και παράγεται ως μια νοηματοδοτημένη οντότητα. Αντικείμενο, λοιπόν, της γεωγραφίας γίνεται η σχέση μεταξύ του ανθρώπινου νου και του τοπίου (Relph 1985: 26-27, Lagopoulos 2000: 66, Lagopoulos και Boklund-Lagopoulou 1992: 11-12). 45

52 Κεφάλαιο 4 Η εισαγωγή της φιλοσοφίας της φαινομενολογίας στη γεωγραφία συνδέεται άμεσα με μια σειρά απόψεων που είχαν την πρόθεση να εδραιώσουν μια πιο ανθρώπινη ή ουμανιστική γεωγραφία, η οποία θα έστρεφε το ενδιαφέρον της στον τόπο και στην κοινότητα, στις συμβιωτικές σχέσεις ανάμεσα στα άτομα, τις κοινότητες και το περιβάλλον. Η φαινομενολογία θεωρείται ως μια ερμηνευτική προσέγγιση που προτείνεται για ν αντικαταστήσει τον κυρίαρχο θετικισμό της χωρικής ανάλυσης στη γεωγραφία. Εστιάζεται στον άνθρωπο που λαμβάνει τις αποφάσεις και στον κόσμο, έτσι όπως ο ίδιος τον αντιλαμβάνεται, και αρνείται την ύπαρξη ενός αντικειμενικού κόσμου. Σύμφωνα με μία άποψη, η κριτική στο φαινομενολογικό παράδειγμα πηγάζει από το γεγονός ότι οι φαινομενολογικές προσεγγίσεις που διατυπώνονται στο πλαίσιο του ουμανιστικού ενδιαφέροντος αψήφησαν τις υλικές δεσμεύσεις και τους εξωτερικούς περιορισμούς που επιβάλλονται στις κοινωνικές πράξεις και που απορρέουν από αυτές (Pickles 1985: 48, 75-76). Μολονότι οι φαινομενολογικές προσεγγίσεις είχαν την πρόθεση να φέρουν στο προσκήνιο της γεωγραφίας την υποκειμενική εμπειρία, κατέληξαν στην ακραία θέση του ιδεαλισμού. Γι αυτό το λόγο, οι ουμανιστικές φαινομενολογικές προσεγγίσεις κατηγορήθηκαν ότι αφήνουν στο περιθώριο την υλικότητα του αντικειμένου της γνώσης και ότι αγνοούν τις κοινωνικές συνθήκες της γνώσης, της ιδεολογίας και της παραγωγής του γεωγραφικού χώρου. Υποστηρίζεται ότι εκείνο που πρόσφερε τελικά η φαινομενολογία στη γεωγραφία ήταν περισσότερο μια φιλοσοφική άποψη του ανθρώπου στον κόσμο, παρά μια επιστημονική μέθοδος για τη μελέτη του νοήματος σε σχέση με το χώρο (Lagopoulos και Boklund-Lagopoulou 1992: 10-12). Μια προσέγγιση που επιδιώκει να μετριάσει τον ιδεαλισμό της ουμανιστικής προσέγγισης συνιστά η γεωγραφία της συμπεριφοράς. Μολονότι η επιστημολογική βάση της γεωγραφίας της συμπεριφοράς είναι ο θετικισμός, το στοιχείο που μοιράζεται με την ουμανιστική γεωγραφία είναι η θεμελιώδης επιστημολογική θέση ότι ο χώρος είναι παράγωγο υποκειμενικών διαδικασιών. Οι οπαδοί αυτής της προσέγγισης προσπάθησαν να αποφύγουν το μαθηματικό ντετερμινισμό της νέας γεωγραφίας και τον οικονομικό ντετερμινισμό της μαρξιστικής γεωγραφίας και προσανατολίστηκαν προς τις δομές της σκέψης και της πράξης που διέπουν τη συμπεριφορά του ατόμου σε σχέση με το χώρο. Το ενδιαφέρον της προσέγγισης εστιάζεται στη γνωστική αντίληψη του ανθρώπου για το περιβάλλον και στον τρόπο με τον οποίο αυτή η γνώση αποθηκεύεται και οργανώνεται στο νου με τη μορφή των νοητικών χαρτών (Green και Haselgrove 1978: xi, Wagstaff 1987: 32, Earle και Preucel 1987: 510). Το αντικείμενο της γεωγραφίας της συμπεριφοράς είναι η μελέτη των υποκειμενικών αναπαραστάσεων του γεωγραφικού χώρου και των επιπτώσεων που οι ίδιες έχουν στην οργάνωση και τη χρήση του χώρου. Οι ψυχολογικές διαδικασίες, μέσα από τις οποίες το μυαλό πραγματοποιεί τις υποκειμενικές αναπαραστάσεις του πραγματικού κόσμου, έχουν άμεση σχέση με τις αξίες, τα συναισθήματα, τις επιθυμίες και τα κίνητρα του ατόμου, καθώς και την 46

53 Κεφάλαιο 4 αντίληψη, τις αισθήσεις, τη γνώση και τη μάθηση (Lagopoulos 1990: 67-68, Lagopoulos και Boklund-Lagopoulou 1992: 13). Θεωρείται ότι η αδυναμία της γεωγραφίας της συμπεριφοράς πηγάζει από τους στενούς επιστημολογικούς της δεσμούς με την περιβαλλοντική ψυχολογία, που με τη σειρά της δέχεται σημαντικές επιρροές από το συμπεριφορισμό. Η επιστημολογική σχέση με την περιβαλλοντική ψυχολογία είχε ως αποτέλεσμα την καλλιέργεια μιας έ- ντονης μορφής υποκειμενισμού και ατομικισμού, που οδήγησε από τη μια στην προσήλωση στο γεωγραφικό υποκείμενο, το οποίο ανάγεται από κοινωνικό ον σε μια γενική ανθρώπινη φύση, και από την άλλη στην απομάκρυνση της προσέγγισης από τη γεωγραφική εξήγηση. Υπάρχουν απόψεις που υποστηρίζουν ότι εκείνο που απουσιάζει από τη γεωγραφία της συμπεριφοράς είναι η κοινωνιολογική οπτική στη μελέτη του γεωγραφικού χώρου. Για το λόγο αυτό, θεωρείται ότι η ερμηνεία των γεωγραφικών φαινομένων στη μακρο-κλίμακα δεν μπορεί να στηρίζεται στη μελέτη τους νοήματος και της συμπεριφοράς του ατόμου, αλλά αντίθετα κρίνεται επιτακτική η μελέτη των κοινωνικών ομάδων και των δικών τους νοητικών αναπαραστάσεων του χώρου. Υπάρχει η ανάγκη για την επανατοποθέτηση του ατόμου στο κοινωνικό πλαίσιο και η αναζήτηση μιας θεωρίας που θα ερμηνεύσει τόσο τις δυνάμεις που δομούν ιστορικά τις κοινωνικές ομάδες όσο και τη δημιουργία των αναπαραστάσεών τους (Lagopoulos και Boklund-Lagopoulou 1992: 19-28). Μια προσέγγιση του χώρου που αναζητά το υποκειμενικό νόημα του χώρου, αλλά εδράζεται στο θετικισμό, δύο στοιχεία κοινά με τη γεωγραφία της συμπεριφοράς, είναι η ονομαζόμενη σημειωτική του χώρου. Επιστημονική πηγή της σημειωτικής είναι η δομική ανθρωπολογία του Γάλλου ανθρωπολόγου Claude Lévi-Strauss, η οποία με τη σειρά της έχει τις βάσεις της στη δομική γλωσσολογία του Ferdinand de Saussure. Στο κέντρο της σκέψης του Lévi-Strauss βρίσκεται η ιδέα ότι η πραγματικότητα γίνεται αντιληπτή ως ολότητα με τη βοήθεια ενός μοναδικού και παγκόσμιου συστήματος κωδικοποίησης, που είναι εγγραμμένο στον ανθρώπινο νου. Αυτό το σύστημα κωδικοποίησης διέπει ένα σύνολο από αλληλοσυνδεόμενα συστήματα επικοινωνίας που συνιστούν τον πολιτισμό. Σύμφωνα με μια άποψη, η δομική ανθρωπολογία πραγματοποιεί δύο αναγωγές μέσα σ ένα τέτοιο πλαίσιο σκέψης. Από τη μια ανάγει τα κοινωνικά φαινόμενα αποκλειστικά σε συστήματα επικοινωνίας και από την άλλη ανάγει την πολιτισμική και ιστορική ποικιλία των συστημάτων επικοινωνίας σε υποτιθέμενους ενδογενείς και ομοιογενείς νόμους του ανθρώπινου νου, και για το λόγο αυτό σε ανιστορικούς και παγκόσμιους νόμους. Μέσα στο θεωρητικό πλαίσιο της δομικής ανθρωπολογίας του Lévi-Strauss, η κοινωνία αρθρώνεται με το χώρο μέσα από ορισμένες διαδικασίες που είναι επικοινωνιακές, με αποτέλεσμα να θεωρείται ότι η οργάνωση του χώρου αποκτά μόνο τη μορφή ενός σημειωτικού κειμένου (Lagopoulos 1990: , Lagopoulos και Boklund-Lagopoulou 1992: 4-5, Λαγόπουλος 1997: 16). 47

54 Κεφάλαιο 4 Μολονότι η σημειωτική του χώρου έχει παραμείνει στο περιθώριο των μελετών του χώρου, ορισμένες μελέτες που ανήκουν στο πλαίσιο της μεταμοντέρνας γεωγραφίας αναδεικνύουν την κειμενική όψη του χώρου, υποδεικνύοντας ένα βαθμό συγγένειας με τη σημειωτική του χώρου. Η συγγένεια αυτή οφείλεται στη στενή σχέση της σημειωτικής με το δομισμό, καθώς και του τελευταίου με το γαλλικό μεταδομισμό. Ο γαλλικός μεταδομισμός είναι ένα παράλληλο και συγγενικό ρεύμα με το δομισμό, ο οποίος συνιστά την πηγή έμπνευσης της μεταμοντέρνας θεωρίας και κατ επέκταση του γεωγραφικού μεταμοντερνισμού. Ο μεταμοντερνισμός διείσδυσε στη γεωγραφία τη δεκαετία του 80, σχεδόν δύο δεκαετίες μετά την ανάδυσή του ως μια διαφορετική προσέγγιση στον πολιτισμό και ως μια αλλαγή κατεύθυνσης μέσα στη φιλοσοφία, την επιστημολογία και τις επιστήμες. Υποστηρίζεται ότι η ανταπόκριση των γεωγράφων στη μεταμοντέρνα φιλοσοφία δεν υπήρξε ομοιογενής, γεγονός που παρατηρείται αντίστοιχα και σε άλλα επιστημονικά πεδία. Παρά την ανομοιογένεια και την πολυφωνία της αποκαλούμενης μεταμοντέρνας γεωγραφίας, κοινό στοιχείο είναι η διακήρυξη της σπουδαιότητας του πολιτισμού και του συμβολισμού στα ζητήματα του χώρου, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στο νόημα και τις διαδικασίες σημασιοδότησης (Lagopoulos 1993: , Peet 1998: ). Σύμφωνα με μια άποψη, η μεταμοντέρνα γεωγραφία συνιστά την ακραία εκδοχή μιας ήδη γνωστής γεωγραφίας, της πολιτισμικής γεωγραφίας, η οποία, όμως, δεν ταυτίζεται αποκλειστικά με την πολιτισμική γεωγραφία του Sauer, αλλά αποκτά ένα διευρυμένο σχήμα, ώστε να συμπεριλάβει το σύνολο των επιστημολογικών παραδειγμάτων που προσεγγίζουν το γεωγραφικό χώρο μέσα από την οπτική του νοήματός του. Στο ε- πίκεντρο, λοιπόν, της αποκαλούμενης νέας πολιτισμικής γεωγραφίας βρίσκεται ο τόπος. Υποστηρίζεται ότι οι προσεγγίσεις που εντάσσονται σ αυτή τη νέα πολιτισμική γεωγραφία διέπονται από την ιδέα ότι η διάρθρωση και η μορφή του τόπου καθορίζονται από ένα σύνολο σημειωτικών συστημάτων που συνιστά τον πολιτισμό. Πρόκειται για μια θεώρηση που ταυτίζει ολόκληρη την κοινωνία με τον πολιτισμό και τοποθετεί στο περιθώριο τόσο τα υλικά κοινωνικά συστήματα όσο και τον υλικό χώρο, που παράγεται μέσα από την άρθρωση των υλικών κοινωνικών συστημάτων με το γεωγραφικό χώρο. Η μελέτη του τοπίου, το οποίο υπήρξε το βασικό αντικείμενο μελέτης της πολιτισμικής γεωγραφίας της Σχολής του Berkeley, επανέρχεται στο προσκήνιο της μεταμοντέρνας γεωγραφίας. Οι νέες προσεγγίσεις του τοπίου στηρίζονται σε μια αναθεωρημένη έννοια του τοπίου, σύμφωνα με την οποία το τοπίο θεωρείται ως κείμενο, θεωρείται, δηλαδή, ως ένας σχηματισμός συμβόλων και σημείων. Μέσα από μια τέτοια σημειωτική οπτική, πιστεύεται ότι προσφέρονται μεθοδολογικά εργαλεία ικανά να ερμηνεύσουν το τοπίο, ξεφεύγοντας από τα στενά όρια των προγενέστερων μορφολογικών μεθόδων της πολιτισμικής γεωγραφίας του Sauer (Λαγόπουλος 2000: 69-75). 48

55 Κεφάλαιο 4 Η παράδοση της ιστορικής πολιτισμικής γεωγραφίας του Sauer αναβιώνει, επίσης, στις πιο πρόσφατες μεταμοντέρνες ιστορικές γεωγραφικές μελέτες του τοπίου, οι οποίες προσεγγίζουν το τοπίο ως ιδεολογία, ως σύμβολο και ως δήλωση ηθικής. Υποστηρίζεται ότι οι ιστορικοί γεωγράφοι επιχειρούν εν μέρει να δώσουν απαντήσεις σε ερωτήματα σχετικά με το είδος του παρελθόντος ή των παρελθόντων που επιθυμούν ν αποκαλύψουν ή ν αναδομήσουν. Σ αυτό το εγχείρημα, τα τοπία μετατρέπονται σε κείμενα τα οποία προσφέρουν τη δυνατότητα πολλών και διαφορετικών αναγνώσεων, και κατ επέκταση ενός μεγάλου εύρους ερμηνειών. Μέσα από μια τέτοια οπτική, το τοπίο δεν θεωρείται ως μια πηγή αυστηρών γεγονότων και στοιχείων, αλλά ως ένα κείμενο που μπορεί να διαβαστεί, να αποδομηθεί και να ξαναδιαβαστεί. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στον τρόπο με τον οποίο τα τοπία που περιέχουν στοιχεία του παρελθόντος βιώνονται άμεσα ή έμμεσα μέσα από ζωγραφιές, αεροφωτογραφίες, σχέδια και χάρτες, καθώς και από γραπτές περιγραφές στην πρόζα και την ποίηση. Επομένως, τόσο τα ί- δια τα τοπία όσο και ο τρόπος με τον οποίο κανείς τα κοιτάζει ή τα αισθάνεται συνιστούν πολύπλοκους τρόπους κατανόησης. Οι νέες ιστορικές γεωγραφικές μελέτες του τοπίου δανείζονται μεθοδολογικά εργαλεία από την ιστορία της τέχνης και την ερμηνεία της τέχνης, εισάγοντας έννοιες όπως εικονογραφία και εικονογραφική ανάλυση, προκειμένου να ερμηνεύσουν το τοπίο ως εικόνα και ως σύμβολο (Butlin 1993: ) Η μεταδιαδικαστική αρχαιολογία και οι προσεγγίσεις του χώρου Στο πεδίο της αρχαιολογίας υπάρχει μια διαφωνία ως προς το χαρακτηρισμό του συνόλου των αντιδράσεων που, μετά τη δεκαετία του 70, διατυπώθηκαν σε αντιδιαστολή με τις προηγούμενες θετικιστικές προσεγγίσεις της νέας ή διαδικαστικής αρχαιολογίας. Αρχικά, καθιερώθηκε η ενοποίηση όλων των προσεγγίσεων που αναδύθηκαν μέσα από το μέτωπο των αντιδράσεων στην αμερικανική διαδικαστική αρχαιολογία κάτω από τον γενικό τίτλο της Μεταδιαδικαστικής Αρχαιολογίας. Οι αντιρρήσεις ως προς το συγκεκριμένο τίτλο άρχισαν να διατυπώνονται από εκείνους που αναγνωρίζουν ότι αυτός ο γενικόλογος χαρακτηρισμός δεν υποδηλώνει τις ποικίλες απόψεις που πρεσβεύει η αποκαλούμενη μεταδιαδικαστική αρχαιολογία, παρά μόνο αποδίδει με σαφή τρόπο τη θέση αυτών των προσεγγίσεων ως προς την προγενέστερη διαδικαστική αρχαιολογία. Πολλοί υποστηρίζουν ότι οι προσεγγίσεις που ακολούθησαν χρονικά τη διαδικαστική αρχαιολογία χαρακτηρίζονται από τέτοια πολυφωνία, αντλώντας την έμπνευσή τους από τόσο διαφορετικά πεδία, που θεωρείται αδόκιμο να τοποθετούνται μαζί κάτω από τον ενιαίο τίτλο της μεταδιαδικαστικής αρχαιολογίας (Chippindale 1993: 27, Kohl 1993: 13, Shanks και Hodder 1995: 5). Οι διαφωνίες ως προς το χαρακτηρισμό των αρχαιολογικών προσεγγίσεων μετά το παράδειγμα της νέας αρχαιολογίας καλύπτουν ένα σημαντικό αριθμό αρχαιολογικών κειμένων, οπότε θωρείται άσκοπο να μεταφερθούν 49

56 Κεφάλαιο 4 εδώ. Ίσως εκείνο που αξίζει κανείς να συγκρατήσει από αυτή την έντονη συζήτηση είναι η κοινή ομολογία της ύπαρξης πολλών και διαφορετικών κατευθύνσεων που ακολούθησε η αρχαιολογική θεωρητική σκέψη μετά το παράδειγμα της διαδικαστικής αρχαιολογίας, με εμφανείς επιρροές στο υπο-πεδίο της αρχαιολογίας του χώρου. Οι περισσότεροι αρχαιολόγοι συμφωνούν ότι η πηγή αυτής της πολυφωνίας υπήρξε η εισροή των ιδεών της μεταμοντέρνας φιλοσοφίας στους κόλπους της αρχαιολογίας (Bintliff 1991: 276, Chippindale 1993: 27, Yoffee και Sherratt 1993: 5, Shanks και Hodder 1995: 5). Οι αρχαιολόγοι που εργάζονται μέσα σ αυτό το ευρύ πλαίσιο της μεταδιαδικαστικής αρχαιολογίας στήριξαν μεγάλο μέρος της κριτικής τους στη διαδικαστική αρχαιολογία σε νέες απόψεις που διατυπώθηκαν στο πεδίο της ανθρωπολογίας και στο ευρύτερο πεδίο της κοινωνικής θεωρίας. Ο Ian Hodder υποστηρίζει ότι, σε αντίθεση με τον αντικειμενισμό που χαρακτήριζε τις προηγούμενες προσεγγίσεις στην αρχαιολογία, η θεμελίωση του υποκειμενισμού στα αρχαιολογικά συμφραζόμενα αποτέλεσε βασική επιδίωξη των αρχαιολόγων, αναγνωρίζοντας ο ίδιος ένα αντίστοιχο ενδιαφέρον στο πεδίο της ανθρωπογεωγραφίας. Ζητήματα που αφορούν στο άτομο ως υποκείμενο, στον ανθρώπινο νου, στο νόημα και το συμβολισμό του υλικού πολιτισμού απέκτησαν κεντρικό ρόλο στις νέες προσεγγίσεις (Hodder 1987α: 135, 141). Μέσα από μια τέτοια κεντρική οπτική, διαπιστώνεται ένας νέος προσανατολισμός της χωρικής αρχαιολογίας προς τη νοηματοδοτημένη όψη του χώρου και ένα αυξημένο ενδιαφέρον για την αντίληψη του χώρου, επιχειρώντας με αυτό τον τρόπο μια υποκειμενιστική αρχαιολογική ερμηνεία του χώρου. Μια οδός για τη μελέτη του νοήματος του υλικού πολιτισμού θεωρήθηκε ο δομισμός, κυρίως μέσα από την πεποίθηση ότι μια συνιστώσα της ανθρώπινης συμπεριφοράς έχει ως στόχο να προσφέρει ένα τακτοποιημένο (ordered) πλαίσιο μέσα στο οποίο κανείς ζει και σκέφτεται. Ο προσανατολισμός της αρχαιολογίας προς το δομισμό και τη μορφική ανάλυση έχει τις ρίζες του στην αναζήτηση μιας μεθόδου για τη μελέτη της δημιουργίας της τάξης (ordering), όπως διαμορφώνεται σε κάθε ιστορικό πλαίσιο (Earle και Preucel 1987: 512, Hodder 1987α: ). Η μορφική ανάλυση είχε ι- διαίτερη απήχηση στα διακοσμητικά σχέδια της κεραμικής και στη μορφή της κάτοψης των οικισμών, η οποία είχε ως στόχο την αναγνώριση τυπικών δομών όπως η συμμετρία. Ωστόσο, η μορφική ανάλυση δέχτηκε κριτική γιατί θεωρήθηκε ότι περιοριζόταν στην αναγνώριση της δομής, δηλαδή στην περιγραφή του πραγματικού κόσμου, ένα χαρακτηριστικό στοιχείο της διαδικαστικής αρχαιολογίας, ενώ το ζητούμενο ήταν να διερευνηθεί το συμβολικό νόημα που μεσολαβεί μεταξύ της διαδικασίας και της δομής. Ο Hodder υποστηρίζει ότι μια μέθοδος για να ερμηνεύσει κανείς το νόημα μιας δομής είναι η αφαίρεση, θεωρώντας ως μια καλή αφετηρία τους συσχετισμούς και τις αντιθέσεις που υπάρχουν στα αρχαιολογικά δεδομένα. Ο ίδιος υπογραμμίζει ότι οι δομές αποκτούν εγκυρότητα μόνο όταν αποδεικνύεται ότι οι ίδιες δομές κρύβονται 50

57 Κεφάλαιο 4 πίσω από διαφορετικούς τύπους αρχαιολογικών δεδομένων μέσα στο ίδιο ιστορικό περιβάλλον, δηλαδή όταν όσο το δυνατό περισσότερα δεδομένα μπορούν να ενταχθούν στις ίδιες οργανωτικές αρχές (Hodder 2002: ). Ο δομισμός είχε σημαντική συνεισφορά στην αρχαιολογική έρευνα, τόσο στη μελέτη των διακοσμητικών και εικονογραφικών δεδομένων του αρχαιολογικού υλικού όσο και στη μελέτη της δομής των οικισμών. Σε αντίθεση με την περιορισμένη εφαρμογή του δομισμού στη γεωγραφία, οι αρχαιολόγοι εφάρμοσαν τη δομική ανάλυση στη μελέτη της χωρικής διάταξης και της μορφής του οικισμού (Hodder 1987α: 138, Hodder 2002: 84). Σύμφωνα με τη δομική άποψη, οι άνθρωποι δημιουργούν την τάξη στον κόσμο μέσα από την επιβολή ή την άρθρωση συγκεκριμένων οργανωτικών αρχών. Οι Michael Parker Pearson και Colin Richards υποστηρίζουν ότι οι οργανωτικές αρχές δημιουργούνται είτε από το ίδιο το ανθρώπινο σώμα με τον τρόπο που βιώνει το περιβάλλον, είτε προκύπτουν από το ίδιο το περιβάλλον. Στην πρώτη εκδοχή, έννοιες όπως ιερό/βέβηλο, μέλλον/παρόν, καλό/κακό συνδέονται ενδεχομένως με υποδιαιρέσεις του ανθρώπινου σώματος, όπως πάνω/κάτω, δεξί/αριστερό, μπροστά/πίσω, κάθετο/οριζόντιο, αρσενικό/θηλυκό, ενώ στη δεύτερη εκδοχή, περιπτώσεις ομόκεντρης διάταξης του χώρου, η οποία συνίσταται σε ένα κέντρο και μια ή περισσότερες περιφέρειες, ή διαμετρικής οργάνωσης σε σχέση με έναν ή περισσότερους άξονες, θεωρούνται ως στοιχεία ενός θεμελιώδους συστήματος από συμβάσεις και κανόνες (Parker Pearson και Richards 1994: 10-11). Ο Hodder υπογραμμίζει ορισμένες αδυναμίες του δομισμού στην αρχαιολογία. Η πρώτη αφορά στον ανεπαρκή ρόλο της διερεύνησης της σχέσης ανάμεσα στη δομή και τη διαδικασία, για το λόγο ότι αγνοεί τις αμφίδρομες επιδράσεις ανάμεσα στη δομή και τη διαδικασία. Μια δεύτερη αδυναμία της προσέγγισης προκύπτει από την πεποίθηση ότι το άτομο καθορίζεται από τις δομές του ανθρώπινου νου, μετατρέποντας τελικά το άτομο σε ένα παθητικό στοιχείο. Η αφαίρεση του ενεργού ρόλου από το υποκείμενο καταλήγει σε μια κανονιστική άποψη, σύμφωνα με την οποία οι δομές είναι κοινές για όλα τα μέλη μιας κοινωνίας, τα οποία με τη σειρά τους μοιράζονται την ίδια οπτική ως προς αυτές και τις προσδίδουν το ίδιο νόημα. Ένα ακόμη σημείο για το οποίο δέχεται κριτική η δομική αρχαιολογία είναι ο αν-ιστορικός χαρακτήρας του δομισμού, που αναγνωρίζεται μέσα από δύο όψεις. Η μια όψη αφορά στην έμφαση που δίνεται στην αυθαιρεσία του σημείου, κάτι που έρχεται σε αντίθεση με το εγχείρημα της αρχαιολογίας να μελετήσει το πώς τα σημεία καταλήγουν να έχουν μη αυθαίρετα νοήματα κατά τη διάρκεια ιστορικών αλληλουχιών, και η άλλη όψη αφορά στο γεγονός ότι ο δομισμός δεν καθιστά σαφή τον τρόπο με τον οποίο συμβαίνουν οι δομικές αλλαγές. Μολονότι ο Hodder αναγνωρίζει αυτές τις αδυναμίες του δομισμού στην αρχαιολογία, δεν αρνείται τη θετική συνεισφορά του δομισμού κυρίως ως προς δύο κατευθύνσεις. Από τη μια προωθεί τη θεώρηση του υλικού πολιτισμού ως φορέα νοήματος 51

58 Κεφάλαιο 4 και από την άλλη προσφέρει μια μέθοδο και μια θεωρία για την ανάλυση του νοήματος του πολιτισμού (Hodder 2002: ). Οι θεωρητικές συζητήσεις που ακολούθησαν το διαδικαστικό παράδειγμα αφύπνισαν το ενδιαφέρον για την εφαρμογή των μαρξιστικών ιδεών στην αρχαιολογία. Βέβαια, θα πρέπει να σημειωθεί ότι δεν είναι η πρώτη φορά που επιχειρείται η εισαγωγή των μαρξιστικών ιδεών στην αρχαιολογική έρευνα, καθώς ο αρχαιολόγος Gordon V. Childe εργάστηκε πάνω στα κείμενα των Marx και Engels και προώθησε μια μαρξιστική αρχαιολογική προσέγγιση ήδη από τη δεκαετία του 30. Ο ίδιος είχε δεχθεί ιδιαίτερη επιρροή από τη σοβιετική μαρξιστική αρχαιολογία. Στήριζε τις απόψεις του στις αρχές του διαλεκτικού υλισμού και ήταν υπέρμαχος της ιστορικής προσέγγισης στη μελέτη της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Σύμφωνα με τις παραδοσιακές μαρξιστικές απόψεις του Childe, η ιστορία διέπεται από ορισμένους συγκεκριμένους γενικούς νόμους, όπως το προβάδισμα των τρόπων παραγωγής σε σχέση με την υπερδομή, η περιοδική ανάπτυξη των αντιθέσεων ανάμεσα στις δυνάμεις και τις σχέσεις παραγωγής και η επαναστατική λύση αυτών των αντιθέσεων. Μέσα στο ίδιο πλαίσιο σκέψης, θεωρείται ότι η ιδεολογική υπερδομή ορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τη φύση της παραγωγικής υποδομής, δηλαδή από την οικονομική βάση (Trigger 1989: ). Οι μεταδιαδικαστικές μαρξιστικές προσεγγίσεις, όμως, απομακρύνονται από τον ιστορικό υλισμό της παραδοσιακής μαρξιστικής αρχαιολογίας του Childe, πλησιάζοντας περισσότερο προς τις αναθεωρημένες μαρξιστικές απόψεις που διατυπώθηκαν τις δεκαετίες του 60 και 70. Υποστηρίζεται ότι κυρίαρχη νεο-μαρξιστική προσέγγιση που αναδύθηκε μέσα από την ριζοσπαστική κριτική του θετικισμού στην αρχαιολογία υπήρξε ο γαλλικός δομικός μαρξισμός. Ιδιαίτερη επιρροή είχαν οι απόψεις του Γάλλου ανθρωπολόγου Maurice Godelier και του φιλοσόφου Louis Althusser. Η στροφή προς το δομικό μαρξισμό ενίσχυσε το ρόλο της ιδεολογίας και αποδυνάμωσε εκείνον της οικονομίας ως καθοριστικού παράγοντα στην κοινωνική αλλαγή (Earle και Preucel 1987: 507). Η ποικιλία που χαρακτηρίζει τις νεο-μαρξιστικές απόψεις έχει τις ρίζες της στις πολλές και διαφορετικές ερμηνείες των υλιστικών απόψεων του Μαρξ. Ο Matthew Spriggs, ακολουθώντας τον Giddens, ξεχωρίζει επτά διαφορετικά σημεία της μαρξιστικής σκέψης που αποτέλεσαν, μεμονωμένα ή σε συνδυασμό, την αφετηρία για τη διατύπωση των νέων μαρξιστικών αντιλήψεων. Για τον ίδιο, όμως, οι νεο-μαρξιστικές απόψεις συγκλίνουν σε ορισμένα βασικά σημεία, μεταξύ των οποίων, το ενδιαφέρον για την απόρριψη των παραδοσιακών διχοτομιών ιδεατού/υλικού και υποκειμένου/αντικειμένου, η πεποίθηση ότι η αντίφαση και η σύγκρουση εξασφαλίζουν μια πρώτη βάση για την κατανόηση της κυριαρχίας, της νομιμοποίησης και της αλλαγής της κοινωνικής τάξης, καθώς και η θεώρηση των κοινωνικών δομών ως διαλεκτικών και δυναμικών διαδικασιών, ως σχέσεων μεταξύ του είναι και του γίγνεσθαι (Spriggs 1984: 4). Μολονότι οι νεο-μαρξιστές 52

59 Κεφάλαιο 4 αρχαιολόγοι θεωρούν ότι επιχειρούν να γεφυρώσουν τις παραδοσιακές διχοτομίες ιδεατού/υλικού και υποκειμένου/αντικειμένου, υπάρχουν αντίθετες απόψεις που υποστηρίζουν ότι πολλές προσεγγίσεις που αυτοαποκαλούνται νεο-μαρξιστικές παραμένουν πολύ κοντά στον υλισμό και τον αντικειμενισμό του ορθόδοξου μαρξισμού (Hodder 2002: 111, Renfrew και Bahn 2001: 490). Οι νεο-μαρξιστικές ιδέες διείσδυσαν σ ένα βαθμό στο πεδίο της αρχαιολογίας του χώρου. Στις νεο-μαρξιστικές αρχαιολογικές μελέτες του χώρου αναγνωρίζεται η θεώρηση των χωρικών σχέσεων ως ένα μέσο για την απόκρυψη, τη φυσικοποίηση ή τη σύγχυση των αντιφάσεων μεταξύ κοινωνικών ομάδων διαφορετικών συμφερόντων ή μεταξύ των δυνάμεων και των σχέσεων παραγωγής (Hodder 1987α: 141). Στη μελέτη του Marc Leone (1984) για τον κήπο ενός γαιοκτήμονα του 18 ου αιώνα, θεωρείται ότι η οργάνωση του χώρου με βάση οργανωτικές αρχές όπως η ευταξία και η ισορροπία εξυπηρετεί στην απόκρυψη της κοινωνικής ιεραρχίας και τη νομιμοποίηση του κοινωνικού ελέγχου, μια θεώρηση που συνδέει τις συμβολικές δομές με τις κοινωνικές δομές μέσω ιδεολογικών και κοινωνικών διαδικασιών (Hodder 2002: ). Στη μελέτη του Christopher Tilley (1984) για τα μεγαλιθικά μνημεία της Μέσης Νεολιθικής στη Σουηδία υποστηρίζεται ότι αυτά τα μνημεία σχετίζονται με την άσκηση εξουσίας μέσα σε μικρές κοινωνίες από άτομα που χρησιμοποίησαν τις τελετουργίες που έχουν σχέση με τους μεγαλίθους ως μέσον για την κάλυψη του αυταρχικού ελέγχου και για τη νομιμοποίηση των ανισοτήτων μέσα στην κοινωνία (Renfrew και Bahn 2001: 508). Τέτοιες προσεγγίσεις, όμως, κατηγορήθηκαν ότι καταφεύγουν τελικά σε μια υλιστική αντίληψη της ιδεολογίας, που πλησιάζει περισσότερο στον ορθόδοξο μαρξισμό (Hodder 2002: ). Μια προσέγγιση που διαμορφώθηκε μέσα από τα δύο βασικά σημεία κριτικής στις θετικιστικές, δομιστικές, φαινομενολογικές και μαρξιστικές προσεγγίσεις στην αρχαιολογία, δηλαδή τη σχέση ανάμεσα στο άτομο και την κοινωνία και τη σχέση ανάμεσα στην ιδέα και την πρακτική, είναι η αρχαιολογία των νοηματικών πλαισίων ή συγκειμενική αρχαιολογία (contextual archaeology). Θεμελιωτής του παραδείγματος της αρχαιολογίας των νοηματικών πλαισίων είναι ο Hodder, ο οποίος επηρεάστηκε από τις ιδέες του ιστορικού R. G. Collingwood, του κοινωνιολόγου Anthony Giddens και του ανθρωπολόγου Pierre Bourdieu (Earle και Preucel 1987: 505). Το βασικό ερέθισμα για τη θεωρητική επανατοποθέτηση του Hodder υπήρξε η κριτική που ασκήθηκε σχετικά με τον κυρίαρχο ρόλο της κοινωνικής ολότητας και την υποβάθμιση του ρόλου του ατόμου σε παθητικό μέλος του κοινωνικού συνόλου. Σε αντίθεση προς αυτή την οπτική, ο ίδιος κρίνει αναγκαία την επανατοποθέτηση του ατόμου στο κέντρο της αρχαιολογικής σκέψης, δίνοντας έμφαση στην ικανότητα του ατόμου να παίρνει αποφάσεις, να αλληλεπιδρά, να διαπραγματεύεται διαφορετικά και αντιτιθέμενα συμφέροντα, να χρησιμοποιεί στρατηγικές προκειμένου να χειριστεί κατάλληλα το χρονικό 53

60 Κεφάλαιο 4 και χωρικό κόσμο που τον περιβάλλει, με τα ποικίλα πλαίσια και νοήματα. Για τον Hodder, η επαναβεβαίωση του ρόλου του ατόμου στην κοινωνία δίνει έμφαση στο ρόλο του ανθρώπινου νου, του νοήματος και του συμβολισμού στην αρχαιολογική σκέψη (Hodder 1987α: 143). Ο Hodder θεωρεί ότι τα πολιτισμικά αντικείμενα συνδέονται με τρεις ευρύτερους τύπους νοήματος στο πλαίσιο της συγκειμενικής προσέγγισης του υλικού πολιτισμού. Πρώτον, το νόημα του αντικειμένου είναι η επιρροή που έχει στον κόσμο, όπως εμπλέκεται στις ανταλλαγές ύλης, ενέργειας και πληροφορίας, δηλαδή σε συνάρτηση με εκείνο που ο Binford αποκαλεί τεχνομική, κοινωνικοτεχνική και ιδεοτεχνική λειτουργία του αντικειμένου. Δεύτερον, το αντικείμενο έχει ένα ιδιαίτερο νόημα ως μέρος ενός κώδικα, ενός συνόλου ή μιας δομής, το οποίο εξαρτάται από τη θέση που έχει το ίδιο το αντικείμενο σ αυτόν τον κώδικα. Τρίτον, υπάρχει το περιεχόμενο του νοήματος του αντικειμένου, με την έννοια του ιστορικού περιεχομένου των μεταβαλλόμενων ιδεών και συνειρμών για το ίδιο το αντικείμενο, το οποίο καθιστά τη χρήση του αντικειμένου μη-αυθαίρετη. Για τον Hodder, ο όρος συγκειμενικός αιχμαλωτίζει και τους τρεις τύπους του νοήματος, δηλαδή τη δράση, τη δομή και το περιεχόμενο, με τρεις τρόπους. Ο όρος αναφέρεται στο περιβαλλοντικό και συμπεριφορικό πλαίσιο της δράσης, καθώς η κατανόηση του αντικειμένου συμβαίνει μέσα από την τοποθέτησή του σε σχέση με ένα ευρύτερο σύνολο που είναι σε λειτουργία. Από την άλλη, ο όρος συγκειμενικός μπορεί να θεωρηθεί ότι σημαίνει με-κείμενο, εισάγοντας έτσι την έννοια της γλωσσολογικής ανάλυσης του πολιτισμικά κατασκευασμένου υλικού κόσμου. Η θέση των αρχαιολογικών δεδομένων, σχεδόν εξ ορισμού, σε τόπο και χρόνο και σε σχέση με άλλα αντικείμενα διαμορφώνει ένα δίκτυο σχέσεων το οποίο μπορεί να διαβαστεί. Τέλος, η λέξη πλαίσιο αναφέρεται στο ιδιαίτερο πλαίσιο της μελέτης, τόσο σε εκείνο του παρελθόντος, μέσα στο οποίο τα νοήματα έχουν ιδιαίτερο ιστορικό νόημα, όσο και σ αυτό του αρχαιολόγου, καθώς και της σχέσης μεταξύ του πλαισίου και των ερμηνειών που κατασκευάζονται από τα αρχαιολογικά δεδομένα (Hodder 1987β: 1-2). Ο Karl Butzer περιγράφει ως στόχο της αρχαιολογίας των νοηματικών πλαισίων τη μελέτη των αρχαιολογικών θέσεων ή των δικτύων των θέσεων ως μέρος ενός ανθρώπινου οικοσυστήματος, μέσα στο οποίο οι πρώιμες κοινότητες αλληλεπιδρούσαν χωρικά, οικονομικά και κοινωνικά με το περιβαλλοντικό πλέγμα και παράλληλα διαπλέκονταν μεταξύ τους με τη διαδικασία της προσαρμογής. Ο ίδιος υπογραμμίζει ότι ο ό- ρος του οικοσυστήματος χρησιμοποιείται ως ένα πλαίσιο εργασίας με το οποίο εφιστάται η προσοχή σε οικοσυστημικές αλληλεπιδράσεις, χωρίς να προτείνεται ή να χρησιμοποιείται κάποια τυπική συστημική δομή. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στις πολύπλοκες συστημικές αλληλεπιδράσεις ανάμεσα σε πολιτισμικούς, βιολογικούς και φυσικούς παράγοντες και διαδικασίες. Για τον Butzer, μια συγκειμενική προσέγγιση μπο- 54

61 Κεφάλαιο 4 ρεί να συνεισφέρει στην κατανόηση του ανθρώπινου οικοσυστήματος με την επιστημονική μελέτη πέντε κεντρικών θεμάτων: το χώρο, δηλαδή την κατανομή και τη διάταξη, την κλίμακα, δηλαδή τη λειτουργία διαφορετικών διαδικασιών σε διαφορετικές χωρικές και χρονικές κλίμακες, την πολυπλοκότητα, δηλαδή την ανομοιογένεια και την ανισότητα στα περιβάλλοντα και τις κοινότητες, την αλληλεπίδραση, εννοώντας την αλληλεπίδραση των κοινοτήτων μεταξύ τους και με το περιβάλλον, και τέλος την κατάσταση ισορροπίας, δηλαδή τις διαδικασίες ανατροφοδότησης που αφορούν στην αναπροσαρμογή των περιβαλλόντων και των κοινοτήτων στην αλλαγή (Butzer 1982: 3-13). Το αυξημένο ενδιαφέρον της αρχαιολογίας των νοηματικών πλαισίων για τις θέσεις τοποθετεί στο επίκεντρο της προσέγγισης την πολυδιάστατη έκφραση της ανθρώπινης λήψης απόφασης μέσα στο περιβάλλον. Για τον Butzer, η λήψη απόφασης και η χωρική συμπεριφορά μέσα σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον είναι σε συνάρτηση με την αντίληψη που έχει ο άνθρωπος για το περιβάλλον, η οποία διαμορφώνεται με βάση τα κίνητρα, τις προτιμήσεις, τον τρόπο σκέψης και τις παραδόσεις που αντλούνται από το κοινωνικοπολιτισμικό του πλαίσιο (Butzer 1982: 7, ). Η ανθρώπινη αντίληψη για το περιβάλλον βρίσκεται στο επίκεντρο της αποκαλούμενης αρχαιολογίας του τοπίου (landscape archaeology), μια προσέγγιση που άρχισε να αποκτά την υπόσταση ενός νέου επιστημολογικού παραδείγματος τη δεκαετία του 90. Στο επίκεντρο της αρχαιολογίας του τοπίου βρίσκεται η σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον του, αναθεωρημένη μέσα από την οπτική που προσδίδει σ αυτή τη σχέση η έννοια του τοπίου. Η έννοια του τοπίου εμφανίζει μια ποικιλία από νοήματα και συνδηλώσεις στα αρχαιολογικά συμφραζόμενα, θεωρούμενο μεταξύ άλλων ως διαδικασία, ως πλαίσιο, ως κείμενο, ως εικόνα ή ως σύνολο σχέσεων. Συζητήσεις για το νόημα της έννοιας του τοπίου στο πλαίσιο των προσεγγίσεων της αρχαιολογίας του τοπίου υπάρχουν σε πολλά αρχαιολογικά κείμενα, κατά συνέπεια δεν κρίνεται απαραίτητη η μεταφορά τους εδώ (Ingold 1993: , Hirsch 1995: 1-6, Bender 1996: , Darvill 1997: 3-4, Thomas 2001: 166). Αξίζει να σημειωθεί ότι σε πολλά αρχαιολογικά κείμενα που αφορούν στο τοπίο διαπιστώνονται παραπομπές σε μελέτες του τοπίου που ανήκουν στις πρόσφατες προσεγγίσεις της μεταμοντέρνας πολιτισμικής γεωγραφίας, καθώς επίσης και αναφορές στην πολιτισμική γεωγραφία του Sauer (Thomas 1993: 78, Ingold 1993: 154, Hirsch 1995: 5, Darvill 1997: 4, Thomas 2001: 166). Κάτω από την επιρροή των μεταμοντέρνων ιδεών, λοιπόν, το τοπίο θεωρείται ως μια πολιτισμική κατασκευή, που δημιουργείται από το μύθο και την παράδοση και επενδύεται από κοινωνικό νόημα (Brück και Goodman 1999: 1). Αυτή η έμφαση στο νόημα του τοπίου τοποθετεί στο περιθώριο των προσεγγίσεων τόσο τον οικολογικό όσο και τον κοινωνικό παράγοντα στη σχέση του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται με τον προσανατολισμό των προσεγγίσεων του τοπίου κυρίως στη μελέτη τελετουργικών μνημείων και 55

62 Κεφάλαιο 4 θρησκευτικών τοπίων, επιδιώκοντας την αναγνώριση της φύσης της κοσμολογίας στο παρελθόν και των σχέσεων εξουσίας που είναι ενσωματωμένες σ αυτά (Brück και Goodman 1999: 10, Snead και Preucel 1999: 174, Thomas 2001: ). Μέσα από τον προσανατολισμό της αρχαιολογίας έρευνας στη χωρική κλίμακα του τοπίου, η μελέτη του οικισμού τοποθετείται στο περιθώριο των μεταμοντέρνων προσεγγίσεων του τοπίου. Εύστοχα, λοιπόν, διατυπώνεται η παρατήρηση ότι η μελέτη του χώρου στην αρχαιολογία ακολούθησε μια ιστορική διαδρομή, μετατοπίζοντας το ενδιαφέρον της από τη μεμονωμένη θέση στη διάταξη των οικισμών και πιο πρόσφατα στο τοπίο (Fisher και Thurston 1999: 630). 4.5 Μια ολιστική προσέγγιση του χώρου Μέσα από την ιστορική αναδρομή των προσεγγίσεων του χώρου, όπως διατυπώνονται στα επιστημονικά πεδία της γεωγραφίας και της αρχαιολογίας, επιβεβαιώνεται εκείνο που είχε διατυπωθεί αρχικά, ότι ο χώρος προσεγγίζεται άλλοτε μέσα από μια υλιστική οπτική και άλλοτε μέσα από μια ιδεολογική οπτική. Το αποκλειστικό ενδιαφέρον για την υλική πλευρά της κοινωνίας και του χώρου αναγνωρίζεται στις προσεγγίσεις του χώρου που διατυπώνονται μέσα από τα παραδείγματα της νέας γεωγραφίας και της νέας αρχαιολογίας, καθώς και από τις μαρξιστικές προσεγγίσεις του χώρου που θεμελιώνονται στον ορθόδοξο μαρξισμό. Από την άλλη, η έμφαση στο νοηματοδοτημένο χώρο αναγνωρίζεται στις προσεγγίσεις του χώρου που διατυπώνονται στα παραδείγματα της ουμανιστικής γεωγραφίας, της γεωγραφίας της συμπεριφοράς, της σημειωτικής του χώρου και της μεταμοντέρνας γεωγραφίας, όπως επίσης στα παραδείγματα της δομικής αρχαιολογίας, της αρχαιολογίας των νοηματικών πλαισίων και της πιο πρόσφατης αρχαιολογίας του τοπίου. Το πρόβλημα με αυτή τη διχοτόμηση των μελετών του χώρου, που δημιουργείται μέσα από τις δύο αυτές κύριες κατευθύνσεις του αντικειμενισμού και του υποκειμενισμού, είναι η μερικότητα που χαρακτηρίζει την καθεμιά προσέγγιση του χώρου. Το ζητούμενο, επομένως, είναι η άρση αυτής της μερικότητας υπέρ μιας ολιστικής προσέγγισης του χώρου, που θα ενσωματώνει την υλιστική και την ιδεολογική οπτική για το χώρο. Διαπιστώνεται ότι οι προσεγγίσεις που επιχειρούν να γεφυρώσουν το χάσμα α- νάμεσα στον αντικειμενισμό και τον υποκειμενισμό στις μελέτες του χώρου θεμελιώνονται στις αναθεωρημένες μαρξιστικές απόψεις. Η αντίθεση μεταξύ του ορθόδοξου μαρξισμού και του σύγχρονου μαρξισμού βρίσκεται στο γεγονός ότι, στο πλαίσιο του πρώτου, η ιδεολογία και ο χώρος θεωρούνται ως απλές αντανακλάσεις της οικονομικής δομής, ενώ, στο πλαίσιο του δεύτερου, η ιδεολογία και ο χώρος παράγονται σε τελευταία ανάλυση από τις κοινωνικοοικονομικές διαδικασίες, αλλά συνυπάρχουν με αυτές και δεν συνιστούν απλή αντανάκλασή τους. Υποστηρίζεται ότι οι βάσεις για την επιστημολογική άρθρωση ανάμεσα στον αντικειμενισμό και τον υποκειμενισμό βρίσκο- 56

63 Κεφάλαιο 4 νται στις απόψεις δύο σημαντικών υποστηρικτών της μαρξιστικής γεωγραφίας, του κοινωνιολόγου Manuel Castells και του φιλοσόφου Henri Lefebvre, που διατυπώνουν τις απόψεις τους για την παραγωγή του κοινωνικού χώρου, και ειδικότερα της αστικής μορφής, μέσα στο επιστημολογικό πλαίσιο του σύγχρονου μαρξισμού. Ο Castells και ο Lefebvre μοιράζονται μια κοινή θεμελιώδη πεποίθηση, ότι ο κοινωνικός χώρος παράγεται από τον τρόπο παραγωγής κάθε κοινωνίας. Με αφετηρία αυτή την πεποίθηση διατυπώνουν τις απόψεις τους για την παραγωγή του χώρου, χωρίς να απορρίπτουν τις σημειωτικές διαδικασίες και τη σημειωτική του χώρου. Θεωρείται, λοιπόν, ότι με αυτό τον τρόπο προσφέρουν μια επιστημολογική άρθρωση ανάμεσα στον αντικειμενισμό, που εκφράζεται με τον υλισμό των μαρξιστικών αντιλήψεων, και τον υποκειμενισμό, που εκφράζεται με τη σημειωτική του χώρου (Lagopoulos 1990: 235, 239, Lagopoulos και Boklund Lagopoulou 1992: 14-15, Lagopoulos 1993: 269). Ο Castells, ακολουθώντας τον Althusser, πιστεύει ότι ο τρόπος παραγωγής συνίσταται σε τρεις θεμελιώδεις συνιστώσες της κοινωνικής δομής: το οικονομικό σύστημα, το πολιτικό σύστημα και το ιδεολογικό σύστημα. Καθεμιά από αυτές τις κοινωνικές συνιστώσες, μέσα από τη σχέση της ως προς τις υπόλοιπες, εκδηλώνεται στον αστικό χώρο. Η χωρική εκδήλωση του οικονομικού συστήματος συμπίπτει με τη χωρική εκδήλωση όλων των δραστηριοτήτων παραγωγής, των δραστηριοτήτων κατανάλωσης, των σχέσεων κυκλοφορίας μέσα και ανάμεσα στην παραγωγή και την κατανάλωση, δηλαδή της ανταλλαγής, καθώς και της διαχείρισης, δηλαδή της διαδικασίας ρύθμισης των σχέσεων ανάμεσα στα άλλα τρία οικονομικά υπο-συστήματα. Η χωρική εκδήλωση του πολιτικού συστήματος σχετίζεται με το θρυμματισμό του χώρου και τη δράση πάνω στο χωρικό οικονομικό σύστημα. Η χωρική εκδήλωση του ιδεολογικού συστήματος, ή αλλιώς του πολιτισμού, σχετίζεται με ένα σύστημα σημείων, δηλαδή το σημειωτικό πεδίο, στο οποίο τα σημαίνοντα είναι οι χωρικές μορφές και τα σημαινόμενα είναι η αντίστοιχη ιδεολογία που προέρχεται από την κοινωνική πρακτική. Για τον Castells, λοιπόν, η χωρική οργάνωση καθορίζεται από αυτά τα τρία συστήματα και τις αλληλοσυσχετίσεις τους, καθώς επίσης και από το βαθμό επιμονής της υφιστάμενης χωρικής οργάνωσης. Η θεώρηση του χώρου ως μια έκφραση της κοινωνικής δομής υποδεικνύει, επομένως, τη μελέτη του χώρου σε συνάρτηση με το σχηματισμό του από τα στοιχεία των οικονομικών, πολιτικών και ιδεολογικών συστημάτων, τους συνδυασμούς τους και τις κοινωνικές πρακτικές που προκύπτουν από αυτά (Lagopoulos 1990: , Peet 1998: 125). Ο Lefebvre συνδέει την παραγωγή του κοινωνικού χώρου, και ειδικότερα του αστικού χώρου, με τρεις διαδικασίες. Μια διαδικασία περικλείει τις χωρικές πρακτικές, που παράγουν και αναπαράγουν την κοινωνία στο χώρο. Μια δεύτερη διαδικασία έχει ως σημείο εκκίνησης τους κώδικες και τα σύμβολα που δημιουργούνται από τις υλικές σχέσεις της παραγωγής και θεωρείται ότι έχει σημαντική επίδραση στην αστική μορφολογία. Τέλος, μια τρίτη διαδικασία είναι η εμπειρική οικειοποίηση του 57

64 Κεφάλαιο 4 υπάρχοντος χώρου από τα άτομα με τη βοήθεια ενός υποκειμενικού κώδικα, μια διαδικασία που θεωρείται ότι έχει περιορισμένη επίδραση στην αστική μορφολογία. Ο χώρος που παράγεται από την πρώτη διαδικασία ταυτίζεται με τον αντιληπτό χώρο, ο χώρος που παράγεται από τη δεύτερη διαδικασία ταυτίζεται με τις αναπαραστάσεις του χώρου και ο χώρος που παράγεται από την τελευταία διαδικασία συμπίπτει με τους χώρους της αναπαράστασης. Για τον Lefebvre, επομένως, ο χώρος έχει τρεις ευδιάκριτες όψεις, που συνδέονται μεταξύ τους με διαλεκτικό τρόπο, τον αντιληπτό, το νοητό και το βιωμένο χώρο. Με βάση τον τρόπο παραγωγής μιας κοινωνίας και το ιστορικό της πλαίσιο, αυτή η τριάδα συμβάλλει στην παραγωγή του χώρου με διαφορετικούς μεταξύ τους συνδυασμούς. Ο χώρος, για τον ίδιο, δεν είναι αποκλειστικά μια ιδεολογική δομή, ανεξάρτητη από την υλική πραγματικότητα, αλλά μια δομή που θεμελιώνεται στην υλική φύση του χώρου (Lagopoulos 1990: , Lagopoulos και Boklund Lagopoulou 1992: 16, Peet 1998: ). Ο Castells και ο Lefebvre προσφέρουν, λοιπόν, μια θεωρία για την παραγωγή του κοινωνικού χώρου, που ενσωματώνει τις υλικές κοινωνικοοικονομικές διαδικασίες και την ιδεολογία. Ο Λαγόπουλος και ο Harvey προσφέρουν, επίσης, μια ολιστική θεωρία για την παραγωγή του χώρου, γεφυρώνοντας τον αντικειμενισμό με τον υποκειμενισμό (Lagopoulos 1990, 1993, Lagopoulos και Boklund-Lagopoulou 1992, Harvey 1989). Η θεωρία της παραγωγής του κοινωνικού χώρου θεμελιώνεται στην έννοια του τρόπου παραγωγής. Μέσα σε αυτό το θεωρητικό πλαίσιο, υποστηρίζεται ότι κάθε κοινωνία παράγει το δικό της κοινωνικό χώρο με βάση τον τρόπο παραγωγής που τη χαρακτηρίζει. Η κοινωνικοποίηση του χώρου, βέβαια, δεν συμβαίνει ανεξάρτητα από την ύπαρξη της φύσης. Ο κοινωνικός χώρος παράγεται μέσα από τη διαπλοκή της κοινωνίας με τη φύση. Σ αυτή τη διαλεκτική σχέση ανάμεσα στην κοινωνία και τη φύση δεν συμμετέχει ολόκληρη η φύση, αλλά η γεωγραφική έκταση και μορφολογία της επιφάνειας της γης. Αυτός ο γεωγραφικός χώρος επιβάλλει αναπόφευκτα τους δικούς του περιορισμούς στον κοινωνικό χώρο. Καταλήγοντας, λοιπόν, στη διατύπωση μιας τελικής άποψης, πιστεύεται ότι η κοινωνία αρθρώνεται με το γεωγραφικό χώρο, με αποτέλεσμα την κοινωνικοποίηση του γεωγραφικού χώρου. Ο κοινωνικός χώρος παράγεται μέσα σε ένα συγκεκριμένο ιστορικο-κοινωνικό πλαίσιο, το οποίο διαμορφώνεται από τις αντίστοιχες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες της κοινωνίας. Η κοινωνικοποίηση του χώρου οφείλεται: α. κυρίως, στην κοινωνικοοικονομική δομή, β. στους λιγότερο ή περισσότερο οργανωμένους θεσμούς της κοινωνίας, δηλαδή στο πολιτικό επίπεδο, τουλάχιστον στον καπιταλισμό, και γ. στην ιδεολογία, η οποία παράγεται στα πλαίσια των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών και είναι αδιαχώριστα συνδεδεμένη με αυτές τις συνθήκες, δηλαδή συνδέεται διαλεκτικά με αυτές. Η ιδεολογία επενδύει με νόημα τον κοινωνικό χώρο, ενημερώνοντας εκ νέου την κοινωνική πρακτική στο χώρο. 58

65 Κεφάλαιο 4 Με τη διατύπωση, λοιπόν, αυτής της θεωρητικής άποψης για το χώρο απομένει να διατυπωθεί στη συνέχεια ο τρόπος με τον οποίο μια τέτοια ολιστική άποψη για το χώρο θα χρησιμοποιηθεί επιχειρησιακά στη μελέτη της μορφής των προϊστορικών οικισμών του ελλαδικού χώρου. Με δεδομένο ότι ο κοινωνικός χώρος παράγεται από τη διαπλοκή της κοινωνίας με τη φύση, θεωρείται απαραίτητη η γνώση των χαρακτηριστικών του φυσικού περιβάλλοντος του ελλαδικού χώρου κατά την προϊστορία. Τα δεδομένα των παλαιοπεριβαλλοντικών ερευνών που έχουν πραγματοποιηθεί στον ελλαδικό χώρο πρόκειται να χρησιμοποιηθούν για το σκοπό αυτό. Σ αυτό το σημείο διευκρινίζεται ότι οι όροι φυσικό περιβάλλον και τοπίο χρησιμοποιούνται ισοδύναμα στη χωροταξική και πολεοδομική ανάλυση των δεδομένων της εργασίας. Η ποιότητα και η ποσότητα των δεδομένων της εργασίας επιβάλλουν το διαφορετικό χειρισμό των τριών συνιστωσών κοινωνικοποίησης του χώρου που αναφέρονται παραπάνω. Σε ό,τι αφορά την πρώτη συνιστώσα (α), τα δεδομένα για τα οικονομικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά της προϊστορικής κοινωνίας του ελλαδικού χώρου επιτρέπουν μια λεπτομερή θεώρηση των κοινωνικοοικονομικών παραμέτρων στην παραγωγή του χώρου. Η δεύτερη συνιστώσα (β) θα χρησιμοποιηθεί σε πολύ μικρότερη κλίμακα, καθώς τα αρχαιολογικά δεδομένα επιτρέπουν μόνο υποθέσεις για τους οργανωμένους θεσμούς της προϊστορικής κοινωνίας. Η ιδεολογική συνιστώσα (γ) στην παραγωγή του χώρου λαμβάνεται υπόψη σημειακά, κυρίως μέσα από περιορισμένες αναφορές στο συμβολισμό του υλικού πολιτισμού, γεγονός που οφείλεται στην έλλειψη δεδομένων για την ιδεολογία των προϊστορικών ανθρώπων του ελλαδικού χώρου. 59

66 Κεφάλαιο 5 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΟΥ ΟΙΚΙΣΜΟΥ ΣΤΟΝ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ 5.1 Γενικές παρατηρήσεις Η μελέτη του οικισμού που έχει ως σκοπό να διερευνήσει τη μορφή του και τον τρόπο με τον οποίο εξελίσσεται στο χρόνο δεν είναι μονοδιάστατη. Για το λόγο αυτό, και με στόχο την ολοκληρωμένη μελέτη των προϊστορικών οικισμών του ελλαδικού χώρου, θα επιχειρηθεί η ανάπτυξη της έρευνας σε δυο επίπεδα ανάλυσης, τόσο στη διάσταση του χώρου όσο και στη διάσταση του χρόνου. Στην πρώτη περίπτωση θα επιχειρηθεί η ανάλυση των δεδομένων σε δυο κλίμακες οργάνωσης και χρήσης του χώρου, τη διακοινοτική και την ενδοκοινοτική (Χουρμουζιάδης 1979: 31, Ανδρέου και Κωτσάκης 1986: 59). Οι δύο αυτοί όροι είναι ιδιαίτερα διαδεδομένοι στη διεθνή αρχαιολογική βιβλιογραφία, ωστόσο κρίνεται πως είναι χρήσιμο να διασαφηνιστεί το νόημά τους, υπογραμμίζοντας την αντιστοιχία τους με όρους της ανθρώπινης γεωγραφίας. Με τον όρο διακοινοτική εννοείται η οργάνωση και η χρήση του χώρου ανάμεσα στους οικισμούς, έννοια που ταυτίζεται με τη χωροταξία, ενώ με τον όρο ενδοκοινοτική εννοείται η οργάνωση και η χρήση του χώρου μέσα στα όρια ενός οικισμού, έννοια που είναι ταυτόσημη με την πολεοδομία. Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι όροι ενδοκοινοτικός χώρος και οικισμός χρησιμοποιούνται ισοδύναμα στην παρούσα εργασία. Με την πρόθεση να δοθεί έμφαση στη μελέτη των προϊστορικών οικισμών στις δύο διαστάσεις του χρόνου, τη συγχρονία και τη διαχρονία, θεωρείται δεδομένο ότι η οργάνωση και η χρήση του χώρου, όπως εκδηλώνεται μέσα από τις χωρικές σχέσεις σε χωροταξική και πολεοδομική κλίμακα, θα εξεταστούν τόσο στο συγχρονικό, όσο και στο διαχρονικό πεδίο. Στην περίπτωση της συγχρονικής μελέτης, η εξέταση και η α- νάλυση των δεδομένων αφορά στον τρόπο που οι χωρικές σχέσεις αποτυπώνονται σε μια δεδομένη χρονική φάση, ενώ στη διαχρονική μελέτη το ενδιαφέρον μετατοπίζεται στον τρόπο με τον οποίο αυτές οι σχέσεις εξελίσσονται στον άξονα του χρόνου (Gibbon 1984: 221, Χουρμουζιάδης 1997: 22). Το ενδιαφέρον των ιστορικών γεωγράφων και των αρχαιολόγων που ασχολούνται με ζητήματα του χώρου συμπίπτει ακριβώς σ αυτή την έμφαση που δίνουν στη διάσταση του χρόνου, εννοώντας τόσο τη συγχρονία όσο και τη διαχρονία, στη μελέτη της ανθρώπινης εγκατάστασης στο παρελθόν. Για τη διατύπωση των μεθοδολογικών επιλογών στη μελέτη των προϊστορικών οικισμών στις δύο κλίμακες, τη χωροταξική και την πολεοδομική, θεωρείται απαραίτητη η διερεύνηση των μεθοδολογικών εργαλείων της ιστορικής γεωγραφίας, της αρχαιολογίας του χώρου και της ιστορίας της πολεοδομίας. Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμο να διευκρινιστούν δύο βασικές μεθοδολογικές επιλογές που θα εξυπηρετήσουν στην οργάνωση και τη στατιστική επεξεργασία των 60

67 Κεφάλαιο 5 δεδομένων της παρούσας εργασίας. Η επιλογή της κλίμακας ολόκληρου του ελλαδικού χώρου ως γεωγραφικό πλαίσιο της μελέτης των προϊστορικών οικισμών συνεπάγεται εξ ορισμού ένα μεγάλο πλήθος πληροφοριών. Για τον καλύτερο χειρισμό του ιδιαίτερα μεγάλου όγκου των δεδομένων, θεωρείται ως κατάλληλη μεθοδολογική επιλογή η ταξινόμησή τους στη βάση των επιμέρους περιφερειών του ελλαδικού χώρου και των υποδιαιρέσεών τους σε νομούς. Όπως αναφέρεται αναλυτικά στο Κεφάλαιο 2, πρόκειται συνολικά για τις εξής δεκατρείς περιφέρειες: Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης, Κεντρικής Μακεδονίας, Δυτικής Μακεδονίας, Ηπείρου, Ιόνιων Νησιών, Θεσσαλίας, Στερεάς Ελλάδας-Αττικής, Πελοποννήσου, Βόρειου Αιγαίου, Κυκλάδων, Δωδεκανήσων και Κρήτης. Καθώς το ενδιαφέρον της εργασίας δεν περιορίζεται μόνο στη μελέτη της χωροταξίας και της πολεοδομίας των οικισμών στη συγχρονική τους διάσταση, αλλά επεκτείνεται και στην εξέλιξη που οι δυο αυτές όψεις της οικιστικής δραστηριότητας παρουσιάζουν στον άξονα του χρόνου, θεωρήθηκε απαραίτητη μια ακόμη μεθοδολογική επιλογή. Πρόκειται για τη χρονική ταξινόμηση των χωροταξικών και των πολεοδομικών δεδομένων. Για τις ανάγκες της χωροταξικής ανάλυσης κρίθηκε απαραίτητη η ταξινόμηση των θέσεων με βάση τις χρονικές περιόδους που αντιπροσωπεύονται σε καθεμιά από αυτές και, παράλληλα, για τις ανάγκες της πολεοδομικής ανάλυσης θεωρήθηκε αναγκαία η ταξινόμηση των αρχιτεκτονικών καταλοίπων σύμφωνα με τη χρονολόγησή τους στις χρονικές περιόδους της ΑΝ, ΜΝ, ΝΝ, ΤΝ και ΠΕΧ. Με δεδομένο ότι ορισμένες νεολιθικές θέσεις δεν προσφέρουν τεκμήρια για την ακριβή χρονολόγησή τους σύμφωνα με τις περιόδους της Νεολιθικής Εποχής, αλλά χρονολογούνται γενικά στη Νεολιθική Εποχή, θεωρείται αναγκαία η προσθήκη μιας ακόμη περιόδου, της Νεολιθικής (ΝΕ), για την ταξινόμηση αυτών των αχρονολόγητων νεολιθικών θέσεων. 5.2 Μεθοδολογία της χωροταξικής ανάλυσης Τόσο στην εγχώρια όσο και στη διεθνή αρχαιολογική βιβλιογραφία, η χρήση του όρου διάταξη των οικισμών (settlement pattern) έχει καθιερωθεί στις μελέτες που αφορούν στον προϊστορικό οικισμό. Στο επίπεδο της χωροταξίας, ο όρος αυτός σημαίνει τον τρόπο με τον οποίο οι οικισμοί χωροθετούνται σε σχέση με το περιβάλλον, καθώς και ο ένας οικισμός σε σχέση με τον άλλο (Shelach 1997: 115). Η τελευταία χωρική σχέση, δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο ένας οικισμός χωροθετείται σε σχέση με έναν άλλο, καθώς και οι συγκεκριμένες ροές κάθε είδους μεταξύ των οικισμών, αποκαλούνται στη χωροταξία οικιστικό δίκτυο ή δίκτυο οικισμών. Απαραίτητη προϋπόθεση για τη μελέτη της διάταξης των οικισμών σε μια περιοχή αποτελεί η γνώση της πραγματικής και πλήρους κατανομής των θέσεων της γεωγραφικής περιοχής (Gibbon 1984: 221). Το γεγονός αυτό αποτέλεσε έναν πολύ σημαντικό παράγοντα στην πρόθεση να καταγραφεί το σύνολο των προϊστορικών οικισμών που έχουν εντοπιστεί στον ελλαδικό χώρο. Το ζήτημα της καταγραφής των αρχαιολογικών θέσεων έχει σημαντικές δια- 61

68 Κεφάλαιο 5 στάσεις στο χώρο της θεωρητικής αρχαιολογίας, καθώς και της αρχαιολογίας του πεδίου, με αποτέλεσμα να κρίνεται σκόπιμο να συζητηθεί διεξοδικά στο ακόλουθο Κεφάλαιο 6 της εργασίας. Ωστόσο, σ αυτό το σημείο θεωρείται απαραίτητο να γίνει αναφορά σε ένα άλλο σημαντικό θέμα που αφορά στην επιλογή ενός βασικού πλαισίου αναφοράς για τη μελέτη της διάταξης των οικισμών. Πρόκειται για το χάρτη κατανομής των προϊστορικών θέσεων στον ελλαδικό χώρο, που αποτυπώνει το σύνολο των καταγεγραμμένων θέσεων. Ο χάρτης κατανομής αποτέλεσε βασικό εργαλείο των ιστορικών γεωγράφων για τη μελέτη των οικισμών στο συγχρονικό και στο διαχρονικό πεδίο, μεθοδολογικό εργαλείο που είχε ιδιαίτερη απήχηση στο πεδίο της αρχαιολογίας (Baker 1975: 8, Green και Haselgrove 1978: xxii, Roberts 1987: 88). Οι ιστορικοί γεωγράφοι διακρίνουν δύο διαφορετικές προσεγγίσεις για τη μελέτη της εξέλιξης της διάταξης των οικισμών στον άξονα του χρόνου, οι οποίες στηρίζονται στη χρήση του χάρτη κατανομής. Η πρώτη αφορά στη συγκριτική μελέτη της διάταξης των οικισμών μιας γεωγραφικής περιοχής σε διαφορετικές χρονικές τομές στον άξονα του χρόνου, στην οποία η σύγκριση γίνεται σε σχέση με τις ομοιότητες και τις διαφορές. Οι εγκάρσιες τομές στον άξονα του χρόνου, διαδοχικές ή τυχαίες, υποδεικνύουν τις αλλαγές της γεωγραφίας μιας περιοχής, οι οποίες οφείλονται σε κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες. Η δεύτερη προσέγγιση αφορά στη μελέτη των διαδικασιών που οδηγούν στις τομές, διερευνώντας την καταγωγή και την εξέλιξη των ιδιαίτερων στοιχείων της γεωγραφίας μιας περιοχής στον άξονα του χρόνου (Baker 1975: 3). Η απόφαση για τον τεμαχισμό του χρόνου δεν αποτελεί αυθαίρετη επιλογή, αλλά σε κάθε περίπτωση εξαρτάται από τα δεδομένα και τους στόχους της μελέτης. Η αλήθεια είναι πως συχνά οι ιστορικοί γεωγράφοι χρησιμοποιούν άκριτα χρονικές περιόδους χωρίς να προσδιορίζουν με σαφήνεια τα όριά τους (Butlin 1993: 53). Ο προβληματισμός που αναπτύχθηκε στο Κεφάλαιο 2 σχετικά με τη χρονολόγηση της αιγαιακής προϊστορίας νομιμοποιεί τον τεμαχισμό του χρόνου σε καθεμιά από τις πολιτισμικές φάσεις, με βάση τις οποίες χρονολογείται και ομαδοποιείται το αρχαιολογικό πολιτισμικό υλικό. Ανάλογη είναι η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε στη μελέτη της διάταξης των οικισμών σε προγράμματα εντατικής επιφανειακής έρευνας, όπως στην περίπτωση του αρχαιολογικού προγράμματος στη Νότια Αργολίδα στην Πελοπόννησο ή στο αρχαιολογικό πρόγραμμα της περιοχής του Καβουσίου στην ανατολική Κρήτη (Jameson, van Andel και Runnels 1994: 229, Haggis 1992: 266). Σύμφωνα με το χρονολογικό πλαίσιο της εργασίας δημιουργούνται πέντε διαδοχικές χρονικές τομές, που αντιστοιχούν στις διαδοχικές περιόδους της ΑΝ, ΜΝ, ΝΝ, ΤΝ και ΠΕΧ, καθώς και μια έκτη που αντιστοιχεί στη ΝΕ. Τελικό προϊόν των τομών αποτελεί η δημιουργία έξι αντίστοιχων διαδοχικών χαρτών κατανομής για ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο. Όπως επισημαίνουν οι Joanna Brück και Melissa Goodman, οι ερευνητές ακολουθούν συνήθως σταθερά βήματα σε μελέτες που αφορούν στους προϊστορικούς οικισμούς. 62

69 Κεφάλαιο 5 Το πρώτο βήμα αφορά στην εξακρίβωση της κατανομής των οικισμών στο γεωγραφικό χώρο, που αποτυπώνεται στο χάρτη κατανομής, ενώ το δεύτερο αφορά στην προσπάθεια να ερμηνεύσουν τη χωροθέτηση των οικισμών μέσα στο τοπίο (Brück και Goodman 1999: 7). Στο χώρο της αιγαιακής προϊστορίας, η μελέτη της διάταξης των οικισμών αποτελεί ερευνητικό ζητούμενο κυρίως στο πλαίσιο των εντατικών επιφανειακών ερευνών. Τα δεδομένα των ερευνών χρησιμοποιούνται με σκοπό τη διερεύνηση της προσαρμογής του ανθρώπου στο φυσικό περιβάλλον στην κλίμακα μιας συγκεκριμένης γεωγραφικής περιοχής σε μια δεδομένη χρονική περίοδο, καθώς και την παρακολούθηση της αλλαγής στο δίκτυο των οικισμών στο χώρο και στο χρόνο (Rutter 1993: 752). Όπως έχει υπογραμμιστεί στο Κεφάλαιο 3, η μετατόπιση του ενδιαφέροντος των αρχαιολόγων από τις μεμονωμένες θέσεις στο σύνολο των θέσεων που συνυπάρχουν σε μια καθορισμένη περιοχή, η έμφαση στην ολοκληρωμένη εικόνα της κατοίκησης πέρα από τα παραδοσιακά στενά όρια της μελέτης των μεγάλων κέντρων, η αλληλεπίδραση του ανθρώπου με το περιβάλλον και η οικονομική δυναμική του φυσικού περιβάλλοντος αποτελούν ζητήματα που έθεσε για πρώτη φορά στην ελληνική αρχαιολογία το πρόγραμμα της επιφανειακής έρευνας του πανεπιστημίου της Μινεσότα στην περιοχή της Μεσσηνίας (Cullen 2001: 8, Fotiadis 1995: 60). Σήμερα, έπειτα από τρεις δεκαετίες από τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων της επιφανειακής έρευνας στη Μεσσηνία, οι περισσότερες μελέτες της διάταξης των οικισμών της αιγαιακής προϊστορίας φαίνεται ότι βρίσκονται στο περιθώριο των ερμηνευτικών προτάσεων που διατυπώνονται στο πλαίσιο της μεταμοντέρνας αρχαιολογίας. Τα επιχειρήματα που στηρίζουν τη μελέτη της διάταξης των προϊστορικών οικισμών στο ελλαδικό τοπίο εξακολουθούν να θεμελιώνονται κυρίως στο πεδίο του αντικειμενισμού. Τα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά και η οικονομική δυναμική του περιβάλλοντος μιας περιοχής, καθώς επίσης κοινωνικοί και οικονομικοί παράγοντες παραμένουν κεντρικά σημεία στην ερμηνεία της διάταξης των οικισμών. Ο περιβαλλοντικός ντετερμινισμός που χαρακτήριζε τις πρώτες μελέτες της διάταξης των οικισμών στον προϊστορικό ελλαδικό χώρο εγκαταλείφθηκε προοδευτικά, μέσα από τις εξελίξεις που προώθησαν στην αιγαιακή προϊστορική αρχαιολογία οι οικολογικές ιδέες. Προσεγγίσεις που τονίζουν την οικονομική σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον, θεωρώντας τη σχέση αυτή ως καθοριστική στη διάταξη των οικισμών, είχαν ιδιαίτερη απήχηση στη δεκαετία του 70. Η μελέτη των David Blackman και Keith Branigan με θέμα την κατοίκηση στην Κοιλάδα του Αγιοφάραγγου στη νότια Κρήτη έχει ως κεντρικό άξονα την αξιολόγηση του τοπίου σε σχέση με τη δυνατότητα παραγωγής τροφής, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση σε μελέτες της γεωλογίας, της εδαφολογίας και της υδρολογίας του τοπίου, με αποτέλεσμα την ερμηνεία της διάταξης των οικισμών σε σχέση με περιβαλλοντικούς παράγοντες (Blackman και Branigan 1977: 13, 27, 69). Την ίδια περίοδο, ο Bintliff καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η χωροθέτηση των θέσεων στο τοπίο εξαρτά- 63

70 Κεφάλαιο 5 ται από τη δυνατότητα οικονομικής εκμετάλλευσης των διαθέσιμων φυσικών πόρων, μέσα από τη συγκριτική μελέτη του χάρτη κατανομής των θέσεων περιοχών της Πελοποννήσου, των Κυκλάδων και της Κρήτης, με αντίστοιχους χάρτες που αποτυπώνουν τους φυσικούς πόρους των περιοχών (Bintliff 1977: 63). Οι αρχαιολόγοι της αιγαιακής προϊστορίας επιχείρησαν να ξεπεράσουν το ντετερμινισμό των παραπάνω περιβαλλοντικών προσεγγίσεων, εισάγοντας επιχειρήματα κοινωνικοοικονομικού χαρακτήρα κάτω από το πρίσμα των οικολογικών προσεγγίσεων που έκαναν την εμφάνισή τους στις αρχές της δεκαετίας του 80. Μία από τις πρώτες μελέτες στο πεδίο των οικολογικών προσεγγίσεων αποτελεί η μελέτη του Paul Halstead (1984) για τις πρώιμες αγροτικές κοινότητες της Θεσσαλίας. Στη μελέτη αυτή ο Halstead αποδεικνύει ότι η βιωσιμότητα ενός οικισμού στο χρόνο επηρεάζεται τόσο από τη θέση του σε σχέση με το φυσικό περιβάλλον, όσο και από τη θέση του μέσα στο κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον μιας περιοχής. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι η επιλογή μιας τοποθεσίας για εγκατάσταση εξαρτάται από τη διαθεσιμότητα των φυσικών πόρων στο γύρω περιβάλλον, καθώς και από φυσικά χαρακτηριστικά της τοποθεσίας, όπως η παροχή νερού, η δυνατότητα για προστασία και η εγγύτητα σε φυσικούς δρόμους επικοινωνίας. Για την ανάλυση της χωροθέτησης των θέσεων στο φυσικό περιβάλλον δίνει ιδιαίτερη έμφαση στη διαθεσιμότητα πρωτογενούς και δευτερογενούς α- ρόσιμης γης, άγριας βοσκής και εδαφών με μεγάλη υγρασία, στοιχεία του περιβάλλοντος που συνδέονται άμεσα με τη στρατηγική διαβίωσης των οικιστών. Στη συνέχεια, με τη χρήση του αναλυτικού εργαλείου του πλησιέστερου γείτονα (nearest neighbor) αποδεικνύει ότι η μακροβιότητα ενός οικισμού στον άξονα του χρόνου ε- ξαρτάται από την ανταγωνιστική ή συμβιωτική σχέση που αναπτύσσει με άλλους σύγχρονους οικισμούς της γεωγραφικής περιοχής στην οποία ανήκει, τόσο σε κοινωνικό όσο και οικονομικό επίπεδο (Halstead 1984: 199, 222, 219). Μερικά χρόνια αργότερα, η Jennifer Moody (1987) μελετά την πολιτισμική ι- στορία της περιοχής των Χανίων, αναγνωρίζοντας τη σπουδαιότητα της μελέτης της περιβαλλοντικής ιστορίας της περιοχής σε ένα τέτοιο εγχείρημα. Έχοντας ως γνώμονα τις οικολογικές προσεγγίσεις που βρίσκονται στο προσκήνιο εκείνη την εποχή, η ί- δια εξετάζει το ρόλο των περιβαλλοντικών και των κοινωνικών παραγόντων στη χωροθέτηση των θέσεων στο τοπίο (Moody 1987: 222). Τα στοιχεία του περιβάλλοντος που λαμβάνει υπόψη της στις αναλύσεις των περιβαλλοντικών παραγόντων σε σχέση με τη χωροθέτηση των θέσεων είναι: α. τα τοπογραφικά χαρακτηριστικά των θέσεων, δηλαδή η απόσταση από την ακτή, η κλίση του εδάφους, ο προσανατολισμός, η τοποθεσία και η εγγύτητα σε κύριες ρεματιές και καταβόθρες, β. το υψόμετρο, γ. η γεωλογία, καθώς και δ. η παρουσία υδάτινων πόρων. Στη συνέχεια, ακολουθεί την ίδια μέθοδο με τον Halstead και χρησιμοποιώντας την ανάλυση του πλησιέστερου γείτονα αποδεικνύει ότι κοινωνικοί και οικονομικοί λόγοι επηρέαζαν την κατανομή των θέσεων στο τοπίο, 64

71 Κεφάλαιο 5 παράλληλα με τους περιβαλλοντικούς παράγοντες. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της α- νάλυσης, οι πιο πρώιμοι οικισμοί επηρεάζονταν περισσότερο από τους περιορισμούς του περιβάλλοντος, ενώ στη διάρκεια του χρόνου, με τη βαθμιαία ανάπτυξη της κοινωνικής και οικιστικής ιεραρχίας, η εγγύτητα με τις θέσεις που προϋπήρχαν στην περιοχή έπαιζε καθοριστικό ρόλο στην ίδρυση νέων θέσεων στο τοπίο (Moody 1987: ). Τη δεκαετία του 90, μια σειρά από νέες μελέτες που αφορούν στο δίκτυο των οικισμών κάνουν την εμφάνισή τους στο χώρο της αιγαιακής προϊστορικής αρχαιολογίας. Οι περισσότερες μελέτες εντάσσονται στο πλαίσιο των ερευνητικών στόχων των εντατικών επιφανειακών ερευνών που πραγματοποιήθηκαν σε περιοχές κυρίως του νότιου ελλαδικού χώρου. Οι μελέτες αυτές παραμένουν στον άξονα των οικολογικών προσεγγίσεων που χάραξαν οι αρχαιολόγοι στη δεκαετία του 80, τόσο στην εγχώρια όσο και στη διεθνή αρχαιολογία. Η διαφορά σε σχέση με τις προηγούμενες προσεγγίσεις εντοπίζεται σε δύο σημεία. Το ένα αφορά στην απόρριψη των μαθηματικών μοντέλων στην ανάλυση των δεδομένων, ένα κατάλοιπο των θετικιστικών προσεγγίσεων της δεκαετίας του 60, ενώ το δεύτερο αφορά στην έμφαση σε παλαιοπεριβαλλοντικές μελέτες για την ανασύσταση των τοπίων του παρελθόντος. Στις περισσότερες από τις νεότερες μελέτες της διάταξης των οικισμών στον αιγαιακό χώρο, οι ερμηνευτικές προτάσεις εξακολουθούν να υπογραμμίζουν την πρακτική διάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης, δίνοντας έμφαση στη λειτουργική και οικονομική διάσταση της σχέσης του ανθρώπου με το τοπίο. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο θεωρητικής προσέγγισης, το χωροταξικό δίκτυο των οικισμών μιας γεωγραφικής περιοχής εξετάζεται σε συνάρτηση με τα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά της περιοχής και σε συνδυασμό με τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που διαμορφώνονται σε κάθε ιστορική περίοδο. Η μελέτη της διάταξης των οικισμών στη χερσόνησο της Νότιας Αργολίδας βρίσκεται σ αυτήν ακριβώς τη θεωρητική κατεύθυνση, με θεμέλιο τις οικολογικές ιδέες του Butzer (1982) που διατυπώνονται στα συμφραζόμενα της αρχαιολογίας των νοηματικών πλαισίων, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στη μελέτη του παλαιοπεριβάλλοντος (Jameson, van Andel και Runnels 1994: 149). Ο Butzer υποστηρίζει ότι το δίκτυο των οικισμών σε μια μέση και μακρο-κλίμακα αντανακλά ένα πλήθος από περιβαλλοντικές, χωρικές, ιστορικές και κοινωνικοοικονομικές μεταβλητές. Σύμφωνα με τον ίδιο, το τοπογραφικό ανάγλυφο της γης επηρεάζει τη διάταξη των οικισμών στο επίπεδο της μακρο-κλίμακας του γεωγραφικού χώρου. Οι κοιλάδες, οι επίπεδες πεδιάδες, οι λόφοι, οι οροσειρές, τα ποτάμια, τα δίκτυα αποστράγγισης, οι λεκάνες απορροής, όλα αυτά αποτελούν γεωγραφικά στοιχεία τα οποία επηρεάζουν το βιοτικό και κλιματικό μοντέλο καθορίζοντας τους φυσικούς πόρους, ενώ παράλληλα προσδιορίζουν τους φυσικούς δρόμους επικοινωνίας μεταξύ γεωγραφικών περιοχών. Οι κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές, οι δημογραφικές μεταβολές, καθώς και η χρήση νέας τεχνολογίας, α- 65

72 Κεφάλαιο 5 ποτελούν συνιστώσες της αλλαγής των χρήσεων γης, επηρεάζοντας στη συνέχεια το δίκτυο των οικισμών μιας περιοχής. Επίσης, ο Butzer αναφέρεται στην εγγύτητα των οικισμών, ως παράγοντα στη βιωσιμότητα οικισμών που συνυπάρχουν χρονικά, αλλά και στη διαδικασία εμπλουτισμού μιας κατοικημένης περιοχής με νέους οικισμούς. Θεωρεί ότι η δυνατότητα ασφάλειας και προστασίας από φυσικά στοιχεία ή την ανθρώπινη παρουσία επηρεάζουν τη θέση των οικισμών στο τοπίο, καθώς και το βαθμό συγκέντρωσής τους. Τέλος, υπογραμμίζει ότι μια ακόμη μεταβλητή στη διάταξη των οικισμών αποτελούν τα δίκτυα ενδοκοινοτικής ή διακοινοτικής ανταλλαγής, όπως διαμορφώνονται στη βάση των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών (Butzer 1982: ). Η μεθοδολογία που ακολουθεί η μελέτη της διάταξης των οικισμών στη χερσόνησο της Νότιας Αργολίδας θεμελιώνεται θεωρητικά στις παραπάνω απόψεις του Butzer. Αρχικά, εξετάζονται τα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά της γεωγραφικής περιοχής. Κεντρική θέση έχουν οι παλαιοπεριβαλλοντικές μελέτες που συνεισφέρουν με τα αποτελέσματά τους στη γνώση των περιβαλλοντικών χαρακτηριστικών του τοπίου στο παρελθόν, καθώς επίσης και στις μεταβολές που υπέστη το τοπίο στον άξονα του χρόνου. Τα στοιχεία που εξετάζονται περιλαμβάνουν το τοπογραφικό ανάγλυφο της περιοχής, σε συνδυασμό με τα φυσικά περάσματα που σχηματίζει και την παρουσία καλών φυσικών λιμανιών, τη γεωλογία και την εδαφολογία, το κλίμα, τη βλάστηση, και τέλος την παρουσία υδάτινων στοιχείων. Με την εξέταση των περιβαλλοντικών χαρακτηριστικών επιχειρείται η αναγνώριση των διαθέσιμων φυσικών πόρων στο παρελθόν. Οι φυσικοί πόροι διακρίνονται σε εκείνους που συνδέονται άμεσα με τις ανάγκες διαβίωσης, όπως η τροφή, το νερό, η αρόσιμη γη και οι πρώτες ύλες, και σε εκείνους που καλύπτουν δευτερεύουσες ανάγκες του ανθρώπου, όπως η προσφορά φυσικού καταλύματος, η δυνατότητα προστασίας, καθώς και η δυνατότητα κυκλοφορίας από ξηρά και θάλασσα, με το τελευταίο να συνδέεται άμεσα με τη διαθεσιμότητα καλών λιμανιών. Στη συνέχεια, οι πληροφορίες για τα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά συμπληρώνονται με τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτισμικά ιστορικά δεδομένα, προκειμένου να διερευνηθούν οι παράγοντες που επηρέασαν τη διάταξη των οικισμών σε κάθε ιστορική περίοδο, αλλά και στον τρόπο με τον οποίο εξελίχθηκε ιστορικά (Jameson, van Andel και Runnels 1994: 246). Η παραπάνω μεθοδολογία αποτελεί κοινό τόπο για αρκετές μελέτες της διάταξης των οικισμών σε διάφορες γεωγραφικές περιοχές του ελλαδικού χώρου, που είδαν το φως της δημοσιότητας μετά το 90. Με την πεποίθηση ότι οι περιορισμοί και οι ευκαιρίες που πρόσφερε το φυσικό περιβάλλον αποτελούσαν σημαντικό παράγοντα στην επιλογή μιας θέσης για εγκατάσταση στο τοπίο του παρελθόντος, κοινό ερευνητικό ζητούμενο είναι η εξακρίβωση των φυσικών διαθέσιμων πόρων του περιβάλλοντος στο παρελθόν. Οι γεωμορφολογικές και παλαιοπεριβαλλοντικές έρευνες βρέθηκαν στο επίκεντρο, καθώς τα αποτελέσματα τέτοιων ερευνών συμβάλουν καθοριστικά στην αποκατά- 66

73 Κεφάλαιο 5 σταση του προϊστορικού τοπίου και στον έλεγχο των αλλαγών που υπέστη το τοπίο τόσο στη διάρκεια της προϊστορίας όσο και μεταγενέστερα. Τέτοιες έρευνες αποτέλεσαν, μεταξύ άλλων, το αντικείμενο πολλών προγραμμάτων εντατικών επιφανειακών ε- ρευνών, οι οποίες πραγματοποιούνται με στόχο τη μελέτη της ανθρώπινης εγκατάστασης στο τοπίο μιας συγκεκριμένης γεωγραφικής περιοχής, σε συγχρονικό και διαχρονικό πεδίο. Ενδεικτικά αναφέρονται ορισμένα από τα παραπάνω προγράμματα εντατικής επιφανειακή έρευνας, που έχουν ολοκληρωθεί ή βρίσκονται ακόμη σε προκαταρκτικό στάδιο δημοσιεύσεων, όπως εκείνα που πραγματοποιήθηκαν στη χερσόνησο της Νότιας Αργολίδας (Jameson, van Andel και Runnels 1994: 149), στη χερσόνησο των Μεθάνων (James et al. 1997: 5), στην περιοχή Μπερμπάτι-Λίμνες στη ΒΔ Πελοπόννησο (Wells, Runnels και Zangger 1990: 210), στην περιοχή του Ζίρου στην Α Κρήτη (Branigan 1999: 58), καθώς και σε έρευνες που βρίσκονται ακόμη σε εξέλιξη όπως στην περιοχή του Βρόκαστρου στον Κόλπο του Μιραμπέλου στην Α Κρήτη (Hayden, Moody και Rackham 1992: 300), στην κοιλάδα της Νεμέας στη ΒΔ Πελοπόννησο (Wright et al. 1985: 86) και στην περιοχή της Πύλου στη Μεσσηνία (Zangger et al. 1997: 549). Οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που συμπληρώνουν τους παράγοντες της χωροθέτησης των προϊστορικών θέσεων και αποτυπώνονται στη διάταξη των οικισμών μιας γεωγραφικής περιοχής σε κάθε χρονική περίοδο, καθώς και στην εξέλιξη της διάταξης των οικισμών στον άξονα του χρόνου, εξετάζονται μέσα στο ιστορικό πλαίσιο κάθε χρονικής περιόδου. Η οικονομική βάση διαβίωσης, η δημογραφία και οι δημογραφικές αλλαγές, η ανάπτυξη νέας τεχνολογίας, τα δίκτυα ανταλλαγής μέσα σε ένα πλαίσιο οικονομικών και κοινωνικών συμμαχιών ή σε ένα πλαίσιο ανταγωνιστικότητας, η οικονομική και κοινωνική διαφοροποίηση, το σύνολο των παραπάνω υποδεικνύει το εύρος των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών που λαμβάνονται υπόψη ως παράγοντες στην ανθρώπινη εγκατάσταση. Για παράδειγμα, η εξέλιξη της διάταξης των οικισμών στη Νότια Αργολίδα κατά τη μετάβαση από τη Νεολιθική Εποχή στην ΠΕΧ θεωρήθηκε ως αποτέλεσμα της εκμετάλλευσης των δευτερογενών προϊόντων, δηλαδή των ανανεώσιμων ζωικών προϊόντων, όπως η ζωική δύναμη, το γάλα και το μαλλί, σε συνδυασμό με την α- νάπτυξη μιας πρώτης μορφής εμπορίου που ευνοήθηκε από τη διαθεσιμότητα καλών λιμανιών στην περιοχή (Jameson, van Andel και Runnels 1994: 347). Αντίστοιχες ερμηνευτικές προτάσεις διατυπώθηκαν για την εξέλιξη της διάταξης των οικισμών κατά τη μετάβαση από την ΤΝ στην ΠΕΧ στην περιοχή Μπερμπάτι- Λίμνες. Ένας δεύτερος σημαντικός παράγοντας στη χωροθέτηση των θέσεων σ αυτή την περιοχή θεωρήθηκε η στρατηγική θέση της περιοχής στο δίκτυο επικοινωνίας της ΒΔ Πελοποννήσου (Johnson 1996: 68-69, Wells, Runnels και Zangger 1990: 222). Στην κοιλάδα της Ασέας στην ορεινή Αρκαδία, η εξέλιξη της διάταξης των οικισμών από τη ΜΝ στη ΝΝ/ΤΝ, που συνοδεύτηκε από τη μετατόπιση της εγκατάστασης σε πιο περιθωριακά γεωργικά εδάφη της περιοχής, αποδίδεται σε δημογραφικούς παράγοντες. Θεωρεί- 67

74 Κεφάλαιο 5 ται ότι μια μικρή αύξηση των οικισμών δημιούργησε πιθανώς την ανάγκη για αυξημένη παραγωγή, με αποτέλεσμα την εκχέρσωση νέων περιοχών, οι οποίες με τους όρους της καλλιέργειας διέθεταν πιο περιθωριακά εδάφη (Forsen, Forsen και Lavento 1996: 88). Σε λόγους ασφάλειας, ελέγχου και πρόσβασης στην περιοχή, που συμπληρώνουν τη μετάβαση σε μια πιο εντατική εκμετάλλευση της γης, αποδίδουν την αλλαγή στη διάταξη των οικισμών κατά την ΠΕΧ στο οροπέδιο των Σκούρτων στη Βοιωτία (Munn και Zimmerman Munn 1989: 120). Στο αρχαιολογικό πρόγραμμα του Καβουσίου στην ανατολική Κρήτη, η χωροθέτηση των θέσεων στο τοπίο, καθώς και η εξέλιξη του δικτύου των οικισμών, θεωρείται ότι καθορίζονται από τη διαθεσιμότητα νερού και αρόσιμων εδαφών, καθώς και από εξωτερικές επιρροές όπως οι οικονομικές και πολιτικές συνθήκες, οι αναπτυσσόμενοι δρόμοι εμπορίου και μεταφοράς, και οι πιθανές διακυμάνσεις στα πληθυσμιακά επίπεδα (Haggis 1992: 266). Η έμφαση στα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά σε συνδυασμό με τις ιστορικές οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, στοιχεία που θεωρούνται ως καθοριστικοί παράγοντες στο χωροταξικό δίκτυο των οικισμών του προϊστορικού αιγαιακού χώρου, α- φήνει στο περιθώριο την ιδεολογική υπόσταση του προϊστορικού ανθρώπου. Κοινό στοιχείο στις παραπάνω μελέτες αποτελεί η θεμελίωση των ερμηνευτικών προτάσεων σε μια αποκρυσταλλωμένη άποψη για τον προϊστορικό άνθρωπο, με βάση συγκεκριμένα στερεότυπα για την κοινωνική και οικονομική δομή των προϊστορικών κοινωνιών και για την αλληλεπίδραση των τελευταίων με το περιβάλλον. Θεωρείται ότι το κοινωνικό σύνολο έχει κεντρικό ρόλο στη λήψη αποφάσεων για τη στρατηγική διαβίωσης και για την εγκατάσταση μέσα σε ένα συγκεκριμένο περιβαλλοντικό πλαίσιο, με βάση λειτουργικά και οικονομικά κίνητρα που είναι κοινά σε όλες τις κοινωνικές ομάδες. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στο κοινωνικό σύνολο, αποδυναμώνοντας το ρόλο του ατόμου στη λήψη αποφάσεων μέσα στο περιβαλλοντικό πλαίσιο. Μολονότι ο Butzer υπογραμμίζει το ρόλο της ανθρώπινης αντίληψης για το περιβάλλον στις διαδικασίες λήψης απόφασης, αυτή η διάσταση της σχέσης του ανθρώπου με το περιβάλλον φαίνεται να αγνοείται από τις ερμηνευτικές προτάσεις που διατυπώνονται στις παραπάνω μελέτες (Butzer 1982: ). Ο προϊστορικός άνθρωπος, όπως άλλωστε συμβαίνει με το σύγχρονο άνθρωπο, δρα και παίρνει αποφάσεις όχι μόνο με βάση λειτουργικά και οικονομικά κίνητρα, αλλά με βάση τις προσωπικές πεποιθήσεις και τα βιώματά του, την παράδοση και τις μνήμες του, τα συναισθήματα και τις επιθυμίες του. Η αξιολόγηση μιας οικονομικής στρατηγικής ή η επιλογή ενός τόπου για εγκατάσταση, που θωρούνται πρακτικά ζητήματα της ανθρώπινης ζωής, διέπεται από προσωπικές πεποιθήσεις και αξίες (Brück και Goodman 1999: 10). Οι James Snead και Robert Preucel υπογραμμίζουν ότι η μετατόπιση της έμφασης προς μια ιδεολογική προσέγγιση δεν σημαίνει απαραίτητα την άρνηση της οικολογικής συνιστώσας στη διαδικασία της κατοίκησης (Snead και Preucel 1999: 171). Οι 68

75 Κεφάλαιο 5 θέσεις της προϊστορικής ανθρώπινης δραστηριότητας δεν αποτελούν το υλικό αποτύπωμα ούτε μιας αποκλειστικά πρακτικής δράσης του ανθρώπου, ούτε μιας αποκλειστικά ιδεολογικής δράσης του ανθρώπου, καθώς οι δύο αυτές συνιστώσες της ανθρώπινης ύ- παρξης ενυπάρχουν στην καθημερινή ανθρώπινη δράση (Hodder 1987: 143, Brück και Goodman 1999: 7). Μια τέτοια οπτική για το χώρο αναγνωρίζεται σε πρόσφατες μελέτες που πραγματεύονται ζητήματα της ανθρώπινης εγκατάστασης στο προϊστορικό τοπίο του ελλαδικού χώρου. Ο Alasdair Whittle στο βιβλίο του Europe in the Neolithic: The Creation of New Worlds (1996) εξετάζει, μεταξύ άλλων, την ανθρώπινη παρουσία στον ελλαδικό χώρο από τις αρχές έως το τέλος της Νεολιθικής Εποχής, δίνοντας έμφαση στις ανθρώπινες αξίες που καθοδηγούσαν και πλαισίωναν τις ανθρώπινες δραστηριότητες, τόσο εκείνες που αφορούσαν στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων όσο και σε εκείνες που αφορούσαν στη σχέση των ανθρώπων με το φυσικό περιβάλλον. Η οπτική μέσα από την οποία ο ίδιος εξετάζει τη δημιουργία του νεολιθικού οικισμού, την ανάπτυξη ενός δικτύου οικισμών και την εξέλιξη αυτού του δικτύου στο χρόνο είναι σε συνάρτηση με τη σταδιακή ανάπτυξη της αίσθησης του τόπου, μέσα από την επένδυση του τοπίου με σημεία κοινωνικής και πνευματικής σημασίας (Whittle 1996: , ). Ο Whittle τοποθετεί στο κέντρο της σκέψης του τον άνθρωπο και όχι το κοινωνικό σύνολο, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στο υποκειμενικό στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης και της ανθρώπινης δράσης. Μέσα από μια τέτοια οπτική, ο ίδιος αναγνωρίζει τη διαφορετικότητα των ανθρώπινων επιλογών και τη διαφορετική εξέλιξη των ανθρώπινων ιστοριών, υπογραμμίζοντας ότι δεν υπάρχει μια μοναδική ιστορία (Whittle 1996: 9). Αυτή η οπτική είναι κοινή σε ορισμένες πρόσφατες μελέτες της ανθρώπινης εγκατάστασης στον ελλαδικό χώρο, μέσα σε συγκεκριμένα γεωγραφικά και χρονολογικά πλαίσια. Μελέτες όπως το βιβλίο του Cyprian Broodbank An Island Archaeology of the Early Cyclades (2000), το άρθρο του William Cavanagh Revenons a nos moutons: Surface survey and the Peloponnese in the Late and Final Neolithic (1999) και το άρθρο του Todd Whitelaw Settlement instability and landscape degradation in the Southern Aegean in the Third Millennium BC (2000) υπογραμμίζουν αυτή τη διαφορετικότητα των ανθρώπινων ιστοριών. Δίνουν έμφαση στο διαφορετικό τρόπο με τον ο- ποίο τα άτομα ή ομάδες ατόμων αξιολογούν σύμφωνα με πολιτισμικούς παράγοντες τις κοινωνικές και περιβαλλοντικές ευκαιρίες, αλλά και τους καταναγκασμούς. Θεωρούν ότι τόσο οι αποφάσεις για την εγκατάσταση όσο και για τη στρατηγική διαβίωσης α- ποτελούν κατά βάση πολιτισμικές προτιμήσεις, και για το λόγο αυτό ενδέχεται να συγκεντρώνουν διαφορετικά χαρακτηριστικά ακόμη και σε περιοχές που μοιράζονται κοινά περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά (Cavanagh 1999: 31, Broodbank 2000: 81, Whitelaw 2000: 144). 69

76 Κεφάλαιο 5 Ο Whitelaw υπογραμμίζει τη σπουδαιότητα της αναγνώρισης της τοπικής παραλλαγής των περιβαλλοντικών χαρακτηριστικών και της γνώσης των πολιτισμικών συνθηκών σε λεπτομέρεια, καθώς επίσης και των ενδεχόμενων μεταξύ τους δυναμικών αλληλεπιδράσεων, στην προσπάθεια να υπάρξει μια πιο ακριβής αποκατάσταση της παράλληλης εξέλιξης της ανθρώπινης παρουσίας στο τοπίο και του ίδιου του τοπίου (Whitelaw 2000: 146). Εκτιμάται ότι η άποψη αυτή έρχεται σε συμφωνία με τις απόψεις του Butzer σχετικά με τη μελέτη της διάταξης των οικισμών στα συμφραζόμενα της αρχαιολογίας των νοηματικών πλαισίων. Ο Butzer, αναφερόμενος στα χαρακτηριστικά του κατάλληλου πλαισίου για τη μελέτη της διάταξης των οικισμών, κάνει λόγο για ένα τετραδιάστατο χωρο-χρονικό πλέγμα που εμπεριέχει μαζί ένα πολιτισμικό και ένα μη-πολιτισμικό περιβάλλον. Με βάση αυτό τον προσδιορισμό δίνει ιδιαίτερη έμφαση στις παλαιοπεριβαλλοντικές μελέτες, με σκοπό την αποκατάσταση του μηπολιτισμικού περιβάλλοντος, δηλαδή του βιοφυσικού περιβάλλοντος, το οποίο αλληλεπιδρά με τα κοινωνικοοικονομικά κα πολιτισμικά συστήματα, όπως αντανακλώνται στις δραστηριότητες διαβίωσης και στη διάταξη των οικισμών (Butzer 1982: 4, 6). Στο πεδίο της ιστορικής γεωγραφίας, στο οποίο υπάρχει μια μακρά παράδοση στην αποκατάσταση του προϊστορικού φυσικού περιβάλλοντος μέσα από μια οπτική έντονης συμβιωτικής σχέσης ανάμεσα στην ανθρώπινη εγκατάσταση και την περιβαλλοντική αλλαγή, κρίνεται, επίσης, απαραίτητη η λεπτομερής γνώση των προϊστορικών περιβαλλοντικών χαρακτηριστικών και των περιβαλλοντικών αλλαγών (Butlin 1993: 98). Με την πρόθεση να γίνει πιο σαφής ο τρόπος που θα χρησιμοποιηθεί επιχειρησιακά η πεποίθηση ότι η διάταξη των οικισμών σε χωροταξική κλίμακα είναι προϊόν της δυναμικής αλληλεπίδρασης ανάμεσα στο περιβάλλον και τις οικονομικές και κοινωνικές ιστορικές συνθήκες, με τις οποίες η ιδεολογία συνδέεται διαλεκτικά, θεωρείται απαραίτητος ο προσδιορισμός των πεδίων της ερευνητικής προσπάθειας. Αναγνωρίζοντας τη σπουδαιότητα της αποκατάστασης των περιβαλλοντικών χαρακτηριστικών στις μελέτες της διάταξης των οικισμών, αρχικά κρίνεται σκόπιμη η διερεύνηση των οικολογικών χαρακτηριστικών του ελλαδικού χώρου στο χρονολογικό πλαίσιο της παρούσας εργασίας, τα οποία θα παρουσιαστούν εισαγωγικά στο Μέρος Β της εργασίας που αφορά στη χωροταξική ανάλυση των δεδομένων. Έπειτα, οι διαθέσιμες πληροφορίες για τα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά των διαφόρων περιοχών του ελλαδικού χώρου στην προϊστορία θα διατρέχουν ολόκληρο το κείμενο, με σκοπό μια ολοκληρωμένη θεώρηση της διάταξης των οικισμών σε σχέση με τα χαρακτηριστικά του τοπίου σε καθεμιά ιστορική περίοδο. Παράλληλα, θεωρείται απαραίτητη η μελέτη των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών, όπως διαμορφώνονται σε καθεμιά ιστορική περίοδο. Τα δεδομένα για τη στρατηγική διαβίωσης και για τις κοινωνικές σχέσεις που αναπτύσσονται στο ενδοκοινοτικό και διακοινοτικό επίπεδο θα ενσωματωθούν στην ανάλυση των χωροταξικών 70

77 Κεφάλαιο 5 δεδομένων, τόσο στο συγχρονικό όσο και στο διαχρονικό πεδίο. Η μελέτη των ιδεολογικών παραμέτρων, με άλλα λόγια των στοιχείων του πολιτισμού, αποτελεί ένα προβληματικό πεδίο, καθώς η αρχαιολογική έρευνα του προϊστορικού υλικού πολιτισμού του ελλαδικού χώρου σπάνια προσεγγίζεται μέσα από μια υποκειμενιστική οπτική. Η απουσία της έμφασης στα ιδεολογικά ή συμβολικά χαρακτηριστικά του υλικού πολιτισμού στο επίπεδο της πρωτογενούς αρχαιολογικής έρευνας περιορίζει την πρόσβαση σε τέτοιες πληροφορίες στο πλαίσιο της παρούσας εργασίας. Έτσι, μολονότι υπάρχει η πρόθεση για μια ολιστική προσέγγιση της διάταξης των οικισμών στην κλίμακα της χωροταξίας, διατυπώνονται επιφυλάξεις ως προς την υλοποίηση μιας τέτοιας πρόθεσης. Εκείνο που μπορεί με βεβαιότητα να ειπωθεί είναι η ενσωμάτωση των λιγοστών διαθέσιμων πληροφοριών για την ιδεολογία των προϊστορικών ανθρώπων του ελλαδικού χώρου στην ανάλυση των χωροταξικών δεδομένων, στο συγχρονικό αλλά και στο διαχρονικό πεδίο, με σκοπό την πλησιέστερη στις προσωπικές θεωρητικές δεσμεύσεις μεθοδολογική προσέγγιση του αντικειμένου μελέτης. 5.3 Μεθοδολογία της πολεοδομικής ανάλυσης Η πολεοδομική ανάλυση των δεδομένων με σκοπό τη μελέτη της μορφής των προϊστορικών οικισμών του ελλαδικού χώρου συνιστά το δεύτερο ερευνητικό ζητούμενο της παρούσας εργασίας. Οι λόγοι που επιβάλλουν τη μετάβαση από τη χωροταξική στην πολεοδομική κλίμακα ανάλυσης του χώρου αναφέρονται στο εισαγωγικό Μέρος Α της εργασίας, ώστε θεωρείται περιττό να επαναληφθούν εδώ. Σ αυτό το σημείο, η πρόθεση είναι να διευκρινιστεί το είδος και η μέθοδος της πολεοδομικής ανάλυσης που θα επιχειρηθεί στο Μέρος Γ της εργασίας. Μολονότι αναγνωρίζεται ότι η μορφολογική ανάλυση αποτελεί ένα μέρος μόνο της πολεοδομικής ανάλυσης ενός οικισμού, το οποίο συμπληρώνεται με την ανάλυση της μορφής της αρχιτεκτονικής των κατασκευών και την ανάλυση της χρήσης γης, η αδυναμία πρόσβασης σε πληροφορίες για τις χρήσεις γης, επιβάλει τον περιορισμό της ανάλυσης των δεδομένων στα δύο από τα τρία μέρη. Για το λόγο αυτό, το ενδιαφέρον της εργασίας επικεντρώνεται στην ανάλυση της μορφής ή του σχεδίου της κάτοψης των οικισμών, η οποία αποτελεί ένα από τα πιο παλιά αντικείμενα της ιστορικής και της ανθρώπινης γεωγραφίας, καθώς επίσης και στην ανάλυση της μορφής της αρχιτεκτονικής των κατασκευών (Carter 1976: , Butlin 1993: 192). Αναλυτικότερα, το ενδιαφέρον εστιάζεται στην τυπολογία της δισδιάστατης μορφής των οικισμών, στη μορφή του οδικού δικτύου και των ορίων των οικισμών, καθώς και στον προσανατολισμό των οικισμών. Η τρίτη διάσταση της μορφής των οικισμών προσεγγίζεται με τη διερεύνηση της μορφής των αρχιτεκτονικών κελυφών και των δομικών υλικών. Προαπαιτούμενο για τις μελέτες της μορφής των προϊστορικών οικισμών αποτελεί η ανασκαφική έρευνα, η οποία αποκαλύπτει τα κατάλοιπα του κτισμένου χώρου των 71

78 Κεφάλαιο 5 οικισμών του παρελθόντος σε οριζόντια έκταση, αλλά και σε κατακόρυφο στρωματογραφικό άξονα (Hodges 1987: , Butlin 1993: 198, Lagopoulos 1995: 17). Κατά συνέπεια το κύριο εργαλείο για τη μελέτη της πολεοδομικής μορφής των προϊστορικών οικισμών του ελλαδικού χώρου συνιστά η εξακρίβωση των ανασκαμμένων θέσεων και η καταγραφή των καταλοίπων του κτισμένου χώρου. Η συγκεκριμένη διαδικασία, καθώς και τα προβλήματα που τη συνοδεύουν, θα συζητηθούν αναλυτικά στο Μέρος Γ της εργασίας που αφορά στην πολεοδομική ανάλυση των δεδομένων. Η βασική μεθοδολογική επιλογή των εγκάρσιων τομών στο χρόνο που υιοθετείται στη χωροταξική ανάλυση των δεδομένων της εργασίας, πρόκειται να εφαρμοστεί αντίστοιχα και στην πολεοδομική ανάλυση των δεδομένων. Στο συγχρονικό πεδίο, η μελέτη της πολεοδομικής μορφής των προϊστορικών οικισμών του ελλαδικού χώρου θα πραγματοποιηθεί με τη συγκριτική μελέτη των καταλοίπων του κτισμένου χώρου που ανήκουν σε μια ορισμένη χρονολογική περίοδο, δηλαδή σε καθεμιά από τις περιόδους της ΑΝ, ΜΝ, ΝΝ, ΤΝ, ΝΕ και ΠΕΧ. Με δεδομένο ότι στο πλαίσιο της παρούσας εργασίας το ενδιαφέρον δεν περιορίζεται μόνο στη μελέτη της πολεοδομικής μορφής του προϊστορικού οικισμού στο συγχρονικό πεδίο, αλλά στρέφεται παράλληλα και στην εξέλιξη της πολεοδομικής τους μορφής στον άξονα του χρόνου, η πολεοδομική ανάλυση των δεδομένων στο διαχρονικό πεδίο θα πραγματοποιηθεί με τη συγκριτική μελέτη των καταλοίπων του κτισμένου χώρου των διαφορετικών ιστορικών περιόδων. Η μελέτη της μορφής των προϊστορικών οικισμών στον ελλαδικό χώρο τοποθετείται χρονικά στο πέρασμα από το 19 ο προς τον 20 ό αιώνα, όταν οι πρώτες ανασκαφές αρχαιολογικών θέσεων στον ελλαδικό χώρο έφεραν στο φως αρχιτεκτονικά λείψανα των προϊστορικών χρόνων. Μολονότι από τότε μέχρι σήμερα η ανασκαφική έρευνα στον ελλαδικό χώρο παρουσίασε σημαντική εξέλιξη τόσο στο πλήθος των ερευνών όσο και στις επιστημονικές μεθόδους που εφαρμόζονται στο πεδίο, διαπιστώνεται ότι η μελέτη της πολεοδομικής μορφής των ανασκαμμένων οικισμών δεν ακολούθησε αντίστοιχα σημαντική εξέλιξη σε όγκο και ποιότητα εργασιών. Κατά κύριο λόγο οι μελέτες της μορφής των προϊστορικών οικισμών περιορίζονται στη μελέτη μεμονωμένων θέσεων, κυρίως στο πλαίσιο της τελικής δημοσίευσης των επιστημονικών συμπερασμάτων ανασκαφικών εργασιών. Ένα μικρό μέρος αυτών των μελετών πραγματεύεται πολεοδομικά ζητήματα όπως η μορφή της κάτοψης των οικισμών, η λειτουργία των οικισμών ή οι ενδοκοινοτικές χρήσεις γης. Αντίθετα, στις περισσότερες περιπτώσεις οι μελέτες εξαντλούνται στην αναγνώριση των διαδοχικών οικιστικών φάσεων ενός οικισμού, στη χρονολόγηση των αρχιτεκτονικών λειψάνων με βάση τη στρωματογραφία της θέσης, με τελική κατάληξη τις λεπτομερείς περιγραφές των αρχιτεκτονικών λειψάνων για καθεμιά από τις οικιστικές φάσεις του οικισμού. Οι ανασκαφές του Τσούντα στις Κυκλάδες αποτελούν ορισμένες από τις πρώτες συστηματικές ανασκαφές προϊστορικών θέσεων στον ελλαδικό χώρο, μολονότι οι περισ- 72

79 Κεφάλαιο 5 σότερες είχαν ως αντικείμενο ταφικές θέσεις και όχι οικισμούς. Στο πλαίσιο αυτής της ανασκαφικής δραστηριότητας, ήρθαν στο φως τα ερείπια του πρωτοκυκλαδικού τειχισμένου οικισμού στο Καστρί της Σύρου. Η δημοσίευση των αποτελεσμάτων της ανασκαφής αφορά κατά κύριο λόγο στην απλή περιγραφή των καταλοίπων του κτισμένου χώρου, χωρίς να εμβαθύνει σε ζητήματα που αφορούν στην πολεοδομική οργάνωση του οικισμού (Τσούντας 1899: ). Λίγα χρόνια αργότερα, ο ίδιος συνεχίζει το ανασκαφικό του έργο στην Θεσσαλία με την πραγματοποίηση ανασκαφικών εργασιών σε δυο από τις πιο γνωστές, λόγω της εκτεταμένης έρευνας, θεσσαλικές νεολιθικές θέσεις, το Διμήνι και το Σέσκλο (Τσούντας 1908). Εκτός από τη λεπτομερή περιγραφή των αρχιτεκτονικών λειψάνων των δύο οικισμών, έγινε μια πρώτη προσπάθεια ερμηνείας της παρουσίας των λίθινων περιβόλων, χαρακτηριστικό γνώρισμα των δύο οικισμών στην έκταση που είχαν ανασκαφεί την περίοδο εκείνη. Οι δύο θέσεις χαρακτηρίστηκαν ως ακροπόλεις και οι λίθινοι περίβολοι ερμηνεύτηκαν ως οχυρωματικοί, μια ερμηνεία που συνοδεύτηκε από τις γλαφυρές περιγραφές υποτιθέμενων συγκρούσεων που διαδραματίζονταν εκατέρωθεν των τειχών (Τσούντας 1908: 31-35). Το Διμήνι και το Σέσκλο αποτέλεσαν εκ νέου αντικείμενα έρευνας τη δεκαετία του 70, όταν το Διμήνι επανεξετάστηκε από τον Χουρμουζιάδη και το Σέσκλο από τον Θεοχάρη. Στην περίπτωση του Σέσκλου δεν υπήρξε ολοκληρωμένη δημοσίευση των αποτελεσμάτων των νεότερων ανασκαφών, όμως, μια αναφορά στην πολεοδομική μορφή του οικισμού γίνεται στο βιβλίο του Θεοχάρη Νεολιθική Ελλάς. Η αποκάλυψη νέων τμημάτων του οικισμού του Σέσκλου στην περιφέρεια της ακρόπολης που είχε ανασκάψει ο Τσούντας οδηγεί το Θεοχάρη να υποστηρίξει πως πρόκειται για έναν εκτεταμένο νεολιθικό οικισμό, του οποίου η οργάνωση στο χώρο χαρακτηρίζεται από την ακρόπολη, που ταυτίζεται με το τειχισμένο τμήμα του οικισμού πάνω σε ένα φυσικό έξαρμα του εδάφους, και την πόλη που απλώνεται γύρω από την ακρόπολη και αντιπροσωπεύεται από τα λείψανα των οικημάτων που αποκαλύφθηκαν με τις τομές που πραγματοποιήθηκαν περιφερειακά της ακρόπολης και σε χαμηλότερο επίπεδο του εδάφους (Θεοχάρης 1973: 65-67). Από την άλλη, ο Χουρμουζιάδης δημοσιεύει τα αποτελέσματα της επανεξέτασης της θέσης στο βιβλίο του Το Νεολιθικό Διμήνι. Κεντρική θέση στη δημοσίευση έχει η μελέτη της ενδοκοινοτικής χωροοργάνωσης του νεολιθικού οικισμού. Κάτω από το πρίσμα της νέας αρχαιολογίας και των μαρξιστικών ιδεών, ο Χουρμουζιάδης επιχειρεί την ερμηνεία της οργάνωσης του ενδοκοινοτικού χώρου με επιχειρήματα που στηρίζονται στην οικονομική και κοινωνική δομή της νεολιθικής κοινωνίας. Η ανάλυση των δεδομένων οδηγεί στην απόρριψη της ιδέας των οχυρωματικών περιβόλων και στη στήριξη της άποψης ότι οι ομόκεντροι περίβολοι δεν αποτελούν παρά αναλημματικούς τοίχους που στηρίζουν τα κτίσματα του οικισμού και ταυτόχρονα οργανώνουν τον ενδοκοινοτικό χώρο για την υποδοχή των καθημερινών ανθρώπινων δραστηριοτήτων (Χουρμουζιάδης 1979: 93-96). 73

80 Κεφάλαιο 5 Δύο από τις πιο πρόσφατες μελέτες που αφορούν σε πολεοδομικά ζητήματα προϊστορικών οικισμών είναι η μελέτη του Whitelaw για τον πρωτομινωικό οικισμό του Μύρτου στη ΝΑ Κρήτη, όπως επίσης και η μελέτη της Ουρανίας Κουκά για τη Θερμή της Λέσβου. Ο Whitelaw επανεξετάζει τα ανασκαφικά δεδομένα του Μύρτου, με στόχο να αντλήσει πληροφορίες για την κοινωνική οργάνωση της πρωτομινωικής περιόδου. Η μελέτη αφορά στη δεύτερη οικιστική φάση της ΠΜ περιόδου, μια φάση του οικισμού που πρόσφερε τα περισσότερα καλά διατηρημένα αρχιτεκτονικά λείψανα. Ο ίδιος διαχωρίζει αρχικά τη στρωματογραφική ακολουθία στην κατασκευή των κτισμάτων, τα οποία αποτελούνται από ομάδες αλληλοσυνδεόμενων δωματίων. Έπειτα προχωρά στην αναγνώριση των εσωτερικών και εξωτερικών χώρων, με βάση τη χωρική κατανομή των σταθερών και των κινητών ευρημάτων, ενώ με την ίδια μέθοδο καταλήγει σε συμπεράσματα για την κατανομή των παραγωγικών δραστηριοτήτων στο χώρο του οικισμού. Η αναγνώριση της χωρικής κατανομής των παραγωγικών δραστηριοτήτων έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός διαγραμματικού χάρτη που παρουσιάζει την κατανομή των λειτουργιών στον ενδοκοινοτικό χώρο. Μέσα από αυτή τη λεπτομερή ανάλυση των ανασκαφικών δεδομένων της θέσης, συνυπολογίζοντας επιπλέον τις δημογραφικές παραμέτρους, ο Whitelaw πετυχαίνει να καταλήξει σε σημαντικά συμπεράσματα για την οικονομική βάση και την κοινωνική οργάνωση της πρωτομινωικής κοινότητας (Whitelaw 1983: ). Ένα αντίστοιχο παράδειγμα μελέτης του αιγαιακού προϊστορικού οικισμού αποτελεί η μελέτη της Κουκά για την οργάνωση και χρήση του χώρου στον πρωτοελλαδικό οικισμό της Θερμής στη Λέσβο, με την επανεξέταση των ανασκαφικών δεδομένων. Πρόκειται για μια διαχρονική μελέτη του οικισμού, καθώς εξετάζει την πολεοδομική του μορφή όπως εξελίσσεται από την πρώτη (Ι) έως και την τελευταία (V) οικιστική φάση της πρωτοελλαδικής περιόδου. Η μελέτη ξεκινά με τη μορφολογική ανάλυση του οικισμού. Πρώτα αναγνωρίζει τη βασική οικοδομική μονάδα του οικισμού κι έπειτα επιχειρεί να διαπιστώσει τον τρόπο χωροθέτησης των μονάδων στο χώρο, τόσο στη μεταξύ τους σχέση όσο και στη σχέση με τους άξονες κυκλοφορίας. Με αυτή την ανάλυση καταλήγει στη διαπίστωση ότι στις πρώτες τέσσερις οικιστικές φάσεις του οικισμού διατηρείται το περικεντρικό πολεοδομικό σύστημα, ενώ στην πέμπτη οικιστική φάση (IVA) παρατηρείται ένας μετασχηματισμός από το περικεντρικό στο ορθογωνικό πολεοδομικό σύστημα. Η ορθογωνική διάταξη διατηρείται έως και την επόμενη οικιστική φάση, ενώ στην τελευταία οικιστική φάση (V) διαπιστώνεται μια ακόμη τομή στην πολεοδομική μορφή του οικισμού με την οργάνωση του ενδοκοινοτικού χώρου σε γραμμική διάταξη. Η μορφολογική ανάλυση του οικισμού συμπληρώνεται με την ανάλυση της χωρικής κατανομής των σταθερών κατασκευών και των κινητών ευρημάτων της ανασκαφής, με αποτέλεσμα την αποτύπωση των παραγωγικών δραστηριοτήτων στο χώρο και την ανα- 74

81 Κεφάλαιο 5 γνώριση της ειδικής λειτουργίας ορισμένων κτισμάτων που διαφέρουν από τις κοινές κατοικίες (Κουκά 1997: ). Τα παραδείγματα μελέτης του Σέσκλου, του Διμηνίου, του Μύρτου και της Θερμής είναι ορισμένες από τις λιγοστές μελέτες στην αιγαιακή βιβλιογραφία που αφορούν σε ζητήματα πολεοδομικής μορφής των προϊστορικών οικισμών. Βέβαια, όπως σημειώνεται παραπάνω, τα κατάλοιπα του κτισμένου χώρου αποτελούν αντικείμενα μελέτης στο πλαίσιο των δημοσιεύσεων των αποτελεσμάτων ανασκαφικών εργασιών. Παραδείγματα τέτοιων μελετών, που περιορίζονται κυρίως στην περιγραφή των αρχιτεκτονικών λειψάνων, αποτελούν ακόμη και ορισμένες από τις πιο πρόσφατες τελικές δημοσιεύσεις ανασκαμμένων προϊστορικών θέσεων, όπως οι δημοσιεύσεις της Νέας Νικομήδειας, των Σερβίων, καθώς και εκείνη της Λέρνας. Οι δύο πρώτες ακολουθούν σχεδόν το ίδιο πρότυπο, σύμφωνα με το οποίο σε πρώτο στάδιο περιγράφονται συγχρονικά οι αρχιτεκτονικές κατασκευές για κάθε οικιστική φάση του οικισμού, ενώ σε δεύτερο στάδιο ακολουθεί η ομαδοποίηση των μορφολογικών και κατασκευαστικών χαρακτηριστικών των αρχιτεκτονικών κατασκευών (Pyke 1996: 9-53, Mould και Wardle 2000: ). Στην περίπτωση της Λέρνας, η δημοσίευση περιορίζεται στη λεπτομερή περιγραφή των αρχιτεκτονικών λειψάνων με βάση τη στρωματογραφική ακολουθία, ενώ τα δύο τελευταία κεφάλαια είναι αφιερωμένα αντίστοιχα στην περιγραφή των δύο πιο διάσημων κτισμάτων της Λέρνας, του Κτίσματος BG και της Οικίας των Κεράμων (Wiencke 2000). Το σύνολο των εργασιών που αναφέρονται παραπάνω αφορούν στη μελέτη μεμονωμένων οικισμών του ελλαδικού χώρου. Ωστόσο, είναι φανερό ότι το ενδιαφέρον θα ή- ταν ιδιαίτερα μεγάλο εάν τα συμπεράσματα τέτοιων εργασιών μπορούσαν να συγκριθούν μεταξύ τους. Θα ήταν, δηλαδή, ιδιαίτερα ενδιαφέρον εάν υπήρχαν συνθετικές εργασίες που να αναφέρονται στη συγκριτική μελέτη των προϊστορικών οικισμών του ελλαδικού χώρου, οι οποίες αναμφίβολα θα μπορούσαν να συμβάλουν σημαντικά στη διεύρυνση των γνώσεων πάνω σε πολεοδομικά ζητήματα των οικισμών. Η αναζήτηση, όμως, τέτοιων εργασιών μέσα στον τεράστιο βιβλιογραφικό όγκο της αιγαιακής προϊστορικής αρχαιολογικής βιβλιογραφίας υπήρξε σχεδόν άκαρπη. Το πιο σημαντικό παράδειγμα συγκριτικής μελέτης της πολεοδομικής μορφής προϊστορικών οικισμών αποτελεί το άρθρο της Κόνσολα με τίτλο Η πολεοδομική μορφή των προϊστορικών οικισμών του αιγαιακού χώρου. Σ αυτό το άρθρο, η Κόνσολα επιχειρεί μια τυπολογική ταξινόμηση των οικισμών σύμφωνα με τα βασικά συστήματα πολεοδομικής διάταξης που προτείνουν οι γεωγράφοι, που σημαίνει το περιμετρικό, το ορθογωνικό και το γραμμικό σύστημα. Χρησιμοποιεί για την ανάλυση της πολεοδομικής μορφής των οικισμών τρία βασικά κριτήρια: το πλέγμα του οδικού δικτύου, τη θέση των κεντρικών λειτουργιών και τη διευθέτηση των κατοικιών ως προς το οδικό δίκτυο και τις κεντρικές λειτουργίες. Ορισμένα από τα ερμηνευτικά κριτήρια που η ίδια θέτει για την πολεοδομική μορφή του 75

82 Κεφάλαιο 5 κάθε οικισμού είναι οι συνθήκες του ανάγλυφου του εδάφους, γενικά το φυσικό περιβάλλον, καθώς και οι ενδεχόμενες αμυντικές ανάγκες κάθε κοινότητας (Κόνσολα 1984: 4-5). Ένα μειονέκτημα της συγκεκριμένης εργασίας είναι ότι οι οικισμοί εξετάζονται ανεξάρτητα από το ιστορικό τους πλαίσιο. Για παράδειγμα, στην πρώτη κατηγορία των περικεντρικών οικισμών εξετάζονται μαζί το νεολιθικό Διμήνι, τα νεοανακτορικά Γουρνιά και η πρωτοελλαδική Κολώνα. Δεν τηρείται, δηλαδή, κανένας κανόνας ανάλυσης των δεδομένων σε συγχρονικό ή διαχρονικό πεδίο, παρά μόνον υπερτονίζεται το μορφολογικό κριτήριο. Τέσσερις εργασίες θα μπορούσαν ενδεχομένως να συμπεριληφθούν στις συγκριτικές μελέτες της μορφής των προϊστορικών οικισμών, οι οποίες έχουν αναφερθεί στο εισαγωγικό κεφάλαιο. Πρόκειται για τις συνθετικές εργασίες του Treuil, του Pullen, του Κοσμόπουλου και του Renard. Στη μελέτη του Treuil, μεταξύ άλλων ζητημάτων που αφορούν στην αιγαιακή προϊστορική κοινωνία, συμπεριλαμβάνεται ένα κεφάλαιο αφιερωμένο στην αρχιτεκτονική και την πολεοδομική μορφή των αιγαιακών οικισμών, παρακολουθώντας την εξέλιξή τους από την ΑΝ ώς την ΠΕΧ (Treuil 1983: ). Κοινό στοιχείο των υπόλοιπων τριών εργασιών είναι ότι δίνουν έμφαση κυρίως στην τυπολογία των αρχιτεκτονικών καταλοίπων του κτισμένου χώρου, παρά στην πολεοδομική μορφή των οικισμών. Ο Pullen ξεκινά με τη μελέτη της αρχιτεκτονικής μορφής των κτισμάτων κάθε θέσης χωριστά, καταλήγοντας σε μια τυπολογία των αρχιτεκτονικών κατασκευών, ενώ στη συνέχεια κάνει μια μικρή αναφορά στη διάταξη των δρόμων και στο γενικό πολεοδομικό σχεδιασμό των οικισμών (Pullen 1985: ). Ο Κοσμόπουλος αρχικά επικεντρώνεται στα υλικά και τις τεχνικές κατασκευής του κτισμένου χώρου. Έπειτα ασχολείται με τη μορφή των κτισμάτων με βάση τη λειτουργική ταξινόμηση τους σε οικίες, εργαστήρια και κτίσματα ειδικής χρήσης. Στο τελευταίο μέρος της εργασίας του κάνει αναφορά σε άλλα χαρακτηριστικά και κατασκευές των οικισμών όπως είναι οι δρόμοι, τα συστήματα παροχής νερού και αποχέτευσης, καθώς και οι πιθανές οχυρωματικές κατασκευές (Cosmopoulos 1991: 18-27). Στην τελευταία από τις παραπάνω εργασίες, ο Renard υποστηρίζει ότι για τη μελέτη της διάταξης του χώρου κατοίκησης είναι απαραίτητο να εξεταστούν, εκτός από τις κατοικίες, οι οχυρώσεις που τυχόν υπάρχουν σε έναν οικισμό, οι δημόσιοι χώροι που ταυτίζονται με τους δρόμους και τις πλατείες, καθώς και ορισμένες συλλογικές ε- γκαταστάσεις και διευθετήσεις όπως τα πηγάδια, οι δεξαμενές, τα κανάλια ύδρευσης και αποχέτευσης, καθώς και τα σιλό αποθήκευσης σιτηρών (Renard 1995: ). Μολονότι στις μελέτες που αναφέρθηκαν ως τώρα διαπιστώνονται διαφορές που αφορούν στο γεωγραφικό και χρονολογικό πλαίσιο, στη μεθοδολογία που ακολουθούν ή ακόμη και στο ίδιο το αντικείμενό τους, εντούτοις το στοιχείο που μοιράζονται είναι μια κοινή αντικειμενιστική προσέγγιση των δεδομένων. Με άλλα λόγια, λείπει μια προσέγγιση που θα επιχειρούσε μια σημειολογική ανάγνωση των ανασκαφικών δεδο- 76

83 Κεφάλαιο 5 μένων ή καλύτερα της μορφής του οικισμού όπως αποτυπώνεται μέσα από αυτά, η οποία θα επέτρεπε την αναγνώριση του συμβολισμού των υλικών καταλοίπων του κτισμένου χώρου. Ο Κωτσάκης στο άρθρο του Ορατοί άνθρωποι, αόρατες ιδέες: Οικήματα και πρακτικές στο νεολιθικό Σέσκλο υποστηρίζει ότι η αρχιτεκτονική και η οργάνωση του χώρου αποτελούν ένα πεδίο του υλικού πολιτισμού κατάλληλο για την ανάγνωση του νοήματος. Μολονότι πρόκειται για ένα περιορισμένο σε έκταση άρθρο που δεν ε- πιτρέπει εμβάθυνση σε ένα τόσο ενδιαφέρον ζήτημα, δύο ομάδες κτισμάτων δίνουν το ερέθισμα για μια διαφορετική προσέγγιση και ερμηνεία των αρχιτεκτονικών λειψάνων. Στη μια περίπτωση τρία οικήματα με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κεντρίζουν το ενδιαφέρον. Πρόκειται για την παρουσία εσωτερικών παραστάδων στα τρία αυτά κτίσματα, οι οποίες σώζουν επάλειψη πηλού, όπως και οι τοίχοι που τις περιβάλλουν. Η παρουσία ενός σπάνιου αγγείου μεταξύ των παραστάδων σε δύο από τα κτίσματα υπογραμμίζει πιο έντονα τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της σύνθεσης. Τα στοιχεία αυτά καθιστούν πιθανό το ενδεχόμενο να πρόκειται για κτίσματα ειδικής λειτουργίας, χωρίς ωστόσο να αποκλείεται η περίπτωση της απλής σύμπτωσης. Δύο άλλα οικήματα του οικισμού προκαλούν το ενδιαφέρον με την απόλυτη συμμετρία τους και την ύπαρξη εισόδων περισσότερων της μιας. Η υλοποίηση μιας αφηρημένης ιδέας όπως η συμμετρία, γεγονός που διαπιστώνεται και στην κεραμική του Σέσκλου, παραπέμπει σε μια πράξη συμβολισμού που αποτυπώνεται στον υλικό πολιτισμό της κοινότητας (Κωτσάκης 1998: ). Ο συμβολισμός του κτισμένου χώρου, και μάλιστα σε κλίμακα οικισμού, έχει κεντρική θέση στο επιστημονικό έργο του Λαγόπουλου. Μια από τις εργασίες του με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη συζήτηση γύρω από τα ζητήματα της πολεοδομικής μορφής των οικισμών αποτελεί η διατριβή του με τίτλο Η Επιρροή των Κοσμικών Αντιλήψεων επί της Παραδοσιακής Μεσογειακής και Ινδοευρωπαϊκής Πολεοδομίας (1970). Μέσα από τη μορφολογική ανάλυση μιας σειράς θέσεων επιχειρεί να αποδείξει ότι κάτω από την εικόνα κάθε οικισμού, δηλαδή το γεωμετρικό ή σχεδόν γεωμετρικό του σχήμα, υπάρχει ένα νοητικό πρότυπο, μια ιδανική μορφή, η οποία κατά κύριο λόγο ταυτίζεται με την εικόνα του κόσμου. Αυτό δεν σημαίνει ότι απορρίπτει τους υλικούς και κοινωνικούς παράγοντες παραγωγής του χώρου. Αντίθετα, υπογραμμίζει ότι σε κάθε περίπτωση το νοητικό πρότυπο τροποποιείται από τις δεσμεύσεις του περιβάλλοντος, είτε πρόκειται για το φυσικό και υλικό περιβάλλον, είτε για το κοινωνικό περιβάλλον το οποίο δίνει υπόσταση στον οικισμό. Σ αυτή την εργασία, ο Λαγόπουλος προτείνει έναν άλλο τρόπο ανάγνωσης των περιβόλων του νεολιθικού Διμηνίου, σύμφωνα με τον οποίο οι έξι βαθμιδωτοί ομόκεντροι τοίχοι θα μπορούσαν πιθανώς να συμβολίζουν το κοσμικό βουνό (Λαγόπουλος 1970α: 167, ). Αναμφίβολα, σε μια μελέτη για την πολεοδομική μορφή ενός οικισμού δεν μπορεί να παραγκωνιστεί κανένας από τους παράγοντες που συμβάλλουν στην παραγωγή του 77

84 Κεφάλαιο 5 χώρου, είτε πρόκειται για τις υλικές κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της κοινωνίας, που αποτυπώνονται στα χωρολειτουργικά χαρακτηριστικά του οικισμού, είτε για τις ιδεολογικές διαδικασίες που αποτυπώνονται στη μορφή του οικισμού με ένα σύνολο από συνειρμικούς κώδικες (Δημητριάδης 1995: 40). Μολονότι στο πλαίσιο της παρούσας εργασίας έχει διατυπωθεί η θεωρητική δέσμευση για μια ολιστική προσέγγιση του χώρου, υπάρχουν επιφυλάξεις ως προς τη δυνατότητα που προσφέρουν τα διαθέσιμα πολεοδομικά δεδομένα για ένα τέτοιο εγχείρημα. Οι επιφυλάξεις αφορούν κυρίως στην αναζήτηση των νοητικών προτύπων που υποδεικνύουν τη γενική μορφή των οικισμών. Σύμφωνα με την άποψη του Λαγόπουλου, η μέθοδος για την αναγνώριση των νοητικών προτύπων συνίσταται στην εξέταση τριών στοιχείων της κάτοψης κάθε οικισμού: τη γεωμετρική δομή του οικισμού, το περίγραμμα των ορίων του οικισμού και τον προσανατολισμό του οικισμού σε σχέση με τα σημεία του ορίζοντα ή σε σχέση με άλλα σημεία του φυσικού ή τεχνητού χώρου γύρω από κάθε οικισμό (Λαγόπουλος 1970α: ). Η εξέταση αυτών των τριών στοιχείων της κάτοψης κάθε οικισμού, όμως, προϋποθέτει αν όχι τη συνολική έκταση των οικισμών, τουλάχιστον ένα τμήμα τους ικανό να δώσει μια εικόνα γι αυτά τα τρία στοιχεία, μια προϋπόθεση που δεν πληρούν συνολικά τα πολεοδομικά δεδομένα της παρούσας εργασίας. Η ποσότητα και η ποιότητα των διαθέσιμων πολεοδομικών δεδομένων, δύο χαρακτηριστικά των δεδομένων που θα συζητηθούν αναλυτικά στο τρίτο μέρος της εργασίας, περιορίζουν τη μελέτη της μορφής των προϊστορικών οικισμών σε μια ανάλυση των δεδομένων με μεγαλύτερη έμφαση στις υλικές κοινωνικοοικονομικές ιστορικές συνθήκες. Σύμφωνα, λοιπόν, με τις δεσμεύσεις που επιβάλει η φύση των πολεοδομικών δεδομένων της εργασίας, η μορφολογική ανάλυση των οικισμών θα επιχειρηθεί με βάση την εξέταση της γεωμετρικής δομής των οικισμών, λαμβάνοντας υπόψη την πυκνότητα της δόμησης και τη χάραξη των δρόμων, το περίγραμμα των ορίων ή την οροθέτηση των οικισμών και τον προσανατολισμό των οικισμών. Όπως σημειώνεται αρχικά στο παρόν υποκεφάλαιο, τα στοιχεία για τη μορφή των κατόψεων των οικισμών θα συμπληρωθούν με τα δεδομένα για την αρχιτεκτονική των κτισμάτων των οικισμών, τόσο στο επίπεδο της μορφής της κάτοψης των κτισμάτων όσο και στο επίπεδο των υλικών δόμησης. Η ενσωμάτωση των διαθέσιμων πληροφοριών για τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, όπως διαμορφώνονται σε καθεμιά ιστορική περίοδο, θεωρείται απαραίτητη προκειμένου να γίνει κατανοητή η πολεοδομική μορφή των οικισμών. Στο βαθμό που η ποσότητα και η ποιότητα των ανασκαφικών δεδομένων το επιτρέψουν, ο στόχος θα είναι η ανάλυση των καταλοίπων του κτισμένου χώρου να καταλήξει σε μια τυπολογική ταξινόμηση των οικισμών για κάθε ιστορική περίοδο, αλλά και σε συμπεράσματα για την εξέλιξη αυτής της τυπολογίας στον άξονα του χρόνου από την ΑΝ ώς την ΠΕΧ. 78

85 Μ Ε Ρ Ο Σ Β. ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ

86 Κεφάλαιο 6 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6. ΤΑ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ 6.1 Η καταγραφή των θέσεων Το κυριότερο προαπαιτούμενο για τη χωροταξική μελέτη των προϊστορικών οικισμών του ελλαδικού χώρου υπήρξε η καταγραφή του συνόλου των θέσεων της Νεολιθικής Εποχής και της ΠΕΧ που έχουν εντοπιστεί μέχρι σήμερα. Παρά το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια η αρχαιολογική έρευνα στην Ελλάδα έχει διευρύνει σε σημαντικό βαθμό τους επιστημονικούς της στόχους, στο πρακτικό αλλά και το θεωρητικό της πεδίο, είναι λίγες οι μελέτες που επιχειρούν να συγκεντρώσουν και να ερμηνεύσουν τα διαθέσιμα δεδομένα για τους προϊστορικούς οικισμούς στην κλίμακα του ελλαδικού χώρου. Την πιο πρόσφατη συνθετική παρουσίαση των δεδομένων της Νεολιθικής Εποχής αποτελεί το βιβλίο Ο Νεολιθικός Πολιτισμός στην Ελλάδα, ένα μέρος του οποίου είναι αφιερωμένο στη νεολιθική κατοίκηση. Σημαντικό βοήθημα για τη μελέτη των νεολιθικών οικισμών αποτελεί ο κατάλογος των κυριότερων νεολιθικών θέσεων στον ελλαδικό χώρο που συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο, καθώς επίσης και ο χάρτης κατανομής που τον συνοδεύει (Παπαθανασόπουλος 1996). Αντίστοιχες συνθετικές εργασίες που πραγματεύονται τα δεδομένα της ΠΕΧ για ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο δεν έχουν δημοσιευτεί προς το παρόν, καθώς διαπιστώνεται ένας γεωγραφικός περιορισμός των μελετών στον κεντρικό και νότιο ηπειρωτικό και νησιωτικό χώρο. Η πρώτη εργασία που κατέγραψε τις θέσεις της ΠΕΧ είναι το βιβλίο A Gazetteer of the Aegean Civilization in the Bronze Age 1: The Mainland and Islands των R. Hope Simpson και O. Dickinson (1979), στην οποία στηρίζονται πολλές από τις μεταγενέστερες α- ντίστοιχες εργασίες (Rutter 1993: 747). Τη δεκαετία του 90, νέες συνθετικές εργασίες για την ΠΕΧ είδαν το φως της δημοσιότητας, ενημερωμένες από τα πιο πρόσφατα δεδομένα της αρχαιολογικής έρευνας στον ελλαδικό χώρο. Οι εργασίες του Κοσμόπουλου και του Renard αναφέρθηκαν εισαγωγικά, ενώ αξίζει να σημειωθεί συμπληρωματικά το βιβλίο της Εύης Καραντζάλη Le Bronze Ancien dans les Cyclades et en Crète. Les relations entre les deux régions. Influence de la Grèce Continental, που προσφέρει, επίσης, έναν κατάλογο των θέσεων της ΠΕΧ στις Κυκλάδες και την Κρήτη, μαζί με πληροφορίες για τις αρχαιολογικές έρευνες και τα ευρήματα των θέσεων (Karantzali 1996). Η αποτίμηση της υπάρχουσας κατάστασης οδήγησε στο πρώτο και πολύ σημαντικό βήμα για τη μελέτη, δηλαδή την προσπάθεια να συμπληρωθεί το κενό που εντοπίστηκε στην καταγραφή των προϊστορικών θέσεων στην Ελλάδα. Για το σκοπό αυτό κρίθηκε α- παραίτητος ο εμπλουτισμός των βιβλιογραφικών πηγών με τα αποτελέσματα των νεότερων αρχαιολογικών ερευνών που διεξάγονται στον ελληνικό χώρο. Όπως υπογραμμίστηκε εισαγωγικά, ο εντοπισμός των αρχαιολογικών θέσεων είναι το αποτέλεσμα της αρχαιολογικής πρακτικής, η οποία σήμερα εκδηλώνεται με τη μορφή της ανασκαφικής έρευ- 79

87 Κεφάλαιο 6 νας, συστηματικής ή σωστικής, καθώς επίσης και με την πιο πρόσφατα διαδεδομένη μορφή της συστηματικής επιφανειακής έρευνας, χωρίς ωστόσο να μπορούν να παραβλεφθούν τα δεδομένα που προέρχονται από μια λιγότερο επιστημονική πρακτική, όπως είναι οι μη συστηματικές επιφανειακές εξερευνήσεις και τα τυχαία ευρήματα. Κατά συνέπεια μπορεί να γίνει λόγος για τρεις κύριες πηγές από τις οποίες μπορεί κανείς να αντλήσει πληροφορίες για τη χωροταξική κατανομή των προϊστορικών οικισμών στον ελλαδικό χώρο, που είναι οι συστηματικές και οι σωστικές ανασκαφές, οι πολυπερίοδες εκτεταμένες επιφανειακές και οι εντατικές επιφανειακές έρευνες μικρής κλίμακας, καθώς επίσης και μια τρίτη ομάδα που αποτελείται από τις μη συστηματικές επιφανειακές εξερευνήσεις και τα τυχαία ευρήματα που αφορούν διάφορες περιόδους και γεωγραφικές περιοχές (Halstead 1994: 198). Ο John Cherry εύστοχα υπογραμμίζει ότι μολονότι η Ελλάδα αποτελεί μια μικρή σε μέγεθος χώρα, εδώ και χρόνια συγκεντρώνει το επιστημονικό ενδιαφέρον ενός μεγάλου αριθμού επαγγελματιών αρχαιολόγων που εργάζονται υπό την αιγίδα της Ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και των ελληνικών αρχαιολογικών σχολών, καθώς επίσης και πολυάριθμων ξένων αρχαιολογικών σχολών και ινστιτούτων. Η κατά γενική ομολογία σημαντική αύξηση των προγραμμάτων αρχαιολογικών ερευνών τα τελευταία χρόνια, είτε πρόκειται για ανασκαφικές εργασίες είτε για επιφανειακές έρευνες, προσφέρει ένα σημαντικό όγκο νέων πληροφοριών που διευρύνουν την αρχαιολογική γνώση για τους προϊστορικούς οικισμούς (Cherry 1994: 91, 94, Bennet και Galaty 1997: 97, Cullen 2001: 1). Ένας αριθμός από τα προγράμματα αυτά βρίσκεται σε εξέλιξη, είτε με τη συνέχιση της έρευνας πεδίου, είτε με τη μελέτη του συγκεντρωμένου αρχαιολογικού υλικού, ενώ ένας άλλος αριθμός ερευνών έχει ολοκληρωθεί. Εκείνο, όμως, που έχει ιδιαίτερη σημασία γενικότερα για την πρόοδο της αρχαιολογικής έρευνας στον ελλαδικό χώρο και ειδικότερα για την αρχαιολογική γνώση σχετικά με τους προϊστορικούς οικισμούς του ελλαδικού χώρου είναι το γεγονός ότι από τα μέσα της δεκαετίας του 90 ήρθαν στο φως οι τελικές δημοσιεύσεις μιας μερίδας των προγραμμάτων των αρχαιολογικών ερευνών (Shermeldine 1997: 550, Rutter 2001: 148). Οι δημοσιεύσεις αυτές, ιδιαίτερα εκείνες που αφορούν σε συστηματικές επιφανειακές έρευνες, αποτέλεσαν μια σημαντική βιβλιογραφική πηγή για την καταγραφή των προϊστορικών θέσεων, ενώ συμπληρωματικά χρησιμοποιήθηκαν και οι προκαταρκτικές ανακοινώσεις επιφανειακών ερευνών που βρίσκονται σε εξέλιξη. Μια ακόμη σημαντική βιβλιογραφική πηγή που χρησιμοποιήθηκε στην καταγραφή των προϊστορικών θέσεων, η οποία αποτελεί την πιο πρόσφατα ενημερωμένη εκδοχή για την αρχαιολογική έρευνα στην Ελλάδα, συνιστούν οι ετήσιες επισκοπήσεις των πεπραγμένων που δημοσιεύονται στο Αρχαιολογικό Δελτίο, Το Έργον της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, καθώς επίσης και στα Πρακτικά της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας. Αντίστοιχα σημαντικές βιβλιογραφικές πηγές συνιστούν τα χρονικά των 80

88 Κεφάλαιο 6 ξένων Αρχαιολογικών Σχολών που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, όπως το περιοδικό Archaeological Reports της Αγγλικής Αρχαιολογικής Σχολής και το Bulletin de Correspondance Hellenique της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής (Rutter 1993: 747). Οι πληροφορίες που μπορεί κανείς να συγκεντρώσει από τα παραπάνω δημοσιεύματα, προέρχονται από ανασκαφικές εργασίες, από επιφανειακές έρευνες πεδίου και από τυχαία ευρήματα. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι αξιόλογη εστία πληροφορίας και γνώσης για την τρέχουσα αρχαιολογική έρευνα και τα αποτελέσματά της αποτελούν τα επιστημονικά αρχαιολογικά συνέδρια με αντικείμενο την αιγαιακή προϊστορία που πραγματοποιούνται τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Η δημοσίευση των πρακτικών τέτοιων συνεδρίων υπήρξε μια συμπληρωματική πηγή πληροφοριών για την καταγραφή των θέσεων. Υπογραμμίστηκε παραπάνω ότι η καταγραφή των προϊστορικών θέσεων του ελλαδικού χώρου αποτέλεσε το πρώτο βήμα για τη δημιουργία της βάσης δεδομένων της εργασίας. Καθώς το βασικό εργαλείο για τη μελέτη της χωροταξικής οργάνωσης των οικισμών είναι ο χάρτης κατανομής των θέσεων στον ελλαδικό χώρο, η χαρτογραφική απεικόνιση των καταγεγραμμένων θέσεων κρίθηκε το απαραίτητο επόμενο βήμα. Η σύνθεση του χάρτη κατανομής των προϊστορικών θέσεων πραγματοποιήθηκε με τη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή, αξιοποιώντας τις δυνατότητες που πρόσφερε το πρόγραμμα Corel Draw 10. Πρώτη ύλη αποτέλεσαν επιμέρους χάρτες που συγκεντρώθηκαν από τις βιβλιογραφικές πηγές της εργασίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις που δεν υπήρχαν διαθέσιμοι χάρτες παρά μόνο αναφορά της τοπογραφικής θέσης των αρχαιολογικών θέσεων, η χαρτογραφική απεικόνιση βασίστηκε στη διασταύρωση μιας τέτοιας αναφοράς με γνωστά τοπωνύμια που απεικονίζονται σε κοινούς πολιτικούς χάρτες του ελλαδικού χώρου. Σ αυτό το σημείο πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η υλοποίηση του εγχειρήματος υπήρξε μια ιδιαίτερα επίπονη και χρονοβόρα διαδικασία, καθώς τα στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν για το σκοπό αυτό ήταν ανομοιογενή όσον αφορά την ποιότητά τους, και μερικές φορές αντικρουόμενα, με αποτέλεσμα πολλές φορές να δυσχεραίνονται κατά πολύ οι επιλογές ως προς την ορθότητα των δεδομένων. 6.2 Η αξιοπιστία των δεδομένων Η ποικιλία και το εύρος των πηγών απ όπου συγκεντρώθηκαν οι απαραίτητες πληροφορίες υποδεικνύουν ότι επιχειρήθηκε μια εξαντλητική διερεύνηση του βιβλιογραφικού όγκου, που αφορά στον εντοπισμό των προϊστορικών θέσεων στην Ελλάδα όπως καταγράφεται μέχρι σήμερα. Αντικειμενικός στόχος υπήρξε η πληρέστερη καταγραφή του συνόλου των θέσεων αυτών που χρονολογικά εμπίπτουν στα ενδιαφέροντα της μελέτης. Ωστόσο, παρά την ενδελεχή έρευνα που πραγματοποιήθηκε, τίθεται το ερώτημα κατά πόσο η εικόνα που αποτυπώνεται μέσα από αυτή την προσπάθεια αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα ή ενδέχεται να αντιπροσωπεύει ένα μέρος μόνο της πραγματικής 81

89 Κεφάλαιο 6 κατάστασης. Πρόκειται για ένα επίμαχο ζήτημα που απασχολεί την αρχαιολογική επιστημονική κοινότητα και έχει δημιουργήσει ένα πεδίο διαλόγου μεταξύ των αρχαιολόγων (Cosmopoulos 1991: 1, Cavanagh 1999: 48). Παράλληλα, αναγνωρίζοντας τη βαρύνουσα σημασία που η ακρίβεια και η αξιοπιστία των δεδομένων έχουν στις μελέτες της ιστορικής γεωγραφίας, αλλά και στις μελέτες της ανθρώπινης εγκατάστασης στην αρχαιολογία, κρίνεται απαραίτητο, πριν την ανάλυση των δεδομένων της εργασίας, να διερευνηθούν οι παράγοντες που επηρεάζουν την αξιοπιστία αυτών των δεδομένων, καθώς επίσης και ο βαθμός επιρροής τους (Baker 1975: 10, Butlin 1993: 75, Gibbon 1984: 224). Κατά κύριο λόγο υποστηρίζεται ότι ο αριθμός των αρχαιολογικά παρατηρούμενων θέσεων δεν είναι σε απόλυτη συμφωνία με τον πραγματικό αριθμό των θέσεων και αυτό χρεώνεται στην ανομοιογένεια της αρχαιολογικής έρευνας στον ελλαδικό χώρο (Melas 1985: 154, Κοκκινίδου 1990: 47, Παπαδόπουλος 1991: 34, Wilkie και Savina 1997: 202, Andreou και Kotsakis 2002: 35). Η ανομοιογένεια είναι αποτέλεσμα δύο παραγόντων: ο ένας αφορά στην ποσότητα και ο άλλος στην ποιότητα της αρχαιολογικής έ- ρευνας. Το ζήτημα της ποσότητας της αρχαιολογικής έρευνας στις διάφορες περιοχές της Ελλάδας είναι πιο εύκολο να διευκρινιστεί, καθώς αφορά απλά και μόνο αριθμούς που δηλώνουν την υπάρχουσα κατάσταση. Ιδιαίτερα στην περίπτωση των επιφανειακών ερευνών, διαπιστώνεται μια μεγαλύτερης διάρκειας παράδοση στην έρευνα της κεντρικής και νότιας Ελλάδας, σε αντίθεση με τις βόρειες περιοχές όπου η έρευνα εντατικοποιήθηκε μόλις τις δυο τελευταίες δεκαετίες (Andreou, Fotiadis και Kotsakis 2001: 260). Στο σημείο αυτό αρκεί να αναφερθεί ότι από το σύνολο των συστηματικών επιφανειακών ερευνών, μόλις το 18% αφορά σε περιοχές της βόρειας Ελλάδας, ενώ το υπόλοιπο ποσοστό αφορά στην κεντρική και νότια Ελλάδα συμπεριλαμβανομένων και των νησιωτικών περιοχών. Οι διαφορές αυτές που παρατηρούνται στην αρχαιολογική έρευνα έχουν ως αποτέλεσμα ανεξερεύνητες περιοχές να εμφανίζονται κενές θέσεων, με το ενδεχόμενο να μην αντανακλάται η πραγματική κατάσταση, σε αντίθεση με άλλες περιοχές που έχουν ερευνηθεί διεξοδικά και επισταμένα, οι οποίες εμφανίζονται διάστικτες από οικισμούς. Η τελευταία αυτή παρατήρηση, ωστόσο, δεν αφορά μόνο στην ποσότητα της έρευνας που διεξάγεται σε μια περιοχή, αλλά και στην ποιότητα της έρευνας. Κι αυτό είναι ένα ζήτημα που απαιτεί ιδιαίτερη διευκρίνιση, καθώς το θέμα της φύσης της αρχαιολογικής έρευνας είναι καθοριστικής σημασίας για την εικόνα που διαμορφώνει για μια συγκεκριμένη περιοχή. Και οι δύο κατευθύνσεις της αρχαιολογικής πρακτικής, που σημαίνει η ανασκαφική εργασία και η επιφανειακή έρευνα πεδίου, μπορούν να χαρακτηριστούν, με βάση τη μεθοδολογία και τους στόχους που εφαρμόζουν, σε συστηματικές ή μη συστηματικές έρευνες και αντίστοιχα τα αποτελέσματά τους μπορούν να είναι περισσότερο ή λιγότερο αξιόπιστα. Καθώς το αντικείμενο της παρούσας ερ- 82

90 Κεφάλαιο 6 γασίας είναι η μορφή των προϊστορικών οικισμών σε χωροταξική και πολεοδομική κλίμακα, καθώς επίσης και η διαχρονική τους εξέλιξη, εκτιμάται πως τα πεδία στα ο- ποία η ποιότητα της έρευνας ενδέχεται να δημιουργεί μια απόκλιση από την πραγματικότητα είναι τρία. Πρόκειται αρχικά για τον εντοπισμό μιας αρχαιολογικής θέσης, έπειτα για τη χρονολόγησή της και τέλος, για τη διαπίστωση της χρήσης της θέσης Ο εντοπισμός μιας θέσης Ο εντοπισμός μιας θέσης είναι κατά κύριο λόγο το αποτέλεσμα της επιφανειακής έρευνας πεδίου, με εξαίρεση ίσως την περίπτωση της σωστικής ανασκαφής, όπου ο εντοπισμός και η ανασκαφή μιας θέσης συμπίπτουν χρονικά. Επομένως, η συζήτηση γύρω από τον εντοπισμό μιας θέσης θα πρέπει να περιοριστεί στη μια κατεύθυνση της αρχαιολογικής πρακτικής, που είναι η επιφανειακή έρευνα πεδίου. Όπως υπογραμμίζεται στο Κεφάλαιο 3 της εργασίας, η δεκαετία του 60 αποτέλεσε τη χρονική περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας η εκτεταμένη επιφανειακή έρευνα έκανε την εμφάνισή της στην Ελλάδα ως μια νέα, διεπιστημονικού χαρακτήρα αρχαιολογική πρακτική, σε αντιδιαστολή με την παραδοσιακή ανασκαφική έρευνα μεμονωμένων θέσεων που επικρατούσε ως τότε (Fotiadis 1995: 61, Bintliff 1997: 1). Τη δεκαετία του 80 ακολούθησε το επονομαζόμενο νέο κύμα στην ελληνική αρχαιολογική πρακτική, με την υιοθέτηση μιας νέας μεθοδολογίας και νέων στόχων στο πεδίο των επιφανειακών ερευνών (Cherry 1994: 92). Πρόκειται για την πρακτική της συστηματικής εντατικής επιφανειακής έρευνας περιοχής, που σε σύγκριση με την εκτεταμένη επιφανειακή διαφέρει στην ποσότητα της εργασίας που δαπανάται στη διερεύνηση μιας περιοχής και στο βαθμό της λεπτομέρειας με την οποίο καλύπτεται μια επιλεγμένη περιοχή (Cherry 1983: 390, Shermeldine 1997: 550). Θεωρείται ότι στα πλαίσια της παρούσας εργασίας δεν κρίνεται αναγκαίο να ακολουθήσει μια διεξοδική παρουσίαση των πλεονεκτημάτων και των μειονεκτημάτων μεταξύ εκτεταμένης και εντατικής επιφανειακής έρευνας. Το μόνο σημείο που κρίνεται ως απαραίτητο να θιγεί αφορά στη δυνατότητα που προσφέρει η πρώτη ή η δεύτερη μεθοδολογική επιλογή, ώστε τα αποτελέσματα της έρευνας να ανταποκρίνονται στο μέγιστο βαθμό στην πραγματική πυκνότητα των θέσεων σε μια δεδομένη περιοχή (Bintliff 1997: 1). Η σύγκριση των παλιότερων εκτεταμένων ερευνών με τις νεότερες εντατικές επιφανειακές έρευνες καθιστά φανερό το γεγονός ότι η πυκνότητα των θέσεων που αποκαλύφθηκαν από τις νεότερες έρευνες είναι κατά πολύ μεγαλύτερες από εκείνες των παλιότερων (Cherry 1983: 392, Bintliff και Snodgrass 1985: 128). Η διαπίστωση αυτή οδηγεί στο συμπέρασμα ότι υπάρχει μια ομάδα θέσεων που λόγω της έκτασης ή της μορφής τους είναι δύσκολο να αναγνωριστούν με τις τεχνικές που ε- φαρμόζει η εκτεταμένη επιφανειακή έρευνα (Plog et al. 1978: , Κωτσάκης 1990: 177). Το ζήτημα αυτό συνδέεται άμεσα με τα κριτήρια προσδιορισμού μιας θέ- 83

91 Κεφάλαιο 6 σης, που υιοθετούνται στα πλαίσια μιας επιφανειακής έρευνας, γεγονός που αποτελεί ένα από τα κεντρικότερα υπό συζήτηση θέματα μεταξύ των αρχαιολόγων που ασχολούνται ενεργά με την εντατική επιφανειακή έρευνα (Cherry 1983: 394, Rutter 1993: 575). Τα κριτήρια προσδιορισμού μιας θέσης στο πλαίσιο μιας επιφανειακής έρευνας πεδίου δεν είναι ανεξάρτητα από τη θεωρητική τοποθέτηση του κάθε ερευνητή αρχαιολόγου σχετικά με το τι είναι μια αρχαιολογική θέση. Στον κύκλο των αρχαιολόγων που εργάστηκαν στις πρώτες επιφανειακές έρευνες, επικρατούσε η άποψη ότι η θέση είναι μια εμπειρική οντότητα που υπάρχει ανεξάρτητα από τον αρχαιολόγο και εν δυνάμει μπορεί να ανακαλυφθεί, να περιγραφεί και να ερμηνευθεί με τρόπο που η ίδια να αποκτήσει νόημα στο πλαίσιο της αρχαιολογικής επιστήμης (Dunell 1992: 25). Σε συμφωνία με την άποψη αυτή, ο Cherry αναφέρει ότι αρκετοί από τους αρχαιολόγους που πραγματοποίησαν επιφανειακές έρευνες στη Μεσόγειο θεωρούσαν τις θέσεις ως φυσικές μονάδες παρατήρησης, που αποτελούνταν από ομάδες κινητών ευρημάτων, οι ο- ποίες ήταν αυταπόδεικτες και δεν απαιτούσαν ακριβή προσδιορισμό (Cherry 1983: 394). Μολονότι μια μερίδα αρχαιολόγων προσπάθησε να ξεφύγει από τέτοιου είδους άκαμπτες θεωρήσεις, δεν κατάφεραν παρά να καταλήξουν σε ορισμούς που ήταν κάθε άλλο παρά αντικειμενικοί και είχαν σημαντικό βαθμό ασάφειας. Στην προσπάθεια να δοθεί επιστημονικός ορισμός της θέσης, κάποιοι αρχαιολόγοι προσπάθησαν να καθιερώσουν κριτήρια με βάση την πυκνότητα των κινητών ευρημάτων. Μέσα στο πλαίσιο αυτό ανήκει η περίπτωση του ορισμού της θέσης από την επιστημονική ομάδα Southwestern Anthropological Research Group, τον οποίο παραθέτουν οι Steven Plog, Fred Plog και Walter Wait, καθώς και ο Cherry, ως: κάθε τόπο πολιτιστικού υλικού, αντικειμένων ή σταθερών ευρημάτων. Αντίθετα, άλλοι αρχαιολόγοι επιχείρησαν να προωθήσουν διαφορετικά κριτήρια για τον ορισμό της θέσης, δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στον προσδιορισμό των ορίων μιας θέσης και στην τεκμηρίωση της παρουσίας περισσότερων από μιας ανθρώπινης δραστηριότητας εντός των ορίων της θέσης. Η προσπάθεια να αποκρυσταλλωθούν αυστηρά κριτήρια για τον διαχωρισμό μιας θέσης από τον background noise, όπως ονομάζει ο Cherry τη διάχυτη κατανομή του αρχαιολογικού υλικού, ενείχε δυο σημαντικά ελαττώματα. Το πρώτο ήταν ότι μια τέτοια απόφαση παρουσίαζε μεγάλο βαθμό αυθαιρεσίας και μπορούσε να έχει μόνο τοπική εφαρμογή, ενώ ένα δεύτερο ελάττωμα αποτελούσε το γεγονός ότι η προσπάθεια για την αυστηρή εφαρμογή κριτηρίων προσδιορισμού μιας θέσης, που στηριζόταν στην πυκνότητα των κινητών ευρημάτων, κατέληγε στο συστηματικό αποκλεισμό σημαντικών συστατικών στοιχείων του αρχαιολογικού υλικού (Cherry 1983: , Plog et al. 1978: 387). 84

92 Κεφάλαιο 6 Τα παραπάνω μειονεκτήματα σε συνδυασμό με την αναγνώριση ότι κριτήρια που αφορούν την πυκνότητα, τα σαφή όρια και τους τόπους πολλαπλών δραστηριοτήτων, πιθανόν να αποτελούσαν εμπόδιο στην αναγνώριση θέσεων με περιορισμένη ορατότητα και μικρό μέγεθος, προσανατόλισαν τη συζήτηση γύρω από τη φύση της θέσης προς μια νέα κατεύθυνση. Σημαντικό ρόλο σ αυτή τη στροφή έπαιξε το γεγονός ότι οι αρχαιολόγοι που δραστηριοποιούνταν στην επιφανειακή έρευνα πεδίου αναγνώρισαν σταδιακά την αξία του απώτερου άκρου ( trailing edge ) του φάσματος της αρχαιολογικής θέσης, δηλαδή εκείνων των τόπων του πολιτιστικού υλικού όπου η κατανομή των κινητών ευρημάτων είναι σποραδική και διάχυτη. Αναγνώρισαν δηλαδή ότι η πυκνότητα κατανομής του αρχαιολογικού υλικού δεν θα έπρεπε να αποτελεί καθοριστικό κριτήριο για τον προσδιορισμό των ορίων μιας θέσης, καθώς η λιγότερο πυκνή κατανομή του αρχαιολογικού υλικού στην περιφέρεια μιας θέσης θα μπορούσε να έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ερμηνεία των πολιτισμικών καταλοίπων. Το ζητούμενο πια ήταν να βρεθεί ο τρόπος με τον οποίο θα διασφαλιζόταν η συγκέντρωση του συνόλου των πληροφοριών από το υπάρχον αρχαιολογικό υλικό σε μια περιοχή, ανεξάρτητα από τις μεταβολές που παρουσίαζε στην πυκνότητα. Ένα νέο ερώτημα που ζητούσε απάντηση αφορούσε στην επιχειρησιακή εφαρμογή μια τέτοιας ιδέας στο πεδίο της αρχαιολογικής έρευνας, δηλαδή το ποια θα ήταν η κατάλληλη μέθοδος δειγματοληψίας, ώστε να μη χαθούν πολύτιμες πληροφορίες από το σύνολο του αρχαιολογικού υλικού μιας περιοχής (Plog et al. 1978: 388, Cherry 1983: 395). Μέσα σ αυτό το πλαίσιο προβληματισμού, αρκετοί αρχαιολόγοι, όπως ο Thomas (1975), ο Foley (1981) και ο Doelle (1977), πρότειναν ότι για συγκεκριμένες περιοχές ή για τη διερεύνηση συγκεκριμένων όψεων της συμπεριφοράς στο παρελθόν θα ή- ταν θεμιτό να εγκαταλειφθεί η έννοια της θέσης και να αντικατασταθεί από μια διαδικασία συλλογής δεδομένων, όπου το κινητό εύρημα θα αποτελούσε το μικρότερο α- ντικείμενο ανάλυσης (Cherry 1983: 395). Η καινοτομία αυτή στη μέθοδο δειγματοληψίας κατά τη διεξαγωγή μιας επιφανειακής έρευνας, που αποκαθηλώνει τον όρο της θέσης, ακριβώς για το λόγο αυτό ονομάστηκε χωρίς-θέση έρευνα (siteless ή nonsite survey). Ωστόσο, το όνομα χωρίς-θέση έρευνα δεν σημαίνει ότι μια τέτοια επιφανειακή έρευνα αναιρεί τη σπουδαιότητα των θέσεων. Αντίθετα, μοιράζει εξίσου το ενδιαφέρον της στο σύνολο του αρχαιολογικού υλικού, είτε αυτό αφορά μια περιοχή που μπορεί να χαρακτηριστεί ως θέση είτε μια περιοχή εκτός θέσης. Με τον τρόπο αυτό, οι πληροφορίες για την ανθρώπινη συμπεριφορά στο παρελθόν, που δεν περιορίζονται στα στενά όρια μιας θέσης αλλά διαχέονται στο τοπίο, δεν χάνονται από τα αρχαιολογικά δεδομένα. Οι Plog, Plog και Wait προσπαθώντας ακριβώς να αποδείξουν τη σπουδαιότητα και την ορθότητα της προσέγγισης της χωρίς-θέση έρευνας επιχείρησαν να δώσουν τον κατάλληλο ορισμό για το τι σημαίνει θέση (site) και τι σημαίνει μη-θέση (non- 85

93 Κεφάλαιο 6 site) στο πλαίσιο της ιδέας της χωρίς-θέση έρευνας. Έτσι, ενώ η θέση είναι ένας διακριτός και δυνητικά ερμηνεύσιμος τόπος πολιτιστικών υλικών, η περιοχή που χαρακτηρίζεται ως μη-θέση είναι ένας δυνητικά ερμηνεύσιμος, αλλά όχι χωρικά διακριτός τόπος πολιτιστικών υλικών. Προκειμένου να είναι ακριβείς με τους ορισμούς που δίνουν, δεν παραλείπουν να δώσουν την ερμηνεία για κάθε μια από τις λέξεις που χρησιμοποιούν. Έτσι, με τον όρο διακριτός υπογραμμίζουν την οροθέτηση του τόπου από τα όρια που διαμορφώνονται, τουλάχιστον μέσω της σχετικής αλλαγής της πυκνότητας των τεχνουργημάτων. Με τον όρο ερμηνεύσιμος εννοούν ότι η ποσότητα και η ποιότητα του αρχαιολογικού είναι επαρκής, ώστε να επιτρέψει την εξαγωγή συμπερασμάτων για την ανθρώπινη συμπεριφορά που έλαβε χώρα στο συγκεκριμένο τόπο. Τέλος, με τον όρο πολιτιστικά αντικείμενα εννοούν τα τεχνουργήματα (artifacts), τα οικολογικά χαρακτηριστικά (ecofacts) και τα στοιχεία (features). Στην περίπτωση της περιοχής που χαρακτηρίζεται ως μη-θέση διευκρινίζουν ότι το αρχαιολογικό υλικό με όποια μορφή κι αν εμφανίζεται, είτε είναι περιορισμένο σε ποσότητα είτε καλύπτει σε μεγάλο εύρος μια περιοχή ή συμβαίνουν και τα δυο, είναι αδύνατο να οδηγήσει στον προσδιορισμό ορίων μέσα από τις διαδικασίες των κανονικών επιφανειακών ερευνών (Plog et al. 1978: 389). Ένα από τα πιο σημαντικά πλεονεκτήματα της χωρίς-θέση επιφανειακής έρευνας είναι ότι δίνει τη δυνατότητα στον αρχαιολόγο να παρατηρήσει και να καταγράψει τις λεπτές διαβαθμίσεις στην ένταση της ανθρώπινης δραστηριότητας, όπως αυτή αποτυπώνεται στο τοπίο, σε ολόκληρη την κλίμακα θέσεων, από τους πιο πυκνούς αστικούς χώρους ώς τις πιο σποραδικά χρησιμοποιούμενες τοποθεσίες (Cherry 1983: 396). Αν δεχτεί κανείς την άποψη του Gallant ότι μια θέση μπορεί να προσδιοριστεί μόνο σε σχέση με τη συνολική πυκνότητα του αρχαιολογικού υλικού που υπάρχει σε μια περιοχή, τότε πράγματι η υιοθέτηση της μεθοδολογίας της χωρίς-θέση έρευνας προσφέρει ακριβώς τη δυνατότητα στον ερευνητή να αξιολογήσει τις μεταβολές στην πυκνότητα και να αποφασίσει, με βάση τα χαρακτηριστικά της κατανομής, τις διαθέσιμες πηγές και τη δική του θεωρητική τοποθέτηση, για το ποιες συγκεντρώσεις του υλικού θεωρείται ότι συγκεντρώνουν τα χαρακτηριστικά των θέσεων μέσα στο συνολικό πλήθος του αρχαιολογικού υλικού (Cherry 1983: 396, Chenhall 1975: 8). Θα πρέπει, επίσης, να επισημανθεί ότι τα αποτελέσματα μιας επιφανειακής έ- ρευνας ενδέχεται να παρουσιάζουν αποκλίσεις από την πραγματικότητα του παρελθόντος ως αποτέλεσμα παραγόντων που αφορούν τόσο στη διαδικασία σχηματισμού του αρχαιολογικού υλικού σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον, όσο και στην πιθανότητα εντοπισμού του υλικού αυτού. Η πρώτη περίπτωση αφορά στις διαδικασίες εκείνες, όπως οι φυσικοί ή τεχνητοί παράγοντες της μεταφοράς, της διάβρωσης και της απόθεσης, που επιδρούν πάνω στα κινητά ευρήματα, και κατ επέκταση στο σχηματισμό και στην τελική έκφραση του αρχαιολογικού υλικού (Dunnell 1992: 34, Zangger et al

94 Κεφάλαιο 6 549, Wells, Runnels και Zangger 1990: 210). Η δεύτερη περίπτωση αφορά σε παράγοντες όπως είναι η πυκνότητα και η φύση της βλάστησης και των καλλιεργειών στην περιοχή έρευνας, η ένταση της χρήσης γης στο παρελθόν και σήμερα, και τέλος, τα χαρακτηριστικά του αρχαιολογικού υλικού στην περιοχή (Cherry 1983: 397, Renfrew και Bahn 2001: 45-70). Οι αρχαιολόγοι που σχεδίασαν και προγραμμάτισαν εντατικές επιφανειακές έ- ρευνες στην Ελλάδα, οι οποίες είτε έχουν ολοκληρωθεί είτε βρίσκονται σε εξέλιξη, δεν έμειναν ανεπηρέαστοι ή αμέτοχοι στη συζήτηση που διεξάγεται διεθνώς σχετικά με τη φύση της αρχαιολογικής θέσης. Συνυπολογίζοντας σε κάθε περίπτωση τις δεδομένες ιδιαίτερες συνθήκες μιας περιοχής και τις επιστημολογικές και θεωρητικές τους πεποιθήσεις, παίρνουν αποφάσεις για το σχεδιασμό των προγραμμάτων έρευνας. Τα τελευταία χρόνια και με το νέο κύμα των εντατικών επιφανειακών ερευνών στην Ελλάδα, όπως υπογραμμίστηκε προηγουμένως, η πλειονότητα των αρχαιολόγων υιοθετεί τη χωρίς-θέση έρευνα. Τέτοια παραδείγματα αποτελούν εντατικές επιφανειακές έρευνες σε διάφορες περιοχές της χώρας, όπως για παράδειγμα στη λεκάνη του Λαγκαδά Θεσσαλονίκης (Κωτσάκης 1990: 79), στη Βοιωτία (Bintliff και Snodgrass 1985: 128), στον Ωρωπό Αττικής (Cosmopoulos 1995: 4), στη Νότια Αργολίδα (Runnels και van Andel 1987: 307), στην κοιλάδα της Νεμέας και στην περιοχή Μπερμπάτι-Λίμνες του νομού Αργολίδας (Wright et al. 1990: 606, Wells, Runnels και Zangger 1990: 215), στην κοιλάδα της Ασέας στην Αρκαδία (Forsen et al. 1996: 82), στο νησί της Κέας (Cherry, Davis και Mantzourani 1991: 28), καθώς επίσης και στην περιοχή του Βρόκαστρου στην ανατολική Κρήτη (Hayden, Moody και Rackham 1992: 301). Το επιχείρημα που χρησιμοποιούν ο John Bintliff και ο Anthony Snodgrass για την επιλογή της εντατικής έναντι της εκτεταμένης επιφανειακής έρευνας για την περιοχή της Βοιωτίας είναι αφοπλιστικό: η εντατική επιφανειακή έρευνα, οπουδήποτε κι αν επιχειρήθηκε, έφερε στο φως μια πυκνότητα θέσεων πολύ μεγαλύτερη από εκείνη που καταγράφεται με τη μέθοδο της εκτεταμένης επιφανειακής έρευνας (Bintliff και Snodgrass 1985: 128). Η αναφορά αυτού του επιχειρήματος επαναφέρει στο προσκήνιο το αρχικό ζήτημα που τέθηκε σε σχέση με τα κριτήρια προσδιορισμού μιας θέσης και τις συνέπειες που αυτή η απόφαση έχει για τον αριθμό των θέσεων που εντοπίζει μια εντατική επιφανειακή έρευνα. Εκτιμάται πως ακριβώς τα χαρακτηριστικά της χωρίςθέση έρευνας και η εφαρμογή της, αλλά σε ορισμένες μόνο περιοχές της Ελλάδας, δικαιολογούν σε ένα βαθμό τις διαφορές που παρατηρούνται στις πυκνότητες των θέσεων από περιοχή σε περιοχή. Ιδιαίτερα, αν κανείς αντιπαραθέσει τέτοιες περιοχές με κάποιες άλλες, όπου η έρευνα υπήρξε λιγότερο συστηματική ή δεν υπήρξε κανενός είδους συστηματική έρευνα, χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα ότι οι σημαντικές μεταβολές στην ποιότητα της πληροφορίας είναι οι μοναδικοί παράγοντες που αιτιολο- 87

95 Κεφάλαιο 6 γούν τις παρατηρούμενες διαφορές στην ιστορία της ανθρώπινης εγκατάστασης ανάμεσα σε περιοχές (Halstead 1994: 198) Η χρονολόγηση μιας θέσης Όπως υπογραμμίστηκε παραπάνω, η ποιότητα της αρχαιολογικής έρευνας είναι ένας παράγοντας που έχει σημαντικές επιπτώσεις, εκτός από τον εντοπισμό, και στη διαδικασία χρονολόγησης μιας θέσης. Η ακριβής χρονολόγηση των περιόδων χρήσης μιας θέσης είναι με τη σειρά της μια σημαντική μεταβλητή για τη μελέτη των αλλαγών στη χωροταξική οργάνωση των οικισμών μιας περιοχής από μια περίοδο σε μια άλλη (Cherry 1983: 399, Rutter 1993: 756). Λαμβάνοντας υπόψη τη σπουδαιότητα της ακρίβειας στη χρονολόγηση των θέσεων για τη μελέτη της διαχρονικής εξέλιξης της χωροταξικής οργάνωσης των προϊστορικών οικισμών στον ελλαδικό χώρο, θα γίνει προσπάθεια να διευκρινιστεί ποιοι παράγοντες υπεισέρχονται στην εμφάνιση κάποιου ποσοστού σφάλματος στη χρονολόγηση μιας θέσης. Στην Ελλάδα, το αρχαιολογικό υλικό που παραδοσιακά χρησιμοποιείται για τη χρονολόγηση μιας προϊστορικής θέσης αποτελεί κατά κύριο λόγο η κεραμική, η οποία ενδέχεται να είναι το προϊόν ανασκαφικής εργασίας ή να αποτελεί επιφανειακό υλικό της θέσης (Θεοχάρης 1973: 39, Rutter 1993: 755). Στην περίπτωση της χρονολόγησης μιας θέσης με βάση το υλικό που συγκεντρώνεται μέσα από τη διαδικασία της ανασκαφής το ποσοστό σφάλματος σχεδόν μηδενίζεται. Σημαντικό ρόλο σ αυτό παίζει το γεγονός ότι ο αρχαιολόγος έχει τη δυνατότητα να παρακολουθήσει και να μελετήσει τη διαδοχή της κεραμικής μέσα στο πλαίσιο του στρωματογραφημένου ανασκαφικού υλικού, με αποτέλεσμα να μπορεί να σχηματίσει μια πιο εμπεριστατωμένη άποψη για τη χρονολογική ακολουθία και τη χρονολόγηση των περιόδων που αντιπροσωπεύονται στη θέση (Renfrew και Bahn 2001: ). Ένας δεύτερος παράγοντας που ελαχιστοποιεί το ποσοστό σφάλματος είναι το θέμα της καλής διατήρησης του θαμμένου αρχαιολογικού, συγκριτικά με το διάσπαρτο εκτεθειμένο επιφανειακό υλικό. Η καλή διατήρηση του αρχαιολογικού υλικού συμβάλλει καθοριστικά στην αναγνώρισή του και στην ταξινόμησή του σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους ή πολιτιστικές φάσεις. Το μόνο ενδεχόμενο να υπάρξει σφάλμα στη χρονολόγηση ανασκαφικού υλικού αποτελεί η περίπτωση όπου κάποιες χρονικές περίοδοι ή πολιτιστικές φάσεις αντιπροσωπεύονται από δύσκολα αναγνωρίσιμη κεραμική, κάτι που κυρίως αφορά περιοχές με περιορισμένη ανασκαφική δραστηριότητα (Rutter 1993: 756). Η περίπτωση της χρονολόγησης μιας θέσης με βάση φτωχά διατηρημένο επιφανειακό υλικό αποδεικνύεται συχνά επισφαλέστερη μέθοδος για την ακριβή χρονολόγηση των περιόδων χρήσης της θέσης (Cavanagh 1999: 34). Το επιφανειακό υλικό προέρχεται είτε από μη συστηματικές επιφανειακές έρευνες ή, στην καλύτερη εκδοχή, από συστηματικές εκτεταμένες ή εντατικές επιφανειακές έρευνες. Σε κάθε περίπτωση, στο 88

96 Κεφάλαιο 6 χώρο της Μεσογείου η κεραμική είναι σε μεγάλο βαθμό το πιο πολύτιμο εύρημα που αποκαλύπτεται στη διαδικασία της επιφανειακής έρευνας και χρησιμεύει στη χρονολόγηση των περιόδων κατοίκησης μιας δεδομένης θέσης. Ωστόσο, λόγω της έκθεσής του σε ιδιαίτερα καταστροφικές για τη διατήρησή του φυσικές και ανθρωπογενείς συνθήκες, υφίσταται συνήθως σοβαρές αλλοιώσεις, με αποτέλεσμα να περιορίζεται σε σημαντικό βαθμό η δυνατότητα αναγνώρισης και χρονολόγησής του. Εξάλλου, σημαντικό ρόλο στη δυνατότητα χρονολόγησης μιας θέσης με τη βοήθεια του κεραμικού υλικού παίζει το γεγονός ότι κάποιες χρονικές περίοδοι και/ή πολιτιστικές φάσεις αντιπροσωπεύονται από καλά αναγνωρίσιμη κεραμική, σε αντίθεση με άλλες περιόδους ή πολιτισμούς με λιγότερο αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά (Cherry 1983: 400). Πέρα από το ζήτημα της διάγνωσης της κεραμικής μιας θέσης, ένα άλλο ερώτημα στο οποίο καλείται να απαντήσει ο αρχαιολόγος είναι το ζήτημα της ποσότητας των οστράκων της κεραμικής που θεωρείται απαραίτητο να συγκεντρώνει μια θέση, ώστε να επιτρέψει τη χρονολόγησή της σε μια δεδομένη χρονολογική φάση (Rutter 1993: 756). Η συνοπτική αναφορά στα ζητήματα που αφορούν στη χρονολόγηση μιας θέσης είχε ως σκοπό να καταδείξει ότι δεν πρόκειται για μια αντικειμενική και αδιαμφισβήτητη διαδικασία που διασφαλίζει οπωσδήποτε την ορθότητα του αποτελέσματος. Επομένως, και ακριβώς για το λόγο αυτό, είναι αναγκαίο να επισημανθεί και να γίνει α- ποδεκτό το γεγονός ότι σε κάποιες περιπτώσεις υπάρχουν αποκλίσεις από την πραγματικότητα. Η πρόοδος στην αρχαιολογική επιστήμη και στις τεχνικές που εφαρμόζει στη συγκέντρωση, την ανάλυση και τη μελέτη των δεδομένων της έχει συμβάλλει σε διορθωτικές παρεμβάσεις σε αρκετές περιπτώσεις, όπου πραγματοποιήθηκε επανεξέταση υλικού από παλαιότερες εργασίες. Στην παρούσα εργασία έγινε προσπάθεια να ληφθούν υπόψη τα συμπεράσματα των νεότερων ερευνών και να αποκατασταθούν στο βαθμό που επιτρεπόταν κάποιες ανακρίβειες που έγιναν αντιληπτές. Παρόλα αυτά, ανεξάρτητα από την προσωπική προσπάθεια αποκλίσεις και σφάλματα παραμένουν ως αποτέλεσμα της δεδομένης, επί του παρόντος, κατάστασης της αρχαιολογικής γνώσης Η χρήση μιας θέσης Σημαντικό βήμα μετά τον εντοπισμό και τη χρονολόγηση μιας θέσης, κάτω από οποιαδήποτε επιστημολογική παραδοχή σχετικά με τον ορισμό της θέσης, είναι η εξακρίβωση της χρήσης της θέσης. Μολονότι για τους περισσότερους αρχαιολόγους ο όρος θέση παραπέμπει σε κατοικία ή οικισμό, η συζήτηση σχετικά με τον ορισμό της θέσης υποδεικνύει ότι δεν πρόκειται για μονοσήμαντο όρο (Wells, Runnels και Zangerr 1990: 216). Ανάλογα με τον τρόπο που η ποιότητα της αρχαιολογικής έρευνας αποτελεί σημαντική μεταβλητή στον εντοπισμό και στη χρονολόγηση μιας αρχαιολογικής θέσης, το είδος της έρευνας που αφορά σε μια θέση αποτελεί αντίστοιχα καθοριστικό παράγοντα για την εξακρίβωση της χρήσης μιας θέσης. Στην περίπτωση όπου η διαπί- 89

97 Κεφάλαιο 6 στωση των δραστηριοτήτων που πραγματοποιούνταν σε μια συγκεκριμένη θέση γίνεται μέσα από τη μελέτη ανασκαφικού υλικού, η διαδικασία οδηγεί κατά κανόνα σε ένα α- σφαλές συμπέρασμα για τη χρήση της θέσης. Μόνη εξαίρεση όπου η ανασκαφική διαδικασία ενδέχεται να παρουσιάζει αδυναμία σχετικά με την απάντηση στο ζήτημα της χρήσης της θέσης, αποτελεί η περίπτωση της ιδιαίτερα περιορισμένης σε έκταση ανασκαφικής εργασίας, όπου τα κατάλοιπα της ανθρώπινης δραστηριότητας δεν είναι ικανά να αποσαφηνίσουν τη χρήση τους στο παρελθόν, είτε λόγω της ποσότητάς τους είτε λόγω της φύσης τους ή της κατάστασης διατήρησής τους. Σε αντιδιαστολή, η προσπάθεια προσδιορισμού της χρήσης μιας θέσης με βάση το επιφανειακό υλικό αποτελεί μια πιο επισφαλή διαδικασία, λόγω της φύσης και των περιορισμών που επιβάλλει το υλικό (Melas 1985: 154, Haggis 1992: 266). Ο Cherry επισημαίνει ότι, παρόλο που η τοπική και χρονική μεταβολή της κατανομής των θέσεων υπήρξαν σημαντικοί στόχοι των επιφανειακών ερευνών, τα εργαλεία για τη διάκριση του τύπου των θέσεων παραμένουν σε απογοητευτικό βαθμό ανεπεξέργαστα (Cherry 1994: 103). Στις περισσότερες περιπτώσεις επιφανειακών ερευνών η χρήση των θέσεων προσδιορίζεται με βάση την πυκνότητα των επιφανειακών κινητών ευρημάτων, το μέγεθος της θέσης, τα κατάλοιπα των κατασκευών και την τοπογραφία της τοποθεσίας, ενώ δεν λείπουν και περιπτώσεις απουσίας αρχιτεκτονικών καταλοίπων, όπου ο προσδιορισμός της λειτουργίας μιας θέσης περιορίζεται στο μέγεθος της θέσης και στο είδος των κινητών ευρημάτων (Jameson, van Andel και Runnels 1994: 248, Haggis 1996: 389, Branigan 1998: 55, Mee και Taylor 1997: 50). Όμως, όπως τονίστηκε παραπάνω, διάφορες φυσικές ή ανθρωπογενείς διαδικασίες οδηγούν τόσο στην αλλοίωση της φύσης του ίδιου του επιφανειακού υλικού, όσο και στη διασπορά των κινητών ευρημάτων στην επιφάνεια, με αποτέλεσμα να επηρεάζεται η αντίληψη για την κλίμακα και το είδος των δραστηριοτήτων που έλαβαν χώρα σε έναν τόπο κατά το παρελθόν. Επιπλέον, η έμφαση που δίνεται στο μέγεθος των θέσεων για την ταξινόμησή τους σε κατηγορίες με κριτήριο τη χρήση τους μπορεί να είναι παραπλανητική, καθώς διαφορετικές λειτουργικά οντότητες, όπως τοπικά ιερά, νεκροταφεία, ομάδες τάφων, μικρές αγροικίες ή εποχικά καταφύγια, είναι πιθανό να εμφανίζονται επιφανειακά όμοιες σε έκταση (Cherry 1994: 103). Ανεξάρτητα από την ποικιλία σε ορισμούς και έννοιες της θέσης ως βασική έννοια της αρχαιολογικής επιστήμης, η ίδια εξακολουθεί να έχει έναν κεντρικό ρόλο στην αρχαιολογική έρευνα. Ο Robert Dunnell αναγνωρίζει ότι η θέση είναι το επίκεντρο πολλών προγραμμάτων ανεύρεσης, πολλών συζητήσεων δειγματοληψίας και πολλών προσεγγίσεων χωρικής ανάλυσης (Dunnell 1992: 32). Για τις ανάγκες της παρούσας εργασίας, και με δεδομένο ότι οι θέσεις που καταγράφηκαν είναι το προϊόν αρχαιολογικών ερευνών με ουσιαστικές μεταξύ τους διαφορές, εννοείται ως θέση εκείνο που ο Rutter αναφέρει ως κάθε τοποθεσία ανθρώπινης δραστηριότητας στο παρελθόν 90

98 Κεφάλαιο 6 (Rutter 1993: 752). Η υιοθέτηση ενός τόσο γενικού ορισμού της θέσης δίνει ακριβώς τη δυνατότητα να συμπεριληφθεί κάθε ενδεχόμενη περιγραφή και ερμηνεία της έννοιας της θέσης. Σύμφωνα με τον ορισμό που υιοθετείται, μια θέση μπορεί να συνίσταται σε κατάλοιπα της ανθρώπινης δραστηριότητας η κλίμακα των οποίων κυμαίνεται εν δυνάμει από μεμονωμένα ευρήματα ή μια μικρή ομάδα επιφανειακών κινητών ευρημάτων έως μια μεμονωμένη κατασκευή ή παραπέρα έως μια εκτεταμένη περιοχή υψηλής ανθρώπινης δραστηριότητας. Με βάση τα παραπάνω, μπορεί κανείς να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι στο ζήτημα του ορισμού της θέσης και σ εκείνο της ερμηνείας της θέσης σε σχέση με τη χρήση, οι συνιστώσες που συντείνουν στην απόκλιση από την πραγματικότητα εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τη φύση της αρχαιολογικής εργασίας που σε κάθε περίπτωση διεξάγεται. Στην περίπτωση του ελλαδικού χώρου, που αποτελεί και το γεωγραφικό πλαίσιο της εργασίας, τονίστηκαν ιδιαίτερα οι ποιοτικές και ποσοτικές διαφορές που εντοπίζονται στην αρχαιολογική πρακτική από περιοχή σε περιοχή και ο αντίκτυπος αυτής της ανομοιογένειας στην ποιότητα της γνώσης που αποκομίζεται σε κάθε περίπτωση. Επομένως, μπορεί με βεβαιότητα να διατυπωθεί ο ισχυρισμός ότι η χρήση του όρου θέση από τους αρχαιολόγους δεν ταυτίζεται απαραίτητα με τον όρο οικισμός, χωρίς αυτό να αποτελεί μια προσωπική εκτίμηση, αλλά διαπίστωση των ίδιων των αρχαιολόγων που δραστηριοποιούνται στο χώρο της αιγαιακής προϊστορίας (Jacobsen 1981: 304, Nixon et al. 1989: 204). Για το λόγο αυτό κρίνεται αναγκαίο να διευκρινιστεί ότι τόσο στο πλαίσιο της παρούσας μελέτης, όσο και στην πλειονότητα των μελετών που πραγματεύονται τον προϊστορικό οικισμό, η χρήση του όρου οικισμός αποτελεί στην πράξη μια παραδοχή παρά την απόλυτη καταγραφή της πραγματικότητας. 91

99 Κεφάλαιο 7 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7. ΤΟ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟ ΔΙΚΤΥΟ ΤΩΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΟΙΚΙΣΜΩΝ 7.1 Τα οικολογικά χαρακτηριστικά του ελλαδικού χώρου Η σπουδαιότητα της ανασύστασης του περιβάλλοντος υπογραμμίζεται με ιδιαίτερη έμφαση στις μελέτες που πραγματεύονται τη διάταξη των οικισμών στο παρελθόν, καθώς η δυναμική σχέση ανάμεσα στον άνθρωπο και το περιβάλλον θεωρείται απαραίτητη για την κατανόηση της ανθρώπινης δράσης και των ανθρώπινων επιλογών μέσα σε ένα ευρύτερο φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον (Renfrew και Bahn 2001: 227). Η εκδήλωση ενός ιδιαίτερου ενδιαφέροντος για την ανασύσταση του παλαιοπεριβάλλοντος του ελλαδικού χώρου, κυρίως στο πλαίσιο των αρχαιολογικών προγραμμάτων εντατικής επιφανειακής έρευνας, τροφοδότησε την αιγαιακή αρχαιολογία με ένα σημαντικό όγκο πληροφοριών για τα χαρακτηριστικά του φυσικού περιβάλλοντος στο παρελθόν, καθώς επίσης και για την εξέλιξη του περιβάλλοντος από τα προϊστορικά χρόνια μέχρι σήμερα. Τα αποτελέσματα των παλαιοπεριβαλλοντικών ερευνών υποδεικνύουν σημαντικές αλλαγές στα χαρακτηριστικά του φυσικού περιβάλλοντος από τη νεότερη προϊστορία μέχρι σήμερα, συμβάλλοντας στην κατανόηση των επιπτώσεων της ανθρώπινης δράσης στο τοπίο, καθώς και στην κατανόηση των αποθετικών διαδικασιών στις αρχαιολογικές θέσεις, ιδιαίτερα τις πρώιμες (Bennet και Galaty 1997: 98). Σύμφωνα με τα δεδομένα των επιστημονικών ερευνών, παγκόσμια φαινόμενα όπως η μετάβαση από την παγετώδη στη μεταπαγετώδη περίοδο και η ακόλουθη ανύψωση της στάθμης της θάλασσας, σε συνδυασμό με τοπικά φαινόμενα διάβρωσης και απόθεσης, έχουν προκαλέσει μετασχηματισμούς στην ακτογραμμή του ελλαδικού χώρου. Οι γεωμορφολογικές μελέτες σε διάφορες περιοχές του ελλαδικού χώρου υποδεικνύουν αλλαγές στο ανάγλυφο της επιφάνειας της γης λόγω της διάβρωσης των εδαφών στα πρανή του τοπίου και της απόθεσης ιζημάτων στα χαμηλά μέρη και τους πυθμένες των κοιλάδων και των λεκανών. Οι παλυνολογικές μελέτες επιβεβαιώνουν, επίσης, αλλαγές στο είδος και την πυκνότητα της βλάστησης στον ελλαδικό χώρο (Halstead 1994: 196). Οι αλλαγές που υφίσταται το φυσικό περιβάλλον στον ελλαδικό χώρο κατά τη διάρκεια της μεταπαγετώδους περιόδου, η οποία ξεκίνησε περίπου χρόνια πριν από σήμερα, αποτελούν τη συνισταμένη δύο δυνάμεων, των φυσικών διαδικασιών και της ανθρώπινης δράσης (Halstead 2000: 110). Διαπιστώνεται ότι οι δύο αυτές συνιστώσες δεν έχουν την ίδια ένταση στο πέρασμα των χρόνων, αλλά παρουσιάζουν περιόδους ύφεσης και κορύφωσης, προκαλώντας αντίστοιχα περιόδους σταθερότητας ή μεταβολής των χαρακτηριστικών του φυσικού περιβάλλοντος. Θα πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι τόσο οι φυσικές δυνάμεις όσο και ο ανθρώπινος παράγοντας δεν δρουν ο- μοιόμορφα σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο, αλλά εμφανίζουν τοπικές διαφοροποιήσεις σε μικρο-κλίμακα. Οι φυσικές διαδικασίες δρουν σε συνάρτηση με τα χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος σε μικρο-κλίμακα, όπως το γεωλογικό υπόβαθρο, το ανάγλυφο του 92

100 Κεφάλαιο 7 εδάφους και το υψόμετρο, η τοπική βλάστηση και το μικροκλίμα μιας συγκεκριμένης περιοχής. Από την άλλη, ο ανθρώπινος παράγοντας δεν παρουσιάζει ομοιογενή χαρακτηριστικά σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο, καθώς ο παράγοντας αυτός εξαρτάται από το είδος και την ένταση της ανθρώπινης δράσης σε μια συγκεκριμένη περιοχή (Whitelaw 2000: 145). Για το λόγο αυτό, η ακρίβεια στη χρονολόγηση των φαινομένων και η υπογράμμιση της τοπικής παραλλαγής αποκτούν βαρύνουσα σημασία στην προσπάθεια ανασύστασης του παλαιοπεριβάλλοντος σε μια δεδομένη χρονική στιγμή, όπως ε- πίσης και στην παρακολούθηση της εξέλιξης του φυσικού περιβάλλοντος στο πέρασμα των χρόνων. Στο πλαίσιο των ερευνητικών ζητημάτων της παρούσας εργασίας και με δεδομένη την κλίμακα του γεωγραφικού χώρου που εξετάζεται, η αναφορά στις παλαιοπεριβαλλοντικές μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί στον ελλαδικό χώρο έχει ως σκοπό να υπογραμμίσει ορισμένες μεταβολές των περιβαλλοντικών χαρακτηριστικών, που κρίνεται ότι έχουν ιδιαίτερη σημασία για τη μελέτη του χωροταξικού δικτύου των οικισμών, και όχι να εξαντλήσει ολόκληρο τον όγκο της διαθέσιμης βιβλιογραφίας. Οι πληροφορίες που προσφέρουν οι γεωμορφολογικές και οι παλυνολογικές έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί σε διάφορες περιοχές του ελλαδικού χώρου θα δώσουν τη δυνατότητα να αναγνωριστούν ορισμένα χαρακτηριστικά του φυσικού περιβάλλοντος, τα οποία μολονότι σήμερα δεν είναι εύκολα αναγνωρίσιμα ή έχουν εξαφανιστεί, ενδέχεται στο παρελθόν να είχαν αποτελέσει είτε σημαντικούς φυσικούς πόρους είτε περιβαλλοντικούς περιορισμούς για την ανθρώπινη δράση (Treuil et al. 1996: 93-94). Θα πρέπει, επίσης, να υπογραμμιστεί το γεγονός ότι η γνώση των γεωμορφολογικών αλλαγών που έχει υποστεί η επιφάνεια της γης έχει ιδιαίτερη σημασία για τη μελέτη της διάταξης των οικισμών σε μια περιοχή, καθώς οι αρχαιολογικές έρευνες υποδεικνύουν ότι διαδικασίες όπως η διάβρωση των εδαφών, η απόθεση ιζημάτων, η τεκτονική κινητικότητα και η αλλαγή της ακτογραμμής προκαλούν στρέβλωση του αρχαιολογικού υλικού και κατά συνέπεια επηρεάζουν αρνητικά τη δυνατότητα εντοπισμού των αρχαιολογικών θέσεων (Zangger et al. 1997: 549) Μακρο-τοπογραφία και φυσικές δίοδοι επικοινωνίας Οι μορφοδομές του ελλαδικού χώρου δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια της Αλπικής ορογένεσης, ενώ η ακόλουθη τεκτονική και κλιματική κινητικότητα διαμόρφωσε τα βασικά γνωρίσματα του τοπίου. Ο ελλαδικός χώρος ταυτίζεται γεωγραφικά με το μεγαλύτερο μέρος της λεκάνης του Αιγαίου, το κέντρο της οποίας αποτελεί η θάλασσα του Αιγαίου. Το θαλάσσιο χώρο του Αιγαίου πλαισιώνουν οι κορυφογραμμές της ηπειρωτικής γης, οι οποίες αποτελούν μια σχεδόν συνεχή ορεινή ζώνη που διακόπτεται από στενά φυσικά περάσματα. Στα δυτικά του αιγαιακού χώρου ο ορεινός όγκος είναι ι- διαίτερα επιβλητικός. Η οροσειρά των Ελληνίδων υψώνεται με κατεύθυνση από τα Β-ΒΔ 93

101 Κεφάλαιο 7 προς τα Ν-ΝΑ, σχηματίζοντας μια αλυσίδα ορεινών όγκων που εκτείνεται από την Ιλλυρία ώς την Πελοπόννησο. Το χάσμα της Κορίνθου αποτελεί τη μόνη διακοπή αυτής της ορεινής αλυσίδας, σημείο στο οποίο η θάλασσα διαχωρίζει τον κεντρικό ηπειρωτικό κορμό του ελλαδικού χώρου από την Πελοπόννησο, αφήνοντας ως μοναδικό πέρασμα τον ισθμό της Κορίνθου. Η δυτική πλευρά αυτής της ορεινής αλυσίδας κοιτάζει προς τη θάλασσα του Ιονίου, ένα τμήμα του ελλαδικού χώρου που μοιράζεται ανάμεσα στην αιγαιακή λεκάνη και την Αδριατική θάλασσα. Η οροσειρά της Ροδόπης αποτελεί ένα ισχυρό όριο στα βόρεια της αιγαιακής λεκάνης, το οποίο εκτείνεται μεταξύ των λεκανών του Αξιού και του Έβρου. Στα ανατολικά, τα όρια του ελλαδικού χώρου δεν συμπίπτουν με τα φυσικά όρια της αιγαιακής λεκάνης, που σχηματίζονται από τους χαμηλούς ορεινούς όγκους της Ανατολίας, αλλά ταυτίζονται με το θαλάσσιο χώρο του ανατολικού Αιγαίου και με μια σειρά νησιών που βρίσκονται κοντά στις ακτές της Ανατολίας. Ένα κατακερματισμένο τόξο κλείνει τον αιγαιακό χώρο στα νότια, το ο- ποίο αρχίζει να σχηματίζεται από τις νότιες ακτές της Ανατολίας και συμπεριλαμβάνει τα νησιά της Ρόδου, της Κάσου, της Καρπάθου, της Κρήτης, των Αντικυθήρων και των Κυθήρων (Treuil et al. 1996: 95-96). Η ορεινή γη είναι κυρίαρχη στο ηπειρωτικό τοπίο του ελλαδικού χώρου. Η οροσειρά των Ελληνίδων που διατρέχει τον κύριο ελλαδικό κορμό και καταλήγει στην Πελοπόννησο αποτελεί ένα ισχυρό γεωγραφικό όριο ανάμεσα στον ανατολικό και το δυτικό ηπειρωτικό ελλαδικό χώρο. Ο κεντρικός κορμός του αποστραγγιστικού δικτύου του ηπειρωτικού ελλαδικού χώρου ακολουθεί το ΒΒΔ-ΝΝΑ άξονα της υψηλότερης τοπογραφίας της ορεινής αλυσίδας των Ελληνίδων (εικ ). Τμήμα του δικτύου αποστραγγίζει το συνεχή ορεινό όγκο προς τα δυτικά στη θάλασσα του Ιονίου. Το δίκτυο αποστράγγισης που εκτείνεται προς τα ανατολικά της οροσειράς των Ελληνίδων διαφοροποιείται ως προς τον άξονα βορρά-νότου, σε ό,τι αφορά την κλίμακα των λεκανών α- πορροής και την κατεύθυνση της ροής, με δεδομένη την τοπική διαφοροποίηση ως προς τη γεωλογία και την τεκτονική ιστορία των διαφόρων γεωγραφικών περιοχών. Βόρεια και ανατολικά της οροσειράς απλώνονται μεγάλες λεκάνες απορροής, που αποστραγγίζουν στη θάλασσα του Αιγαίου με κατεύθυνση παράλληλη προς το ΒΒΔ-ΝΝΑ δομικό άξονα της οροσειράς. Οι μεγάλες λεκάνες απορροής χαρακτηρίζουν, επίσης, τις περιοχές βόρεια και κεντρικά της οροσειράς, αποστραγγίζοντας προς τα ανατολικά στη θάλασσα του Αιγαίου. Οι μικρές λεκάνες απορροής κυριαρχούν νοτιότερα στις κεντρικές και νότιες ανατολικές περιοχές του ελλαδικού χώρου, ως αποτέλεσμα της πιο έντονης τεκτονικής δραστηριότητας που παρατηρείται στην περιοχή (Collier, Leeder και Jackson 1995: 31-34). Η παρουσία μεγάλων λεκανών απορροής στο βόρειο κεντρικό και βόρειο ανατολικό τμήμα του ηπειρωτικού ελλαδικού χώρου έρχεται σε αντίθεση με την παρουσία μικρότερων λεκανών στο κεντρικό και νότιο τμήμα, μια αντίθεση που αντανακλάται στην 94

102 Κεφάλαιο 7 κατανομή των πεδινών εδαφών. Στο ορεινό τοπίο του ελλαδικού χώρου τα περιορισμένα σε έκταση πεδινά εδάφη εκτείνονται ανάμεσα στους ορεινούς όγκους και τη θάλασσα. Η πεδινή γη καταλαμβάνει μεγαλύτερες εκτάσεις στις μεγάλες λεκάνες της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας και της Θράκης, ενώ οι περιοχές του κεντρικού ελλαδικού χώρου και της Πελοποννήσου παρουσιάζουν ένα πιο ανομοιογενές ανάγλυφο, καθώς η εναλλαγή α- νάμεσα στους ορεινούς όγκους και τις πεδιάδες των μικρών εύφορων λεκανών γίνεται πιο έντονη (Halstead 1994: 196, Παντελίδου-Γκόφα 1996: 69, Renard 1995: 101). Οι ορεινοί όγκοι που πλαισιώνουν τις μικρές και μεγάλες λεκάνες αποστράγγισης του ηπειρωτικού ελλαδικού χώρου αποτελούν τα φυσικά όρια που διαχωρίζουν τις πεδινές εκτάσεις. Οι φυσικές δίοδοι που εξασφαλίζουν τη μετακίνηση από τη μια λεκάνη στην άλλη αποτελούν τους μοναδικούς συνδετικούς κρίκους μεταξύ των φιλόξενων πεδινών τοπίων. Μια δεύτερη διέξοδο αποτελούν τα πλωτά ποτάμια που οδηγούν στη θάλασσα και από εκεί στους θαλάσσιους δρόμους επικοινωνίας, που συνδέουν μεταξύ τους παράκτιες περιοχές και ενώνουν παράλληλα την ηπειρωτική χώρα με την κατακερματισμένη νησιωτική γη Μεταβολές των γεωμορφολογικών χαρακτηριστικών στον άξονα του χρόνου Οι αλλαγές που έχει υποστεί το τοπίο στη διάρκεια του Ολόκαινου είναι δυνατό να αποκαλυφθούν, όταν κανείς εστιάσει σε μια πιο μικρή κλίμακα θεώρησης του ελλαδικού χώρου. Οι γεωμορφολογικές έρευνες σε συγκεκριμένες περιοχές επιβεβαιώνουν αλλαγές στην ακτογραμμή και τη ροή των ποταμών, οι οποίες συνοδεύονται από επεισόδια διάβρωσης εδαφών και απόθεσης ιζημάτων. Η μεταπαγετώδης ανύψωση της στάθμης της θάλασσας υπήρξε ραγδαία ώς το 9.000ΒΡ, από τη μια καλύπτοντας με νερό μεγάλες παράκτιες πεδινές εκτάσεις και από την άλλη διαχωρίζοντας με το νερό κομμάτια γης που προηγουμένως ήταν ενωμένα. Το 9.000ΒΡ η γεωγραφία των ακτών του ελλαδικού χώρου παρουσίαζε μικρές αποκλίσεις από τη σημερινή, με εξαίρεση ορισμένα νησιά που πιθανόν να ήταν ενωμένα μεταξύ τους ή με την ηπειρωτική γη και με τη διαφορά ότι ορισμένες παράκτιες πεδινές εκτάσεις είχαν ενδεχομένως διπλάσιο μέγεθος από το σημερινό (εικ ). Μετά το 9.000ΒΡ, η ανύψωση της στάθμης της θάλασσας υπήρξε πιο αργή και πιο περιορισμένη συγκριτικά με τα προηγούμενα μεγέθη, ενώ η σύγχρονη ιζηματογένεση και η δόμηση των παράκτιων πεδιάδων και των δέλτα των ποταμών με την απόθεση των ιζημάτων άρχισε να παίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της ακτογραμμής (van Andel και Shackleton 1982: ). Οι έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί στον ελλαδικό χώρο σχετικά με τις αλλαγές που έχει υποστεί το όριο ανάμεσα στην ξηρά και τη θάλασσα επιβεβαιώνουν την τοπική διαφοροποίηση της εξέλιξης της ακτογραμμής μετά το 9.000ΒΡ. Πρόκειται για μια χρονική στιγμή που συμπίπτει σχεδόν με την έναρξη της Νεολιθικής Εποχής και τη σταδιακή εξάπλωση της ανθρώπινης παρουσίας στο τοπίο του ελλαδικού χώρου, υποδεικνύοντας 95

103 Κεφάλαιο 7 την εισαγωγή του ανθρώπινου παράγοντα ως συνιστώσα στις μεταβολές που υφίσταται το φυσικό περιβάλλον. Προκειμένου να γίνει κατανοητός ο χαρακτήρας της μεταβολής της ακτογραμμής στη διάρκεια του Ολόκαινου, θεωρείται σκόπιμη η αναφορά σε ορισμένες μελέτες που πραγματεύονται το συγκεκριμένο ζήτημα σε παράκτιες περιοχές του ελλαδικού χώρου. Μια τέτοια μελέτη αφορά στο βόρειο αιγαιακό χώρο και συγκεκριμένα στην παράκτια ζώνη που εκτείνεται ανάμεσα στην Ιερισσό και την Αλεξανδρούπολη. Κατά τη διάρκεια της μεταπαγετώδους ανύψωσης της στάθμης της θάλασσας από το ΒΡ ώς το 7.500ΒΡ υπήρξαν σημαντικές αλλαγές στη γεωμορφολογία της παράκτιας ζώνης, καθώς κομμάτια γης βυθίστηκαν κάτω από το θαλάσσιο νερό. Στο ίδιο χρονικό διάστημα, η Σαμοθράκη και η Θάσος αποκολλήθηκαν από την ηπειρωτική γη. Η ακτογραμμή πλησίασε σε σημαντικό βαθμό τη σημερινή της θέση και το σημερινό της σχήμα περίπου το 7.500ΒΡ (εικ ), όταν η στάθμη της θάλασσας ήταν 15μ. κάτω από το σημερινό επίπεδο (Perissoratis και Mitropoulos 1989: 48-49). Η σημασία των παραπάνω δεδομένων για την αρχαιολογία, και ειδικότερα για τη μελέτη της διάταξης των οικισμών, βρίσκεται στην πληροφορία για την ανύψωση της στάθμης της θάλασσας ώς το τέλος σχεδόν της ΜΝ περιόδου. Το γεγονός αυτό έχει ενδιαφέρον για δύο λόγους, πρώτον για την προσβασιμότητα των νησιών της Θάσου και της Σαμοθράκης από την α- πέναντι ηπειρωτική γη στις αρχές της Νεολιθικής και δεύτερον για την αλλοίωση ενδεχόμενου αρχαιολογικού υλικού της παράκτιας ζώνης με τον καταποντισμό της ξηράς. Δυτικότερα, στον Κόλπο του Θερμαϊκού υπάρχουν, επίσης, ενδείξεις ότι η θάλασσα εισχωρούσε βαθύτερα στο μυχό του κόλπου στις αρχές της Νεολιθικής Εποχής. Ωστόσο, μέχρι σήμερα δεν έχουν πραγματοποιηθεί επιστημονικές έρευνες για την τεκμηρίωση των μεταβολών που έχει υποστεί η ακτογραμμή στη διάρκεια του Ολόκαινου (Χρυσοστόμου και Χρυσοστόμου 1993: 168). Σημαντικές πληροφορίες για τη μορφή του τοπίου, και κατ επέκταση για τη μελέτη της διάταξης των οικισμών, προσφέρει η μελέτη που αφορά στη μεταβολή της ακτογραμμής στον όρμο του Διμηνίου. Ο όρμος αποτελούσε μέρος του ευρύτερου Κόλπου του Βόλου και εκτεινόταν προς τα δυτικά της σύγχρονης πόλης του Βόλου (εικ ). Σ αυτή την περιοχή, η μεταπαγετώδης ανύψωση της στάθμης της θάλασσας δημιούργησε ένα καλό φυσικό λιμάνι, στο μυχό του οποίου η μέγιστη εισχώρηση της θάλασσας στην ξηρά σημειώθηκε προς το τέλος της Νεολιθικής Εποχής. Μολονότι η στάθμη της θάλασσας συνέχισε να ανυψώνεται έπειτα από αυτή τη χρονική στιγμή, η διαδικασία αντισταθμίστηκε σε μεγάλο βαθμό από την ιζηματογένεση, καθώς στην ενδοχώρα η διάβρωση του εδάφους αυξανόταν και τα διαβρωμένα εδάφη γέμιζαν σταδιακά τον όρμο του Διμηνίου. Στη διάρκεια της ΠΕΧ, η διαδικασία της απόθεσης ιζημάτων στο βυθό του όρμου κατέληξε στην υποχώρηση της θάλασσας περίπου κατά 2χλμ. (Zangger 1991: 5-6). Η τεκμηριωμένη μεταβολή της ακτογραμμής κατά το τέλος της 96

104 Κεφάλαιο 7 Νεολιθικής και στη διάρκεια της ΠΕΧ υποδεικνύει ότι ορισμένες θέσεις που σήμερα βρίσκονται απομακρυσμένες από τη θάλασσα είχαν ιδρυθεί σε σημεία κοντά στην ακτή, όπως για παράδειγμα το Διμήνι και η Πετρομαγούλα, εκμεταλλευόμενες τους θαλάσσιους πόρους και την πρόσβαση σε θαλάσσιους δρόμους επικοινωνίας. Επιστημονικές έρευνες στον Κόλπο του Άργους και στη χερσόνησο της νότιας Αργολίδας επιβεβαιώνουν, επίσης, αλλαγές της ακτογραμμής στη διάρκεια του Ολόκαινου, ως αποτέλεσμα της ανύψωσης της στάθμης της θάλασσας και της διαδικασίας διάβρωσης των μεσόγειων εδαφών και της απόθεσης των ιζημάτων στις παράκτιες ζώνες. Στο μυχό του αργολικού κόλπου, η μεταπαγετώδης ανύψωση της στάθμης της θάλασσας οδήγησε στη σταδιακή εισχώρηση της θάλασσας προς την ξηρά στα ανατολικά της αργολικής πεδιάδας, καταλήγοντας στο πιο βόρειο σημείο της κοντά στη μεταγενέστερη θέση της Τίρυνθας περίπου το 2500πΧ. Η ίδια διαδικασία ανύψωσης της στάθμης της θάλασσας είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία της λίμνης της Λέρνας στα δυτικά της πεδιάδας του Άργους, η οποία έφτασε στο μέγιστο μέγεθός της το 4660±120πΧ, δηλαδή στα νεότερα χρόνια της Νεολιθικής (εικ ). Αργότερα, στη διάρκεια της ΠΕΧ, η διάβρωση των εδαφών άλλαξε για ακόμη μια φορά το τοπίο της αργολικής πεδιάδας με δύο τρόπους. Από τη μια, στρώματα λάσπης σκέπασαν τη λίμνη της Λέρνας σε προχωρημένη φάση της ΠΕΧ, λόγω της αυξημένης εισαγωγής ιζημάτων από τη διάβρωση των εδαφών (Zangger 1991: 11). Από την άλλη, ο ρυθμός παροχής ιζημάτων στην ακτή του αργολικού κόλπου αυξήθηκε λόγω της μεσόγειας διάβρωσης, με αποτέλεσμα την έναρξη μιας ραγδαίας υποχώρησης της θάλασσας προς το τέλος της ΠΕΧ (εικ ) (van Andel, Zangger και Demitrack 1990: 384). Τόσο η παρουσία της λίμνης της Λέρνας όσο και η πιο μεσόγεια θέση της ακτογραμμής υποδεικνύουν την πιθανή εγγύτητα ορισμένων νεολιθικών ή πρωτοελλαδικών θέσεων σε θαλάσσιους και υδάτινους πόρους, που σήμερα βρίσκονται σε πιο απομακρυσμένα σημεία ή έχουν εξαφανιστεί ολοκληρωτικά. Στα νοτιοανατολικά του Αργολικού κόλπου, στην περιοχή του Ναυπλίου, τα χαμηλότερα μέρη της παράκτιας πεδιάδας της Ασίνης βρίσκονταν κάτω από το νερό από τις αρχές ώς τα μέσα του Ολόκαινου (εικ ). Αυτό σημαίνει ότι οι νεολιθικοί άνθρωποι που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή γνώρισαν το σημερινό ακρωτήρι Καστράκι ως ένα μικρό νησάκι κοντά στην ακτή, η οποία τότε βρισκόταν περίπου 700μ. πιο μεσόγεια από σήμερα. Ο μικρός κόλπος που σχηματιζόταν έφτασε στο μέγιστο στη διάρκεια της Νεολιθικής Εποχής, ενώ από το 4300πΧ και έπειτα ιζήματα άρχισαν να συσσωρεύονται στον πυθμένα του κόλπου. Αρχικά, η δημιουργία ενός παράλιου φράγματος ανάμεσα στο νησάκι και την ακτή στα ανατολικά είχε ως αποτέλεσμα το σχηματισμό μιας λιμνοθάλασσας. Η λιμνοθάλασσα γέμισε σταδιακά από αλλουβιακές αποθέσεις, όπως συνέβη αντίστοιχα και στη λίμνη της Λέρνας, μετατρέποντας τελικά το νησάκι σε τμήμα της ηπειρωτικής ακτής (Zangger 1994: 232). Αλλαγή της ακτογραμμής έχει διαπιστωθεί, επίσης, στον όρμο της Κοιλάδας στα δυτικά της χερσονήσου της νότιας 97

105 Κεφάλαιο 7 Αργολίδας, στο σημείο που βρίσκεται το Σπήλαιο Φράγχθι (εικ ). Καθώς η ακτή βρισκόταν αποτραβηγμένη προς τη θάλασσα κατά 4-6χλμ. ως προς τη σημερινή της θέση, το σπήλαιο κοιτούσε σε μια παράκτια πεδιάδα που εκτεινόταν στα ανατολικά του. Η σταδιακή άνοδος της στάθμης της θάλασσας δημιούργησε ένα βαλτώδες ρυάκι, που ακολουθούσε την κοιλάδα ενός χείμαρρου στην ανατολική είσοδο του κόλπου. Το ρυάκι άγγιξε τον εσώτερο κόλπο το 5.000ΒΡ, προσφέροντας εποχικά φρέσκο νερό. Η πεδιάδα που σχηματιζόταν ανάμεσα στο ρυάκι και την απότομη πλαγιά, όπου στεκόταν το σπήλαιο, εκτιμάται ότι πλημμύρισε στο διάστημα ΒΡ, δηλαδή μετά το τέλος της ΠΕΧ, ενώ η απόθεση ιζημάτων στον κόλπο είχε ήδη ξεκινήσει στο τέλος της Νεολιθικής Εποχής και συνεχίστηκε στο μεγαλύτερο μέρος της ΠΕΧ (van Andel et al. 1980: ). Η διάβρωση των εδαφών και η απόθεση ιζημάτων στις ακτές αποδεικνύεται ότι αποτελούν δύο σημαντικούς παράγοντες στη μεταβολή της ακτογραμμής του ελλαδικού χώρου προς το τέλος της Νεολιθικής Εποχής και έπειτα. Οι γεωμορφολογικές μελέτες υποδεικνύουν ότι τα επεισόδια διάβρωσης των εδαφών και της ακόλουθης απόθεσης των ιζημάτων στον πυθμένα των λεκανών απορροής και κατά μήκος των ακτών δεν συμβαίνουν ταυτόχρονα στον ελλαδικό χώρο. Το δεύτερο στοιχείο που χαρακτηρίζει τις δύο διαδικασίες είναι η τοπική διαφοροποίηση ως προς το ρυθμό και την ένταση των ε- πεισοδίων (van Andel, Zangger και Demitrack 1990: 390, Runnels 1995: 74). Η ανομοιογένεια που χαρακτηρίζει τις δύο διαδικασίες ως προς το χρόνο εκδήλωσής τους και την έντασή τους οφείλεται στη συνδυασμένη δράση των φυσικών διαδικασιών και του ανθρώπινου παράγοντα. Υποστηρίζεται ότι σε περιοχές που είναι τεκτονικά ενεργές, όπως ο ελλαδικός χώρος, ο ρυθμός της διάβρωσης του τοπίου επηρεάζεται γενικά από την τεκτονική δραστηριότητα, το γεωλογικό υπόβαθρο, τις κλιματικές συνθήκες και τις χρήσεις γης (Collier, Leeder και Jackson 1995: 38). Η εκχέρσωση της γης για την αγροτική εκμετάλλευση, η πρακτική της καλλιέργειας, η πρακτική της κτηνοτροφίας και η ακόλουθη αποψίλωση των δασών λόγω της βοσκής, οι ανθρωπογενείς πυρκαγιές για την αύξηση της διαθέσιμης βοσκής, καθώς επίσης και το κόψιμο των δέντρων για την εκμετάλλευση της ξυλείας αποτελούν χρήσεις γης που επιτείνουν την ανθρωπογενή διάβρωση του εδάφους (van Andel, Zangger και Demitrack 1990: 379). Ο ανθρώπινος παράγοντας υπογραμμίζεται κυρίως στις περιπτώσεις στις οποίες η ανθρώπινη παρουσία και δράση ακολουθείται χρονικά από επεισόδια διάβρωσης του εδάφους, όπως για παράδειγμα στη λεκάνη της Λάρισας, στη χερσόνησο της νότιας Αργολίδας και στην πεδιάδα του Άργους. Η λεκάνη της Λάρισας αποτελεί την πιο σημαντική εστία της νεολιθικής ανθρώπινης παρουσίας από την ΑΝ ώς τη ΝΝ περίοδο. Οι επιστημονικές έρευνες που πραγματοποιήθηκαν μέσα στη λεκάνη υποδεικνύουν την απόθεση του αλλούβιου της Γυρτώνης στην πεδιάδα κατάκλυσης της λεκάνης περίπου το πΧ, δηλαδή κατά την τελευταία περίοδο της Νεολιθικής Εποχής. Η χρονική 98

106 Κεφάλαιο 7 ακολουθία των δύο διαδικασιών, δηλαδή της συνεχούς ανθρώπινης δράσης και της μεταγενέστερης αλλουβιοποίησης, θεωρείται ως ένα ισχυρό τεκμήριο για την αιτιώδη σχέση ανάμεσα στη χρήση γης και στην ακόλουθη διάβρωση του εδάφους. Σε ανάλογα συμπεράσματα καταλήγουν οι έρευνες που πραγματοποιήθηκαν στη χερσόνησο της νότιας Αργολίδας, καθώς η απόθεση του αλλούβιου της Πικροδάφνης, περίπου το διάστημα πΧ, πραγματοποιήθηκε μέσα στις κοιλάδες που αποτέλεσαν εστίες της ανθρώπινης δράσης στο τέλος της Νεολιθικής και στη διάρκεια της ΠΕΧ. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα δεδομένα της ανθρώπινης παρουσίας και το χρόνο της αλλουβιακής απόθεσης, υποστηρίζεται ότι η κάλυψη των κοιλάδων από τη ροή των κορημάτων της Πικροδάφνης υπήρξε το αποτέλεσμα της σταδιακής εντατικοποίησης της χρήσης γης μέσα στις ίδιες τις κοιλάδες. Θεωρείται ότι τα δύο επεισόδια αλλουβιοποίησης, που καταγράφονται στην πεδιάδα του Άργους στην ΤΝ και στο τέλος της ΠΕ ΙΙ αντίστοιχα, οφείλονται στη διάβρωση της μάργας και των ριπιδίων των λόφων που περιβάλλουν την πεδιάδα στα ανατολικά, βόρεια και βορειοδυτικά, τα οποία είχαν υποστεί προηγουμένως τη μεγαλύτερη ανθρώπινη εκμετάλλευση (van Andel, Zangger και Demitrack 1990: 382, 384, 388). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει μια πρόσφατη γεωαρχαιολογική μελέτη στην περιοχή της Πιερίας. Η μελέτη επικεντρώνεται στη διερεύνηση των γεωμορφολογικών αλλαγών που υφίστανται δύο γειτονικές κοιλάδες, οι οποίες ξεκινούν από τους Πιέριους λόφους και καταλήγουν στο Θερμαϊκό. Πρόκειται για δύο κοιλάδες που μοιράζονται κοινά περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά λόγω της εγγύτητάς τους, όπως η γεωλογία, το υψόμετρο, η τοπογραφία και η βλάστηση. Τα αρχαιολογικά δεδομένα υποδεικνύουν την ταυτόχρονη έναρξη της ανθρώπινης παρουσίας στις δύο γειτονικές κοιλάδες, που τοποθετείται χρονολογικά στη ΝΝ περίοδο. Μολονότι τα δεδομένα των περιβαλλοντικών χαρακτηριστικών και της έναρξης της ανθρώπινης δράσης είναι κοινά για τις δύο λεκάνες, η αλληλουχία των επεισοδίων απόθεσης αλλούβιου αποδεικνύεται διαφορετική. Στην κοιλάδα του Γερακάρη αναγνωρίζονται δύο αλλουβιακές αποθέσεις μετά την έναρξη της ανθρώπινης παρουσίας (εικ ). Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της ραδιοχρονολόγησης, η πρώτη τοποθετείται πριν το διάστημα πΧ, δηλαδή πριν την έναρξη της ΤΝ, ενώ η δεύτερη αλλουβιακή απόθεση τοποθετείται μεταξύ πΧ και πΧ, δηλαδή κατά τη διάρκεια της ΤΝ. Αντίθετα, στην κοιλάδα του Αγίου Δημητρίου αναγνωρίζεται μόνο μία αλλουβιακή απόθεση στο αντίστοιχο διάστημα, η οποία λόγω απουσίας ραδιοχρονολόγησης πιστεύεται ότι υπήρξε σύγχρονη με την πρώτη απόθεση στην κοιλάδα του Γερακάρη, δηλαδή ότι πραγματοποιήθηκε πριν την ΤΝ (εικ ). Η διαφορετική αλληλουχία των γεγονότων στις δύο γειτονικές κοιλάδες, που συγκεντρώνουν κοινά περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά και κατοικήθηκαν την ίδια χρονική περίοδο, υποδεικνύει ότι θα πρέπει να αποφεύγονται γενικεύσεις ως προς τη διάκριση της αιτιώδους σχέσης ανάμεσα σε φυσικούς και ανθρωπογενείς 99

107 Κεφάλαιο 7 παράγοντες και στα ακόλουθα επεισόδια διάβρωσης και αλλουβιοποίησης με βάση τα δύο παραπάνω στοιχεία, καθώς φαίνεται ότι η κλίμακα, η διάρκεια και η ένταση της ανθρώπινης δράσης συνιστούν ένα σημαντικό παράγοντα στην εξέλιξη του τοπίου (Krahtopoulou 2000: 17-26). Τα δεδομένα από τις παραπάνω γεωμορφολογικές έρευνες υποδεικνύουν ότι κάθε περιοχή έχει τη δική της περιβαλλοντική ιστορία, ως αποτέλεσμα μιας πολύπλοκης αλληλεπίδρασης ανάμεσα στα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά κάθε περιοχής και το συνδυασμό της δράσης φυσικών και ανθρωπογενών διαδικασιών. Επομένως, εκείνο που θα πρέπει να υπογραμμιστεί συμπερασματικά είναι ότι η τοπική παραλλαγή και η χρονική διαφοροποίηση ως προς τις μεταβολές του φυσικού περιβάλλοντος αποτελούν δύο βασικά χαρακτηριστικά της διαχρονικής εξέλιξης του τοπίου του ελλαδικού χώρου, τα οποία δεν επιτρέπουν τη διατύπωση γενικεύσεων σε ό,τι αφορά τις περιβαλλοντικές αλλαγές και την αναγωγή τοπικών επεισοδίων σε ευρύτερες περιοχές. Επίσης, οι τεκμηριωμένες αλλαγές στην ακτογραμμή υποδεικνύουν ότι θα πρέπει να υπάρχει μια επιφύλαξη όταν γίνεται αναφορά σε παράκτιες θέσεις, καθώς η σημερινή απόσταση μιας αρχαιολογικής θέσης ως προς την ακτή δεν σημαίνει ότι ταυτίζεται απαραίτητα με την πραγματική απόσταση της θέσης από την ακτή στο παρελθόν. Τέλος, ένα ακόμη σημείο το οποίο θεωρείται ότι χρειάζεται επισήμανση αφορά στο γεγονός ότι οι γεωμορφολογικές αλλαγές επηρεάζουν τον τρόπο που το αρχαιολογικό υλικό επιβιώνει μέχρι σήμερα και κατ επέκταση αποτελούν μια παράμετρο στη δυνατότητα εντοπισμού των αρχαιολογικών θέσεων, είτε πρόκειται για αλλαγές που λαμβάνουν χώρα στο διάστημα της Νεολιθικής Εποχής και της ΠΕΧ είτε σε μεταγενέστερες περιόδους Κλίμα και βλάστηση Η πιο ραγδαία πρόσφατη κλιματική αλλαγή συνέβη κατά τη μετάβαση από την τελευταία παγετώδη στη μεταπαγετώδη περίοδο, η οποία τοποθετείται χρονικά περίπου στο ΒΡ για τα Βαλκάνια και κατ επέκταση για τον ελλαδικό χώρο. Υποστηρίζεται ότι ανάμεσα στα και 6.000ΒΡ το κλίμα θα μπορούσε να είναι αισθητά πιο υγρό από το σημερινό, καθώς υπάρχουν ενδείξεις για αυξημένη ατμοσφαιρική κατακρήμνιση στο χώρο των Βαλκανίων. Επίσης, εκτιμάται ότι το κλίμα ήταν ελαφρά πιο ζεστό από το σημερινό, υπολογίζοντας ότι η θερμοκρασία ήταν C υψηλότερη από τη σημερινή (Willis 1992: ). Κλιματολογικές μελέτες που στηρίζονται σε δεδομένα για το επίπεδο των λιμνών στη μεσογειακή λεκάνη υποδεικνύουν ότι μια σταδιακή μετάβαση σε πιο ξηρές συνθήκες πραγματοποιήθηκε στο ανατολικό τμήμα της Μεσογείου μετά το 5.000ΒΡ. Τα δεδομένα του επιπέδου των λιμνών σε συνδυασμό με τις αναλύσεις γύρης προσφέρουν ενδείξεις για επαύξηση της ξηρασίας κατά τους θερινούς μήνες μετά το 6.000ΒΡ. Συνοψίζοντας τα λιγοστά δεδομένα για τις κλιματικές συνθήκες στη διάρκεια της Νεολιθικής Εποχής και της ΠΕΧ, αξίζει να υπογραμμιστεί ότι σε 100

108 Κεφάλαιο 7 γενικές γραμμές το κλίμα δεν υπήρξε πολύ διαφορετικό συγκριτικά με το σημερινό, ενώ η μόνη σημαντική αλλαγή που παρατηρείται σ αυτό το χρονικό άξονα είναι η μετάβαση σε ένα πιο ξηρό κλίμα, που προσδιορίζεται χρονικά προς το τέλος της Νεολιθικής και τις αρχές της ΠΕΧ. Υποστηρίζεται ότι η μεταβολή στα δεδομένα της βροχόπτωσης αποτελεί την καθοριστική κλιματική παράμετρο στην αλλαγή της βλάστησης, σε αντίθεση με τις αλλαγές της θερμοκρασίας που είναι δευτερεύουσας σημασίας. Η επισήμανση των αλλαγών στις κλιματικές συνθήκες έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς εκτιμάται ότι η βλάστηση ελέγχεται σε μεγάλο βαθμό από το κλίμα, όταν η ανθρώπινη παρέμβαση απουσιάζει (MacKlin, Lewin και Woodward 1995: 8-10). Η διερεύνηση της ιστορίας της βλάστησης στον ελλαδικό χώρο στη διάρκεια του Ολόκαινου θεωρείται σημαντική για την παρούσα εργασία, καθώς μπορεί να δώσει συμπληρωματικές απαντήσεις σε ζητήματα που αφορούν στη δυναμική σχέση του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον. Ένα ερώτημα που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον αφορά στα χαρακτηριστικά της βλάστησης του ελλαδικού χώρου κατά την έναρξη της Νεολιθικής Εποχής, δηλαδή κατά την περίοδο που τεκμηριώνεται η έναρξη της ανθρώπινης δράσης στο τοπίο μέσα από πρακτικές όπως η οικιστική δραστηριότητα, η καλλιέργεια και η εκτροφή ζώων. Αυτό σημαίνει ότι με την έναρξη της Νεολιθικής Εποχής ο ανθρώπινος παράγοντας αρχίζει να υπεισέρχεται σταδιακά ως όλο και πιο σημαντική συνιστώσα στις αλλαγές που υφίσταται η φυσική βλάστηση. Επομένως, το επόμενο ερώτημα αφορά στον προσδιορισμό του χρονικού σημείου έπειτα από το οποίο αρχίζει να γίνεται ορατή η επίδραση της ανθρώπινης δράσης στη φυσική βλάστηση. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η κλιματική αλλαγή αποτελεί τη δεύτερη σημαντική συνιστώσα στην αλλαγή της βλάστησης, το ζητούμενο είναι να προσδιοριστεί το χρονικό σημείο στο οποίο ο ανθρώπινος παράγοντας και οι φυσικές διαδικασίες αρχίζουν να δρουν μαζί ως συνισταμένη δύναμη στη μεταβολή της φυσικής βλάστησης. Τέλος, ένα ακόμη ερώτημα αφορά στον τρόπο με τον οποίο μεταβάλλεται η φυσική βλάστηση στον ελλαδικό χώρο, κυρίως ως προς το συγχρονισμό και το είδος της αλλαγής από περιοχή σε περιοχή. Οι παλυνολογικές έρευνες, δηλαδή η ανάλυση των απολιθωμένων κόκκων γύρης, αποτελούν την πηγή των πληροφοριών για την ιστορία της βλάστησης στον ελλαδικό χώρο. Σύμφωνα με τα δεδομένα των παλυνολογικών ερευνών που έχουν πραγματοποιηθεί σε διάφορες θέσεις του ελλαδικού χώρου, διαπιστώνεται ότι η αντίδραση της βλάστησης κατά τη μετάβαση από την τελευταία παγετώδη στη μεταπαγετώδη περίοδο δεν υ- πήρξε ούτε ταυτόχρονη ούτε ομοιόμορφη, γεγονός που οφείλεται σε μικροπεριβαλλοντικές συνθήκες όπως το μικροκλίμα, το υψόμετρο και η εγγύτητα μιας θέσης στα καταφύγια των εύκρατων δέντρων. Παρά την τοπική και χρονική διαφοροποίηση της αντίδρασης της βλάστησης στη μεταπαγετώδη κλιματική αλλαγή, τα παλυνολογικά δεδομένα υποδεικνύουν ότι πραγματοποιήθηκε μια γενικότερη αλλαγή από την κοινότητα της στέπας στην κοινότητα του δάσους στον ελλαδικό χώρο στο διάστημα μεταξύ ΒΡ 101

109 Κεφάλαιο 7 και 9.500ΒΡ (Willis 1992: ). Αυτό σημαίνει ότι πριν την έναρξη της Νεολιθικής Εποχής το δάσος αποτελούσε τη βασική φυτική κάλυψη στο μεγαλύτερο μέρος του ελλαδικού χώρου, τόσο στα ορεινά όσο και στα πεδινά μέρη του τοπίου, με τοπικές διαφοροποιήσεις ως προς τη σύνθεσή του. Τα διαθέσιμα παλυνολογικά δεδομένα από διάφορες θέσεις στον ελλαδικό χώρο τεκμηριώνουν την τοπική διαφοροποίηση, τόσο στην αρχή της Νεολιθικής Εποχής όσο και στην ακόλουθη εξέλιξη της φυσικής βλάστησης. Παλυνολογικές έρευνες που πραγματοποιήθηκαν σε δύο θέσεις της Ηπείρου υποδεικνύουν διαφορά στη δασική βλάστηση ανάμεσα στα πεδινά και τα ορεινά μέρη του τοπίου. Το διάγραμμα γύρης από την πεδινή θέση στη λίμνη του Γραμμουστίου, σε υ- ψόμετρο 285μ. πάνω από τη θάλασσα, υποδηλώνει την αύξηση του κυρίαρχου δέντρου Quercus και παράλληλα την εγκαθίδρυση των δέντρων Tilia, Phillyrea και Pistacia στο διάστημα από το ώς το 7.500ΒΡ (εικ και ). Στην ορεινή θέση του έλους της Ρεζίνας, σε υψόμετρο 1800μ. πάνω από τη θάλασσα, το δάσος Quercus εμφανίζεται πιο διαφοροποιημένο (εικ και ). Αρχικά παρατηρείται βαθμιαία αύξηση των δέντρων Abies, Ulmus, Pinus, Salix, ενώ στη συνέχεια διαπιστώνεται η αύξηση των δέντρων Tilia, Pistacia, Phillyrea, Fraxinus ornus, Fraxinus excelsior, Colyrus και Fagus, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός ανάμεικτου δάσους (Willis 1992: 145). Τα δεδομένα από το έλος των Τεναγών Φιλίππων στη λεκάνη της Δράμας, σε υψόμετρο 40μ. πάνω από τη θάλασσα, υποδεικνύουν την παρουσία ενός δάσους στο οποίο κυριαρχεί το Quercus, ενώ άλλα είδη δέντρων υπάρχουν σε μικρές ποσότητες, όπως Abies, Acer, Alnus, Betula, Carpinus, Colylus, Fagus, Fraxinus excelsior, Juniperus, Ostrya, Picea, Ulmus και Tilia (εικ , , και ) (Turner και Greig 1986: 46-51). Τα παλυνολογικά δεδομένα από μια θέση στη λεκάνη της Κωπαΐδας στη Βοιωτία, σε υψόμετρο 100μ. πάνω από τη θάλασσα, υπογραμμίζουν επίσης την κυριαρχία του Quercus στο δάσος που κάλυπτε την περιοχή, ενώ παράλληλα διαπιστώνεται η παρουσία των ειδών Juniperus, Ephedra, Pistacia και Olea (εικ ) (Allen 1990: ). Τα παλυνολογικά δεδομένα από την Πελοπόννησο και την Κρήτη υποδεικνύουν μια διαφορετική φυτική κάλυψη στις αρχές της Νεολιθικής Εποχής. Το δάσος δεν παρουσιάζει την πυκνότητα που χαρακτηρίζει τα δάση στο βόρειο και κεντρικό ελλαδικό χώρο, αλλά εμφανίζει έναν πιο ανοιχτό χαρακτήρα που οφείλεται στη σημαντική παρουσία στέπας. Το διάγραμμα γύρης από τη λιμνοθάλασσα του Θερμισίου υποδεικνύει τη σποραδική παρουσία γύρης δέντρων, όπως της φυλλοβόλου βελανιδιάς, της οξιάς, της αγριοκαστανιάς, του πεύκου και δέντρων γένους Carpinus, και την παρουσία πρίνων στην περιοχή της νότιας Αργολίδας (εικ ) (Jameson, van Andel και Runnels 1994: ). Η γύρη από βότανα κυριαρχεί στο διάγραμμα γύρης της λιμνοθάλασσας Οσμάναγα της δυτικής Μεσσηνίας για το χρονικό διάστημα πΧ (εικ. 102

110 Κεφάλαιο ). Στη συνέχεια αυξάνεται σταδιακά η γύρη του πεύκου, της βελανιδιάς και των δέντρων γένους Ostrya-Carpinus orientalis, καταλήγοντας στην κυριαρχία του πεύκου περίπου μετά το διάστημα πΧ (Zangger et al. 1997: ). Τα δεδομένα για τη βλάστηση στην Κρήτη συμφωνούν με εκείνα της Πελοποννήσου, καθώς τα παλυνολογικά δεδομένα από δύο θέσεις στα Τερσανά και τις Λίμνες στη χερσόνησο του Ακρωτηρίου στα Χανιά υποδεικνύουν την παρουσία ενός μωσαϊκού που αποτελείται από δάσος, στέπα και φρύγανα (εικ και ). Σύμφωνα με τα δεδομένα από τα διαγράμματα γύρης, στις αρχές της Νεολιθικής Εποχής οι βελανιδιές, οι φλαμουριές, οι λεπτοκαρυές και τα δέντρα Ostrya συνθέτουν το δάσος της Κρήτης, μεταξύ των οποίων παρατηρείται υπερίσχυση της βελανιδιάς (Moody, Rackham και Rapp 1996: 284, Rackham και Moody 1996: ). Συνοψίζοντας τα δεδομένα, η κυριαρχία των δέντρων Quercus είναι φανερή στη δασική βλάστηση των περισσότερων θέσεων στις αρχές της Νεολιθικής Εποχής. Μολονότι το Quercus παραμένει κυρίαρχο στοιχείο στα δάση του βόρειου ελλαδικού χώρου, στο διάστημα ΒΡ παρατηρείται μια σταδιακή μείωση του ποσοστού της γύρης του, η οποία συνοδεύεται από την εξάπλωση των δέντρων Carpinus orientalis/ostrya Carpinifolia και Abies μέσα στο δάσος του Quercus. Υποστηρίζεται ότι η συγκεκριμένη αλλαγή στη βλάστηση οφείλεται σε μια κλιματική αλλαγή, πιθανώς μια αύξηση των ατμοσφαιρικών κατακρημνίσεων, που αφορά τον ευρύτερο χώρο των Βαλκανίων. Θεωρείται ότι η τοπική διαφοροποίηση ως προς την έκταση της εξάπλωσης των παραπάνω δέντρων εξαρτάται από την εγγύτητα μιας θέσης στα καταφύγια των δέντρων κατά τη διάρκεια των παγετώνων, όπως επίσης και από τους παράγοντες του μικρο-περιβάλλοντος (Willis 1992: , ). Στη λιμνοθάλασσα Οσμάναγα, το δέντρο Pinus παραμένει κυρίαρχο στη δασική βλάστηση της περιοχής, μολονότι παρατηρείται μείωση της γύρης του και μικρή αύξηση της γύρης του Quercus μετά το 5500πΧ (Zangger et al. 1997: 588). Τα παλυνολογικά δεδομένα από τη χερσόνησο του Ακρωτηρίου στα Χανιά υποδεικνύουν την αύξηση της γύρης του δέντρου Olea περίπου το 4750πΧ. Παρόλο που η παρουσία του δέντρου Olea σε ολόκληρο το δειγματοληπτικό πυρήνα των Λιμνών αποτελεί τεκμήριο για την παρουσία της ελιάς ως φυσικού στοιχείου στο δάσος της Κρήτης, η συγκεκριμένη αύξηση της γύρης υποδηλώνει την ανθρώπινη καλλιέργεια της ελιάς προς το τέλος της ΝΝ και τις αρχές της ΤΝ. Η μείωση της γύρης του Quercus και της μακκίας υποδηλώνει τη σκόπιμη εκχέρσωσή τους από το τοπίο της χερσονήσου (Moody, Rackham και Rapp 1996: ). Περίπου μετά το 6.000ΒΡ, δηλαδή προς το τέλος της Νεολιθικής Εποχής, διαπιστώνεται μια μείωση της πυκνότητας και της διαφορετικότητας του δάσους στο βόρειο ελλαδικό χώρο. Στην Ήπειρο παρατηρείται μια σταδιακή διαφοροποίηση μεταξύ του ο- ρεινού και του πεδινού δάσους. Στην ορεινή θέση της Ρεζίνας σχηματίζεται ένα ανάμεικτο δάσος από Carpinus betulus, Abies, Quercus, Pinus και Corylus, ενώ παράλ- 103

111 Κεφάλαιο 7 ληλα παρατηρείται αφθονία σε χόρτα και βότανα. Αντίθετα, στην πεδινή θέση του Γραμμουστίου το δέντρο Quercus παραμένει κυρίαρχο στοιχείο του δάσους της περιοχής. Η κλιματική αλλαγή θεωρείται ως πιο πιθανή αιτία για την αλλαγή της βλάστησης στην Ήπειρο, συγκεκριμένα η αύξηση των ατμοσφαιρικών κατακρημνίσεων, καθώς τα αρχαιολογικά δεδομένα δεν στηρίζουν το ενδεχόμενο αυξημένης ανθρώπινης παρέμβασης, όπως η νεολιθική εκχέρσωση ή η κτηνοτροφία (Willis 1992: 146). Μείωση της γύρης των δέντρων παρατηρείται, επίσης, στους Τεναγούς Φιλίππων στην πεδιάδα της Δράμας, γεγονός που εκτιμάται ότι συνδέεται με κάποιου είδους αλλαγή στη χρήση γης (Turner και Greig 1986: 51). Στη λεκάνη της Κωπαΐδας, η σταδιακή μείωση της γύρης του Quercus συνοδεύεται από την αύξηση της γύρης άλλων δέντρων, όπως Ostrya/Carpinus, Fagus και Carpinus betulus. Στο διάγραμμα ανάλυσης της γύρης, η σημαντική μείωση του Quercus συνδέεται με μια ραδιοχρονολόγηση στο 5.205±120ΒΡ. Λαμβάνοντας υπόψη το σχηματισμό ποάνθρακα τη δεδομένη χρονική στιγμή και τη μείωση της γύρης Quercus, εκτιμάται ότι η αλλαγή στη βλάστηση οφείλεται σε ανθρώπινη παρέμβαση, όπως η εκχέρσωση της γης (Allen 1990: 177). Στο διάγραμμα γύρης της λιμνοθάλασσας του Θερμισίου καταγράφεται αύξηση της γύρης του πεύκου λίγο μετά τα μέσα της 3 ης χιλιετίας, η οποία συνοδεύεται από μικρή εξάπλωση της μακκίας (Jameson, van Andel και Runnels 1994: 168). Η μόνη πληροφορία που προσφέρουν τα παλυνολογικά δεδομένα από τη λιμνοθάλασσα Οσμάναγα είναι ότι το πεύκο υπήρξε κυρίαρχο στην περιοχή ώς το 2000πΧ (Zangger et al. 1997: 588). Τα ποσοστά της γύρης Olea ανέρχονται στο 40% στο Ακρωτήρι Χανίων, υποδηλώνοντας την εκτεταμένη καλλιέργεια της ελιάς στη χερσόνησο. Δύο ακόμη στοιχεία χαρακτηρίζουν την εξέλιξη της βλάστησης στο Ακρωτήρι, από τη μια η εξαφάνιση του δέντρου Tilia και η μείωση των φρύγανων και από την άλλη η αύξηση της στέπας και πιθανώς των καλλιεργούμενων εκτάσεων. Υπάρχουν ενδείξεις ότι το συγκεκριμένο δέντρο εξαφανίζεται, επίσης, από τα περισσότερα διαγράμματα γύρης του νότιου ελλαδικού χώρου. Την ίδια περίοδο παρατηρείται μείωση της γύρης του δέντρου Tilia στα διαγράμματα γύρης του βόρειου και κεντρικού ελλαδικού χώρου, μεταξύ άλλων δέντρων όπως Fraxinus ornus, Corylus, Ulmus και Pistacia. Πιστεύεται ότι τα φύλλα από τα παραπάνω δέντρα αποτελούσαν πηγές ζωοτροφής στη διάρκεια της Νεολιθικής Εποχής, ώστε η μείωση της γύρης τους και η εξαφάνιση του Tilia στο νότιο ελλαδικό χώρο να θεωρείται ως αποτέλεσμα της εκτεταμένης βοσκής. Ωστόσο, σύμφωνα με μια άλλη άποψη, ο ανθρώπινος παράγοντας δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μοναδική συνιστώσα, καθώς υπάρχουν ενδείξεις ότι περίπου το 5.000ΒΡ πραγματοποιήθηκε μια κλιματική μεταβολή προς ένα πιο ξηρό κλίμα, η οποία πιθανώς αποτέλεσε μια δεύτερη παράμετρο στις παραπάνω αλλαγές της φυσικής βλάστησης (Willis 1992: , Moody, Rackham και Rapp 1996: ). 104

112 Κεφάλαιο 7 Συνοψίζοντας τα δεδομένα που προσφέρουν οι παλυνολογικές έρευνες, διαπιστώνεται ότι η φυσική βλάστηση που κάλυπτε το τοπίο του ελλαδικού χώρου στην αρχή της Νεολιθικής Εποχής υπήρξε διαφοροποιημένη ως προς τον άξονα βορρά-νότου, καθώς ένα πυκνό δάσος κάλυπτε το βόρειο ελλαδικό χώρο, το οποίο προς το νότο μετατρεπόταν σταδιακά σε ένα μωσαϊκό από δάσος και μη-δάσος. Τα παλυνολογικά δεδομένα υποδεικνύουν ότι οι αλλαγές στη φυσική βλάστηση υπήρξαν το αποτέλεσμα της φυσικών παραγόντων για το μεγαλύτερο διάστημα της Νεολιθικής Εποχής, ενώ μόνο προς το τέλος της Νεολιθικής άρχισε να διαφαίνεται ο ανθρώπινος παράγοντας. Διαπιστώνεται ότι η εξέλιξη της φυσικής βλάστησης δεν υπήρξε ομοιόμορφη σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο, γεγονός που οφείλεται τόσο στην τοπική διαφοροποίηση των περιβαλλοντικών χαρακτηριστικών κάθε περιοχής, όσο και στον πολύπλοκο τρόπο με τον οποίο αυτά τα χαρακτηριστικά αλληλεπιδρούν με τις φυσικές και τις ανθρωπογενείς διαδικασίες. Σε αντίστοιχα συμπεράσματα οδήγησε, επίσης, η διερεύνηση των γεωμορφολογικών αλλαγών που υπέστη το τοπίο του ελλαδικού χώρου από την έναρξη της Νεολιθικής Εποχής ώς το τέλος της ΠΕΧ. Τα δεδομένα για την εξέλιξη του φυσικού περιβάλλοντος του ελλαδικού χώρου κατά το διάστημα που εξετάζεται στην παρούσα εργασία υποδεικνύουν το ρόλο του ανθρώπινου παράγοντα στην τοπική και χρονική διαφοροποίηση των περιβαλλοντικών αλλαγών. Κι αυτό γιατί ο ανθρώπινος παράγοντας δεν υπήρξε ομοιόμορφα κατανεμημένος στον ελλαδικό χώρο, ούτε ποσοτικά ούτε ποιοτικά, ένα στοιχείο που δεν μένει παρά να επιβεβαιωθεί από την ακόλουθη συγχρονική και διαχρονική ανάλυση των χωροταξικών δεδομένων από την ΑΝ ώς την ΠΕΧ. 105

113 Κεφάλαιο Το χωροταξικό δίκτυο των οικισμών κατά ιστορική περίοδο Η διεξοδική διαδικασία καταγραφής του συνόλου των εντοπισμένων αρχαιολογικών θέσεων του ελλαδικού χώρου, στις οποίες αντιπροσωπεύονται οι περίοδοι της Νεολιθικής Εποχής και η Πρώιμη Εποχή Χαλκού, είχε ως τελικό προϊόν τη συγκέντρωση θέσεων (χάρτης 7.2). Σύμφωνα με τα στοιχεία των πινάκων 7.2.α και 7.2.β, οι περιφέρειες της Στερεάς Ελλάδας-Αττικής και της Πελοποννήσου συγκεντρώνουν τα δύο μεγαλύτερα ποσοστά θέσεων στον ελλαδικό χώρο. Η καθεμιά συγκεντρώνει περισσότερες από 400 θέσεις, καθώς στην πρώτη έχουν εντοπιστεί 481 θέσεις (19%) και στη δεύτερη έχουν εντοπιστεί 425 προϊστορικές θέσεις (16%). Η Θεσσαλία και η Κρήτη συγκεντρώνουν η καθεμιά αριθμό θέσεων που μειώνεται κάτω από 400 θέσεις, συγκεντρώνοντας η πρώτη 394 θέσεις (15%) και η δεύτερη 365 θέσεις (14%). Οι Κυκλάδες και η Κεντρική Μακεδονία συγκεντρώνουν η καθεμιά αριθμό θέσεων μικρότερο από 300 θέσεις, καθώς στην πρώτη έχουν εντοπιστεί 272 θέσεις (10%) και στη δεύτερη έχουν εντοπιστεί 218 προϊστορικές θέσεις (8%). Ο αριθμός των θέσεων μειώνεται στη Δυτική Μακεδονία και τα Δωδεκάνησα, μολονότι καθεμιά περιφέρεια συγκεντρώνει πάνω από 100 θέσεις. Συγκεκριμένα, στην πρώτη καταγράφονται 119 θέσεις (5%) και στη δεύτερη καταγράφονται 103 θέσεις (4%) αντίστοιχα. Οι λοιπές περιφέρειες του ελλαδικού χώρου συγκεντρώνουν η καθεμιά περιορισμένο αριθμό θέσεων, κάτω από 100 θέσεις, δηλαδή συγκεντρώνουν ένα ποσοστό μικρότερο από 4%. Στο Βόρειο Αιγαίο καταγράφονται 88 θέσεις (3%) και στην Ανατολική Μακεδονία-Θράκη καταγράφονται 73 θέσεις (3%). Στα Ιόνια Νησιά καταγράφονται 43 θέσεις (2%) και στην Ήπειρο 25 θέσεις (1%). Η περιφέρεια της Δυτικής Ελλάδας συγκεντρώνει το μικρότερο αριθμό θέσεων σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο, μόλις 11 θέσεις, ο οποίος αντιστοιχεί σε μηδενικό ποσοστό του συνόλου των θέσεων του ελλαδικού χώρου (0%). 600 ΑΡΙΘΜΟΣ ΘΕΣΕΩΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ - ΘΡΑΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΗΠΕΙΡΟΣ ΙΟΝΙΑ ΝΗΣΙΑ 394 ΘΕΣΣΑΛΙΑ ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΔΑ - ΑΤΤΙΚΗ ΔΥΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ ΒΟΡΕΙΟ ΑΙΓΑΙΟ ΚΥΚΛΑΔΕΣ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ ΚΡΗΤΗ 364 Πίνακας 7.2.α. Γεωγραφική κατανομή των προϊστορικών θέσεων στις περιφέρειες του ελλαδικού χώρου. 106

114 Κεφάλαιο 7 ΚΡΗΤΗ 14% ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ 4% ΚΥΚΛΑΔΕΣ 10% ΒΟΡΕΙΟ ΑΙΓΑΙΟ 3% ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ - ΘΡΑΚΗ 3% ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 8% ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 5% ΗΠΕΙΡΟΣ 1% ΙΟΝΙΑ ΝΗΣΙΑ 2% ΘΕΣΣΑΛΙΑ 15% ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ 16% ΔΥΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ 0% ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΔΑ - ΑΤΤΙΚΗ 19% Πίνακας 7.2.β. Γεωγραφική κατανομή των προϊστορικών θέσεων στις περιφέρειες του ελλαδικού χώρου. Ο συνολικός αριθμός των θέσεων αντιστοιχεί στο σύνολο των θέσεων που έχουν καταγραφεί, σε καθεμιά από τις οποίες ενδέχεται να αντιπροσωπεύονται μια ή και περισσότερες χρονικές περίοδοι από την ΑΝ ώς την ΠΕΧ, διαδοχικές ή όχι. Οι πίνακες 7.2.γ και 7.2.δ παρουσιάζουν την κατανομή των καταγεγραμμένων θέσεων ανά χρονική περίοδο, δηλαδή περιγράφει το συνολικό αριθμό των θέσεων στις οποίες α- ντιπροσωπεύεται καθεμιά από τις περιόδους της ΑΝ, ΜΝ, ΝΝ, ΤΝ, ΝΕ και ΠΕΧ. Σύμφωνα με τα δεδομένα των δύο πινάκων, η περίοδος της ΠΕΧ αντιπροσωπεύεται σε 1822 από τις 2616 θέσεις (69,61%), συγκεντρώνοντας το μεγαλύτερο αριθμό θέσεων με μεγάλη διαφορά ως προς τις υπόλοιπες περιόδους. Η περίοδος της ΝΝ αντιπροσωπεύεται σε 706 από τις 2616 θέσεις (26,98%), σημειώνοντας σημαντική απόκλιση ως προς τον α- ριθμό των θέσεων της ΠΕΧ. Ακολουθεί η ΤΝ περίοδος, η οποία με διαφορά ως προς το σύνολο των θέσεων της ΝΝ αντιπροσωπεύεται σε 438 από τις 2616 θέσεις (16,74%). Οι χρονικές περίοδοι της ΑΝ, της ΜΝ και της ΝΕ αποτελούν τις περιόδους με τα μικρότερα σύνολα θέσεων συγκριτικά με τις υπόλοιπες χρονικές περιόδους, εμφανίζοντας μεταξύ τους μικρές αποκλίσεις ως προς τον αριθμό των θέσεων στις οποίες αντιπροσωπεύονται. Η ΜΝ αντιπροσωπεύεται σε 339 θέσεις (12,95%), η ΑΝ σε 316 θέσεις (12,07%) και η ΝΕ σε 308 από τις 2616 καταγεγραμμένες θέσεις (11,77%). Οι απαιτήσεις της εργασίας για τη μελέτη του χωροταξικού δικτύου των προϊστορικών οικισμών στον ελλαδικό χώρο σε δύο πεδία, το συγχρονικό και το διαχρονικό, επιβάλλουν την περιγραφή του χωροταξικού δικτύου στη βάση της χρονολογικής ακολουθίας από την ΑΝ ώς την ΠΕΧ περίοδο. Τη χρονολογική ακολουθία θα διακόψει μόνον η ομάδα των θέσεων που χρονολογούνται γενικά στη ΝΕ, καθώς η μελέτη του χωροταξικού δικτύου των θέσεων της ΝΕ κρίνεται σκόπιμο να ακολουθήσει τις λοιπές 107

115 Κεφάλαιο 7 νεολιθικές περιόδους, αλλά να προηγηθεί της μελέτης του χωροταξικού δικτύου της ΠΕΧ περιόδου, ώστε να υπάρξει μια ολοκληρωμένη εικόνα για τη μετάβαση από τη Νεολιθική Εποχή στην ακόλουθη Εποχή Χαλκού. Η μελέτη του χωροταξικού δικτύου κατά ιστορική περίοδο θα προηγηθεί της παρακολούθησης της διαχρονικής εξέλιξης του χωροταξικού δικτύου των οικισμών από την ΑΝ ώς την ΠΕΧ. Δύο μεθοδολογικές επιλογές κρίνονται απαραίτητες, ώστε να υπάρξει μια ολοκληρωμένη εικόνα για τα χωροταξικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης παρουσίας σε κάθε ιστορική περίοδο. Η πρώτη επιλογή αφορά στην περιγραφή της ποσοτικής κατανομής των θέσεων σε καθεμιά από τις περιφέρειες του ελλαδικού χώρου, η οποία θα γίνεται εισαγωγικά σε κάθε ιστορική περίοδο. Η δεύτερη επιλογή αφορά στη σειρά παρουσίασης της ποιοτικής περιγραφής των χωροταξικών δεδομένων για κάθε περιφέρεια, η οποία θα έχει ως κριτήριο το βαθμό συγκέντρωσης των θέσεων, ξεκινώντας από την περιφέρεια με τη μεγαλύτερη συγκέντρωση θέσεων και καταλήγοντας στην περιφέρεια με τη μικρότερη συγκέντρωση θέσεων. ΑΡΙΘΜΟΣ ΘΕΣΕΩΝ ΑΝ ΜΝ ΝΝ ΤΝ ΝΕ ΠΕΧ ΧΡΟΝΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ Πίνακας 7.2.γ. Χρονική κατανομή των προϊστορικών θέσεων. ΑΡΧΑΙΟΤΕΡΗ ΝΕΟΛΙΘΙΚΗ 8% ΜΕΣΗ ΝΕΟΛΙΘΙΚΗ 9% ΠΡΩΙΜΗ ΕΠΟΧΗ ΧΑΛΚΟΥ 46% ΝΕΟΤΕΡΗ ΝΕΟΛΙΘΙΚΗ 18% ΝΕΟΛΙΘΙΚΗ ΕΠΟΧΗ 8% ΤΕΛΙΚΗ ΝΕΟΛΙΘΙΚΗ 11% Πίνακας 7.2.δ. Χρονική κατανομή των προϊστορικών θέσεων. 108

116 Κεφάλαιο Αρχαιότερη Νεολιθική Τα κατάλοιπα της ανθρώπινης δράσης της ΑΝ περιόδου εντοπίζονται σε 316 θέσεις σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο (πίνακας 7.2.γ, χάρτης 7.2.1). Στους πίνακες α και β παρουσιάζονται τα δεδομένα για την κατανομή των θέσεων στις περιφέρειες του ελλαδικού χώρου. Στη Θεσσαλία καταγράφονται 175 από τις 316 θέσεις της ΑΝ (54%), συγκεντρώνοντας περισσότερες από τις μισές θέσεις της ΑΝ περιόδου. Οι λοιπές περιφέρειες του ελλαδικού χώρου μοιράζονται το υπόλοιπο 46% των θέσεων της ΑΝ. Στη Στερεά Ελλάδα-Αττική καταγράφονται 62 θέσεις, συγκεντρώνοντας το 20% του συνολικού αριθμού των θέσεων της ΑΝ. Με μεγάλη απόκλιση ως προς τον αριθμό των θέσεων της Στερεάς Ελλάδας-Αττικής ακολουθούν οι περιφέρειες της Πελοποννήσου, της Δυτικής Μακεδονίας και της Κεντρικής Μακεδονίας, με μικρή διαφορά ως προς τον αριθμό των θέσεων που συγκεντρώνει η καθεμιά. Στην Πελοπόννησο καταγράφονται 24 θέσεις (8%), στη Δυτική Μακεδονία 23 θέσεις (7%) και στην Κεντρική Μακεδονία 19 θέσεις (6%). Με διαφορά ως προς τις τρεις τελευταίες περιφέρειες α- κολουθεί η Κρήτη, στην οποία καταγράφονται 8 θέσεις της ΑΝ περιόδου (3%). Οι μικρότεροι αριθμοί θέσεων της ΑΝ περιόδου καταγράφονται στα Ιόνια Νησιά, τη Δυτική Ελλάδα και την Ήπειρο, καθώς σε καθεμιά από τις δύο πρώτες περιφέρειες εντοπίζονται 2 θέσεις (1% και 1% αντίστοιχα), ενώ στην τρίτη περιφέρεια εντοπίζεται 1 θέση (0%). Στις περιφέρειες που απομένουν, δηλαδή την Ανατολική Μακεδονία-Θράκη, το Βόρειο Αιγαίο, τις Κυκλάδες και τα Δωδεκάνησα, δεν έχουν εντοπιστεί κατάλοιπα της ΑΝ περιόδου ΑΡΙΘΜΟΣ ΘΕΣΕΩΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ - ΘΡΑΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΗΠΕΙΡΟΣ 1 2 ΙΟΝΙΑ ΝΗΣΙΑ ΘΕΣΣΑΛΙΑ ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΔΑ - ΑΤΤΙΚΗ ΔΥΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ ΒΟΡΕΙΟ ΑΙΓΑΙΟ ΚΥΚΛΑΔΕΣ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ ΚΡΗΤΗ 8 Πίνακας α. Κατανομή των θέσεων της ΑΝ στον ελλαδικό χώρο. 109

117 Κεφάλαιο 7 ΚΥΚΛΑΔΕΣ 0% ΒΟΡΕΙΟ ΑΙΓΑΙΟ 0% ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ 8% ΔΥΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ 1% ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΔΑ - ΑΤΤΙΚΗ 20% ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ 0% ΚΡΗΤΗ 3% ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ - ΘΡΑΚΗ 0% ΘΕΣΣΑΛΙΑ 54% ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 6% ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 7% ΗΠΕΙΡΟΣ 0% ΙΟΝΙΑ ΝΗΣΙΑ 1% Πίνακας β. Κατανομή των θέσεων της ΑΝ στον ελλαδικό χώρο. Θεσσαλία Με τα δεδομένα που προσφέρει μέχρι σήμερα η αρχαιολογική έρευνα στην Ελλάδα, το πιο εντυπωσιακό στοιχείο της ανθρώπινης εγκατάστασης στην ΑΝ είναι η μεγάλη συγκέντρωση θέσεων στη Θεσσαλία, που αντιστοιχεί σε ποσοστό 54% των θέσεων της ΑΝ περιόδου. Ακριβώς λόγω του μεγέθους αυτής της συγκέντρωσης, η νεολιθική ανθρώπινη παρουσία στη Θεσσαλία αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης για πολλούς ερευνητές από τις αρχές του περασμένου αιώνα (van Andel και Runnels 1988: 235). Τα επιστημονικά δεδομένα υποδεικνύουν ότι στη διαμόρφωση αυτής της εικόνας σημαντικό παράγοντα αποτελεί το γεγονός ότι η θεσσαλική πεδιάδα παρουσιάζει τις κατάλληλες συνθήκες για τη διατήρηση του αρχαιολογικού υλικού της ΑΝ, σε αντίθεση με τις λιγότερο ευνοϊκές συνθήκες διατήρησης που διαπιστώνονται σε άλλες περιοχές του ελλαδικού χώρου. Εκτός από την τοπική γεωμορφολογία, συμπληρωματικό ρόλο στην αποκάλυψη της μεγάλης συγκέντρωσης των θέσεων στη Θεσσαλία έχει διαδραματίσει η μακρόχρονη αρχαιολογική έρευνα στην περιοχή (Wilkie και Savina 1997: 202). Οι συνθήκες διατήρησης του αρχαιολογικού υλικού και η κλίμακα της αρχαιολογικής έρευνας σε μια περιοχή αποτελούν δύο σημαντικές συνιστώσες στην αποτύπωση της πραγματικής χωροταξικής εικόνας, και κατ επέκταση στη μελέτη της κατανομής των προϊστορικών θέσεων στο τοπίο του ελλαδικού χώρου. Η κλειστή λεκάνη της Θεσσαλίας ανήκει γεωτεκτονικά στην Πελαγονική ζώνη του ελλαδικού χώρου. Σύμφωνα με τη γεωγραφική της θέση και τη μορφολογία της ανήκει κλιματολογικά στην Αιγαιακή Ζώνη, που χαρακτηρίζεται γενικά από υψηλές θερμοκρασίες και περιορισμένη υγρασία (Bintliff 1977: 91). Στο εσωτερικό της θεσσαλικής 110

118 Κεφάλαιο 7 πεδιάδας το τοπογραφικό ανάγλυφο δεν παρουσιάζει ιδιαίτερες ανωμαλίες, με εξαίρεση τη χαμηλή οροσειρά που τη διαχωρίζει στην υγρότερη δυτική λεκάνη της Καρδίτσας και στην ξηρότερη ανατολική λεκάνη της Λάρισας. Η λεκάνη της Καρδίτσας, το οροπέδιο της Ελασσόνας και το βόρειο τμήμα της λεκάνης της Λάρισας αποστραγγίζονται από τον Πηνειό ποταμό και τους παραπότάμους του, ενώ στα νότια του Πηνειού, το νότιο τμήμα της πεδιάδας της Λάρισας αποστραγγίζεται στο νοτιοανατολικό της άκρο. Στην προϊστορία, το υδρολογικό δίκτυο της λεκάνης της Καρδίτσας συμπλήρωνε η λίμνη Ξυνιάδα, που βρισκόταν στην ανυψωμένη λεκάνη ανάμεσα στην Πίνδο και την Όθρυ, ενώ στη λεκάνη της Λάρισας το δίκτυο συμπλήρωναν η λίμνη Νεσσωνίς στα ΒΔ και η λίμνη Κάρλα στα ΝΑ. Μια ακόμη έντονα υγρή περιοχή στο τοπίο της Θεσσαλίας αποτελούσαν τα έλη που σχηματίζονταν στην περιοχή της αρχαίας Κρανώνας, μια κοιλότητα στους μεσαίους λόφους της λεκάνης (Halstead 1984: 34-37). Ένα ακόμη στοιχείο του περιβάλλοντος που διέφερε σημαντικά από το σημερινό αποτελεί η παρουσία ανοιχτού δάσους, αποτελούμενο κυρίως από βελανιδιές, που κάλυπτε στα πρώιμα νεολιθικά χρόνια τις πεδιάδες και τους γύρω λόφους (van Andel, Zangger και Demitrack 1990: 386). Εξετάζοντας το χάρτη κατανομής των θέσεων της ΑΝ είναι φανερό ότι τα ίχνη της ανθρώπινης δραστηριότητας στη Θεσσαλία εξαπλώνονται στις δύο κύριες θεσσαλικές πεδιάδες (χάρτης 7.2.1). Στη λεκάνη της Καρδίτσας οι θέσεις είναι λιγότερες σε αριθμό και πιο αραιά κατανεμημένες στο τοπίο (Andreou, Fotiadis και Kotsakis 1996: 542), ενώ στη λεκάνη της Λάρισας οι θέσεις είναι περισσότερες και εξαπλώνονται σε ολόκληρη σχεδόν την επιφάνεια της πεδιάδας. Η αρχαιολογική έρευνα στη Θεσσαλία υποδεικνύει ότι η διαφορά στον αριθμό των εντοπισμένων θέσεων ανάμεσα στις δύο λεκάνες δεν οφείλεται αποκλειστικά σε μια χωροταξική επιλογή των πρώιμων νεολιθικών ανθρώπων της Θεσσαλίας. Αντίθετα, είναι πιθανό ότι η χωροταξική διαφορά αντανακλά σε ένα βαθμό τη δράση μεταποθετικών παραγόντων, όπως η επίχωση των θέσεων από πρόσφατες αλλουβιακές αποθέσεις, καθώς και τη διαφορά στο επίπεδο της έρευνας ανάμεσα στις δύο λεκάνες (Halstead 1984: 214). Πιο σποραδικά εμφανίζονται τα κατάλοιπα της ανθρώπινης δράσης στο οροπέδιο της Ελασσόνας και τους μεσαίους λόφους της Θεσσαλίας, ενώ περιορισμένες είναι οι ενδείξεις για την ανθρώπινη παρουσία στις παράκτιες πεδιάδες του Βόλου και του Αλμυρού. Στη διάρκεια της ΑΝ ί- χνη της ανθρώπινης παρουσίας έχουν εντοπιστεί και στη νησιωτική Θεσσαλία, στα Γιούρα και την Κυρά Παναγιά, δύο μικρές νησίδες που ανήκουν στο σύμπλεγμα των Βόρειων Σποράδων (Broodbank 1999: 28-29). Στη λεκάνη της Λάρισας, οι οικισμοί κατανέμονται πυκνά σε ολόκληρη σχεδόν την επιφάνεια, με εξαίρεση τρεις ζώνες. Πρόκειται για τις περιοχές που υπογραμμίζει η Catherine Perlès στη μελέτη της για την κατανομή των θέσεων της ΑΝ στην α- νατολική Θεσσαλία (Perlès 1999: 44). Το μεγαλύτερο από τα τρία κενά βρίσκεται 111

119 Κεφάλαιο 7 στην ανατολική πλευρά της πεδιάδας με κατεύθυνση ΒΔ/ΝΑ και ταυτίζεται με τις κοιλότητες που κάλυπταν οι λίμνες Κάρλα και Νεσσωνίς. Τα άλλα δύο κενά αντιστοιχούν σε δύο κυκλικές περιοχές που εντοπίζονται στους μεσαίους Θεσσαλικούς λόφους. Η Perlès υποστηρίζει ότι η τοπογραφία και η γεωλογία της περιοχής δεν μπορούν να δικαιολογήσουν το λόγο αποφυγής αυτών των δύο μικρών περιοχών, που σημαίνει ότι η απουσία θέσεων οφείλεται σε άλλους παράγοντες τους οποίους προς το παρόν η αρχαιολογική έρευνα δεν έχει αποσαφηνίσει. Αφήνοντας στο περιθώριο τις τρεις κενές περιοχές, οι τοποθεσίες που επιλέχθηκαν για την ανάπτυξη των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στο υπόλοιπο της λεκάνης βρίσκονται τόσο πάνω στην πλειόκαινη μάργα των μεσαίων θεσσαλικών λόφων, όσο και στις αλλουβιακές αποθέσεις που καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος της πεδιάδας. Η μάργα με την ιδιότητα που έχει να συγκρατεί τα σωματίδια του νερού στη διάρκεια της ξηρασίας του καλοκαιριού, θα πρέπει να αποτελούσε κατάλληλο έδαφος για την πρακτική της καλλιέργειας, ως απάντηση στο ξηρό κλίμα της λεκάνης της Λάρισας (Bintliff 1977: 99). Από την άλλη, οι εύφορες αλλουβιακές αποθέσεις της τεταρτογενούς πάνω στις οποίες δραστηριοποιήθηκε μια σημαντική μερίδα του πληθυσμού, αποτελούσαν επίσης ένα καλό υπόβαθρο για την ευδοκίμηση των καλλιεργειών (Halstead 1984: 40). Στη γειτονική λεκάνη της Καρδίτσας, οι θέσεις είναι χωροθετημένες κυρίως στο κεντρικό και νότιο τμήμα της, πάνω στις αλλουβιακές αποθέσεις της τεταρτογενούς περιόδου που προσφέρουν εύφορα εδάφη με δυνατότητα καλής αποστράγγισης. Τα κατάλοιπα της ανθρώπινης δραστηριότητας είναι πιο σποραδικά στην ελώδη περιοχή στα ΝΑ της λεκάνης, καθώς και στη βόρεια περιοχή εκατέρωθεν του Πηνειού που αποτελεί το νεότερο πρόσχωμα του ποταμού. Ο Halstead υποστηρίζει ότι η απουσία θέσεων στην περιοχή του Πηνειού είναι αποτέλεσμα των πρόσφατων αλλουβιακών αποθέσεων που κάλυψαν τις προϊστορικές θέσεις της περιοχής, ενώ η αποφυγή των καρστικών ε- λών στα ΝΑ της λεκάνης σε ένα βαθμό αποτυπώνει μια προαποθετική ανθρώπινη επιλογή (Halstead 1984: 214). Η μεταποθετική δράση του αλλούβιου ως συνιστώσα της εικόνας που αποτυπώνεται σήμερα στην περιοχή του Πηνειού επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι πρόσφατες έρευνες έχουν διαπιστώσει την ίδρυση θέσεων πάνω σε ενεργές κατακλυζόμενες πεδιάδες στη διάρκεια της ΑΝ. Ο λόγος που μια τέτοια τοποθεσία επιλεγόταν για την ανάπτυξη των ανθρώπινων δραστηριοτήτων θεωρείται ότι ήταν η εκμετάλλευση της φρέσκιας ιλύος για την καλλιέργεια του σταριού μετά την απομάκρυνση των νερών της πλημμυρίδας (van Andel, Gallis και Toufexis 1995: 140). Άλλωστε, τα εδάφη με την έντονη υγρασία πρόσφεραν εκτός από την εκμετάλλευσή τους για καλλιέργεια, σε διάφορες περιόδους επιπλέον ψάρια, μαλάκια και πτηνά, θερινή βοσκή και καλαμιές για χειμερινή βοσκή, ενώ παράλληλα το νερό τους μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για άρδευση (Halstead 1984: 199). 112

120 Κεφάλαιο 7 Ένα πρόσθετο χαρακτηριστικό των πεδινών εκτάσεων της Θεσσαλίας ήταν ότι τα εδάφη τους πρόσφεραν άφθονες ποσότητες πηλού κατάλληλου για την κατασκευή της κεραμικής, που ήταν απαραίτητη για την οικοσκευή των νοικοκυριών. Λιγότερο εύκολη ήταν η πρόσβαση σε πρώτες ύλες για την κατασκευή λίθινων εργαλείων, καθώς θα έ- πρεπε να τις προμηθευτούν ανηφορίζοντας στα γύρω βουνά (Halstead 1984: 30-31). Στα ασβεστολιθικά εδάφη των βουνών που κύκλωναν τις πεδιάδες, οι άνθρωποι της Θεσσαλίας μπορούσαν, επίσης, να προμηθευτούν άγρια δημητριακά και καρπούς, ενώ το χειμώνα θα πρόσφεραν ένα κατάλληλο τόπο για τη βοσκή των ζώων. Την παρουσία των εύφορων αλλουβιακών εδαφών συμπλήρωναν εδάφη όπως ο γνευσίτης και η φλύσχη, που επίσης πρόσφεραν κατάλληλη βοσκή ολόκληρο το χρόνο. Η πρόσβαση σε βοσκοτόπια κάθε εποχή του χρόνου είχε ιδιαίτερη σημασία για τους πρώιμους νεολιθικούς ανθρώπους, καθώς η βοσκή των ζώων, κυρίως προβάτων και πιο περιορισμένα κατσικιών, αποτελούσε συμπληρωματική πρακτική για τη διαβίωσή τους (Halstead 1981: 324). Η επικοινωνία των νεολιθικών πληθυσμών της Θεσσαλίας με πληθυσμούς έξω από τα γεωγραφικά όρια που διαμόρφωναν οι γύρω ορεινοί όγκοι θα πρέπει να ήταν μια σημαντική πτυχή της κοινωνικής τους δράσης, καθώς τα δεδομένα της αρχαιολογικής έρευνας επιβεβαιώνουν τις επαφές τόσο με το βορρά όσο και με το νότο. Η επιφανειακή κεραμική από τις θέσεις των Γρεβενών στην κοιλάδα του άνω ρου του Αλιάκμονα αποτελεί τυπικό δείγμα της κεραμικής που επικρατεί στη Δυτική Θεσσαλία στις νεότερες φάσεις της ΑΝ (Wilkie 1999: 1348). Από την άλλη, τα αρχαιολογικά ευρήματα σε θέσεις της κοιλάδας του μέσου ρου του Αλιάκμονα επιβεβαιώνουν άμεσες επαφές των κατοίκων της περιοχής με τους πληθυσμούς της Θεσσαλίας (Χονδρογιάννη-Μετόκη 1993: 105). Η επικοινωνία θα πρέπει να γινόταν μέσα από το οροπέδιο της Ελασσόνας, στα βόρεια του οποίου το πέρασμα στο Σαραντάπορο οδηγούσε μέσα από την περιοχή των Σερβίων στην ποτάμια κοιλάδα του Αλιάκμονα (Kokkinidou και Trantalidou 1991: 97). Μια ακόμη διέξοδο της λεκάνης της Λάρισας προς το βορρά πρόσφερε το στενό των Τεμπών, που οδηγούσε από την ανατολική θεσσαλική πεδιάδα στην παράκτια πεδιάδα της Κατερίνης κι από εκεί στις κεντρικές περιοχές της Μακεδονίας (Γαλλής 1992: 23). Η κοιλάδα των Τεμπών, εκτός από τη δίοδο που πρόσφερε προς το βορρά, αποτελούσε παράλληλα ένα άνοιγμα της λεκάνης της Λάρισας προς το Αιγαίο. Η κεραμική του οικισμού του Αγίου Πέτρου στην Κυρά Παναγιά παρουσιάζει ομοιότητες με την κεραμική της ανατολικής Θεσσαλίας, γεγονός που υποδεικνύει την επικοινωνία των πληθυσμών της ηπειρωτικής Θεσσαλίας με τα νησιά των Σποράδων (Θεοχάρης 1973: 57). Προς το παρόν οι έρευνες δεν έχουν εντοπίσει θέσεις της ΑΝ στις εκβολές του Πηνειού ποταμού, όμως, το γεγονός αυτό οφείλεται πιθανώς στις αλλουβιακές ποτάμιες αποθέσεις και όχι στη χωροταξική επιλογή των ανθρώπων της Θεσσαλίας (Γαλλής 1992: 23). Με δεδομένο την απουσία των θέσεων στις ακτές του Αιγαίου, φαίνεται πιο πι- 113

121 Κεφάλαιο 7 θανό ότι η μετάβαση από την ηπειρωτική Θεσσαλία προς τις Βόρειες Σποράδες, και το αντίστροφο, ακολουθούσε μια διαδρομή που είχε ως αφετηρία την παράκτια πεδιάδα του Βόλου, στη συνέχεια διέσχιζε τον Παγασητικό Κόλπο και τέλος χρησιμοποιούσε τις ενδιάμεσες νησίδες για σταθμούς στο θαλάσσιο ταξίδι. Προς το νότο, η επικοινωνία ανάμεσα στη Θεσσαλία και τη Στερεά Ελλάδα ακολουθούσε τη βόρεια ακτογραμμή του Μαλιακού Κόλπου, διέσχιζε την κοιλάδα του Σπερχειού και ακολουθούσε τη διαδρομή του αποκαλούμενου Μεγάλου Διαδρόμου προς τον Κορινθιακό Κόλπο ή την κοιλάδα του Κηφισού ποταμού προς τις πεδιάδες της Βοιωτίας (Kraft 1991: 11). Τα οικολογικά χαρακτηριστικά της θεσσαλικής λεκάνης υπήρξαν αναμφίβολα σημαντικοί παράγοντες στο σχηματισμό ενός τόσο σημαντικού πυρήνα της ανθρώπινης παρουσίας στη Θεσσαλία στη διάρκεια της ΑΝ. Μέσα σε αυτή την κλειστή γεωγραφική ε- νότητα η κύρια εστία της ανθρώπινης δράσης υπήρξε η πεδιάδα της Λάρισας. Η γειτονική πεδιάδα της Καρδίτσας αποτέλεσε τη δεύτερη πιο σημαντική εστία της ανθρώπινης παρουσίας στη Θεσσαλία, κυρίως στο κεντρικό και νότιο τμήμα της. Μία τρίτη εστία της ανθρώπινης παρουσίας αποτέλεσαν οι μεσαίοι θεσσαλικοί λόφοι, που διαχωρίζουν τις δύο πεδινές εκτάσεις. Το οροπέδιο της Ελασσόνας στο βόρειο τμήμα της πεδιάδας της Λάρισας αποτέλεσε μια μικρότερη εστία της ανθρώπινης παρουσίας, πάνω στον άξονα επικοινωνίας των πληθυσμών της Θεσσαλίας με τους πληθυσμούς της Δυτικής Μακεδονίας. Στην περιφέρεια της θεσσαλικής λεκάνης, η ανθρώπινη παρουσία υ- πήρξε περιορισμένη στις παράκτιες πεδιάδες του Βόλου και του Αλμυρού, ενώ σποραδικά ίχνη της ανθρώπινης παρουσίας εντοπίζονται επίσης στις Βόρειες Σποράδες. Στερεά Ελλάδα-Αττική Οι περιοχές του κεντρικού ελλαδικού χώρου συγκεντρώνουν το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό θέσεων της ΑΝ (20%), αν και σημαντικά μικρότερο από το αντίστοιχο ποσοστό της Θεσσαλίας (54%). Όπως γίνεται αντιληπτό από το χάρτη κατανομής των θέσεων της ΑΝ (χάρτης 7.2.1), η χωροθέτηση των θέσεων στο τοπίο της Στερεάς Ελλάδας-Αττικής δεν παρουσιάζει τη συγκέντρωση και την πυκνότητα που χαρακτηρίζει την ίδια εποχή την ανθρώπινη παρουσία στη Θεσσαλία. Σ αυτή την κεντρική περιοχή του ελλαδικού χώρου, τα σημάδια της ανθρώπινης δραστηριότητας είναι πιο αραιά κατανεμημένα στο τοπίο. Η μεγαλύτερη συγκέντρωση θέσεων εντοπίζεται στην Εύβοια, κυρίως στο κεντρικό δυτικό της τμήμα, ενώ σποραδικά ίχνη της ανθρώπινης παρουσίας επιβεβαιώνονται στο νησί της Σκύρου στα βορειοανατολικά της Εύβοιας. Στον ηπειρωτικό κεντρικό ελλαδικό χώρο, όλες οι θέσεις της ΑΝ εντοπίζονται στις περιοχές ανατολικά του ορίου που σχηματίζουν η κορυφογραμμή της Πίνδου και η ορεινή αλυσίδα που συνθέτουν η Οίτη, τα Βαρδούσια, η Γκιώνα και ο Παρνασσός. Με εξαίρεση τη ζώνη του Παρνασσού, που αποτελεί το γεωλογικό υπόβαθρο των παραπάνω ορεινών όγκων, οι πιο ανατολικές πεδινές εκτάσεις της Στερεάς Ελλάδας και της Αττικής ανήκουν στην Πε- 114

122 Κεφάλαιο 7 λαγονική ζώνη (Bintliff 1977: 6). Το κλίμα σ αυτές τις περιοχές είναι τυπικό μεσογειακό, ζεστό και ξηρό. Οι θέσεις της ΑΝ εντοπίζονται κυρίως στην ενδοχώρα, παρά στην παράκτια ζώνη που σχηματίζει το ανατολικό θαλάσσιο μέτωπο του κεντρικού ελλαδικού χώρου. Στην Εύβοια, η συγκέντρωση των θέσεων κυρίως στο δυτικό κεντρικό της τμήμα συνδέεται με την ευνοϊκή τοπογραφία της περιοχής. Οι τοποθεσίες που επιλέχθηκαν για την ανάπτυξη των δραστηριοτήτων βρίσκονται τόσο στο εσωτερικό του νησιού όσο και κοντά στη θάλασσα ή σε μικρή απόσταση απ αυτή. Στο βόρειο τμήμα του νησιού όπου το τοπίο είναι κυρίως ορεινό και διαμελισμένο τα ίχνη της ανθρώπινης παρουσίας είναι πιο σποραδικά. Κοινό στοιχείο των τόπων που επέλεξαν οι πρώιμοι νεολιθικοί άνθρωποι είναι η εγγύτητα σε υδάτινη πηγή. Τα αρχαιολογικά δεδομένα υποδεικνύουν ότι η κύρια δραστηριότητα των ανθρώπων του νησιού δεν ήταν η καλλιέργεια, αλλά το κυνήγι και η εξημέρωση των ζώων (Σάμψων 1980: 55, 57, 71). Μολονότι η περιοχή της Καρύστου στη νότια Εύβοια αποτελεί μια περιοχή στην οποία έχει πραγματοποιηθεί εντατική επιφανειακή έρευνα, δεν έχουν εντοπιστεί ίχνη της ΑΝ περιόδου. Η απουσία θέσεων της ΑΝ αποδίδεται λιγότερο στο αφιλόξενο τοπίο και περισσότερο στο γεγονός ότι η Ν Εύβοια γεωγραφικά και πολιτισμικά ανήκει στην ευρύτερη Κυκλαδική περιοχή, που εποικίζεται πολύ αργότερα στη Νεολιθική Εποχή (Keller 1985: 165). Στο απέναντι νησί της Σκύρου τα ανθρώπινα ίχνη εντοπίζονται στο ΒΑ τμήμα του νησιού, που χαρακτηρίζεται από πιο ευνοϊκή τοπογραφία, με μικρές εύφορες πεδιάδες και χαμηλά δασωμένα βουνά, άφθονο νερό και ομαλή ακτογραφία (Παρλαμά 1992: 262). Τα ίχνη της ανθρώπινης δράσης στο νησί της Σκύρου, και ιδιαίτερα στα βόρεια του νησιού, συνδέονται με την ανθρώπινη παρουσία στις Βόρειες Σποράδες. Τα θαλάσσια ρεύματα και οι άνεμοι που κυριαρχούν σ εκείνη την περιοχή του Αιγαίου θα διευκόλυναν περισσότερο την πρόσβαση στο νησί με κατεύθυνση από το βορρά προς το νότο, παρά σε έναν κάθετο άξονα από την κεντρική Εύβοια προς το νησί (Broodbank 1999: 28). Στην ορεινή αλυσίδα Πάρνηθας-Κιθαιρώνα, το οροπέδιο των Σκούρτων αποτελεί τη μόνη περιοχή του ηπειρωτικού κεντρικού ελλαδικού χώρου στην οποία τα ίχνη της ανθρώπινης δράσης παρουσιάζουν πιο πυκνή διάταξη. Αυτό επιβεβαιώνουν τα προκαταρκτικά αποτελέσματα της εντατικής επιφανειακής έρευνας που πραγματοποιήθηκε στην περιοχή στο πλαίσιο του Αρχαιολογικού Προγράμματος των Σκούρτων (Munn και Zimmerman Munn 1989: 77). Το οροπέδιο των Σκούρτων βρίσκεται σε ένα μέσο υψόμετρο 532μ., το υψηλότερο επίπεδο από οποιαδήποτε άλλη πεδιάδα στην Αττική και τη Βοιωτία. Η αλλουβιακή πεδιάδα των Σκούρτων αποτελεί τον επίπεδο πυθμένα μιας κλειστής λεκάνης, που περιβάλλεται ολόγυρα από λόφους και βουνά με λίγα ενδιάμεσα καλά περάσματα. Οι δέκα θέσεις της ΑΝ που εντοπίστηκαν με τη μέθοδο της εντατικής επιφανειακής έρευνας είναι διασκορπισμένες στον πυθμένα της πεδιάδας, αλλά και στους 115

123 Κεφάλαιο 7 γύρω λόφους. Σύμφωνα με τα πρώτα αποτελέσματα της έρευνας, το περιβάλλον της λεκάνης θα πρέπει να ευνοούσε περισσότερο την πρακτική της κτηνοτροφίας παρά της καλλιέργειας. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τη γεωγραφική θέση του οροπεδίου σε ένα σημείο κομβικό για την επικοινωνία μεταξύ των ορεινών αλυσίδων που εκτείνονται εκατέρωθεν του Κορινθιακού Κόλπου, αποτελούν ενδείξεις για τον εποχικό χαρακτήρα της ανθρώπινης παρουσίας στην ΑΝ στο πλαίσιο της αναζήτησης βοσκότοπων για τη βοσκή των ζώων (Munn και Zimmerman Munn 1989: 77). Η πεδιάδα της αποξηραμένης λίμνης της Κωπαΐδας αποτέλεσε πόλο έλξης της ανθρώπινης δράσης, με τις θέσεις να σχηματίζουν ένα στεφάνι γύρω της, ενώ πιο περιορισμένα εμφανίζονται τα ανθρώπινα ίχνη μέσα στην κοιλάδα του Κηφισού ποταμού. Στην πεδιάδα της Κωπαΐδας το υδρολογικό δίκτυο αποτελούσαν η ίδια η λίμνη, καθώς και οι ποταμοί Μέλανας και Κηφισός που κατέληγαν εκεί. Υπάρχουν ενδείξεις ότι η λίμνη υπήρξε σημαντική υδάτινη πηγή, ενώ ο διατροφικός της ρόλος υπήρξε υποβαθμισμένος (Christidou 1998: 30). Η λεκάνη της αποξηραμένης λίμνης της Ξυνιάδας, ανάμεσα στην Πίνδο και την Όθρυ, αποτέλεσε ένα δεύτερο πυρήνα της ανθρώπινης παρουσίας. Αν και σήμερα η περιοχή ανήκει διοικητικά στη Φθιώτιδα, λόγω της γεωγραφικής της θέσης στο νότιο άκρο της λεκάνης της Καρδίτσας ο Halstead την είχε συμπεριλάβει στη μελέτη του για τη Θεσσαλία (Halstead 1984: 37). Άλλωστε, τα δεδομένα πρόσφατων ερευνών στην περιοχή επιβεβαιώνουν την ένταξη της περιοχής της βόρειας Φθιώτιδας στους πολιτισμικούς κύκλους της Θεσσαλίας, παρά σε εκείνους της κεντρικής Ελλάδας (Δημάκη 1994: 101). Δύο θέσεις εντοπίζονται στην κοιλάδα του Σπερχειού ποταμού, ενώ άλλες δύο θέσεις βρίσκονται στα ΒΑ του ορεινού όγκου της Οίτης, στην περιοχή που διασταυρώνονται το αποστραγγιστικό δίκτυο του Κηφισού με την κοιλάδα του Ασωπού (Alin 1991: 65-66). Τα εύφορα εδάφη των αλλουβιακών αποθέσεων αποτελούν κοινό χαρακτηριστικό της πεδιάδας της Κωπαΐδας, της λεκάνης της Ξυνιάδας, της κοιλάδας του Σπερχειού και της κοιλάδας του Κηφισού ποταμού, προσφέροντας κατάλληλο έδαφος για την καλλιέργεια δημητριακών και οσπρίων (Halstead 1984: 42, Kraft 1991: 13, Christidou 1998: 17). Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό των θέσεων που βρίσκονται στην κοιλάδα του Σπερχειού και στην Κοιλάδα του Κηφισού είναι η γεωγραφική τους θέση πάνω σε φυσικούς δρόμους, που εξυπηρετούσαν την επικοινωνία ανάμεσα στο βορρά και το νότο. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται από τις πολιτισμικές ομοιότητες θέσεων που βρίσκονται πάνω στον Μεγάλο Διάδρομο του Ισθμού, όπως η θέση Παναγία, καθώς και σε κάθετους προς αυτόν άξονες επικοινωνίας, όπως η Ελάτεια στην κοιλάδα του Κηφισού (Alin 1991: 65). Στην παράκτια ζώνη του κεντρικού ελλαδικού χώρου, οι θέσεις της ΑΝ είναι σποραδικές. Οι πιο βόρειες θέσεις της εντοπίζονται στις βόρειες ακτές του Μαλιακού Κόλπου, απέναντι από το βορειοδυτικό άκρο της Εύβοιας. Στο Βόρειο Ευβοϊκό Κόλπο, η θέση Αλές βρίσκεται ακριβώς πάνω στην ακτή, ενώ μια θέση εντοπίζεται 116

124 Κεφάλαιο 7 στις βοιωτικές ακτές του Νότιου Ευβοϊκού Κόλπου. Τα τελευταία χρόνια εντατική ε- πιφανειακή έρευνα διεξάγεται σε μια παράκτια έκταση γύρω από τον Ωρωπό στο πλαίσιο του Αρχαιολογικού Προγράμματος του Ωρωπού. Πρόκειται για μια πεδινή περιοχή στη ΒΑ ακτή της Αττικής, που κοιτάζει στο Νότιο Ευβοϊκό Κόλπο. Σύμφωνα με τα προκαταρκτικά δεδομένα της έρευνας δεν έχουν εντοπιστεί λείψανα της ΑΝ περιόδου στην περιοχή (Cosmopoulos 1995: 11). Η εγκατάσταση στην παράκτια ζώνη θεωρείται ότι συνδέονταν με μια διατροφική τάση, την κατανάλωση ψαριών, χωρίς ωστόσο να υποβαθμίζεται η δυνατότητα που πρόσφερε η θάλασσα ως μέσο επικοινωνίας με την Εύβοια και τα νησιά του Αιγαίου (Fossey 1990: 102, Κόνσολα 1981: 50). Στην Αττική, οι σποραδικές θέσεις της ΑΝ περιορίζονται στην παράκτια ζώνη, σε τοποθεσίες που βρίσκονται σήμερα κοντά στην ακτή κοιτάζοντας προς το Αιγαίο Πέλαγος (Παντελίδου- Γκόφα 1997: 18). Η χωροταξική κατανομή των θέσεων στο τοπίο του κεντρικού ελλαδικού χώρο κατά την ΑΝ υποδεικνύει μια ποικιλία τόπων στους οποίους οι άνθρωποι της περιόδου ανέπτυξαν τις δραστηριότητές τους. Το κεντρικό δυτικό τμήμα της Εύβοιας υπήρξε σημαντική εστία της ανθρώπινης παρουσίας στον κεντρικό ελλαδικό χώρο, σε μεσόγειες αλλά και σε παράκτιες θέσεις. Στην ηπειρωτική κεντρική χώρα σημαντικό πυρήνα της ανθρώπινης δράσης αποτέλεσε το οροπέδιο των Σκούρτων, σε μέσο υψόμετρο 532μ. στον ορεινό όγκο Πάρνηθας-Κιθαιρώνα. Μια δεύτερη σημαντική εστία υπήρξε η μεσόγεια λεκάνη της αποξηραμένης λίμνης Κωπαΐδας στη Βοιωτία. Η λεκάνη της Ξυνιάδας αποτέλεσε εστία της ανθρώπινης παρουσίας, πιθανόν ως τμήμα της λεκάνης της Καρδίτσας. Οι κοιλάδες του Κηφισού και του Σπερχειού συγκεντρώνουν σποραδικά ίχνη της ανθρώπινης παρουσίας, τα οποία βρίσκονται πάνω σε σημαντικούς άξονες επικοινωνίας του βορρά με τον κεντρικό ελλαδικό χώρο αλλά και με την Πελοπόννησο. Η ανθρώπινη παρουσία εμφανίζεται αισθητά περιορισμένη στην παράκτια ζώνη του κεντρικού ελλαδικού χώρου, όπως ακριβώς διαπιστώνεται και στις παράκτιες περιοχές της Θεσσαλίας. Τέλος, ίχνη της ανθρώπινης παρουσίας επιβεβαιώνονται στο νησί της Σκύρου, ί- χνη τα οποία συνδέονται με την ανθρώπινη παρουσία στα μικρά νησάκια των Βόρειων Σποράδων στη διάρκεια της ΑΝ. Πελοπόννησος Στην Πελοπόννησο, το ποσοστό των θέσεων της ΑΝ (8%) μειώνεται σημαντικά σε σύγκριση με το ποσοστό της περιφέρειας της Στερεάς Ελλάδας-Αττικής (20%), υποδεικνύοντας μια πιο σποραδική ανθρώπινη παρουσία στο νότιο ελλαδικό χώρο. Στη ΒΑ Πελοπόννησο, πρόσφατες αρχαιολογικές έρευνες έχουν αυξήσει τον αριθμό των θέσεων της ΑΝ, αλλοιώνοντας σε ένα βαθμό την εικόνα της έντονα περιορισμένης ανθρώπινης παρουσίας στην περιοχή στη διάρκεια των πρώιμων νεολιθικών χρόνων (van Andel και Runnels 1988: 234). Σ αυτή την περιοχή της Πελοποννήσου, που κοιτάζει προς το 117

125 Κεφάλαιο 7 Αιγαίο και γειτνιάζει με τον κεντρικό ελλαδικό χώρο, η ανθρώπινη δράση έχει επιβεβαιωθεί σε θέσεις που εντοπίζονται στον Ισθμό της Κορίνθου, στην περιοχή της Νεμέας και στην κοιλάδα Μπερμπάτι, στην αργολική πεδιάδα, αλλά και ανατολικότερα στη χερσόνησο της νότιας Αργολίδας. Στην κεντρική ενδοχώρα της Πελοποννήσου θέσεις της ΑΝ, εντοπίζονται στο ορεινό τοπίο της Αρκαδίας, ενώ πιο σποραδικά είναι τα ανθρώπινα ίχνη στους ανατολικούς πρόποδες του Ταΰγετου και στα όρη της Κυπαρισσίας. Οι θέσεις στην πεδινή περιοχή το Έλου και στο μυχό του Λακωνικού Κόλπου αποτελούν πλησιέστερα προς τη θάλασσα ανθρώπινα ίχνη. Στη ΒΔ Πελοπόννησο κατάλοιπα της ανθρώπινης δραστηριότητας έχουν εντοπιστεί σε δύο θέσεις προσανατολισμένες προς τον Κορινθιακό Κόλπο. Οι θέσεις στον Ισθμό της Κορίνθου έχουν πρόσβαση στη θάλασσα και στην εύφορη παράκτια πεδιάδα της Κορίνθου (Renard 1995: 101). Ο ορεινός όγκος της Ψηλής Ράχης στα νότια αποτελεί ένα φυσικό όριο ανάμεσα στην Κορινθία και την Αργολίδα, ενώ στα δυτικά η οροσειρά της Κυλλήνης σχηματίζει το φυσικό όριο ανάμεσα στην Κορινθία και την Αρκαδία. Η κοιλάδα της Νεμέας ανήκει σε ένα σύνολο κοιλάδων, που αναπτύσσονται σε μια περιοχή που εκτείνεται από τα ανατολικά της Κυλλήνης ώς τα ΝΔ της Ψηλής Ράχης, κοντά στο όριο που σχηματίζεται ανάμεσα στις υγρότερες δυτικές και τις ξηρότερες ανατολικές πλευρές του ελλαδικού χώρου (Wright et al. 1990: 591). Το αρχαιολογικό πρόγραμμα της Νεμέας, με τη μέθοδο της εντατικής επιφανειακής έρευνας, εντόπισε τα τελευταία χρόνια μια ομάδα θέσεων της ΑΝ περιόδου στην ευρύτερη περιοχή της κοιλάδας της Νεμέας. Στα δυτικά της κοιλάδας εκτείνεται η Φλιασία πεδιάδα, όπου ίχνη της ΑΝ έχουν εντοπιστεί στη θέση του Φλιούντα. Από αυτή την πεδιάδα ξεκινά το πέρασμα της Κηλούσας που οδηγεί από την Κορινθία στην Αργολίδα, ενώ ένας δεύτερος σημαντικός φυσικός δρόμος που ενώνει τις δύο περιοχές αποτελεί το πέρασμα Τρητός στα νότια της κοιλάδας της Νεμέας. Η ίδια η κοιλάδα της Νεμέας περιβάλλεται από μια σειρά λόφων, οι οποίοι την αποκόβουν από τις γειτονικές κοιλάδες. Οι λόφοι διαμορφώνουν γύρω της ένα κλειστό σχήμα πετάλου με μοναδικό άνοιγμα προς τα βόρεια, μέσα στο οποίο ρέει το ποτάμι της Νεμέας. Οι γεωλογικές έρευνες στην περιοχή έδειξαν ότι οι πλαγιές της κοιλάδας καλύπτονται κυρίως από μάργα του πλειόκαινου, ενώ ο πυθμένας της κύριας κοιλάδας καλύπτεται από αλλουβιακές αποθέσεις της Τεταρτογενούς (Wright et al. 1990: ). Στις ήδη γνωστές θέσεις της ΑΝ στην κοιλάδα, δηλαδή το Σπήλαιο Τσούγκιζας, το Λόφο Τσούγκιζας και το Ιερό του Δία, η πρόσφατη εντατική επιφανειακή έ- ρευνα της κοιλάδας της Νεμέας πρόσθεσε τρεις νέες θέσεις (Cherry et al. 1988: 172). Σύμφωνα με τις προκαταρκτικές δημοσιεύσεις της έρευνας, πρόκειται για τρεις θέσεις που δημιουργήθηκαν σε διαφορετικές τοποθεσίες μέσα στο τοπίο της περιοχής. Η θέση 3 βρίσκεται στα βόρεια της κύριας κοιλάδας της Νεμέας κοντά στην υψομετρική γραμμή των 400μ., η θέση 101 βρίσκεται πάνω στον ορεινό όγκο του Προφήτη Ηλία 118

126 Κεφάλαιο 7 στα δυτικά της κοιλάδας και σε υψόμετρο μεγαλύτερο από 500μ., ενώ η θέση 201 βρίσκεται έξω από την κύρια κοιλάδα πάνω σε μια απότομη πλαγιά στο πέρασμα Τρητός. Η έκταση των θέσεων και ο χαρακτήρας των ευρημάτων υποδεικνύουν ότι πρόκειται για θέσεις περιορισμένης κλίμακας ανθρώπινων δραστηριοτήτων (Wright et al. 1985: 86). Πάνω στον άξονα που συνδέει την Κορινθία με την Αργολίδα, το αρχαιολογικό πρόγραμμα εντατικής επιφανειακής έρευνας Μπερμπάτι-Λίμνες εντόπισε μια θέση της ΑΝ περιόδου στην κοιλάδα Μπερμπάτι. Η κοιλάδα βρίσκεται στην άκρη της αργολικής πεδιάδας νότια από τον ορεινό όγκο της Ψηλής Ράχης σε ένα υψόμετρο μ. πάνω από τη θάλασσα. Γεωλογικά η περιοχή έρευνας περιλαμβάνει τρεις κύριους τύπους υ- πόβαθρου, ασβεστόλιθο Παντοκράτορα, μάργα του Ανώτερου Πλειόκαινου και Εοελληνική φλύσχη. Τα έντονα διαβρωμένα πετρώματα της μάργας και της φλύσχης σχηματίζουν τις γύρω πλαγιές της κοιλάδας Μπερμπάτι, ενώ το κέντρο της κοιλάδας αποτελείται από αλλουβιακά ριπίδια και συγκολλημένα χειμαρρώδη κροκαλοπαγή πετρώματα (Wells, Runnels και Zangger 1990: ). Ίχνη της ΑΝ εντοπίστηκαν στη θέση FS400, που βρίσκεται πάνω σε μια δευτερεύουσα κορυφογραμμή στα νότια της Ψηλής Ράχης, σε υ- ψόμετρο 280μ. Το έδαφος σ αυτή την πλαγιά προέρχεται από μάργα και φλύσχη, με αποτέλεσμα να είναι ιδιαίτερα εύφορο και κατάλληλο για καλλιέργεια. Ενδέχεται να συνδέεται η ανθρώπινη παρουσία πάνω σε τέτοια εδάφη με την εκμετάλλευση των γεωργικών δυνατοτήτων που πρόσφερε το έδαφος, καθώς τα ευρήματα της θέσης υποδεικνύουν την πρακτική της καλλιέργειας. Ωστόσο, ένας εξίσου σημαντικός παράγοντας χωροθέτησης του οικισμού θα πρέπει να υπήρξε το γεγονός ότι πρόκειται για μια τοποθεσία με δυνατότητα οπτικού ελέγχου ολόκληρης της κοιλάδας, καθώς και του περάσματος της Κλεισούρας στα νότια που οδηγεί στην Αργολίδα (Johnson 1996: 45). Στη χερσόνησο της Νότιας Αργολίδας, η αρχαιότερη νεολιθική θέση στο Σπήλαιο Φράγχθι βρίσκεται πάνω στο ομώνυμο ακρωτήριο, στα δυτικά της χερσονήσου. Το γεωλογικό υπόβαθρο της θέσης συνίσταται σε ασβεστόλιθο Φράγχθι, ένα πέτρωμα που δίνει ένα έδαφος περισσότερο βαθύ από ότι ο τυπικός ασβεστόλιθος και αρκετά εύφορο. Η καλλιέργεια θα πρέπει να ευνοούνταν στα λιβάδια που βρίσκονταν στις χαμηλές α- ναβαθμίδες μπροστά από το σπήλαιο, με την εκμετάλλευση των υδάτινων πηγών. Τα κατάλοιπα των πρόβατων και των κατσικιών αποτελούν ενδείξεις για την εκτροφή τους από τους κατοίκους του σπηλαίου, ενώ υπάρχουν τεκμήρια για αλιευτική δραστηριότητα και συλλογή μαλακίων. Η εγκατάσταση σε ένα τόσο καλό λιμάνι, σε συνδυασμό με μια ποικιλία ευρημάτων, υποδεικνύουν την επικοινωνία με πληθυσμούς από την υπόλοιπη Πελοπόννησο, καθώς και την πρόσβαση στα νησιά του Αιγαίου (Jameson, van Andel και Runnels 1994: ). Στον αργολικό κάμπο, τα νεολιθικά ευρήματα στη θέση της Λέρνας μαρτυρούν την επικοινωνία μεταξύ των πληθυσμών της Αργολίδας, της Κορινθίας και της Αρκαδίας (Χατζηπούλιου 1996: 76). Στην περιοχή της Αρκαδίας φαίνεται να προτιμήθηκε η ορεινή ενδοχώρα για την ανάπτυξη των ανθρώπινων δραστη- 119

127 Κεφάλαιο 7 ριοτήτων. Φυσικά περάσματα πάνω από το βουνό Παρθένι οδηγούν από το Άργος στη μικρή πεδιάδα του Παρθενίου και από εκεί στην πεδιάδα της Τεγέας, το νοτιότερο τμήμα της πεδιάδας της Τρίπολης. Στην πεδιάδα της Τεγέας βρίσκεται η θέση Αγιωργίτικα με ίχνη εγκατάστασης της ΑΝ περιόδου. Η πεδιάδα της Τεγέας διαφέρει από τις γειτονικές πεδιάδες της Αρκαδίας λόγω του κυματιστού ανάγλυφου του εδάφους της. Η αποστράγγιση γίνεται από έναν κύριο ποταμό, τον σημερινό Σαρανταπόταμο, στον ο- ποίο συμβάλλουν ένας ακόμη ποταμός και πολλοί χείμαρροι που γεμίζουν νερό κυρίως μετά από σημαντικές βροχοπτώσεις. Μια ακόμη θέση της ΑΝ έχει εντοπιστεί στα ΒΔ του ορεινού όγκου του Μαίναλου, εκεί που χαράσσεται η κοιλάδα του ποταμού Λάδωνα (Howell 1970: 88). Στην καρδιά της ορεινής Αρκαδίας, ανάμεσα στην πεδιάδα της Μεγαλόπολης και στην πεδιάδα της Τρίπολης, βρίσκεται η κοιλάδα της Ασέας σε υψόμετρο μ. Η κοιλάδα περιβάλλεται από ορεινούς όγκους, οι οποίοι σε ορισμένα σημεία ξεπερνούν το υψόμετρο των 1000μ. πάνω από τη θάλασσα. Η επιφάνεια της κοιλάδας είναι στο μεγαλύτερο μέρος της επίπεδη, με εξαίρεση το νότιο και νοτιοδυτικό τμήμα της που γίνεται λοφώδες. Από την κοιλάδα της Ασέας πηγάζουν δύο σημαντικοί ποταμοί της Πελοποννήσου, ο Αλφειός και ο Ευρώτας, γεγονός που υποδεικνύει ένα καλό υδρολογικό δίκτυο και αφθονία νερού, που μερικές φορές δημιουργούσε έλη. Η κοιλάδα ανήκει τεκτονικά ανάμεσα σε δύο κύριες ζώνες της Πελοποννήσου, τη Ζώνη Ολονός-Πίνδος και τη Ζώνη Γάβροβο-Τριπολίτσα. Το υπόβαθρο των πλαγιών στα γύρω βουνά της κοιλάδας αποτελείται στην πλειοψηφία του από ασβεστόλιθο και φλύσχη. Πρόκειται για πετρώματα με μαλακή και πορώδη υφή, που είναι έντονα διαβρωμένα. Η πεδιάδα της κοιλάδας καλύπτεται από αλλουβιακές αποθέσεις του Ανώτερου Ολόκαινου. Τα προκαταρκτικά αποτελέσματα του Αρχαιολογικού Προγράμματος εντατικής επιφανειακής έρευνας της κοιλάδας της Ασέας υποδεικνύουν ότι η μόνη θέση στην κοιλάδα με ίχνη της ΑΝ παραμένει η γνωστή από παλιότερες έρευνες θέση Ασέα-Παλαιόκαστρο (Forsen, Forsen και Lavento 1996: 72-73, 83-84). Η θέση της κοιλάδας της Ασέας στην ενδοχώρα της Πελοποννήσου ήταν στρατηγικής σημασίας, καθώς πρόσφερε τον πιο σύντομο δρόμο επικοινωνίας ανάμεσα στις πεδιάδες της Τρίπολης και της Μεγαλόπολης. Από την πεδιάδα της Μεγαλόπολης υπήρχε πρόσβαση στη Μεσσηνία κι από εκεί βορειότερα στην Ηλεία. Η κοιλάδα του ποταμού Ευρώτα που πηγάζει από την κοιλάδα της Ασέας και ρέει με ΝΑ κατεύθυνση προς τη Λακωνία, αποτελούσε έναν δρόμο επικοινωνίας ανάμεσα στην κοιλάδα της Ασέας και τις υπόλοιπες περιοχές της Αρκαδίας, καθώς και τις περιοχές της Λακωνίας (Internet Edition). Η εντατική έρευνα του Αρχαιολογικού Προγράμματος της Λακωνίας δεν εντόπισε ίχνη της ΑΝ στην περιοχή έρευνας. Πρόκειται για μια έκταση που απλώνεται ανατολικά από τον ποταμό Ευρώτα ώς τα Χρύσαφα και τον ποταμό Κηλεφίνα, και από το Μενέλαιον στα νότια ώς τον λόφο του Αγίου Κωνσταντίνου στα βόρεια. Το ανά- 120

128 Κεφάλαιο 7 γλυφο του εδάφους είναι άγριο και ασυνεχές, με υπόβαθρο που κυριαρχείται στα βόρεια από ασβεστόλιθο και στα νότια από μάργα και κροκαλοπαγή πετρώματα (Cavanagh και Crouwel 1988: 77). Η απουσία πρώιμων νεολιθικών καταλοίπων στην περιοχή έρευνας αποδίδεται από τους ερευνητές στο άγονο και αφιλόξενο περιβάλλον της περιοχής και όχι στην αποτυχία αναγνώρισης της κεραμικής της περιόδου (Mee και Cavanagh 2000: 103). Σε αντίθεση με την απουσία θέσεων της ΑΝ στην παραπάνω περιοχή, ίχνη της περιόδου εντοπίστηκαν σε τρεις θέσεις στην παράκτια πεδιάδα του Έλου, που διασχίζεται από τον ποταμό Ευρώτα, και σε μια θέση στους ανατολικούς πρόποδες του ορεινού όγκου του Ταΰγετου. Η πεδιάδα του Έλου καλύπτεται κυρίως από αλλουβιακές αποθέσεις, που θα πρόσφεραν κατάλληλο έδαφος για καλλιέργεια, ενώ στα ΝΑ της υπάρχει μια νησίδα από μάργα που φτάνει ως την παράκτια περιοχή κοντά στο Αστέρι (Bintliff 1977: 452). Στα δυτικά του Ταΰγετου, στην περιοχή της Μεσσηνίας, μία μόνο θέση με ίχνη της ΑΝ έχει εντοπιστεί βόρεια από τα όρη της Κυπαρισσίας. Μολονότι στο παρελθόν έχει πραγματοποιηθεί εκτεταμένη επιφανειακή έρευνα στη Δυτική Μεσσηνία δεν έχουν εντοπιστεί άλλα ίχνη της ΑΝ περιόδου. Στο ίδιο αποτέλεσμα κατέληξαν και πιο πρόσφατες έρευνες, που διεξάγονται από το αρχαιολογικό πρόγραμμα εντατικής επιφανειακής έρευνας στην περιοχή της Πύλου (Davis et al. 1997: 417). Τη χωροταξία της Πελοποννήσου στη διάρκεια της ΑΝ συμπληρώνουν δύο ακόμη θέσεις που βρίσκονται στη βόρεια παράκτια λωρίδα γης που κοιτάζει στον Κορινθιακό Κόλπο. Η χωρική κατανομή των θέσεων στην περιφέρεια της Πελοποννήσου επιβεβαιώνει τη σποραδική ανθρώπινη παρουσία στο τοπίο της κατά την ΑΝ περίοδο. Εξαίρεση αποτελούν ορισμένες μικρές εστίες, που εντοπίζονται κυρίως στο ΒΑ τμήμα της περιφέρειας. Κύρια εστία της ανθρώπινης παρουσίας αποτελεί η κοιλάδα της Νεμέας, ενώ πιο σποραδικά καταγράφονται τα ίχνη στον Ισθμό της Κορίνθου. Τη δεύτερη εστία της ανθρώπινης παρουσίας αποτελεί η κοιλάδα Μπερμπάτι, πάνω στον άξονα που συνδέει τις παραπάνω περιοχές της Κορινθίας με την Αργολίδα. Μια μικρή συγκέντρωση θέσεων σημειώνεται στην παράκτια πεδιάδα του Έλου, στο μυχό του Λακωνικού Κόλπου. Εκτός από αυτές τις μικρές εστίες της ανθρώπινης παρουσίας στην Πελοπόννησο, τα κατάλοιπα της ανθρώπινης δράσης είναι διάσπαρτα στο τοπίο σε θέσεις παράκτιες, όπως στη χερσόνησο της νότιας Αργολίδας, τον αργολικό Κόλπο και τον Κορινθιακό Κόλπο, ή σε θέσεις μεσόγειες, όπως στις ορεινές λεκάνες της Αρκαδίας και την ενδοχώρα της Μεσσηνίας. Χαρακτηριστικό των πρώιμων νεολιθικών θέσεων της Πελοποννήσου είναι η χωροταξική τους θέση πάνω σε άξονες επικοινωνίας που ακολουθούν τα φυσικά περάσματα του τοπίου, συνδέοντας τις μικρές ορεινές λεκάνες μεταξύ τους, αλλά και τις ορεινές λεκάνες με τα πεδινά παράκτια μέρη του τοπίου. 121

129 Κεφάλαιο 7 Δυτική Μακεδονία Στη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών, αρχαιολογικές έρευνες που διεξάγονται στη Δυτική Μακεδονία άρχισαν να συμπληρώνουν το χωροταξικό δίκτυο της ΑΝ με νέες θέσεις (Χονδρογιάννη-Μετόκη 1993: 105, Φωτιάδης και Χονδρογιάννη-Μετόκη 1997: 19, Wilkie 1999: 1345). Προϊόν της αρχαιολογικής έρευνας είναι ο εντοπισμός 23 θέσεων της ΑΝ, σύνολο κατά μια θέση μικρότερο από το αντίστοιχο της Πελοποννήσου, που αντιστοιχεί σε ποσοστό 7% του συνολικού αριθμού των θέσεων. Με τα σημερινά δεδομένα της αρχαιολογικής έρευνας, φαίνεται πως η κύρια περιοχή που επέλεξαν οι πρώιμοι νεολιθικοί άνθρωποι για ν αναπτύξουν τις δραστηριότητές τους σ αυτό το ορεινό τοπίο ήταν η κοιλάδα του ποταμού Αλιάκμονα. Θέσεις της ΑΝ περιόδου εντοπίστηκαν στην περιοχή των Γρεβενών, στην κοιλάδα του άνω ρου του ποταμού, αλλά και στην κοιλάδα του μέσου ρου του ποταμού στα νότια της λεκάνης της Πτολεμαϊδας (Wilkie και Savina 1997: 201, Ζιώτα και Χονδρογιάννη-Μετόκη 1997: 34). Πρόσφατες έρευνες στον πυθμένα της Κίτρινης λίμνης στα νότια της λεκάνης της Πτολεμαϊδας ανέδειξαν την περιοχή αυτή ως μια εστία της ανθρώπινης παρουσίας, καθώς ίχνη της ΑΝ εντοπίστηκαν στη θέση Μεγάλη Τούμπα Αγίου Δημητρίου (Φωτιάδης και Χονδρογιάννη-Μετόκη 1997: 19). Ακόμη βορειότερα, πρόσφατα εντοπίστηκαν ίχνη εγκατάστασης στη θέση Φιλώτας-Αμπέλια στη λεκάνη του Αμυνταίου (Ζιώτα και Μοσχάκης 1999: 44). Σε αντίθεση με τις δριμείς καιρικές συνθήκες που επικρατούν στην περιοχή της δυτικής Μακεδονίας, η υψομετρική υποβάθμιση της κοιλάδας του Αλιάκμονα σε σχέση με την επιφάνεια του περιβάλλοντος χώρου δημιουργεί μια νησίδα που χαρακτηρίζεται από ένα πιο ευνοϊκό μικροκλίμα (Wardle και Βλαχοδημητροπούλου 2000: 551). Η παρουσία τουλάχιστον δεκαπέντε θέσεων της ΑΝ στην κοιλάδα του άνω ρου του ποταμού επιβεβαιώνει σ ένα βαθμό τις ευνοϊκές συνθήκες του περιβάλλοντος. Οι τοποθεσίες που επέλεξαν οι άνθρωποι για την ανάπτυξη των δραστηριοτήτων τους βρίσκονται πάνω σε αναβαθμίδες, λίγα χιλιόμετρα έξω από τη ροή του ποταμού και περίπου μ. πάνω από το επίπεδο της στάθμης του. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει ότι οι άνθρωποι που δραστηριοποιήθηκαν στην κοιλάδα του ποταμού δεν προτίμησαν το περιβάλλον των κατακλυζόμενων από τα νερά του ποταμού περιοχών, αλλά τα πιο απομακρυσμένα στεγνά εδάφη (Wilkie και Savina 1997: 201, 204). Σ ένα τοπίο που καλύπτονταν από δάση βελανιδιάς, οι ανάγκες της καλλιέργειας θα απαιτούσαν την αποψίλωση μικρών εκτάσεων, γεγονός που επιβεβαιώνεται από την εύρεση πολλών λίθινων τσεκουριών στις πρώιμες νεολιθικές θέσεις. Οι πρώτες ύλες για την κατασκευή των εργαλείων ήταν άφθονες στο γύρω τοπίο, σε αντίθεση με την έλλειψη πηλού για την κατασκευή της κεραμικής. Η αναζήτηση κατάλληλου πηλού για την κεραμική θα πρέπει να οδηγούσε τους κατοίκους της περιοχές σε άλλους τόπους. Οι ομοιότητες της κεραμι- 122

130 Κεφάλαιο 7 κής των Γρεβενών με εκείνη της Δυτικής Θεσσαλίας αποτελούν ενδείξεις για την επικοινωνία μεταξύ των πληθυσμών των δύο περιοχών (Wilkie 1993: 1748). Η γειτονική κοιλάδα του μέσου ρου του Αλιάκμονα βρίσκεται σε υψόμετρο περίπου 350μ. πάνω από τη στάθμη της θάλασσας (Kokkinidou και Trantalidou 1991: 93). Σύμφωνα με τις έρευνες που πραγματοποιήθηκαν στην παραποτάμια περιοχή, και παρά τη δυσκολία οριοθέτησης της προϊστορικής κοίτης του ποταμού, υπολογίζεται ότι οι οικισμοί βρίσκονταν σε απόσταση περίπου μ. από το ποτάμι (Χονδρογιάννη- Μετόκη 1993: 105). Αναμφίβολα η εύφορη γη και η άφθονη παρουσία νερού ήταν βασικοί παράγοντες στην επιλογή της κοιλάδας από μια μερίδα ανθρώπων. Εκτός αυτού, οι άνθρωποι της κοιλάδας είχαν τη δυνατότητα να προμηθευτούν τον απαραίτητο πηλό για την κατασκευή της κεραμικής, καθώς στο γύρω τοπίο υπήρχε άφθονος ερυθρός πηλός κατάλληλος για κεραμοπλαστική. Θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι τα κατάλοιπα της ανθρώπινης δράσης εμφανίζονται πιο πυκνά στην περιοχή της γέφυρας των Σερβίων. Αυτή η διαφαινόμενη συγκέντρωση των θέσεων στο συγκεκριμένο σημείο της ποτάμιας κοιλάδας θα μπορούσε να συνδεθεί με το γεγονός ότι η περιοχή συμπίπτει με ένα σημαντικό φυσικό πέρασμα που οδηγεί από και προς τη Θεσσαλία. Άλλωστε, τα αρχαιολογικά ευρήματα των θέσεων επιβεβαιώνουν ομοιότητες με τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά που συγκεντρώνουν αντίστοιχα ευρήματα των θέσεων της Θεσσαλίας, γεγονός που ενισχύει την υπόθεση για άμεσες επαφές μεταξύ των πληθυσμών των δύο περιοχών (Ζιώτα και Χονδρογιάννη-Μετόκη 1997: 34). Στην υπόλοιπη δυτική Μακεδονία τα ίχνη της ανθρώπινης δράσης είναι προς το παρόν πιο σποραδικά. Μια πληθυσμιακή ομάδα εγκαταστάθηκε βορειότερα από την κοιλάδα του Αλιάκμονα, σε ένα πιο ορεινό τοπίο με μέσο υψόμετρο 660μ. στους πρόποδες του Άσκιου και του Βερμίου. Η τοποθεσία που επιλέχθηκε ήταν μια χαμηλή ράχη στην κεντρική βαθύτερη περιοχή του πυθμένα της αποξηραμένης Κίτρινης Λίμνης. Η επιλογή του συγκεκριμένου σημείου στο χαμηλότερο σημείο του πυθμένα για την ανάπτυξη των δραστηριοτήτων υπήρξε πιθανώς το αποτέλεσμα δύο παραγόντων. Ο πρώτος αφορά στο γεγονός ότι η στάθμη των υπόγειων νερών βρισκόταν κοντά στην επιφάνεια της γης, ενώ ο δεύτερος αφορά ενδεχομένως στην παρουσία της κατάλληλης για καλλιέργεια α- νοιχτόχρωμης μαλακής αργιλλόμαζας. Ένα ακόμη πλεονέκτημα που πρόσφερε η ανάπτυξη των ανθρώπινων δραστηριοτήτων πάνω στη χαμηλή ράχη ήταν η δυνατότητα οπτικού ε- λέγχου ολόκληρης της γύρω περιοχής (Φωτιάδης 1991: 43, Ζιώτα, Καλογήρου, Φωτιάδης και Χονδρογιάννη 1993: 93). Τα πιο βόρεια ίχνη της περιόδου της ΑΝ στη Δυτική Μακεδονία εντοπίστηκαν πρόσφατα σε μια θέση στην ορεινή λεκάνη του Αμυνταίου, ανάμεσα στις λίμνες Χειμαδίτιδα και Βεγορίτιδα, σε σημείο νευραλγικό όσον αφορά την επικοινωνία προς τα βόρεια με τα Βαλκάνια, προς τα νότια με τους πληθυσμούς του Αλιάκμονα και της Θεσσαλίας και προς τα ανατολικά με την Κεντρική Μακεδονία (Τρανταλίδου 1989: 1594, Ζιώτα και Μοσχάκης 1999: 47). 123

131 Κεφάλαιο 7 Συνοψίζοντας τα δεδομένα για την ανθρώπινη παρουσία στη Δυτική Μακεδονία, την κύρια εστία της ανθρώπινης παρουσίας μέσα στο ορεινό της τοπίο αποτέλεσε η βαθιά κοιλάδα του Αλιάκμονα, η οποία πρόσφερε ένα περιβάλλον με πιο ευνοϊκές συνθήκες για τη διαβίωση. Οι αναβαθμίδες του ποταμού προτιμήθηκαν για την ανάπτυξη των ανθρώπινων δραστηριοτήτων μέσα στην ίδια την κοιλάδα. Η συγκέντρωση των θέσεων στην περιοχή των Σερβίων, φυσική δίοδο που οδηγεί στη Θεσσαλία, υποδεικνύει τη σημασία της χωροθέτησης της ανθρώπινης δράσης πάνω σε άξονες επικοινωνίας. Άλλωστε, η ίδια η ποτάμια κοιλάδα αποτελούσε μια φυσικό δίοδο ανάμεσα στις περιοχές της Δυτικής και της Κεντρικής Μακεδονίας. Έξω από την κοιλάδα του Αλιάκμονα οι μόνες περιοχές που έχουν δώσει λείψανα της ΑΝ είναι δύο ορεινές λεκάνες, η λεκάνη της Κίτρινης Λίμνης και η λεκάνη του Αμυνταίου. Η τελευταία κατέχει κομβική θέση, καθώς προσφέρει πρόσβαση σε τρεις άξονες επικοινωνίας που συνδέουν τη Δυτική Μακεδονία προς το βορρά με την ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων, προς το νότο με τη Θεσσαλία και προς τα ανατολικά με το λεκανοπέδιο του Αξιού και τις περιοχές της Κεντρικής Μακεδονίας. Κεντρική Μακεδονία Ο αριθμός των θέσεων στην Κεντρική Μακεδονία (19 θέσεις) εμφανίζει μια μικρή μείωση σε σύγκριση με τον αριθμό των θέσεων της Δυτικής Μακεδονίας (23 θέσεις), αριθμός που ισοδυναμεί με το 6% του συνολικού αριθμό των θέσεων της ΑΝ περιόδου. Στη διάρκεια της ΑΝ, κύρια εστία της ανθρώπινης παρουσίας στην Κεντρική Μακεδονία αποτελούσε η ευρύτερη λεκάνη του Αξιού. Μέχρι σήμερα, η λεκάνη του Λαγκαδά δεν έχει δώσει τεκμήρια για την ανθρώπινη παρουσία στη διάρκεια της ΑΝ, μολονότι ένα τμήμα της λεκάνης στα δυτικά αποτελεί περιοχή εντατικής επιφανειακής έρευνας από το αρχαιολογικό πρόγραμμα της λεκάνης του Λαγκαδά (Andreou και Kotsakis 2002: 40). Στη λεκάνη των Σερρών, το ανατολικότερο όριο της Κεντρικής Μακεδονίας, τα μοναδικά κατάλοιπα της ανθρώπινης δράσης της ΑΝ περιόδου εντοπίζονται στην Τούμπα Σερρών, μια θέση που βρίσκεται στα ανατολικά του ποταμού Στρυμόνα (Fotiadis 1985: κατάλογος θέσεων). Απέναντι από το Θερμαϊκό Κόλπο, στην περιοχή της Πιερίας η θέση Παλιάμπελα βρίσκεται σε μια λοφώδη περιοχή στις βορειότερες παρυφές των Πιερίων, ενώ μια δεύτερη θέση με ίχνη της ΑΝ έχει εντοπιστεί στην παράκτια περιοχή της Κατερίνης (Παππά 1999: 876, 877). Έχει υποστηριχτεί ότι η απουσία θέσεων της ΑΝ από τη Μακεδονία σε ένα βαθμό οφείλεται σε μεταγενέστερες γεωμορφολογικές μεταβολές που προκάλεσαν την επίχωση των θέσεων. Από τη μια υποστηρίζεται ότι η άνοδος της στάθμης της θάλασσας που συνεχιζόταν μετά την έναρξη της Νεολιθικής Εποχής, πιθανόν οδήγησε στη βύθιση παράκτιων θέσεων, και από την άλλη θεωρείται ότι οι νεότερες προσχώσεις πιθανόν κάλυψαν τις θέσεις που προϋπήρχαν στα χαμηλά σημεία του τοπίου των μεσόγειων λεκα- 124

132 Κεφάλαιο 7 νών (Ασλάνης 1992: 66-67). Ωστόσο, οι έρευνες για τις γεωμορφολογικές μεταβολές που υπέστη το τοπίο μετά την έναρξη της Νεολιθικής Εποχής υποδεικνύουν τον τοπικό χαρακτήρα τέτοιων φαινομένων, γεγονός που δεν επιτρέπει τέτοιες γενικεύσεις για το τοπίο ολόκληρης της Κεντρικής Μακεδονίας. Προς το παρόν οι αλλαγές στην ακτογραμμή έχουν επιβεβαιωθεί μόνο στην παράκτια ζώνη που εκτείνεται από τον Κόλπο της Ιερισσού ώς την Αλεξανδρούπολη, ενώ οι ενδείξεις για την αλλαγή της ακτογραμμής στο Θερμαϊκό Κόλπο στηρίζονται κυρίως σε ανασκαφικά δεδομένα θέσεων της ευρύτερης περιοχής του σημερινού κόλπου. Σύμφωνα με αυτά τα δεδομένα υπάρχει πιθανότητα ορισμένες από τις πρώιμες νεολιθικές θέσεις της πεδιάδας των Γιαννιτσών και της περιοχής βόρεια του Αλιάκμονα να είχαν ιδρυθεί σε σημεία του τοπίου που βρίσκονταν αρκετά κοντά στην τότε ακτογραμμή, η οποία εκτιμάται ότι εισχωρούσε βαθύτερα στην ξηρά από ότι η σημερινή (Μερούσης και Στεφανή 1999: 739, Χρυσοστόμου και Χρυσοστόμου 1993: ). Η πεδιάδα των Γιαννιτσών παρουσίαζε ένα διαμελισμένο ανάγλυφο, καθώς τη λοφώδη περιοχή διέσχιζαν εκτός από τα ποτάμια Αξιός και Λουδίας αρκετοί μικρότεροι χείμαρροι. Όλες οι θέσεις της ΑΝ ιδρύθηκαν σε υψόμετρο κάτω των 200μ., με εξαίρεση το Ασβεσταριό που βρίσκεται στους πρόποδες του ορεινού όγκου του Πάικου. Η γεωμορφολογία της περιοχής υπήρξε τέτοια ώστε ευνοούσε μια ποικιλία δραστηριοτήτων, όπως η καλλιέργεια, η κτηνοτροφία, το κυνήγι και το ψάρεμα. Η παρουσία άφθονων οστρέων σε όλες τις θέσεις επιβεβαιώνει την εκμετάλλευση των θαλάσσιων πόρων για τη συμπλήρωση της διατροφής του πληθυσμού (Χρυσοστόμου και Χρυσοστόμου 1993: 171, 173). Πρόσφατες έρευνες στα ΝΔ της πεδιάδας των Γιαννιτσών εντόπισαν ίχνη της ΑΝ, στην περιοχή που εκτείνεται βόρεια από τον Αλιάκμονα και ανατολικά από τον ορεινό όγκο του Βερμίου. Όπως υποδεικνύουν τα αποτελέσματα της έρευνας, στη διάρκεια της ΑΝ προτιμήθηκε η ανατολική πεδινή περιοχή με την εγγύτητα στη θάλασσα, παρά η δυτική λοφώδης περιοχή στους πρόποδες του Βερμίου. Πρόκειται για μια έκταση με πλούσιο υδρολογικό δίκτυο, που σε συνδυασμό με την παρουσία της θάλασσας προκαλούσε συχνά το πλημμύρισμα των πεδινών εκτάσεων. Το γεγονός αυτό θα ευνοούσε την πρακτική της καλλιέργειας, καθώς μετά την απομάκρυνση των υδάτων οι εκτάσεις αυτές θα πρόσφεραν μαλακό και εύφορο έδαφος. Θα πρέπει, επίσης, να προστεθεί ότι το τοπογραφικό ανάγλυφο της περιοχής διευκόλυνε την επικοινωνία τόσο με την πεδιάδα των Γιαννιτσών όσο και με τις περιοχές ανατολικότερα, στη λεκάνη του Αξιού και από εκεί στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη (Μερούσης και Στεφανή 1999: 742). Η ανατολικότερη θέση στο λεκανοπέδιο του Αξιού εντοπίστηκε στο χώρο της Διεθνούς Έκθεσης, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης (ΑΔ 48 (1993) Β2: 322). Τα δεδομένα της αρχαιολογικής έρευνας μέχρι σήμερα υποδεικνύουν λίγες εστίες της ανθρώπινης παρουσίας στις περιοχές της Κεντρικής Μακεδονίας στη διάρκεια της ΑΝ περιόδου. Τη σημαντικότερη εστία αποτελούσαν τα πεδινά μέρη του τοπίου στο 125

133 Κεφάλαιο 7 δυτικό τμήμα της λεκάνης του Αξιού, όπου η παρουσία του νερού ήταν άφθονη. Η πιθανή εγγύτητα των θέσεων στη θάλασσα πρόσφερε έναν ακόμη φυσικό πόρο στους πρώιμους νεολιθικούς ανθρώπους που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή. Ένα ακόμη σημαντικό χαρακτηριστικό της περιοχής για την εγκατάσταση των πληθυσμών αποτελούσε η τοπογραφία της, καθώς ευνοούσε την επικοινωνία με πληθυσμούς γειτονικών αλλά και πιο απομακρυσμένων περιοχών μέσα από φυσικά περάσματα. Το ίδιο το ποτάμι του Αξιού πρόσφερε ένα φυσικό δρόμο που εξυπηρετούσε την επικοινωνία του βόρειου ελλαδικού χώρου με την υπόλοιπη βαλκανική χερσόνησο. Κάτι ανάλογο φαίνεται να συνέβαινε και με τον ποταμό Στρυμόνα στη λεκάνη των Σερρών. Άλλωστε, η ανασκαφική έρευνα έχει επιβεβαιώσει τυπολογικές ομοιότητες των τεχνουργημάτων μεταξύ θέσεων του βόρειου ελλαδικού και του ευρύτερου βαλκανικού χώρου, γεγονός που υποδεικνύει την επικοινωνία ανάμεσα στις δύο ευρύτερες περιοχές στη διάρκεια της ΑΝ (Gimbutas 1972: 117). Κρήτη Η Κρήτη ανήκει σ εκείνη την ομάδα των περιφερειών του ελλαδικού χώρου που συγκεντρώνουν η καθεμιά περιορισμένο αριθμό θέσεων της ΑΝ περιόδου, δηλαδή λιγότερες από 10 θέσεις. Συγκεκριμένα στην Κρήτη έχουν εντοπιστεί 8 θέσεις της ΑΝ περιόδου, αριθμός θέσεων που αντιστοιχεί στο 3% των θέσεων της ΑΝ, συγκεντρώνοντας λιγότερες από τις μισές θέσεις της ΑΝ που καταγράφονται στην Κεντρική Μακεδονία (19 θέσεις). Παρά το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια έχουν πραγματοποιηθεί ή βρίσκονται σε εξέλιξη αρχαιολογικά προγράμματα εντατικής επιφανειακής έρευνας σε αρκετές περιοχές στο νησί της Κρήτης, οι θέσεις της ΑΝ παραμένουν περιορισμένες (Watrous 1994: 700). Με τα μέχρι τώρα δεδομένα της έρευνας η ανθρώπινη παρουσία στα πρώιμα νεολιθικά χρόνια περιορίζεται χωρικά στη βόρεια ακτή του νησιού, σε άμεση επαφή με το υπόλοιπο Αιγαίο. Η Κνωσός αποτελούσε τη σημαντικότερη θέση στο νησί, λόγω της έκτασης και του χαρακτήρα που είχε ως μόνιμος οικισμός (Watrous 1994: 699). Βρισκόταν στο κέντρο του νησιού, στα νότια της πεδιάδας του Ηρακλείου και σε κοντινή απόσταση από τη θάλασσα, με πρόσβαση στην κοιλάδα Καίρατος και στα κλιμακωτά εδάφη και βοσκοτόπια των γειτονικών λόφων (Evans 1994: 1). Κοντά στην Κνωσό ίχνη της ΑΝ αποκαλύφθηκαν σε μια ακόμη θέση εγκατάστασης, τον Κατσαμπά. Η χερσόνησος του Ακρωτηρίου στη δυτική Κρήτη αποτέλεσε ένα δεύτερο πυρήνα της ανθρώπινης δραστηριότητας στο νησί, μετά την ίδρυση της Κνωσού. Το αρχαιολογικό πρόγραμμα εντατικής επιφανειακής έρευνας της περιοχής των Χανίων εντόπισε δύο θέσεις της ΑΝ στην περιοχή. Πρόκειται για δύο σπήλαια, το Σπήλαιο Λεράς, θέση SV5, και το Σπήλαιο Αγίου Ιωάννη, θέση ΑΙ6. Το πρώτο σπήλαιο βρίσκεται στο ΒΔ ά- κρο της χερσονήσου, στις δυτικές πλαγιές της κορυφής Βάρδιες του ορεινού όγκου του Ακρωτηρίου. Απέχει μόλις 370μ. από την ακτή και το υψόμετρο της τοποθεσίας 126

134 Κεφάλαιο 7 δεν ξεπερνά τα 100μ. πάνω από τη θάλασσα. Το δεύτερο σπήλαιο εντοπίστηκε πάνω στη νησίδα γης που ενώνει τη χερσόνησο με το υπόλοιπο νησί. Η τοποθεσία είναι αποτραβηγμένη από τη σημερινή ακτή κατά 1,6χλμ., σε υψόμετρο 8μ. (Moody 1987: 158 και κατάλογος θέσεων). Τα ίχνη της ανθρώπινης παρουσίας στη δυτική Κρήτη συμπληρώνουν δύο ακόμη σπήλαια. Το σπήλαιο Λέντακα Τρύπα βρίσκεται σε ορεινή τοποθεσία, σε υ- ψόμετρο 540μ., μέσα στους βόρειους πρόποδες των Λευκών Ορέων, σε αντίθεση με το Σπήλαιο Γερανίου που βρίσκεται σε παράκτια τοποθεσία στην πεδιάδα του Ρεθύμνου. Κατάλοιπα της ανθρώπινης δράσης στην πρώιμη Νεολιθική Εποχή εντοπίζονται και στο ανατολικό άκρο της Κρήτης, στην ανοιχτή θέση του Μαγγασά και στο σπήλαιο των Πελεκητών. Ο περιορισμός της ανθρώπινης παρουσίας στη βόρεια ακτή του νησιού είναι πιθανό ότι συνδέεται με τις πολύπλοκες διαδικασίες εποικισμού της Κρήτης από τα πλησιέστερα ηπειρωτικά εδάφη, οι οποίες ξεκίνησαν πριν από την έναρξη της Νεολιθικής Εποχής. Οι πιο πιθανές διαδρομές για την πρόσβαση στο νησί της Κρήτης θα πρέπει να ακολουθούσαν δύο δρόμους, από τα δυτικά τη διαδρομή Κύθηρα-Αντικύθηρα- Κρήτη, ενώ από τα ανατολικά τη διαδρομή Ρόδο-Κάρπαθο-Κάσο-Κρήτη. Τα σημερινά δεδομένα της έρευνας υποδεικνύουν την Ανατολία ως πιο πιθανή περιοχή καταγωγής των πρώιμων μόνιμων κατοίκων του νησιού της Κρήτης (Broodbank και Strasser 1991: ). Ένας δεύτερος πιθανός παράγοντας που περιόρισε την πρώιμη ανθρώπινη παρουσία στα βόρεια του νησιού είναι η διαφορά στα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά. Η κεντρική ορεινή αλυσίδα που εκτείνεται από τη δύση ως την ανατολή χωρίζει το νησί σε δύο διαφορετικές λωρίδες γης. Στα δυτικά οι βόρειες ακτές είναι πολύ πιο ομαλές από τις βραχώδεις και απόκρημνες ακτές του νότου, στο κεντρικό τμήμα του νησιού η διαφορά είναι λιγότερο έντονη, ενώ στα ανατολικά παρατηρείται μια αντιστροφή με πιο απότομη ακτογραμμή στα βόρεια (Rackham και Moody 1996: 13). Το κλίμα και η βλάστηση αποτελούν δύο ακόμη περιβαλλοντικούς παράγοντες που διαφοροποιούν τη βόρεια από τη νότια Κρήτη, καθώς οι παλυνολογικές μελέτες υποδεικνύουν ότι το υγρότερο κλίμα στη βόρεια ακτή ευνόησε την ανάπτυξη δάσους και φρύγανων, ενώ στην ξηρότερη νότια ακτή κυριάρχησαν το δάσος και η στέπα (Moody, Rackham και Rapp 1996: 288). Ιόνια Νησιά, Δυτική Ελλάδα και Ήπειρος Στο δυτικό ελλαδικό χώρο, τα ίχνη της ΑΝ περιόδου εμφανίζονται ακόμη πιο σποραδικά από εκείνα της Κρήτης. Τα μοναδικά ίχνη της ανθρώπινης παρουσίας περιορίζονται σε δύο θέσεις στα νησιά του Ιονίου (ποσοστό 1%), δύο θέσεις στην περιφέρεια της Δυτικής Ελλάδας (ποσοστό 1%) και μία θέση στην Ήπειρο (ποσοστό 0%). Σ αυτή την πρώιμη περίοδο, η νεολιθική δραστηριότητα στα Ιόνια Νησιά περιορίζεται σε δύο σπήλαια, στο Σπήλαιο Σιδάρι στη βόρεια ακτή της Κέρκυρας, καθώς και στη 127

135 Κεφάλαιο 7 Χοιροσπηλιά σε μια τοποθεσία περίπου 100μ. πάνω από την εύφορη κοιλάδα του Μαραντοχωρίου στη νότια άκρη της Λευκάδας. Παρά το γεγονός ότι τα δύο σπήλαια βρίσκονται πάνω σε δύο διαφορετικά νησιά με απόσταση μεταξύ τους, εντούτοις η κεραμική τους παρουσιάζει ομοιότητες. Τα αρχαιολογικά δεδομένα της πρώιμης νεολιθικής υποδεικνύουν τυπολογικές ομοιότητες του πολιτισμικού υλικού των ανθρώπων του Ιονίου με τους πληθυσμούς της ανατολικής Αδριατικής και της Βαλκανικής ενδοχώρας (Τσώνος 2000: 180). Το σύνολο των ευρημάτων επιβεβαιώνει την καλλιέργεια άγριων δημητριακών και την εξημέρωση ενδημικών ζώων στα Ιόνια Νησιά (Ντούζουγλη 1996: 48). Απέναντι από τη νοτιοανατολική ακτή της Λευκάδας, κατάλοιπα της ανθρώπινης δράσης εντοπίστηκαν στο σπήλαιο του Αγίου Νικολάου στον Κόλπο του Αστακού. Πρόκειται για μια τοποθεσία που έχει σημαντική γεωγραφική θέση στην επικοινωνία του ελλαδικού χώρου με τη δυτική Μεσόγειο. Η Κόκκινη Σπηλιά στον Άγιο Ηλία στην ενδοχώρα της Αιτωλοακαρνανίας συμπληρώνει το τοπίο της περιφέρειας της Δυτικής Ελλάδας. Βορειότερα, εκτείνεται το ορεινό τοπίο της Ηπείρου, με τις ψηλότερες κορυφές να ξεπερνούν σε υψόμετρο τα 2200μ. και τις ενδιάμεσες λεκάνες να φτάνουν τα 500μ. πάνω από τη θάλασσα. Οι εκτάσεις καλύπτονταν από δάση φυλλοβόλων με θαμνώδη ξέφωτα και χορτολίβαδα ώς το υψόμετρο των 1000μ., ενώ σε υψόμετρο πάνω από 1200μ. κυριαρχούσαν τα κωνοφόρα δάση. Στις βορειοανατολικές παρυφές του λεκανοπεδίου των Ιωαννίνων έχει εντοπιστεί μια θέση, η Ασφάκα, με ίχνη της ΑΝ περιόδου. Η περιοχή γύρω από την λίμνη των Ιωαννίνων και τα έλη του λεκανοπεδίου πρόσφεραν τη δυνατότητα για την καλλιέργεια των απαραίτητων ειδών για τη διαβίωση, ενώ παράλληλα ευνοούνταν η εκτροφή εξημερωμένων ζώων και το κυνήγι άγριων θηραμάτων (Ντούζουγλη 1996: 46). Συμπεράσματα για το χωροταξικό δίκτυο των οικισμών κατά την ΑΝ Η κατανομή των θέσεων της ΑΝ περιόδου στο τοπίο του ελλαδικού χώρου, όπως αποτυπώνεται στο χάρτη και στα δεδομένα των πινάκων α και β, αναδεικνύει την ορεινή αλυσίδα των Ελληνίδων ως ισχυρό χωροταξικό παράγοντα. Ο συνεχής ορεινός όγκος που εκτείνεται από τα ΒΔ προς τα ΝΑ φαίνεται να λειτουργεί ως ένα φυσικό φράγμα ανάμεσα στις δυτικές και τις ανατολικές περιοχές της ηπειρωτικής χερσονήσου. Με λίγες εξαιρέσεις, το σύνολο των θέσεων της ΑΝ περιόδου συγκεντρώνεται στις ανατολικές ηπειρωτικές περιοχές του ελλαδικού χώρου. Πρόκειται για μια χωροταξική εικόνα την οποία συντηρούν τα αρχαιολογικά δεδομένα περισσότερο από δύο δεκαετίες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η μελλοντική αρχαιολογική έρευνα δεν θα μπορούσε να τη διαφοροποιήσει (Jacobsen 1981: 312, Halstead 2000: 115). Κατά γενική ομολογία, οι δυτικές περιοχές του ελλαδικού χώρου είναι λιγότερο ε- ρευνημένες από τις ανατολικές και νότιες περιοχές του (Rutter 1993: 752). Υποστηρίζεται ότι η απουσία νεολιθικών θέσεων από την περιφέρεια της Δυτικής Ελλάδας 128

136 Κεφάλαιο 7 οφείλεται στην περιορισμένη έρευνα (Παπαδόπουλος 1991: 34). Από την άλλη, η ορεινή τοπογραφία και οι αλλοιώσεις που έχει υποστεί το τοπίο από τα προϊστορικά χρόνια μέχρι σήμερα θεωρούνται παράγοντες που εντείνουν τις δυσκολίες στην αρχαιολογική έρευνα στις περιοχές της Ηπείρου (Andreou, Fotiadis και Kotsakis 2001: 315). Αυτό σημαίνει ότι με τα σημερινά λιγοστά δεδομένα της έρευνας δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί αν η απουσία θέσεων από το δυτικό ελλαδικό χώρο αποτελεί μια πραγματική χωροταξική επιλογή ή οφείλεται σε αδυναμίες της αρχαιολογικής έρευνας. Μέσα στα όρια των ανατολικών περιοχών του αιγαιακού χώρου, οι θέσεις της ανθρώπινης δραστηριότητας δεν κατανέμονται ομοιόμορφα στο τοπίο. Στη μακροκλίμακα, κύρια εστία της ανθρώπινης παρουσίας είναι η λεκάνη της Θεσσαλίας, η ο- ποία αποτελεί τη μεγαλύτερη λεκάνη του ελλαδικού χώρου. Μικρότεροι πυρήνες της ανθρώπινης παρουσίας καταγράφονται στην κεντρική δυτική Εύβοια και τις μικρότερες λεκάνες της Στερεάς Ελλάδας-Αττικής. Στην περιφέρεια της Πελοποννήσου, οι κύριες εστίες της ανθρώπινης παρουσίας εντοπίζονται σε μεσόγειες κοιλάδες που σχηματίζονται στα βορειοανατολικά, στα όρια της Κορινθίας με την Αργολίδα. Η κοιλάδα του Αλιάκμονα αποτελεί την πρώτη από τις δύο πιο σημαντικές εστίες της ανθρώπινης παρουσίας σε ολόκληρη τη Μακεδονία. Η δεύτερη πιο σημαντική εστία είναι η λεκάνη του Αξιού, στην οποία η κύρια συγκέντρωση θέσεων καταγράφεται στο τμήμα της λεκάνης δυτικά του Αξιού. Η λεκάνη των Σερρών αποτελεί την ανατολικότερη γεωγραφική ενότητα του βορρά στην οποία καταγράφονται ίχνη της ανθρώπινης παρουσίας στη διάρκεια της ΑΝ περιόδου. Το νησί της Κρήτης αποτελεί τη νοτιότερη γεωγραφική περιοχή στην οποία εντοπίζονται κατάλοιπα της ανθρώπινης δράσης της ΑΝ περιόδου, τα οποία περιορίζονται στη βόρεια ακτή του νησιού. Η συνολική χωροταξική εικόνα της ΑΝ περιόδου φαίνεται να επιβεβαιώνει τις απόψεις που έχουν διατυπωθεί σχετικά με τη διαφορά που παρουσιάζει η ένταση της ανθρώπινης παρουσίας ανάμεσα στις βόρειες και νότιες περιοχές του ελλαδικού χώρου στη διάρκεια των πρώιμων νεολιθικών χρόνων (van Andel και Runnels 1988: 234, Halstead 1994: 198, Jameson, van Andel και Runnels 1994: 342). Παραμένοντας στη μακρο-κλίμακα του ελλαδικού χώρου, η θεώρηση της χωροταξίας των οικισμών στο τοπίο υποδεικνύει την προτίμηση των μεγάλων λεκανών του βόρειου ελλαδικού χώρου ως βασικό χαρακτηριστικό της ΑΝ περιόδου. Οι μεγάλες λεκάνες της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας προσφέρουν καλά υδρευόμενα εδάφη, καθώς διασχίζονται από μεγάλα ποτάμια που αποτελούν σημαντική υδάτινη πηγή ολόκληρο το χρόνο, όπως ο Πηνειός, ο Α- ξιός και ο Αλιάκμονας (Halstead 1994: 196). Η παρουσία μεγάλων ποταμών, όπως ο Σπερχειός και ο Κηφισός, αποτελεί χαρακτηριστικό των μικρότερων λεκανών του κεντρικού ελλαδικού χώρου. Ορισμένες από τις λεκάνες του βόρειου και κεντρικού ελλαδικού χώρου φιλοξενούσαν στα νεολιθικά χρόνια μεγάλες ή μικρότερες λίμνες, οι οποίες αποτελούσαν μια δεύτερη πηγή νερού, όπως οι λίμνες Κάρλα, Νεσσωνίδα και 129

137 Κεφάλαιο 7 Ξυνιάδα στη λεκάνη της Θεσσαλίας και η αποξηραμένη λίμνη Κωπαΐδα στη Βοιωτία. Σε αντίθεση με το πλούσιο υδρογραφικό δίκτυο που πρόσφεραν οι μεγάλες λεκάνες του βορρά και οι μικρότερες λεκάνες του κεντρικού ελλαδικού χώρου, ο νότος παρουσίαζε ένα πιο ανομοιογενές τοπίο με πιο περιορισμένους υδάτινους πόρους. Με εξαίρεση τα μεγάλα ποτάμια του Πηνειού, του Αλφειού, του Πάμησου και του Ευρώτα, που προσφέρουν νερό ολόκληρο το χρόνο, οι χείμαρροι που χαράσσουν το τοπίο της Πελοποννήσου είναι συνήθως στεγνοί (Renard 1995: 101, 106). Στην Κρήτη, τα μεγάλα ποτάμια α- πουσιάζουν, ενώ κύριο γεωμορφολογικό χαρακτηριστικό αποτελούν τα φαράγγια που χαράσσουν το τοπίο (Rackham και Moody 1996: 12). Άλλοι περιβαλλοντικοί παράγοντες που διαφοροποιούν τις βόρειες και κεντρικές περιοχές του ελλαδικού χώρου από εκείνες του νότου είναι η γεωλογία και το κλίμα. Οι περιοχές που συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο αριθμό θέσεων, δηλαδή ο άξονας Δυτικής Μακεδονίας, Θεσσαλίας, Στερεάς Ελλάδας-Αττικής και ΒΑ Πελοποννήσου, ανήκουν κατά κύριο λόγο στην Πελαγονική Ζώνη, με εξαίρεση το λεκανοπέδιο του Αξιού στην Κεντρική Μακεδονία που βρίσκεται πάνω στη Ζώνη του Αξιού. Η υπόλοιπη Πελοπόννησος και η Κρήτη παρουσιάζουν παρόμοιο μεταξύ τους γεωλογικό υπόβαθρο, σχηματιζόμενο από τις Ζώνες Γάβροβου και Πίνδου, σε συνδυασμό με τις Ζώνες Ιονίου και Παξών. Η αλληλεπίδραση του γεωλογικού υπόβαθρου σε συνδυασμό με το μικροκλίμα και το τοπογραφικό ανάγλυφο της γης συμβάλουν κατά κύριο λόγο στο σχηματισμό των κατά τόπους εδαφών. Μ αυτό τον τρόπο, ακόμη και το ίδιο γεωλογικό υπόβαθρο μπορεί σταδιακά να οδηγήσει στο σχηματισμό διαφορετικών εδαφών, στην περίπτωση που οι άλλες δύο παράμετροι διαφοροποιούνται. Η αλληλεπίδραση των τριών περιβαλλοντικών στοιχείων αποτυπώνεται στις διαφορές που παρατηρούνται στα γενικά εδαφολογικά χαρακτηριστικά ανάμεσα στο βορρά και το νότο. Στο βόρειο ελλαδικό χώρο, η υγρασία ευνοεί την απελευθέρωση των θρεπτικών συστατικών των πετρωμάτων, με αποτέλεσμα το σχηματισμό εδαφών που συγκεντρώνουν χαρακτηριστικά κατάλληλα για την ανάπτυξη της βλάστησης και των σπαρτών. Αντίθετα, η ξηρασία που επικρατεί στις νοτιοανατολικές περιοχές και τα νησιά του αιγαιακού χώρου οδηγεί στην εξάτμιση του αποθηκευμένου νερού, πολύτιμου για τη δράση των θρεπτικών συστατικών και τη γονιμότητα των εδαφών (Bintliff 1977: 90). Μέσα στα όρια του ελλαδικού γεωγραφικού χώρου σημειώνονται διαφοροποιήσεις ως προς την υγρασία και τη θερμοκρασία. Η υγρασία μειώνεται από τα δυτικά προς τα ανατολικά, ενώ η θερμοκρασία αυξάνεται από το βορρά προς το νότο (Bintliff 1977: 191). Έτσι, οι βορειοδυτικές περιοχές εμφανίζονται πιο υγρές και ψυχρές, ενώ οι νοτιοανατολικές περιοχές πιο ξηρές και θερμές (Halstead 1981: 310). Υπάρχουν ενδείξεις ότι το κλίμα υπήρξε πιο ζεστό και πιο υγρό από το σημερινό στο μεγαλύτερο μέρος της Νεολιθικής Εποχής στον ελλαδικό χώρο. Η βλάστηση αποτελεί ένα ακόμη στοιχείο του περιβάλλοντος που παρουσιάζει διαφοροποίηση από το βόρειο προς το 130

138 Κεφάλαιο 7 νότιο ελλαδικό χώρο. Η διαφοροποίηση συνίσταται στην πυκνότητα και τη σύνθεση του δάσους που κάλυπτε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο κατά την έναρξη της Νεολιθικής Εποχής. Στο βόρειο και κεντρικό ελλαδικό χώρο η βελανιδιά αποτελούσε κυρίαρχο στοιχείο της δασικής βλάστησης, η οποία ήταν πιο πυκνή από ότι στο νότιο ελλαδικό χώρο. Στη διάρκεια της ΑΝ το δάσος της βελανιδιάς άρχισε να υποχωρεί με την εισαγωγή και την εξάπλωση νέων δέντρων, παραμένοντας ωστόσο σε μεγάλη αναλογία ως προς τα υπόλοιπα είδη δέντρων (Willis 1992: 150, 153). Σε αντίθεση με την πυκνή δασική βλάστηση που κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος του βόρειου ελλαδικού χώρου, ένα μωσαϊκό από δάσος και μη-δάσος κάλυπτε το νότιο ηπειρωτικό και νησιωτικό χώρο. Η βελανιδιά αποτελούσε και εδώ κυρίαρχο είδος δέντρου, ενώ ένα μεγάλο μέρος του τοπίου καλύπτονταν από χαμηλή βλάστηση (Moody 1987: ). Η επισήμανση σε μακρο-κλίμακα των διαφορετικών περιβαλλοντικών χαρακτηριστικών ανάμεσα στο βορρά και το νότο αποτελεί σ ένα βαθμό μιαν απάντηση στη συγκέντρωση του μεγαλύτερου ποσοστού των θέσεων της ΑΝ στις βόρειες και κεντρικές ανατολικές περιοχές του ελλαδικού χώρου. Η εγκατάσταση, όμως, των πληθυσμών στο βορρά και το νότο δεν παρουσιάζεται αδιαφοροποίητη σε μια μικρότερη χωρική κλίμακα. Η λεπτομερής περιγραφή της χωροθέτησης των θέσεων της ΑΝ στο τοπίο κάθε περιφέρειας του ελλαδικού χώρου υποδεικνύει την ανάπτυξη των ανθρώπινων δραστηριοτήτων σε μια ποικιλία μικρο-περιβαλλόντων. Με εξαίρεση την υδάτινη πηγή που έπαιζε καθοριστικό ρόλο στην επιλογή ενός τόπου για την ανάπτυξη των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, οι τοποθεσίες που συγκεντρώνουν τα κατάλοιπα αυτών των δραστηριοτήτων διακρίνονται από μια ποικιλία περιβαλλοντικών χαρακτηριστικών, όπως η μικροτοπογραφία, το υψόμετρο, το κλίμα, τα εδάφη και οι διαθέσιμοι φυσικοί πόροι (van Andel, Zangger και Demitrack 1990: 392). Ο Halstead έχει υπογραμμίσει ότι θα ήταν επισφαλές να επιχειρήσει κανείς να κάνει γενικεύσεις για τις χρήσεις γης και για την οικονομία διαβίωσης σε μια γεωγραφική περιοχή όπως ο ελλαδικός χώρος, που χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη περιβαλλοντική ανομοιογένεια, εκτίμηση που φαίνεται να επιβεβαιώνεται με την ποικιλία που καταγράφεται στη χωροθέτηση των θέσεων (Halstead 1981: 310). Μολονότι η πλειονότητα των θέσεων της ΑΝ εντοπίζεται σε μεσόγειες τοποθεσίες, δεν απουσιάζουν θέσεις που βρίσκονται σε παράκτιες τοποθεσίες. Βέβαια, στο σημείο αυτό θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η σημερινή ακτογραμμή δεν συμπίπτει απόλυτα με την ακτογραμμή της ΑΝ περιόδου, με αποτέλεσμα η απόσταση που χωρίζει σήμερα μια θέση από τη θάλασσα να διαφέρει πιθανώς από την απόσταση που τη χώριζε στο παρελθόν (van Andel και Shackleton 1982: ). Ωστόσο, δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί το γεγονός ότι ορισμένες θέσεις της ΑΝ περιόδου δεν ήταν αποκομμένες από τη θάλασσα, αλλά βρίσκονταν σε μια απόσταση που είτε έκανε δυνατή την οπτική επαφή με τη θάλασσα είτε ακόμη έδινε τη δυνατότητα εκμετάλλευσης των θαλάσσιων 131

139 Κεφάλαιο 7 πόρων. Ορισμένα δείγματα τέτοιων θέσεων αποτελούν οι Αλές στο Βόρειο Ευβοϊκό Κόλπο, η Νέα Μάκρη Αττικής ή το Σπήλαιο Φράγχθι στη χερσόνησο της Νότιας Αργολίδας στον ηπειρωτικό ελλαδικό χώρο, καθώς και οι λιγοστές νησιωτικές θέσεις. Στις μεσόγειες θέσεις είναι φανερή η προτίμηση στις κοιλάδες και τις λεκάνες που περιβάλλονται από λόφους ή βουνά. Παραμερίζοντας τους περιβαλλοντικούς παράγοντες που ευνοούσαν μια τέτοια επιλογή, η εγκατάσταση μέσα σε ένα τέτοιο περίκλειστο τοπίο ενδεχομένως πρόσφερε την αίσθηση της ασφάλειας και του ελέγχου στους ανθρώπους που ζούσαν εκεί. Οι έρευνες σε τέτοια τοπία, όπως το οροπέδιο των Σκούρτων, η κοιλάδα της Νεμέας ή η κοιλάδα Μπερμπάτι, αποκαλύπτουν ότι υπήρχαν διαφοροποιήσεις στην επιλογή της τοποθεσίας, επιλέγοντας άλλοτε τους γύρω λόφους κι άλλοτε τα χαμηλότερα σημεία του τοπίου στον πυθμένα των κοιλάδων ή των λεκανών. Αυτή η χωροταξική ποικιλία είναι κοινό χαρακτηριστικό της εγκατάστασης σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο, καθώς θέσεις της ΑΝ εντοπίζονται κυρίως σε επίπεδες εκτάσεις και σε αναβαθμίδες κοιλάδων, αλλά και σε πλαγιές λόφων και κορυφογραμμών ή ακόμη και σε κορυφές λόφων. Η παρουσία θέσεων σε πεδινές τοποθεσίες, όπως για παράδειγμα στις πεδιάδες των Γιαννιτσών, της Λάρισας, της Καρδίτσας ή της Κωπαΐδας, αλλά και στα πιο ορεινά τοπία της Δυτικής Μακεδονίας, του οροπεδίου των Σκούρτων ή της ορεινής Αρκαδίας, αποδεικνύει ότι το υψόμετρο δεν αποτελούσε παράγοντα που υπαγόρευε τις χωροταξικές επιλογές των ανθρώπων της ΑΝ. Οι διαφορές που παρατηρούνται στο υψόμετρο, σε συνδυασμό με την τοπογραφία και την απόσταση από τη θάλασσα, φανερώνουν διαφορές και στο μικροκλίμα των περιοχών εγκατάστασης. Οι περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας είναι πιο υγρές και ψυχρές από τις περιοχές της Θεσσαλίας ή της Στερεάς Ελλάδας και της Αττικής. Ακόμη και στα όρια της ίδιας της Θεσσαλίας, η λεκάνη της Καρδίτσας παρουσιάζει πιο υγρό κλίμα από εκείνο της γειτονικής λεκάνης της Λάρισας. Οι διαφορές αυτές στο μικροκλίμα συνεπάγονται διαφορές στις δυνατότητες που προσφέρει το μικρο-περιβάλλον για την ανάπτυξη δραστηριοτήτων, όπως η καλλιέργεια ή η εκτροφή των ζώων. Εντούτοις, οι διαφορές στις κλιματολογικές συνθήκες δεν φαίνεται να αποτέλεσαν καθοριστικό παράγοντα στις χωροταξικές επιλογές των ανθρώπων της ΑΝ. Η παρατήρηση αυτή επιβεβαιώνεται από την επιτυχή διαβίωση τόσο στο υγρό και ψυχρό κλίμα της Δυτικής Μακεδονίας, όσο και στο πιο ξηρό και ζεστό κλίμα της πεδιάδας της Λάρισας ή της ΒΑ Πελοποννήσου. Στα πρώιμα νεολιθικά χρόνια, αν και διαφαίνεται μια προτίμηση για τη μάργα του πλειόκαινου, τη φλύσχη και τις αλλουβιακές αποθέσεις της Τεταρτογενούς, τα εδάφη φαίνεται να έπαιξαν δευτερεύοντα ρόλο στις χρήσεις γης. Παρά το γεγονός ότι διαπιστώνονται σημαντικές διαφοροποιήσεις ως προς τη χωροταξική θέση της ανθρώπινης παρουσίας στη διάρκεια της ΑΝ στη μικρο-κλίμακα του τοπίου του ελλαδικού χώρου, η περιγραφή του χωροταξικού δικτύου αναδεικνύει 132

140 Κεφάλαιο 7 τη σημασία που έχει η διέξοδος σε φυσικά περάσματα που ενώνουν μεταξύ τους ξεχωριστές γεωγραφικές περιοχές. Επομένως, κοινό στοιχείο στη χωροθέτηση των θέσεων της ΑΝ αποτελεί η εγγύτητα και η πρόσβαση σε άξονες επικοινωνίας που συνδέουν δύο ή και περισσότερες εστίες της ανθρώπινης παρουσίας. Η λεκάνη της Θεσσαλίας, ο σημαντικότερος πυρήνας της ανθρώπινης παρουσίας της ΑΝ στον ελλαδικό χώρο, βρίσκεται πάνω σε άξονες επικοινωνίας που τη συνδέουν με τις περιοχές της Δυτικής και Κεντρικής Μακεδονίας. Η κοιλάδα του Αλιάκμονα, που αποτελεί εστία της ανθρώπινης παρουσίας στο βορρά, λειτουργεί η ίδια ως άξονας επικοινωνίας με τη λεκάνη του Αξιού, ενώ ο ίδιος ο Αξιός αποτελεί άξονα επικοινωνίας του βόρειου ελλαδικού χώρου με τη βαλκανική ενδοχώρα. Είναι πιθανό ότι η διαδρομή από την παράκτια πεδιάδα του Βόλου προς το μυχό του Μαλιακού Κόλπου αποτελούσε έναν άξονα επικοινωνίας ανάμεσα στη Θεσσαλία και τον κεντρικό ελλαδικό χώρο. Από την κοιλάδα του Σπερχειού ξεκινά ένας άξονας επικοινωνίας που διακλαδίζεται από τη μια προς τις περιοχές της Βοιωτίας, της Εύβοιας και νοτιότερα της Αττικής και από την άλλη προς ένα πιο σύντομο δρόμο για την Πελοπόννησο, μέσα από το πέρασμα της Γραβιάς και τον Κόλπο της Κρίσας. Οι εστίες της ανθρώπινης παρουσίας στη ΒΑ Πελοπόννησο βρίσκονται πάνω στον άξονα που συνδέει την Αττική με την Κορινθία και από εκεί με την Αργολίδα και τις υπόλοιπες περιοχές της Πελοποννήσου. Θα πρέπει να τονιστεί ότι το ενδιαφέρον για την πρόσβαση σε άξονες επικοινωνίες δεν περιοριζόταν στην επικοινωνία μεταξύ διαφορετικών γεωγραφικών περιοχών του ελλαδικού χώρου, αλλά μοιραζόταν ε- ξίσου στη χωροθέτηση των θέσεων σε κομβικά σημεία στο τοπίο, που επέτρεπαν την επικοινωνία μέσα σε μια ευρύτερη γεωγραφική περιοχή. Η άρθρωση των αξόνων επικοινωνίας με τις εστίες της ανθρώπινης παρουσίας μέσα στο τοπίο του ελλαδικού χώρου συνιστά το χωροταξικό δίκτυο της ΑΝ περιόδου. Τα χωροταξικά δεδομένα υποδεικνύουν ότι οι εστίες της ανθρώπινης παρουσίας ταυτίζονται κυρίως με κλειστές γεωγραφικές ενότητες, λεκάνες και κοιλάδες, οι οποίες συνδέονται μεταξύ τους μέσα από τους άξονες επικοινωνίας που ακολουθούν τα φυσικά περάσματα του τοπίου. Το χωροταξικό δίκτυο των θέσεων της ΑΝ καταλαμβάνει ένα νοητό τόξο που διατρέχει τον ελλαδικό χώρο από το βορρά προς το νότο, έχοντας ως δυτικό όριο το φυσικό φράγμα της οροσειράς των Ελληνίδων, δυτικά από το οποίο η ανθρώπινη παρουσία είναι σποραδική. Το τόξο αυτό περιλαμβάνει τη Δυτική και Κεντρική Μακεδονία, τη Θεσσαλία, τη Στερεά Ελλάδα, την Εύβοια, την Αττική, τη ΒΑ Πελοπόννησο και τη βόρεια ακτή της Κρήτης. Τέσσερις παράλληλες ζώνες από βορρά προς νότο αντιστοιχούν στις διακυμάνσεις που παρουσιάζει η ανθρώπινη παρουσία μέσα στα όρια του νοητού τόξου. Η ζώνη της πιο έντονης ανθρώπινης παρουσίας αντιστοιχεί στην περιφέρεια της Θεσσαλίας, που συγκεντρώνει το μεγαλύτερο ποσοστό θέσεων της ΑΝ περιόδου (54%). Ο κεντρικός ελλαδικός χώρος συνιστά τη ζώνη με τη δεύτερη μεγαλύτερη συγκέντρωση της ανθρώπινης παρουσίας, καθώς η περιφέρεια της 133

141 Κεφάλαιο 7 Στερεάς Ελλάδας-Αττικής συγκεντρώνει το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό των θέσεων της ΑΝ (20%). Η άνω ζώνη, που αντιστοιχεί στις περιφέρειες της Δυτικής και Κεντρικής Μακεδονίας, αποτελεί την τρίτη κατά σειρά ζώνη συγκέντρωσης της ανθρώπινης παρουσίας, συγκεντρώνοντας συνολικά το 13% των θέσεων της περιόδου (7% και 6% αντίστοιχα). Η κάτω ζώνη, που ταυτίζεται με το νότιο ελλαδικό χώρο, δηλαδή την Πελοπόννησο και την Κρήτη, αποτελεί τη ζώνη με τη χαμηλότερη συγκέντρωση της ανθρώπινης παρουσίας στον ανατολικό ελλαδικό χώρο, συγκεντρώνοντας συνολικά το 11% της ΑΝ περιόδου (8% και 3% αντίστοιχα) Μέση Νεολιθική ΑΡΙΘΜΟΣ ΘΕΣΕΩΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ - ΘΡΑΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΗΠΕΙΡΟΣ 0 0 ΙΟΝΙΑ ΝΗΣΙΑ ΘΕΣΣΑΛΙΑ ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΔΑ - ΑΤΤΙΚΗ ΔΥΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ ΒΟΡΕΙΟ ΑΙΓΑΙΟ ΚΥΚΛΑΔΕΣ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ ΚΡΗΤΗ 10 Πίνακας α. Κατανομή των θέσεων της ΜΝ στον ελλαδικό χώρο. Η ανθρώπινη παρουσία της ΜΝ περιόδου επιβεβαιώνεται αρχαιολογικά σε ένα σύνολο 339 θέσεων σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο (πίνακας 7.2.γ, χάρτης 7.2.2). Η κατανομή των θέσεων της ΜΝ στις περιφέρειες του ελλαδικού χώρου παρουσιάζεται στους πίνακες α και β. Η πλειονότητα των θέσεων της περιόδου εντοπίζεται στη Θεσσαλία, στην οποία καταγράφονται 194 θέσεις (58%). Με σημαντική απόκλιση ως προς το ποσοστό της Θεσσαλίας (58%), το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό θέσεων της ΜΝ καταγράφεται στην περιφέρεια της Στερεάς Ελλάδας-Αττικής (14%), ποσοστό το οποίο αντιστοιχεί σε 49 θέσεις. Ακολουθούν οι περιφέρειες της Πελοποννήσου, της Κεντρικής Μακεδονίας και της Δυτικής Μακεδονίας, συγκεντρώνοντας η καθεμιά ποσοστό θέσεων μειωμένο σχεδόν κατά το ήμισυ του ποσοστού της Στερεάς Ελλάδας- Αττικής (14%). Στην Πελοπόννησο καταγράφονται 25 θέσεις (7%), στην Κεντρική Μακεδονία 23 θέσεις (7%) και στη Δυτική Μακεδονία 22 θέσεις της ΜΝ περιόδου (6%). Στις περιφέρειες της Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης και της Κρήτης ο αριθμός των 134

142 Κεφάλαιο 7 θέσεων μειώνεται σημαντικά ως προς τα μεγέθη των τριών τελευταίων περιφερειών, καθώς στην πρώτη καταγράφονται 13 θέσεις (4%) και στη δεύτερη 10 θέσεις (3%). Το μικρότερο ποσοστό (1%) καταγράφεται στην περιφέρεια της Δυτικής Ελλάδας, το οποίο αντιστοιχεί σε 3 θέσεις της ΜΝ. Στις περιφέρειες της Ηπείρου, των Ιόνιων Νησιών, του Βόρειου Αιγαίου, των Κυκλάδων και της Δωδεκανήσου το ποσοστό είναι μηδενικό, καθώς στις συγκεκριμένες περιφέρειες δεν έχουν εντοπιστεί κατάλοιπα της ΜΝ περιόδου. ΚΥΚΛΑΔΕΣ 0% ΒΟΡΕΙΟ ΑΙΓΑΙΟ 0% ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ 7% ΔΥΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ 1% ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΔΑ - ΑΤΤΙΚΗ 14% ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ 0% ΚΡΗΤΗ 3% ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ - ΘΡΑΚΗ 4% ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 7% ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 6% ΗΠΕΙΡΟΣ 0% ΙΟΝΙΑ ΝΗΣΙΑ 0% ΘΕΣΣΑΛΙΑ 58% Πίνακας β. Κατανομή των θέσεων της ΜΝ στον ελλαδικό χώρο Θεσσαλία Η Θεσσαλία συγκεντρώνει το μεγαλύτερο ποσοστό θέσεων της ανθρώπινης παρουσίας στη διάρκεια της ΜΝ περιόδου (58%), συγκριτικά με τον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο. Η λεκάνη της Λάρισας εμφανίζεται διάστικτη από θέσεις σε ολόκληρη σχεδόν την έκτασή της, ενώ τα πρώτα ίχνη της ανθρώπινης παρουσίας εμφανίζονται ακόμη και στο νοτιότερο άνυδρο τμήμα της. Στη λεκάνη της Καρδίτσας, η συγκέντρωση θέσεων εξακολουθεί να είναι μεγαλύτερη στο νότιο τμήμα της, ενώ πιο περιορισμένα παραμένουν τα κατάλοιπα της ανθρώπινης δραστηριότητας στο κέντρο της λεκάνης. Τα κατάλοιπα της ανθρώπινης παρουσίας της ΜΝ περιόδου επεκτείνονται σε περιοχές της Θεσσαλίας έξω από τις δύο κύριες λεκάνες της. Μια τέτοια περιοχή αποτελεί η ανυψωμένη γεωγραφική έκταση στα νότια των Φαρσάλων, που απλώνεται βόρεια από τον ορεινό όγκο της Όθρυς και δυτικά από την πεδιάδα του Αλμυρού, καθώς και η ανυψωμένη λεκάνη της Ελασσόνας στα βόρεια της πεδιάδας της Λάρισας. Το χωροταξικό δίκτυο της Θεσσαλίας συμπληρώνουν οι λιγοστές θέσεις που εντοπίζονται στις παράκτιες πεδιάδες του Βόλου και του Αλμυρού, καθώς και στη λοφώδη περιοχή που ενώνει το νότιο τμήμα 135

143 Κεφάλαιο 7 της πεδιάδας της Λάρισας με την πεδιάδα του Βόλου. Οι νέες τοποθεσίες που επιλέγονται μέσα στο τοπίο της Θεσσαλίας συγκεντρώνουν τα ίδια χαρακτηριστικά με εκείνα της ΑΝ περιόδου, με ιδιαίτερη προτίμηση στα πεδινά μέρη των λεκανών και στα εύφορα αλλουβιακά εδάφη. Ο Halstead υπογραμμίζει ότι η ίδρυση νέων θέσεων στις θεσσαλικές λεκάνες πήρε τη μορφή πλήρωσης των περιοχών ανάμεσα στις υπάρχουσες, και μακροβιότερες, θέσεις της ΑΝ περιόδου (Halstead 1984: 230). Την ίδια περίοδο υπάρχουν ενδείξεις για τη συνέχιση της ανθρώπινης παρουσίας στη νησίδα Κυρά Παναγιά και στη νησίδα Γιούρα, στις Βόρειες Σποράδες. Στερεά Ελλάδα-Αττική Νότια της Θεσσαλίας, η περιφέρεια της Στερεάς Ελλάδας-Αττικής συγκεντρώνει το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό θέσεων της ΜΝ περιόδου στον ελλαδικό χώρο (14%). Ιδιαίτερη συγκέντρωση παρατηρείται στην περιοχή της βόρειας Φθιώτιδας, στην ανυψωμένη λεκάνη της λίμνης Ξυνιάδας και στο νοτιότερο πεδινό τμήμα της λεκάνης της Καρδίτσας. Η κοιλάδα του Κηφισού ποταμού και η πεδιάδα της Κωπαΐδας αποτελούν τις περιοχές με τη δεύτερη μεγαλύτερη συγκέντρωση θέσεων στον κεντρικό ελλαδικό χώρο, σε αντίθεση με την κοιλάδα του Σπερχειού όπου τα ίχνη είναι αισθητά πιο περιορισμένα. Τα παράλια νοτιοανατολικά από τον ορεινό όγκο της Όθρυς και νοτιότερα απέναντι από την Εύβοια παρουσιάζουν σποραδικά ίχνη της ΜΝ. Ακόμη και στην παράκτια περιοχή του Ωρωπού, η οποία ερευνήθηκε με τη μέθοδο της εντατικής επιφανειακής έρευνας, δεν εντοπίστηκαν ίχνη της ΜΝ περιόδου. Στα παράλια της Αττικής προς το Αιγαίο τρεις θέσεις έχουν δώσει ίχνη της ΜΝ περιόδου, ενώ την ίδια περίοδο μια θέση ιδρύεται σε μεσόγεια τοποθεσία στη λεκάνη της Αθήνας. Στο οροπέδιο των Σκούρτων, η εντατική επιφανειακή έρευνα εντόπισε ίχνη της ΜΝ περιόδου σε μια μοναδική θέση, τη θέση Α8, σε ένα στρογγυλεμένο λόφο πάνω από το νοτιοδυτικό άκρο της πεδιάδας (Munn και Zimmerman Munn 1989: 88). Απέναντι, στην Εύβοια, ίχνη της ΜΝ εντοπίστηκαν μόνο στη θέση Μεγάλη Λάκκα, στη δυτική κεντρική ενδοχώρα του νησιού (Σάμψων : 77). Πελοπόννησος Η Πελοπόννησος συγκεντρώνει το τρίτο μεγαλύτερο ποσοστό θέσεων της ΜΝ στον ελλαδικό χώρο (7%), αν και κατά το ήμισυ μικρότερο από το αντίστοιχο ποσοστό της Στερεάς Ελλάδας-Αττικής (14%). Οι βορειοανατολικές περιοχές της περιφέρειας εξακολουθούν να συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο αριθμό θέσεων. Τα αποτελέσματα των αρχαιολογικών προγραμμάτων εντατικής επιφανειακής έρευνας ρίχνουν φως στα χαρακτηριστικά της εγκατάστασης της ΜΝ περιόδου. Στην περιοχή της Νεμέας, η θέση Φλιούς και ο Λόφος της Τσούγκιζας προσφέρουν τεκμήρια για τη χρήση τους στη διάρκεια της ΜΝ περιόδου, ενώ η εντατική επιφανειακή έρευνα στην περιοχή εντόπισε δύο νέες θέσεις της περιόδου. Πρόκειται για τις θέσεις 700 και 702 που βρίσκονται έξω από 136

144 Κεφάλαιο 7 την κύρια κοιλάδα της Νεμέας, σε μια περιοχή που βρίσκεται δυτικά από τα υψίπεδα με την ονομασία Μαντζόρου Ράχη και προσφέρει οπτικό έλεγχο προς το πέρασμα του Τρητού. Οι δύο θέσεις ιδρύονται σε κοντινή μεταξύ τους απόσταση σε ένα παρόμοιο τοπογραφικό υπόβαθρο και σε υψόμετρο μ. πάνω από τη θάλασσα. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι δύο θέσεις που ιδρύονται στη διάρκεια της ΜΝ, αλλά και ο λόφος της Τσούγκιζας, βρίσκονται πάνω σε σημαντικούς φυσικούς δρόμους επικοινωνίας της ΒΑ Πελοποννήσου (Cherry et al. 1988: ). Στην κοιλάδα Μπερμπάτι μια νέα θέση, η FS23, ιδρύεται σε μικρή απόσταση από τη θέση FS400 της ΑΝ περιόδου. Η ΜΝ φαίνεται να αποτελεί την κύρια περίοδο κατά την οποία οι άνθρωποι αναπτύσσουν τις δραστηριότητές τους πάνω στη θέση FS400, η οποία τώρα παίρνει μεγάλες διαστάσεις καθώς το μέγεθός της φτάνει τα 325 στρέμματα. Σύμφωνα με τα δεδομένα της αρχαιολογικής έρευνας, η νέα θέση FS23 με έκταση μόλις 50 50μ. που δημιουργείται βορειοδυτικά και λίγο ψηλότερα από την FS400, α- ντιπροσωπεύει πιθανώς μια μικρή εγκατάσταση που σχετίζεται με τη μεγαλύτερη θέση (Johnson 1996: 60). Στις δύο αυτές θέσεις της ΜΝ που εντόπισε η εντατική επιφανειακή έρευνα πρέπει να προστεθούν δυο ακόμη θέσεις που έχουν εντοπιστεί από παλιότερες έρευνες στον πυθμένα της κοιλάδας Μπερμπάτι, η θέση Μαστός προς τα δυτικά και η θέση Πρόσυμνα προς τα ανατολικά. Στη χερσόνησο της Νότιας Αργολίδας, ε- κτός από το Σπήλαιο Φράγχθι, ίχνη της ΜΝ περιόδου εντοπίστηκαν σε δυο ακόμη σπηλιές σε κοντινή απόσταση από το Φράγχθι, στις θέσεις Ε14 και D3. Το σπήλαιο Ε14 βρίσκεται στο ακρωτήριο Μουζάκι στα ανατολικά της χερσονήσου, στο επίπεδο της θάλασσας. Το σπήλαιο D3 βρίσκεται στο οροπέδιο των Διδύμων, σε υψόμετρο 200μ. πάνω από τη θάλασσα. Ο περιορισμένος αριθμός των ευρημάτων και η κοντινή τους απόσταση από το Φράγχθι, αποτελούν δύο στοιχεία που οδήγησαν τους ερευνητές να θεωρήσουν ότι δεν πρόκειται για θέσεις που χρησιμοποιούνταν σε μόνιμη βάση, αλλά ότι φιλοξενούσαν προσωρινές δραστηριότητες κυρίως στο πλαίσιο της βοσκής των ζώων (Jameson, van Andel και Runnels 1994: 346). Στην κοιλάδα της Ασέας, η εντατική επιφανειακή έρευνα εντόπισε μια νέα θέση που ιδρύθηκε στη διάρκεια της ΜΝ. Πρόκειται για τη θέση S16 που βρίσκεται στον πυθμένα της κοιλάδας, σε υψόμετρο μ., κοντά σε μια πηγή άφθονου νερού. Πρόκειται για μια θέση με σχετικά μεγάλο μέγεθος που συνυπάρχει χρονικά με την Ασέα-Παλαιόκαστρο. Η διαφορά στην ποιότητα και την ποσότητα της κεραμικής που βρέθηκε στις δύο θέσεις οδηγούν στην υπόθεση ότι πρόκειται για δύο θέσεις διαφορετικού χαρακτήρα. Πιθανολογείται ότι η θέση S16 αποτελούσε ένα τόπο δραστηριοτήτων προσωρινού χαρακτήρα ή περιορισμένης χωρικής κλίμακας, ενώ η χρήση της θέσης Ασέα-Παλαιόκαστρο φαίνεται να είχε πιο μόνιμο χαρακτήρα. Σ αυτή την περίπτωση οι δύο θέσεις θα είχαν μάλλον συμπληρωματική σχέση μεταξύ τους (Forsen, Forsen και Lavento 1996: 85). Στη Λακωνία, το χωροταξικό δίκτυο της ΜΝ περιόδου συνιστούν 137

145 Κεφάλαιο 7 λίγες θέσεις διασκορπισμένες στο τοπίο. Κατάλοιπα της ανθρώπινης δράσης υπάρχουν στη θέση Κουφόβουνο στους ανατολικούς πρόποδες του Ταΰγετου, καθώς και σε τρεις θέσεις στην παράκτια πεδιάδα του Έλου. Ίχνη της ανθρώπινης παρουσίας εντοπίστηκαν, επίσης, στο Σπήλαιο Αλεπότρυπα του Δυρού, που βρίσκεται στο Ακρωτήρι Ταίναρο και κοιτάζει προς το Μεσσηνιακό Κόλπο. Στη ΝΔ Πελοπόννησο, ίχνη της ΜΝ περιόδου εντοπίστηκαν βόρεια από τα όρη της Κυπαρισσίας, στη θέση Μάλθη, ενώ στη ΒΔ Πελοπόννησο τα μόνα ίχνη της εποχής εντοπίζονται σε μία παράκτια θέση στον Κορινθιακό Κόλπο. Κεντρική Μακεδονία Η Κεντρική Μακεδονία συγκεντρώνει το ίδιο ποσοστό (7%) θέσεων της ΜΝ με το αντίστοιχο ποσοστό της Πελοποννήσου (7%). Η μεγαλύτερη συγκέντρωση θέσεων της περιφέρειας εντοπίζεται στη λεκάνη των Σερρών. Η λεκάνη των Σερρών αποτελεί μια τεκτονική τάφρο, που σχηματίστηκε κατά μήκος του ποταμού Στρυμόνα και αποτελεί το όριο ανάμεσα στη Σερβομακεδονική γεωτεκτονική ζώνη και τη Ζώνη της Ροδόπης. Η γεωλογία σε συνδυασμό με τη γεωμορφολογία της λεκάνης έχουν δημιουργήσει τρεις φυσιογραφικές ζώνες με σχεδόν ομόκεντρη διάταξη. Πρόκειται για τις περιφερειακές οροσειρές που πλαισιώνουν τη λεκάνη, τις ταράτσες των νεογενών εδαφών και την αλλουβιακή πεδιάδα του Στρυμόνα και των παραποτάμων του στον πυθμένα της λεκάνης (Fotiadis 1985: 99). Η πλειονότητα των θέσεων που έχουν εντοπιστεί στη λεκάνη των Σερρών βρίσκεται στα ανατολικά του ποταμού Στρυμόνα, στις χαμηλές και μεσαίες α- ναβαθμίδες των νεογενών εδαφών. Το υψόμετρο των θέσεων δεν ξεπερνά τα 100μ. πάνω από τη θάλασσα, εκτός από δύο θέσεις που βρίσκονται σε τοποθεσίες με υψόμετρο 140μ. και 300μ. αντίστοιχα. Τα εδάφη των χαμηλών αναβαθμίδων που προτιμήθηκαν ή- ταν λιγότερο εύφορα από εκείνα της πεδιάδας. Ωστόσο, η καλή αποστράγγιση των εδαφών ευνοούσε τη χρήση τους για καλλιέργεια, σε αντίθεση με τις σκληρές επιφάνειες των μεσαίων αναβαθμίδων που μείωναν την απόδοση στην καλλιέργεια. Τόσο οι χαμηλές όσο και οι μεσαίες αναβαθμίδες πρόσφεραν το κατάλληλο περιβάλλον για τη βοσκή των ζώων, ενώ τα γύρω βουνά προμήθευαν άγριους καρπούς και θηράματα (Fotiadis 1985: ). Η λεκάνη των Σερρών επικοινωνεί με τη λεκάνη του Λαγκαδά μέσα από δύσβατα μονοπάτια που χαράσσονται ανάμεσα στους ορεινούς όγκους του Βερτίσκου και του Κερδυλίου. Η λεκάνη του Λαγκαδά θα πρέπει να εξυπηρετούσε, λόγω της παρουσίας των λιμνών, ως μια ενδιάμεση στάση στη μετακίνηση από το λεκανοπέδιο του Αξιού στο λεκανοπέδιο των Σερρών (Παπαδόπουλος 1997: 46). Δύο θέσεις έχουν δώσει τεκμήρια για την ανθρώπινη παρουσία στα βόρεια των λιμνών, ενώ μια τρίτη θέση, η Λητή Ι, εντοπίστηκε πρόσφατα στις χαμηλές αναβαθμίδες του δυτικού τμήματος της λεκάνης του Λαγκαδά (Τζαναβάρη και Φίλης 2004: 198). Νοτιότερα από τη λεκάνη του Λαγκαδά, 138

146 Κεφάλαιο 7 θέσεις της περιόδου εντοπίζονται στην κοιλάδα των Βασιλικών και στην πεδινή παράκτια ζώνη στα δυτικά της χερσονήσου της Χαλκιδικής. Στο λεκανοπέδιο του Αξιού, οι ενδείξεις για την ανθρώπινη παρουσία στη διάρκεια της ΜΝ περιορίζονται σε ένα μικρό αριθμό θέσεων. Η θέση Δροσιά βρίσκεται στο οροπέδιο της Έδεσσας, πάνω στη δυτική πλευρά των στενών που συνδέουν τη λεκάνη της Βεγορίτιδας με την περιοχή του Άγρα (Κώτσος 1995: 195). Στο κέντρο της κύριας πεδιάδας των Γιαννιτσών, τα κατάλοιπα της ΜΝ περιορίζονται σε δύο μόνο θέσεις. Νότια από τον Αλιάκμονα, στις περιοχές της Πιερίας, η θέση Κεραμαριά ιδρύεται σε ένα εύφορο οροπέδιο σε υψόμετρο 650μ. (Κοταρίδη 2002: 531). Η θέση Παλιάμπελα στις παρυφές των Πιερίων και η θέση Κάτω Αηγιάννης στην παραλιακή ζώνη της Πιερίας διατηρούν την ανθρώπινη δραστηριότητα στη ΜΝ περίοδο (Παππά 1999: ). Δυτική Μακεδονία Στη Δυτική Μακεδονία, που συγκεντρώνει το 6% των θέσεων της ΜΝ περιόδου, η κοιλάδα του Αλιάκμονα εξακολουθεί να αποτελεί τον πιο σημαντικό πυρήνα της ανθρώπινης παρουσίας στην περιοχή. Η πλειονότητα των θέσεων περιορίζεται στην ποτάμια κοιλάδα του μέσου ρου του ποταμού στα νότια της λεκάνης της Πτολεμαϊδας. Στην περιοχή των Γρεβενών, ίχνη της ΜΝ εντοπίζονται μόνο σε δύο θέσεις στην κοιλάδα του άνω ρου του Αλιάκμονα (Wilkie και Savina 1997: 206). Στην Κίτρινη Λίμνη διαπιστώνεται εξάπλωση της ανθρώπινης παρουσίας σε νέες θέσεις, ενώ παράλληλα συνεχίζεται η ανθρώπινη δραστηριότητα στη Μεγάλη Τούμπα Αγ. Δημητρίου. Παλιότερες έρευνες είχαν χρονολογήσει το υλικό περισσότερων θέσεων στη ΜΝ περίοδο, όμως νεότερες μελέτες του υλικού φαίνεται να περιορίζουν τον αριθμό των θέσεων της ΜΝ μόλις σε τρεις (Φωτιάδης και Χονδρογιάννη-Μετόκη 1997: 19). Στη λεκάνη του Αμυνταίου δύο θέσεις της ΜΝ είχαν εύκολη πρόσβαση στις λίμνες Πέτρες, Βεγορίτιδα, Ζάχαρη και Χειμαδίτιδα που υδρεύουν την περιοχή (Τρανταλίδου 1989: 1594). Η θέση Ανάργυροι ΙΙΙ βρίσκεται κοντά στο φυσικό πέρασμα της Κλεισούρας, που αποτελεί μια φυσική δίοδο ανάμεσα στη λεκάνη του Αμυνταίου και στη λεκάνη της Καστοριάς. Στα βόρεια της λεκάνης της Καστοριάς, ίχνη της ΜΝ έχουν εντοπιστεί στην παραλίμνια θέση του Δισπηλιού, καθώς και σε μια δεύτερη θέση στο Νεστόριο κοντά στις πηγές του Αλιάκμονα. Ανατολική Μακεδονία-Θράκη Η περιφέρεια της Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης δίνει τα πρώτα ίχνη ανθρώπινης παρουσίας στη ΜΝ περίοδο, συγκεντρώνοντας το 4% του συνόλου των θέσεων. Οι θέσεις περιορίζονται αποκλειστικά στις περιοχές της περιφέρειας δυτικά από το Νέστο ποταμό, που συμπίπτουν με τις ανατολικότερες περιοχές της Μακεδονίας. Η μεγαλύτερη συγκέντρωση θέσεων εντοπίζεται στη λεκάνη της Δράμας. Το κέντρο της λεκάνης καλύπτεται από μια ευρεία ζώνη από έλη και τύρφη, που περιβάλλεται από μια 139

147 Κεφάλαιο 7 ζώνη με προσχώσεις ιδιαίτερα εύφορες και σχεδόν επίπεδες. Το σύνολο αυτό κυκλώνεται από μια σειρά λόφων και ακόμη πιο έξω από τους ορεινούς όγκους που σχηματίζουν τη λεκάνη. Η εγκατάσταση των πληθυσμών έγινε στις ξηρές ζώνες των προσχώσεων ή ακόμη και στα όρια του έλους, ενώ υπήρχαν και περιπτώσεις που προτιμήθηκε η γύρω λοφώδης περιοχή. Στην πρώτη περίπτωση, το έδαφος των προσχώσεων ήταν εύφορο και συνεπώς κατάλληλο για καλλιέργεια, ενώ παράλληλα υπήρχε πρόσβαση στα υπόγεια νερά που ήταν κοντά στην επιφάνεια της γης. Στη δεύτερη περίπτωση, οι λόφοι και τα βουνά από τη μια πρόσφεραν κατάλληλους βοσκότοπους για την εκτροφή ζώων και εκτάσεις για άγριο κυνήγι, ενώ από την άλλη προμήθευαν τον πληθυσμό με τις πρώτες ύλες για την κατασκευή των εργαλείων (Blouet 1986: , Treuil 1992: 48). Η λεκάνη των Σερρών επικοινωνεί με τη λεκάνη της Δράμας μέσα από δύο φυσικούς δρόμους, την κοιλάδα του Αγγίτη και νοτιότερα την Πιέρια κοιλάδα ανάμεσα στο Παγγαίο και στο Σύμβολο (Παπαδόπουλος 1997: 47). Έξω από τη λεκάνη της Δράμας, μια θέση έχει εντοπιστεί στο νότιο στόμιο της Πιέριας κοιλάδας, ενώ την ίδια περίοδο διαπιστώνονται τα πρώτα ίχνη ανθρώπινης παρουσίας στο νησί της Θάσου. Κρήτη Στην άλλη άκρη του Αιγαίου, η Κρήτη συγκεντρώνει το 3% των θέσεων της ΜΝ περιόδου, ποσοστό μικρότερο από το αντίστοιχο της Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης (4%). Στην Κρήτη, η βόρεια ακτή εξακολουθεί να συγκεντρώνει τα περισσότερα τεκμήρια της ανθρώπινης παρουσίας στο νησί, μολονότι στη διάρκεια της ΜΝ καταγράφονται τα πρώτα ανθρώπινα ίχνη στην ενδοχώρα του νησιού. Πρόκειται για δύο θέσεις στα βόρεια όρια της πεδιάδας της Μεσαράς, στην ακρόπολη της Γόρτυνας και στη Μητρόπολη (Ζώης 1973: 229). Πιο έντονη παρατηρείται η ανθρώπινη παρουσία στη δυτική πλευρά του νησιού, καθώς το αρχαιολογικό πρόγραμμα στην περιοχή των Χανίων εντόπισε μια νέα θέση που προστίθεται σε εκείνες της ΑΝ που συνεχίζουν να είναι σε χρήση. Πρόκειται για ένα ταφικό σπήλαιο, το σπήλαιο ΚΜ4, που βρίσκεται σε μεσόγεια τοποθεσία, σχεδόν στο βόρειο κεντρικό τμήμα της χερσονήσου, σε απόσταση 1,8χλμ. από τη θάλασσα και σε υψόμετρο 268μ. (Moody 1987: κατάλογος θέσεων). Στην κεντρική Κρήτη, η Κνωσός και ο Κατσαμπάς στην πεδιάδα του Ηρακλείου διατηρούν την ανθρώπινη παρουσία στη ΜΝ περίοδο. Στην ανατολική Κρήτη, μόνο μια θέση, το Σπήλαιο Πελεκητών, συνεχίζει να είναι σε χρήση στη διάρκεια της ΜΝ περιόδου. Δυτική Ελλάδα Η περιφέρεια της Δυτικής Ελλάδας συγκεντρώνει το μικρότερο ποσοστό θέσεων της ΜΝ περιόδου στον ελλαδικό χώρο (1%). Τα κατάλοιπα της ανθρώπινης παρουσίας περιορίζονται σε τρεις θέσεις. Δύο από αυτές, το Σπήλαιο του Αγίου Νικολάου στον Αστακό και η Κόκκινη Σπηλιά, συνεχίζουν να είναι σε χρήση από την προηγούμενη ΑΝ περίοδο, ενώ η τρίτη θέση ιδρύεται στη διάρκεια της ΜΝ περιόδου. 140

148 Κεφάλαιο 7 Συμπεράσματα για το χωροταξικό δίκτυο των οικισμών κατά τη ΜΝ Η οροσειρά των Ελληνίδων εξακολουθεί να αποτελεί ένα ισχυρό τοπογραφικό στοιχείο που διαχωρίζει τις ανατολικές από τις δυτικές ηπειρωτικές περιοχές του ελλαδικού χώρου, σχηματίζοντας ένα όριο ανάμεσα στον πυκνοκατοικημένο ανατολικό ελλαδικό χώρο και τον σχεδόν κενό από θέσεις δυτικό ελλαδικό χώρο. Σύμφωνα με το χάρτη και τα δεδομένα των πινάκων α και β, ο κύριος όγκος των θέσεων της ΜΝ περιορίζεται χωρικά στις περιοχές που εκτείνονται ανατολικά της ο- ρεινής αλυσίδας που διατρέχει τον ηπειρωτικό κορμό της χερσονήσου. Τα μοναδικά λείψανα της ανθρώπινης παρουσίας στο δυτικό ελλαδικό χώρο εντοπίζονται στην Αιτωλοακαρνανία, ενώ η Ήπειρος και τα Ιόνια Νησιά δεν έχουν δώσει λείψανα της ανθρώπινης παρουσίας της ΜΝ περιόδου. Στον ανατολικό ελλαδικό χώρο, η αιγαιακή Θράκη, τα νησιά του Βόρειου Αιγαίου, οι Κυκλάδες και τα Δωδεκάνησα αποτελούν περιοχές στις οποίες δεν έχει εντοπιστεί κανένα ίχνος ανθρώπινης παρουσίας της ΜΝ περιόδου μέχρι σήμερα. Στον υπόλοιπο ανατολικό ελλαδικό χώρο, οι εστίες της ανθρώπινης παρουσίας εντοπίζονται σε ολόκληρη τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία, τη Στερεά Ελλάδα- Αττική, την Πελοπόννησο και την Κρήτη. Κύρια εστία της ανθρώπινης παρουσίας της ΜΝ αποτελεί η λεκάνη της Θεσσαλίας. Μικρότερες εστίες στην περιφέρεια της λεκάνης αποτελούν περιοχές, όπως το ο- ροπέδιο της Ελασσόνας, η λοφώδης περιοχή των Φαρσάλων, η λοφώδης περιοχή που συνδέει τις πεδιάδες της Λάρισας και του Βόλου, οι παράκτιες πεδιάδες του Βόλου και του Αλμυρού, και τέλος οι Βόρειες Σποράδες. Στον κεντρικό ελλαδικό χώρο, κύριες εστίες της ανθρώπινης δράσης αποτελούν η λεκάνη της Ξυνιάδας, η κοιλάδα του Κηφισού και η λεκάνη της Κωπαΐδας, ενώ ένας μικρότερος πυρήνας βρίσκεται στην κοιλάδα του Σπερχειού. Η ανθρώπινη παρουσία είναι σποραδική στην παράκτια ζώνη που εκτείνεται στο ανατολικό όριο του κεντρικού ελλαδικού χώρου. Νοτιότερα, στην Πελοπόννησο, εστίες της ανθρώπινης παρουσίας εντοπίζονται στην κοιλάδα της Νεμέας και την κοιλάδα Μπερμπάτι, ενώ μικρότεροι πυρήνες σχηματίζονται στην ορεινή κοιλάδα της Ασέας, την παράκτια πεδιάδα του Έλου και τη χερσόνησο της Νότιας Αργολίδας. Στο βόρειο ελλαδικό, η λεκάνη των Σερρών, αποτελεί την κυριότερη εστία της ανθρώπινης παρουσίας στη Μακεδονία, ενώ η λεκάνη του Λαγκαδά, η λεκάνη του Αξιού, η κοιλάδα των Βασιλικών και η παράκτια πεδινή ζώνη του κορμού της χερσονήσου της Χαλκιδικής αποτελούν ορισμένους πυρήνες με σποραδικά ανθρώπινα ίχνη. Στο ορεινό τοπίο της Δυτικής Μακεδονίας, η κοιλάδα του Αλιάκμονα και η λεκάνη της Κίτρινης Λίμνης είναι οι κύριες εστίες της ανθρώπινης παρουσίας, ενώ η λεκάνη του Αμυνταίου και η λεκάνη της Καστοριάς συγκεντρώνουν τα πρώτα ίχνη. Η ανατολικότερη εστία της ανθρώπινης παρουσίας στο βόρειο ηπειρωτικό ελλαδικό χώρο εντοπίζεται στη λεκάνη της Δράμας, ενώ ένας μικρότερος πυρήνας καταγράφεται απέναντι στο νησί της Θάσου. Στην Κρήτη, οι κύριες εστίες της ανθρώπινης παρουσίας βρίσκονται κατά μή- 141

149 Κεφάλαιο 7 κος της βόρειας ακτής, ενώ ένας δεύτερος πυρήνας αρχίζει να διαμορφώνεται στην ενδοχώρα του νησιού, στα βόρεια της πεδιάδας της Μεσαράς. Στη μακρο-κλίμακα του ελλαδικού χώρου, είναι φανερό ότι οι μεγάλες λεκάνες της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας προτιμήθηκαν για την ανάπτυξη των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στη διάρκεια της ΜΝ περιόδου. Μοναδική εξαίρεση σ αυτό τον κανόνα φαίνεται ότι αποτελεί η λεκάνη του Αξιού, η οποία συγκεντρώνει ένα πολύ μικρό α- ριθμό θέσεων της ΜΝ περιόδου. Δεν είναι βέβαιο αν πρόκειται για μια ανθρώπινη χωροταξική επιλογή της περιόδου ή αν αφορά σε μια μεταγενέστερη στρέβλωση του αρχαιολογικού υλικού. Υπάρχουν απόψεις που υποστηρίζουν ότι θέσεις της ΜΝ περιόδου έχουν καλυφθεί από αλλουβιακές αποθέσεις στη λεκάνη του Αξιού (Ασλάνης 1992: 227, Μερούσης και Στεφανή 1999: 743). Οι απόψεις αυτές, όμως, δεν στηρίζονται σε επιστημονικές μελέτες που να τεκμηριώνουν τέτοιες γεωμορφολογικές αλλαγές, με αποτέλεσμα οι συγκεκριμένες απόψεις να παραμένουν στο πεδίο των υποθέσεων σχετικά με την απουσία θέσεων της ΜΝ από τη λεκάνη του Αξιού. Οι μικρότερες λεκάνες του κεντρικού ελλαδικού χώρου αποτέλεσαν, επίσης, πόλο έλξης της ανθρώπινης παρουσίας στη ΜΝ περίοδο, σε αντίθεση με την Εύβοια η οποία εμφανίζεται σχεδόν κενή από θέσεις της ΜΝ περιόδου. Τα ίχνη της ανθρώπινης παρουσίας είναι πιο σποραδικά στο τοπίο του νότιου ελλαδικού χώρου, με κύριες συγκεντρώσεις στις κοιλάδες της ΒΑ Πελοποννήσου και τη βόρεια ακτή της Κρήτης. Η χωροθέτηση των θέσεων στο τοπίο του ελλαδικού χώρου υποδεικνύει τη διαβίωση των ανθρώπων της ΜΝ σε μια ποικιλία από μικρο-περιβάλλοντα. Η υδάτινη πηγή φαίνεται να αποτελούσε βασικό κριτήριο για την επιλογή μιας θέσης, κρίνοντας από την εγγύτητα και τη δυνατότητα πρόσβασης σε ποτάμια, χείμαρρους και λίμνες. Οι άνθρωποι της ΜΝ εγκαταστάθηκαν και ανέπτυξαν τις δραστηριότητές τους στα πεδινά μέρη των μεγάλων και των μικρότερων λεκανών, αλλά και στους γύρω χαμηλούς λόφους ή τις αναβαθμίδες των κοιλάδων. Μολονότι η πλειονότητα των θέσεων εντοπίζεται στις πεδινές λεκάνες του ελλαδικού τοπίου, τα κατάλοιπα της ανθρώπινης δράσης δεν απουσιάζουν από τις ορεινές λεκάνες της δυτικής Μακεδονίας και της κεντρικής Πελοποννήσου. Παρά το γεγονός ότι καταγράφεται ιδιαίτερη προτίμηση για τις μεσόγειες τοποθεσίες, σημειώνεται παράλληλα η επιλογή ορισμένων θέσεων που βρίσκονται στα πεδινά παράκτια τμήματα. Η ποικιλία που διακρίνει την επιλογή των τοποθεσιών για την ανάπτυξη των ανθρώπινων δραστηριοτήτων συνεπάγεται διαφοροποιήσεις ως προς τα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά των εστιών της ανθρώπινης παρουσίας, δηλαδή το έδαφος, το κλίμα και τη βλάστηση. Η διαφοροποίηση των περιβαλλοντικών χαρακτηριστικών στη μικρο-κλίμακα υποδεικνύει με τη σειρά της διαφοροποίηση ως προς τους περιορισμούς και τις δυνατότητες που προσφέρει κάθε τοποθεσία σ εκείνους που τις επιλέγουν. 142

150 Κεφάλαιο 7 Σε αντίθεση με τη διαφορετικότητα που χαρακτηρίζει τις εστίες της ανθρώπινης παρουσίας ως προς τα οικολογικά τους χαρακτηριστικά, κοινό χαρακτηριστικό των χωροταξικών επιλογών των ανθρώπων της ΜΝ περιόδου αποτελεί η πρόσβαση σε φυσικά περάσματα που εξυπηρετούν την επικοινωνία μεταξύ των εστιών. Η εξάπλωση της ανθρώπινης παρουσίας σε περιοχές περιφερειακά της λεκάνης της Θεσσαλίας πραγματοποιείται προς την κατεύθυνση σημαντικών αξόνων επικοινωνίας. Προς τα βόρεια, στο οροπέδιο της Ελασσόνας, που αποτελεί ενδιάμεσο βήμα για τη μετάβαση προς την κοιλάδα του Αλιάκμονα και προς τα νότια, στην παράκτιες πεδιάδες το Βόλου και του Αλμυρού, που δίνουν διέξοδο προς το Αιγαίο και νοτιότερα προς τον κεντρικό ελλαδικό χώρο. Οι κοιλάδες του κεντρικού ελλαδικού χώρου αποτελούν άξονες επικοινωνίας με τη ΒΑ Πελοπόννησο. Οι εστίες της ανθρώπινης παρουσίας στη ΒΑ Πελοπόννησο βρίσκονται πάνω σε άξονες επικοινωνίας που οδηγούν στην ενδοχώρα της Πελοποννήσου και από εκεί στις νότιες και δυτικές περιοχές. Στο βόρειο ελλαδικό χώρο, η εστία που εντοπίζεται στη λεκάνη του Αμυνταίου βρίσκεται πάνω σε άξονα που συνδέει τη δυτική Μακεδονία με τη λεκάνη του Αξιού, όπως συμβαίνει και με την κοιλάδα του Αλιάκμονα. Η λεκάνη του Λαγκαδά προσφέρει έναν άξονα επικοινωνίας που ενώνει τη λεκάνη του Αξιού με τη λεκάνη των Σερρών, η οποία με τη σειρά της συνδέεται με τη λεκάνη της Δράμας μέσα από την Πιέρια κοιλάδα. Ο ποταμός Στρυμόνας που διασχίζει τη λεκάνη των Σερρών αποτελεί ένα φυσικό δρόμο επικοινωνίας με την ενδοχώρα της βαλκανικής χερσονήσου. Η σύνδεση των εστιών της ανθρώπινης παρουσίας με αυτό το σύνολο των αξόνων επικοινωνίας συνιστά το χωροταξικό δίκτυο της ΜΝ περιόδου. Μέσα σε αυτό το δίκτυο, οι εστίες συμπίπτουν με λεκάνες και κοιλάδες του τοπογραφικού ανάγλυφου, ενώ οι άξονες επικοινωνίας αντιστοιχούν σε φυσικά περάσματα που επιτρέπουν την επικοινωνία των κλειστών γεωγραφικών περιοχών μεταξύ τους. Με εξαίρεση τις λιγοστές και απομονωμένες θέσεις της περιφέρειας της Δυτικής Ελλάδας, το χωροταξικό δίκτυο της ΜΝ περιόδου καταλαμβάνει ένα νοητό τόξο που ξεκινά από την Ανατολική Μακεδονία και καταλήγει στο νησί της Κρήτης, διασχίζοντας το βόρειο, τον κεντρικό και μέρος του νότιου ηπειρωτικού κορμού του ελλαδικού χώρου. Η διαβάθμιση που παρατηρείται στη συγκέντρωση της ανθρώπινης παρουσίας στις εστίες του χωροταξικού δικτύου αντιστοιχεί σε τέσσερις παράλληλες ζώνες από βορρά προς νότο. Η ζώνη μεγαλύτερης συγκέντρωσης της ανθρώπινης παρουσίας αντιστοιχεί στη δεύτερη από βορρά ζώνη, που περιλαμβάνει την περιφέρεια της Θεσσαλίας, καθώς συγκεντρώνει το 58% των θέσεων της ΜΝ. Η άνω ζώνη, που περιλαμβάνει τις περιοχές της Δυτικής, της Κεντρικής και της Ανατολικής Μακεδονίας, αποτελεί τη ζώνη της δεύτερης μεγαλύτερης συγκέντρωσης της ανθρώπινης παρουσίας, συγκεντρώνοντας συνολικά το 17% των θέσεων της περιόδου (6%, 7% και 4% αντίστοιχα). Η τρίτη σε βαθμό συγκέντρωσης ζώνη αντιστοιχεί στον κεντρικό ελλαδικό χώρο, δηλαδή στην περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας- 143

151 Κεφάλαιο 7 Αττικής, η οποία συγκεντρώνει το 14% των θέσεων της ΜΝ. Η κάτω ζώνη που αντιστοιχεί στο νότιο ελλαδικό χώρο, δηλαδή στην Πελοπόννησο και την Κρήτη, εμφανίζει το μικρότερο βαθμό συγκέντρωσης της ανθρώπινης παρουσίας στον ελλαδικό χώρο, συγκεντρώνοντας συνολικά το 10% των θέσεων της ΜΝ περιόδου (7% και 3% αντίστοιχα) Νεότερη Νεολιθική ΑΡΙΘΜΟΣ ΘΕΣΕΩΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ - ΘΡΑΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΗΠΕΙΡΟΣ 1 4 ΙΟΝΙΑ ΝΗΣΙΑ ΘΕΣΣΑΛΙΑ ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΔΑ - ΑΤΤΙΚΗ ΔΥΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ ΒΟΡΕΙΟ ΑΙΓΑΙΟ ΚΥΚΛΑΔΕΣ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ ΚΡΗΤΗ 45 Πίνακας α. Κατανομή των θέσεων της ΝΝ στον ελλαδικό χώρο. ΚΥΚΛΑΔΕΣ 2% ΒΟΡΕΙΟ ΑΙΓΑΙΟ 1% ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ 7% ΔΥΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ 0% ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΔΑ - ΑΤΤΙΚΗ 12% ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ 5% ΚΡΗΤΗ 6% ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ - ΘΡΑΚΗ 5% ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 18% ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 8% ΗΠΕΙΡΟΣ 0% ΙΟΝΙΑ ΝΗΣΙΑ 1% ΘΕΣΣΑΛΙΑ 35% Πίνακας β. Κατανομή των θέσεων της ΝΝ στον ελλαδικό χώρο. 144

152 Κεφάλαιο 7 Τα λείψανα της ανθρώπινης δράσης της ΝΝ περιόδου εντοπίζονται σε 706 θέσεις σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο (πίνακας 7.2.γ, χάρτης 7.2.3). Σύμφωνα με την κατανομή των θέσεων της περιόδου στις περιφέρειες του ελλαδικού χώρου, όπως περιγράφεται στους πίνακες α και β, ο μεγαλύτερος αριθμός θέσεων καταγράφεται στη Θεσσαλία. Πρόκειται για 244 θέσεις της ΝΝ, σύνολο που αντιστοιχεί στο 35% του συνολικού αριθμού των θέσεων της περιόδου. Στην Κεντρική Μακεδονία καταγράφονται 129 θέσεις (18%), αριθμός σχεδόν κατά το ήμισυ μικρότερος από τον αριθμό των θέσεων της Θεσσαλίας. Το τρίτο μεγαλύτερο ποσοστό θέσεων (12%) συγκεντρώνει η περιφέρεια της Στερεάς Ελλάδας-Αττικής, στην οποία καταγράφονται 84 θέσεις της ΝΝ περιόδου. Ακολουθεί ένα σύνολο περιφερειών των οποίων τα ποσοστά συγκέντρωσης θέσεων της ΝΝ περιόδου κυμαίνονται από 8% ώς 5%. Συγκεκριμένα, το μεγαλύτερο ποσοστό 8% σημειώνεται στη Δυτική Μακεδονία, όπου καταγράφονται 59 θέσεις της ΝΝ. Στην Πελοπόννησο σημειώνεται το 7% των θέσεων, που αντιστοιχεί σε 50 θέσεις και στην Κρήτη το 6% των θέσεων που αντιστοιχεί σε 45 θέσεις. Τα Δωδεκάνησα και η Α- νατολική Μακεδονία-Θράκη παρουσιάζουν μικρή απόκλιση ως προς τον αριθμό των θέσεων που συγκεντρώνουν, καθώς στην πρώτη περιφέρεια καταγράφονται 37 θέσεις (5%) και στη δεύτερη 35 θέσεις (5%) αντίστοιχα. Οι μικρότερες συγκεντρώσεις θέσεων της ΝΝ σημειώνονται στις περιφέρειες των Ιόνιων Νησιών και του Βόρειου Αιγαίου, σε καθεμιά από τις οποίες καταγράφονται 4 θέσεις (1%), ενώ στις περιφέρειες της Η- πείρου και της Δυτικής Ελλάδας καταγράφεται αντίστοιχα από 1 θέση (0%). Θεσσαλία Στη διάρκεια της ΝΝ, η Θεσσαλία συγκεντρώνει το μεγαλύτερο ποσοστό θέσεων στον ελλαδικό χώρο (35%). Η λεκάνη της Λάρισας αποτελεί την πιο πυκνοκατοικημένη γεωγραφική περιοχή του ελλαδικού χώρου. Οι νέες θέσεις ιδρύονται ανάμεσα στις ήδη υπάρχουσες με τη διαδικασία του γεμίσματος. Την ίδια εποχή παρατηρείται η ίδρυση πολλών μικρών θέσεων στο νοτιότερο κομμάτι της πεδιάδας της Λάρισας, με κύριο χωροταξικό χαρακτηριστικό τη μικρή απόσταση μεταξύ τους. Πρόκειται για μια άνυδρη περιοχή της λεκάνης, στην οποία είναι πιθανό ότι η έλλειψη νερού θα εξέθετε την πρακτική της καλλιέργειας σε μεγαλύτερο κίνδυνο από ότι στην υπόλοιπη πιο πλούσια υδρολογικά λεκάνη. Την ίδια περίοδο, η ανθρώπινη παρουσία αποκτά πιο έντονο χαρακτήρα στη λοφώδη περιοχή που βρίσκεται στο νότιο τμήμα της λεκάνης της Λάρισας και ενώνει τη μεσόγεια πεδιάδα της Λάρισας με την παράκτια πεδιάδα του Βόλου. Παράλληλα, νέες θέσεις ιδρύονται στον Κόλπο του Διμηνίου και στην ευρύτερη παράκτια πεδινή ζώνη του Βόλου. Σε αντίθεση με τη φανερή αύξηση των θέσεων στην πεδιάδα της Λάρισας, η πεδιάδα της Καρδίτσας εμφανίζει μια εικόνα παρακμής, καθώς αρκετές από τις θέσεις στο κεντρικό αλλά και το νότιο τμήμα της πεδιάδας εγκαταλείπονται. Ο Halstead υποστηρίζει ότι η απουσία θέσεων της ΝΝ από τη δυτική Θεσσαλία οφείλεται σε μεταποθετικούς παράγοντες, που προκάλεσαν την επίχωση των θέσεων, και όχι 145

153 Κεφάλαιο 7 σε σκόπιμες επιλογές των νεολιθικών ανθρώπων της λεκάνης της Καρδίτσας (Halstead 1984: 214). Στις Βόρειες Σποράδες ίχνη της ΝΝ περιόδου περιορίζονται στο Σπήλαιο του Κύκλωπα στη νησίδα Γιούρα. Κεντρική Μακεδονία Η Κεντρική Μακεδονία φαίνεται να ακολουθεί το κλίμα εξάπλωσης της ανθρώπινης παρουσίας και την αύξηση του αριθμού των θέσεων που χαρακτηρίζει την ίδια ε- ποχή την πεδιάδα της Λάρισας. Τα τεκμήρια της ανθρώπινης δράσης πολλαπλασιάζονται σχεδόν σε ολόκληρη την έκταση της περιφέρειας, με αποτέλεσμα η Κεντρική Μακεδονία να συγκεντρώνει το 18% των θέσεων της περιόδου. Η μεγαλύτερη συγκέντρωση θέσεων καταγράφεται στο λεκανοπέδιο του Αξιού, στο οποίο οι μεγαλύτερες πυκνώσεις εντοπίζονται στην πεδιάδα των Γιαννιτσών και στη δυτική περιοχή της Ημαθίας. Στις δύο αυτές περιοχές αναγνωρίζεται μια προτίμηση για χωροθέτηση των δραστηριοτήτων σε πιο ορεινές τοποθεσίες του τοπίου συγκριτικά με το παρελθόν, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αποφεύγονται οι πεδινές εκτάσεις. Οι πεδινές τοποθεσίες εξακολουθούν να συγκεντρώνουν τις ανθρώπινες δραστηριότητες σε υπάρχουσες ή νέες θέσεις. Στην πεδιάδα των Γιαννιτσών, η ημιορεινή ζώνη στην οποία ιδρύονται οι περισσότερες θέσεις χαρακτηρίζεται από περιορισμένες δυνατότητες για την ανάπτυξη των καλλιεργητικών δραστηριοτήτων (Χρυσοστόμου 1998: 165). Στη λεκάνη της Έδεσσας, θέσεις της ΝΝ εντοπίζονται στις παρυφές των προσχώσεων της πεδιάδας, εξασφαλίζοντας αντιπλημμυρική προστασία αλλά και πρόσβαση στα εύφορα εδάφη της πεδιάδας, ενώ παράλληλα σημειώνεται μια τάση για μετατόπιση σε πιο ορεινές τοποθεσίες στους πρόποδες του ορεινού όγκου του Βερμίου. Η εγγύτητα σε φυσικούς δρόμους επικοινωνίας φαίνεται να αποτελεί σημαντικό παράγοντα στη χωροθέτηση των θέσεων της ΝΝ, ενώ κάποιες θέσεις εντοπίζονται σε τοποθεσίες κοντά στη μεταγενέστερη χάραξη της Εγνατίας Ο- δού (Κοκκινίδου 1990: 47). Στην Ημαθία, μια μερίδα του πληθυσμού φαίνεται να δείχνει προτίμηση για τη λοφώδη ζώνη ανατολικά από τον ορεινό όγκο του Βερμίου (Μερούσης και Στεφανή 1999: 744). Μια αντίστοιχη τάση για την ανάπτυξη των ανθρώπινων δραστηριοτήτων σε πιο ορεινές τοποθεσίες διαφαίνεται στη λεκάνη του Λαγκαδά. Το αρχαιολογικό πρόγραμμα του Λαγκαδά εντόπισε δύο θέσεις της ΝΝ στην ημιορεινή περιοχή των Πέντε Βρυσών, που βρίσκεται σε υψόμετρο μ. πάνω από το επίπεδο της θάλασσας. Η περιοχή καλυπτόταν από δάσος, γεγονός που θα απαιτούσε την εκχέρσωση μικρών εκτάσεων γης για τις ανάγκες της καλλιέργειας και της βοσκής των ζώων (Κωτσάκης και Ανδρέου 1995: 354). Η ανθρώπινη παρουσία σε πιο ορεινά υψόμετρα δεν αποτελούσε την αποκλειστική χωροταξική επιλογή των ανθρώπων της λεκάνης του Λαγκαδά. Η εντατική ε- πιφανειακή έρευνα διαπίστωσε την ανάπτυξη των ανθρώπινων δραστηριοτήτων την ίδια περίοδο σε τρεις νέες θέσεις που εντοπίστηκαν σε χαμηλότερα σημεία της λεκάνης 146

154 Κεφάλαιο 7 (Καβαλάρι ΚΒ9.9.92, Χρυσαυγή Χ10.88 και Άσσηρος-Στρατόπεδο 2 Δ20.87). Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι νέες αυτές θέσεις δεν αποτελούν τα μόνα τεκμήρια της ανθρώπινης παρουσίας στη λεκάνη του Λαγκαδά, καθώς παλιότερες αρχαιολογικές έρευνες έ- χουν εντοπίσει σ αυτή την περιοχή της λεκάνης τις θέσεις της ΝΝ Καβαλάρι Α, Περιβολάκι, Πέντε Βρύσες και Δρυμός. Ανατολικότερα, ίχνη της ανθρώπινης παρουσίας στη λεκάνη εντοπίστηκαν στην πεδινή περιοχή μεταξύ των δύο λιμνών, αλλά και στην πιο ορεινή λοφώδη περιοχή της Αρέθουσας. Στη λεκάνη των Σερρών, ο αριθμός των θέσεων αυξάνεται στη διάρκεια της ΝΝ περιόδου. Οι θέσεις που ιδρύθηκαν κατά την προηγούμενη περίοδο στις χαμηλές και μεσαίες αναβαθμίδες ανατολικά του Στρυμόνα εξακολουθούν να συγκεντρώνουν τις ανθρώπινες δραστηριότητες. Νέες θέσεις ιδρύονται ανάμεσα στις υπάρχουσες, ενώ τώρα παρατηρείται μια διάχυση της ανθρώπινης παρουσίας προς το νότο, στα όρια των ελών της πρώην λίμνης του Αχινού, στη συμβολή των ποταμών Στρυμόνα και Αγγίτη (Παπαδόπουλος 1997: 39). Τάση εξάπλωσης παρατηρείται μέσα στην κοιλάδα του ποταμού Αγγίτη, ενώ την ίδια περίοδο ιδρύονται θέσεις σε πιο ορεινές τοποθεσίες κοντά στους πρόποδες του Παγγαίου που κοιτάζουν προς την κοιλάδα. Κατάλοιπα της ανθρώπινης δραστηριότητας της ΝΝ εντοπίζονται και στα δυτικά του Στρυμόνα, στα όρια μεταξύ της πεδινής και της λοφώδους περιοχής που περικλείει την αλλουβιακή πεδιάδα του ποταμού. Μια περιοχή που εποικίζεται στη διάρκεια της ΝΝ είναι η παράκτια ζώνη κοντά στις εκβολές του ποταμού Στρυμόνα, ανατολικά από τους πρόποδες του Κερδύλλιου όρους. Πρόκειται για μια λωρίδα γης με νεογενή εδάφη που θα πρέπει να ευνοούσαν την πρακτική της καλλιέργειας (Μαλαμίδου 1999: 509). Ένα δεύτερο σημαντικό στοιχείο της περιοχής είναι η γεωγραφική της θέση στο σημείο όπου το Αιγαίο πέλαγος ενώνεται με τον ποταμό Στρυμόνα, το μεγαλύτερο φυσικό δρόμο που εξυπηρετεί την επικοινωνία του αιγαιακού χώρου με τα Βαλκάνια (Gimbutas 1972: 114). Στη διάρκεια της ΝΝ διαπιστώνεται εξάπλωση της ανθρώπινης παρουσίας στη μικρή πεδιάδα της Θεσσαλονίκης και στην κοιλάδα των Βασιλικών (Παππά 1993: 1225). Παράλληλα, παρατηρείται διάχυση των θέσεων προς τα νότια στην παράκτια πεδινή ζώνη ανατολικά του Θερμαϊκού. Οι θέσεις εντοπίζονται κοντά στη θάλασσα, αλλά και σε πιο μεσόγειες τοποθεσίες. Στη ΝΝ περίοδο διαπιστώνονται οι πρώτες θέσεις ανθρώπινης δραστηριότητας στις χερσονήσους της Χαλκιδικής, μια περιοχή που διαφέρει από τον υπόλοιπο βόρειο ελλαδικό χώρο, καθώς χαρακτηρίζεται από πιο ζεστό και ξηρό κλίμα (Bintliff 1977: 91). Στην απέναντι πλευρά του Θερμαϊκού Κόλπου νέες θέσεις ιδρύονται στη διάρκεια της ΝΝ περιόδου στην παράκτια πεδινή ζώνη της Πιερίας. Θέσεις της περιόδου εντοπίστηκαν σε λοφώδης περιοχή, σε φυσικά υψώματα που δεσπόζουν στο γύρω τοπίο, αλλά και σε σχεδόν επίπεδες εκτάσεις κοντά στη θάλασσα (Παππά 1999: 877). Πρόσφατες γεωμορφολογικές έρευνες που πραγματοποιήθηκαν σε δύο χείμαρρους της Πιερίας τεκμηριώνουν επεισόδια αλλουβιακής απόθεσης στα χαμηλά μέ- 147

155 Κεφάλαιο 7 ρη των κοιλάδων. Η έρευνα υποδεικνύει ότι τα επεισόδια αυτά προκάλεσαν στρεβλώσεις του αρχαιολογικού υλικού, με αποτέλεσμα να θεωρείται πιθανό ότι οι αλλουβιακές αποθέσεις κάλυψαν θέσεις της ΝΝ/ΤΝ περιόδου (Krahtopoulou 2000: 25). Μέσα στο τοπίο της Κεντρικής Μακεδονίας, οι μεγάλες λεκάνες του Αξιού και των Σερρών αποτελούν τις δυο σημαντικότερες εστίες της ανθρώπινης παρουσίας. Θα πρέπει να σημειωθεί για μία ακόμη φορά ότι τα δύο μεγάλα ποτάμια που διασχίζουν τις δύο λεκάνες, ο Αξιός και ο Στρυμόνας, αποτελούν τους σημαντικότερους άξονες επικοινωνίας με τη βαλκανική ενδοχώρα. Έναν τρίτο πυρήνα της ανθρώπινης παρουσίας αποτελεί η μικρότερη λεκάνη του Λαγκαδά, μέσα από την οποία διέρχεται ένας άξονας επικοινωνίας που συνδέει τις δύο μεγαλύτερες λεκάνες που βρίσκονται εκατέρωθεν. Φυσικά περάσματα διαμορφώνουν έναν άξονα επικοινωνίας ανάμεσα στη λεκάνη του Λαγκαδά και τη μικρή πεδιάδα της Θεσσαλονίκης, η οποία αποτελεί ένα μικρό πυρήνα της ανθρώπινης παρουσίας. Νοτιότερα, εστίες της ανθρώπινης παρουσίας καταγράφονται στην κοιλάδα των Βασιλικών, στη δυτική παράκτια ζώνη του κορμού της Χαλκιδικής που κοιτάζει προς το Θερμαϊκό, καθώς και στις δύο δυτικότερες χερσονήσους της Χαλκιδικής. Το σχεδόν επίπεδο ανάγλυφο της γης που περιβάλλει το μυχό του Θερμαϊκού Κόλπου ευνοεί την επικοινωνία ανάμεσα στην πεδιάδα της Θεσσαλονίκης, την ευρύτερη λεκάνη του Αξιού και την πεδινή παράκτια ζώνη της Πιερίας. Η τελευταία περιοχή αποτελεί μια ακόμη εστία της ανθρώπινης παρουσίας στην Κεντρική Μακεδονία, μαζί με τη λοφώδη περιοχή που απλώνεται στις υπώρειες του ορεινού όγκου των Πιερίων. Στερεά Ελλάδα-Αττική Η περιφέρεια της Στερεάς Ελλάδας-Αττικής ακολουθεί την Κεντρική Μακεδονία ως προς το βαθμό συγκέντρωσης της ανθρώπινης παρουσίας στη ΝΝ περίοδο, συγκεντρώνοντας το τρίτο μεγαλύτερο ποσοστό θέσεων (12%). Οι τοποθεσίες που επιλέγονται για την ανάπτυξη των ανθρώπινων δραστηριοτήτων δεν διαφέρουν ιδιαίτερα σε σχέση με τις προηγούμενες περιόδους. Στον ηπειρωτικό κεντρικό ελλαδικό χώρο η μεγαλύτερη συγκέντρωση παρατηρείται στη βόρεια Φθιώτιδα, στη γεωγραφική περιοχή που περιλαμβάνει το νότιο άκρο της λεκάνης της Καρδίτσας και τη λεκάνη της λίμνης Ξυνιάδας. Σ αυτή την περιοχή διαπιστώνεται συνέχιση της ανθρώπινης παρουσίας, ενώ νέες θέσεις ιδρύονται κοντά στις παλιότερες εγκαταστάσεις. Στις νοτιότερες περιοχές του κεντρικού ελλαδικού χώρου τα ανθρώπινα ίχνη παραμένουν σποραδικά στην κοιλάδα του Σπερχειού και στην κοιλάδα του Κηφισού, ενώ πιο περιορισμένα σε σχέση με τη ΜΝ περίοδο είναι τα κατάλοιπα της ΝΝ στην πεδιάδα της Κωπαΐδας. Η απουσία θέσεων της ΝΝ επιβεβαιώνεται και στην περιοχή της Κεντρικής Βοιωτίας σύμφωνα με τα αποτελέσματα της εντατικής επιφανειακής έρευνας που πραγματοποιήθηκε. Υποστηρίζεται, όμως, ότι η απουσία προϊστορικών θέσεων οφείλεται σε επεισόδια διάβρωσης των εδα- 148

156 Κεφάλαιο 7 φών, που έθαψαν τα ίχνη της ανθρώπινης παρουσίας, και όχι σε πραγματική χωροταξική επιλογή (Bintliff και Snodgrass 1988: 509). Στην παραλιακή ζώνη του κεντρικού ελλαδικού χώρου, η ανθρώπινη παρουσία περιορίζεται σε δύο θέσεις παράκτιες θέσεις στην πεδιάδα της Αταλάντης (Fossey 1990: 102), ενώ σε πιο μεσόγεια τοποθεσία ε- ντοπίζεται μια θέση στην περιοχή της Δροσιάς απέναντι από τη Χαλκίδα. Στην Αττική, οι παράκτιες θέσεις συνεχίζουν να είναι σε χρήση, ενώ νέες θέσεις ιδρύονται σε μεσόγειες τοποθεσίες κοντά σε φυσικούς δρόμους επικοινωνίας (Παντελίδου-Γκόφα 1997: 64). Την ίδια περίοδο υπάρχουν ενδείξεις για τη χρήση ενός σπηλαίου στο νησί της Σαλαμίνας (Touchais 1998: 744). Εξαίρεση στο κλίμα σταθερότητας που καταγράφεται στον κεντρικό ελλαδικό χώρο αποτελούν το οροπέδιο των Σκούρτων και η Εύβοια. Στο οροπέδιο των Σκούρτων, τα δεδομένα της εντατικής επιφανειακής έρευνας υποδεικνύουν ότι τέσσερις από τις δέκα θέσεις της ΑΝ προσελκύουν εκ νέου την ανάπτυξη των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στη διάρκεια της ΝΝ περιόδου, ενώ παράλληλα νέες θέσεις ιδρύονται σε κορυφές λόφων στην περιφέρεια της πεδιάδας. Υποστηρίζεται ότι οι θέσεις εξακολουθούν να έ- χουν προσωρινό χαρακτήρα, όπως και στην περίοδο της ΑΝ, γεγονός που συνδέεται με την εποχική χρήση του χώρου για τις ανάγκες της βοσκής των ζώων κατά τους θερινούς μήνες (Munn και Zimmerman Munn 1989: 121). Στην Εύβοια, μετά το κενό που καταγράφηκε στη διάρκεια της ΜΝ, η ανθρώπινη παρουσία επιβεβαιώνεται με τα κατάλοιπα των δραστηριοτήτων της ΝΝ σε πλήθος νέων θέσεων σε ολόκληρο το νησί (Σάμψων 1980: 93). Πιο έντονο χαρακτήρα αποκτά η ανθρώπινη παρουσία στο πιο εύφορο κεντρικό τμήμα του νησιού, ενώ πιο σποραδικά είναι τα ίχνη στη βόρεια περιοχή όπου κυριαρχούν οι ορεινοί όγκοι. Την περίοδο αυτή διαπιστώνονται τα πρώτα ίχνη της ανθρώπινης δράσης στον Κόλπο της Καρύστου, στο νότιο άκρο της Εύβοιας (Keller 1985: 165). Ένα χαρακτηριστικό της ανάπτυξης των ανθρώπινων δραστηριοτήτων που αναδεικνύεται στην Εύβοια στη διάρκεια της ΝΝ συνιστά μια προτίμηση για τη χρήση των σπηλαίων, μια τάση που εκδηλώνεται σε ολόκληρο το νησί (Σάμψων 1996: 73). Δυτική Μακεδονία Αδιαμφισβήτητη είναι η εξάπλωση των θέσεων στην ορεινή περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας (Andreou, Fotiadis και Kotsakis 2001: 297), η οποία συγκεντρώνει το τέταρτο μεγαλύτερο αριθμό θέσεων της ΝΝ στον ελλαδικό χώρο (8%). Η ίδρυση νέων θέσεων πραγματοποιείται σε περιοχές που αποτέλεσαν πυρήνες της ανθρώπινης δράσης στις προηγούμενες περιόδους, αλλά και σε νέες γειτονικές περιοχές. Η περιοχή των Σερβίων που συνδυάζει την παρουσία ενός ευνοϊκού περιβάλλοντος για καλλιέργεια, αλλά και την πρόσβαση σε σημαντική φυσική δίοδο επικοινωνίας με τη Θεσσαλία, εξακολουθεί να αποτελεί έναν σημαντικό πυρήνα της ανθρώπινης παρουσίας στην περιοχή κατά τη διάρκεια της ΝΝ (Ζιώτα και Χονδρογιάννη-Μετόκη 1997: 34). Η σπουδαιότητα 149

157 Κεφάλαιο 7 της επικοινωνίας επιβεβαιώνεται με τη χωροθέτηση θέσεων σε τοποθεσίες στρατηγικής σημασίας, όπως ο Άγιος Ελευθέριος στην ευρύτερη περιοχή της Κίτρινης Λίμνης ή η θέση Πάλλα Ράχη στην περιοχή της Αιανής (Andreou, Fotiadis και Kotsakis 2001: 297). Στην τελευταία έχουν επιβεβαιωθεί σχέσεις με κοντινές περιοχές όπως της Κίτρινης Λίμνης και των Σερβίων, αλλά και με πιο απομακρυσμένες όπως η Θεσσαλία και η υπόλοιπη Μακεδονία (Καραμήτρου-Μεντεσίδη και Παπαγιαννάκης 1999: 75). Πιο βόρεια, στη λεκάνη της Πτολεμαϊδας, διαπιστώνεται εξάπλωση της ανθρώπινης παρουσίας στον πυθμένα της Κίτρινης Λίμνης και στην ευρύτερη περιοχή της, ό- πως επίσης και βορειότερα στην ορεινή λεκάνη του Αμυνταίου. Οι οικισμοί που βρίσκονται στη λεκάνη του Αμυνταίου συγκεντρώνουν πολιτιστικά χαρακτηριστικά που ο- μοιάζουν με εκείνα των θέσεων που βρίσκονται στις νοτιότερες περιοχές, όπως στη λεκάνη της Πτολεμαϊδας, την κοιλάδα του Αλιάκμονα και την απομακρυσμένη Θεσσαλία. Παρά το γεγονός ότι υπάρχει εύκολη επικοινωνία μεταξύ των οικισμών της λεκάνης του Αμυνταίου με εκείνους της λεκάνης της Φλώρινας, τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά της τελευταίας φαίνεται να μοιράζονται περισσότερα κοινά χαρακτηριστικά με τους οικισμούς της δυτικής όχθης του Εριγώνα/Τσέρνα παρά με εκείνους της λεκάνης του Αμυνταίου (Τρανταλίδου 1989: 1598). Οι πληθυσμοί που εγκαταστάθηκαν στο ορεινό τοπίο του Αμυνταίου είχαν τη δυνατότητα να επικοινωνούν τόσο με τους πληθυσμούς της πεδιάδας των Γιαννιτσών, που την περίοδο αυτή κατανέμονται σε πολυάριθμες θέσεις, όσο και με τους πληθυσμούς της λεκάνης της Καστοριάς. Στη διάρκεια της ΝΝ περιόδου, το νότιο τμήμα της λεκάνης της Καστοριάς παρουσιάζει έντονη ανθρώπινη δράση σε σχέση με τις προηγούμενες νεολιθικές περιόδους. Σ αυτό θα πρέπει να συνέβαλε η δυνατότητα επικοινωνίας ανάμεσα στις θέσεις της περιοχής της Αιανής, και γενικότερα του νότιου τμήματος της λεκάνης της Πτολεμαϊδας, και στο νότιο τμήμα της λεκάνης της Καστοριάς μέσα από την κορυφογραμμή της Σιάτιστας (Kokkinidou και Trantalidou 1991: 98). Πελοπόννησος Τα αρχαιολογικά προγράμματα εντατικής επιφανειακής έρευνας που διεξάγονται στην Πελοπόννησο τα τελευταία χρόνια αποκάλυψαν νέες θέσεις της ΝΝ περιόδου (Cavanagh 1999: 31, Mee 2001: 5). Σύμφωνα με αυτά τα δεδομένα, η εικόνα εξάπλωσης που χαρακτηρίζει τις βόρειες και κεντρικές περιοχές του ελλαδικού χώρου επιβεβαιώνεται και στο νότο, αν και σε πιο περιορισμένη κλίμακα. Η ΒΑ Πελοπόννησος φαίνεται να χάνει το προβάδισμα στη συγκέντρωση θέσεων αυτή την περίοδο, καθώς νέες θέσεις της ΝΝ εντοπίζονται στην κεντρική ενδοχώρα, που ξεπερνούν σε αριθμό τις θέσεις της Κορινθίας και της Αργολίδας. Στη Λακωνία, η κοιλάδα της Σπάρτης φαίνεται να προσελκύει τους νεολιθικούς ανθρώπους για πρώτη φορά στο τέλος της ΝΝ, ενώ τα πρώτα ίχνη της ανθρώπινης παρουσίας εντοπίζονται στο νησί των Κυθήρων 150

158 Κεφάλαιο 7 στα ΝΑ του Λακωνικού Κόλπου. Οι περιοχές της Αργολίδας ακολουθούν την τάση εξάπλωσης της ανθρώπινης παρουσίας στις παραπάνω περιοχές, ενώ στην Αρκαδία η ίδια τάση εμφανίζεται πιο περιορισμένη σε έκταση. Στην Κορινθία παρατηρείται μια διαφοροποίηση σε σύγκριση με την παρατηρούμενη εξάπλωση της ανθρώπινης παρουσίας στις υπόλοιπες περιοχές. Στην περιοχή της Νεμέας, η εντατική επιφανειακή έρευνα έχει αναδείξει μια εικόνα παρακμής της ανθρώπινης παρουσίας στην περιοχή, που έρχεται σε αντίθεση με την κατάσταση στην υπόλοιπη Πελοπόννησο (Cavanagh 1999: 46). Στη Δυτική Μεσσηνία διαπιστώνεται μια μικρή αύξηση των θέσεων όπου επιβεβαιώνεται η ανθρώπινη παρουσία στη ΝΝ περίοδο, ενώ αντίστοιχη είναι η εξέλιξη και στη ΒΔ Πελοπόννησο στην περιοχή της Αχαΐας. Το αρχαιολογικό πρόγραμμα εντατικής επιφανειακής έρευνας της Λακωνίας εντόπισε 14 θέσεις της ΝΝ/ΤΝ περιόδου στην περιοχή που ερευνά. Πρόκειται για μια περιοχή που εκτείνεται ανατολικά από τον ποταμό Ευρώτα. Βόρειο όριο της περιοχής αποτελεί ο λόφος του Αγίου Κωνσταντίνου, στα νότια εκτείνεται ως το Μενέλαιο και τα Χρύσαφα, ενώ ανατολικό όριο της περιοχής αποτελεί ο ποταμός Κηλεφίνα (Οινούς), παραπόταμος του Ευρώτα (Cavanagh και Crouwel 1988: 77). Το τοπίο της νεολιθικής παρουσίας στην περιοχή συνθέτουν οι θέσεις B116, B111, E77, E48(80), E81, L401, N363, R249, R429, T480, T481, U487, U489 και (Shipley 1996: Κατάλογος Θέσεων). Οι θέσεις B116 και B111 βρίσκονται στον ασβεστολιθικό ορεινό όγκο του Αγίου Κωνσταντίνου, του οποίου η κορυφή προεξέχει περίπου 100μ. πάνω από το επίπεδο της γύρω περιοχής, ξεπερνώντας τα 600μ. υψόμετρο. Σε ένα ασβεστολιθικό υπόβαθρο που εκτείνεται ανάμεσα στο όρος Σκούρα και στη Λαγκάδα εντοπίστηκαν οι θέσεις E77, E48(80) και Ε81, σε τοποθεσίες που βρίσκονται σε υψόμετρο μ. πάνω από τη θάλασσα. Οι θέσεις L401 και εντοπίστηκαν πάνω στο ίδιο ασβεστολιθικό υπόβαθρο, σε μια περιοχή που βρίσκεται πιο νότια και σε υψόμετρο που ξεπερνά τα 400μ. Σε ένα νεογενές υψίπεδο σχηματισμένο από βράχους τοπικής μάργας και κροκαλοπαγών εντοπίστηκε η θέση Ν363 σε υψόμετρο 467μ. Στις κοιλάδες δυτικά από το Λουτσόρεμα, οι θέσεις R249 και R429 εντοπίστηκαν πάνω σε αποθέσεις της νεογενούς περιόδου σε υψόμετρο μεγαλύτερο των 400μ. Ανατολικότερα, πάνω σε ασβεστολιθικά εδάφη στη λεκάνη των Χρύσαφων εντοπίστηκαν τέσσερις θέσεις σε υψόμετρο που ξεπερνά τα 500μ., οι θέσεις Τ480 και Τ481 στο βόρειο τμήμα της λεκάνης, ενώ οι θέσεις U487 και U489 στη νότια περιοχή της. Δύο χαρακτηριστικά στοιχεία της ανθρώπινης παρουσίας αναδεικνύονται από την αναλυτική περιγραφή της χωροθέτησης των θέσεων στην παραπάνω περιοχή της Λακωνίας στην περίοδο της ΝΝ. Το πρώτο αφορά στο γεγονός ότι η πλειονότητα των θέσεων έ- χουν ιδρυθεί πάνω ή κοντά σε περιοχές με ασβεστολιθικό υπόστρωμα που δίνει ένα λεπτό στρώμα εδάφους terra rossa (Mee 2001: 4). Δεύτερο χαρακτηριστικό είναι ότι η πλειονότητα των θέσεων είναι χωροθετημένες σε τοποθεσίες που ξεπερνούν το υψό- 151

159 Κεφάλαιο 7 μετρο των 400μ. πάνω από τη θάλασσα, με εξαίρεση τις θέσεις E77, E48(80) και Ε81 που βρίσκονται στα χαμηλότερα σημεία του τοπίου σε υψόμετρο μ. Σ αυτά τα δύο στοιχεία πρέπει να προστεθεί ότι σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας σχεδόν όλες οι θέσεις έχουν μέγεθος μικρότερο από 100 στρέμματα. Από το σύνολο των θέσεων που αναφέρθηκαν μόνο μια θέση, η Ε48(80), συγκεντρώνει ικανοποιητικά σε ποσότητα και ποιότητα αρχαιολογικά τεκμήρια που επιτρέπουν να χαρακτηριστεί ως θέση μόνιμης εγκατάστασης (Cavanagh 1999: 36). Η χωροθέτηση των θέσεων πάνω σε εδάφη που σύμφωνα με τα νεολιθικά δεδομένα δεν ευνοούσαν την καλλιέργεια, σε συνδυασμό με το υψόμετρο, τη μικρή έκταση και το αρχαιολογικό υλικό των θέσεων, δημιουργούν ερωτηματικά για το χαρακτήρα που είχε η ανθρώπινη δραστηριότητα στην περιοχή. Με δεδομένο ότι η καλλιέργεια δεν θα πρέπει να ήταν ιδιαίτερα αξιόπιστη σε ένα τέτοιο περιβάλλον, υποστηρίζεται ότι η ανάπτυξη κτηνοτροφικών δραστηριοτήτων θα λειτουργούσε ως μια συμπληρωματική πρακτική διαβίωσης (Mee 2001: 4, Mee και Cavanagh 1998: 141). Απέναντι από το ποτάμι του Ευρώτα, στις ανατολικές παρυφές του Ταΰγετου, η θέση στο Κουφόβουνο εξακολουθεί να αποτελεί έναν πυρήνα της ανθρώπινης παρουσίας στην περιοχή. Νοτιότερα στην κοιλάδα του Ευρώτα, η θέση Γεράκι, σε υψόμετρο 562μ., είναι πιθανό να ήταν σε χρήση στη διάρκεια της ΝΝ περιόδου. Η θέση Απιδιά στους λόφους ανατολικά από την πεδιάδα του Έλου συνεχίζει να είναι σε χρήση, ενώ οι άλλες δύο θέσεις της πεδιάδας εγκαταλείπονται. Το Σπήλαιο Αλεπότρυπα στο Δυρό αποτελεί την πιο νότια θέση με κατάλοιπα της ΝΝ στην ηπειρωτική Λακωνία. Λόγω της γεωγραφικής θέσης του νησιού των Κυθήρων, θεωρείται σκόπιμο να αναφερθεί σ αυτό το σημείο ότι το αρχαιολογικό πρόγραμμα εντατικής επιφανειακής έρευνας που διεξάγεται τα τελευταία χρόνια στο νησί εντόπισε ίχνη της ΝΝ περιόδου. Πρόκειται για μια θέση, τη θέση 8, που βρίσκεται στο άκρο ενός λεπτού ακρωτηρίου σε υψόμετρο περίπου μ. Η περίβλεπτη τοποθεσία προσφέρει τη δυνατότητα να επιβλέπει την κοιλάδα στα ανατολικά των Μητάτων και την ακτή της Παλαιόπολης. Τα λιγοστά ευρήματα της ΝΝ δεν συνιστούν τεκμήρια για μόνιμη εγκατάσταση, παρά υποδεικνύουν περιστασιακές επισκέψεις στο πλαίσιο δραστηριοτήτων αλιείας ή κυνηγιού από επισκέπτες ή ντόπιους κατοίκους (Broodbank 1999: 196). Στην Αργολίδα, νέες θέσεις δίνουν τεκμήρια χρήσης της ΝΝ περιόδου στη χερσόνησο της Νότιας Αργολίδας, στην κοιλάδα του Μπερμπάτι και στην αργολική πεδιάδα. Στη χερσόνησο της Νότιας Αργολίδας διαπιστώνεται μια διασπορά των θέσεων. Το Σπήλαιο Φράγχθι συνεχίζει να είναι σε χρήση, ενώ η συνέχιση της ανθρώπινης παρουσίας επιβεβαιώνεται στο σπήλαιο Ε14 στο ακρωτήριο Μουζάκη και στο σπήλαιο D3 στο οροπέδιο των Διδύμων. Στη διάρκεια της ΝΝ περιόδου ένα ακόμη σπήλαιο προστίθεται στο χωροταξικό δίκτυο της χερσονήσου, η Σπηλιά Κότινα (G9) στον ορεινό όγκο των Αδερών σε υψόμετρο 460μ. Παράλληλα, ιδρύεται η πρώτη ανοιχτή θέση, ο Άγιος Ιωάν- 152

160 Κεφάλαιο 7 νης (G6), στην κοίτη ενός χειμάρρου δυτικά από το οροπέδιο του Ηλιόκαστρου σε υ- ψόμετρο 160μ. (Jameson, van Andel και Runnels 1994: 346). Επομένως, την περίοδο της ΝΝ το χωροταξικό δίκτυο της χερσονήσου συνίσταται σε τέσσερις σπηλιές και μια ανοιχτή θέση. Τα ανασκαφικά δεδομένα από το Σπήλαιο Φράγχθι επιβεβαιώνουν μόνιμη εγκατάσταση σ όλη τη διάρκεια της ΝΕ, σε αντίθεση με τα επιφανειακά αρχαιολογικά τεκμήρια των υπολοίπων θέσεων που υποδηλώνουν μια πιο περιορισμένη χρήση στη ΝΝ. Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά δεδομένα, υποστηρίζεται ότι τον πυρήνα της εγκατάστασης στην περιοχή πρέπει να αποτελούσε το Σπήλαιο Φράγχθι, ενώ οι τρεις σπηλιές μαζί με την ανοιχτή θέση, σε απόσταση όχι μεγαλύτερη από μιας μέρας περπάτημα από το Φράγχθι, θα εξυπηρετούσαν ως καταλύματα για τη διανυκτέρευση των βοσκών ή για τη φύλαξη των ζώων στο πλαίσιο της μετακίνησης για τους σκοπούς της κτηνοτροφίας (Jameson, van Andel και Runnels 1994: 346). Στην περιοχή Μπερμπάτι-Λίμνες, τα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης παρουσίας στην περιοχή δε φαίνεται να διαφοροποιούνται στη διάρκεια της ΝΝ. Μέσα στην κοιλάδα Μπερμπάτι, οι θέσεις Πρόσυμνα, Μαστός και FS400 εξακολουθούν να είναι σε χρήση. Η μικρή θέση FS23 εγκαταλείπεται, ενώ μια νέα θέση με παρόμοια χαρακτηριστικά ιδρύεται στη βόρεια πλαγιά της κοιλάδας. Πρόκειται για μια μικρή θέση, την FS405, που ιδρύεται στα ανατολικά της FS400 σε υψόμετρο 260μ., σε μια τοποθεσία που προσφέρει εξαιρετική θέα και οπτικό έλεγχο προς την κοιλάδα και το πέρασμα της Κλεισούρας (Johnson 1996: 57, 65). Ο φυσικός δρόμος που περνά από το πέρασμα της Κλεισούρας οδηγεί στην αργολική πεδιάδα, όπου αυτή την περίοδο αυξάνονται τα ίχνη της ανθρώπινης παρουσίας. Η Λέρνα εξακολουθεί να είναι σε χρήση στη διάρκεια της ΝΝ, ενώ τεκμήρια για την ανθρώπινη δράση υπάρχουν την ίδια περίοδο στις θέσεις Τίρυνθα και Άρια στην απέναντι πλευρά του Κόλπου του Άργους. Το αρχαιολογικό υλικό από τη Λέρνα και την Άρια δεν υποδεικνύει μόνιμη εγκατάσταση, αλλά περισσότερο οδηγεί προς το συμπέρασμα ότι πρόκειται για προσωρινούς καταυλισμούς, πιθανόν για την εξυπηρέτηση διερχόμενων ποιμένων (Ντούζουγλη-Ζάχου 1998: 28). Άλλωστε, έχει ήδη τονιστεί η θέση της Λέρνας πάνω σε φυσικούς δρόμους επικοινωνίας ανάμεσα στους οικισμούς της Κορινθίας, της Αργολίδας και της Αρκαδίας (Χατζηπούλιου 1996: 76). Στην ανατολική Αρκαδία, η θέση Αγιωργίτικα διατηρεί την ανθρώπινη δραστηριότητα στην πεδιάδα της Τεγέας, μια θέση που βρίσκεται πάνω στο δρόμο που ενώνει την αργολική πεδιάδα με τις περιοχές της ορεινής Αρκαδίας. Ίχνη της ανθρώπινης δράσης εντοπίζονται για πρώτη φορά ανατολικά από τον ορεινό όγκο του Πάρνωνα. Μία θέση βρίσκεται στην περιοχή του Άστρου, ενώ μια δεύτερη βρίσκεται νοτιότερα στην περιοχή του Λεωνιδίου. Στη δυτική αρκαδική ενδοχώρα, το αρχαιολογικό πρόγραμμα της Ασέας επιβεβαιώνει μια διαφοροποίηση της ανθρώπινης παρουσίας στην κοιλάδα της Ασέας σε σύγκριση με τις προηγούμενες περιόδους. Η θέση Ασέα-Παλαιόκαστρο συ- 153

161 Κεφάλαιο 7 νεχίζει να είναι σε χρήση, σε αντίθεση με τη γειτονική θέση S16 που εγκαταλείπεται στο τέλος της ΜΝ περιόδου. Δύο νέες θέσεις ιδρύονται στη διάρκεια της ΝΝ περιόδου, σε τοποθεσίες ψηλότερα και έξω από τον πυθμένα της κοιλάδας. Η θέση S41 βρίσκεται στην ανατολική πλαγιά του όρους Σομπέτι σε υψόμετρο περίπου μ. Η δεύτερη S2 βρίσκεται στο ΝΑ άκρο του όρους Σομπέτι σε υψόμετρο 880μ., με πολύ καλό οπτικό έλεγχο προς τα νότια και ανατολικά της κοιλάδας της Ασέας. Με βάση το χαρακτήρα των ευρημάτων των δύο θέσεων, τη χωροθέτησή τους σε εδάφη που δεν ευνοούν την καλλιέργεια και το υψόμετρό τους, υποστηρίζεται ότι πρόκειται στην περίπτωση της S41 για μια μικρή νεολιθική αγροικία, ενώ για την S2 για έναν προσωρινό καταυλισμό κυνηγών (Forsen, Forsen και Lavento 1996: 85-88). Η κοιλάδα της Ασέας πρόσφερε ένα φυσικό δρόμο επικοινωνίας ανάμεσα στις περιοχές της Αρκαδίας και της Μεσσηνίας. Την περίοδο της ΝΝ, τα ίχνη της ανθρώπινης παρουσίας αυξάνονται στην περιοχή της δυτικής Μεσσηνίας. Δύο σπήλαια αρχίζουν να είναι σε χρήση αυτή την περίοδο. Πρόκειται για το Σπήλαιο Κουφιέρου-Φλεσιάς στον ορεινό όγκο του Αιγάλεω και το Σπήλαιο Νέστορος-Πετροχώρι σε παράκτια τοποθεσία νοτιοδυτικά από τη λιμνοθάλασσα Οσμάναγα. Σε μια πιο μεσόγεια θέση ανατολικά από το Σπήλαιο Νέστορος υπάρχουν ενδείξεις εγκατάστασης στη θέση Κουκουνάρα. Τεκμήρια για τη συνέχιση της ανθρώπινης παρουσίας υπάρχουν στην ανοιχτή θέση Μάλθη στον ορεινό όγκο της Κυπαρισσίας. Η εντατική επιφανειακή έρευνα που διεξάγεται στο πλαίσιο του Αρχαιολογικού Προγράμματος της Πύλου δεν έχει εντοπίσει θέσεις με ί- χνη της ΝΝ στην περιοχή έρευνας, παρά το γεγονός ότι η περιοχή έχει το πιο ευνοϊκό κλίμα της Πελοποννήσου και χαρακτηρίζεται από αφθονία νερού. Γεωμορφολογικές μελέτες που έγιναν σε τέσσερις υπο-περιοχές της υπό έρευνα περιοχής υποδεικνύουν ότι υπάρχει η πιθανότητα οι διαδικασίες διάβρωσης και επαναπόθεσης, ιδιαίτερα στις εκτάσεις της μάργας, να κάλυψαν τα ίχνη των θέσεων της πρώιμης ανθρώπινης δραστηριότητας στην περιοχή (Zangger et al. 1997: 568). Στη ΒΔ Πελοπόννησο διαπιστώνεται μια μικρή αύξηση των θέσεων σε σχέση με τις προηγούμενες περιόδους της νεολιθικής. Μια νέα θέση ιδρύεται στην περιοχή του Άραξου στην πεδιάδα της Αχαΐας, η οποία κοιτάζει προς το Ιόνιο Πέλαγος. Στον Κορινθιακό Κόλπο, στην περιοχή του Αιγίου, μια θέση προσελκύει ξανά την ανθρώπινη δράση μετά από κενό στη χρήση στη διάρκεια της ΜΝ, ενώ μια νέα θέση ιδρύεται σε μικρή απόσταση από την πρώτη. Ανατολικότερα, στην παράκτια ζώνη του Κορινθιακού η θέση στην περιοχή της Ακράτας συνεχίζει να είναι σε χρήση. Στην περιοχή του Ι- σθμού της Κορίνθου διαπιστώνεται η ίδρυση δύο νέων θέσεων, γεγονός που ενισχύει τη σημασία της ανθρώπινης παρουσίας σε ένα τόσο νευραλγικό σημείο για την επικοινωνία της Πελοποννήσου με τις κεντρικές και βόρειες περιοχές του ελλαδικού χώρου. Η μόνη περιοχή που φαίνεται να έρχεται σε αντίθεση με το γενικό κλίμα εξάπλωσης της ανθρώπινης παρουσίας στην Πελοπόννησο είναι η περιοχή της Νεμέας. Σύμφωνα με 154

162 Κεφάλαιο 7 τα δεδομένα του Αρχαιολογικού Προγράμματος της Νεμέας, τα μόνα ίχνη της ανθρώπινης παρουσίας στην περιοχή αποτελούν λίγα όστρακα που εντοπίστηκαν στη θέση της Φλιούς, καθώς και στη θέση 506 βόρεια από το πέρασμα της Κηλούσας. Υποστηρίζεται ότι ο περιορισμένος αριθμός των ευρημάτων δεν αποτελεί τεκμήριο για την εγκατάσταση στην περιοχή, ενώ τυχαία ευρήματα στα ορεινά μέρη της περιοχής θεωρείται πιθανό ότι αποτελούν απώλειες από διερχόμενους κυνηγούς (Cherry et al. 1988: ). Παρά την εξάπλωση της ανθρώπινης παρουσίας που παρατηρείται στην Πελοπόννησο, οι κύριες εστίες παραμένουν κυρίως προς το ανατολικό τμήμα της περιφέρειας. Με εξαίρεση της κοιλάδα της Νεμέας, η οποία παρουσιάζει σημάδια παρακμής, ο Ι- σθμός της Κορίνθου, η κοιλάδα Μπερμπάτι, η χερσόνησος της Νότιας Αργολίδας και η Αργολική πεδιάδα εξακολουθούν να αποτελούν εστίες της ανθρώπινης παρουσίας στη ΒΑ Πελοπόννησο. Μια δεύτερη σημαντική εστία της ανθρώπινης παρουσίας στο τοπίο της Πελοποννήσου αποτελεί ένα μέρος της κοιλάδας της Σπάρτης, στο μέσο περίπου της ευρύτερης κοιλάδας του ποταμού Ευρώτα. Ανάμεσα στις περιοχές της ΒΑ Πελοποννήσου και της Λακωνίας, μικρότερες εστίες της ανθρώπινης παρουσίας εντοπίζονται στο ο- ρεινό τοπίο της Αρκαδίας και στα ανατολικά του ορεινού όγκου του Πάρνωνα. Στην περιοχή της Μεσσηνίας αυξάνονται τα ίχνη της ανθρώπινης παρουσίας, όπως συμβαίνει επίσης στη βόρεια ακτή της Πελοποννήσου. Στη διάρκεια της ΝΝ, η ανθρώπινη παρουσία εντοπίζεται για πρώτη φορά στις πιο νότιες περιοχές της Πελοποννήσου, στη χερσόνησο της Μάνης και απέναντι στο νησί των Κυθήρων. Χαρακτηριστικά της ανθρώπινης παρουσίας στην Πελοπόννησο είναι μια τάση για πιο ορεινά περιβάλλοντα, στοιχείο που συνδυάζεται με λιγότερο ευνοϊκούς όρους για την καλλιέργεια, ενώ παράλληλα εκδηλώνεται μια προτίμηση για τη χρήση των σπηλαίων. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι διάσπαρτες εστίες της ανθρώπινης παρουσίας συνδέονται με άξονες επικοινωνίας που ακολουθούν τα φυσικά περάσματα που χαράσσουν οι κοιλάδες μέσα στο ανομοιογενές ανάγλυφο του τοπίου της Πελοποννήσου. Κρήτη Στο νοτιότερο άκρο του ελλαδικού χώρου, το νησί της Κρήτης, η ΝΝ αποτελεί μια περίοδο στη διάρκεια της οποίας παρατηρείται σταδιακή εξάπλωση της ανθρώπινης παρουσίας σε ολόκληρο σχεδόν το νησί (Cherry 1990: 16). Αυτή η εξάπλωση έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του ποσοστού των θέσεων της περιφέρειας στο 6% του συνολικού αριθμού των θέσεων της περιόδου. Με εξαίρεση μια μοναδική θέση που εγκαταλείπεται στο τέλος της ΜΝ περιόδου, όλες οι θέσεις συνεχίζουν να είναι σε χρήση στη ΝΝ, ενώ νέες θέσεις ιδρύονται είτε κοντά στις παλιότερες θέσεις, είτε σε νέες περιοχές. Είναι φανερή μια διάχυση της ανθρώπινης δραστηριότητας προς την ενδοχώρα και το νότιο τμήμα του νησιού, κάτι που είχε αρχίσει να διαφαίνεται από την προη- 155

163 Κεφάλαιο 7 γούμενη περίοδο. Μεγαλύτερη συγκέντρωση θέσεων παρατηρείται στο ανατολικό τμήμα του νησιού, με το οροπέδιο του Λασιθίου να αναδεικνύεται στην πιο πυκνοκατοικημένη γεωγραφική περιοχή. Παράλληλα, σημειώνονται οι πρώτες ενδείξεις για την ανάπτυξη των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στην περιοχή του Ισθμού της Ιεράπετρας, ενώ η ανθρώπινη παρουσία επιβεβαιώνεται ανατολικότερα στην περιοχή της Σητείας και του Παλαίκαστρου. Πιο σποραδικά εμφανίζονται τα ανθρώπινα ίχνη στο κεντρικό τμήμα του νησιού, τα οποία εντοπίζονται στην περιοχή του Ηρακλείου, στην πεδιάδα της Μεσαράς, αλλά και στους ορεινούς όγκους Ίδη και Κέδρο. Δυτικότερα, οι θέσεις της ΝΝ είναι διασκορπισμένες στο βόρειο τμήμα του νησιού με μια σχετική συγκέντρωση στη χερσόνησο του Ακρωτηρίου. Η πιο σημαντική συγκέντρωση θέσεων στο νησί εντοπίζεται στο οροπέδιο του Λασιθίου, μια περιοχή μέσα στον ορεινό όγκο Δίκτη. Το Λασίθι αποτελεί μια ωοειδή πεδιάδα σε μέσο υψόμετρο 840μ., που περιβάλλεται ολόγυρα από βουνά. Η ίδια η πεδιάδα χωρίζεται από έναν ασβεστολιθικό βράχο σε δύο μέρη, ενώ ένα ποτάμι εισέρχεται από τα ΝΑ και αποστραγγίζει την πεδιάδα στη δυτική της πλευρά. Γεωλογικά η πεδιάδα αποτελεί μια καρστική λεκάνη. Ο πυθμένας της πεδιάδας αποτελείται από αλλουβιακή απόθεση της Τεταρτογενούς, που δημιουργήθηκε με τη διάλυση του ασβεστόλιθου των γύρω ορεινών όγκων. Τα βουνά που κυκλώνουν το οροπέδιο του Λασιθίου δεν το απομονώνουν, καθώς ορεινά μονοπάτια συνδέουν το οροπέδιο με γειτονικές πεδιάδες. Κάποια από αυτά αποτελούν δρόμους που προσφέρουν πρόσβαση σε παράκτιες θέσεις, όπως η Κνωσός και τα Μάλια, αλλά και προς τα νότια στην περιοχή της Ιεράπετρας. Το αρχαιολογικό πρόγραμμα του Λασιθίου που πραγματοποιήθηκε στο οροπέδιο τη δεκαετία του 80 εντόπισε λείψανα της ΝΝ σε 16 θέσεις. Οι 14 θέσεις αποτελούν α- νοιχτές θέσεις, ενώ οι άλλες δύο είναι σπήλαια (Τζερμιάδες-Σπήλαιο Σκαφίδια και θέση 11). Τα δύο σπήλαια βρίσκονται σε κοντινή απόσταση μεταξύ τους, στα βορειοανατολικά της πεδιάδας. Το ένα από αυτά έχει διαπιστωθεί ότι είχε ταφική χρήση. Οι τοποθεσίες που επιλέχτηκαν την περίοδο αυτή βρίσκονται στην περιφέρεια της πεδιάδας, στους πρόποδες των ορεινών όγκων που κυκλώνουν το οροπέδιο. Εξαίρεση αποτελούν οι δυο θέσεις που βρίσκονται στην ανατολική πλευρά του ασβεστολιθικού βράχου που χωρίζει την πεδιάδα στα δύο. Το σημείο που επιλέγεται στις πλαγιές αποτελεί το όριο ανάμεσα στους πλούσιους σε χώμα πρόποδες και στην ασβεστολιθική επιφάνεια των βουνών. Αυτό σημαίνει ότι οι θέσεις βρίσκονται σε ένα οριακό νοητό επίπεδο κάτω από το οποίο οι πλαγιές ήταν δεντρόφυτες, ενώ ψηλότερα θα πρέπει να ήταν γυμνές ή καλυμμένες από φρύγανα, δηλαδή κατάλληλες για βοσκή. Άλλωστε, υποστηρίζεται ότι το σύνολο των ευρημάτων υποδεικνύει την εποχική χρήση των θέσεων για τις ανάγκες της κτηνοτροφίας (Watrous 1982: 1-10). Πιθανά ίχνη της ΝΝ περιόδου εντοπίστηκαν από το αρχαιολογικό πρόγραμμα ε- ντατικής επιφανειακής έρευνας στην περιοχή του Καβουσιού. Η περιοχή του Καβουσιού 156

164 Κεφάλαιο 7 βρίσκεται στα ανατολικά του Κόλπου του Μιραμπέλου, περιλαμβάνοντας τη ΒΑ γωνία του Ισθμού της Ιεράπετρας και το ΒΔ άκρο του ορεινού όγκου της Σητείας. Το δυτικό άκρο της περιοχής αποτελούν τρεις παραθαλάσσιοι λόφοι που δεν ξεπερνούν σε υψόμετρο τα 227μ. πάνω από τη θάλασσα. Αμέσως ανατολικά, ανάμεσα στους λόφους και τα υψίπεδα του Καβουσιού εκτείνεται η πεδιάδα του Καβουσιού, μια από τις πιο εύφορες περιοχές του νησιού. Στο βόρειο άκρο της πεδιάδας σχηματίζεται ο μικρός Κόλπος του Θολού απέναντι από τον οποίο βρίσκεται το μικρό νησί Ψείρα. Οι ορεινές κορυφές Καψάς, Κλήρος και Θρυπτή αποτελούν ένα φυσικό όριο στα υψίπεδα του Καβουσιού, σχηματίζοντας την αρχή του ορεινού όγκου της Σητείας που εκτείνεται κατά μήκος του ανατολικού άκρου του νησιού. Στην ορεινή αυτή περιοχή λειτουργούν τρία συστήματα αποστράγγισης. Στα νοτιοδυτικά το ποτάμι Χα αποστραγγίζει την πεδιάδα Κάμινα και το βόρειο τμήμα του Ισθμού της Ιεράπετρας, καταλήγοντας τελικά στην Παχειά Άμμο. Δύο άλλα συστήματα αποστράγγισης, το φαράγγι Μάκελλος βόρεια από τη Θρυπτή και ο χείμαρρος του Αυγού, χύνονται μαζί στο ποτάμι Πλατύ. Αυτό το ποτάμι διασχίζει την πεδιάδα Κάμπος και εκβάλει στον Κόλπο του Θολού (Haggis 1992: 71, Haggis 1996: ). Στην περιοχή του Καβουσιού, τρεις θέσεις έδωσαν αρχαιολογικό υλικό που χρονολογείται στη ΝΝ ή ΤΝ περίοδο. Πρόκειται για τις ανοιχτές θέσεις Locus 58- Αλυκομουρί, Locus 92-Καβούσι και για το σπήλαιο Locus 89-Κολονοσπήλιο. Το σπήλαιο βρίσκεται σε μια απότομη διαβρωμένη πλαγιά σε απόσταση 500μ. από το ακρωτήρι Χρυσοκάμινα και ακριβώς λόγω της τοπογραφίας του πιστεύεται ότι δεν είναι πιθανό να αποτελούσε θέση εγκατάστασης, αλλά ότι εξυπηρετούσε κάποια ειδική χρήση, όπως τελετουργική ή ταφική. Τα δεδομένα από τις δύο ανοιχτές θέσεις υποδεικνύουν ότι πρόκειται για θέσεις εγκατάστασης. Το Locus 58-Αλυκομουρί βρίσκεται στην εσωτερική πλευρά των παράκτιων λόφων, σε μια προστατευμένη τοποθεσία που κοιτάζει προς τον Κάμπο. Το Locus 92-Καβούσι βρίσκεται απέναντι από τον κάμπο, πάνω σε μια κορυφογραμμή στη συμβολή των δύο κύριων λεκανών αποστράγγισης των ορεινών όγκων του Καβουσιού. Η θέση βρίσκεται πάνω σε ένα φυσικό πέρασμα που ενώνει τον Ισθμό της Ιεράπετρας με την ανατολική Κρήτη. Κοινό στοιχείο των δύο θέσεων αποτελεί η πρόσβαση σε αρόσιμα εδάφη και σε υδάτινη πηγή, ενώ παράλληλα δεν απέχουν πολύ από τη θάλασσα που θα εξυπηρετούσε ως ένας επιπρόσθετος πόρος (Haggis 1992: 269). Ανατολικά από τον Ισθμό της Ιεράπετρας, τα ίχνη της ανθρώπινης παρουσίας περιορίζονται στο βορειοανατολικό άκρο του νησιού. Το Σπήλαιο Πελεκητών εξακολουθεί να είναι σε χρήση, ενώ παράλληλα δύο νέα σπήλαια αρχίζουν να χρησιμοποιούνται. Η θέση του Μαγγασά κοντά στο Παλαίκαστρο, μετά από ένα κενό στη διάρκεια της ΜΝ περιόδου, προσφέρει τεκμήρια της ανθρώπινης παρουσίας στη διάρκεια της ΝΝ. Στη βόρεια ακτή του νησιού σημειώνονται οι πρώτες ενδείξεις ανθρώπινης δράσης στα Μάλια, ενώ δυτικότερα η εγκατάσταση συνεχίζεται στον οικισμό της Κνωσού. Στην πε- 157

165 Κεφάλαιο 7 διάδα της Μεσαράς, η ανθρώπινη παρουσία επιβεβαιώνεται σε δύο νέες θέσεις, τη Φαιστό και την Αγία Τριάδα, ενώ παράλληλα τοποθεσίες για την ανάπτυξη δραστηριοτήτων επιλέγονται στους κεντρικούς ορεινούς όγκους του νησιού. Το Σπήλαιο Γερανίου στην παράκτια πεδιάδα του Ρεθύμνου εξακολουθεί να είναι σε χρήση. Στους πρόποδες των Λευκών Ορέων, δύο σπήλαια δίνουν ενδείξεις χρήσης την περίοδο της ΝΝ, το Σπήλαιο Λέντακα που ήταν σε χρήση από την ΑΝ και το Σπήλαιο Πλατυβόλας σε υψόμετρο 440μ. Στη χερσόνησο του Ακρωτηρίου συνεχίζεται η χρήση των σπηλαίων SV5, ΑΙ6 και ΚΜ4, ενώ στη διάρκεια της ΝΝ ιδρύεται μια ανοιχτή θέση. Πρόκειται για το Καστέλλι Χανίων (ΚΗ1) που βρίσκεται πάνω σε έναν παράκτιο λόφο στην πεδιάδα των Χανίων με πρόσβαση σε αρόσιμα εδάφη και στη θάλασσα, ενώ σημαντική πρέπει να υπήρξε η εύκολη πρόσβαση σε καλό λιμάνι (Moody 1987: κατάλογος θέσεων). Παρά το γεγονός ότι το νησί της Κρήτης παραμένει απομονωμένο από τον υπόλοιπο αιγαιακό χώρο, στο εσωτερικό του νησιού τεκμηριώνεται η εξάπλωση της ανθρώπινης παρουσίας. Οι εστίες της ανθρώπινης παρουσίας στο νησί διαχέονται από τη βόρεια ακτή προς την ενδοχώρα και τις νότιες περιοχές. Η κυριότερη εστία είναι το οροπέδιο του Λασιθίου στην ορεινή ενδοχώρα, αλλά με προσβάσεις στις βόρειες και νότιες πεδινές περιοχές του νησιού. Μικροί πυρήνες της ανθρώπινης παρουσίας αρχίζουν να διαμορφώνονται στην περιοχή του Καβουσιού στον Κόλπο του Μιραμπέλου, η οποία βρίσκεται πάνω σε άξονα επικοινωνίας που συνδέει τη δυτική με την ανατολική Κρήτη, καθώς και ανατολικότερα στις περιοχές της Σητείας. Στην κεντρική Κρήτη, οι εστίες της ανθρώπινης παρουσίας μοιράζονται στο βόρειο τμήμα της, στην περιοχή του Ηρακλείου, στην ορεινή ενδοχώρα, αλλά και στο νότιο τμήμα της, στην πεδιάδα της Μεσαράς που αποτελεί την πιο μεγάλη και εύφορη πεδιάδα του νησιού. Στη δυτική Κρήτη, η εστίες της ανθρώπινης παρουσίας παραμένουν στη βόρεια πλευρά του νησιού, στην οποία παρατηρείται ιδιαίτερη συγκέντρωση στο Ακρωτήρι των Χανίων. Μικρότεροι πυρήνες είναι διάσπαρτοι σε ορεινές τοποθεσίες, αλλά και στην παράκτια πεδινή ζώνη της δυτικής Κρήτης. Δωδεκάνησα Στη διάρκεια της ΝΝ καταγράφονται τα πρώτα τεκμήρια της ανθρώπινης παρουσίας στα Δωδεκάνησα, τα οποία συγκεντρώνουν συνολικά το 5% των θέσεων της περιόδου. Πρόκειται για ένα σύμπλεγμα νησιών τα οποία χαρακτηρίζονται από μικρό μέγεθος και ορεινό τοπίο, με εξαίρεση τις μικρές εύφορες πεδιάδες που βρίσκονται συνήθως στο μυχό των βαθιών κολπώσεων. Η Ρόδος και η Κως διακρίνονται από τα υπόλοιπα νησιά του συμπλέγματος, λόγω του μεγαλύτερου μεγέθους και της περιβαλλοντικής τους ποικιλίας (Σάμψων 1987: 122). Το νησί της Ρόδου συγκεντρώνει τα περισσότερα λείψανα της ανθρώπινης παρουσίας, τα οποία εντοπίζονται σε 13 θέσεις. Το σύνολο των θέσεων εντοπίζεται στη ΝΑ πλευρά του νησιού, η οποία είναι πιο προστατευμένη από τους 158

166 Κεφάλαιο 7 δυνατούς βόρειους ανέμους του Αιγαίου. Η πλειονότητα των θέσεων εντοπίζεται στην παράκτια πεδινή ζώνη, ενώ ορισμένες θέσεις βρίσκονται πάνω σε βραχώδη ακρωτήρια. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι 5 από τις 13 θέσεις του νησιού είναι σπήλαια. Επτά θέσεις καταγράφονται στην Κάρπαθο, το νησί που βρίσκεται πάνω στον άξονα επικοινωνίας που συνδέει την Κρήτη την Ανατολία, ενώ ο ίδιος αριθμός θέσεων καταγράφεται στην Αστυπάλαια, το δυτικότερο νησί των Δωδεκανήσων και το εγγύτερο στις Κυκλάδες. Μολονότι η Κως αποτελεί το δεύτερο μεγαλύτερο νησί του συμπλέγματος, δεν συγκεντρώνει παρά μόλις δύο θέσεις της ΝΝ περιόδου. Μικρότερα νησιά όπως η Τήλος, η Σύμη, η Σάρος και η Κάλυμνος αποτελούν μικρότερους πυρήνες της ανθρώπινης παρουσίας, καθώς σε καθένα από αυτά καταγράφεται μια θέση της ΝΝ. Λιγοστά ίχνη της ανθρώπινης παρουσίας καταγράφονται, επίσης, σε ενδιάμεσες μικρές νησίδες, όπως το Γυαλί της Νισύρου και το Σεσκλί της Σύμης. Ανατολική Μακεδονία-Θράκη Στην περιφέρεια της Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης, ο αριθμός των θέσεων της ΝΝ περιόδου αυξάνεται σημαντικά σε σχέση με τις προηγούμενες περιόδους, συγκεντρώνοντας το 5% των θέσεων της περιόδου. Ο κύριος όγκος των θέσεων παραμένει στις δυτικότερες περιοχές της περιφέρειας, στη λεκάνη της Δράμας και τις νότιες παράκτιες εκτάσεις, ενώ ανατολικότερα τα ίχνη εμφανίζονται πολύ πιο σποραδικά. Την περίοδο της ΝΝ παρατηρείται, επίσης, εξάπλωση των θέσεων στο νησί της Θάσου, ενώ για πρώτη φορά υπάρχουν ίχνη της ανθρώπινης παρουσίας στο νησί της Σαμοθράκης. Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι στις περιοχές όπου επιβεβαιώθηκε η παρουσία πληθυσμών στη διάρκεια της ΜΝ δεν παρατηρείται κανένα επεισόδιο εγκατάλειψης. Στη λεκάνη της Δράμας που υπήρξε η κύρια εστία συγκέντρωσης πληθυσμού στην περιφέρεια, διαπιστώνεται διάχυση των θέσεων στην περίοδο της ΝΝ. Οι περισσότερες θέσεις ιδρύονται στο βόρειο τμήμα της λεκάνης, ενώ η παρουσία λιγοστών θέσεων στα νότια οφείλεται πιθανώς στην ύπαρξη της λίμνης των Φιλίππων (Ασλάνης 1992: 230). Οι τοποθεσίες που επιλέγονται για την ανάπτυξη των δραστηριοτήτων δεν διαφέρουν σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο, καθώς φαίνεται να υπάρχει μια προτίμηση για τις περιφερειακές περιοχές των αλλουβιακών αποθέσεων και τις γύρω λοφώδεις περιοχές (Treuil 1992: 48). Νέες θέσεις ιδρύονται στο στόμιο της Πιέριας κοιλάδας και νοτιότερα κοντά στην ακτή. Δύο σπήλαια είναι σε χρήση, ένα στον ορεινό όγκο του Συμβόλου και ένα δεύτερο ανατολικότερα σε σημείο κοντά στη θάλασσα. Στις περιοχές ανατολικά από το Νέστο τα ίχνη περιορίζονται στη θέση Παράδεισος σε μικρή απόσταση από τον ποταμό, καθώς και στη θέση Παραδημή στην πεδιάδα της Ροδόπης. Νοτιότερα προς την ακτή, ίχνη της ΝΝ έχουν εντοπιστεί στη θέση Προσκυνητές, καθώς και στη Μάκρη. Η τελευταία είναι χωροθετημένη πάνω σε έναν απότομο βράχο που υψώνεται 40μ. πάνω από τη 159

167 Κεφάλαιο 7 θάλασσα και κοιτάζει προς το πέλαγος. Πρόσφατες επιφανειακές έρευνες στην πεδιάδα της Ροδόπης αναφέρουν ότι έχουν εντοπιστεί ίχνη της ΝΝ περιόδου σε αρκετές θέσεις στις αναβαθμίδες του Πλειστόκαινου κατά μήκος του νοτιοανατολικού άκρου της περιοχής (Andreou, Fotiadis και Kotsakis 2001: 313). Με τα σημερινά δεδομένα, η ανατολικότερη θέση με ίχνη της ΝΝ στην αιγαιακή Θράκη είναι η θέση Λεπτή, η οποία βρίσκεται πάνω σε ένα άνδηρο νότια της πεδιάδας της Ορεστιάδας (Κουρτέση- Φιλιππάκη και Φάκλαρης : 145). Κυκλάδες Στις Κυκλάδες, τα πρώτα κατάλοιπα της ανθρώπινης παρουσίας χρονολογούνται στη ΝΝ περίοδο. Το ποσοστό των θέσεων που καταγράφεται στις Κυκλάδες αποτελεί το 2% του συνολικού αριθμού των θέσεων της περιόδου. Τα νησιά των Κυκλάδων παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία ως προς το μέγεθός τους, ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις οι αποστάσεις μεταξύ τους δεν ξεπερνούν τα 25χλμ. Η ενδοχώρα των νησιών είναι συνήθως ορεινή, με ανομοιογενές ανάγλυφο και λιγοστά κομμάτια επίπεδης γης. Η ακτογραμμή των νησιών παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία, σχηματίζοντας βαθιά και απάνεμα λιμάνια, μικρές ή και μεγαλύτερες παράκτιες πεδιάδες, κυρίως στο μυχό των κόλπων, αλλά και απότομα και απρόσιτα βράχια (Broodbank 2000: 70-80). Η Νάξος, το μεγαλύτερο νησί των Κυκλάδων, αποτελεί τη σημαντικότερη εστία της ανθρώπινης παρουσίας μεταξύ των κυκλαδικών νησιών. Τα τεκμήρια της ανθρώπινης παρουσίας εντοπίζονται σε 4 θέσεις, εκ των οποίων η μια ταυτίζεται με το Σπήλαιο Ζα. Στη Μύκονο εντοπίζονται 3 θέσεις, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται η Μαύρη Σπηλιά, ενώ στην κοντινή Άνδρο πιθανά λείψανα της ΝΝ εντοπίζονται σε μια θέση στο ΒΔ τμήμα του νησιού. Μια θέση της ΝΝ έχει εντοπιστεί στην Αντίπαρο, ενώ μια δεύτερη θέση έχει εντοπιστεί στη νησίδα Σάλιαγκο, ανάμεσα στην Αντίπαρο και την Πάρο. Η Ρήνεια αποτελεί μια ακόμη μικρή νησίδα απέναντι από τη Μύκονο στην οποία έχει εντοπιστεί μια θέση της ΝΝ περιόδου. Κατάλοιπα της ανθρώπινης παρουσίας της ΝΝ έχουν εντοπιστεί στη Μινώα της Αμοργού, το ανατολικότερο νησί των Κυκλάδων, ενώ μια ακόμη θέση της ΝΝ έχει εντοπιστεί στη Θήρα. Βόρειο Αιγαίο Η περιφέρεια του Βόρειου Αιγαίου αποτελεί μια περιοχή με σποραδικά ίχνη της ανθρώπινης παρουσίας κατά τη ΝΝ περίοδο, καθώς συγκεντρώνει μόλις το 1% των θέσεων της περιόδου. Δύο θέσεις της περιόδου εντοπίζονται στο νησί της Χίου, το Εμποριό στο ΝΑ άκρο του νησιού και ο Άγιος Γάλας στο ΒΔ τμήμα του νησιού. Απέναντι από τη ΒΔ Χίο, λείψανα της ανθρώπινης παρουσίας έχουν εντοπιστεί σε μια θέση στο μικρό νησάκι των Ψαρών. Την τέταρτη θέση της περιφέρειας αποτελεί το Κάστρο Τηγάνι, μια θέση στη νότια ανατολική ακτή της Σάμου. 160

168 Κεφάλαιο 7 Ιόνια Νησιά Η ανθρώπινη παρουσία τεκμηριώνεται σε τέσσερις θέσεις στα νησιά του Ιονίου, τα οποία συγκεντρώνουν ποσοστό 1% του συνόλου των θέσεων της ΝΝ περιόδου. Στην Κέρκυρα, οι θέσεις Τζαραντάνου και Μάκρου βρίσκονται στην περιοχή της παραλίας των Ερμόνων, με πρόσβαση σε γειτονικό λιβάδι. Η τοποθεσία στην οποία βρίσκεται η πρώτη θέση έχει πολύ καλή θέα προς τη θάλασσα, την παραλία των Ερμόνων και το λιβάδι του Ρόπα, ενώ η θέση Μάρκου βρίσκεται πάνω σε μια φυσικά οχυρή τοποθεσία με πολύ καλή θέα στη γύρω περιοχή (Λιντοβόης 1983: 28-9). Στην Κεφαλονιά, τα κατάλοιπα της ανθρώπινης παρουσίας εντοπίζονται στη Χοιροσπηλιά, ένα σπήλαιο που ήταν σε χρήση και στην ΑΝ περίοδο. Στην Κεφαλονιά, τα πρώτα κατάλοιπα της ανθρώπινης παρουσίας εντοπίζονται στη Σπηλιά της Δράκαινας, ένα σπήλαιο που βρίσκεται στην περιοχή του Πόρου στα ανατολικά του νησιού. Ήπειρος και Δυτική Ελλάδα Τα μοναδικά λείψανα της ανθρώπινης παρουσίας στην Ήπειρο και τη Δυτική Ελλάδα περιορίζονται σε δύο θέσεις, από μια σε καθεμιά περιφέρεια. Στην περιφέρεια της Ηπείρου, η μοναδική θέση με ίχνη της ΝΝ βρίσκεται στην περιοχή του Ωρωπού, βόρεια από τον Αμβρακικό Κόλπο. Στην περιφέρεια της Δυτικής Ελλάδας, η ανθρώπινη παρουσία τεκμηριώνεται στο Σπήλαιο του Αγίου Νικολάου στον Αστακό, ένα σπήλαιο με συνεχή ανθρώπινη παρουσία από την ΑΝ περίοδο. Συμπεράσματα για το χωροταξικό δίκτυο των οικισμών κατά τη ΝΝ Η απουσία θέσεων από τις περιοχές του δυτικού ελλαδικού χώρου είναι ένα στοιχείο που παραμένει αναλλοίωτο από τα αρχαιότερα ώς τα νεότερα νεολιθικά χρόνια. Ο χάρτης κατανομής των θέσεων της ΝΝ (χάρτης 7.2.3) και τα δεδομένα των πινάκων α και β αποκαλύπτουν ότι οξύνεται η αντίθεση ανάμεσα στις δυτικές και ανατολικές περιοχές του ελλαδικού χώρου, ως αποτέλεσμα της σημαντικής ε- ξάπλωσης των θέσεων στις περιοχές που εκτείνονται ανατολικά της ορεινής αλυσίδας των Ελληνίδων, καθώς και στο νοτιοανατολικό αιγαιακό χώρο. Τα δύο αυτά στοιχεία, η σημαντική εξάπλωση της ανθρώπινης παρουσίας στον ηπειρωτικό χώρο και ο εποικισμός των νησιών του νοτιοανατολικού Αιγαίου, αποτελούν βασικά χαρακτηριστικά της χωροταξίας της ΝΝ περιόδου. Ιδιαίτερα έντονο χαρακτήρα αποκτά η ανθρώπινη παρουσία στο βόρειο ελλαδικό χώρο. Η πεδιάδα της Λάρισας γνωρίζει σημαντική εξάπλωση της ανθρώπινης δράσης σε πλήθος θέσεων, οι οποίες εντοπίζονται σε ολόκληρη την έκτασή της. Βορειότερα, τα τεκμήρια για την ανθρώπινη παρουσία εξαπλώνονται σε ολόκληρη τη Μακεδονία, από τη δυτική ορεινή περιοχή της ώς τα ανατολικά της όρια με τη Θράκη, αλλά και ανατολικότερα στις περιοχές της αιγαιακής Θράκης. Στον κεντρικό ελλαδικό χώρο, η ανθρώπινη παρουσία εξαπλώνεται σε ολόκληρη την Εύβοια, 161

169 Κεφάλαιο 7 ενώ για πρώτη φορά υπάρχουν ενδείξεις για ανθρώπινη παρουσία στο νότιο άκρο της Εύβοιας, καθώς και απέναντι στη χερσόνησο της νότιας Αττικής. Στην Πελοπόννησο παρατηρείται αύξηση των θέσεων και διάχυση της ανθρώπινης παρουσίας προς τα νότια και δυτικά. Στο νοτιοανατολικό Αιγαίο διαπιστώνεται εξάπλωση των θέσεων της ανθρώπινης παρουσίας σε ολόκληρο το νησί της Κρήτης, ενώ παράλληλα τεκμηριώνεται για πρώτη φορά η ανθρώπινη παρουσία στα Δωδεκάνησα και τις Κυκλάδες. Η χωροταξική θέση της ανθρώπινης παρουσίας στο τοπίο του ελλαδικού χώρου κατά τη ΝΝ περίοδο δεν ανατρέπει ριζικά τα χαρακτηριστικά της χωροταξίας των αρχαιότερων νεολιθικών χρόνων. Η συγκέντρωση του κύριου όγκου των θέσεων στις μεγάλες λεκάνες του βόρειου ελλαδικού χώρου παραμένει ως βασικό στοιχείο, το οποίο μάλιστα ενισχύεται με την αύξηση των θέσεων κυρίως στην πεδιάδα της Λάρισας, στη λεκάνη του Αξιού, στις λεκάνες των Σερρών και της Δράμας, αλλά και στις ορεινές λεκάνες της Δυτικής Μακεδονίας. Νέες εστίες της ανθρώπινης παρουσίας δημιουργούνται έξω από τις λεκάνες, στις πεδινές παράκτιες ζώνες της Μακεδονίας, στις παράκτιες πεδιάδες της Θεσσαλίας στον Παγασητικό, καθώς και στην παράκτια ανατολική ζώνη του κεντρικού ελλαδικού χώρου ώς τη χερσόνησο της Αττικής, ενώ φυσικά περάσματα συνδέουν τις νεότερες με τις παλιότερες εστίες. Η τάση εξάπλωσης της ανθρώπινης παρουσίας προς τις νότιες περιοχές της ηπειρωτικής χώρας, σε συνδυασμό με τα πρώτα ίχνη ανθρώπινης παρουσίας στα νησιά του Αιγαίου και την αύξηση των θέσεων στο νησί της Κρήτης, αποτελεί ένα νέο χωροταξικό στοιχείο της ΝΝ περιόδου. Στην Πελοπόννησο, οι κύριες εστίες της ανθρώπινης παρουσίας παραμένουν στο ανατολικό βόρειο και κεντρικό της τμήμα, ενώ μικρότεροι πυρήνες υπάρχουν στα νότια και δυτικά. Στην Κρήτη, οι εστίες της ανθρώπινης παρουσίας διαχέονται κυρίως προς το κεντρικό και ανατολικό τμήμα του νησιού. Τα κατάλοιπα της ανθρώπινης παρουσίας στο νησιωτικό χώρο του Αιγαίου εντοπίζονται κυρίως σε μια σειρά νησιών που βρίσκονται κοντά στις ακτές της Ανατολίας, από τη Χίο ώς τη Ρόδο, με μια εισχώρηση των εστιών της ανθρώπινης παρουσίας προς τις κεντρικές Κυκλάδες. Οι νέες εστίες της ανθρώπινης παρουσίας στο νότιο και νοτιοανατολικό ελλαδικό χώρο συγκεντρώνουν διαφορετικά περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά, σε σύγκριση με τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά των εστιών της ανθρώπινης παρουσίας στο βόρειο και κεντρικό ελλαδικό χώρο. Έχουν τονιστεί ήδη οι διαφορές που παρουσιάζει το τοπίο του βόρειου ελλαδικού χώρου με τις μεγάλες και καλά υδρευόμενες λεκάνες, σε σύγκριση με το ανομοιογενές τοπίο της Πελοποννήσου και της Κρήτης, με τις μικρές πεδινές εκτάσεις και το περιορισμένο υδρολογικό δίκτυο. Στην κατακερματισμένη γη του νησιωτικού κεντρικού και νότιου Αιγαίου, η τοπογραφία παρουσιάζει την ανομοιογένεια που χαρακτηρίζει το νότιο ηπειρωτικό ελλαδικό χώρο. Η ενδοχώρα των νησιών είναι κατά κύριο λόγο ορεινή, με ανάγλυφο το οποίο κατά τόπους προσφέρει μικρές επίπεδες εκτάσεις. Στην περιφέρεια των νησιών φιλοξενούνται πεδιάδες, άλλοτε μι- 162

170 Κεφάλαιο 7 κρές και άλλοτε μεγαλύτερες, με εύφορα αλλουβιακά εδάφη. Στα μεγαλύτερα νησιά, μικρά δάση καλύπτουν τμήματα της ενδοχώρας που είναι προφυλαγμένα από τους ανέμους. Οι ακτές παρουσιάζουν ποικιλομορφία, από τη μια προσφέροντας καλά λιμάνια και από την άλλη ορθώνοντας αφιλόξενους απότομους γκρεμούς (Broodbank 2000: 70-80, Σάμψων 1987: ). Το κλίμα είναι πιο θερμό και ξηρό στις νότιες και νοτιοανατολικές περιοχές του ελλαδικού χώρου, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη εδαφών με περιορισμένα θρεπτικά συστατικά (Bintliff 1977: 90). Οι διαφορές στο κλίμα και το έδαφος ευνοούν με τη σειρά τους την ανάπτυξη διαφορετικής βλάστησης και παράλληλα προσφέρουν διαφορετικές δυνατότητες για την πρακτική της καλλιέργειας. Οι διαφορές που σημειώνονται στην τοπογραφία, το κλίμα, τα εδάφη και τη βλάστηση του νότιου ελλαδικού χώρου υποδεικνύουν αναμφίβολα ένα περιβάλλον που προσφέρει διαφορετικές ευκαιρίες και διαφορετικούς περιορισμούς στις ανθρώπινες ομάδες που επιλέγουν το νότο του ελλαδικού χώρου. Παράλληλα με την εδραίωση της ανθρώπινης παρουσίας στα πεδινά μέρη του τοπίου, που κατά κύριο λόγο αποτέλεσαν πόλο έλξης στα αρχαιότερα νεολιθικά χρόνια, διαφαίνεται μια τάση για την ανάπτυξη των δραστηριοτήτων σε πιο ορεινές τοποθεσίες. Η τάση αυτή εκδηλώνεται κατά τόπους σε ολόκληρη την επικράτεια του ελλαδικού χώρου. Στη δυτική Μακεδονία την προτίμηση αυτή μαρτυρεί η εξάπλωση των θέσεων έξω από τη χαμηλή κοιλάδα του Αλιάκμονα, στις ορεινές λεκάνες της Καστοριάς και της Πτολεμαϊδας σε τοποθεσίες που ξεπερνούν τα 600μ. πάνω από τη θάλασσα. Στο λεκανοπέδιο του Αξιού, η προτίμηση πιο ορεινών τοποθεσιών τεκμηριώνεται στην πεδιάδα των Γιαννιτσών και στις περιοχές της Ημαθίας, ενώ ανατολικότερα στη λεκάνη του Λαγκαδά νέες θέσεις της ΝΝ ιδρύονται σε υψόμετρο πάνω από τα 400μ. Η επανεμφάνιση ανθρώπινων ομάδων στο οροπέδιο των Σκούρτων σε υψόμετρο που ξεπερνά τα 500μ. αποτελεί μια ακόμη ένδειξη γι αυτή την προτίμηση. Στην Πελοπόννησο, οι νέες θέσεις στην κοιλάδα της Ασέας ιδρύονται σε υψόμετρο πάνω από 700μ., ενώ στη Λακωνία η πλειονότητα των νέων θέσεων της ΝΝ βρίσκονται σε υψόμετρο μεγαλύτερο των 400μ. πάνω από τη θάλασσα. Στην Κρήτη, τα τεκμήρια της ανθρώπινης παρουσίας στο οροπέδιο του Λασιθίου, σε μέσο υψόμετρο 840μ., αλλά και ορισμένες θέσεις διασκορπισμένες στους ορεινούς όγκους του νησιού, αποτελούν ένδειξη για την προτίμηση πιο ο- ρεινών τοποθεσιών σε σύγκριση με τις προηγούμενες περιόδους της Νεολιθικής. Ένα τρίτο στοιχείο που χαρακτηρίζει τις χωροταξικές επιλογές των ανθρώπων της ΝΝ περιόδου, κυρίως στις κεντρικές και νότιες περιοχές του ελλαδικού χώρου, είναι η τάση που εκδηλώνεται για τη χρήση των σπηλαίων. Πρόκειται για μια προτίμηση που διαπιστώνεται στην Εύβοια, την Αττική, την Πελοπόννησο, την Κρήτη και ορισμένα νησιά του νοτιοανατολικού Αιγαίου. Υποστηρίζεται ότι μέσα σε ένα πλαίσιο μικτής οικονομίας είναι επισφαλές να ερμηνεύσει κανείς την αύξηση της χρήσης των σπηλαίων ως αποτέλεσμα αποκλειστικά των αναγκών που προκύπτουν λόγω των μετακινή- 163

171 Κεφάλαιο 7 σεων για τις ανάγκες της κτηνοτροφίας. Ανασκαφικές έρευνες σε σπήλαια του νότιου ελλαδικού χώρου, που χρονολογούνται στη ΝΝ περίοδο, υποδεικνύουν ότι δεν ισχύει ένα μοναδικό ερμηνευτικό μοντέλο για τη χρήση τους. Για παράδειγμα, τα περιβαλλοντικά δεδομένα και τα αρχαιολογικά ευρήματα στο Σπήλαιο Φράγχθι επιβεβαιώνουν τη μόνιμη εγκατάσταση ανθρώπων που εξασκούσαν καλλιεργητικές και κτηνοτροφικές δραστηριότητες. Αντίθετα, το Σπήλαιο Ζα στη Νάξο χρησιμοποιούνταν περιοδικά από μικρές ομάδες κτηνοτρόφων που ζούσαν σε στενή σχέση και οικονομική αλληλεξάρτηση με μια ή περισσότερες κοινότητες που ζούσαν στην κοντινή πεδιάδα. Σε κάθε περίπτωση, η χρήση ενός σπηλαίου ήταν εξαρτημένη από τις περιβαλλοντικές συνθήκες και τις ανάγκες των χρηστών. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται από την παρουσία σπηλαίων που ξεφεύγουν από τα στενά όρια εγκατάστασης, αλλά έχουν κύρια ή δευτερεύουσα χρήση με χαρακτήρα ταφικό, τελετουργικό, αποθηκευτικό ή άλλο (Zachos 1999: 161). Τα νέα χωροταξικά χαρακτηριστικά που διακρίνουν την ανθρώπινη παρουσία στο τοπίο του ελλαδικού χώρου κατά τη ΝΝ δεν ανατρέπουν ένα βασικό χωροταξικό χαρακτηριστικό που είναι η δυνατότητα πρόσβασης από τις εστίες της ανθρώπινης παρουσίας στα φυσικά περάσματα του τοπίου. Στον ηπειρωτικό ελλαδικό χώρο, οι νέες θέσεις ιδρύονται συνήθως σε μέρη του τοπίου που συνδέονται μέσω φυσικών περασμάτων με υπάρχουσες εστίες της ανθρώπινης παρουσίας, όπως στη λεκάνη της Έδεσσας που επικοινωνεί με την πεδιάδα των Γιαννιτσών και τη Λεκάνη του Αμυνταίου, στη λεκάνη του Λαγκαδά που ενώνει τη λεκάνη των Σερρών με τη λεκάνη του Αξιού, στην Πιέρια κοιλάδα που ενώνει τη λεκάνη της Δράμας με τη λεκάνη των Σερρών, στην κοιλάδα της Νεμέας που συνδέει την Κορινθία με την Αργολίδα, στην κοιλάδα της Τεγέας που συνδέει την Αργολίδα με την Αρκαδία, στην κοιλάδα της Ασέας που συνδέει την Αρκαδία με τη Μεσσηνία ή στην περιοχή του Καβουσιού που συνδέει τον Ισθμό της Ιεράπετρας με την ανατολική Κρήτη. Σε άλλη περίπτωση, οι νέες θέσεις ιδρύονται σε νέες τοποθεσίες που ευνοούν την πρόσβαση σε φυσικά περάσματα, διευκολύνοντας έτσι την επικοινωνία με άλλες εστίες της ανθρώπινης παρουσίας, όπως για παράδειγμα στην κοιλάδα της Σπάρτης ή στο οροπέδιο του Λασιθίου. Η μικρή τάση διάχυσης των θέσεων από την ενδοχώρα προς τις παράκτιες πεδιάδες συνδέεται ενδεχομένως με την ανάπτυξη των θαλάσσιων εξερευνήσεων και τον εποικισμό των νησιών του Αιγαίου. Παρά την εξάπλωση της ανθρώπινης παρουσίας στις νότιες περιοχές του ηπειρωτικού ελλαδικού χώρου και στο νοτιοανατολικό χώρο του Αιγαίου κατά τη ΝΝ, η αύξηση των θέσεων στο βορειοελλαδικό χώρο διατηρεί το κέντρο βάρους της ανθρώπινης παρουσίας στο βορρά. Το 66% των θέσεων του ελλαδικού χώρου βρίσκεται στο βόρειο ελλαδικό χώρο, ποσοστό που ισοδυναμεί με το άθροισμα των ποσοστών των θέσεων που συγκεντρώνουν η Ανατολική Μακεδονία-Θράκη (5%), η Κεντρική Μακεδονία (18%), η Δυτική Μακεδονία (8%) και η Θεσσαλία (35%). Στον κεντρικό ηπειρωτικό ελλαδικό χώρο, οι εστίες της ανθρώπινης παρουσίας περιορίζονται συγκριτικά με το βορειοελλαδικό 164

172 Κεφάλαιο 7 χώρο, γεγονός που αποτυπώνεται στο μικρότερο ποσοστό των θέσεων της Στερεάς Ελλάδας-Αττικής (12%). Η Πελοπόννησος παραμένει μια γεωγραφική περιοχή με λιγοστές εστίες της ανθρώπινης παρουσίας, συγκεντρώνοντας το 7% των θέσεων της περιόδου. Σε αντίθεση με το νότιο ηπειρωτικό χώρο, ο νοτιοανατολικός νησιωτικός χώρος φιλοξενεί περισσότερες εστίες της ανθρώπινης παρουσίας, συγκεντρώνοντας συνολικά το 13% των θέσεων της ΝΝ περιόδου, ποσοστό που ισοδυναμεί με το άθροισμα του ποσοστού των θέσεων της Κρήτης (6%), των Δωδεκανήσων (5%) και των Κυκλάδων (2%) (πίνακας α). Επομένως, παρατηρείται μια διαβάθμιση της συγκέντρωσης της ανθρώπινης παρουσίας στον ηπειρωτικό ελλαδικό χώρο, σύμφωνα με την οποία ο βορειοελλαδικός χώρος αντιστοιχεί στη ζώνη μεγαλύτερης συγκέντρωσης, ο κεντρικός ελλαδικός χώρος αποτελεί τη ζώνη με τη δεύτερη μεγαλύτερη συγκέντρωση, ενώ ακολουθεί ο νότιος ηπειρωτικός ελλαδικός χώρος ως η ζώνη με την τρίτη μεγαλύτερη συγκέντρωση. Από την άλλη, στο νησιωτικό χώρο του Αιγαίου διαπιστώνεται μια αντιστροφή της διαβάθμισης της συγκέντρωσης της ανθρώπινης παρουσίας, σύμφωνα με την οποία η μεγαλύτερη συγκέντρωση παρατηρείται στο νότο, δηλαδή στην Κρήτη, και η μικρότερη στο βορρά, δηλαδή στα νησιά του Βόρειου Αιγαίου Τελική Νεολιθική Η ΤΝ περίοδος επιβεβαιώνεται αρχαιολογικά σε ένα σύνολο 308 θέσεων σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο (πίνακας 7.2.γ, χάρτης 7.2.4). Σύμφωνα με τα δεδομένα των πινάκων α και β, η μεγαλύτερη συγκέντρωση θέσεων καταγράφεται στην περιφέρεια της Κρήτης, όπου έχουν εντοπιστεί 147 θέσεις (34%) της ΤΝ περιόδου. Πρόκειται για μια συγκέντρωση με μεγάλη απόκλιση από τις αμέσως μικρότερες συγκεντρώσεις θέσεων που καταγράφονται στη Στερεά Ελλάδα-Αττική και την Πελοπόννησο. Στην πρώτη περιφέρεια εντοπίζονται 81 θέσεις (19%) και στη δεύτερη περιφέρεια ε- ντοπίζονται 72 θέσεις (16%). Μικρότερο ποσοστό θέσεων συγκεντρώνουν τα Δωδεκάνησα (11%), στα οποία έχουν καταγραφεί 50 θέσεις. Στις Κυκλάδες, ο αριθμός των θέσεων μειώνεται σε σύγκριση με τον αριθμό των θέσεων στα Δωδεκάνησα, συγκεντρώνοντας 30 θέσεις, αριθμό που αντιστοιχεί στο 7% των θέσεων της περιόδου. Στη Δυτική Μακεδονία και το Βόρειο Αιγαίο, ο αριθμός των θέσεων μειώνεται κατά το ήμισυ συγκριτικά με τις θέσεις των Κυκλάδων, καθώς στην πρώτη καταγράφονται 16 θέσεις (4%) και στη δεύτερη 15 θέσεις (3%). Η καθεμιά από τις λοιπές περιφέρειες συγκεντρώνει περιορισμένο αριθμό θέσεων, λιγότερες από 10, δηλαδή η καθεμιά συγκεντρώνει ποσοστό μικρότερο από 3%. Στη Θεσσαλία καταγράφονται 7 θέσεις (2%), στα Ιόνια Νησιά 6 θέσεις (1%) και στην Κεντρική Μακεδονία 5 θέσεις (1%) της ΤΝ περιόδου. Τέλος, η Α- νατολική Μακεδονία-Θράκη και τα Ιόνια Νησιά συγκεντρώνουν το μικρότερο αριθμό θέσεων της ΤΝ, καθώς στην καθεμιά καταγράφονται από 4 θέσεις (1%) της περιόδου. 165

173 Κεφάλαιο ΑΡΙΘΜΟΣ ΘΕΣΕΩΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ - ΘΡΑΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΗΠΕΙΡΟΣ ΙΟΝΙΑ ΝΗΣΙΑ ΘΕΣΣΑΛΙΑ ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΔΑ - ΑΤΤΙΚΗ ΔΥΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ ΒΟΡΕΙΟ ΑΙΓΑΙΟ ΚΥΚΛΑΔΕΣ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ ΚΡΗΤΗ Πίνακας α. Κατανομή των θέσεων της ΤΝ στον ελλαδικό χώρο. ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ - ΘΡΑΚΗ 1% ΚΡΗΤΗ 35% ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ 11% ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 1% ΚΥΚΛΑΔΕΣ 7% ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 4% ΗΠΕΙΡΟΣ 1% ΙΟΝΙΑ ΝΗΣΙΑ 1% ΘΕΣΣΑΛΙΑ 2% ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΔΑ - ΑΤΤΙΚΗ 18% ΔΥΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ 0% ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ 16% ΒΟΡΕΙΟ ΑΙΓΑΙΟ 3% Πίνακας β. Κατανομή των θέσεων της ΤΝ στον ελλαδικό χώρο. Η κατανομή των θέσεων της ΤΝ περιόδου στον ελλαδικό χώρο, όπως περιγράφεται από τα παραπάνω ποσοστά θέσεων που συγκεντρώνει κάθε περιφέρεια, αποκαλύπτει μια ραγδαία μείωση του αριθμού των θέσεων στη Μακεδονία και τη Θεσσαλία, περιοχές που συγκέντρωναν την πλειονότητα των θέσεων της ανθρώπινης παρουσίας σε ολόκληρη σχεδόν τη Νεολιθική Εποχή. Στην αιγαιακή αρχαιολογική βιβλιογραφία υπάρχει μια συζήτηση που πραγματεύεται τη χρονική περίοδο που μεσολαβεί από το τέλος της ΝΝ περιόδου ώς το ξεκίνημα της ΠΕΧ, προκειμένου να δοθούν απαντήσεις στο ερώτημα της 166

174 Κεφάλαιο 7 συρρίκνωσης της ανθρώπινης παρουσίας κατά την ΤΝ στις δύο περιοχές του βόρειου ελλαδικού χώρου. Ορισμένες απόψεις υιοθετούν τον όρο της Νεότερης Νεολιθικής για ολόκληρο το χρονικό εύρος που αντιστοιχεί στη ΝΝ περίοδο και στο διάστημα από το τέλος της ΝΝ ώς την έναρξη της Εποχής Χαλκού. Σ αυτή την περίπτωση ακολουθείται μια διάκριση ανάμεσα στη ΝΝ Ι, που ταυτίζεται με τη ΝΝ, και τη ΝΝ ΙΙ, που αντιστοιχεί στην περίοδο μετά το τέλος της ΝΝ ώς την έναρξη της ΠΕΧ, προκειμένου για διευκρινίσεις στα ζητήματα της κεραμικής διαφοροποίησης (Coleman 1992: , Γραμμένος, Μπέσιος και Κώτσος 1997). Άλλες απόψεις κάνουν χρήση του όρου Χαλκολιθική περίοδος, προκειμένου να αναφερθούν στην περίοδο που αντιστοιχεί από το τέλος της ΝΝ ώς την αρχή της ΠΕΧ, με την υποδιαίρεση Χαλκολιθική Ι και ΙΙ (Ασλάνης 1993: 138, Demoule 1993: ). Ένας εναλλακτικός όρος που επικρατεί στην αιγαιακή προϊστορία υπέρ μιας ομοιόμορφης ορολογίας για το σύνολο του ελλαδικού χώρου είναι ο όρος Τελική Νεολιθική, που υιοθετήθηκε και στην παρούσα εργασία (Andreou, Fotiadis και Kotsakis 2001: 260). Δεν θεωρείται σκόπιμο στο σημείο αυτό να γίνει εκτενής αναφορά σε ζητήματα ορολογίας, ωστόσο κρίνεται αναγκαίο να υπογραμμιστούν ορισμένα σημεία που ενδεχομένως επιτρέπουν την κατανόηση της απουσίας των θέσεων της ΤΝ από το βορειοελλαδικό χώρο. Το ζήτημα της ΤΝ περιόδου στο βορειοελλαδικό χώρο αφορά στην ελλιπή τεκμηρίωση της περιόδου στις αρχαιολογικές επιχώσεις των ανασκαμμένων θέσεων, γεγονός που ισχύει για ολόκληρη τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία. Η χρονολόγηση του αρχαιολογικού υλικού με τη μέθοδο του 14 C απουσιάζει από τις περισσότερες ανασκαμμένες θέσεις του βόρειου ελλαδικού χώρου, δυσχεραίνοντας την ακριβή χρονολόγηση των επιχώσεων που ενδεχομένως ανήκουν στην ΤΝ περίοδο. Η αδυναμία να αποδοθούν με βεβαιότητα ανασκαμμένες επιχώσεις στην ΤΝ δημιουργεί ένα κενό στην τεκμηρίωση της ανθρώπινης παρουσίας κατά την περίοδο αυτή στις παραπάνω γεωγραφικές περιοχές, χωρίς αυτό να αποτελεί επιβεβαίωση της πραγματικής απουσίας της ανθρώπινης δράσης κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο (Andreou, Fotiadis και Kotsakis 2001: 281, 287, 299, 308, Coleman 1992: 256). Το γεγονός αυτό έχει ως αποτέλεσμα την παρατηρούμενη ραγδαία μείωση των θέσεων της ΤΝ στις περιοχές της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας, σε σύγκριση με τον κατά πολύ μεγαλύτερο αριθμό θέσεων της προηγούμενης ΝΝ περιόδου που καταγράφεται στις δύο περιοχές. Έτσι, στο χάρτη κατανομής των θέσεων της ΤΝ (χάρτης 7.2.4) παρατηρείται ένα σημαντικό κενό στο βορειοελλαδικό χώρο, ο οποίος προηγουμένως ήταν διάστικτος από θέσεις. Κρήτη Στο νησί της Κρήτης καταγράφεται ο μεγαλύτερος αριθμός θέσεων της ΤΝ, η ο- ποία συγκεντρώνει το 34% του συνόλου των θέσεων της περιόδου. Η αρχαιολογική έ- ρευνα, ιδιαίτερα με τη συνεισφορά των αρχαιολογικών προγραμμάτων εντατικής επιφα- 167

175 Κεφάλαιο 7 νειακής έρευνας που διεξάγονται στο νησί, επιβεβαιώνει την εξάπλωση της ανθρώπινης παρουσίας σε πλήθος νέων θέσεων σε ολόκληρο το νησί (Branigan 1999: 64). Οι περιοχές του νησιού που είχαν προσελκύσει την ανθρώπινη παρουσία στα προηγούμενα νεολιθικά χρόνια, λειτουργούν ως πυρήνες για την ίδρυση νέων θέσεων. Τέτοιες περιοχές βρίσκονται κυρίως στη βόρεια ακτή του νησιού, όπως το Ακρωτήρι των Χανίων και ο Κόλπος του Μιραμπέλου, χωρίς ωστόσο να απουσιάζουν και από τις νοτιότερες περιοχές όπως η πεδιάδα της Μεσαράς στη νότια κεντρική Κρήτη. Στη διάρκεια της ΤΝ διαπιστώνεται ο εποικισμός περιοχών του νότιου τμήματος του νησιού, όπως η περιοχή των Σφακίων, η μεσόγεια κοιλάδα του Αγίου Βασιλείου και η παράκτια περιοχή του Βρασκά, η περιοχή του Αγιοφάραγγου νότια από την πεδιάδα της Μεσαράς, καθώς και η παράκτια ζώνη ώς το νοτιοανατολικό άκρο του νησιού στην περιοχή του Ζίρου και της Ζάκρου. Στο εσωτερικό του νησιού, η μεγαλύτερη συγκέντρωση θέσεων διαπιστώνεται στην ανατολική Κρήτη. Στο οροπέδιο του Λασιθίου, η ανθρώπινη παρουσία εξακολουθεί να έχει έντονο χαρακτήρα, μολονότι στο τέλος της ΝΝ τρεις θέσεις εγκαταλείφθηκαν, η θέση 20 που βρισκόταν πάνω στον ασβεστολιθικό λόφο μέσα στην πεδιάδα, η θέση 63 στα νότια της λεκάνης, καθώς και η θέση Πλάτη. Στη διάρκεια της ΤΝ περιόδου, οι υπόλοιπες θέσεις συνεχίζουν να είναι σε χρήση, ενώ ένα ακόμη σπήλαιο αρχίζει να χρησιμοποιείται, το Σπήλαιο Γρυμάνι, όχι ως τόπος εγκατάστασης αλλά ως ταφικός χώρος (Ζώης 1973). Τα αρχαιολογικά δεδομένα εξακολουθούν να στηρίζουν την υπόθεση ότι η ανθρώπινη παρουσία στο οροπέδιο εξακολουθούσε να έχει προσωρινό χαρακτήρα στο τέλος της Νεολιθικής Εποχής, πιθανόν στο πλαίσιο κτηνοτροφικών δραστηριοτήτων (Watrous 1982: 9-10). Το οροπέδιο του Λασιθίου μοιάζει να δημιουργεί ένα νοητό όριο που διατρέχει το νησί στον άξονα βορρά-νότου, ανατολικά από το οποίο η ανθρώπινη παρουσία αποκτά έντονο χαρακτήρα στη διάρκεια της ΤΝ περιόδου. Η μεγαλύτερη συγκέντρωση θέσεων εντοπίζεται στο ανατολικότερο άκρο του νησιού, στην περιοχή του Ζίρου και της Ζάκρου, στην παράκτια περιοχή νοτιανατολικά του Ζίρου, μεταξύ του Γούδουρα και του Ξηρόκαμπου, καθώς και βορειότερα στην περιοχή της Ζάκρου και του Παλαίκαστρου. Στο οροπέδιο του Ζίρου, το αρχαιολογικό πρόγραμμα εντατικής επιφανειακής έρευνας που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα αποκάλυψε τεκμήρια για την ανθρώπινη παρουσία σε δύο γειτονικές ορεινές λεκάνες. Η λεκάνη Λαμνόνι βρίσκεται στα ανατολικά του Ζίρου, σε υψόμετρο 650μ. πάνω από τη θάλασσα, με έναν επίπεδο πυθμένα που κυκλώνεται από ασβεστολιθικούς λόφους με απότομες πλαγιές. Στα ΒΔ του Ζίρου βρίσκεται η λεκάνη του Κατελιόνα, η οποία είναι μεγαλύτερη από την πρώτη λεκάνη και βρίσκεται σε υψόμετρο 500μ. πάνω από τη θάλασσα. Στα ανατολικά και νότια της λεκάνης υψώνονται απότομες πλαγιές, στα Β και ΒΔ περιβάλλεται από πιο ομαλές πλαγιές, ενώ στη δυτική πλευρά ο πυθμένας της λεκάνης αποκτά μια ομαλή κλίση προς τα 168

176 Κεφάλαιο 7 κάτω (Branigan 1999: 58). Στη λεκάνη Λαμνόνι εντοπίστηκαν πέντε θέσεις της ΤΝ. Σύμφωνα με τα επιφανειακά ευρήματα των θέσεων, θεωρείται ότι οι τρεις από αυτές ήταν θέσεις εγκατάστασης (L65A, L40A, L30A), η μια είχε τελετουργική χρήση (L23A), ενώ η τελευταία θέση είχε ταφική χρήση (L44A). Οι τρεις θέσεις εγκατάστασης βρίσκονται σε τοποθεσίες προφυλαγμένες και εποπτεύουν από μέτρια υψώματα τη γύρω αρόσιμη γη. Στη λεκάνη του Κατελιόνα εντοπίστηκαν δύο θέσεις που χαρακτηρίζονται ως οικισμοί. Ο οικισμός K130A βρίσκεται στην κορυφή μιας ομαλής πλαγιάς, ενώ ο δεύτερος οικισμός K2A βρίσκεται στο κέντρο της κοιλάδας. Στην ίδια λεκάνη εντοπίστηκαν ακόμη τρεις θέσεις (K106, K97 και K83), οι οποίες χαρακτηρίζονται ως αγροικίες που είχαν σχέση με τον οικισμό Κ2Α, ενώ σε μια απότομη και βραχώδη πλαγιά αναγνωρίστηκε μια ταφική θέση (KS3) (Branigan 1998: 61-80). Στο νοτιοανατολικό άκρο της Κρήτης, η πιο δυτική θέση της περιοχής βρίσκεται στη νότια ακτή κοντά στον οικισμό Γούδουρα. Η τοποθεσία στην οποία ιδρύθηκε αποτελεί τη βραχώδη ανατολική προεξοχή μιας ψηλής και απότομης κορυφογραμμής, σε υψόμετρο 350μ. πάνω από τη θάλασσα, οι τρεις πλευρές της οποίας σχηματίζουν απότομα βράχια. Μια από τις πιο εντυπωσιακές ακροπόλεις του νησιού αυτή την περίοδο είναι η θέση στην κορυφή ενός ψηλού βράχου που ονομάζεται Κάτω Κάστελλας, ο ο- ποίος στέκεται στο μέσο του φαραγγιού της Ζάκρου με τις τρεις πλευρές του να σχηματίζουν γκρεμούς ύψους 100μ. (Nowicki 1999: 576). Ανάλογες είναι οι τοποθεσίες στις οποίες ιδρύονται οι θέσεις της ΤΝ στη ΝΑ γωνία του νησιού ώς την περιοχή της Ζάκρου. Πρόκειται για μια περιοχή που χαρακτηρίζεται από μια αφιλόξενη ακτογραμμή στην οποία καταλήγει ένας αριθμός φαραγγιών, που λειτουργούν ως φυσικές έξοδοι από τη λοφώδη ενδοχώρα προς τη θάλασσα. Η εκτατική έρευνα που πραγματοποιήθηκε στην περιοχή από το Πρόγραμμα Μινωικών Δρόμων υποδεικνύει ότι οι περισσότερες θέσεις ιδρύονται στις παρυφές της λοφώδους ζώνης ή των όρμων προς τα υψίπεδα, κυρίως σε πρόβολα των υψιπέδων ή σε απότομα εξάρματα που είναι προσβάσιμα από μια μόνο πλευρά. Σύμφωνα με τα πρώτα συμπεράσματα της έρευνας, η επιλογή της τοποθεσίας δεν θα πρέπει να συνδεθεί με αποκλειστικά κτηνοτροφικές δραστηριότητες, καθώς το περιβάλλον δεν εμποδίζει την ανάπτυξη της μικτής οικονομίας, αλλά κυρίως με κοινωνικά ζητήματα, όπως ο έλεγχος των φυσικών περασμάτων (Βοκοτόπουλος 2000: ). Μια ομάδα θέσεων που παρουσιάζουν, επίσης, φυσικά οχυρό χαρακτήρα εντοπίστηκε σε μια δεύτερη περιοχή, που εκτείνεται ανάμεσα στο Μίλατο και την Ελούντα στη βόρεια ακτή της ανατολικής Κρήτης. Πρόκειται για μια άνυδρη περιοχή, με εδάφη που δεν χαρακτηρίζονται ιδιαίτερα ευνοϊκά για την καλλιέργεια. Πιθανολογείται ότι οι άνθρωποι που επέλεξαν αυτή την περιοχή για να αναπτύξουν τις δραστηριότητές τους ήταν περισσότερο προσανατολισμένοι προς τους θαλάσσιους πόρους, στους οποίους υπήρχε άμεση πρόσβαση, παρά προς την καλλιέργεια. Δύο από τις θέσεις βρίσκο- 169

177 Κεφάλαιο 7 νται πάνω σε μικρά ακρωτήρια που προβάλλουν στη θάλασσα, ενώ άλλες δύο εντοπίζονται πάνω σε λόφους με φυσικά οχυρό χαρακτήρα. Δύο ακόμη θέσεις έχουν ιδρυθεί στην κορυφή λόφων που βρίσκονται αποτραβηγμένοι από τη θάλασσα προς την ενδοχώρα της περιοχής, υπογραμμίζοντας για μια ακόμη φορά την τάση για την προστασία των θέσεων και την εποπτεία του περιβάλλοντος χώρου (Nowicki 1999: 578). Ανατολικά από την παραπάνω περιοχή σχηματίζεται ο μεγάλος Κόλπος του Μιραμπέλου, γύρω από τον οποίο η ανθρώπινη παρουσία εξαπλώνεται σε αρκετές θέσεις στη διάρκεια της ΤΝ, φτάνοντας μέχρι το μικρό νησάκι Ψείρα απέναντι από το βορειοανατολικό άκρο του κόλπου. Οι θέσεις αυτές, άλλοτε βρίσκονται σχεδόν πάνω στην ακτή και άλλοτε υποχωρούν λίγο από την ακτογραμμή, ενώ κάποιες βρίσκονται σε πιο μεσόγειες τοποθεσίες. Τρία αρχαιολογικά προγράμματα εντατικής επιφανειακής έρευνας δίνουν πληροφορίες για την ανθρώπινη παρουσία στον Κόλπο του Μιραμπέλου, το πρώτο στην περιοχή του Βρόκαστρου, το δεύτερο στα Γουρνιά και το τρίτο στο Καβούσι. Το αρχαιολογικό πρόγραμμα του Βρόκαστρου ερευνά μια περιοχή στα νοτιοδυτικά του Κόλπου του Μιραμπέλου, η οποία περιλαμβάνει την παραθαλάσσια λωρίδα γης και τα ακρωτήρια, υποχωρώντας προς το εσωτερικό ώς τις λεκάνες Πρινά και Μεσελέροι στα νότια. Δυτικό άκρο της περιοχής έρευνας αποτελούν τα χωριά Καλό Χωριό και Πύργος, ενώ ανατολικά η περιοχή εκτείνεται ώς την πεδιάδα των Γουρνιών. Πρόκειται για μια γεωγραφική έκταση με τοπογραφική ποικιλία την οποία συνθέτουν η παραλιακή ζώνη, οι ποτάμιες κοιλάδες, μια κατακερματισμένη ορεινή περιοχή και μια ορεινή κοιλάδα στην ενδοχώρα (Hayden και Moody 1991: 292). Σ αυτή την έκταση λειτουργούν δύο κύρια συστήματα αποστράγγισης, η κοιλάδα του ποταμού Ίστρου και η κοιλάδα του Ξηροπόταμου στα ανατολικά (Hayden, Moody και Rackham 1992: 309). Πέντε από τις έξι θέσεις της ΤΝ περιόδου που εντόπισε η έρευνα βρίσκονται στην παράκτια ζώνη της περιοχής, σε απόσταση όχι μεγαλύτερη από 0,5χλμ. από τη σημερινή ακτογραμμή και σε υψόμετρο που δεν ξεπερνά τα 260μ. Γεωλογικά η παραλιακή ζώνη αποτελείται από αλλουβιακό άργιλο, λατύπη, μάργα, ασβεστόλιθο, κροκαλοπαγή νεφρίτη και γρανοδιορίτη. Εκτός των θέσεων στην παράκτια ζώνη μια ακόμη θέση εντοπίστηκε στο οροπέδιο Σκινούρια, σε υψόμετρο μ. και σε απόσταση 4,88χλμ. από τη θάλασσα. Πρόκειται για μια περιοχή η οποία γεωλογικά αποτελείται από κρυσταλλικό ασβεστόλιθο, μάργα, κροκαλοπαγή νεφρίτη και καρστικές κοιλότητες με αλλουβιακές αποθέσεις (Hayden, Moody και Rackham 1992: 303). Ανατολικότερα από την περιοχή έρευνας του Βρόκαστρου εκτείνεται η πεδιάδα των Γουρνιών και ο Ισθμός της Ιεράπετρας. Μια κοιλάδα που εκτείνεται από το ανατολικό άκρο του Κόλπου του Μιραμπέλου ώς την Ιεράπετρα στη νότια Κρήτη, διασχίζοντας εγκάρσια τον Ισθμό της Ιεράπετρας, διακόπτει την ορεινή αλυσίδα που εκτείνεται κατά μήκος του κέντρου του νησιού. Αυτός ο φυσικός διάδρομος ενώνει τις βόρειες ακτές με τις νότιες ακτές της Κρήτης, γεφυρώνοντας τον κόσμο του Αιγαίου με 170

178 Κεφάλαιο 7 εκείνον της βόρειας Αφρικής. Σε τμήμα αυτής της περιοχής διεξάγεται εντατική επιφανειακή έρευνα στο πλαίσιο του αρχαιολογικού προγράμματος των Γουρνιών. Σύμφωνα με τα πρώτα αποτελέσματα της έρευνας, τρεις νέες θέσεις έχουν εντοπιστεί με ίχνη της ΤΝ περιόδου, εκ των οποίων οι δύο είναι ανοιχτοί οικισμοί, ενώ η τρίτη είναι ένα σπήλαιο. Η παρουσία των θέσεων πάνω στον Ισθμό της Ιεράπετρας ενδεχομένως υ- ποδηλώνει ένα ενδιαφέρον για την επικοινωνία ανάμεσα στον αιγαιακό χώρο και τις ακτές της βόρειας Αφρικής (Watrous et al. 2000: 472, 474). Στην ανατολική πλευρά του Κόλπου του Μιραμπέλου, στην περιοχή του Καβουσιού η ανθρώπινη δράση συνεχίζεται στις θέσεις που ιδρύθηκαν στη ΝΝ περίοδο (Locus 58, Locus 92). Ίχνη της ΤΝ εντοπίζονται σε μια θέση που ιδρύεται στη διάρκεια της ΤΝ, το Χρυσοκάμινο. Η θέση βρίσκεται πάνω στο ακρωτήριο Χρυσοκάμινα βόρεια της Αγριόμανδρας και απέχει 500μ. προς τα νοτιοδυτικά από το σπήλαιο στη θέση Locus 89 (Haggis 1996: 381). Οι θέσεις που αναπτύσσονται γύρω από τον Κόλπο του Μιραμπέλου, καθώς και εκείνες στον Ισθμό της Ιεράπετρας, συνδέονται με σημαντικούς δρόμους επικοινωνίας τόσο μεταξύ των πληθυσμών του ίδιου του νησιού, όσο και μεταξύ των ντόπιων και των ανθρώπων του υπόλοιπου αιγαιακού χώρου ή άλλων πιο απομακρυσμένων περιοχών. Η έρευνα στην περιοχή του Βρόκαστρου έχει αναγνωρίσει δύο μείζονες δρόμους που επηρέασαν πιθανώς τη χωροθέτηση των θέσεων. Ο ένας βρίσκεται στον άξονα ανατολήςδύσης κατά μήκος της βόρειας ακτής του Κόλπου του Μιραμπέλου, ενώ ο δεύτερος βρίσκεται στον άξονα βορρά-νότου και συμπίπτει με την κοιλάδα του ποταμού Ίστρου (Hayden, Moody και Rackham 1992: 319). Παραπάνω υπογραμμίστηκε η παρουσία των θέσεων στον Ισθμό της Ιεράπετρας, έναν φυσικό δρόμο επικοινωνίας ανάμεσα στον αιγαιακό χώρο και στη βόρεια Αφρική. Στη βόρεια απότομη πλευρά των βράχων του φαραγγιού Χα, που αποστραγγίζει το βόρειο Ισθμό, ιδρύεται την περίοδο της ΤΝ η θέση Μοναστηράκι-Καταλύματα. Πρόκειται για έναν μόνιμο οικισμό πάνω σε μια φυσικά οχυρή και δυσπρόσιτη τοποθεσία (Nowicki 1999: 575). Η παρουσία του οικισμού πάνω σε αυτό το σημαντικό φυσικό δρόμο επικοινωνίας και η έκδηλη ανάγκη για προστασία α- ποτελούν πιθανώς μια διάσταση αυτής της επικοινωνίας. Στην περιοχή του Καβουσιού, το πέρασμα που σχηματίζεται από την Παχειά Άμμο στο βορρά ώς κάτω στην Ιεράπετρα συναντά μια δεύτερη φυσική οδό που ενώνει την κεντρική με την ανατολική Κρήτη. Πρόκειται για την κοιλάδα του Αυγού που διχοτομεί τον ορεινό όγκο Θρυπτή, ανοίγοντας με τον τρόπο αυτό το κύριο πέρασμα από τον Ισθμό προς την ανατολική Κρήτη (Haggis 1992: 28). Στη χερσόνησο του Ακρωτηρίου, την εγκατάλειψη δύο σπηλαίων στο τέλος της ΝΝ διαδέχεται η ίδρυση δώδεκα νέων ανοιχτών θέσεων. Με εξαίρεση δύο θέσεις που ιδρύονται πάνω στο ισθμό (AS8a, AI1), οι υπόλοιπες θέσεις (KK5, KK6, NS1, KL1, KL3, KL5, KL8, KL12, TS15, TS) ιδρύονται στη δυτική παράκτια ζώνη της χερσονήσου, που είναι βαθιά χαραγμένη από την εκροή του Καλαθορεύματος, του κύριου αποστραγγιστι- 171

179 Κεφάλαιο 7 κού δικτύου της χερσονήσου. Οι θέσεις της δυτικής χερσονήσου δεν απέχουν περισσότερο από 0,5χλμ. από τη σημερινή ακτή και βρίσκονται σε υψόμετρο χαμηλότερο από 100μ. Οι διαθέσιμοι πόροι για τις περισσότερες από αυτές είναι η θάλασσα, τα καλά λιμάνια, τα κατάλληλα για την καλλιέργεια εδάφη, τα δομικά υλικά και οι υδάτινες πηγές. Η μία από τις δύο θέσεις που βρίσκονται πάνω στον ισθμό έχει ιδρυθεί στην κορυφή ενός λόφου, τοποθεσία που της δίνει τη δυνατότητα θέας προς τα Χανιά και το λιμάνι της Σούδας. Παράλληλα, έξω από τη χερσόνησο του Ακρωτηρίου το αρχαιολογικό πρόγραμμα των Χανίων εντόπισε άλλες είκοσι θέσεις που αρχίζουν να είναι σε χρήση στη διάρκεια της ΤΝ περιόδου, από τις οποίες οι δεκατέσσερις είναι σπήλαια. Πρόκειται για σπήλαια που βρίσκονται κυρίως στη λοφώδη περιοχή και στους βόρειους πρόποδες των Λευκών Ορέων, σε υψόμετρο που τις περισσότερες φορές ξεπερνά τα 200μ. με το μεγαλύτερο υψόμετρο να φτάνει τα 800μ. πάνω από τη θάλασσα. Από τους έξι ανοιχτούς οικισμούς, μόνο οι δύο βρίσκονται στους λόφους βόρεια από τα Λευκά Όρη, ενώ οι υπόλοιπες εντοπίζονται σε τοποθεσίες στην παράκτια πεδινή ζώνη και ιδιαίτερα στην πεδιάδα των Χανίων στη βάση του ισθμού (Moody 1987: Κατάλογος Θέσεων). Η ΤΝ αποτελεί τη χρονική περίοδο στη διάρκεια της οποίας εποικίζεται το νότιο τμήμα της Κρήτης. Το αρχαιολογικό πρόγραμμα εντατικής επιφανειακής έρευνας των Σφακίων εντόπισε θέσεις με υλικό της ΤΝ. Πρόκειται για μια δυσπρόσιτη και α- πομακρυσμένη περιοχή στα νότια των Λευκών Ορέων, που χαρακτηρίζεται από το απότομο ανάγλυφο και από την παρουσία πολλών φαραγγιών που τρέχουν από τα βόρεια προς τη Λιβυκή Θάλασσα (Francis et al. 2000: 425). Σύμφωνα με τις προκαταρκτικές δημοσιεύσεις της έρευνας, ίχνη της ΤΝ περιόδου εντοπίστηκαν στην περιοχή των Μαδαρών που αποτελείται από ορεινά βοσκοτόπια σε υψόμετρο μ., καθώς και στην ο- ρεινή πεδιάδα της Ανώπολης σε ένα μέσο υψόμετρο μ. (Nixon, Moody και Rackham 1988: 171, French : 81). Σε μια παράκτια ζώνη που εκτείνεται από τη θέση Βρασκάς στην περιοχή των Σφακίων ώς τη θέση Κεραμές ανατολικότερα, πρόσφατες έρευνες έχουν εντοπίσει ένα αριθμό θέσεων της ΤΝ σε τοποθεσίες που χαρακτηρίζονται από φυσικά οχυρό χαρακτήρα. Η δυτικότερη από αυτές τις θέσεις βρίσκεται πάνω σε ένα λόφο στην πεδιάδα που εκτείνεται από τη χώρα Σφακίων ώς το Φραγκοκάστελλο. Η τοποθεσία που επιλέχθηκε για την ανάπτυξη των ανθρώπινων δραστηριοτήτων βρίσκεται στην πλευρά του λόφου που προσφέρει τη μεγαλύτερη δυνατότητα για άμυνα, ενώ στα βόρεια και νότια σχηματίζονται απότομες βραχώδεις πλευρές που εμποδίζουν την πρόσβαση. Ανατολικότερα, στον Κόλπο του Πλακιά μια θέση αμυντικού χαρακτήρα ιδρύθηκε πάνω σε βραχώδες ακρωτήριο. Λίγο πιο βόρεια και σε κοντινή απόσταση από την ακτή δύο θέσεις ιδρύθηκαν πάνω σε βραχώδεις λόφους σε υψόμετρο 300μ., ενώ άλλες δύο θέσεις ιδρύθηκαν πιο δυτικά σε τοποθεσίες πάνω σε κορυφογραμμές με υψόμετρο 400μ. πάνω από τη θάλασσα (Nowicki 1999: 577). 172

180 Κεφάλαιο 7 Στον Κόλπο του Πλακιά εκτείνεται μια παράκτια πεδιάδα, η οποία συνδέεται με τη μεσόγεια κοιλάδα του Αγίου Βασιλείου. Πρόκειται για μια περιοχή που ερευνάται με τη μέθοδο της εντατικής επιφανειακής έρευνας στο πλαίσιο του αρχαιολογικού προγράμματος της κοιλάδας του Αγίου Βασιλείου. Η ίδια η κοιλάδα αποτελεί μια κλειστή αλλουβιακή λεκάνη, που ορίζεται στα βόρεια και νότια από ορεινούς όγκους, ενώ στα ΝΑ και ΝΔ ορίζεται από δύο φαράγγια που αποστραγγίζουν στην παράκτια πεδιάδα Πλακιά-Πρέβελη (Moody, Peatfield και Markoulaki 2000: ). Με βάση τις προκαταρκτικές μελέτες του επιφανειακού υλικού που συλλέχθηκε από τις θέσεις που εντοπίστηκαν στην κοιλάδα, υπάρχουν ενδείξεις για την παρουσία του ανθρώπου στην περιοχή κατά την ΤΝ περίοδο (Erin 2001: 49). Την ίδια περίοδο, η ανθρώπινη παρουσία εξαπλώνεται ανατολικότερα στην πεδιάδα της Μεσαράς, μια περιοχή που περιέχει περισσότερο από τα 2/3 των καλύτερων αρόσιμων εδαφών ολόκληρου του νησιού, ενώ ένα δεύτερο πλεονέκτημα της περιοχής αποτελεί το άνοιγμα προς τη Λιβυκή προσφέροντας τη δυνατότητα εκμετάλλευσης των θαλάσσιων πόρων και της θαλάσσιας επικοινωνίας (Watrous et al. 1993: 194). Σύμφωνα με τα προκαταρκτικά αποτελέσματα του αρχαιολογικού προγράμματος εντατικής επιφανειακής έρευνας που πραγματοποιήθηκε στη Δυτική Μεσαρά, οκτώ νέες θέσεις της ΤΝ εντοπίστηκαν στην περιοχή έρευνας. Οι τοποθεσίες που επιλέχθηκαν για εγκατάσταση βρίσκονται ιδιαίτερα σε πλαγιές και κορυφογραμμές στα όρια της πεδιάδας, χωρίς να απουσιάζουν εγκαταστάσεις σε χαμηλούς λόφους κοντά στην ακτή ή στον πυθμένα της πεδιάδας (Watrous et al. 1993: 222). Νότια από την πεδιάδα της Μεσαράς και δυτικά από τον ορεινό όγκο των Αστερουσίων εκτείνεται μια περιοχή, της οποίας το ανάγλυφο χαρακτηρίζεται από βραχώδη, απόκρημνα υψώματα και βαθιές χαράδρες, στην οποία η έρευνα έχει εντοπίσει δύο θέσεις της ΤΝ. Η θέση στου Αποθαμμένου το Λάκκο βρίσκεται σε μια ορεινή και δυσπρόσιτη περιοχή, κατάλληλη για κτηνοτροφικές δραστηριότητες και κυνήγι, ενώ η θέση Καλά Σελιά βρίσκεται στην περιοχή των Καλών Λιμένων, μια περιοχή με άμεση επαφή και επικοινωνία με τη θάλασσα, αλλά με περιορισμένες εκτάσεις για γεωργική εκμετάλλευση (Βασιλάκης 1989/90: 70-74). Ανατολικά από την περιοχή των Καλών Λιμένων οι θέσεις είναι σποραδικά χωροθετημένες στο τοπίο κατά μήκος της παράκτιας ζώνης. Σε κάποιες περιπτώσεις, οι θέσεις έχουν τη μορφή ανοιχτών οικισμών, όπως στην Τρυπητή και στο Μύρτο-Φούρνου Κορυφή, ενώ υπάρχουν περιπτώσεις χρήσης σπηλαίων, όπως το Σπήλαιο Τσούτσουρα και το Σπήλαιο Κέρατο (Ζώης 1973: ). Δύο θέσεις που βρίσκονται στα νότια, στην περιοχή του στενού λαιμού της Ιεράπετρας έχουν το χαρακτήρα φυσικά οχυρών θέσεων, όπως συμβαίνει και σε άλλες θέσεις της περιόδου στη νότια ακτή. Η θέση Παντοτινού Κορυφή βρίσκεται πάνω σε λόφο σε υψόμετρο 430μ. και σε απόσταση μιας ώρας περπάτημα από την ακτή, μια τοποθεσία που προσφέρει προστασία παράλληλα με τον έλεγχο της περιοχής ώς τη θάλασσα. Κοντά στην Ιεράπετρα η θέση Ρούσσο-Χάρακας πάνω σε μια βραχώδη προεξοχή είναι καλά προ- 173

181 Κεφάλαιο 7 φυλαγμένη χάρη σε γκρεμούς και απότομες πλαγιές που την περιβάλλουν (Nowicki 1999: 576). Στην κεντρική Κρήτη, η ανθρώπινη παρουσία παραμένει σποραδική, τόσο στην ενδοχώρα όσο και στη βόρεια ακτή της. Αυτή την περίοδο αρχίζουν να χρησιμοποιούνται μια σειρά από σπήλαια στην παράκτια ζώνη, αλλά και σε μεσόγειες τοποθεσίες. Η χρήση των σπηλαίων και η προτίμηση ορεινών τοποθεσιών αποτελούν τα δύο κύρια χαρακτηριστικά της ανθρώπινης παρουσίας στο τοπίο της Κρήτης, ενώ ένα τρίτο στοιχείο είναι η επιλογή θέσεων με φυσικά οχυρά χαρακτηριστικά. Οι εστίες της ανθρώπινης παρουσίας διαμορφώνονται τόσο κοντά στις ακτές του νησιού, όσο και στην ορεινή ενδοχώρα. Πιο πυκνή σημειώνεται η ανθρώπινη παρουσία στο ανατολικό τμήμα του νησιού, στο οποίο το οροπέδιο του Λασιθίου είναι η κυριότερη εστία. Μια σειρά από πυρήνες της ανθρώπινης παρουσίας συγκεντρώνονται στην περιφέρεια του Κόλπου του Μιραμπέλου, ορισμένοι από τους οποίους βρίσκονται πάνω σε άξονες επικοινωνίας που συνδέουν την ακτή του Αιγαίου με τη ακτή της Λιβυκής θάλασσας, αλλά και τη δυτική Κρήτη με την περιοχή της Σητείας. Εστίες της ανθρώπινης παρουσίας εντοπίζονται, επίσης, μέσα στον ανατολικό ορεινό όγκο της Σητείας, στο οροπέδιο του Ζίρου, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή της Ζάκρου και στο νοτιοανατολικό άκρο του νησιού. Η νότια ακτή του νησιού συγκεντρώνει περισσότερα κατάλοιπα της ανθρώπινης παρουσίας στο κεντρικό και ιδιαίτερα το δυτικό τμήμα του νησιού, με κύριες εστίες την πεδιάδα της Μεσαράς, τον Κόλπο του Πλακιά και την κοιλάδα του Αγίου Βασιλείου, καθώς και την περιοχή των Σφακίων. Στη βόρεια ακτή της δυτικής Κρήτης, η χερσόνησος του Ακρωτηρίου εξελίσσεται σε μια πολύ σημαντική εστία της ανθρώπινης παρουσίας, ενώ μια δεύτερη εστία δημιουργείται στην βάση της χερσονήσου προς την πεδιάδα των Χανίων και ψηλότερα στους πρόποδες των Λευκών Ορέων. Στερεά Ελλάδα-Αττική Σύμφωνα με τα δεδομένα, η Εύβοια αποτελεί την γεωγραφική περιοχή με την πιο έντονη ανθρώπινη παρουσία στην περιφέρεια της Στερεάς Ελλάδας-Αττικής, μια περιφέρεια που συγκεντρώνει το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό θέσεων της ΤΝ περιόδου (19%). Δύο κοινά χαρακτηριστικά της χωροταξίας ανάμεσα στο νησί της Εύβοιας και σε εκείνο της Κρήτης είναι η διαδεδομένη χρήση των σπηλαίων και των φυσικά οχυρών θέσεων. Η τάση για τη χρήση των σπηλαίων είχε εκδηλωθεί ήδη από την προηγούμενη ΝΝ περίοδο. Τα σπήλαια της ΝΝ εγκαταλείπονται, ενώ νέα σπήλαια αρχίζουν να χρησιμοποιούνται, συμπληρώνοντας το χωροταξικό δίκτυο της περιόδου. Στη διάρκεια της ΤΝ η ανθρώπινη παρουσία επικεντρώνεται κυρίως στο κεντρικό νότιο τμήμα της Εύβοιας. Οι τοποθεσίες που επιλέγονται βρίσκονται κοντά στη θάλασσα, πάνω σε ακρωτήρια, αλλά και σε τοποθεσίες στην ενδοχώρα, σε ορεινές και δύσβατες περιοχές που προσφέρονται για κτηνοτροφία και κυνήγι. Σ αυτή την περιοχή, αρκετές θέσεις βρί- 174

182 Κεφάλαιο 7 σκονται σε τοποθεσίες με φυσικά χαρακτηριστικά οχύρωσης. Για παράδειγμα, η θέση Ερημόκαστρο στο Παρθένι είναι χωροθετημένη πάνω στην κορυφή ενός βράχου, που ε- λέγχει την περιοχή και έχει οπτική επαφή με το νότιο Ευβοϊκό Κόλπο (Σάμψων 1980: 160). Την ίδια περίοδο διαπιστώνεται εξάπλωση της ανθρώπινης παρουσίας προς τα νότια του νησιού, ιδιαίτερα στο νότιο βραχώδες και άνυδρο άκρο του στον Κόλπο της Καρύστου. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της εντατικής επιφανειακής έρευνας στην περιοχή, πρόκειται για μια ομάδα θέσεων που διατηρούν στενούς δεσμούς με τη χερσόνησο της νότιας Αττικής, το νησί της Κέας απέναντι, καθώς και με το Σαρωνικό Κόλπο. Μολονότι οι θέσεις βρίσκονται κοντά στην ακτή φανερώνουν ένα ενδιαφέρον για άμυνα με τη χωροθέτησή τους πάνω σε φυσικούς λόφους και σε ακρωτήρια μερικά μέτρα πάνω από το επίπεδο της θάλασσας, στοιχείο που δίνει τη δυνατότητα ελέγχου της γύρω περιοχής (Keller 1985: ). Απέναντι από την Εύβοια, στην Αττική διαπιστώνεται μια μικρή αύξηση των θέσεων στη διάρκεια της ΤΝ. Δύο σπήλαια που ήταν σε χρήση από την προηγούμενη ΝΝ περίοδο, το Σπήλαιο του Πανός στο Μαραθώνα και η Σπηλιά του Κίτσου στο Σούνιο, εξακολουθούν να είναι σε χρήση, ενώ παράλληλα νέες θέσεις ιδρύονται τόσο στην περιοχή του Μαραθώνα όσο και στο νότιο άκρο της χερσονήσου της Αττικής. Μολονότι ορισμένες θέσεις της Αττικής βρίσκονται πάνω στην πεδινή παράκτια ζώνη φαίνεται να υπάρχει ένα ενδιαφέρον για προστασία, καθώς χωροθετούνται σε προφυλαγμένες τοποθεσίες όπως συμβαίνει και στη νότια Εύβοια (Keller 1985: 170). Δύο νέες θέσεις ιδρύονται δυτικότερα στο λεκανοπέδιο της Αθήνας, ενώ την ίδια περίοδο συνεχίζεται η ανθρώπινη παρουσία στο νησί της Αίγινας. Στα όρια της Αττικής με τη Βοιωτία, στο οροπέδιο των Σκούρτων τα δεδομένα της εντατικής επιφανειακής έρευνας επιβεβαιώνουν τη συνέχιση της ανθρώπινης παρουσίας στις θέσεις της ΝΝ περιόδου, ενώ ίχνη της ΤΝ εντοπίζονται σε μια νέα θέση. Πρόκειται για τη θέση Α1 που ιδρύεται στο ΝΔ άκρο της πεδιάδας, σε μια τοποθεσία με φυσικά οχυρό χαρακτήρα, 180μ. πάνω από την πεδιάδα και με τη δυνατότητα οπτικού ελέγχου προς όλες τις κατευθύνσεις. Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά δεδομένα, υποστηρίζεται ότι οι νεολιθικές θέσεις δεν θα πρέπει να είχαν το χαρακτήρα μόνιμων οικισμών, αλλά θα πρέπει να ήταν τόποι που χρησιμοποιούνταν από περαστικούς κυνηγούς ή από κτηνοτρόφους που οδηγούσαν τα κοπάδια τους στην περιοχή κατά τους θερινούς μήνες (Munn και Zimmerman Munn 1989: 121). Σε αντίθεση με τα αποτελέσματα του αρχαιολογικού προγράμματος των Σκούρτων σχετικά με την παρουσία άφθονων καταλοίπων της ΤΝ στο οροπέδιο, η εντατική επιφανειακή έρευνα που πραγματοποιήθηκε στην κεντρική Βοιωτία είχε πιο φτωχά αποτελέσματα. Σε μια περιοχή αρκετά μεγαλύτερη από εκείνη της έρευνας στο οροπέδιο των Σκούρτων, δεν εντόπισε παρά μόνο μια πιθανή και δύο βέβαιες θέσεις της ΤΝ/ΠΕ (Cherry et al. 1988: 174). Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η απουσία πρώιμων θέσεων 175

183 Κεφάλαιο 7 είναι πολύ πιθανό να οφείλεται σε διαδικασίες διάβρωσης του εδάφους, που εκθέτουν και αλλοιώνουν το αρχαιολογικό υλικό, ή στη διάλυση του εδάφους που προκαλεί την επίχωση των τεχνουργημάτων (Bintliff και Snodgrass 1988: 507). Η εικόνα που παρουσιάζουν οι υπόλοιπες περιοχές του ηπειρωτικού κεντρικού ελλαδικού χώρου φαίνεται να συμφωνεί με την εικόνα της εντατικά ερευνημένης κεντρικής Βοιωτίας, καθώς τα τεκμήρια για την ανθρώπινη δράση στη διάρκεια της ΤΝ είναι εξαιρετικά περιορισμένα. Μία θέση που έχει δώσει ίχνη της ΤΝ περιόδου βρίσκεται στην περιοχή του Δομοκού, στο βόρειο άκρο της Φθιώτιδας που σχεδόν συμπίπτει με το νότιο άκρο της λεκάνης της Καρδίτσας. Νοτιότερα, η θέση Δέμα που βρίσκεται νότια από την κοιλάδα του Σπερχειού, στην κορυφή του Μεγάλου Διαδρόμου που συνδέει τη Στερεά Ελλάδα με τον Κορινθιακό Κόλπο, εξακολουθεί να κατοικείται στη διάρκεια της ΤΝ περιόδου. Τα λείψανα της ΤΝ στη θέση Δράμεσι, στη βοιωτική ακτή απέναντι από την Εύβοια, συνδέονται πιθανώς με τη μεγάλη συγκέντρωση θέσεων που παρατηρείται στην Εύβοια κατά την ΤΝ περίοδο. Πελοπόννησος Στη διάρκεια της ΤΝ περιόδου, οι προηγούμενοι πυρήνες της ανθρώπινης παρουσίας διευρύνονται στις περιοχές της Πελοποννήσου, η οποία συγκεντρώνει το τρίτο μεγαλύτερο ποσοστό θέσεων της περιόδου (16%). Η χερσόνησος της νότιας Αργολίδας φαίνεται ότι ακολουθεί την τάση εξάπλωσης της ανθρώπινης παρουσίας σε νέες θέσεις στο τέλος της Νεολιθικής Εποχής, μια τάση που χαρακτηρίζει την ίδια εποχή τη χερσόνησο της νότιας Αττικής και της νότιας Εύβοιας. Αύξηση των θέσεων της ΤΝ διαπιστώνεται σε μια δεύτερη γεωγραφική περιοχή της Αργολίδας, στη μεσόγεια περιοχή Μπερμπάτι-Λίμνες. Παρά το γενικό κλίμα εξάπλωσης της ανθρώπινης παρουσίας που διακρίνει τη ΒΑ Πελοπόννησο στη διάρκεια της ΤΝ περιόδου, οι περιοχές της Κορίνθου φαίνεται να αποτελούν την εξαίρεση. Στον Ισθμό της Κορίνθου σημειώνονται επεισόδια εγκατάλειψης των θέσεων στο τέλος της ΝΝ περιόδου. Τη μοναδική νέα θέση αποτελεί το Σπήλαιο του Πανός στα Κλένια, το οποίο βρίσκεται σε μια ορεινή περιοχή νοτιότερα από τον Ισθμό. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της εντατικής επιφανειακής έρευνας στην κοιλάδα της Νεμέας, η ΤΝ περίοδος δεν έχει επιβεβαιωθεί με βεβαιότητα. Οι λιγοστές ενδείξεις για την ανθρώπινη παρουσία στην περιοχή περιορίζονται μόνο στη θέση 702. Πρόκειται για μια θέση που ιδρύθηκε στη διάρκεια της ΜΝ σε μια τοποθεσία έξω από την κύρια κοιλάδα σε υψόμετρο μ., που προσφέρει πολύ καλή θέα και οπτικό έλεγχο προς το πέρασμα του Τρητού (Wright et al. 1985: 174). Η εξάπλωση της ανθρώπινης δραστηριότητας σε νέες θέσεις επιβεβαιώνεται με την εντατική επιφανειακή έρευνα στη χερσόνησο της Νότιας Αργολίδας. Το Σπήλαιο Φράγχθι, τα σπήλαια G9 και D3, καθώς και η ανοιχτή θέση G6 εξακολουθούν να είναι σε χρήση την περίοδο της ΤΝ. Οι περιοχές που συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο αριθμό 176

184 Κεφάλαιο 7 νέων θέσεων είναι η κοιλάδα των Φούρνων (F9, F14, F25, F49) και η περιοχή νότια από τον Κόλπο της Κοιλάδας (C24, C25, C15, C29, C8). Οι περισσότερες από αυτές τις θέσεις βρίσκονται σε υψόμετρο που δεν ξεπερνά τα 100μ. πάνω από τη θάλασσα, πάνω σε πλαγιές ή κορυφές λόφων. Παράλληλα, νέες θέσεις ιδρύονται σε τοποθεσίες με πιο ορεινό χαρακτήρα, όπως στο βουνό των Αδερών (G11), στο οροπέδιο των Διδύμων (D11), καθώς και στα δυτικά του οροπεδίου του Ηλιόκαστρου (G7). Όλες οι θέσεις βρίσκονται πάνω ή κοντά σε καστανά εδάφη, γεγονός που εξαρτά την καλλιέργεια από τη βροχή και όχι από τις υδάτινες πηγές. Σύμφωνα με τα επιφανειακά ευρήματα των θέσεων, υποστηρίζεται ότι ορισμένες θέσεις αποτελούν μεμονωμένες οικίες ή μικρά χωριουδάκια, ενώ άλλες ταυτίζονται με κατασκευές που εξυπηρετούν την καλλιέργεια και τις κτηνοτροφικές δραστηριότητες στις ανοιχτές εκτάσεις (Jameson, van Andel και Runnels 1994: 347). Στην περιοχή Μπερμπάτι-Λίμνες διαπιστώνονται διαφοροποιήσεις στη χωροθέτηση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στη διάρκεια της ΤΝ περιόδου, σε σύγκριση με την προηγούμενη ΝΝ περίοδο. Η κοιλάδα Μπερμπάτι εξακολουθεί να αποτελεί έναν σημαντικό πυρήνα της ανθρώπινης παρουσίας. Η ανθρώπινη δράση συνεχίζεται στις θέσεις FS400, FS405 και Μαστός, ενώ ένα μεμονωμένο επεισόδιο εγκατάλειψης θέσης σημειώνεται στην Πρόσυμνα. Η μικρή θέση FS23 που είχε ιδρυθεί δίπλα στην FS400 γνωρίζει μια δεύτερη περίοδο χρήσης, ενώ παράλληλα τρεις νέες θέσεις, οι FS408, FS414, FS518, ιδρύονται στη βόρεια περιοχή της κοιλάδας σε κοντινές αποστάσεις από τις υπάρχουσες θέσεις (Johnson 1996: 65). Είναι φανερό ότι οι νέες θέσεις της κοιλάδας διατηρούν την προτίμηση για τις πλαγιές από φλύσχη και μάργα στο βόρειο τμήμα της, τοποθεσίες που προσφέρουν τους κατάλληλους φυσικούς πόρους για την ανάπτυξη των δραστηριοτήτων της καλλιέργειας και της κτηνοτροφίας, σε συνδυασμό με τη δυνατότητα ελέγχου του περάσματος της Κλεισούρας στα νότια της κοιλάδας. Ωστόσο, στο τέλος της Νεολιθικής Εποχής ομάδες ανθρώπων μετακινούνται έξω από την κύρια κοιλάδα Μπερμπάτι και επιλέγουν να αναπτύξουν τις δραστηριότητές τους σε νέες τοποθεσίες μέσα στο τοπίο της γύρω περιοχής. Μια ομάδα θέσεων (S206, FS204, FS202, FS207, FS201) ντοπίζονται στη λοφώδη περιοχή στα ΝΑ της κοιλάδας, καθώς και στο πέρασμα της Κλεισούρας, ενώ η θέση FS208 βρίσκεται πιο ανατολικά, πάνω από το φαράγγι που συνδέει την κοιλάδα Μπερμπάτι με την περιοχή των Λιμνών. Οι τοποθεσίες που επιλέγονται για την ίδρυση των παραπάνω θέσεων βρίσκονται κυρίως ψηλά, πάνω σε κορυφογραμμές και σε κορυφές λόφων ή ακόμη μπροστά από φυσικά καταφύγια. Στη διάρκεια της ΤΝ είναι πιθανό να υ- πήρχε η δυνατότητα καλλιέργειας πάνω σε λεπτά εδάφη σ αυτή την περιοχή, ωστόσο περισσότερο ευνοϊκή θα πρέπει να ήταν η βοσκή των ζώων (Johnson 1996: 60). Δύο ακόμη περιοχές φαίνεται να προσέλκυσαν το νεολιθικό άνθρωπο στην ευρύτερη περιοχή στη διάρκεια της ΤΝ περιόδου, που χαρακτηρίζονται κυρίως από το μεγαλύτερο υψόμε- 177

185 Κεφάλαιο 7 τρο και από το γεγονός ότι διαθέτουν εδάφη με πιο περιορισμένες δυνατότητες για καλλιέργεια. Το οροπέδιο των Λιμνών βρίσκεται πάνω στον ασβεστόλιθο του Παντοκράτορα, ένα υπόστρωμα που σπάνια δίνει πλούσια και εύφορα εδάφη. Σ αυτό το οροπέδιο, σε μια περιοχή γύρω από τον οικισμό της Βίγλιζας εντοπίστηκαν οι θέσεις FS40, FS39, FS42 και FS44, σε υψόμετρο μ. πάνω από τη θάλασσα. Βορειοδυτικά από τις Λίμνες ένας ακόμη πυρήνας δημιουργήθηκε στην ορεινή κοιλάδα Μίγιο, μια σχετικά εύφορη κοιλότητα στα βουνά των Λιμνών. Εκεί εντοπίστηκαν τρεις νέες θέσεις, οι FS31, FS12+FS13 και FS28, σε υψόμετρο που ξεπερνά τα 700μ. Ένα στοιχείο που χαρακτηρίζει τις θέσεις της ΤΝ στην περιοχή Μπερμπάτι-Λίμνες είναι ότι έχουν στενές συνδέσεις με φυσικούς δρόμους επικοινωνίας, μέσα από κοιλάδες και πάνω από περάσματα, που οδηγούσαν στην αργολική πεδιάδα (Johnson 1996: 65). Στην Λακωνία, το χωροταξικό δίκτυο εξακολουθεί να αποτελείται από τις ίδιες θέσεις με αυτές της ΝΝ/ΤΝ, τις οποίες η εντατική επιφανειακή έρευνα εντόπισε στα ανατολικά του ποταμού Ευρώτα. Πρόκειται κυρίως για μικρές θέσεις χωροθετημένες σε μεγάλα υψόμετρα, πάνω ή κοντά σε ασβεστολιθικά εδάφη με περιορισμένες δυνατότητες για την πρακτική της καλλιέργειας (Mee και Cavanagh 1998: 141). Στην ευρύτερη περιοχή της Δυτικής Μεσσηνίας, τα σπήλαια Νέστορος-Πετροχώρι και Κουφιέρου-Φλεσιάς εξακολουθούν να είναι σε χρήση στη διάρκεια της ΤΝ, ενώ χρησιμοποιείται ένα ακόμη σπήλαιο, το Σπήλαιο Καταβόθρας στην περιοχή της Χώρας. Σε μικρή απόσταση από το Σπήλαιο Νέστορος ιδρύεται μια νέα ανοιχτή θέση, το Πετροχώρι-Βοϊδοκοιλιά, πάνω σε ένα λόφο που κοιτάζει τη θάλασσα στην παράκτια περιοχή βόρεια από τη λιμνοθάλασσα Οσμάναγα (Davis et al. 1997: 417). Στην Αρκαδία, οι μόνες θέσεις με ίχνη της ΤΝ εντοπίζονται στην κοιλάδα της Ασέας. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της εντατικής ε- πιφανειακής έρευνας, στη διάρκεια της ΤΝ η εγκατάσταση συνεχίζεται στις τρεις θέσεις που ήταν σε χρήση την προηγούμενη περίοδο (S41, S2, Ασέα-Παλαιόκαστρο), ενώ παράλληλα διαπιστώνεται η ίδρυση μιας νέας θέσης. Πρόκειται για τη θέση S23, η οποία βρίσκεται στο νοτιότερο άκρο του λόφου Ρουπάκια, κοντά σε καλή αρόσιμη γη, ενώ σημαντική είναι η δυνατότητα πρόσβασης σε μια πηγή άφθονου νερού (Forsen, Forsen και Lavento 1996: 85-88). Στις περιοχές της ΒΔ Πελοποννήσου, τα ίχνη εγκατάστασης εξακολουθούν να είναι σποραδικά στο τέλος της Νεολιθικής Εποχής. Οι θέσεις στην πεδιάδα της Αχαΐας και στην περιοχή της Ακράτας στην παράκτια ζώνη του Κορινθιακού Κόλπου εξακολουθούν να είναι σε χρήση, ενώ μια νέα θέση ιδρύεται σε κοντινή απόσταση από την τελευταία. Μέσα στο τοπίο της Πελοποννήσου οι προηγούμενοι πυρήνες της ανθρώπινης παρουσίας εξακολουθούν να αποτελούν τις βασικές εστίες της ΤΝ περιόδου, μολονότι σημειώνονται ορισμένες διαφοροποιήσεις μέσα σε αυτές τις ευρύτερες εστίες. Η χερσόνησος της Νότιας Αργολίδας αποτελεί τη σημαντικότερη εστία, μέσα στην οποία η ανθρώπινη παρουσία μοιράζεται σε πεδινά μέρη του τοπίου και σε πιο ορεινές τοπο- 178

186 Κεφάλαιο 7 θεσίες στα οροπέδια που την περιβάλλουν προς βορρά. Μια δεύτερη εστία παραμένει η κοιλάδα της Νεμέας, ενώ μικρότεροι πυρήνες της ανθρώπινης παρουσίας διαμορφώνονται στις γειτονικές ορεινές λεκάνες των Λιμνών και του Μίγιου. Πάνω στον άξονα που συνδέει τη ΒΑ με την κεντρική και νότια Πελοπόννησο, η κοιλάδα της Ασέας αποτελεί ένα μικρότερο πυρήνα της ανθρώπινης παρουσίας, ενώ παράλληλα παρατηρείται διάχυση σε πιο ορεινά σημεία του γύρω τοπίου. Νοτιότερα, η κοιλάδα της Σπάρτης αποτελεί σημαντική εστία της ανθρώπινης παρουσίας σε τοποθεσίες με υψόμετρο. Η τάση για πιο ορεινές τοποθεσίες χαρακτηρίζει τη θέση των εστιών της ανθρώπινης παρουσίας στο τοπίο της Πελοποννήσου, ενώ ένα δεύτερο χαρακτηριστικό αποτελεί η χρήση των σπηλαίων. Η παρουσία καταλοίπων της ανθρώπινης παρουσίας στο νησί των Κυθήρων υποδεικνύει ένα ενδιαφέρον για τη διέξοδο προς το νησιωτικό χώρο. Δωδεκάνησα Στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Δωδεκανήσων διαπιστώνεται η εξάπλωση της ανθρώπινης παρουσίας σε νέα νησιά και νέες θέσεις, με αποτέλεσμα τα Δωδεκάνησα να συγκεντρώνουν το τέταρτο μεγαλύτερο ποσοστό θέσεων της ΤΝ περιόδου (11%). Η Κάλυμνος, η Κως, το Γυαλί, η Σύμη, η Ρόδος, η Σάρος, η Κάρπαθος και η Αστυπάλαια εξακολουθούν να αποτελούν εστίες της ανθρώπινης παρουσίας, ενώ νέες εστίες δημιουργούνται στα νησιά Λέρος, Νίσυρος, Χάλκη και Αλιμνιά. Σε κάποια από τα νησιά που εποικίστηκαν στην προηγούμενη περίοδο σημειώνονται ορισμένες εσωτερικές αλλαγές. Στην Κω, οι δύο θέσεις της ΝΝ στο ανατολικό εύφορο μέρος του νησιού εγκαταλείπονται, ενώ οι νέες θέσεις εξαπλώνονται σε ολόκληρο το νησί, ακόμη και στο πιο ο- ρεινό και άγονο κεντρικό και δυτικό τμήμα της. Στη Ρόδο, παρά το γεγονός ότι οι περισσότερες θέσεις της ΝΝ εγκαταλείπονται, οι νέες θέσεις ιδρύονται σε γειτονικές στις παλαιότερες τοποθεσίες κυρίως στο νότιο τμήμα του νησιού, ενώ είναι χαρακτηριστική η συνέχιση της χρήσης των σπηλαίων και στην ΤΝ περίοδο (Σάμψων 1987: ). Μεμονωμένα επεισόδια εγκατάλειψης θέσεων σημειώνονται στην Αστυπάλαια, την Τήλο, το Σεσκλί και την Κάρπαθο, χωρίς ωστόσο να αναιρούν το γενικό κλίμα ε- ξάπλωσης της ανθρώπινης παρουσίας που διαπιστώνεται στα υπόλοιπα νησιά των Δωδεκανήσων. Κυκλάδες Οι εστίες της ανθρώπινης παρουσίας αυξάνονται στα νησιά των Κυκλάδων, τα οποία συγκεντρώνουν το 7% των θέσεων της ΤΝ περιόδου. Δύο νησιά που για πρώτη φορά δίνουν ενδείξεις ανθρώπινης παρουσίας είναι η Κέα και η Μήλος, ενώ η ανθρώπινη δραστηριότητα συνεχίζεται στην Άνδρο, τη Νάξο, την Αμοργό και τη Θήρα, νησιά που εποικίστηκαν στη διάρκεια ΝΝ περιόδου. Τρία από τα παραπάνω νησιά των Κυκλάδων, η Μήλος, η Κέα και η Νάξος έχουν ερευνηθεί με τη μέθοδο της εντατικής επιφανειακής έρευνας σε τμήμα της έκτασής τους. Στο νησί της Νάξου, το αρχαιολογικό πρόγραμμα 179

187 Κεφάλαιο 7 εντατικής επιφανειακής έρευνας που πραγματοποιήθηκε στο ΒΔ τμήμα του νησιού, και ιδιαίτερα σε μια ζώνη που περιλαμβάνει το Ακρωτήρι Κινίδαρος και το Μοναστήρι της Φανερωμένης, δεν απέδωσε τεκμήρια για εγκατάσταση στην περιοχή κατά τη διάρκεια της ΤΝ περιόδου (Erard-Cerceau, Fotou, Psychoyos και Treuil 1993: 60). Αντίθετα, στη Μήλο και στην Κέα αποκαλύφθηκαν αρχαιολογικά τεκμήρια της ΤΝ περιόδου που ρίχνουν φως στο ζήτημα της κατοίκησης στα νησιά των Κυκλάδων στο τέλος της Νεολιθικής Εποχής. Το αρχαιολογικό πρόγραμμα εντατικής επιφανειακής έρευνας που πραγματοποιήθηκε στο νησί της Μήλου εντόπισε ένα σύνολο 16 θέσεων με κατάλοιπα της ΤΝ περιόδου (11, 106, 105, 74, 62, 58, 45, 47, 39, 34, 33, 28, 26, 25, 13, 3) (Wagstaff και Renfrew 1972: 136). Κύριο χαρακτηριστικό της τοπογραφίας της Μήλου αποτελεί ο βαθύς κόλπος στο κέντρο του νησιού, που χωρίζει το νησί σε ένα τμήμα στα ανατολικά και σε ένα δεύτερο στα δυτικά. Το όρος του Προφήτη Ηλία που κυριαρχεί στο νοτιοδυτικό τμήμα του νησιού δημιουργεί ένα σχετικά κατακερματισμένο ανάγλυφο που περιορίζει την αρόσιμη γη και δυσχεραίνει τη μετακίνηση και την επικοινωνία. Α- ντίθετα, ο κύριος όγκος των μικρών κομματιών καλής γης βρίσκεται στην πεδιάδα της Χώρας και στο ανατολικό τμήμα του νησιού (Wagstaff και Cherry 1982: 248). Αυτή η τοπογραφική διάκριση ανάμεσα στο δυτικό και το ανατολικό τμήμα του νησιού, υποδεικνύει πιο ευνοϊκούς όρους για την κτηνοτροφία στο πρώτο τμήμα του νησιού, ενώ το κεντρικό και ανατολικό μέρος θα πρέπει να ήταν πιο κατάλληλο για καλλιέργεια (Wagstaff και Gamble 1982: 101). Σύμφωνα με τα δεδομένα της έρευνας, οι θέσεις 28, 26 και 13, βρίσκονται πάνω σε ακρωτήρι, ενώ οι υπόλοιπες θέσεις βρίσκονται πάνω σε λόφους ή σε πλαγιές λόφων, σε υψόμετρο μικρότερο από 200μ. Με εξαίρεση τις θέσεις 105, 106 και 111 που βρίσκονται στο δυτικό βραχίονα του νησιού, οι υπόλοιπες θέσεις χωροθετούνται στο ανατολικό τμήμα του νησιού, τις περισσότερες φορές κοντά στη θάλασσα (Cherry και Torrence 1982: 24). Εκτιμάται ότι σύμφωνα με τα ευρήματα των θέσεων της Μήλου δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί εάν η ανθρώπινη παρουσία στο νησί, κατά τη διάρκεια της ΤΝ, ήταν μόνιμη ή εποχική. Φαίνεται πιο πιθανό οι θέσεις της εποχής να αποτελούν κατάλοιπα ανθρώπινων δραστηριοτήτων προσωρινού χαρακτήρα, όπως οι επισκέψεις για τους σκοπούς της εποχικής αλιείας ή της βοσκής, καθώς και για την εξόρυξη ο- ψιανού από ανθρώπους που ήταν μόνιμα εγκατεστημένοι στην ηπειρωτική χώρα (Wagstaff και Renfrew 1982: 136). Για παράδειγμα, η θέση 45 στο Δεμενεγάκι αποτελούσε πηγή οψιανού με τεκμήρια χρήσης στη διάρκεια της ΤΝ. Η χωροθέτηση της Σπηλιάς Βάνι στο δυτικό τμήμα του νησιού σε ένα ψηλό βραχώδες ακρωτήριο πάνω από τα στενά στην είσοδο του Κόλπου της Μήλου, σε συνδυασμό με το περιορισμένο αρχαιολογικό υλικό οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πιθανόν η χρήση της σπηλιάς συνδέονταν με την παρατήρηση της εποχικής διέλευσης των τόνων (Cherry και Torrence 1982: 24). 180

188 Κεφάλαιο 7 Σε αντίθεση με τα αποτελέσματα της αρχαιολογικής έρευνας στη Μήλο, όπου κυριαρχούν οι εγκαταστάσεις προσωρινού χαρακτήρα, τα αποτελέσματα της εντατικής επιφανειακής έρευνας στην Κέα αποκαλύπτουν το μόνιμο χαρακτήρα των οικισμών που εντοπίστηκαν στο νησί. Το αρχαιολογικό πρόγραμμα εντατικής επιφανειακής έρευνας που πραγματοποιήθηκε στη βορειοδυτική Κέα εντόπισε τρεις θέσεις με κατάλοιπα της ΤΝ περιόδου. Η θέση Παούρα (67) βρίσκεται στο Β άκρο της κορυφογραμμής Παούρα, σε μια μεσόγεια τοποθεσία σε μικρή απόσταση από τη σημερινή ακτή. Η Κεφαλά (θέσεις 38+39) βρίσκεται πάνω σε μια χερσόνησο στα ΒΔ της κορυφογραμμής Τσούρτη, ενώ η Αγία Ειρήνη βρίσκεται πάνω σε μια χαμηλή χερσόνησο που προεξέχει στον Κόλπο του Αγίου Νικολάου. Στην περίπτωση της Κέας, τα αρχαιολογικά ευρήματα των τριών θέσεων επιτρέπουν το χαρακτηρισμό τους ως μόνιμους οικισμούς της ΤΝ. Η γεωγραφική θέση της Κέας σε κοντινή απόσταση από την ηπειρωτική χώρα και το πλεονέκτημα της ενδιάμεσης νησίδας της Μακρονήσου έκαναν την πρόσβαση στο νησί ιδιαίτερα εύκολη. Η επικοινωνία άλλωστε με την ηπειρωτική χώρα επιβεβαιώνεται από την πολιτισμική συγγένεια των ευρημάτων με εκείνα της Αττικής και της ΒΑ Πελοποννήσου. Σύμφωνα με τους ερευνητές, η φυσική εγγύτητα και η επικοινωνία με την ηπειρωτική χώρα, καθώς και η παρουσία άφθονου νερού σε σχέση μα τα υπόλοιπα νησιά των Κυκλάδων, αποτέλεσαν ενδεχομένως παράγοντες για την ανάπτυξη μόνιμων οικισμών βασισμένων στη μικτή οικονομία στο τέλος της Νεολιθικής Εποχής στο νησί της Κέας (Cherry, Davis και Mantzourani 1991: ). Δυτική Μακεδονία Στη Δυτική Μακεδονία σημειώνεται μια σημαντική μείωση των θέσεων στη διάρκεια της ΤΝ περιόδου. Βασικές εστίες της ανθρώπινης παρουσίας παραμένουν η κοιλάδα του Αλιάκμονα και η λεκάνη της Κίτρινης Λίμνης. Στην ευρύτερη λεκάνη της Πτολεμαϊδας θέσεις της ΤΝ εντοπίζονται στους πρόποδες των ορεινών όγκων του Άσκιου και του Βούρινου, καθώς και στο φυσικό πέρασμα της Σιάτιστας που συνδέει τις λεκάνες της Πτολεμαϊδας και της Καστοριάς. Δύο θέσεις της ΤΝ βρίσκονται στα δυτικά του ορεινού όγκου του Άσκιου, στη λεκάνη της Καστοριάς. Στη λεκάνη της Φλώρινας μόνο η θέση στο Αρμενοχώρι δίνει ενδείξεις για την ανθρώπινη παρουσία στη διάρκεια της ΤΝ. Βόρειο Αιγαίο Η εξάπλωση της ανθρώπινης παρουσίας, που χαρακτηρίζει τον κεντρικό και νότιο νησιωτικό αιγαιακό χώρο στη διάρκεια της ΤΝ, αφορά και στα νησιά του Βόρειου Αιγαίου που συγκεντρώνουν το 3% των θέσεων της περιόδου. Στη Σάμο και τη Χίο συνεχίζεται η ανθρώπινη παρουσία στις θέσεις της προηγούμενης περιόδου, ενώ στη Λέσβο και τη Λήμνο εντοπίζονται τα πρώτα τεκμήρια της ανθρώπινης δράσης. Στο νησί της Λέσβου, με εξαίρεση τη θέση Χαλακιές που βρίσκεται πάνω σε ένα μικρό ακρωτή- 181

189 Κεφάλαιο 7 ριο στην παραλία της Καλλονής, οι υπόλοιπες θέσεις της περιόδου είναι χωροθετημένες στην ανατολική πλευρά του. Η ανοιχτή θέση Σουράδα βρίσκεται κοντά στη Μυτιλήνη, ενώ η θέση Της Γριας το Πήδημα βρίσκεται στα ΒΔ της πόλης. Στην ορεινή περιοχή της Αμαλής στα ΝΔ της Μυτιλήνης, ίχνη της ΤΝ εντοπίστηκαν στο Σπήλαιο του Αγίου Βαρθολομαίου. Τέλος, κατάλοιπα της ΤΝ περιόδου έχουν εντοπιστεί στον οικισμό της Θερμής, που βρίσκεται στην ομώνυμη πεδιάδα, μια από τις πιο εύφορες του νησιού. Η έρευνα συνδέει τη χωροθέτηση των θέσεων στην ανατολική πλευρά του νησιού με την ύπαρξη θαλάσσιων δρόμων στην περιοχή, καθώς και με τις σχέσεις που υπήρχαν με τα μικρασιατικά παράλια (Γεροντάκου και Αυγερινού 1997: ). Η Λήμνος αποτελεί ένα νησί με χαμηλό ανάγλυφο, χωρίς μεγάλους ορεινούς όγκους αλλά με λόφους που χαρακτηρίζονται από χαμηλό υψόμετρο και ομαλές κλίσεις. Οι πληροφορίες που υπάρχουν για την εγκατάσταση στη Λήμνο είναι ότι οι περισσότερες από τις θέσεις με ίχνη της ΤΝ είναι παράλιες και βρίσκονται κυρίως στα νότια και ανατολικά του νησιού (Γεροντάκου και Αυγερινού 1997: ). Θεσσαλία Η ραγδαία μείωση των θέσεων στη Θεσσαλία έχει ως αποτέλεσμα η περιφέρεια να συγκεντρώνει μόλις το 2% των θέσεων της ΤΝ περιόδου. Τα πιο πυκνά ίχνη της ανθρώπινης παρουσίας εντοπίζονται στην παράκτια πεδιάδα του Βόλου, καθώς τεκμήρια της ΤΝ περιόδου διαπιστώνονται σε πέντε θέσεις. Στη λεκάνη της Καρδίτσας, ίχνη της ΤΝ εντοπίζονται στο σπήλαιο της Θεόπετρας στα βόρεια της λεκάνης και σε εγγύτητα με τον Πηνειό, καθώς και στη Μαγούλα Φαναρίου, μια θέση στο κέντρο της λεκάνης κοντά στην Καρδίτσα. Οι θέσεις της ΤΝ απουσιάζουν ολοκληρωτικά από τη λεκάνη της Λάρισας, η οποία αποτελούσε αδιάκοπα την πιο σημαντική εστία της ανθρώπινης παρουσίας από την αρχή της Νεολιθικής Εποχής. Ιόνια Νησιά Τα Ιόνια Νησιά συγκεντρώνουν ποσοστό 1% του συνόλου των θέσεων της ΤΝ περιόδου. Στο νησί της Λευκάδας, η Χοιροσπηλιά συνεχίζει να είναι σε χρήση, ενώ ί- χνη της ΤΝ εντοπίζονται σε τρία νέα σπήλαια του νησιού, καθώς και σε μια ανοιχτή θέση. Η Κεφαλονιά είναι το μοναδικό από τα υπόλοιπα νησιά του Ιονίου στο οποίο εντοπίζονται κατάλοιπα της ανθρώπινης παρουσίας της ΤΝ. Πρόκειται για τη Σπηλιά της Δράκαινας, η οποία ήταν σε χρήση ήδη από την προηγούμενη ΝΝ περίοδο. Κεντρική Μακεδονία και Ανατολική Μακεδονία-Θράκη Στην Κεντρική Μακεδονία και την Ανατολική Μακεδονία-Θράκη, τα κατάλοιπα της ανθρώπινης παρουσίας μειώνονται ραγδαία. Καθεμιά από τις δύο περιφέρειες συγκεντρώνει ποσοστό 1% του συνόλου των θέσεων της ΤΝ περιόδου. Στην Κεντρική Μακεδονία, εστία της ανθρώπινης παρουσίας αποτελεί η λεκάνη του Αξιού. Θέσεις της πε- 182

190 Κεφάλαιο 7 ριόδου εντοπίζονται στην πεδιάδα των Γιαννιτσών, όπως το Μάνδαλο Α, το Αρχοντικό, ο Αξός Α και τα Γιαννιτσά Β, αλλά και σε πιο ορεινές τοποθεσίες στους πρόποδες του Πάικου, όπως το Ασβεσταριό Α. Στις περιοχές της ηπειρωτικής ανατολικής Μακεδονίας δεν υπάρχουν τεκμήρια της ανθρώπινης παρουσίας κατά την ΤΝ. Τα μοναδικά κατάλοιπα εντοπίζονται σε τρεις θέσεις στο νησί της Θάσου, τη Σκάλα Σωτήρος, το Θεολόγο και το Καστρί. Στην αιγαιακή Θράκη, αρχαιολογικά κατάλοιπα της ΤΝ έχουν εντοπιστεί στην πεδιάδα της Ροδόπης, στην Παραδημή και τους Προσκυνητές, καθώς και στην παραθαλάσσια θέση της Μάκρης στον Έβρο. Ήπειρος και Δυτική Ελλάδα Η εξέλιξη της ανθρώπινης παρουσίας εμφανίζει διαφορετικά χαρακτηριστικά στην Ήπειρο, καθώς διαπιστώνεται η ίδρυση νέων θέσεων. Πρόκειται για δύο σπήλαια και δύο ανοιχτές θέσεις. Το Σπήλαιο Σίδερης βρίσκεται στην παράκτια ζώνη της Θεσπρωτίας, ενώ το Σπήλαιο Καστρίτσας βρίσκεται στις πλαγιές της λεκάνης των Ιωαννίνων. Η ανοιχτή θέση στα Δολιανά βρίσκεται στην κοιλάδα Καλπακίου-Δολιανών σε υψόμετρο 285μ., ενώ η θέση στις Γούβες εντοπίζεται σε πιο ορεινή τοποθεσία με υ- ψόμετρο 1500μ. (Ντούζουγλη 1996: 46-7). Στη Δυτική Ελλάδα, η ανθρώπινη παρουσία τεκμηριώνεται σε μια μοναδική θέση. Πρόκειται για τη θέση Κάτω Βασιλική-Πάγκαλη, η οποία ιδρύεται σε μια παράκτια περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας που κοιτάζει προς τον Πατραϊκό Κόλπο. Συμπεράσματα για το χωροταξικό δίκτυο των οικισμών κατά την ΤΝ Τα προβλήματα χρονολόγησης της ΤΝ περιόδου στο βόρειο ελλαδικό χώρο, τα ο- ποία αναφέρθηκαν εισαγωγικά, επηρεάζουν με σαφή τρόπο τη χωροταξική εικόνα για την ανθρώπινη παρουσία στο τοπίο του ελλαδικού χώρου κατά την ΤΝ. Οι περιοχές του βορειοελλαδικού χώρου, δηλαδή η Μακεδονία, η Θράκη και η Θεσσαλία, δεν προσφέρουν παρά ελάχιστα τεκμήρια για την ανθρώπινη παρουσία κατά την ΤΝ, με αποτέλεσμα να σημειώνεται μια ραγδαία μείωση των θέσεων της περιόδου. Ο χάρτης κατανομής των θέσεων της ΤΝ απεικονίζει αυτή τη ραγδαία μείωση με μεγάλα κενά στις αντίστοιχες περιοχές, οι οποίες προηγουμένως ήταν διάστικτες από νεολιθικές θέσεις (χάρτης 7.2.4). Σύμφωνα με τον παραπάνω χάρτη και τα δεδομένα των πινάκων α και β, η μεγαλύτερη συγκέντρωση της ανθρώπινης παρουσίας καταγράφεται στο νοτιοανατολικό ελλαδικό χώρο, με κύρια εστία το νησί της Κρήτης. Τα Δωδεκάνησα, οι Κυκλάδες και τα νησιά του Βόρειου Αιγαίου αποτελούν μια ευρύτερη γεωγραφική περιοχή με σημαντικές εστίες της ανθρώπινης παρουσίας κατά την ΤΝ. Στην ανατολική η- πειρωτική χώρα, με εξαίρεση τους μικρούς πυρήνες της ανθρώπινης παρουσίας στο βορειοελλαδικό χώρο, η συγκέντρωση των θέσεων της ΤΝ περιόδου περιορίζεται κυρίως στη χερσόνησο της Αττικής, την Εύβοια και την Πελοπόννησο. Η οροσειρά των Ελληνίδων παραμένει ως ισχυρό ένα φυσικό όριο που διαχωρίζει την ένταση της ανθρώπινης 183

191 Κεφάλαιο 7 παρουσίας ανάμεσα στις ανατολικές και δυτικές περιοχές του ελλαδικού χώρου, η ο- ποία παρατηρείται μεγαλύτερη στα ανατολικά. Η χωροταξική εικόνα της ΤΝ περιόδου, με εξαίρεση το βορειοελλαδικό χώρο, φαίνεται να αποτελεί την εξέλιξη της σταδιακής εξάπλωσης της ανθρώπινης παρουσίας στο νοτιοανατολικό ελλαδικό χώρο, μια διαδικασία που ξεκίνησε στη ΝΝ περίοδο. Η ανθρώπινη παρουσία αποκτά πιο έντονο χαρακτήρα στα πιο θερμά και άνυδρα περιβάλλοντα του ελλαδικού τοπίου, μια τάση που άρχισε να διαφαίνεται από την προηγούμενη ΝΝ περίοδο και ενισχύεται στη διάρκεια της ΤΝ, κυρίως με την ίδρυση νέων θέσεων στην Πελοπόννησο, την Κρήτη, τα Δωδεκάνησα και τις Κυκλάδες. Επίσης, μια προτίμηση που είχε εκδηλωθεί στη διάρκεια της ΝΝ για την ανάπτυξη των δραστηριοτήτων σε πιο ορεινές τοποθεσίες φαίνεται να ενισχύεται στην ΤΝ περίοδο. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται με τη διατήρηση της ανθρώπινης παρουσίας σε ορεινές θέσεις της προηγούμενης περιόδου, όπως στο οροπέδιο του Λασιθίου στην Κρήτη, στο οροπέδιο των Σκούρτων στη Βοιωτία, στην κοιλάδα της Ασέας, στην ορεινή Αρκαδία και στην ανυψωμένη ενδοχώρα της Λακωνίας. Παράλληλα σημειώνεται ενίσχυση αυτής της τάσης με την ίδρυση νέων θέσεων σε ορεινές τοποθεσίες του νότιου ελλαδικού χώρου, όπως για παράδειγμα στα οροπέδια Λαμνόνι και Κατελιόνας στην περιοχή του Ζίρου ή στην ορεινή περιοχή των Σφακίων στην Κρήτη, στο οροπέδιο των Λιμνών και την ορεινή κοιλάδα Μίγιο στην Πελοπόννησο, καθώς επίσης και σε ένα πλήθος άλλων διασκορπισμένων θέσεων. Ένα δεύτερο στοιχείο που χαρακτηρίζει το χωροταξικό δίκτυο της ΤΝ περιόδου είναι η τάση για εγκατάσταση σε τοποθεσίες με φυσικά οχυρά χαρακτηριστικά. Με τα σημερινά δεδομένα της έρευνας, η επιλογή των φυσικά οχυρών θέσεων φαίνεται να έ- χει πιο έντονο χαρακτήρα στην Κρήτη, ιδιαίτερα κατά μήκος της νότιας παράκτιας ζώνης, αλλά και στο βόρειο τμήμα της, ενώ δεν λείπουν και ορισμένες μεσόγειες ο- χυρές θέσεις στο νησί (Nowicki 1999: 575, Βοκοτόπουλος 2000: ). Ο πληθυσμός της Εύβοιας εκδηλώνει, επίσης, μια παρόμοια τάση, τόσο στο κεντρικό της τμήμα, όσο και στο νότιο άκρο της (Σάμψων 1980: 160). Ενδείξεις για ανάλογες χωροταξικές επιλογές υπάρχουν στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας, στο οροπέδιο των Σκούρτων και στη χερσόνησο της νότιας Αττικής, στην περιοχή των Λιμνών στη ΒΑ Πελοπόννησο, καθώς και στο νησιωτικό χώρο του Αιγαίου (Andreou, Fotiadis και Kotsakis 2001: 297, Munn και Zimmerman Munn 1989: 121, Keller 1985: , Johnson 1996: 60, Κουτσούκου 1993: 100, Σάμψων 1997: 1, Μελάς 1985: 155). Όπως αποκαλύπτει η ανάλυση των χωροταξικών δεδομένων της ΤΝ, οι τοποθεσίες που επιλέγονται για τον φυσικά οχυρό χαρακτήρα τους ποικίλουν σε σχέση με τα τοπογραφικά τους χαρακτηριστικά. Ορισμένες οχυρές θέσεις είναι μεσόγειες, κυρίως πάνω σε λόφους ή σε κορυφογραμμές που ανυψώνονται σε σχέση με το επίπεδο της γύρω περιοχής, ενώ άλλες θέσεις είναι 184

192 Κεφάλαιο 7 παραθαλάσσιες, πάνω σε ανυψωμένα ακρωτήρια ή χερσονήσους, είτε πάνω σε λόφους α- ποτραβηγμένους λίγο από την ακτή. Στη διάρκεια της ΤΝ περιόδου, ένα τρίτο στοιχείο που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη παρουσία στο τοπίο του ελλαδικού χώρου είναι η αύξηση των παράκτιων θέσεων σε σχέση με τις προηγούμενες νεολιθικές περιόδους. Η τάση αυτή σημειώνεται ι- διαίτερα έντονη στην Κρήτη και τον υπόλοιπο νησιωτικό χώρο του Αιγαίου, ενώ θέσεις κοντά στην ακτή εντοπίζονται και στην παράκτια ζώνη που διατρέχει την ανατολική ηπειρωτική χερσόνησο. Στη Θεσσαλία, οι λίγες θέσεις που δίνουν τεκμήρια της ΤΝ περιόδου βρίσκονται κοντά στην ακτή, πάνω στην παράκτια πεδιάδα του Βόλου. Στην Αττική, δύο νέες θέσεις ιδρύονται, επίσης, σε παραθαλάσσιες τοποθεσίες στο νότιο άκρο της χερσονήσου. Απέναντι, στη νότια Εύβοια, οι νέες θέσεις που ιδρύονται στη διάρκεια της ΤΝ περιόδου είναι κυρίως χωροθετημένες κοντά στην ακτή, αλλά και στο υπόλοιπο νησί σε πολλές περιπτώσεις επιλέγονται τοποθεσίες πάνω σε α- κρωτήρια (Σάμψων 1980: 159). Είναι πιθανό ότι η εκδήλωση αυτής της τάσης συνδέεται με μια σταδιακή στροφή προς τη θάλασσα, στη διάρκεια μιας περιόδου με φανερή την εξάπλωση της ανθρώπινης παρουσίας στο νησιωτικό χώρο του Αιγαίου. Άλλωστε, ο εποικισμός των δυτικών νησιών του κεντρικού και νότιου Αιγαίου έχει συνδεθεί με την εξάπλωση της ανθρώπινης παρουσίας στη νότια Εύβοια και τις χερσονήσους της νότιας Αττικής και της Αργολίδας, γεγονός που υποδεικνύει τα θαλάσσια ταξίδια από τις ακτές της ανατολικής ηπειρωτικής χώρας προς το Αιγαίο (Davis 1992: 703, Broodbank 1999: 33). Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ΤΝ περίοδος σηματοδοτεί το τέλος της απομόνωσης της Κρήτης από τον υπόλοιπο αιγαιακό χώρο, καθώς για πρώτη φορά υπάρχουν τεκμήρια για την επικοινωνία με περιοχές εκτός του νησιού (Moody, Rackham και Rapp 1996: 273). Η τάση για την προτίμηση τοποθεσιών που ευνοούν την επικοινωνία της ηπειρωτικής χώρας με τα νησιά αποτελεί τη μια διάσταση της σπουδαιότητας της πρόσβασης σε άξονες επικοινωνίας, ένα στοιχείο που χαρακτηρίζει το χωροταξικό δίκτυο των οικισμών σε κάθε νεολιθική περίοδο. Εξίσου σημαντική φαίνεται να είναι η δυνατότητα πρόσβασης σε άξονες επικοινωνίας που συνδέουν τις εστίες της ανθρώπινης παρουσίας τόσο μέσα στον ίδιο το νησιωτικό χώρο, όσο και στο εσωτερικό της ηπειρωτικής χώρας. Στο νησί της Κρήτης, τη σημαντικότερη εστία της ανθρώπινης παρουσίας στη διάρκεια της ΤΝ, οι επιμέρους εστίες του χωροταξικού δικτύου έχουν πρόσβαση σε φυσικά περάσματα που αποτελούν άξονες επικοινωνίας στο εσωτερικό του νησιού. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των θέσεων στον Ισθμό της Ιεράπετρας, μια περιοχή που συνδέει τη δυτική με την ανατολική Κρήτη, αλλά και το Αιγαίο με τη βόρεια Αφρική. Στον κεντρικό ελλαδικό χώρο, οι θέσεις στο οροπέδιο των Σκούρτων βρίσκονται πάνω σε φυσικό πέρασμα που ενώνει τη Βοιωτία με την Αττική, οι θέσεις στη χερσόνησο της Αττικής έχουν εύκολη πρόσβαση στη νότια Εύβοια, αλλά και στα κοντι- 185

193 Κεφάλαιο 7 νά κυκλαδικά νησιά. Στην Πελοπόννησο, οι εστίες της ανθρώπινης παρουσίας στην ευρύτερη περιοχή της κοιλάδας Μπερμπάτι και στην κοιλάδα της Ασέας βρίσκονται πάνω σε βασικούς άξονες επικοινωνίας, ενώ από τη χερσόνησο της Νότιας Αργολίδας ξεκινά ένα άξονας επικοινωνίας που συνδέει δια θαλάσσης την Πελοπόννησο με τη χερσόνησο της νότιας Αττικής, τη νότια Εύβοια και τα νησιά του Αιγαίου. Είναι φανερό ότι η εξάπλωση των θέσεων στο νότιο και νοτιοανατολικό ελλαδικό χώρο συνοδεύεται από τη διεύρυνση του δικτύου των αξόνων επικοινωνίας ανάμεσα στον ηπειρωτικό και το νησιωτικό χώρο του Αιγαίου. Το γεγονός αυτό συνδέεται άμεσα με τη συγκέντρωση των περισσότερων εστιών της ανθρώπινης παρουσίας της ΤΝ περιόδου στο νησιωτικό χώρο του Αιγαίου, ο οποίος συγκεντρώνει συνολικά το 55% των θέσεων του ελλαδικού χώρου. Το ποσοστό αυτό ισοδυναμεί με το άθροισμα του ποσοστού των θέσεων που συγκεντρώνουν μαζί η περιφέρεια της Κρήτης (35%), των Δωδεκανήσων (11%), των Κυκλάδων (7%) και η περιφέρεια του Βόρειου Αιγαίου (3%). Στον ηπειρωτικό χώρο, η διαφορά της έντασης της ανθρώπινης παρουσίας παραμένει ανάμεσα στον ανατολικό και το δυτικό ελλαδικό χώρο, καθώς οι περιφέρειες της Ηπείρου, της Δυτικής Ελλάδας και των Ιόνιων Νησιών συγκεντρώνουν συνολικά μόλις το 2% του συνόλου των θέσεων της ΤΝ περιόδου. Στις ανατολικές περιοχές του ηπειρωτικού ελλαδικού χώρου σημειώνεται μια ανατροπή στη διακύμανση της έντασης της ανθρώπινης παρουσίας στον άξονα βορρά-νότου, καθώς οι κύριες εστίες συγκεντρώνονται στις νοτιότερες περιοχές της Στερεάς Ελλάδας-Αττικής και της Πελοποννήσου και όχι στο βορρά όπως συνέβαινε μέχρι και τη ΝΝ περίοδο. Οι δύο περιφέρειες συγκεντρώνουν μαζί το 35% των θέσεων της ΤΝ, 19% και 16% αντίστοιχα, σε αντίθεση με το βόρειο ελλαδικό χώρο όπου το άθροισμα του ποσοστού των θέσεων της Δυτικής Μακεδονίας (4%), της Κεντρικής Μακεδονίας (1%), της Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης (1%) και της Θεσσαλίας (2%) δεν ξεπερνά το 8% του συνολικού αριθμού των θέσεων της περιόδου Νεολιθική Εποχή Το σύνολο των θέσεων που χρονολογούνται γενικά στη Νεολιθική Εποχή αποτελείται από έναν αριθμό 308 θέσεων σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο (πίνακας 7.2.γ, χάρτης 7.2.5). Σύμφωνα με τα δεδομένα που παρουσιάζουν οι πίνακες α και β, οι δύο μεγαλύτερες συγκεντρώσεις θέσεων της ΝΕ καταγράφονται στις περιφέρειες της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδας-Αττικής. Στην Πελοπόννησο εντοπίζονται 69 θέσεις (21%) και στη Στερεά Ελλάδα-Αττική 63 θέσεις (20%). Τα αμέσως μικρότερα ποσοστά θέσεων συγκεντρώνονται στις περιφέρειες της Κρήτης, της Θεσσαλίας και της Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης. Η Κρήτη συγκεντρώνει 40 θέσεις (13%) της ΝΕ, η Θεσσαλία 35 θέσεις (12%) και η Ανατολική Μακεδονία-Θράκη συγκεντρώνει το μικρότερο αριθμό θέσεων από τις τρεις περιφέρειες, που ισοδυναμεί με 27 θέσεις 186

194 Κεφάλαιο 7 (9%) της ΝΕ. Στα Δωδεκάνησα καταγράφονται 16 θέσεις (5%), ενώ με μικρότερο ποσοστό θέσεων ακολουθούν η Ήπειρος και οι Κυκλάδες, που συγκεντρώνουν η καθεμιά από 11 θέσεις (4% και 4%). Σε καθεμιά από τις λοιπές περιφέρειες του ελλαδικού χώρου καταγράφεται περιορισμένος αριθμός θέσεων, συγκεντρώνοντας η καθεμιά ποσοστά μικρότερα του 4%. Στη Δυτική Μακεδονία καταγράφονται 10 θέσεις (3%) και στο Βόρειο Αιγαίο 9 θέσεις (3%) της ΝΕ. Οι περιφέρειες της Κεντρικής Μακεδονίας και των Ιόνιων Νησιών συγκεντρώνουν η καθεμιά από 8 θέσεις (3%), ενώ στη Δυτική Ελλάδα έχει καταγραφεί μόλις 1 θέση της ΝΕ (0%) ΑΡΙΘΜΟΣ ΘΕΣΕΩΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ - ΘΡΑΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΗΠΕΙΡΟΣ ΙΟΝΙΑ ΝΗΣΙΑ 35 ΘΕΣΣΑΛΙΑ ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΔΑ - ΑΤΤΙΚΗ ΔΥΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ ΒΟΡΕΙΟ ΑΙΓΑΙΟ ΚΥΚΛΑΔΕΣ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ ΚΡΗΤΗ 40 Πίνακας α. Κατανομή των θέσεων της ΝΕ στον ελλαδικό χώρο. ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ 5% ΚΡΗΤΗ 13% ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ - ΘΡΑΚΗ 9% ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 3% ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 3% ΚΥΚΛΑΔΕΣ 4% ΒΟΡΕΙΟ ΑΙΓΑΙΟ 3% ΗΠΕΙΡΟΣ 4% ΙΟΝΙΑ ΝΗΣΙΑ 3% ΘΕΣΣΑΛΙΑ 11% ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ 22% ΔΥΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ 0% ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΔΑ - ΑΤΤΙΚΗ 20% Πίνακας β. Κατανομή των θέσεων της ΝΕ στον ελλαδικό χώρο. 187

195 Κεφάλαιο 7 Η ιδιαιτερότητα των θέσεων που ταξινομούνται στη χρονολογική κατηγορία της ΝΕ έχει διευκρινιστεί, επίσης, στο Κεφάλαιο 5 που αφορά στη μεθοδολογία της εργασίας. Πρόκειται για προϊστορικές θέσεις των οποίων το αρχαιολογικό υλικό δεν επιτρέπει την ακριβή τους χρονολόγηση, σύμφωνα με την υποδιαίρεση της Νεολιθικής Ε- ποχής στις περιόδους της ΑΝ, ΜΝ, ΝΝ και ΤΝ. Αυτό σημαίνει ότι οι θέσεις που χρονολογούνται γενικά στη ΝΕ συνυπήρχαν χρονικά με τις θέσεις που ταξινομούνται χρονολογικά με βάση τις περιόδους της Νεολιθικής Εποχής, χωρίς ωστόσο να μπορεί να εξακριβωθεί η χρονολόγηση του αρχαιολογικού τους υλικού με βάση τις παραπάνω νεολιθικές περιόδους. Επομένως, οι θέσεις που χρονολογούνται στη ΝΕ δεν παρουσιάζουν κάποια ιδιαιτερότητα σε σχέση με τις υπόλοιπες νεολιθικές θέσεις, παρά μόνο προκαλούν μια ασάφεια σε σχέση με τη χρονολογική τους ταξινόμηση. Στην πραγματικότητα ολοκληρώνουν το χωροταξικό πλαίσιο της Νεολιθικής Εποχής, συμπληρώνοντας ενδεχομένως ορισμένα κενά που καταγράφονται στο χωροταξικό δίκτυο κάθε χρονολογικής περιόδου της Νεολιθικής Εποχής. Ο βαθμός συμπλήρωσης του χωροταξικού πλαισίου κάθε περιφέρειας εξαρτάται από το ποσοστό που οι θέσεις της ΝΕ συγκεντρώνουν σε κάθε περιφέρεια σε σύγκριση με το συνολικό αριθμό των νεολιθικών της θέσεων (πίνακας β). Στο βαθμό που τα δεδομένα το επιτρέπουν θα επιχειρηθεί μια ανάλυση της χωρικής κατανομής των θέσεων της ΝΕ, με την πρόθεση να διευκρινιστούν οι παράγοντες που διαμόρφωσαν τη σημερινή κατανομή τους στον ελλαδικό χώρο. Πελοπόννησος Στην Πελοπόννησο, που συγκεντρώνει το μεγαλύτερο ποσοστό των θέσεων της ΝΕ σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο (21%), οι θέσεις της ΝΕ αποτελούν το 39,88% του συνολικού αριθμού των νεολιθικών θέσεων της περιφέρειας (πίνακας β). Η αναλογία των θέσεων της ΝΕ σε σχέση με τις υπόλοιπες νεολιθικές θέσεις υποδηλώνει ότι η χωροταξική εικόνα που σχηματίστηκε για τη νεολιθική ανθρώπινη παρουσία στην Πελοπόννησο εμπλουτίζεται με την προσθήκη των θέσεων της πρώτης κατηγορίας. Η χωρική κατανομή των θέσεων της ΝΕ στο τοπίο της Πελοποννήσου έχει ενδιαφέρον, καθώς σε ορισμένες περιοχές φαίνεται να αλλοιώνει τη χωροταξική εικόνα που διαμορφώθηκε με βάση την κατανομή των υπόλοιπων νεολιθικών θέσεων, ενώ σε κάποιες άλλες δεν φαίνεται να σημειώνονται ουσιαστικές αλλαγές. Στην Ηλεία, οι τρεις θέσεις της ΝΕ συνιστούν τις μοναδικές νεολιθικές θέσεις της περιοχής. Πρόκειται για δύο σπήλαια και μια ανοιχτή θέση που βρίσκονται κοντά στους δύο ποταμούς της περιοχής, τον Πηνειό και τον Αλφειό, οι οποίοι λειτουργούν ως φυσικοί πόροι και ως φυσικοί δρόμοι επικοινωνίας με την ενδοχώρα της Πελοποννήσου. Στην Αχαΐα, δύο θέσεις της ΝΕ προστίθενται στις νεολιθικές θέσεις της περιοχής, δύο σπήλαια που βρίσκονται στην ορεινή ενδοχώρα της περιοχής. Το σύνολο των θέσεων της ΝΕ που προστίθεται στις νεολιθικές θέσεις της ΒΔ Πελοποννήσου αφήνει αναλλοίωτη την εικόνα της σποραδικής νεολιθικής ανθρώπινης παρουσίας σ αυτό το τμήμα της περιφέρειας. Υποστηρίζεται 188

196 Κεφάλαιο 7 ότι η σποραδική νεολιθική παρουσία στη ΒΔ Πελοπόννησο, σε σύγκριση με την πιο έ- ντονη παρουσία στην υπόλοιπη περιφέρεια, οφείλεται πιθανώς σε δύο παράγοντες. Ο πρώτος αφορά στην πιθανή κάλυψη θέσεων κάτω από αλλουβιακές αποθέσεις λόγω πιθανών γεωμορφολογικών αλλαγών που έχει υποστεί το τοπίο, ενώ ο δεύτερος αφορά στην έλλειψη συστηματικής αρχαιολογικής έρευνας στην περιοχή (Ζάχος 1996: 78). Σε αντίθεση με τη ΒΔ Πελοπόννησο, όπου η νεολιθική ανθρώπινη παρουσία παραμένει σποραδική, η προσθήκη των θέσεων της ΝΕ στις περιοχές της Μεσσηνίας διαφοροποιεί την προηγούμενη χωροταξική εικόνα για τη νεολιθική παρουσία στη ΝΔ Πελοπόννησο. Τα σποραδικά ίχνη της ανθρώπινης παρουσίας στις λοιπές νεολιθικές θέσεις της περιοχής εμπλουτίζονται με ένα σημαντικό αριθμό θέσεων της ΝΕ, που εντοπίζονται στη δυτική Μεσσηνία, στην ενδοχώρα της μεσσηνιακής χερσονήσου, αλλά και στην περιφέρεια του Μεσσηνιακού Κόλπου. Στην περιοχή που ερευνά το αρχαιολογικό πρόγραμμα της Πύλου θέσεις της ΝΕ έχουν εντοπιστεί τόσο από παλιότερες όσο και από τις πιο πρόσφατες έρευνες. Τέσσερις θέσεις έχουν εντοπιστεί στη βραχώδη ορεινή περιοχή των Γαργαλιάνων, μια θέση στο Πετροχώρι στα βόρεια του Κόλπου του Ναβαρίνου, καθώς και τρεις μεσόγειες θέσεις στην περιοχή της Χώρας και του Κορυφάσιου (Davis et al. 1997: 417). Στο Μεσσηνιακό Κόλπο, δύο θέσεις βρίσκονται στην πλευρά της μεσσηνιακής χερσονήσου, ενώ άλλες τρεις εντοπίζονται στην απέναντι ανατολική πλευρά του Κόλπου. Μία θέση της ΝΕ εντοπίζεται ανάμεσα στους ορεινούς όγκους του Ταΰγετου και του Τετράζιου, κοντά σε ένα φυσικό πέρασμα που συνδέει την πεδιάδα της Μεγαλόπολης στην Αρκαδία με την κοιλάδα του Στενίκλαρου στη Μεσσηνία. Μια α- κόμη θέση της ΝΕ εντοπίζεται δυτικότερα, σε μια λοφώδη περιοχή που κοιτάζει στον Κόλπο της Κυπαρισσίας. Σημαντικός αριθμός θέσεων της ΝΕ προστίθεται, επίσης, στο τοπίο της Αρκαδίας. Μια συγκέντρωση θέσεων της ΝΕ εντοπίζεται στις πεδιάδες των Καφυών και του Ορχομενού στα βόρεια της πεδιάδας της Τρίπολης, δύο πεδιάδες που βρίσκονται στα δυτικά του ορεινού όγκου του Μαίναλου σε υψόμετρο λίγο μεγαλύτερο από τα 600μ. πάνω από τη θάλασσα (Howell 1970: 80). Η παρουσία αυτών των θέσεων σε τέτοιες ο- ρεινές τοποθεσίες συμφωνεί με τα χαρακτηριστικά της χωροθέτησης των υπόλοιπων νεολιθικών θέσεων στην ορεινή ενδοχώρα της Αρκαδίας, όπως περιγράφηκε για τις υπόλοιπες νεολιθικές θέσεις της Αρκαδίας. Η ανατολική περιοχή του ορεινού όγκου του Πάρνωνα αποτελεί τη δεύτερη περιοχή της Αρκαδίας στην οποία εντοπίζονται θέσεις της ΝΕ, οι οποίες συμπληρώνουν το κενό από νεολιθικές θέσεις τοπίο. Τα ίχνη της ΝΕ έχουν εντοπιστεί σε τέσσερις θέσεις που βρίσκονται σε μια υψομετρική ζώνη μεταξύ μ. πάνω από τη θάλασσα και κοιτάζουν προς το Αιγαίο (Shipley 1996: κατάλογος θέσεων). Στη Λακωνία, οι θέσεις της ΝΕ συμπληρώνουν το τοπίο σε περιοχές όπου η νεολιθική ανθρώπινη παρουσία τεκμηριώνεται στις λοιπές νεολιθικές θέσεις της ευρύτερης περιοχής, όπως η χερσόνησος της Μάνης, η πεδιάδα της Σπάρτης, 189

197 Κεφάλαιο 7 η κοιλάδα του ποταμού Ευρώτα και η παράκτια πεδιάδα του Έλου. Από την άλλη, οι θέσεις της ΝΕ εντοπίζονται, επίσης, σε περιοχές στις οποίες δεν έχουν καταγραφεί άλλες νεολιθικές θέσεις, όπως στα ανατολικά του Λακωνικού Κόλπου, αλλά και στον Κόλπο της Επιδαύρου Λιμηράς που κοιτάζει στο Αιγαίο. Η ΒΑ Πελοπόννησος συγκεντρώνει το μικρότερο αριθμό των θέσεων της ΝΕ, καθώς αποτελεί μια καλά ερευνημένη περιοχή που δεν παρουσιάζει προβλήματα στη χρονολόγηση του αρχαιολογικού υλικού. Οι περισσότερες θέσεις της ΝΕ εντοπίζονται στην αργολική πεδιάδα. Η νεολιθική παρουσία τεκμηριώνεται ήδη από την ΑΝ στην περιοχή, τόσο λόγω του κατάλληλου για τη νεολιθική οικονομία περιβάλλοντός της, όσο και για τη θέση της σε σχέση με τους δρόμους επικοινωνίας μεταξύ των πληθυσμών της Πελοποννήσου, αλλά και με πληθυσμούς του υπόλοιπου ελλαδικού χώρου. Το ίδιο ισχύει και για τις θέσεις της ΝΕ στον Ισθμό της Κορίνθου, που συμπληρώνουν τις υπόλοιπες νεολιθικές θέσεις που εντοπίζονται στην περιοχή. Το αρχαιολογικό πρόγραμμα εντατικής επιφανειακής έρευνας που διεξάγεται στη χερσόνησο των Μεθάνων εντόπισε μια θέση με πιθανά ίχνη της ΝΕ. Θεωρείται ότι η απουσία νεολιθικών θέσεων από τη χερσόνησο οφείλεται στο αφιλόξενο περιβάλλον της, καθώς η ηφαιστειακή του προέλευση είχε ως αποτέλεσμα ένα ορεινό και απότομο ανάγλυφο που δεν θα πρέπει να ευνοούσε ιδιαίτερα τις δραστηριότητες των νεολιθικών ανθρώπων. Η θέση MS10 βρίσκεται πάνω σε ένα χαμηλό αλλά περίβλεπτο λόφο στα βόρεια ενός κόλπου, στο δυτικό τμήμα της χερσονήσου (James et al. 1997: 5, Mee και Taylor 1997: 42). Στη χερσόνησο της Περαχώρας, βόρεια και δυτικά από τον Ισθμό της Κορίνθου υπάρχουν ενδείξεις νεολιθικής παρουσίας στο Ηραίο, χωρίς ωστόσο να επιβεβαιώνεται κάποιας μορφής εγκατάσταση (Fossey 1990: 203). Συνοψίζοντας τα δεδομένα για τη χωρική κατανομή των θέσεων της ΝΕ στην περιφέρεια της Πελοποννήσου, είναι φανερό ότι τα χωροταξικά δεδομένα δεν διαφοροποιούνται ποιοτικά αλλά κυρίως ποσοτικά. Η ΒΔ Πελοπόννησος παραμένει μια περιοχή με σποραδικά ίχνη για την ανθρώπινη παρουσία στη διάρκεια της Νεολιθικής Εποχής, ενώ ο κύριος όγκος των θέσεων που τεκμηριώνουν τη νεολιθική παρουσία βρίσκεται στην ανατολική και νότια Πελοπόννησο. Οι θέσεις της ΝΕ κατανέμονται τόσο στις πεδιάδες και τις κοιλάδες του τοπίου της Πελοποννήσου, όπως οι μικρές παράκτιες πεδιάδες, η πεδιάδα του Άργους, η πεδιάδα της Σπάρτης και η ευρύτερη κοιλάδα του Ευρώτα, όσο και στα ορεινά μέρη του τοπίου όπως η ορεινή Αρκαδία. Αυτό σημαίνει ότι η χωροταξική κατανομή της νεολιθικής ανθρώπινης παρουσίας διατηρεί τα βασικά της χαρακτηριστικά, ενώ παράλληλα εμπλουτίζεται με περισσότερες εστίες της ανθρώπινης παρουσίας στο τοπίο της Πελοποννήσου. 190

198 Κεφάλαιο 7 Στερεά Ελλάδα-Αττική Η Στερεά Ελλάδα-Αττική συγκεντρώνει το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό θέσεων της ΝΕ στον ελλαδικό χώρο (20%). Οι θέσεις της ΝΕ αποτελούν το 24,70% του συνόλου των νεολιθικών θέσεων της περιφέρειας (πίνακας β). Η χωροθέτηση των θέσεων της ΝΕ στο τοπίο του κεντρικού ελλαδικού χώρου δεν διαφοροποιείται ποιοτικά σε σύγκριση με τη χωροθέτηση των λοιπών νεολιθικών θέσεων της περιφέρειας. Αυτό σημαίνει ότι οι περιοχές που αποτελούν τις εστίες της νεολιθικής ανθρώπινης παρουσίας, όπως η κοιλάδα του Σπερχειού, η κοιλάδα του Κηφισού, η λεκάνη της Κωπαΐδας, η παράκτια ζώνη της Αττικής και η περιοχή της κεντρικής Εύβοιας, συγκεντρώνουν τον κύριο όγκο των θέσεων της ΝΕ της περιφέρειας. Οι μόνες περιοχές που δίνουν τεκμήρια για τη νεολιθική ανθρώπινη παρουσία, στις οποίες δεν έχουν καταγραφεί άλλες νεολιθικές θέσεις, είναι η Φωκίδα και η νοτιοδυτική Βοιωτία. Στη Φωκίδα η έρευνα έχει εντοπίσει μια μοναδική θέση με ίχνη της ΝΕ, το Κωρύκειο Άντρο, στην περιοχή των Δελφών στα νότια του ορεινού όγκου του Παρνασσού (Fossey 1986: 56). Μια θέση της ΝΕ βρίσκεται στα Αντίκυρα σ έναν κόλπο που ανοίγεται προς τον ευρύτερο Κορινθιακό Κόλπο, ενώ μια ακόμη θέση της ΝΕ εντοπίζεται στα νότια του ορεινού όγκου του Ελικώνα και κοιτάζει προς τη θάλασσα. Θεωρείται ότι η απουσία νεολιθικών καταλοίπων από τη βοιωτική περιοχή που κοιτάζει στον Κορινθιακό Κόλπο ο- φείλεται στο ορεινό τοπίο και στην απομόνωση της περιοχής από τις εύφορες πεδιάδες της ανατολικής Βοιωτίας (Κόνσολα 1981: 50). Στη χερσόνησο της Αττικής δύο θέσεις της ΝΕ εντοπίζονται στην περιοχή της Ελευσίνας και των Μεγάρων, μια περιοχή που βρίσκεται σε μεγαλύτερη εγγύτητα με τον Ισθμό της Κορίνθου και κατ επέκταση με το δρόμο προς την Πελοπόννησο. Κρήτη Η Κρήτη συγκεντρώνει το τρίτο μεγαλύτερο ποσοστό θέσεων της ΝΕ στον ελλαδικό χώρο (13%). Οι θέσεις της ΝΕ αποτελούν το 19,61% των νεολιθικών θέσεων του νησιού, ποσοστό μικρότερο από το αντίστοιχο της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδας-Αττικής (πίνακας β). Οι θέσεις της ΝΕ δεν αλλοιώνουν ποιοτικά το χωροταξικό δίκτυο της Νεολιθικής Εποχής, όπως περιγράφηκε ήδη με βάση τα δεδομένα από τις υπόλοιπες νεολιθικές θέσεις στο νησί της Κρήτης. Αντίθετα, εμπλουτίζουν ποσοτικά τις εστίες της νεολιθικής ανθρώπινης παρουσίας στο τοπίο του νησιού. Σύμφωνα με την κατανομή των θέσεων της ΝΕ, διαπιστώνεται ότι η νεολιθική ανθρώπινη παρουσία αποκτά πιο έντονο χαρακτήρα στο ανατολικό τμήμα του νησιού, με την προσθήκη θέσεων της ΝΕ στο οροπέδιο του Λασιθίου, τον Ισθμό της Ιεράπετρας και την περιοχή της Ζάκρου. Μια δεύτερη εστία της νεολιθικής ανθρώπινης παρουσίας που εμπλουτίζεται με την προσθήκη θέσεων της ΝΕ αποτελεί η χερσόνησος του Ακρωτηρίου και η λοφώδης περιοχή που εκτείνεται ανάμεσα στην πεδιάδα των Χανίων και τα Λευκά Όρη. Οι 191

199 Κεφάλαιο 7 υπόλοιπες θέσεις της ΝΕ προστίθενται στο τοπίο της παράκτιας περιοχής του Ρεθύμνου και της ενδοχώρας της κεντρικής Κρήτης. Θεσσαλία Στην περιφέρεια της Θεσσαλίας, που συγκεντρώνει το 12% των θέσεων της ΝΕ στον ελλαδικό χώρο, ο αριθμός των θέσεων της ΝΕ αποτελεί το 9,43% του συνόλου των νεολιθικών θέσεων της περιφέρειας (πίνακας β). Το μικρό ποσοστό των θέσεων της ΝΕ σε σύγκριση με το συνολικό αριθμό των νεολιθικών θέσεων της Θεσσαλίας ο- φείλεται σε μεγάλο βαθμό στη μακροχρόνια αρχαιολογική έρευνα της περιοχής και στην πολύ καλή γνώση της κεραμικής τυπολογίας, βασικού κριτηρίου για τη χρονολόγηση μιας θέσης. Στη λεκάνη της Λάρισας, μόλις τρεις θέσεις της ΝΕ συμπληρώνουν τα δεδομένα της νεολιθικής ανθρώπινης παρουσίας. Με εξαίρεση αυτό το τμήμα της Θεσσαλίας, οι περισσότερες θέσεις της ΝΕ εντοπίζονται στις λιγότερο ερευνημένες περιοχές της περιφέρειας, όπως η λεκάνη της Καρδίτσας, κυρίως στο κεντρικό της τμήμα, η λοφώδης περιοχή στο Ναρθάκι και στα Φάρσαλα, καθώς και οι παράκτιες πεδιάδες του Αλμυρού και του Βόλου. Έχει ήδη γίνει λόγος για τη νεολιθική ανθρώπινη παρουσία στα νησιά των Σποράδων, η οποία ενισχύεται με την προσθήκη έξι θέσεων της ΝΕ που κατανέμονται στις μικρές νησίδες Ψαθούρα, Πιπέρι, Περιστέρα, Παππούς και Σκαντζούρα. Ανατολική Μακεδονία-Θράκη Η περιφέρεια της Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης συγκεντρώνει το 9% του συνόλου των θέσεων της ΝΕ στον ελλαδικό χώρο. Η εικόνα για τη νεολιθική ανθρώπινη παρουσία διαφοροποιείται, καθώς στο ποσοστό των θέσεων της ΝΕ αποτελεί το 42,19% του συνόλου των νεολιθικών θέσεων της περιφέρειας (πίνακας β). Το στοιχείο που διαφοροποιεί τα χωροταξικά χαρακτηριστικά της νεολιθικής παρουσίας στην περιφέρεια της Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης είναι η κατανομή του κύριου όγκου των θέσεων της ΝΕ στις περιοχές της αιγαιακής Θράκης ανατολικά του Νέστου, μια γεωγραφική περιοχή που με βάση τα δεδομένα των υπόλοιπων νεολιθικών θέσεων της περιφέρειας εμφανιζόταν σχεδόν κενή. Σύμφωνα με τα νέα δεδομένα των θέσεων της ΝΕ, διαπιστώνεται ότι στην πεδινή έκταση νότια από τον ορεινό όγκο της Ροδόπης ώς την ακτογραμμή του βόρειου Αιγαίου υπάρχουν σποραδικά κατάλοιπα της ανθρώπινης παρουσίας στην περιοχή. Οι θέσεις της ΝΕ εντοπίζονται στην περιφέρεια της πεδινής έ- κτασης, σχεδόν στις παρυφές του ορεινού όγκου της Ροδόπης, καθώς και στην πεδινή παράκτια ζώνη. Ανατολικότερα, θέσεις της ΝΕ εντοπίζονται στις πεδινές εκτάσεις βόρεια της Ορεστιάδας, ανάμεσα στις κοιλάδες των ποταμών Έβρος και Άρδας, και νοτιότερα στην περιοχή του Διδυμότειχου. Μία θέση της ΝΕ βρίσκεται πάνω στο νησί της Σαμοθράκης. Τα δεδομένα των θέσεων της ΝΕ στις περιοχές της Θράκης υποδεικνύουν ότι δεν πρόκειται για έναν έρημο τόπο της Νεολιθικής Εποχής. Ενδεχομένως μελ- 192

200 Κεφάλαιο 7 λοντικές έρευνες να ρίξουν περισσότερο φως σ αυτή τη νευραλγική περιοχή, όπου θα μπορούσαν να διασταυρώνονται στοιχεία και πληθυσμοί της Ανατολής, του Αιγαίου και των Βαλκανίων (Andreou, Fotiadis και Kotsakis 1996: 591). Δωδεκάνησα Στα Δωδεκάνησα, που συγκεντρώνουν το 5% των θέσεων της ΝΕ στον ελλαδικό χώρο, οι θέσεις της ΝΕ αποτελούν το 18,60%, του συνόλου των νεολιθικών θέσεων της περιφέρειας (πίνακας β). Η Κάσος είναι ένα νησί για το οποίο δεν είχαν αναφερθεί θέσεις της Νεολιθικής Εποχής, γεγονός που φαίνεται να ανατρέπεται τώρα, καθώς η αρχαιολογική έρευνα έχει εντοπίσει τρεις θέσεις με πιθανά ίχνη της ΝΕ. Οι θέσεις της Κάσου συμπληρώνουν το τοπίο της νεολιθικής παρουσίας σ αυτή την περιοχή των Δωδεκανήσων, καθώς νεολιθικές θέσεις έχουν εντοπιστεί στα γειτονικά νησιά τη Σάρου και της Καρπάθου (Μελάς 1985: 45). Οι υπόλοιπες ΝΕ θέσεις κατανέμονται σε νησιά για τα οποία έχει ήδη γίνει λόγος σχετικά με τον εποικισμό τους στο τέλος της Νεολιθικής. Ο μεγαλύτερος αριθμός των θέσεων της ΝΕ εντοπίζεται στο νησί της Καρπάθου, μετατρέποντας το νότιο τμήμα της σε ιδιαίτερα πυκνοκατοικημένη περιοχή στα νεολιθικά χρόνια. Ακολουθούν τα νησιά της Τήλου και της Ρόδου με την προσθήκη τριών θέσεων στο κάθε νησί. Στο νησί της Τήλου, η χωροταξική εικόνα αλλάζει αισθητά, καθώς οι θέσεις συγκεντρώνονται στο βόρειο μικρό τμήμα της αποκαλύπτοντας μια πυκνή συγκέντρωση θέσεων. Στο νησί της Ρόδου υπάρχει μια μικρή μόνον αλλαγή στη χωροταξική κατανομή, καθώς οι τρεις ΝΕ θέσεις εντοπίζονται στο βόρειο τμήμα του νησιού που απεικονιζόταν κενό. Τέλος, από μια νεολιθική θέση προστίθεται στο νησί της Καλύμνου και στη Σάρο (Σάμψων 1987: 116). Ήπειρος Η Ήπειρος παρουσιάζει μια ιδιομορφία σε σύγκριση με τις υπόλοιπες περιφέρειες του ελλαδικού χώρου, καθώς ενώ συγκεντρώνει ένα μικρό ποσοστό του συνόλου των θέσεων της ΝΕ στον ελλαδικό χώρο (4%), στο εσωτερικό της περιφέρειας οι θέσεις της ΝΕ αποτελούν το 64,70% του συνολικού αριθμού των νεολιθικών θέσεων της περιφέρειας (πίνακας β). Αυτό σημαίνει ότι τα δεδομένα της νεολιθικής ανθρώπινης παρουσίας αλλάζουν σημαντικά σε σχέση με την εικόνα που σχηματίστηκε από την κατανομή των υπόλοιπων νεολιθικών θέσεων στο τοπίο της Ηπείρου. Οι θέσεις της ΝΕ εντοπίζονται στη λεκάνη των Ιωαννίνων, μια περιοχή με κυρίαρχο γεωγραφικό στοιχείο τη λίμνη Παμβώτιδα, στην ελώδη πεδιάδα της Παραμυθιάς, καθώς και στην περιοχή που γειτνιάζει με το ποτάμι του Λούρου. Σύμφωνα με τα δεδομένα της αρχαιολογικής έρευνας, πρόκειται κατά βάση για εγκαταστάσεις προσωρινού χαρακτήρα σε ανοιχτές θέσεις και σπήλαια, με ενδείξεις που επιβεβαιώνουν τις γνωστές δραστηριότητες των νεολιθικών ανθρώπων, όπως η καλλιέργεια, η κτηνοτροφία, το κυνήγι και η αλιεία (Παπαδόπουλος 1974: 133). 193

201 Κεφάλαιο 7 Κυκλάδες Οι Κυκλάδες συγκεντρώνουν το ίδιο ποσοστό των θέσεων της ΝΕ του ελλαδικού χώρου (4%) με το αντίστοιχο της Ηπείρου (4%). Ωστόσο, στις Κυκλάδες οι θέσεις της ΝΕ αποτελούν το 22,45% του συνόλου των νεολιθικών θέσεων της περιφέρειας, ποσοστό μικρότερο από το αντίστοιχο της Ηπείρου (64,70%) (πίνακας β). Η Κίμωλος είναι το μόνο από τα νησιά στα οποία εντοπίζονται θέσεις της ΝΕ, στο οποίο δεν έ- χουν εντοπιστεί άλλες νεολιθικές θέσεις. Σ αυτό το νησί που βρίσκεται πολύ κοντά στη Μήλο, έχει εντοπιστεί μια θέση με πιθανά ίχνη της ΝΕ, στην οποία το κύριο ε- πιφανειακό υλικό αποτελεί ο οψιανός της Μήλου (Renfrew 1972: 512). Στη Μήλο, πιθανά ίχνη της ΝΕ υπάρχουν σε μια θέση στο λιμάνι του Αδάμαντα. Στο νησί της Μυκόνου πολλές θέσεις της ΝΕ συμπληρώνουν το τοπίο της νεολιθικής ανθρώπινης παρουσίας στο νησί, αναδεικνύοντας μια πυκνή παρουσία στο βόρειο τμήμα του (Σάμψων 1997: 1). Στο νησί της Κέας, η εντατική επιφανειακή έρευνα εντόπισε τρεις θέσεις που χρονολογούνται στη ΝΕ με βάση το επιφανειακό υλικό. Μια θέση βρίσκεται πάνω σε ακρωτήριο μέσα στον Κόλπο του Αγίου Νικολάου, ενώ μια δεύτερη θέση βρίσκεται πάνω σε μια μικρή βραχώδη χερσόνησο στο ΒΔ τμήμα του νησιού. Μια τρίτη θέση με πιθανά λείψανα της ΝΕ βρίσκεται πάνω σε μια πλαγιά, κάτω από την ακρόπολη της Κορεσσιάς στην ομώνυμη μεσόγεια κοιλάδα (Sutton et al. 1991: κατάλογος θέσεων). Στο νησί της Νάξου υπάρχουν ενδείξεις της ΝΕ παρουσίας στη θέση Σαγκρί, στη δυτική πλευρά του νησιού, ενώ είναι πιθανό ότι ένα σπήλαιο της Αντίπαρου χρησιμοποιήθηκε στη διάρκεια της Νεολιθικής Εποχής (Renfrew 1972: 508-9). Δυτική Μακεδονία Στην περιφέρεια της Δυτικής Μακεδονίας, που συγκεντρώνει ποσοστό 3% των θέσεων της ΝΕ στον ελλαδικό χώρο (10 θέσεις), οι θέσεις της ΝΕ αποτελούν ένα μικρό ποσοστό 10,87% του συνόλου των νεολιθικών θέσεων της περιφέρειας (πίνακας β). Οι θέσεις της ΝΕ συμπληρώνουν τις εστίες της νεολιθικής ανθρώπινης παρουσίας που περιγράφηκαν ήδη. Ο μεγαλύτερος αριθμός θέσεων της ΝΕ εντοπίζεται στην κοιλάδα του μέσου ρου του Αλιάκμονα, συμπληρώνοντας το χωροταξικό δίκτυο των υπόλοιπων νεολιθικών θέσεων. Τρεις θέσεις εντοπίζονται προς τα βόρεια της λεκάνης της Πτολεμαϊδας, στην περιοχή της πόλης της Πτολεμαϊδας και δυτικότερα στους πρόποδες του ορεινού όγκου του Βερμίου, ενώ στη γειτονική λεκάνη της Καστοριάς μια μόνο θέση της ΝΕ έχει εντοπιστεί στις ανατολικές υπώρειες του όρους Βόϊο. Βόρειο Αιγαίο Η περιφέρεια του Βόρειου Αιγαίου συγκεντρώνει ποσοστό 3% των θέσεων της ΝΕ στον ελλαδικό χώρο (9 θέσεις), ποσοστό ίδιο με το αντίστοιχο της Δυτικής Μακεδονίας (3%). Το ποσοστό των θέσεων της ΝΕ αποτελεί το 36% των νεολιθικών θέσεων της περιφέρειας, ποσοστό μεγαλύτερο από το αντίστοιχο ποσοστό της Δυτικής Μακεδονίας 194

202 Κεφάλαιο 7 (10,87%) (πίνακας β). Το σύνολο των θέσεων της ΝΕ εντοπίζεται στο νησί της Χίου, ένα νησί στο οποίο έχει ήδη αναφερθεί η νεολιθική ανθρώπινη παρουσία. Οι θέσεις της ΝΕ στο νησί της Χίου κατανέμονται χωρικά σε μεσόγειες και παράκτιες τοποθεσίες στο βορειοανατολικό, το βορειοδυτικό και το νότιο τμήμα του νησιού. Κεντρική Μακεδονία Η Κεντρική Μακεδονία συγκεντρώνει επίσης 3% του συνολικού αριθμού των θέσεων της ΝΕ στον ελλαδικό χώρο (8 θέσεις), ωστόσο, το ποσοστό των θέσεων της ΝΕ είναι πολύ μικρό, μόλις 5,56%, σε σχέση με το συνολικό αριθμό των νεολιθικών θέσεων της περιφέρειας (πίνακας β). Ο κύριος όγκος των θέσεων της ΝΕ εντοπίζονται σε μια εστία της νεολιθικής ανθρώπινης παρουσίας στην Κεντρική Μακεδονία, τη λεκάνη του Λαγκαδά, στην περιοχή όπου διεξάγεται το αρχαιολογικό πρόγραμμα εντατικής επιφανειακής έρευνας. Οι θέσεις της ΝΕ συμπληρώνουν το χωροταξικό δίκτυο των νεολιθικών θέσεων της περιοχής, καθώς εντοπίζονται τόσο στα πεδινά μέρη του τοπίου όσο και στην ορεινή περιοχή των Πέντε Βρυσών. Μια ακόμη θέση της ΝΕ βρίσκεται στη λεκάνη της Αλμωπίας, βόρεια από τη λεκάνη της Έδεσσας, μια περιοχή της Πέλλας με ιδιαίτερα περιορισμένη νεολιθική δραστηριότητα που πιθανόν οφείλεται στην παρουσία μιας λίμνης που κάλυπτε μεγάλο μέρος της (Κοκκινίδου 1990: 47). Ιόνια Νησιά Στα Ιόνια Νησιά οι θέσεις της ΝΕ αποτελούν το 47,06% του συνόλου των νεολιθικών θέσεων της περιφέρειας (πίνακας β), η οποία συγκεντρώνει ποσοστό 3% των θέσεων της ΝΕ στον ελλαδικό χώρο (8 θέσεις). Οι έξι από τις οκτώ θέσεις της ΝΕ εντοπίζονται στο νησί της Κέρκυρας, στο βόρειο δυτικό τμήμα της, συμπληρώνοντας το σχεδόν κενό από νεολιθικά ίχνη τοπίο του νησιού. Στο νησί της Ιθάκης, τα μοναδικά νεολιθικά ίχνη της ανθρώπινης παρουσίας εντοπίζονται στο Σπήλαιο της Νύμφης, στο δυτικό τμήμα του νησιού που κοιτάζει προς την Κεφαλονιά. Στο νησί της Κεφαλονιάς μια θέση της ΝΕ συμπληρώνει τα νεολιθικά κατάλοιπα της ανθρώπινης παρουσίας στο νότιο άκρο του νησιού. Δυτική Ελλάδα Στην ηπειρωτική Δυτική Ελλάδα καταγράφεται μόλις μία θέση της ΝΕ, η οποία αποτελεί το 20% των νεολιθικών θέσεων της περιφέρειας (5 θέσεις) (πίνακας β). Πρόκειται για μία θέση που εντοπίζεται στον Άγιο Ηλία Ιθωρίας, στην περιφέρεια της λιμνοθάλασσας του Αιτωλικού. Η μοναδική θέση της ΝΕ που συμπληρώνει τον ήδη περιορισμένο αριθμό των νεολιθικών θέσεων της περιφέρειας διατηρεί το σποραδικό χαρακτήρα της νεολιθικής ανθρώπινης παρουσίας στην περιφέρεια της Δυτικής Ελλάδας (Παπαδόπουλος 1991: 34). 195

203 Κεφάλαιο 7 Συμπεράσματα για το χωροταξικό δίκτυο των οικισμών κατά τη ΝΕ Η κατανομή των θέσεων της ΝΕ στον ελλαδικό χώρο υποδεικνύει ότι πρόκειται για θέσεις που συμπληρώνουν τη νεολιθική ανθρώπινη παρουσία σε περιοχές στις ο- ποίες έχει καταγραφεί ήδη, αλλά και σε περιοχές στις οποίες η νεολιθική παρουσία τεκμηριώνεται φτωχά από τις υπόλοιπες νεολιθικές θέσεις. Η περιγραφή της χωροταξίας των θέσεων της ΝΕ υποδεικνύει τη σημασία της αναλογίας των θέσεων αυτών προς τις υπόλοιπες νεολιθικές θέσεις μιας περιφέρειας, έναντι του ποσοστού των θέσεων της ΝΕ της ίδιας περιφέρειας σε σχέση με τα ποσοστά των υπολοίπων περιφερειών. Αυτό συμβαίνει γιατί η εικόνα για την ανθρώπινη παρουσία της ΝΕ σε μια περιφέρεια διαφοροποιείται κυρίως σε συνάρτηση με την πρώτη αναλογική σχέση και όχι με τη δεύτερη. Έτσι, οι πιο σημαντικές διαφοροποιήσεις σημειώνονται στις περιφέρειες της Ηπείρου, των Ιόνιων Νησιών και της Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης, περιοχές στις οποίες το ποσοστό των θέσεων της ΝΕ είναι μεγαλύτερο από το 40% του συνόλου των νεολιθικών θέσεων καθεμιάς περιφέρειας. Αντίθετα, τα δεδομένα για τη νεολιθική ανθρώπινη παρουσία διαφοροποιούνται ελάχιστα στις περιφέρειες της Δυτικής Μακεδονίας, της Θεσσαλίας και της Κεντρικής Μακεδονίας, στις οποίες το ποσοστό των θέσεων της ΝΕ είναι μικρότερο από το 11% των νεολιθικών θέσεων κάθε περιφέρειας. Επομένως, εκείνο που έχει ενδιαφέρον για τη γνώση της χωροταξίας της νεολιθικής ανθρώπινης παρουσίας είναι η επιβεβαίωση της ανθρώπινης παρουσίας σε περιοχές που εμφανίζονταν σχεδόν κενές από νεολιθικές θέσεις, όπως η Αιγαιακή Θράκη, η Ήπειρος και ορισμένα νησιά του ελλαδικού χώρου στο Ιόνιο και το Αιγαίο. Το στοιχείο που παραμένει αναλλοίωτο για τα χωροταξικά χαρακτηριστικά των θέσεων της Νεολιθικής Εποχής, με την προσθήκη των θέσεων της ΝΕ στις υπόλοιπες νεολιθικές θέσεις, είναι η σποραδική ανθρώπινη παρουσία στο δυτικό ελλαδικό χώρο, παρά τη συμπλήρωση του τοπίου της Ηπείρου, της Δυτικής Ελλάδας και των Ιόνιων Νησιών με ορισμένες θέσεις της ΝΕ περιόδου. Αναλλοίωτη παραμένει, επίσης, η εικόνα για τη σποραδική ανθρώπινη παρουσία στη ΒΔ Πελοπόννησο, η οποία φαίνεται να ακολουθεί περισσότερο τον υπόλοιπο δυτικό ελλαδικό χώρο παρά την υπόλοιπη Πελοπόννησο. Στον ανατολικό ελλαδικό χώρο, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η καταγραφή δύο σημαντικών ποσοστών θέσεων της ΝΕ στις περιφέρειες της Πελοποννήσου και της Κρήτης, καθώς στην πρώτη καταγράφεται το πρώτο μεγαλύτερο (21%) και στη δεύτερη το τρίτο μεγαλύτερο ποσοστό (13%). Τόσο η Πελοπόννησος όσο και η Κρήτη αποτελούν δύο περιφέρειες του νότιου ελλαδικού χώρου οι οποίες σύμφωνα με τα δεδομένα από τις υπόλοιπες νεολιθικές θέσεις συγκέντρωναν ένα πολύ μικρό ποσοστό θέσεων μέχρι την ΤΝ περίοδο. Η προσθήκη των θέσεων της ΝΕ διαφοροποιεί σε ένα βαθμό τη συνολική εικόνα για τη νεολιθική ανθρώπινη παρουσία στις δύο αυτές περιοχές του νότιου ελλαδικού χώρου κυρίως ποσοτικά, με δεδομένο ότι οι θέσεις της ΝΕ συγκεντρώνονται στις 196

204 Κεφάλαιο 7 υπάρχουσες εστίες της ανθρώπινης παρουσίας όπως καταγράφονται σε κάθε περίοδο της Νεολιθικής Εποχής. Με την προσθήκη των θέσεων της ΝΕ τεκμηριώνεται η νεολιθική ανθρώπινη παρουσία σε κάποια από τα νησιά του Αιγαίου, συμπληρώνοντας ορισμένα κενά της ανθρώπινης παρουσίας στο νησιωτικό χώρο Πρώιμη Εποχή Χαλκού ΑΡΙΘΜΟΣ ΘΕΣΕΩΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ - ΘΡΑΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 74 ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΗΠΕΙΡΟΣ ΙΟΝΙΑ ΝΗΣΙΑ ΘΕΣΣΑΛΙΑ ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΔΑ - ΑΤΤΙΚΗ 83 9 ΔΥΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ ΒΟΡΕΙΟ ΑΙΓΑΙΟ ΚΥΚΛΑΔΕΣ 59 ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ ΚΡΗΤΗ Πίνακας α. Κατανομή των θέσεων της ΠΕΧ στον ελλαδικό χώρο. ΚΡΗΤΗ 15% ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ 3% ΚΥΚΛΑΔΕΣ 14% ΒΟΡΕΙΟ ΑΙΓΑΙΟ 5% ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ 19% ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ - ΘΡΑΚΗ 3% ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 7% ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 4% ΗΠΕΙΡΟΣ 1% ΙΟΝΙΑ ΝΗΣΙΑ 2% ΘΕΣΣΑΛΙΑ 9% ΔΥΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ 0% ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΔΑ - ΑΤΤΙΚΗ 18% Πίνακας β. Κατανομή των θέσεων της ΠΕΧ στον ελλαδικό χώρο. Ο χάρτης κατανομής των θέσεων της Πρώιμης Εποχής Χαλκού απεικονίζει με σαφήνεια την εξάπλωση της ανθρώπινης παρουσίας σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο στη 197

205 Κεφάλαιο 7 διάρκεια της ΠΕΧ (χάρτης 7.2.6), η οποία επιβεβαιώνεται σε 1822 θέσεις (πίνακας 7.2.γ). Οι πίνακες α και β, που παρουσιάζει τη χωρική κατανομή των θέσεων της ΠΕΧ στον ελλαδικό χώρο, απεικονίζουν τη μεγάλη συγκέντρωση θέσεων που καταγράφεται στις περιφέρειες της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδας-Αττικής. Οι δύο περιφέρειες συγκεντρώνουν η καθεμιά πάνω από 300 θέσεις, καθώς στην πρώτη καταγράφονται 353 θέσεις (19%) και στη δεύτερη 324 θέσεις (18%). Τα αμέσως μικρότερα ποσοστά θέσεων καταγράφονται στις περιφέρειες της Κρήτης (15%) και των Κυκλάδων (14%), από τις οποίες η πρώτη συγκεντρώνει 276 θέσεις και η δεύτερη 249 θέσεις. Στις λοιπές περιφέρειες του ελλαδικού χώρου καθεμιά περιφέρεια συγκεντρώνει ποσοστό θέσεων μικρότερο από το 10% του συνολικού αριθμού των θέσεων. Η Θεσσαλία και η Κεντρική Μακεδονία συγκεντρώνουν η καθεμιά πάνω από 100 θέσεις, καθώς στην πρώτη καταγράφονται 162 (9%) και στη δεύτερη 135 θέσεις (7%). Ο αριθμός των θέσεων μειώνεται κάτω από 100 σε καθεμιά από τις λοιπές περιφέρειες. Στο Βόρειο Αιγαίο εντοπίζονται 83 θέσεις (5%) και στη Δυτική Μακεδονία 74 θέσεις (4%) της ΠΕΧ. Στα Δωδεκάνησα καταγράφονται 59 θέσεις (3%) και στην Ανατολική Μακεδονία- Θράκη 46 θέσεις (3%). Τα μικρότερα ποσοστά θέσεων της ΠΕΧ συγκεντρώνουν οι περιφέρειες των Ιόνιων Νησιών (2%), της Ηπείρου (1%) και της Δυτικής Ελλάδας (0%), ποσοστά που αντιστοιχούν σε 41 θέσεις στην πρώτη περιφέρεια, σε 11 θέσεις στη δεύτερη και σε 9 θέσεις στην τελευταία. Πελοπόννησος Σημαντική εξάπλωση της ανθρώπινης παρουσίας σημειώνεται σε ολόκληρη την Πελοπόννησο στη διάρκεια της ΠΕΧ, η οποία συγκεντρώνει το 19% των θέσεων του ελλαδικού χώρου. Στη χερσόνησο της Νότιας Αργολίδας, η εντατική επιφανειακή έρευνα επιβεβαιώνει την εξάπλωση της εγκατάστασης σε ένα μεγάλο αριθμό θέσεων σε ολόκληρη τη χερσόνησο. Παρά τα επεισόδια εγκατάλειψης που σημειώνονται σε οκτώ θέσεις στο τέλος της ΤΝ περιόδου (G11, C25, C29, F14, F25, D3, Σπήλαιο Φράγχθι), η ανθρώπινη δραστηριότητα εξαπλώνεται σε πενήντα τρεις νέες θέσεις στην επιφάνεια της χερσονήσου, ενώ παράλληλα δέκα νεολιθικές θέσεις εξακολουθούν να κατοικούνται στη διάρκεια της ΠΕΧ. Μια πυκνή συγκέντρωση θέσεων εντοπίζεται στη μεσόγεια κοιλάδα των Φούρνων, πυρήνα της ανθρώπινης παρουσίας ήδη από την προηγούμενη περίοδο. Ο κόλπος της Κοιλάδας και ο κάμπος που απλώνεται νότια αποτελούν μια δεύτερη σημαντική εστία της ΠΕΧ. Ορισμένες από τις τοποθεσίες που επιλέγονται βρίσκονται στα ανατολικά της χερσονήσου στις περιοχές αποστράγγισης στη Δάρδηζα, την Ερμιόνη και τα Φλάμπουρα, σε θέσεις που δεν απέχουν περισσότερο από 2χλμ. από τη σημερινή α- κτή. Μικρές σε μέγεθος θέσεις της ΠΕΧ είναι διασκορπισμένες στο τοπίο, κυρίως στην περιοχή του Κρανιδίου. Τρεις από τις μεγαλύτερες θέσεις της περιόδου (Κοιλάδα C11, Πόρτο Χέλι Α33, Ερμιόνη Ε13) βρίσκονται σε τρία εξαιρετικά λιμάνια, γεγονός που υπογραμμίζει τη σπουδαιότητα που αποκτά η δυνατότητα της θαλάσσιας επι- 198

206 Κεφάλαιο 7 κοινωνίας. Η πλειονότητα των ΠΕΧ θέσεων βρίσκονται πάνω ή κοντά στα όρια των βαθιών, παλιών εδαφών του οφιόλιθου, της μάργας και της φλύσχης, ιδιαίτερα ευνοϊκών για την πρακτική της καλλιέργειας (Jameson, van Andel και Runnels 1994: ). Εκτός από τη χερσόνησο της Αργολίδας στην οποία σημειώνεται σημαντική εξάπλωση των θέσεων, διαπιστώνονται στη διάρκεια της ΠΕΧ τα πρώτα ίχνη της ανθρώπινης παρουσίας στα νησιά που βρίσκονται απέναντι από τη χερσόνησο, δηλαδή στις Σπέτσες, τη Δοκό και την Ύδρα. Στην περιοχή Μπερμπάτι-Λίμνες, σύμφωνα με τα δεδομένα της εντατικής επιφανειακής έρευνας, στο τέλος της Νεολιθικής σημειώνονται μικρά επεισόδια εγκατάλειψης στην κύρια κοιλάδα Μπερμπάτι και νοτιότερα στους λόφους της Κλεισούρας. Δύο θέσεις εγκαταλείπονται στην πρώτη περιοχή, ενώ άλλες τρεις θέσεις εγκαταλείπονται στη δεύτερη. Μέσα στην κοιλάδα Μπερμπάτι η Πρόσυμνα επανακατοικείται, ενώ παράλληλα τέσσερις νέες θέσεις (FS308, FS35, FS401 και FS18) ιδρύονται στα βόρεια της κοιλάδας σε υψόμετρο περίπου 300μ. Όλες οι θέσεις έχουν πρόσβαση στα εύφορα εδάφη φλύσχης και μάργας που καλύπτουν τις πλαγιές της κοιλάδας, ενώ η χωροθέτησή τους πάνω στην πλαγιά της Ψηλής Ράχης προσφέρει τη δυνατότητα οπτικού ελέγχου του περάσματος της Κλεισούρας. Η ορεινή περιοχή των Λιμνών και η ορεινή κοιλάδα Μίγιο δίνουν τεκμήρια για τη συνέχιση της ανθρώπινης δραστηριότητας στις θέσεις που είχαν ιδρυθεί την προηγούμενη περίοδο. Στην περιοχή της Βίγλιζας δύο νέες θέσεις ιδρύονται (FS41 και FS43) σε υψόμετρο μεταξύ μ., πάνω σε ασβεστολιθικά ε- δάφη με περιορισμένες δυνατότητες για καλλιέργεια (Forsen 1996: ). Από την κοιλάδα Μπερμπάτι φυσικά περάσματα οδηγούν στην αργολική πεδιάδα, η οποία φαίνεται να ακολουθεί την τάση εξάπλωσης των θέσεων που παρατηρείται την ίδια περίοδο στις παραπάνω περιοχές. Νέες θέσεις ιδρύονται σε μεσόγειες τοποθεσίες της πεδιάδας, αλλά και σε τοποθεσίες κοντά στη θάλασσα του Αργολικού Κόλπου (Ντούζουγλη- Ζάχου 1998: 28-29). Στα ανατολικά και προς τα βόρεια της πεδιάδας, στην περιοχή μεταξύ του Αραχναίου και του ορεινού όγκου Μεγαλοβούνι, νέες θέσεις ιδρύονται πάνω σε έναν άξονα που συνδέει την αργολική πεδιάδα με τον Κόλπο της Επιδαύρου. Στη Λακωνία, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της εντατικής επιφανειακής έρευνας, τα εκτεταμένα επεισόδια εγκατάλειψης θέσεων της ΤΝ συνοδεύονται από την ίδρυση σχεδόν τριπλάσιου αριθμού νέων θέσεων στη διάρκεια της ΠΕΧ. Μία θέση της ΤΝ και τρεις θέσεις της ΝΕ συνεχίζουν να κατοικούνται στην ΠΕΧ, ενώ ιδρύονται 39 νέες θέσεις. Η πλειονότητα των θέσεων συγκεντρώνονται στο νότιο τμήμα της περιοχής έ- ρευνας, στο κυματιστό ανάγλυφο γύρω από τα Χρύσαφα, που βρίσκεται σε απόσταση από τον ποταμό Ευρώτα (Mee 2001: 10). Πιο περιορισμένη εμφανίζεται η κατανομή των θέσεων στον ασβεστολιθικό ορεινό όγκο του Αγίου Κωνσταντίνου, καθώς και στην κατακερματισμένη από τα πολλά ρέματα περιοχή που εκτείνεται στα ανατολικά του υψώματος. Νοτιότερα μια θέση ιδρύεται στις πλαγιές της κοιλάδας του Κηλεφίνα, ενώ μια 199

207 Κεφάλαιο 7 δεύτερη θέση ιδρύεται μέσα στην κοιλάδα του κάτω ρου του Κηλεφίνα. Στην πεδιάδα του ποταμού Ευρώτα έχουν εντοπιστεί μόνο δύο θέσεις. Μια θέση βρίσκεται νοτιότερα στην κορυφογραμμή του Μενέλαιου. Με εξαίρεση την ασβεστολιθική κορυφή του Αγίου Κωνσταντίνου, το σύνολο των παραπάνω περιοχών που βρίσκονται στα βόρεια της περιοχής έρευνας καλύπτονται από ένα λεπτό στρώμα εδαφών που προέρχονται από σχιστολιθικό υπόβαθρο (Shipley 1996: κατάλογος θέσεων). Προς τα νότια τμήματα της περιοχής έρευνας, το Λουτσόρεμα ρέει με κατεύθυνση προς τα ΝΑ διασχίζοντας τη λεκάνη των Χρύσαφων, την οποία αποστραγγίζει στο νότιο τμήμα της. Τρεις θέσεις έχουν εντοπιστεί πάνω σε κορυφογραμμές στα ανατολικά του άνω ρου του Λουτσορέματος, στο υψίπεδο της Νεογενούς που έχει σχηματιστεί από τοπική μάργα και κροκαλοπαγή. Μια συγκέντρωση θέσεων έχει εντοπιστεί σε μια πλατιά κορυφογραμμή στη δυτική πλευρά του άνω ρου του ρέματος, που μαζί με τον πυθμένα της κοιλάδας θα πρέπει να αποτελούσαν σημαντικό δρόμο στο παρελθόν. Ένας μικρότερος αριθμός θέσεων έχει εντοπιστεί στον κάτω ρου του Λουτσορέματος. Μια ομάδα θέσεων της ΠΕΧ εντοπίζεται σε μια ευρύτερη περιοχή ανάμεσα στο υψίπεδο της Νεογενούς και στον κάτω ρου του Λουτσορέματος. Πρόκειται για μια περιοχή όπου κυριαρχούν τρεις κοιλάδες σχηματισμένες από στρώματα κροκαλοπαγούς μάργας, με εμφανή σχιστόλιθο στον πυθμένα τους. Ανατολικά, στην ορεινή λεκάνη των Χρύσαφων μια ομάδα θέσεων κατανέμονται στην κορυφή και τις ομαλές πλαγιές του επίπεδου κωνικού λόφου του Αϊλιά, που ανυψώνεται 60μ. πάνω από το περιβάλλον τοπίο, ενώ μια δεύτερη ομάδα βρίσκεται γύρω από μικρές κοιλάδες που αποστραγγίζουν τη λεκάνη στα νότια. Η περιοχή των Χρύσαφων όπου εντοπίστηκαν οι θέσεις της ΠΕΧ περιλαμβάνει το χαμηλότερο τμήμα της ορεινής λεκάνης με εδάφη που προέρχονται από ασβεστόλιθο και χαρακτηρίζονται από περιορισμένες δυνατότητες για καλλιέργεια (Shipley 1996: κατάλογος θέσεων). Δυτικά από το ρου του ποταμού Ευρώτα υπάρχει μια σειρά από μεγάλες σε μέγεθος θέσεις της ΠΕΧ περιόδου, που βρίσκονται κυρίως πάνω σε νεογενείς μάργες και αλλουβιακές αποθέσεις (Bintliff 1977: χάρτης 3). Νοτιότερα, στην πεδιάδα του Έλου μια σειρά από θέσεις της ΠΕΧ δημιουργούν ένα στεφάνι που ακολουθεί τα όρια που έχουν σχηματίσει οι πρόσφατες αλλουβιακές αποθέσεις του ποταμού. Κάποιες από τις θέσεις βρίσκονται πάνω στο παλαιότερο αλλούβιο, ενώ στα ανατολικά της πεδιάδας οι περισσότερες θέσεις έχουν ιδρυθεί πάνω σε αμμούχο μάργα στην περιοχή γύρω από το Αστέρι. Στη διάρκεια της ΠΕΧ η ανθρώπινη παρουσία εξαπλώνεται προς τα νότια, σε θέσεις που εντοπίζονται στη χερσόνησο του Μαλέα ακολουθώντας την παράκτια ζώνη, με κατάληξη την περιοχή της Νεάπολης και το απέναντι νησάκι της Ελαφονήσου. Τη γενικότερη εξάπλωση της κατοίκησης στη νότια ηπειρωτική Λακωνία ακολουθεί την ί- δια εποχή και το νησί των Κυθήρων, στο οποίο η εντατική επιφανειακή έρευνα εντόπισε έξι νέες θέσεις. Οι θέσεις αυτές βρίσκονται στο κεντρικό οροπέδιο του νη- 200

208 Κεφάλαιο 7 σιού, ενώ το τοπίο συμπληρώνουν τέσσερις ακόμη θέσεις που είναι γνωστές από άλλες έρευνες στο νησί, εκ των οποίων οι δύο βρίσκονται στα βόρεια και οι άλλες δύο στα ανατολικά του νησιού. Τα πολιτισμικά παράλληλα των θέσεων των Κυθήρων με την υπόλοιπη Πελοπόννησο υποδεικνύουν ότι η εξάπλωση της ανθρώπινης παρουσίας στο νησί αποτελεί μέρος των τοπικών μετακινήσεων που πραγματοποιούνται στην πεδιάδα της Νεάπολης και στον Κόλπο της Ελαφονήσου, στα ανοιχτά του οποίου και σε κοντινή α- πόσταση βρίσκεται το νησί των Κυθήρων (Broodbank 1999: 210). Την ίδια περίοδο, η ανθρώπινη παρουσία στην περιοχή της Μεσσηνίας αποκτά πιο έντονο χαρακτήρα σε σύγκριση με τα νεολιθικά χρόνια. Θέσεις της περιόδου ε- ντοπίζονται στην παράκτια περιοχή στην κορυφή του Μεσσηνιακού Κόλπου, αλλά και στην ενδοχώρα της μεσσηνιακής πεδιάδας που εκτείνεται προς τα βόρεια. Ο ποταμός Πάμησος που διασχίζει την πεδιάδα σε συνδυασμό με τα αλλουβιακά εδάφη της την καθιστούν στην πιο πλούσια ζώνη της Μεσσηνίας, όσον αφορά στις δυνατότητες για καλλιεργητικές δραστηριότητες (Loy και Wright 1972: 36). Στην περιοχή της Δυτικής Μεσσηνίας, η εξάπλωση της ανθρώπινης παρουσίας επιβεβαιώνεται τόσο από τις παλιότερες επιφανειακές έρευνες του αρχαιολογικού προγράμματος της Μινεσότα, όσο και από την πιο πρόσφατη εντατική επιφανειακή έρευνα του αρχαιολογικού προγράμματος της Πύλου. Σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα της τελευταίας έρευνας, δώδεκα νέες θέσεις ιδρύονται στη διάρκεια της ΠΕΧ στην περιοχή έρευνας, που εκτείνεται βόρεια από τον Κόλπο του Ναβαρίνου ώς τη σύγχρονη πόλη των Γαργαλιάνων και από την ακτή ώς την κοιλάδα του ποταμού Βελίκα στην ενδοχώρα. Οι θέσεις της εποχής είναι χωροθετημένες στην παράκτια ζώνη, πάνω ή κοντά στην ακτή, αλλά και σε αποτραβηγμένες από τη θάλασσα μεσόγειες τοποθεσίες. Η θέση Βρωμονέρι-Νώζαινα (Ι20) εντοπίστηκε σε λόφο πάνω από τη θάλασσα, μια χωροθέτηση που διαπιστώνεται και σε άλλες θέσεις της περιοχής, όπως στο Στόμιο στα Φιλιατρά και στο Πετροχώρι-Βοϊδοκοιλιά. Η τάση για εγκατάσταση κοντά στη θάλασσα ενισχύεται από τις θέσεις D1 και K1 στους Γαργαλιάνους, την I1 στο Κορυφάσιο και την Ι28 στο Βρωμονέρι, οι οποίες βρίσκονται σε μικρή απόσταση από τη σημερινή ακτή. Στο Β άκρο του Κόλπου του Ναβαρίνου οι θέσεις Ι04 και Ι02 εντοπίστηκαν στην πιο εκτεταμένη αλλουβιακή κατακλυζόμενη πεδιάδα της περιοχής έρευνας, ενώ μια τρίτη θέση εντοπίστηκε στη λιμνοθάλασσα Οσμάναγα (Πετροχώρι-Οσμάναγα). Η θέση Μ1 είναι χωροθετημένη πάνω στην πλαγιά απότομης κοιλάδα που συνδέει την παράκτια πεδιάδα με τα οροπέδια στους πρόποδες του όρους Αιγάλεω, ενώ οι θέσεις L06 και L05 βρίσκονται στην κοιλάδα του ποταμού Βελίκα. Στη διάρκεια της ΠΕΧ δε λείπουν και οι πιο ορεινές θέσεις, όπως η Ι23 στην ορεινή περιοχή της Λεύκης ανάμεσα στους Γαργαλιάνους και τη Χώρα. Σε μεσόγειες τοποθεσίες βρίσκονται, επίσης, οι θέσεις Ίκλαινα και Δεριζιώτη Αλώνι. Το οικιστικό τοπίο της περιοχής της Πύλου συ- 201

209 Κεφάλαιο 7 μπληρώνουν άλλες οκτώ θέσεις, οι οποίες είχαν δώσει ίχνη εγκατάστασης ήδη από τη Νεολιθική Εποχή (Davis et al. 1997: ). Η θάλασσα αποτελεί ένα φυσικό στοιχείο το οποίο φαίνεται να προσελκύει την περίοδο της ΠΕΧ και τους κατοίκους της Αρκαδίας. Στη διάρκεια της ΠΕΧ, η ανθρώπινη παρουσία δεν περιορίζεται στην ορεινή Αρκαδία, αλλά εξαπλώνεται προς τις ανατολικές περιοχές της, που βρίσκονται σε μεγαλύτερη εγγύτητα με τη θάλασσα. Στην ανατολική Αρκαδία, οι δύο περιοχές που συγκεντρώνουν τα κατάλοιπα της ανθρώπινης παρουσίας της ΠΕΧ είναι η μικρή παράκτια πεδιάδα του Τύρου και νοτιότερα η λοφώδης περιοχή που εκτείνεται από τους ανατολικούς πρόποδες του Πάρνωνα ώς το Λεωνίδιο. Οι ορεινές πεδιάδες των Καφυών και του Ορχομενού στα βόρεια της πεδιάδας της Τρίπολης, καθώς και η ίδια η πεδιάδα της Τρίπολης αποτέλεσαν περιοχές εξάπλωσης της ανθρώπινης παρουσίας στη διάρκεια της ΠΕΧ, όπως υποδεικνύει η ίδρυση νέων θέσεων. Αντίθετα, στην κοιλάδα της Ασέας, η εντατική επιφανειακή έρευνα κατέγραψε την ύφεση της ανθρώπινης παρουσίας στην περιοχή (Forsen, Forsen και Lavento 1996: 73). Η κατοίκηση περιορίζεται σε δύο θέσεις που κατοικούνταν ήδη από το τέλος της Νεολιθικής Εποχής, τη θέση S2 στο ΝΑ άκρο του όρους Σομπέτι και την Ασέα- Παλαιόκαστρο χωροθετημένη πάνω σε λόφο μέσα στην κοιλάδα, καθώς και στη θέση S16 στον πυθμένα της κοιλάδας που μετά από ένα κενό συγκεντρώνει νέα ανθρώπινη δράση. Στην Κορινθία, η ανθρώπινη παρουσία της ΠΕΧ περιόδου εμφανίζεται πιο περιορισμένη από ότι στην Αρκαδία. Βόρεια και δυτικά από τον Ισθμό της Κορίνθου, στη χερσόνησο της Περαχώρας, η έρευνα έχει επιβεβαιώσει την ανθρώπινη παρουσία κατά την ΠΕΧ. Η ίδια η χερσόνησος υποδιαιρείται από τους λόφους και τα βουνά σε τέσσερις μικρότερες περιοχές, καθεμιά από τις οποίες αποτέλεσε εστία εγκατάστασης του πληθυσμού της χερσονήσου. Όλες οι περιοχές διαθέτουν γη με χαρακτηριστικά που ευνοούν την καλλιέργεια, ενώ οι γύρω πλαγιές των λόφων και των βουνών καλύπτονται από πευκοδάση. Η τοπογραφία της περιοχής δεν δημιουργεί εμπόδια στην επικοινωνία μεταξύ των περιοχών, ενώ παράλληλα υπάρχει η δυνατότητα εύκολης επικοινωνίας με την περιοχή του Λουτρακίου κοντά στον Ισθμό (Fossey 1990: 203, 205). Οι περιοχές εκατέρωθεν του Ισθμού αποτέλεσαν σημαντικό πόλο έλξης των ανθρώπων της περιόδου, όπως επιβεβαιώνει η παρουσία ενός μεγάλου αριθμού θέσεων. Σ αυτό το γεγονός συνέβαλαν η πρόσβαση στην εύφορη πεδιάδα της Κορίνθου, καθώς και η δυνατότητα εκμετάλλευσης της θάλασσας (Cosmopoulos 1991: 5). Στο σημείο αυτό θα πρέπει να υπογραμμιστεί το γεγονός ότι οι οικισμοί του Ισθμού βρίσκονται σε μια καίρια θέση για την επικοινωνία των πληθυσμών της Πελοποννήσου με εκείνους του κεντρικού ελλαδικού χώρου, αλλά και μεταξύ των πληθυσμών του Αιγαίου και του δυτικού ελλαδικού ηπειρωτικού και νησιωτικού χώρου (Τσώνος 2000: ). 202

210 Κεφάλαιο 7 Νότια από τον Ισθμό, συγκέντρωση θέσεων της ΠΕΧ παρατηρείται στην κοιλάδα της Νεμέας, καθώς και στις γειτονικές της κοιλάδες. Η συγκέντρωση αυτή δεν είναι προϊόν αποκλειστικά της ίδρυσης νέων θέσεων, όπως η θέση 503 και το Πετρί, αλλά και της επανακατοίκησης θέσεων που είχαν εγκαταλειφθεί στη διάρκεια της Νεολιθικής Εποχής, όπως η θέση 101 και η Τσούγκιζα. Η θέση 204, αχρονολόγητη νεολιθική θέση, δίνει ενδείξεις εγκατάστασης, σε αντίθεση με τη θέση 702 της οποίας τα λιγοστά ίχνη της ανθρώπινης παρουσίας της ΤΝ φαίνεται να απουσιάζουν ολοκληρωτικά στην ΠΕΧ (Wright et al. 1985: 94, Cherry et al. 1988: 174, Rutter 2001: 148). Ε- πομένως, μετά από μια ύφεση της ανθρώπινης παρουσίας που παρατηρείται στην περιοχή της Νεμέας προς το τέλος της Νεολιθικής Εποχής, το οικιστικό τοπίο φαίνεται σε ένα βαθμό να αποκαθίσταται στη διάρκεια της ΠΕΧ. Δύο από τις θέσεις που κατοικούνται στη διάρκεια της ΠΕΧ είναι χωροθετημένες σε άμεση σχέση με τις φυσικές οδούς επικοινωνίας που περνούν από την περιοχή. Η θέση 204 βρίσκεται μέσα στο πέρασμα του Τρητού, ενώ η θέση 503 ελέγχει τη μεγαλύτερη οδό από την πεδιάδα του Φλειούντα προς τις Μυκήνες. Η χωροθέτηση των θέσεων της περιοχής της Νεμέας πάνω στον άξονα που ενώνει την Κορινθία με την Αργολίδα υπογραμμίζει τη σπουδαιότητα που είχε η πρόσβαση σε φυσικούς δρόμους επικοινωνίας την περίοδο της ΠΕΧ. Στη ΒΔ Πελοπόννησο, μολονότι παρατηρείται μια διάχυση των θέσεων εγκατάστασης, η ανθρώπινη παρουσία παραμένει περιορισμένη σε σχέση με τις υπόλοιπες περιοχές της Πελοποννήσου. Η περιοχή που συγκεντρώνει τις περισσότερες θέσεις είναι η παράκτια πεδιάδα του Αλφειού στην Ηλεία, και ιδιαίτερα το νότιο τμήμα της στην περιοχή της Ολυμπίας όπου βρίσκονται οι πιο εύφορες κοιλάδες της περιοχής. Ο ίδιος ο ποταμός Αλφειός αποτελούσε ένα φυσικό δρόμο επικοινωνίας ανάμεσα στους πληθυσμούς της Ηλείας και εκείνους της ενδοχώρας της Πελοποννήσου και της Αρκαδίας (Koumouzelis 1980: 2, 5). Στο βόρειο άκρο της πεδιάδας, σημειώνεται μια μικρή συγκέντρωση θέσεων γύρω από το λιμάνι του Κατάκολου, ένα από τα λιγοστά καλά και ασφαλή λιμάνια της Ηλείας που έδινε τη δυνατότητα για επικοινωνία με τα νησιά του Ιονίου και ιδιαίτερα με τη Ζάκυνθο ακριβώς απέναντι (Souyoudzoglou-Haywood 1999: 122). Βορειότερα, άλλες δύο θέσεις της ΠΕΧ βρίσκονται στην πεδιάδα του Πηνειού, σε τοποθεσίες κοντά στο ποτάμι αλλά αποτραβηγμένες από την ακτή προς την ενδοχώρα. Στις περιοχές της Αχαΐας, η ανθρώπινη παρουσία εξακολουθεί να είναι περιορισμένη κυρίως στην παράκτια ζώνη του Πατραϊκού και του Κορινθιακού Κόλπου. Τα κοινά πολιτισμικά στοιχεία που διαπιστώνονται μεταξύ των πληθυσμών του Ιονίου και εκείνων του Αιγαιακού χώρου τοποθετούν τις θέσεις στη βόρεια ακτή της Πελοποννήσου πάνω στον πιο πιθανό δρόμο επικοινωνίας και κοινωνικών επαφών ανάμεσα στις δύο περιοχές (Τσώνος 2000: 184). Στη διάρκεια της ΠΕΧ, οι εστίες της ανθρώπινης παρουσίας είναι διάσπαρτες σε ολόκληρη σχεδόν την Πελοπόννησο. Η αναλυτική περιγραφή της χωρικής κατανομής 203

211 Κεφάλαιο 7 των θέσεων στο τοπίο υποδεικνύει την εδραίωση δύο τάσεων που είχαν αρχίσει να διαφαίνονται από το τέλος της Νεολιθικής Εποχής. Η πρώτη αφορά στη χωροθέτηση των θέσεων σε ορεινές τοποθεσίες, σε πλαγιές και ανυψωμένα εδάφη όπως παρατηρείται σε θέσεις της χερσονήσου της Νότιας Αργολίδας, στο οροπέδιο των Λιμνών και την ορεινή λεκάνη Μίγιο, τις λεκάνες της ορεινής Αρκαδίας, τη λεκάνη των Χρύσαφων στη Λακωνία και την ορεινή περιοχή της Λεύκης στη Δυτική Μεσσηνία. Η δεύτερη τάση αφορά στη χωροθέτηση των θέσεων σε παράκτιες περιοχές, όπως συμβαίνει στον Ισθμό της Κορίνθου, τη χερσόνησο της Νότιας Αργολίδας και την αργολική πεδιάδα, στην πεδιάδα του Τύρου, την πεδιάδα του Έλου και την περιφέρεια του Λακωνικού Κόλπου, στη μεσσηνιακή πεδιάδα και την περιφέρεια του Μεσσηνιακού Κόλπου, στη Δυτική Μεσσηνία, βορειότερα στην παράκτια πεδιάδα του Αλφειού και το λιμάνι του Κατάκολου, όπως επίσης και κατά μήκος της βόρεια ακτής της Πελοποννήσου. Η τάση αυτή συνοδεύεται με την δημιουργία νέων πυρήνων της ανθρώπινης παρουσίας στα νησιά που βρίσκονται στην περιφέρεια της Πελοποννήσου, όπως η Δοκός, η Ύδρα, οι Σπέτσες, η Ελαφόνησος, καθώς και με την ανάπτυξη μιας σημαντικής εστίας στο νησί των Κυθήρων. Όλες αυτές οι εστίες της ανθρώπινης παρουσίας που βρίσκονται διάσπαρτες στο τοπίο της Πελοποννήσου συνδέονται μεταξύ τους με άξονες επικοινωνίας, οι οποίοι ακολουθούν τα φυσικά περάσματα που χρησιμοποιήθηκαν σε ολόκληρη τη Νεολιθική Εποχή. Νέο στοιχείο αποτελεί η χωροθέτηση παράκτιων θέσεων σε καλά φυσικά λιμάνια που αναμφίβολα εξυπηρετούν στην από θαλάσσης επικοινωνία της Πελοποννήσου με νησιωτικές και η- πειρωτικές περιοχές του ελλαδικού χώρου. Στερεά Ελλάδα-Αττική Η περιφέρεια της Στερεάς Ελλάδας-Αττικής συγκεντρώνει το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό θέσεων της ΠΕΧ στον ελλαδικό χώρο (18%). Η Εύβοια μαζί με το νησί της Σκύρου συνιστούν μια ευρύτερη γεωγραφική περιοχή που συγκεντρώνει το μεγαλύτερο αριθμό θέσεων στο εσωτερικό της περιφέρειας. Με εξαίρεση ελάχιστες περιπτώσεις, αυτή την περίοδο τα σπήλαια παύουν να χρησιμοποιούνται και οι ανθρώπινες δραστηριότητες εκτυλίσσονται σε ανοιχτές θέσεις στο νησί της Εύβοιας. Η πιο πυκνοκατοικημένη περιοχή στην Εύβοια είναι το κεντρικό δυτικό της τμήμα. Οι θέσεις είναι χωροθετημένες σε τοποθεσίες πάνω και κοντά στην ακτή, αλλά και στην ενδοχώρα του νησιού. Στα βόρεια του νησιού θέσεις της ΠΕΧ εντοπίζονται στη χερσόνησο της Λιχάδας, στον εύφορο κάμπο της Ιστιαίας και στις μικρές κοιλάδες που σχηματίζονται κατά πλάτος της παραλίας στη ΒΔ Εύβοια. Νοτιότερα μια μικρή συγκέντρωση θέσεων εντοπίζεται στην περιοχή Μαντουδίου-Στροφυλιά στην ανατολική ακτή του νησιού. Στην ίδια ευθεία, στο δυτικό τμήμα του νησιού θέσεις της ΠΕΧ εντοπίζονται στη λοφώδη δασωμένη περιοχή Λίμνης-Ροβιών. Σε αντίθεση με τη χερσόνησο της Λιχάδας όπου η επικοινωνία με την απέναντι ηπειρωτική χώρα θα πρέπει να αποτελούσε συχνή δρα- 204

212 Κεφάλαιο 7 στηριότητα των κατοίκων, σ αυτή την περιοχή η ακτογραμμή δεν ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκή για θαλάσσια επικοινωνία (Σάμψων 1985: ). Οι θέσεις της κεντρικής Εύβοιας κατανέμονται σε μια σειρά από ξεχωριστές γεωγραφικές ενότητες. Τη βορειότερη περιοχή αποτελεί μια στενή αλλουβιακή πεδιάδα στην περιοχή των Πολιτικών. Μια σειρά λόφων χωρίζει την πεδιάδα με την κοιλάδα των Ψαχνών. Στους δυτικούς πρόποδες του ορεινού όγκου του Δίρφυ στην περιοχή του Μακρυκάππα πηγάζει ο ποταμός Μεσσάπιος, ο οποίος διασχίζοντας την εύφορη λοφώδη περιοχή της Τριάδας καταλήγει στην εύφορη πεδιάδα των Ψαχνών. Οι παραπάνω περιοχές, με τα εύφορα εδάφη και το άφθονο νερό, αποτέλεσαν κατάλληλους τόπους για την εγκατάσταση των πληθυσμών, ενώ μια ακόμη περιοχή στην οποία εντοπίστηκαν θέσεις της ΠΕΧ είναι ο εύφορος κάμπος του Πισώνα, που εκτείνεται στα νότια του ποταμού Μεσσάπιου. Στην περιοχή της Χαλκίδας, θέσεις της ΠΕΧ εντοπίστηκαν στις εκτεταμένες πεδιάδες που σχηματίζονται ανάμεσα στους επιβλητικούς ασβεστολιθικούς όγκους της περιοχής. Στα νότια της κεντρικής Εύβοιας, θέσεις της ΠΕΧ εντοπίζονται στην παράκτια ζώνη από το Βασιλικό ώς την Ερέτρια, αλλά και στην ορεινή ενδοχώρα της περιοχής, καθώς και ανατολικότερα στη μικρή αλλουβιακή πεδιάδα του Αλιβερίου και στην εύφορη λοφώδη περιοχή στα βόρεια του οικισμού (Σάμψων 1985: ). Μετά το Αλιβέρι, στο δρόμο προς την Κύμη, εκτείνεται ένας κάμπος που θα πρέπει να αποτελούσε ένα φυσικό πέρασμα από τα δυτικά στα ανατολικά και από τα βόρεια στα νότια του νησιού. Προς τα βόρεια και ανατολικά εκτείνονται δύο κοιλάδες, η ποτάμια κοιλάδα του Αυλωναρίου και η ποτάμια κοιλάδα του Οξύλιθου, στις οποίες έχουν εντοπιστεί θέσεις της ΠΕΧ περιόδου. Προς τα νότια της Εύβοιας, περιοχές όπου έχουν εντοπιστεί θέσεις της περιόδου αποτελούν η πεδιάδα του Δύστου, ο κάμπος του Αργυρού και ο μικρός όρμος Πόρτο Μπούφαλο. Ο μικρός εύφορος κάμπος των Στύρων σε συνδυασμό με την πρόσβαση στα γύρω βουνά για κτηνοτροφία αποτέλεσε έναν πυρήνα εγκατάστασης. Στον οικισμό Στύρα που ιδρύθηκε στην περιοχή έχουν επιβεβαιωθεί επαφές με τους οικισμούς της Αττικής που βρίσκονται απέναντι (Σάμψων 1985: ). Τεκμήρια της ανθρώπινης δράσης στη διάρκεια της ΠΕΧ έχουν εντοπιστεί και στο νοτιότερο άκρο της Εύβοιας, στον Κόλπο της Καρύστου. Οι θέσεις εντοπίζονται σε παράκτιες τοποθεσίες, αλλά και σε θέσεις αποτραβηγμένες από την ακτή. Οι παράκτιες θέσεις βρίσκονται πάνω σε βραχώδη ακρωτήρια που γειτνιάζουν με καλά προφυλαγμένες παραλίες. Στην περίπτωση της παράκτιας χωροθέτησης η απουσία κατάλληλης γης για την πρακτική της καλλιέργειας, παράλληλα με το ενδιαφέρον για τον ελλιμενισμό μικρών σκαφών σε κατάλληλες παραλίες, υποδεικνύουν τον προσανατολισμό του πληθυσμού σε θαλάσσιες δραστηριότητες και επικοινωνίες. Την ίδια περίοδο, οι λίγες μεσόγειες θέσεις σε εδάφη κατάλληλα για την καλλιέργεια ή τη βοσκή ζώων υποδηλώνει μια εναλλακτική στρατηγική διαβίωσης του πληθυσμού της περιοχής (Keller 1985: 173). 205

213 Κεφάλαιο 7 Στα βορειοανατολικά της Εύβοιας, η αρχαιολογική έρευνα έχει εντοπίσει τα τελευταία χρόνια ένα σημαντικό αριθμό θέσεων της ΠΕΧ στο νησί της Σκύρου. Η γεωγραφική θέση της Σκύρου ανάμεσα στις Σποράδες, τις Κυκλάδες, την Εύβοια και τα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς την τοποθετεί σε κομβικό σημείο θαλάσσιων δρόμων που διασχίζουν τον αιγαιακό χώρο (Theohari και Parlama 1986: 51). Σύμφωνα με τα δεδομένα της επιφανειακής έρευνας, οι θέσεις που εντοπίστηκαν δεν αντιπροσωπεύουν στο σύνολό τους τόπους μόνιμης ανθρώπινης δράσης. Κυρίως στο νότιο και πιο άγονο τμήμα του νησιού, τα ευρήματα περιορίζονται αποκλειστικά σε ποσότητες οψιανού σε πολλές θέσεις, γεγονός που τις συνδέει με δραστηριότητες προσωρινού χαρακτήρα. Ωστόσο, ο μεγαλύτερος αριθμός των θέσεων βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού, με τις μικρές εύφορες πεδιάδες τα χαμηλά βουνά με τα δάση, το άφθονο νερό και τις ομαλές ακτές (Παρλαμά 1992: 261-2). Άλλωστε, σ αυτό το τμήμα του νησιού, πάνω σε ένα χαμηλό ακρωτήρι στη βορειοανατολική ακτή αναπτύχθηκε στη διάρκεια της ΠΕΧ ο σημαντικός οικισμός Παλαμάρι. Ορισμένα χαρακτηριστικά του αρχαιολογικού υλικού του οικισμού υποδεικνύουν επαφές των κατοίκων του οικισμού με τα νησιά του Βόρειου Αιγαίου και την Τροία (Θεοχάρη και Παρλαμά 1997: 355). Στην Αττική διαπιστώνεται σημαντική εξάπλωση των θέσεων στη διάρκεια της ΠΕΧ. Οι θέσεις συγκεντρώνονται κυρίως στο νότιο τμήμα της Αττικής, σε μια ζώνη που εκτείνεται από τον Ωρωπό στα ανατολικά ώς το λεκανοπέδιο της Αθήνας στα δυτικά. Οι τοποθεσίες που επιλέγονται βρίσκονται πάνω ή κοντά στην ακτή, αλλά και στην ενδοχώρα (Cosmopoulos 1991: 6). Στο Νότιο Ευβοϊκό Κόλπο, στην περιοχή του Ωρωπού το αρχαιολογικό πρόγραμμα εντατικής επιφανειακής έρευνας του Ωρωπού εντόπισε οκτώ νέες θέσεις της ΠΕΧ. Οι θέσεις αυτές προστίθενται σε δύο θέσεις της ΠΕΧ που είχαν εντοπιστεί σε παλιότερες έρευνες, το Βλαστό και τη Σκάλα Ωρωπού. Οι πληροφορίες που υπάρχουν για τις πρόσφατα εντοπισμένες θέσεις αναφέρουν ότι έχουν ιδρυθεί πάνω σε χαμηλούς λόφους που δεν απέχουν περισσότερο από 200μ. από τη θάλασσα, ελέγχοντας τις γύρω εκτάσεις που είναι κατάλληλες για καλλιέργεια και βοσκή. Η χωροθέτηση των θέσεων στο τοπίο ήταν τέτοια ώστε ευνοούσε παράλληλα την εκμετάλλευση των θαλάσσιων πόρων. Η ανάπτυξη των δραστηριοτήτων πάνω στους παραθαλάσσιους λόφους πρόσφερε οπτικό έλεγχο του Νότιου Ευβοϊκού Κόλπου, γεγονός που θα διευκόλυνε τη θαλάσσια επικοινωνία, ενώ η τοπογραφία θα πρέπει να ευνοούσε και την από ξηράς επικοινωνία με τις περιοχές του κεντρικού ηπειρωτικού χώρου (Cosmopoulos 1995: 11, 21). Την ίδια περίοδο, η ανθρώπινη παρουσία εξαπλώνεται και στα νησιά που βρίσκονται κοντά στην ακτή της Αττικής, όπως στη Σαλαμίνα και τη Μακρόνησο, ενώ συνέχιση της εγκατάστασης διαπιστώνεται στην Κολώνα της Αίγινας. Εξάπλωση της ανθρώπινης παρουσίας διαπιστώνεται στην ορεινή χερσόνησο των Μεθάνων που προβάλει 206

214 Κεφάλαιο 7 απέναντι από την Αίγινα στο Σαρωνικό Κόλπο. Η χερσόνησος των Μεθάνων διαφέρει σε σχέση με τις γειτονικές της περιοχές τόσο σε σχέση με τη γεωλογία της όσο και σε σχέση με το κλίμα της. Πρόκειται για έναν ηφαιστειογενή σχηματισμό που ανήκει σε έναν εγκλωβισμό που χαρακτηρίζεται από θερμότερο και υγρότερο κλίμα σε σύγκριση με την υπόλοιπη ηπειρωτική Ελλάδα (James et al. 1997: 5). Το αρχαιολογικό πρόγραμμα εντατικής επιφανειακής έρευνας εντόπισε 25 νέες θέσεις της ΠΕΧ περιόδου στη χερσόνησο. Πρόκειται για θέσεις που βρίσκονται κυρίως στο ανατολικό τμήμα της χερσονήσου, με μια τάση για χωροθέτηση σε παράκτιες περιοχές και σε υψόμετρο κάτω από 100μ., με εξαίρεση τις μεσόγειες θέσεις MS108 και MS117 σε υψόμετρο 420μ. και 616μ. αντίστοιχα. Οι τοποθεσίες που επιλέγονται για εγκατάσταση αποτελούν κυρίως γηλόφους και συστήματα αναβαθμών, με πρόσβαση σε αρόσιμα εδάφη. Δεν λείπουν, ό- μως, οι θέσεις πάνω σε ασβεστολιθικά εδάφη, που θεωρούνται πιο κατάλληλα για κτηνοτροφικές παρά για καλλιεργητικές δραστηριότητες, όπως οι θέσεις ΜS204 και MS103. Η χωροθέτηση των θέσεων κοντά ή πάνω στην ακτή υποδηλώνει την εξάρτηση που θα πρέπει να υπήρχε από τη θάλασσα, ιδιαίτερα ως ένα μέσο επικοινωνίας γι αυτή τη γεωγραφικά απομονωμένη περιοχή (Mee και Taylor 1997: 42, 53). Μολονότι η χερσόνησος των Μεθάνων γειτνιάζει γεωγραφικά με την Αργολίδα, οι θέσεις της χερσονήσου μοιράζονται κοινά πολιτισμικά στοιχεία με τις θέσεις του Σαρωνικού Κόλπου παρά της Αργολίδας, δηλαδή με τις θέσεις που την ίδια περίοδο εντοπίζονται στην Αίγινα, τον Πόρο και τη Σαλαμίνα, στις ακτές της Κορίνθου και τις ακτές της χερσονήσου της Αττικής (Mee και Taylor 1997: 54). Στον κάμπο των Σκούρτων, στα όρια μεταξύ Αττικής και Βοιωτίας, τα δεδομένα της εντατικής επιφανειακής έρευνας υποδεικνύουν ότι η ανθρώπινη παρουσία υπήρξε πιο περιορισμένη στη διάρκεια της ΠΕΧ από ότι στα τελευταία νεολιθικά χρόνια. Στην πλειονότητά τους οι θέσεις που ήταν σε χρήση στη διάρκεια της ΠΕΧ είχαν ι- δρυθεί στη διάρκεια της Νεολιθικής Εποχής, καθώς μόνο μία από τις έξι θέσεις της πεδιάδας ιδρύθηκε στην ΠΕΧ. Όλες οι θέσεις της περιόδου βρίσκονται πάνω σε κορυφές λόφων που έχουν τη δυνατότητα να παρατηρούν και να ελέγχουν τις προσβάσεις στην πεδιάδα, ενώ τα αρχαιολογικά δεδομένα υποδηλώνουν μια στροφή προς την καλλιέργεια της γης (Munn και Zimmerman Munn 1989: 121). Το αρχαιολογικό πρόγραμμα της Βοιωτίας εντόπισε μόνο δύο θέσεις της ΠΕΧ, για τους ίδιους λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω σχετικά με την απουσία θέσεων της ΤΝ περιόδου (Bintliff και Snodgrass 1988: 507). Μια σημαντική συγκέντρωση θέσεων παρατηρείται στη βοιωτική ακτή απέναντι από τη Χαλκίδα, γεγονός που αναμφίβολα συνδέεται με την πυκνότητα της εγκατάστασης στις περιοχές που βρίσκονται ακριβώς απέναντι στην περιοχή της Χαλκίδας (Σάμψων 1985: 357). Οι θέσεις της ΠΕΧ που χωροθετούνται την εποχή αυτή στις βοιωτικές ακτές εκμεταλλεύονται τους θαλάσσιους πόρους, προωθώντας παράλληλα την επικοινωνία με την Εύβοια και τις Κυκλάδες (Κόνσολα 1981: 52). Οι θέσεις της 207

215 Κεφάλαιο 7 ΠΕΧ στην υπόλοιπη Βοιωτία είναι αραιά κατανεμημένες στις πεδιάδες του Ασωπού, της Θήβας, της Κωπαΐδας, καθώς και στην κοιλάδα του Κηφισού, περιοχές που συγκέντρωναν την ανθρώπινη παρουσία ήδη από τα νεολιθικά χρόνια. Την ίδια περίοδο διαπιστώνονται τα πρώτα ίχνη ανθρώπινης παρουσίας στο νότιο τμήμα της Βοιωτίας που κοιτάζει προς τον Κορινθιακό Κόλπο. Στη Φθιώτιδα, οι λίγες θέσεις της ΠΕΧ εντοπίζονται στις περιοχές που είχαν αποτελέσει εστίες της ανθρώπινης παρουσίας ήδη από τα νεολιθικά χρόνια. Στο νότιο άκρο της λεκάνης της Καρδίτσας και στη λεκάνη της Ξυνιάδας εντοπίζονται οι βορειότερες θέσεις της περιοχής. Η κοιλάδα του Σπερχειού ποταμού συγκεντρώνει μια σειρά θέσεων της ΠΕΧ που εκτείνονται ώς τη βόρεια ακτογραμμή του Μαλιακού Κόλπου. Νοτιότερα, εντοπίζονται δύο θέσεις στα ανατολικά της Οίτης στην κορυφή του Διαδρόμου του Ισθμού, καθώς και στην κοιλάδα του άνω ρου του Κηφισού. Στην ανατολική παράκτια περιοχή της Φθιώτιδας νέες θέσεις της ΠΕΧ ιδρύονται πάνω στην ακτή, στην παράκτια πεδιάδα της Αταλάντης και βορειότερα στην παράκτια περιοχή στο Μελιδόνι. Η κοιλάδα του Διπόταμου στην οποία εντοπίζεται μια μεσόγεια θέση της ΠΕΧ εξυπηρετούσε στην επικοινωνία των παραπάνω παραλιακών θέσεων με τις μεσόγειες θέσεις στην κοιλάδα του άνω ρου του Κηφισού (Fossey 1990: 103). Στη διάρκεια της ΠΕΧ διαπιστώνεται η συγκέντρωση της ανθρώπινης παρουσίας πάνω σε δύο άξονες που συνδέουν μέσα από φυσικά περάσματα την ενδοχώρα του κεντρικού ελλαδικού χώρου με τον Κορινθιακό Κόλπο και κατ επέκταση με την Πελοπόννησο. Ο ένας άξονας ξεκινά από τα νότια της κοιλάδας του Σπερχειού και καταλήγει στον Κόλπο της Κρίσας (Kraft 1991: 11). Ο δεύτερος άξονας σχηματίζεται στα ανατολικά του ορεινού όγκου του Παρνασσού και ξεκινά από τη λεκάνη της Ελάτειας στην κοιλάδα του Κηφισού για να καταλήξει στον όρμο των Αντικύρων (Fossey 1986: 91). Ενδεχομένως, η εξάπλωση της ανθρώπινης παρουσίας προς τη βόρεια ακτή του Κορινθιακού Κόλπου οφείλεται στην ύπαρξη ενός άξονα επικοινωνίας ανάμεσα στους πληθυσμούς του Αιγαίου με εκείνους του Ιονίου. Ενδείξεις για μια τέτοια επικοινωνία υπάρχουν στο Πλατυγυάλι Αστακού, τα ευρήματα του οποίου παρουσιάζουν πολιτισμικές ομοιότητες με οικισμούς του ανατολικού κεντρικού ελλαδικού χώρου (Τσώνος 2000: 186). Είναι φανερό ότι οι κύριες εστίες της ανθρώπινης παρουσίας εντοπίζονται στην περιφέρεια του κεντρικού ελλαδικού χώρου στη διάρκεια της ΠΕΧ, δηλαδή στην Εύβοια και τη Σκύρο, στη νότια χερσόνησο της Αττικής, καθώς και στη χερσόνησο των Μεθάνων που ανήκει γεωγραφικά στη ΒΑ Πελοπόννησο. Μικρότερες εστίες της ανθρώπινης παρουσίας βρίσκονται στις μεσόγειες κοιλάδες και λεκάνες της Φθιώτιδας και της Βοιωτίας, ενώ παράλληλα εκδηλώνεται μια τάση για τη χωροθέτηση των θέσεων στην παράκτια ζώνη των δύο περιοχών. Θα πρέπει, επίσης, να σημειωθεί η παρουσία λιγοστών θέσεων στη βόρεια παράκτια ζώνη του Κορινθιακού Κόλπου, πάνω σε άξονες επικοινωνίας που συνδέουν τον κεντρικό με το νότιο ελλαδικό χώρο και το Αιγαίο με 208

216 Κεφάλαιο 7 το Ιόνιο. Χαρακτηριστική είναι η χωροθέτηση θέσεων σε λόφους που βρίσκονται κοντά στην ακτή ή πάνω σε βραχώδη ακρωτήρια, τοποθεσίες που προσφέρουν οπτικό έλεγχο του περιβάλλοντος χώρου και προστασία. Σε ορισμένες περιπτώσεις επιλέγονται τοποθεσίες που έχουν πρόσβαση σε καλά λιμάνια, με σκοπό την εύκολη διέξοδο προς τις θαλάσσιες οδούς επικοινωνίας. Η συγκέντρωση σημαντικού αριθμού θέσεων στη νότια Εύβοια, τη νότια Αττική και τη χερσόνησο των Μεθάνων συνοδεύεται από μικρούς πυρήνες της ανθρώπινης παρουσίας στα νησιά της Σαλαμίνας, της Αίγινας, του Πόρου και της Μακρόνησου. Κρήτη Τις δύο μεγάλες συγκεντρώσεις θέσεων της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδας-Αττικής στη διάρκεια της ΠΕΧ ακολουθεί το νησί της Κρήτης, το οποίο συγκεντρώνει το τρίτο μεγαλύτερο ποσοστό θέσεων της ΠΕΧ (15%). Στην Κρήτη, μια από τις μεγαλύτερες συγκεντρώσεις θέσεων σημειώνεται στον Ισθμό της Ιεράπετρας (Karantzali 1996: 44). Η διεξαγωγή των αρχαιολογικών προγραμμάτων εντατικής επιφανειακής έρευνας γύρω από τον Κόλπο του Μιραμπέλου έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αποκάλυψη του πυκνού χωροταξικού δικτύου των θέσεων σ αυτή τη νευραλγική περιοχή του νησιού. Το αρχαιολογικό πρόγραμμα του Βρόκαστρου, τη δυτικότερη περιοχή στο μυχό του Κόλπου, επιβεβαιώνει την εξάπλωση της εγκατάστασης σε 18 νέες θέσεις. Οι περισσότερες από τις νέες θέσεις (Aph1, Aph7, PP1, NP1, PhR1 και KP2) ιδρύονται στην πεδινή παράκτια ζώνη, εκ των οποίων οι δύο πάνω σε ακρωτήρια που εισχωρούν στη θάλασσα. Σημαντικό λιμάνι της περιοχής στη διάρκεια της ΠΕΧ αποτελεί η θέση που ιδρύεται στον Πρυνιάτικο Πύργο (Branigan 1988: 194). Οι θέσεις GN2, KK5 και KK1 ιδρύονται στην κοιλάδα του ποταμού Ίστρου, ενώ οι θέσεις KA1, KA2 και SP1 ι- δρύονται στις πλαγιές της κοιλάδας του ποταμού. Η θέση ΡΤ1 ιδρύεται στο οροπέδιο του Βρόκαστρο, σε μια τοποθεσία δίπλα στον Ξηροπόταμο. Όλες αυτές οι θέσεις βρίσκονται σε υψόμετρο που δεν ξεπερνά τα 300μ. πάνω από τη θάλασσα, ωστόσο υπάρχουν ορισμένες θέσεις της περιόδου που ιδρύθηκαν σε τοποθεσίες με μεγαλύτερο υψόμετρο. Οι θέσεις ΡΝ3 και ΡΝ1 βρίσκονται πάνω στο πέρασμα Πρινά, μια ζώνη με υψόμετρο που κυμαίνεται μεταξύ μ., ενώ η θέση OL8 βρίσκεται στη λεκάνη Μεσελέροι σε υ- ψόμετρο μ. Με εξαίρεση την κοιλάδα του ποταμού Ίστρου που γεωλογικά αποτελείται μόνο από αλλουβιακές αποθέσεις και μάργα, οι υπόλοιπες περιοχές όπου εντοπίζεται η ανθρώπινη δραστηριότητα στη διάρκεια της ΠΕΧ παρουσιάζουν ποικίλα γεωλογικά χαρακτηριστικά (Hayden, Moody και Rackham 1992: 303). Έχει ήδη υπογραμμιστεί η παρουσία των φυσικών δρόμων που διασχίζουν την περιοχή του Βρόκαστρου και εξυπηρετούν την επικοινωνία μέσα και έξω από το νησί. Η κοιλάδα του ποταμού Ίστρου οδηγεί μέσα από δύο διαφορετικά μονοπάτια στη νότια ακτή της Κρήτης και στο λιμάνι της Ιεράπετρας, ενώ η παράκτια ζώνη αποτελεί μια 209

217 Κεφάλαιο 7 φυσική οδό που ενώνει τη δυτική με την ανατολική Κρήτη (Hayden, Moody και Rackham 1992: 319). Πάνω στο δρόμο που ενώνει τις περιοχές της δυτικής με εκείνες της α- νατολικής Κρήτης βρίσκονται οι περιοχές των Γουρνιών και του Καβουσιού, οι οποίες την περίοδο της ΠΕΧ χαρακτηρίζονται από εξάπλωση των θέσεων ανθρώπινης δραστηριότητας. Ανατολικά από την περιοχή του Βρόκαστρου, το αρχαιολογικό πρόγραμμα στα Γουρνιά επιβεβαιώνει την εξάπλωση της ανθρώπινης παρουσίας σε 25 θέσεις στον Ι- σθμό της Ιεράπετρας. Η δημοσίευση των προκαταρκτικών αποτελεσμάτων της έρευνας δίνει περιορισμένες πληροφορίες σχετικά με τη χωροθέτηση των θέσεων στο τοπίο. Σύμφωνα με τα δεδομένα, κάποιες από τις θέσεις ιδρύονται σε μεγάλο υψόμετρο, σε τοποθεσίες που προσφέρουν τη δυνατότητα άμυνας ή είναι δύσκολα ορατές, ενώ κάποιες άλλες βρίσκονται δίπλα σε χείμαρρους ή σε καλή αρόσιμη γη. Στη διάρκεια της ΠΕΧ παρατηρείται μια σταδιακή μετακίνηση προς τοποθεσίες που περιβάλλονται από εκτάσεις με περιορισμένες δυνατότητες άρδευσης. Η παρουσία οψιανού στο αρχαιολογικό υλικό που περισυλλέχθηκε από τις θέσεις αποτελεί ένδειξη για την επικοινωνία με τις Κυκλάδες και την ανάπτυξη ενός δικτύου ανταλλαγής αγαθών (Watrous et al : 474). Στα βορειοανατολικά του Κόλπου του Μιραμπέλου, στην πεδιάδα του Καβουσιού, το αρχαιολογικό πρόγραμμα επιβεβαιώνει την εξάπλωση της ανθρώπινης δραστηριότητας σε 7 νέες θέσεις στη διάρκεια της ΠΕΧ. Τρεις θέσεις ιδρύονται στην περιοχή γύρω από το σύγχρονο Καβούσι, ενώ στην ίδια περιοχή συνεχίζεται η ανθρώπινη δράση στη νεολιθική θέση 92/17, πάνω σε ένα σταυροδρόμι ανάμεσα στην ανατολική Κρήτη και τον Ισθμό της Ιεράπετρας. Οι θέσεις 37 και 69 βρίσκονται στη βάση της κορυφογραμμής του Βροντά, ενώ η θέση 71 βρίσκεται πάνω σε ένα λόφο που κοιτάζει προς την πεδιάδα Πετράς. Ενδείξεις για πιθανή δραστηριότητα υπάρχουν στη θέση 87 μέσα στην κοιλάδα Αυγό, που αποτελεί το κύριο πέρασμα από τον Ισθμό στην ανατολική Κρήτη. Στο δυτικό τμήμα της περιοχής έρευνας, η θέση 42 είναι ένα βραχώδες καταφύγιο στα νοτιοανατολικά του λόφου Χαλέπα, που κοιτάζει προς τα ανατολικά την πεδιάδα Κάμινα. Κατάλοιπα της ανθρώπινης δράσης εντοπίστηκαν στη θέση 58 (Αλυκομουρί) στην περιοχή του Αγίου Αντωνίου. Πρόκειται για μία θέση πάνω στο λόφο του Αγίου Αντωνίου με ανατολικό προσανατολισμό, που ευνοεί την πρόσβαση στην πεδιάδα του Κάμπου αλλά και στις πλαγιές του απέναντι λόφου του Χωματά. Ένα σπήλαιο στη νοτιοανατολική πλαγιά του λόφου Σχοινιάς στη θέση 62 χρησιμοποιείται για πρώτη φορά στην ΠΕΧ, πιθανόν εξυπηρετώντας ταφικούς ή τελετουργικούς σκοπούς, που συνδέονται με τη θέση εγκατάστασης στο Αλυκομουρί. Πάνω στο ακρωτήριο Χρυσοκάμινα βόρεια της Αγριόμανδρας συνεχίζεται η εγκατάσταση στη θέση Χρυσοκάμινο, όπου έχει διαπιστωθεί η παράλληλη λειτουργία μεταλλουργικού εργαστηρίου. Στον Κόλπο του Θολού στα βόρεια της περιοχής, πάνω σε ένα μικρό ακρωτήριο στα δυτικά του όρμου υπάρχουν κατάλοιπα της ανθρώπινης δραστηριότητας στη θέση 16. Την περίοδο της ΠΕΧ συνεχί- 210

218 Κεφάλαιο 7 ζεται η ανθρώπινη δράση στο μικρό νησί Ψείρα, ακριβώς απέναντι από τον κόλπο, το οποίο αποτελεί ένα σημαντικό σταθμό στη θαλάσσια επικοινωνία της Κρήτης με το Αιγαίο (Branigan 1988: 194). Στην ανατολική Κρήτη, οι θέσεις στις οποίες τεκμηριώνεται η ανθρώπινη παρουσία στη διάρκεια της ΠΕΧ εντοπίζονται στην παράκτια πεδιάδα που εκτείνεται στον Κόλπο της Σητείας, καθώς και ανατολικότερα στις περιοχές του Παλαίκαστρου και της Ζάκρου. Η γεωγραφική θέση της Σητείας είναι ιδιαίτερα σημαντική καθώς βρίσκεται πάνω σε θαλάσσιους δρόμους που συνδέουν την Κρήτη με το υπόλοιπο Αιγαίο, αλλά και με τις δυτικές ακτές της Ανατολίας και την Κύπρο. Σύμφωνα με τα δεδομένα της αρχαιολογικής έρευνας στην περιοχή υπάρχουν σημαντικές ενδείξεις για την επικοινωνία των πληθυσμών της Σητείας με τους ανθρώπους των Κυκλάδων και της Εύβοιας (Tsipopoulou 1989: 13, 97). Στο Παλαίκαστρο ιδρύεται στη διάρκεια της ΠΕΧ ένα λιμάνι σημαντικό για τη θαλάσσια επικοινωνία της ανατολικής Κρήτης με τον Αιγαιακό χώρο και άλλες περιοχές (Branigan 1988: 194). Η χωροταξική θέση των οχυρών θέσεων που είχε διαμορφωθεί στη διάρκεια της ΤΝ περιόδου στην περιοχή, που εκτείνεται από τη Ζάκρο ώς τη νοτιανατολική γωνία του νησιού, φαίνεται να διατηρείται με το πέρασμα στην ΠΕΧ. Ωστόσο, στη διάρκεια της ΠΕΧ παρατηρείται μια σταδιακή εγκατάλειψη των μεσόγειων εγκαταστάσεων και μια παράλληλη μετατόπιση προς τις παράλιες θέσεις, καθώς με το πέρασμα του χρόνου αυξάνεται η πυκνότητα των θαλάσσιων ανταλλαγών (Βοκοτόπουλος 2000: 134, 136). Στο άλλο άκρο του νησιού, η επιφανειακή έρευνα στην περιοχή των Χανίων επιβεβαιώνει την εξάπλωση των θέσεων ανθρώπινης δραστηριότητας, η οποία διαπιστώνεται ιδιαίτερα έντονη στη χερσόνησο του Ακρωτηρίου. Τα επεισόδια εγκατάλειψης στην περιοχή έρευνας περιορίζονται σε δεκατέσσερις θέσεις με νεολιθικά ίχνη χρήσης, ενώ η ανθρώπινη δραστηριότητα συνεχίζεται σε είκοσι νεολιθικές θέσεις. Παράλληλα, διαπιστώνεται η ανθρώπινη παρουσία σε 38 νέες θέσεις. Στη διάρκεια της ΠΕΧ οι θέσεις πυκνώνουν ιδιαίτερα στη βορειοδυτική περιοχή της χερσονήσου, ενώ για πρώτη φορά φαίνεται να εποικίζεται το ανατολικό και νοτιοανατολικό τμήμα της χερσονήσου. Κατά κανόνα οι θέσεις που ιδρύονται αυτή την περίοδο βρίσκονται κοντά στη θάλασσα, σε απόσταση που δεν ξεπερνά το 1χλμ. από τη σημερινή ακτή. Διαπιστώνεται μια προτίμηση για τις περιοχές που συνορεύουν με χείμαρρους, όπως το Καλαθόρεμα και ο Νερόκαμπος, μια προτίμηση που υποκινείται πιθανώς από την ανάγκη για πρόσβαση σε νερό, ένα στοιχείο σε έλλειψη στην επιφάνεια της χερσονήσου. Η σημαντική παράμετρος της εγγύτητας στη θάλασσα έχει ως αποτέλεσμα της χωροθέτηση των θέσεων στα χαμηλά σημεία του τοπίου, αλλά και εκείνες οι θέσεις που βρίσκονται σε μεγαλύτερο υψόμετρο δεν ξεπερνούν τα 160μ. πάνω από το επίπεδο της θάλασσας. Οι λίγες θέσεις που χωροθετούνται σε υψόμετρο πάνω από 160μ. είναι κυρίως σπήλαια, τα ο- ποία η έρευνα τα συνδέει με μη οικιστικές χρήσεις. Η πλειονότητα των θέσεων βρί- 211

219 Κεφάλαιο 7 σκεται πάνω σε μάργα, εδάφη που ευνοούν την πρακτική της καλλιέργειας, ενώ ένα πολύ μικρό ποσοστό των θέσεων βρίσκεται πάνω σε αποθέσεις terra rosa (Moody 1987: ). Έξω από τη χερσόνησο του Ακρωτηρίου παρατηρείται μια διάχυση των θέσεων προς τα πιο πεδινά μέρη, που έχουν αυξημένη απόσταση από τους πρόποδες των Λευκών Ορέων και μειωμένη σε σχέση με τη θάλασσα. Στα νότια των Λευκών Ορέων, σύμφωνα με τα προκαταρκτικά αποτελέσματα του αρχαιολογικού προγράμματος εντατικής επιφανειακής έρευνας που πραγματοποιήθηκε στα Σφακιά, θέσεις της ΠΕΧ εντοπίζονται στην περιοχή της Ανώπολης και στην περιοχή των Μαδάρων (Catling : 109, French : 81). Η περιοχή της Ανώπολης βρίσκεται σε ένα μέσο υψόμετρο μ. Κύρια περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά της αποτελούν οι ορεινές πεδιάδες με αλλουβιακές αποθέσεις, που σχηματίζονται στις κοιλότητες ψηλά στον ορεινό όγκο, ενώ πιο περιορισμένες είναι οι επικλινείς εκτάσεις στις πλαγιές των βουνών. Η περιοχή των Μαδάρων συνίσταται σε ορεινούς βοσκότοπους στο βόρειο μισό των Λευκών Ορέων σε υψόμετρο που κυμαίνεται μεταξύ μ. Στα μεγαλύτερα υψόμετρα η περιοχή χαρακτηρίζεται από ένα εντυπωσιακό τοπίο με κωνικούς ασβεστολιθικούς βράχους, όπου η βλάστηση εμφανίζεται ασυνεχής. Στα χαμηλότερα υψόμετρα κυριαρχούν οι κωνικοί λόφοι με ενδιάμεσες μικρές λεκάνες με εδάφη που ευνοούν τη συνεχή βλάστηση, ένα τοπίο λιγότερο άγονο αλλά σε ένα υψόμετρο ακατάλληλο για την ανάπτυξη των δέντρων (Sphakia Survey: The Internet Edition). Σ αυτό το νότιο τμήμα της δυτικής Κρήτης, το οικιστικό τοπίο συμπληρώνουν οι θέσεις που εντοπίστηκαν από το αρχαιολογικό πρόγραμμα της κοιλάδας του Αγίου Βασιλείου. Σύμφωνα με τις προκαταρκτικές δημοσιεύσεις της έρευνας, αρχαιολογικό υλικό της ΠΕΧ έχει διαπιστωθεί σε 15 θέσεις που εντοπίστηκαν στην υπό έρευνα περιοχή. Την ίδια περίοδο, ίχνη της ανθρώπινης δραστηριότητας επιβεβαιώνονται νοτιότερα στην παράκτια πεδιάδα Πρέβελη-Πλακιάς, η οποία επικοινωνεί μέσα από δύο φαράγγια με την κοιλάδα του Αγίου Βασιλείου. Το γεγονός αυτό θα μπορούσε να σημαίνει ότι οι θέσεις κοντά στη θάλασσα αποτελούν διέξοδο των πληθυσμών της μεσόγειας κοιλάδας για την εκμετάλλευση των θαλάσσιων πόρων (Moody, Peatfield και Markoulaki 2000: 365, Nowicki 1999: ). Ανατολικότερα, ιδιαίτερα πυκνή συγκέντρωση θέσεων εντοπίζεται στην πεδιάδα της Δυτικής Μεσαράς (Karantzali 1996: 44). Σύμφωνα με τα δεδομένα του αρχαιολογικού προγράμματος επιφανειακής έρευνας στη Δυτική Μεσαρά, οι θέσεις της ΠΕΧ διπλασιάζονται σε σχέση με την προηγούμενη ΤΝ περίοδο. Οι πληροφορίες που προσφέρουν οι προκαταρκτικές δημοσιεύσεις σχετικά με τα χωροταξικά χαρακτηριστικά των θέσεων στην περιοχή είναι ιδιαίτερα περιορισμένες. Πρόκειται για θέσεις που είναι πυκνά κατανεμημένες στο τοπίο, πάνω σε κορυφογραμμές και πλαγιές, σε λόφους αλλά και στον πυθμένα της κοιλάδας. Ορισμένες θέσεις με περιορισμένη έκταση που βρίσκονται σε μεγαλύτερη υψομετρική ζώνη της 212

220 Κεφάλαιο 7 πεδιάδας χαρακτηρίζονται ως εποχικές εγκαταστάσεις (Watrous et al. 1993: 223). Παρά το γεγονός ότι η Δυτική Μεσαρά έχει άνοιγμα προς το Λιβυκό Πέλαγος και μοιάζει αποκομμένη από τη θάλασσα του Αιγαίου, η παρουσία οψιανών και ενός μαρμάρινου πρωτοκυκλαδικού ειδωλίου αποτελούν ενδείξεις για την επικοινωνία της περιοχής με το χώρο του Αιγαίου (Χατζή-Βαλλιάνου και Watrous 1991: 121). Σημαντικό ρόλο στη θαλάσσια επικοινωνία του πληθυσμού της Δυτικής Μεσαράς παίζει το λιμάνι στον Κομμό, όπως επιβεβαιώνουν τα αρχαιολογικά ευρήματα της θέσης που υποδεικνύουν επαφές με τη βόρεια Αφρική (Branigan 1988: ). Στα νότια της πεδιάδας της Μεσαράς βρίσκεται η κορυφή της κοιλάδας του Αγιοφάραγγου, μια κοιλάδα που καταλήγει νότια στη Λιβυκή Θάλασσα. Την αρχική επιφανειακή έρευνα που πραγματοποιήθηκε από τους Blackman και Branigan (1977) στην περιοχή του Αγιοφάραγγου, συμπληρώνει η πιο πρόσφατη έρευνα του Αντώνη Βασιλάκη (1989/90), που διευρύνει τα γεωγραφικά όρια της πρώτης έρευνας. Πρόκειται για μια έκταση στην οποία κυριαρχούν γεωλογικά ο αμμούχος ασβεστόλιθος, ο σχιστόλιθος και ο κρυσταλλικός ασβεστόλιθος, γεγονός που δεν την καθιστά ιδιαίτερα ευνοϊκή για την ανάπτυξη καλλιεργητικών δραστηριοτήτων παρά μόνο σε περιορισμένες εκτάσεις (Bintliff 1977: 16-17). Αντίθετα, τα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά ευνοούν ιδιαίτερα την κτηνοτροφία, ενώ στις νοτιότερες περιοχές η πρόσβαση στη θάλασσα προσφέρει τη δυνατότητα εκμετάλλευσης των θαλάσσιων πόρων. Στη βορειοανατολική περιοχή γύρω από τη Μονή Οδηγήτριας, που αποτελεί ένα είδος εισόδου από την πεδιάδα της Μεσαράς προς την κοιλάδα του Αγιοφάραγγου, ιδρύονται 7 θέσεις, εκ των οποίων η μια ταφική. Στην περιοχή της Αγίας Κυριακής είναι χωροθετημένες 6 θέσεις, τέσσερις οικιστικές και μια ταφική. Πρόκειται για μια εύφορη προσχωσιγενή κοιλάδα την οποία διασχίζει ο Μονοχωριανός ποταμός, ενώ η παροχή νερού συμπληρώνεται από μια αέναη πηγή. Η περιοχή ευνοούσε την καλλιέργεια, αλλά και τις κτηνοτροφικές δραστηριότητες στις πλαγιές των γύρω υψωμάτων. Στα βορειοανατολικά της Αγίας Κυριακής πάνω στις ανατολικές ομαλές πλαγιές του Ρόδωνα εκτείνεται η περιοχή Μεγάλοι Σκίνοι, το πιο εκτεταμένο και εύφορο τμήμα της ευρύτερης περιοχής του Αγιοφάραγγου. Σ αυτή την περιοχή κατανέμονται οκτώ θέσεις, τρεις θέσεις εγκατάστασης, δύο ιερά κορυφής και τρεις ταφικές θέσεις. Το ίδιο το Αγιοφάραγγο καταλαμβάνει το νότιο άκρο της κοιλάδας του Αγιοφάραγγου, μια περιορισμένη εδαφικά περιοχή λόγω των κατακόρυφων βράχων που υψώνονται και σχηματίζουν το φαράγγι. Η εγκατάσταση είναι πολύ περιορισμένη στην περιοχή αυτή, μόλις μια θέση εγκατάστασης, ενώ άλλες δυο θέσεις σχετίζονται με ταφικές δραστηριότητες. Αμέσως στα ανατολικά από το στόμιο του Αγιοφάραγγου εκτείνεται η παράκτια περιοχή των Καλών Λιμένων, στην οποία συμπεριλαμβάνονται δύο καλά λιμάνια. Οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις είναι περιορισμένες στην περιοχή, γεγονός που υποδεικνύει μια μεγαλύτερη εκμετάλλευση της θάλασσας και ενασχόληση με την κτηνο- 213

221 Κεφάλαιο 7 τροφία. Στην περιοχή αυτή εντοπίστηκαν 9 θέσεις της ΠΕΧ, εκ των οποίων μόνο οι τρεις είναι θέσεις εγκατάστασης, ενώ οι υπόλοιπες έξι αποτελούν ταφικές θέσεις (Blackman και Branigan 1975: 17, 35). Στα δυτικά του Αγιοφάραγγου, η περιοχή Κεφάλι-Βαθύ αποτελεί την πιο ορεινή και για το λόγο αυτό δυσπρόσιτη περιοχή. Το βραχώδες και άγονο έδαφος μολονότι θεωρείται ακατάλληλο για καλλιέργεια, προσφέρεται για κτηνοτροφικές δραστηριότητες. Ο όρμος στο Βαθύ θα πρέπει να αποτελούσε ένα κατάλληλο λιμάνι για την άσκηση της ναυσιπλοΐας. Τρεις θέσεις εγκατάστασης ιδρύονται την περίοδο αυτή, ενώ υπάρχουν κατάλοιπα μιας ταφικής θέσης (Βασιλάκης 1989/90: 72-74). Στην υπόλοιπη κεντρική Κρήτη, στις εκτάσεις που απλώνονται μεταξύ των δύο ορεινών όγκων Ίδη και Δίκτη, τα ίχνη εγκατάστασης παραμένουν σποραδικά στη διάρκεια της ΠΕΧ. Στη βόρεια ακτή, η Κνωσός παραμένει ο σημαντικότερος οικισμός, ενώ ανατολικότερα στην πεδιάδα των Μαλίων ανθίζει ο οικισμός στα Μάλια. Στην περιοχή των Μαλίων ξεκίνησε πρόσφατα εντατική επιφανειακή έρευνα στο πλαίσιο του Αρχαιολογικού Προγράμματος στα Μάλια. Τα πρώτα αποτελέσματα της έρευνας υποδεικνύουν την ανθρώπινη παρουσία σε τέσσερις νέες θέσεις (42, 39, 30 και D12) που ιδρύονται στη διάρκεια της ΠΕΧ στον Κόλπο των Μαλίων (Müller 1989: 464, Müller 1995: ). Νοτιότερα, μέσα στον ορεινό όγκο Δίκτη το οροπέδιο του Λασιθίου αποτελεί μια περιοχή όπου διαπιστώνεται περιορισμένης κλίμακας εξάπλωση της εγκατάστασης. Οι νέες θέσεις στο οροπέδιο ακολουθούν τη χωροθέτηση των νεολιθικών θέσεων, που συγκεντρώνονται στην περιφέρεια της πεδιάδας. Τρεις από τις θέσεις που ιδρύονται στη διάρκεια της ΠΕΧ (71, 64 και 33) χωροθετούνται στους αναβαθμούς πάνω από το επίπεδο της πεδιάδας σε κορυφές απότομων λόφων, ενώ η θέση 65 ιδρύεται στην άκρη της πεδιάδας και στο ίδιο σχεδόν επίπεδο με εκείνη. Με δεδομένο ότι οι θέσεις της ΠΕΧ περιόδου βρίσκονται πιο κοντά στα όρια της πεδιάδας, είναι πιθανό ότι αυτή την περίοδο είναι υπό εκμετάλλευση εκτάσεις του πυθμένα της πεδιάδας για τους σκοπούς της καλλιέργειας. Οι άνθρωποι του οροπεδίου εξακολουθούν να ζουν στηριζόμενοι στο συνδυασμό της καλλιέργειας, της κτηνοτροφίας και του κυνηγιού (Watrous 1982: 11-12). Η περιγραφή των χωροταξικών δεδομένων της ΠΕΧ στο νησί της Κρήτης υποδεικνύει ότι οι κυριότερες εστίες της ανθρώπινης παρουσίας καταγράφονται στις περιοχές του Λασιθίου, με επίκεντρο τον Ισθμό της Ιεράπετρας, που αποτελεί κομβική περιοχή για την επικοινωνία στο εσωτερικό του νησιού και τη σύνδεση του Αιγαίου με το Λιβυκό Πέλαγος. Η δεύτερη σημαντική συγκέντρωση θέσεων καταγράφεται στη ΒΔ περιοχή των Χανίων, στην οποία βασική εστία της ανθρώπινης παρουσίας αποτελεί η χερσόνησος του Ακρωτηρίου. Η τρίτη μεγάλη συγκέντρωση θέσεων καταγράφεται στη νότια κεντρική Κρήτη, με βασικές εστίες της ανθρώπινης παρουσίας την πεδιάδα της Μεσαράς και την περιοχή του Αγιοφάραγγου. Η σημαντική παρουσία θέσεων εξίσου στην 214

222 Κεφάλαιο 7 ενδοχώρα και στις παράκτιες περιοχές του νησιού αποτυπώνει τις δύο διαφορετικές τάσεις για τη χωροθέτηση των θέσεων μέσα στο ανομοιογενές τοπίο του νησιού. Οι μεσόγειες θέσεις βρίσκονται συνήθως σε ορεινές τοποθεσίες, πάνω σε λόφους ή σε πλαγιές, όπως στο οροπέδιο του Λασιθίου, στους πρόποδες των Λευκών Ορέων, στην ορεινή ενδοχώρα των Σφακίων, στους λόφους που περιβάλλουν την πεδιάδα της Μεσαράς, χωρίς ωστόσο να απουσιάζουν οι θέσεις από πιο πεδινά μέρη του τοπίου, όπως στον πυθμένα της πεδιάδας της Μεσαράς και στην πεδιάδα των Χανίων. Στην περίπτωση των παράκτιων θέσεων επιλέγονται σημεία κοντά στην ακτή, ακόμη και πάνω σε χαμηλά ακρωτήρια, είτε σε σημεία αποτραβηγμένα από την ακτογραμμή. Χαρακτηριστική είναι η παρουσία θέσεων σε καλά λιμάνια, τόσο στη βόρεια όσο και στην νότια ακτή της Κρήτης, στοιχείο που υποδεικνύει τη διεύρυνση των αξόνων επικοινωνίας με περιοχές εκτός του νησιού. Κυκλάδες Στα νησιά των Κυκλάδων, η ανθρώπινη παρουσία χαρακτηρίζεται από σημαντική εξάπλωση, η οποία επιβεβαιώνεται με τη συγκέντρωση του τέταρτου μεγαλύτερου ποσοστού θέσεων της ΠΕΧ στον ελλαδικό χώρο (14%). Στη διάρκεια της ΠΕΧ διαπιστώνεται ο εποικισμός πολλών κυκλαδικών νησιών, ακόμη και εκείνων που χαρακτηρίζονται από πολύ μικρή έκταση, ενώ σε πολλά από τα νησιά που αποτέλεσαν εστίες της νεολιθικής ανθρώπινης παρουσίας σημειώνεται πολλαπλασιασμός των θέσεων. Δύο μεγάλα νησιά που δίνουν για πρώτη φορά τεκμήρια της ανθρώπινης παρουσίας είναι η Τήνος και η Πάρος. Στο πρώτο νησί τα τεκμήρια περιορίζονται σε δύο μόλις θέσεις, ενώ στην Πάρο εξαπλώνονται σε 18 θέσεις με ιδιαίτερη συγκέντρωση στο νότιο τμήμα του νησιού. Η Σύρος που γεωγραφικά βρίσκεται ανάμεσα στην Τήνο και την Πάρο εποικίζεται για πρώτη φορά στη διάρκεια της ΠΕΧ, οι τρεις θέσεις της οποίας συγκεντρώνονται στο βόρειο τμήμα του νησιού. Η Κύθνος, η Σέριφος και η Σίφνος, που συμπληρώνουν το κενό ανάμεσα στην Κέα στα βόρεια και τη Μήλο στα νότια, και η Ίος ανάμεσα στη Νάξο και τη Θήρα, αποτελούν μεσαίου μεγέθους νησιά, στα οποία η ανθρώπινη παρουσία επιβεβαιώνεται για πρώτη φορά στην ΠΕΧ. Η Φολέγανδρος και η Σίκινος είναι μικρής έκτασης κυκλαδικά νησιά που επίσης για πρώτη φορά δίνουν τεκμήρια αυτή την περίοδο. Τέλος, τα πρώτα τεκμήρια ανθρώπινης παρουσίας εντοπίζονται σε πολύ μικρά νησάκια, όπως η Δήλος, το Δεσποτικό δίπλα στην Αντίπαρο, η Δονούσα, τα Κουφονήσια, η Σχοινούσα, η Ηράκλεια, η Κέρος και η Αντίκερος ανάμεσα στη Νάξο και την Αμοργό, καθώς και τα Χριστιανά νότια από τη Θήρα. Έντονο χαρακτήρα παίρνει η εξάπλωση των θέσεων στα νησιά της Νάξου, της Αμοργού και της Αντίπαρου, ενώ το φαινόμενο παίρνει πιο περιορισμένες διαστάσεις στα νησιά της Μυκόνου, της Κέας, της Μήλου και της Θήρας. 215

223 Κεφάλαιο 7 Στα νησιά των Κυκλάδων κατά κύριο λόγο επιλέγονται παραθαλάσσιες τοποθεσίες, πάνω ή κοντά σε καλά λιμάνια. Παράλληλα δεν λείπουν οι μεσόγειες θέσεις, κυρίως σε πλαγιές λόφων που προστατεύουν από τους ανέμους και βοηθούν στην αποστράγγιση των εδαφών. Σημαντικά κίνητρα για την επιλογή των τόπων ανάπτυξης των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στο ξηρό και άγονο τοπίο των κυκλαδικών νησιών αποτελούν η πρόσβαση σε πόσιμο νερό, σε ακτές κατάλληλες για την αλιεία, σε καλλιεργήσιμη γη και βοσκοτόπια ή σε άλλους πλουτοπαραγωγικούς πόρους, όπως τα ορυκτά και τα μεταλλεύματα. Η έκδηλη ανάγκη για προστασία αντανακλάται στην επιλογή ακρωτηρίων που περιβάλλονται ολόγυρα από θάλασσα ή λιμανιών με αμυντικές δυνατότητες, ενώ στην περίπτωση μεσόγειων θέσεων πολλές φορές επιλέγονται δυσπρόσιτες τοποθεσίες σε κορυφές λόφων (Barber 1994: 46). Η έντονη σχέση των θέσεων με τη θάλασσα υποδηλώνει τη σπουδαιότητα που έχει στη διάρκεια της ΠΕΧ η εκμετάλλευση των θαλάσσιων πόρων, ενώ η πρόσβαση σε καλά λιμάνια υπογραμμίζει το ρόλο της θαλάσσιας επικοινωνίας, τόσο για τις ανάγκες της τοπικής επικοινωνίας, όσο και για την επικοινωνία μεταξύ των νησιών, όπως και μεταξύ των νησιών και του υπόλοιπου αιγαιακού χώρου (Broodbank 2000: ). Σε ορισμένα από τα νησιά των Κυκλάδων η αρχαιολογική έρευνα υπήρξε περισσότερο συστηματική, με αποτέλεσμα τη δυνατότητα μιας πιο ολοκληρωμένης εικόνας για τη χωροθέτηση της ανθρώπινης παρουσίας στη διάρκεια της ΠΕΧ. Η Νάξος αποτελεί το μεγαλύτερο νησί των Κυκλάδων και συγκεντρώνει το μεγαλύτερο αριθμό θέσεων της ΠΕΧ, που συγκεντρώνονται κυρίως στην περιφερειακή παράκτια ζώνη του νησιού. Στο πλαίσιο της επιφανειακής έρευνας που πραγματοποιήθηκε στο ΒΔ τμήμα του νησιού α- ναδεικνύονται διαφορετικά χωροταξικά χαρακτηριστικά. Πρόκειται για μια παράκτια ζώνη που διασχίζεται από παράλληλες κοιλάδες με ενδιάμεσους λόφους, στην οποία εντοπίστηκαν 31 νέες θέσεις ανθρώπινης δραστηριότητας. Σ αυτό το τοπίο, οι τοποθεσίες που επιλέγονται για την ανάπτυξη των ανθρώπινων δραστηριοτήτων δεν βρίσκονται πάνω στην ακτή, αλλά σε σημεία που υποχωρούν από την ακτογραμμή. Αυτό σημαίνει ότι, τουλάχιστον σ αυτό το τμήμα του νησιού, εκδηλώνεται μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τις πρακτικές της καλλιέργειας και της κτηνοτροφίας, παρά για τους θαλάσσιους πόρους. Συμπληρωματικό στοιχείο για τον προσανατολισμό του τοπικού πληθυσμού μακριά από τη θάλασσα αποτελεί η απουσία ενδείξεων για τη θαλάσσια επικοινωνία με πληθυσμούς εκτός του νησιού (Erard-Cerceau, Fotou, Psychoyos και Treuil 1993: 60, 87). Στη Μήλο διαπιστώνεται εξάπλωση της ανθρώπινης δραστηριότητας σε 23 νέες θέσεις που εντοπίζονται στο νησί, ενώ 7 νεολιθικές θέσεις συνεχίζουν να είναι σε χρήση στη διάρκεια της ΠΕΧ. Σε αντίθεση με τις θέσεις του τέλους της Νεολιθικής Εποχής που αποτελούσαν προσωρινές εγκαταστάσεις, τα αρχαιολογικά τεκμήρια των θέσεων της ΠΕΧ επιβεβαιώνουν το μόνιμο χαρακτήρα της ανθρώπινης παρουσίας και δρα- 216

224 Κεφάλαιο 7 στηριότητας πάνω στο νησί. Η παραθαλάσσια θέση της Φυλακωπής στα ΒΑ του νησιού αποτελεί την πιο σημαντική θέση της περιόδου. Η πλειονότητα των θέσεων βρίσκονται πάνω ή σε μικρή απόσταση από τη σημερινή ακτή, αν και δεν λείπουν οι θέσεις από μικρές μεσόγειες λεκάνες. Οι τοποθεσίες που επιλέγονται για εγκατάσταση είναι κυρίως μικροί λοφίσκοι και δευτερεύουσες κορυφογραμμές, ενώ προς το τέλος της περιόδου επιλέγονται τοποθεσίες πάνω σε λόφους που προσφέρουν τη δυνατότητα άμυνας ή σε λοφοπλαγιές που επιτρέπουν τον έλεγχο της γύρω περιοχής (Wagstaff και Renfrew 1972: 138). Το αρχαιολογικό υλικό στις θέσεις της Μήλου υποδεικνύει την ύπαρξη ενός δικτύου επικοινωνίας και ανταλλαγής αγαθών με άλλες περιοχές του Αιγαίου (Wagstaff και Cherry 1982: 251). Στην Κέα, σύμφωνα με τα δεδομένα της εντατικής επιφανειακής έρευνας στο ΒΔ τμήμα του νησιού, οι οικισμοί που άνθισαν στη διάρκεια της ΤΝ εγκαταλείπονται πριν το τέλος της Νεολιθικής Εποχής και επανακατοικούνται στη διάρκεια της ΠΕΧ. Όμως, η ανθρώπινη δραστηριότητα στο νησί δεν αποκτά το χαρακτήρα που παρατηρείται την ίδια περίοδο σε άλλα κυκλαδικά νησιά, με την παρουσία πολλών μικρών οικισμών και νεκροταφείων σε μεγάλο μέρος της επιφάνειά τους. Η Αγία Ειρήνη που βρίσκεται σε μια χαμηλή χερσόνησο στον Κόλπο του Αγίου Νικολάου αποτελεί το κέντρο της ανθρώπινης παρουσίας στην Κέα με μια πιο αραιή κατανομή του αρχαιολογικού υλικού στη γύρω μεσόγεια περιοχή. Το βορειοδυτικό άκρο της περιοχής έρευνας, που συμπίπτει με το ΒΔ τμήμα του νησιού, συγκεντρώνει την πιο πυκνή κατανομή θέσεων στο νησί. Στη διάρκεια της ΠΕΧ επιβεβαιώνεται η επικοινωνία του πληθυσμού της Κέας με τη Σίφνο, με κίνητρο τις μεταλλευτικές δραστηριότητες, ενώ συνεχίζονται οι επαφές με την Αττική (Cherry, Davis και Mantzourani 1991: ). Στην αρχαιολογική έ- ρευνα που πραγματοποιήθηκε στην Άνδρο, υπήρξαν πολλές δυσκολίες για να αναγνωριστεί υλικό της ΠΕΧ στις θέσεις που εντοπίστηκαν, με αποτέλεσμα να σχηματιστεί η εικόνα ύφεσης της ανθρώπινης παρουσίας στο νησί με την έναρξη της περιόδου. Μολονότι τα δεδομένα για την ανθρώπινη δραστηριότητα είναι περιορισμένα, επιτρέπουν την αναγνώριση χωροταξικών χαρακτηριστικών που κυριαρχούν στις Κυκλάδες αυτή την περίοδο, όπως οι παραθαλάσσιες θέσεις που σε ορισμένες περιπτώσεις για λόγους α- σφαλείας χωροθετούνται πάνω σε φυσικά υψώματα (Κουτσούκου 1993: 100). Η αρχαιολογική έρευνα στην Αμοργό επιβεβαιώνει την τάση για εγκατάσταση σε φυσικά οχυρές τοποθεσίες. Η Μαρκιανή, ο Μπίουνας και η Γραμπάλα έχουν χωροθετηθεί σε τοποθεσίες που είναι φυσικά οχυρωμένες, ενώ σε άλλες θέσεις όπως η Βίγλα και ο Άγιος Παύλος έχουν διαπιστωθεί συμπληρωματικά τεχνητά έργα με σκοπό την άμυνα. Από τα πρώτα συμπεράσματα της έρευνας είναι ότι οι θέσεις με λείψανα κατοίκησης βρίσκονται σε βραχώδη υψώματα, σε ψηλούς ή χαμηλούς λόφους, σε άγονες πλαγιές που είναι προστατευμένες από τους ανέμους, με θέα και πρόσβαση στη θάλασσα (Μαραγκού 1994: 476). Στην Κύθνο ορισμένες από τις θέσεις της ΠΕΧ που εντοπίστηκαν στο νησί 217

225 Κεφάλαιο 7 συνδέονται με μεταλλευτικές δραστηριότητες. Οι θέσεις στο νησί έχουν θαλάσσιο προσανατολισμό, ενώ χαρακτηριστική είναι μια θέση στον Κόλπο της Μερσινιάς στα βόρεια του νησιού. Πρόκειται για μια θέση που ιδρύθηκε σε μια τοποθεσία που προσφέρει οπτική επαφή με το νησί της Κέας και ολόκληρη τη δυτική πλευρά της Κύθνου. Και σ αυτό το νησί επιβεβαιώνεται η τάση για εγκατάσταση σε τοποθεσίες με αμυντικό χαρακτήρα, όπως για παράδειγμα στις Σκουριές σε ένα παράκτιο πλάτωμα και στον Κάστελλα σε έναν απόκρημνο κωνικό λόφο πάνω σε έναν βαθύ όρμο (Χατζηαναστασίου 1998: 259). Θεσσαλία Στη Θεσσαλία, το ποσοστό των θέσεων της ΠΕΧ (9%) σημειώνει διαφορά σε σύγκριση με το αμέσως μεγαλύτερο ποσοστό των Κυκλάδων (14%). Σε αντίθεση με τις περιοχές που εξετάστηκαν μέχρι τώρα, στις οποίες το κοινό χαρακτηριστικό υπήρξε η εξάπλωση της κατοίκησης με το πέρασμα στην ΠΕΧ, στη Θεσσαλία διαπιστώνεται μείωση του αριθμού των θέσεων στη διάρκεια αυτής της περιόδου (Halstead 1984: 230, Γαλλής 1992: ). Στη λεκάνη της Λάρισας διαπιστώνεται η εγκατάλειψη μεγάλου α- ριθμού θέσεων από το εύφορο κεντρικό τμήμα της πεδιάδας, γεγονός που απεικονίζεται με σημαντικά κενά στο χάρτη κατανομής της περιόδου. Παράλληλα, παρατηρείται μια μετατόπιση προς τις ορεινές και λοφώδεις περιοχές στην περιφέρεια της πεδιάδας, κοντά στους πρόποδες των περιφερειακών ορεινών όγκων και λόφων. Το τοπίο των περιοχών πρόσφερε στους ανθρώπους δύο διαφορετικά στοιχεία σε σύγκριση με τα πεδινά μέρη των πεδιάδων. Το πρώτο στοιχείο αφορά στην οικονομία της διαβίωσης. Με δεδομένο ότι τα εδάφη και η βλάστηση στις ορεινές τοποθεσίες ευνοούσαν τη βοσκή των ζώων, είναι πιο πιθανό να υπήρξε μια μεγαλύτερη ενασχόληση με τις κτηνοτροφικές, παρά με τις καλλιεργητικές δραστηριότητες. Το δεύτερο στοιχείο αφορά στη δυνατότητα προστασίας και ασφάλειας που πρόσφερε το ανομοιογενές ανάγλυφο του εδάφους στη λοφώδη περιοχή, σε αντίθεση με την ομοιογενή και επίπεδη τοπογραφία της πεδιάδας. Φαίνεται ότι η ανάγκη για προστασία ήταν μια σημαντική κοινωνική συνιστώσα στην περίοδο της ΠΕΧ στη Θεσσαλία, καθώς διαπιστώνεται ότι ορισμένες θέσεις βρίσκονται σε τοποθεσίες που δεσπόζουν στο τοπίο και ελέγχουν την ευρύτερη περιοχή (Γαλλής 1992: 232). Στη λεκάνη της Καρδίτσας, οι θέσεις της ΠΕΧ περιορίζονται σε δύο θέσεις στα βόρεια, κοντά στον Πηνειό ποταμό, και σε μια σειρά θέσεων που κατανέμονται αραιά και περιφερειακά στα νότια της πεδιάδας. Η μόνη συγκέντρωση θέσεων στην πεδιάδα της Καρδίτσας στη διάρκεια της ΠΕΧ είναι εκείνη στην περιοχή του Παλαμά, στα δυτικά των μεσαίων θεσσαλικών λόφων που διαχωρίζουν τις θεσσαλικές λεκάνες (Νικολάου 1994: 333). Ο Halstead υποστηρίζει ότι η πολύ σημαντική μείωση των θέσεων στη δυτική Θεσσαλία σε μεγαλύτερο βαθμό αντανακλά τις αδυναμίες και τις προκαταλήψεις 218

226 Κεφάλαιο 7 της αρχαιολογικής έρευνας, παρά την πραγματική κατανομή των θέσεων στο τοπίο (Halstead 1984: 230). Ύφεση της ανθρώπινης παρουσίας σημειώνεται και στη λεκάνη της Ελασσόνας στα βόρεια της λεκάνης της Λάρισας. Στην παράκτια πεδιάδα του Βόλου, η εξέλιξη της ανθρώπινης παρουσίας είναι διαφορετική, καθώς διαπιστώνεται η επιβίωση και η άνθιση των νεολιθικών θέσεων. Είναι πιθανό ότι το γεγονός αυτό ο- φείλεται στην αυξημένη θαλάσσια επικοινωνία και στις ανταλλαγές που τεκμηριώνονται μεταξύ των πληθυσμών της παράκτιας Θεσσαλίας και άλλων πληθυσμών του Αιγαιακού χώρου (Halsted 1984: 322). Στο νησιωτικό χώρο της Θεσσαλίας, οι περισσότερες νεολιθικές θέσεις στις μικρές νησίδες των Σποράδων εγκαταλείπονται, με εξαίρεση τον Άγιο Πέτρο στην κυρά Παναγιά, ενώ τώρα εποικίζονται τα μεγαλύτερα νησιά της Σκιάθου και της Αλοννήσου. Κεντρική Μακεδονία Η Κεντρική Μακεδονία συγκεντρώνει το 7% των θέσεων της ΠΕΧ στον ελλαδικό χώρο, ποσοστό μικρότερο από το αντίστοιχο της Θεσσαλίας (9%). Η κοιλάδα του Γαλλικού ποταμού, η πεδιάδα του Αξιού, η λεκάνη του Λαγκαδά, η μικρή πεδιάδα της Θεσσαλονίκης, η κοιλάδα των Βασιλικών, η παράκτια πεδιάδα της Επανομής και οι λόφοι που εκτείνονται στο εσωτερικό της, και νοτιότερα η παράκτια ζώνη της Χαλκιδικής μαζί με τις χερσονήσους της Κασσάνδρας και της Σιθωνίας, όλες αυτές οι γεωγραφικές περιοχές αποτέλεσαν πυρήνες της νεολιθικής κατοίκησης και εξακολουθούν να συγκεντρώνουν την πλειονότητα των θέσεων στην ΠΕΧ. Στις περιοχές της Θεσσαλονίκης συνεχίζεται η κατοίκηση σχεδόν κατά το ήμισυ σε νεολιθικές θέσεις, ενώ οι υπόλοιπες θέσεις αποτελούν νέες εγκαταστάσεις. Στην πεδιάδα του Αξιού, πέντε νέες θέσεις ιδρύονται συνολικά, εκ των οποίων σήμερα οι τρεις ανήκουν διοικητικά στο Κιλκίς. Η θέση Δουρμουσλί ιδρύεται στην κορυφή ενός λόφου που βρίσκεται πάνω σε επικλινές έδαφος, προσφέροντας οπτικό έλεγχο στον ποταμό και στην πεδιάδα. Παρόμοια χαρακτηριστικά συγκεντρώνει η θέση Φιλαδελφιανά, η οποία ιδρύεται στην κοιλάδα του Γαλλικού ποταμού πάνω σε έναν ψηλό απομονωμένο λόφο. Στην ίδια κοιλάδα, νοτιότερα, κατάλοιπα της ΠΕΧ διαπιστώνονται σε τρεις νέες και μια νεολιθική θέση, κοντά στις υπώρειες των ασβεστολιθικών ορεινών όγκων στα ανατολικά, αλλά και στα πιο πεδινά μέρη προς τα δυτικά. Στη λεκάνη του Λαγκαδά, η ανθρώπινη δραστηριότητα στη διάρκεια της ΠΕΧ επιβεβαιώνεται τόσο από παλιότερες έρευνες στην περιοχή όσο και από την πρόσφατη ε- ντατική επιφανειακή έρευνα στο δυτικό άκρο της λεκάνης. Σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα του Αρχαιολογικού Προγράμματος Λαγκαδά η ανθρώπινη δραστηριότητα συνεχίζεται σε ορισμένες νεολιθικές θέσεις, ενώ σε άλλες νεολιθικές θέσεις σημειώνονται επεισόδια εγκατάλειψης. Οι νεολιθικές θέσεις που επιβιώνουν στην ΠΕΧ κατανέμονται τόσο στα χαμηλά σημεία του τοπίου κοντά στον πυθμένα της λεκάνης όσο και σε πιο 219

227 Κεφάλαιο 7 ορεινές τοποθεσίες, όπως στην περιοχή Πέντε Βρύσες που βρίσκεται σε υψόμετρο μ. πάνω από τη θάλασσα (Κωτσάκης και Ανδρέου 1995: 349, Andreou και Kotsakis 2002: 40-1). Με βάση τις παλιότερες έρευνες στην περιοχή, η θέση Χρυσαυγή που ι- δρύεται στη διάρκεια της ΠΕΧ είναι χωροθετημένη πάνω σε μια απομονωμένη κορυφή που προβάλει από μια κορυφογραμμή. Στα υπόλοιπα μέρη της λεκάνης του Λαγκαδά, η ανθρώπινη δραστηριότητα εμφανίζεται πιο σποραδική στο τοπίο. Δύο νέες θέσεις ι- δρύονται στην πεδινή περιοχή μεταξύ των δύο λιμνών, ενώ μια τρίτη θέση ιδρύεται στα νότια της λίμνης Βόλβης, κοντά στο ποτάμι Χολομώντας που κατεβαίνει από το ομώνυμο βουνό. Ιδιαίτερα πυκνή εμφανίζεται η ανθρώπινη παρουσία στην κοιλάδα των Βασιλικών, αλλά και στην παράκτια πεδινή έκταση που ανοίγεται στα δυτικά της κοιλάδας προς τον Κόλπο της Θεσσαλονίκης. Εκτός από ορισμένες νεολιθικές θέσεις που συνεχίζουν να κατοικούνται στην ΠΕΧ, ιδρύονται νέες θέσεις στην περιοχή. Οι θέσεις ιδρύονται κυρίως στα πεδινά μέρη του τοπίου, σε κάποιες περιπτώσεις σε μικρή απόσταση από τη θάλασσα, αλλά και σε πιο μεσόγειες τοποθεσίες στο εσωτερικό της κοιλάδας. Αξίζει να σημειωθεί ότι η θέση στους Επιβάτες, η οποία χωροθετήθηκε πάνω σε μια απότομη πλαγιά, έχει οπτικό έλεγχο προς τη θάλασσα. Στις θέσεις που κατανέμονται χωρικά γύρω από τον Κόλπο του Θερμαϊκού, θα πρέπει να προστεθούν οι θέσεις στη μικρή πεδιάδα της Θεσσαλονίκης, οι οποίες σήμερα βρίσκονται μέσα στο πολεοδομικό συγκρότημα της πόλης. Νεολιθικές θέσεις συνεχίζουν να κατοικούνται στην παράκτια πεδιάδα της Επανωμής, κοντά στην ακτή του Θερμαϊκού, αλλά και στη λοφώδη περιοχή στο εσωτερικό της. Δύο παράκτιες θέσεις ιδρύονται στη διαμετρικά απέναντι θαλάσσια περιοχή του Στρυμονικού Κόλπου, σε μια πεδινή έκταση σε κοντινή απόσταση από την ακτή. Νοτιότερα στο Στρυμονικό Κόλπο μια ακόμη θέση ιδρύεται στην περιοχή της Ο- λυμπιάδας, η οποία ανήκει διοικητικά στο νομό Χαλκιδικής. Στη Χαλκιδική διαπιστώνεται μεγάλη εξάπλωση της ανθρώπινης παρουσίας στη διάρκεια της ΠΕΧ, καθώς η πλειονότητα των θέσεων της περιόδου αποτελούν νέες ιδρύσεις. Οι περισσότερες θέσεις της χερσονήσου συγκεντρώνονται στο νότιο τμήμα της, στις δύο μικρότερες χερσονήσους στις οποίες απολήγει. Στην ενδοχώρα του κορμού της Χαλκιδικής, δύο θέσεις ιδρύονται στη διάρκεια της ΠΕΧ στην περιοχή της Γαλάτιστας, που εκτείνεται ανατολικά από την κοιλάδα των Βασιλικών. Η μια από τις δύο θέσεις ιδρύεται πάνω σε έναν απότομο βραχώδη λόφο, ενώ η δεύτερη θέση ιδρύεται στη γύρω εύφορη γη. Στις ακτές του Θερμαϊκού, η ανθρώπινη δραστηριότητα συνεχίζεται σε δύο νεολιθικές θέσεις, μια τρίτη θέση ιδρύεται σε πεδινή έκταση κοντά στην ακτή, ενώ σε μεσόγεια τοποθεσία μέσα σε μια κοιλάδα εντοπίζεται μια ακόμη νέα θέση. Κατάλοιπα της ανθρώπινης παρουσίας της ΠΕΧ εντοπίζονται σε νεολιθικές, αλλά και σε νέες θέσεις, σε μεσόγειες τοποθεσίες βόρεια από τις χερσονήσους της Κασσάνδρας και της Σιθωνί- 220

228 Κεφάλαιο 7 ας. Δύο θέσεις στο Γομάτι, σχεδόν απέναντι από το μικρό νησάκι της Αμουλιανής έ- χουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς ιδρύονται πάνω σε απότομους παραθαλάσσιους λόφους με δύσκολη πρόσβαση από τη θάλασσα. Στις χερσονήσους της Κασσάνδρας και της Σιθωνίας προτιμώνται τοποθεσίες κοντά ή πάνω στην ακτή, ακόμη και σε μικρές χερσονησίδες που εισχωρούν στη θάλασσα, γεγονός που υποδεικνύει το σημαντικό ρόλο που παίζει η θάλασσα για τον πληθυσμό της Χαλκιδικής, ως φυσικός πόρος αλλά και ως μέσο επικοινωνίας. Το τελευταίο επιβεβαιώνεται από ευρήματα των θέσεων της Χαλκιδικής που υποδεικνύουν επαφές με τους πληθυσμούς της Θεσσαλίας, των Κυκλάδων και γενικότερα του Νότου (Σμάγας 2000: 50, 55-6). Στο ανατολικότερο άκρο της Κεντρικής Μακεδονίας, στη λεκάνη των Σερρών, σημειώνεται αύξηση του αριθμού των θέσεων μετά το τέλος της Νεολιθικής Εποχής (Παπαδόπουλος 1997: 83). Νεολιθικές θέσεις επανακατοικούνται μετά από κάποιο κενό, ενώ παράλληλα διαπιστώνεται η ίδρυση νέων θέσεων στην ίδια τη λεκάνη των Σερρών, καθώς και στη γειτονική κοιλάδα του ποταμού Αγγίτη. Στη διάρκεια της ΠΕΧ μία θέση ιδρύεται στα δυτικά του ποταμού Στρυμόνα, στις παρυφές της πεδιάδας. Είναι πιθανό ότι η απουσία θέσεων από αυτή την πλευρά της λεκάνης σε ολόκληρη τη Νεολιθική, αλλά και στην ΠΕΧ, δεν αποτελεί μια χωροταξική επιλογή των πληθυσμών που εγκαταστάθηκαν στη λεκάνη, αλλά εκφράζει την αδυναμία της αρχαιολογικής έρευνας να ε- ντοπίσει τις αρχαιολογικές θέσεις μέσα στο λοφώδες τοπίο (Μαλαμίδου 1999: 510). Μια ακόμη θέση ιδρύεται στα νότια της λεκάνης, στους ΒΑ πρόποδες του όρους Κερδύλιο. Οι υπόλοιπες θέσεις που ιδρύονται στη διάρκεια της ΠΕΧ χωροθετούνται στα α- νατολικά του ποταμού Στρυμόνα, κοντά στις υπάρχουσες νεολιθικές θέσεις, στα χαμηλά σημεία της λεκάνης αλλά και στις παρυφές της πεδιάδας. Μία νέα θέση ιδρύεται στην περιοχή της συμβολής των ποταμών Στρυμόνα και Αγγίτη. Προς το εσωτερικό της κοιλάδας του ποταμού Αγγίτη εντοπίζεται μια ακόμη νέα θέση, ενώ μια δεύτερη ιδρύεται δίπλα στο ποτάμι στο στόμιο της κοιλάδας που ανοίγεται προς τη λεκάνη της Δράμας. Η εγγύτητα ορισμένων νέων θέσεων με τους δύο ποταμούς υποδεικνύει τη σημασία των ποταμών ως φυσικών δρόμων επικοινωνίας που εξυπηρετούν στη διακίνηση αγαθών και ιδεών (Παπαδόπουλος 1997: 82). Στη λεκάνη του Αξιού παρατηρείται μια ύφεση της ανθρώπινης παρουσίας, καθώς πολλές νεολιθικές θέσεις εγκαταλείπονται, ενώ η ανθρώπινη δραστηριότητα στη διάρκεια της ΠΕΧ περιόδου περιορίζεται είτε σε ορισμένες νεολιθικές θέσεις είτε σε λίγες νεοϊδρυθείσες (Χρυσοστόμου και Χρυσοστόμου 1993: 173, Μερούσης και Στεφανή 1999: 745). Οι θέσεις της ΠΕΧ κατανέμονται χωρικά κυρίως στο βόρειο τμήμα της λεκάνης, στην κοιλάδα του Αξιού, στην πεδιάδα των Γιαννιτσών και τη λεκάνη της Έ- δεσσας, ενώ πιο περιορισμένη εμφανίζεται η ανθρώπινη παρουσία στην Ημαθία. Στη λεκάνη της Έδεσσας, μόλις μια θέση ιδρύεται στη διάρκεια της ΠΕΧ, ενώ μια δεύτερη ιδρύεται ανατολικότερα στις παρυφές της πεδιάδας των Γιαννιτσών. Δύο νέες θέσεις 221

229 Κεφάλαιο 7 προστίθενται την πεδιάδα των Γιαννιτσών, όπου η ανθρώπινη παρουσία συνεχίζεται κυρίως σε νεολιθικές θέσεις τόσο στα πεδινά μέρη όσο και σε πιο ορεινές τοποθεσίες. Ιδιαίτερη αναφορά μπορεί να γίνει για τη θέση Ραχώνα, η οποία στη διάρκεια της ΠΕΧ ιδρύεται πάνω σε φυσικό ύψωμα που δεσπόζει της πεδιάδας των Γιαννιτσών (Κοκκινίδου 1990: 40). Στην Ημαθία, η ανθρώπινη δραστηριότητα συνεχίζεται σε δύο νεολιθικές θέσεις, ενώ το οικιστικό τοπίο συμπληρώνεται με την ίδρυση δύο νέων θέσεων. Νοτιότερα, στις περιοχές της Πιερίας δύο νεολιθικές θέσεις συνεχίζουν να κατοικούνται, οι οποίες χαρακτηρίζονται από τη χωροθέτησή τους σε φυσικά υψώματα που δεσπόζουν στη γύρω περιοχή. Την ίδια περίοδο, δυο νέες θέσεις ιδρύονται πάνω στην ακτή, ενώ μια τρίτη θέση ιδρύεται σε κοντινή απόσταση από την ακτή πάνω σε ένα φυσικό λόφο (Μερούσης και Στεφανή 1994). Η περιγραφή της χωροθέτησης των θέσεων της ΠΕΧ στην Κεντρική Μακεδονία αναδεικνύει τη συγκέντρωση των κύριων εστιών της ανθρώπινης παρουσίας στις περιοχές της Θεσσαλονίκης. Η κοιλάδα των Βασιλικών και η πεδιάδα της Επανωμής, δύο βασικές εστίες του χωροταξικού δικτύου, βρίσκονται πάνω σε άξονες επικοινωνίας που συνδέουν τις περιοχές της Θεσσαλονίκης με εκείνες της Χαλκιδικής. Οι περιοχές της Χαλκιδικής συγκεντρώνουν το δεύτερο μεγαλύτερο αριθμό θέσεων. Οι εστίες της ανθρώπινης παρουσίας κατανέμονται στην παράκτια ζώνη που εκτείνεται κατά μήκος του Θερμαϊκού Κόλπου και νοτιότερα των χερσονήσων της Κασσάνδρας και της Σιθωνίας. Σημαντική συγκέντρωση θέσεων σημειώνεται στη λεκάνη του Αξιού, κυρίως στο κεντρικό και βόρειο τμήμα της. Η τρίτη μεγάλη συγκέντρωση θέσεων καταγράφεται στη λεκάνη των Σερρών. Βασική εστία παραμένει η περιοχή ανατολικά του Στρυμόνα, ενώ μια δεύτερη εστία δημιουργείται στην παράκτια περιοχή εκατέρωθεν του δέλτα του ποταμού. Η περιοχή της Πιερίας αποτελεί τη μικρότερη εστία της ανθρώπινης παρουσίας στην Κεντρική Μακεδονία. Μολονότι σημαντικός αριθμός θέσεων εξακολουθεί να βρίσκεται στα πεδινά μέρη του τοπίου της Μακεδονίας, είναι σημαντική η χωροθέτηση θέσεων σε υψώματα που δεσπόζουν στο τοπίο. Η επιλογή μιας τέτοιας τοποθεσίας προσφέρει ο- πτικό έλεγχο της γύρω περιοχής και αίσθημα ασφάλειας. Βόρειο Αιγαίο Η περιφέρεια του Βόρειου Αιγαίου συγκεντρώνει το αμέσως μικρότερο ποσοστό θέσεων της ΠΕΧ (5%) από το ποσοστό της Κεντρικής Μακεδονίας (7%). Η Λέσβος συγκεντρώνει το μεγαλύτερο αριθμό θέσεων. Η ανθρώπινη παρουσία είναι ιδιαίτερα πυκνή γύρω από τον Κόλπο της Καλλονής, καθώς και στον πιο εύφορο κάμπο του νησιού που εκτείνεται στο μυχό του Κόλπου. Μια σειρά από θέσεις εντοπίζονται στην παράκτια ζώνη στα ανατολικά του νησιού, μεταξύ των οποίων βρίσκεται η σημαντική θέση της Θερμής. Στο δυτικό και πιο ορεινό τμήμα του νησιού υπάρχουν ίχνη εγκατάστασης σε μεσόγειες τοποθεσίες, κυρίως μέσα σε εύφορες κοιλάδες τις οποίες διασχίζουν μι- 222

230 Κεφάλαιο 7 κροί ποταμοί, αν και οι περισσότερες θέσεις εντοπίζονται σε παραθαλάσσιες τοποθεσίες ή σε μικρή απόσταση από τη θάλασσα. Ανεξάρτητα από τη θέση τους στο τοπίο, όλες οι θέσεις εκμεταλλεύονται μικρές προσχωσιγενείς πεδιάδες και έχουν πρόσβαση στη θάλασσα (Lambrianides και Spencer 1997: 619, Lambrianides και Spencer 1997: 104-6). Στη Λήμνο, οι θέσεις ανθρώπινης δραστηριότητας μοιράζονται τόσο σε παραθαλάσσιες όσο και σε μεσόγειες τοποθεσίες σε ολόκληρο το νησί. Οι τοποθεσίες που επιλέγονται για εγκατάσταση είναι κυρίως χαμηλοί λόφοι ή ακρωτήρια, με πρόσβαση σε εύφορες πεδιάδες για την καλλιέργεια και την εκτροφή των ζώων. Στην περίπτωση των παράκτιων θέσεων σημαντικό ρόλο φαίνεται να παίζει η ύπαρξη ενός καλού λιμανιού σε μικρή απόσταση (Γεροντάκου και Αυγερινού 1997: ). Η χωροθέτηση των θέσεων πάνω ή κοντά στη σημερινή ακτή, με πρόσβαση σε ασφαλή και απάνεμα λιμάνια, υπογραμμίζει το ενδιαφέρον των πληθυσμών των δύο νησιών για την επικοινωνία με άλλους τόπους με σκοπό την ανταλλαγή αγαθών και τη διακίνηση των ιδεών (Γεροντάκου και Αυγερινού 1997: 457, 462). Στη Χίο, οι νεολιθικές θέσεις εξακολουθούν να συγκεντρώνουν την ανθρώπινη παρουσία, ενώ ιδρύεται μια νέα θέση στο νότιο τμήμα του νησιού. Στο μικρό νησί των Ψαρών διαπιστώνεται η επανακατοίκηση της νεολιθικής θέσης. Στη Σάμο συνεχίζεται η κατοίκηση στο Τηγάνι, ενώ την ίδια περίοδο ι- δρύεται ο οικισμός στο Ηραίο. Δυτική Μακεδονία Στη Δυτική Μακεδονία το ποσοστό των θέσεων της ΠΕΧ μειώνεται κατά μία μονάδα (4%) σε σύγκριση με το αντίστοιχο ποσοστό του Βόρειου Αιγαίου (5%). Διαπιστώνεται εξάπλωση των θέσεων της ανθρώπινης παρουσίας στις λεκάνες της Φλώρινας και του Αμυνταίου, σε σύγκριση με τα νεολιθικά χρόνια. Στην πρώτη, οι τοποθεσίες που επιλέγονται βρίσκονται στα χαμηλά και επίπεδα σημεία της πεδιάδας, αλλά και σε ψηλότερα σημεία πάνω σε χαμηλούς λόφους ή κορυφογραμμές (Kokkinidou και Trantalidou 1991: 96). Μέσα από το πέρασμα του Πισοδερίου υπάρχει δυνατότητα επικοινωνίας με τη λεκάνη της Μικρής Πρέσπας και κατ επέκταση με τις περιοχές της Αλβανίας, ενώ άλλα μονοπάτια οδηγούν στη λεκάνη της Καστοριάς. Προς τα νότια, το πέρασμα του Κλειδιού οδηγεί στη λεκάνη του Αμυνταίου και από εκεί στις νοτιότερες περιοχές της λεκάνης της Πτολεμαϊδας. Στη λεκάνη της Πτολεμαϊδας, η εγκατάσταση συνεχίζεται στις νεολιθικές θέσεις της Κίτρινης Λίμνης, καθώς και σε άλλες νεολιθικές θέσεις σε τοποθεσίες στο νότιο τμήμα της ευρύτερης λεκάνης. Στην κοιλάδα του μέσου ρου του Αλιάκμονα ιδρύονται τρεις νέες θέσεις, εκ των οποίων οι δύο στη νευραλγική για την επικοινωνία περιοχή της γέφυρας των Σερβίων. Στη γειτονική λεκάνη της Καστοριάς, η εγκατάσταση συνεχίζεται κυρίως σε νεολιθικές θέσεις που είχαν ιδρυθεί στα δυτικά των ορεινών όγκων του Άσκιου και του Βούρινου, στην περιοχή που εκτείνεται ανάμεσα στο πέρασμα της Κλεισούρας και στο πέρασμα της Σιάτιστας, δυο φυσικές διόδους επικοινωνίας με τη λεκάνη της Πτολεμαϊδας. Στην περιοχή 223

231 Κεφάλαιο 7 των Γρεβενών, μετά από ένα μεγάλο κενό της ανθρώπινης παρουσίας δύο νεολιθικές θέσεις επανακατοικούνται, ενώ δύο νέες θέσεις ιδρύονται σε υψόμετρα χαρακτηριστικά μεγαλύτερα από εκείνα των νεολιθικών θέσεων (Wilkie 1993: 1752). Δωδεκάνησα Τα Δωδεκάνησα συγκεντρώνουν το αμέσως μικρότερο ποσοστό θέσεων της ΠΕΧ (3%) από εκείνο της Δυτικής Μακεδονίας (4%). Το μοναδικό νησί που για πρώτη φορά δίνει πιθανές ενδείξεις της ανθρώπινης παρουσίας είναι η Πάτμος. Τα υπόλοιπα νησιά του νοτιοανατολικού Αιγαίου εποικίστηκαν στις δύο τελευταίες περιόδους της Νεολιθικής Εποχής. Η ανθρώπινη δραστηριότητα στη διάρκεια της ΠΕΧ συνεχίζεται κυρίως σε νεολιθικές θέσεις. Οι περισσότερες θέσεις της ΠΕΧ βρίσκονται πάνω στο νησί της Καρπάθου, αν και σε κάποιες από αυτές η χρονολόγηση του υλικού ενέχει ένα ποσοστό σφάλματος. Η επόμενη μεγαλύτερη συγκέντρωση θέσεων σημειώνεται στην Κω, όπου οι περισσότερες θέσεις αποτελούν νέες ιδρύσεις. Ακολουθεί το μεγαλύτερο νησί της Ρόδου, στην οποία οι κύριες εστίες της ανθρώπινης δράσης εξακολουθούν να βρίσκονται στις υπάρχουσες νεολιθικές θέσεις, με μοναδική εξαίρεση τη θέση στον Ασώματο, που ιδρύεται στη διάρκεια της ΠΕΧ. Στη Σύμη, την Κάσο και τη Σάρο η ανθρώπινη δραστηριότητα συνεχίζεται στις νεολιθικές θέσεις και παράλληλα επεκτείνεται σε νέες. Στη Χάλκη, την Τήλο, τη Λέρο, την Κάλυμνο, τη Νίσυρο και το Γυαλί της Νισύρου διαπιστώνεται μια συρρίκνωση του αριθμού των θέσεων κατά τη μετάβαση στην ΠΕΧ, αν και σε ορισμένα από τα παραπάνω νησιά δεν λείπουν οι νέες θέσεις. Τα χαρακτηριστικά της χωροθέτησης των θέσεων δεν διαφοροποιούνται σε σχέση με το τέλος της Νεολιθικής, καθώς εξακολουθούν να κυριαρχούν οι θέσεις πάνω σε λόφους, σε ακρωτήρια ή σε μεσόγειες τοποθεσίες, έχοντας μερικές φορές ένα απότομο ανάγλυφο που προσδίδει την αίσθηση της προστασίας και του ελέγχου (Μελάς 1985: 155). Ανατολική Μακεδονία-Θράκη Η περιφέρεια της Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης συγκεντρώνει ποσοστό 3% των θέσεων της ΠΕΧ, ποσοστό ίδιο με εκείνο των Δωδεκανήσων (3%), μολονότι σημειώνεται διαφορά στον αριθμό των θέσεων της πρώτης περιφέρειας (46 θέσεις) από τον αντίστοιχο αριθμό της δεύτερης (60 θέσεις). Η πλειονότητα των θέσεων βρίσκεται στις ανατολικές περιοχές της Μακεδονίας, δηλαδή στη λεκάνη της Δράμας και στο νησί της Θάσου, ενώ η επόμενη μεγαλύτερη συγκέντρωση θέσεων εντοπίζεται στην πεδιάδα της Ροδόπης. Στη λεκάνη της Δράμας, η ανθρώπινη δραστηριότητα συνεχίζεται κυρίως σε νεολιθικές θέσεις, καθώς μόλις μια νέα θέση ιδρύεται μέσα στην ίδια πεδιάδα. Δύο νέες θέσεις ιδρύονται πάνω στον ορεινό όγκο της Λεκάνης που κοιτάζουν προς τα βορειοδυτικά, ενώ την ίδια περίοδο αρχίζει να χρησιμοποιείται το Σπήλαιο των Ποταμών στις υπώρειες του ορεινού όγκου της Ροδόπης, που οριοθετούν την κοιλάδα του Νέστου προς το βορρά. Η χωροθέτηση των τριών τελευταίων θέσεων θα μπορούσε, λόγω 224

232 Κεφάλαιο 7 του υψομέτρου και της δασικής βλάστησης, να υποδεικνύει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον του πληθυσμού τους για την πρακτική της κτηνοτροφίας ή για το κυνήγι. Άλλες θέσεις της ανατολικής Μακεδονίας, όπως η θέση Καρά Ορμάν στην παράκτια περιοχή της Καβάλας και οι παραθαλάσσιες θέσεις που ιδρύονται αυτή την περίοδο στο νησί της Θάσου, αποτελούν ένδειξη ενδιαφέροντος για την εκμετάλλευση των θαλάσσιων πόρων, αλλά και για τη δυνατότητα θαλάσσιων επικοινωνιών (Παπαδόπουλος 1997: 82). Ο ε- ντοπισμός κοινών χαρακτηριστικών στον υλικό πολιτισμό των θέσεων της λεκάνης της Δράμας, της Καβάλας, της Θάσου και της πιο απομακρυσμένης Πολιόχνης της Λήμνου επιβεβαιώνει τη θαλάσσια επικοινωνία μεταξύ της Ανατολικής Μακεδονίας και των νησιών του Βόρειου Αιγαίου (Benvenuti 1999: ). Στη γειτονική Θράκη δεν σημειώνονται σημαντικές αλλαγές σε σύγκριση με τα νεολιθικά χρόνια, καθώς η ανθρώπινη δράση στη διάρκεια της ΠΕΧ συνεχίζεται σχεδόν αποκλειστικά σε νεολιθικές θέσεις. Με τα σημερινά δεδομένα, την εξαίρεση αποτελεί μια νέα θέση που ιδρύεται στα βόρεια της λεκάνης της Ροδόπης, στους νοτιοδυτικούς πρόποδες του ορεινού όγκου του Παπίκιου όρους. Η παραπάνω θέση μαζί με τις Θέρμες που βρίσκεται στον ορεινό όγκο της Δυτικής Ροδόπης αποτελούν τα πιο ορεινά σημεία της ανθρώπινης δράσης στη διάρκεια της ΠΕΧ στη Θράκη. Οι υπόλοιπες θέσεις κατανέμονται στα πιο πεδινά μέρη του τοπίου, στην πεδιάδα της Ροδόπης και στα βόρεια του νομού Έβρου. Μια μικρή συγκέντρωση θέσεων γύρω από το όρος Ίσμαρος πιθανολογείται ότι συνδέεται με την ύπαρξη μετάλλου στην περιοχή (Ασλάνης 1988: 151). Μια σειρά νεολιθικών θέσεων στην παράκτια ζώνη της αιγαιακής Θράκης συνεχίζουν να συγκεντρώνουν την ανθρώπινη παρουσία στη διάρκεια της ΠΕΧ, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι δύο από αυτές τις θέσεις αποτελούν σπήλαια. Συνέχιση της ανθρώπινης παρουσίας στη διάρκεια της ΠΕΧ διαπιστώνεται και στο Μικρό Βουνί της Σαμοθράκης, μια θέση στη νοτιοδυτική πλευρά του νησιού. Στη διάρκεια της ΠΕΧ επιβεβαιώνεται ότι οι θέσεις της αιγαιακής Θράκης, όπως και εκείνες της ανατολικής Μακεδονίας, διατηρούν θαλάσσια επικοινωνία και πιθανές σχέσεις ανταλλαγής με την Πολιόχνη της Λήμνου, γεγονός που σε ένα βαθμό δικαιολογεί την επιβίωση των παράκτιων θέσεων της περιοχής (Benvenuti 1999: 137). Ιόνια Νησιά Τα Ιόνια Νησιά συγκεντρώνουν ένα από τα μικρότερα ποσοστά θέσεων της ΠΕΧ (2%) στον ελλαδικό χώρο, μολονότι διαπιστώνεται σημαντική εξάπλωση των θέσεων ανθρώπινης δραστηριότητας σε σύγκριση με τα νεολιθικά χρόνια. Οι περισσότερες θέσεις με κατάλοιπα της ΠΕΧ εντοπίζονται στο νησί της Κεφαλονιάς. Μολονότι στα νεολιθικά χρόνια τα τεκμήρια για την ανθρώπινη δράση περιορίζονταν στη Σπηλιά της Δράκαινας και σε μια θέση στο νοτιοανατολικό άκρο του νησιού, τα τεκμήρια για την ανθρώπινη παρουσία στο νησί πληθαίνουν στη διάρκεια της ΠΕΧ. Οι θέσεις της περιό- 225

233 Κεφάλαιο 7 δου κατανέμονται κυρίως στα νότια και ανατολικά του νησιού. Ένας από τους λόγους γι αυτή την κατανομή των θέσεων είναι η παρουσία των δύο μεγαλύτερων πεδιάδων του νησιού σ αυτές τις περιοχές, του Αργοστολίου και της Σάμης. Οι περισσότερες θέσεις είναι μεσόγειες και χωροθετούνται πάνω σε πλαγιές λόφων. Είναι πιθανό ότι τα σπήλαια που χρησιμοποιούνται αυτή την περίοδο σχετίζονται με κτηνοτροφικές δραστηριότητες. Στην Ιθάκη, απέναντι από το νησί της Κεφαλονιάς, η ανθρώπινη παρουσία περιορίζεται σε τρεις θέσεις στη βόρεια χερσόνησο του νησιού. Η μια από τις θέσεις ταυτίζεται με το Σπήλαιο της Νύμφης που είχε δώσει ενδείξεις χρήσεις από τα νεολιθικά χρόνια, ενώ η θέση στο Σταυρό είναι χωροθετημένη πάνω σε μια κορυφογραμμή που προσφέρει οπτικό έλεγχο στη γύρω περιοχή. Η παραλία κοντά στο σπήλαιο θα πρέπει να εξυπηρετούσε ως λιμάνι των θέσεων της περιοχής. Η Κέρκυρα και η Λευκάδα είχαν δώσει τις περισσότερες ενδείξεις ανθρώπινης παρουσίας στα νεολιθικά χρόνια. Στη διάρκεια της ΠΕΧ, στο νησί της Κέρκυρας, η ανθρώπινη δραστηριότητα συνεχίζεται στις νεολιθικές θέσεις, οι οποίες περιορίζονται στο βόρειο και δυτικό τμήμα του νησιού. Στη Λευκάδα διαπιστώνεται εξάπλωση της ανθρώπινης παρουσίας. Με εξαίρεση ένα σπήλαιο που εγκαταλείπεται στο τέλος της Νεολιθικής, όλες οι νεολιθικές θέσεις συνεχίζουν να είναι σε χρήση στη διάρκεια της ΠΕΧ, ενώ νέες θέσεις ιδρύονται στο νησί. Ο κύριος πυρήνας εγκατάστασης είναι η πεδιάδα του Νυδρί στα ανατολικά του νησιού. Σημαντικά κίνητρα για την ε- πιλογή των τόπων ανάπτυξης των δραστηριοτήτων αποτελούν η πρόσβαση στο φυσικό διπλό λιμάνι στα ανατολικά της πεδιάδας και στα γύρω βουνά, καθώς και η αφθονία του νερού. Άλλες περιοχές με ενδείξεις της ανθρώπινης παρουσίας στην ΠΕΧ αποτελούν το βόρειο άκρο του νησιού, μια περιοχή στην οποία δύο σπήλαια εξακολουθούν να είναι σε χρήση, ενώ ένα ακόμη σπήλαιο προστίθεται στην περιοχή της Βασιλικής στα νότια του νησιού. Απέναντι από τη Λευκάδα προς τα ανατολικά, πάνω στη μικρή νησίδα Μεγανήσι ένα τέταρτο σπήλαιο αρχίζει να χρησιμοποιείται στη διάρκεια της ΠΕΧ. Πιθανολογείται ότι η χρήση των σπηλαίων αφορά κυρίως σε δραστηριότητες που σχετίζονται με την κτηνοτροφία (Souyoudzoglou-Haywood 1999: ). Στο νησί της Ζακύνθου, τα ίχνη της ΠΕΧ είναι πιο περιορισμένα από τα υπόλοιπα μεγάλα νησιά του Ιονίου. Οι λίγες θέσεις όπου διαπιστώθηκε η ανθρώπινη δράση αποτελούν ανοιχτές θέσεις και περιορίζονται στη νοτιοανατολική χερσόνησο του νησιού. Πιθανολογείται ότι η συγκεκριμένη κατανομή των θέσεων οφείλεται εν μέρει σε επιλογές της αρχαιολογικής έρευνας. Ωστόσο, είναι πιθανό ότι σημαντική παράμετρο στην κατανομή αποτελούσε η εξάπλωση των θέσεων της ανθρώπινης δράσης στην α- πέναντι ηπειρωτική χώρα, ιδιαίτερα στην περιοχή της Ολυμπίας, στην Ηλεία. Η θαλάσσια επικοινωνία μεταξύ των νησιών δεν θα πρέπει να αποτελούσε δύσκολο εγχείρημα, καθώς ο διάπλους μεταξύ τους διευκολύνεται με ενδιάμεσες νησίδες γης. Ανεμπόδιστη θα πρέπει να ήταν και η θαλάσσια επικοινωνία μεταξύ των νησιών και της απέ- 226

234 Κεφάλαιο 7 ναντι δυτικής ηπειρωτικής χώρας. Άλλωστε, έχουν γίνει αναφορές για την επικοινωνία των Ιόνιων Νησιών με την ηπειρωτική χώρα ήδη από τα νεολιθικά χρόνια (Τσώνος 2000: 182). Στη διάρκεια της ΠΕΧ, υπάρχουν ευρήματα σε θέσεις των νησιών που επιβεβαιώνουν την επικοινωνία με τον κυκλαδικό χώρο. Δεν αποκλείεται την περίοδο αυτή η επικοινωνία ανάμεσα στους νησιωτικούς χώρους του Αιγαίου και του Ιονίου να ακολουθούσε θαλάσσιους δρόμους, που διέρχονταν από τη θαλάσσια περιοχή ανάμεσα στη Ζάκυνθο και την Ηλεία (Souyoudzoglou-Haywood 1999: 122). Ήπειρος και Δυτική Ελλάδα Οι δυτικές ηπειρωτικές περιοχές της ελλαδικής χερσονήσου, δηλαδή η Ήπειρος και η Δυτική Ελλάδα, συγκεντρώνουν τα δύο μικρότερα ποσοστά θέσεων της ΠΕΧ σε σύγκριση με τον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο. Η Ήπειρος συγκεντρώνει το 1% των θέσεων της ΠΕΧ. Τα τεκμήρια για την ανθρώπινη δραστηριότητα προέρχονται κυρίως από νέες θέσεις, καθώς είναι λίγες οι νεολιθικές θέσεις που συνεχίζουν να είναι σε χρήση στη διάρκεια της ΠΕΧ. Οι νέες θέσεις αφορούν αποκλειστικά ανοιχτές θέσεις, ενώ σπήλαια που ήταν σε χρήση στα νεολιθικά χρόνια εγκαταλείπονται. Οι περισσότερες θέσεις συγκεντρώνονται στη λεκάνη των Ιωαννίνων, έναν πυρήνα που είχε δημιουργηθεί ήδη από τα νεολιθικά χρόνια. Μια δεύτερη συγκέντρωση θέσεων σημειώνεται στις δυτικές υπώρειες του ορεινού όγκου της Παραμυθιάς, ενώ μόλις μια θέση της ΠΕΧ βρίσκεται σε σχετικά κοντινή απόσταση από τις ακτές του Ιονίου απέναντι από τους Παξούς. Στη Δυτική Ελλάδα καταγράφονται 9 θέσεις της ΠΕΧ, αριθμός τόσο μικρός συγκριτικά με τον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο που ισοδυναμεί με ποσοστό 0%. Τρεις νεολιθικές θέσεις συνεχίζουν να είναι σε χρήση, εκ των οποίων η μια είναι το σπήλαιο του Αγίου Νικολάου στον Αστακό. Συνολικά έξι νέες ανοιχτές θέσεις συγκεντρώνουν την ανθρώπινη δραστηριότητα στη διάρκεια της ΠΕΧ. Τέσσερις θέσεις βρίσκονται γύρω από τον Κόλπο του Αστακού, σημαντικό λιμάνι και κομβικό σημείο επικοινωνίας μεταξύ του νησιωτικού και του ηπειρωτικού χώρου του Ιονίου, αλλά και μεταξύ της δυτικής και ανατολικής ηπειρωτικής χώρας (Τσώνος 2000: 186). Οι υπόλοιπες θέσεις είναι αποτραβηγμένες από το Ιόνιο προς την πλευρά του Πατραϊκού Κόλπου και χωροθετούνται σε μεσόγειες τοποθεσίες ή και κοντά στην ακτή. Συμπεράσματα για το χωροταξικό δίκτυο των οικισμών κατά την ΠΕΧ Ο χάρτης κατανομής των θέσεων της ΠΕΧ στον ελλαδικό χώρο αποτυπώνει τη διασπορά των εστιών της ανθρώπινης παρουσίας στο μεγαλύτερο μέρος του τοπίου (χάρτης 7.2.6). Το μεγαλύτερο κενό σημειώνεται στην ορεινή αλυσίδα των Ελληνίδων, ενώ ένα δεύτερο σημαντικό κενό καταγράφεται σε μεγάλο τμήμα της ηπειρωτικής χώρας που ε- κτείνεται στα δυτικά της. Αυτό σημαίνει ότι παρά την εξάπλωση της ανθρώπινης παρουσίας σε ολόκληρο σχεδόν τον ελλαδικό χώρο, εξακολουθεί να υφίσταται η διαφορά της έντασης της ανθρώπινης παρουσίας ανάμεσα στις δυτικές και τις ανατολικές πε- 227

235 Κεφάλαιο 7 ριοχές του. Το κενό που είχε σημειωθεί στη διάρκεια της ΤΝ περιόδου σε μεγάλο μέρος του βόρειου ελλαδικού χώρου, λόγω αδυναμίας χρονολόγησης του αρχαιολογικού υλικού, παύει να υφίσταται. Σύμφωνα με τα δεδομένα των πινάκων α και β, στις ανατολικές περιοχές του ελλαδικού χώρου, η ένταση της ανθρώπινης παρουσίας κλιμακώνεται από το βορρά προς το νότο. Στη διάρκεια της ΠΕΧ, ο κύριος όγκος των θέσεων συγκεντρώνεται στον κεντρικό και νότιο ελλαδικό χώρο, δηλαδή στις περιφέρειες της Στερεάς Ελλάδας-Αττικής, της Πελοποννήσου, των Κυκλάδων και της Κρήτης, ενώ μικρότερος είναι ο αριθμός των θέσεων στο βόρειο ελλαδικό χώρο, δηλαδή στις περιφέρειες της Δυτικής, Κεντρικής και Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης και της Θεσσαλίας. Χαρακτηριστική είναι η ένταση της ανθρώπινης παρουσίας σε ολόκληρο το νησιωτικό χώρο του Αιγαίου, αλλά και στο νησιωτικό χώρο του Ιονίου, όπου η νεολιθική παρουσία υπήρξε πιο περιορισμένη. Συνοψίζοντας τα χωροταξικά δεδομένα, με βάση τα ποσοστά συγκέντρωσης των θέσεων της ΠΕΧ από το μεγαλύτερο προς το μικρότερο, στην περιφέρεια της Πελοποννήσου οι κύριες εστίες της ανθρώπινης παρουσίας εντοπίζονται στην Αργολίδα και τη Λακωνία. Πιο περιορισμένες είναι οι εστίες στη Μεσσηνία, την Αρκαδία και την Κόρινθο, ενώ λιγοστοί πυρήνες της ανθρώπινης παρουσίας βρίσκονται στην Ηλεία και την Αχαΐα. Τα Κύθηρα αποτελούν σημαντικό πυρήνα της ανθρώπινης παρουσίας, λόγω της εγγύτητας του νησιού με την ηπειρωτική γη, αλλά και της θέσης του πάνω στον άξονα που συνδέει την Πελοπόννησο με την Κρήτη. Στην περιφέρεια της Στερεάς Ελλάδας-Αττικής, η Εύβοια, η Σκύρος και η Αττική συγκεντρώνουν τις κύριες εστίες της ανθρώπινης παρουσίας. Πρόκειται για περιοχές που προσφέρουν διέξοδο προς τη θάλασσα και πρόσβαση σε άξονες επικοινωνίας που συνδέουν τον κεντρικό ελλαδικό χώρο με το νότο και το νησιωτικό χώρο του Αιγαίου. Στη Βοιωτία και τη Φθιώτιδα εντοπίζονται διάσπαρτοι πυρήνες της ανθρώπινης παρουσίας, ενώ στη Φωκίδα η ανθρώπινη παρουσία είναι σποραδική. Στην Κρήτη, το Λασίθι αποτελεί το επίκεντρο της ανθρώπινης παρουσίας στο νησί, μια περιοχή που έχει κομβική θέση στην επικοινωνία του νησιού με τον υπόλοιπο αιγαιακό χώρο. Σημαντικές εστίες της ανθρώπινης παρουσίας συγκεντρώνονται στα Χανιά και το Ηράκλειο, ενώ λιγοστοί πυρήνες εντοπίζονται στις περιοχές του Ρεθύμνου. Στις Κυκλάδες, οι κύριες εστίες της ανθρώπινης παρουσίας καταγράφονται στη Νάξο, τη Μήλο και την Αμοργό. Σημαντικές εστίες εντοπίζονται επίσης στην Πάρο, την Αντίπαρο, την Κέα, την Κύθνο και τη Μύκονο, ενώ πιο σποραδικά είναι τα ίχνη στα υπόλοιπα νησιά των Κυκλάδων. Στη Θεσσαλία, η λεκάνη της Λάρισας αποτελεί την κυριότερη εστία της ανθρώπινης παρουσίας. Η Μαγνησία αποτελεί τη δεύτερη σημαντική εστία, καθώς προσφέρει διέξοδο σε θαλάσσιους δρόμους επικοινωνίας με τον υπόλοιπο αιγαιακό χώρο. Αντίθετα, στη μεσόγεια λεκάνη της Καρδίτσας τα ανθρώπινα ίχνη είναι σποραδικά. Στην Κεντρική Μακεδονία, οι κύριες εστίες εντοπίζονται στις περιοχές της Θεσσαλονίκης 228

236 Κεφάλαιο 7 και της Χαλκιδικής, ενώ μια μικρότερη εστία αποτελεί η λεκάνη των Σερρών που εξυπηρετεί την επικοινωνία του αιγαιακού χώρου με τα υπόλοιπα Βαλκάνια. Διάσπαρτες εστίες εντοπίζονται στη λεκάνη του Αξιού, η οποία προσφέρει επίσης διέξοδο προς το βορρά, ενώ πιο σποραδικά είναι τα ανθρώπινα ίχνη στις περιοχές της Πιερίας. Στο Βόρειο Αιγαίο, που ακολουθεί την Κεντρική Μακεδονία σε ποσοστό συγκέντρωσης θέσεων, οι κύριες εστίες της ανθρώπινης παρουσίας εντοπίζονται στη Λέσβο και τη Λήμνο, δύο νησιά που κατέχουν σημαντική θέση στην επικοινωνία του Αιγαιακού χώρου με τις περιοχές της Τρωάδας και της Ανατολίας. Μια σημαντική εστία αποτελεί η Χίος, ενώ πιο σποραδικά είναι τα ανθρώπινα ίχνη στη Σάμο. Στη Δυτική Μακεδονία, οι κύριες εστίες της ανθρώπινης παρουσίας εντοπίζονται στις περιοχές της Κοζάνης και της Φλώρινας, ενώ σποραδικά ίχνη καταγράφονται στα Γρεβενά και την Καστοριά. Στα Δωδεκάνησα, η Κως, η Κάρπαθος και η Αστυπάλαια αποτελούν τις κύριες εστίες ανθρώπινης παρουσίας, ενώ μικρότεροι πυρήνες είναι διασκορπισμένοι στα υπόλοιπα νησιά. Στην Ανατολική Μακεδονία-Θράκη, η κύρια εστία βρίσκεται στη λεκάνη της Δράμας, ενώ μικρότεροι πυρήνες εντοπίζονται στην Καβάλα, τη Ροδόπη και τον Έβρο. Στην Ή- πειρο, η ανθρώπινη δράση καταγράφεται πιο έντονη στην περιοχή των Ιωαννίνων, ενώ αποκτά πιο σποραδικό χαρακτήρα στη Θεσπρωτία και την Πρέβεζα. Η Κεφαλονιά και η Λευκάδα αποτελούν τις κύριες εστίες της ανθρώπινης παρουσίας στο Ιόνιο, ενώ μικρότερους πυρήνες αποτελούν η Κέρκυρα και η Ζάκυνθος. Στη Δυτική Ελλάδα, σποραδικά ανθρώπινα ίχνη καταγράφονται στη ΝΔ Αιτωλοακαρνανία, μια περιοχή που βρίσκεται πάνω στον άξονα που συνδέει το Ιόνιο με το Αιγαίο. Τα χωροταξικά δεδομένα της ΠΕΧ υποδεικνύουν ότι αποκρυσταλλώνεται η τάση εξάπλωσης της ανθρώπινης παρουσίας στις νότιες και νοτιοανατολικές περιοχές του ελλαδικού χώρου. Αυτό σημαίνει ότι η ανθρώπινη παρουσία εδραιώνεται σε περιοχές του ελλαδικού χώρου που συγκεντρώνουν διαφορετικά περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά από εκείνα του βόρειου ελλαδικού χώρου, μια γεωγραφική περιοχή που συγκέντρωνε τον κύριο όγκο των θέσεων για το μεγαλύτερο μέρος της Νεολιθικής Εποχής. Πρόκειται για μια χωροταξική εικόνα που τεκμηριώνεται αρχαιολογικά με τον εντοπισμό όλο και περισσότερων νέων θέσεων της ΠΕΧ στο νότιο ελλαδικό χώρο, με τη διεξαγωγή των προγραμμάτων συστηματικής επιφανειακής έρευνας που πραγματοποιούνται τις τελευταίες δεκαετίες (van Andel και Runnels 1988: 235, 238, Pullen 1992: 47, Halstead 2000: 117). Στην κλίμακα της μακρο-τοπογραφίας, μολονότι η ανθρώπινη παρουσία συνεχίζεται στις μεγάλες λεκάνες του βόρειου ελλαδικού χώρου στη διάρκεια της ΠΕΧ, η διάχυση της ανθρώπινης παρουσίας αποκτά μεγαλύτερες διαστάσεις στο ανομοιογενές τοπίο της Πελοποννήσου, της Κρήτης και των νησιών του κεντρικού και του νότιου Αιγαίου. Πρόκειται για μια ευρύτερη περιοχή του ελλαδικού χώρου, της οποίας το περιβάλλον χαρακτηρίζεται οριακό για την πρακτική της καλλιέργειας, που αποτελεί τη βασική στρατηγική διαβίωσης για τους ανθρώπους της ΠΕΧ. Οι δύο βασικοί παράγο- 229

237 Κεφάλαιο 7 ντες που καθιστούν το περιβάλλον οριακό για την πρακτική της καλλιέργειας είναι τα χαμηλά ποσοστά βροχόπτωσης κατά την περίοδο ανάπτυξης των σπαρτών, καθώς επίσης και τα σχετικά λεπτά και άγονα εδάφη που επιτείνουν τον κίνδυνο της ξηρασίας (Halstead 2000: 117). Στην κλίμακα της μικρο-τοπογραφίας διαπιστώνεται μια τάση για τη χωροθέτηση των θέσεων σε ορεινές τοποθεσίες, σε λόφους και σε πλαγιές, τα οποία χαρακτηρίζονται επίσης ως οριακά μέρη του τοπίου για την πρακτική της καλλιέργειας (Whitelaw 2000: 144). Η λεπτομερής περιγραφή της χωροθέτησης των θέσεων στο τοπίο υποδεικνύει ότι πρόκειται για μια τάση που καταγράφεται σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο, μέσα στις μεγάλες λεκάνες της Μακεδονίας, της Θράκης και της Θεσσαλίας, αλλά και στο πιο ανομοιογενές τοπίο του κεντρικού και νότιου ελλαδικού χώρου, καθώς και των νησιών του Αιγαίου και της Κρήτης. Η δεύτερη τάση που σημειώνεται στη χωροθέτηση των θέσεων της ΠΕΧ είναι η επιλογή τοποθεσιών σε υψώματα, πολλές φορές δυσπρόσιτα, που προσφέρουν οπτικό έλεγχο του περιβάλλοντος χώρου. Η προτίμηση τοποθεσιών με φυσικά οχυρά χαρακτηριστικά εκδηλώνεται τόσο στην ηπειρωτική όσο και στη νησιωτική χώρα, σε μεσόγειες αλλά και παράκτιες περιοχές. Μια τέτοια χωροταξική επιλογή υποδηλώνει πιθανώς την ανάγκη για την προστασία μιας θέσης από κάποιο εξωτερικό στοιχείο ή την πρόθεση για τον έλεγχο μιας περιοχής. Μια τρίτη τάση που παρατηρείται στη χωροθέτηση των θέσεων της ΠΕΧ αφορά στη διάχυση των θέσεων του ηπειρωτικού ελλαδικού χώρου προς τις παράκτιες ζώνες, μια τάση που συνδέεται άμεσα με την εξάπλωση της ανθρώπινης παρουσίας στο νησιωτικό χώρο και την α- νάπτυξη των θαλάσσιων δραστηριοτήτων. Ο Broodbank υπογραμμίζει την παρουσία θέσεων της ΠΕΧ σε λιμάνια που αποτελούν κομβικά σημεία για τη θαλάσσια επικοινωνία, αλλά και σε θέσεις που απέχουν λίγο από την ακτή και έχουν τη δυνατότητα ελέγχου της πρόσβασης από την ενδοχώρα προς τη θάλασσα (Broodbank 2000: ). Χαρακτηριστική είναι η χωροθέτηση των θέσεων της ΠΕΧ πάνω σε άξονες επικοινωνίας που συνδέουν τις εστίες της ανθρώπινης παρουσίας στο τοπίο του ελλαδικού χώρου ή σε τοποθεσίες που προσφέρουν πρόσβαση σε τέτοιους άξονες. Τα δεδομένα της αρχαιολογικής έρευνας επιβεβαιώνουν την ανάπτυξη ενός εκτεταμένου δικτύου επικοινωνίας που συνδέει τις εστίες του χωροταξικού δικτύου του ελλαδικού χώρου μεταξύ τους, όπως επίσης και με τις εστίες της ανθρώπινης παρουσίας στις όμορες περιοχές των Βαλκανίων, της Ανατολίας, της Βόρειας Αφρικής και της κεντρικής Μεσογείου (Dickinson 1994: ). Πρόκειται για άξονες επικοινωνίας που είχαν διαμορφωθεί ήδη από τη Νεολιθική Εποχή, οι οποίοι τώρα διακλαδίζονται, ώστε να συμπεριλάβουν τις νέες περιοχές στις οποίες επεκτείνεται η ανθρώπινη παρουσία στον ηπειρωτικό και το νησιωτικό ελλαδικό χώρο. Διακοινοτικές επαφές διαπιστώνονται ανάμεσα στις δυτικές και ανατολικές περιοχές του ελλαδικού χώρου, μέσα από τη φυσική δίοδο του Κορινθιακού Κόλπου, που διακόπτει την απροσπέλαστη ορεινή αλυσίδα των Ελληνίδων 230

238 Κεφάλαιο 7 (Haniotes και Voutiropoulos 1996: 79, Τσώνος 2000: 185). Παράλληλα, πληθαίνουν οι άξονες επικοινωνίας που συνδέουν την ανατολική ηπειρωτική χώρα με το νησιωτικό χώρο του Αιγαίου, καθώς επίσης και οι άξονες που συνδέουν τα νησιά του Αιγαίου μεταξύ τους. Οι Κυκλάδες θα πρέπει να διαδραμάτιζαν κεντρικό ρόλο στις μετακινήσεις στον αιγαιακό χώρο, καθώς αποτελούσαν κομβικό σημείο των αξόνων επικοινωνίας που συνέδεαν το βορρά με το νότο και τον αιγαιακό χώρο με την Ανατολία (Broodbank 2000: 288). Η Κρήτη, που μέχρι το τέλος της Νεολιθικής Εποχής ήταν σχεδόν απομονωμένη από τον υπόλοιπο αιγαιακό κόσμο, αποκτά ένα σύνολο επαφών με το νησιωτικό και ηπειρωτικό ελλαδικό χώρο (Watrous 1994: 711). Το πολύπλοκο δίκτυο επικοινωνίας, που τεκμηριώνεται αρχαιολογικά, αρθρώνει τις διάσπαρτες εστίες της ανθρώπινης παρουσίας στο τοπίο του ελλαδικού χώρου, υποδεικνύοντας τη σπουδαιότητα των διακοινοτικών επαφών κατά τη διάρκεια της ΠΕΧ. Το χωροταξικό δίκτυο της περιόδου επιβεβαιώνει την παρουσία του ανθρώπου σε μια ποικιλία από περιβάλλοντα μέσα στο ελλαδικό τοπίο, συμπεριλαμβάνοντας τις μεγάλες λεκάνες του βορρά, το πιο ανομοιογενές ανάγλυφο του νότου και το κατακερματισμένο τοπίο του νησιωτικού χώρου. Το κέντρο βάρους της ανθρώπινης παρουσίας μετατοπίζεται προς το νότο, σε περιοχές που δεν είχαν προτιμηθεί παρά μόνο προς το τέλος της Νεολιθικής Εποχής. Το 51% των θέσεων συγκεντρώνεται στις νότιες και νοτιοανατολικές περιοχές του ελλαδικού χώρου, ποσοστό που αντιστοιχεί στο άθροισμα του ποσοστού των θέσεων που καταγράφεται σε καθεμιά από τις περιφέρειες της Πελοποννήσου (19%), των Κυκλάδων (14%) των Δωδεκανήσων (3%) και της Κρήτης (15%). Ο κεντρικός ελλαδικός χώρος συγκεντρώνει το 18% των θέσεων, ποσοστό που καταγράφεται στην περιφέρεια της Στερεάς Ελλάδας-Αττικής. Ο βόρειος ελλαδικός χώρος συγκεντρώνει το 23% των θέσεων, ποσοστό που ισοδυναμεί με το άθροισμα του ποσοστού των θέσεων που συγκεντρώνει καθεμιά από τις περιφέρειες της Ανατολικής Μακεδονίας- Θράκης (3%), Κεντρικής Μακεδονίας (7%), της Δυτικής Μακεδονίας (4%) και της Θεσσαλίας (9%). Ο βόρειος νησιωτικός χώρος του Αιγαίου συγκεντρώνει το 5% των θέσεων, ποσοστό σημαντικά μικρότερο από το ποσοστό των θέσεων που συγκεντρώνει συνολικά ο νότιος νησιωτικός χώρος του Αιγαίου (17%). Είναι φανερό ότι η κλιμάκωση της έντασης της ανθρώπινης παρουσίας από το βορρά προς το νότο χαρακτηρίζει τόσο τον ηπειρωτικό όσο και το νησιωτικό ανατολικό ελλαδικό χώρο. Η ανθρώπινη παρουσία είναι σποραδική στις δυτικές περιοχές του ελλαδικού χώρου, δηλαδή στα Ιόνια Νησιά, την Ήπειρο και τη Δυτική Ελλάδα, οι οποίες συγκεντρώνουν συνολικά το 3% των θέσεων της ΠΕΧ, διατηρώντας αναλλοίωτη τη διαφορά της έντασης της ανθρώπινης παρουσίας στον άξονα ανατολής-δύσης. 231

239 Κεφάλαιο Η διαχρονική εξέλιξη του χωροταξικού δικτύου των οικισμών Η λεπτομερής περιγραφή του χωροταξικού δικτύου των οικισμών στο συγχρονικό πεδίο αποτελεί το πρώτο από τα δύο ερευνητικά ζητούμενα της μελέτης των προϊστορικών ελλαδικών οικισμών στην κλίμακα της χωροταξίας. Όπως έχει υπογραμμιστεί ή- δη, το δεύτερο ζητούμενο αφορά στη μελέτη των οικισμών στο διαχρονικό πεδίο, δηλαδή στη διερεύνηση της εξέλιξης του χωροταξικού δικτύου των οικισμών στον άξονα του χρόνου. Η συγχρονική θεώρηση των χωροταξικών δεδομένων που προηγήθηκε καταλήγει σε ένα σύνολο συμπερασμάτων για τα χαρακτηριστικά του χωροταξικού δικτύου των οικισμών, όπως εκείνα διαμορφώνονται σε καθεμιά από τις ιστορικές περιόδους. Το ενδιαφέρον, λοιπόν, στρέφεται τώρα στο χαρακτήρα που αποκτά η εξέλιξη του χωροταξικού δικτύου των οικισμών κατά τη μετάβαση από τη μια ιστορική περίοδο στην ακόλουθη, στο χρονικό άξονα από την ΑΝ ώς το τέλος της ΠΕΧ. Η διαχρονική εξέλιξη του χωροταξικού δικτύου έχει ως στόχο να αναδείξει ποια από τα χαρακτηριστικά του παραμένουν αναλλοίωτα και ποια διαφοροποιούνται στο πέρασμα του χρόνου, τόσο ποσοτικά, όσο και ποιοτικά. Η χρήση και η οργάνωση του χώρου στην κλίμακα της χωροταξίας βρίσκεται σε συνάρτηση με ένα σύνολο περιβαλλοντικών, οικονομικών, κοινωνικών και πολιτισμικών δεδομένων, όπως αυτά διαμορφώνονται σε καθεμιά ιστορική περίοδο στον ελλαδικό χώρο. Η σταθερότητα και η αλλαγή αποτελούν δύο διαφορετικές εκδοχές της διαχρονικής εξέλιξης του χωροταξικού δικτύου των οικισμών, οι οποίες μπορούν να γίνουν κατανοητές μόνο μέσα από τη διερεύνηση της εξέλιξης των περιβαλλοντικών, οικονομικών, κοινωνικών και πολιτισμικών συνθηκών από την ΑΝ περίοδο ώς και την ΠΕΧ. Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμο να διευκρινιστεί ο τρόπος με τον οποίο πρόκειται να διερευνηθεί η διαχρονική εξέλιξη του χωροταξικού δικτύου των προϊστορικών οικισμών στον ελλαδικό χώρο. Θεωρείται ότι ένα τέτοιο εγχείρημα είναι απαραίτητο να ενσωματώσει στοιχεία που ακολουθούν τρεις διαφορετικούς άξονες και καλύπτουν το σύνολο των διαθέσιμων δεδομένων. Ο πρώτος άξονας αφορά στα οικονομικά, κοινωνικά, πολιτισμικά και περιβαλλοντικά δεδομένα που καταγράφονται σε καθεμιά ιστορική περίοδο. Ο δεύτερος άξονας αφορά στα ποσοτικά δεδομένα που καταγράφονται στους συγκεντρωτικούς πίνακες κατανομής των θέσεων στον ελλαδικό χώρο ανά ιστορική περίοδο. Τέλος, ο τρίτος άξονας αφορά στα ποιοτικά χαρακτηριστικά του χωροταξικού δικτύου καθεμιάς ιστορικής περιόδου, όπως αυτά καταγράφονται συμπερασματικά κατά την προηγούμενη συγχρονική θεώρηση των χωροταξικών δεδομένων. Η άρθρωση των δεδομένων σύμφωνα με τους τρεις παραπάνω άξονες επιτρέπει μια συστηματική συγκριτική θεώρηση των διαθέσιμων δεδομένων για τις περιόδους που εξετάζονται. Η συγκριτική θεώρηση των δεδομένων αποτελεί με τη σειρά της τη βάση για τη συζήτηση των αλλαγών που υφίσταται το χωροταξικό δίκτυο κατά τη μετάβαση από τη μια ιστορική περίοδο στην ακόλουθη, έχοντας ως τελικό στόχο τη διατύπωση των συ- 232

240 Κεφάλαιο 7 μπερασμάτων για τη διαχρονική εξέλιξη του χωροταξικού δικτύου των οικισμών στον ελλαδικό χώρο από την ΑΝ ώς την ΠΕΧ. Η παρακολούθηση της εξέλιξης του χωροταξικού δικτύου δεν μπορεί παρά να έχει ως αφετηρία την ΑΝ περίοδο. Το χωροταξικό δίκτυο της ΑΝ περιόδου συνίσταται σε 316 θέσεις που έχουν ε- ντοπιστεί στον ελλαδικό χώρο (πίν. 7.2.γ). Έχει διαπιστωθεί ότι ο βόρειος ελλαδικός χώρος συγκεντρώνει την πλειονότητα των θέσεων της περιόδου, ποσοστό 67% του συνόλου των θέσεων. Το μεγαλύτερο ποσοστό 54% (175 θέσεις) καταγράφεται στη Θεσσαλία, ενώ η Δυτική και η Κεντρική Μακεδονία συγκεντρώνουν αντίστοιχα το 7% (23 θέσεις) και το 6% (19 θέσεις) των θέσεων της περιόδου. Κύριες εστίες της ανθρώπινης παρουσίας στις παραπάνω περιφέρειες αποτελούν οι λεκάνες της Λάρισας και της Καρδίτσας, η κοιλάδα του Αλιάκμονα και η λεκάνη του Αξιού. Η περιφέρεια της Στερεάς Ελλάδας-Αττικής συγκεντρώνει το 20% (62 θέσεις) των θέσεων, στα όρια της ο- ποίας οι κύριες εστίες της ανθρώπινης παρουσίας εντοπίζονται στην κεντρική Εύβοια, σε μεσόγειες πεδινές κοιλάδες και λεκάνες της Φθιώτιδας και της Βοιωτίας, αλλά και στο οροπέδιο των Σκούρτων στον ορεινό όγκο Πάρνηθας-Κιθαιρώνα. Ο νότιος ελλαδικός χώρος συγκεντρώνει συνολικά το 11% των θέσεων. Στην Πελοπόννησο καταγράφεται το 8% (24 θέσεις) των θέσεων, στην οποία οι κύριες εστίες της ανθρώπινης παρουσίας εντοπίζονται σε μεσόγειες κοιλάδες της Κορίνθου και της Αργολίδας, στο ορεινό τοπίο της Αρκαδίας και στην παράκτια πεδιάδα του Έλου στη Λακωνία. Στην Κρήτη καταγράφεται το 3% (8 θέσεις) των θέσεων, οι οποίες εντοπίζονται κατά μήκος του βόρειου τμήματος του νησιού. Η Ανατολική Μακεδονία-Θράκη και ολόκληρος ο νησιωτικός χώρος του Αιγαίου εμφανίζονται ως κενές περιοχές στο χάρτη κατανομής των θέσεων της ΑΝ, με εξαίρεση τα ανθρώπινα ίχνη στα νησιά των Σποράδων. Στο δυτικό ελλαδικό χώρο, η ανθρώπινη παρουσία είναι σποραδική, καθώς οι περιφέρειες της Η- πείρου, της Δυτικής Ελλάδας και των Ιόνιων Νησιών συγκεντρώνουν συνολικά το 2% των θέσεων της ΑΝ περιόδου (πίν α και β, χάρτης 7.2.1). Οι αρχαιολόγοι αναγνωρίζουν το νοικοκυριό ως τη βασική μονάδα της νεολιθικής κοινωνίας, μολονότι το μέγεθος και η σύνθεση του νοικοκυριού παραμένει ένα πεδίο προβληματισμού και συζήτησης (Halstead 1999: 80). Τα αρχαιολογικά δεδομένα της ΑΝ περιόδου προσφέρουν τεκμήρια ότι η διαβίωση των νεολιθικών νοικοκυριών στηριζόταν κατά κύριο λόγο στις φυτικές παρά στις ζωικές τροφές. Κύρια στρατηγική διαβίωσης για την προμήθεια των απαιτούμενων φυτικών ειδών αποτελούσε η μικρής κλίμακας καλλιέργεια δημητριακών και οσπρίων, εκ των οποίων τα δημητριακά βρίσκονταν σε μεγαλύτερη αναλογία, ενώ η συλλογή καρπών και φρούτων αποτελούσε συμπληρωματική πρακτική. Η εκτροφή ζώων συνιστούσε δευτερεύουσα στρατηγική της οικονομίας κατά την ΑΝ περίοδο, προσφέροντας μια εναλλακτική πηγή τροφής. Τα πρόβατα υπερίσχυαν ποσοτικά ως προς τα κατσίκια, τους χοίρους και τα βοοειδή, καθώς αποθηκεύουν εύκολα το λίπος, αυξάνοντας τη διατροφική τους αξία, και παράλληλα είναι 233

241 Κεφάλαιο 7 πιο κατάλληλα για τη βοσκή χέρσων εκτάσεων ή για τη βοσκή βλαστών και καλαμιών. Η αρχαιολογικά τεκμηριωμένη θανάτωση των ζώων σε νεαρή ηλικία υποδεικνύει ότι η ε- κτροφή των ζώων πραγματοποιούνταν αποκλειστικά για την κατανάλωση του κρέατός τους (Halstead 1981: , Halstead 1996α: 302-3). Η κατανομή των θέσεων της ΑΝ στο τοπίο του ελλαδικού χώρου υποδεικνύει ότι οι πρώιμοι νεολιθικοί άνθρωποι προτίμησαν κυρίως τη μεγάλη λεκάνη της Θεσσαλίας, προκειμένου να εγκατασταθούν και να αναπτύξουν τις δραστηριότητές τους. Η λεκάνη της Θεσσαλίας πρόσφερε μια ποικιλία μικρο-περιβαλλόντων, μέσα στα οποία τα νεολιθικά νοικοκυριά καλλιεργούσαν μικρά κομμάτια γης και συντηρούσαν ένα μικρό αριθμό ζώων, εκμεταλλευόμενα τις δυνατότητες που πρόσφεραν οι διάφορες περιβαλλοντικές ζώνες. Πρόκειται για τα εύφορα αλλουβιακά εδάφη των πεδινών εκτάσεων, τις υγρές περιοχές των ενεργών πυθμένων των κοιλάδων, τους χαμηλούς λόφους που περιβάλλουν τις δύο μικρότερες πεδιάδες, καθώς και τους ορεινούς όγκους στην περιφέρεια της ευρύτερης λεκάνης. Υποστηρίζεται ότι η επιλογή τοποθεσιών με διαφορετικά περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά συνδέεται πιθανώς με δύο διαφορετικές μεθόδους καλλιέργειας. Από τη μια επιλέγονται οι χαμηλοί λόφοι και οι χαμηλές αναβαθμίδες των ποτάμιων κοιλάδων με τα στεγνά και ελαφρά χώματα, στα οποία η καλλιέργεια στηρίζεται στο νερό της βροχής και στη χειμερινή σπορά, ενώ από την άλλη επιλέγονται οι ε- νεργοί πυθμένες των κοιλάδων των ποταμών, στους οποίους ευνοείται η ανοιξιάτικη σπορά πάνω στη φρέσκια υγρή ιλύς που προσφέρεται μετά την πλημμυρίδα (Halstead 1984: , Κωτσάκης 2004: 58-59). Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η εγκατάσταση στις υγρές περιοχές των ενεργών πυθμένων των κοιλάδων πιθανώς είχε περιοδικό ή εποχικό χαρακτήρα, καθώς κατά τη διάρκεια της πλημμυρίδας θα ήταν αδύνατη η παραμονή σε τέτοιες τοποθεσίες. Αυτό σημαίνει ότι η πρακτική της καλλιέργειας δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ως βέβαιο τεκμήριο για το μόνιμο χαρακτήρα της εγκατάστασης του συνόλου των νεολιθικών νοικοκυριών (van Andel, Gallis και Toufexis 1995: 140). Το χωροταξικό δίκτυο της ΑΝ περιόδου αναδεικνύει την επιλογή τοποθεσιών που πρόσφεραν στα νεολιθικά νοικοκυριά μια ποικιλία από μικρο-περιβάλλοντα για την ανάπτυξη των δραστηριοτήτων τους και την οικονομική τους επιβίωση, τόσο μέσα στη λεκάνη της Θεσσαλίας, την κύρια εστία της ανθρώπινης παρουσίας, όσο και στις μικρότερες εστίες που καταγράφονται στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο. Η ποικιλία που καταγράφεται στην επιλογή των τοποθεσιών για εγκατάσταση υποδεικνύει ότι οι νεολιθικοί άνθρωποι αξιολογούσαν με διαφορετικό τρόπο τις ευκαιρίες και τους περιορισμούς που πρόσφερε κάθε τόπος για τη στρατηγική της διαβίωσης κάθε νοικοκυριού. Ωστόσο, ένα κοινό στοιχείο που χαρακτήριζε όλα τα νεολιθικά νοικοκυριά ήταν η α- ντιμετώπιση δύο βασικών κινδύνων ως προς την πρακτική της καλλιέργειας, και κατ επέκταση ως προς την προμήθεια των βασικών διατροφικών ειδών. Ο πρώτος κίνδυνος 234

242 Κεφάλαιο 7 ήταν εγγενής στη φύση κάθε νοικοκυριού, καθώς αφορούσε στη σύνθεση του ίδιου του νοικοκυριού και στην αυξομείωση της διαθέσιμης δύναμης εργασίας σύμφωνα με τον κύκλο ζωής των μελών του. Ο δεύτερος κίνδυνος ήταν εξωγενής και αφορούσε στη διακύμανση των τοπικών κλιματικών συνθηκών και στην εκδήλωση απρόσμενων καιρικών φαινόμενων, δύο παράγοντες που έχουν άμεση επίδραση στην ανάπτυξη των σπαρτών, καθώς και στην ποιότητα και την ποσότητα της αναμενόμενης σοδειάς (Halstead 1999: 89). Στην κλίμακα του νοικοκυριού, δύο βασικοί τρόποι για να αντιμετωπιστεί η αβεβαιότητα στην παροχή τροφής ήταν η παραγωγή πλεονάσματος σιτηρών κατά τις καλές χρονιές και η έμμεση αποθήκευση μέσω της πάχυνσης των ζώων με το πλεόνασμα των σιτηρών. Όταν το ίδιο το νοικοκυριό δεν είχε τη δυνατότητα να αντεπεξέλθει στα προβλήματα μιας κακής χρονιάς, τότε η μόνη λύση ήταν να στραφεί σε συγγενικά ή γειτονικά νοικοκυριά, μεταξύ των οποίων αναπτύσσονταν υποχρεώσεις αμοιβαίας βοήθειας. Μια πιθανή λύση του προβλήματος θα ήταν η ανταλλαγή εργασίας ή ζώων μεταξύ τους. Επομένως, η αδυναμία των μεμονωμένων νοικοκυριών να αντιμετωπίσουν την αβεβαιότητα στην παροχή τροφής δημιούργησε σχέσεις αμοιβαίας αλληλεξάρτησης μεταξύ γειτονικών νοικοκυριών. Τα αρχαιολογικά δεδομένα προσφέρουν ενδείξεις για το μοίρασμα της μαγειρεμένης τροφής μεταξύ των νοικοκυριών μιας κοινότητας. Υποστηρίζεται ότι το ενδοκοινοτικό μοίρασμα εξυπηρετούσε στην ενδυνάμωση της οικονομικής βιωσιμότητας των κοινοτήτων και διατηρούσε παράλληλα τη συνοχή μεταξύ των νοικοκυριών μιας κοινότητας, ενάντια στην τάση ανταγωνισμού που αναπτύσσονταν μεταξύ τους λόγω της αντιμετώπισης κοινών οικονομικών προβλημάτων και της αναγκαίας διεκδίκησης εξωτερικής βοήθειας (Halstead 1999: 89, Halstead 1995: 16-17). Η σπουδαιότητα του μοιράσματος της μαγειρεμένης τροφής επιβεβαιώνεται από τη συμβολική χρήση των κεραμικών σκευών, τα οποία κατασκευάζονταν σε μικρή ποσότητα και με ιδιαίτερη έμφαση στην ποιότητά τους. Το σχήμα των αγγείων και η απουσία μαυρίσματος από φωτιά υποδεικνύουν την αποκλειστική τους χρήση για την επίδειξη και την κατανάλωση της μαγειρεμένης τροφής και του ποτού και όχι για το μαγείρεμα της τροφής (Whittle 1996: 62, Perles και Vitelli 1999: 98). Στις περιπτώσεις στις οποίες η αποτυχία της καλλιέργειας επηρέαζε ολόκληρες κοινότητες ή ακόμη και ευρύτερες περιοχές, κυρίως λόγω των κλιματικών συνθηκών, τότε η ανάγκη πιθανώς θα εξωθούσε τα νοικοκυριά στην αναζήτηση βοήθειας από πιο απομακρυσμένες περιοχές. Τα αρχαιολογικά δεδομένα επιβεβαιώνουν διακοινοτικές ε- παφές μεταξύ απομακρυσμένων κοινοτήτων, οι οποίες πιστεύεται ότι είχαν ως στόχο την ανάπτυξη κοινωνικών δεσμών και τη δημιουργία πιθανών συμμαχιών. Οι κοινωνικοί δεσμοί μεταξύ απομακρυσμένων νοικοκυριών συντηρούνταν με την αμοιβαία φιλοξενία. Η μετακίνηση και η πιθανή ανταλλαγή κεραμικών αγγείων με εξειδικευμένη επεξεργασία, τα οποία πιστεύεται ότι είχαν συμβολική και όχι χρηστική αξία, υποδεικνύουν 235

243 Κεφάλαιο 7 την ιδιαίτερη κοινωνική σπουδαιότητα της διακοινοτικής φιλοξενίας. Όταν οι συνθήκες το επέβαλλαν, οι κοινωνικοί δεσμοί θα μπορούσαν να μετατραπούν σε οικονομική ή κοινωνική βοήθεια με σκοπό την επιβίωση των νοικοκυριών. Η αλληλοβοήθεια μεταξύ απομακρυσμένων νοικοκυριών θα μπορούσε να αφορά στη μετακίνηση ορισμένων από τα μέλη ενός νοικοκυριού, προκειμένου να ζήσουν ή να εργαστούν σε μια άλλη περιοχή, όπως επίσης θα μπορούσε να αφορά στην ανταλλαγή συντρόφων μεταξύ απομακρυσμένων νοικοκυριών (Halstead 1994: 206-7, 210, Κωτσάκης 1996: 168, Halstead 1999: 89). Η σπουδαιότητα των διακοινοτικών επαφών για την οικονομική επιβίωση των νεολιθικών κοινοτήτων της ΑΝ αντανακλάται στην τάση για τη χωροθέτηση των θέσεων σε τοποθεσίες που προσφέρουν εύκολη πρόσβαση σε άξονες επικοινωνίας, οι οποίοι συνδέουν τις ανθρώπινες εστίες στο τοπίο του ελλαδικού χώρου. Με βάση τους οικονομικούς κινδύνους που αντιμετώπιζαν τα πρώιμα νεολιθικά νοικοκυριά, η απουσία θέσεων από το τοπίο του νότιου ηπειρωτικού και του νησιωτικού χώρου στη διάρκεια της ΑΝ περιόδου γίνεται εν μέρει κατανοητή λόγω του ενδεχόμενου αυξημένου ρίσκου στην πρακτική της καλλιέργειας. Η απουσία, όμως, θέσεων από τις μεγάλες λεκάνες της Μακεδονίας και της Θράκης, που μοιράζονται κοινά περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά με την πυκνοκατοικημένη λεκάνη της Θεσσαλίας, δεν μπορεί να εξηγηθεί σε σχέση με περιβαλλοντικούς περιορισμούς ως προς την καλλιέργεια (Halstead 1996α: 301). Για μεγάλο χρονικό διάστημα κυριαρχούσε η άποψη ότι η απουσία θέσεων από τη Μακεδονία και τη Θράκη οφειλόταν στην έλλειψη συστηματικής αρχαιολογικής έρευνας (Γραμμένος 1996: 42). Ωστόσο, η διεξαγωγή επιφανειακών ε- ρευνών στη λεκάνη του Λαγκαδά, τη λεκάνη των Σερρών και τη λεκάνη της Δράμας διαψεύδει μια τέτοια άποψη, καθώς οι έρευνες αυτές δεν είχαν θετικά αποτελέσματα ως προς τον εντοπισμό θέσεων της ΑΝ, με εξαίρεση την Τούμπα Σερρών (Andreou και Kotsakis 2002: 39, Blouet 1986: 133, Fotiadis 1985: κατάλογος θέσεων). Σε ό,τι αφορά την απουσία θέσεων της ΑΝ περιόδου από την αιγαιακή Θράκη, τα προκαταρκτικά αποτελέσματα της αρχαιολογικής έρευνας στη λεκάνη της Ροδόπης έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Σύμφωνα με τα πρώτα δεδομένα για τη γεωμορφολογική αποκατάσταση της λεκάνης, η απουσία πρώιμων νεολιθικών θέσεων δεν θα πρέπει να θεωρείται αδιαμφισβήτητη. Μολονότι σε κάποιες περιοχές της λεκάνης ο εντοπισμός θέσεων της ΑΝ είναι αδύνατος λόγω των μεταβολών που έχει υποστεί το τοπίο στη διάρκεια του Ολόκαινου, η έρευνα έχει εντοπίσει περιοχές με σημάδια της ανθρώπινης παρουσίας, πιθανώς ε- ποχικού χαρακτήρα (Ευστρατίου 1994: ). Οι πρώτες εκτιμήσεις της έρευνας στη λεκάνη της Ροδόπης για την ανθρώπινη παρουσία στην αιγαιακή Θράκη έρχεται σε συμφωνία με την άποψη του Halstead για την απουσία των πρώιμων νεολιθικών θέσεων από την περιοχή. Σύμφωνα με τον ίδιο, είναι πιθανόν ότι η απουσία καταλοίπων της ανθρώπινης παρουσίας από το τοπίο της αιγαιακής Θράκης οφείλεται στο νομαδικό τρόπο διαβίωσης, μια πρόταση που έχει δι- 236

244 Κεφάλαιο 7 ατυπωθεί αντίστοιχα και για την Ήπειρο. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι η αφθονία των ά- γριων πηγών σ αυτές τις περιοχές, τόσο των φυτικών όσο και των ζωικών, πιθανόν να ευνόησαν την επιβίωση της τροφοσυλλογής και του κυνηγιού ως βασική στρατηγική διαβίωσης. Σ αυτή την περίπτωση, ο επακόλουθος νομαδισμός και οι εφήμερες κατασκευές θα άφησαν ελάχιστα κατάλοιπα της ανθρώπινης δράσης στο τοπίο, με αποτέλεσμα η σημερινή αρχαιολογική έρευνα να μην μπορεί να τα αναγνωρίσει ακόμη και με μεθόδους εντατικής επιφανειακής έρευνας (Halstead 1994: 200). Η υπόθεση αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι πρόσφατες μελέτες της Νεολιθικής Εποχής υπογραμμίζουν την εφήμερη ή την εποχική εγκατάσταση στα πρώιμα νεολιθικά χρόνια (Whittle 1996: 355). Ο Broodbank εισάγει ένα άλλο ζήτημα ως πιθανή απάντηση για την απουσία θέσεων της πρώιμης Νεολιθικής από την αιγαιακή Θράκη και τη Μακεδονία, το ζήτημα του εποικισμού του ελλαδικού χώρου. Σύμφωνα με τον ίδιο, είναι πιθανό ότι η απουσία θέσεων της ΑΝ από τις δύο αυτές περιοχές οφείλεται στις πολύπλοκες διαδικασίες εποικισμού του αιγαιακού χώρου από την Ανατολία, μέσω των νησιών του κεντρικού Αιγαίου και όχι μέσω του ηπειρωτικού διαδρόμου της Θράκης και της Μακεδονίας (Broodbank 1999: 21). Κατά την ακόλουθη ΜΝ περίοδο, ο αριθμός των θέσεων ανέρχεται σε 339 θέσεις της ΜΝ από τις 316 θέσεις της ΑΝ, δηλαδή σημειώνεται μια αύξηση της τάξης του 7% (πίν ). Ένα σύνολο 107 θέσεων της ΑΝ εγκαταλείπεται μετά το τέλος της περιόδου (ποσοστό 33,86%), ενώ ιδρύονται 132 νέες θέσεις κατά τη διάρκεια της ΜΝ. Αύξηση των θέσεων διαπιστώνεται στις περιφέρειες της Δυτικής Ελλάδας, της Κρήτης, της Κεντρικής Μακεδονίας, της Θεσσαλίας και της Πελοποννήσου. Στη Δυτική Ελλάδα σημειώνεται αύξηση της τάξης του 50%, μολονότι ο αριθμός των θέσεων που συγκεντρώνει παραμένει περιορισμένος σε 3 θέσεις της ΜΝ. Στην Κρήτη, οι 8 θέσεις της ΑΝ θέσεις αυξάνονται σε 10 της ΜΝ, μια αύξηση που αντιστοιχεί σε ποσοστό της τάξης του 25%. Στην Κεντρική Μακεδονία, το ποσοστό αύξησης των θέσεων είναι 21%, το οποίο αντιστοιχεί στην αύξηση των θέσεων από 19 σε 23 θέσεις. Στη Θεσσαλία, οι θέσεις της ΜΝ ανέρχονται σε 194, έναντι των 175 θέσεων της ΑΝ, αύξηση που αντιστοιχεί σε ποσοστό 11%. Μικρή αύξηση θέσεων της τάξης του 4% σημειώνεται στην Πελοπόννησο, με την αύξηση από 24 σε 25 θέσεις. Στις λοιπές περιφέρειες του ελλαδικού χώρου που είχαν δώσει τεκμήρια για την ανθρώπινη παρουσία στην ΑΝ σημειώνεται μείωση των θέσεων. Στη Στερεά Ελλάδα-Αττική διαπιστώνεται μείωση της τάξης του 21%, στην οποία καταγράφονται 49 θέσεις της ΜΝ έναντι 62 θέσεων της ΑΝ. Μικρή μείωση της τάξης του 4% σημειώνεται στη Δυτική Μακεδονία, καθώς παρατηρείται μείωση από 23 σε 22 θέσεις. Στην Ήπειρο και τα Ιόνια Νησιά δεν εντοπίζονται ίχνη της ΜΝ, καθώς διαπιστώνεται η εγκατάλειψη των 3 θέσεων της ΑΝ που υπήρχαν συνολικά στις δύο περιφέρειες. Στη διάρκεια της ΜΝ τεκμηριώνεται ο εποικισμός της περιφέρειας της Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης, με την ίδρυση 13 νέων θέσεων της ΜΝ, κυ- 237

245 Κεφάλαιο 7 ρίως στη λεκάνη της Δράμας, ενώ τα ανθρώπινα ίχνη εξακολουθούν να απουσιάζουν από τα νησιά του Αιγαίου. ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΕΣ Θέσεις της ΑΝ Θέσεις της ΑΝ που εγκαταλείπονται Νέες Θέσεις της ΜΝ Θέσεις της ΜΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ-ΘΡΑΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΗΠΕΙΡΟΣ ΙΟΝΙΑ ΝΗΣΙΑ ΘΕΣΣΑΛΙΑ ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΔΑ-ΑΤΤΙΚΗ ΔΥΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ ΒΟΡΕΙΟ ΑΙΓΑΙΟ ΚΥΚΛΑΔΕΣ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ ΚΡΗΤΗ Σύνολα Πίνακας Μετάβαση από την ΑΝ στη ΜΝ περίοδο. Η λεκάνη της Θεσσαλίας παραμένει η κύρια εστία της ανθρώπινης παρουσίας στη διάρκεια της ΜΝ, καθώς συγκεντρώνει το 58% των θέσεων της περιόδου. Αν σε αυτό το ποσοστό προστεθεί το ποσοστό των θέσεων που συγκεντρώνει καθεμιά από τις περιφέρειες της Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης (4%), της Κεντρικής Μακεδονίας (7%) και της Δυτικής Μακεδονίας (6%), γίνεται φανερό ότι το 75% των θέσεων εντοπίζεται στο βόρειο ελλαδικό χώρο. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει μια σταθερή προτίμηση για το βόρειο ελλαδικό χώρο στην ΑΝ και τη ΜΝ περίοδο, γεγονός που επιβεβαιώνεται επίσης με την ίδρυση συνολικά 98 νέων θέσεων στις παραπάνω περιφέρειες, έναντι 34 θέσεων που ιδρύονται στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο. Η ίδρυση νέων θέσεων πραγματοποιείται σε γεωγραφικές περιοχές που αποτέλεσαν εστίες της ανθρώπινης παρουσίας από την ΑΝ περίοδο, όπως η λεκάνη της Καρδίτσας, η λεκάνη της Λάρισας, η κοιλάδα του Αλιάκμονα και η λεκάνη των Σερρών, αλλά και σε νέες περιοχές όπως η λεκάνη της Δράμας, το νησί της Θάσου, η λεκάνη του Λαγκαδά, η κοιλάδα των Βασιλικών, οι ορεινές λεκάνες του Αμυνταίου και της Καστοριάς, η λεκάνη της Ελασσόνας, η λοφώδεις περιοχές των Φαρσάλων και του Σέσκλου, όπως επίσης και οι παράκτιες πεδιάδες του Βόλου και του Αλμυρού. Οι παλιότερες και οι νεότερες εστίες της ανθρώπινης παρουσίας μοιράζονται σε γενικές γραμμές κοινά περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά, ενώ έχει υπογραμμιστεί η δυνατότητα της μεταξύ τους επικοινωνίας μέσα από φυσικά περάσματα. Ο εποικισμός της λεκάνης της Δράμας και η σημαντική αύξηση των θέσεων στη λεκάνη των Σερρών συνιστούν δύο νέα στοιχεία του χωροταξικού δικτύου του βόρειου ελλαδικού χώρου. Πρόκειται για δύο γεωγραφικές ενότητες που παρουσιάζουν κοινά περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά με εκείνα των υπόλοιπων μεγάλων λεκανών του βόρειου ελλαδικού χώρου, οι οποίες αποτέλεσαν εστίες της ανθρώπινης παρουσίας από την 238

246 Κεφάλαιο 7 προηγούμενη ΑΝ περίοδο. Η ανάλυση των χωροταξικών δεδομένων των δύο λεκανών υποδεικνύει ότι οι θέσεις της ΜΝ περιόδου δεν ιδρύθηκαν στα χαμηλότερα πεδινά μέρη των λεκανών, αλλά στις περιφερειακές αναβαθμίδες ή ακόμη και στους γύρω λόφους. Οι δυνατότητες που πρόσφερε το φυσικό περιβάλλον για την ανάπτυξη των απαραίτητων δραστηριοτήτων για τη διαβίωση, αναμφίβολα θα αποτέλεσαν ένα σημαντικό κίνητρο για την επιλογή των δύο λεκανών (Fotiadis 1985: 153-9, Blouet 1986: 133-5). Έναν ακόμη σημαντικό παράγοντα συνιστούσε πιθανώς το γεγονός ότι οι δύο αυτές γεωγραφικές ενότητες δεν αποτελούσαν απομονωμένες περιοχές, αλλά αντιθέτως πρόσφεραν τη δυνατότητα της επικοινωνίας μέσα από φυσικούς δρόμους με γειτονικές ή ακόμη και πιο απομακρυσμένες περιοχές. Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τα αρχαιολογικά δεδομένα ο ποταμός Στρυμόνας αποτελούσε ένα σημαντικό φυσικό δρόμο επικοινωνίας ανάμεσα στον κόσμο του Αιγαίου και σε εκείνον της Βαλκανικής ενδοχώρας (Deshayes 1972: 204, Gimbutas 1972: 114, Pernicheva 1995: ). Στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο δεν παρατηρούνται σημαντικές διαφοροποιήσεις ως προς τα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης παρουσίας, με εξαίρεση τη σημαντική μείωση των θέσεων στην περιφέρεια της Στερεάς Ελλάδας-Αττικής. Οι κύριες εστίες της ανθρώπινης παρουσίας παραμένουν οι γεωγραφικές περιοχές που αποτέλεσαν πόλο έλξης στην προηγούμενη ΑΝ περίοδο. Η σχεδόν ολοκληρωτική εγκατάλειψη των θέσεων στο ο- ροπέδιο των Σκούρτων και σε ολόκληρη την Εύβοια έρχεται σε αντίθεση με την ίδρυση 15 νέων θέσεων στη λεκάνη της Ξυνιάδας στη βόρεια Φθιώτιδα. Με δεδομένο ότι η μικρή αυτή γεωγραφική ενότητα αποτελεί μέρος της ευρύτερης λεκάνης της Καρδίτσας, όπου σημειώνεται αύξηση των θέσεων κατά τη ΜΝ, είναι φανερό ότι η περιοχή ακολουθεί την τάση εξάπλωσης που καταγράφεται στη Θεσσαλία. Στην Πελοπόννησο, μια χωροταξική διαφοροποίηση παρατηρείται στην Κορινθία, στην οποία η εγκατάλειψη θέσεων από την κύρια κοιλάδα της Νεμέας ακολουθείται από την ίδρυση νέων θέσεων έξω από την κοιλάδα, σε πιο ορεινά μέρη του τοπίου (Cherry et al. 1988: ). Στην Κρήτη, μολονότι η βόρεια ακτή παραμένει η βασική ζώνη όπου συγκεντρώνονται οι πυρήνες της ανθρώπινης παρουσίας, δύο νέες θέσεις ιδρύονται προς την κεντρική ενδοχώρα του νησιού. Στην Ήπειρο και τα Ιόνια Νησιά δεν υπάρχουν τεκμήρια για την ανθρώπινη παρουσία στη διάρκεια της ΜΝ, καθώς οι τρεις θέσεις της ΑΝ εγκαταλείπονται, ενώ στην περιφέρεια της Δυτικής Ελλάδας μια νέα θέση προστίθεται σε εκείνες της ΑΝ. Επομένως, η απουσία θέσεων από το τοπίο του δυτικού ελλαδικού χώρου διατηρείται ως βασικό χαρακτηριστικό του χωροταξικού δικτύου της ΜΝ περιόδου. Η κατανομή των θέσεων της ΜΝ στον ελλαδικό χώρο επιβεβαιώνει τη διατήρηση της διαφοράς ανάμεσα στις δυτικές και τις ανατολικές περιοχές του, όπως επίσης και ανάμεσα στο βορρά και το νότο. Όπως σημειώθηκε προηγουμένως, ο βόρειος ελλαδικός χώρος συγκεντρώνει το 75% των θέσεων της περιόδου, έναντι του 67% που συγκέντρωνε στην ΑΝ περίοδο. Ο κεντρικός ελλαδικός χώρος, δηλαδή η περιφέρεια Στε- 239

247 Κεφάλαιο 7 ρεάς Ελλάδας-Αττικής, συγκεντρώνει το 14% των θέσεων της ΜΝ έναντι του 20% που συγκέντρωνε κατά την ΑΝ. Ο νότιος ελλαδικός χώρος, δηλαδή οι περιφέρειες της Πελοποννήσου και της Κρήτης, συγκεντρώνει συνολικά το 10% των θέσεων έναντι του 11% που συγκέντρωνε στην ΑΝ. Επομένως, είναι φανερό ότι διατηρείται η βασική αναλογία στην κατανομή των θέσεων σε τρεις ζώνες από βορρά προς νότο κατά τη μετάβαση από την ΑΝ στη ΜΝ. Στον άξονα ανατολής-δύσης, η διαφορά της έντασης της ανθρώπινης παρουσίας εξακολουθεί να έχει πολύ μεγάλες διαστάσεις, καθώς οι δυτικές περιοχές του ελλαδικού χώρου συγκεντρώνουν μόλις το 1% των θέσεων της ΜΝ, έναντι του 2% που συγκέντρωναν στην ΑΝ. Ο νησιωτικός χώρος του Αιγαίου αποτελεί μια ευρύτερη γεωγραφική περιοχή που δεν προσφέρει τεκμήρια για την ανθρώπινη παρουσία, χωρίς ωστόσο να αποκλείονται οι προσωρινές επισκέψεις στα νησιά από τα γύρω ηπειρωτικά μέρη (Broodbank 1999: 15). Η διατήρηση των βασικών χωροταξικών χαρακτηριστικών της ανθρώπινης παρουσίας στον ελλαδικό χώρο κατά τη μετάβαση από την ΑΝ στη ΜΝ συνδέεται άμεσα με τη διατήρηση των χαρακτηριστικών της νεολιθικής οικονομίας και των κοινωνικών σχέσεων που τη στηρίζουν. Παλαιότερα θεωρήθηκε ότι η μετάβαση από την ΑΝ στη ΜΝ περίοδο δεν συνοδεύτηκε από αλλαγές που να δημιούργησαν κάποιου είδους τομή ανάμεσα στις δύο περιόδους (Θεοχάρης 1973: 59). Σήμερα, η άποψη αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι νεότερες μελέτες της Νεολιθικής Εποχής στον ελλαδικό χώρο πραγματεύονται τις περιόδους της ΑΝ και ΜΝ μέσα σε ένα ενιαίο χρονολογικό πλαίσιο, που α- ντιστοιχεί συνολικά στα πρώιμα νεολιθικά χρόνια (Halstead 1994, 1995, Whittle 1996). Η καλλιέργεια των εξημερωμένων δημητριακών και οσπρίων παραμένει η κύρια πρακτική διαβίωσης, ενώ η φυτική διατροφή των πληθυσμών συμπληρώνεται από τη συλλογή άγριων καρπών και φρούτων. Η καλλιέργεια μιας ποικιλίας ειδών έδινε τη δυνατότητα στους πρώιμους νεολιθικούς πληθυσμούς να εκμεταλλεύονται τις εποχικές κλιματικές αλλαγές. Ως συμπλήρωμα στις ανάγκες της διαβίωσης συνεχίζεται η εκτροφή εξημερωμένων ζώων, με σκοπό την κατανάλωση του κρέατός τους. Στο ζωολογικό υλικό της ΜΝ κυριαρχούν τα πρόβατα και τα κατσίκια, ενώ παράλληλα διαπιστώνεται μια μικρή αύξηση του ποσοστού των αγελάδων και των χοίρων. Τα ζωικά κατάλοιπα των ανασκαμμένων θέσεων επιβεβαιώνουν την κατανάλωση θηραμάτων, γεγονός που υποδεικνύει τη συνέχιση της πρακτικής του κυνηγιού άγριων ζώων, αν και σε περιορισμένη κλίμακα. Στις περιπτώσεις που υπήρχε πρόσβαση σε ποτάμια, λίμνες ή ελώδεις περιοχές, υπάρχουν τεκμήρια για την κατανάλωση ψαριών και μαλακίων ως συμπληρωματική διατροφική πηγή (Halstead 1981: ). Είναι φανερό ότι η στρατηγική της διαβίωσης δεν παρουσιάζει μεταβολές στη διάρκεια της ΜΝ περιόδου. Τα νεολιθικά νοικοκυριά αντιμετωπίζουν τους ίδιους κινδύνους ως προς την παραγωγή, τις κλιματικές συνθήκες και την αυξομείωση της δύναμης εργασίας. Η διαφοροποίηση στη στρατηγική διαβίωσης, η παραγωγή πλεονάσματος 240

248 Κεφάλαιο 7 και η έμμεση αποθήκευση με την εκτροφή των ζώων παραμένουν οι βασικοί μηχανισμοί αντιμετώπισης ενδεχόμενου ελλείμματος στην παραγωγή (Halstead 1994: 201). Η ανταποδοτικότητα και το μοίρασμα μεταξύ των μελών μιας κοινότητας παραμένουν σημαντικές πτυχές της κοινωνικής ζωής των ανθρώπων της ΜΝ, οι οποίες από τη μια στηρίζουν την οικονομική επιβίωση των νοικοκυριών και από την άλλη ενισχύουν την κοινωνική συνοχή στην ενδοκοινοτική κλίμακα. Μεταξύ των κοινοτήτων μιας περιοχής α- ναπτύσσονται σταδιακά κοινωνικοί δεσμοί, οι οποίοι είναι πιθανό ότι αφορούν σε γαμήλιες συμμαχίες, σε κοινές στρατηγικές για την εκτροφή των ζώων και σε άλλες συμμαχίες που θα πρέπει να ξεπερνούσαν την κλίμακα της συγγένειας (Halstead 1999: 89-90). Ενδείξεις για τους κοινωνικούς δεσμούς μεταξύ των κοινοτήτων μιας περιοχής αποτελούν οι τοπικές παραλλαγές της κεραμικής που κάνουν την εμφάνισή τους κατά τη ΜΝ. Θεωρείται πιθανό ότι η παρουσία κοινών πολιτισμικών χαρακτηριστικών μεταξύ των θέσεων μιας περιοχής, δηλαδή η διαμόρφωση ενός ενιαίου πολιτισμικού περιβάλλοντος, είχε ως σκοπό να τονίσει την ενότητα μεταξύ τους και να δηλώσει την κοινή τους ταυτότητα (Κωτσάκης 1996: ). Η Δυτική Μακεδονία, η Ανατολική Μακεδονία-Θράκη, η Θεσσαλία, η Βοιωτία και η Πελοπόννησος εμφανίζονται ως διακεκριμένες ζώνες σε ό,τι αφορά την κεραμική τυπολογία καθεμιάς περιοχής (Whittle 1996: 64, Κουκούλη-Χρυσανθάκη 1996: 113, 115). Η συμβολική αξία των κεραμικών αντικειμένων εξακολουθεί να χαρακτηρίζει την περιορισμένη κεραμική παραγωγή, υποδεικνύοντας τη σταθερή κοινωνική σημασία της φιλοξενίας (Perles και Vitelli 1999: 98). Οι διακοινοτικές σχέσεις μεταξύ απομακρυσμένων κοινοτήτων επιβεβαιώνονται αρχαιολογικά με βάση τα χαρακτηριστικά της κεραμικής, αλλά και την κατανομή του οψιανού της Μήλου σε ένα πλήθος θέσεων διασκορπισμένων στον ελλαδικό χώρο. Ο χαρακτήρας των διακοινοτικών σχέσεων παρέμεινε η ανταλλαγή ειδικών αντικειμένων με σκοπό την α- νάπτυξη κοινωνικών δεσμών, οι οποίοι θα μπορούσαν μελλοντικά να προωθήσουν την οικονομική στήριξη νοικοκυριών που αντιμετώπιζαν απώλειες στην παραγωγή (Κωτσάκης 1996: ). Η δυνατότητα πρόσβασης σε άξονες επικοινωνίας που συνδέουν με φυσικά περάσματα τις εστίες της ανθρώπινης παρουσίας στον ελλαδικό χώρο, όπως καταγράφεται με βάση τα χωροταξικά δεδομένα της ΜΝ, επιβεβαιώνει την οικονομική και κοινωνική σημασία της διατήρησης ενός εκτεταμένου δικτύου διακοινοτικών σχέσεων. Η μετάβαση από τη ΜΝ στην ακόλουθη ΝΝ περίοδο χαρακτηρίζεται από δύο στοιχεία, τη σημαντική εξάπλωση της ανθρώπινης παρουσίας σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο και τον εποικισμό των νησιών του Αιγαίου. Η εξάπλωση της ανθρώπινης παρουσίας επιβεβαιώνεται με την αύξηση των θέσεων από τις 339 θέσεις της προηγούμενης ΜΝ περιόδου στις 706 θέσεις της ΝΝ, που σημαίνει ποσοστό αύξησης της τάξης του 108% (πίν ). Από το σύνολο των 339 θέσεων της ΜΝ εγκαταλείπονται οι 111 θέσεις (ποσοστό 32,74%), ενώ στις υπόλοιπες 228 η ανθρώπινη παρουσία συνεχίζεται στη ΝΝ. 241

249 Κεφάλαιο 7 Στη διάρκεια της ΝΝ ιδρύονται 439 νέες θέσεις, ενώ παράλληλα καταγράφεται η επανεμφάνιση της ανθρώπινης παρουσίας σε 39 θέσεις της ΑΝ. Με εξαίρεση την περιφέρεια της Δυτικής Ελλάδας, στην οποία σημειώνεται μείωση των θέσεων από 3 θέσεις της ΑΝ σε δύο της ΜΝ, σε καθεμιά από τις λοιπές περιφέρειες του ελλαδικού χώρου σημειώνεται αύξηση των θέσεων. Η μεγαλύτερη αύξηση θέσεων της τάξης του 461% καταγράφεται στην Κεντρική Μακεδονία, με την αύξηση από 23 θέσεις της ΜΝ σε 129 θέσεις της ΝΝ. Το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό αύξησης των θέσεων σημειώνεται στην Κρήτη, ποσοστό 350%, στην οποία οι 10 θέσεις της ΜΝ αυξάνονται σε 45 θέσεις της ΝΝ. Μικρότερη αύξηση της τάξης του 169% καταγράφεται στην Ανατολική Μακεδονία- Θράκη, με την αύξηση από τις 13 θέσεις της ΜΝ σε 35 θέσεις της ΝΝ, ενώ παρόμοια αύξηση της τάξης του 168% καταγράφεται και στη Δυτική Μακεδονία, με την αύξηση του αριθμού των θέσεων από τις 22 θέσεις της ΜΝ σε 59 θέσεις της ΝΝ. Στην Πελοπόννησο σημειώνεται αύξηση των θέσεων της τάξης του 100%, καθώς οι 50 θέσεις της ΝΝ αποτελούν το διπλάσιο αριθμό των 25 θέσεων της ΜΝ περιόδου. Στη Στερεά Ελλάδα- Αττική, σημειώνεται αύξηση των θέσεων κατά 71%, το οποίο αντιπροσωπεύει την αύξηση από τις 49 θέσεις της ΜΝ στις 84 θέσεις της ΝΝ. Τέλος, στη Θεσσαλία σημειώνεται η μικρότερη αύξηση θέσεων της τάξης του 26%, καθώς οι θέσεις της ΝΝ ανέρχονται σε 244 από τις 194 θέσεις της ΜΝ. ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΕΣ Θέσεις της ΜΝ Θέσεις της ΜΝ που εγκαταλείπονται Νέες θέσεις της ΝΝ Θέσεις της ΝΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ-ΘΡΑΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΗΠΕΙΡΟΣ ΙΟΝΙΑ ΝΗΣΙΑ ΘΕΣΣΑΛΙΑ ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΔΑ-ΑΤΤΙΚΗ ΔΥΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ ΒΟΡΕΙΟ ΑΙΓΑΙΟ ΚΥΚΛΑΔΕΣ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ ΚΡΗΤΗ Σύνολα Πίνακας Μετάβαση από τη ΜΝ στη ΝΝ περίοδο. Ο εποικισμός των νησιών του Αιγαίου παρουσιάζει μεγαλύτερες διαστάσεις στα Δωδεκάνησα, με τον εντοπισμό 37 νέων θέσεων, ενώ εμφανίζει μικρότερες διαστάσεις στις Κυκλάδες, όπου καταγράφονται 13 νέες θέσεις. Η κλίμακα του εποικισμού είναι πιο περιορισμένη στα νησιά του Βόρειου Αιγαίου, στα οποία τα τεκμήρια της ανθρώπινης παρουσίας εντοπίζονται σε 4 θέσεις. Στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο, η μεγαλύτερη εξάπλωση της ανθρώπινης παρουσίας σημειώνεται στην περιφέρεια της Κεντρικής Μακεδονίας, στην οποία οι 101 από τις 129 θέσεις της ΝΝ ιδρύονται στη διάρκεια της περιόδου (78,29%). Η δεύτερη πιο σημαντική εξάπλωση θέσεων καταγράφεται στο 242

250 Κεφάλαιο 7 νησί της Κρήτης, με την ίδρυση 35 νέων θέσεων σε σύνολο 45 θέσεων της ΝΝ (77,78%). Ακολουθεί η Πελοπόννησος, στην οποία οι 34 θέσεις από τις 50 είναι νέες θέσεις (68%). Στη Δυτική Μακεδονία, η εξάπλωση της ανθρώπινης παρουσίας επιβεβαιώνεται με την ίδρυση 38 νέων θέσεων σε σύνολο 59 θέσεων της περιόδου. Στην περιφέρεια της Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης, οι 22 από τις 35 θέσεις αποτελούν νέες ιδρύσεις (62,85%), ενώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι στη συγκεκριμένη περιφέρεια δεν σημειώνεται κανένα επεισόδιο εγκατάλειψης στις θέσεις της ΜΝ. Στην περιφέρεια της Στερεάς Ελλάδας-Αττικής, η αναλογία των νέων θέσεων είναι μικρότερη σε σχέση με το σύνολο των θέσεων της ΝΝ, καθώς πρόκειται για 44 από τις 84 θέσεις (52,38%). Στη Θεσσαλία καταγράφεται η ίδρυση 105 θέσεων, οι οποίες αποτελούν το 43,03% των θέσεων της ΝΝ (244 θέσεις), ενώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι είχε προηγηθεί η εγκατάλειψη 73 από τις 194 θέσεις της ΜΝ. Πρόκειται για το πιο σημαντικό επεισόδιο εγκατάλειψης θέσεων της ΜΝ στον ελλαδικό χώρο, το οποίο επικεντρώνεται κυρίως στη λεκάνη της Καρδίτσας. Η Θεσσαλία εξακολουθεί να αποτελεί την κυριότερη εστία της ανθρώπινης παρουσίας στον ελλαδικό χώρο, συγκεντρώνοντας το 35% του συνόλου των θέσεων της ΝΝ. Παράλληλα το 31% των θέσεων συγκεντρώνεται στις περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας (8%), της Κεντρικής Μακεδονίας (18%) και της Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης (5%). Αυτό σημαίνει ότι παρά την εξάπλωση της ανθρώπινης παρουσίας στις νότιες και νοτιοανατολικές περιοχές του ελλαδικού χώρου, ο βόρειος ελλαδικός χώρος εξακολουθεί να έχει το προβάδισμα στην ένταση της ανθρώπινης παρουσίας, συγκεντρώνοντας συνολικά το 66% των θέσεων της περιόδου. Στο βόρειο ελλαδικό χώρο, η ίδρυση των νέων θέσεων πραγματοποιείται κυρίως στις υπάρχουσες εστίες της νεολιθικής ανθρώπινης παρουσίας, δηλαδή μέσα στα όρια των μεγάλων λεκανών της Δράμας, των Σερρών, του Λαγκαδά, του Αξιού και της Λάρισας. Στη λεκάνη της Λάρισας, η ίδρυση των νέων θέσεων πραγματοποιείται ανάμεσα στις υπάρχουσες θέσεις, μειώνοντας τις αποστάσεις μεταξύ των θέσεων, ενώ παράλληλα διαπιστώνεται μια μετακίνηση προς το πιο νοτιοανατολικό τμήμα της πεδιάδας που δεν είχε προτιμηθεί νωρίτερα. Η εξάπλωση των θέσεων στο νοτιοανατολικό κομμάτι της πεδιάδας της Λάρισας, η οποία οφείλεται πιθανώς στην αύξηση του πληθυσμού, καθώς και στις χερσονήσους της Χαλκιδικής υποδεικνύει τον εποικισμό πιο άνυδρων περιοχών στο τοπίο του βόρειου ελλαδικού χώρου. Την ίδια περίοδο διαπιστώνεται μια τάση για την ανάπτυξη των δραστηριοτήτων σε πιο ορεινές τοποθεσίες του τοπίου, είτε πρόκειται για την επιλογή των λόφων στην περιφέρεια των λεκανών είτε για τις ορεινές λεκάνες της Δυτικής Μακεδονίας. Στον κεντρικό και νότιο ηπειρωτικό ελλαδικό χώρο διαπιστώνεται η εξάπλωση της ανθρώπινης παρουσίας, εξέλιξη που επιβεβαιώνεται με την αύξηση των θέσεων στις περιφέρειες της Στερεάς Ελλάδας-Αττικής και της Πελοποννήσου. Μετά από το κενό που σημειώθηκε στη ΜΝ, η ανθρώπινη παρουσία διαπιστώνεται εκ νέου στην Εύ- 243

251 Κεφάλαιο 7 βοια. Στη διάρκεια της ΝΝ εποικίζεται το νότιο τμήμα της Εύβοιας, που χαρακτηρίζεται από πιο απότομο και ορεινό ανάγλυφο σε σχέση με το κεντρικό της τμήμα. Υποστηρίζεται ότι ο εποικισμός της νότιας Εύβοιας, που θεωρείται τμήμα της κυκλαδικής περιοχής, συνδέεται άμεσα με τον ταυτόχρονο εποικισμό των Κυκλάδων (Keller 1985: 165). Το οροπέδιο των Σκούρτων αποτελεί τη δεύτερη περιοχή που προσελκύει εκ νέου την ανθρώπινη παρουσία στον κεντρικό ελλαδικό χώρο, μετά από το κενό στη διάρκεια της ΜΝ (Munn και Zimmerman Munn 1989: 121). Στην Πελοπόννησο διατηρούνται οι κύριες εστίες της ανθρώπινης παρουσίας, που δημιουργήθηκαν τα προηγούμενα νεολιθικά χρόνια κυρίως στην Κορινθία, την Αργολίδα και την ορεινή Αρκαδία. Ωστόσο, νέες εστίες σχηματίζονται τώρα σε μέρη της περιφέρειας που δεν είχαν προτιμηθεί νωρίτερα, όπως η Λακωνία και η Μεσσηνία, ενώ παράλληλα διαπιστώνονται τα πρώτα ανθρώπινα ίχνη στο νησί των Κυθήρων. Χαρακτηριστική είναι η χωροθέτηση της ανθρώπινης δράσης σε μέρη του τοπίου της Λακωνίας που διακρίνονται από έναν πιο ο- ρεινό χαρακτήρα και από την παρουσία άγονων εδαφών, δύο χαρακτηριστικά που καθιστούν λιγότερο αξιόπιστη την πρακτική της καλλιέργειας (Mee και Cavanagh 1998: 141). Στο νησιωτικό χώρο του Αιγαίου, η εξέλιξη της ανθρώπινης παρουσίας αποκτά ιδιαίτερο χαρακτήρα, τόσο με τη σημαντική εξάπλωση των θέσεων στο νησί της Κρήτης, όσο και με τον εποικισμό των Κυκλάδων, των Δωδεκανήσων και των νησιών της περιφέρειας του Βόρειου Αιγαίου. Στην Κρήτη παρατηρείται εξάπλωση της ανθρώπινης παρουσίας στις υπάρχουσες εστίες, όπως οι περιοχές των Χανίων, του Ηρακλείου και του Παλαίκαστρου, αλλά και ο εποικισμός νέων περιοχών, όπως η πεδιάδα της Μεσαράς, το οροπέδιο του Λασιθίου, ο Κόλπος του Μιραμπέλου και η περιοχή της Σητείας. Ο εποικισμός του νησιωτικού αιγαιακού χώρου αποτελεί προϊόν μιας σταδιακής διαδικασίας εξερεύνησης των νησιών από τους ανθρώπους της γύρω ηπειρωτικής γης, η ο- ποία είχε αρχικά τη μορφή της επίσκεψης και προσωρινής χρήσης. Οι θέσεις της ΝΝ εντοπίζονται σε μια σειρά νησιών που βρίσκονται κοντά στις ακτές της Ανατολίας, όπως η Χίος, η Σάμος, η Κως και η Ρόδος, σε νησιά των κεντρικών Κυκλάδων όπως η Νάξος, η Μύκονος και η Αντίπαρος, καθώς και σε ενδιάμεσα νησιά, όπως η Αστυπάλαια και η Αμοργός, ενώ απουσιάζουν από τα νησιά του δυτικού Αιγαίου, με εξαίρεση μια θέση στη ΒΔ Άνδρο. Υποστηρίζεται ότι η σημερινή κατανομή των θέσεων στα νησιά του Βόρειου Αιγαίου, των Δωδεκανήσων και των Κυκλάδων υποδεικνύει περισσότερο την εκδοχή του εποικισμού τους από τις ακτές της Ανατολίας, παρά από τις ακτές του ανατολικού ηπειρωτικού ελλαδικού χώρου (Broodbank 1999: 15, 28-34). Η εξέλιξη της χωροταξικής κατανομής της ανθρώπινης παρουσίας στον ελλαδικό χώρο από τη ΜΝ στη ΝΝ παρουσιάζει δύο όψεις, από τη μια υπογραμμίζει ορισμένα σταθερά στοιχεία που επιβιώνουν από τη μια περίοδο στην επόμενη και από την άλλη αναδεικνύει ορισμένα νέα χαρακτηριστικά που κάνουν την εμφάνισή τους στη διάρκεια 244

252 Κεφάλαιο 7 της ΝΝ. Η διαφορά της έντασης της ανθρώπινης παρουσίας ανάμεσα στο δυτικό και τον ανατολικό ελλαδικό χώρο παραμένει αναλλοίωτη, καθώς η Ήπειρος, η Δυτική Ελλάδα και τα Ιόνια Νησιά συγκεντρώνουν συνολικά μόλις το 1% των θέσεων του ελλαδικού χώρου. Η αποκλιμάκωση της έντασης της ανθρώπινης παρουσίας από το βορρά προς το νότο του ελλαδικού χώρου διατηρείται, αν και λόγω της εξάπλωσης των ανθρώπινης παρουσίας στο νότο παρατηρείται μια μείωση της προηγούμενης διαφοράς μεταξύ βορρά και νότου. Ο βόρειος ελλαδικός χώρος συγκεντρώνει το 66% των θέσεων, έναντι του 75% της ΜΝ περιόδου, ο κεντρικός ελλαδικός συγκεντρώνει το 12% των θέσεων, έναντι του 14% της προηγούμενης περιόδου, ενώ ο νότιος ελλαδικός χώρος συγκεντρώνει το 20%, με την προσθήκη των Κυκλάδων και των Δωδεκανήσων, έναντι του 10% που συγκέντρωναν μαζί η Πελοπόννησος και η Κρήτη. Το τρίτο στοιχείο που παραμένει αναλλοίωτο από την ΑΝ ώς τη ΝΝ, και έχει υπογραμμιστεί ήδη, αφορά στη συγκέντρωση του μεγαλύτερου ποσοστού των θέσεων στη Θεσσαλία. Ένα νέο στοιχείο που χαρακτηρίζει την εξέλιξη της ανθρώπινης παρουσίας στην κλίμακα της χωροταξίας κατά τη μετάβαση από τη ΜΝ στη ΝΝ είναι η εξάπλωση των θέσεων στο νότιο ελλαδικό χώρο, δηλαδή στην Πελοπόννησο και την Κρήτη. Αυτό σημαίνει ότι παρά το γεγονός ότι ο κύριος όγκος των θέσεων παραμένει στα εύφορα εδάφη των μεγάλων λεκανών του βορρά, διαφαίνεται μια τάση για την επιλογή γεωγραφικών περιοχών που χαρακτηρίζονται από πιο έντονο ανάγλυφο, καθώς και από πιο άγονα και άνυδρα εδάφη. Το δεύτερο στοιχείο που διαφοροποιεί τη χωροταξική κατανομή της ανθρώπινης παρουσίας στον ελλαδικό χώρο ως προς τα προηγούμενα νεολιθικά χρόνια είναι ο εποικισμός των Κυκλάδων, των Δωδεκανήσων και των νησιών του Βόρειου Αιγαίου. Οι Κυκλάδες και τα Δωδεκάνησα μοιράζονται κοινά περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά με την Πελοπόννησο και την Κρήτη, δηλαδή αποτελούν γεωγραφικές περιοχές με έντονη τοπογραφία, πιο άνυδρα και ξηρά περιβάλλοντα και λιγότερο εύφορα εδάφη. Ένα ακόμη χωροταξικό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης παρουσίας αποτελεί η εξάπλωση της χρήσης των σπηλαίων, χαρακτηριστικό που εκδηλώνεται στο νότιο ελλαδικό χώρο, δηλαδή στην Πελοπόννησο, την Κρήτη, τις Κυκλάδες και τα Δωδεκάνησα, αλλά και στην Εύβοια και την Αττική (Halstead 2000: 118). Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι παράλληλα με την εδραίωση της ανθρώπινης παρουσίας στα πεδινά μέρη του τοπίου, που αποτέλεσαν πόλο έλξης στα αρχαιότερα νεολιθικά χρόνια, διαφαίνεται μια νέα τάση για την επιλογή πιο ορεινών τοποθεσιών σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο. Η αλλαγή στη χωροταξική κατανομή της ανθρώπινης παρουσίας στον ελλαδικό χώρο και ο εποικισμός νέων περιοχών συνοδεύτηκαν από αλλαγές στη στρατηγική διαβίωσης και στις κοινωνικές σχέσεις. Στη λεκάνη της Λάρισας, την κύρια εστία της ανθρώπινης παρουσίας κατά τη ΝΝ, η αύξηση του πληθυσμού είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του αριθμού και της πυκνότητας των θέσεων σε ολόκληρη την πεδιάδα. Η εγγύτερη γειτνίαση των θέσεων υπαγόρευσε τον περιορισμό της οικονομικής εκμετάλλευσης 245

253 Κεφάλαιο 7 της μεγάλης ποικιλίας των διαθέσιμων μικρο-περιβαλλόντων. Αυτό σημαίνει ότι οι απρόβλεπτοι φυσικοί παράγοντες θα επηρέαζαν ισοδύναμα τις παραγωγικές περιοχές των νοικοκυριών, που θα συγκέντρωναν πια ομοιογενή περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά. Ορισμένα από τα νοικοκυριά θα ήταν πιο ευάλωτα από άλλα, λόγω της θέσης τους στο τοπίο και της σύνθεσής τους, με αποτέλεσμα την παραγωγική ανισότητα μεταξύ των λιγότερο και των περισσότερο ευάλωτων νοικοκυριών. Οι μηχανισμοί που αναπτύχθηκαν για την αντιμετώπιση πιθανών απωλειών στην παραγωγή είναι η μεγαλύτερη στήριξη στην εκτροφή των ζώων συγκριτικά με τις προηγούμενες περιόδους και η έμφαση στην υπερπαραγωγή με σκοπό την παραγωγή πλεονάσματος. Η αύξηση των λάκκων αποθήκευσης συνιστά μια ένδειξη για την παραγωγή πλεονάσματος και την αποθήκευσή του με σκοπό τη μελλοντική κατανάλωση ή την ανταλλαγή. Θεωρείται πιθανό ότι η μεγέθυνση της χωρικής κλίμακας της αποτυχίας των καλλιεργειών θα υπονόμευσε το μοίρασμα μεταξύ των γειτόνων, μια κοινωνική πρακτική που στήριζε οικονομικά τα νεολιθικά νοικοκυριά της ΑΝ και ΜΝ περιόδου. Ενδείξεις για την υπονόμευση του ενδοκοινοτικού μοιράσματος αποτελούν η σταδιακή μείωση της επιτραπέζιας κεραμικής και η μετατόπιση των δραστηριοτήτων της παρασκευής της τροφής και του μαγειρέματος στο εσωτερικό των κτισμάτων και σε περίκλειστες αυλές (Halstead 1989: 76, Halstead 1994: 207). Το ενδεχόμενο η αποτυχία της καλλιέργειας να επηρέαζε ισοδύναμα τους οικισμούς μιας ευρύτερης περιοχής θα επέβαλλε την ενδυνάμωση των οικονομικών και κοινωνικών δεσμών μεταξύ των οικισμών πιο απομακρυσμένων περιοχών και τη συμμετοχή σε ευρύτερα δίκτυα διακοινοτικών ανταλλαγών. Κατά τη ΝΝ σημειώνεται μια αύξηση της διακίνησης των αποκαλούμενων αντικειμένων κοινωνικού γοήτρου μέσα από το δίκτυο των διακοινοτικών ανταλλαγών, μεταξύ των οποίων η γραπτή κεραμική καλής ποιότητας, τα κοσμήματα από το θαλάσσιο όστρεο Spondylus gaederopus και μετάλλινα αντικείμενα, γεγονός που υποδεικνύει την οικονομική και κοινωνική σημασία των α- πομακρυσμένων διακοινοτικών ανταλλαγών (Κωτσάκης 1996: 169). Τα αντικείμενα αυτά συνδέονται με την ανάδυση μιας κοινωνικής ομάδας εκλεκτών και τη σταδιακή εμφάνιση μιας ιεραρχικής οργάνωσης της κοινωνίας σε ενδοκοινοτική κλίμακα. Θεωρείται πιθανό ότι οι οριακές συνθήκες της παραγωγής θα δημιούργησαν παραγωγικές ανισότητες μεταξύ των νοικοκυριών. Αυτή η ανισότητα θα ευνοούσε ενδεχομένως τα πετυχημένα νοικοκυριά να κερδίσουν τον έλεγχο της παραγωγής του πλεονάσματος, δίνοντάς τους παράλληλα τη δυνατότητα να διαχειριστούν τις διακοινοτικές κοινωνικές σχέσεις και τις ανταλλαγές. Η επιβίωση, λοιπόν, των πιο ευάλωτων νοικοκυριών θα στηρίζονταν σε μεγάλο βαθμό στην πρόσβαση σε αυτά τα πιο ισχυρά νοικοκυριά, ενισχύοντας την κοινωνική τους ισχύ σε σχέση με τα υπόλοιπα νοικοκυριά (Halstead 1994: 207, Halstead 1995: 18). Στο νότιο ηπειρωτικό ελλαδικό χώρο, όπως επίσης και στο νότιο και νοτιανατολικό νησιωτικό χώρο του Αιγαίου, οι θέσεις της ΝΝ δεν εμφανίζουν την πυκνότητα 246

254 Κεφάλαιο 7 των θέσεων της λεκάνης της Λάρισας, αλλά είναι πιο αραιά κατανεμημένες στο τοπίο. Η τάση εξάπλωσης της ανθρώπινης παρουσίας στην Πελοπόννησο και την Κρήτη, που χαρακτηρίζονται γενικά από διαφορετικά περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά σε σύγκριση με το βόρειο ελλαδικό χώρο, δεν είναι εύκολα κατανοητή. Σε ό,τι αφορά την Πελοπόννησο, υποστηρίζεται ότι η ίδρυση θέσεων σε μέρη του τοπίου που θεωρούνται οριακά για την πρακτική της καλλιέργειας, όπως τα ασβεστολιθικά εδάφη της Λακωνίας, υποδεικνύουν μια μεγαλύτερη έμφαση στην εκτροφή των ζώων (Mee και Cavanagh 2000: 103). Η αύξηση, όμως, της εκτροφής των ζώων δεν θα πρέπει να θεωρηθεί απαραίτητα ως ένας περιβαλλοντικός εξαναγκασμός προκειμένου να αντισταθμιστεί η ενδεχόμενη αποτυχία στην καλλιέργεια, αλλά θα μπορούσε να εκφράζει μια πολιτισμική προτίμηση ανθρώπων που έδωσαν μεγαλύτερη αξία στην κτηνοτροφία (Jameson, van Andel και Runnels 1994: 347, Cavanagh 1999: 31). Άλλωστε, η σημερινή αξιολόγηση ορισμένων περιβαλλόντων ως οριακών για την πρακτική της καλλιέργειας πιθανόν να μην αντιπροσωπεύει τη νεολιθική πραγματικότητα, καθώς τα κριτήρια για την οριακότητα ενός περιβάλλοντος ως προς τη στρατηγική διαβίωσης υπακούουν όχι μόνο σε οικολογικά δεδομένα, αλλά και σε πολιτισμικούς παράγοντες (Broodbank 2000: 81). Μια εναλλακτική ερμηνεία για την εξάπλωση της ανθρώπινης παρουσίας στο νότιο ελλαδικό χώρο και την οικονομική επιβίωση των νοικοκυριών στα λεγόμενα οριακά μέρη του τοπίου αποτελεί η ανάπτυξη ενός δικτύου ανταλλαγών μεταξύ των κοινοτήτων (Cavanagh 1999: 56, Jameson, van Andel και Runnels 1994: ). Άλλωστε, η διακοινοτική επαφή και ανταλλαγή μεταξύ κοινοτήτων απομακρυσμένων περιοχών επιβεβαιώνεται από την κατανομή και την τυπολογία της κεραμικής στο νότιο ελλαδικό χώρο κατά τη ΝΝ (Perles και Vitelli 1999: 98-99). Η ερμηνεία των χωροταξικών δεδομένων από το νησί της Κρήτης, που μοιράζονται κοινά χαρακτηριστικά με εκείνα της Πελοποννήσου, στηρίζεται σε μια ανάλογη υπόθεση. Θεωρείται ότι η εξάπλωση των θέσεων σε ορεινές τοποθεσίες συνδέεται πιθανώς με την ανάπτυξη κτηνοτροφικών δραστηριοτήτων πλήρους απασχόλησης, ενώ η εξάπλωση στα πεδινά πραγματοποιείται με ιδιαίτερη έμφαση στην καλλιέργεια της ελιάς και των δημητριακών παρά στη βοσκή. Η άποψη αυτή στηρίζεται στο γεγονός ότι οι παλυνολογικές έρευνες στη θέση Τερσανά στο Ακρωτήρι των Χανίων υποδεικνύουν την αύξηση της καλλιέργειας της ελιάς και των φυτών που χρησιμοποιούνταν για ζωοτροφή στη διάρκεια της ΝΝ, καθώς επίσης και στο γεγονός ότι διαπιστώνεται παράλληλα η εισαγωγή ζώων όπως το ελάφι, το αγρίμι, ο γάιδαρος και ο λαγός. Μια τέτοια οικονομική διαφοροποίηση ανάμεσα στις ορεινές και τις πεδινές θέσεις του νησιού θα σήμαινε αλληλεξάρτηση μεταξύ των δύο για την προμήθεια της τροφής, υποδεικνύοντας ότι ένα δίκτυο ανταλλαγής θα ήταν απαραίτητο για την οικονομική επιβίωση αμφότερων (Moody, Rackham και Rapp 1996: 290). Ο εποικισμός των Κυκλάδων και των Δωδεκανήσων αποτελεί ένα ακόμη δυσερμήνευτο στοιχείο της εξέλιξης της χωροταξίας της ανθρώπινης παρουσίας κατά τη μετά- 247

255 Κεφάλαιο 7 βαση από τη ΜΝ στη ΝΝ περίοδο. Έχει υποστηριχτεί ότι ο εποικισμός των νησιών υ- πήρξε το αποτέλεσμα του ενδιαφέροντος για την απόκτηση ορυκτών, για την αναζήτηση ψαριών ή ακόμη και για την εκμετάλλευσή τους για τη βοσκή των ζώων. Μια πρόσφατη θεώρηση της κατανομής των θέσεων στο νησιωτικό χώρο του Αιγαίου, όμως, υποδεικνύει ότι ο εποικισμός των νησιών δεν είχε έναν τόσο σαφή ωφελιμιστικό χαρακτήρα, αλλά ότι υπήρξε προϊόν της σταδιακής εξερεύνησης και μετακίνησης από την ηπειρωτική γη προς το νησιωτικό χώρο. Η διαδικασία αυτή ήταν αναμφίβολα σε συνάρτηση με την απόσταση των νησιών από την ηπειρωτική γη, αλλά και σε συνάρτηση με τις αποστάσεις μεταξύ των νησιών και με τη μορφή των ίδιων των νησιών. Μολονότι υποστηρίχτηκε αρχικά ότι ο οριακός χαρακτήρας του περιβάλλοντος των νησιών θα επέβαλλε την οικονομική διαφοροποίηση ως βασική στρατηγική διαβίωσης, τα αρχαιολογικά δεδομένα δεν φαίνεται να επιβεβαιώνουν μια τέτοια υπόθεση. Αντίθετα, διαπιστώνεται ότι η οικονομία διαβίωσης δεν αποκλίνει από τις θεωρούμενες κοινές πρακτικές που επιβεβαιώνονται οπουδήποτε αλλού στον ελλαδικό χώρο, με δεδομένο ότι επιλέγονται οι πιο ήπιες περιβαλλοντικά τοποθεσίες. Οι αραιά κατανεμημένες θέσεις στα νησιά των Κυκλάδων συνδέονταν μεταξύ τους, αλλά και με την ηπειρωτική γη, με ένα εκτεταμένο δίκτυο επαφών που στήριζε τη βιωσιμότητά τους, κυρίως με την ανταλλαγή πληροφοριών που επιβεβαιώνεται με τη μεγάλη αλληλεπίδραση στην τυπολογία του υλικού πολιτισμού (Broodbank 2000: ). Τα δεδομένα για την οικονομία των νεολιθικών κοινοτήτων και τις κοινωνικές σχέσεις που τη στηρίζουν, τόσο στις περιοχές του βόρειου ελλαδικού χώρου όσο και στις νέες περιοχές που εποικίζονται τώρα κυρίως στο νότιο και νοτιανατολικό ελλαδικό χώρο, υποδεικνύουν τη σημασία των διακοινοτικών επαφών και ανταλλαγών, στοιχείο που παίζει σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του χωροταξικού δικτύου κατά τη μετάβαση από τη ΜΝ στη ΝΝ. Το έκδηλο ενδιαφέρον για τη χωροθέτηση των θέσεων σε τοποθεσίες που προσφέρουν πρόσβαση ή εποπτεία σε φυσικά περάσματα, που συνιστούν άξονες επικοινωνίας, στηρίζει μια τέτοια υπόθεση. Τα αρχαιολογικά δεδομένα συνηγορούν προς αυτή την κατεύθυνση, καθώς επιβεβαιώνουν τις διακοινοτικές επαφές μεταξύ απομακρυσμένων περιοχών σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο. Με βάση τις ομοιότητες των χαρακτηριστικών της κεραμικής επιβεβαιώνονται επαφές της Θεσσαλίας με ολόκληρη τη Μακεδονία, και από εκεί με την αιγαιακή Θράκη (Κουκούλη-Χρυσανθάκη 1996: 114). Οι περιοχές του βόρειου ελλαδικού χώρου διατηρούν επαφές με τα νότια Βαλκάνια, αλλά και με τη βαλκανική ενδοχώρα, ενώ πιθανή είναι η επικοινωνία με το νότιο ελλαδικό χώρο μέσα από το θαλάσσιο δρόμο του Ευβοϊκού Κόλπου (Σάμψων 1996: 59). Στη διάρκεια της ΝΝ επιβεβαιώνονται οι επαφές της ανατολικής ηπειρωτικής χώρας με τα νησιά του Αιγαίου, καθώς και με τις απέναντι ακτές της Μικράς Ασίας (Ζάχος 1996: 129). Την ίδια περίοδο τεκμηριώνεται η επικοινωνία του ανατολικού 248

256 Κεφάλαιο 7 ηπειρωτικού χώρου, από τη Θεσσαλία ώς την Πελοπόννησο, με τις ακτές και τα νησιά του Ιονίου (Ντούζουγλη 1996: 48, 127). Μολονότι η σταδιακή αύξηση του αριθμού των θέσεων χαρακτήριζε την εξέλιξη της ανθρώπινης παρουσίας στον ελλαδικό χώρο από την ΑΝ ώς και τη ΝΝ περίοδο, η μετάβαση από τη ΝΝ στην ΤΝ διακρίνεται για τη μείωση του αριθμού των θέσεων από τις 706 θέσεις της ΝΝ σε 438 θέσεις της ΤΝ περιόδου (πίν ). Η μείωση της τάξης του 38% που καταγράφεται στο συνολικό αριθμό των θέσεων οφείλεται στη ραγδαία μείωση των θέσεων στις περιοχές του βόρειου ελλαδικού χώρου, δηλαδή σε ολόκληρη τη Μακεδονία, τη Θράκη και τη Θεσσαλία, για τους λόγους που αναφέρονται στη συγχρονική εξέταση των χωροταξικών δεδομένων της περιόδου και αφορούν κυρίως σε αδυναμίες της αρχαιολογικής έρευνας (υποκεφάλαιο 7.2.4). Η μεγαλύτερη μείωση θέσεων της τάξης του 97% σημειώνεται στη Θεσσαλία, ποσοστό που αντιστοιχεί στη μείωση του αριθμού των θέσεων από τις 244 θέσεις της ΝΝ σε 7 θέσεις της ΤΝ. Η δεύτερη μεγαλύτερη μείωση θέσεων της τάξης του 96% παρατηρείται στην Κεντρική Μακεδονία, στην οποία οι 129 θέσεις της ΝΝ μειώνονται σε 5 θέσεις της ΤΝ. Στην Ανατολική Μακεδονία-Θράκη, οι 35 θέσεις της ΝΝ μειώνονται σε 4 θέσεις της ΤΝ, μεταβολή του αριθμού των θέσεων που αντιστοιχεί σε ποσοστό μείωσης 89%. Στη Δυτική Μακεδονία καταγράφεται ποσοστό μείωσης 73%, που αντιστοιχεί στη μείωση του αριθμού των θέσεων από τις 59 θέσεις της ΝΝ σε 16 θέσεις της ΤΝ. Στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο, η Στερεά Ελλάδα-Αττική αποτελεί τη μοναδική περιφέρεια στην οποία σημειώνεται μείωση του αριθμού των θέσεων, αν και το ποσοστό μείωσης σημειώνει πολύ μεγάλη απόκλιση ως προς τα ποσοστά μείωσης των θέσεων στο βόρειο ελλαδικό χώρο. Πρόκειται για ένα ποσοστό της τάξης του 4%, που αντιστοιχεί στη μείωση του αριθμού των θέσεων από τις 84 θέσεις της ΝΝ σε 81 θέσεις της ΤΝ περιόδου. ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΕΣ Θέσεις της ΝΝ Θέσεις της ΝΝ που εγκαταλείπονται Νέες θέσεις της ΤΝ Θέσεις της ΤΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ-ΘΡΑΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΗΠΕΙΡΟΣ ΙΟΝΙΑ ΝΗΣΙΑ ΘΕΣΣΑΛΙΑ ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΔΑ-ΑΤΤΙΚΗ ΔΥΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ ΒΟΡΕΙΟ ΑΙΓΑΙΟ ΚΥΚΛΑΔΕΣ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ ΚΡΗΤΗ Σύνολα Πίνακας Μετάβαση από τη ΝΝ στην ΤΝ περίοδο. 249

257 Κεφάλαιο 7 Με εξαίρεση την περιφέρεια της Δυτικής Ελλάδας, στην οποία ο αριθμός των θέσεων παραμένει αμετάβλητος κατά τη μετάβαση από τη ΝΝ στην ΤΝ (1 θέση), σε καθεμιά από τις υπόλοιπες περιφέρειες του ελλαδικού χώρου σημειώνεται αύξηση του αριθμού των θέσεων. Στην Ήπειρο καταγράφονται 4 θέσεις της ΤΝ σε σχέση με τη 1 θέση της ΝΝ περιόδου, που σημαίνει μια αύξηση της τάξης του 300%. Στο Βόρειο Αιγαίο σημειώνεται ποσοστό αύξησης 275%, που αντιστοιχεί στην αύξηση των θέσεων από τις 4 θέσεις της ΝΝ σε 15 θέσεις της ΤΝ. Σημαντική αύξηση της τάξης του 226% καταγράφεται στην Κρήτη, όπου οι 45 θέσεις της ΝΝ ανέρχονται σε 147 θέσεις της ΤΝ. Στις Κυκλάδες σημειώνεται ποσοστό αύξησης των θέσεων της τάξης του 130%, καθώς οι θέσεις αυξάνονται από 13 θέσεις της ΝΝ σε 30 θέσεις της ΤΝ. Στα Ιόνια Νησιά εντοπίζονται 6 θέσεις της ΤΝ, έναντι 4 θέσεων της ΝΝ, δηλαδή σημειώνεται αύξηση του αριθμού των θέσεων κατά 50%. Στην Πελοπόννησο καταγράφεται αύξηση των θέσεων της τάξης του 44%, ποσοστό που αντιστοιχεί στην αύξηση των θέσεων από τις 50 θέσεις της ΝΝ σε 72 θέσεις της ΤΝ. Τέλος, το μικρότερο ποσοστό αύξησης θέσεων σημειώνεται στη Δωδεκάνησα, ποσοστό 35%, το οποίο αντιπροσωπεύει τη μεταβολή του αριθμού των θέσεων από τις 37 θέσεις της ΝΝ σε 50 θέσεις της ΤΝ περιόδου. Η απουσία θέσεων από το βόρειο ελλαδικό χώρο και παράλληλα η μεγάλη αύξηση των θέσεων στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο κατά τη μετάβαση από τη ΝΝ στην ΤΝ αναδεικνύει το νησί της Κρήτης ως τη νέα μεγάλη εστία της ανθρώπινης παρουσίας, συγκεντρώνοντας το μεγαλύτερο ποσοστό θέσεων (34%) της ΤΝ περιόδου. Στο νησί της Κρήτης σημειώνεται η ίδρυση του μεγαλύτερου αριθμού νέων θέσεων σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο. Πρόκειται για 118 νέες θέσεις που αποτελούν το 80,27% του συνολικού αριθμού των θέσεων της περιφέρειας. Οι νέες θέσεις ιδρύονται μέσα σε υπάρχουσες εστίες της ανθρώπινης παρουσίας, όπως το Ακρωτήρι των Χανίων, η πεδιάδα της Μεσαράς, το οροπέδιο του Λασιθίου, ο Κόλπος του Μιραμπέλου και η περιοχή της Σητείας, ενώ παράλληλα διαχέονται σε νέες περιοχές όπως το οροπέδιο του Ζίρου, η περιοχή της Ζάκρου και το ΝΑ άκρο του νησιού, ο Ισθμός της Ιεράπετρας και η περιοχή της Ελούντας στην ανατολική Κρήτη, η κοιλάδα του Αγιοφάραγγου στη νότια κεντρική Κρήτη, καθώς και ο Κόλπος του Πλακιά, η μεσόγεια κοιλάδα του Αγίου Βασιλείου και η περιοχή των Σφακιών στη νότια δυτική Κρήτη. Τα νέα χωροταξικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν την ανθρώπινη παρουσία στην Κρήτη είναι η τάση για εγκατάσταση σε ορεινές τοποθεσίες και η επιλογή σημείων του τοπίου με φυσικά οχυρά χαρακτηριστικά. Ένα χαρακτηριστικό που επιβιώνει από την προηγούμενη ΝΝ περίοδο είναι η χρήση των σπηλαίων στο νησί, μολονότι σε πιο περιορισμένη έκταση, με δεδομένο ότι αποτελούν μόλις τις 26 από τις 118 νέες θέσεις. Ο δεύτερος μεγαλύτερος αριθμός θέσεων ιδρύεται στην περιφέρεια της Στερεάς Ελλάδας-Αττικής, που συγκεντρώνει το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό θέσεων της περιόδου (19%). Πρόκειται για ένα σύνολο 61 νέων θέσεων που αποτελεί το 75,31% του συ- 250

258 Κεφάλαιο 7 νόλου των θέσεων της περιφέρειας. Ιδιαίτερο χαρακτήρα αποκτά η εξέλιξη της ανθρώπινης παρουσίας σε δύο περιοχές του κεντρικού ελλαδικού χώρου, την Εύβοια και τη Φθιώτιδα. Στην Εύβοια εγκαταλείπονται όλες οι θέσεις της ΝΝ, ένα επεισόδιο που ακολουθείται από την ίδρυση 50 νέων θέσεων σε άλλες τοποθεσίες. Οι περισσότερες θέσεις ιδρύονται στο κεντρικό νότιο τμήμα της Εύβοιας, καθώς επίσης και στο νότιο τμήμα του νησιού στην περιοχή της Καρύστου. Στη Φθιώτιδα εγκαταλείπονται οι 27 από τις 28 θέσεις της ΝΝ, ενώ ιδρύεται μόλις 1 νέα θέση. Η εικόνα παρακμής που χαρακτηρίζει αυτή την περιοχή του κεντρικού ελλαδικού χώρου μοιάζει με εκείνη που διαπιστώνεται την ίδια περίοδο στη Θεσσαλία, με την οποία μοιράζεται κοινά πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Στη Βοιωτία διαπιστώνεται η συνέχιση της ανθρώπινης παρουσίας στο οροπέδιο των Σκούρτων και η εγκατάλειψη 8 θέσεων από τις πεδινές κοιλάδες και λεκάνες της περιοχής. Στην Αττική δεν παρατηρούνται σημαντικές μεταβολές στα χωροταξικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης παρουσίας, ενώ το μόνο στοιχείο που διαφοροποιείται είναι ο εποικισμός του νότιου άκρου της χερσονήσου. Η Πελοπόννησος συγκεντρώνει τον τρίτο μεγαλύτερο αριθμό νέων θέσεων της περιόδου, η οποία συγκεντρώνει επίσης το τρίτο μεγαλύτερο ποσοστό συγκέντρωσης θέσεων της ΤΝ στον ελλαδικό χώρο (16%). Πρόκειται για ένα σύνολο 39 νέων θέσεων, που αποτελεί το 54,17% των θέσεων της περιφέρειας. Οι 30 από τις 39 θέσεις ιδρύονται στην Αργολίδα, κυρίως στη χερσόνησο της Νότιας Αργολίδας, όπως επίσης στην κοιλάδα Μπερμπάτι και σε ορεινές τοποθεσίες και λόφους της γύρω περιοχής. Νέες θέσεις ιδρύονται, επίσης, στη δυτική Μεσσηνία, ενώ στη Λακωνία η ανθρώπινη παρουσία συγκεντρώνεται στις θέσεις της ΝΝ/ΤΝ στη μεσόγεια περιοχή ανατολικά του Ευρώτα. Δύο στοιχεία χαρακτηρίζουν την ανθρώπινη παρουσία στο τοπίο της Πελοποννήσου, η προτίμηση για πιο ορεινές τοποθεσίες, δηλαδή θέσεις πάνω σε λόφους και κορυφογραμμές, και η συνέχεια στη χρήση των σπηλαίων. Στο νησιωτικό χώρο του Αιγαίου παρατηρούνται ανακατατάξεις στη χωροταξική κατανομή της ανθρώπινης παρουσίας, με την εγκατάλειψη θέσεων της ΝΝ και την ίδρυση νέων θέσεων, όπως επίσης και με τον εποικισμό νέων νησιών. Ο μεγαλύτερος αριθμός νέων θέσεων καταγράφεται στα Δωδεκάνησα, όπου διαπιστώνεται η ίδρυση 33 νέων θέσεων (ποσοστό 66,00%), ο δεύτερος μεγαλύτερος αριθμός νέων θέσεων καταγράφεται στις Κυκλάδες, με την ίδρυση 25 νέων θέσεων (ποσοστό 83,33%), και τέλος ο μικρότερος αριθμός νέων θέσεων σημειώνεται στα νησιά του Βόρειου Αιγαίου, όπου οι 12 νέες θέσεις αποτελούν το 80,00% των θέσεων της περιφέρειας. Στη διάρκεια της ΤΝ διαπιστώνεται ο εποικισμός της Λέρου, της Νισύρου, της Χάλκης και της Αλιμνιάς στα Δωδεκάνησα, της Μήλου και της Κέας στις Κυκλάδες, καθώς και ο εποικισμός της Λήμνου και της Λέσβου στο Βόρειο Αιγαίο. Η συνολική εικόνα για την ίδρυση νέων θέσεων υποδεικνύει ότι σε ένα μεγάλο βαθμό η ανθρώπινη παρουσία της ΤΝ συγκεντρώνεται σε νέες θέσεις στο τοπίο του ελ- 251

259 Κεφάλαιο 7 λαδικού χώρου, καθώς οι 307 από τις 438 θέσεις της ΤΝ αποτελούν νέες ιδρύσεις (ποσοστό 70,09%). Η ίδρυση νέων θέσεων διαπιστώνεται ακόμη και σε ορισμένες από τις περιφέρειες του βόρειου ελλαδικού χώρου, παρά το γεγονός ότι πρόκειται για μια ευρύτερη περιοχή στην οποία η ανθρώπινη παρουσία επιβεβαιώνεται σποραδικά. Ο μεγαλύτερος αριθμός νέων θέσεων σημειώνεται στη Δυτική Μακεδονία, στην οποία οι 5 από τις 16 θέσεις αποτελούν νέες ιδρύσεις (ποσοστό 31,25%). Οι νέες θέσεις εντοπίζονται σε μέρη του τοπίου που υπήρξαν εστίες της ανθρώπινης παρουσίας στα προηγούμενα νεολιθικά χρόνια, δηλαδή την κοιλάδα του Αλιάκμονα και τις ορεινές λεκάνες της Πτολεμαϊδας, της Φλώρινας και της Καστοριάς. Στη Θεσσαλία, η ανθρώπινη παρουσία τεκμηριώνεται σε 3 νέες θέσεις, σε σύνολο 7 θέσεων της ΤΝ (ποσοστό 42,86%). Οι δύο από αυτές εντοπίζονται στις παράκτιες πεδιάδες του Βόλου και του Αλμυρού, ενώ η τρίτη θέση εντοπίζεται στο δυτικό όριο της λεκάνης της Καρδίτσας. Στην Ανατολική Μακεδονία-Θράκη, η ανθρώπινη παρουσία τεκμηριώνεται σε 2 νέες θέσεις στο νησί της Θάσου, οι οποίες αποτελούν το 50% των θέσεων της ΤΝ. Η ραγδαία μείωση του αριθμού των θέσεων στις περιφέρειες του βόρειου ελλαδικού χώρου και η ταυτόχρονη αύξηση του αριθμού των θέσεων στις περιφέρειες του νότιου ελλαδικού χώρου έχει ως αποτέλεσμα τη σημαντική διαφοροποίηση στη χωροταξική κατανομή της ανθρώπινης παρουσίας στον ελλαδικό χώρο. Ενώ ο βόρειος ελλαδικός χώρος συγκέντρωνε τις κύριες εστίες της νεολιθικής ανθρώπινης παρουσίας από την ΑΝ ώς τη ΝΝ περίοδο, στη διάρκεια της ΤΝ διαπιστώνεται η μετατόπιση των κύριων εστιών στον κεντρικό και νότιο ηπειρωτικό ελλαδικό χώρο, καθώς και στο νησιωτικό χώρο του Αιγαίου. Ο βόρειος ελλαδικός χώρος συγκεντρώνει συνολικά μόλις το 8% των θέσεων της ΤΝ, έναντι του 66% των θέσεων της ΝΝ, μια μείωση που επιβεβαιώνει την πλήρη αντιστροφή της χωροταξικής κατανομής της ανθρώπινης παρουσίας στον ελλαδικό χώρο. Ο κεντρικός ελλαδικός χώρος αυξάνει το ποσοστό των θέσεων που συγκεντρώνει από το 12% των θέσεων της ΝΝ στο 19% των θέσεων της ΤΝ. Η διαφορά μεταξύ των δύο ποσοστών μεγαλώνει περισσότερο στο νότιο ηπειρωτικό ελλαδικό χώρο, καθώς η Πελοπόννησος συγκεντρώνει το 16% των θέσεων της ΤΝ έναντι του 7% των θέσεων της ΝΝ. Ο νησιωτικός χώρος του Αιγαίου συγκεντρώνει συνολικά το 55% των θέσεων της ΤΝ, ενώ συγκέντρωνε μόλις το 14% των θέσεων κατά την προηγούμενη ΝΝ περίοδο. Μολονότι η αντιστροφή της κλιμάκωσης της έντασης της ανθρώπινης παρουσίας από το βορρά προς το νότο διαφοροποιεί σχεδόν ολοκληρωτικά τη χωροταξική κατανομή της ανθρώπινης παρουσίας στον άξονα βορρά-νότου, η διαφορά της έντασης της ανθρώπινης παρουσίας ανάμεσα στο δυτικό και τον ανατολικό ελλαδικό χώρο παραμένει α- ναλλοίωτη. Η μετάβαση από τη ΝΝ στην ΤΝ περίοδο συνοδεύτηκε από ορισμένες περιβαλλοντικές αλλαγές, οι οποίες σύμφωνα με μια άποψη θα μπορούσαν να αποτελούν μέρος της εξήγησης για την εξάπλωση των θέσεων προς τις νότιες περιοχές του ελλαδικού 252

260 Κεφάλαιο 7 χώρου (Whittle 1996: 137). Σύμφωνα με τα αποτελέσματα των παλυνολογικών ερευνών που πραγματοποιήθηκαν σε δύο θέσεις της Ηπείρου, υπάρχουν ενδείξεις ότι στο διάστημα ΒΡ πραγματοποιήθηκε μια αύξηση των βροχοπτώσεων στο ΒΔ ελλαδικό χώρο, τόσο στα ορεινά όσο και στα πεδινά μέρη. Θεωρείται ότι η διάβρωση των εδαφών που καταγράφεται στη λεκάνη της Λάρισας με την απόθεση του αλλούβιου Γυρτώνη κατά τη διάρκεια της ΤΝ είναι προϊόν συνδυασμού των περιβαλλοντικών αλλαγών που πραγματοποιήθηκαν στον ορεινό όγκο της Πίνδου, της τεκτονικής δράσης, της κλιματικής αλλαγής, καθώς και της ανθρώπινης παρουσίας και δράσης μέσα στην ίδια τη λεκάνη (van Andel, Zangger και Demitrack 1990: 388). Σε αντίθεση με τα δεδομένα που υπάρχουν για το ΒΔ ελλαδικό χώρο, τα αποτελέσματα αντίστοιχων ερευνών στο νότιο ελλαδικό χώρο υποδεικνύουν μια αλλαγή προς ένα πιο ξηρό και έντονα εποχικό κλίμα, με κύρια χαρακτηριστικά τις απρόβλεπτες αλλαγές, την ξηρασία, τους δριμείς χειμώνες και τις καταρρακτώδεις βροχές (Moody, Rackham και Rapp 1996: 286, 291, Willis 1992: 146). Παρά το γεγονός ότι η κλιματική αλλαγή δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί ως ένα κίνητρο για τη μεγάλη εξάπλωση της ανθρώπινης παρουσίας στο νότιο ελλαδικό χώρο, θεωρείται πιθανό ότι οι περιβαλλοντικές συνθήκες θα είχαν αντίκτυπο στη στρατηγική διαβίωσης των νοικοκυριών που εγκαταστάθηκαν στο νότο, και κατ επέκταση στη μορφή των κοινωνικών σχέσεων. Υποστηρίζεται ότι η εξάπλωση της ανθρώπινης παρουσίας σε μέρη του τοπίου που χαρακτηρίζονται οριακά, όπως τα άγονα και ξηρά εδάφη στη νότια ηπειρωτική και νησιωτική γη, καθώς επίσης και οι ορεινές τοποθεσίες και τα πρανή του τοπίου, συνοδεύτηκε από την εδραίωση ορισμένων οικονομικών και κοινωνικών χαρακτηριστικών που έκαναν την εμφάνισή τους κατά την προηγούμενη ΝΝ περίοδο, δηλαδή την εξάπλωση της εκτροφής των ζώων, την έμφαση στην παραγωγή πλεονάσματος και την αποθησαύριση, καθώς και την ανάπτυξη ενός εκτεταμένου δικτύου ανταλλαγών (Halstead 2000: 117). Ισχυρές ενδείξεις για την εξάπλωση της εκτροφής των ζώων κατά τη διάρκεια της ΤΝ αποτελεί από τη μια η αύξηση των δεδομένων για την πυροδότηση κομματιών γης με σκοπό τη διατήρηση της βοσκής στην Κρήτη και την Πελοπόννησο, και από την άλλη η μείωση των ταξινομητικών ομάδων των δέντρων που θεωρείται ότι χρησιμοποιούνταν για ζωοτροφή στις περισσότερες θέσεις του ελλαδικού χώρου στο τέλος της ΤΝ (Rackham και Moody 1996: 124, Cavanagh 1999: 51, Willis 1992: 151). Τα αρχαιοζωολογικά δεδομένα δεν μπορούν να στηρίξουν την υπόθεση ότι η εκτροφή των ζώων αποτελούσε αποκλειστική κτηνοτροφική πρακτική, αλλά θωρείται πιο πιθανή η διατήρηση ενός συμπληρωματικού ρόλου στη λιγότερο αξιόπιστη πρακτική της καλλιέργειας (Halstead 2000: 121). Ο κίνδυνος αποτυχίας της καλλιέργειας αποτέλεσε το κίνητρο για τη στήριξη των νοικοκυριών στις δυνατότητες που πρόσφεραν τα ζώα, αξιοποιώντας τα οικονομικά και κοινωνικά. Η οικονομική εκμετάλλευση των ζώων αφορούσε στην κατανάλωση του διαθέσιμου κρέατος και του γάλατος, αλλά και στην έμμεση απο- 253

261 Κεφάλαιο 7 θήκευση του πλεονάσματος των σιτηρών με την πάχυνση των ζώων. Η κοινωνική διάσταση της στήριξης στα ζώα αφορούσε στη στερέωση κοινωνικών δεσμών μεταξύ νοικοκυριών με την ανταλλαγή ζώων και κρέατος, με δεδομένο ότι τα ζωντανά ζώα αποτελούσαν το μόνο είδος τροφής που μεταφέρονταν εύκολα. Από την άλλη, μια μικρής κλίμακας εποχική μετακίνηση των ζώων για τις ανάγκες της βοσκής θα ευνοούσε τις περιστασιακές συναντήσεις και την αλληλεπίδραση μεταξύ ατόμων διαφορετικών νοικοκυριών (Halstead 1996β: 35). Μολονότι έχει υποστηριχτεί ότι η μετατόπιση από τη μικρής κλίμακας εντατική καλλιέργεια με το σκαλιστήρι προς την εκτεταμένη καλλιέργεια με τη χρήση του αρότρου υπήρξε ένα κίνητρο για την εξάπλωση της ανθρώπινης παρουσίας στα οριακά μέρη του τοπίου, δεν υπάρχουν άμεσες ενδείξεις για τη χρήση του αρότρου στη διάρκεια της ΤΝ που να στηρίζουν μια τέτοια υπόθεση (Cavanagh 1999: 52-53). Μια πιθανή αλλαγή στις μεθόδους της καλλιέργειας θα πρέπει να προκάλεσε η μεγαλύτερη εξάρτηση της καλλιέργειας στο νερό της βροχής, μια αλλαγή που συνόδεψε ενδεχομένως τη μετακίνηση από τα πιο καλά υδρευόμενα πεδινά εδάφη στις πιο ορεινές τοποθεσίες (Jameson, van Andel και Runnels 1994: , Johnson 1996: 66). Υποστηρίζεται ότι η αύξηση του κίνδυνου της αποτυχίας της καλλιέργειας θα είχε ως αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη έμφαση στην υπερπαραγωγή, με σκοπό τη δημιουργία πλεονάσματος σιτηρών και την εκμετάλλευσή τους στις δύσκολες χρονιές. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη μετατόπιση του ενδιαφέροντος στη δημιουργία αποθέματος και τη διακοινοτική ανταλλαγή, μια εξέλιξη που υπονόμευσε την πρακτική του μοιράσματος. Η παρακμή της επιτραπέζιας κεραμικής και η τοποθέτηση των κατασκευών για το μαγείρεμα της τροφής σε α- νοικτούς ή κλειστούς χώρους με πιο ιδιωτικό χαρακτήρα αποτελούν ενδείξεις για την αποδυνάμωση της κοινωνικής πρακτικής του μοιράσματος και τη σταδιακή απομόνωση του νοικοκυριού (Halstead 1995: 17-19). Μια ακόμη ένδειξη για την απομόνωση του νοικοκυριού αποτελεί η παραγωγή και η κατανάλωση της κεραμικής μέσα στα όρια κάθε νοικοκυριού, όπως υποδεικνύουν η κλίμακα της παραγωγής και η χαμηλή ποιότητα της κεραμικής. Τα δύο τελευταία χαρακτηριστικά της κεραμικής παραγωγής, δηλαδή η κλίμακα και η ποιότητα, υποδεικνύουν ότι η συμβολική αξία των κεραμικών αντικαθίσταται από τη χρηστική τους αξία, τη στιγμή που κάνουν την εμφάνισή τους τα πρώτα μετάλλινα αντικείμενα (Vitelli 1995: 58). Η εξάπλωση της ανθρώπινης παρουσίας στα λεγόμενα οριακά μέρη του ελλαδικού χώρου είχε ως αποτέλεσμα τη διόγκωση της παραγωγικής ανισότητας μεταξύ των νοικοκυριών, σε συνάρτηση με τη χωροθέτησή τους σε περισσότερο ή λιγότερο ευνοϊκές τοποθεσίες. Θεωρείται πιθανό ότι τα πετυχημένα νοικοκυριά θα κέρδιζαν σταδιακά τον έλεγχο της παραγωγής και του τοπικού πλεονάσματος, ενώ δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο ορισμένα πετυχημένα νοικοκυριά να αναλάμβαναν έναν κεντρικό ρόλο στις διακοινοτικές ανταλλαγές, αυξάνοντας μ αυτό τον τρόπο τον ανταγωνισμό μεταξύ των 254

262 Κεφάλαιο 7 νοικοκυριών για την αναζήτηση εταίρων και την ανάπτυξη συμμαχιών. Ο έλεγχος της παραγωγής, του τοπικού πλεονάσματος και των ανταλλαγών από τα πετυχημένα νοικοκυριά ενίσχυσε πιθανώς την κοινωνική τους ισχύ και το ρόλο τους σε ενδοκοινοτικό επίπεδο, δημιουργώντας πιο στέρεα θεμέλια για την ιεραρχική οργάνωση της κοινωνικής δομής (Halstead 1994: 210, Halstead 1995: 17-19). Η παραγωγική ανισότητα μεταξύ των νοικοκυριών θα επέβαλλε την οικονομική και κοινωνική στήριξη σε ένα ε- κτεταμένο δίκτυο διακοινοτικών επαφών και ανταλλαγών, το οποίο είναι πιθανό ότι θα λειτουργούσε μέσα σε ένα κλίμα κοινωνικής έντασης. Οι αρχαιολόγοι άρχισαν πρόσφατα να προσεγγίζουν αυτή την όψη των κοινωνικών σχέσεων μεταξύ των νεολιθικών ανθρώπων, μια εκδοχή που ξεφεύγει από τα όρια της καθιερωμένης εικόνας για ειρηνική συνύπαρξη και αμοιβαιότητα, υπογραμμίζοντας το ενδεχόμενο της εχθρότητας και των συγκρούσεων ανάμεσα σε ανταγωνιστικές κοινωνικές ομάδες (Κωτσάκης 1996: 170, Andreou, Fotiadis και Kotsakis 2001: 297). Το αυξημένο ενδιαφέρον για τη χωροθέτηση των θέσεων σε τοποθεσίες με φυσικά οχυρά χαρακτηριστικά, πράγμα που επιβεβαιώνεται από τα χωροταξικά δεδομένα της περιόδου, αποτελεί ένα ισχυρό τεκμήριο για μια τέτοια υπόθεση. Η ανάπτυξη ενός εκτεταμένου δικτύου διακοινοτικών επαφών επιβεβαιώνεται με δύο τρόπους, ο ένας αφορά στα χωροταξικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης παρουσίας στον ελλαδικό χώρο και ο δεύτερος αφορά στην κατανομή των χαρακτηριστικών του υ- λικού πολιτισμού των ανθρώπων της ΤΝ. Τα χωροταξικά δεδομένα της περιόδου αποκαλύπτουν ότι η πρόσβαση σε φυσικά περάσματα, ο έλεγχος αξόνων επικοινωνίας, καθώς επίσης και η εξάπλωση των θέσεων σε παράκτιες περιοχές, σε μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από την εξάπλωση της ανθρώπινης παρουσίας στο νησιωτικό χώρο, αποτελούν βασικά χωροταξικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης παρουσίας κατά την ΤΝ. Από την άλλη, οι ομοιότητες που παρατηρούνται στα χαρακτηριστικά του υλικού πολιτισμού μεταξύ διαφορετικών περιοχών επιβεβαιώνουν την επικοινωνία μεταξύ απομακρυσμένων περιοχών. Έντονη πολιτισμική συγγένεια παρουσιάζει η κεραμική των θέσεων της Κέας, της Αττικής και της ΒΑ Πελοποννήσου, γεγονός που επιβεβαιώνει τις στενές σχέσεις μεταξύ των πληθυσμών των συγκεκριμένων περιοχών (Cherry, Davis και Mantzourani 1991: 225). Η Κρήτη βγαίνει από την απομόνωσή της, καθώς υπάρχουν ενδείξεις για επαφές με το νησιωτικό χώρο του Αιγαίου, ιδιαίτερα το ανατολικό Αιγαίο, την Πελοπόννησο και την Αττική (Watrous 1994: 701). Τα αρχαιολογικά δεδομένα από την Πολιόχνη της Λήμνου υποδεικνύουν την επικοινωνία με θέσεις της Δυτικής Μακεδονίας, της Κεντρικής Μακεδονίας και της Χαλκιδικής, όπως επίσης και με θέσεις της Θεσσαλίας (Benvenuti 1999: 134). Τα χαρακτηριστικά της κεραμικής στο σπήλαιο του Αστακού στην Αιτωλοακαρνανία αποτελούν ενδείξεις για την επικοινωνία ανάμεσα στις δυτικές και ανατολικές περιοχές του ελλαδικού χώρου μέσω της περιοχής της Κορίνθου (Τσώνος 2000: 181). 255

263 Κεφάλαιο 7 Η ΤΝ περίοδος συνιστά το τέλος της ιστορικής περιόδου της Νεολιθικής Εποχής, η οποία ακολουθείται χρονολογικά από την περίοδο της Πρώιμης Εποχής Χαλκού. Προκειμένου να υπάρξει μια ολοκληρωμένη εικόνα για τη μετάβαση από τη μια εποχή στην επόμενη, θεωρείται σκόπιμο να υπολογιστεί συνολικά ο αριθμός των νεολιθικών θέσεων σε σύγκριση με τον αριθμό των θέσεων της ΠΕΧ. Αυτό σημαίνει ότι για τη θεώρηση της εξέλιξης των χωροταξικών χαρακτηριστικών της ανθρώπινης παρουσίας από τη Νεολιθική Εποχή στην ΠΕΧ θα υπολογιστεί συνολικά ο αριθμός των θέσεων της ΤΝ μαζί με τον αριθμό των θέσεων της ΝΕ, δηλαδή των αχρονολόγητων νεολιθικών θέσεων, καθώς και οι δύο κατηγορίες θέσεων προηγούνται χρονολογικά της ΠΕΧ περιόδου, σύμφωνα με τη χρονολογική ακολουθία από τη Νεολιθική Εποχή προς την ΠΕΧ. Το συνολικό αριθμό των νεολιθικών θέσεων πρόκειται να συμπληρώσουν οι νεολιθικές θέσεις που έδωσαν τεκμήρια για την ανθρώπινη παρουσία σε περιόδους της Νεολιθικής Εποχής, ανεξάρτητα από τη συνέχεια ή ασυνέχεια που παρουσιάζουν στην τεκμηρίωση της ανθρώπινης περιόδου ως προς τη χρονολογική ακολουθία των περιόδων της Νεολιθικής Εποχής. Οι θέσεις των περιφερειών του βόρειου ελλαδικού χώρου αποτελούν μια ι- διαίτερη περίπτωση της τελευταίας κατηγορίας των νεολιθικών θέσεων, λόγω του κενού που εμφανίζεται ως αποτέλεσμα της αδυναμίας χρονολόγησης της ΤΝ περιόδου. Συνοψίζοντας τα παραπάνω, η παρακολούθηση της εξέλιξης της χωροταξίας κατά τη μετάβαση από τη Νεολιθική Εποχή στην ΠΕΧ θα πραγματοποιηθεί με βάση τα νούμερα που σημειώνονται στη στήλη Α του πίνακα 7.3.4, τα οποία καταγράφουν το σύνολο των θέσεων που έδωσαν τεκμήρια για τη νεολιθική ανθρώπινη παρουσία, ανεξάρτητα από τη συνέχεια ή την ασυνέχεια που σημειώνεται ως προς τη χρονολογική ακολουθία από την ΑΝ ώς την ΠΕΧ. Σύμφωνα με τα δεδομένα του πίνακα 7.3.4, οι θέσεις της ΠΕΧ (1822) αυξάνονται κατά 21% ως προς το σύνολο των νεολιθικών θέσεων (1502) του ελλαδικού χώρου. Η αύξηση των θέσεων δεν χαρακτηρίζει την εξέλιξη της συγκέντρωσης των θέσεων σε όλες τις περιφέρειες του ελλαδικού χώρου κατά τη μετάβαση από τη Νεολιθική στην ΠΕΧ, καθώς καταγράφεται μείωση των θέσεων σε έξι από τις δεκατρείς περιφέρειες. Αύξηση των θέσεων σημειώνεται κυρίως στις περιφέρειες του κεντρικού και νότιου ελλαδικού χώρου, καθώς επίσης και στο νησιωτικό χώρο του Ιονίου και του Αιγαίου, ενώ μείωση των θέσεων σημειώνεται στις περιφέρειες του βόρειου ελλαδικού χώρου. Το μεγαλύτερο ποσοστό αύξησης των θέσεων καταγράφεται στις Κυκλάδες (408%), ενώ το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό αύξησης σημειώνεται στο Βόρειο Αιγαίο (232%). Το αμέσως μικρότερο ποσοστό αύξησης θέσεων παρατηρείται στα Ιόνια Νησιά (141%), ενώ ακολουθεί η Πελοπόννησος με ποσοστό αύξησης της τάξης του 104%. Στη Δυτική Ελλάδα σημειώνεται αύξηση των θέσεων της τάξης του 80%, ενώ τα μικρότερα ποσοστά αύξησης θέσεων σημειώνονται στην περιφέρεια της Κρήτης (35%) και της Στερεάς Ελλάδας- Αττικής (27%). Τα Δωδεκάνησα αποτελούν τη μόνη εξαίρεση στο γενικό κανόνα εξάπλω- 256

264 Κεφάλαιο 7 σης της ανθρώπινης παρουσίας στο νοτιοανατολικό ελλαδικό χώρο, καθώς σημειώνεται μείωση του αριθμού των θέσεων της τάξης του 31%. Στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο, το μεγαλύτερο ποσοστό μείωσης θέσεων σημειώνεται στη Θεσσαλία (57%). Ακολουθεί η Ή- πειρος, στην οποία καταγράφεται ποσοστό μείωσης θέσεων της τάξης του 35%. Τα ποσοστά μείωσης των θέσεων παρουσιάζουν μικρή ύφεση στην Ανατολική Μακεδονία-Θράκη (28%) και τη Δυτική Μακεδονία (20%), ενώ το μικρότερο ποσοστό μείωσης θέσεων καταγράφεται στην περιφέρεια της Κεντρικής Μακεδονίας (6%). ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΕΣ Νεολιθικές θέσεις Νεολιθικές θέσεις που εγκαταλείπονται Θέσεις Νεολιθικής και ΠΕΧ Νέες θέσεις της ΠΕΧ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ-ΘΡΑΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΗΠΕΙΡΟΣ ΙΟΝΙΑ ΝΗΣΙΑ ΘΕΣΣΑΛΙΑ ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΔΑ-ΑΤΤΙΚΗ ΔΥΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ ΒΟΡΕΙΟ ΑΙΓΑΙΟ ΚΥΚΛΑΔΕΣ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ ΚΡΗΤΗ Σύνολα Θέσεις της ΠΕΧ Πίνακας Μετάβαση από τη Νεολιθική στην ΠΕΧ. Από το σύνολο των νεολιθικών θέσεων του ελλαδικού χώρου (1502), οι 794 θέσεις εγκαταλείπονται οριστικά στο τέλος της Νεολιθικής Εποχής, ενώ οι υπόλοιπες 708 θέσεις προσφέρουν τεκμήρια της ανθρώπινης παρουσίας κατά την ΠΕΧ. Το πιο σημαντικό επεισόδιο εγκατάλειψης νεολιθικών θέσεων σημειώνεται στην Ήπειρο, καθώς διαπιστώνεται η εγκατάλειψη του 82,35% των θέσεων. Στη Θεσσαλία καταγράφεται η εγκατάλειψη του 62,80% των νεολιθικών θέσεων, ενώ μικρή διαφορά παρουσιάζει το ποσοστό εγκατάλειψης των νεολιθικών θέσεων στην περιφέρεια της Στερεάς Ελλάδας- Αττικής (61,56%). Στην Κεντρική Μακεδονία εγκαταλείπεται το 57,63% των νεολιθικών θέσεων, ενώ στα Δωδεκάνησα διαπιστώνεται η εγκατάλειψη του 51,16% των νεολιθικών θέσεων της περιφέρειας. Ο αριθμός των θέσεων που εγκαταλείπεται σε καθεμιά από τις περιφέρειες της Δυτικής Μακεδονίας, των Κυκλάδων, της Κρήτης, της Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης, της Πελοποννήσου και της Δυτικής Ελλάδας αντιστοιχεί σε ποσοστό που κυμαίνεται μεταξύ του 50% και του 40% των νεολιθικών θέσεων της κάθε περιφέρειας. Στο Βόρειο Αιγαίο εγκαταλείπεται το 20% των νεολιθικών θέσεων της περιφέρειας, ενώ στα Ιόνια Νησιά καταγράφεται το μικρότερο ποσοστό εγκατάλειψης νεολιθικών θέσεων συγκριτικά με τις υπόλοιπες περιφέρειες του ελλαδικού χώρου (11,76%). Η ανθρώπινη παρουσία τεκμηριώνεται σε ένα σημαντικό αριθμό νέων θέσεων της ΠΕΧ, καθώς οι 1114 από τις 1822 θέσεις της ΠΕΧ ιδρύονται στη διάρκεια της περιόδου (ποσοστό 61,68%). Ο κύριος όγκος των νέων θέσεων συγκεντρώνεται στις περιφέ- 257

265 Κεφάλαιο 7 ρειες του κεντρικού και νότιου ελλαδικού χώρου. Ο μεγαλύτερος αριθμός νέων θέσεων καταγράφεται στην Πελοπόννησο, που αποτελεί την κύρια εστία της ανθρώπινης παρουσίας κατά την ΠΕΧ στον ελλαδικό χώρο. Πρόκειται για 252 νέες θέσεις, οι οποίες αποτελούν το 71,39% των θέσεων της περιφέρειας. Οι περιοχές της Λακωνίας και της Αργολίδας γνωρίζουν τη μεγαλύτερη εξάπλωση της ανθρώπινης παρουσίας στην περιφέρεια. Η κλίμακα της ίδρυσης νέων θέσεων είναι σημαντική στη Μεσσηνία, την Κόρινθο και την Αρκαδία, όπως επίσης και στο νησί των Κυθήρων, ενώ μικρότερες διαστάσεις αποκτά η εξάπλωση των θέσεων στην Ηλεία και την Αχαΐα. Η μετακίνηση σε ορεινές τοποθεσίες, πάνω σε λόφους και σε πλαγιές, καθώς επίσης και η διάχυση σε παράκτιες περιοχές αποτελούν τα δύο κύρια χαρακτηριστικά της εξάπλωσης της ανθρώπινης παρουσίας στην Πελοπόννησο. Ο αριθμός των νέων θέσεων είναι εξίσου μεγάλος σε δύο ακόμη περιφέρειες του κεντρικού και νότιου ελλαδικού χώρου, τη Στερεά Ελλάδα- Αττική και τις Κυκλάδες. Στη Στερεά Ελλάδα-Αττική ιδρύονται 226 νέες θέσεις, που αποτελούν το 69,75% των θέσεων της περιφέρειας. Ο μεγαλύτερος αριθμός νέων θέσεων μοιράζεται στην Εύβοια και τη Σκύρο, μετά την εγκατάλειψη σημαντικού ποσοστού των νεολιθικών θέσεων. Παράλληλα, μεγάλος αριθμός νέων θέσεων ιδρύεται στην Αττική, με ιδιαίτερη συγκέντρωση στη νότια χερσόνησο της Αττικής και τη χερσόνησο των Μεθάνων, σε αντίθεση με τις περιοχές της Βοιωτίας, της Φθιώτιδας και της Φωκίδας όπου ο αριθμός των νέων θέσεων καταγράφεται σημαντικά μειωμένος. Κύριο χαρακτηριστικό των νέων θέσεων είναι η χωροθέτησή τους σε παράκτιες περιοχές, σε λόφους και βραχώδη ακρωτήρια. Στις Κυκλάδες καταγράφεται ένα σύνολο 223 νέων θέσεων της ΠΕΧ, αριθμός που αποτελεί το 89,56% των θέσεων της περιφέρειας. Αυτό σημαίνει ότι στα νησιά των Κυκλάδων πραγματοποιείται μια ραγδαία εξάπλωση της ανθρώπινης παρουσίας κατά τη διάρκεια της ΠΕΧ. Η μεγαλύτερη εξάπλωση καταγράφεται στη Νάξο και την Αμοργό, ενώ στη Μήλο διαπιστώνεται μικρότερη εξάπλωση. Ο εποικισμός της Πάρου αποκτά ιδιαίτερο χαρακτήρα με την ίδρυση σημαντικού αριθμού νέων θέσεων, ενώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι χαρακτηριστικό στοιχείο της εξάπλωσης της ανθρώπινης παρουσίας στις Κυκλάδες συνιστά ο εποικισμός μικρών νησιών και νησίδων του συμπλέγματος. Μολονότι η Κρήτη συγκεντρώνει συνολικά μεγαλύτερο αριθμό θέσεων της ΠΕΧ σε σύγκριση με τις Κυκλάδες (276 έναντι 249), ο αριθμός των νέων θέσεων στο νησί είναι μικρότερος από τον αντίστοιχο των Κυκλάδων (160 έναντι 223 θέσεων). Το σύνολο των νέων θέσεων της ΠΕΧ στο νησί της Κρήτης αντιστοιχεί στο 57,97% των θέσεων της περιφέρειας. Ο μεγαλύτερος αριθμός νέων θέσεων καταγράφεται στις περιοχές του Ηρακλείου, ιδιαίτερα στην πεδιάδα της Μεσαράς και νοτιότερα στην κοιλάδα του Αγιοφάραγγου. Με μικρή διαφορά ακολουθούν τα Χανιά και το Λασίθι, δύο ευρύτερες περιοχές στις οποίες ιδιαίτερη συγκέντρωση νέων θέσεων καταγράφεται στη χερσόνησο του Α- κρωτηρίου, καθώς επίσης και στον Κόλπο του Μιραμπέλου και τον Ισθμό της Ιεράπε- 258

266 Κεφάλαιο 7 τρας αντίστοιχα. Στο Ρέθυμνο, η ανθρώπινη παρουσία διατηρείται κυρίως στις νεολιθικές θέσεις, με δεδομένο ότι οι νέες θέσεις αποτελούν μόνο τις 2 από τις 11 θέσεις της ΠΕΧ. Χαρακτηριστικό στοιχείο της εξάπλωσης των θέσεων στην Κρήτη είναι η διάχυση των θέσεων σε παράκτιες περιοχές, ιδιαίτερα σε τοποθεσίες που προσφέρουν καλά λιμάνια, εκδηλώνοντας ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη θαλάσσια επικοινωνία. Παρά τη μείωση των θέσεων που καταγράφεται στην Κεντρική Μακεδονία, η ανθρώπινη παρουσία τεκμηριώνεται σε 74 νέες θέσεις, που αποτελούν το 54,81% των θέσεων της περιφέρειας. Οι νέες θέσεις κατανέμονται κυρίως στις περιοχές της Χαλκιδικής και της Θεσσαλονίκης, πάνω σε λόφους, σε πλαγιές και σε βραχώδη ακρωτήρια, ενώ ένας μικρότερος αριθμός θέσεων ιδρύεται στην περιοχή των Σερρών. Ο αριθμός των νέων θέσεων είναι πολύ μικρότερος στις περιοχές του Κιλκίς, της Πέλλας, της Ημαθίας και της Πιερίας. Ο αμέσως μικρότερος αριθμός νέων θέσεων καταγράφεται στην περιφέρεια του Βόρειου Αιγαίου, στην οποία οι 63 από τις 83 θέσεις της ιδρύονται στη διάρκεια της ΠΕΧ. Η μεγαλύτερη εξάπλωση θέσεων καταγράφεται στο νησί της Λέσβου, ενώ πιο μικρή εξάπλωση σημειώνεται στη Λήμνο. Στη Χίο και τη Σάμο η ανθρώπινη παρουσία συνεχίζεται κυρίως στις νεολιθικές θέσεις, καθώς η εξάπλωση των θέσεων περιορίζεται σε μια μόνο θέση σε καθένα από τα νησιά. Στις υπόλοιπες περιφέρειες του ελλαδικού χώρου, ο αριθμός των νέων θέσεων μειώνεται σημαντικά, αν λάβει κανείς υπόψη ότι πρόκειται για περιφέρειες στις οποίες διαπιστώνεται μείωση των θέσεων κατά την ΠΕΧ, με εξαίρεση τα Ιόνια Νησιά στα οποία διαπιστώνεται αύξηση των θέσεων. Στη Δυτική Μακεδονία καταγράφεται η ίδρυση 27 νέων θέσεων, οι οποίες παρουσιάζουν ιδιαίτερη συγκέντρωση στις λεκάνες της Φλώρινας και του Αμυνταίου. Στα Ιόνια Νησιά ιδρύονται 26 νέες θέσεις στη διάρκεια της ΠΕΧ, οι ο- ποίες αποτελούν το 63,41% των θέσεων της περιφέρειας. Ο μεγαλύτερος αριθμός νέων θέσεων ιδρύεται στην Κεφαλονιά, ενώ με διαφορά ακολουθούν η Λευκάδα και η Ζάκυνθος. Ο μικρότερος αριθμός νέων θέσεων σημειώνεται στο Μεγανήσι και την Ιθάκη, δύο από τα μικρότερα νησιά του Ιονίου. Στη Θεσσαλία, οι νέες θέσεις αποτελούν μόλις το 14,28% των θέσεων της ΠΕΧ (23 θέσεις), γεγονός που σημαίνει ότι η ανθρώπινη παρουσία συνεχίζεται κατά κύριο λόγο σε νεολιθικές θέσεις. Ο κύριος όγκος των νέων θέσεων ιδρύεται μέσα στη λεκάνη της Λάρισας, ενώ μικρότερος είναι ο αριθμός των θέσεων που ιδρύεται στην παράκτια πεδιάδα του Βόλου. Οι υπόλοιπες λιγοστές νέες θέσεις μοιράζονται στη λεκάνη της Καρδίτσας, τη Σκιάθο και την Αλόννησο. Η εξέλιξη της ανθρώπινης παρουσίας παρουσιάζει παρόμοια χαρακτηριστικά στα Δωδεκάνησα, στα οποία η ανθρώπινη παρουσία τεκμηριώνεται σε μεγαλύτερο βαθμό σε νεολιθικές θέσεις. Οι νέες θέσεις αποτελούν το 28,81% των θέσεων της περιφέρειας (17 θέσεις), οι οποίες κατανέμονται στη Λέρο, την Κω, τη Νίσυρο, την Τήλο, τη Σύμη, την Αλιμνιά, τη Ρόδο, τη Σάρο και την Κάρπαθο, καθώς επίσης και στην Πάτμο που εποικίζεται στη διάρκεια της ΠΕΧ. Στην 259

267 Κεφάλαιο 7 Ανατολική Μακεδονία-Θράκη καταγράφεται η ίδρυση 9 θέσεων, οι οποίες αποτελούν το 19,56% των θέσεων της περιφέρειας. Οι νέες θέσεις ιδρύονται κυρίως στους ορεινούς όγκους της περιφέρειας της λεκάνης της Δράμας, στην παράκτια περιοχή της Καβάλας και σε παράκτιες θέσεις στο νησί της Θάσου. Οι δύο μικρότεροι αριθμοί νέων θέσεων καταγράφονται στις περιφέρειες της Ηπείρου και της Δυτικής Ελλάδας, 8 και 6 θέσεις αντίστοιχα, με δεδομένο ότι αποτελούν τις περιφέρειες με τα μικρότερα ποσοστά θέσεων της περιόδου συγκριτικά με τον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο. Στην Ήπειρο, οι νέες θέσεις αποτελούν το 72,73% των θέσεων της περιφέρειας, οι οποίες κατανέμονται κυρίως στις περιοχές των Ιωαννίνων και της Θεσπρωτίας. Στη Δυτική Ελλάδα, ο αριθμός των νέων θέσεων ισοδυναμεί με το 66,67% των θέσεων της περιφέρειας. Ι- διαίτερη συγκέντρωση των νέων θέσεων παρατηρείται στην παράκτια περιοχή προς το Ιόνιο, ενώ μικρότερος αριθμός νέων θέσεων εντοπίζεται προς την περιοχή του Πατραϊκού Κόλπου. Η εξέλιξη της χωροταξικής κατανομής της ανθρώπινης παρουσίας στον ελλαδικό χώρο κατά τη μετάβαση από τη Νεολιθική Εποχή στην ΠΕΧ, όπως εκφράζεται μέσα από τα επεισόδια εγκατάλειψης των νεολιθικών θέσεων και τα επεισόδια ίδρυσης νέων θέσεων στη διάρκεια της ΠΕΧ, επιβεβαιώνει τη μετατόπιση του κέντρου βάρους της ανθρώπινης παρουσίας στις κεντρικές και νότιες περιοχές του ελλαδικού χώρου. Μολονότι η νεολιθική παρουσία υπήρξε πιο έντονη στο βόρειο ελλαδικό χώρο, συγκεντρώνοντας το 44% των νεολιθικών θέσεων, στη διάρκεια της ΠΕΧ το ποσοστό των θέσεων του βόρειου ελλαδικού χώρου μειώνεται στο 23% του συνολικού αριθμού των θέσεων της ΠΕΧ. Η μείωση του ποσοστού των θέσεων του βόρειου ελλαδικού χώρου κατά την ΠΕΧ συνοδεύεται από την αύξηση του ποσοστού των θέσεων στον υπόλοιπο κεντρικό και νότιο ηπειρωτικό ελλαδικό χώρο, καθώς και στο νησιωτικό χώρο του Αιγαίου. Ο κεντρικός ελλαδικός χώρος συγκεντρώνει το 18% των θέσεων της ΠΕΧ, έναντι του 17% των νεολιθικών θέσεων, ενώ ο νότιος ελλαδικός χώρος και ο νησιωτικός χώρος του Αιγαίου συγκεντρώνουν μαζί το 56% του συνολικού αριθμού των θέσεων της ΠΕΧ, έναντι 37% των νεολιθικών θέσεων που συγκέντρωναν συνολικά. Η σύγκριση του ποσοστού των νεολιθικών θέσεων έναντι του ποσοστού των θέσεων της ΠΕΧ στον άξονα βορράνότου επιβεβαιώνει ποσοτικά την αντιστροφή της χωροταξικής κατανομής της ανθρώπινης παρουσίας κατά τη μετάβαση από τη Νεολιθική Εποχή στην ΠΕΧ. Αντίθετα, η διαφορά της έντασης της ανθρώπινης παρουσίας στον άξονα ανατολής-δύσης παραμένει ουσιαστικά αμετάβλητη, με δεδομένο ότι οι δυτικές περιοχές του ελλαδικού χώρου συγκεντρώνουν το 3% του συνολικού αριθμού των θέσεων της ΠΕΧ, ενώ συγκέντρωναν το 2% των νεολιθικών θέσεων. Η ποσοτική διαφοροποίηση της χωροταξικής κατανομής της ανθρώπινης παρουσίας στον ελλαδικό χώρο συνοδεύεται από την ποιοτική διαφοροποίηση ορισμένων χωροταξικών χαρακτηριστικών της ανθρώπινης παρουσίας στο τοπίο του ελλαδικού χώρου κατά 260

268 Κεφάλαιο 7 την ΠΕΧ. Στην πραγματικότητα πρόκειται για την αποκρυστάλλωση ορισμένων τάσεων που είχαν αρχίσει να διαφαίνονται στο τέλος της Νεολιθικής Εποχής, δηλαδή κατά τη διάρκεια της ΝΝ και κυρίως της ΤΝ περιόδου. Σύμφωνα με τα χωροταξικά δεδομένα της μελέτης, το πιο σημαντικό στοιχείο αποτελεί η εξάπλωση των θέσεων στο νησιωτικό χώρο του ελλαδικού χώρου, τόσο στη θάλασσα του Αιγαίου όσο και στη θάλασσα του Ιονίου. Χαρακτηριστική είναι η κλίμακα της εξάπλωσης της ανθρώπινης παρουσίας στις Κυκλάδες, λόγω της ιδιαίτερα μεγάλης αύξησης των θέσεων της ΠΕΧ συγκριτικά με τη νεολιθική παρουσία. Το δεύτερο χαρακτηριστικό της χωροταξικής εξέλιξης συνιστά η εδραίωση της ανθρώπινης παρουσίας στα λεγόμενα οριακά μέρη του τοπίου του ελλαδικού χώρου. Τα οριακά περιβάλλοντα ταυτίζονται με τις τοποθεσίες του νότιου ηπειρωτικού και του νοτιοανατολικού νησιωτικού χώρου που χαρακτηρίζονται από άγονα και ξηρά εδάφη, καθώς επίσης με τις ορεινές τοποθεσίες, τους λόφους, τις κορυφογραμμές και τα πρανή του τοπίου, που χαρακτηρίζονται από στεγνά και ρηχά εδάφη (Halstead 2000: 117, Whitelaw 2000: 136). Η επιλογή ορεινών τοποθεσιών παρατηρείται κυρίως στο νότιο ελλαδικό και νησιωτικό χώρο, αλλά και στις νέες θέσεις που ιδρύονται στο βόρειο ελλαδικό χώρο. Η διάχυση των θέσεων σε παράκτιες τοποθεσίες αποκτά μεγαλύτερες διαστάσεις σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο. Επιλέγονται θέσεις πάνω σε λόφους αποτραβηγμένους από τη θάλασσα, κοντά στην ακτή ή πάνω σε ακρωτήρια, καθώς επίσης και σε σημεία που προσφέρουν καλά λιμάνια. Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί η επιλογή τοποθεσιών με φυσικά οχυρά χαρακτηριστικά, όπως οι κορυφές λόφων, τα απότομα πρανή και τα βραχώδη ακρωτήρια. Οι αρχαιολόγοι που μελετούν τον προϊστορικό αιγαιακό χώρο συμφωνούν ότι η εξέλιξη των χωροταξικών χαρακτηριστικών της ανθρώπινης παρουσίας στον ελλαδικό χώρο από τη Νεολιθική στην ΠΕΧ συνδέεται με ορισμένες αλλαγές στη στρατηγική διαβίωσης των νοικοκυριών (van Andel και Runnels 1988: 239, Pullen 1992: 47, Whitelaw 2000: 145, Halstead 2000: 117). Η ραγδαία εξάπλωση των θέσεων στα λεγόμενα οριακά μέρη του τοπίου στο νότιο ελλαδικό χώρο και τα νησιά του νοτιοανατολικού Αιγαίου σημαίνει ότι οι άνθρωποι που εγκαταστάθηκαν εκεί βρήκαν τον τρόπο να δημιουργήσουν ευνοϊκούς όρους διαβίωσης, αξιοποιώντας τις ευκαιρίες που τους πρόσφερε το περιβάλλον. Υποστηρίζεται ότι η αυξημένη στήριξη στην κτηνοτροφική παραγωγή και η διαφοροποίηση στην πρακτική της καλλιέργειας υπήρξαν δυο βασικές επιλογές για τη στρατηγική διαβίωσης στα οριακά περιβάλλοντα του ελλαδικού χώρου (Whitelaw 2000: 145, Halstead 2000: 117, Broodbank 2000: 155). Η αυξημένη οικονομική στήριξη στα ζώα τεκμηριώνεται αρχαιολογικά από το τέλος της Νεολιθικής Εποχής. Τα ζωικά κατάλοιπα της ΠΕΧ υποδεικνύουν την εκτροφή προβάτων, κατσικιών, βοοειδών και χοίρων, ενώ υπάρχουν ενδείξεις για την οικονομική εκμετάλλευση των γαϊδουριών (Dickinson 1994: 48-50). Είναι πιθανό ότι οι διαφοροποιήσεις που παρατηρούνται στα σύνολα των ζωικών καταλοίπων των ανασκαμμένων θέσεων αποτελούν απά- 261

269 Κεφάλαιο 7 ντηση σε διαφορετικά περιβάλλοντα, με τα αιγοπρόβατα να ευνοούνται σε πιο απότομα και άγονα τοπία, ενώ τα βοοειδή και οι χοίροι στα εκτεταμένα βοσκοτόπια στα εύφορα πεδινά εδάφη (Halstead 2000: 121). Υποστηρίζεται ότι πιθανά τεκμήρια για την εκτεταμένη βοσκή αποτελούν οι περιβαλλοντικές αλλαγές που καταγράφονται σε διάφορες περιοχές του ελλαδικού χώρου κατά τη διάρκεια ή προς το τέλος της ΠΕΧ, όπως τα επεισόδια διάβρωσης του εδάφους και η μείωση της ποικιλίας των δασών (van Andel, Zangger και Demitrack 1990: 382, 388, 390, Willis 1992: 151). Σύμφωνα με ορισμένες απόψεις, η εξάπλωση της ανθρώπινης παρουσίας στα οριακά μέρη του τοπίου του νότιου ελλαδικού χώρου οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη διεύρυνση της οικονομικής εκμετάλλευσης των ζώων πέρα από τη στρατηγική του κρέατος. Υποστηρίζεται, λοιπόν, ότι η αξιοποίηση των ανανεώσιμων ζωικών προϊόντων, δηλαδή του γάλατος, του μαλλιού και της ζωικής δύναμης, υπήρξε καθοριστική, καθώς τα δύο πρώτα πρόσφεραν τη δυνατότητα παραγωγής και κατασκευής ανταλλάξιμων προϊόντων, όπως τα γαλακτοκομικά και τα μάλλινα υφάσματα, ενώ η ζωική δύναμη μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στην καλλιέργεια των χωραφιών και στη μεταφορά των σοδειών (van Andel και Runnels 1988: 242, Wells, Runnels και Zangger 1990: 222, Jameson, van Andel και Runnels 1994: 343). Οι απόψεις αυτές στηρίζονται στο μοντέλο της λεγόμενης επανάστασης των δευτερογενών προϊόντων, το οποίο ο Sherratt εισήγαγε για να περιγράψει την εντατικοποίηση και τη διαφοροποίηση της οικονομικής εκμετάλλευσης των εξημερωμένων ζώων στην Ευρώπη, σε μια περίοδο που συμπίπτει χρονικά με την ΠΕΧ στον ελλαδικό χώρο (Pullen 1992: 48). Τα αρχαιολογικά δεδομένα, όμως, προσφέρουν διφορούμενα τεκμήρια για την οικονομική σπουδαιότητα της εκμετάλλευσης των δευτερογενών προϊόντων κατά την ΠΕΧ στον ελλαδικό χώρο. Μολονότι υπάρχουν ενδείξεις για την παραγωγή γαλακτοκομικών και για τη χρήση του μαλλιού ήδη από το τέλος της Νεολιθικής Εποχής, δεν επιβεβαιώνεται κάποια ιδιαίτερη έμφαση στις δύο παραπάνω δραστηριότητες, που να αντανακλά την εξειδίκευση με σκοπό την ανταλλαγή (Halstead 1996β: 27-32). Τα τεκμήρια για την κλίμακα της οικονομικής εκμετάλλευσης της δύναμης των ζώων με σκοπό τη χρήση του αρότρου στην καλλιέργεια εκτεταμένων αρόσιμων εκτάσεων είναι επίσης αμφίβολα. Η μόνη έμμεση ένδειξη για τη χρήση του αρότρου συνίσταται στην αποκάλυψη τριών ειδωλίων κατά την ανασκαφή της Τσούγκιζας στην κοιλάδα της Νεμέας στη ΒΑ Πελοπόννησο. Πρόκειται για τρία ειδώλια που αναπαριστούν βοοειδή, εκ των οποίων το ένα φαίνεται ότι αποτελούσε ζευγάρι με ένα δεύτερο ζώο, πιθανώς για τις ανάγκες της έλξης ενός φορτίου. Μολονότι δεν είναι ξεκάθαρο το είδος του φορτίου που έσυραν τα ζεμένα ζώα, η περίπτωση του αρότρου θεωρήθηκε η πιο πιθανή εκδοχή (Pullen 1992: 49-53). Παρά το γεγονός ότι το ειδώλιο προσφέρει την πληροφορία για την πιθανή γνώση και χρήση του αρότρου από τους ανθρώπους της ΠΕΧ, θωρείται ότι το μεμονωμένο αυτό ενδεικτικό στοιχείο για τη χρήση του αρότρου δεν 262

270 Κεφάλαιο 7 μπορεί να αποτελέσει τεκμήριο για τη διαδεδομένη χρήση του στην πρακτική της καλλιέργειας στον ελλαδικό χώρο, και κατά συνέπεια δεν μπορεί να επιβεβαιώσει την οικονομική σπουδαιότητα μιας τέτοιας καινοτομίας στην αγροτική τεχνολογία. Η υπόθεση για τη διαδεδομένη χρήση του αρότρου παρουσιάζει ορισμένες ακόμη αδυναμίες. Η χρήση του αρότρου θα ήταν περισσότερο λειτουργική στην περίπτωση εκτεταμένων πεδινών εκτάσεων, παρά στα πρανή του τοπίου και τα μικρά κομμάτια αρόσιμης γης που χαρακτηρίζουν κυρίως τη νησιωτική γη, αλλά και το νότιο ελλαδικό χώρο (Broodbank 2000: 81). Από την άλλη, μολονότι η εκτεταμένη εκχέρσωση των δασών θα αποτελούσε προϋπόθεση για τη δημιουργία κατάλληλων εκτάσεων για την εκτεταμένη καλλιέργεια με τη χρήση του αρότρου, δεν υπάρχουν ενδείξεις για εκτεταμένες εκχερσώσεις κατά τη διάρκεια της ΠΕΧ (van Andel, Zangger και Demitrack 1990: 388). Θα πρέπει να σημειωθεί, επίσης, ότι η διαθέσιμη δύναμη εργασίας κάθε νοικοκυριού θα αποτελούσε έναν ακόμη περιοριστικό παράγοντα στην εκτεταμένη καλλιέργεια με τη χρήση του αρότρου, γεγονός που σημαίνει ότι μόνον ορισμένα νοικοκυριά θα είχαν τη δυνατότητα να εκμεταλλευτούν μια τέτοια τεχνολογία (Halstead 1996α: 304). Μολονότι τα σημερινά δεδομένα της έρευνας δεν επιτρέπουν μια βέβαιη απάντηση ως προς το ζήτημα της εισαγωγής νέας τεχνολογίας στις μεθόδους καλλιέργειας κατά την ΠΕΧ, οι πληροφορίες σχετικά με τη διαφοροποίηση στην καλλιέργεια είναι περισσότερες. Τα αρχαιολογικά δεδομένα δεν επιβεβαιώνουν κάποια αυξημένη διαφοροποίηση σε ότι αφορά τα καλλιεργούμενα είδη στη διάρκεια της ΠΕΧ. Η εναλλαγή της καλλιέργειας μιας ποικιλίας δημητριακών και οσπρίων εξακολουθεί να αποτελεί τη βασική στρατηγική για την αντιμετώπιση ενδεχόμενων απωλειών στη σοδειά. Μολονότι υπάρχουν ενδείξεις για την εισαγωγή ορισμένων νέων ειδών οσπρίων, όπως το ρεβίθι και ο ηλίανθος, η περιορισμένη ποσότητα στην οποία εντοπίζονται υποδεικνύει ότι δεν είχαν κάποια ιδιαίτερη οικονομική σπουδαιότητα (Pullen 1992: 46, Dickinson 1994: 45-47). Ο Renfrew είχε διατυπώσει αρχικά την άποψη ότι η ανάπτυξη του νότιου αιγαιακού χώρου κατά την ΠΕΧ στηριζόταν εν μέρει στην εισαγωγή και την οικονομική εκμετάλλευση της ελιάς, του αμπελιού και της συκιάς, δηλαδή ενός τρίπτυχου που ευδοκιμούσε σε περιβάλλοντα οριακά για την καλλιέργεια των δημητριακών. Ο ί- διος υποστήριξε ότι η δυνατότητα της καλλιέργειας αυτών των ειδών επέτρεπε την εξειδίκευση και εντατικοποίηση της παραγωγής, με σκοπό την παραγωγή πολύτιμων α- γαθών που είχαν την ιδιότητα να αποθηκεύονται για μεγάλο χρονικό διάστημα και να αποτελούν αντικείμενο ανταλλαγής, όταν αυτό κρινόταν αναγκαίο (Renfrew 1972: , Dickinson 1994: 46, Pullen 1992: 46). Τα δεδομένα νεότερων παλυνολογικών ερευνών, όμως, έρχονται να διαψεύσουν την άποψη του Renfrew σχετικά με την ανάπτυξη του νότου, αποδεικνύοντας ότι η καλλιέργεια αυτών των ειδών δεν ξεκίνησε ταυτόχρονα σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο. Η αύξηση της γύρης της ελιάς υποδεικνύει τη διαδεδομένη καλλιέργεια της ελιάς 263

271 Κεφάλαιο 7 στην Κρήτη, ενώ σύμφωνα με τα δεδομένα ανάλυσης της γύρης, δεν αποκλείεται η καλλιέργεια της ελιάς στη λεκάνη της Κωπαΐδας στη Βοιωτία μετά την έναρξη της ΠΕΧ (Moody, Rackham και Rapp 1996: 286, Allen 1990: 175). Τα δεδομένα από την Πελοπόννησο δίνουν ένα διαφορετικό χρονικό ορίζοντα, καθώς τα διαγράμματα γύρης από το Θερμίσι της νότιας Αργολίδας και από τη λιμνοθάλασσα Οσμάναγα στη δυτική Μεσσηνία υποδεικνύουν ότι η καλλιέργεια της ελιάς πραγματοποιήθηκε σε μεταγενέστερες περιόδους (Jameson, van Andel και Runnels 1994: 169, Zangger et al. 1997: 589). Μια έμμεση ένδειξη για την καλλιέργεια του αμπελιού συνιστά η αύξηση της ποσότητας και της ποικιλίας των δοχείων για το σερβίρισμα και την πόση υγρών, η οποία τεκμηριώνεται αρχαιολογικά σε πολλές θέσεις της ΠΕΧ στον ελλαδικό χώρο. Θεωρείται πιθανό ότι η χρήση τέτοιων δοχείων εξυπηρετούσε στην κατανάλωση του κρασιού που παράγονταν από τα καλλιεργούμενα αμπέλια. Μάλιστα ο Broodbank δεν αποκλείει το ενδεχόμενο η πόση του κρασιού να αποτελούσε μέρος ενός τελετουργικού που επισφράγιζε κοινωνικούς δεσμούς (Dickinson 1994: 46-47, Broodbank 2000: 279, 306). Μολονότι τα αρχαιολογικά δεδομένα επιβεβαιώνουν την καλλιέργεια της ελιάς, του αμπελιού, της συκιάς και άλλων νέων ειδών δεν τεκμηριώνουν τις αρχικές εκτιμήσεις του Renfrew για την κλίμακα της καλλιέργειας και την οικονομική σπουδαιότητα της παραγωγής. Άλλωστε, θεωρείται πιθανό ότι το κόστος εργασίας για την απόδοση αυτών των καλλιεργειών, που απαιτούν χρόνια για να αποδώσουν το μέγιστο της καρποφορίας τους, θα ήταν ιδιαίτερα μεγάλο για την κλίμακα και τη σύνθεση των περισσότερων νοικοκυριών και κοινοτήτων της ΠΕΧ στον ελλαδικό χώρο (Dickinson 1994: 47). Τα αρχαιολογικά δεδομένα προσφέρουν διφορούμενα τεκμήρια για την κλίμακα της οικονομικής εκμετάλλευσης των δευτερογενών ζωικών προϊόντων, του αρότρου και ορισμένων νέων καλλιεργήσιμων ειδών, όπως η ελιά και το αμπέλι, στα οριακά περιβάλλοντα του ελλαδικού χώρου. Η ποικιλία των αρχαιολογικών δεδομένων ως προς αυτά τα ζητήματα υποδεικνύει ότι οι δύο βασικές επιλογές που αναφέρθηκαν αρχικά, δηλαδή η αυξημένη στήριξη στην εκτροφή ζώων και η διαφοροποίηση της καλλιέργειας, συνιστούν μαζί μια συνολική στρατηγική διαβίωσης στο πλαίσιο της οποίας θα πρέπει να υπήρξαν τοπικές διαφοροποιήσεις σε συνάρτηση με πολιτισμικούς παράγοντες και με βάση την τοπική οικολογία. Η έμφαση στην υπερπαραγωγή με σκοπό τη δημιουργία πλεονάσματος θα πρέπει να λειτουργούσε συμπληρωματικά σε μια τέτοια συνολική στρατηγική. Ενδείξεις για την έμφαση στην παραγωγή πλεονάσματος υπάρχουν ήδη από το τέλος της Νεολιθικής Εποχής, όταν ξεκίνησε η εξάπλωση της ανθρώπινης παρουσίας στα οριακά μέρη του τοπίου και άρχισαν να δημιουργούνται σημαντικές ανισότητες στην πρόσβαση σε παραγωγικές πηγές. Η μετακίνηση των κατασκευών αποθήκευσης στο εσωτερικό των κτισμάτων αποτελεί μια σημαντική ένδειξη για την έμφαση στη δημιουργία αποθέματος. Το αυξημένο ενδιαφέρον για τη συγκέντρωση πλεονάσματος παραγωγής συνοδεύεται από την απομόνωση του νοικοκυριού, η οποία εκφράζεται καθαρά μέσα 264

272 Κεφάλαιο 7 από την οργάνωση του χώρου στην κλίμακα της αρχιτεκτονικής με δύο τρόπους, την κατασκευή χώρου για το μαγείρεμα στο εσωτερικό των κτισμάτων και την κατασκευή περίκλειστων αυλών που οροθετούν την κτιριακή μονάδα κατοικίας (Halstead 1996α: 305). Η σταδιακή εξάπλωση της ανθρώπινης παρουσίας στα οριακά περιβάλλοντα του ελλαδικού χώρου, που πήρε τη μεγαλύτερη έκταση στη διάρκεια της ΠΕΧ, υπονόμευσε σταδιακά την κοινωνική πρακτική του μοιράσματος και κατέστησε επιτακτική την ανάγκη των διακοινοτικών επαφών και την εδραίωση των διακοινοτικών σχέσεων. Η σταδιακή αυτή μεταβολή στις κοινωνικές σχέσεις, ως αποτέλεσμα των οικονομικών αλλαγών, συνοδεύτηκε από την ανάπτυξη ενός εκτεταμένου δικτύου διακοινοτικών ανταλλαγών με σκοπό την αντιμετώπιση της άνισης πρόσβασης στις παραγωγικές πηγές και τη στήριξη των ευάλωτων νοικοκυριών. Η έμφαση στις διακοινοτικές σχέσεις και τις ανταλλαγές επιβεβαιώνεται χωροταξικά μέσα από δύο τρόπους, τη χωροθέτηση των θέσεων πάνω σε άξονες επικοινωνίας και τη χωρική κατανομή των χαρακτηριστικών και των αντικειμένων του υλικού πολιτισμού στον ελλαδικό χώρο. Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά δεδομένα, η αλληλεπίδραση μεταξύ πληθυσμιακών ομάδων από διάφορα μέρη του ελλαδικού χώρου αποκτά έντονο χαρακτήρα και μεγάλη εμβέλεια, επιβεβαιώνοντας την κλίμακα των διακοινοτικών επαφών και κατ επέκταση την οικονομική και κοινωνική τους σπουδαιότητα. Ορισμένοι αρχαιολόγοι χαρακτηρίζουν αυτό το ευρύ δίκτυο διακοινοτικών ανταλλαγών ως εμπόριο, υπογραμμίζοντας παράλληλα ότι η σταδιακή ανάπτυξη ενός εκτεταμένου δικτύου δια-αιγαιακού εμπορίου υπήρξε ένας βασικός παράγοντας στην εξάπλωση της ανθρώπινης παρουσίας στο νότιο ελλαδικό χώρο (van Andel και Runnels 1988: 343, Jameson, van Andel Runnels 1994: ). Η ευρεία κατανομή κυκλαδικών στοιχείων σε μεγάλο μέρος του ελλαδικού χώρου θεωρήθηκε ως τεκμήριο για ένα πρωταγωνιστικό ρόλο του κυκλαδικού πληθυσμού στην ανάπτυξη αυτού του εκτεταμένου εμπορικού δικτύου. Μολονότι η εξάπλωση της ανθρώπινης παρουσίας στα νησιά των Κυκλάδων θα πρέπει να επηρέασε τα μοντέλα επαφών και ανταλλαγών στον αιγαιακό χώρο, το ευρύ δίκτυο διακοινοτικών επαφών που επιβεβαιώνεται με βάση τα αρχαιολογικά ευρήματα δεν θα πρέπει να ταυτιστεί αποκλειστικά και μόνο με ένα δίκτυο εμπορικών συναλλαγών. Ο Oliver Dickinson υπογραμμίζει ότι θα ήταν αδύνατο για οποιαδήποτε κοινότητα να βασιστεί αποκλειστικά στην κατασκευή ανταλλάξιμων αντικειμένων για την οικονομική της επιβίωση ή ότι η ζήτηση θα ήταν τόσο μεγάλη ώστε να ενδυναμώνει μια τέτοια στρατηγική διαβίωσης (Dickinson 1994: 239). Ο κεντρικός ρόλος των Κυκλάδων δημιουργήθηκε σταδιακά μέσα από την ανάπτυξη ενός δικτύου για την ευρύτερη διακίνηση των μετάλλων, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα μέταλλα αποτελούσαν τα μοναδικά μεταφερόμενα αντικείμενα. Υποστηρίζεται ότι τα ταξίδια θα πρέπει να πραγματοποιούνταν από ένα μικρό αριθμό ατόμων που ζούσαν στις Κυκλάδες. Η δυσκολία που ενείχαν τα θαλάσσια ταξίδια θα πρέπει να 265

273 Κεφάλαιο 7 προσέδιδε αξία τόσο στην ίδια την ομάδα των ταξιδιωτών όσο και στα μεταφερόμενα υλικά και αντικείμενα. Ο ρόλος των ανθρώπων των Κυκλάδων δεν ήταν μοναδικός μέσα σε αυτό το εκτεταμένο δίκτυο επαφών που αναγνωρίζεται αρχαιολογικά στον αιγαιακό χώρο. Ομάδες ατόμων από περιοχές που βρίσκονται στην περιφέρεια των Κυκλάδων είχαν ενεργή συμμετοχή στη λειτουργία αυτού του δικτύου. Το γεγονός αυτό αναγνωρίζεται χωροταξικά στη χωροθέτηση θέσεων σε σημεία κλειδιά για την πρόσβαση σε θαλάσσιους δρόμους, σε καλά λιμάνια στο νησιωτικό και τον ηπειρωτικό χώρο, αλλά και σε σημεία που ελέγχουν την πρόσβαση από την ενδοχώρα σε παράκτιες περιοχές και από εκεί στους θαλάσσιους δρόμους (Broodbank 2000: ). Τα αρχαιολογικά δεδομένα υποδεικνύουν ότι το δίκτυο των διακοινοτικών επαφών και ανταλλαγών από και προς τις Κυκλάδες δεν ήταν ομοιογενές, αλλά είχε διαφορετικό χαρακτήρα και ένταση ανάμεσα σε διαφορετικές περιοχές. Στενοί δεσμοί υ- πήρχαν ανάμεσα στις Κυκλάδες και τις περιοχές της Αττικής και της Εύβοιας, καθιστώντας δυσδιάκριτο το πολιτισμικό όριο ανάμεσα στις δύο περιοχές και τα κυκλαδικά νησιά. Αντίθετα, οι συνδετικοί δεσμοί εμφανίζονται πιο χαλαροί ανάμεσα στις Κυκλάδες και την Κρήτη, πιθανώς σε συνάρτηση με τη γεωγραφική απόσταση που χώριζε τις δύο περιοχές. Μικρότερη αλληλεπίδραση διαπιστώνεται ανάμεσα στις Κυκλάδες και την Πελοπόννησο, καθώς η διασπορά κυκλαδικών αντικειμένων διαπιστώνεται κυρίως ώς την ενδοχώρα της Λακωνίας και το νησί των Κυθήρων, το οποίο αποτελεί ενδιάμεσο σταθμό ανάμεσα στην Πελοπόννησο και την Κρήτη. Η σχέση των Κυκλάδων με τα Δωδεκάνησα δεν έχει διασαφηνιστεί προς το παρόν, αλλά δεν αποκλείεται μια επικοινωνία μικρής κλίμακας μεταξύ των δύο νησιωτικών περιοχών. Ο βόρειος αιγαιακός χώρος α- ποτελεί μια ευρύτερη περιοχή που δέχεται τις μικρότερες επιρροές από τον κυκλαδικό κόσμο, ενώ πιο αυξημένες επαφές παρατηρούνται ανάμεσα στις Κυκλάδες και τα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου. Υποστηρίζεται ότι η παρατηρούμενη διαφοροποίηση ως προς την ένταση των επικοινωνιών με το βόρειο αιγαιακό χώρο οφείλεται πιθανώς σε δύο παράγοντες, τη δυνατότητα πρόσβασης σε εναλλακτικές πηγές μετάλλων και τη μεγαλύτερη γεωγραφική απόσταση από τις Κυκλάδες σε σύγκριση με άλλες περιοχές του ελλαδικού χώρου (Broodbank 2000: ). Μολονότι οι Κυκλάδες κατέχουν έναν ιδιαίτερο ρόλο μέσα στο δίκτυο των διακοινοτικών επαφών που περιγράφεται παραπάνω, παράλληλα εξακολουθεί να υφίσταται ένα πλέγμα διακοινοτικών επαφών που συνδέει τις περιφερειακές ως προς τις Κυκλάδες περιοχές του ελλαδικού χώρου μεταξύ τους, καθώς επίσης και τις περιοχές του ελλαδικού χώρου με τις όμορες περιοχές των Βαλκανίων, της Τρωάδας, της Ανατολίας, της Βόρειας Αφρικής και της Αδριατικής. Στην ηπειρωτική χώρα διατηρείται το δίκτυο των διακοινοτικών σχέσεων που υπήρχε ανάμεσα στη Θεσσαλία, τον κεντρικό ελλαδικό χώρο και την Πελοπόννησο. Το δίκτυο αυτό φαίνεται να διευρύνεται στη διάρκεια της ΠΕΧ, καθώς υπάρχουν ενδείξεις για την παρουσία κυκλαδικών και πρωτοελλα- 266

274 Κεφάλαιο 7 δικών αντικειμένων ακόμη και στην απομακρυσμένη Δυτική Μακεδονία (Dickinson 1994: ). Την ίδια περίοδο υπάρχουν τεκμήρια για την επικοινωνία των πληθυσμών ο- λόκληρης της Μακεδονίας και της Θράκης με τα νησιά του Βόρειου Αιγαίου, καθώς ε- πίσης και με τις όμορες περιοχές των Βαλκανίων και της Τρωάδας (Benvenuti 1999: ). Παράλληλα, διαπιστώνονται επαφές ανάμεσα στον ανατολικό και το δυτικό ελλαδικό χώρο, μέσα από μια διαδρομή που ξεκινούσε πιθανώς από το θαλάσσιο χώρο του Αιγαίου προς τα παράλια της Θεσσαλίας, της Αττικής και της Πελοποννήσου, ακολουθώντας στη συνέχεια τις ακτές του Κορινθιακού Κόλπου ή τις ακτές της Πελοποννήσου, για να καταλήξει στις ακτές του δυτικού ελλαδικού χώρου και από εκεί στα Ιόνια Νησιά (Τσώνος 2000: ). Όπως υπογραμμίστηκε προηγουμένως, το πολύπλοκο πλέγμα των διακοινοτικών σχέσεων και ανταλλαγών αποτυπώνεται χωροταξικά στη χωροθέτηση των θέσεων σε σημεία του τοπίου που προσφέρουν πρόσβαση ή βρίσκονται πάνω σε άξονες επικοινωνίας, ηπειρωτικούς και θαλάσσιους. Ένα δεύτερο χωροταξικό χαρακτηριστικό που συνδέεται με την έμφαση στις διακοινοτικές ανταλλαγές και με την ανάπτυξη αυτού του εκτεταμένου δικτύου ανταλλαγών αποτελεί η επιλογή θέσεων με φυσικά οχυρά χαρακτηριστικά. Μολονότι πρόκειται για μια τάση που είχε κάνει την εμφάνισή της στο τέλος της Νεολιθικής Εποχής, η τάση αυτή ενισχύεται μέσα από ένα νέο στοιχείο οργάνωσης του χώρου στην κλίμακα της πολεοδομίας, δηλαδή την κατασκευή οχυρώσεων που τεκμηριώνεται σε οικισμούς της ΠΕΧ. Το έκδηλο ενδιαφέρον για την άμυνα αποτυπώνει ένα κλίμα κοινωνικής έντασης και διακοινοτικού ανταγωνισμού, το οποίο καλλιεργήθηκε σταδιακά με την εξάπλωση της ανθρώπινης παρουσίας σε οριακά μέρη του τοπίου. Η εγκατάσταση μέρους του πληθυσμού σε περιβάλλοντα στα οποία η αγροτική παραγωγή ήταν λιγότερο αξιόπιστη θα πρέπει να προκάλεσε μεγαλύτερη παραγωγική ανισότητα μεταξύ των κοινοτήτων και κατ επέκταση θα τροφοδότησε τις συνθήκες κοινωνικής έντασης και την ανάγκη για την προώθηση αμυντικών μέτρων (Whitelaw 2000: 154). Υποστηρίζεται ότι η παραγωγική ανισότητα μεταξύ των νοικοκυριών θα ενίσχυσε σταδιακά την άνιση συσσώρευση πλούτου στα πετυχημένα νοικοκυριά και θα εδραίωσε την παρουσία μιας κοινωνικής ομάδας εκλεκτών που συγκέντρωνε κοινωνικό κύρος και κάποιο βαθμό εξουσίας σε ενδοκοινοτικό επίπεδο (Halstead 1994: , Halstead 1995: 19). Άλλωστε, οι κοινωνικές ανισότητες που θεωρείται ότι ευνοήθηκαν περισσότερο μέσα στο περιβάλλον του νότιου ελλαδικού και νησιωτικού χώρου του Αιγαίου, μέσα από τη διαφορετική δυναμική που αναπτύχθηκε κατά τόπους, αποτέλεσαν την αφετηρία για μια σειρά από εξελίξεις που οδήγησαν τελικά σε μια ιεραρχία οικισμών, σε μια πρώιμη μορφή αστικοποίησης και στην ανάπτυξη των ανακτορικών οικισμών στην Κρήτη (Treuil et al. 1996: 209, Κόνσολα 1997: 34). 267

275 Κεφάλαιο 7 ΑΡΙΘΜΟΣ ΘΕΣΕΩΝ ΑΝ ΜΝ ΝΝ ΤΝ ΠΕΧ ΧΡΟΝΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΑΡΙΘΜΟΣ ΘΕΣΕΩΝ Νεολιθικές θέσεις 46 ΠΕΧ Θέσεις Πίνακες α και β. Διαχρονική εξέλιξη του αριθμού των θέσεων στην περιφέρεια της Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης. ΑΡΙΘΜΟΣ ΘΕΣΕΩΝ ΑΝ ΜΝ ΝΝ ΤΝ ΠΕΧ ΧΡΟΝΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΑΡΙΘΜΟΣ ΘΕΣΕΩΝ Νεολιθικές θέσεις 135 ΠΕΧ Θέσεις Πίνακες α και β. Διαχρονική εξέλιξη του αριθμού των θέσεων στην περιφέρεια της Κεντρικής Μακεδονίας. ΑΡΙΘΜΟΣ ΘΕΣΕΩΝ ΑΝ ΜΝ ΝΝ ΤΝ ΠΕΧ ΧΡΟΝΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΑΡΙΘΜΟΣ ΘΕΣΕΩΝ Νεολιθικές θέσεις 74 ΠΕΧ Θέσεις Πίνακες α και β. Διαχρονική εξέλιξη του αριθμού των θέσεων στην περιφέρεια της Δυτικής Μακεδονίας. ΑΡΙΘΜΟΣ ΘΕΣΕΩΝ ΑΝ ΜΝ ΝΝ ΤΝ ΠΕΧ ΧΡΟΝΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΑΡΙΘΜΟΣ ΘΕΣΕΩΝ Νεολιθικές θέσεις 11 ΠΕΧ Θέσεις Πίνακες α και β. Διαχρονική εξέλιξη του αριθμού των θέσεων στην περιφέρεια της Ηπείρου. 268

276 Κεφάλαιο 7 ΑΡΙΘΜΟΣ ΘΕΣΕΩΝ ΑΝ ΜΝ ΝΝ ΤΝ ΠΕΧ ΧΡΟΝΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΑΡΙΘΜΟΣ ΘΕΣΕΩΝ Νεολιθικές θέσεις 41 ΠΕΧ Θέσεις Πίνακες α και β. Διαχρονική εξέλιξη του αριθμού των θέσεων στην περιφέρεια των Ιόνιων Νησιών. ΑΡΙΘΜΟΣ ΘΕΣΕΩΝ ΑΝ ΜΝ ΝΝ ΤΝ ΠΕΧ ΧΡΟΝΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΑΡΙΘΜΟΣ ΘΕΣΕΩΝ Νεολιθικές θέσεις 162 ΠΕΧ Θέσεις Πίνακες α και β. Διαχρονική εξέλιξη του αριθμού των θέσεων στην περιφέρεια της Θεσσαλίας. ΑΡΙΘΜΟΣ ΘΕΣΕΩΝ ΑΝ ΜΝ ΝΝ ΤΝ ΠΕΧ ΧΡΟΝΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΑΡΙΘΜΟΣ ΘΕΣΕΩΝ Νεολιθικές θέσεις 324 ΠΕΧ Θέσεις Πίνακες α και β. Διαχρονική εξέλιξη του αριθμού των θέσεων στην περιφέρεια της Στερεάς Ελλάδας-Αττικής. ΑΡΙΘΜΟΣ ΘΕΣΕΩΝ ΑΝ ΜΝ ΝΝ ΤΝ ΠΕΧ ΧΡΟΝΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΑΡΙΘΜΟΣ ΘΕΣΕΩΝ Νεολιθικές θέσεις 9 ΠΕΧ Θέσεις Πίνακες α και β. Διαχρονική εξέλιξη του αριθμού των θέσεων στην περιφέρεια της Δυτικής Ελλάδας. 269

277 Κεφάλαιο 7 ΑΡΙΘΜΟΣ ΘΕΣΕΩΝ ΑΝ ΜΝ ΝΝ ΤΝ ΠΕΧ ΧΡΟΝΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΑΡΙΘΜΟΣ ΘΕΣΕΩΝ Νεολιθικές θέσεις 353 ΠΕΧ Θέσεις Πίνακες α και β. Διαχρονική εξέλιξη του αριθμού των θέσεων στην περιφέρεια της Πελοποννήσου. ΑΡΙΘΜΟΣ ΘΕΣΕΩΝ ΑΝ ΜΝ ΝΝ ΤΝ ΠΕΧ ΧΡΟΝΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΑΡΙΘΜΟΣ ΘΕΣΕΩΝ Νεολιθικές θέσεις 83 ΠΕΧ Θέσεις Πίνακες α και β. Διαχρονική εξέλιξη του αριθμού των θέσεων στην περιφέρεια του Βόρειου Αιγαίου ΑΡΙΘΜΟΣ ΘΕΣΕΩΝ ΑΝ ΜΝ ΝΝ ΤΝ ΠΕΧ ΧΡΟΝΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΑΡΙΘΜΟΣ ΘΕΣΕΩΝ Νεολιθικές θέσεις 249 ΠΕΧ Θέσεις Πίνακες α και β. Διαχρονική εξέλιξη του αριθμού των θέσεων στην περιφέρεια των Κυκλάδων ΑΡΙΘΜΟΣ ΘΕΣΕΩΝ ΑΝ ΜΝ ΝΝ ΤΝ ΠΕΧ ΧΡΟΝΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΑΡΙΘΜΟΣ ΘΕΣΕΩΝ Νεολιθικές θέσεις 59 ΠΕΧ Θέσεις Πίνακες α και β. Διαχρονική εξέλιξη του αριθμού των θέσεων στην περιφέρεια των Δωδεκανήσων. 270

278 Κεφάλαιο 7 ΑΡΙΘΜΟΣ ΘΕΣΕΩΝ ΑΝ ΜΝ ΝΝ ΤΝ ΠΕΧ ΧΡΟΝΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΑΡΙΘΜΟΣ ΘΕΣΕΩΝ Νεολιθικές θέσεις 276 ΠΕΧ Θέσεις Πίνακες α και β. Διαχρονική εξέλιξη του αριθμού των θέσεων στην περιφέρεια της Κρήτης. 271

279 Μ Ε Ρ Ο Σ Γ. ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ

280 Κεφάλαιο 8 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8. ΤΑ ΚΑΤΑΛΟΙΠΑ ΤΟΥ ΚΤΙΣΜΕΝΟΥ ΧΩΡΟΥ 8.1 Ανασκαφική δραστηριότητα και καταγραφή των καταλοίπων του κτισμένου χώρου Στο τρίτο μέρος της εργασίας που αφορά στην πολεοδομική μορφή των προϊστορικών οικισμών του ελλαδικού χώρου, το ενδιαφέρον μετατοπίζεται από τις εντοπισμένες προϊστορικές θέσεις στις ανασκαμμένες θέσεις. Αυτό συμβαίνει για το λόγο ότι η ανασκαφή αποτελεί την κύρια επιστημονική διαδικασία που αποκαλύπτει τα αρχιτεκτονικά λείψανα ενός προϊστορικού οικισμού, τα οποία κατά κανόνα βρίσκονται θαμμένα κάτω από μεταγενέστερες επιχώσεις. Στην αρχαιολογική πρακτική, αλλά και στην αρχαιολογική βιβλιογραφία, αναγνωρίζονται δύο είδη ανασκαφικής έρευνας, η συστηματική και η σωστική. Η συστηματική ανασκαφή αποτελεί μια εκτεταμένη έρευνα πεδίου, που δίνει έμφαση ταυτόχρονα στην οριζόντια και την κατακόρυφη διερεύνηση των αρχαιολογικών επιχώσεων μιας θέσης, με σκοπό την αποκάλυψη της μεγαλύτερης δυνατής έκτασης του αρχαιολογικού υλικού, αλλά και τη λεπτομερή στρωματογραφική έρευνα της θέσης. Αντίθετα, η σωστική ανασκαφή δίνει μεγαλύτερη βαρύτητα στη στρωματογραφία μιας αρχαιολογικής θέσης, κάτω από το βάρος του κόστους και την πίεση του χρόνου, με στόχο την αναγνώριση των διαδοχικών αρχαιολογικών φάσεων της θέσης και τη χρονολόγησή τους, ενώ συνήθως η οριζόντια έκταση της ανασκαφής παραμένει περιορισμένη. Οι δύο εκδοχές της ανασκαφικής εργασίας έχουν σημαντικό αντίκτυπο στον όγκο της πληροφορίας που συγκεντρώνεται σχετικά με τα αρχιτεκτονικά λείψανα μιας θέσης. Είναι φανερό ότι, στην περίπτωση της σωστικής ανασκαφής, οι πιθανότητες να αποκαλυφθεί σημαντική έκταση ενός οικισμού μειώνονται σε μεγάλο βαθμό. Αυτό σημαίνει ότι σε μια τέτοια περίπτωση η ποσότητα των αρχιτεκτονικών λειψάνων δεν επιτρέπει μια ικανοποιητική εικόνα για την πολεοδομική μορφή του οικισμού (Κόνσολα 1984: 3). Άσχετα με αυτές τις διαφορές, κύρια πηγή για την καταγραφή των καταλοίπων του κτισμένου χώρου των αιγαιακών προϊστορικών οικισμών αποτελεί η δημοσίευση των αποτελεσμάτων των ανασκαφικών εργασιών, συστηματικών ή σωστικών. Στην περίπτωση που μια ανασκαφική έρευνα βρίσκεται σε στάδιο εξέλιξης, συνηθίζεται η παρουσίαση των πρώτων δεδομένων της έρευνας και των αρχικών εκτιμήσεων των δεδομένων μέσα από τις λεγόμενες προκαταρκτικές δημοσιεύσεις. Με την ολοκλήρωση της έρευνας και της μελέτης του αρχαιολογικού υλικού μιας θέσης τα συμπεράσματα παρουσιάζονται στην τελική δημοσίευση της ανασκαφής. Τα πεπραγμένα στο πεδίο των ανασκαφικών ε- ρευνών γίνονται γνωστά στο ελληνικό κοινό μέσα από τις ετήσιες περιοδικές εκδόσεις Αρχαιολογικό Δελτίο, Το Έργον, Τα Πεπραγμένα της εν Αθήναι Αρχαιολογικής Ε- ταιρείας και η Αρχαιολογική Εφημερίς. Τον ίδιο ακριβώς σκοπό εξυπηρετούν οι δύο ξενόγλωσσες ετήσιες επισκοπήσεις Archaeological Reports της Αγγλικής Αρχαιολογικής Σχολής στην Αθήνα και Bulletin de Correspondance Hellénique της Γαλλικής Αρ- 272

281 Κεφάλαιο 8 χαιολογικής Σχολής, επίσης, στην Αθήνα (Bennet και Galaty 1997: 101, Cullen 2001: 17-18). Μια ακόμη πηγή προκαταρκτικών δημοσιεύσεων των ανασκαφικών εργασιών στον ελλαδικό χώρο συνιστούν τα πρακτικά των αρχαιολογικών επιστημονικών συνεδρίων, τοπικού, εθνικού ή και διεθνή χαρακτήρα, που αφορούν σε ευρύτερα ζητήματα της αιγαιακής αρχαιολογίας. Ορισμένα από αυτά διοργανώνονται σε περιοδική βάση, προσφέροντας μια τακτική πληροφόρηση για τα αρχαιολογικά πεπραγμένα. Σημαντικό παράδειγμα αποτελεί το ετήσιο συνέδριο με θέμα Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και τη Θράκη, που πραγματοποιείται από το 1987 έως σήμερα στη Θεσσαλονίκη. Στο Κεφάλαιο 3 της εργασίας, το ιστορικό σημείωμα για την αρχαιολογική έ- ρευνα των προϊστορικών οικισμών προσφέρει, καθώς πιστεύεται, μια ικανοποιητική εικόνα για την ανασκαφική δραστηριότητα στις προϊστορικές θέσεις του ελλαδικού χώρου. Ένα στοιχείο που αναδεικνύεται είναι η ανομοιόμορφη γεωγραφική κατανομή της ανασκαφικής έρευνας στον ελλαδικό χώρο, στοιχείο που έχει σημαντικό αντίκτυπο στην κατανομή των διαθέσιμων πληροφοριών για τα κατάλοιπα του κτισμένου χώρου των προϊστορικών οικισμών. Η Κρήτη θεωρείται ότι είναι μια γεωγραφική περιοχή που συγκεντρώνει έντονη ανασκαφική δραστηριότητα από την πρώτη περίοδο της προϊστορικής έρευνας μέχρι σήμερα. Υποστηρίζεται, μάλιστα, ότι τη δεκαετία του 90 το νησί συγκέντρωνε το μεγαλύτερο αριθμό ανασκαφών σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο (Watrous 1994: 695). Η Πελοπόννησος, η Στερεά Ελλάδα και η Αττική, μολονότι αποτέλεσαν ε- πίκεντρο των ανασκαφικών ερευνών για πολλές δεκαετίες, διέρχονται μια περίοδο ύ- φεσης της ανασκαφικής δραστηριότητας μετά το 80. Η ύφεση αυτή οφείλεται στη μετατόπιση του ενδιαφέροντος προς δύο άλλες κατευθύνσεις, τις επιφανειακές έρευνες περιοχής και τη μελέτη του συγκεντρωμένου αρχαιολογικού υλικού με σκοπό τη δημοσίευσή του (Rutter 1993: , Rutter 2001: 148). Στη Θεσσαλία, μετά από μια κάμψη της μακρόχρονης και εντατικής ανασκαφικής δραστηριότητας που αποδίδεται στον προσανατολισμό της έρευνας στη σύνθεση των ανασκαφικών δεδομένων, σημειώνεται μια νέα άνθιση της ανασκαφικής έρευνας, η οποία οφείλεται στην υλοποίηση μεγάλων δημόσιων έργων στην περιοχή (Andreou, Fotiadis και Kotsakis 2001: 261, Andreou, Fotiadis και Kotsakis 2001: 320). Η Μακεδονία υπήρξε λιγότερο ερευνημένη από τις παραπάνω περιοχές για πολλές δεκαετίες. Τα τελευταία χρόνια, όμως, καταγράφεται ιδιαίτερα έντονη ανασκαφική δραστηριότητα, η οποία οφείλεται από τη μια στη διεξαγωγή μεγάλων συστηματικών ανασκαφών που διεξάγονται από ελληνικές και ξένες αρχαιολογικές σχολές και την ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία, και από την άλλη στην πραγματοποίηση ενός πλήθους σωστικών ανασκαφών λόγω των τεχνικών έργων διάνοιξης της Εγνατίας Οδού (Καραμήτρου-Μεντεσίδη 2001: 337, Στεφανή 2002: 537, Χονδρογιάννη-Μετόκη 2001: 399, Γραμμένος και Κώτσος 2001: 409, Αδάμ-Βελένη et al. 2004: 174, Παππά και Αδακτύλου 2002: 187, Andreou, Fotiadis και Kotsakis 2001: ). Κάτι ανάλογο συμβαίνει 273

282 Κεφάλαιο 8 στα νησιά του αιγαιακού χώρου, στα οποία μολονότι πραγματοποιήθηκε περιορισμένη ανασκαφική έρευνα μέχρι τη δεκαετία του 60, η κατάσταση άρχισε να αλλάζει σταδιακά τις επόμενες δεκαετίες με την έναρξη όλο και περισσότερων συστηματικών ανασκαφικών εργασιών (Davis 1992: 699, Davis et al. 2001: 77). Η Θράκη, η Ήπειρος, η Δυτική Ελλάδα και τα Ιόνια Νησιά παραμένουν οι λιγότερο ερευνημένες περιοχές στον ελλαδικό χώρο, προσφέροντας τα λιγότερα δεδομένα για τα κατάλοιπα του κτισμένου χώρου των προϊστορικών οικισμών συγκριτικά με τις υπόλοιπες περιφέρειες. Στη Θράκη, μόλις την προηγούμενη δεκαετία ξεκίνησε η πρώτη εκτεταμένη συστηματική ανασκαφική έρευνα στη Μάκρη, ενώ την ίδια περίοδο ανασκάφηκαν για πρώτη φορά νεολιθικά στρώματα στα Δολιανά της Ηπείρου (Andreou, Fotiadis και Kotsakis 2001: 313, 316, Rutter 1993: 752, Souyoundzoglou-Haywood 1999: 131). Μολονότι η ανασκαφική δραστηριότητα στις προϊστορικές θέσεις του ελλαδικού χώρου καταγράφεται έντονη, το γεγονός αυτό δεν συνοδεύεται πάντα με την αναμενόμενη διεύρυνση των γνώσεων για την προϊστορία. Αυτή η έλλειψη αντιστοιχίας ανάμεσα στην ένταση της έρευνας και στον όγκο της διαθέσιμης πληροφορίας συνδέεται με ένα πολύ σημαντικό τμήμα της ανασκαφικής έρευνας. Συγκεκριμένα, η έρευνα περιλαμβάνει την εργασία πεδίου και την παράλληλη καταγραφή των δεδομένων, τη μελέτη των ανασκαφικών δεδομένων και, τέλος, τη δημοσίευση των οριστικών αποτελεσμάτων της έρευνας. Όμως, αυτό το τελευταίο τμήμα της ανασκαφικής έρευνας είναι πολλές φορές προβληματικό. Υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες διαπιστώνεται ότι η δημοσίευση των οριστικών αποτελεσμάτων της ανασκαφής μιας θέσης καθυστέρησε χρονικά μερικές δεκαετίες από την περίοδο που διεξήχθη η ίδια η ανασκαφή. Για παράδειγμα, στην περίπτωση της νεολιθικής θέσης των Σερβίων στη Δυτική Μακεδονία ενώ η δεύτερη περίοδος ανασκαφικής έρευνας ολοκληρώθηκε το 1973, η δημοσίευση της μελέτης των αρχιτεκτονικών λειψάνων του οικισμού πραγματοποιήθηκε μόνον το 2000 (Ridley, Wardle και Mould 2000). Παρόμοια καθυστέρηση διαπιστώθηκε στην περίπτωση των προϊστορικών θέσεων της Λέρνας στην Πελοπόννησο και της Νέας Νικομήδειας στην Κεντρική Μακεδονία. Και οι δύο θέσεις ερευνήθηκαν ανασκαφικά τη δεκαετία του 60, αλλά τα αποτελέσματα της μελέτης των αρχιτεκτονικών λειψάνων δεν δημοσιεύτηκαν παρά μετά από τέσσερις δεκαετίες (Wiencke 2000, Pyke και Yiouni 1996). Επιπλέον, έχουν διαπιστωθεί περιπτώσεις θέσεων που, ενώ ανασκάφηκαν πριν μερικές δεκαετίες, η οριστική μελέτη των αρχιτεκτονικών τους λειψάνων δεν έχει δει μέχρι σήμερα το φως της δημοσιότητας. Τέτοια παραδείγματα θέσεων αποτελούν το Σέσκλο και η Μαγούλα Οτζάκι στη Θεσσαλία, καθώς και η Τίρυνθα στην Πελοπόννησο. Η συγκέντρωση των απαραίτητων βιβλιογραφικών πηγών για την εξακρίβωση των ανασκαμμένων προϊστορικών θέσεων, τον εντοπισμό και την καταγραφή των καταλοίπων του κτισμένου χώρου οδηγεί στη διαπίστωση ότι οι προκαταρκτικές δημοσιεύσεις των ανασκαφικών ερευνών προσφέρουν το μεγαλύτερο όγκο των πληροφοριών, ενώ οι οριστι- 274

283 Κεφάλαιο 8 κές δημοσιεύσεις των αρχιτεκτονικών λειψάνων των οικισμών συνεισφέρουν σε μικρότερη κλίμακα. Το γεγονός αυτό παρουσιάζει τρεις αρνητικές προεκτάσεις στη διαδικασία καταγραφής των καταλοίπων του κτισμένου χώρου. Η πρώτη αφορά στον προκαταρκτικό και συνεπώς προσωρινό χαρακτήρα των εκτιμήσεων για ζητήματα κυρίως χρονολόγησης και στρωματογραφίας του οικισμού. Αυτό σημαίνει ότι η πιθανή μελλοντική α- νασκαφική έρευνα ενδεχομένως να επιβεβαιώσει τις αρχικές εκτιμήσεις, χωρίς ωστόσο να αποκλείεται η πιθανότητα να υπάρξουν διορθώσεις και επαναξιολογήσεις των δεδομένων. Επομένως, στην περίπτωση των οικισμών για τους οποίους οι πληροφορίες στηρίζονται σε προκαταρκτικές δημοσιεύσεις θα πρέπει να υπάρχει μια επιφύλαξη ως προς τον οριστικό χαρακτήρα των ανασκαφικών δεδομένων. Η δεύτερη αφορά στο ζήτημα της περιορισμένης έκτασης του χώρου που ανασκάπτεται στις πρώτες περιόδους της ανασκαφικής έρευνας μιας θέσης, γεγονός που συνεπάγεται την περιορισμένη ποσότητα των καταλοίπων του κτισμένου χώρου. Το τελευταίο αρνητικό στοιχείο των προκαταρκτικών δημοσιεύσεων αφορά στα σχέδια αποτύπωσης των αρχιτεκτονικών λειψάνων που αποκαλύπτονται με την ανασκαφή ενός οικισμού. Υπάρχουν περιπτώσεις προκαταρκτικών δημοσιεύσεων στις οποίες τα σχέδια απουσιάζουν ολοκληρωτικά ή αντικαθίστανται από φωτογραφίες των αρχιτεκτονικών λειψάνων, ενώ δεν λείπουν και οι περιπτώσεις στις οποίες η ποιότητα των σχεδίων σε συνδυασμό με την προκαταρκτική μελέτη των αρχιτεκτονικών λειψάνων δεν επιτρέπουν την ορθή κατανόηση της μορφής των αρχιτεκτονικών κατασκευών. 8.2 Ποσότητα και ποιότητα των καταλοίπων του κτισμένου χώρου: ταξινόμηση των δεδομένων Τα κατάλοιπα του κτισμένου χώρου της Νεολιθικής Εποχής και της Πρώιμης Εποχής Χαλκού διαφέρουν κατά περίπτωση όσον αφορά στην ποιότητα και την ποσότητά τους. Όπως διαπιστώνεται από την καταγραφή των καταλοίπων, υπάρχουν ανασκαμμένες θέσεις οι οποίες δεν έχουν δώσει καθόλου αρχιτεκτονικά λείψανα, θέσεις με αποσπασματικά λείψανα κτισμάτων ή άλλων αρχιτεκτονικών κατασκευών, θέσεις με αρχιτεκτονικά λείψανα που σχηματίζουν ολοκληρωμένες κατόψεις μεμονωμένων κτισμάτων, και τέλος υπάρχουν θέσεις στις οποίες η ανασκαφική έρευνα έχει αποκαλύψει ένα ολόκληρο τμήμα του οικισμού. Ο ένας από τους παράγοντες που συμβάλλει καθοριστικά στην ποσότητα και την ποιότητα των καταλοίπων του κτισμένου χώρου ενός οικισμού έχει ήδη υπογραμμιστεί παραπάνω και δεν είναι άλλος από την έκταση της ίδιας της ανασκαφής. Ένας δεύτερος παράγοντας που επηρεάζει την ποσότητα και την ποιότητα των αρχιτεκτονικών λειψάνων που έρχονται στο φως είναι το σημείο της επιφάνειας της αρχαιολογικής θέσης στο οποίο ανοίγεται μια ανασκαφική τομή. Υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες μια θέση ανασκάπτεται στην περιφέρειά της ή σε κάποιο τμήμα της που φέρνει στο φως κατάλοιπα της ανθρώπινης δράσης που δεν ταυτίζονται με κτίσματα ή 275

284 Κεφάλαιο 8 άλλες αρχιτεκτονικές κατασκευές. Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η θέση Τούμπα Κρεμαστής-Κοιλάδας στη δυτική Μακεδονία. Εκεί, το μόνο προϊόν της ανασκαφής υπήρξε ένας μεγάλος αριθμός λάκκων, κάποιοι από τους οποίους ήταν γεμάτοι ευρήματα και άλλοι κενοί, οι οποίοι σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως χώροι κατοίκησης. Πιο πιθανή ερμηνεία είναι εκείνη των λάκκων εξόρυξης πηλού και των βοηθητικών χώρων στα όρια του οικισμού (Χονδρογιάννη-Μετόκη 2001: 400). Είναι φανερό ότι σε μια τέτοια περίπτωση τα λείψανα της ανθρώπινης δράσης δεν μπορούν να καταγραφούν ως κατάλοιπα του κτισμένου χώρου του οικισμού, χωρίς αυτό να αποκλείει το ενδεχόμενο σε άλλο σημείο της θέσης να υπάρχουν λείψανα των αρχιτεκτονικών κατασκευών. Η φύση των ίδιων των αρχιτεκτονικών κατασκευών παίζει ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στον τρόπο διατήρησής τους από τη στιγμή της εγκατάλειψής τους και της ταφής τους στο χώμα μέχρι τη στιγμή της εύρεσής τους. Όπως έχει ήδη υπογραμμιστεί, οι παράγοντες που επηρεάζουν τα κατάλοιπα της ανθρώπινης δράσης στο αρχαιολογικό παρελθόν είναι δύο, ο άνθρωπος και η φύση. Οι πολιτισμικές διαδικασίες αφορούν πρώτον στην αρχική ανθρώπινη συμπεριφορά που είχε επιρροή στα κατάλοιπα μέχρι τη στιγμή της ταφής τους, και δεύτερον στη σύγχρονη ανθρώπινη συμπεριφορά που επηρεάζει τα αρχαιολογικά κατάλοιπα μέσα από σύγχρονες διαδικασίες όπως είναι οι αποξηράνσεις, η ανοικοδόμηση, η άροση και η σύληση. Από την άλλη, οι φυσικές διαδικασίες μπορούν, επίσης, να προκαλέσουν φθορά στο αρχαιολογικό υλικό ή αντίθετα να το διατηρήσουν σχεδόν ανέπαφο. Το χώμα ή το ίζημα που περιβάλλει τα αρχαιολογικά κατάλοιπα, αλλά και το τοπικό ή περιφερειακό κλίμα μιας θέσης επιδρούν σε μεγαλύτερο βαθμό στα οργανικά υλικά, όπως για παράδειγμα στο ξύλο, το καλάμι, το άχυρο ή την ψάθα, συγκριτικά με τα ανόργανα υλικά. Σημαντικό ρόλο στη διατήρηση ή την καταστροφή των οργανικών υλικών παίζει το ποσοστό υγρασίας στο περιβάλλον μιας θέσης. Για παράδειγμα, έχει αποδειχθεί ότι οι ακραίες συνθήκες που συναντώνται στα ξηρά, ψυχρά ή υγρά περιβάλλοντα συμβάλλουν θετικά στη διατήρησή τους. Σε αντίθεση με τα οργανικά υλικά, η επίδραση των φυσικών παραγόντων ελαχιστοποιείται στην περίπτωση των ανόργανων υλικών, όπως είναι ο λίθος, ο ψημένος πηλός και τα μέταλλα, που φαίνεται να είναι τα πιο ανθεκτικά υλικά στη διάρκεια των χρόνων ταφής τους (Renfrew και Bahn 2001: 51-68). Οι διαφορές που παρατηρούνται στην ποσότητα και την ποιότητα των καταλοίπων του κτισμένου χώρου των προϊστορικών οικισμών στον ελλαδικό χώρο σε σχέση με τις ιστορικές περιόδους και σε σχέση με τις γεωγραφικές περιοχές είναι σε ένα βαθμό το αποτέλεσμα της φύσης των δομικών υλικών των αρχιτεκτονικών κατασκευών και της διατήρησής τους μέχρι σήμερα. Η κατασκευή της τοιχοποιίας των κτισμάτων συγκεντρώνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την εργασία για δύο συγκεκριμένους λόγους. Από τη μια, η θεμελίωση και η βάση των τοίχων των κτισμάτων αποτελούν το τμήμα των 276

285 Κεφάλαιο 8 αρχιτεκτονικών κατασκευών που σώζεται συνήθως από τους προϊστορικούς οικισμούς του ελλαδικού χώρου και, από την άλλη, οι τοίχοι αποτελούν τα στοιχεία της κατασκευής που ορίζουν το εξωτερικό κέλυφος ενός κτίσματος, αποδίδοντας την κάτοψή του, βασική χωρική μονάδα της πολεοδομικής κάτοψης ενός οικισμού. Το ξύλο, η πέτρα, ο πηλός και διάφορα επιχρίσματα και κονιάματα είναι τα δομικά υλικά που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή της τοιχοποιίας των αρχιτεκτονικών κατασκευών στη διάρκεια της Νεολιθικής και της Πρώιμης Εποχής Χαλκού στον ελλαδικό χώρο (Treuil 1983: ). Τα διάφορα αυτά δομικά υλικά δεν χρησιμοποιήθηκαν ομοιόμορφα σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο και σε όλες τις ιστορικές περιόδους που εξετάζονται, αλλά διαπιστώνονται κατά τόπους διαφοροποιήσεις στην επιλογή των υλικών και των τεχνικών δόμησης. Εικόνα 8.2. α. Πασσαλόπηκτο κτίσμα (πηγή: Πανελίδου-Γκόφα 1991), β. Κτίσμα με λίθινα θεμέλια (πηγή: Παντελίδου-Γκόφα 1991), γ. Λακκοειδές κτίσμα (πηγή: Τζαναβάρη και Φίλης 2004). Δύο βασικές κατηγορίες κτισμάτων αναγνωρίζονται με κριτήριο τον τρόπο κατασκευής τους, τα πασσαλόπηκτα κτίσματα και τα κτίσματα που εδράζονται πάνω σε λίθινη θεμελίωση (εικ. 8.2.α και 8.2.β). Τα πασσαλόπηκτα κτίσματα διακρίνονται σε εκείνα των οποίων η πλήρωση του τοίχου έγινε με στοιβαχτό πηλό (pisé) ή με μια πλεκτή κατασκευή από καλαμωτή και λάσπη. Ορισμένες φορές συναντώνται τάφροι θεμελίωσης κατά μήκος των οποίων οι κατακόρυφοι πάσσαλοι του σκελετού στερεώθηκαν στο έδαφος. Τα κτίσματα με λίθινη θεμελίωση διακρίνονται κυρίως σε εκείνα με ανωδομή από στοιβαχτό πηλό και σε εκείνα με ανωδομή από πλίνθους, άψητες ή ψημένες. Μολονότι παλιότερα είχε θεωρηθεί ότι η λίθινη τοιχοποιία δεν είχε κάνει την εμφάνισή της πριν τη Μέση Εποχή Χαλκού στον ελλαδικό χώρο, σήμερα υπάρχουν ενδείξεις για την κατασκευή τοίχων εξ ολοκλήρου από λίθους στο νησιωτικό χώρο του Αιγαίου και την Κρήτη (Hood 1981: 118, 132, Ντόβα 1997: 291, Doumas 1972: 170, Ζώης 1982: , Soles και Davaras 1992: 426). Μια τρίτη κατηγορία κτισμάτων, που συναντάται πιο σπάνια από τις δύο προηγούμενες, περιλαμβάνει κτίσματα με τοιχοποιία κατασκευασμένη εξ ολοκλήρου από πλίνθους, περίπτωση στην οποία οι πλίνθοι εδράζο- 277

286 Κεφάλαιο 8 νται απευθείας πάνω στο έδαφος. Τέλος, θα πρέπει να γίνει αναφορά σε μια ακόμη κατηγορία κτισμάτων, τα λεγόμενα υπόσκαφα ή λακκοειδή, τα οποία κατασκευάζονται με βάθυνση στο φυσικό έδαφος (εικ. 8.2.γ) (Treuil 1983: ). Τα ανασκαφικά δεδομένα της ΑΝ περιόδου υποδεικνύουν ότι τα πασσαλόπηκτα κτίσματα είναι πιο διαδεδομένα στη Μακεδονία, ενώ λιγότερο συνηθισμένες είναι οι πλίνθινες κατασκευές (Τουφεξής 1994: 18, Mould και Wardle 2000: 79-89, Pyke 1996: 39-40, Winn και Shimabuku 1989: 36, 38, Καραμήτρου-Μεντεσίδη 2002: 626). Τα πλίνθινα κτίσματα συναντώνται, επίσης, στη Θεσσαλία, μια περιοχή στην οποία παράλληλα κατασκευάζονται πασσαλόπηκτα κτίσματα με ανωδομή από στοιβαχτό πηλό (Elia 1982: , Wijnen 1992: 58). Στην Κρήτη, διαπιστώνεται αρχικά η κατασκευή πλίνθινων κτισμάτων, ενώ στη συνέχεια της περιόδου υιοθετείται η κατασκευή κτισμάτων με λίθινη θεμελίωση και πλίνθινη ανωδομή (Evans 1964: 150). Τα κατάλοιπα του κτισμένου χώρου της ΜΝ περιόδου τεκμηριώνουν την κατασκευή πασσαλόπηκτων κτισμάτων στη Μακεδονία, περιοχή στην οποία διαπιστώνεται, επίσης, η κατασκευή λακκοειδών κτισμάτων (Mould και Wardle 2000: 79-89, Παπαδόπουλος και Μαλαμίδου 2002: 25, Τζαναβάρη και Φίλης 2004: 201-2, Τζαναβάρη, Κώτσος και Γκιούρα 2004: , Winn και Shimabuku 1989: 56, 60). Στη Θεσσαλία συναντώνται τρεις τύποι κτισμάτων, πασσαλόπηκτα, κτίσματα με λίθινη θεμελίωση και ανωδομή από στοιβαχτό πηλό, καθώς και πλίνθινες κατασκευές (Elia 1982: , Touchais et al. 2000: 770). Στη Στερεά Ελλάδα διαπιστώνεται, επίσης, η κατασκευή δύο τύπων κτισμάτων, των πασσαλόπηκτων και των κτισμάτων με λίθινη θεμελίωση (Παντελίδου Γκόφα 1991: 185, Jacobsen : ). Αντίθετα, στην Πελοπόννησο και την Κρήτη υπάρχουν τεκμήρια μόνο για κτίσματα με λίθινη θεμελίωση, τα οποία συνήθως διαθέτουν πλίνθινη ανωδομή και πιο σπάνια ανωδομή από στοιβαχτό πηλό (Caskey 1958: 138, Evans 1964: 174, Αλεξίου 1953: 306). Τα κατάλοιπα του κτισμένου χώρου της ΝΝ περιόδου επιβεβαιώνουν την κυριαρχία των πασσαλόπηκτων κτισμάτων στη Μακεδονία και τη Θράκη. Στη Μακεδονία συναντώνται, επίσης, οι λακκοειδείς κατασκευές (Mould και Wardle 2000: 79-89, Κουκούλη-Χρυσανθάκη, Treuil και Μαλαμίδου 1998: 686, Περιστέρη 2004: 132, Ευστρατίου και Καλλιντζή 1998: , Pappa και Besios 1999: , Κουκούλη- Χρυσανθάκη et al. 2002: 90, Παππά et al. 2002: 180, Mylonas 1929: 7-10). Σε αντίθεση με τις δύο αυτές περιοχές, στη Θεσσαλία κυριαρχούν τα κτίσματα με λίθινη θεμελίωση και πλίνθινη ανωδομή (Χουρμουζιάδης 1979: , Θεοχάρης 1973: 101-2). Διαπιστώνεται ότι τα κτίσματα της τελευταίας κατηγορίας κυριαρχούν, επίσης, στον κεντρικό ελλαδικό χώρο, τις Κυκλάδες και την Κρήτη (Evans και Renfrew 1968: 22-27, Evans 1964: 18, Dawkins : 263). Τα αρχιτεκτονικά λείψανα από την ΤΝ περίοδο δεν ανατρέπουν την εικόνα που σχηματίζεται για τον τρόπο κατασκευής των κτισμάτων στη Μακεδονία τις προηγούμενες νεολιθικές περιόδους, καθώς εξακολουθούν να κυριαρχούν τα πασσαλόπηκτα κτί- 278

287 Κεφάλαιο 8 σματα (Παπαευθυμίου-Παπανθίμου και Πιλάλη-Παπαστερίου 1998: 144, Χονδρογιάννη- Μετόκη 1995: ). Τεκμήρια για πασσαλόπηκτες κατασκευές υπάρχουν την περίοδο αυτή και για την Ήπειρο (Ντούζουγλη και Ζάχος 1994: 15). Στη Θεσσαλία τεκμηριώνεται κυρίως η κατασκευή κτισμάτων με λίθινη θεμελίωση (Weisshaar 1989: 8-12). Στον κεντρικό ελλαδικό χώρο διαπιστώνεται η κατασκευή κτισμάτων με λίθινη θεμελίωση, αλλά και πασσαλόπηκτων κτισμάτων (Felten 1986: 22). Τεκμήρια για την κατασκευή πασσαλόπηκτων κτισμάτων υπάρχουν, επίσης, στο Βόρειο Αιγαίο, ενώ στις Κυκλάδες, τα Δωδεκάνησα και την Κρήτη κυριαρχούν τα κτίσματα με λίθινη θεμελίωση (Μενδώνη 1997: 141 Coleman 1977: 34-35, 38, Σάμψων 1987: 79, Σάμψων 1988: 45, Melas 1985: 37, Βασιλάκης 1987: 47, Vagnetti 1972/1973: 27-28). Τα κατάλοιπα του κτισμένου χώρου από τους οικισμούς της ΠΕΧ μαρτυρούν τη συνέχιση της παράδοσης των πασσαλόπηκτων κτισμάτων στη Μακεδονία (Mould και Wardle 2000: 103, Παπανθίμου et al. 2003: 463, Malamidou 1997: 334). Κάτι ανάλογο διαπιστώνεται στην περιοχή της Θεσσαλίας, στην οποία φαίνεται να κυριαρχούν τα κτίσματα με λίθινη θεμελίωση (Christmann 1996: 6-20). Τα ανασκαφικά δεδομένα από τη Στερεά Ελλάδα, την Αττική, τη Δυτική Ελλάδα, την Πελοπόννησο, το Βόρειο Αιγαίο, τις Κυκλάδες, τα Δωδεκάνησα και την Κρήτη τεκμηριώνουν τη διαδεδομένη χρήση της λίθινης θεμελίωσης στα κτίσματα της περιόδου, η οποία κατά κανόνα συνοδεύεται από πλίνθινη ανωδομή (Cosmopoulos 1991: 18-21). Συνοψίζοντας τα δεδομένα για τη χρήση των δομικών υλικών και την κατασκευαστική τεχνική των αρχιτεκτονικών κατασκευών στον ελλαδικό χώρο από την ΑΝ ώς την ΠΕΧ, καθίσταται φανερό ότι τα πασσαλόπηκτα κτίσματα, που υπήρξαν περισσότερο διαδεδομένα στο βόρειο ελλαδικό χώρο σε όλες τις περιόδους που εξετάζονται, έχουν πολύ μικρότερες πιθανότητες να διατηρηθούν σε καλή κατάσταση, ώστε να δώσουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για τη μορφή τους. Τις περισσότερες φορές, τα μοναδικά τους λείψανα περιορίζονται στις πασσαλότρυπες, δηλαδή στα αποτυπώματα που άφησαν οι βυθισμένοι στη γη πάσσαλοι, που σχημάτιζαν το σκελετό των κατασκευών, στα ίχνη των τάφρων θεμελίωσης των κατασκευών ή ακόμη και σε κομμάτια του πηλού που χρησιμοποιήθηκε στην ανωδομή. Σε αντίθεση με τα φθαρτά υλικά των πασσαλόπηκτων κτισμάτων, που δύσκολα επιβιώνουν στο περιβάλλον του ελλαδικού χώρου, τα λίθινα θεμέλια των κατασκευών, που υπήρξαν πιο διαδεδομένα σε οικισμούς του κεντρικού και νότιου ηπειρωτικού ελλαδικού χώρου, καθώς και στο νησιωτικό αιγαιακό χώρο, διατηρήθηκαν σε πολύ καλύτερη κατάσταση, προσφέροντας μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα των αρχιτεκτονικών κατασκευών. Αποτέλεσμα αυτής της διαφοράς στην επιλογή των υλικών δομής είναι η διάσωση μεγαλύτερου όγκου πληροφοριών για τα κατάλοιπα του κτισμένου χώρου των οικισμών όπου κυριαρχούσε η χρήση του λίθου, παρά η χρήση του ξύλου και του πηλού. 279

288 Κεφάλαιο 8 Για όλους τους λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω, η καταγραφή των καταλοίπων του κτισμένου χώρου οδήγησε στη διαπίστωση ότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές στην ποσότητα και την ποιότητα των αρχιτεκτονικών λειψάνων που αποκαλύπτονται με την ανασκαφική έρευνα σε κάθε θέση. Είναι μεθοδολογικά απαραίτητη η παρουσίαση της τυπολογίας των καταλοίπων του κτισμένου χώρου των ελλαδικών προϊστορικών θέσεων, σύμφωνα με το είδος τους, και η στατιστική τους επεξεργασία κατά ιστορική περίοδο της έρευνας. Ακολουθεί, λοιπόν, μια ταξινόμηση των καταλοίπων, με κριτήριο την ποσότητά τους κατά κατηγορία για κάθε ιστορική περίοδο, δηλαδή τις περιόδους της ΑΝ, ΜΝ, ΝΝ, ΤΝ, ΝΕ και ΠΕΧ. Με βάση τις πληροφορίες από τα ανασκαφικά δεδομένα, τα κατάλοιπα ταξινομούνται σε τέσσερις κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία ονομάζεται Κατηγορία 0, που σημαίνει ότι σ αυτή ταξινομούνται οι ανασκαμμένες θέσεις στις οποίες δεν έχουν αποκαλυφθεί καθόλου αρχιτεκτονικά λείψανα. Συμπληρωματικά, σ αυτή την κατηγορία ταξινομούνται οι θέσεις που δεν έχουν ανασκαφεί και κατά συνέπεια δεν προσφέρουν πληροφορίες για τα αρχιτεκτονικά λείψανα. Η δεύτερη κατηγορία ονομάζεται Κατηγορία 1, στην οποία καταχωρούνται οι θέσεις με κατάλοιπα του κτισμένου χώρου που περιορίζονται σε αποσπασματικά λείψανα των αρχιτεκτονικών κατασκευών, όπως για παράδειγμα κομμάτια τοίχων, τμήματα δαπέδων, πασσαλότρυπες, εστίες, φούρνους, λάκκους και άλλες παρόμοιες σταθερές κατασκευές. Στην τρίτη κατηγορία, την Κατηγορία 2, εντάσσονται οι θέσεις των οποίων τα λείψανα συνιστούν ένα ή δύο μεμονωμένα κτίσματα με ολοκληρωμένη κάτοψη. Η τελευταία κατηγορία, η Κατηγορία 3, συγκεντρώνει τις θέσεις στις οποίες η ανασκαφή έχει αποκαλύψει ένα τμήμα του οικισμού, το οποίο κατά κανόνα περιλαμβάνει περισσότερα από δύο κτίσματα, ώστε να αποτυπώνεται μια εικόνα για την πολεοδομική μορφή του οικισμού. Σύμφωνα με τα στατιστικά δεδομένα που αποτυπώνονται στον πίνακα 8.2, από το σύνολο των θέσεων της ΑΝ περιόδου οι 285 θέσεις ανήκουν στην Κατηγορία 0 και οι 24 θέσεις στην Κατηγορία 1, ενώ στην Κατηγορία 2 και την Κατηγορία 3 καταγράφεται ένας μικρός αριθμός από 3 και 4 θέσεις αντίστοιχα. Παρόμοια εμφανίζονται τα δεδομένα για τις θέσεις της ΜΝ περιόδου, από τις οποίες οι 296 ταξινομούνται στην Κατηγορία 0 και οι 30 θέσεις ταξινομούνται στην Κατηγορία 1, ενώ στην Κατηγορία 2 και την Κατηγορία 3 καταγράφεται ο μικρότερος αριθμός θέσεων, δηλαδή 6 και 7 θέσεις αντίστοιχα. Στην περίπτωση των θέσεων της ΝΝ περιόδου, η Κατηγορία 0 φαίνεται να συγκεντρώνει για ακόμη μια φορά το μεγαλύτερο αριθμό θέσεων, συνολικά 640 θέσεις, ενώ και πάλι με μεγάλη διαφορά ακολουθούν οι επόμενες κατηγορίες. Στην Κατηγορία 1 συγκεντρώνονται 46 θέσεις, στην Κατηγορία 2 9 θέσεις και στην Κατηγορία 3 συγκεντρώνονται 11 θέσεις της ΝΝ. Η κατανομή των θέσεων δεν φαίνεται να διαφοροποιείται στην επόμενη ΤΝ περίοδο, καθώς η πλειονότητα των θέσεων, δηλαδή 399 θέσεις, ανήκει στην Κατηγορία 0. Στην Κατηγορία 1 ανήκουν 31 θέσεις της ΤΝ, στην Κατηγορία 2 6 θέσεις και στην Κατηγορία 3 κα- 280

289 Κεφάλαιο 8 ταγράφονται μόλις 2 θέσεις της ΤΝ περιόδου. Για τις θέσεις που χρονολογούνται στη ΝΕ, τα δεδομένα είναι αντίστοιχα με εκείνα των υπολοίπων περιόδων της Νεολιθικής, με τη διαφορά ότι στην Κατηγορία 3 δεν καταγράφεται καμία θέση της ΝΕ. Όσον α- φορά τις υπόλοιπες κατηγορίες, η Κατηγορία 0 συγκεντρώνει 303 θέσεις, η Κατηγορία 1 συγκεντρώνει 4 θέσεις, ενώ στην Κατηγορία 2 καταγράφεται μόλις 1 θέση. Τα δεδομένα για τις θέσεις της ΠΕΧ αποκαλύπτουν μια αντίστοιχη κλιμάκωση στην κατανομή των θέσεων στις κατηγορίες ποσότητας των καταλοίπων του κτισμένου χώρου με εκείνη των θέσεων της Νεολιθικής Εποχής. Αναλυτικά, 1620 θέσεις της ΠΕΧ ταξινομούνται στην Κατηγορία 0, μια ομάδα 130 θέσεων ανήκει στην Κατηγορία 1, ενώ στην Κατηγορία 2 και την Κατηγορία 3 καταγράφονται αντίστοιχα 37 και 35 θέσεις της ΠΕΧ. ΑΡΙΘΜΟΣ ΘΕΣΕΩΝ ΑΝ ΜΝ ΝΝ ΤΝ ΝΕ ΠΕΧ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 0 ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 1 ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 2 ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 3 Πίνακας 8.2. Ποσότητα των καταλοίπων του κτισμένου χώρου ανά χρονική περίοδο. Συνοψίζοντας τα δεδομένα για καθεμιά κατηγορία θέσεων, τα οποία αποτυπώνονται στον πίνακα 8.2, μπορούν να διατυπωθούν ορισμένα ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Η Κατηγορία 0 συγκεντρώνει το μεγαλύτερο αριθμό θέσεων για καθεμιά από τις ι- στορικές περιόδους, δηλαδή 285 θέσεις της ΑΝ (90%), 296 θέσεις της ΜΝ (87%), 640 θέσεις της ΝΝ (91%), 399 θέσεις της ΤΝ (92%), 303 θέσεις της ΝΕ (99%) και 1620 θέσεις της ΠΕΧ (89%). Αυτό σημαίνει ότι στην πλειονότητα των θέσεων του ελλαδικού χώρου δεν σημειώνονται κατάλοιπα του κτισμένου χώρου. Η Κατηγορία 1 συγκεντρώνει τον επόμενο μεγαλύτερο αριθμό θέσεων σε καθεμιά ιστορική περίοδο, αν και με σημαντική διαφορά σε σχέση με τον αριθμό των θέσεων της Κατηγορίας 0. Αναλυτικά, στην Κατηγορία 1 ανήκουν 24 θέσεις της ΑΝ (8%), 30 θέσεις της ΜΝ (9%), 46 θέσεις της ΝΝ (6%), 31 θέσεις της ΤΝ, 4 θέσεις της ΝΕ (1%) και 130 θέσεις της ΠΕΧ. Οι άλλες δύο κατηγορίες, η Κατηγορία 2 και η Κατηγορία 3, συγκεντρώνουν αντίστοιχα το μικρότερο αριθμό θέσεων για καθεμιά ιστορική περίοδο. Στην Κατηγο- 281

290 Κεφάλαιο 8 ρία 2 καταγράφονται 3 θέσεις της ΑΝ (1%), 6 θέσεις της ΜΝ (2%), 9 θέσεις της ΝΝ (1%), 6 θέσεις ΤΝ (1%), 1 θέση της ΝΕ (0%) και 37 θέσεις της ΠΕΧ (2%). Αντίστοιχα, στην Κατηγορία 3 καταγράφονται 4 θέσεις της ΑΝ (1%), 7 θέσεις της ΜΝ (2%), 11 θέσεις της ΝΝ (2%), 2 θέσεις της ΤΝ (0%), καμία θέση της ΝΕ και 35 θέσεις της ΠΕΧ (2%). Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι οι θέσεις των οποίων τα κατάλοιπα του κτισμένου χώρου αποτελούν ένα ή δύο μεμονωμένα κτίσματα ή ένα τμήμα του οικισμού, συνιστούν αριθμητικά τις δύο μικρότερες ομάδες θέσεων. Καθίσταται, λοιπόν, φανερό ότι στο σύνολο του ελλαδικού χώρου η ανασκαφική έρευνα έχει αποκαλύψει ένα πολύ μικρό ποσοστό των καταλοίπων του κτισμένου χώρου της Νεολιθικής και της Πρώιμης Εποχής Χαλκού. Βέβαια, θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι σημαντική συνιστώσα του παραπάνω δεδομένου αποτελεί το γεγονός ότι, σύμφωνα με τα δεδομένα της εργασίας, μόνο οι 514 από τις 2616 θέσεις έχουν ανασκαφεί μέχρι σήμερα, δηλαδή ένα ποσοστό 19,63% επί του συνόλου των καταγεγραμμένων προϊστορικών θέσεων. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η πρόθεση της εργασίας είναι η μελέτη της πολεοδομικής μορφής των προϊστορικών οικισμών από την αρχαιότερη περίοδο της Νεολιθικής Εποχής ώς την πρώιμη περίοδο της Εποχής Χαλκού, κρίνεται απαραίτητο να χρησιμοποιηθεί το μέγιστο των πληροφοριών που εξυπηρετεί αυτό το σκοπό. Είναι φανερό ότι για μια τέτοια μελέτη δεν αρκούν τα κατάλοιπα του κτισμένου χώρου ενός οικισμού που περιορίζονται σε αποσπασματικά λείψανα των αρχιτεκτονικών κατασκευών. Ακόμη και η περίπτωση των μεμονωμένων κτισμάτων δεν δίνει ικανοποιητικές πληροφορίες για τη χωροοργανωτική δομή του οικισμού στον οποίο ανήκουν. Αυτό σημαίνει ότι οι πληροφορίες που προσφέρουν οι θέσεις που ανήκουν στην Κατηγορία 1 και την Κατηγορία 2 δεν θεωρούνται ικανοποιητικές για τη μελέτη της πολεοδομικής μορφής των αντίστοιχων οικισμών. Για το σκοπό αυτό είναι απαραίτητο τα ανασκαφικά δεδομένα μιας θέσης να συνιστούν τουλάχιστον ένα ελάχιστο τμήμα του οικισμού, το ο- ποίο θα αποτυπώνει τη διάταξη περισσοτέρων των δύο κτισμάτων, καθώς και το συσχετισμό τους με τον υπαίθριο χώρο. Η παρατήρηση αυτή οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η ομάδα των θέσεων που προσφέρουν τις απαραίτητες πληροφορίες για τη μελέτη της πολεοδομικής μορφής του ελλαδικού προϊστορικού οικισμού ταυτίζεται με το σύνολο των θέσεων που ταξινομούνται στην Κατηγορία 3. Αυτό σημαίνει ότι η ανάλυση των καταλοίπων του κτισμένου χώρου που θα ακολουθήσει πρόκειται να περιοριστεί στις θέσεις της Κατηγορίας 3, που αντιστοιχούν στο σύνολο των ιστορικών περιόδων μελέτης. Λαμβάνοντας υπόψη ότι στην Κατηγορία 3 δεν καταγράφεται καμία θέση της ΝΕ (πίν α, β και 8.2.1), η περίοδος αυτή εξαιρείται από την πολεοδομική ανάλυση των δεδομένων. 282

291 Κεφάλαιο ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 1 1% ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 2 0% ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 3 0% ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 0 ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 1 ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 2 ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 3 ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 0 99% Πίνακες α και β. Ποσότητα καταλοίπων του κτισμένου χώρου της ΝΕ. ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ Κατηγορία 0 Κατηγορία 1 Κατηγορία 2 Κατηγορία 3 ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ - ΘΡΑΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΗΠΕΙΡΟΣ ΙΟΝΙΑ ΝΗΣΙΑ ΘΕΣΣΑΛΙΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ - ΑΤΤΙΚΗ ΔΥΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ ΒΟΡΕΙΟ ΑΙΓΑΙΟ ΚΥΚΛΑΔΕΣ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ ΚΡΗΤΗ σύνολα Πίνακας Ποσότητα καταλοίπων του κτισμένου χώρου της ΝΕ. Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμο να σημειωθούν ορισμένες διευκρινίσεις που θα διευκολύνουν την ανάγνωση των σχεδίων που χρησιμοποιούνται για την πολεοδομική ανάλυση των οικισμών. Τα σχέδια συνοδεύονται από ένα κοινό υπόμνημα το οποίο βρίσκεται στην πρώτη σελίδα της ενότητας των σχεδίων. Καθένα από τα σχέδια συνοδεύεται από γραφική κλίμακα σχεδίασης, ώστε να γίνεται κατανοητή η πραγματική κλίμακα των καταλοίπων του κτισμένου χώρου κάθε οικισμού. Στην περίπτωση που ένας οικισμός προσφέρει κατάλοιπα του κτισμένου χώρου τα οποία ανήκουν σε περισσότερες από μια οικοδομικές φάσεις κατά τη διάρκεια μιας χρονολογικής περιόδου, τότε η παρουσίαση των κατόψεων των οικοδομικών φάσεων καθενός οικισμού γίνεται πάντα σε σειρά από την αρχαιότερη προς τη νεότερη φάση. Τέλος, στα τετράγωνα που πλαισιώνουν τις κατόψεις καθεμιάς οικοδομικής φάσης των οικισμών, οι δύο κάθετες πλευρές επέχουν θέσεις αξόνων συντεταγμένων, ώστε να γίνονται αντιληπτές οι ενδεχόμενες αλλαγές και μετατοπίσεις του κτισμένου χώρου κατά τις διαδοχικές φάσεις. 283

292 Κεφάλαιο 9 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9. Η ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΗ ΜΟΡΦΗ ΤΩΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΟΙΚΙΣΜΩΝ 9.1 Εκτεταμένες θέσεις και τούμπες Τα τελευταία χρόνια, η αρχαιολογική έρευνα στον ελλαδικό χώρο έχει καταλήξει στη διαπίστωση ότι οι νεολιθικές αρχαιολογικές θέσεις δεν έχουν μόνο τη μορφή της γνωστής τούμπας, αλλά ότι μαζί με την τούμπα συνυπάρχει μια δεύτερη μορφή θέσης, η αποκαλούμενη εκτεταμένη θέση. Η διάκριση αυτή οφείλεται σε δύο χαρακτηριστικά της μορφολογίας των θέσεων, την έκταση και το ύψος τους. Η αρχαιολογική τούμπα χαρακτηρίζεται από μικρή έκταση και ποικίλο, αλλά ευδιάκριτα ορατό ύψος στο τοπίο, ενώ η εκτεταμένη θέση χαρακτηρίζεται από μεγάλη έκταση, καταλαμβάνοντας χώρο 10 ώς και 25 φορές μεγαλύτερο από τις τούμπες, και μέσο ύψος τόσο χαμηλό, ώστε σπάνια σχηματίζει μια ελάχιστη ανύψωση στο τοπίο (Kotsakis 1999: 66, 67). Η αναφορά σε αυτή τη διάκριση των νεολιθικών αρχαιολογικών θέσεων κρίνεται απαραίτητη σ αυτό το σημείο, γιατί, όπως θα φανεί στη συνέχεια, η διαφορετική μορφολογία των θέσεων είναι εν μέρει το αποτέλεσμα της διαχρονικής εξέλιξης δύο διαφορετικών τρόπων οργάνωσης και χρήσης του ενδοκοινοτικού χώρου. Υποστηρίζεται, λοιπόν, ότι ο πρώτος τρόπος συνδέεται με την επαναλαμβανόμενη χρήση καθορισμένου χώρου στον άξονα του χρόνου, που οδηγεί στη διαμόρφωση της αρχαιολογικής τούμπας, ενώ ο δεύτερος τρόπος συνδέεται με την οριζόντια μετατόπιση του χώρου δραστηριότητας και εγκατάστασης, με αποτέλεσμα το σχηματισμό των επίπεδων εκτεταμένων αρχαιολογικών θέσεων (Ανδρέου και Κωτσάκης 1986: 83). Υποστηρίζεται ότι η παγιωμένη άποψη για τη μορφή της νεολιθικής θέσης ως μια υπερυψωμένη τούμπα που ξεχωρίζει εύκολα μέσα στο τοπίο οδήγησε σε μια μακρόχρονη προκατάληψη στην αρχαιολογική έρευνα πεδίου, που δεν ευνόησε την αναγνώριση των εκτεταμένων θέσεων μέσα στο λοφώδες ελληνικό τοπίο. Ο πρώτος οικισμός που α- ναγνωρίστηκε ως εκτεταμένη θέση είναι τα Βασιλικά C στην περιοχή της Θεσσαλονίκης. Η περιορισμένη σε έκταση ανασκαφική έρευνα της θέσης δεν επέτρεψε ασφαλή συμπεράσματα για τα χαρακτηριστικά των αρχαιολογικών αποθέσεων και την έκταση της θέσης, όμως, τα διαφορετικά μορφολογικά χαρακτηριστικά της θέσης, δηλαδή η μεγάλη έκταση και το χαμηλό ύψος της, αποτελούσαν ενδείξεις για μια διαφορετική διαδικασία σχηματισμού της θέσης σε σύγκριση με εκείνη της τούμπας. Η αρχαιολογική έρευνα αναγνώρισε στη συνέχεια και άλλες θέσεις με επίπεδη εκτεταμένη μορφή στο τοπίο της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας, μεταξύ των οποίων η Θέρμη Β, η Σταυρούπολη και η Αρέθουσα Θεσσαλονίκης, δύο θέσεις της λεκάνης Λαγκαδά, ο Μακρύγιαλος, τα Παλιάμπελα Κολινδρού, ο Προφήτης Ηλίας Σφενδάμης, η Σεβαστή και ο Κάτω Αηγιάννης Πιερίας, η Τούμπα Κρεμαστής Κοιλάδας και η Στάση Μαυροδενδρίου Κοζάνης (Κωτσάκης 1994: 127, Παππά 1999: 874, Χρυσοστόμου 1998: 165, Καραμήτρου-Μεντεσίδη 2001: 347). Σε αυτό το σύνολο των θέσεων θα πρέπει, επίσης, να προστεθεί το Σέσκλο της 284

293 Κεφάλαιο 9 Θεσσαλίας, τμήμα του οποίου συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά του επίπεδου εκτεταμένου οικισμού. Η παρουσία ενός νεολιθικού επίπεδου εκτεταμένου οικισμού στη Θεσσαλία δεν αποκλείει το ενδεχόμενο η μορφή της εκτεταμένης θέσης να συνυπάρχει με τις γνωστές νεολιθικές μαγούλες της Θεσσαλίας, τοπική ονομασία της αρχαιολογικής τούμπας, όπως ακριβώς συμβαίνει και στη Μακεδονία. Η μορφή των εκτεταμένων νεολιθικών θέσεων δεν περιορίζεται στο βόρειο ελλαδικό χώρο, αλλά συναντάται, επίσης, στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων. Έτσι, η εκτεταμένη θέση θεωρείται ως μια χαρακτηριστική μορφή νεολιθικού οικισμού της νοτιοανατολικής Ευρώπης (Whittle 1996: 54-61). Οι πρόσφατες ανασκαφικές έρευνες ο- ρισμένων εκτεταμένων θέσεων της Μακεδονίας, τα ανασκαφικά δεδομένα του Σέσκλου, καθώς και τα ανασκαφικά δεδομένα από άλλες εκτεταμένες θέσεις των Βαλκανίων, προσφέρουν σήμερα ικανοποιητικές ενδείξεις για την επιβεβαίωση των αρχικών εκτιμήσεων ως προς τα χαρακτηριστικά των εκτεταμένων θέσεων και τη διατύπωση ορισμένων προτάσεων για την ερμηνεία τους. Μια αρχική εκτίμηση που επιβεβαιώνεται είναι η οριζόντια μετατόπιση των περιοχών εγκατάστασης στη διαδοχή των οικοδομικών φάσεων των εκτεταμένων θέσεων, καθώς διαπιστώνεται μια φανερή διαφορά στο πάχος των αρχαιολογικών στρωμάτων σε σύγκριση με το αντίστοιχο πάχος των στρωμάτων στις τούμπες. Το χαρακτηριστικό αυτό επιβεβαιώνεται, επίσης, από την ανομοιογένεια της στρωματογραφίας των εκτεταμένων θέσεων (Κωτσάκης 1994: 127, Pappa και Besios 1999: 110, Παππά et al. 2003: , Αδάμ-Βελένη et al. 2004: 178). Το δεύτερο χαρακτηριστικό των εκτεταμένων θέσεων αφορά στην οργάνωση του ενδοκοινοτικού χώρου, η οποία συνίσταται σε ομάδες κτισμάτων που είναι αραιά κατανεμημένες στο χώρο. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η πυκνότητα των κτισμάτων σε αυτές τις συγκεντρώσεις είναι ορισμένες φορές εξαιρετικά πυκνή, πλησιάζοντας την πυκνότητα της διάταξης των κτισμάτων που συναντάται στις τούμπες. Το στοιχείο, όμως, που θεωρείται ότι παραμένει ως ουσιαστική ειδοποιός διαφορά σε σύγκριση με τις τούμπες είναι η χαρακτηριστικά λιγότερο περιορισμένη δυναμική της επέκτασης του οικισμού. Η αναγνώριση των παραπάνω χαρακτηριστικών των εκτεταμένων θέσεων αποτελεί για τους αρχαιολόγους τη βάση για την ανάπτυξη του προβληματισμού σχετικά με την ερμηνεία τους. Εκτιμάται ότι οι περιβαλλοντικοί παράγοντες θα πρέπει να είχαν κατ αρχήν κάποια επιρροή στη μορφή των οικισμών. Ο Κωτσάκης, λαμβάνοντας υπόψη τη χωροθέτηση των θέσεων στο τοπίο της λεκάνης του Λαγκαδά, που εντοπίστηκαν πρόσφατα με την εντατική επιφανειακή έρευνα που διεξάγεται εκεί, υποστηρίζει ότι οι περιβαλλοντικοί παράγοντες θα πρέπει να επηρέασαν κατ αρχήν τη μορφή των θέσεων. Η ανάπτυξη δύο εκτεταμένων οικισμών συνδέεται με τη χωροθέτησή τους σε σκληρό έ- δαφος που είναι δύσκολο να δουλευτεί, ενώ η ανάπτυξη της μορφής της τούμπας συνδέεται με τη χωροθέτησή τους σε ένα πιο ελαφρύ και ευκολοδούλευτο έδαφος. Στην πρώτη περίπτωση, θεωρείται πιθανό ότι μια πιο έντονη χειρονακτική εργασία και το 285

294 Κεφάλαιο 9 λίπασμα από την κοπριά και τα απορρίμματα της κουζίνας θα πρόσφεραν μαζί ένα τρόπο για να γίνει το έδαφος πιο ευκολοδούλευτο για τις ανάγκες της καλλιέργειας. Η εγγύτητα των νοικοκυριών στην περιοχή της καλλιέργειας θα ευνοούσε μια τέτοια στρατηγική, διαχέοντας μ αυτό τον τρόπο το χώρο της παραγωγής μέσα στο χώρο του οικισμού. Η ανάγκη για την εγγύτητα του χώρου παραγωγής στο χώρο κατοίκησης θα περιόριζε ενδεχομένως την πρόθεση για την επέκταση της καλλιεργήσιμης έκτασης και κατ επέκταση την αύξηση της παραγωγής. Στη δεύτερη περίπτωση, όμως, είναι πιθανό ότι το ευκολοδούλευτο έδαφος θα ευνοούσε τη δυνατότητα επέκτασης της καλλιεργήσιμης περιοχής, προσφέροντας έτσι ως εναλλακτική τη διαφοροποίηση της παραγωγής και δημιουργώντας κατάλληλες συνθήκες για ένα πιο ευμετάβλητο σύστημα παραγωγής, που θα προωθούσε σταδιακά την εντατικοποίηση της παραγωγής. Σύμφωνα με αυτό το συλλογισμό, λοιπόν, τα διαφορετικά περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά θα απαιτούσαν εναλλακτικούς τρόπους καλλιέργειας της γης. Ο κάθε ένας από τους τρόπους καλλιέργειας θα οδήγησε σταδιακά σε έναν διαφορετικό τρόπο οργάνωσης της παραγωγής. Για τον Κωτσάκη, η οργάνωση της παραγωγής είναι η παράμετρος που επηρεάζει ουσιαστικά τη μορφή του οικισμού κι όχι ο τρόπος της καλλιέργειας. Αυτό συμβαίνει γιατί η οργάνωση της παραγωγής συνδέεται με τις κοινωνικές σχέσεις της παραγωγής, οι οποίες αποτελούν μια σημαντική συνιστώσα στην οργάνωση και χρήση του χώρου. Η συνέχεια που παρατηρείται στην ανακατασκευή των κτισμάτων στην ίδια θέση μέσα σε έναν οικισμό με μορφή τούμπας υποδεικνύει τη διεκδίκηση ενός συγκεκριμένου κομματιού γης από καθεμιά ανεξάρτητη παραγωγική μονάδα της νεολιθικής κοινωνίας, δηλαδή από κάθε ένα νοικοκυριό, η οποία λειτουργεί πιθανώς σε α- νταγωνιστική σχέση με τις υπόλοιπες μονάδες της κοινότητας. Η σταθερή θέση ενός οικήματος στο χώρο μιας τούμπας προσδίδει συμβολική αξία όχι μόνο στη συνέχεια του ίδιου του οικήματος, αλλά και στη συνέχεια του νοικοκυριού που κατοικεί εκεί, υποδηλώνοντας μ αυτόν τον τρόπο τη σπουδαιότητα της συνέχειας και της καταγωγής του μεμονωμένου νοικοκυριού. Η απουσία αυτής της υλικής και συμβολικής συνέχειας του νοικοκυριού σ έναν εκτεταμένο οικισμό υποδεικνύει, ενδεχομένως, τη μετατόπιση της έννοιας της καταγωγής και της γενεαλογίας από το επίπεδο του μεμονωμένου νοικοκυριού στο επίπεδο της κοινότητας (Kotsakis 1999: 71-74). Αυτή η διάκριση στην οργάνωση του ενδοκοινοτικού χώρου που παρατηρείται ανάμεσα στις τούμπες και τις εκτεταμένες θέσεις περιορίζεται προς το παρόν σε συγκεκριμένα χρονολογικά και γεωγραφικά πλαίσια. Με βάση τα σημερινά δεδομένα της έρευνας, στη Μακεδονία, οι εκτεταμένες θέσεις επιβεβαιώνονται στη διάρκεια της ΝΝ, ενώ στη Θεσσαλία, οι ενδείξεις για την παρουσία εκτεταμένων θέσεων περιορίζονται σε μία μόνο θέση της ΜΝ περιόδου, το Σέσκλο. Δεν αποκλείεται η μελλοντική αρχαιολογική έρευνα πεδίου να διευρύνει το χρονολογικό και γεωγραφικό πλαίσιο εμφάνισης των εκτεταμένων οικισμών στον ελλαδικό χώρο. Μια τέτοια προοπτική της έ- 286

295 Κεφάλαιο 9 ρευνας θα μπορέσει πιθανώς να δώσει πιο βέβαιες απαντήσεις για τους λόγους ύπαρξης μιας τέτοιας διάκρισης στην οργάνωση του ενδοκοινοτικού χώρου. Η πολεοδομική ανάλυση των καταλοίπων του κτισμένου χώρου των προϊστορικών οικισμών του ελλαδικού χώρου που ακολουθεί δεν μπορεί να μην λάβει υπόψη μια τέτοια βασική διάκριση στην οργάνωση του ενδοκοινοτικού χώρου, όταν αυτό απαιτείται με βάση τα διαθέσιμα πολεοδομικά δεδομένα. Θα πρέπει, όμως, να σημειωθεί ότι οι σημερινές περιορισμένες γνώσεις για τη χρονική και γεωγραφική κατανομή των εκτεταμένων θέσεων στο τοπίο του ελλαδικού χώρου, καθώς επίσης και οι λιγοστές γνώσεις για τη μορφή των εκτεταμένων θέσεων, δεν επιτρέπουν τη διεξοδική συζήτηση γύρω από αυτή τη βασική διάκριση της μορφής των οικισμών. 287

296 Κεφάλαιο Τυπολογία των οικισμών κατά ιστορική περίοδο Αρχαιότερη Νεολιθική Στους πίνακες α και β καταγράφεται η κατανομή των θέσεων της ΑΝ στις κατηγορίες ταξινόμηση με βάση την ποσότητα των καταλοίπων του κτισμένου χώρου. Σύμφωνα με τα δεδομένα των γραφημάτων, το μεγαλύτερο ποσοστό θέσεων της ΑΝ περιόδου (90%) καταγράφεται στην Κατηγορία 0 (285 θέσεις), που σημαίνει ότι στην πλειονότητα των θέσεων της περιόδου δεν καταγράφονται αρχιτεκτονικά λείψανα. Με μεγάλη απόκλιση ως προς το πρώτο ποσοστό (90%), το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό θέσεων (8%) καταγράφεται στην Κατηγορία 1 (24 θέσεις). Ακόμη πιο χαμηλό εμφανίζεται το ποσοστό των θέσεων που καταγράφεται στην Κατηγορία 3, μόλις 1%, το ο- ποίο αντιστοιχεί σε σύνολο 4 θέσεων της ΑΝ περιόδου. Το ίδιο ποσοστό θέσεων (1%) σημειώνεται στην Κατηγορία 2, το οποίο αντιπροσωπεύει 3 θέσεις της ΑΝ περιόδου. Σύμφωνα με τον πίνακα γ, οι θέσεις της Κατηγορίας 3 κατανέμονται σε τρεις περιφέρειες του ελλαδικού χώρου. Στην Κεντρική Μακεδονία ανήκουν δύο θέσεις, η Νέα Νικομήδεια Ημαθίας και τα Παλιάμπελα Πιερίας, στη Θεσσαλία ανήκει το Αχίλλειο Λάρισας και στην Κρήτη ανήκει η γνωστή από τα μινωικά χρόνια Κνωσός. Με εξαίρεση τα Παλιάμπελα, για τα οποία δεν υπάρχει προς το παρόν δημοσίευση των αρχιτεκτονικών καταλοίπων, οι υπόλοιπες τρεις θέσεις πρόκειται να αποτελέσουν αντικείμενο πολεοδομικής ανάλυσης. Είναι φανερό ότι τα χαρακτηριστικά της πολεοδομικής μορφής των οικισμών της Νέας Νικομήδειας, του Αχίλλειου και της Κνωσού δεν αποτελούν παρά ένα μικρό δείγμα της μορφής των οικισμών της ΑΝ. Αναμφίβολα ένα τόσο μικρό δείγμα δεν επιτρέπει μια ολοκληρωμένη εικόνα για τα πολεοδομικά χαρακτηριστικά των οικισμών της ΑΝ, όπως εκείνα διαμορφώθηκαν στους πολυάριθμους πρώιμους οικισμούς του ελλαδικού χώρου. Ωστόσο, εκείνο που έχει ενδιαφέρον είναι η προέλευση των οικισμών από διαφορετικούς πυρήνες του χωροταξικού δικτύου της ΑΝ περιόδου, γεγονός που δίνει το πλεονέκτημα της συγκριτικής μελέτης θέσεων από διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές του ελλαδικού χώρου (χάρτης 9.2). Η Νέα Νικομήδεια αποτελεί μια θέση του βόρειου ελλαδικού χώρου, ιδρυμένη στο νοτιοδυτικό άκρο της πεδιάδας των Γιαννιτσών, σε μια περιοχή όχι πολύ μακριά από την ακτή εκείνης της εποχής (εικ ) (Rodden 1976: 150, Μερούσης και Στεφανή 1999: 738). Το Αχίλλειο είναι μια μεσόγεια θέση στα ΝΑ της δυτικής θεσσαλικής πεδιάδας, στη λοφώδη περιοχή των Φαρσάλων, πάνω από την κοιλάδα ενός παραπόταμου του Ενιπέα (εικ ) (Gimbutas, Winn και Shimabuku 1989: 1). Από την άλλη, η Κνωσός αποτελεί μια θέση του νότιου ελλαδικού χώρου που ιδρύθηκε σε μεσόγεια θέση, όχι μακριά από τη βόρεια ακτή της Κρήτης, πάνω σε μια χαμηλή νησίδα γης στη συμβολή των χειμάρρων Βλυχιάς και Καίρατος (εικ ) (Evans 1994: 1). Η χωρική κατανομή των θέσεων ευνοεί τη διερεύνηση 288

297 Κεφάλαιο 9 της σχέσης ή των διαφορών των πολεοδομικών χαρακτηριστικών των οικισμών του πυκνοκατοικημένου βορρά και του αραιοκατοικημένου νότου της ΑΝ περιόδου. Ο εμπλουτισμός των δεδομένων που προσφέρουν οι θέσεις της Κατηγορίας 3 με τα αντίστοιχα δεδομένα των θέσεων της Κατηγορίας 2 θεωρείται ότι συμβάλλει θετικά στην προοπτική μιας τέτοιας διερεύνησης ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 1 8% ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 2 1% ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 3 1% ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 0 ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 1 ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 2 ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 3 ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 0 90% Πίνακες α και β. Κατάλοιπα του κτισμένου χώρου της ΑΝ. ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ Κατηγορία 0 Κατηγορία 1 Κατηγορία 2 Κατηγορία 3 ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ - ΘΡΑΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΗΠΕΙΡΟΣ ΙΟΝΙΑ ΝΗΣΙΑ ΘΕΣΣΑΛΙΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ - ΑΤΤΙΚΗ ΔΥΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ ΒΟΡΕΙΟ ΑΙΓΑΙΟ ΚΥΚΛΑΔΕΣ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ ΚΡΗΤΗ σύνολα Πίνακας γ. Ποσότητα καταλοίπων του κτισμένου χώρου της ΑΝ. Νέα Νικομήδεια Τρεις οικοδομικές φάσεις της ΑΝ περιόδου έχουν αναγνωριστεί στον οικισμό της Νέας Νικομήδειας (Pyke 1996: 9). Τα κατάλοιπα του κτισμένου χώρου σε καθεμιά από τις οικοδομικές φάσεις προσφέρουν πλούσιες πληροφορίες για την πολεοδομική μορφή των τριών διαδοχικών οικισμών (σχ ). Στην αρχαιότερη φάση 1 του οικισμού, τα κτίσματα στέκονται ελεύθερα ως ανεξάρτητες μονάδες στον ενδοκοινοτικό χώρο και η διάταξη των κτισμάτων στο χώρο είναι αραιή, αφήνοντας ανάμεσά τους κενά ακανόνιστου σχήματος και μεγέθους. Η κάτοψη του οικισμού δεν αποτυπώνει μια γεωμετρία ή ένα συγκεκριμένο κανόνα στη χωροθέτηση των κτισμάτων στο χώρο. Σχετικά με την παρουσία κάποιου στοιχείου οροθέτησης του οικισμού, ο Robert Rodden είχε υποστηρίξει αρχικά ότι δύο παράλληλες τάφροι που εντοπίστηκαν στο ανατολικό 289

298 Κεφάλαιο 9 άκρο του οικισμού διανοίχτηκαν στη διάρκεια της ΑΝ περιόδου. Στην τελική δημοσίευση της μελέτης των αρχιτεκτονικών λειψάνων του οικισμού, όμως, υπογραμμίζεται ότι σήμερα ο ίδιος ο Rodden διατηρεί επιφυλάξεις για το αν οι συγκεκριμένες τάφροι ανήκουν πράγματι στην ΑΝ περίοδο. Επομένως, η παρουσία των τάφρων δεν μπορεί να υποστηριχτεί με βεβαιότητα, πόσο μάλλον δεν μπορεί να γίνουν υποθέσεις για την ενδεχόμενη χρήση τους (Pyke 1996: 52). Η ανασκαφή δεν αποκάλυψε κάποιο χωρικό στοιχείο το οποίο μπορεί να ταυτιστεί με τη χάραξη δρόμου για την εξυπηρέτηση της κυκλοφορίας στον ενδοκοινοτικό χώρο. Μεταξύ των κτισμάτων του οικισμού αποτυπώνονται ανοιχτοί χώροι που φιλοξενούν οικιακές δραστηριότητες, όπως υποδεικνύει η παρουσία λάκκων, φούρνων και εστιών. Ο οικισμός φαίνεται να είναι σχεδόν προσανατολισμένος πάνω στον άξονα Α-Δ, όμως τα κτίσματα δεν είναι χωροθετημένα σε παράλληλα διάταξη, αλλά σημειώνουν αποκλίσεις ως προς τον άξονα Α-Δ. Στις επόμενες δύο οικοδομικές φάσεις του οικισμού δεν παρατηρούνται ουσιαστικές αλλαγές στη δομή του. Οι μόνες αλλαγές περιορίζονται σε ορισμένες μετατοπίσεις κτισμάτων, οι ο- ποίες σε κάποιες περιπτώσεις είναι τόσο μικρές, ώστε ο στρωματογραφικός διαχωρισμός των επάλληλων κατασκευών να γίνεται με δυσκολία. Το ορθογώνιο σχήμα κάτοψης κυριαρχεί στα κτίσματα της Νέας Νικομήδειας στη διάρκεια των τριών οικοδομικών φάσεων, άλλοτε σε πιο επιμήκη και άλλοτε σε πιο τετράγωνη εκδοχή. Στις δύο πρώτες οικοδομικές φάσεις επιβεβαιώνονται εσωτερικά χωρίσματα, που διαιρούν τον εσωτερικό χώρο είτε σε δύο ισομεγέθη δωμάτια είτε σε ένα μεγάλο δωμάτιο και σε ένα δεύτερο μικρότερο χώρο. Το μέγεθος των κτισμάτων παρουσιάζει μια σχετική ομοιογένεια, με μοναδική εξαίρεση ένα κτίσμα που έχει κεντρική θέση στον ανασκαμμένο χώρο και διατηρεί τις μεγαλύτερες διαστάσεις στην πρώτη και τη δεύτερη οικιστική φάση. Ο Gylian Pyke κάνει λόγο για ένα πιθανό κτίριο ειδικής χρήσης, χρησιμοποιώντας ως επιχείρημα τη διαφορά που παρουσιάζει στο μέγεθος σε σύγκριση με τα υπόλοιπα σύγχρονα κτίσματα και τη σταθερή του θέση στον ενδοκοινοτικό χώρο για δύο συνεχόμενες οικοδομικές φάσεις (Pyke 1996: 44-45). Τα κτίσματα της Νέας Νικομήδειας είναι πασσαλόπηκτα, με τοίχους που κατασκευάζονται από στοιβαχτό πηλό (pisé). Οι τοίχοι θεμελιώνονται σε τάφρους θεμελίωσης που α- νοίγονται για το σκοπό αυτό, μια τεχνική που εγκαταλείπεται στην τρίτη οικιστική φάση. Τα κτίσματα του οικισμού είναι προσανατολισμένα σχεδόν πάνω στον άξονα Α-Δ, με μικρές αποκλίσεις που γίνονται περισσότερο έντονες στη διάρκεια της τρίτης οικοδομικής φάσης. Αχίλλειο Η ανασκαφική στρωματογραφία υποδεικνύει πέντε διακεκριμένες οικοδομικές φάσεις της ΑΝ στον οικισμό του Αχίλλειου. Τα πολεοδομικά δεδομένα για τις τρεις πρώτες φάσεις είναι ιδιαίτερα περιορισμένα, με αποτέλεσμα η μελέτη της πολεοδομι- 290

299 Κεφάλαιο 9 κής μορφής του οικισμού να περιορίζεται στις δύο τελευταίες οικοδομικές φάσεις της ΑΝ (σχ ). Στην αρχαιότερη φάση ΙΙa αποκαλύφθηκαν τα λείψανα ενός κτίσματος που στέκεται ελεύθερο στο χώρο, γύρω από το οποίο εκτείνεται ανοιχτός υ- παίθριος χώρος που καλύπτει την υπόλοιπη έκταση της ανασκαφής. Μολονότι η έκταση της ανασκαφής είναι ιδιαίτερα περιορισμένη, η απουσία ενός δεύτερου κτίσματος σ αυτή την έκταση υποδεικνύει τη χωροθέτηση των κτισμάτων ως ανεξάρτητων μονάδων σε αραιή διάταξη στον ενδοκοινοτικό χώρο. Οι μεγάλοι ανοιχτοί χώροι μεταξύ των κτισμάτων οργανώνονται για την εξυπηρέτηση οικιακών δραστηριοτήτων, όπως υποδεικνύει η παρουσία μιας εστίας, ενός φούρνου και λάκκων στον εξωτερικό χώρο. Στην επόμενη φάση IΙb διαπιστώνεται η συνέχιση του βασικού μοντέλου οργάνωσης του ενδοκοινοτικού χώρου, μολονότι σημειώνεται μια μετατόπιση του κτισμένου χώρου προς τα ΝΔ. Ο χώρος γύρω από το μοναδικό κτίσμα παραμένει ανοιχτός για υπαίθριες δραστηριότητες, ενώ ένα μικρό τμήμα του φαίνεται να υπήρξε στεγασμένο. Η παρουσία μιας ασυνήθιστα μεγάλης εστίας οδηγεί στην υπόθεση της συλλογικής χρήσης του χώρου. Ο προσανατολισμός του οικισμού δεν είναι ξεκάθαρος, όμως, αν θεωρηθεί ότι ακολουθεί τον προσανατολισμό των κτισμάτων, τότε πιθανόν να βρίσκεται πάνω στον άξονα Α-Δ, με απόκλιση προς το ΒΑ-ΝΔ άξονα (Winn και Shimabuku 1989: 32-38). Σε καμία από τις δύο φάσεις δεν υπήρξαν ενδείξεις για οροθέτηση του οικισμού, αν και θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι ανασκαφικές τομές ανοίχτηκαν στο κέντρο της μαγούλας και όχι στην περιφέρειά της, που πιθανόν να ταυτίζεται με τα όρια του οικισμού. Οι πληροφορίες για την αρχιτεκτονική των κτισμάτων έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς προέρχονται από το σύνολο των πέντε διαδοχικών οικοδομικών φάσεων, α- ποκαλύπτοντας σημαντικές διαφορές για τις κατασκευαστικές τεχνικές από την αρχαιότερη ώς τη νεότερη φάση της ΑΝ περιόδου. Μολονότι τα αρχιτεκτονικά λείψανα είναι περιορισμένα για τις δύο πρώτες οικοδομικές φάσεις του οικισμού, τα δεδομένα υποδεικνύουν την πιθανή παρουσία λακκοειδών κτισμάτων. Στην ακόλουθη φάση Ib αποκαλύπτονται λίθοι τοποθετημένοι σε αυλάκι που χρησιμεύουν ως λίθινα θεμέλια για την κατασκευή ενός κτίσματος, καθώς και κομμάτια της ανωδομής κατασκευασμένα με στοιβαχτό πηλό. Το σχήμα του κτίσματος υπήρξε αδύνατο να αποκατασταθεί, αλλά τα δεδομένα υποδεικνύουν ως πιο πιθανό το ορθογώνιο σχήμα. Στις τελευταίες δύο φάσεις της ΑΝ η τεχνική κατασκευής των σπιτιών αλλάζει για ακόμη μια φορά, με την υιοθέτηση της τεχνικής των πασσαλόπηκτων κτισμάτων. Στο Αχίλλειο, οι τοίχοι των πασσαλόπηκτων κτισμάτων κατασκευάζονται με καλαμωτή, η οποία στη συνεχεία καλύπτεται με λάσπη. Το σχήμα των πασσαλόπηκτων κτισμάτων είναι επίμηκες ορθογώνιο. Στοιχεία για τον προσανατολισμό των κτισμάτων του οικισμού προέρχονται μόνο από τις τρεις νεότερες οικοδομικές φάσεις του. Το κτίσμα της φάσης Ιb είναι ευθυγραμμισμένο πάνω στον άξονα Β-Ν, ενώ στις δύο επόμενες διαδοχικές οικοδομικές φάσεις 291

300 Κεφάλαιο 9 τα πασσαλόπηκτα κτίσματα είναι προσανατολισμένα πάνω στον άξονα Α-Δ, με απόκλιση προς το ΒΑ-ΝΔ άξονα (Winn και Shimabuku 1989: 66). Κνωσός Η ανασκαφική έρευνα στην Κνωσό αποκάλυψε έξι διακεκριμένες οικοδομικές φάσεις της ΑΝ περιόδου. Κατάλοιπα του κτισμένου χώρου της ΑΝ αποκαλύφθηκαν σε τομές που ανοίχτηκαν στην Κεντρική Αυλή του μεταγενέστερου ανακτόρου της Κνωσού, καθώς και σε τομές στη Δυτική Αυλή του μινωικού ανακτόρου (Evans 1971: 95-97). Τα δεδομένα για τις δύο περιοχές προέρχονται από περιορισμένης έκτασης τομές, με αποτέλεσμα η εικόνα για την πολεοδομική μορφή του οικισμού να μην είναι παρά αποσπασματική. Στην Κεντρική Αυλή (σχ ), στο στρώμα ΙΧ, τα λείψανα δύο κτισμάτων που στέκονται ελεύθερα στο χώρο και σε σχεδόν παράλληλη θέση καθιστούν πιθανή τη χωροθέτηση των κτισμάτων ως ανεξάρτητων μονάδων σε παράλληλη διάταξη μέσα στον ενδοκοινοτικό χώρο. Δεν υπάρχουν τεκμήρια για τον προσανατολισμό ολόκληρου του οικισμού, ωστόσο, είναι βέβαιο ότι τα δύο κτίσματα είναι προσανατολισμένα πάνω στον άξονα Β-Ν, με μια μικρή απόκλιση προς τα ΒΑ-ΝΔ. Στην επόμενη οικιστική φάση VIII, παρατηρείται μετατόπιση του κτισμένου χώρου, καθώς τα λείψανα ενός κτίσματος βρίσκονται στα δυτικά του προγενέστερου δυτικού κτίσματος, ενώ ο υπόλοιπος χώρος της τομής παραμένει κενός. Η μετατόπιση του κτίσματος συνοδεύεται από μια αλλαγή στον προσανατολισμό του, που τώρα παρουσιάζει μια απόκλιση προς τα ΒΔ-ΝΑ σε σχέση με τον άξονα Β-Ν, κάνοντας πιθανή μια ευρύτερη αλλαγή του προσανατολισμού του οικισμού. Στην ακόλουθη φάση VII, διαπιστώνεται συνέχεια τόσο στη διάταξη των κτισμάτων του οικισμού όσο και στον προσανατολισμό του. Στο στρώμα που α- ντιστοιχεί στην επόμενη οικιστική φάση VI δεν υπήρξαν αναγνωρίσιμα αρχιτεκτονικά λείψανα, όσο για τα λείψανα των φάσεων V και IV αντιπροσωπεύουν κυρίως αυλές, που σημαίνει ότι η περιοχή αποτελούσε μέρος οργανωμένου ανοιχτού χώρου του οικισμού. Η διάταξη των κατασκευών πάνω στον άξονα Β-Ν, με μικρή απόκλιση προς τα ΒΔ-ΝΑ, φανερώνει τη διατήρηση του προσανατολισμού των προγενέστερων κτισμάτων (Evans 1964: ). Τα δεδομένα από τη Δυτική Αυλή (σχ ) της Κνωσού εμφανίζουν διαφορές σε σύγκριση με εκείνα της Κεντρικής Αυλής. Στις τομές που ανοίχτηκαν αναγνωρίστηκε ένα στρώμα της ΑΝ Ι, στην οποία χρονολογούνται, επίσης, τα στρώματα Χ ώς V που βρέθηκαν στην Κεντρική Αυλή, καθώς και τρία διακεκριμένα στρώματα της ΑΝ ΙΙ, στην οποία χρονολογείται το στρώμα IV της Κεντρικής Αυλής. Στο στρώμα της ΑΝ Ι τα αρχιτεκτονικά λείψανα είναι ιδιαίτερα αποσπασματικά, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατο να ταυτιστούν με συγκεκριμένες κατόψεις κατασκευών. Τα λείψανα της ΑΝ ΙΙ υπήρξαν περισσότερο αποδοτικά. Στο στρώμα της ΑΝ ΙΙA αποκαλύφθηκε μια πυκνά δομημένη έ- κταση που πιθανόν να αντιστοιχεί σε ένα ή περισσότερα κτίσματα. Οι ελεύθεροι χώ- 292

301 Κεφάλαιο 9 ροι απουσιάζουν από τη συγκεκριμένη περιοχή, γεγονός που επιτρέπει την εκτίμηση για μια συμπαγή διάταξη των κτισμάτων. Η ίδια συμπαγής διάταξη αναγνωρίζεται και στην περίπτωση του στρώματος AN IIC. Ο προσανατολισμός του οικισμού φαίνεται να ακολουθεί τον άξονα Β-Ν, με μια πολύ μικρή απόκλιση προς τα ΒΑ-ΝΔ. Μολονότι η α- νασκαφική τομή αποκαλύπτει ένα πολύ μικρό τμήμα του οικισμού, είναι φανερή μια πυκνότητα στη δόμηση, που διαφέρει σημαντικά από εκείνη των προγενέστερων φάσεων στην Κεντρική Αυλή. Ο John Evans υποστηρίζει ότι ευμεγέθη τμήματα του οικισμού θα πρέπει να παρέμεναν ως ανοιχτοί χώροι για την εξυπηρέτηση των εξωτερικών εργασιών, στοιχείο που χαρακτηρίζει τον οικισμό σε ολόκληρη την ΑΝ Ι περίοδο (Evans 1994: 114). Η συμπαγής δόμηση και οι μεγάλοι ανοιχτοί χώροι αποτελούν δύο στοιχεία των οποίων η συνύπαρξη επιτρέπει την υπόθεση ότι ο κτισμένος χώρος ήταν οργανωμένος σε συμπαγείς οικοδομικές νησίδες, τις οποίες χώριζαν μεγάλοι ανοιχτοί χώροι. Ενδείξεις για τη χάραξη και την κατασκευή δρόμων δεν υπήρξαν στις διάφορες τομές που ανοίχτηκαν στον οικισμό της Κνωσού. Στη διάρκεια της ΑΝ περιόδου παρατηρούνται αλλαγές στην αρχιτεκτονική του οικισμού, τόσο στη μορφή των κτισμάτων όσο και στην κατασκευαστική τεχνική που εφαρμόζεται. Στις δύο πρώτες οικοδομικές φάσεις ΙΧ και VIII αποτυπώνονται τετράπλευρα μονόχωρα κτίσματα, με τοίχους κατασκευασμένους εξ ολοκλήρου από πλίνθους. Στην ακόλουθη φάση VII διαπιστώνεται μια αλλαγή στη μορφή των κτισμάτων του οικισμού με την εμφάνιση μιας πιο πολύπλοκης κάτοψης, που σχηματίζεται με τη σύνθεση δύο και περισσότερων δωματίων. Η αλλαγή στην κάτοψη των κτισμάτων συνοδεύεται από την υιοθέτηση μιας νέας τεχνικής δόμησης, που θα ισχύσει ώς το τέλος της ΑΝ περιόδου. Οι τοίχοι από πλίνθους αντικαθίστανται από τοίχους κατασκευασμένους από στοιβαχτό πηλό, οι οποίοι στηρίζονται πάνω σε λίθινα θεμέλια. Πληροφορίες για την κάτοψη των κτισμάτων στις δύο ακόλουθες φάσεις VI και V δεν υπάρχουν, αλλά η σύνθετη κάτοψη πιθανόν να εξακολουθεί να υφίσταται μέχρι το ξεκίνημα της ΑΝ ΙΙ. Τα κτίσματα της ΑΝ ΙΙ που αποκαλύπτονται στη Δυτική Αυλή, αλλά και στη δοκιμαστική τομή ΧΥ, αποτελούνται από τη σύνθεση πολλών μικρών ορθογώνιων δωματίων, τα οποία κατασκευάζονται με τοίχους από στοιβαχτό πηλό που εδράζονται πάνω σε λίθινα θεμέλια (Evans 1994: 8, 11). Συμπεράσματα για την πολεοδομική μορφή των οικισμών της ΑΝ Η αποσπασματικότητα των πολεοδομικών δεδομένων της ΑΝ περιόδου αποτελεί ένα σημαντικό εμπόδιο τόσο για την αναγνώριση μιας τυπολογίας της πολεοδομικής μορφής των οικισμών της περιόδου όσο και για την αναγωγή των παρατηρήσεων στην ευρύτερη κλίμακα των οικισμών ολόκληρου του ελλαδικού χώρου. Ωστόσο, η πολεοδομική ανάλυση των καταλοίπων του κτισμένου χώρου των οικισμών της Νέας Νικομήδειας, του Αχίλλειου και της Κνωσού αναδεικνύει ορισμένα στοιχεία που θεωρείται ότι αξίζει να 293

302 Κεφάλαιο 9 υπογραμμιστούν προκειμένου να αποτελέσουν ένα πεδίο συζήτησης. Το κύριο στοιχείο που αναδεικνύεται με την ανάλυση αυτών των καταλοίπων της ΑΝ είναι η απουσία συγκεκριμένης γεωμετρικής δομής, που να παραπέμπει σε κάποιο από τα οργανωμένα μοντέλα ανάπτυξης των οικισμών που αναγνωρίζονται από τους γεωγράφους και τους αρχαιολόγους. Οι διαδοχικές κατόψεις των οικισμών αποτυπώνουν την ελεύθερη χωροθέτηση των κτισμάτων ως ανεξάρτητων μονάδων στον ενδοκοινοτικό χώρο, χωρίς συμμόρφωση προς ένα συγκεκριμένο γεωμετρικό κανόνα. Τη μόνη εξαίρεση σ αυτό το γενικό κανόνα της ελεύθερης διάταξης των κτισμάτων ως ανεξάρτητων μονάδων αποτελούν οι δύο οικοδομικές φάσεις της ΑΝ ΙΙ στην Κνωσό. Η κατασκευή των κτισμάτων σε επαφή μεταξύ τους, που έχει ως αποτέλεσμα το σχηματισμό ευρύτερων κτιριακών συνόλων με συμπαγή μορφή, σε συνδυασμό με τους ευμεγέθεις ανοιχτούς χώρους που εντοπίζονται ανάμεσα στα συμπαγή κτιριακά σύνολα, καθιστούν πιθανή την οργάνωση του ενδοκοινοτικού χώρου σε οικοδομικές νησίδες που διαχωρίζονται μεταξύ τους από μεγάλους υ- παίθριους χώρους. Σε κανέναν από τους τρεις οικισμούς της Κατηγορίας 3 της ΑΝ περιόδου δεν αναγνωρίστηκε κάποια κατασκευή που να περιβάλλει τον ενδοκοινοτικό χώρο, σηματοδοτώντας τα όρια του οικισμού. Η παρατηρούμενη απουσία κατασκευών οροθέτησης από τους παραπάνω τρεις οικισμούς δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ως ένα χαρακτηριστικό της πολεοδομικής μορφής των οικισμών με καθολική ισχύ στον ελλαδικό χώρο, καθώς προς το παρόν το δείγμα αποτελεί ένα πολύ μικρό ποσοστό του συνολικού αριθμού των θέσεων της ΑΝ περιόδου. Μια πρόσφατη δημοσίευση των ανασκαφικών δεδομένων από το νεολιθικό οικισμό στα Παλιάμπελα της Πιερίας κάνει λόγο για τον εντοπισμό διπλών τάφρων που περιέβαλαν τον οικισμό στη διάρκεια της ΑΝ περιόδου (Κωτσάκης και Halstead 2004: 410). Λόγω του αρχικού σταδίου της έρευνας δεν προσφέρονται περισσότερες πληροφορίες για την κατασκευή, το σχήμα ή τη χρήση των τάφρων. Μολονότι η χρήση των τάφρων είναι ασαφής προς το παρόν, παραμένει αδιαμφισβήτητη η παρουσία τους ως χωρικό στοιχείο που προσδιορίζει το όριο του κατοικημένου χώρου. Πιθανόν η μελλοντική ανασκαφική έρευνα να φέρει στο φως και άλλους οροθετημένους οικισμούς της ΑΝ περιόδου στον ελλαδικό χώρο, ώστε να αποσαφηνιστεί αν οι τάφροι που καταγράφονται στα Παλιάμπελα αποτελούν ένα τυπικό στοιχείο της πολεοδομικής μορφής των οικισμών της περιόδου ή αν αποτελούν την εξαίρεση στον κανόνα. Η αραιή δόμηση και η παρουσία ανοιχτών περιοχών μέσα στα όρια του ενδοκοινοτικού χώρου χαρακτηρίζουν τους τρεις οικισμούς της ΑΝ περιόδου. Σύμφωνα με τις σταθερές κατασκευές και την κατανομή των ευρημάτων, οι ανοιχτοί χώροι εξυπηρετούσαν δραστηριότητες όπως η παρασκευή της τροφής, το πλάσιμο και το ψήσιμο των κεραμικών σκευών, η κατασκευή των εργαλείων, ενώ στον ίδιο χώρο γινόταν και η απόθεση των οικιακών απορριμμάτων. Υπάρχουν ενδείξεις ότι η χρήση των κατασκευών στους υπαίθριους χώρους γινόταν τόσο σε ατομική όσο και σε συλλογική κλίμακα. Η 294

303 Κεφάλαιο 9 ανασκαφή στο Αχίλλειο προσφέρει τα πιο πλούσια δεδομένα για τη χρήση των ανοιχτών χώρων του οικισμού. Η παρουσία εστιών, φούρνων, πάγκων, επιχρισμένων δαπέδων και λάκκων, κατασκευών οι οποίες σε ορισμένες περιπτώσεις συγκεντρώνονται σε οργανωμένη διάταξη, υποδεικνύουν τη σπουδαιότητα του υπαίθριου χώρου στην εξυπηρέτηση των καθημερινών αναγκών των κατοίκων του οικισμού. Στη φάση ΙΙb το μεγάλο μέγεθος της εστίας που εντοπίζεται στον υπαίθριο χώρο καθιστά πιθανή τη συλλογική της χρήση (Winn και Shimabuku 1989: 40). Μια τέτοια υπόθεση συμφωνεί με την κοινωνική πρακτική του μοιράσματος και της ανταποδοτικότητας μεταξύ των μελών μιας κοινότητας, η οποία υπήρξε διαδεδομένη στα πρώιμα νεολιθικά χρόνια (Halstead 1995: 17). Η συλλογική χρήση της εστίας δεν αποκλείεται να εμπεριέχει μια ιδεολογική διάσταση, εκτός από την πρακτική χρήση της, εξυπηρετώντας κάποιο είδος συλλογικής τελετουργίας. Η ατομική και συλλογική διάσταση στη χρήση των ανοιχτών χώρων, καθώς και η πρακτική και ιδεολογική πλευρά αυτών των χρήσεων, υποδεικνύουν τη σπουδαιότητα των ανοιχτών υπαίθριων χώρων στην καθημερινή ζωή των πρώιμων νεολιθικών ανθρώπων. Τα όρια ανάμεσα στο εσωτερικό και το εξωτερικό, ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό είναι πολύ ρευστά στους πρώιμους νεολιθικούς οικισμούς (Whittle 1996: 70, Χουρμουζιάδης 1997: 27). Ίχνη χωρικών στοιχείων που να παραπέμπουν στη χάραξη και την κατασκευή καθορισμένου δρόμου με σκοπό την εξυπηρέτηση της ενδοκοινοτικής κυκλοφορίας δεν βρέθηκαν σε κανέναν από τους τρεις οικισμούς της ΑΝ περιόδου. Ένα στοιχείο που έχει ενδιαφέρον να εξεταστεί συγκριτικά για τους οικισμούς της ΑΝ είναι ο προσανατολισμός τους προς ένα συγκεκριμένο σημείο του τοπίου ή ο προσανατολισμός τους σε σχέση με τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα ή κάποια άλλα του τελευταίου. Με δεδομένο ότι η ανασκαφική εργασία δεν αποκάλυψε παρά ένα τμήμα των τριών οικισμών της Κατηγορίας 3 της ΑΝ δεν υπάρχει σαφής εικόνα για τον προσανατολισμό τους, με αποτέλεσμα οι πληροφορίες να προέρχονται κυρίως από τον προσανατολισμό των κτισμάτων τους. Η Νέα Νικομήδεια προσφέρει τα πιο πλούσια δεδομένα, καθώς είναι ανασκαμμένη σε μεγαλύτερη έκταση συγκριτικά με τους άλλους δύο οικισμούς. Στις τρεις διαδοχικές οικοδομικές φάσεις της Νέας Νικομήδειας τα περισσότερα κτίσματα παρουσιάζουν μια ευθυγράμμιση προς τον άξονα προσανατολισμού Α-Δ, με μικρές αποκλίσεις προς το Β ή το Ν. Αντίστοιχη σταθερότητα στον προσανατολισμό παρατηρείται και στον οικισμό της Κνωσού. Εκεί διαπιστώνεται μια έμφαση στον άξονα προσανατολισμού Β-Ν, με μια μικρή απόκλιση κυρίως προς τα ΒΑ-ΝΔ, που διατηρείται από την αρχαιότερη ώς τη νεότερη οικιστική φάση της ΑΝ περιόδου. Σε αντίθεση με τους οικισμούς της Νέας Νικομήδειας και της Κνωσού, στο Αχίλλειο δεν διαπιστώνεται συνέχεια στον προσανατολισμό των κτισμάτων στο πέρασμα από τη μια οικοδομική φάση στην επόμενη. Έτσι, ενώ αρχικά παρατηρείται μια ευθυγράμμιση των κτισμάτων στον άξονα προσανατολισμού Β-Ν, στη συνέχεια σημειώνεται μια στροφή προς το ΒΑ-ΝΔ άξονα που διατηρείται ώς το τέλος της ΑΝ περιόδου. Κοινό στοιχείο αποτελεί 295

304 Κεφάλαιο 9 η απόκλιση που χαρακτηρίζει τον προσανατολισμό των κτισμάτων στους τρεις οικισμούς ως προς τους δύο κύριους άξονες προσανατολισμού που ενώνουν τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, δηλαδή τους άξονες Α-Δ και Β-Ν. Πιθανόν μια τέτοια επιλογή να δηλώνει μεγαλύτερη σημασία στον προσανατολισμό των κτισμάτων των οικισμών προς τα σημεία ανατολής και δύσης του ήλιου στο μέσο του χειμώνα και του καλοκαιριού, που βρίσκονται αντίστοιχα πάνω στο ΝΑ και ΒΔ άξονα (Parker Pearson και Richards 1994: 46). Στους οικισμούς της Νέας Νικομήδειας και του Αχίλλειου κυριαρχεί η ορθογώνια κάτοψη των κτισμάτων, η οποία άλλοτε πλησιάζει το επίμηκες και άλλοτε το τετράγωνο σχήμα. Το ίδιο ορθογώνιο σχήμα συναντάται και σε άλλες θέσεις του βορειοελλαδικού χώρου, όπως στη θέση Γιαννιτσά Β της Πέλλας, τη Μαγούλα Οτζάκι και τον οικισμό του Σέσκλου στη Μαγνησία (Χρυσοστόμου 1994: 112, Wijnen 1992: 63, Elia 1982: 166). Υπάρχουν, επίσης, ενδείξεις για μια τρίτη μορφή κάτοψης, την ελλειπτική, η οποία υποστηρίζεται ότι έχει εντοπιστεί σε ένα πασσαλόπηκτο κτίσμα στα Γιαννιτσά Β, όπως επίσης στο λακκοειδές κτίσμα του Αχίλλειου (Χρυσοστόμου 1994: 111, Winn και Shimabuku 1989: 32-34). Στα δύο αυτά σχήματα των κτισμάτων της ΑΝ, το τυπικό ορθογώνιο και το πιθανό ελλειπτικό, θα πρέπει να προστεθεί η πολύπλοκη κάτοψη που συναντάται σε κτίσματα της ΑΝ ΙΙ στην Κνωσό. Δεν είναι βέβαιο αν το σύνθετο σχήμα κάτοψης αποτελεί χαρακτηριστικό των κτισμάτων του νοτιοελλαδικού χώρου. Σε μια πρόσφατη δημοσίευση ανασκαφικής έρευνας στα Γιαννιτσά Β, αναφέρεται η αποκάλυψη ενός συγκροτήματος τριών χώρων, που αποτελείται από έναν ενιαίο ορθογώνιο κεντρικό χώρο και την προσθήκη δύο προσκτισμάτων (Χρυσοστόμου 2003: 494). Επομένως, δεν αποκλείεται η σύνθετη κάτοψη των κτισμάτων που διαπιστώνεται στην Κνωσό να αποτελεί μια χωροοργανωτική επιλογή και σε άλλες θέσεις του ελλαδικού χώρου στη διάρκεια της ΑΝ περιόδου, μια υπόθεση που μόνο η μελλοντική έρευνα μπορεί να επιβεβαιώσει. Η αρχιτεκτονική των κατασκευών της ΑΝ υποδεικνύει μια ποικιλία στον τρόπο κατασκευής των κτισμάτων της περιόδου. Ιδιαίτερα διαδεδομένες είναι οι πασσαλόπηκτες κατασκευές. Η πλήρωση των τοίχων γίνεται συνήθως με δύο τρόπους, με στοιβαχτό πηλό ή με καλαμωτή και λάσπη. Σε ορισμένες περιπτώσεις ανοίγονται τάφροι θεμελίωσης για την ενίσχυση της στήριξης των πασσάλων του φέροντα σκελετού. Πασσαλόπηκτα κτίσματα είναι γνωστά από τους οικισμούς της Μακεδονίας, όπως ο Κρεμαστός Γρεβενών, η Νέα Νικομήδεια, τα Γιαννιτσά Β και ο Αξός Α Πέλλας, καθώς επίσης και από οικισμούς της Θεσσαλίας, όπως το Αχίλλειο και η Άργισσα Λάρισας, το Σέσκλο Μαγνησίας και ο Πρόδρομος Καρδίτσας (Τουφεξής 1998: 18, Pyke 1996: 39-40, Χρυσοστόμου 1994: , Χρυσοστόμου 1998: 159, Winn και Shimabuku 1989: 36, 38, Elia 1982: 161, Wijnen 1992: 63, ΑΔ 27 (1972) Β2: ). Μια δεύτερη κατασκευαστική τεχνική αποτελεί η κατασκευή λίθινων βάσεων, πάνω στις οποίες εδράζονται οι τοί- 296

305 Κεφάλαιο 9 χοι από στοιβαχτό πηλό ή από πλίνθους. Οι λιθόκτιστες βάσεις συναντώνται σε οικισμούς της Θεσσαλίας, όπως το Αχίλλειο και το Σέσκλο, αλλά και στις νεότερες οικοδομικές φάσεις της ΑΝ στην Κνωσό (Winn και Shimabuku 1989: 36, Wijnen 1992: 63, Evans 1994: 8). Οι πληροφορίες από μια μικρή ανασκαφή στη θέση Αγιωργίτικα της Αρκαδίας κάνουν λόγο για την αποκάλυψη απλών κτισμάτων με λίθινες βάσεις (Blegen 1928: ). Η κατασκευή των κτισμάτων εξ ολόκλήρου από πλίνθους αποτελεί μια τεχνική που συναντάται στη Μαγούλα Οτζάκι της Θεσσαλίας, όπως επίσης και στις αρχαιότερες φάσεις του οικισμού της Κνωσού (Elia 1982: 166, Evans 1994: 7). Μια τρίτη κατηγορία κατασκευών αποτελούν τα λακκοειδή ή υπόσκαφα κτίσματα. Τέτοιες κατασκευές συναντώνται στο βορειοελλαδικό χώρο, όπως επιβεβαιώνουν τα δεδομένα στο Αχίλλειο και την Άργισσα στη Λάρισα, καθώς και στο Φιλώτα στη λεκάνη του Αμυνταίου (Winn και Shimabuku 1989: 32, Elia 1982: 161, Ζιώτα και Μοσχάκης 1999: 44). Η χωρική κατανομή των δεδομένων για την κατασκευαστική τεχνική των κτισμάτων της ΑΝ αντανακλά το χωροταξικό δίκτυο της περιόδου, καθώς τα περισσότερα δεδομένα προέρχονται από θέσεις της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας που αποτελούν τις πιο πυκνοκατοικημένες γεωγραφικές περιοχές στη διάρκεια της ΑΝ περιόδου. Παρά την ανομοιογενή χωρική κατανομή των δεδομένων, αναδεικνύεται μια τάση για τη συγκέντρωση συγκεκριμένων χαρακτηριστικών σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές. Στη Μακεδονία, κυριαρχούν τα πασσαλόπηκτα κτίσματα, ενώ παράλληλα υπάρχουν ενδείξεις για την πιθανή παρουσία λακκοειδών κατασκευών. Στη Θεσσαλία, συνυπάρχουν δύο κύριοι τύποι κτισμάτων, οι πασσαλόπηκτες κατασκευές και τα κτίσματα με λιθόκτιστες βάσεις. Στην περίπτωση των λιθόκτιστων βάσεων η ανωδομή κατασκευάζεται με την τεχνική του στοιβαχτού πηλού ή με πλίνθινη τοιχοποιία. Οι λακκοειδείς κατασκευές αποτελούν έναν τρίτο τύπο κτίσματος που συναντάται στη Θεσσαλία, μολονότι πιο σπάνια από τους άλλους δύο τύπους κτισμάτων. Στην Κνωσό απουσιάζουν ολοκληρωτικά τα πασσαλόπηκτα κτίσματα, καθώς εντοπίζονται αποκλειστικά κατασκευές πλίνθινες ή κατασκευές με λίθινες βάσεις και ανωδομή από στοιβαχτό πηλό ή πλίνθους. Λαμβάνοντας υπόψη τις πληροφορίες που υπάρχουν από τα Αγιωργίτικα στην Πελοπόννησο, αλλά και το γεγονός ότι η Κνωσός αποτελεί το μοναδικό μόνιμο ανοιχτό οικισμό της ΑΝ που έχει εντοπιστεί μέχρι σήμερα στην Κρήτη, τότε η διαφορά που παρατηρείται στην κατασκευαστική τεχνική των δύο παραπάνω οικισμών με τους αντίστοιχους οικισμούς της Μακεδονίας ενδεχομένως αφορά μια ουσιώδη διαφορά μεταξύ των οικισμών του βορειοελλαδικού και του νοτιοελλαδικού χώρου. Οι διαφορές στην κατασκευαστική τεχνική των κτισμάτων της Κνωσού από την αντίστοιχη τεχνική που παρατηρείται στους οικισμούς του βορειοελλαδικού χώρου έρχεται να προστεθεί σε δύο ακόμη στοιχεία που διαφοροποιούν την Κνωσό από τους βορειοελλαδικούς οικισμούς, την κάτοψη των κτισμάτων και την οργάνωση του ενδοκοι- 297

306 Κεφάλαιο 9 νοτικού χώρου. Τα δεδομένα από τη Νέα Νικομήδεια, τα Γιαννιτσά Β, το Αχίλλειο, το Σέσκλο και τη Μαγούλα Οτζάκι επιβεβαιώνουν την παρουσία κτισμάτων με απλό γεωμετρικό σχήμα κάτοψης, ορθογώνιο ή ελλειπτικό, με έναν ή δύο εσωτερικούς χώρους. Αντίθετα, στην Κνωσό παρατηρείται η τάση για μια πιο σύνθετη κάτοψη των κτισμάτων, με τη σύνθεση μεγαλύτερου αριθμού μικρών ορθογώνιων δωματίων. Το εξωτερικό περίγραμμα της κάτοψης των κτισμάτων δεν είναι εξακριβωμένο. Οι διαφορές που παρατηρούνται ανάμεσα στους οικισμούς του βορειοελλαδικού χώρου και την Κνωσό δεν περιορίζονται μόνο στην κλίμακα της αρχιτεκτονικής, αλλά επεκτείνονται και στην κλίμακα της οργάνωσης του ενδοκοινοτικού χώρου. Όπως έχει ήδη υπογραμμιστεί, οι δύο οικοδομικές φάσεις της ΑΝ ΙΙ στην Κνωσό ξεχωρίζουν για την πυκνότητα της δόμησης του ενδοκοινοτικού χώρου και το συμπαγή τρόπο διάταξης των κτισμάτων του οικισμού. Πρόκειται για δύο χαρακτηριστικά που έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την αραιή διάταξη των κτισμάτων που στέκονται ελεύθερα ως ανεξάρτητες μονάδες στον ενδοκοινοτικό χώρο των οικισμών του βορειοελλαδικού χώρου. Η συγκριτική ανάγνωση των δεδομένων που προσφέρουν οι θέσεις της ΑΝ περιόδου επιτρέπει τη διατύπωση δύο παρατηρήσεων. Οι οικισμοί της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας εμφανίζουν μια σύμπτωση στα χαρακτηριστικά που αφορούν στην οργάνωση του ενδοκοινοτικού χώρου και τη μορφή των αρχιτεκτονικών κατασκευών. Αντίθετα, τα κοινά πολεοδομικά και αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά των οικισμών της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας παρουσιάζουν σημαντική απόκλιση από τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά της Κνωσού, κυρίως προς το τέλος της ΑΝ περιόδου. Αναμφίβολα, τα δεδομένα που προέρχονται από τους τρεις οικισμούς της Κατηγορίας 3 και ορισμένους οικισμούς της Κατηγορίας 2 της ΑΝ περιόδου είναι ποσοτικά και ποιοτικά περιορισμένα, ώστε να εδραιώσουν τις παραπάνω παρατηρήσεις ως πάγιες διαφορές ανάμεσα στους οικισμούς του βόρειου και του νότιου ελλαδικού χώρου. Ωστόσο, πρόκειται για υπαρκτές διαφορές που θέτουν τις βάσεις για έναν προβληματισμό που αφορά στη χωρική κατανομή των πολεοδομικών χαρακτηριστικών των οικισμών της ΑΝ περιόδου. Μόνον η μελλοντική έρευνα θα μπορέσει να επιβεβαιώσει την πραγματική διάσταση των ενδείξεων που υπάρχουν για την ομοιότητα της πολεοδομικής μορφής των οικισμών του βορειοελλαδικού χώρου και τη διαφορά της πολεοδομικής μορφής μεταξύ των οικισμών του βορρά και του νότου στη διάρκεια της ΑΝ περιόδου Μέση Νεολιθική Σύμφωνα με τους πίνακες α και β, η κατανομή των θέσεων της ΜΝ στις κατηγορίες ταξινόμησης με βάση την ποσότητα των καταλοίπων του κτισμένου χώρου παρουσιάζει αντίστοιχη αποκλιμάκωση με την κατανομή των θέσεων της ΑΝ περιόδου. Η Κατηγορία 0 συγκεντρώνει το μεγαλύτερο ποσοστό των θέσεων της ΜΝ, που ισοδυναμεί με το 87% του συνόλου των θέσεων της περιόδου (296 θέσεις). Με μεγάλη 298

307 Κεφάλαιο 9 απόκλιση ως προς το πρώτο ποσοστό, το αμέσως μικρότερο ποσοστό θέσεων καταγράφεται στην Κατηγορία 1, η οποία συγκεντρώνει το 9% των θέσεων της ΜΝ περιόδου (30 θέσεις). Η Κατηγορία 3 στην οποία καταγράφονται οι θέσεις με το μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την πολεοδομική ανάλυση συγκεντρώνει μόλις το 2% των θέσεων, που α- ντιστοιχεί σε 7 θέσεις της ΜΝ περιόδου. Το ίδιο χαμηλό ποσοστό 2% των θέσεων καταγράφεται στην Κατηγορία 2, το οποίο αντιστοιχεί σε σύνολο 6 θέσεων της ΜΝ περιόδου. Σύμφωνα με τον πίνακα 9.2.2, οι θέσεις της Κατηγορίας 3 που πρόκειται να αποτελέσουν αντικείμενο πολεοδομικής ανάλυσης κατανέμονται χωρικά σε πέντε διαφορετικές περιφέρειες του ελλαδικού χώρου, την Κεντρική και Δυτική Μακεδονία, τη Θεσσαλία, την περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας-Αττικής και την Κρήτη. Τα Παλιάμπελα Πιερίας και τα Σέρβια Κοζάνης αποτελούν τις θέσεις της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας αντίστοιχα. Στη Θεσσαλία ανήκουν τρεις από τις θέσεις της Κατηγορίας 3, το Σέσκλο (εικ ), το Αχίλλειο και η Μαγούλα Οτζάκι (εικ ). Η Νέα Μάκρη Αττικής (εικ ) αποτελεί τη θέση της περιφέρειας της Στερεάς Ελλάδας- Αττικής και η Κνωσός παραμένει η νοτιότερη θέση του ελλαδικού χώρου που καταγράφεται στην Κατηγορία 3. Τα Παλιάμπελα εξαιρούνται από την πολεοδομική ανάλυση, καθώς δεν υπάρχει προς το παρόν προκαταρκτική δημοσίευση που να αφορά στα κατάλοιπα του κτισμένου χώρου. Ο αριθμός των θέσεων της Κατηγορίας 3 προσφέρει ένα πιο πλούσιο δείγμα για την πολεοδομική μορφή των οικισμών της ΜΝ σε σύγκριση με το αντίστοιχο δείγμα της ΑΝ. Παράλληλα, η κατανομή αυτών των θέσεων σε περισσότερες περιφέρειες ενισχύει την προοπτική της συγκριτικής μελέτης θέσεων που ανήκουν σε διαφορετικούς πυρήνες του χωροταξικού δικτύου (χάρτης 9.2). Κάτι τέτοιο γίνεται πιο κατανοητό με την αναλυτική περιγραφή της θέσης των οικισμών μέσα στο χωροταξικό δίκτυο της ΜΝ περιόδου. Τα Σέρβια βρίσκονται μέσα στην κοιλάδα του μέσου ρου του Αλιάκμονα, στην ανατολική όχθη του, στο σημείο όπου καταλήγει το πέρασμα του Σαραντάπορου, φυσική δίοδος που ενώνει τη Θεσσαλία με τη Δυτική Μακεδονία (Heurtley 1939: 43-45). Η Μαγούλα Οτζάκι ανήκει στη μεγάλη συγκέντρωση των θέσεων της ανατολικής θεσσαλικής πεδιάδας, σε ένα σημείο προς τα βόρεια της πεδιάδας κοντά στον ποταμό Πηνειό (Milojcic 1971: 5). Η δεύτερη θεσσαλική θέση, το Σέσκλο, εντοπίζεται στην άκρη μιας χαμηλής λοφώδους περιοχής, όχι μακριά από την ακτή του Κόλπου του Βόλου, στο σημείο που ενώνεται η ανατολική θεσσαλική πεδιάδα με την παράκτια πεδιάδα του Βόλου (Wace και Thompson 1912: 58). Σε αντίθεση με τους δύο παραπάνω οικισμούς, το Αχίλλειο βρίσκεται στο ΝΑ άκρο της δυτικής θεσσαλικής πεδιάδας. Η Νέα Μάκρη αποτελεί μια από τις αρχαιότερες θέσεις της ανατολικής ακτής της Αττικής, η οποία δημιουργήθηκε στην παράκτια πεδινή περιοχή (Παντελίδου Γκόφα 1991: 6). Τέλος, η Κνωσός αποτελεί τη νοτιότερη θέση της Κατηγορίας 3, χωροθετημένη κοντά στη βόρεια ακτή της κεντρικής Κρήτης. 299

308 Κεφάλαιο ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 1 9% ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 2 2% ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 3 2% ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 0 ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 1 ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 2 ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 3 ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 0 87% Πίνακες α και β. Ποσότητα καταλοίπων του κτισμένου χώρου της ΜΝ. ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ Κατηγορία 0 Κατηγορία 1 Κατηγορία 2 Κατηγορία 3 ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ - ΘΡΑΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΗΠΕΙΡΟΣ ΙΟΝΙΑ ΝΗΣΙΑ ΘΕΣΣΑΛΙΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ - ΑΤΤΙΚΗ ΔΥΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ ΒΟΡΕΙΟ ΑΙΓΑΙΟ ΚΥΚΛΑΔΕΣ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ ΚΡΗΤΗ σύνολα Πίνακας γ. Ποσότητα καταλοίπων του κτισμένου χώρου της ΜΝ. Μέσα σε ένα τέτοιο χωροταξικό πλαίσιο των οικισμών της Κατηγορίας 3 της ΜΝ περιόδου, έχει ενδιαφέρον να διερευνηθεί το ενδεχόμενο της παρουσίας κοινών πολεοδομικών χαρακτηριστικών ανάμεσα σε θέσεις που ανήκουν στην ίδια χωροταξική συγκέντρωση, όπως για παράδειγμα μεταξύ των θέσεων της Θεσσαλίας. Μια δεύτερη ενδιαφέρουσα προοπτική είναι η διερεύνηση των πολεοδομικών χαρακτηριστικών που συγκεντρώνουν απομακρυσμένες θέσεις, για τις οποίες είναι επιβεβαιωμένη η μεταξύ τους επικοινωνία, όπως για παράδειγμα συμβαίνει μεταξύ των θέσεων της Θεσσαλίας και της Δυτικής Μακεδονίας. Από την άλλη, έχει ενδιαφέρον να εξεταστούν τα πολεοδομικά χαρακτηριστικά των θέσεων του βόρειου ελλαδικού χώρου σε σύγκριση με τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά των θέσεων του κεντρικού ή του νότιου ελλαδικού χώρου, καθώς επίσης μεταξύ των θέσεων του κεντρικού ηπειρωτικού και του νότιου νησιωτικού ελλαδικού χώρου. Παρά το γεγονός ότι ο αριθμός των θέσεων της Κατηγορίας 3 της ΜΝ περιόδου είναι μεγαλύτερος σε σύγκριση με τον αντίστοιχο αριθμό των θέσεων της ΑΝ περιόδου, δεν παραμένει παρά ένα μικρό ποσοστό του συνολικού αριθμού των θέσεων της περιόδου. Επομένως, η συμπλήρωση των διαθέσιμων πληροφοριών με τα δεδομένα των θέσεων της Κατηγορίας 2 θεωρείται απαραίτητη για μια πιο ολοκληρωμέ- 300

309 Κεφάλαιο 9 νη ανασύνθεση των χαρακτηριστικών της πολεοδομικής μορφής των οικισμών της ΜΝ περιόδου. Σέρβια Η ανασκαφή στη θέση των Σερβίων αποκάλυψε την παρουσία πέντε διακεκριμένων οικοδομικών φάσεων της ΜΝ περιόδου (σχ και ). Στην αρχαιότερη φάση 1 του οικισμού διαπιστώνεται μια σχετικά πυκνή και παράλληλη χωροθέτηση των κτισμάτων (σχ ). Τα κτίσματα στέκονται ελεύθερα ως ανεξάρτητες μονάδες σε παράλληλη διάταξη μέσα στον ενδοκοινοτικό χώρο. Όλα τα κτίσματα βρίσκονται προσανατολισμένα πάνω στο ΒΒΔ-ΝΝΑ άξονα, γεγονός που υποδεικνύει ανάλογο προσανατολισμό του οικισμού. Δεν υπάρχουν ενδείξεις για κάποια κατασκευή οροθέτησης του οικισμού στην περιφέρεια του ενδοκοινοτικού χώρου. Τα ίχνη μιας τάφρου που αποκάλυψε ο Heurtley με την ανασκαφή της δεκαετίας του 30 βρίσκονται στην κεντρική περιοχή και όχι στην περιφέρεια του οικισμού, γεγονός που αποκλείει το ενδεχόμενο να αποτελούσε κάποιο είδος περιμετρικού ορίου του οικισμού. Η χρήση του στοιχείου στο εσωτερικό του οικισμού παραμένει αδιευκρίνιστη (Moulde και Wardle 2000: 97). Ανάμεσα στα κτίσματα παρεμβάλλονται ανοιχτοί χώροι που στεγάζουν φούρνους, εστίες, λάκκους και κατασκευές αποθήκευσης, κατασκευές που εξυπηρετούν διάφορες υπαίθριες δραστηριότητες. Παράλληλα, οι ανοιχτές περιοχές προσφέρουν κατάλληλο χώρο για την απόθεση των οικιακών απορριμμάτων των νοικοκυριών του οικισμού. Ενδείξεις για την παρουσία δρόμων που διασχίζουν τους ανοιχτούς ενδοκοινοτικούς χώρους δεν έχουν αναγνωριστεί στο τμήμα του οικισμού που αποκαλύφθηκε με την ανασκαφή. Στην επόμενη φάση 2 του οικισμού, παρατηρείται συνέχεια στην οργάνωση του ενδοκοινοτικού χώρου των Σερβίων (σχ ). Τα νέα κτίσματα κατασκευάζονται ακριβώς πάνω από τα προγενέστερα, διατηρώντας σε μεγάλο βαθμό την κάτοψη του προηγούμενου οικισμού. Ενδείξεις για κάποιο στοιχείο οροθέτησης του οικισμού δεν υ- πάρχουν. Στην ακόλουθη φάση 3, παρατηρούνται αλλαγές σε δύο στοιχεία, στον προσανατολισμό και τη θέση των νέων κτισμάτων σε σχέση με τη θέση των κτισμάτων της προηγούμενης περιόδου (σχ ). Στο νέο οικισμό καταργείται ο κοινός προσανατολισμός των κτισμάτων, με αποτέλεσμα τα κτίσματα να εμφανίζουν μια πιο ελεύθερη διάταξη μέσα στον ενδοκοινοτικό χώρο. Το δεύτερο στοιχείο που παρατηρείται είναι η μετατόπιση ορισμένων κτισμάτων ως προς τη θέση των κτισμάτων της προηγούμενης οικοδομικής περιόδου, με αποτέλεσμα την αλλαγή των κτισμένων και των ακάλυπτων χώρων. Οι ανοιχτοί χώροι διατηρούνται ως χαρακτηριστικό πολεοδομικό στοιχείο του οικισμού, με τη διαφορά ότι τώρα που τα κτίσματα στέκονται πιο ελεύθερα στο χώρο, οι ανοιχτοί χώροι αποκτούν πιο ακανόνιστο σχήμα και ανομοιογενές μέγεθος. Τα δεδομένα από την ακόλουθη φάση 4 είναι περιορισμένα (σχ ). Τα μοναδικά αναγνωρίσιμα αρχιτεκτονικά λείψανα αφορούν ένα μεμονωμένο κτίσμα που αποκαλύφθηκε 301

310 Κεφάλαιο 9 στα ΝΔ της παραπάνω ανασκαμμένης περιοχής (Κτίσμα Α), το οποίο είναι προσανατολισμένο πάνω στο ΒΔ-ΝΑ άξονα. Στην ακόλουθη φάση 5, τα μόνα αναγνωρίσιμα αρχιτεκτονικά λείψανα αφορούν ένα κτίσμα στο ΝΑ τμήμα του ανασκαμμένου χώρου, με πέντε διαδοχικές ανακατασκευές (σχ ). Το υπόλοιπο του ανασκαφικού χώρου καλύπτεται από τα λείψανα ανοιχτών χώρων του οικισμού, γεγονός που υποδηλώνει τη μετατόπιση της οικιστικής δραστηριότητας σε περιοχή έξω από τα όρια της ανασκαμμένης περιοχής (Moulde και Wardle 2000: 75). Τα κτίσματα στον οικισμό των Σερβίων έχουν κατά κανόνα σχήμα επίμηκες ορθογώνιο σε όλες τις οικοδομικές φάσεις της ΜΝ περιόδου, εκτός από λίγες περιπτώσεις όπου η κάτοψή τους πλησιάζει προς το τετράγωνο σχήμα. Διαχωριστικοί τοίχοι που μοιράζουν τον εσωτερικό χώρο των κτισμάτων παρατηρούνται μόνο σε ένα κτίσμα της φάσης 5. Στη φάση 3 του οικισμού διαπιστώνεται μια καινοτομία στη μορφή ενός κτίσματος, η οποία συναντάται, επίσης, σε ένα δεύτερο κτίσμα της ακόλουθης φάσης 4. Πρόκειται για δύο κτίσματα των οποίων το δάπεδο σκάβεται σε στάθμη χαμηλότερη από εκείνη του περιβάλλοντα χώρου, δημιουργώντας ένα είδος υπογείου. Η ταυτόχρονη χρήση πασσάλων που λειτουργούν ως εσωτερικές αντηρίδες ενισχύει το φέροντα σκελετό του κτίσματος, ώστε να στηρίξει δύο επίπεδα δαπέδου, δημιουργώντας μ αυτό τον τρόπο ένα τύπο διώροφου κτίσματος (Moulde και Wardle 2000: 72). Τα κτίσματα στον οικισμό των Σερβίων είναι πασσαλόπηκτα, με τοίχους κατασκευασμένους από καλαμωτή και λάσπη. Ο προσανατολισμός των κτισμάτων είναι κοινός για τα κτίσματα των φάσεων 1 και 2 και βρίσκεται πάνω στο ΒΒΔ-ΝΝΑ άξονα. Στην επόμενη φάση 3 μόνο δύο από τα κτίσματα διατηρούν τον ίδιο προσανατολισμό, ενώ τα άλλα δύο στρέφονται προς τα ΒΒΑ-ΝΝΔ. Το μοναδικό κτίσμα της φάσης 4 ακολουθεί το ΒΔ-ΝΑ άξονα. Τέλος, στη φάση 5 το τελευταίο από τα διαδοχικά κτίσματα είναι ευθυγραμμισμένο στον άξονα Β-Ν, σε αντίθεση με τα προγενέστερά του που βρίσκονται πάνω στο ΒΑ-ΝΔ άξονα. Σέσκλο Ο οικισμός της ΜΝ περιόδου στο Σέσκλο παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς η ανασκαφική έρευνα έχει αποκαλύψει δύο τμήματα του οικισμού με σημαντικές διαφορές στην οργάνωσή τους (σχ και ). Το ένα τμήμα του οικισμού απλώνεται πάνω σε ένα φυσικό ύψωμα του εδάφους, ενώ το άλλο τμήμα του οικισμού αναπτύσσεται πάνω σε ένα φυσικό πλάτωμα στα ΝΔ του υψώματος, δύο τμήματα του οικισμού τα οποία ο Θεοχάρης χαρακτήρισε αντίστοιχα ως ακρόπολη και πόλη, υπογραμμίζοντας τη διαφορά στη μορφή των δύο τμημάτων του οικισμού (Θεοχάρης 1973: 65). Για τα δύο διαφορετικά τμήματα του οικισμού, την ακρόπολη και την πόλη του Θεοχάρη, υιοθετούνται οι αντίστοιχοι χαρακτηρισμοί Σέσκλο Α και Σέσκλο Β που καθιερώθηκαν από την πιο πρόσφατη μελέτη του οικισμού από τον Κωτσάκη (Kotsakis 1994: 125). Στο Σέσκλο Α, τα κτίσματα στέκονται ελεύθερα στο χώρο του υψώματος, 302

311 Κεφάλαιο 9 ακολουθώντας τον ίδιο ΒΔ-ΝΑ προσανατολισμό (σχ ). Ανάμεσα στα κτίσματα παρεμβάλλονται ανοιχτοί χώροι, που άλλοτε έχουν μεγάλο μέγεθος και λειτουργούν ως κοινές αυλές ή πλατείες, ενώ αλλού αποτελούν απλά περάσματα μεταξύ των κτισμάτων. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα περάσματα αυτά στρώνονται με πλακοειδείς λίθους, που σημαίνει ότι πρόκειται για καθορισμένους δρόμους μέσα στα όρια του οικισμού. Προς τα ΝΔ του υψώματος εντοπίζονται σχεδόν καμπυλόγραμμοι λίθινοι τοίχοι, που ακολουθούν το περίγραμμα του υψώματος και περιβάλλουν το συγκεκριμένο τμήμα του οικισμού. Μολονότι ο Θεοχάρης προσέδωσε αμυντικό χαρακτήρα στους λίθινους τοίχους, μια πιο πιθανή ερμηνεία αποτελεί το ενδεχόμενο να πρόκειται για τοίχους αντιστήριξης που συγκρατούν τα πλατώματα πάνω στα οποία κατασκευάζονται τα κτίσματα του οικισμού (Kotsakis 1994: 126, Andreou, Fotiadis και Kotsakis 2001: 263). Στο Σέσκλο Β (σχ ), η δομή του οικισμού παρουσιάζει ορισμένες σημαντικές διαφορές σε σύγκριση με το σύγχρονο Σέσκλο Α. Σε αντίθεση με την ελεύθερη διάταξη των κτισμάτων στο Σέσκλο Α, το Σέσκλο Β είναι οργανωμένο σε συμπαγείς οικοδομικές νησίδες, στις οποίες οι μεσοτοιχίες αποτελούν κοινή πρακτική στην κατασκευή των κτισμάτων. Στενά περάσματα εξυπηρετούν την κυκλοφορία ανάμεσα στα κτίσματα των οικοδομικών νησίδων, ενώ μεγάλοι ανοιχτοί χώροι διαχωρίζουν τις νησίδες μεταξύ τους. Μια δεύτερη σημαντική διαφορά του Σέσκλου Β από το Σέσκλο Α αποτελεί η απουσία λίθινων τοίχων ως στοιχείων που περιβάλλουν κάποιο τμήμα του οικισμού. Σύμφωνα με τα δεδομένα της ανασκαφικής έρευνας, το Σέσκλο Β εκτείνεται στο χώρο χωρίς να περιορίζεται με κάποιου είδους οροθέτηση. Αν πράγματι στην περίπτωση του Σέσκλου Α οι λίθινοι τοίχοι στα ΝΔ του υψώματος εξυπηρετούν ως τοίχοι αντιστήριξης, τότε είναι φανερή η αιτία της απουσίας τους σε ένα τμήμα του οικισμού που απλώνεται πάνω σε ένα επίπεδο ανάγλυφο του εδάφους. Ο Κωτσάκης, λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα για την οργάνωση του χώρου και τη στρωματογραφία του οικισμού, υποστηρίζει ότι στην περίπτωση του Σέσκλου Α πρόκειται για έναν οικισμό με μορφή τούμπας, ενώ στην περίπτωση του Σέσκλου Β πρόκειται για μια εκτεταμένη θέση. Ε- κτός από τις παραπάνω ουσιαστικές διαφορές ανάμεσα στο Σέσκλο Α και το Σέσκλο Β, ένα κοινό στοιχείο που παρατηρείται είναι ο προσανατολισμός τους, καθώς τόσο στο Σέσκλο Α όσο και στο Σέσκλο Β διαπιστώνεται η ευθυγράμμιση των κτισμάτων πάνω στο ΒΔ-ΝΑ άξονα (Kotsakis 1994: ). Οι διαφορές που διαπιστώνονται στην πολεοδομική μορφή των δύο τμημάτων του οικισμού συνοδεύονται από διαφορές που αναγνωρίζονται στη μικρότερη κλίμακα οργάνωσης του χώρου, δηλαδή στην αρχιτεκτονική των κατασκευών. Στο Σέσκλο Α κατασκευάζονται κυρίως ορθογώνια μονόχωρα κτίσματα, άλλοτε με πιο επίμηκες και άλλοτε με πιο τετράγωνο σχήμα κάτοψης. Σε ορισμένες περιπτώσεις διαπιστώνεται αβαθής και ανοιχτή στοά στη στενή πλευρά των κτισμάτων, που φιλοξενεί την είσοδο του κάθε κτίσματος. Οι στοές σχηματίζονται με την προέκταση των δύο μακριών πλευρών του 303

312 Κεφάλαιο 9 ορθογωνίου, οι προεξοχές των οποίων αποκτούν το χαρακτήρα των παραστάδων. Σε ορισμένα κτίσματα, τόσο του Σέσκλου Α όσο και του Σέσκλου Β, παρατηρούνται εσωτερικές αντηρίδες, γεγονός που υποδεικνύει την πιθανή στήριξη ενός δεύτερου επιπέδου χρήσης (Κωτσάκης 1998: ). Σε αντίθεση με το Σέσκλο Α, όπου τα κτίσματα έ- χουν κατά κανόνα απλή κάτοψη, στο Σέσκλο Β η κάτοψη των κτισμάτων εμφανίζεται πιο πολύπλοκη. Αναγνωρίζονται κτίσματα που σχηματίζονται με τη σύνθεση δύο ή περισσότερων χώρων, σε ακανόνιστη, μη τυποποιημένη διάταξη. Το κοινό στοιχείο και πάλι είναι ο προσανατολισμός των κτισμάτων, είτε αποτελούν αυτόνομες μονάδες είτε μέρος ενός μεγαλύτερου συγκροτήματος. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι και στα δύο τμήματα του οικισμού διαπιστώνεται η ίδια κατασκευαστική τεχνική, σύμφωνα με την οποία οι βάσεις των τοίχων είναι λίθινες, ενώ στην κατασκευή της ανωδομής χρησιμοποιούνται πλίνθοι (Κωτσάκης 1981: 88-89). Αχίλλειο Επτά διακεκριμένες οικοδομικές φάσεις της ΜΝ αναγνωρίστηκαν με την ανασκαφική έρευνα στον οικισμό του Αχίλλειου (σχ και ). Η απουσία αρχιτεκτονικών λειψάνων από την αρχαιότερη φάση ΙΙΙa υποδεικνύει τη μετατόπιση του χώρου κατοίκησης σε κάποιο άλλο σημείο της θέσης, έξω από τα όρια του ανασκαμμένου χώρου, ενώ ο τελευταίος μετατρέπεται τώρα σε απορριμματική περιοχή. Στην αρχαιότερη φάση ΙΙΙb, αποκαλύπτεται μόνον ένα κτίσμα, που στέκεται ανεξάρτητο στο χώρο, ενώ η υπόλοιπη έκταση της ανασκαφής παραμένει υπαίθριος χώρος. Η ίδια διάταξη των κτισμάτων ως ανεξάρτητων μονάδων στο χώρο συνεχίζεται και στη νεότερη φάση IIIb, με μια μετατόπιση του νεότερου κτίσματος προς τα ΝΔ του προγενέστερου κτίσματος και μια μικρή στροφή του άξονά του προς τα Β (σχ ). Η ακόλουθη οικοδομική φάση IVa του οικισμού χωρίζεται σε τρεις υπο-φάσεις, με σημαντικές αλλαγές να παρατηρούνται στη μετάβαση από την αρχαιότερη προς τη νεότερη (σχ ). Στην αρχαιότερη φάση, φαίνεται να υπάρχει μια συνέχεια στην ελεύθερη διάταξη των κτισμάτων, με μια μετατόπιση του μοναδικού κτίσματος προς τα ΝΔ του προγενέστερου. Ο υπόλοιπος χώρος της ανασκαφικής τομής παραμένει ανοιχτός, φιλοξενώντας κατασκευές για υπαίθριες δραστηριότητες. Στην επόμενη μέση φάση IVa, α- ποκαλύπτονται τα λείψανα δύο κτισμάτων που στέκονται ανεξάρτητα στο ΝΑ χώρο της ανασκαφής, ενώ στα ΒΔ των δύο κτισμάτων υπάρχουν τα λείψανα ανοιχτού υπαίθριου χώρου. Οι κατόψεις των κτισμάτων δεν είναι ιδιαίτερα σαφείς, όμως υπάρχουν ενδείξεις για τον προσανατολισμό τους πάνω στο ΒΔ-ΝΑ άξονα. Στη νεότερη φάση IVa του οικισμού, η απουσία αρχιτεκτονικών λειψάνων καθιστά πιθανό το ενδεχόμενο μιας νέας μετατόπισης της κατοίκησης σε άλλο σημείο. Το πέρασμα στην ακόλουθη φάση IVb συνοδεύεται από την αλλαγή στον προσανατολισμό των κτισμάτων, με μια στροφή προς τον άξονα Β-Ν. Η αποκάλυψη δύο κτισμάτων που στέκονται ανεξάρτητα στο χώρο σε μικρή απόσταση μεταξύ τους υποδεικνύει την παράλληλη διάταξη των κτισμάτων στο χώ- 304

313 Κεφάλαιο 9 ρο. Ένα νέο χωρικό στοιχείο κάνει την εμφάνισή του πιθανόν σ αυτή την οικιστική φάση στον οικισμό του Αχίλλειου. Πρόκειται για μια τάφρο που εντοπίζεται στο ΝΑ τμήμα του ανασκαφικού χώρου, η οποία ενδεχομένως περιέβαλλε το κεντρικό τμήμα του οικισμού (Winn και Shimabuku 1989: 68, Andreou, Fotiadis και Kotsakis 2001: 277). Το σχήμα των κτισμάτων στον οικισμό του Αχίλλειου παραμένει σταθερό από την αρχή ώς το τέλος της ΜΝ περιόδου. Διαφαίνεται μια προτίμηση στο επίμηκες ορθογώνιο σχήμα, το οποίο σε ορισμένες περιπτώσεις χωρίζεται εσωτερικά σε δύο χώρους. Εκείνο που αλλάζει στην αρχιτεκτονική των κτισμάτων είναι η κατασκευαστική τεχνική με την οποία οικοδομούνται. Ενώ στις τρεις πρώτες οικοδομικές φάσεις τα κτίσματα του Αχίλλειου είναι πασσαλόπηκτα, στην αρχαιότερη φάση IVa διαπιστώνεται μια τομή στην τεχνική δόμησης. Τα αρχιτεκτονικά λείψανα επιβεβαιώνουν τη χρήση λίθινων βάσεων στην κατασκευή των κτισμάτων, μια τεχνική που διαπιστώνεται ότι ισχύει ώς το τέλος της ΜΝ περιόδου (Winn και Shimabuku 1989: 56). Ο προσανατολισμός των κτισμάτων αποτελεί ένα ακόμη στοιχείο που διαφοροποιείται με τη μετάβαση από τη μια οικιστική φάση στην επόμενη. Η πρώτη αλλαγή σημειώνεται στο πέρασμα από τη νεότερη φάση IIIb στην αρχαιότερη IVa και η δεύτερη πιο έντονη αλλαγή από τη νεότερη IVa στην IVb. Οι αλλαγές στον προσανατολισμό των κτισμάτων δεν ταυτίζονται χρονικά με τις αλλαγές στην κατασκευαστική τεχνική των κτισμάτων, ώστε να μπορούν να αποτελέσουν ενδείξεις για μια γενικότερη τομή στην κατοίκηση του οικισμού του Αχίλλειου. Μαγούλα Οτζάκι Η οριστική δημοσίευση των αρχιτεκτονικών λειψάνων δεν έχει πραγματοποιηθεί προς το παρόν, με αποτέλεσμα τα δεδομένα να στηρίζονται στις προκαταρκτικές δημοσιεύσεις της ανασκαφής. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, είναι βέβαιο ότι στη διάρκεια της ΜΝ περιόδου υπήρξαν συνεχείς ανακατασκευές του κτισμένου χώρου στον οικισμό Οτζάκι, διατηρώντας την ίδια οργάνωση του οικισμού στις διαδοχικές οικοδομικές φάσεις. Η κάτοψη του οικισμού αποτυπώνει την παράλληλη διάταξη των κτισμάτων στον ενδοκοινοτικό χώρο (σχ ). Η δόμηση του οικισμού παρουσιάζει ιδιαίτερη πυκνότητα, σε βαθμό που σε ορισμένα σημεία τα κτίσματα είναι κατασκευασμένα τόσο κοντά το ένα στο άλλο, ώστε σχεδόν ακουμπούν μεταξύ τους. Η διάταξη των κτισμάτων αφήνει πολύ περιορισμένους σε μέγεθος ανοιχτούς χώρους ανάμεσα στα κτίσματα, οι οποίοι μοιάζουν περισσότερο με στενά περάσματα. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του οικισμού αποτελεί το γεγονός ότι τα κτίσματα ακολουθούν πιστά τον κοινό προσανατολισμό σχεδόν πάνω στον άξονα Β-Ν, με μια μικρή απόκλιση προς τα ΒΑ-ΝΔ, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα οι ανοιχτοί χώροι να παίρνουν τη μορφή κάθετων και παράλληλων ζωνών μεταξύ των κτισμάτων. Ο κοινός προσανατολισμός των κτισμάτων α- 305

314 Κεφάλαιο 9 ποτελεί απόδειξη για τον γενικό προσανατολισμό του οικισμού στον κύριο άξονα Β-Ν (Elia 1982: ). Τα περισσότερα κτίσματα πλησιάζουν σε κάτοψη το τετράγωνο σχήμα στον οικισμό της Μαγούλας Οτζάκι. Εξαίρεση αποτελεί ένα κτίσμα με πιο επιμήκεις αναλογίες, το οποίο εμφανίζει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. Μια μικρή προέκταση των τοίχων των δύο μακριών πλευρών του σχηματίζει ένα είδος αβαθούς στοάς στη μια του στενή πλευρά, που στεγάζει την είσοδο προς το εσωτερικό του κτίσματος. Χαρακτηριστική είναι η παρουσία εσωτερικών αντηρίδων σε ορισμένα από τα σωζόμενα κτίσματα, γεγονός που υποδεικνύει ότι η κατασκευή διώροφων κτισμάτων στον οικισμό αποτελούσε μια συνηθισμένη κατασκευαστική πρακτική. Η πλίνθινη τοιχοποιία αποτελεί σχεδόν τον κανόνα στην τεχνική δόμησης των κτισμάτων του οικισμού. Μόνο στη νεότερη φάση του οικισμού, ο εντοπισμός πασσαλοτρυπών υποδηλώνει αλλαγή στην κατασκευαστική τεχνική, που εκδηλώνεται με την κατασκευή πασσαλόπηκτων κτισμάτων στον οικισμό (Andreou, Fotiadis και Kotsakis 2001: 274). Νέα Μάκρη Σύμφωνα με τη στρωματογραφία της θέσης, έξι οικοδομικές φάσεις αναγνωρίζονται στον οικισμό της Νέας Μάκρης στη διάρκεια της ΜΝ περιόδου (σχ ). Η έκταση της ανασκαφής είναι εξαιρετικά μικρή, με αποτέλεσμα να είναι αποσπασματικά τα δεδομένα για την πολεοδομική μορφή του οικισμού. Στην αρχαιότερη φάση 3, σώζονται μόνο τα λείψανα ενός λάκκου στο κέντρο της ανασκαφής. Η αρχική χρήση του λάκκου είναι άγνωστη, αλλά είναι βέβαιο ότι κατέληξε να εξυπηρετεί στην απόθεση των απορριμμάτων. Στην επόμενη φάση 4, ένα κτίσμα κατασκευάζεται ακριβώς πάνω στα ίχνη του προγενέστερου λάκκου, με το χώρο γύρω του να μένει κενός από άλλες παρόμοιες κατασκευές. Στην ακόλουθη φάση 5, ένας κοίλος ελλειπτικός χώρος κατασκευάζεται για την αποθήκευση αγαθών στον κεντρικό χώρο της ανασκαφής, πάνω στα ίχνη του προγενέστερου κτίσματος, ενώ ίχνη κατασκευών εντοπίζονται περιφερειακά από αυτό το στοιχείο. Η βόρεια κατασκευή αποτελεί ένα δεύτερο αποθηκευτικό χώρο, ενώ η νότια κατασκευή αποτελεί τμήμα ενός περιφραγμένου χώρου. Πιθανόν πρόκειται για υπαίθριο χώρο, ανοιχτό ή στεγασμένο, με την είσοδό του να κοιτάζει στον κεντρικό ανοιχτό χώρο. Στην επόμενη φάση 6 του οικισμού, ο κεντρικός χώρος της ανασκαφής καλύπτεται με σωρό από φερτά υλικά, στην κορυφή του οποίου ανοίγεται ένα αβαθές αυλάκι. Ίχνη ενός κτίσματος εντοπίζονται στα βόρεια του κεντρικού χώρου με την είσοδό του να κοιτάζει νότια προς αυτόν. Η εξέλιξη της οργάνωσης του χώρου από την αρχή της ΜΝ ώς τη φάση 6 υποδηλώνει έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα του κεντρικού χώρου της ανασκαφής. Ο χώρος αυτός φαίνεται να αποτελεί ένα πραγματικό επίκεντρο, τουλάχιστον ενός τμήματος του οικισμού, γύρω από το οποίο οργανώνονται οι υπόλοιπες κατασκευές του οικισμού. 306

315 Κεφάλαιο 9 Στην επόμενη οικιστική φάση 7, ένα νέο ιδιαίτερο χωρικό στοιχείο κάνει την εμφάνισή του στον οικισμό της Νέας Μάκρης. Στο ΒΑ τμήμα της ανασκαφικής τομής α- ποκαλύπτονται τα λείψανα ενός λιθόστρωτου δρόμου που διασχίζει το συγκεκριμένο τμήμα του οικισμού, με κατεύθυνση ΒΔ-ΝΑ. Στα νότια του δρόμου, εξακολουθεί να υ- πάρχει το αυλάκι που είχε χαραχθεί στην προηγούμενη οικιστική φάση. Το γεγονός αυτό υποδεικνύει ότι μολονότι σημειώνονται ορισμένες χωροοργανωτικές αλλαγές, η γενική οργάνωση του ενδοκοινοτικού χώρου δεν μεταβάλλεται ουσιαστικά. Στην επόμενη και τελευταία φάση του οικισμού της ΜΝ, ο δρόμος που είχε κατασκευαστεί στην προηγούμενη περίοδο παύει να υφίσταται. Η περίκεντρη οργάνωση του οικισμού διατηρείται, καθώς ο κεντρικός χώρος της ανασκαφικής τομής παραμένει ανοιχτός με τα ίχνη δύο κατασκευών να εντοπίζονται στην περιφέρειά του. Στο βόρειο τμήμα της α- νασκαφής βρίσκονται τα αποσπασματικά λείψανα μιας κατασκευής με άγνωστη χρήση, καθώς και το ίχνος ενός πηγαδιού. Στο νότιο τμήμα της τομής, τα αρχιτεκτονικά λείψανα ανήκουν σε ένα κτίσμα που κοιτάζει προς τον κεντρικό ανοιχτό χώρο, καθώς η είσοδός του ανοίγεται προς το βορρά (Παντελίδου-Γκόφα 1991: ). Η αρχιτεκτονική των κατασκευών στη Νέα Μάκρη παρουσιάζει αλλαγές στη διάρκεια της ΜΝ περιόδου, τόσο στο σχήμα των κτισμάτων όσο και στην κατασκευαστική τους τεχνική. Τα πρώτα ίχνη κατασκευής ταυτίζονται με ένα πασσαλόπηκτο κτίσμα που έχει κάτοψη σε σχήμα έλλειψης. Μέχρι το τέλος της ΜΝ περιόδου ο συγκεκριμένος τύπος κτίσματος δεν επανεμφανίζεται. Το ελλειπτικό σχήμα διαδέχονται κατασκευές α- κανόνιστου σχήματος, που άλλοτε σχηματίζονται από ευθύγραμμους και άλλοτε από καμπυλόγραμμους τοίχους. Η ολοκληρωμένη κάτοψη μιας αποθηκευτικής κατασκευής αποκαλύπτει ένα κτίσμα αψιδωτού σχήματος. Η κατασκευαστική τεχνική των κτισμάτων του οικισμού αποτελεί ένα ακόμη στοιχείο που διαφοροποιείται στη διάρκεια της ΜΝ περιόδου. Το ελλειπτικό κτίσμα αποτελεί μια τυπική πασσαλόπηκτη κατασκευή, με τοίχους κατασκευασμένους με τη μέθοδο της καλαμωτής που επικαλύπτεται με λάσπη. Οι κατασκευές όλων των επόμενων διαδοχικών φάσεων της ΜΝ περιόδου αποτελούν κτίσματα με λιθόκτιστες βάσεις και πλίνθινη τοιχοποιία (Παντελίδου-Γκόφα 1991: ). Ο προσανατολισμός των κτισμάτων είναι δύσκολο να εξακριβωθεί, καθώς τα κτίσματα δε σώζονται σε ολόκληρη την έκτασή τους. Το βέβαιο είναι ότι το πασσαλόπηκτο κτίσμα της φάσης 4 είναι κατασκευασμένο πάνω στον άξονα Β-Ν. Το κτίσμα της επόμενης φάσης 5 μοιάζει να έχει μια απόκλιση προς τα Α ως προς τον άξονα Β-Ν, ενώ το μεταγενέστερο κτίσμα της φάσης 8 πιθανόν να στρέφεται ελαφρά προς το ΒΔ-ΝΑ άξονα. Κνωσός Στην Κνωσό, η ΜΝ περίοδος αντιπροσωπεύεται από μια μόνο οικοδομική φάση, αν και η κατασκευή των κτισμάτων του οικισμού δεν έγινε ταυτόχρονα αλλά με μικρή χρονική διαφορά (Evans 1994: 15). Αρχιτεκτονικά λείψανα της περιόδου έχουν αποκα- 307

316 Κεφάλαιο 9 λυφθεί στην Κεντρική Αυλή (σχ ) και τη Δυτική Αυλή (σχ ) του α- νακτόρου της Κνωσού. Τα κατάλοιπα του κτισμένου χώρου του οικισμού δεν αποκαλύπτουν ολοκληρωμένες κατόψεις των κτισμάτων του οικισμού, με αποτέλεσμα να μη δύναται να εξακριβωθεί με βεβαιότητα αν τα κτίσματα του οικισμού κτίζονται σε επαφή μεταξύ τους, σχηματίζοντας συμπαγείς οικοδομικές νησίδες, ή αν στέκονται ελεύθερα ως ανεξάρτητες μονάδες στο χώρο. Η παρουσία ανοιχτών χώρων είναι βέβαιη, ενώ τα λείψανα ορισμένων λεπτών τοίχων που στέκονται ελεύθεροι στο χώρο υποδεικνύουν ότι περιφραγμένες αυλές καταλαμβάνουν τμήμα του υπαίθριου χώρου του οικισμού. Η παρουσία κτισμάτων σύνθετης κάτοψης στη διάρκεια της ΜΝ περιόδου, πιθανόν να αποτελεί μια ένδειξη για την οργάνωση του οικισμού σε οικοδομικές νησίδες, όπως ακριβώς συνέβαινε στο τέλος της ΑΝ περιόδου. Η σχεδόν παράλληλη χωροθέτηση των κτισμάτων υποδηλώνει έναν γενικότερο προσανατολισμό του οικισμού στον άξονα Β-Ν. Δεν υπάρχουν ενδείξεις για τη χάραξη και την κατασκευή δρόμων στα όρια του ανασκαμμένου τμήματος του οικισμού. Τα κτίσματα της ΜΝ στον οικισμό της Κνωσού παρουσιάζουν μια πολύπλοκη κάτοψη, αποτελούμενη από τη σύνθεση πολλών μικρών δωματίων. Δύο από τα κτίσματα εμφανίζουν κανονικότητα στην κάτοψη, ως αποτέλεσμα της σύνθεσης μικρών ορθογώνιων δωματίων. Σε αντίθεση με την κανονικότητα που παρουσιάζουν τα δύο κτίσματα, ένα τρίτο κτίσμα στην Κεντρική Αυλή αποτελείται από χώρους με πιο ακανόνιστο σχήμα, διαμορφώνοντας τελικά μια κάτοψη λιγότερο κανονική. Ένα κτίσμα του οικισμού στην Κεντρική Αυλή συγκεντρώνει ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που το κάνουν να ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα κτίσματα του οικισμού. Η κάτοψή του αποτυπώνει ένα απλό μονόχωρο κτίσμα, σχεδόν τετράγωνου σχήματος. Στο νότιο και τον ανατολικό τοίχο του κτίσματος προβάλλουν δύο εσωτερικές αντηρίδες, κατασκευαστικά στοιχεία που εμφανίζονται για πρώτη φορά στον οικισμό της Κνωσού (Evans 1964: 174). Τα κτίσματα του οικισμού έχουν λίθινες βάσεις, πάνω στις οποίες εδράζονται τοίχοι κατασκευασμένοι από στοιβαχτό πηλό. Συμπεράσματα για την πολεοδομική μορφή των οικισμών της ΜΝ Η πολεοδομική ανάλυση των οικισμών της Κατηγορίας 3 της ΜΝ περιόδου προσφέρει περισσότερες πληροφορίες για την πολεοδομική μορφή των οικισμών της περιόδου, σε σύγκριση με τα δεδομένα των οικισμών της ΑΝ, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα συμπεράσματα που στηρίζονται στα παραπάνω δεδομένα μπορούν να αναχθούν στο σύνολο των οικισμών της ΜΝ στον ελλαδικό χώρο. Η διάταξη των κτισμάτων ως ανεξάρτητων μονάδων μέσα στον ενδοκοινοτικό χώρο αποτελεί την κύρια πολεοδομική μορφή των οικισμών της Κατηγορίας 3 της ΜΝ, μια διάταξη που συναντάται στους οικισμούς της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις παρατηρείται ένα ι- διαίτερο ενδιαφέρον για την παράλληλη χωροθέτηση των κτισμάτων στο χώρο, όπως για 308

317 Κεφάλαιο 9 παράδειγμα συμβαίνει στις αρχαιότερες φάσεις του οικισμού των Σερβίων, στο Σέσκλο Α, τη Μαγούλα Οτζάκι, καθώς και στην τελευταία οικοδομική φάση του Αχίλλειου. Στη Νέα Μάκρη της Αττικής, η βασική πολεοδομική μορφή του οικισμού παραμένει η ελεύθερη χωροθέτηση των κτισμάτων ως ανεξάρτητων μονάδων στον ενδοκοινοτικό χώρο, αν και στη συγκεκριμένη περίπτωση η χωροθέτηση των κτισμάτων υπακούει σε μια περίκεντρη διάταξη γύρω από ένα σταθερό σημείο του ενδοκοινοτικού χώρου. Η οργάνωση του οικισμού σε συμπαγείς οικοδομικές νησίδες παρατηρείται στον οικισμό του Σέσκλου Β, μια πολεοδομική μορφή που πιθανόν χαρακτηρίζει και τον οικισμό της Κνωσού στη διάρκεια της ΜΝ περιόδου. Σε ορισμένες θέσεις της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας εντοπίζεται ένα σαφές περίγραμμα του ενδοκοινοτικού χώρου στη διάρκεια της ΜΝ περιόδου, το οποίο περιβάλλει τμήμα του οικισμού ή ολόκληρο τον οικισμό. Η τεχνική με την οποία κατασκευάζονται τέτοια στοιχεία στο χώρο δεν είναι παντού η ίδια. Οι κύριες μορφές που συναντώνται είναι η τάφρος και ο λίθινος περίβολος. Οι τάφροι συναντώνται σε δύο θέσεις της Θεσσαλίας, το Αχίλλειο και τη Σουφλί Μαγούλα, καθώς και σε δύο θέσεις της Μακεδονίας, τα Σέρβια και τα Παλιάμπελα Πιερίας (Winn και Shimabuku 1989: 63, Θεοχάρης 1973: 66, Mould και Wardle 2000: 97, Κωτσάκης και Halstead 2004: 410). Από την άλλη, οι λίθινοι περίβολοι συναντώνται σε δύο θεσσαλικές θέσεις, το Σέσκλο Α και τη Χατζημησιώτικη Μαγούλα (Θεοχάρης 1968: 24, Kotsakis 1999: 71). Στην περίπτωση του Αχίλλειου και των Σερβίων, οι τάφροι δεν περιγράφουν το εξωτερικό όριο των οικισμών, αλλά απομονώνουν ένα τμήμα τους στο κέντρο περίπου του ενδοκοινοτικού χώρου (Andreou, Fotiadis και Kotsakis 2001: 277, Mould και Wardle 2000: 97). Οι λίθινοι περίβολοι στο Σέσκλο Α εντοπίζονται μόνο στο ΝΔ τμήμα του υψώματος (Kotsakis 1994: 126). Η χρήση τέτοιων στοιχείων οργάνωσης του χώρου είναι αμφιλεγόμενη. Ιδιαίτερα για το Σέσκλο, ο ρόλος τους ως αμυντικών τειχών του οικισμού έχει αμφισβητηθεί, ενώ ο πρακτικός τους ρόλος ως τοίχων αντιστήριξης υποστηρίζεται ως πιο πιθανός. Η ερμηνεία τέτοιων χωρικών στοιχείων είναι απαραίτητο να εξετάζεται σε κάθε περίπτωση με βάση ένα ευρύτερο πλαίσιο μέσα στο οποίο εντάσσεται κάθε οικισμός, ένα πλαίσιο το οποίο διαμορφώνουν το περιβάλλον και η τοπογραφία της θέσης, όπως επίσης και οι κοινωνικοοικονομικές και πολιτισμικές συνθήκες μέσα στις οποίες δραστηριοποιούνται τα μέλη της κοινότητας. Οι τάφροι ή οι λίθινοι περίβολοι δεν παύουν να είναι στοιχεία του χώρου που σηματοδοτούν τη διαφορά μεταξύ συγκεκριμένων πεδίων του χώρου, οροθετώντας και ελέγχοντας την πρόσβαση από το ένα πεδίο στο άλλο. Σε πολλές περιπτώσεις, τα αρχαιολογικά ευρήματα δεν κάνουν ορατή τη σημασιολογική διαφορά ανάμεσα στα πεδία που διαχωρίζονται με ένα χωρικό στοιχείο. Οι αντιθετικές σχέσεις που ενδέχεται να παίρνουν υλική υπόσταση μέσα από μια τέτοια διευθέτηση του χώρου είναι πολλαπλές. Για παράδειγμα, είναι πιθανόν να αφο- 309

318 Κεφάλαιο 9 ρούν στον καθορισμό του μέσα και του έξω, του δημόσιου και του ιδιωτικού, του ιερού και του ανίερου, του εχθρού και του φίλου, του εκλεκτού και του κοινού (Parker Pearson και Richards 1994: 24). Το βέβαιο είναι ότι η κατασκευή ενός στοιχείου οροθέτησης, όπως η τάφρος ή οι λίθινοι περίβολοι, αποτελεί μια συλλογική πρωτοβουλία που απαιτεί τη συνδρομή των μελών της κοινότητας. Θεωρείται πιθανό ότι η αμοιβαιότητα μεταξύ των μελών μιας κοινότητας στη διάρκεια της ΜΝ εξασφαλίζει τη συνοχή της κοινότητας, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για τέτοιες συλλογικές πρωτοβουλίες και κοινές συμφωνίες (Halstead 1995: 17). Οι ανοιχτοί χώροι εξακολουθούν να αποτελούν σημαντικό στοιχείο της οργάνωσης του ενδοκοινοτικού χώρου στη διάρκεια της ΜΝ περιόδου, ανεξάρτητα από την παρουσία ή όχι στοιχείων οροθέτησης σε έναν οικισμό. Η σπουδαιότητά τους επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι ανοιχτοί χώροι διαπιστώνονται σε όλους τους οικισμούς της Κατηγορίας 3, με μόνη εξαίρεση τον οικισμό στη θεσσαλική Μαγούλα Οτζάκι. Τα ανασκαφικά δεδομένα από τους οικισμούς των Σερβίων, του Αχίλλειου και της Νέας Μάκρης μαρτυρούν την παρουσία ποικίλων κατασκευών στους ανοιχτούς χώρους, όπως φούρνοι, εστίες, πάγκοι, αποθηκευτικές κατασκευές, απορριμματικοί λάκκοι, με σκοπό την εξυπηρέτηση υπαίθριων δραστηριοτήτων των μελών κάθε κοινότητας. Στη διάρκεια της ΜΝ περιόδου ένα νέο στοιχείο κάνει την εμφάνισή του στον υπαίθριο χώρο δύο θέσεων. Πρόκειται για την κατασκευή δύο πηγαδιών που εντοπίζονται σε δύο απομακρυσμένες θέσεις του ελλαδικού χώρου, τη Νέα Μάκρη Αττικής και τα Λιμενάρια Θάσου (Παντελίδου Γκόφα 1991: 104, Παπαδόπουλος και Μαλαμίδου 2002: 28). Το δεύτερο στοιχείο που διαπιστώνεται για πρώτη φορά στη διάρκεια της ΜΝ περιόδου είναι η χάραξη και η κατασκευή δρόμου για την εξυπηρέτηση της κυκλοφορίας στον ενδοκοινοτικό χώρο, στοιχείο που εντοπίζεται στο Σέσκλο και τη Νέα Μάκρη. Τα δύο νέα χωρικά στοιχεία που καταγράφονται στη διάρκεια της ΜΝ περιόδου, το πηγάδι και ο δρόμος, έχουν έναν ιδιαίτερο κοινωνικό χαρακτήρα για δύο λόγους. Γιατί ως έργα κοινής ωφέλειας προϋποθέτουν συλλογική πρωτοβουλία και δεύτερον γιατί ως έργα με ι- διαίτερο κόστος σε υλικά και εργασία απαιτούν τη συλλογική συνδρομή των μελών της κοινότητας για την κατασκευή τους. Σε ορισμένους από τους οικισμούς της Κατηγορίας 3 της ΜΝ περιόδου, διαπιστώνεται παράλληλη διάταξη των κτισμάτων, γεγονός που υπογραμμίζει το ενδιαφέρον για τη σταθερή χωροθέτηση των κτισμάτων σύμφωνα με έναν κοινό άξονα προσανατολισμού. Το ενδιαφέρον αυτό δεν παρουσιάζει διαχρονικό χαρακτήρα σε κάθε οικισμό. Για παράδειγμα, στα Σέρβια ο κοινός προσανατολισμός των κτισμάτων αναγνωρίζεται στις δύο πρώτες οικοδομικές φάσεις του οικισμού, ενώ στις ακόλουθες τρεις φάσεις η παραλληλία καταργείται. Σε τρεις από τους βορειοελλαδικούς οικισμούς, τα Σέρβια, το Σέσκλο και το Αχίλλειο, παρατηρείται μια τάση προσανατολισμού των κτισμάτων πάνω στους ΒΔ-ΝΑ και ΒΑ-ΝΔ άξονες. Στην τελευταία οικοδομική φάση του οικισμού 310

319 Κεφάλαιο 9 του Αχίλλειου, καθώς και στη Μαγούλα Οτζάκι, διαπιστώνεται η χωροθέτηση των κτισμάτων σχεδόν πάνω στον άξονα Β-Ν. Η ίδια τάση προσανατολισμού των κτισμάτων παρατηρείται στον οικισμό της Νέας Μάκρης και την Κνωσό. Με βάση τα δεδομένα από τους οικισμούς της Κατηγορίας 3, διακρίνεται μια διαφορά στον προσανατολισμό των οικισμών του βορρά σε σύγκριση με τους οικισμούς του κεντρικού και νότιου ελλαδικού χώρου. Η αποσπασματικότητα των δεδομένων δεν μπορεί να υποστηρίξει αν πρόκειται για ένα τυχαίο εύρημα ή αν πρόκειται για ένα δείγμα που αντιπροσωπεύει την πραγματική διαφορά στον προσανατολισμό των οικισμών μεταξύ βορρά και νότου. Στην κατεύθυνση αυτή μπορούν να συμβάλλουν τα δεδομένα από τις θέσεις της Κατηγορίας 2 που αφορούν σε μεμονωμένα κτίσματα. Στα Λιμενάρια της Θάσου τα λείψανα δύο διαδοχικών κτισμάτων υποδεικνύουν τη χωροθέτησή τους στο ΒΑ-ΝΔ άξονα, στο Τσαγγλί της Θεσσαλίας τρία διαδοχικά κτίσματα είναι προσανατολισμένα σχεδόν πάνω στον άξονα Β-Ν με μικρή απόκλιση προς τα ΒΒΑ-ΝΝΔ. Τα δεδομένα από το νότιο ελλαδικό χώρο υποδεικνύουν τον ίδιο προσανατολισμό σε ένα κτίσμα της νεολιθικής Λέρνας στην Αργολίδα, ενώ στη θέση του Κατσαμπά στην Κρήτη το νεολιθικό κτίσμα είναι κατασκευασμένο πάνω στο ΒΑ-ΝΔ άξονα. Με την προσθήκη των δεδομένων της Κατηγορίας 2 γίνεται φανερό ότι η διαφαινόμενη τάση που διακρίνεται μεταξύ βορρά και νότου είναι τυχαία και ότι ο προσανατολισμός των οικισμών δεν αποτελεί συνάρτηση της θέσης τους στο χωροταξικό δίκτυο. Τα δεδομένα για την αρχιτεκτονική των κατασκευών της ΜΝ περιόδου αποκαλύπτουν ορισμένες καινοτομίες στην κάτοψη των κτισμάτων, σε επίπεδο κατασκευής και σύνθεσης, που έχει ως αποτέλεσμα μεγαλύτερη ποικιλία στη συνολική μορφή των κτισμάτων. Τα κατάλοιπα του κτισμένου χώρου από τους οικισμούς της Κατηγορίας 2 εμπλουτίζουν τα διαθέσιμα δεδομένα με αποτέλεσμα μια πιο πλήρη εικόνα της αρχιτεκτονικής των κατασκευών της ΜΝ περιόδου. Το ορθογώνιο κτίσμα συναντάται κυρίως στους οικισμούς της Θεσσαλίας, όπως στο Αχίλλειο, το Σέσκλο Α και το Οτζάκι, καθώς και στα Σέρβια της Μακεδονίας. Ορθογώνια κτίσματα έχουν εντοπιστεί, επίσης, στο Τσαγγλί της Λάρισας και στα Λιμενάρια της Θάσου (Wace και Thompson 1912: 115, Παπαδόπουλος και Μαλαμίδου 2002: 25-26). Το σχήμα της κάτοψης άλλοτε πλησιάζει το τετράγωνο και άλλοτε αποκτά πιο επιμήκεις αναλογίες. Επιμήκη ορθογώνια κτίσματα καταγράφονται στους οικισμούς των Σερβίων και των Λιμεναρίων. Ένας νεωτερισμός παρατηρείται στην κάτοψη ορθογώνιων κτισμάτων του Σέσκλου Α και της Μαγούλας Ο- τζάκι. Πρόκειται για το σχηματισμό αβαθούς στοάς στην πλευρά της εισόδου, που διαμορφώνεται με την προέκταση των δύο μακριών πλευρών σε μορφή παραστάδων. Μια δεύτερη καινοτομία που διαπιστώνεται στην κατασκευή ορισμένων κτισμάτων της ΜΝ αποτελεί η παρουσία εσωτερικών αντηρίδων. Το κατασκευαστικό στοιχείο των εσωτερικών αντηρίδων συναντάται σε οικισμούς που βρίσκονται σε διάφορες γεωγραφικές περιοχές του ελλαδικού χώρου, όπως στα Σέρβια της Δυτικής Μακεδονίας, στις θεσσαλι- 311

320 Κεφάλαιο 9 κές θέσεις Σέσκλο, Οτζάκι και Τσαγγλί, στην αργολική Λέρνα στην Πελοπόννησο, καθώς και σε ένα κτίσμα της Κνωσού στην Κρήτη (Mould και Wardle 2000: 30, Θεοχάρης 1968: 29, Elia 1982: 211, Caskey 1957: 157, Evans 1964: 174). Εικόνα Αριστερά: Κτίσμα με αβαθή στοά (πηγή: Θεοχάρης 1973). Δεξιά: Κτίσμα με εσωτερικές αντηρίδες (πηγή: Θεοχάρης 1973). Μια πιο σύνθετη μορφή κάτοψης συνιστά η άρθρωση δύο ή και περισσότερων χώρων σε διάταξη που ξεφεύγει από την τυπική κάτοψη ενός τετράπλευρου, σχηματίζοντας ένα πιο ακανόνιστο εξωτερικό περίγραμμα. Τέτοια κτίσματα εντοπίζονται στο Σέσκλο Β και την Κνωσό, όπως επίσης στον οικισμό της Λέρνας στην Αργολίδα και τον Κατσαμπά Ηρακλείου στην Κρήτη (Caskey 1957: 157, Αλεξίου 1954: ). Στη Νέα Μάκρη, μολονότι τα λείψανα των κτισμάτων είναι αποσπασματικά, παρουσιάζουν μια πολυπλοκότητα που πιθανόν συνδέεται με μια σύνθετη κάτοψη πολύχωρων κτισμάτων. Οι τοίχοι των κτισμάτων της Νέας Μάκρης παρουσιάζουν όχι μόνο ευθύγραμμη, αλλά και καμπυλόγραμμη χάραξη. Τα δεδομένα από το Σέσκλο Β και τη νεολιθική Λέρνα κάνουν λόγο για σταδιακή διαμόρφωση της τελικής κάτοψης των κτισμάτων, ως αποτέλεσμα της προσθήκης νέων χώρων σε έναν αρχικό πυρήνα (Κωτσάκης 1981: 87-94, Caskey 1957: 157). Στην Κνωσό παρατηρείται ένας τύπος κτίσματος σύμφωνα με τον οποίο ένας ι- σχυρός εξωτερικός τοίχος σχηματίζει ένα σχεδόν ορθογώνιο περίγραμμα, το οποίο περικλείει μικρότερους ορθογώνιους χώρους. Υπάρχουν ενδείξεις ότι ένας από τους χώρους ήταν ασκεπής, που σημαίνει ότι λειτουργούσε ως κάποιο είδος αίθριου ή αυλής (Evans 1994: 14). Το ελλειπτικό σχήμα κάτοψης συναντάται μόνο στη Νέα Μάκρη, στην αρχαιότερη φάση της ΜΝ περιόδου, ενώ στη συνέχεια εγκαταλείπεται και αντικαθίσταται από τα κτίσματα σύνθετης κάτοψης. Στη διάρκεια της ΜΝ περιόδου, η λακκοειδής κατασκευή αποτελεί μια ελλειπτική μορφή κτίσματος που συναντάται μόνο σε οικι- 312

321 Κεφάλαιο 9 σμούς της Μακεδονίας. Δείγματα τέτοιων κτισμάτων προέρχονται από τις ανασκαφές στη θέση Λητή Ι, που βρίσκεται στη λεκάνη του Λαγκαδά, καθώς και από την Κεραμαριά Πιερίας που εντοπίζεται σε οροπέδιο στα νότια του Αλιάκμονα (Τζαναβάρη και Φίλης 2004: 200, Κοταρίδη 2002: 531). Οι αρχιτεκτονικές κατασκευές της ΜΝ περιόδου διακρίνονται σε δύο τύπους με βάση τον τρόπο κατασκευής τους, τα πασσαλόπηκτα κτίσματα και τα κτίσματα με λιθόκτιστες βάσεις. Πασσαλόπηκτα κτίσματα καταγράφονται στα Σέρβια, στις αρχαιότερες οικοδομικές φάσεις του Αχίλλειου, στις νεότερες φάσεις της Μαγούλας Οτζάκι και στην αρχαιότερη φάση της Νέας Μάκρης. Συμπληρωματικά, τα ανασκαφικά δεδομένα επιβεβαιώνουν την κατασκευή πασσαλόπηκτων κτισμάτων στη θέση Βαρεμένοι Γουλών στην κοιλάδα του Αλιάκμονα, στα Λιμενάρια της Θάσου, στο Κουφόβουνο Μαγνησίας, και στη θέση Παλλήνη-Λεοντάρι της Αττικής (Χονδρογιάννη-Μετόκη 2004: , Παπαδόπουλος και Μαλαμίδου 2002: 25, Θεοχάρης 1958: 5-10, Touchais et al. 2000: 770). Κτίσματα με λιθόκτιστες βάσεις εντοπίζονται στο Σέσκλο, το Αχίλλειο, τη Νέα Μάκρη και την Κνωσό. Τα κατάλοιπα του κτισμένου χώρου επιβεβαιώνουν την κατασκευή λίθινων βάσεων στον Άγιο Πέτρο στη νησίδα Κυρά Παναγιά των Σποράδων, στη Λέρνα, στον ανοιχτό οικισμό Φράγχθι στη Νότια Αργολίδα και στα Αγιωργίτικα Αρκαδίας, όπως επίσης και στον Κατσαμπά της Κρήτης (Efstratiou 1985: 23, Caskey 1957: 157, Blegen 1928: , Jacobsen : 271, Αλεξίου 1953: 306). Οι πληροφορίες από τους οικισμούς της Κατηγορίας 3 επιβεβαιώνουν την κατασκευή της ανωδομής των κτισμάτων με δύο τρόπους δόμησης. Στο Αχίλλειο και την Κνωσό οι τοίχοι κατασκευάζονται με στοιβαχτό πηλό, ενώ στο Σέσκλο και τη Νέα Μάκρη προτιμάται η πλίνθινη τοιχοποιία (Winn και Shimabuku 1989: 60, Evans 1971: 111, Θεοχάρης 1968: 25, Παντελίδου Γκόφα 1991: 185). Εξ ολοκλήρου πλίνθινες κατασκευές συναντώνται μόνο στη Μαγούλα Ο- τζάκι στη Θεσσαλία (Elia 1982: ). Τα δεδομένα για την κατασκευαστική τεχνική των κτισμάτων της ΜΝ περιόδου αποτυπώνουν μια συγκεκριμένη χωρική κατανομή της κατασκευαστικής τυπολογίας των κατασκευών. Στη Μακεδονία καταγράφονται κυρίως πασσαλόπηκτα κτίσματα και λακκοειδείς κατασκευές. Στη Θεσσαλία και την Αττική συνυπάρχουν τα πασσαλόπηκτα και τα λιθόκτιστα κτίσματα. Στην Πελοπόννησο και την Κρήτη τα δεδομένα υποδεικνύουν την απουσία πασσαλόπηκτων κτισμάτων, καθώς στις δύο αυτές περιοχές έχουν εντοπιστεί μόνον κτίσματα των οποίων οι τοίχοι πατούν πάνω σε λίθινες βάσεις. Η χωρική κατανομή των δεδομένων για την κατασκευαστική τεχνική των κτισμάτων της ΜΝ περιόδου ταυτίζεται με τη χωρική κατανομή της τυπολογίας της κάτοψης των κατασκευών. Στη Μακεδονία συνηθίζεται η απλή ορθογώνια κάτοψη των κτισμάτων, ενώ στην περίπτωση των λακκοειδών κατασκευών η κάτοψη παρουσιάζει ελλειπτικό σχήμα. Στη Θεσσαλία ε- πιβεβαιώνεται η ταυτόχρονη παρουσία της απλής ορθογώνιας και της σύνθετης κάτοψης. Στη Στερεά Ελλάδα-Αττική είναι σχεδόν βέβαιη η κατασκευή κτισμάτων σύνθετης 313

322 Κεφάλαιο 9 κάτοψης, ενώ δεν απουσιάζουν και οι πιο απλές κατασκευές, όπως το ελλειπτικό κτίσμα της Νέας Μάκρης. Στην Πελοπόννησο υπάρχουν ενδείξεις για κτίσματα σύνθετης κάτοψης, ενώ στην Κρήτη η σύνθετη κάτοψη των κτισμάτων επιβεβαιώνεται σε δύο θέσεις. Η σύνθεση των δεδομένων για την τυπολογία των αρχιτεκτονικών κατασκευών στη διάρκεια της ΜΝ περιόδου στον ελλαδικό χώρο αναδεικνύει μια χωρική κατανομή των χαρακτηριστικών που απεικονίζεται καλύτερα με μια διαγραμματική σχέση μεταξύ των γεωγραφικών περιοχών του ελλαδικού χώρου. Το διάγραμμα αυτό αντιστοιχεί στο νοητό τεμαχισμό του χωροταξικού δικτύου των οικισμών της ΜΝ περιόδου σε τρεις παράλληλες ζώνες από βορρά προς νότο. Η άνω ζώνη του διαγράμματος ταυτίζεται με το πιο βόρειο τμήμα του ελλαδικού χώρου, τη Μακεδονία. Η μεσαία ζώνη περιλαμβάνει τη Θεσσαλία και τις περιοχές του κεντρικού ελλαδικού χώρου, δηλαδή την περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας-Αττικής. Τέλος, η κάτω ζώνη του διαγράμματος συμπίπτει με την Πελοπόννησο και την Κρήτη, δηλαδή με το νότιο ελλαδικό χώρο. Οι οικισμοί των δύο ακραίων ζωνών δεν παρουσιάζουν κοινά χαρακτηριστικά μεταξύ τους, γεγονός που α- ντανακλά την πραγματική γεωγραφική απόσταση ανάμεσα στις δύο περιοχές. Αντίθετα, η διαγραμματική σχέση της μεσαίας ζώνης με τις δύο ακραίες ζώνες αποτυπώνει τη διασταύρωση ορισμένων χαρακτηριστικών των οικισμών των δύο ακραίων ζωνών στους οικισμούς της μεσαίας ζώνης. Επομένως, η διαγραμματική σχέση των χαρακτηριστικών που συγκεντρώνουν οι οικισμοί του ελλαδικού χώρου στη διάρκεια της ΜΝ περιόδου αναδεικνύει δύο πόλους με σημαντικές μεταξύ τους αποκλίσεις, το βορρά και το νότο, και έναν ενδιάμεσο κεντρώο χώρο όπου διασταυρώνονται τα στοιχεία των δύο α- ντιθετικών πόλων. Τη διαφαινόμενη αντίθεση μεταξύ βορρά και νότου μπορεί να ενισχύσει ένα ε- πιπλέον στοιχείο, το γεγονός ότι οι κατασκευές οροθέτησης του ενδοκοινοτικού χώρου συναντώνται μόνο σε οικισμούς της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας και όχι σε θέσεις των νοτιότερων περιοχών του ελλαδικού χώρου. Το τελευταίο στοιχείο ανήκει σε μια μεγαλύτερη χωρική κλίμακα που ξεπερνά το επίπεδο της αρχιτεκτονικής σύνθεσης και διεισδύει στην κλίμακα της πολεοδομικής οργάνωσης του ενδοκοινοτικού χώρου. Η οροθέτηση των οικισμών αποτελεί το μοναδικό πολεοδομικό στοιχείο για το οποίο μπορεί να αναγνωριστεί μια σαφής χωροταξική κατανομή με βάση τα σημερινά δεδομένα της έρευνας. Τα χαρακτηριστικά του τρόπου οργάνωσης του ενδοκοινοτικού χώρου δεν παρουσιάζουν μια τόσο σαφή χωροταξική κατανομή όσο τα χαρακτηριστικά της αρχιτεκτονικής τυπολογίας. Η ελεύθερη διάταξη των κτισμάτων ως ανεξάρτητων μονάδων στον ενδοκοινοτικό χώρο συναντάται στους οικισμούς της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας. Οι πληροφορίες για την πολεοδομική μορφή του οικισμού της Λέρνας κάνουν λόγο για την οργάνωση του ενδοκοινοτικού χώρου σε οικοδομικές νησίδες, μια μορφή οργάνωσης του χώρου που θεωρείται πιθανή και στον οικισμό της Κνωσού (Caskey 1957: 157). Οι 314

323 Κεφάλαιο 9 οικοδομικές νησίδες χαρακτηρίζουν, επίσης, την οργάνωση του χώρου στο Σέσκλο Β, που σημαίνει ότι μια τέτοια πολεοδομική μορφή δεν ήταν άγνωστη στους οικισμούς της Θεσσαλίας. Αντίθετα, τέτοια χαρακτηριστικά οργάνωσης του ενδοκοινοτικού χώρου δεν αποτυπώνονται προς το παρόν στους οικισμούς της Μακεδονίας. Επομένως, τα δεδομένα για την πολεοδομική μορφή των οικισμών ενισχύουν τη διαφαινόμενη αντίθεση ανάμεσα στους οικισμούς της Μακεδονίας και τους οικισμούς του νότιου ελλαδικού χώρου στη διάρκεια της ΜΝ περιόδου, μια αντίθεση που μόνον η μελλοντική έρευνα θα μπορέσει να επιβεβαιώσει Νεότερη Νεολιθική ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 1 7% ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 2 1% ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 3 2% ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 0 ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 1 ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 2 ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 3 ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 0 90% Πίνακες α και β. Ποσότητα καταλοίπων του κτισμένου χώρου της ΝΝ. ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ Κατηγορία 0 Κατηγορία 1 Κατηγορία 2 Κατηγορία 3 ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ - ΘΡΑΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΗΠΕΙΡΟΣ ΙΟΝΙΑ ΝΗΣΙΑ ΘΕΣΣΑΛΙΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ - ΑΤΤΙΚΗ ΔΥΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ ΒΟΡΕΙΟ ΑΙΓΑΙΟ ΚΥΚΛΑΔΕΣ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ ΚΡΗΤΗ σύνολα Πίνακας γ. Ποσότητα καταλοίπων του κτισμένου χώρου της ΝΝ. Τα δεδομένα των πινάκων α και β που καταγράφουν την ταξινόμηση των θέσεων της ΝΝ σε καθεμιά από τις κατηγορίες των καταλοίπων του κτισμένου χώρου, για μια ακόμη φορά υπογραμμίζουν τη μεγάλη απόκλιση μεταξύ του πρώτου ποσοστού (91%) και του δεύτερου ποσοστού (6%). Είναι φανερό ότι όπως και στις προηγούμενες νεολιθικές περιόδους το μεγαλύτερο αριθμό θέσεων συγκεντρώνει η Κατηγορία 0, στην οποία αντιστοιχεί το 91% των θέσεων της περιόδου (640 θέσεις). Ο α- ριθμός των θέσεων της Κατηγορίας 1 μειώνεται κατακόρυφα, γεγονός που περιγράφε- 315

324 Κεφάλαιο 9 ται με τη μείωση του αντίστοιχου ποσοστού στο 6% του συνόλου των θέσεων της ΝΝ (46 θέσεις). Η Κατηγορία 3 συγκεντρώνει μόλις το 2% των θέσεων της ΝΝ περιόδου, ποσοστό που αντιστοιχεί σε σύνολο 11 θέσεων, ενώ το μικρότερο ποσοστό 1% των θέσεων της ΝΝ περιόδου καταγράφεται στην Κατηγορία 2. Σύμφωνα με τον πίνακα γ, οι θέσεις της Κατηγορίας 3 κατανέμονται χωρικά σε οκτώ περιφέρειες του ελλαδικού χώρου, την Ανατολική Μακεδονία-Θράκη, την Κεντρική και Δυτική Μακεδονία, τη Θεσσαλία, τη Στερεά Ελλάδα-Αττική, το Βόρειο Αιγαίο, τις Κυκλάδες και την Κρήτη. Τρεις θέσεις της Κατηγορίας 3 ανήκουν στην Κεντρική Μακεδονία και άλλες δύο στη Θεσσαλία, ενώ από μια θέση ανήκει σε καθεμιά από τις υπόλοιπες περιφέρειες του ελλαδικού χώρου. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι η αύξηση των θέσεων της Κατηγορίας 3 συνοδεύεται από την κατανομή των θέσεων σε περισσότερες περιφέρειες του ελλαδικού χώρου, σε σύγκριση με τα αντίστοιχα δεδομένα των προηγούμενων νεολιθικών περιόδων. Το Ντικιλί Τας αποτελεί έναν από τους νέους οικισμούς που ιδρύονται στην πεδιάδα της Δράμας στη διάρκεια της ΝΝ περιόδου, σε μια θέση στα ΝΑ της πεδιάδας κοντά στη γνωστή από την αρχαιότητα πόλη των Φιλίππων (εικ ) (Κουκούλη- Χρυσανθάκη, Treuil και Μαλαμίδου 1998: 681). Στην Κεντρική Μακεδονία, η θέση του Μακρύγιαλου απλώνεται πάνω στις ομαλές πλαγιές ενός φυσικού λόφου, που βρίσκεται κοντά στην ακτή της Βόρειας Πιερίας (εικ ) (Pappa και Besios 1999: 108). Τα Παλιάμπελα Πιερίας και ο Προμαχώνας Σερρών αποτελούν δύο θέσεις της Κεντρικής Μακεδονίας που θα εξαιρεθούν από την πολεοδομική ανάλυση λόγω ανεπαρκών στοιχείων. Τον κατάλογο των θέσεων της Μακεδονίας συμπληρώνει ο οικισμός των Σερβίων στη Δυτική Μακεδονία. Το Σέσκλο και το Διμήνι αποτελούν τους δύο οικισμούς της Θεσσαλίας. Πρόκειται για δύο κοντινούς οικισμούς, καθώς το Διμήνι ιδρύεται πάνω σε ένα λόφο που βρίσκεται μέσα στην παράκτια πεδιάδα του Βόλου, σε μικρή απόσταση από την τότε ακτή του Κόλπου του Βόλου (εικ ) (Zangger 1991: 5). Στη Στερεά Ελλάδα-Αττική η θέση της Νέας Μάκρης ανήκει στην Κατηγορία 3. Για πρώτη φορά καταγράφονται πολεοδομικά δεδομένα από μικρά νησιά του αιγαιακού χώρου, γεγονός που είναι σε άμεση συνάρτηση με την επέκταση της ανθρώπινης παρουσίας στο νησιωτικό χώρο του Αιγαίου που διαπιστώνεται στη διάρκεια της ΝΝ. Πρόκειται για δεδομένα που προέρχονται από μια θέση στο νησί της Χίου και μια θέση στην κυκλαδική νησίδα Σάλιαγκο. Το Εμποριό βρίσκεται πάνω σε ένα βραχώδες ακρωτήρι στην άκρη του μοναδικού προφυλαγμένου φυσικού λιμανιού στη νότια ακτή της Χίου, στην επικράτεια του σημερινού χωριού Πυργί (εικ ) (Hood 1981: 84). Το δεύτερο νησιωτικό οικισμό αποτελεί ο Σάλιαγκος, μια μικρή νησίδα των Κυκλάδων που βρίσκεται σε ένα στενό θαλάσσιο πέρασμα ανάμεσα στην Πάρο και την Αντίπαρο (εικ ) (Evans και Renfrew 1968: 3). Τέλος, η Κνωσός αποτελεί τη νοτιότερη θέση του νησιωτικού ελλαδικού χώρου. 316

325 Κεφάλαιο 9 Παρά το γεγονός ότι τα διαθέσιμα πολεοδομικά δεδομένα της ΝΝ αποτελούν ένα μικρό ποσοστό του συνολικού όγκου των καταλοίπων του κτισμένου χώρου της περιόδου, ωστόσο, προσφέρουν μια ικανοποιητική βάση για τη συζήτηση των ζητημάτων που αφορούν στην πολεοδομική μορφή των οικισμών, κυρίως μέσα από τη συγκριτική ανάγνωση των δεδομένων. Το γεγονός ότι τα δεδομένα προέρχονται από θέσεις που ανήκουν σε οκτώ διαφορετικές περιφέρειες του ελλαδικού χώρου διευρύνει τις δυνατότητες για μια πιο ολοκληρωμένη συγκριτική θεώρηση των δεδομένων. Ένα ζήτημα με διαχρονική ισχύ αφορά στο ερώτημα αν οι οικισμοί που ανήκουν στην ίδια συγκέντρωση οικισμών του χωροταξικού δικτύου παρουσιάζουν όμοια χαρακτηριστικά, ενώ το δεύτερο αφορά στο ερώτημα της παρουσίας κοινών χαρακτηριστικών σε οικισμούς από διαφορετικούς πυρήνες του χωροταξικού δικτύου (χάρτης 9.2). Στην περίπτωση των οικισμών της ΝΝ περιόδου υπάρχουν ορισμένα ζητήματα που προκύπτουν μέσα από τα χωροταξικά δεδομένα της συγκεκριμένης περιόδου. Στη διάρκεια της ΝΝ περιόδου σημειώνεται η πρώτη εξάπλωση της κατοίκησης στο νησιωτικό αιγαιακό χώρο. Η χωροταξική κατανομή των θέσεων της Κατηγορίας 3 ευνοεί τη μελέτη των χαρακτηριστικών που συγκεντρώνουν οι οικισμοί του ηπειρωτικού ελλαδικού χώρου σε σύγκριση με τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά των οικισμών του νησιωτικού χώρου. Προκειμένου η συζήτηση των παραπάνω ζητημάτων να στηριχτεί στο σύνολο των διαθέσιμων πληροφοριών, σημαντικές συμπληρωματικές πληροφορίες θα προστεθούν από τις θέσεις της Κατηγορίας 2 της ΝΝ περιόδου. Ντικιλί Τας Στον οικισμό του Ντικιλί Τας, τα πιο πλούσια αρχιτεκτονικά λείψανα της ΝΝ προέρχονται από τον τομέα VI της ανασκαφής, τα οποία χρονολογούνται στο τέλος της ΝΝ περιόδου (σχ ). Πρόκειται για τέσσερα κτίσματα σε παράλληλη διάταξη που χωροθετούνται κλιμακωτά στην παρειά του λόφου. Μολονότι τα κτίσματα είναι πυκνά δομημένα, στέκονται ελεύθερα στο χώρο, αφήνοντας σε ορισμένες περιπτώσεις μόλις ένα στενό πέρασμα ανάμεσά τους. Τα σημεία όπου ο κενός χώρος μεταξύ των κτισμάτων διευρύνεται είναι πιθανό να λειτουργούσαν ως αυλές για την εξυπηρέτηση υ- παίθριων δραστηριοτήτων. Τα κτίσματα έχουν κοινό προσανατολισμό, με το μεγάλο τους άξονα να συμπίπτει με το ΒΑ-ΝΔ άξονα (Κουκούλη-Χρυσανθάκη, Treuil και Μαλαμίδου 1998: ). Το σχήμα των κτισμάτων είναι επίμηκες ορθογώνιο και τα μεγέθη τους παρουσιάζουν σημαντικές αποκλίσεις. Το ανατολικότερο από τα ανασκαμμένα κτίσματα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς η κάτοψή του διαφοροποιείται από τα υπόλοιπα με την προσθήκη ενός μικρού ορθογώνιου χώρου με μικρότερο πλάτος από το υπόλοιπο κτίσμα στο ΝΔ άκρο του. Η κατασκευαστική τεχνική που εφαρμόζεται στα κτίσματα του Ντικιλί Τας είναι η τυπική τεχνική των πασσαλόπηκτων κατασκευών, με τοίχους κατασκευα- 317

326 Κεφάλαιο 9 σμένους από καλαμωτή και επάλειψη πηλού. Σε ορισμένα σημεία των κτισμάτων του οικισμού έχει διαπιστωθεί μια διαφοροποίηση στη κατασκευή των τοίχων. Στα συγκεκριμένα σημεία η τυπική καλαμωτή αντικαθίσταται από την τοποθέτηση πασσάλων σε επαφή μεταξύ τους, που πιθανόν συνδέονται με τραβέρσες και έπειτα καλύπτονται με το γνωστό πηλό επάλειψης (Κουκούλη-Χρυσανθάκη, Treuil και Μαλαμίδου 1998: 688, 694). Μακρύγιαλος Στον οικισμό του Μακρύγιαλου αναγνωρίζονται δύο κύριες οικοδομικές φάσεις, εκ των οποίων η νεότερη διαιρείται σε δύο διακεκριμένες υπο-φάσεις (σχ και ). Η αρχαιότερη φάση του οικισμού εκτείνεται στη νότια πλαγιά του λόφου που καταλαμβάνει η νεολιθική θέση, ενώ στη νεότερη οικοδομική φάση διαπιστώνεται μετατόπιση της οικιστικής δραστηριότητας στη βόρεια πλαγιά. Η κάτοψη της αρχαιότερης φάσης Ι του οικισμού αποτυπώνει σκόρπιες ομάδες λάκκων, που αντιπροσωπεύουν χώρους κατοίκησης (σχ ). Οι συστάδες των λάκκων κατοίκησης έχουν σαφή όρια μέσα στον ενδοκοινοτικό χώρο. Ανάμεσα στις ομάδες των λάκκων μεσολαβούν μεγάλες κενές περιοχές, οι οποίες πιθανολογείται ότι χρησιμοποιούνταν για τους σκοπούς της καλλιέργειας. Τον ενδοκοινοτικό χώρο περιβάλλει ένα σύστημα διπλών παράλληλων τάφρων, που φαίνεται να ακολουθούν μια χάραξη σε σχήμα έλλειψης (Pappa και Besios 1999: ). Ο προσανατολισμός του οικισμού δεν φαίνεται με σαφήνεια, ωστόσο η χάραξη των ελλειπτικών τάφρων υποδεικνύει μια ευθυγράμμιση του μεγάλου άξονα πάνω στο ΒΔ-ΝΑ άξονα. Στην επόμενη οικιστική φάση ΙΙ του οικισμού διαπιστώνονται σημαντικές αλλαγές στην οργάνωση του ενδοκοινοτικού χώρου (σχ ). Η πρώτη αλλαγή αφορά στην κατάργηση των αυτόνομων ομάδων των λάκκων κατοίκησης, που αντικαθίστανται από μεμονωμένα κτίσματα που στέκονται ελεύθερα στο χώρο. Η κατάργηση των ομαδοποιημένων λάκκων συνοδεύεται παράλληλα από την εξαφάνιση των μεγάλων κενών χώρων που σχηματίζονταν ανάμεσά τους. Στους πιο περιορισμένους ανοιχτούς χώρους που α- πομένουν ανάμεσα στα κτίσματα εντοπίζονται εστίες και φούρνοι. Σε ορισμένες περιπτώσεις παρατηρείται μια συγκέντρωση τέτοιων κατασκευών, γεγονός που υποδηλώνει τη συλλογική τους χρήση από τα μέλη της κοινότητας. Η τρίτη σημαντική αλλαγή στην οργάνωση του χώρου σημειώνεται στην εξωτερική περίμετρο του οικισμού, καθώς στη φάση αυτή παύουν να υφίστανται οι περιμετρικοί τάφροι της προηγούμενης οικοδομικής φάσης. Τα μοναδικά ίχνη τάφρων που εντοπίζονται πιθανόν να αποτελούν ένα εσωτερικό χώρισμα του οικισμού, που απομονώνει μόνον ένα τμήμα του. Οι δύο υποφάσεις του οικισμού σ αυτή την νεότερη περίοδο διακρίνονται με βάση την παρατηρούμενη αλλαγή στο σχήμα της κάτοψης των κτισμάτων. Ο προσανατολισμός του οικισμού είναι ασαφής στην πρώτη υπο-φάση, ενώ στη δεύτερη είναι πιθανό να ακολουθεί 318

327 Κεφάλαιο 9 τον κοινό προσανατολισμό των κτισμάτων στον άξονα Β-Ν (Pappa και Besios 1999: ). Οι λάκκοι της αρχαιότερης φάσης Ι του οικισμού αποτελούν τα λείψανα υπόσκαφων κτισμάτων, σχεδόν κυκλικού σχήματος, των οποίων οι εξωτερικοί τοίχοι θα πρέπει να στηρίζονταν σε περιμετρικούς πασσάλους. Ο συγκεκριμένος αρχιτεκτονικός τύπος διατηρείται και στην επόμενη οικιστική φάση, δηλαδή στην αρχαιότερη υποπερίοδο της φάσης ΙΙ του οικισμού. Σ αυτή τη φάση τα κτίσματα αποκτούν σαφές κυκλικό σχήμα, που σχηματίζεται από τους κατακόρυφους πασσάλους που στηρίζουν τους τοίχους. Η πλήρωση του σκελετού γίνεται με καλαμωτή, η οποία στη συνέχεια καλύπτεται με πηλό επάλειψης. Στη νεότερη περίοδο της φάσης ΙΙ η μορφή των κτισμάτων αλλάζει ριζικά. Τώρα τα κτίσματα έχουν ορθογώνιο επίμηκες σχήμα, με τη μια στενή πλευρά να σχηματίζει αψίδα. Τα αψιδωτά κτίσματα είναι προσανατολισμένα πάνω στον άξονα Β-Ν, με την αψίδα να κοιτάζει στο νότο. Σέρβια Η κατοίκηση συνεχίζεται στον οικισμό των Σερβίων στη ΝΝ περίοδο, στη διάρκεια της οποίας αναγνωρίζονται δύο διαδοχικές οικοδομικές φάσεις (σχ ). Χρονικά η αρχαιότερη φάση 6 αποτελεί μια μεταβατική περίοδο από τη ΜΝ προς τη ΝΝ. Τα αρχιτεκτονικά λείψανα είναι αποσπασματικά, όμως εκείνο που διαπιστώνεται είναι η συνέχιση της χρήσης ενός κτίσματος που κατασκευάστηκε στην προηγούμενη οικιστική φάση του οικισμού, γεγονός που υποδηλώνει τη συνέχεια στην οργάνωση του ενδοκοινοτικού χώρου. Στη διάρκεια της περιόδου το κτίσμα παύει να είναι σε χρήση, ενώ το χώρο της ανασκαφής καλύπτουν διάφοροι λάκκοι άγνωστης χρήσης. Στην επόμενη φάση 7 της ΝΝ περιόδου, τα αρχιτεκτονικά λείψανα είναι πιο πλούσια, υποδεικνύοντας μια πυκνότητα των κατασκευών στο χώρο της ανασκαφής, χωρίς ωστόσο να διακρίνονται σαφείς κατόψεις. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η κατασκευή ενός νέου κτίσματος πάνω στα ίχνη του προγενέστερου κτίσματος της φάσης 6, το οποίο με τη σειρά του είχε επιβιώσει από την προηγούμενη φάση 5 του οικισμού. Τα λείψανα των κατασκευών υποδεικνύουν τη διατήρηση του προσανατολισμού του οικισμού σε έναν άξονα που με μικρές αποκλίσεις ταυτίζεται με τον άξονα Β-Ν. Το βασικό σχήμα κάτοψης των κτισμάτων των Σερβίων παραμένει το ορθογώνιο, σύμφωνα με τα στοιχεία που προσφέρουν τα αρχιτεκτονικά λείψανα των κατασκευών. Η κατασκευαστική τεχνική συνεχίζεται αναλλοίωτη στη ΝΝ περίοδο, καθώς τα κτίσματα εξακολουθούν να κατασκευάζονται με σκελετό από κατακόρυφους πασσάλους και τοίχους από καλαμωτή και λάσπη (Mould και Wardle 2000: 75-77). 319

328 Κεφάλαιο 9 Σέσκλο Τα αρχιτεκτονικά λείψανα της ΝΝ προέρχονται από το λόφο πάνω στον οποίο ε- κτείνονταν τα λείψανα του Σέσκλου Α της ΜΝ περιόδου. Τα δεδομένα για την πολεοδομική μορφή του οικισμού είναι αποσπασματικά, καθώς η διατήρηση των κτισμάτων της περιόδου υπήρξε ιδιαίτερα κακή (Κωτσάκης 1996: 54). Η αποσπασματική κάτοψη του οικισμού αποτυπώνει μια περίκεντρη οργάνωση του ενδοκοινοτικού χώρου (σχ ). Κεντρική θέση έχει ένα μεγάλο κτίσμα του οικισμού, με τα υπόλοιπα κτίσματα να βρίσκονται χωροθετημένα γύρω από αυτόν τον κεντρικό πυρήνα. Την περίκεντρη οργάνωση του οικισμού επιτείνει η παρουσία τριών λίθινων περιβόλων που κυκλώνουν τον οικισμό (Θεοχάρης 1973: 101). Το σχήμα των περιβόλων μοιάζει να είναι σχεδόν ελλειπτικό, με το μεγάλο άξονα της έλλειψης να ακολουθεί μια ΒΑ-ΝΔ κατεύθυνση. Δύο είσοδοι προς τον κεντρικό χώρο του οικισμού είναι διαμετρικά τοποθετημένες πάνω στο ΒΑ-ΝΔ άξονα. Στοιχεία για την πυκνότητα της δόμησης στο εσωτερικό των περιβόλων δεν είναι γνωστά. Η μορφή των κτισμάτων του οικισμού παραμένει άγνωστη. Οι μόνες πληροφορίες αφορούν στο κεντρικό κτίσμα που βρίσκεται στον εσώτερο χώρο των περιβόλων. Το σχήμα του είναι επίμηκες ορθογώνιο, με τις δύο μακριές πλευρές του να σχηματίζουν μια μικρή ανοιχτή στοά στη ΝΔ πλευρά του, σημείο όπου βρίσκεται και η είσοδος προς το εσωτερικό του κτίσματος. Το εσωτερικό του κτίσματος διαιρείται σε δύο χώρους αξονικά χωροθετημένους (Κωτσάκης 1996: 54). Το κτίσμα είναι προσανατολισμένο στο ΒΑ-ΝΔ άξονα, αλλά με τρόπο που σημειώνει μια μικρή απόκλιση από τον άξονα που σχηματίζουν οι διαμετρικές είσοδοι των περιβόλων. Διμήνι Ο οικισμός του Διμηνίου απλώνεται πάνω σε ένα χαμηλό λόφο. Χαρακτηριστικό στοιχείο του οικισμού αποτελεί η παρουσία έξι ομόκεντρων λίθινων περιβόλων που κυκλώνουν τον ενδοκοινοτικό χώρο (σχ ). Κεντρική θέση στον οικισμό του Διμηνίου έχει ένας μεγάλος ανοιχτός χώρος, σχεδόν κυκλικός σε σχήμα. Οι λίθινοι περίβολοι παρουσιάζουν ένα ζευγαρωτό σύστημα ανάπτυξης γύρω από την κεντρική αυλή, καθώς ανά δύο βρίσκονται σχεδόν σε επαφή. Ανάμεσα στα τρία ζεύγη των περιβόλων μεσολαβεί διευρυμένος κενός χώρος, κατάλληλος για την υποδοχή των κτισμάτων και των άλλων απαραίτητων κατασκευών για τις ανάγκες των κατοίκων. Τα κτίσματα χωροθετούνται περικεντρικά στο εσωτερικό των λίθινων περιβόλων, αφήνοντας παράλληλα ορισμένους ενδιάμεσους ανοιχτούς χώρους. Σε πολλά σημεία οι περίβολοι αποτελούν οργανικό μέρος των κατασκευών, στηρίζοντας τους τοίχους των κτισμάτων και τις διάφορες κατασκευές. Η τελική μορφή των περιβόλων δεν αποτελεί την εκτέλεση ενός προκαθορισμένου σχεδίου, αλλά είναι αποτέλεσμα μιας σταδιακής διαμόρφωσης από το κέντρο προς την περιφέρεια της τελικής κάτοψης του οικισμού (Χουρμουζιάδης 320

329 Κεφάλαιο : 57-83). Την είσοδο στον οικισμό και την επικοινωνία στο εσωτερικό του εξυπηρετούν ακτινωτά ανοίγματα στους λίθινους περιβόλους. Ο οικισμός είναι προσανατολισμένος κατά μήκος του ΒΑ-ΝΔ άξονα, με τις εισόδους τοποθετημένες παράλληλα και κάθετα ως προς το συγκεκριμένο άξονα. Κατά κανόνα η κάτοψη των κτισμάτων του νεολιθικού Διμηνιού σχηματίζεται από ευθύγραμμους τοίχους, πλησιάζοντας άλλοτε το επίμηκες ορθογώνιο και άλλοτε το τετράγωνο σχήμα. Τα κτίσματα είναι συνήθως μονόχωρα, ενώ μια πιο σύνθετη κάτοψη που συναντάται σε ορισμένες περιπτώσεις είναι το αποτέλεσμα προσάρτησης βοηθητικών χώρων στον κύριο χώρο κατοίκησης. Οι βάσεις των τοίχων των κτισμάτων είναι λίθινες, οι οποίες πιθανολογείται ότι στήριζαν πλίνθινη ανωδομή (Χουρμουζιάδης 1979: ). Νέα Μάκρη Στον οικισμό της Νέας Μάκρης, η κατοίκηση συνεχίζεται στη ΝΝ περίοδο, στη διάρκεια της οποίας αναγνωρίζονται τέσσερις διαδοχικές οικοδομικές φάσεις (σχ ). Στην αρχαιότερη φάση 9, ο κεντρικός χώρος της ανασκαφής καταλαμβάνεται από ένα κτίσμα χωροθετημένο αξονικά σε σχέση με τον άξονα Β-Ν. Ο υπόλοιπος χώρος της τομής παραμένει κενός, ενώ ίχνος μιας πιθανής κατασκευής βρίσκεται στα ΒΔ του κεντρικού κτίσματος. Στην ακόλουθη οικιστική φάση παρατηρείται μετατόπιση του κτισμένου χώρου, καθώς ο κεντρικός χώρος παραμένει κενός από κατασκευές και τα μοναδικά ίχνη ενός κτίσματος εντοπίζονται στη ΒΔ γωνία της ανασκαφής. Στην επόμενη φάση διαπιστώνεται μια αλλαγή στην οργάνωση του ενδοκοινοτικού χώρου στον οικισμό, καθώς το νότιο τμήμα της ανασκαφής εμφανίζεται για πρώτη φορά πυκνά δομημένο. Σχεδόν στο κέντρο της ανασκαφής εντοπίζεται το ίχνος της κάτοψης ενός κτίσματος, ενώ στα ΝΔ και ΝΑ του κεντρικού κτίσματος υπάρχουν τα ίχνη δύο πιθανών παρόμοιων κατασκευών που εκτείνονται εκτός των ορίων της τομής. Στην τελευταία φάση της ΝΝ, το κεντρικό κτίσμα της προηγούμενης φάσης συνεχίζει να είναι σε χρήση, ενώ παράλληλα ένα νέο κτίσμα κατασκευάζεται σε πολύ μικρή απόσταση προς τα ΝΑ του. Τα δύο κτίσματα παρουσιάζουν διαφορετικό προσανατολισμό, καθώς το κεντρικό κτίσμα ευθυγραμμίζεται στον άξονα Α-Δ, με μια μικρή απόκλιση προς τα ΒΔ, ενώ το δεύτερο κτίσμα είναι προσανατολισμένο πάνω στο ΒΑ-ΝΔ άξονα. Τα κατάλοιπα του κτισμένου χώρου που καταγράφονται σε κάθε οικοδομική φάση υποδεικνύουν μια αλλαγή στην πυκνότητα της δόμησης, από μια πιο αραιή σε μια πιο πυκνή μορφή, που εστιάζεται κυρίως στο νότιο μισό της ανασκαφικής τομής. Οι καμπυλόγραμμες κατασκευές κυριαρχούν στη διάρκεια της ΝΝ στον οικισμό της Νέας Μάκρης, είτε με τη μορφή της έλλειψης είτε με άλλο απροσδιόριστο καμπύλο σχήμα. Το ελλειπτικό σχήμα αποτελεί το τυπικό σχήμα κάτοψης των πασσαλόπηκτων κτισμάτων. Στις τρεις από τις τέσσερις οικοδομικές φάσεις εφαρμόζεται η τεχνική 321

330 Κεφάλαιο 9 των πασσαλόπηκτων κατασκευών, ενώ μόνο στη φάση 10 διαπιστώνονται ίχνη λιθόκτιστης κατασκευής. Στις δύο τελευταίες φάσεις του οικισμού παρατηρείται μια αλλαγή στη θέση της εισόδου των πασσαλόπηκτων κτισμάτων, καθώς το άνοιγμα δημιουργείται κατά μήκος της μακριάς πλευράς (Παντελίδου Γκόφα 1991: 187). Ο προσανατολισμός των κτισμάτων αποτελεί το δεύτερο στοιχείο που υφίσταται αλλαγή στη διάρκεια της ΝΝ περιόδου. Ο αρχικός προσανατολισμός των ελλειπτικών κτισμάτων κατά μήκος του άξονα Β-Ν αντικαθίσταται από την αξονική χωροθέτησή τους στον άξονα Α-Δ, ενώ στο τέλος της περιόδου διαπιστώνεται η κατάργηση του προσανατολισμού των κατασκευών σε έναν κοινό άξονα. Εμποριό Ο οικισμός του Εμποριού ιδρύεται στη ΝΝ περίοδο, στη διάρκεια της οποίας αναγνωρίζονται τρεις διαδοχικές οικοδομικές φάσεις (σχ ). Από την αρχαιότερη φάση Χ δεν σώζονται παρά τα αποσπασματικά λείψανα δύο λεπτών τοίχων. Η εικόνα των αρχιτεκτονικών λειψάνων είναι καλύτερη στην επόμενη φάση ΙΧ του οικισμού. Δεν πρόκειται για τα λείψανα κτισμάτων, αλλά για μεμονωμένους τοίχους οι οποίοι φαίνεται να κυκλώνουν μια μικρή περιοχή. Τα λείψανα των τοίχων είναι αποσπασματικά σ αυτή τη φάση, ωστόσο διακρίνεται η παρουσία δύο τοίχων που εκτείνονται από τα ανατολικά προς τα δυτικά. Τα καμπυλόγραμμα τμήματα τοίχων που ανιχνεύονται στη δυτική πλευρά εγκάρσια ως προς τους προηγούμενους αποτελούν πιθανώς τη συνέχειά τους. Η προστατευμένη περιοχή περιέχει μια πηγή νερού, στην οποία η πρόσβαση γίνεται από το ευρύ άνοιγμα που σχηματίζουν οι τοίχοι στα ανατολικά. Στην ακόλουθη οικοδομική φάση VIII διαπιστώνονται ανακατασκευές των τοίχων και ορισμένες μικρές αλλαγές στη χάραξή τους, στοιχεία που επιβεβαιώνουν τη συνέχεια της αρχικής διάταξης του χώρου. Στην ίδια φάση, είναι φανερό ότι η περιοχή της πηγής κυκλώνεται από έναν ισχυρό πεταλόσχημο τοίχο, με το καμπύλο στοιχείο να διαγράφεται στα δυτικά, ενώ τη θέση της πηγής παίρνει ένα πηγάδι. Έξω και νότια από τον πεταλόσχημο τοίχο διαπιστώνονται τα λείψανα δύο διαδοχικών επιπέδων κατοίκησης. Στο νεότερο επίπεδο αναγνωρίζονται τα λείψανα ενός κτίσματος που ακουμπά στον τοίχο που περικλείει το πηγάδι. Μολονότι το σχήμα του πεταλόσχημου τοίχου ακολουθεί μια κατεύθυνση από Δ προς Α, το κτίσμα κατασκευάζεται με τον άξονά του σχεδόν κάθετα ως προς τον άξονα Α-Δ. Το κτίσμα της περιόδου VIII έχει σχήμα D, με την είσοδό του ανοιγμένη στο νότιο τμήμα του καμπύλου τοίχου. Οι τοίχοι του κτίσματος πατούν πάνω σε λίθινες βάσεις από πλακοειδείς επίπεδες πέτρες (Hood 1981: 99). Η λειτουργία αυτών των τοίχων με σχετικά ογκώδη χαρακτήρα που περιβάλλουν την περιοχή της πηγής και του μεταγενέστερου πηγαδιού αποτελεί ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα. Πρόκειται για τοίχους με ιδιαίτερα μεγάλο πάχος που φτάνει το 1,00-1,50μ., οι οποίοι ενδεχομένως κατα- 322

331 Κεφάλαιο 9 σκευάστηκαν ως τοίχοι αντιστήριξης των χωμάτων που συσσωρεύτηκαν γύρω από την πηγή με σκοπό να την προστατέψουν (Hood 1981: 91). Σάλιαγκος Στη μικρή νησίδα του Σάλιαγκου, τα πρώτα ίχνη κατοίκησης εντοπίζονται στη διάρκεια της ΝΝ περιόδου. Τα αρχιτεκτονικά λείψανα των δύο πρώτων οικοδομικών φάσεων είναι πολύ αποσπασματικά, σε αντίθεση με την τρίτη φάση που αποδείχτηκε η πιο πλούσια σε κατάλοιπα του κτισμένου χώρου. Σ αυτή την τελευταία φάση, που α- ντιστοιχεί στο στρώμα 3 της ανασκαφής, τα λείψανα που αποκαλύφθηκαν αντιπροσωπεύουν ένα σχεδόν ολοκληρωμένο αρχιτεκτονικό σύνολο (σχ ). Πρόκειται για ένα κτιριακό συγκρότημα ορθογώνιο σε κάτοψη, η περίμετρος του οποίου σχηματίζεται από έναν ενιαίο τοίχο. Η ανασκαφή αποκάλυψε τις τρεις από τις τέσσερις πλευρές του τοίχου. Τρεις από τις τέσσερις γωνίες αυτού του τοίχου είναι ορθογώνιες, ενώ υ- πάρχουν ενδείξεις ότι η ΒΔ γωνία είχε αρχικά σχήμα κυκλικό, που παραπέμπει σε πυργοειδή κατασκευή. Οι πλευρές του περιμετρικού ορθογώνιου τοίχου είναι σχεδόν παράλληλες με τους άξονες Β-Ν και Α-Δ, με μια μικρή στροφή του ορθογωνίου προς το ΒΔ-ΝΑ άξονα. Στο εσωτερικό του ορθογώνιου περιβόλου υπάρχουν μικρά κτίσματα, πιθανόν κελάρια ή αποθηκευτικοί χώροι κατασκευασμένοι στο επίπεδο της θεμελίωσης, που σε ορισμένες περιπτώσεις ακουμπούν πάνω στον εξωτερικό περίβολο. Στη δυτική πλευρά του συγκροτήματος ο περιμετρικός τοίχος σχηματίζει τον εξωτερικό τοίχο των κτισμάτων που ακουμπούν πάνω του, αποτελώντας οργανικό μέρος της κατασκευής τους, ενώ δεν είναι ξεκάθαρο αν κάτι αντίστοιχο συνέβαινε και στο ΝΑ τμήμα του συγκροτήματος. Η κλίση ορισμένων τοίχων εγκάρσιων στην εξωτερική περίμετρο προς το κέντρο του ορθογωνίου υποδεικνύει μια πιθανή περίκεντρη διάταξη στο εσωτερικό του συγκροτήματος. Το συγκρότημα είναι κατασκευασμένο με τοίχους που πατούν πάνω σε λιθόκτιστες βάσεις. Τεκμήρια για τον τρόπο κατασκευής της ανωδομής των τοίχων του συγκροτήματος δεν υπάρχουν, ωστόσο δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο να ήταν κατασκευασμένοι με ξερολιθιά (Evans και Renfrew 1968: 25). Κνωσός Η ΝΝ περίοδος αναγνωρίστηκε σε δύο διαδοχικά αρχαιολογικά στρώματα στην περιοχή της Κεντρική Αυλής του οικισμού της Κνωσού. Στο αρχαιότερο στρώμα δεν α- ναγνωρίστηκαν κατόψεις κτισμάτων παρά μόνο λείψανα λεπτών τοίχων που προφανώς α- νήκουν σε αυλές ή σε περιοχές εργασίας. Στο νεότερο στρώμα της ΝΝ διακρίνονται δύο διαφορετικές οικοδομικές φάσεις. Στην πρώτη φάση σώζονται τα λείψανα δύο σύνθετων κατασκευών, που χωρίζονται μεταξύ τους από έναν υπαίθριο χώρο (σχ ). Τα δύο σύνθετα κτίσματα είναι χωροθετημένα σχεδόν παράλληλα, πάνω στο ΒΑ-ΝΔ άξονα. Ο Sir Arthur Evans υποστηρίζει ότι η δυτική κατασκευή αποτελείται από δύο διαφορετικά κτίσματα που είναι συνδεδεμένα μεταξύ τους, ενώ δεν αποκλείε- 323

332 Κεφάλαιο 9 ται αυτά να ενώνονται και με άλλα κτίσματα (Evans 1964: 16). Η κατασκευή των κτισμάτων με τέτοιο συμπαγή τρόπο δεν αποκλείει το ενδεχόμενο της οργάνωσης του οικισμού σε οικοδομικές νησίδες. Στο νεότερο στρώμα της ΝΝ σώζεται μόνο ένα μικρό τμήμα ενός παρόμοιου σύνθετου κτίσματος, προσανατολισμένο σχεδόν πάνω στον άξονα Β-Ν σε απόκλιση ως προς τα προγενέστερα κτίσματα. Στην Κνωσό, συνεχίζεται η παράδοση των κτισμάτων σύνθετης κάτοψης. Τα κτίσματα της ΝΝ περιόδου αποτελούνται από τη σύνθεση πολλών μικρών δωματίων, τα ο- ποία πιθανόν περικλείονται μέσα σε ένα σχεδόν ορθογώνιο περίγραμμα. Ο Evans περιγράφοντας την κάτοψη των δύο κτισμάτων κάνει λόγο για ένα τυπικό πυρήνα κατοίκησης που αποτελείται από έναν κύριο και ένα δευτερεύοντα χώρο, ο οποίος περιβάλλεται από μικρά κελιά αποθήκευσης. Η απουσία εισόδων προς τα κελιά σημαίνει ότι η πρόσβαση γίνεται από μικρά ανοίγματα σε έναν ορίζοντα πάνω από τη λίθινη θεμελίωση (Evans 1964: 17-18). Στην περίπτωση που η υπόθεση του Evans για πλίνθινη τοιχοποιία αληθεύει, τότε φαίνεται πως πραγματοποιείται μια επιστροφή σε παλιότερες κατασκευαστικές τεχνικές στον οικισμό της Κνωσού. Η είσοδος του βόρειου κτίσματος του συμπλέγματος κοιτάζει στο βορρά, ενώ ολόκληρο το συγκρότημα είναι προσανατολισμένο πάνω στο ΒΑ-ΝΔ άξονα. Συμπεράσματα για την πολεοδομική μορφή των οικισμών της ΝΝ Η πολεοδομική ανάλυση των οικισμών της Κατηγορίας 3 της ΝΝ περιόδου προσφέρει πλούσιες πληροφορίες για την πολεοδομική μορφή των οικισμών της περιόδου, όπως αποτυπώνονται σε διάφορες περιοχές του ελλαδικού χώρου. Με βάση τα κατάλοιπα του κτισμένου χώρου των συγκεκριμένων οικισμών διακρίνεται μια τάση για την περίκεντρη οργάνωση του ενδοκοινοτικού χώρου. Η περίκεντρη οργάνωση αναγνωρίζεται σε δύο οικισμούς της Θεσσαλίας, το Σέσκλο και το Διμήνι, τη Νέα Μάκρη Αττικής, το Εμποριό της Χίου, όπως πιθανώς και στον κυκλαδικό Σάλιαγκο, δηλαδή σε πέντε από τους εννιά οικισμούς της Κατηγορίας 3 της ΝΝ περιόδου. Η διάταξη των κτισμάτων ως ανεξάρτητων μονάδων στον ενδοκοινοτικό χώρο καταγράφεται σε δύο θέσεις της Μακεδονίας, τα Σέρβια στα δυτικά και το Ντικιλί Τας στα ανατολικά. Στο Ντικιλί Τας είναι φανερή η έμφαση στον κοινό προσανατολισμό των κτισμάτων, που έχει ως αποτέλεσμα την παράλληλη χωροθέτηση των κτισμάτων, ενώ στα Σέρβια κάτι τέτοιο είναι δύσκολο να διαπιστωθεί λόγω της αποσπασματικής κάτοψης των κατασκευών. Στην τρίτη θέση της Μακεδονίας, το Μακρύγιαλο, παρατηρείται αλλαγή στην πολεοδομική μορφή του οικισμού στη διάρκεια της ΝΝ περιόδου, καθώς διαπιστώνεται η μετάβαση από την αρχική οργάνωση των κτισμάτων σε νησίδες προς την τελική ελεύθερη χωροθέτηση των κτισμάτων ως ανεξάρτητων μονάδων στον ενδοκοινοτικό χώρο. Η οργάνωση σε οικοδομικές νησίδες, πιθανόν σε παράλληλη διάταξη, διακρίνεται επίσης στον οικισμό της Κνωσού. 324

333 Κεφάλαιο 9 Ένα στοιχείο που συναντάται σε πέντε από τους εννιά οικισμούς της Κατηγορίας 3 της ΝΝ περιόδου είναι η οροθέτηση τμήματος ή ολόκληρου του οικισμού με τη διάνοιξη τάφρου ή με την κατασκευή λίθινων περιβόλων. Σύμφωνα με συμπληρωματικά δεδομένα από θέσεις της Κατηγορίας 1 και της Κατηγορίας 2, πρόκειται για ένα χωροοργανωτικό στοιχείο που χαρακτηρίζει πολλούς οικισμούς της ΝΝ περιόδου. Η διάνοιξη τάφρων ως στοιχείο οροθέτησης έχει διαπιστωθεί στο Μακρύγιαλο, τη Νέα Νικομήδεια και πιθανόν στη Σταυρούπολη Θεσσαλονίκης στην Κεντρική Μακεδονία, στην Τούμπα Κρεμαστής-Κοιλάδας στη Δυτική Μακεδονία, στη Μαγούλα Αράπη, την Άργισσα και την Αγία Σοφία στην ανατολική θεσσαλική πεδιάδα, καθώς και στο νεολιθικό οικισμό της Παλαιάς Κοκκινιάς στην περιοχή του Πειραιά (Pappa και Besios 1999: 112, Pyke 1996: 52, Γραμμένος και Κώτσος 2002: 322, Χονδρογιάννη-Μετόκη 2001: , Andreou, Fotiadis και Kotsakis 2001: 265, Hanshmann και Milojcic 1976: 12-13, Milojcic 1976: 5, Θεοχάρης 1951: 98-99). Η κατασκευή λίθινων περιβόλων αποτελεί στοιχείο οργάνωσης του ενδοκοινοτικού χώρου σε τρεις οικισμούς της Θεσσαλίας, το Σέσκλο, το Διμήνι και τον Προφήτη Ηλία Μάνδρας, στα Παλιάμπελα της Κεντρικής Μακεδονίας, στο Εμποριό της Χίου, καθώς επίσης και στη νησίδα του Σάλιαγκου στις Κυκλάδες (Θεοχάρης 1973: 101, Χουρμουζιάδης 1979: 57, Blackman : 76, Κωτσάκης και Halstead 2004: 410, Hood 1981: 97, Evans και Renfrew 1968: 22). Στη Μαγούλα Οτζάκι της Θεσσαλίας, η αρχική διάνοιξη της τάφρου συμπληρώθηκε με την κατασκευή τοίχου από πηλό και πασσάλους σε επόμενη οικοδομική φάση, ένα συνδυασμό των δύο κατασκευών που διατηρήθηκε ώς το τέλος της περιόδου (Ασλάνης 1990: 24). Στο πλαίσιο των δύο γενικών κατηγοριών των κατασκευών οροθέτησης, τις τάφρους και τους λίθινους περιβόλους, διακρίνεται μια ποικιλία παραλλαγών της κατασκευαστικής τεχνικής και της μορφής των κατασκευών που εντοπίζονται στους οικισμούς της ΝΝ περιόδου. Ο αριθμός των τάφρων ποικίλει από οικισμό σε οικισμό. Για παράδειγμα, ένα σύστημα διπλών τάφρων εντοπίζεται στην πρώτη οικοδομική φάση του Μακρύγιαλου. Η μονή τάφρος εμφανίζεται στη δεύτερη οικοδομική φάση του ίδιου οικισμού, όπως επίσης στην Αγία Σοφία και την Παλαιά Κοκκινιά. Αντίθετα, ένα σύστημα πολλαπλών τάφρων κατασκευάζεται στη Νέα Νικομήδεια και την Άργισσα. Από την άλλη, στο Διμήνι ο αριθμός των περιβόλων φτάνει τους έξι, στο Σέσκλο μειώνεται στους τρεις, ενώ στα Παλιάμπελα γίνεται λόγος για την παρουσία διπλού περιβόλου. Το σχήμα που περιγράφουν οι τάφροι ή οι περίβολοι ακολουθεί συνήθως μια καμπυλόγραμμη χάραξη, τμήμα τόξου ή σχήμα έλλειψης, με εξαίρεση το Σάλιαγκο, όπου ο περίβολος του κτιριακού συγκροτήματος έχει σχήμα ορθογώνιο και την Τούμπα Κρεμαστής Κοιλάδας, όπου η τάφρος έχει σχήμα Τ. Ένα δεύτερο στοιχείο που έχει ιδιαίτερη σημασία για την κατανόηση των κατασκευών είναι ότι σε πολλές περιπτώσεις η τελική μορφή μιας τέτοιας κατασκευής υπήρξε το αποτέλεσμα σταδιακής διαδικασίας, και όχι ταυτόχρονης εκτέλεσης ενός προμελετημένου σχεδίου. Για παράδειγμα, οι έξι ομόκε- 325

334 Κεφάλαιο 9 ντροι περίβολοι του Διμηνίου δεν κατασκευάστηκαν ταυτόχρονα, αλλά με χρονική διαφορά μεταξύ των τριών ζευγαριών. Ένα τελευταίο στοιχείο που χρειάζεται επισήμανση αφορά στο γεγονός ότι σε ορισμένους οικισμούς οι κατασκευές οροθέτησης διαχωρίζουν μόνον ένα τμήμα του οικισμού, απομονώνοντάς το από τον υπόλοιπο ενδοκοινοτικό χώρο, όπως συμβαίνει στη δεύτερη οικοδομική φάση του Μακρύγιαλου, την Αγία Σοφία και το Εμποριό. Η ποικιλία στον τρόπο με τον οποίο αποκτά υλική υπόσταση η πρόθεση των μελών μιας κοινότητας να σηματοδοτήσουν το όριο ανάμεσα σε δύο διαφορετικά πεδία του χώρου, σε πρακτικό ή συμβολικό επίπεδο, καθιστά φανερή την αναγκαιότητα να αποφεύγεται η αναζήτηση ενός καθολικού ερμηνευτικού μοντέλου. Αναμφίβολα πρόκειται για μια διαδεδομένη πρακτική στους οικισμούς της ΝΝ περιόδου, η οποία σε κάθε περίπτωση υλοποιείται κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες και για συγκεκριμένους λόγους. Η ερμηνεία του Τσούντα για την αμυντική λειτουργία των περιβόλων του Διμηνίου έχει αμφισβητηθεί σοβαρά από το Χουρμουζιάδη, ο οποίος στηρίζεται στο επιχείρημα ότι η νεολιθική κοινωνία δεν συγκεντρώνει χαρακτηριστικά διαστρωμάτωσης που να δικαιολογούν την πρόθεση για την περιφρούρηση τμήματος του οικισμού. Για το λόγο αυτό, ο ίδιος αναζήτησε τη λειτουργική τους διάσταση μέσα σε ένα πλαίσιο εξυπηρέτησης οικονομικών και κοινωνικών αναγκών, που προώθησε μια τέτοια χωροοργανωτική επιλογή (Χουρμουζιάδης 1979: 66-67). Από την άλλη, ο Λαγόπουλος υποστηρίζει το συμβολικό χαρακτήρα των έξι ομόκεντρων λίθινων περιβόλων του Διμηνίου, ως αναπαράσταση του κοσμικού βουνού (Λαγόπουλος 1970: 167). Ο Ιωάννης Ασλάνης ε- πιμένει στην αμυντική διάσταση της ερμηνείας των τάφρων και των λίθινων περιβόλων των οικισμών της ΝΝ, ανεξάρτητα από τις ιδιαιτερότητες που παρουσιάζουν οι κατασκευές σε κάθε οικισμό (Ασλάνης 1990: ). Η Μαρία Παππά και ο Μάνθος Μπέσιος υποστηρίζουν τον πολυδιάστατο ρόλο των τάφρων στον οικισμό του Μακρύγιαλου, υπογραμμίζοντας τη σημασία τους ως στοιχείου καθορισμού του ενδοκοινοτικού χώρου, ως στοιχείου ελέγχου της πρόσβασης στον οικισμό αλλά και της απόδρασης από αυτόν, πρακτικά και συμβολικά, αλλά και ως χρηστικής κατασκευής που πιθανόν εξυπηρετούσε ως απορριμματική ή ταφική περιοχή, αλλά και ως δεξαμενή για την αποθήκευση νερού (Pappa και Besios 1999: 112). Η πυκνότητα της δόμησης στους οικισμούς της ΝΝ περιόδου παρουσιάζει έντονες διαφοροποιήσεις. Στην αρχαιότερη οικοδομική φάση του Μακρύγιαλου υπογραμμίζεται η παρουσία μεγάλων ανοιχτών χώρων, που μεσολαβούν ανάμεσα στις συστάδες των λάκκων κατοίκησης. Ο συγκεκριμένος τρόπος οργάνωσης του ενδοκοινοτικού χώρου συνδέεται με την πρακτική της καλλιέργειας σε κομμάτια γης που βρίσκονται μέσα στα όρια του οικισμού (Pappa και Besios 1999: 112). Οι ομάδες λάκκων κατοίκησης σε συνδυασμό με μεγάλους ανοιχτούς χώρους συνιστούν μια διάταξη που παρατηρείται, επίσης, στον οικισμό της Θέρμης στη Θεσσαλονίκη. Στο συγκεκριμένο οικισμό, εκτεταμένα λιθό- 326

335 Κεφάλαιο 9 στρωτα καλύπτουν τους ανοιχτούς χώρους, με σκοπό τη δημιουργία ανοιχτών εργαστηριακών χώρων μεταξύ των χώρων κατοίκησης (Παππα, Αδακτύλου και Νανόγλου 2003: ). Ο συγκεκριμένος τρόπος οργάνωσης του ενδοκοινοτικού χώρου που καταγράφεται στους παραπάνω οικισμούς αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα των επίπεδων εκτεταμένων θέσεων που κάνουν την εμφάνισή τους στη διάρκεια της ΝΝ στη Μακεδονία. Παράλληλα, συναντώνται οικισμοί με πυκνή διάταξη των κτισμάτων στον ενδοκοινοτικό χώρο, όπως για παράδειγμα στο Ντικιλί Τας και τα Σέρβια. Στην περίπτωση του Ντικιλί Τας, η έλλειψη ανοιχτών περιοχών συνδέεται με το ενδεχόμενο οι δραστηριότητες όπως η καλλιέργεια και η φύλαξη των ζώων να πραγματοποιούνταν σε περιοχές έξω από τα όρια του οικισμού (Κουκούλη-Χρυσανθάκη, Treuil και Μαλαμίδου 1998: 694). Στη Νέα Μάκρη εξακολουθούν να υπάρχουν ανοιχτοί χώροι που εξυπηρετούν υπαίθριες οικιακές δραστηριότητες, μολονότι η πυκνότητα της δόμησης αυξάνει σε σύγκριση με τις προηγούμενες νεολιθικές περιόδους (Παντελίδου Γκόφα 1991: 187). Η παράλληλη διάταξη των κτισμάτων στον οικισμό του Ντικιλί Τας μαρτυρά τη σπουδαιότητα της συμμόρφωσης προς έναν κοινό άξονα προσανατολισμού. Ο επιμήκης άξονας των τεσσάρων κτισμάτων εκτείνεται παράλληλα στο ΒΑ-ΝΔ άξονα (Κουκούλη- Χρυσανθάκη, Treuil και Μαλαμίδου 1998: 690). Ο ίδιος προσανατολισμός συναντάται σε ορισμένα κτίσματα του οικισμού των Σερβίων, στα κτίσματα της Κνωσού, όπως επίσης και στο μοναδικό κτίσμα του Εμποριού (Mould και Wardle 2000: 47). Στο Σέσκλο και το Διμήνι οι περίβολοι είναι στραμμένοι προς τον ίδιο ΒΑ-ΝΔ άξονα, σε αντίθεση με τις παράλληλες τάφρους στον οικισμό του Μακρύγιαλου που δείχνουν να ακολουθούν το ΒΔ-ΝΑ προσανατολισμό. Μολονότι με πολύ μικρή απόκλιση από τον κύριο άξονα Β-Ν, τον ίδιο ΒΔ-ΝΑ προσανατολισμό ακολουθεί ο τετράγωνος περίβολος του Σάλιαγκου. Από την άλλη, στη Νέα Μάκρη ο αρχικός άξονας Β-Ν εγκαταλείπεται, καθώς στη συνέχεια τα κτίσματα του οικισμού αποκτούν μια πιο ελεύθερη διάταξη σε σχέση με τα κύρια σημεία του ορίζοντα. Συνοψίζοντας τα δεδομένα από τους οικισμούς της Κατηγορίας 3 της ΝΝ περιόδου, είναι φανερό ότι υπάρχει μια τάση προσανατολισμού προς τα ενδιάμεσα σημεία του ορίζοντα, χωρίς όμως να αναγνωρίζεται μια σαφής προτίμηση που να υποδηλώνει τη σπουδαιότητα ενός συγκεκριμένου σημείου ή άξονα προσανατολισμού. Ένα στοιχείο που παρουσιάζει έντονη διαφοροποίηση στην οργάνωση του χώρου στη διάρκεια της ΝΝ περιόδου αφορά στην κλίμακα των αρχιτεκτονικών κατασκευών. Η αρχιτεκτονική σύνθεση εμφανίζει πολλές παραλλαγές μέσα στον ελλαδικό χώρο, αλλά ακόμη και μέσα στα όρια ενός οικισμού. Οι συμπληρωματικές πληροφορίες από τους οικισμούς της Κατηγορίας 2 προσφέρουν μια ακόμη πιο ολοκληρωμένη εικόνα της πολυμορφίας των αρχιτεκτονικών κατασκευών. Το γνωστό ορθογώνιο σχήμα κάτοψης συναντάται σε οικισμούς της Κατηγορίας 3, όπως το Ντικιλί Τας, τα Σέρβια, το Σέσκλο, το Διμήνι και το Σάλιαγκο, αλλά και σε άλλους οικισμούς του ελλαδικού χώ- 327

336 Κεφάλαιο 9 ρου, όπως στη Μάκρη Έβρου, τον Προμαχώνα-Topolnica Σερρών, καθώς και στην Αγία Σοφία και τη Μαγούλα Βισβίκη στη Θεσσαλία (Ευστρατίου και Καλλιντζή 1998: 892, Κουκούλη-Χρυσανθάκη et al. 2003: 77, Milojcic 1976: 5, Elia 1982: 297). Μια ποικιλία αρχιτεκτονικών λύσεων στο εσωτερικό των κτισμάτων έχει ως αποτέλεσμα μια σειρά από παραλλαγές της ορθογώνιας κάτοψης, καθώς σε ορισμένες περιπτώσεις ε- γκάρσια χωρίσματα διαιρούν τον εσωτερικό χώρο σε δύο ή περισσότερα συνεχόμενα δωμάτια. Σε ορισμένους οικισμούς της Θεσσαλίας, όπως το Σέσκλο, η Αγία Σοφία και η Μαγούλα Βισβίκη, παρατηρείται η δημιουργία μιας ανοιχτής στοάς στη στενή πλευρά του ορθογωνίου, προσδίδοντας ιδιαίτερο χαρακτήρα στο χώρο της εισόδου προς το ε- σωτερικό του κτίσματος. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα ορθογώνια κτίσματα με στοά στην πλευρά της εισόδου αναφέρονται συνήθως στην αρχαιολογική βιβλιογραφία ως μεγαροειδή ή μεγαρόσχημα κτίσματα, καθώς η μορφολογία τους παραπέμπει εν μέρει στην κάτοψη του μεταγενέστερου μυκηναϊκού μεγάρου και του κλασικού ναού της αρχαιότητας (Elia 1982: 40, Treuil 1983: 302, Χουρμουζιάδης 1997: 29). Η κάτοψη του κτίσματος στη θεσσαλική Μαγούλα Βισβίκη παρουσιάζει ιδιαίτερα πολύπλοκη μορφή, καθώς ο εσωτερικός χώρος του κτίσματος χωρίζεται σε τρία μέρη, εκ των οποίων το μεσαίο τμήμα διαιρείται αξονικά σε δύο μικρότερους χώρους (Elia 1982: 297). Εικόνα Το επονομαζόμενο μέγαρο του Σέσκλου (πηγή: Θεοχάρης 1973) Μια παραλλαγή του ορθογώνιου κτίσματος αποτελεί το κτίσμα σχήματος τραπεζίου, που εντοπίζεται στον οικισμό του Μαγγασά στο ανατολικό άκρο της Κρήτης (Dawkins : 263). Η κυκλική κάτοψη αναγνωρίζεται στα κτίσματα τριών οικισμών της Μακεδονίας, το Μακρύγιαλο, τη Σταυρούπολη και τον Προμαχώνα-Topolnica. Δύο ακόμη σχήματα κάτοψης συγγενικά ως προς το κυκλικό, το ελλειπτικό και το πεταλόσχημο, συναντώνται σε δύο οικισμούς της Αττικής, τη Νέα Μάκρη και την Παλιά Κοκκινιά αντίστοιχα (Παντελίδου Γκόφα 1991: 187, Θεοχάρης 1951: 96). Δύο σχήματα κατόψεων που συνδυάζουν την καμπύλη με την ορθογώνια χάραξη αποτελούν το αψιδωτό και το σχήμα D. Η κάτοψη σχήματος D αποτελεί μια μεμονωμένη περίπτωση που καταγράφεται σε ένα κτίσμα στον οικισμό του Εμποριού στη Χίο (Hood 1981: 99). Το αψιδωτό σχήμα κάτοψης παρουσιάζει μεγαλύτερη διάδοση στον ελλαδικό χώρο, καθώς εντοπίζεται σε δύο θέσεις της Μακεδονίας, το Μακρύγιαλο Πιερίας και τον Αρκαδικό Δρά- 328

337 Κεφάλαιο 9 μας, όπως επίσης και σε δύο θέσεις της ανατολικής θεσσαλικής πεδιάδας, τις μαγούλες Ραχμάνι και Ρινί (Pappa και Besios 1999: 116, Περιστέρη 2004: 132, Wace και Thompson 1912: 37, 132). Με εξαίρεση το ένα από τα δύο αψιδωτά κτίσματα στο Ραχμάνι που είναι μονόχωρο, τα υπόλοιπα κτίσματα είναι δίχωρα. Στη Μαγούλα Ρινί το αψιδωτό κτίσμα παρουσιάζει μια ιδιομορφία, καθώς αποτελείται από δύο αψίδες στα δύο στενά του άκρα. Η σύνθετη μορφή κάτοψης φαίνεται να αποτελεί παράδοση στον οικισμό της Κνωσού, καθώς τα κτίσματα της ΝΝ περιόδου εξακολουθούν να διαμορφώνονται με τη σύνθεση πολλών χώρων (Evans 1964: 17). Από κατασκευαστικής άποψης, οι δύο μεγάλες κατηγορίες κτισμάτων παραμένουν δύο, τα πασσαλόπηκτα κτίσματα και τα κτίσματα με τοίχους που κατασκευάζονται πάνω σε λιθόκτιστες βάσεις. Τα πασσαλόπηκτα κτίσματα είναι ιδιαίτερα διαδεδομένα στο βόρειο ελλαδικό χώρο. Τα ανασκαφικά δεδομένα επιβεβαιώνουν την παρουσία πασσαλόπηκτων κτισμάτων στον οικισμό Μάκρη Έβρου της Θράκης, στους οικισμούς Ντικιλί Τας και Αρκαδικό Δράμας, τον Προμαχώνα-Topolnica Σερρών, τη Σταυρούπολη Θεσσαλονίκης και τον Πολυπλάτανο Ημαθίας, όπως επίσης και σε δύο οικισμούς της Δυτικής Μακεδονίας, τα Σέρβια Κοζάνης και το Δισπηλιό Καστοριάς (Κουκούλη-Χρυσανθάκη, Treuil και Μαλαμίδου 1998: 690, Κουκούλη-Χρυσανθάκη et al. 2003: 77, Αναγνώστου et al. 1998: 96, Γραμμένος και Κώτσος 2002: 324, Μερούσης και Στεφανή 2002: 558, Mould και Wardle 2000: 75, Χουρμουζιάδη και Γιαγκούλης 2002: 72-74). Νοτιότερα στον ελλαδικό χώρο, πασσαλόπηκτα κτίσματα εντοπίζονται σε δύο οικισμούς της Αττικής, τη Νέα Μάκρη και την Παλαιά Κοκκινιά. Τα κτίσματα με λιθόκτιστες βάσεις παρουσιάζουν μεγαλύτερη διασπορά στις γεωγραφικές περιοχές του ελλαδικού χώρου. Στη Μακεδονία, λιθόκτιστα κτίσματα καταγράφονται στην Όλυνθο, τα Βασιλικά C και τη Σταυρούπολη (Mylonas 1929: 7, Γραμμένος 1991: 36, Γραμμένος και Κώτσος 2002: 324). Η κατασκευή λιθόκτιστων τοίχων αποτελεί κοινή πρακτική στη Θεσσαλία, όπως επιβεβαιώνουν τα κατάλοιπα των κτισμάτων από τις θέσεις Διμήνι, Σέσκλο, Ραχμάνι, Ρινί και Πευκάκια (Χουρμουζιάδης 1979: 120, Wace και Thompson 1912: 37, 132, Weisshaar 1989: 8). Η τεχνική των λιθόκτιστων βάσεων των τοίχων συναντάται, επίσης, σε δύο θέσεις του κεντρικού ελλαδικού χώρου, τη Νέα Μάκρη Αττικής και τη Βάρκα Εύβοιας, όπως επίσης σε δύο θέσεις της Κρήτης, την Κνωσό και το Μαγγασά. Έναν ιδιαίτερο τύπο κτίσματος από την άποψη της τεχνικής δόμησης αποτελούν τα υπόσκαφα κτίσματα, τα οποία συναντώνται κυρίως σε οικισμούς της Μακεδονίας, όπως στο Μακρύγιαλο, τη Θέρμη, τη Σταυρούπολη, τον Προμαχώνα-Topolnica και το Πλάτωμα Ασπροβάλτας, ενώ η ίδια τεχνική διαπιστώνεται και στην Παλιά Κοκκινιά Αττικής (Pappa και Besios 1999: 113, Παππά et al. 2002: , Γραμμένος και Κώτσος 2002: 323, Κουκούλη- Χρυσανθάκη et al. 2003: 77, Αδάμ-Βελένη et al. 2004: 175, Θεοχάρης 1951: 96). Συνοψίζοντας τα δεδομένα που προσφέρουν οι θέσεις της Κατηγορίας 3 διαπιστώνονται τέσσερα στοιχεία για την πολεοδομική μορφή των οικισμών της ΝΝ. Το πρώ- 329

338 Κεφάλαιο 9 το αφορά στην πολεοδομική οργάνωση των οικισμών. Η περίκεντρη οργάνωση του ενδοκοινοτικού χώρου φαίνεται να έχει ιδιαίτερη απήχηση στους οικισμούς της Θεσσαλίας, της Στερεάς Ελλάδας-Αττικής, του Βόρειου Αιγαίου και των Κυκλάδων. Οι οικισμοί της Μακεδονίας χαρακτηρίζονται από δύο διαφορετικούς τρόπους οργάνωσης του χώρου: ο πρώτος είναι η ελεύθερη διάταξη των κτισμάτων ως ανεξάρτητων μονάδων στον ενδοκοινοτικό χώρο, ενώ ο δεύτερος είναι η οργάνωση σε οικοδομικές νησίδες μεταξύ των οποίων παρεμβάλλονται μεγάλοι ανοιχτοί χώροι. Στην Κρήτη, οι μοναδικές πληροφορίες που υπάρχουν για την πολεοδομική μορφή των οικισμών της προέρχονται από την Κνωσό στην οποία αναγνωρίζεται η οργάνωση του ενδοκοινοτικού χώρου σε οικοδομικές νησίδες. Το δεύτερο στοιχείο αφορά στην εξάπλωση των κατασκευών οροθέτησης, οι οποίες εντοπίζονται στους οικισμούς της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας, στο Βόρειο Αιγαίο και τις Κυκλάδες, όπως επίσης και σε μια θέση της Αττικής. Το τρίτο στοιχείο αφορά στην τάση που διαφαίνεται για έναν πιο ελεύθερο προσανατολισμό των οικισμών της ΝΝ περιόδου ως προς τα κύρια σημεία του ορίζοντα, με μια προτίμηση προς το ΒΑ-ΝΔ και το ΝΑ-ΒΔ άξονα. Το τέταρτο στοιχείο αφορά στην κλίμακα των αρχιτεκτονικών κατασκευών και, ειδικότερα, στις τεχνικές δόμησης των κτισμάτων της ΝΝ περιόδου. Σε ολόκληρη τη Μακεδονία και τη Θράκη κυριαρχούν τα πασσαλόπηκτα κτίσματα, ενώ ενδείξεις για την κατασκευή πασσαλόπηκτων κτισμάτων υπάρχουν και στην Αττική. Οι λίθινες βάσεις των τοίχων δεν είναι άγνωστες στους οικισμούς της Μακεδονίας, αλλά εντοπίζονται σε ένα πολύ μικρότερο αριθμό θέσεων. Στη Θεσσαλία υπάρχουν ενδείξεις για τη διαδεδομένη χρήση της πέτρας ως δομικού υλικού, ενώ τα λιθόκτιστα κτίσματα κυριαρχούν στο Βόρειο Αιγαίο, τις Κυκλάδες και την Κρήτη. Τα υπόσκαφα κτίσματα είναι ιδιαίτερα διαδεδομένα στη Μακεδονία, ενώ ενδείξεις για ημιυπόγειες κατασκευές περιορίζονται προς το νότο σε μια μόνο θέση της Αττικής. Η επισήμανση των παραπάνω σημείων είχε ως σκοπό να αναδείξει τη χωρική κατανομή των πολεοδομικών και αρχιτεκτονικών χαρακτηριστικών της ΝΝ περιόδου, όπως καταγράφονται στους οικισμούς της Κατηγορίας 3 και επιβεβαιώνονται από τα δεδομένα των οικισμών της Κατηγορίας 2 και της Κατηγορίας 1. Ένα διάγραμμα που περιγράφει τη σχέση μεταξύ των γεωγραφικών περιοχών του ελλαδικού χώρου αποτελεί τον καλύτερο τρόπο για να αποτυπωθεί η χωρική κατανομή των χαρακτηριστικών των οικισμών της περιόδου. Ένα από τα κεντρικά σημεία αφορά στο γεγονός ότι τα χαρακτηριστικά που συγκεντρώνουν οι οικισμοί της Μακεδονίας διαφοροποιούνται από τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά των οικισμών του υπόλοιπου ελλαδικού χώρου, κυρίως σε ό,τι αφορά στον τρόπο οργάνωσης του ενδοκοινοτικού χώρου και στις μεθόδους κατασκευής των κτισμάτων. Από την άλλη πλευρά, μια ισχυρή παράδοση φαίνεται να διατηρείται στην Κρήτη, κυρίως στην αρχιτεκτονική σύνθεση και την κατασκευαστική τεχνική των κτισμάτων, στοιχείο που μαρτυρά ουσιαστικές διαφορές με τους οικισμούς 330

339 Κεφάλαιο 9 της Μακεδονίας. Επομένως, τα αντιθετικά χαρακτηριστικά που συγκεντρώνουν οι οικισμοί της Μακεδονίας και της Κρήτης τοποθετούν τις δύο περιοχές στις δύο ακραίες θέσεις του διαγράμματος. Πρόκειται για μια διαγραμματική σχέση που ανταποκρίνεται πλήρως στη γεωγραφική θέση των δύο περιφερειών μέσα στον ελλαδικό χώρο. Στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο, η διάχυση των πολεοδομικών και αρχιτεκτονικών χαρακτηριστικών που διαπιστώνεται στους οικισμούς της Θεσσαλίας, της Στερεάς Ελλάδας-Αττικής, του Βόρειου Αιγαίου και των Κυκλάδων, διαμορφώνει μια ρευστή κεντρική ζώνη ανάμεσα στους δύο πόλους του διαγράμματος. Η ζώνη αυτή δεν είναι αποκομμένη από τις δύο ακραίες ζώνες, καθώς χαρακτηριστικά των οικισμών των δύο ακραίων ζωνών του διαγράμματος διασταυρώνονται στην κεντρική ζώνη Τελική Νεολιθική ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 1 7% ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 2 1% ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 3 0% ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 0 ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 1 ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 2 ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 3 ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 0 92% Πίνακες α και β. Ποσότητα καταλοίπων του κτισμένου χώρου της ΤΝ. ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ Κατηγορία 0 Κατηγορία 1 Κατηγορία 2 Κατηγορία 3 ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ - ΘΡΑΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΗΠΕΙΡΟΣ ΙΟΝΙΑ ΝΗΣΙΑ ΘΕΣΣΑΛΙΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ - ΑΤΤΙΚΗ ΔΥΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ ΒΟΡΕΙΟ ΑΙΓΑΙΟ ΚΥΚΛΑΔΕΣ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ ΚΡΗΤΗ σύνολα Πίνακας γ. Ποσότητα καταλοίπων του κτισμένου χώρου της ΤΝ. Σύμφωνα με τους πίνακες α και β, η κατανομή των θέσεων της ΤΝ περιόδου, με βάση την ποσότητα των καταλοίπων του κτισμένου χώρου στις αντίστοιχες κατηγορίες, παρουσιάζει κοινά χαρακτηριστικά με την κατανομή των θέσεων των προηγούμενων νεολιθικών περιόδων. Η Κατηγορία 0 συγκεντρώνει το μεγαλύτερο ποσοστό (92%) των θέσεων της ΤΝ (399 θέσεις), με μεγάλη απόκλιση από το αμέσως χα- 331

340 Κεφάλαιο 9 μηλότερο ποσοστό θέσεων (7%) που καταγράφεται στην Κατηγορία 1 (31 θέσεις). Η Κατηγορία 2 συγκεντρώνει μόλις το 1% των θέσεων της ΤΝ, που αντιστοιχεί σε σύνολο έξι θέσεων της περιόδου. Η διαφορά σε σύγκριση με την κατανομή των υπόλοιπων νεολιθικών περιόδων βρίσκεται στο γεγονός ότι το ποσοστό των θέσεων της Κατηγορία 3 είναι ουσιαστικά μηδενικό (0%), καθώς μόνο 2 από τις 438 θέσεις της ΤΝ καταγράφονται στη συγκεκριμένη κατηγορία καταλοίπων του κτισμένου χώρου. Παρά το γεγονός ότι η ΤΝ χαρακτηρίζεται για τη συγκέντρωση των θέσεων στο νοτιοελλαδικό χώρο, εντούτοις οι δύο θέσεις της Κατηγορίας 3 δεν προέρχονται από τις περιφέρειες του νοτιοελλαδικού χώρου, αλλά από τη Θεσσαλία και το Βόρειο Αιγαίο. Πρόκειται αντίστοιχα για τα Πευκάκια της Μαγνησίας και για το Εμποριό της Χίου. Τα Πευκάκια είναι ένας οικισμός χωροθετημένος πάνω σε ένα βραχώδες ακρωτήριο, που προβάλει στον Κόλπο του Βόλου, σχεδόν απέναντι από τη σημερινή πόλη του Βόλου (εικ ) (Andreou, Fotiadis και Kotsakis 2001: 268). Αναμφίβολα οι πληροφορίες που προσφέρουν οι δυο θέσεις της ΤΝ είναι ιδιαίτερα περιορισμένες, ώστε να προωθήσουν μια εκτεταμένη συζήτηση γύρω από την πολεοδομική μορφή των οικισμών της ΤΝ. Ωστόσο, οι πληροφορίες από τις θέσεις της Κατηγορίας 2, που αφορούν κυρίως στην αρχιτεκτονική της περιόδου, πιστεύεται ότι θα αποτελέσουν μια συμπληρωματική πηγή, που θα ρίξει φως στο ζήτημα των χωροοργανωτικών διευθετήσεων στην ενδοκοινοτική κλίμακα του χώρου της ΤΝ περιόδου. Πευκάκια Σύμφωνα με τις αρχικές εκτιμήσεις της στρωματογραφίας του οικισμού, η κατοίκηση στη διάρκεια της ΤΝ στα Πευκάκια διακρίνεται σε τρεις διαδοχικές οικοδομικές φάσεις (σχ ) (Weisshaar 1989: 6-12). Θα πρέπει, όμως, να σημειωθεί ότι διατυπώνονται αντιρρήσεις ως προς τη χρονολόγηση αυτών των τριών στρωμάτων αμιγώς στην ΤΝ περίοδο, καθώς υπάρχουν επιφυλάξεις για το εύρος του χρονικού διαστήματος που μεσολαβεί από το τέλος της ΝΝ ώς την έναρξη της ΠΕΧ (Andreou, Fotiadis και Kotsakis 2001: ). Έτσι, λοιπόν, υπογραμμίζεται ότι η περιγραφή των νεολιθικών καταλοίπων του κτισμένου χώρου στα Πευκάκια γίνεται με κάθε επιφύλαξη. Στο κατώτερο στρώμα αναγνωρίστηκαν τα λείψανα ενός κτίσματος, στα βόρεια του οποίου βρέθηκαν τα λείψανα δύο τοίχων που πιθανόν ανήκουν σε ένα δεύτερο κτίσμα. Μεταξύ των δύο κτισμάτων μεσολαβεί ένας στενός κενός χώρος, μέρος του οποίου καλύπτει ένα σκέπαστρο προσαρτημένο στο νότιο κτίσμα. Το νότιο κτίσμα είναι κατασκευασμένο σχεδόν πάνω στον άξονα Β-Ν, με μια μικρή απόκλιση προς τα ΒΑ-ΝΔ. Στα δυτικά των δύο κτισμάτων υπάρχει μια συγκεχυμένη εικόνα του χώρου, καθώς τα λείψανα είναι αποσπασματικά. Το ίχνος ενός τοίχου μεγάλου πλάτους στα δυτικά των δύο κτισμάτων υποστηρίζεται ότι ανήκει σε μια προγενέστερη φάση του οικισμού. Στο μεσαίο στρώμα τα αρχιτεκτονικά λείψανα είναι πιο αποσπασματικά, καθώς δεν αποκαλύφθηκαν παρά μόνο τα λείψανα της γωνίας ενός κτίσματος στο ΒΑ άκρο της τομής και το 332

341 Κεφάλαιο 9 ίχνος ενός τοίχου στο κέντρο σχεδόν της τομής. Τα δύο αυτά στοιχεία έχουν παράλληλη χάραξη πάνω στο ΒΑ-ΝΔ άξονα, με μια μεγαλύτερη απόκλιση προς τα ΒΑ ως προς τη χάραξη του προηγούμενου στρώματος. Στο τελευταίο ανώτερο στρώμα της ΤΝ του οικισμού αποκαλύφθηκαν τα πιο πλούσια κατάλοιπα του κτισμένου χώρου. Πρόκειται για τα αρχιτεκτονικά λείψανα τεσσάρων κτισμάτων τα οποία στέκονται ως ανεξάρτητες μονάδες στον ενδοκοινοτικό χώρο, υπακούοντας σε έναν κοινό άξονα προσανατολισμού. Τα κενά μεταξύ των κτισμάτων είναι τόσο περιορισμένα, ώστε σε ορισμένα σημεία τα κτίσματα σχεδόν εφάπτονται μεταξύ τους. Ο άξονας προσανατολισμού των κτισμάτων ταυτίζεται με το ΒΑ-ΝΔ άξονα που αναγνωρίστηκε στο στρώμα της προηγούμενης οικοδομικής περιόδου (Weisshaar 1989: 8-12). Τα κτίσματα της ΤΝ στα Πευκάκια δεν υφίστανται ιδιαίτερες αλλαγές από την αρχαιότερη ώς τη νεότερη οικοδομική φάση. Μολονότι σε ορισμένες περιπτώσεις η εικόνα της κάτοψης είναι αποσπασματική, φαίνεται πως κατά κανόνα ακολουθούν το επίμηκες ορθογώνιο σχήμα. Σε ένα από τα κτίσματα της νεότερης φάσης σημειώνεται μια μικρή εσοχή στη ΒΑ του γωνία, με αποτέλεσμα το βόρειο τμήμα του κτίσματος να εμφανίζεται πιο στενό. Λόγω της περιορισμένης έκτασης της ανασκαφής δεν έχει διαπιστωθεί αν πρόκειται για μια τυπική κάτοψη ή για μια μεμονωμένη περίπτωση. Οι τοίχοι των κτισμάτων εδράζονται πάνω σε λίθινες βάσεις σε ολόκληρη την ΤΝ περίοδο (Weisshaar 1989: 8-12). Εμποριό Στη νησιωτική θέση του Εμποριού αναγνωρίζονται δύο διαδοχικές οικοδομικές φάσεις στη διάρκεια της ΤΝ περιόδου, που αντιστοιχούν στα ανασκαφικά στρώματα VII και VI (σχ ). Σε κανένα από τα δύο στρώματα δεν εντοπίστηκαν κατόψεις κτισμάτων στο χώρο γύρω από το πηγάδι. Το ενδιαφέρον των κατοίκων του Εμποριού συνέχισε να είναι στραμμένο στη διευθέτηση του χώρου γύρω από το πηγάδι. Η κατασκευή μιας ανυψωμένης πλατφόρμας στα ανατολικά του πηγαδιού δημιούργησε την ανάγκη για την κατασκευή ενός δρόμου, που θα οδηγούσε από τα ανατολικά προς την υποβαθμισμένη περιοχή του πηγαδιού. Για το σκοπό αυτό κατασκευάστηκαν δύο τοίχοι μικρού πλάτους, που καθόριζαν και στήριζαν το δρόμο που οδηγούσε στο πηγάδι. Σε μια μεταγενέστερη χρονική στιγμή, που συμπίπτει με την έναρξη της επόμενης οικιστικής φάσης, ξεκίνησαν οι εργασίες για την κατασκευή ενός πιο ογκώδη τοίχου με σκοπό να περικλείσει την περιοχή γύρω από το πηγάδι. Η περιοχή ανυψώθηκε με φερτά υλικά και πάνω της κατασκευάστηκε ένας νέος τοίχος πλάτους 1,80μ., με την ίδια σχεδόν πεταλόσχημη χάραξη που είχαν και οι προγενέστεροι τοίχοι της περιοχής. Ο τοίχος οικοδομήθηκε με την κατασκευή δύο εξωτερικών καλοχτισμένων μετώπων, το εσωτερικό των οποίων πληρώθηκε με μικρές πέτρες. Αργότερα κατασκευάστηκαν νέοι τοίχοι αντιστήριξης στη θέση τους. Ο δρόμος μεταξύ των τοίχων που οδηγούσε από τα ανατολικά 333

342 Κεφάλαιο 9 στο πηγάδι είχε πλάτος 2,25μ. Στο τέλος της ΤΝ περιόδου ο τοίχος αυτός ισοπεδώθηκε εσκεμμένα από τους κατοίκους του οικισμού (Hood 1981: ). Συμπεράσματα για την πολεοδομική μορφή των οικισμών της ΤΝ Τα στοιχεία που προκύπτουν από την πολεοδομική ανάλυση των δύο οικισμών της Κατηγορίας 3 δεν μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για μια συζήτηση γύρω από τα ζητήματα της πολεοδομικής μορφής των οικισμών της ΤΝ περιόδου. Ορισμένες συμπληρωματικές πληροφορίες μπορούν να προστεθούν από τέσσερις θέσεις που ανήκουν στην Κατηγορία 2 και την Κατηγορία 1. Μια τέτοια θέση είναι ο οικισμός του Μάνδαλου στην Πέλλα. Ενδιαφέρον στοιχείο για τη μορφή του Μάνδαλου αποτελεί ο εντοπισμός δύο λίθινων περιβόλων. Ο πρώτος λίθινος περίβολος εκτείνεται στα ΒΑ της κορυφής του λόφου, ενώ τμήμα του δεύτερου περιβόλου βρίσκεται στα ΒΔ της κορυφής και σε απόσταση 3,00μ. από τον πρώτο. Ο ρόλος των δύο λίθινων περιβόλων δεν έχει αποσαφηνιστεί, όπως επίσης δεν έχει εξακριβωθεί η διάταξη των κτισμάτων στον ενδοκοινοτικό χώρο του οικισμού (Παπαευθυμίου-Παπανθίμου και Πιλάλη-Παπαστερίου 1998: 144). Ανάλογο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα αποσπασματικά λείψανα της ΤΝ περιόδου που εντοπίστηκαν στον οικισμό της Πετρομαγούλας στη Μαγνησία. Πρόκειται για ένα τμήμα λίθινου τοίχου που συνδέεται με δύο κυκλικές κατασκευές, μια σύνθεση που θεωρείται ότι μοιάζει με ένα είδος πρόπυλου (Χατζηαγγελάκης 1984: 78). Στο Καστρί Θεολόγου της Θάσου έχουν αποκαλυφθεί τα λείψανα μιας μικρής εγκατάστασης. Πρόκειται κυρίως για τα κατάλοιπα διαφόρων κατασκευών που είχαν ως σκοπό την εξυπηρέτηση τροφοπαρασκευαστικών δραστηριοτήτων, ενώ τα μοναδικά λείψανα κτισμάτων αποτελούν δύο καμπυλόγραμμα τοιχία τα οποία με επιφύλαξη αποδίδονται σε δύο κυκλικές κατασκευές (Παπαδόπουλος et al. 2003: 55-58). Τα ανασκαφικά δεδομένα από τον οικισμό της Κολώνας στην Αίγινα υποδεικνύουν ότι δεν υπήρχε κάποιος σχεδιασμός για τη δόμηση του οικισμού, αλλά μάλλον τα κτίσματα στέκονταν ελεύθερα στον ενδοκοινοτικό χώρο ως ανεξάρτητες μονάδες (Felten 1986: 22). Οι περισσότερες πληροφορίες που συγκεντρώνονται με βάση τα κατάλοιπα του κτισμένου χώρου των οικισμών της ΤΝ περιόδου αφορούν κυρίως στην αρχιτεκτονική των κατασκευών. Τα δεδομένα από τους οικισμούς της Κατηγορίας 2 αποκαλύπτουν μια ποικιλία στη μορφή των αρχιτεκτονικών κατασκευών στο τέλος της Νεολιθικής Ε- ποχής. Δύο είναι οι κύριοι τύποι κάτοψης των κτισμάτων της ΤΝ, η ευθύγραμμη και η καμπυλόγραμμη. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν τα ορθογώνια κτίσματα που έχουν αποκαλυφθεί στο Μάνδαλο, τα Πευκάκια, τα Δολιανά των Ιωαννίνων, την Κολώνα της Αίγινας, τη Μύρινα της Λήμνου, τη Φτελιά της Μυκόνου, την Κεφαλά της Κέας και το Στρόφιλα της Άνδρου (Παπαευθυμίου-Παπανθίμου και Πιλάλη-Παπαστερίου 1998: 144, Weisshaar 1989: 8-12, Ντούζουγλη και Ζάχος 1994: 15, Felten 1986: 22, Σάμψων 1997: 1, Coleman 1977: 34-35, Touchais et al. 2000: 972). Στην Κεφαλά της Κέας 334

343 Κεφάλαιο 9 έχουν εντοπιστεί επίσης τα λείψανα ενός κτίσματος του οποίου η κάτοψη πλησιάζει το τραπέζιο σχήμα (Coleman 1977: 38). Τα καμπυλόγραμμα κτίσματα διακρίνονται σε κυκλικά, ελλειπτικά και αψιδωτά. Κυκλικές αρχιτεκτονικές κατασκευές συναντώνται στην Κολώνα της Αίγινας, τη Μύρινα και την Πολιόχνη της Λήμνου, όπως επίσης και στον οικισμό της Φαιστού στην Κρήτη (Felten 1986: 22, Ντόβα 1997: 289, Μενδώνη 1997: 141, Vagnetti 1972/1973: 27-28). Κτίσματα των οποίων η κάτοψη πλησιάζει το σχήμα της έλλειψης έχουν εντοπιστεί στη θέση Μπόριζα στο Μαραθώνα Αττικής, στη Μύρινα και την Πολιόχνη της Λήμνου, καθώς στο Γυαλί της Νισύρου στα Δωδεκάνησα (Μαζαράκης-Αινιάν 1995): 64-66, Ντόβα 1997: 289, Μενδώνη 1997: 141, Σάμψων 1988: 50). Στη θέση Στρόφιλας της Άνδρου έχει αποκαλυφθεί επίσης ένα κτίσμα με αψιδωτή κάτοψη (Touchais et al. 2000: 972). Σε δύο θέσεις των Δωδεκανήσων, το Κάστρο Αλιμνιάς και το Λεφτόπορο Καρπάθου, έχουν αποκαλυφθεί δύο κτίσματα τα οποία θα μπορούσαν επίσης να θεωρηθούν ως αψιδωτά (Σάμψων 1987: 125, Melas 1985: 37). Τα κατάλοιπα του κτισμένου χώρου των οικισμών της ΤΝ περιόδου μαρτυρούν δύο τύπους αρχιτεκτονικών κατασκευών με βάση τον τρόπο δόμησής τους, τις πασσαλόπηκτες και τις λιθόκτιστες κατασκευές. Πασσαλόπηκτα κτίσματα έχουν επιβεβαιωθεί α- νασκαφικά στο Μάνδαλο της Κεντρικής Μακεδονίας και στη θέση Βασιλάρα Ράχη στο Βελβεντό Κοζάνης, στα Δολιανά της Ηπείρου, όπως επίσης και στην Κολώνα της Αίγινας (Παπαευθυμίου-Παπανθίμου και Πιλάλη-Παπαστερίου 1998: 144, Χονδρογιάννη- Μετόκη 1995: , Ντούζουγλη και Ζάχος 1994: 15, Felten 1985: 22). Τα τεκμήρια για λιθόκτιστα κτίσματα της ΤΝ περιόδου είναι πιο πλούσια, καθώς λίθινοι τοίχοι έχουν επιβεβαιωθεί στο Καστρί Θεολόγου στη Θάσο, τα Πευκάκια και την Πετρομαγούλα της Μαγνησίας, την Κολώνα της Αίγινας, την Πολιόχνη και τη Μύρινα της Λήμνου, τη Φτελιά της Μυκόνου και την Κεφαλά της Κέας, το Γυαλί της Νισύρου, το Κάστρο Αλιμνιάς και το Λεφτόπορο Αρκάσας, όπως επίσης στους Καλούς Λιμένες και τη Φαιστό της Κρήτης (Κουκούλη-Χρυσανθάκη 1980: 422, Weisshaar 1989: 8-12, Χατζηαγγελάκης 1984: 78, Felten 1985: 22, Σάμψων 1997: 1, Coleman 1977: 34, 38, Ντόβα 1997: 289, Μενδώνη 1997: 141, Σάμψων 1988: 50, Σάμψων 1987: 125, Melas 1985: 37, Βασιλάκης 1987: 47, Vagnetti 1972/1973: 27-28). Τα δεδομένα για τον τρόπο κατασκευής των κτισμάτων της ΤΝ είναι ιδιαίτερα περιορισμένα για να επιτρέψουν τη διαμόρφωση μιας ολοκληρωμένης εικόνας για τη χωρική κατανομή των κατασκευαστικών τεχνικών στον ελλαδικό χώρο. Διαφαίνεται, ό- μως, μια τάση για την κατασκευή λιθόκτιστων κτισμάτων στο νησιωτικό χώρο του Αιγαίου. Στην ηπειρωτική χώρα, οι μαρτυρίες για λιθόκτιστα κτίσματα περιορίζονται στη Θεσσαλία και την Αττική, ενώ στη Μακεδονία και την Ήπειρο τα αρχιτεκτονικά λείψανα ανήκουν μόνο σε πασσαλόπηκτες κατασκευές. Η χωρική κατανομή της τυπολογίας της μορφής των κτισμάτων φαίνεται να συμφωνεί με τη διαφαινόμενη διάκριση ανάμεσα στον ηπειρωτικό και το νησιωτικό ελλαδικό χώρο. Προς το παρόν στη Μακεδονία, 335

344 Κεφάλαιο 9 την Ήπειρο και τη Θεσσαλία έχουν εντοπιστεί μόνον ορθογώνια κτίσματα, στην Αττική υπάρχουν οι ενδείξεις για την παρουσία ορθογώνιων και αψιδωτών κτισμάτων, ενώ τα κατάλοιπα του κτισμένου χώρου από τα νησιά του Βόρειου Αιγαίου, τις Κυκλάδες, τα Δωδεκάνησα και την Κρήτη αποκαλύπτουν μια έμφαση στα καμπυλόγραμμα κτίσματα, κυκλικής, ελλειπτικής και αψιδωτής κάτοψης. Αναμφίβολα, τα δεδομένα της αρχαιολογικής έρευνας για τους οικισμούς της ΤΝ περιόδου είναι πολύ περιορισμένα για να στηρίξουν με βεβαιότητα μια τέτοια διάκριση, αν και η διαφορά στην αρχιτεκτονική των κατασκευών που παρατηρείται στον ηπειρωτικό και το νησιωτικό χώρο δύναται να αποτελέσει τη βάση για μια μελλοντική συζήτηση που θα στηριχτεί σε έναν μεγαλύτερο όγκο πληροφοριών Πρώιμη Εποχή Χαλκού ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 1 7% ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 2 2% ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 3 2% ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 0 ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 1 ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 2 ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 3 ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 0 89% Πίνακες α και β. Ποσότητα καταλοίπων του κτισμένου χώρου της ΠΕΧ. ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ Κατηγορία 0 Κατηγορία 1 Κατηγορία 2 Κατηγορία 3 ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ - ΘΡΑΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΗΠΕΙΡΟΣ ΙΟΝΙΑ ΝΗΣΙΑ ΘΕΣΣΑΛΙΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ - ΑΤΤΙΚΗ ΔΥΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ ΒΟΡΕΙΟ ΑΙΓΑΙΟ ΚΥΚΛΑΔΕΣ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ ΚΡΗΤΗ σύνολα Πίνακας γ. Ποσότητα καταλοίπων του κτισμένου χώρου της ΠΕΧ. Οι οικισμοί της ΠΕΧ προσφέρουν τα πιο πλούσια κατάλοιπα του κτισμένου χώρου, συγκριτικά με την ποσότητα των καταλοίπων που προσφέρουν οι οικισμοί της Νεολιθικής Εποχής, γεγονός που είναι σε άμεση συνάρτηση με τον πολύ μεγαλύτερο α- ριθμό των θέσεων της ΠΕΧ, σε σύγκριση με τον αντίστοιχο αριθμό θέσεων των νεολιθικών περιόδων. Ωστόσο, εξετάζοντας την κατανομή των θέσεων της ΠΕΧ στις τέσσερις 336

345 Κεφάλαιο 9 κατηγορίες καταλοίπων του κτισμένου χώρου, γίνεται φανερό ότι οι αναλογίες παραμένουν σε γενικές γραμμές αδιαφοροποίητες σε σύγκριση με τις αντίστοιχες αναλογίες της κατανομής των θέσεων στις περιόδους της Νεολιθικής Εποχής. Σύμφωνα με τους πίνακες α και β, ο κύριος όγκος των θέσεων της ΠΕΧ καταγράφεται στην Κατηγορία 0, συγκεντρώνοντας το 89% του συνόλου των θέσεων (1620 θέσεις). Με μεγάλη απόκλιση από το πρώτο ποσοστό (89%), το αμέσως μικρότερο ποσοστό (7%) καταγράφεται στην Κατηγορία 1 (130 θέσεις). Η Κατηγορία 2 συγκεντρώνει μόλις το 2% των θέσεων της ΠΕΧ, ποσοστό που αντιστοιχεί σε ένα σύνολο 37 θέσεων. Το ίδιο ποσοστό θέσεων (2%) συγκεντρώνει η Κατηγορία 3, κατηγορία στην οποία καταγράφονται 35 θέσεις της ΠΕΧ περιόδου. Με εξαίρεση τις τέσσερις περιφέρειες της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας, της Ηπείρου και της Δυτικής Ελλάδας, οι τριάντα πέντε θέσεις της Κατηγορίας 3 κατανέμονται στις υπόλοιπες περιφέρειες του ελλαδικού χώρου. Δέκα θέσεις της Κατηγορίας 3 θα εξαιρεθούν από την πολεοδομική ανάλυση λόγω ελλιπών δεδομένων, με αποτέλεσμα η κατανομή των θέσεων που θα εξεταστούν διεξοδικά να περιορίζεται σε επτά περιφέρειες. Η τελική κατανομή των εικοσιπέντε θέσεων διαμορφώνεται ως εξής: οκτώ θέσεις καταγράφονται στην περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας-Αττικής, έξι θέσεις στην Πελοπόννησο, τέσσερις θέσεις στο Βορείου Αιγαίου, τρεις θέσεις στις Κυκλάδες, δύο θέσεις στην Κρήτη, ενώ από μια θέση καταγράφεται στη Θεσσαλία και στα Δωδεκάνησα. Είναι φανερό ότι στην περίπτωση της ΠΕΧ η χωροταξική κατανομή των θέσεων της Κατηγορίας 3 διαφοροποιείται σε σύγκριση με την κατανομή των αντίστοιχων θέσεων των νεολιθικών περιόδων (χάρτης 9.2). Οι θέσεις του βορειοελλαδικού χώρου είναι λιγοστές, σε αντίθεση με τις θέσεις του κεντρικού και νότιου ελλαδικού χώρου στις οποίες σημειώνεται μεγάλη αύξηση. Η μόνη θέση του βορειοελλαδικού χώρου που προσφέρεται για να μελετηθεί διεξοδικά είναι τα Πευκάκια στον Κόλπο του Βόλου. Στον κεντρικό ελλαδικό χώρο παρατηρείται μια ποικιλία της θέσης των οικισμών της Κατηγορίας 3 μέσα στο χωροταξικό δίκτυο της περιόδου. Οι Λιθαρές είναι ένας μεσόγειος οικισμός στα βόρεια της πεδιάδας της Θήβας, νότια της λίμνης Υλίκη (ει ) (Τζαβέλλα Evjen 1984: 15). Η Μάνικα είναι μια παραθαλάσσια θέση της κεντρικής Εύβοιας, κοντά στη σημερινή Χαλκίδα, σε σημείο που προσφέρει άμεση πρόσβαση στον ηπειρωτικό κεντρικό ελλαδικό χώρο (εικ και ) (Sampson 1986: 47). Στα ανατολικά της Εύβοιας, στο νησί της Σκύρου βρίσκεται το Παλαμάρι, πάνω σε ένα χαμηλό ακρωτήρι που προβάλει στον ομώνυμο όρμο στη ΒΑ ακτή του νησιού (εικ ) (Θεχάρη και Παρλαμά 1997: 344). Η Ραφήνα και το Ασκηταριό βρίσκονται στην ανατολική ακτή της χερσονήσου της Αττικής, η πρώτη πάνω σε ένα χαμηλό ύψωμα στην παραλία δυτικά από τη Ραφήνα (εικ ) και η δεύτερη πάνω σε ένα ακρωτήρι που προβάλει στη θάλασσα 2χλμ. νότια από τη Ραφήνα (εικ ) (Θεοχάρης 1952: 129, 1953/54: 59). Ο Άγιος Κοσμάς απλώνεται πάνω σε ένα ακρωτήρι που 337

346 Κεφάλαιο 9 προβάλει στη θάλασσα του Σαρωνικού Κόλπου, ανάμεσα στο Παλαιό Φάληρο και τη Γλυφάδα (Mylonas 1959: 5). Η θέση του Αλίμου βρίσκεται πάνω σε ένα χαμηλό λόφο που κόπηκε από τη διάνοιξη της λεωφόρου Βουλιαγμένης (εικ ) (Καζά- Παπακωνσταντίνου 1993: 66). Η Κολώνα αποτελεί ένα νησιωτικό οικισμό του Σαρωνικού Κόλπου, που απλώνεται πάνω σε ένα ακρωτήρι στην ανατολική ακτή της Αίγινας (εικ και ) (Felten 1986: 21). Στην Πελοπόννησο, οι Ζυγουριές και το Μπερμπάτι (εικ ) βρίσκονται σε κοιλάδες που αναπτύσσονται περιφερειακά της πεδιάδας του Άργους, σε σημεία που αποτελούν περάσματα από την Κορινθία στην Αργολίδα (Wright et al. 1985: 86, Wells, Runnels και Zangger 1990: 207). Μέσα στην ίδια την αργολική πεδιάδα, στέκονται οι θέσεις της Τίρυνθας (εικ ) και της Λέρνας (εικ ), η πρώτη στην ανατολική πλευρά και η δεύτερη στη δυτική πλευρά σε θέση κοντά στην ακτή (Zangger 1991: 11-12). Τα Ακοβίτικα είναι μια θέση στο μυχό του Μεσσηνιακού Κόλπου, δυτικά από την σύγχρονη πόλη της Καλαμάτας (εικ ) (Θέμελης 1970: 303). Η γνωστή από την αρχαιότητα Ολυμπία βρίσκεται στην πεδιάδα του ποταμού Αλφειού στην Ηλεία (MacDonald και Hope Simpson 1972: 131). Οι θέσεις που ανήκουν στην περιφέρεια του Βόρειου Αιγαίου προέρχονται από τέσσερα διαφορετικά νησιά. Η Πολιόχνη καταλαμβάνει ένα μικρό επιμήκη λόφο που εκτείνεται παράλληλα προς τη θάλασσα στην ανατολική ακτή της Λήμνου (εικ ) (Benvenuti 1994: 11). Η Θερμή απλώνεται πάνω σε ένα χαμηλό λόφο που περιβάλλεται από δύο χείμαρρους, σε σημείο κοντά στην ανατολική ακτή της Λέσβου (Κουκά 1997: 467). Ο πρωτοελλαδικός οικισμός στην περιοχή του Ηραίου της Σάμου εκτείνεται στη νότια ακτή του νησιού (εικ ), όπως επίσης το Εμποριό βρίσκεται στη νότια ακτή της Χίου. Στις Κυκλάδες, η Κύνθος απλώνεται πάνω σε μια κορυφή στο νησί της Δήλου. Το Καστρί εκτείνεται πάνω σε έναν απόκρημνο λόφο στην ανατολική πλευρά του νησιού της Σύρου, κοιτάζοντας προς την Τήνο και την Άνδρο (εικ ) (MacGillivray 1980: 3, Caskey 1964: 64). Ο Πάνορμος είναι κτισμένος πάνω σε ένα χαμηλό λόφο στα ΒΔ του ορμίσκου του Πάνορμου, στο ΝΑ άκρο του νησιού της Νάξου (εικ ) (Ντούμας 1964: 411). Ο Ασώματος βρίσκεται στην πεδινή ζώνη της Ιαλυσού στο νησί της Ρόδου (εικ ) (Μαρκέτου 1997: 396). Ο Μύρτος απλώνεται στην κορυφή ενός υψώματος που πέφτει απότομα προς το Λιβυκό Πέλαγος, στα νότια του ορεινού όγκου του Δίκτη (εικ ) (Whitelaw 1983: 323). Η Βασιλική απλώνεται πάνω στο λόφο Κεφάλι στα βόρεια του ισθμού της Ιεράπετρας, στο μυχό του Κόλπου του Μιραμπέλου (εικ ) (Ζώης 1976: 9). Η μεγάλη διασπορά των θέσεων της Κατηγορίας 3 στο ελλαδικό τοπίο αντικατοπτρίζει τη σημαντική εξάπλωση των θέσεων στη διάρκεια της ΠΕΧ, η οποία σύμφωνα με τα χωροταξικά δεδομένα αποκτά μεγαλύτερες διαστάσεις σε σύγκριση με τη Νεολιθική Εποχή. Με εξαίρεση το βορειοελλαδικό χώρο για τον οποίο οι πληροφορίες για 338

347 Κεφάλαιο 9 τα κατάλοιπα του κτισμένου χώρου είναι λιγοστές, τα δεδομένα από τις υπόλοιπες περιφέρειες ανοίγουν ένα ευρύ πεδίο για τη συζήτηση θεμάτων που αφορούν στην πολεοδομική μορφή των οικισμών της ΠΕΧ. Πευκάκια Στα Πευκάκια, οι αποθέσεις της ΠΕΧ διαιρούνται σε επτά διαδοχικές οικοδομικές φάσεις (σχ και ). Τα κατάλοιπα του κτισμένου χώρου του οικισμού προέρχονται από ένα μικρό ανασκαμμένο τμήμα του, με αποτέλεσμα οι πληροφορίες για την οργάνωση του ενδοκοινοτικού χώρου να μην παρουσιάζουν την ίδια ποιότητα για κάθε οικοδομική φάση. Στις δύο πρώτες οικοδομικές φάσεις του οικισμού αναγνωρίστηκαν τα λείψανα ενός κτίσματος, καθώς και τα αποσπασματικά λείψανα ορισμένων τοίχων (σχ ). Το μοναδικό αυτό κτίσμα βρίσκεται στο δυτικό άκρο της ανασκαφικής τομής, ακολουθώντας την κατεύθυνση του ΒΔ-ΝΑ άξονα, ενώ στην υπόλοιπη τομή η εικόνα των καταλοίπων είναι συγκεχυμένη. Στην οικοδομική φάση 3, δεν υπάρχουν ίχνη κτισμάτων στο χώρο της ανασκαφής, παρά μόνο τα λείψανα ενός ισχυρού τοίχου πλάτους 1,20-1,30μ (σχ ). Ο τοίχος εκτείνεται από τα ΒΑ της τομής σε ευθεία γραμμή προς τα ΝΔ, χαράσσοντας σταδιακά σχεδόν ένα ημικύκλιο που κλείνει στα ΒΔ της τομής. Στο εξωτερικό του καμπύλου τμήματος αποκαλύφθηκαν δύο ημικυκλικά τοιχία αντιστήριξης. Η κατασκευή του τοίχου και η παρουσία μιας ορθογώνιας κατασκευής σε επαφή με τον τοίχο στο ΒΑ του τμήμα αποτέλεσαν τις ενδείξεις για την ερμηνεία της συγκεκριμένης αρχιτεκτονικής κατασκευής ως τμήμα οχυρωματικού τείχους με πύργο. Στην επόμενη οικοδομική φάση 4 του οικισμού τα ίχνη της κατασκευής εξαφανίζονται, ενώ η νέα διάταξη που αρχίζει να διαμορφώνεται στον ενδοκοινοτικό χώρο εξελίσσεται σχεδόν αδιατάρακτη ώς το τέλος της ΠΕΧ. Τα κτίσματα που κατασκευάζονται διαδοχικά μετά την καταστροφή του οχυρωματικού τείχους ακολουθούν κατά κάποιο τρόπο τη χάραξη του τείχους. Το κτίσμα που ανήκει στη φάση 4 του οικισμού κατασκευάζεται σε σημείο που βρίσκεται ΝΑ από το ανατολικό τμήμα του τείχους, με μια πιο έντονη κλίση προς τον άξονα Α-Δ από εκείνη του τείχους (σχ ). Στην επόμενη φάση 5, ένα νέο κτίσμα καταλαμβάνει το χώρο του κτίσματος της φάσης 4, το οποίο στρέφεται λίγο προς το βορρά σε σχέση με το προγενέστερο κτίσμα (σχ ). Στην ακόλουθη φάση 6, ένα νέο κτίσμα κατασκευάζεται πάνω από το προηγούμενο κτίσμα της φάσης 5, ενώ ένα δεύτερο νέο κτίσμα κατασκευάζεται στα ΒΔ του πρώτου (σχ ). Το δυτικό κτίσμα κατασκευάζεται πάνω στο ΒΔ-ΝΑ άξονα, σχηματίζοντας γωνία με το ανατολικό κτίσμα. Η ακόλουθη οικοδομική φάση 7 χωρίζεται σε τρεις διαδοχικές φάσεις κατασκευής (σχ ). Η αρχαιότερη φάση 7 φαίνεται να αποτελεί τη συνέχεια της φάσης 6, καθώς δύο νέα κτίσματα κατασκευάζονται ακριβώς πάνω από τα δύο προγενέστερα. Στη μέση φάση 7, ένα νέο κτίσμα κατασκευάζεται ακριβώς πάνω από το προγενέστερο κτίσμα στα ανατο- 339

348 Κεφάλαιο 9 λικά, ενώ μια αλλαγή στη διάταξη σημειώνεται στα δυτικά, με την παράλληλη μετατόπιση του νέου δυτικού κτίσματος προς τα ΝΔ του προγενέστερου δυτικού κτίσματος. Στη νεότερη φάση 7, η βασική διάταξη των κτισμάτων διατηρείται. Αναλυτικά, το α- νατολικό τμήμα του οικισμού παραμένει ως έχει, ενώ στα δυτικά παρατηρείται μια διαφοροποίηση του προγενέστερου κτίσματος, ώστε να συνδεθεί με ένα ακόμη κτίσμα στα ΒΔ του. Οι δύο εξωτερικοί τοίχοι του προεκτείνονται και στρίβουν ελαφρά προς τα Β, προκειμένου να σχηματίσουν τους εξωτερικούς τοίχους μια αυλής, που αποτελεί το συνδετικό χώρο μεταξύ των δύο κτισμάτων. Αποτέλεσμα αυτής της προσθήκης είναι τα λείψανα των κτισμάτων του οικισμού να σχηματίζουν τη χάραξη ενός πολυγωνικού εξωτερικού περιγράμματος, που υποδεικνύει την πιθανή περίκεντρη διάταξη των κτισμάτων του οικισμού (Christmann 1996: 6-20). Ενδιαφέρον παρουσιάζει η αρχιτεκτονική των κτισμάτων του οικισμού, με την ποικιλία που παρατηρείται στις κατόψεις. Το μοναδικό κτίσμα της πρώτης οικοδομικής φάσης του οικισμού αποτελεί ένα απλό μονόχωρο κτίσμα ορθογώνιας κάτοψης, όπως το ίδιο ισχύει και για το κτίσμα της φάσης 4 του οικισμού. Στη φάση 5 κάνει την εμφάνισή του το αψιδωτό μονόχωρο κτίσμα, με την αψίδα του να βρίσκεται στα Δ προς το κέντρο της τομής. Στην επόμενη φάση 6, το μονόχωρο αψιδωτό κτίσμα μετασχηματίζεται σε δίχωρο, καθώς το τμήμα της αψίδας αποκόβεται από τον υπόλοιπο ενιαίο ε- σωτερικό χώρο, ενώ στην ίδια φάση συνυπάρχει και το ορθογώνιο μονόχωρο κτίσμα. Στην αρχαιότερη φάση 7, το αψιδωτό κτίσμα υφίσταται μια νέα τροποποίηση στην κάτοψη, καθώς τώρα διαιρείται εσωτερικά σε τρεις χώρους, ενώ παράλληλα εξακολουθεί να συνυπάρχει το μονόχωρο ορθογώνιο κτίσμα. Στη μέση φάση 7, διαπιστώνεται τροποποίηση της κάτοψης του ορθογώνιου κτίσματος με την προσθήκη μια αβαθούς ανοιχτής στοάς στην πλευρά της εισόδου, που σχηματίζεται με την προέκταση των δύο μακριών πλευρών. Στην τελευταία οικοδομική φάση, οι αλλαγές στην κάτοψη του ορθογώνιου κτίσματος είναι αναγκαίες λόγω της σύνδεσής του με το γειτονικό κτίσμα. Μια αλλαγή αφορά στην κατάργηση της στοάς, μέρος της οποίας καταλαμβάνει μια κλειστή τετράγωνη κατασκευή, με τη συνακόλουθη κατάργηση της εισόδου που προηγουμένως βρισκόταν στη στοά του κτίσματος. Μια δεύτερη αλλαγή σημειώνεται στην εξωτερική νοτιοδυτική πλευρά του κτίσματος, στην οποία προσαρτώνται δύο μικρά ημικυκλικά κτίσματα άγνωστης χρήσης. Όλα τα κτίσματα της ΠΕΧ στα Πευκάκια είναι κατασκευασμένα από τοίχους που εδράζονται πάνω σε λιθόκτιστες βάσεις (Christmann 1996: 6-20). Λιθαρές Στον οικισμό των Λιθαρών κύριο στοιχείο στην οργάνωση του ενδοκοινοτικού χώρου αποτελεί ο κεντρικός δρόμος του οικισμού που εκτείνεται πάνω στο ΒΔ-ΝΑ άξονα (σχ ). Κατά μήκος του δρόμου αναπτύσσονται εκατέρωθεν σε γραμμική διάταξη τα κτίσματα του οικισμού. Το μέτωπο των κτισμάτων προς το δρόμο δεν διακό- 340

349 Κεφάλαιο 9 πτεται από κάποιο κάθετο άξονα κυκλοφορίας, υπογραμμίζοντας μ αυτό τον τρόπο το γραμμικό χαρακτήρα του χώρου. Τμήματα δύο μικρότερων δρόμων έχουν βρεθεί πίσω από την πρώτη σειρά κτισμάτων στα Β του κεντρικού δρόμου, χωρίς ωστόσο να διασταυρώνονται μεταξύ τους. Η πυκνότητα της δόμησης των κτισμάτων εκατέρωθεν του δρόμου είναι εντυπωσιακή, καθώς τα κτίσματα κτίζονται κατά κανόνα με μεσοτοιχίες, σχηματίζοντας ένα συμπαγές επίμηκες μέτωπο. Τα ανοίγματα των κτισμάτων σπάνια εντοπίζονται στο επίπεδο των λίθινων βάσεων των κτισμάτων του οικισμού, με αποτέλεσμα να μην είναι γνωστό αν η πρόσβαση στα κτίσματα γινόταν από τον κεντρικό δρόμο. Το μοναδικό άνοιγμα εισόδου που κοιτάζει στον κεντρικό δρόμο σημειώνεται σε ένα κτίσμα στα Β του δρόμου, το οποίο η Χαρά Τζαβέλλα Evjen έχει χαρακτηρίσει ως ιερό. Υποστηρίζεται ότι, έξω από την ανασκαμμένη περιοχή, ο οικισμός δεν είχε την ίδια πολεοδομική μορφή, καθώς υπάρχουν ενδείξεις για μια ελεύθερη διάταξη των κτισμάτων ως ανεξάρτητων μονάδων στο χώρο (Τζαβέλλα Evjen 1984: 90). Τα κατάλοιπα του κτισμένου χώρου στις Λιθαρές σχηματίζουν κυρίως τετράπλευρους χώρους χωρίς ανοίγματα, οι οποίοι στις περισσότερες περιπτώσεις είναι κτισμένοι σε επαφή μεταξύ τους. Τα δύο αυτά στοιχεία, η επαφή των χώρων και η απουσία ανοιγμάτων, δυσχεραίνουν το έργο της αναγνώρισης των μεμονωμένων κτισμάτων. Η Τζαβέλλα Evjen κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα κτίσματα του οικισμού παρουσιάζουν μια σύνθετη κάτοψη, που συνήθως σχηματίζεται με τη γραμμική παράθεση δύο, τριών ή τεσσάρων ορθογώνιων δωματίων διαφόρων μεγεθών. Μια τέτοια διάταξη των κλειστών χώρων έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός κελύφους, η κάτοψη του οποίου πλησιάζει ένα σχεδόν επίμηκες ορθογώνιο σχήμα (Τζαβέλλα Evjen 1984: 90-91). Πιο πρόσφατα διατυπώθηκε μια άλλη άποψη από τον Steven Harrison, που υποστηρίζει ότι τα κτίσματα του οικισμού είναι πιθανό να σχηματίζουν μια πιο πολύπλοκη κάτοψη. Η προτεινόμενη κάτοψη ξεφεύγει από το γραμμικό σχήμα που υποστηρίζει η Τζαβέλλα Evjen και πλησιάζει σε ένα πιο διευρυμένο σχήμα, που προκύπτει από τη διάταξη περισσότερων κλειστών χώρων γύρω από μια αυλή. Η τελευταία άποψη στηρίζεται κυρίως στα δεδομένα που υπάρχουν για τις αυλές που αναγνωρίζονται στον ανασκαμμένο χώρο, καθώς και για τη θέση των εστιών που αντιπροσωπεύουν τους κλειστούς χώρους διαβίωσης (Harrison 1995: 35). Η κάτοψη του οικισμού υποδεικνύει μια τάση προσανατολισμού των κτισμένων χώρων πάνω στο ΒΔ-ΝΑ άξονα του κεντρικού δρόμου, ανεξάρτητα από την αναγνώριση των αρχιτεκτονικών συνόλων του οικισμού. Μάνικα Στον οικισμό της Μάνικας έχουν αναγνωριστεί τρεις οικοδομικές φάσεις, οι δύο αρχαιότερες ανήκουν στην ΠΕ ΙΙ περίοδο, ενώ η τρίτη φάση ταυτίζεται με την ΠΕ ΙΙΙ. Τα πιο πλούσια κατάλοιπα του κτισμένου χώρου προέρχονται από τις δύο αρχαιότερες οικοδομικές φάσεις της ΠΕ ΙΙ περιόδου. Ο οικισμός της Μάνικας καταλαμβάνει 341

350 Κεφάλαιο 9 μια σχετικά επίπεδη έκταση γης, καθώς και μια μικρή χερσόνησο που εισχωρεί στη θάλασσα του Ευβοϊκού Κόλπου. Το τμήμα του οικισμού πάνω στη χερσόνησο είναι πυκνά δομημένο, με εξαίρεση έναν ακάλυπτο λιθόστρωτο χώρο που πιθανόν αποτελούσε ένα είδος πλατείας (σχ ). Τα κτίσματα είναι προσανατολισμένα στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, με δρόμους που εκτείνονται πάνω στους άξονες Α-Δ και Β-Ν. Διαπιστώθηκε ότι το τείχος που είχε παρατηρήσει ο Θεοχάρης στο Ν άκρο του οικισμού δεν είναι παρά ένας πρόσφατος γεωλογικός σχηματισμός και όχι ένα οχυρωματικό τείχος (Σάμψων 1988: 11). Στο υπόλοιπο τμήμα του οικισμού που εκτείνεται στα ανατολικά της χερσονήσου τα κατάλοιπα του κτισμένου χώρου εντοπίζονται αποσπασματικά κάτω από τη σύγχρονη πόλη της Χαλκίδας, ωστόσο δεν είναι δύσκολο να αναγνωριστεί μια ορθογωνική διάταξη των δρόμων του οικισμού (σχ ). Οι κάθετοι μεταξύ τους δρόμοι ακολουθούν με μικρή απόκλιση τους άξονες Β-Ν και Α-Δ. Οι δρόμοι που είναι χαραγμένοι στον άξονα Α-Δ πιθανόν να εξυπηρετούσαν την πρόσβαση από και προς τη θάλασσα στα Δ του οικισμού (Σάμψων 1988: 120). Δεν είναι βέβαιο αν ολόκληρη η έκταση του οικισμού υπήρξε τόσο πυκνά δομημένη, όμως ο κοινός προσανατολισμός των κτισμάτων και η παρουσία των κάθετων δρόμων σε αρκετά σημεία του οικισμού αποτελούν μια σημαντική βάση για να στηριχτεί μια τέτοια υπόθεση (Σάμψων 1988: 121). Τα κτίσματα της Μάνικας δεν παρουσιάζουν κάποια τυπική επαναλαμβανόμενη κάτοψη. Η ποικιλία στο σχήμα της κάτοψης είναι αποτέλεσμα της σύνθεσης μεταβλητού αριθμού ορθογώνιων δωματίων, που έχει ως αποτέλεσμα το τελικό σχήμα της κάτοψης να παρουσιάζει άλλοτε περισσότερο κι άλλοτε λιγότερο κανονικό σχήμα. Τα αψιδωτά κτίσματα δεν απουσιάζουν από τη Μάνικα, αν και αποτελούν μια πιο σπάνια μορφή κάτοψης. Η αυλή αποτελεί βασικό στοιχείο χωροοργάνωσης των κτιριακών συγκροτημάτων της Μάνικας. Συνήθως, οι αυλές είναι στρωμένες με χαλίκι και περιβάλλονται από ψηλούς ή χαμηλούς τοίχους, δημιουργώντας ένα χώρο εισόδου που οδηγεί από το δρόμο στους εσωτερικούς χώρους του συγκροτήματος. Σε ορισμένες περιπτώσεις γειτονικά κτίσματα του οικισμού κατασκευάζονται με την πρακτική της μεσοτοιχίας και όχι με διπλούς τοίχους. Τα κτίσματα της Μάνικας είναι κατασκευασμένα από τοίχους που έ- χουν λίθινες βάσεις και ανωδομή από πλίνθινη τοιχοποιία (Σάμψων 1988: ). Παλαμάρι Στο Παλαμάρι αναγνωρίζονται τρεις κύριες οικοδομικές φάσεις της ΠΕΧ, η αρχαιότερη φάση Ι που χρονολογείται στην ΠΕ ΙΙ, η μέση φάση ΙΙ που χρονολογείται στην πρώιμη ΠΕ ΙΙΙ, και τέλος η νεότερη φάση ΙΙΙ του οικισμού που χρονολογείται στην ύστερη ΠΕ ΙΙΙ (Παρλαμά 1999: 49-50). Η μελέτη των αρχιτεκτονικών λειψάνων δεν έχει ολοκληρωθεί προς το παρόν, με αποτέλεσμα οι διαθέσιμες πληροφορίες για την οργάνωση του χώρου να έχουν αποσπασματικό χαρακτήρα. Τα σχέδια που έχουν δη- 342

351 Κεφάλαιο 9 μοσιευτεί προς το παρόν δεν διαχωρίζουν τα κατάλοιπα του κτισμένου χώρου σύμφωνα με τη στρωματογραφία του οικισμού, με αποτέλεσμα να υπάρχει μια μοναδική κάτοψη που αποτυπώνει συνολικά τα αρχιτεκτονικά λείψανα των τριών οικοδομικών φάσεων (σχ ). Ο οικισμός της φάσης Ι περιβάλλεται από ένα ισχυρό τείχος που προφυλάσσει τις πιο ευπρόσβλητες πλευρές στα ΒΔ, Δ και Ν του κατοικημένου χώρου του ακρωτηρίου. Η οργάνωση του χώρου στον τειχισμένο οικισμό δεν έχει αποσαφηνιστεί, καθώς μόνο ένα μικρό τμήμα του έχει αποκαλυφθεί στη βόρεια πλευρά του. Τα κτίσματα είναι κατασκευασμένα σχεδόν πάνω στον άξονα Β-Ν σε επαφή μεταξύ τους, με τρόπο ώστε οι βόρειοι εξωτερικοί τους τοίχοι σχηματίζουν έναν ενιαίο ισχυρό τοίχο που προστατεύει τη Β πλευρά του οικισμού. Στην επόμενη φάση ΙΙ του οικισμού, το τείχος παραμένει ως βασικό στοιχείο της μορφής του, ενώ τώρα κατασκευάζεται το μεγάλο ανατολικό κτιριακό συγκρότημα που κλείνει τον οικισμό στη ΒΑ και Α πλευρά του. Σε μια τομή που ανοίχτηκε στο κέντρο του περίκλειστου χώρου αποτυπώνεται ένα κομμάτι της κάτοψης του οικισμού. Η στρωματογραφική ακολουθία των καταλοίπων του κτισμένου χώρου δεν είναι απόλυτα διευκρινισμένη, ωστόσο είναι φανερή η συνέχεια μεταξύ των οικισμών Ι και ΙΙ. Η τομή αποκαλύπτει τμήμα ενός δρόμου με κατεύθυνση στον άξονα ΒΒΑ-ΝΝΔ, ο οποίος στο Β άκρο του κάμπτεται προς τα Α. Εκατέρωθεν του δρόμου είναι πυκνά διαταγμένα τα κτίσματα του οικισμού. Οι πληροφορίες είναι πολύ αποσπασματικές για να γίνουν εκτιμήσεις για τη δομή του οικισμού. Το βέβαιο είναι ότι το κεντρικό τμήμα του οικισμού ακολουθεί διαφορετικό προσανατολισμό από εκείνον του ΒΑ κτιριακού συγκροτήματος, το οποίο στο βόρειο τμήμα του εκτείνεται πάνω στον άξονα Α-Δ και στο Α τμήμα του πάνω στον άξονα Β-Ν. Η οχύρωση του οικισμού αποτελεί μια ιδιαίτερα σύνθετη κατασκευή. Κύριο στοιχείο της οχύρωσης αποτελεί το ισχυρό λίθινο τείχος, με τους ημιελλειψοειδείς προμαχώνες στο ΒΔ τμήμα του. Μπροστά από την εξωτερική πλευρά του τείχους κατασκευάζεται ένα δεύτερο τείχος, που αποτελεί προτείχισμα της οχύρωσης. Σε απόσταση από το προτείχισμα, ένα φράγμα από ακατέργαστους λίθους αναπτύσσεται παράλληλα προς το τείχος. Τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της οχύρωσης συμπληρώνει μια τάφρος που διανοίγεται ανάμεσα στο λίθινο φράγμα και το προτείχισμα του τείχους (Παρλαμά 1998: 284). Οι πλούσιες πληροφορίες για την οχύρωση του οικισμού έρχονται σε α- ντίθεση με τα λιγοστά στοιχεία που υπάρχουν για τα κτίσματά του. Είναι βέβαιο ότι τα ορθογώνια και τα αψιδωτά κτίσματα συνυπάρχουν, όπως υποδεικνύουν τα λείψανα των κτισμάτων στους δύο ανασκαφικούς τομείς. Η κάτοψη των κτισμάτων είναι σύνθετη, χωρίς να ακολουθείται ένα τυπικός κανόνας για τον αριθμό και τη διάταξη των δωματίων. Το ΒΑ κτιριακό συγκρότημα παρουσιάζει μια ιδιαίτερη κάτοψη με έντονη γραμμικότητα, που είναι το αποτέλεσμα της αξονικής διάταξης ορθογώνιων δωματίων (Θεοχάρη και Παρλαμά 1997: ). 343

352 Κεφάλαιο 9 Ραφήνα Ο οικισμός της Ραφήνας χρονολογείται στην τελευταία φάση ΠΕ ΙΙΙ της ΠΕΧ. Ένας ισχυρός ευθύγραμμος τοίχος αποτελεί το όριο του οικισμού στα δυτικά, ο ο- ποίος λόγω της κατασκευής και της θέσης του έχει ερμηνευτεί ως οχυρωματικό τείχος που προστατεύει την ευπρόσιτη πλευρά του οικισμού (σχ ). Η κάτοψη του α- νασκαμμένου τμήματος του οικισμού αποτυπώνει μια σειρά κτισμάτων στο εσωτερικό του τείχους, τα οποία ακουμπούν πάνω του και αναπτύσσονται παράλληλα ως προς αυτό. Το ανατολικό μέτωπο αυτής της σειράς των κτισμάτων ορίζεται από ένα δρόμο που εκτείνεται παράλληλα προς το τείχος. Στη νότια απόληξη του δρόμου, υπάρχει μια στροφή προς τα Δ, που συνδεόταν πιθανώς με μια πύλη εισόδου προς το εσωτερικό του οικισμού. Στο ανατολικό όριο του δρόμου σχηματίζεται μια οικοδομική νησίδα από κτίσματα που έχουν άνοιγμα προς το δρόμο. Τα λείψανα είναι αποσπασματικά, με αποτέλεσμα να μην είναι ξεκάθαρη η κάτοψη των κτισμάτων. Τα δύο διαφορετικά ανοίγματα, όμως, προς το δρόμο πιθανόν να αντιστοιχούν σε δύο διαφορετικά κτίσματα. Στα βόρεια της οικοδομικής νησίδας ένας δεύτερος δρόμος διασταυρώνεται με τον κύριο άξονα κυκλοφορίας. Στη βόρεια πλευρά του δρόμου σώζονται τα λείψανα μιας καλύβας σε γειτνίαση με μια άλλη κατασκευή, οι οποίες θεωρείται ότι αποτελούν πρόχειρες κατασκευές για τη φύλαξη των ζώων (Θεοχάρης 1953: 110). Ο Θεοχάρης ερμήνευσε τη σειρά των κτισμάτων που ακουμπούν στο τείχος ως μια σειρά τυπικών κτισμάτων του οικισμού, τα οποία αποτελούνται από ένα στενό χώρο εισόδου και ένα μεγάλο δωμάτιο. Όμως, η πιο πρόσφατη άποψη του Harrison δίνει μια άλλη διάσταση στη λειτουργία των συγκεκριμένων κτισμάτων. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι η οργανική σύνδεση των κτισμάτων με το τείχος υποδεικνύει, σε συνδυασμό με το μικρό τους μέγεθος, ότι τα κτίσματα αποτελούσαν πιθανώς αναπόσπαστο τμήμα ενός ενισχυμένου συστήματος οχύρωσης και όχι συνηθισμένα κτίσματα κατοικίας. Τα κτίσματα της οικοδομικής νησίδας που βρίσκονται στην ανατολική πλευρά του δρόμου δεν έχουν αποκαλυφθεί σε ολόκληρη την έκτασή τους. Η κάτοψη αποτυπώνει δύο κτίσματα που α- ποτελούνται από ένα μικρό χώρο εισόδου και ένα μεγαλύτερο δωμάτιο, όμως, δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο ότι τα δύο κτίσματα αποτελούν τμήματα δύο μεγαλύτερων κτιριακών συνόλων (Harrison 1995: 35). Ασκηταριό Τα πιο πλούσια κατάλοιπα του κτισμένου χώρου του οικισμού του Ασκηταριού προέρχονται από την τελευταία φάση ΠΕ ΙΙΙ (σχ ) (Θεοχάρης 1953/54: 63). Ο οικισμός είναι κτισμένος πάνω σε ένα ακρωτήρι τριγωνικού σχήματος, με τη ΒΔ και την Α του πλευρά να πέφτουν απότομα στη θάλασσα. Η μοναδική ευπρόσιτη πλευρά του οικισμού στα ΝΔ φράσσεται από έναν ισχυρό τοίχο, ο οποίος λόγω της μορφής του και της θέσης του στο χώρο έχει ερμηνευτεί από τον ανασκαφέα ως οχυρωματικό τείχος. Η 344

353 Κεφάλαιο 9 κάτοψη του οικισμού παρουσιάζει μια ιδιαίτερα πολύπλοκη δομή, που είναι το αποτέλεσμα της συμπαγούς διάταξης των κτισμάτων. Στο τμήμα του οικισμού που αποκαλύπτεται στην ανασκαφική τομή, δεν διακρίνονται ξεχωριστές οικοδομικές νησίδες, παρά μόνο μια συμπαγής κτιριακή μάζα. Οι πληροφορίες για τους άξονες κυκλοφορίας στο εσωτερικό του ενδοκοινοτικού χώρου είναι περιορισμένες, καθώς μόνο δύο πολύ μικρά τμήματα περασμάτων έχουν αποκαλυφθεί στον ανασκαμμένο χώρο. Στον οικισμό του Ασκηταριού, δεν χρησιμοποιούνται μεσοτοιχίες, παρά το συμπαγή τρόπο διάταξης των κτισμάτων, αλλά διπλοί τοίχοι. Ο Θεοχάρης είχε υποστηρίξει ότι τυπική κάτοψη των κτισμάτων του οικισμού υπήρξε το ορθογώνιο σχήμα, το οποίο συνήθως αποτελούνταν από μια αυλή στην πλευρά της εισόδου και δύο δωμάτια αξονικά χωροθετημένα. Ωστόσο, μια πιο πρόσφατη εξέταση των πολύπλοκων αρχιτεκτονικών λειψάνων από τον Harrison υποδεικνύει την παρουσία πιο σύνθετων κατόψεων, που αποκλίνουν από την τυπική ορθογώνια κάτοψη. Μια νέα θεώρηση των ανοιγμάτων και των συνδέσεων των δωματίων, καθώς και η αναγνώριση ορισμένων αυλών που αρχικά είχαν θεωρηθεί ως κλειστά δωμάτια, αποκαλύπτουν μια πιο πολύπλοκη σύνθεση της κάτοψης των κτισμάτων και μια πιο σύνθετη κάτοψη του οικισμού. Στην ίδια κατεύθυνση βρίσκεται και το γεγονός ότι υπάρχουν χώροι που αποκλίνουν σημαντικά από το ορθογώνιο σχήμα, είτε με τη χάραξη ακανόνιστων τετράπλευρων είτε με τη χάραξη καμπυλόγραμμων τοίχων. Σε γενικές γραμμές τα κτίσματα είναι προσανατολισμένα κατά μήκος του ΒΔ-ΝΑ άξονα, αλλά και κάθετα ως προς αυτόν. Η κατασκευή των κτισμάτων α- κολουθεί την τυπική τεχνική των λίθινων βάσεων, που στηρίζουν την πλίνθινη ανωδομή (Θεοχάρης 1953/54: 65-66, Harrison 1995: 30). Άγιος Κοσμάς Ο ενδοκοινοτικός χώρος του πρωτοελλαδικού οικισμού του Αγίου Κοσμά είναι οργανωμένος σε συμπαγείς οικοδομικές νησίδες (σχ ). Η κάτοψη του τμήματος του οικισμού που αποκαλύφθηκε με την ανασκαφική εργασία αποτυπώνει τμήματα τριών οικοδομικών νησίδων, που διαχωρίζονται από δύο κάθετους δρόμους. Το σχήμα και το μέγεθος των οικοδομικών νησίδων δεν είναι σαφές, ωστόσο η κάθετη χάραξη των δύο δρόμων αποτελεί ένδειξη για την ορθογωνική διάταξη των οικοδομικών νησίδων. Ο έ- νας από τους δύο δρόμους που αποκαλύφθηκαν εκτείνεται κατά μήκος του άξονα Α-Δ, με μια μικρή απόκλιση προς τα ΒΔ-ΝΑ, ενώ ο δεύτερος διασταυρώνεται κάθετα μ αυτόν. Στη διασταύρωση των δύο δρόμων σχηματίζεται μια μικρή τετράγωνη πλατεία. Η χάραξη των δρόμων και των κτισμάτων υποδεικνύει τον προσανατολισμό του οικισμού πάνω στον άξονα Β-Ν. Στον οικισμό του Αγίου Κοσμά δεν εντοπίστηκαν λείψανα που να μπορούν να αποδοθούν σε κάποια οχυρωματική κατασκευή (Mylonas 1959: 20). Οι μεσοτοιχίες αποτελούν κοινή πρακτική στην κατασκευή των κτισμάτων του οικισμού. Τα κτίσματα δεν παρουσιάζουν κάποια τυπική, επαναλαμβανόμενη κάτοψη. 345

354 Κεφάλαιο 9 Ένα από τα κτίσματα της κεντρικής οικοδομικής νησίδας παρουσιάζει ορθογώνια κάτοψη, η οποία συνίσταται στην αξονική χωροθέτηση τριών χώρων. Μια κλειστή αυλή σχηματίζει το χώρο εισόδου, που ανοίγεται στη στενή πλευρά του κτίσματος προς το δρόμο. Μέσα από την κλειστή αυλή γίνεται η πρόσβαση στα δύο εσωτερικά συνεχόμενα δωμάτια. Το γειτονικό κτίσμα είχε αρχικά όμοια κάτοψη, η οποία διαφοροποιήθηκε σταδιακά με την προσθήκη δύο νέων χώρων. Το ένα από τα υπόλοιπα δύο κτίσματα της κεντρικής νησίδας είχε αρχικά σχήμα L, ενώ το τέταρτο κτίσμα κατασκευάστηκε ως δίχωρο που μετατράπηκε σε μονόχωρο ορθογώνιο με την αφαίρεση ενός δωματίου. Ένα κτίσμα στα ανατολικά της κεντρικής οικοδομικής νησίδας παρουσιάζει ιδιόμορφη κάτοψη, η οποία εξωτερικά έχει ορθογώνιο σχήμα, ενώ εσωτερικά έχει τη μορφή τριγώνου. Οι τοίχοι του κτίσματος έχουν μεγαλύτερο πάχος σε σύγκριση με τους συνήθεις τοίχους των κτισμάτων του οικισμού. Οι κατόψεις των κτισμάτων που ανήκουν στις άλλες δύο οικοδομικές νησίδες είναι αμφίβολες, λόγω της μερικής αποκάλυψής τους. Όλα τα κτίσματα του οικισμού οικοδομούνται με τοίχους από πλίνθους που εδράζονται πάνω σε λίθινες βάσεις (Mylonas 1959: 21). Άλιμος Στη συγκεκριμένη θέση, αποκαλύφθηκε πρόσφατα ένα μικρό τμήμα οικισμού της ΠΕ ΙΙ. Τα αρχιτεκτονικά λείψανα περιορίζονται στη δεύτερη οικοδομική φάση της ΠΕ ΙΙ, που αναγνωρίστηκε στον οικισμό (σχ ). Στο νότιο τμήμα της τομής, α- ποκαλύφθηκε ένας δρόμος με κατεύθυνση σχεδόν Α-Δ, εκατέρωθεν του οποίου τα λείψανα δύο κτισμάτων εκτείνονται παράλληλα προς τη χάραξη του δρόμου. Στο βόρειο τμήμα της ανασκαφής, τα κατάλοιπα του κτισμένου χώρου εμφανίζουν μια διαφορετική διάταξη, κυρίως ως προς τον προσανατολισμό των κτισμάτων του οικισμού. Ένα ρέμα διέσχιζε αρχικά τη συγκεκριμένη περιοχή του οικισμού με κατεύθυνση ΒΑ-ΝΔ, το ο- ποίο στη συνέχεια καταχώθηκε, προκειμένου να κατασκευαστούν νέα κτίσματα. Τα κτίσματα χωροθετήθηκαν σε επαφή με το προγενέστερο ρέμα, διατηρώντας με τον τρόπο αυτό τη ΒΑ-ΝΔ κατεύθυνση του ρέματος. Λόγω της αποσπασματικότητας των αρχιτεκτονικών λειψάνων, οι πληροφορίες για την κάτοψη των κτισμάτων είναι περιορισμένες. Το μοναδικό στοιχείο αποτελεί το γεγονός ότι η κάτοψή τους συνίσταται στη σύνθεση ορθογώνιων δωματίων, ο αριθμός και η διάταξη των οποίων παραμένουν άγνωστα. Το βέβαιο είναι ότι στο κτίσμα που βρίσκεται βόρεια του δρόμου έχει διαπιστωθεί η παρουσία μιας αυλής, η οποία ε- κτείνεται στο χώρο πίσω από τα δωμάτια που σχηματίζουν το μέτωπο του κτίσματος προς το δρόμο. Η παρουσία της αυλής καθιστά πιθανό το ενδεχόμενο τα κτίσματα του οικισμού να αποτελούν σύνθετα κτιριακά σύνολα, στα οποία ένας αριθμός δωματίων αναπτύσσεται γύρω από μια αυλή. Τα κτίσματα στον Άλιμο εδράζονται σε λίθινες βά- 346

355 Κεφάλαιο 9 σεις από πλακοειδείς, αλλά και ακατέργαστες λίθους (Καζά-Παπακωνσταντίνου 1993: 66-67). Κολώνα Στην Κολώνα, η περίοδος της ΠΕΧ διαιρείται σε τρεις διακεκριμένες οικοδομικές φάσεις. Στην αρχαιότερη φάση ΙΙΙ, σώζονται τα λείψανα τριών κτισμάτων του οικισμού (σχ ). Τα κτίσματα στέκονται ελεύθερα ως ανεξάρτητες μονάδες στο χώρο με μοναδικό κοινό στοιχείο τον προσανατολισμό τους με μικρές αποκλίσεις πάνω στον άξονα Β-Ν. Ανάμεσά τους εκτείνονται ελεύθεροι χώροι, που μοιάζουν με πλατείες στρωμένες με χαλίκια, ενώ δεν υπάρχουν χαραγμένοι δρόμοι που να εξυπηρετούν την επικοινωνία μεταξύ των κτιρίων. Τα αποσπασματικά λείψανα ενός ισχυρού τοίχου στα Α του κατοικημένου χώρου υποδεικνύουν την κατασκευή ενός τείχους για την προστασία του οικισμού (Walter 1985: 57). Τα κατάλοιπα του κτισμένου χώρου από την ακόλουθη οικοδομική φάση IV του οικισμού είναι τόσο φτωχά που δεν μπορούν να δώσουν κάποια στοιχειώδη εικόνα για την οργάνωση του ενδοκοινοτικού χώρου. Τα πιο σημαντικά ευρήματα αποτελούν τα λείψανα ενός χυτηρίου χαλκού. Τα πιο πλούσια αρχιτεκτονικά λείψανα καταγράφονται στη φάση V, δηλαδή στον τελευταίο οικισμό της ΠΕΧ στο λόφο της Κολώνας (σχ ). Πρόκειται για τα λείψανα ενός οχυρωμένου οικισμού, με σαφή οργάνωση του ενδοκοινοτικού χώρου σε οικοδομικές νησίδες (Felten 1986: 26). Ο οικισμός είναι πυκνά δομημένος, καθώς οι νησίδες χωρίζονται μεταξύ τους από στενά δρομάκια. Οι τρεις πιο βόρειες νησίδες αποτελούνται από τρία κτίσματα σε σειρά, ενώ οι δύο πιο νότιες νησίδες συμπεριλαμβάνουν διαφορετικό αριθμό κτισμάτων, ορισμένα από τα οποία εμφανίζουν διαφορετικό σχήμα κάτοψης. Στις δύο τελευταίες νησίδες έχει διαπιστωθεί η εγκατάσταση ορισμένων εργαστηρίων. Τα κτίσματα των οικοδομικών νησίδων δεν εφάπτονται στο οχυρωματικό τείχος που περικλείει τον οικισμό, αλλά απέχουν από το τείχος όσο το πλάτος ενός δρόμου, που εκτείνεται παράλληλα προς αυτό. Στο τμήμα του οικισμού που αποκαλύφθηκε τα κτίσματα κατασκευάζονται κάθετα προς το τείχος, με τις εισόδους τους να ανοίγονται προς το τείχος και όχι προς το εσωτερικό του οικισμού. Η κάτοψη του οικισμού αποτυπώνει μια στροφή των κατασκευών, τόσο του τείχους όσο και των κτισμάτων, προς ένα κέντρο που βρίσκεται στα ΝΔ του ανασκαμμένου χώρου. Σύμφωνα με αυτή τη χάραξη, ο οικισμός μοιάζει να είναι προσανατολισμένος πάνω στο ΒΑ-ΝΔ άξονα. Πληροφορίες για το τείχος που οχύρωνε τον οικισμό στη φάση ΙΙΙ δεν υπάρχουν, ενώ η καλή διατήρηση του μεταγενέστερου τείχους της φάσης V επιτρέπει μια ολοκληρωμένη εικόνα για το σχήμα και την κατασκευή του. Πρόκειται πιθανόν για ένα τετράπλευρο που περικλείει ολόκληρο τον οικισμό, από το οποίο σώζεται ολόκληρη η ΒΑ πλευρά, καθώς και μικρά τμήματα των ΒΔ και ΝΑ πλευρών του. Το ΒΔ τμήμα του τείχους που σώζεται ακέραιο ακολουθεί μια τεθλασμένη γραμμή, σε κάθε καμπή της 347

356 Κεφάλαιο 9 οποίας είναι κατασκευασμένος ένας πεταλόσχημος προμαχώνας. Δύο προμαχώνες βρίσκονται στις άκρες του ΒΔ τείχους, ενώ άλλοι τρεις μοιράζονται σε ίσες αποστάσεις κατά μήκος της πλευράς. Η είσοδος στον οικισμό είναι δυνατή με τη διέλευση μέσα από τους δύο προμαχώνες που βρίσκονται εκατέρωθεν του κεντρικού προμαχώνα στη ΒΑ πλευρά του τείχους (Walter 1985: 74-76). Σε ό,τι αφορά τα κτίσματα του οικισμού, το λεγόμενο Άσπρο Σπίτι ξεχωρίζει από τα κτίσματα της φάσης ΙΙΙ της Κολώνας, λόγω της ιδιόμορφης κάτοψης και της επιμελημένης κατασκευής. Πρόκειται για ένα μεγάλο διώροφο ορθογώνιο κτίσμα με διπλούς εξωτερικούς τοίχους. Ανάμεσα στους δύο πλευρικούς εξωτερικούς τοίχους σχηματίζονται στενοί επιμήκεις χώροι που θυμίζουν διαδρόμους (Felten 1986: 22-26). Τα άλλα δύο σύγχρονα κτίσματα εμφανίζουν μια πιο τυπική κάτοψη. Το σχήμα τους είναι επίμηκες ορθογώνιο, μια ανοιχτή στοά διαμορφώνεται με την προέκταση των δύο μακριών πλευρών στην πλευρά της εισόδου, η οποία οδηγεί σε δύο αξονικά χωροθετημένα δωμάτια. Η συγκεκριμένη διάταξη αποτελεί την τυπική κάτοψη των κτισμάτων της τελευταίας οικοδομικής φάσης V του οικισμού, με μόνη εξαίρεση ορισμένα μονόχωρα κτίσματα στις δύο ΝΑ οικοδομικές νησίδες. Σε όλες τις οικοδομικές νησίδες, τα κτίσματα της περιόδου κατασκευάζονται με το σύστημα της μεσοτοιχίας. Οι τοίχοι των κτισμάτων της Κολώνας κατασκευάζονται με μικρές ακανόνιστες πέτρες, οι οποίες συνδέονται μεταξύ τους χρησιμοποιώντας τη λάσπη ως συνδετικό υλικό (Walter 1985: 68). Ζυγουριές Τα κατάλοιπα του κτισμένου χώρου στον οικισμό των Ζυγουριών χρονολογούνται στην ΠΕ ΙΙ. Τα αρχιτεκτονικά λείψανα προέρχονται από τρία διαφορετικά σημεία του οικισμού, με την κεντρική τομή να προσφέρει τις πιο πλούσιες πληροφορίες (σχ ). Στην κάτοψη αποτυπώνεται ένας πυκνά δομημένος οικισμός. Σύμφωνα με μια άποψη, ο ενδοκοινοτικός χώρος είναι οργανωμένος σε οικοδομικές νησίδες με ακανόνιστο μέγεθος και σχήμα, οι οποίες διαχωρίζονται μεταξύ τους από στενά δρομάκια (Renard 1995: 51-52). Όμως, η αποκάλυψη ενός μόνον δρόμου στα ανατολικά των κτισμάτων, δεν καθιστά σαφές ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Ο δρόμος αυτός εκτείνεται παράλληλα προς το ΒΑ-ΝΔ άξονα. Τα κτίσματα του οικισμού παρουσιάζουν μια τάση χωροθέτησης πάνω στον ίδιο άξονα ή κάθετα προς αυτόν. Τα κατάλοιπα του κτισμένου χώρου του οικισμού παρουσιάζουν μια πολυπλοκότητα και ορισμένες ασάφειες, που έχουν δημιουργήσει έναν προβληματισμό γύρω από την ερμηνεία τους. Σε μια επανεξέταση των αρχιτεκτονικών λειψάνων από τον Harrison, που λαμβάνει υπόψη τη χωρική κατανομή των κινητών ευρημάτων και των κατασκευών, υποστηρίζεται ότι τα αρχιτεκτονικά λείψανα της κεντρικής ανασκαφικής τομής δεν αντιπροσωπεύουν μια πληθώρα μικρών ανεξάρτητων κτισμάτων, αλλά ενδεχομένως ανήκουν σε δύο μεγάλα σύνθετα κτιριακά σύνολα. Η τελική μορφή των δύο σύνθετων κτι- 348

357 Κεφάλαιο 9 σμάτων πιθανόν να υπήρξε το αποτέλεσμα της προσθήκης νέων δωματίων σε ένα αρχικά πιο απλό σχήμα. Η κάτοψη του νότιου κτιριακού συνόλου πλησιάζει το σχήμα L, το οποίο αναπτύσσεται γύρω από μια κεντρική αυλή. Το βόρειο κτίσμα εμφανίζει μια πιο πολύπλοκη κάτοψη, η οποία αναπτύσσεται γύρω από ένα μεγάλο κεντρικό δωμάτιο και τη γειτονική αυλή (Harrison 1995: 24-29). Ένας δρόμος αναγνωρίζεται στα δυτικά των δύο κτιριακών συνόλων, ο οποίος εκτείνεται σε κατεύθυνση που ακολουθεί το ΒΑ- ΝΔ άξονα (Pullen 1985: 204). Τίρυνθα Τα πρωτοελλαδικά αρχιτεκτονικά λείψανα στην ακρόπολη της Τίρυνθας εκτείνονται σε δύο κύριες περιοχές, την Άνω Ακρόπολη και την Κάτω Ακρόπολη. Στην Άνω Α- κρόπολη, οι αποθέσεις της πρωτοελλαδικής κατοίκησης διαιρούνται σε δεκατρείς οικοδομικές φάσεις. Οι πρώτες οκτώ φάσεις (1-8) χρονολογούνται στην ΠΕ ΙΙ, η φάση 9 αντιστοιχεί σε μια μεταβατική περίοδο προς την ΠΕ ΙΙΙ, και τέλος οι οικοδομικές φάσεις χρονολογούνται στην ΠΕ ΙΙΙ (Pullen 1985: 182). Οι κατόψεις που αποτυπώνουν τις οικοδομικές φάσεις 7 και 8 προσφέρουν την πιο ολοκληρωμένη εικόνα για την οργάνωση του ενδοκοινοτικού χώρου του οικισμού στο τέλος της ΠΕ ΙΙ (σχ ). Πρόκειται για δύο πολύπλοκα κτιριακά συγκροτήματα που χωρίζονται μεταξύ τους από ένα φαρδύ δρόμο, ο οποίος εκτείνεται σε κατεύθυνση ΒΔ-ΝΑ. Τα δύο κτιριακά συγκροτήματα εκατέρωθεν του δρόμου ακολουθούν τον ίδιο ΒΔ-ΝΑ προσανατολισμό (Pullen 1985: 182, Kilian 1986: 69). Η συγκεκριμένη διάταξη του οικισμού διατηρείται αναλλοίωτη από την αρχαιότερη φάση 7 στη νεότερη φάση 8, με λίγες αλλαγές στην εσωτερική οργάνωση του χώρου των συγκροτημάτων. Την ίδια περίοδο, ένα μνημειώδες κυκλικό κτίσμα κατασκευάζεται στην Τίρυνθα, γνωστό με το γερμανικό όνομα Rundbau. Το κυκλικό κτίσμα χωροθετείται νότια από τα παραπάνω συγκροτήματα, ακριβώς κάτω από το μεταγενέστερο μυκηναϊκό παλάτι στην Άνω Ακρόπολη. Η κάτοψη του κτίσματος και οι κατασκευαστικές λύσεις που υιοθετήθηκαν στην κατασκευή του αποτελούν τεκμήρια για τη χρήση του ως σιταποθήκη του οικισμού. Τα αρχιτεκτονικά λείψανα της ΠΕ ΙΙΙ αποκαλύπτουν μια ριζική αλλαγή στην οργάνωση του ενδοκοινοτικού χώρου (σχ ). Τόσο ο δρόμος της ΠΕ ΙΙ όσο και τα μεγάλα κτιριακά συγκροτήματα παύουν να υφίστανται, ενώ τη θέση τους παίρνουν μεμονωμένα κτίσματα που στέκονται ως ανεξάρτητες μονάδες στο χώρο. Τα κτίσματα είναι πυκνά δομημένα, με μικρά περάσματα ανάμεσά τους. Πέντε από τα κτίσματα έχουν κοινό προσανατολισμό πάνω στο ΒΔ-ΝΑ άξονα, ενώ δύο κτίσματα χωροθετούνται κάθετα ως προς αυτά. Το πέρασμα από την ΠΕ ΙΙ στην ΠΕ ΙΙΙ συνοδεύεται και από ουσιαστικές αλλαγές στην αρχιτεκτονική των κτισμάτων του οικισμού της Τίρυνθας. Τα κτίσματα στο τέλος της ΠΕ ΙΙ έχουν πολύπλοκη κάτοψη, η οποία σχηματίζεται με τη σύνθετη διάταξη πολλών ορθογώνιων δωματίων διαφόρων μεγεθών. Το ορθογώνιο δεν αποτελούσε το 349

358 Κεφάλαιο 9 μοναδικό σχήμα κάτοψης στα κτίσματα της Τίρυνθας στη διάρκεια της ΠΕ ΙΙ. Η μνημειώδης μορφή και η άριστη επίλυση των κατασκευαστικών προβλημάτων της κυκλικής σιταποθήκης αποδεικνύουν τη γνώση των κυκλικών κατασκευών. Η κυκλική σιταποθήκη είχε διάμετρο σχεδόν 28,00μ. και ύψος 6,00μ., και αναμφίβολα δέσποζε στο γύρω τοπίο. Στην ΠΕ ΙΙΙ περίοδο φαίνεται πως το ορθογώνιο και το κυκλικό σχήμα εγκαταλείπονται, καθώς το αψιδωτό σχήμα κυριαρχεί στις κατόψεις των κτισμάτων του οικισμού (Renard 1995: 204-5). Στην περίπτωση των κτισμάτων που είναι προσανατολισμένα στο ΒΔ-ΝΑ άξονα, οι αψίδες κοιτούν προς το βορρά, ενώ οι αψίδες των δύο κτισμάτων που ακολουθούν διαφορετικό προσανατολισμό κοιτούν προς αντίθετες κατευθύνσεις, η μια προς τα ΒΔ κι η άλλη προς τα ΝΔ. Όλα τα κτίσματα της Τίρυνθας είναι κατασκευασμένα με λιθόκτιστες βάσεις και πλίνθινη ανωδομή, συμπεριλαμβανομένου του μεγάλου κυκλικού κτίσματος (Kilian 1986: 67). Μπερμπάτι Τα κατάλοιπα του κτισμένου χώρου της ΠΕ ΙΙ περιόδου δίνουν την πιο ολοκληρωμένη εικόνα για την οργάνωση του ενδοκοινοτικού χώρου του οικισμού στο Μπερμπάτι, σε σύγκριση με τα αντίστοιχα της ΠΕ ΙΙΙ (σχ ). Μολονότι η κάτοψη α- ποτυπώνει ένα πολύ μικρό τμήμα του οικισμού, τα αρχιτεκτονικά λείψανα υποδεικνύουν την οργάνωση του ενδοκοινοτικού χώρου σε οικοδομικές νησίδες. Στενοί δρόμοι διαχωρίζουν τις νησίδες μεταξύ τους, το σχήμα και το μέγεθος των οποίων παραμένει αδιευκρίνιστο. Το νοτιότερο τμήμα του οικισμού ακουμπά στο χείλος του γκρεμού, κατά μήκος του οποίου εκτείνεται ένας λιθόστρωτος δρόμος με κατεύθυνση ΒΔ-ΝΑ, ενώ μικρά δρομάκια κάθετα προς αυτόν οδηγούν προς το βορρά, στην άνω αναβαθμίδα του οικισμού. Τα κτίσματα έχουν κοινό προσανατολισμό πάνω στο ΒΒΑ-ΝΝΔ άξονα, με πιθανή πρόσοψη προς το Β όπου βρίσκονται και οι είσοδοι των κτισμάτων (Saflund 1965: 93). Μολονότι τα αρχιτεκτονικά λείψανα της ΠΕ ΙΙΙ περιόδου είναι πιο αποσπασματικά, αναγνωρίζεται η συνέχεια στην πολεοδομική μορφή του οικισμού, λαμβάνοντας υ- πόψη τον προσανατολισμό ενός κτίσματος στα Α του ανασκαμμένου χώρου και την κατεύθυνση των αναλημματικών τοίχων στα Δ. Μόνον ένα από τα κτίσματα του οικισμού της ΠΕ ΙΙ έχει αποκαλυφθεί ολόκληρο. Το σχήμα του είναι ορθογώνιο, αποτελούμενο από ένα μεγάλο δωμάτιο και μια στοά που σχηματίζεται στη στενή πλευρά της εισόδου προς το βορρά (Saflund 1965: 95). Ένας τοίχος που προβάλει κάθετα στο κτίσμα προς τα Α υποδεικνύει ότι σ αυτό το σημείο υπήρχε μια σύνδεση με κάποιο άλλο κτίσμα. Δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο το ορθογώνιο κτίσμα με τη στοά να ήταν μέρος ενός μεγαλύτερου κτιριακού συνόλου (Harrison 1995: 31, Pullen 1985: 193). Τα λείψανα των υπόλοιπων κτισμάτων είναι αποσπασματικά, διακρίνονται ορθογώνιοι χώροι που παραπέμπουν σε κατόψεις αντίστοιχες με εκείνη του παραπάνω ορθογώνιου κτίσματος. Οι βάσεις των κτισμάτων εί- 350

359 Κεφάλαιο 9 ναι λίθινες στον οικισμό του Μπερμπάτι, όπως επίσης λίθινοι είναι και οι αναλημματικοί τοίχοι που κατασκευάζονται στο σημείο όπου το ανάγλυφο του λόφου πέφτει απότομα σχηματίζοντας γκρεμό. Λέρνα Τα πλούσια κατάλοιπα του κτισμένου χώρου προέρχονται από την κατοίκηση του οικισμού της Λέρνας στη διάρκεια των περιόδων ΠΕ ΙΙ και ΠΕ ΙΙΙ (σχ και ). Η στρωματογραφία της θέσης αποτυπώνει πολλές διαδοχικές οικοδομικές φάσεις του οικισμού. Στη διάρκεια της ΠΕ ΙΙ αναγνωρίζονται τέσσερις κύριες οικοδομικές φάσεις, οι οποίες με τη σειρά τους διαιρούνται σε υπο-φάσεις. Η ανάλυση της μορφής του οικισμού θα επικεντρωθεί στις δύο τελευταίες φάσεις C και D, καθώς τα αντίστοιχα κατάλοιπα του κτισμένου χώρου δίνουν μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα της πολεοδομικής μορφής του οικισμού (σχ ). Στη διάρκεια της πρώιμης φάσης C ξεκινά η κατασκευή της οχύρωσης στο νότιο τμήμα του οικισμού της Λέρνας. Τα λείψανα της πρώτης οικοδομικής περιόδου της οχύρωσης εντοπίζονται στα ΝΔ και στα ΝΑ του ανασκαμμένου χώρου, με το ΝΔ τμήμα να ακολουθεί το ΒΔ-ΝΑ άξονα και το ΝΑ τμήμα να ακολουθεί το ΒΑ-ΝΔ άξονα. Στο εσωτερικό της οχύρωσης και σε απόσταση από αυτή υπάρχουν τα λείψανα τριών μεμονωμένων κτισμάτων. Τα δύο μεγαλύτερα κτίσματα είναι χωροθετημένα στα Δ και τα Α του ανασκαμμένου χώρου, με ένα μεγάλο κενό χώρο να σχηματίζεται ανάμεσά τους. Το κτίσμα στα Α είναι το γνωστό με το όνομα Κτίσμα BG της Λέρνας. Ο προσανατολισμός των δύο κτισμάτων είναι κάθετος ως προς τα τμήματα της οχύρωσης στα ΝΔ και ΝΑ του ανασκαμμένου χώρου. Η συνολική εικόνα του οικισμού αποτυπώνει μια περίκεντρη οργάνωση του ενδοκοινοτικού χώρου γύρω από ένα άγνωστο κέντρο στα Β του ανασκαμμένου χώρου. Η πρόσβαση στον οικισμό πραγματοποιείται από μια σκάλα ανόδου που εντοπίστηκε στα Ν του ΝΑ τμήματος της οχύρωσης (Wiencke 2000: 89). Η περίκεντρη διάταξη του οικισμού παραμένει αναλλοίωτη στην επόμενη μέση φάση C του οικισμού, στη διάρκεια της οποίας πραγματοποιούνται ανακατασκευές της οχύρωσης και του Κτίσματος BG (σχ ). Στη συγκεκριμένη οικοδομική φάση το σχήμα της οχύρωσης ολοκληρώνεται με την ένωση των δύο προγενέστερων τμημάτων του, ακολουθώντας μια πολυγωνική χάραξη, που υπογραμμίζει με πιο έντονο τρόπο την περίκεντρη διάταξη του οικισμού. Δύο προμαχώνες προβάλλουν προς τα Ν, στα σημεία που σχηματίζονται οι δύο γωνίες της οχυρωματικής κατασκευής στα ΝΑ και τα ΝΔ. Ένα άνοιγμα της οχύρωσης απέναντι από το Κτίσμα BG αποτελεί την είσοδο στο εσωτερικό του οικισμού. Ο πλακοστρωμένος χώρος που μεσολαβεί ανάμεσα στην οχύρωση και το Κτίσμα BG παραμένει ελεύθερος. Στα δυτικά του Κτίσματος BG ένα νέο κτίσμα κατασκευάζεται στη θέση του προγενέστερου δυτικού κτίσματος, ενώ ανάμεσά τους υπάρχουν τα λείψανα δύο μεμονωμένων κτισμάτων που φαίνεται να ακολουθούν την περίκε- 351

360 Κεφάλαιο 9 ντρη διάταξη (Wiencke 2000: 108). Στη νεότερη φάση C του οικισμού, μολονότι η βασική περίκεντρη διάταξη παραμένει αναλλοίωτη, η ανακατασκευή των οχυρώσεων και η κατασκευή νέων κτισμάτων προκαλούν ορισμένες αλλαγές (σχ ). Το δυτικό κομμάτι της οχύρωσης κατασκευάζεται σε μια πιο βόρεια χάραξη, ενώ το ανατολικό άκρο της οχύρωσης καταργείται. Το μοναδικό τμήμα της οχύρωσης που δεν υφίσταται αλλαγές είναι εκείνο εκατέρωθεν της εισόδου. Στο χώρο ανάμεσα στην είσοδο και το Κτίσμα BG, που ως τώρα παρέμενε κενός, κατασκευάζονται δύο κτίσματα, κάθετα ως προς την οχύρωση. Το ένα κτίσμα κατασκευάζεται αμέσως δυτικά της εισόδου και σε επαφή με την οχύρωση, ενώ το δεύτερο κτίσμα στα ανατολικά της, αφήνοντας μια μικρή απόσταση ανάμεσά τους. Αδιευκρίνιστο παραμένει αν τα δύο κτίσματα ήταν ενωμένα ή χωρίζονταν από κάποιο πέρασμα ανάμεσά τους. Στα ανατολικά της εισόδου, ανάμεσα στην οχύρωση και το κτίσμα ξεκινά ένα δρόμος που ακολουθεί τη χάραξη της κατεστραμμένης οχύρωσης. Η διάταξη του χώρου δεν διαφοροποιείται στα δυτικά του Κτίσματος BG, με εξαίρεση τις αλλαγές στη χάραξη της οχύρωσης (Wiencke 2000: 125). Στην τελευταία οικοδομική φάση D της ΠΕ ΙΙ, ο οικισμός της Λέρνας παρουσιάζει μια σημαντική αλλαγή (σχ ). Η οργάνωση του ενδοκοινοτικού χώρου μετατρέπεται από περίκεντρη σε ορθογωνική, καθώς τώρα τα κτίσματα δεν φαίνεται να συγκλίνουν προς ένα κέντρο. Το Κτίσμα BG έχει ήδη καταστραφεί, ενώ τώρα οικοδομείται η γνωστή Οικία των Κεράμων, ένα μεγάλο κτίσμα που έχει κεντρική θέση στον ανασκαμμένο χώρο. Το κτίσμα είναι προσανατολισμένο πάνω στο ΔΒΔ-ΑΝΑ άξονα, σχεδόν παράλληλα προς το κεντρικό τμήμα των οχυρώσεων, με την πρόσοψη στραμμένη στα ανατολικά. Μπροστά από το κτίσμα υπάρχει ένα μεγάλος κενός χώρος, ενώ πιο α- νατολικά, βόρεια και δυτικά του κτίσματος υπάρχουν τα ίχνη κτισμάτων σε παράλληλη ως προς αυτό διάταξη. Στα ΝΑ του ανασκαμμένου χώρου εντοπίζονται τα ίχνη δύο δρόμων. Ο ένας βρίσκεται σχεδόν πάνω στην προέκταση του άξονα της εισόδου της προηγούμενη φάσης του οικισμού, ενώ ο δεύτερος πατά πάνω στον προγενέστερο δρόμο που ακολουθούσε τη χάραξη του ΝΑ κομματιού της οχύρωσης. Η κατάσταση της οχύρωσης α- ποτελεί ένα προβληματικό στοιχείο της οργάνωσης του χώρου, με πιο πιθανή την εκδοχή κάποια από τα κτίσματά της να είναι σε λειτουργία, ενώ κάποια άλλα να εμφανίζουν σημάδια εγκατάλειψης (Wiencke 2000: 213). Η οχύρωση καταργείται αναμφίβολα στο τέλος της ΠΕ ΙΙ, καθώς ο οικισμός της ΠΕ ΙΙΙ παρουσιάζει μια ολοκληρωτική αλλαγή σε σύγκριση με τους προγενέστερους οικισμούς. Τα ερείπια της Οικίας των Κεράμων σχηματίζουν μια κυκλική τύμβο στη θέση της κατά τη φάση 1 της ΠΕ ΙΙΙ (σχ ). Στα ανατολικά της τύμβου, κατασκευάζεται ένα νέο κτίσμα παράλληλα προς τον άξονα της Οικίας των Κεράμων. Το κτίσμα αυτό είναι αψιδωτό και η αψίδα του εφάπτεται στο περίγραμμα της τύμβου. Στις δύο ακόλουθες φάσεις 2 και 3, το ίχνος της τύμβου παραμένει ορατό και τα κτίσματα στα ανατολικά της πολλαπλασιάζονται 352

361 Κεφάλαιο 9 και πυκνώνουν, προσανατολισμένα παράλληλα ή κάθετα προς το αρχικό κτίσμα. Μόνο στην τελευταία φάση 4 της ΠΕ ΙΙΙ το ίχνος της τύμβου ατονεί, ενώ τα κτίσματα εισχωρούν πια στο εσωτερικό του προηγούμενου περιγράμματός της. Η δομή του οικισμού παραμένει αναλλοίωτη, με τα κτίσματα σε πυκνή διάταξη, παράλληλα και κάθετα ως προς τον αρχικό ΒΔ-ΝΑ προσανατολισμό της Οικίας των Κεράμων (Caskey 1966: ). Η αρχιτεκτονική των κτισμάτων της Λέρνας παρουσιάζει σημαντικές αλλαγές κατά τη διάρκεια της πρωτοελλαδικής περιόδου, όπως ακριβώς συμβαίνει με τη διάταξη του οικισμού. Κυρίαρχο σχήμα στην κάτοψη των κτισμάτων της ΠΕ ΙΙ είναι το ορθογώνιο. Οι πιο ολοκληρωμένες κατόψεις αποτυπώνονται στη φάση C του οικισμού. Μολονότι το σχήμα τους είναι κυρίως ορθογώνιο, το μέγεθός τους παρουσιάζει σημαντικές διαφοροποιήσεις. Το Κτίσμα BG και η Οικία των Κεράμων ξεχωρίζουν από τα υπόλοιπα για την ιδιόμορφη κάτοψη και το μεγάλο τους μέγεθος (Wiencke 2000: , ). Το ιδιαίτερο στοιχείο της κατασκευής των δύο κτισμάτων είναι ο διπλασιασμός των εξωτερικών τοίχων των μακριών πλευρών. Ανάμεσα στους διπλούς τοίχους διαμορφώνονται στενοί επιμήκεις χώροι που μοιάζουν με διαδρόμους. Σε αντίθεση με τα δύο παραπάνω κτίσματα, η ολοκληρωμένη κάτοψη του κτίσματος CA της νεότερης φάσης C αποτελεί μια τυπική κάτοψη ορθογώνιου κτίσματος, με αβαθή στοά στην πλευρά της εισόδου και δύο δωμάτια αξονικά χωροθετημένα. Μολονότι καμπυλόγραμμα λείψανα τοίχων έχουν βρεθεί στους ΠΕ ΙΙ οικισμούς της Λέρνας, η αψιδωτή κάτοψη επιβεβαιώνεται στην ΠΕ ΙΙΙ περίοδο (Caskey 1966: ). Το αψιδωτό σχήμα αρχικά συνυπάρχει με το ορθογώνιο, ενώ σταδιακά κυριαρχεί ολοκληρωτικά ως τυπική κάτοψη των κτισμάτων της ΠΕ ΙΙΙ. Ένα τελευταίο στοιχείο στο οποίο αξίζει να γίνει ιδιαίτερη αναφορά είναι το σύστημα οχύρωσης της Λέρνας. Πρόκειται για μια αρχιτεκτονική διάρθρωση που ξεφεύγει από την απλή κατασκευή ενός μονού ισχυρού τείχους με προμαχώνες. Το σύστημα οχύρωσης παρουσιάζει μια πολύπλοκη και ογκώδη διαμόρφωση, που συνίσταται στην κατασκευή δύο παράλληλων ισχυρών τοίχων, ανάμεσα στους οποίους κατασκευάζονται δωμάτια σε σειρά. Τη μορφή των οχυρώσεων συμπληρώνει η κατασκευή ενός πύργου, ο ο- ποίος στη διάρκεια της ζωής των οχυρώσεων αντικαταστάθηκε από έναν δεύτερο πύργο, που αργότερα εγκαταλείφθηκε. Στα δωμάτια των οχυρώσεων έχουν επιβεβαιωθεί οικιακές δραστηριότητες, όπως η παρασκευή τροφής και το μαγείρεμα, η κατεργασία δέρματος, ξύλου και οψιανού, ενώ υπάρχουν ενδείξεις και για τη ρήψη βλημάτων (Wiencke 2000: ). Ακοβίτικα Οι πληροφορίες για τη μορφή του πρωτοελλαδικού οικισμού στα Ακοβίτικα είναι αποσπασματικές. Αναγνωρίζονται στο συγκεκριμένο οικισμό δύο διαδοχικές οικοδομι- 353

362 Κεφάλαιο 9 κές φάσεις, με τη νεότερη φάση να προσφέρει τα πιο πλούσια αρχιτεκτονικά λείψανα (σχ ). Στην αρχαιότερη φάση Α, τα μόνα λείψανα που σώζονται ανήκουν σε ένα κτίσμα που είναι χωροθετημένο στον άξονα Α-Δ. Νοτιότερα από το κτίσμα το ί- χνος ενός τοίχου ακολουθεί τον ίδιο προσανατολισμό. Στην ακόλουθη οικοδομική φάση Β, σώζονται τα λείψανα τριών κτισμάτων, καθώς και τα λείψανα ορισμένων τοίχων. Ένα μεγάλο ορθογώνιο κτίσμα έχει κεντρική θέση στον ανασκαφικό χώρο, το οποίο είναι προσανατολισμένο πάνω στον άξονα Β-Ν. Στα ΒΔ και ΝΑ του κεντρικού κτίσματος είναι χωροθετημένα δύο μικρά κτίσματα, το καθένα με διαφορετικό προσανατολισμό, ώστε να φαίνονται στραμμένα προς το κεντρικό μεγάλο κτίσμα. Η είσοδος του κεντρικού κτίσματος ανοίγεται στο Ν, ενώ οι είσοδοι των δύο περιφερειακών κτισμάτων α- νοίγονται προς το κεντρικό κτίσμα. Στα ΝΔ του μεγάλου οικοδομήματος βρίσκονται τα λείψανα τοίχων που εκτείνονται κάθετα ως προς αυτό, τα οποία πιθανόν να ανήκουν σε κάποιο είδος περιβόλου. Τα κατάλοιπα του κτισμένου χώρου στον οικισμό είναι δυσερμήνευτα, ωστόσο έχει διατυπωθεί η εκτίμηση ότι πιθανόν τα δύο μικρά περιφερειακά κτίσματα ανήκουν σε ένα σύστημα οχύρωσης που περιβάλλει τον οικισμό (Renard 1995: 24). Το μοναδικό κτίσμα της αρχαιότερης περιόδου είναι ορθογώνιο, με επιμήκεις αναλογίες και διπλούς εξωτερικούς τοίχους. Ανάμεσα στους διπλούς εξωτερικούς τοίχους σχηματίζονται στενοί πλευρικοί χώροι που μοιάζουν με διαδρόμους. Η συγκεκριμένη μορφή του κτίσματος διατηρείται στην ακόλουθη οικοδομική φάση, με τη διαφορά ότι το νεότερο κτίσμα αποκτά πιο επιμήκεις αναλογίες με την προσθήκη μιας βαθιάς ανοιχτής στοάς στην πλευρά της εισόδου. Σε αντίθεση με το σχήμα και το μέγεθος του κεντρικού κτίσματος, τα δύο περιφερειακά κτίσματα είναι σχεδόν τετράγωνα μονόχωρα μικρά κτίσματα. Η μόνη διαφορά ανάμεσα στα δύο κτίσματα είναι ότι στο ΝΑ κτίσμα διαπιστώνεται μια αβαθής στοά, που σχηματίζεται στην πλευρά της εισόδου (Θέμελης 1970: 303-6, Καράγιωργα 1971: ). Ολυμπία Τα πρωτοελλαδικά λείψανα στον οικισμό της Ολυμπίας χρονολογούνται στην ΠΕ ΙΙΙ περίοδο. Πρόκειται για τα λείψανα τεσσάρων μεμονωμένων κτισμάτων που στέκονται ελεύθερα στο χώρο, αφήνοντας μεγάλα κενά διαστήματα ανάμεσά τους (σχ ). Η διάταξη των κτισμάτων είναι σχεδόν παράλληλη, καθώς με μικρές μεταξύ τους αποκλίσεις είναι χωροθετημένα σχεδόν πάνω στο ΒΒΑ-ΝΝΔ άξονα. Η κάτοψη των κτισμάτων είναι έντονα επιμήκης με ένα αψιδωτό άκρο. Σε δύο από τα κτίσματα το αψιδωτό τμήμα αποκόβεται από τον υπόλοιπο εσωτερικό χώρο με ένα εγκάρσιο χώρισμα. Οι αψίδες των τριών κτισμάτων κοιτάζουν στο νότο, ενώ στο τέταρτο κτίσμα η αψίδα κοιτάζει προς το βορρά (Renard 1995: 202, 204). 354

363 Κεφάλαιο 9 Πολιόχνη Στον οικισμό της Πολιόχνης, αναγνωρίστηκαν με την ανασκαφική έρευνα τέσσερις κύριες περίοδοι κατοίκησης της ΠΕΧ, οι οποίες υποδιαιρούνται σε περισσότερες διαδοχικές οικοδομικές φάσεις. Από την αρχαιότερη προς τη νεότερη, οι περίοδοι αυτές χαρακτηρίστηκαν ως η Μπλε, η Πράσινη, η Κόκκινη και η Κίτρινη Πολιόχνη (Benvenuti 1994: 11-16). Τα πολεοδομικά δεδομένα για την Μπλε περίοδο (σχ ) και την Πράσινη περίοδο (σχ ) είναι σχετικά φτωχά, ενώ πιο πλούσιες είναι οι πληροφορίες για την Κόκκινη Πολιόχνη (σχ ). Όμως, η πιο ολοκληρωμένη εικόνα της μορφής του οικισμού προέρχεται από την νεότερη Κίτρινη Πολιόχνη. Από την αρχαιότερη περίοδο κατοίκησης της ΠΕΧ, η Πολιόχνη αποτελεί έναν οχυρωμένο οικισμό, με ένα ισχυρό τείχος που κατασκευάζεται στη δυτική πλευρά του οικισμού. Μέχρι το τέλος της Κόκκινης περιόδου ο οικισμός γνωρίζει μια περίοδο ακμής με επεκτάσεις, ανακατασκευές και ενισχύσεις του τείχους (σχ ). Παράλληλα, ο οικισμός φτάνει στη μεγαλύτερή του έκταση με την κατασκευή νέων κτισμάτων και την προσθήκη νέων συνοικιών. Ο ενδοκοινοτικός χώρος οργανώνεται σε πυκνές οικοδομικές νησίδες ακανόνιστου σχήματος, που διαχωρίζονται μεταξύ τους με στενούς δρόμους (Μενδώνη 1997: ). Στη διάρκεια της Κίτρινης Πολιόχνης, η οργάνωση σε οικοδομικές νησίδες παραμένει η βασική δομή του οικισμού (σχ ). Ένας φαρδύς δρόμος εκτείνεται στο ανατολικό άκρο του οικισμού σύμφωνα με το ΒΑ-ΝΔ άξονα και στρίβει στο ΝΔ άκρο του προς τα Δ, για να καταλήξει στην κύρια πύλη του τείχους. Οι οικοδομικές νησίδες αναπτύσσονται κατά μήκος αυτού του βασικού άξονα κυκλοφορίας, προσδίδοντας ένα γραμμικό χαρακτήρα στην κάτοψη του οικισμού. Οι δρόμοι που διαχωρίζουν τις οικοδομικές νησίδες χαράσσονται κάθετα σ αυτό το βασικό άξονα. Οι πλατείες είναι μεγαλύτερες και περισσότερες σ αυτήν την περίοδο κατοίκησης και δύο από αυτές σχηματίζονται σε δύο αντίστοιχες διασταυρώσεις στα ΝΔ και στα ΒΑ του κεντρικού δρόμου (Benvenuti 1994: 16, Κόνσολα 1984: 16). Τα κτίσματα της Πολιόχνης παρουσιάζουν εξέλιξη κατά τη διάρκεια της ΠΕΧ. Στην Μπλε περίοδο, τα κτίσματα είναι κατά κανόνα ορθογώνια. Η κάτοψη των κτισμάτων σχηματίζεται από την αξονική χωροθέτηση τριών χώρων, που αντιστοιχούν σε μια αυλή, έναν προθάλαμο και ένα δεύτερο μεγάλο δωμάτιο. Στην επόμενη Πράσινη περίοδο, κάνουν την εμφάνισή τους τα πρώτα κτίσματα με περισσότερα από ένα δωμάτια. Στην Κόκκινη περίοδο, τα κτίσματα αποκτούν μεγαλύτερες διαστάσεις και η κάτοψή τους γίνεται πιο σύνθετη, δύο στοιχεία τα οποία διατηρούνται και στην επόμενη Κίτρινη περίοδο του οικισμού. Στην Κίτρινη Πολιόχνη, τα μεγάλα κτιριακά συγκροτήματα αναπτύσσονται γύρω από μια αυλή, στην οποία ανοίγεται η είσοδος από το δρόμο προς το εσωτερικό του συγκροτήματος (Μενδώνη 1997: ). Η χάραξη των κτισμά- 355

364 Κεφάλαιο 9 των ακολουθεί γενικά ένα ΒΑ-ΝΔ προσανατολισμό, ένα στοιχείο κοινό σε όλες τις περιόδους κατοίκησης του οικισμού. Θερμή Στον οικισμό της Θερμής αναγνωρίζονται πέντε διαδοχικές οικοδομικές φάσεις, ξεκινώντας από την αρχαιότερη φάση Ι και καταλήγοντας στη νεότερη φάση V. Οι οικοδομικές φάσεις ΙΙΙ και IV διαιρούνται σε δύο υπο-φάσεις. Σε καθεμιά από τις φάσεις Ι (σχ ), ΙΙ (σχ ), ΙΙΙΑ (σχ ) και ΙΙΙΒ (σχ ) του οικισμού, παρατηρείται μια κεντρική οικοδομική νησίδα, η οποία κυκλώνεται περιμετρικά από έναν δρόμο. Στην περιφέρεια του δρόμου αναπτύσσονται οι περίκεντρες οικοδομικές νησίδες, οι οποίες διαχωρίζονται μεταξύ τους από δρόμους ακτινωτά χαραγμένους. Αυτή η περίκεντρη διάταξη του οικισμού παραμένει αναλλοίωτη στη διάρκεια των τεσσάρων πρώτων οικοδομικών φάσεων, παρά τις όποιες αλλαγές πραγματοποιούνται σε επίπεδο αρχιτεκτονικών κατασκευών. Δύο ιδιαίτερα αρχιτεκτονικά στοιχεία ξεχωρίζουν σε δύο διαφορετικές οικοδομικές φάσεις του οικισμού. Το πρώτο στοιχείο αφορά στην κατασκευή μιας πύλης εισόδου στον ακτινωτό δρόμο που προσεγγίζει την κεντρική οικοδομική νησίδα από τα δυτικά, μια κατασκευή που πραγματοποιείται στη φάση ΙΙ του οικισμού. Το δεύτερο στοιχείο αφορά στην κατασκευή ενός λίθινου περιβόλου που περικλείει την κεντρική οικοδομική νησίδα, ελέγχοντας την πρόσβαση από και προς αυτή στη διάρκεια της φάσης ΙΙΙΑ (Κουκά 1997: ). Στη φάση ΙVΑ (σχ ), σημειώνεται μια ριζική αλλαγή στη δομή του οικισμού, καθώς η περίκεντρη διάταξη αντικαθίσταται από μια ορθογωνική οργάνωσή του. Η ορθογωνική διάταξη φαίνεται σαφέστερα στην επόμενη φάση IVB (σχ ), καθώς τα κατάλοιπα του κτισμένου χώρου είναι πιο πλούσια. Η κάτοψη του οικισμού αποτυπώνει μια σειρά από ορθογώνιες οικοδομικές νησίδες που αναπτύσσονται πάνω στο ΒΑ-ΝΔ άξονα, οι οποίες διαχωρίζονται από ευθύγραμμους δρόμους. Όλοι οι δρόμοι του οικισμού εκτείνονται πάνω στον ίδιο ΒΑ-ΝΔ άξονα, χωρίς να σημειώνονται διασταυρώσεις με κάθετους άξονες. Τα κτίσματα που ανήκουν στις οικοδομικές νησίδες κατασκευάζονται κατά κανόνα κάθετα προς τον άξονα των δρόμων (Κουκά 1997: 484). Στην τελευταία οικοδομική φάση V (σχ ), σημειώνεται μια δεύτερη αλλαγή στην πολεοδομική μορφή του οικισμού της Θερμής. Σημαντικό στοιχείο στην αλλαγή της διάρθρωσης του οικισμού αποτελεί η κατασκευή εξωτερικού οχυρωματικού τείχους, που εκτείνεται από τα ΒΔ ώς τα ΝΔ του κατοικημένου χώρου, με πύλες εισόδου στα άκρα του προς Β και Ν. Κύριο στοιχείο στην οργάνωση του ενδοκοινοτικού χώρου αποτελεί μια κεντρική αρτηρία που χαράσσεται σχεδόν παράλληλα προς το τείχος. Ανάμεσα στο τείχος και την κεντρική αρτηρία σχηματίζεται η πιο επιμήκης οικοδομική νησίδα, η οποία εφάπτεται στο τείχος και διακόπτεται στα Β και Ν από τους κάθετους δρόμους των εισόδων του οικισμού. Απέναντι από την επιμήκη οικοδο- 356

365 Κεφάλαιο 9 μική νησίδα αναπτύσσονται τέσσερις ανεξάρτητες οικοδομικές νησίδες, που διαχωρίζονται από δρόμους κάθετους ως προς τον κεντρική αρτηρία και σχεδόν παράλληλους μεταξύ τους (Κουκά 1997: 490). Ο προσανατολισμός των κτισμάτων δεν είναι ο ίδιος σε όλες τις οικοδομικές νησίδες, ωστόσο είναι φανερή μια αξονική χωροθέτηση των κτισμάτων σε δύο κύριους άξονες, το ΒΑ-ΝΔ και το ΒΔ-ΝΑ. Τον κύριο αρχιτεκτονικό τύπο στον οικισμό της Θερμής συνιστά το επίμηκες ορθογώνιο κτίσμα. Η τυπική κάτοψη του ορθογωνίου αποτελείται από ένα μικρό δωμάτιο εισόδου, συνήθως κλειστό, και από ένα δεύτερο μεγάλο δωμάτιο στο εσωτερικό. Στη φάση IVA παρατηρείται αλλαγή στην εσωτερική διαρρύθμιση των κτισμάτων του οικισμού, ενώ το εξωτερικό κέλυφος παραμένει ορθογώνιο σε κάτοψη. Ουσιαστική αλλαγή της κάτοψης των κτισμάτων συναντάται μόνο στην τελευταία οικοδομική φάση V του οικισμού. Τα αρχιτεκτονικά λείψανα υποδεικνύουν την παρουσία μονόχωρων, δίχωρων και τρίχωρων ορθογώνιων κτισμάτων. Πρόκειται για κτίσματα που συνυπάρχουν με τα ορθογώνια αξονικά κτίσματα, με την ανοιχτή αυλή στη μια στενή πλευρά της εισόδου (Κουκά 1997: 490). Εμποριό Στον οικισμό του Εμποριού οι αποθέσεις της ΠΕΧ διαιρούνται σε πέντε διαδοχικές περιόδους κατοίκησης, που αντιστοιχούν στα ανασκαφικά στρώματα V ώς Ι. Τα βασικά στοιχεία της διάταξης του χώρου που διαμορφώθηκαν στο τέλος της Νεολιθικής Εποχής φαίνεται να διατηρούνται στις δύο αρχαιότερες φάσεις V και IV της ΠΕΧ. Πρόκειται για την περιοχή γύρω από το πηγάδι, τη χάραξη του δρόμου που οδηγεί σ αυτό, καθώς και τους αναλημματικούς τοίχους που στηρίζουν το δρόμο (σχ ). Στη φάση V, ένα μικρό άνοιγμα στο καμπύλο τμήμα του τοίχου αντιστήριξης επιτρέπει την πρόσβαση στο χώρο του πηγαδιού. Στην εξωτερική περιφέρεια του αναλημματικού τοίχου κατασκευάζονται τρία μεμονωμένα κτίσματα σε απόσταση μεταξύ τους. Κανένα από τα κτίσματα δεν φαίνεται να εφάπτεται με τον τοίχο αντιστήριξης. Αποσπασματικά λείψανα κατοίκησης εντοπίζονται, επίσης, σε τομή νότια από την περιοχή του πηγαδιού. Στην επόμενη φάση IV, τα κτίσματα πυκνώνουν περιφερειακά του αναλημματικού τοίχο, με αποτέλεσμα να διατηρείται η βασική περίκεντρη διάταξη. Μια αλλαγή σημειώνεται στο ΒΔ τμήμα του αναλημματικού τοίχου, όπου το καμπύλο στοιχείο ισοπεδώνεται, για να κατασκευαστεί στη θέση του ένα από τα νέα κτίσματα του οικισμού. Λείψανα σύγχρονων κτισμάτων εντοπίζονται σε τρεις ακόμη τομές που ανοίγονται σε άλλα σημεία της θέσης. Η πυρκαγιά που καταστρέφει τον οικισμό της περιόδου IV αποτελεί την αιτία μιας ριζικής αλλαγής της διάταξης του χώρου γύρω από το πηγάδι. Στην περίοδο ΙΙΙ, η ανυψωμένη περιοχή γύρω από το πηγάδι σχηματίζει μια εκτεταμένη ταράτσα, το δυτικό μέτωπο της οποίας αποτελείται από έναν ι- σχυρό τοίχο που επεκτείνεται βόρεια προς το λιμάνι, σχηματίζοντας ενδεχομένως ένα 357

366 Κεφάλαιο 9 ενιαίο αμυντικό τείχος που περιβάλλει τον οικισμό (Hood 1981: 132). Την ίδια περίοδο κατασκευάζεται μια σιταποθήκη στα ΝΔ της περιοχής του πηγαδιού. Νέα επέκταση της ταράτσας προς τα βόρεια σημειώνεται στην περίοδο ΙΙ. Αποσπασματικά λείψανα κατοίκησης της περιόδου εντοπίζονται στα βόρεια της περιοχής του πηγαδιού, καθώς και στην περιοχή εντός της ρωμαϊκής ακρόπολης. Στη διάρκεια της περιόδου Ι το πηγάδι σφραγίζεται και βγαίνει εκτός χρήσης, ενώ τα λείψανα των κτισμάτων στην περιοχή της ακρόπολης υποδεικνύουν μια μετατόπιση της οικιστικής δραστηριότητας σ εκείνη την περιοχή. (σχ ) Οι κατόψεις των κτισμάτων που έχουν αποκαλυφθεί στον οικισμό του Εμποριού είναι αποσπασματικές. Στην περιοχή γύρω από το πηγάδι, τα κτίσματα παρουσιάζουν μονόχωρη ορθογώνια κάτοψη στις πρώτες περιόδους V και IV, με ποικίλες αναλογίες ως προς τη σχέση μήκους και πλάτους. Στην περίοδο IV ιδιαίτερο στοιχείο της κάτοψης αποτελούν οι στρογγυλεμένες γωνίες των κτισμάτων, τόσο στην εξωτερική όσο και στην εσωτερική πλευρά (Hood 1981: 118). Οι πληροφορίες για τις κατόψεις των κτισμάτων για τις περιόδους ΙΙΙ ως Ι προέρχονται από τομές που βρίσκονται έξω από την περιοχή του πηγαδιού. Τα καλύτερα διατηρημένα λείψανα κτισμάτων προέρχονται από την περιοχή της ρωμαϊκής ακρόπολης, που χρονολογούνται στην περίοδο Ι του οικισμού. Τα λείψανα ανήκουν σε έξι γειτονικά ορθογώνια δωμάτια με κοινό προσανατολισμό, ορισμένα από τα οποία επικοινωνούν μεταξύ τους (Hood 1981: 157). Δεν είναι επιβεβαιωμένο ποια από τα δωμάτια αποτελούν μέρος ενός ενιαίου κτιριακού συνόλου, ωστόσο είναι βέβαιο πως πρόκειται για μια σύνθετη αρχιτεκτονική κατασκευή. Οι πληροφορίες για τη σιταποθήκη της περιόδου ΙΙΙ περιορίζονται στα λείψανα του συστήματος παράλληλων καναλιών που κατασκευάζονται στο δάπεδο, χωρίς να υπάρχουν κάποιες ενδείξεις για τη μορφή του ίδιου του κτίσματος. Ηραίο Σάμου Το Ηραίο της Σάμου υπήρξε αντικείμενο ανασκαφικής έρευνας από διαφορετικούς αρχαιολόγους σε διαφορετικές χρονικές στιγμές (Milojcic 1961, Isler 1973, Kyrieleis και Weisshaar 1985). Κάθε μια από τις παραπάνω ανασκαφικές εργασίες πραγματοποιήθηκε σε διαφορετικό σημείο του οικισμού. Μέχρι σήμερα δεν έχει πραγματοποιηθεί μια συνθετική δημοσίευση των αποτελεσμάτων των ανασκαφών, που να τεκμηριώνει τη συγχρονία των καταλοίπων του κτισμένου χώρου και να αναδεικνύει τη χωρική τους σχέση, με αποτέλεσμα τα δεδομένα να χαρακτηρίζονται από μεγάλη ασάφεια. Τέσσερις διαφορετικές οικοδομικές φάσεις έχουν αναγνωριστεί στον οικισμό του Ηραίου από τον Milojcic, στρωματογραφία στην οποία συμφωνούν ο Helmut Kyrieleis και ο Hans-Joachim Weisshaar (,Milojcic 1961: 58, Kyrieleis και Weisshaar 1985: 410). Ένα τείχος οχύρωσης, που συνδέεται με μια πυργοειδή κατασκευή, έχει αποκαλυφθεί στις αρχαιότερες οικοδομικές φάσεις του οικισμού (σχ. 358

367 Κεφάλαιο ) (Kyrieleis και Weisshaar 1985: 410). Παρά την παρουσία του τείχους που περιβάλει τον οικισμό η διάταξη των κτισμάτων στο εσωτερικό παραμένει αραιή, καθώς τα κτίσματα στέκονται ελεύθερα στο χώρο ως ανεξάρτητες μονάδες. Ανοιχτοί χώροι μεσολαβούν μεταξύ των κτισμάτων στον ενδοκοινοτικό χώρο του οικισμού, μέρος των οποίων καλύπτουν δρόμοι που εξυπηρετούν την κυκλοφορία στο εσωτερικό του οικισμού (Μαρκέτου 1997: 408). Τα κατάλοιπα του κτισμένου χώρου υποδεικνύουν μια ποικιλία στην αρχιτεκτονική σύνθεση των κατασκευών. Ο Milojcic κάνει λόγο για ορθογώνια κτίσματα, στα οποία οι τοίχοι των δυο μακριών πλευρών προεκτείνονται με αποτέλεσμα τη δημιουργία ανοιχτής στοάς στις δύο στενές πλευρές (Milojcic 1961: 12-13, 32-33). Ο Hans Peter Isler αποκάλυψε κτίσματα σύνθετης κάτοψης, τα οποία αποτελούνται από τη σύνθεση τριών και περισσοτέρων ορθογώνιων δωματίων (σχ ). Πρόκειται για κτίσματα που στηρίζονται σε λίθινα πέδιλα θεμελίωσης, τα οποία στηρίζουν τοίχους με λίθινες βάσεις και ανωδομή από πλίνθους (Isler 1973: ). Ο Kyrieleis και ο Weisshaar αναφέρουν την αποκάλυψη ενός μεγάλου κτίσματος που ανήκει στη δεύτερη αρχαιότερη οικοδομική φάση, χωρίς να δίνουν λεπτομερείς πληροφορίες για τη μορφή του, κάνοντας λόγο, επίσης, για την αποκάλυψη ενός ορθογώνιου κτίσματος με τουλάχιστον δύο χώρους που ανήκει στην τέταρτη και νεότερη οικοδομική φάση του οικισμού (Kyrieleis και Weisshaar 1985: ). Κύνθος Ο πρωτοκυκλαδικός αυτός οικισμός στο όρος Κύνθος αναπτύσσεται γύρω από μια κορυφή που υψώνεται 4,00μ. πάνω από το μέσο επίπεδο των δαπέδων των κτισμάτων (σχ ). Υπάρχουν ενδείξεις ότι ο οικισμός περιβαλλόταν από τείχος με δύο πιθανούς πύργους στα Ν της εισόδου που βρίσκεται στη δυτική πλευρά του οικισμού. Η κάτοψη του οικισμού αποκαλύπτει μια συμπαγή διάταξη των κτισμάτων, με στενά περάσματα ανάμεσά τους για την εξυπηρέτηση της κυκλοφορίας. Ένας βασικός άξονας κυκλοφορίας στον ενδοκοινοτικό χώρο αναπτύσσεται σχεδόν πάνω στον άξονα Β-Ν, με μια χάραξη που θυμίζει τεθλασμένη γραμμή με καμπύλα και ευθύγραμμα τμήματα. Κάθετα μ αυτό τον άξονα διασταυρώνεται ένας δεύτερος άξονας κυκλοφορίας που οδηγεί από τη δυτική είσοδο στο εσωτερικό του οικισμού (Macgillivray 1980: 4-6). Τα κτίσματα του οικισμού της Κύνθου δεν παρουσιάζουν κάποια τυπική κάτοψη. Το σχήμα τους είναι ακανόνιστο, με τοίχους άλλοτε ευθύγραμμους και άλλοτε καμπυλόγραμμους. Το μέγεθος των κτισμάτων είναι ανομοιογενές, καθώς στον οικισμό υπάρχουν μονόχωρα, δίχωρα και τρίχωρα κτίσματα. Τρία κτίσματα ξεχωρίζουν στον οικισμό της Κύνθου για την κάτοψη και τον τρόπο χωροθέτησής τους. Πρόκειται για τρία διαδοχικά αψιδωτά κτίσματα στο ΒΑ τμήμα του οικισμού. Τα συγκεκριμένα κτίσματα αποτελούν τα μοναδικά κτίσματα του οικισμού που στέκονται ελεύθερα στο χώρο. Η θέση 359

368 Κεφάλαιο 9 τους μετατοπίζεται από τη μια φάση κατασκευής στην επόμενη, με παράλληλη μετατροπή στον προσανατολισμό της αψίδας. Είναι άγνωστο αν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των αψιδωτών κτισμάτων συνδέονται με κάποια ιδιαίτερη χρήση (Macgillivray 1980: 6). Καστρί Ο οικισμός στο Καστρί της Σύρου αποτελεί έναν οχυρωμένο πρωτοκυκλαδικό οικισμό, με μια σύνθετη μορφή οχύρωσης που εκτείνεται με βεβαιότητα στο Β και Δ τμήμα του οικισμού, αλλά πιθανόν και στις άλλες δύο πλευρές του οικισμού (σχ ). Στο βόρειο τμήμα της οχύρωσης υπάρχει ιδιαίτερη μέριμνα για την προστασία του οικισμού, η οποία επιβεβαιώνεται με την παρουσία ενός προτειχίσματος. Η χάραξη του τείχους στο βορρά ακολουθεί μια καμπύλη γραμμή, από την οποία προβάλλουν πέντε καμπυλόγραμμοι προμαχώνες. Η είσοδος στο εσωτερικό του οικισμού γίνεται από δύο σημεία στο βόρειο τμήμα του τείχους και ένα σημείο στη δυτική πλευρά. Στο εσωτερικό του τείχους η κάτοψη του οικισμού αποτυπώνει μια συμπαγή ακανόνιστη διάταξη. Τα κτίσματα σχηματίζουν ακανόνιστες συμπαγείς οικοδομικές νησίδες, που διαχωρίζονται μεταξύ τους με στενά δρομάκια. Ορισμένα από τα κτίσματα ακουμπούν πάνω στο τείχος, ενώ εσωτερικά από τους προμαχώνες ο χώρος αφήνεται συνήθως κενός, ώστε να διευκολύνεται η διέλευση (Bossert 1967: 57-59). Τα κτίσματα στο Καστρί παρουσιάζουν ιδιαίτερη ανομοιογένεια στο σχήμα και το μέγεθος. Πρόκειται κυρίως για κτίσματα μονόχωρα ή δίχωρα, που κατασκευάζονται με την πρακτική των μεσοτοιχιών. Στα δίχωρα κτίσματα η πιο συνηθισμένη διάταξη των δύο δωματίων είναι η χωροθέτησή τους υπό γωνία και όχι αξονικά. Στις περισσότερες περιπτώσεις το σχήμα των δωματίων αποκλίνει από το ορθογώνιο, με τους τοίχους να έχουν ευθύγραμμη ή καμπυλόγραμμη χάραξη. Το αψιδωτό σχήμα είναι επίσης συνηθισμένο στις κατόψεις των κτισμάτων του οικισμού. Τα περισσότερα κτίσματα είναι προσανατολισμένα πάνω στους κύριους άξονες Β-Ν και Α-Δ. Οι κατόψεις των κτισμάτων υποδεικνύουν ότι κατά κανόνα αποφεύγεται το άνοιγμα της εισόδου προς το βορρά (Bossert 1967: 59-60). Πάνορμος Τα αρχιτεκτονικά λείψανα στον Πάνορμο της Νάξου δεν αποτελούν τμήμα ενός οικισμού, αλλά ένα αυτόνομο κτιριακό συγκρότημα. Η κάτοψη αποτυπώνει σχεδόν ολόκληρο το αρχιτεκτονικό σύνολο, το οποίο περιβάλλεται από έναν ισχυρό τοίχο ακανόνιστου σχήματος (σχ ). Έξι πυργοειδείς προεξοχές του τοίχου, σε συνδυασμό με το μεγάλο του πάχος, αποτελούν ενδείξεις για τον οχυρωματικό του χαρακτήρα. Το τειχισμένο αρχιτεκτονικό σύνολο παρουσιάζει αξονική χωροθέτηση πάνω στον άξονα Β-Ν. Η είσοδος προς το εσωτερικό του τειχισμένου χώρου ανοίγεται στο βόρειο τμήμα της ανατολικής πλευράς του τείχους. Η διάταξη των κτισμάτων στον εσωτερικό 360

369 Κεφάλαιο 9 χώρο είναι συμπαγής, με μοναδικούς ελεύθερους χώρους τα στενά περάσματα που εξυπηρετούν την κυκλοφορία μεταξύ των κτισμάτων σε μια υποτυπώδη ορθογωνική χάραξη. Ένας κεντρικός κτιριακός πυρήνας περιβάλλεται από μια περίκεντρη σειρά κτισμάτων, που αναπτύσσεται ακριβώς στο εσωτερικό του περιμετρικού τείχους και σε επαφή μαζί του. Τα περισσότερα κτίσματα είναι μονόχωρα, ωστόσο υπάρχουν ενδείξεις και για δίχωρες κατασκευές. Δύο σχήματα κυριαρχούν στις κατόψεις των κτισμάτων, το αψιδωτό και το ορθογώνιο (Ντούμας 1964: 411). Ασώματος Κρεμαστής Τα πιο πλούσια κατάλοιπα του κτισμένου χώρου του οικισμού του Ασώματου προέρχονται από την περίοδο ΠΕ ΙΙΙΒ (σχ ). Πρόκειται για τα λείψανα τριών κτισμάτων τα οποία στέκονται ελεύθερα στο χώρο, χωρίς να ευθυγραμμίζονται πάνω σε έναν κοινό άξονα προσανατολισμού. Το κεντρικό κτίσμα του ανασκαφικού χώρου, που έχει αποκαλυφθεί ολόκληρο, περιβάλλεται από δρόμους που εκτείνονται κατά μήκος των τριών πλευρών του. Ο δρόμος που περνά σε επαφή με τη βόρεια πλευρά είναι ο πιο φαρδύς, με πλάτος που φτάνει τα 3,50μ. Ένας ανοιχτός χώρος στα νότια του ανατολικότερου κτίσματος υποδεικνύει ότι ο οικισμός δεν είναι πυκνά δομημένος, αλλά ανοιχτοί χώροι και δρόμοι παρεμβάλλονται ανάμεσα στα κτίσματα του οικισμού. Το κεντρικό κτίσμα είναι προσανατολισμένο πάνω στο ΒΔ-ΝΑ άξονα, ενώ ο προσανατολισμός των άλλων δύο κτισμάτων πλησιάζει περισσότερο στον άξονα Α-Δ (Μαρκέτου 1997: ). Τα κτίσματα του Ασώματου έχουν ορθογώνιο σχήμα και μεγάλες διαστάσεις. Οι περισσότερες πληροφορίες για την κάτοψη των κτισμάτων προέρχονται από το κεντρικό κτίσμα. Το ορθογώνιο σχήμα του κτίσματος διαιρείται κατά μήκος του άξονά του σε δύο μικρότερα ορθογώνια με ανόμοιο πλάτος. Το πλατύτερο ορθογώνιο διαιρείται κατά πλάτος σε ένα μεγάλο δωμάτιο και έναν υπαίθριο χώρο στα Α, ενώ το στενότερο ορθογώνιο διαιρείται σε τρεις μικρότερους χώρους, από τους οποίους ο ανατολικότερος ήταν αρχικά ημιυπαίθριος. Στο δυτικό τμήμα του κτίσματος οι τρεις μακριές πλευρές προεξέχουν από τον εγκάρσιο εξωτερικό τοίχο, με αποτέλεσμα να σχηματίζονται δύο αβαθείς στοές. Με βάση τις ενδείξεις που υπάρχουν για τα άλλα δύο κτίσματα φαίνεται πως και εκείνα υιοθετούν αντίστοιχη εσωτερική διαρρύθμιση με το κεντρικό κτίσμα (Μαρκέτου 1997: ). Μύρτος, Φούρνου Κορυφή Τα κατάλοιπα του κτισμένου χώρου της δεύτερης φάσης κατοίκησης του οικισμού προσφέρουν την πιο ολοκληρωμένη εικόνα για την πολεοδομική μορφή του Μύρτου (σχ ). Θεωρείται πολύ πιθανό ότι το τμήμα του οικισμού που αποκαλύφθηκε με την ανασκαφή ταυτίζεται με τη συνολική έκταση του οικισμού (Whitelaw 1983: 324). Πρόκειται για έναν οικισμό πυκνά δομημένο, χωρίς κάποια αναγνωρίσιμη γεωμετρία 361

370 Κεφάλαιο 9 στη διάταξή του. Τα κτιριακά συγκροτήματα οργανώνονται σε ακανόνιστες οικοδομικές νησίδες, οι οποίες διαχωρίζονται μεταξύ τους με στενά περάσματα. Η συμπαγής διάταξη των κτιριακών συγκροτημάτων δημιουργεί ένα συνεχή κτιριακό όγκο που σχηματίζει εξωτερικά έναν ενιαίο τοίχο που περιβάλλει τον οικισμό. Δύο είσοδοι προς το εσωτερικό του οικισμού αναγνωρίζονται στα ΒΔ και στα Ν του κτισμένου χώρου, οι οποίες σηματοδοτούνται από δύο μικρά δωμάτια ειδικής χρήσης, πιθανώς δωμάτια φρούρησης ή σημεία αναμονής, που βρίσκονται σε άμεση γειτνίαση με τα ανοίγματα. Το σύνολο των κτιριακών συγκροτημάτων είναι προσανατολισμένα στον άξονα Β-Ν, κατά μήκος του γκρεμού που σχηματίζεται στα Α του λόφου. Τα κτιριακά συγκροτήματα του Μύρτου αποτελούνται από αλληλοσυνδεόμενα ανισομεγέθη δωμάτια. Το σχήμα των δωματίων δεν παρουσιάζει κάποια τυπική κάτοψη, συνήθως είναι τετράπλευρα, άλλοτε ορθογώνια και άλλοτε λιγότερο κανονικά. Σύμφωνα με τη μελέτη του Whitelaw, τη χρονική στιγμή που καταστράφηκε ο οικισμός πέντε διακεκριμένα κτιριακά σύνολα ήταν σε χρήση. Δύο συγκροτήματα είχαν εγκαταλειφθεί, αλλά εξακολουθούσαν να στέκονται στο χώρο, ενώ η κατάσταση ενός ακόμη συγκροτήματος είναι αμφιλεγόμενη (Whitelaw 1983: 332). Τα αρχιτεκτονικά λείψανα υποδεικνύουν διάφορες τεχνικές κατασκευής των λίθινων βάσεων των κτισμάτων του οικισμού. Τα υλικά δομής συμπεριλαμβάνουν κυρίως πλακοειδείς λίθους, αλλά και ακατέργαστες πέτρες, ενώ σε ορισμένα σημεία έχει διαπιστωθεί η χρήση στρογγυλών ποταμίσιων ή παραθαλάσσιων λίθων. Στον οικισμό του Μύρτου έχει επιβεβαιωθεί η κατασκευή πλίνθινης τοιχοποιίας με την ανεύρεση in situ πλίνθων (Warren 1972: 80). Βασιλική Στον πρωτομινωικό οικισμό της Βασιλικής αναγνωρίζονται τρεις κύριες περίοδοι κατοίκησης, η ΠΜ ΙΙΑ, ΠΜ ΙΙΒ και η ΠΜ ΙΙΙ, από τις οποίες η ΠΜ ΙΙΒ διαιρείται σε δύο διαδοχικές οικοδομικές φάσεις, την πρώιμη και τη νεότερη (Ζώης 1981: 371). Οι πληροφορίες για τα κτίσματα της ΠΜ ΙΙΙ είναι αποσπασματικές, λόγος για τον ο- ποίο θεωρήθηκε σκόπιμο να περιοριστεί η περιγραφή των καταλοίπων του κτισμένου χώρου της Βασιλικής στις οικοδομικές φάσεις της ΠΜ ΙΙ (σχ ). Στη διάρκεια της ΠΜ ΙΙΑ τα καλύτερα διατηρημένα λείψανα του οικισμού περιορίζονται στις λεγόμενες Βόρειες Οικίες, οι οποίες έχουν πάρει το όνομά τους από τη θέση τους στο βόρειο τμήμα του λόφου. Πρόκειται για τα λείψανα τεσσάρων κτισμάτων που κατασκευάστηκαν ταυτόχρονα σε επαφή μεταξύ τους, γεγονός που υποδεικνύει το σχεδιασμό ενός πυκνά δομημένου οικισμού (Ζώης 1982: 308). Τα λείψανα δύο ακόμη κτισμάτων βρίσκονται προς τα νότια και σε απόσταση από την παραπάνω ομάδα κτισμάτων. Η συνολική δομή του οικισμού δεν είναι σαφής, εκείνο όμως που μπορεί να ειπωθεί με βεβαιότητα αφορά στον ενιαίο προσανατολισμό των κτισμάτων πάνω στο ΒΑ-ΝΔ άξονα. Στην πρώτη οικοδομική φάση της ΠΜ ΙΙΒ, ο κτισμένος χώρος του οικισμού μετατοπίζε- 362

371 Κεφάλαιο 9 ται στα ΝΑ του λόφου, σημείο όπου κατασκευάζεται ένα μεγάλο κτιριακό συγκρότημα γνωστό στη βιβλιογραφία ως Ερυθρά Οικία (Ζώης 1976: 7). Στα ανατολικά και βόρεια της Ερυθράς Οικίας κατασκευάζεται ένα εκτεταμένο λιθόστρωτο που αποτελεί μια δημόσια πλατεία, τη Μεγάλη Αυλή (Ζώης 1977: 450). Στα βόρεια της Ερυθράς Οικίας έχουν εντοπιστεί τα ίχνη μιας ανόδου από τη βάση του λόφου προς τη Μεγάλη Αυλή του οικισμού (Ζώης 1980: 336). Στην ακόλουθη οικοδομική φάση της ΠΜ ΙΙΒ, ένα δεύτερο μεγάλο κτιριακό συγκρότημα, η Δυτική Οικία, παίρνει τη θέση της Ερυθράς Οικίας. Το νέο αυτό συγκρότημα κατασκευάζεται στα δυτικά της προγενέστερης Ερυθράς Οικίας (Ζώης 1976: 7). Τα δύο κτιριακά συγκροτήματα διατηρούν τον αρχικό ΒΑ- ΝΔ προσανατολισμό του οικισμού, αν και με μια μικρότερη απόκλιση από τον κύριο άξονα Β-Ν. Η τελική δημοσίευση των αρχιτεκτονικών λειψάνων κάτω από το φως των νεότερων ανασκαφών του Αντώνη Ζώη δεν έχει πραγματοποιηθεί προς το παρόν, με αποτέλεσμα οι πληροφορίες για τη μορφή των αρχιτεκτονικών κατασκευών να έχουν αποσπασματικό χαρακτήρα. Στις Βόρειες Οικίες της ΠΜ ΙΙΑ, το κτίσμα Θ σχηματίζει ένα ορθογώνιο εξωτερικό περίγραμμα, το οποίο διαιρείται εσωτερικά με εγκάρσιους τοίχους σε επιμήκη ορθογώνια δωμάτια. Το κτίσμα Π που βρίσκεται σε επαφή με τη νότια πλευρά του κτίσματος Θ, πιθανό να αποτελεί στεγασμένους ανοικτούς βοηθητικούς χώρους του κτίσματος Θ (Ζώης 1990: 317). Τα κτίσματα της ΠΜ ΙΙΒ, η Ερυθρά και η Δυτική Οικία αποτελούν ιδιαίτερα σύνθετα, πολύχωρα και μεγάλα σε έκταση κτιριακά συγκροτήματα. Η τελική μορφή των παραπάνω κτισμάτων είναι το αποτέλεσμα της διάταξης πολλών ορθογώνιων αλληλοσυνδεόμενων δωματίων. Χαρακτηριστικό στοιχείο των δύο μεγάλων συγκροτημάτων αποτελεί η θεμελίωσή τους πάνω σε κελιά ή μικρά υπόγεια δωμάτια. Η κατασκευή του συστήματος διπλών τοίχων και ισχυρών πεσσών αντιστήριξης υποδεικνύουν ότι η Ερυθρά Οικία ήταν διώροφη σε ολόκληρη την έκτασή της (Ζώης 1972: 282). Τα κτίσματα της Βασιλικής εδράζονται πάνω σε λίθινα θεμέλια σε όλες τις οικοδομικές φάσεις της ΠΜ περιόδου, ενώ η ανωδομή των τοίχων γίνεται είτε με πλίνθινη είτε με λίθινη τοιχοποιία (Ζώης 1982: ). Συμπεράσματα για την πολεοδομική μορφή των οικισμών της ΠΕΧ Σύμφωνα με την πολεοδομική ανάλυση των 25 οικισμών της Κατηγορίας 3, απαντώνται τρεις τύποι οργάνωσης του ενδοκοινοτικού χώρου κατά την ΠΕΧ. Ο πρώτος τύπος, Τύπος Α, είναι η διάταξη των κτισμάτων ως ανεξάρτητων μονάδων, ο δεύτερος τύπος, Τύπος Β, είναι ο συμπαγής τρόπος δόμησης του οικισμού και ο τρίτος τύπος, Τύπος Γ, είναι η οργάνωση του οικισμού σε οικοδομικές νησίδες. Δύο από τους τρεις τύπους, ο Τύπος Α και ο Τύπος Γ, παρουσιάζουν παραλλαγές στον τρόπο οργάνωσης του ενδοκοινοτικού χώρου, με αποτέλεσμα τη διάκρισή τους σε υπο-τύπους. Ο Τύπος Α διακρίνεται σε δύο υπο-τύπους, σύμφωνα με τον τρόπο διάταξης των κτισμάτων στον εν- 363

372 Κεφάλαιο 9 δοκοινοτικό χώρο: ο Τύπος Α1: ελεύθερη διάταξη και ο Τύπος Α2: περίκεντρη διάταξη. Ο Τύπος Γ διακρίνεται σε τέσσερις διαφορετικούς υπο-τύπους, με βάση τη διάταξη των οικοδομικών νησίδων: ο Τύπος Γ1: η ελεύθερη διάταξη, ο Τύπος Γ2: η ορθογωνική διάταξη, ο Τύπος Γ3: η γραμμική διάταξη και, τέλος, ο Τύπος Γ4: η περίκεντρη διάταξη. Ο Τύπος Α1, δηλαδή η ελεύθερη διάταξη των κτισμάτων ως ανεξάρτητων μονάδων, απαντάται κυρίως προς το τέλος της ΠΕΧ στον οικισμό της Τίρυνθας, τη Λέρνα, την Ολυμπία, το Ηραίο Σάμου και τον Ασώματο Κρεμαστής, ενώ παρόμοια διάταξη διαπιστώνεται την ίδια περίοδο και στον οικισμό της Νεμέας (Wright et al. 1990: 268). Ο συγκεκριμένος τύπος οργάνωσης του ενδοκοινοτικού χώρου συναντάται, επίσης, σε ο- ρισμένους οικισμούς της Μακεδονίας, όπως το Αρχοντικό της Πέλλας, το Ντικιλί Τας και τους Σιταγρούς της Δράμας (Παπανθίμου et al. 2003: 462, Malamidou 1997: ). Η περίκεντρη διάταξη των κτισμάτων ως ανεξάρτητων μονάδων στον ενδοκοινοτικό χώρο, Τύπος Α2, συναντάται στα Πευκάκια, τη Λέρνα, τα Ακοβίτικα και σε δύο οικισμούς του Εμποριού, που αντιπροσωπεύονται από τις οικοδομικές φάσεις V και IV. Στα Πευκάκια και τη Λέρνα το επίκεντρο της διάταξης παραμένει άγνωστο, στα Ακοβίτικα την κεντρική θέση κατέχει μνημειώδες κτίσμα, ενώ στο Εμποριό η διάταξη των κτισμάτων έχει ως επίκεντρο την προστατευμένη περιοχή του πηγαδιού. Ο Τύπος Β, δηλαδή ο συμπαγής τρόπος δόμησης του ενδοκοινοτικού χώρου, έρχεται σε αντίθεση με την αυτονομία των κτισμάτων που παρατηρείται στους οικισμούς της κατηγορίας του Τύπου Α. Χαρακτηριστικά στοιχεία του συμπαγούς τρόπου δόμησης του οικισμού συνιστούν η πολύ πυκνή δόμηση των κτισμάτων και η απουσία γεωμετρίας στη δομή του οικισμού και τη χάραξη των δρόμων. Πρόκειται για μια πολεοδομική μορφή που συναντάται στους οικισμούς του Ασκηταριού, των Ζυγουριών, της Κύνθου, του Πάνορμου, του Μύρτου και της Βασιλικής. Ο Τύπος Γ, δηλαδή η οργάνωση του ενδοκοινοτικού χώρου σε οικοδομικές νησίδες, είναι ο επικρατέστερος τύπος κατά την ΠΕΧ. Πρόκειται για μια πολεοδομική μορφή που απαντάται στον οικισμό της Μάνικας, το Παλαμάρι, τη Ραφήνα, τον Άγιο Κοσμά, τον Άλιμο, την Κολώνα, το Μπερμπάτι, στις οικοδομικές φάσεις 7 και 8 της Τίρυνθας, την Πολιόχνη και τη Θερμή, και τέλος στο Καστρί της Σύρου. Στο σύνολο των έντεκα οικισμών μπορούν να προστεθούν πέντε επιπλέον οικισμοί της Κατηγορίας 3, που εξαιρέθηκαν από την πολεοδομική ανάλυση λόγω ελλιπών στοιχείων, στους ο- ποίους η οργάνωση του ενδοκοινοτικού χώρου σε οικοδομικές νησίδες έχει επιβεβαιωθεί ανασκαφικά. Πρόκειται για τα Σπάτα στην Αττική, το Κουκονήσι στη Λήμνο, τη Γρόττα στη Νάξο και το Σκάρκο στην Ίο, καθώς και για τον οικισμό της Τρυπητής στην κεντρική Κρήτη (Touchais 1999: 730, Μπουλώτης 1997: 249, Karantzali 1996: 19, Μαρθάρη 1997: 369, Βασιλάκης 1989: 53). 364

373 Κεφάλαιο 9 Ο Τύπος Γ1, δηλαδή η ελεύθερη διάταξη των οικοδομικών νησίδων, συναντάται στη Ραφήνα, τον Άγιο Κοσμά, την Μπλε, την Πράσινη και την Κόκκινη Πολιόχνη, καθώς και στο Καστρί. Στην περίπτωση αυτή, οι οικοδομικές νησίδες δεν παρουσιάζουν κάποιο τυπικό σχήμα, αλλά χαρακτηρίζονται από μια ποικιλομορφία στο σχήμα και το μέγεθός τους. Σε ορισμένους οικισμούς, όπως η Πολιόχνη και το Καστρί, το ακανόνιστο σχήμα των οικοδομικών νησίδων υποδεικνύει έναν προσθετικό και διαχρονικό τρόπο δόμησης του κτισμένου χώρου των οικισμών. Η ορθογωνική διάταξη των οικοδομικών νησίδων, Τύπος Γ2, παρατηρείται στη Μάνικα, με την επανάληψη του ορθογώνιου σχήματος των οικοδομικών νησίδων και τη χάραξη των δρόμων σε κάθετους άξονες, καθώς και στις οικοδομικές φάσεις IVA και IVB της Θερμής και στο Κουκονήσι. Ο Τύπος Γ3, δηλαδή η γραμμική διάταξη των οικοδομικών νησίδων, διαπιστώνεται στην Κίτρινη Πολιόχνη και τη Θερμή V, στις οποίες οι οικοδομικές νησίδες οργανώνονται κατά μήκος ενός κεντρικού επιμήκη άξονα κυκλοφορίας. Η γραμμική διάταξη συναντάται επίσης στον οικισμό των Λιθαρών στη Βοιωτία, με τη διαφορά ότι στην προκειμένη περίπτωση τα κτίσματα του οικισμού δεν οργανώνονται σε οικοδομικές νησίδες, αλλά εκτείνονται σε σειρά εκατέρωθεν του κεντρικού δρόμου. Η περίκεντρη διάταξη των οικοδομικών νησίδων, δηλαδή ο Τύπος Γ4, συναντάται στους οικισμούς της Κολώνας, της Θερμής και του Σκάρκου. Στον οικισμό της Κολώνας το κέντρο της περίκεντρης διάταξης δεν έχει εξακριβωθεί ανασκαφικά, καθώς βρίσκεται έξω από τα όρια του ανασκαμμένου χώρου. Στη Θερμή μια κεντρική οικοδομική νησίδα αποτελεί το κέντρο γύρω από το ο- ποίο οργανώνεται περικεντρικά ο ενδοκοινοτικός χώρος, ενώ στο Σκάρκο οι οικοδομικές νησίδες οργανώνονται περικεντρικά ως προς την κορυφή του υψώματος που καταλάμβανε ο οικισμός. Η ποικιλία στη μορφή της κάτοψης των οικισμών της ΠΕΧ είναι το κύριο στοιχείο που αναδεικνύεται από τα δεδομένα που προσφέρουν οι οικισμοί της Κατηγορίας 3 και της Κατηγορίας 2 της περιόδου. Έχει ήδη υπογραμμιστεί ότι το ενδιαφέρον της παρούσας διατριβής συγκεντρώνεται ιδιαίτερα στην αναγνώριση της χωρικής κατανομής των διαφορετικών μορφών κάτοψης των οικισμών στον ελλαδικό χώρο. Σύμφωνα με τα δεδομένα που προηγούνται, είναι φανερή μια διάκριση στη χωρική κατανομή δύο τύπων οικισμών με βάση την κάτοψή τους, εκείνων που οργανώνονται σε οικοδομικές νησίδες και εκείνων στους οποίους τα κτίσματα χωροθετούνται ως ανεξάρτητες μονάδες στον ενδοκοινοτικό χώρο. Στον ηπειρωτικό ελλαδικό χώρο, στη Μακεδονία και τη Θεσσαλία καταγράφεται μια τάση για την ελεύθερη διάταξη των κτισμάτων, ενώ στη Στερεά Ελλάδα-Αττική σημειώνεται μια προτίμηση για την οργάνωση του ενδοκοινοτικού χώρου σε οικοδομικές νησίδες, μολονότι σε μια θέση καταγράφεται, επίσης, ο συμπαγής τρόπος οργάνωσης του οικισμού. Στην Πελοπόννησο, δεν παρατηρείται κάποια ιδιαίτερη προτίμηση, καθώς συνυπάρχουν και οι τρεις τύποι οργάνωσης του ενδοκοινοτικού χώρου. Στο νησιωτικό χώρο του Αιγαίου, δεν διακρίνεται κάποια σαφής χωρι- 365

374 Κεφάλαιο 9 κή κατανομή των τύπων οργάνωσης των οικισμών. Στα νησιά του Βόρειου Αιγαίου καταγράφεται η οργάνωση του ενδοκοινοτικού χώρου σε οικοδομικές νησίδες, αλλά και η χωροθέτηση των κτισμάτων ως ανεξάρτητων μονάδων. Στις Κυκλάδες διαπιστώνεται η οργάνωση του ενδοκοινοτικού χώρου σε οικοδομικές νησίδες, καθώς επίσης και η συμπαγής πολεοδομική μορφή, ενώ στα Δωδεκάνησα υπάρχουν ενδείξεις για την διάταξη των κτισμάτων ως ανεξάρτητων μονάδων. Στην Κρήτη, καταγράφεται η οργάνωση του οικισμού σε οικοδομικές νησίδες, αλλά και ο συμπαγής τρόπος δόμησης του ενδοκοινοτικού χώρου. Η κανονικότητα στη μορφή της κάτοψης των οικισμών, όπως αποτυπώνεται με την περίκεντρη, την ορθογωνική και τη γραμμική διάταξη, παρουσιάζει μια διάχυση στον ελλαδικό χώρο, καθώς συναντάται εξίσου σε ηπειρωτικούς και νησιωτικούς οικισμούς ολόκληρου του ελλαδικού χώρου. Αντίθετα, το ακανόνιστο οργανικό σχήμα της κάτοψης φαίνεται να χαρακτηρίζει κυρίως τους οικισμούς των Κυκλάδων. Σε ορισμένους από τους οικισμούς της ΠΕΧ, η παρουσία οχυρωματικών κατασκευών παίζει σημαντικό ρόλο στη μορφή τους. Πρόκειται για ένα χωροοργανωτικό στοιχείο που κάνει την εμφάνισή του στη διάρκεια της ΠΕΧ. Οι κατασκευές οχύρωσης άλλοτε περιβάλλουν ολόκληρο τον οικισμό και άλλοτε τα πιο ευπρόσιτα τμήματά του. Οχυρωματικού χαρακτήρα κατασκευές επιβεβαιώνονται ανασκαφικά στα Πευκάκια, το Παλάμαρι, τη Ραφήνα, το Ασκηταριό, την Κολώνα, τη Λέρνα, την Πολιόχνη, τη Θερμή, το Εμποριό, το Ηραίο Σάμου, την Κύνθο, το Καστρί και τον Πάνορμο. Συμπληρωματικά δεδομένα από άλλους οικισμούς προσφέρουν μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα για τη χωρική κατανομή των οχυρωματικών κατασκευών της ΠΕΧ στον ελλαδικό χώρο. Στη Σκάλα Σωτήρος της Θάσου αποκαλύφθηκε ισχυρός λίθινος περίβολος με ενσωματωμένες ανθρωπόμορφες στήλες και έναν πιθανό πύργο (Κουκούλη-Χρυσανθάκη 1993: 536, Παπαδόπουλος et al. 2003: 60-61). Πληροφορίες για την παρουσία οχυρωματικής κατασκευής υπάρχουν, επίσης, για τον οικισμό των Σπάτων στην Αττική, καθώς και για δύο θέσεις της Εύβοιας, τη Μουρτερή και τον Αμάρυνθο (Touchais 1999: 730, Touchais et al. 2000: 963, Παρλαμά 1979: 8). Ενδείξεις για την παρουσία οχυρωματικών περιβόλων υπάρχουν, επίσης, στη Μύρινα και το Κουκονήσι της Λήμνου, στο Σπεδό της Νάξου, τον Άγιο Παύλο και τη Μαρκιανή της Αμοργού, καθώς και στο Σεραγλιό της Κω (Ντόβα 1997: 295, Μπουλώτης 1997: 252, Renfrew 1972: 518, Μαραγκού 1994: 470, 475, Μαρκέτου 1997: 407). Η επιφανειακή έρευνα στους οικισμούς της περιοχής της Ζάκρου στην ανατολική Κρήτη έχει εντοπίσει πιθανό οχυρωματικό τείχος σε δύο θέσεις, το Κόκκινο Φρούδι και τη θέση Αμάτου (Βοκοτόπουλος 2000: ). Σε δύο οικισμούς του βορειοελλαδικού χώρου, τα Σέρβια στη Μακεδονία και την Άργισσα στη Θεσσαλία, εντοπίζονται παράλληλες τάφροι, οι οποίες διανοίγονται ως στοιχεία οροθέτησης των δύο οικισμών (Mould και Wardle 2000: 55, Hanshmann και Milojcic 1976: 12-13). Σύμφωνα με τα παραπάνω δεδομένα, διακρίνεται μια έντονη παρουσία των οχυρωματικών κατασκευών σε οικισμούς του νησιωτικού χώρου. Οι μόνοι οικισμοί του ηπει- 366

375 Κεφάλαιο 9 ρωτικού ελλαδικού χώρου, όπου επιβεβαιώνεται η κατασκευή οχυρώσεων, είναι τα Πευκάκια, τα Σπάτα, η Ραφήνα, το Ασκηταριό και η Λέρνα. Το κοινό στοιχείο που μοιράζονται οι τελευταίοι οικισμοί είναι η γειτνίασή τους με τη θάλασσα. Τα Πευκάκια, η Ραφήνα και το Ασκηταριό βρίσκονται σχεδόν πάνω στην ακτή, ενώ τα Σπάτα και η Λέρνα δεν απέχουν πολύ από την ακτογραμμή της ΠΕΧ. Με εξαίρεση, λοιπόν, τους παραπάνω ηπειρωτικούς παραθαλάσσιους οικισμούς, η πλειονότητα των οικισμών που προστατεύονται με οχυρωματικές κατασκευές ανήκουν στο νησιωτικό χώρο του Αιγαίου. Η κατανομή των οικισμών στο νησιωτικό αιγαιακό χώρο καταδεικνύει τη διάδοση του συγκεκριμένου χωροοργανωτικού στοιχείου σε ολόκληρο το Αιγαίο, από το νησί της Θάσου και τα νησιά του βορειανατολικού Αιγαίου, ώς τη Σκύρο και την Εύβοια, και από εκεί ώς το Σαρωνικό Κόλπο, τις Κυκλάδες, τα Δωδεκάνησα και την ανατολική Κρήτη. Η μορφή των οχυρωματικών κατασκευών είναι τόσο πολύπλοκη σε ορισμένες περιπτώσεις, που δεν επιτρέπει αμφιβολίες για τον αμυντικό τους χαρακτήρα. Το χωροταξικό δίκτυο της ΠΕΧ περιγράφει την εξάπλωση της ανθρώπινης παρουσίας σε περιοχές του ελλαδικού χώρου όπου η παραγωγικότητα είναι ασταθής και αναξιόπιστη, γεγονός που οδηγεί σε άνιση πρόσβαση των κοινοτήτων στις παραγωγικές πηγές. Η οικονομική ανισότητα έχει ως αποτέλεσμα τον ανταγωνισμό μεταξύ των μελών μιας κοινότητας, όπως επίσης και μεταξύ των κοινοτήτων (Whitelaw 2000: 154). Ένα τέτοιο κλίμα ανταγωνιστικότητας δικαιολογεί την ανάγκη και αιτιολογεί την απόφαση για την κατασκευή πολυδάπανων έργων, όπως τα οχυρωματικά, με σκοπό την υπεράσπιση των συμφερόντων των μελών μιας κοινότητας. Στους περισσότερους από τους οικισμούς της Κατηγορίας 3 που εξετάστηκαν, η δόμηση είναι ιδιαίτερα πυκνή και οι ανοιχτοί χώροι εξαιρετικά περιορισμένοι. Πλακόστρωτες πλατείες έχουν εντοπιστεί σε μια μικρή ομάδα οικισμών, στην οποία ανήκουν θέσεις όπως η Μάνικα, η Λέρνα, η Πολιόχνη, η Θερμή V και η Βασιλική. Α- νοιχτοί χώροι μεταξύ των κτισμάτων στο εσωτερικό των οικισμών διαπιστώνονται στον οικισμό της Κολώνας ΙΙΙ, στις οικοδομικές φάσεις V και IV του Εμποριού, στο Ηραίο Σάμου, καθώς και στον Ασώματο Κρεμαστής, οικισμοί που χαρακτηρίζονται από την ε- λεύθερη διάταξη των κτισμάτων στον ενδοκοινοτικό χώρο. Σε αντίθεση με τη σπανιότητα των ανοιχτών χώρων στους οικισμούς της ΠΕΧ, οι δρόμοι αποτελούν στοιχείο οργάνωσης του χώρου που συναντάται σε πολλούς από τους οικισμούς της περιόδου. Επιστρωμένοι δρόμοι έχουν εντοπιστεί κυρίως στους οικισμούς που είναι πυκνά δομημένοι και οργανωμένοι σε οικοδομικές νησίδες, όπως το Παλαμάρι, η Ραφήνα, ο Άγιος Κοσμάς, ο Άλιμος, η Κολώνα, οι Ζυγουριές, η Τίρυνθα, το Μπερμπάτι, η Πολιόχνη, η Θερμή και το Καστρί, αλλά και σε οικισμούς με αραιή δόμηση και ανεξάρτητα κτίσματα, όπως η Λέρνα, το Εμποριό και ο Ασώματος Κρεμαστής. Στο σύνολο των οικισμών θα πρέπει να προστεθούν οι Λιθαρές, με το μεγάλο κεντρικό άξονα που διασχίζει τον ανασκαμμένο χώρο του οικισμού. Οικισμοί στους οποίους έχει γίνει γνωστό ότι υπήρ- 367

376 Κεφάλαιο 9 χαν κατασκευασμένοι δρόμοι για την εξυπηρέτηση της κυκλοφορίας στον ενδοκοινοτικό χώρο αποτελούν επίσης το Ντικιλί Τας, τα Σπάτα, το Κουκονήσι, η Γρόττα, ο Σκάρκος και η Τρυπητή (Malamidou 1997: 332, Touchais 1999: 730, Μπουλώτης 1997: 249, Karantzali 1996: 19, Μαρθάρη 1997: 367, Βασιλάκης 1989: 53). Στους οικισμούς της Κατηγορίας 3 της ΠΕΧ διακρίνεται μια τάση προσανατολισμού των δρόμων ή των αξόνων των κτισμάτων προς δύο από τα κύρια σημεία του ο- ρίζοντα, δηλαδή παράλληλα προς τους άξονες Β-Ν ή Α-Δ. Στις περισσότερες περιπτώσεις, σημειώνονται μικρές αποκλίσεις ως προς τους δύο κύριους άξονες, επειδή δεν υπάρχει απόλυτη ευθυγράμμιση ως προς αυτούς. Το σύνολο των οικισμών όπου σημειώνεται χάραξη σύμφωνη με τους κύριους άξονες προσανατολισμού αποτελείται από τη Μάνικα, το Παλαμάρι, τη Ραφήνα, τον Άγιο Κοσμά, τον Άλιμο, το Μπερμπάτι, τα Ακοβίτικα, την Ολυμπία, την Κύνθο, το Καστρί, τον Πάνορμο και το Μύρτο. Σε δύο ακόμη περιπτώσεις, τα Πευκάκια και τη Λέρνα, οι οικισμοί μοιάζουν να οργανώνονται περικεντρικά γύρω από ένα σημείο που βρίσκεται στο βορρά. Αρκετοί είναι οι οικισμοί που εκδηλώνουν μια τάση προσανατολισμού προς τον ενδιάμεσο ΒΔ-ΝΑ άξονα, όπως στις Λιθαρές, το Ασκηταριό, τις Ζυγουριές, την Τίρυνθα, τη Λέρνα της ΠΕ ΙΙΙ περιόδου, το Εμποριό, τη Θερμή, ιδιαίτερα στη φάση V, και τον Ασώματο Κρεμαστής. Στον ενδιάμεσο ΒΑ-ΝΔ άξονα Φαίνεται να είναι προσανατολισμένες οι οικοδομικές νησίδες στον οικισμό της Κολώνας, την Πολιόχνη, όπως και σε ορισμένες οικοδομικές φάσεις της Θερμής. Στον ίδιο άξονα είναι επίσης προσανατολισμένα τα μεγάλα κτιριακά συγκροτήματα στη Βασιλική. Στο Παλαμάρι δεν παρατηρείται ενιαίος προσανατολισμός των κτισμάτων του οικισμού, καθώς ορισμένα κτίσματα ευθυγραμμίζονται στο ΒΑ-ΝΔ άξονα, ορισμένα στο ΒΔ-ΝΑ άξονα, ενώ το ΒΑ κτιριακό συγκρότημα που φράσσει τον οικισμό εκτείνεται πάνω στους κύριους άξονες Β-Ν και Α-Δ. Οι οικισμοί της Κατηγορίας 3 προσφέρουν πληθώρα πληροφοριών για την αρχιτεκτονική της ΠΕΧ περιόδου. Ωστόσο, μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα για τη μορφή και την κατασκευαστική τεχνική των κτισμάτων της ΠΕΧ διαμορφώνεται με την προσθήκη ενός σημαντικού όγκου πληροφοριών που συγκεντρώνεται από τους οικισμούς της Κατηγορίας 2. Η πολεοδομική ανάλυση των οικισμών της Κατηγορίας 3 που προηγήθηκε, αποκαλύπτει το εύρος της ποικιλίας των αρχιτεκτονικών λύσεων που υιοθετούνται στη διάρκεια της ΠΕΧ. Η ποικιλομορφία που χαρακτηρίζει την αρχιτεκτονική της ΠΕΧ επιβεβαιώνεται, επίσης, από τα δεδομένα των οικισμών της Κατηγορίας 2. Η μορφολογία των αρχιτεκτονικών κατασκευών και οι κατασκευαστικές λύσεις που εφαρμόζονται αποτελούν τεκμήρια για τις γνώσεις των ανθρώπων της ΠΕΧ σε ζητήματα σχεδιασμού και δόμησης του κτισμένου χώρου. Με δεδομένο ότι δεν υπάρχει το περιθώριο για μια εκτενή εξέταση των ζητημάτων της αρχιτεκτονικής της ΠΕΧ, η συζήτηση θα περιοριστεί σε δύο μόνο στοιχεία της, την κάτοψη των κτισμάτων και την τεχνική δόμησης των κατασκευών. Για μια ακόμη φορά η διερεύνηση της κατανομής των χαρα- 368

377 Κεφάλαιο 9 κτηριστικών της αρχιτεκτονικής της ΠΕΧ στον ελλαδικό χώρο αποτελεί τον κύριο στόχο της συζήτησης που θα ακολουθήσει. Σύμφωνα με τη μελέτη των καταλοίπων του κτισμένου χώρου των οικισμών της Κατηγορίας 3, οι αρχιτεκτονικές κατασκευές της ΠΕΧ μπορούν να διαιρεθούν σε δύο μεγάλες τυπολογικές κατηγορίες, σε εκείνες που ανήκουν στον τύπο των καμπυλόγραμμων κατόψεων και σε εκείνες που ανήκουν στον τύπο των ορθογωνικών κατόψεων. Οι δύο τύποι κατόψεων καταγράφονται σε μια ποικιλία από παραλλαγές, που συναντώνται σε διάφορα σημεία στον ελλαδικό χώρο. Τα καμπυλόγραμμα κτίσματα διακρίνονται σε αψιδωτά, ελλειπτικά, κυκλικά, αλλά και σε εκείνα που συνδυάζουν το ορθογώνιο σχήμα με τις καμπυλωμένες γωνίες. Αψιδωτά κτίσματα καταγράφονται στα Πευκάκια, τη Μάνικα, το Παλαμάρι, την Τίρυνθα, τη Λέρνα, την Ολυμπία, την Κύνθο και το Καστρί, αλλά και σε ένα πλήθος άλλων οικισμών του ελλαδικού χώρου, όπως στους Σιταγρούς της Δράμας, τον Καστανά της Θεσσαλονίκης, τη Μαγούλα Δερβίσι, την Πύρασο και το Καστράκι Αλμυρού της Μαγνησίας, το Γεντίκι Λάρισας, τη Θήβα, τους οικισμούς Καλογερόβρυση, Μαγούλα Ερέτριας και Μουρτερή της Εύβοιας, τη θέση Ακαδημία Πλάτωνος στην Αθήνα, τη θέση Απόλλων Μαλεάτα στην Επίδαυρο, το Σφακοβούνι Αρκαδίας, το Κουκονήσι Λήμνου, τον Πύργο της Πάρου, καθώς και στη θέση Χρυσοκάμινο στη βόρεια Κρήτη (Renfrew 1986: , Aslanis 1990: 169, Touchais et al. (2000): 807, 880, 963, Θεοχάρης 1959: 40, Μπάτζιου-Ευσταθίου 1994: 325, Θεοχάρης 1962: 73-76, Κόνσολα 1981: 106, Σάμψων 1993: 18, Λυγκουρή-Τόλια 1987: 21, Pullen 1985: 297, Renard 1995: 31, Μπουλώτης 1997: 249, Τσούντας 1898: 170, Betancourt et al. 1999: ). Τα ορθογώνια κτίσματα με καμπυλωμένες γωνίες συναντώνται στα Πευκάκια, το Εμποριό και το Καστρί της Σύρου, αλλά και σε δύο ακόμη οικισμούς, το Λόφο Τσούγκιζα της Νεμέας και τη Μύρινα της Λήμνου (Christmann 1996: 10, Hood 1981: 118, Bossert 1967: 59, Wright et al. 1990: 628, Αχειλαρά 1997: 305). Ελλειπτικά κτίσματα έχουν καταγραφεί στον οικισμό της Μύρινας, καθώς και στην Κορφή τ Αρωνιού στη Νάξο (Αχειλαρά 1997: 299, Ντούμας 1965: 42). Τα κυκλικά κτίσματα που καταγράφονται σε θέσεις της ΠΕΧ δεν αποτελούν κατασκευές κατοικίας, αλλά κυρίως βοηθητικές κατασκευές αποθήκευσης, όπως η μεγάλη κυκλική σιταποθήκη της Τίρυνθας, αλλά και τα μικρότερα κυκλικά κτίσματα στον Ορχομενό και την Εύτρηση Βοιωτίας, καθώς και στη Μύρινα της Λήμνου (Kilian 1986: 68, Pullen 1985: 248, Goldman 1931: 26, Ντόβα 1997: 290). Η ποικιλομορφία που παρατηρείται στα καμπυλόγραμμα κτίσματα της ΠΕΧ αποτελεί στοιχείο που χαρακτηρίζει, επίσης, τα κτίσματα που ανήκουν στον τύπο της ορθογωνικής κάτοψης. Τα σύνθετα κτίσματα αποτελούν την πιο διαδεδομένη εκδοχή των κτισμάτων ορθογωνικής κάτοψης. Πρόκειται για κτίσματα που αποτελούνται από δύο ή περισσότερους χώρους, που οργανώνονται συνήθως γύρω από μια αυλή (εικ ). Σύνθετα κτίσματα έχουν αποκαλυφθεί στη Μάνικα, το Παλαμάρι, τις Λιθαρές, το Ασκη- 369

378 Κεφάλαιο 9 ταριό, τη Ραφήνα, τον Άγιο Κοσμά, τον Άλιμο, τις Ζυγουριές, την Τίρυνθα, το Μπερμπάτι, το Εμποριό, το Ηραίο Σάμου, το Καστρί, το Μύρτο-Φούρνου Κορυφή και τη Βασιλική. Εκτός από τις παραπάνω περιπτώσεις, σύνθετα κτίσματα έχουν εντοπιστεί στη Μαγούλα Ερέτριας της Εύβοιας, το Πλατυγυάλι Αστακού της Αιτωλοακαρνανίας και την Αγία Ειρήνη της Κέας (Λυγκουρή-Τόλια 1987: 21, Haniotes και Voutiropoulos 1996: 62, Wilson και Eliot 1984: 83-85). Στους οικισμούς της Κρήτης κυριαρχούν τα κτίσματα σύνθετης κάτοψης, που αποτελούνται από μεγάλους κεντρικούς χώρους που συνδέονται με δύο ή περισσότερα μικρά βοηθητικά δωμάτια. Εκτός από τα σύνθετα κτίσματα του Μύρτου και της Βασιλικής, ο συγκεκριμένος τύπος κάτοψης συναντάται σε κτίσματα που έχουν εντοπιστεί στην Κνωσό, το Ρουσόλακκο Παλαίκαστρου, την Τρυπητή, την Τύλισο, τα Μάλια και το Μόχλο (Wilson 1985: , Momigliano και Wilson 1996: 54, MacGillivray και Driesen 1990: 399, Βασιλάκης 1989/90: 287, Branigan 1970: 49-50, Pelon 1993: 526, Soles και Davaras 1994: , Soles και Davaras 1996 : ). Εικόνα Αριστερά: σύνθετο κτίσμα (πηγή: Pullen 1985). Κέντρο: Αξονικό κτίσματα σε σειρά (πηγή: Walter και Felten 1981). Δεξιά: Η επονομαζόμενη οικία με διαδρόμους (πηγή: Shaw 1990). Το ορθογώνιο κτίσμα που σχηματίζεται από μια ανοιχτή ή κλειστή στοά στη μια του στενή πλευρά, η οποία οδηγεί σε έναν ή δύο εσωτερικούς χώρους σε σειρά, αποτελεί έναν ιδιαίτερα διαδεδομένο τύπο κάτοψης στη διάρκεια της ΠΕΧ. Ο Kenneth Schaar ονόμασε τα κτίσματα που συγκεντρώνουν τα παραπάνω χαρακτηριστικά αξονικά κτίσματα, προκειμένου να αποφύγει τον όρο μέγαρο που έχει καθιερωθεί στην αρχαιολογική βιβλιογραφία (εικ ). Η χρήση του όρου μέγαρο θεωρείται ε- σφαλμένη, καθώς ανταποκρίνεται σε μεταγενέστερα κτίσματα που εμφανίζουν όμοια μορφή, αλλά έχουν διαφορετικό χαρακτήρα, όπως το μυκηναϊκό μέγαρο (Schaar 1990: ). Αξονικά κτίσματα έχουν αποκαλυφθεί στα Πευκάκια, την Κολώνα, τον Άγιο Κοσμά, με κάποια επιφύλαξη στο Μπερμπάτι, τη Λέρνα, την Πολιόχνη και τη Θερμή. Ο ίδιος τύπος κτίσματος έχει εντοπιστεί σε ορισμένους ακόμη οικισμούς, όπως στην Εύτρηση της Βοιωτίας, το Λόφο Τσούγκιζα της Νεμέας, τη Μύρινα και το Κουκονήσι της Λήμνου, όπως επίσης και στο Ηραίο Σάμου (Goldman 1931: 12-23, Wright et al. 1990: 628, Ντόβα 1997: 292, Μπουλώτης 1997: 249, Milojcic 1961: 12-13, 32-34). Στο Ντικιλί Τας έχει επιβεβαιωθεί η κατασκευή ενός ορθογώνιου αξονικού κτίσματος, 370

379 Κεφάλαιο 9 με ιδιαίτερα επιμήκεις αναλογίες, το οποίο διαιρείται εσωτερικά σε τρεις χώρους σε σειρά. Οι ανασκαφές στο Αρχοντικό της Πέλλας έφεραν στο φως μια σειρά κτισμάτων με επιμήκη κάτοψη, χωρίς ωστόσο να μπορεί να επιβεβαιωθεί αν οι στενές πλευρές σχηματίζονται με ευθύγραμμους ή καμπυλόγραμμους τοίχους (Παπανθίμου et al. 2003: 462). Ο τύπος του απλού μονόχωρου ορθογώνιου κτίσματος έχει εντοπιστεί στα Πευκάκια της Μαγνησίας (Christmann 1996: 8,10). Ένας ιδιαίτερος τύπος ορθογώνιου κτίσματος που κάνει την εμφάνισή του στη διάρκεια της ΠΕΧ είναι η λεγόμενη οικία με διαδρόμους, που συναντάται σε τέσσερις πρωτοελλαδικούς οικισμούς, τη Θήβα, την Κολώνα, τη Λέρνα και τα Ακοβίτικα (εικ ). O Joseph Shaw στο άρθρο του Early Helladic II Corridor House σημειώνει ότι υπάρχει πιθανότητα παρόμοια κτίσματα να κατασκευάστηκαν σε ορισμένους ακόμη οικισμούς, όπως στην Εύτρηση, τις Ζυγουριές, την Πρόσυμνα την Ασέα και την Τίρυνθα (Shaw 1990: 186). Τα ιδιαίτερα μορφολογικά χαρακτηριστικά και το μέγεθος των συγκεκριμένων κτισμάτων έχουν προκαλέσει το ενδιαφέρον των αρχαιολόγων που μελετούν την πρωτοελλαδική αρχιτεκτονική. Πρόκειται για ορθογώνια κτίσματα μεγάλου μεγέθους, στα οποία οι εξωτερικοί τοίχοι των μακριών πλευρών κατασκευάζονται διπλοί, ώστε ανάμεσά τους να δημιουργούνται στενοί επιμήκεις χώροι. Οι πλευρικοί στενοί επιμήκεις χώροι μοιάζουν με τους σύγχρονους διαδρόμους, χαρακτηριστικό που έδωσε το όνομα οικία με διαδρόμους στον συγκεκριμένο τύπο κτίσματος. Σύμφωνα με τα ανασκαφικά δεδομένα που συγκεντρώνονται από τους τέσσερις οικισμούς, οι χώροι αυτοί δημιουργήθηκαν με σκοπό να φιλοξενήσουν μια πρώτη μορφή κλιμακοστασίων, που εξυπηρετούν την άνοδο προς ένα δεύτερο επίπεδο χρήσης του κτίσματος και την κάθοδο από αυτό προς τον ισόγειο χώρο (Walter 1985: 52, Wiencke 2000: , Aravantinos 1986: 61). Με την αναφορά στον τελευταίο τύπο κάτοψης, σχεδόν εξαντλείται η αρχιτεκτονική τυπολογία των κτισμάτων της ΠΕΧ, που καταγράφηκε με βάση τα διαθέσιμα ανασκαφικά δεδομένα. Πιθανόν να υπάρχουν μεμονωμένες περιπτώσεις που δεν εμπίπτουν σε κάποιον από τους παραπάνω τύπους κτισμάτων, όπως για παράδειγμα το τριγωνικό μονόχωρο κτίσμα που έχει εντοπιστεί στη Δέμπλα, έναν οικισμό της δυτικής Κρήτης (Warren και Tzedhakis 1974: ). Με βάση τους στόχους της εργασίας κρίθηκε σκόπιμο η αναφορά στην αρχιτεκτονική μορφολογία να περιοριστεί στις πιο πολυπληθείς κατηγορίες της τυπολογίας των κτισμάτων. Επομένως, στο σημείο αυτό το ενδιαφέρον μπορεί να μετατοπιστεί στο δεύτερο ζήτημα της αρχιτεκτονικής που πρόκειται να εξεταστεί, δηλαδή στις κατασκευαστικές τεχνικές που εφαρμόζονται στη διάρκεια της ΠΕΧ. Κατά την πρώιμη περίοδο της Εποχής Χαλκού διαπιστώνεται η συνέχιση της θεμελίωσης των κτισμάτων με τους γνωστούς από τα νεολιθικά χρόνια τρόπους, που σημαίνει με την τεχνική της πασσαλόπηξης και με την κατασκευή λίθινων βάσεων. Η ανέγερση των κτισμάτων με την κατασκευή τοίχων που εδράζονται πάνω σε λίθινες βά- 371

380 Κεφάλαιο 9 σεις παρατηρείται στο μεγαλύτερο μέρος του ελλαδικού χώρου, που περιλαμβάνει τη Στερεά Ελλάδα και την Αττική, τη Δυτική Ελλάδα, την Πελοπόννησο, το Βόρειο Αιγαίο, τις Κυκλάδες, τα Δωδεκάνησα και την Κρήτη. Τα κατάλοιπα του κτισμένου χώρου της ΠΕΧ υποδεικνύουν μια μεγάλη ποικιλία στον τρόπο κατασκευής των λίθινων βάσεων των αρχιτεκτονικών κατασκευών. Ιδιαίτερη μορφή παρουσιάζει η λεγόμενη τεχνική του ψαροκόκαλου, σύμφωνα με την οποία δύο σειρές λίθων τοποθετούνται διαγώνια η μια ως προς την άλλη, με αποτέλεσμα η κάτοψη του τοίχου να μοιάζει με ψαροκόκαλο (εικ ). Πρόκειται για μια τεχνική που συναντάται συχνά στον κεντρικό και νότιο ηπειρωτικό ελλαδικό χώρο, όπως για παράδειγμα στον οικισμό της Εύτρησης, τις Λιθαρές, τη Μάνικα, το Ασκηταριό, τον Άγιο Κοσμά, τη Ραφήνα, το Μπερμπάτι και τη Λέρνα (Goldman 1931: 15, Τζαβέλλα- Evjen 1984: 93, Σάμψων 1988: 120, Θεοχάρης : 62, Mylonas 1959: 21, Θεοχάρης 1952: 139, Saflund 1965: 96, Wiencke 2000: 186). Η ίδια τεχνική έχει διαπιστωθεί επίσης στο χώρο του βορειοανατολικού Αιγαίου, σύμφωνα με τα κατάλοιπα του κτισμένου χώρου στη Θερμή της Λήμνου και τη Σκάλα Σωτήρος της Θάσου (Lamb 1936: 7, Κουκούλη-Χρυσανθάκη 1987: 391). Μια άλλη τεχνική συνίσταται στην κατασκευή δύο εξωτερικών σειρών από μεγάλες λίθους σε συνδυασμό με μια τρίτη ενδιάμεση σειρά από μικρές λίθους, όπως για παράδειγμα διαπιστώνεται σε κτίσματα στις Λιθαρές, το Πλατυγυάλι Αστακού, τη Δέμπλα, την Κνωσό, τη Φαιστό και τη Βασιλική (Τζαβέλλα- Evjen 1984: 92-93, Haniotes και Voutiropoulos 1996: 62, Warren και Tzedhakis 1974: 310, Evans 1972: 117, Ζώης 1972: 282). Θεμελιώσεις κατασκευασμένες από μεγάλες λίθους τοποθετημένες σε επάλληλες στρώσεις χωρίς συνδετικό κονίαμα έχουν διαπιστωθεί στη Λέρνα και τη Βασιλική (Wiencke 2000: 186, Ζώης 1982: ). Εικόνα Η τεχνική του ψαροκόκαλου (πηγή: Treuil 1983). Σε ό,τι αφορά την ανωδομή των τοίχων, η πλίνθινη τοιχοποιία αποτελεί χαρακτηριστικό κυρίως των οικισμών του ηπειρωτικού ελλαδικού χώρου, όπως υποδεικνύουν τα ανασκαφικά δεδομένα στη Μάνικα, το Ασκηταριό, τον Άγιο Κοσμά, τη Λέρνα, την Τίρυνθα και τα Ακοβίτικα (Σάμψων 1988: , Θεοχάρης : 65-66, Mylonas 1959: 21, Wiencke 2000: 186, Kilian 1986: 67, Θέμελης 1970: 303). Σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στον ηπειρωτικό ελλαδικό χώρο, στο νησιωτικό αιγαιακό χώρο παρατηρείται η προτίμηση της λίθινης τοιχοποιίας. Στο Εμποριό, οι τοίχοι κατασκευάζονται εξ ολοκλήρου από μικρές πέτρες, ενώ στη Μύρινα προτιμώνται οι δρομικές επι- 372

ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΟ ΔΥΝΑΜΙΚΟ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΑΝΑΤ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ-ΘΡΑΚΗΣ

ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΟ ΔΥΝΑΜΙΚΟ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΑΝΑΤ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ-ΘΡΑΚΗΣ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΟ ΔΥΝΑΜΙΚΟ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΑΝΑΤ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ-ΘΡΑΚΗΣ Μονάδες 1 3 10 3 3 20 ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΔΡΑΜΑΣ Δωμάτια 73 173 173 119 49 587 Κλίνες 147 365 352 217 92 1.173 Μονάδες 3 2 19 29 10 63 ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ

Διαβάστε περισσότερα

ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΟ ΔΥΝΑΜΙΚΟ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΑΝΑΤ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΘΡΑΚΗΣ

ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΟ ΔΥΝΑΜΙΚΟ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΑΝΑΤ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΘΡΑΚΗΣ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΟ ΔΥΝΑΜΙΚΟ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΑΝΑΤ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΘΡΑΚΗΣ Μονάδες 1 3 11 2 3 20 ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΔΡΑΜΑΣ Δωμάτια 73 173 222 68 49 585 Κλίνες 147 365 449 121 92 1.174 Μονάδες 3 2 19 28 10 62 ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ

Διαβάστε περισσότερα

airetos.gr Άρθρο 129 Α του ν.3852/2010: Με το σταυρό προτίμησης ο εκλογέας εκφράζει την προτίμησή του Αριθμός εδρών εκλογικής περιφέρειας

airetos.gr Άρθρο 129 Α του ν.3852/2010: Με το σταυρό προτίμησης ο εκλογέας εκφράζει την προτίμησή του Αριθμός εδρών εκλογικής περιφέρειας airetos.gr Άρθρο 129 Α του ν.3852/2010: Με το σταυρό προτίμησης ο εκλογέας εκφράζει την προτίμησή του Αριθμός εδρών εκλογικής περιφέρειας Μέγιστος αριθμός επιτρεπόμενων σταυρών προτίμησης προς έναν (1)

Διαβάστε περισσότερα

ΒΑΘΜΙΔΑ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΑ ΚΕΝΑ

ΒΑΘΜΙΔΑ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΑ ΚΕΝΑ ΒΑΘΜΙΔΑ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΑ ΚΕΝΑ Α Αθήνας (Π.Ε.) ΑΓΩΓΗΣ 2 Α Αθήνας (Π.Ε.) ΝΗΠΙΑΓΩΓΟΙ -17 Α Αθήνας (Π.Ε.) ΔΑΣΚΑΛΟΙ -32 Β Αθήνας (Π.Ε.) ΑΓΩΓΗΣ 5 Β Αθήνας (Π.Ε.) ΝΗΠΙΑΓΩΓΟΙ -22 Β Αθήνας (Π.Ε.) ΔΑΣΚΑΛΟΙ -16

Διαβάστε περισσότερα

ΠΙΝΑΚΑΣ Α1 ΣΥΝΟΛΟ ΔΙΑΒΙΒΑΣΕΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΗΣΗΣ ΣΤΟ ΥΠ.ΕΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΕΤΟΣ 2018 (ΑΛΛΟΓΕΝΕΙΣ/ΟΜΟΓΕΝΕΙΣ )

ΠΙΝΑΚΑΣ Α1 ΣΥΝΟΛΟ ΔΙΑΒΙΒΑΣΕΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΗΣΗΣ ΣΤΟ ΥΠ.ΕΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΕΤΟΣ 2018 (ΑΛΛΟΓΕΝΕΙΣ/ΟΜΟΓΕΝΕΙΣ ) ΠΙΝΑΚΑΣ Α1 ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΕΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΕΙΣ ΙΘΑΓΕΝΕΙΑΣ ΣΥΝΟΛΟ ΔΙΑΒΙΒΑΣΕΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΗΣΗΣ ΣΤΟ ΥΠ.ΕΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΕΤΟΣ 2018 (ΑΛΛΟΓΕΝΕΙΣ/ΟΜΟΓΕΝΕΙΣ ) ΠΛΗΘΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΚΤΗΣΗΣ ΙΘΑΓΕΝΕΙΑΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΩΝ

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΕΤΑΘΕΣΗΣ ΚΛΑΔΟΣ ΕΛΛΕΙΜΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ. Α Αθήνας (Π.Ε.) ΑΓΓΛΙΚΗΣ - 68 Α Αθήνας (Π.Ε.) ΦΥΣΙΚΗΣ

ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΕΤΑΘΕΣΗΣ ΚΛΑΔΟΣ ΕΛΛΕΙΜΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ. Α Αθήνας (Π.Ε.) ΑΓΓΛΙΚΗΣ - 68 Α Αθήνας (Π.Ε.) ΦΥΣΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΕΤΑΘΕΣΗΣ ΚΛΑΔΟΣ ΕΛΛΕΙΜΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ Α Αθήνας (Π.Ε.) ΑΓΓΛΙΚΗΣ - 68 Α Αθήνας (Π.Ε.) - 65 Α Αθήνας (Π.Ε.) ΜΟΥΣΙΚΗΣ - 4 Β Αθήνας (Π.Ε.) ΑΓΓΛΙΚΗΣ 55 Β Αθήνας (Π.Ε.) 74 Β Αθήνας (Π.Ε.) ΜΟΥΣΙΚΗΣ 4 Γ Αθήνας

Διαβάστε περισσότερα

Πίνακας 1 Εξέταση αιτημάτων 1Α και 1Β ανά υπηρεσία 1

Πίνακας 1 Εξέταση αιτημάτων 1Α και 1Β ανά υπηρεσία 1 Στους πίνακες που ακολουθούν απεικονίζονται το χρονικό σημείο στο οποίο βρίσκεται η κάθε υπηρεσία (ΔΙ και ΤΙ) ως προς την εξέταση των αιτημάτων με βάση τα άρθρα 1Α και 1Β του ΚΕΙ (Πίνακας 1), το πλήθος

Διαβάστε περισσότερα

Μέσες Τιμές Λιανικής ανά Νομό για την 25/1/2016

Μέσες Τιμές Λιανικής ανά Νομό για την 25/1/2016 Αθήνα, 26-01-2016 Αρ. Πρωτ.: 8320 Μέσες Τιμές Λιανικής ανά Νομό για την 25/1/2016 ΑΤΤΙΚΗΣ 1,306 1,549 1,502 0,945 0,686 0,644 ΑΙΤΩΛΙΑΣ ΚΑΙ ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ 1,361 1,621 1,546 0,993 0,734 0,723 ΑΡΓΟΛΙΔΟΣ 1,339

Διαβάστε περισσότερα

Μέσες Τιμές Λιανικής ανά Νομό για την 31/8/2015

Μέσες Τιμές Λιανικής ανά Νομό για την 31/8/2015 Αθήνα, 01-09-2015 Αρ. Πρωτ.: 88326 Μέσες Τιμές Λιανικής ανά Νομό για την 31/8/2015 ΑΤΤΙΚΗΣ 1,413 1,667 1,614 1,101 0,647 ΑΙΤΩΛΙΑΣ ΚΑΙ ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ 1,468 1,717 1,650 1,143 0,000 0,715 ΑΡΓΟΛΙΔΟΣ 1,455 1,679

Διαβάστε περισσότερα

Πέρκας Στέλιος Τηλ

Πέρκας Στέλιος Τηλ Οι βάσεις των μεταθέσεων εκπαιδευτικών της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης όλων των ειδικοτήτων Έτη 2010,2009, 2008, 2007 και 2006. Πέρκας Στέλιος Τηλ. 6976865548 2341022276 email: sperkas@sch.gr Οι βάσεις των

Διαβάστε περισσότερα

ΚΑΜΠΙΝΓΚ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΑΝΑΤ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ-ΘΡΑΚΗΣ

ΚΑΜΠΙΝΓΚ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΑΝΑΤ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ-ΘΡΑΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΑΝΑΤ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ-ΘΡΑΚΗΣ Μονάδες 1 0 0 1 2 ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΕΒΡΟΥ Οικίσκοι 0 0 0 0 0 Θέσεις 216 0 0 105 321 Μονάδες 1 1 2 0 4 ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΘΑΣΟΥ Οικίσκοι 0 0 0 0 0 Θέσεις 303 195

Διαβάστε περισσότερα

14PROC002340258 2014-10-14

14PROC002340258 2014-10-14 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ Να διατηρηθεί μέχρι: Βαθμός Ασφαλείας: Βαθμός Προτεραιότητας: ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΠΡΟΜΗΘΕΙΩΝ & ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΥΛΙΚΟΥ ΤΜΗΜΑ

Διαβάστε περισσότερα

Στοιχεία από το Survey: Β5: Εκτεταμένα Στοιχεία Σχολικών Μονάδων Στη συγκεκριμένη «ενότητα» δίνονται στοιχεία για τον αριθμό των Τμημάτων, τους

Στοιχεία από το Survey: Β5: Εκτεταμένα Στοιχεία Σχολικών Μονάδων Στη συγκεκριμένη «ενότητα» δίνονται στοιχεία για τον αριθμό των Τμημάτων, τους Στοιχεία από το Survey: Β5: Εκτεταμένα Στοιχεία Σχολικών Μονάδων Στη συγκεκριμένη «ενότητα» δίνονται στοιχεία για τον αριθμό των Τμημάτων, τους ενεργούς Μαθητές και τους Εκπαιδευτικούς της κάθε σχολικής

Διαβάστε περισσότερα

Μέσες Τιμές Λιανικής ανά Νομό για την 17/12/2015

Μέσες Τιμές Λιανικής ανά Νομό για την 17/12/2015 Αθήνα, 18-12-2015 Αρ. Πρωτ.: 131956 Μέσες Τιμές Λιανικής ανά Νομό για την 17/12/2015 ΑΤΤΙΚΗΣ 1,357 1,603 1,553 1,036 0,763 0,674 ΑΙΤΩΛΙΑΣ ΚΑΙ ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ 1,413 1,654 1,603 1,080 0,806 0,741 ΑΡΓΟΛΙΔΟΣ 1,385

Διαβάστε περισσότερα

Μέσες Τιμές Λιανικής ανά Νομό για την 17/9/2015

Μέσες Τιμές Λιανικής ανά Νομό για την 17/9/2015 Αθήνα, 18-09-2015 Αρ. Πρωτ.: 95724 Μέσες Τιμές Λιανικής ανά Νομό για την 17/9/2015 ΑΤΤΙΚΗΣ 1,412 1,653 1,603 1,108 0,666 ΑΙΤΩΛΙΑΣ ΚΑΙ ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ 1,464 1,704 1,633 1,147 0,000 0,732 ΑΡΓΟΛΙΔΟΣ 1,437 1,667

Διαβάστε περισσότερα

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ I ΝΕΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΤΡΟΠΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟ Α' ΔΙΜΗΝΟ ΤΩΝ ΕΤΩΝ

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ I ΝΕΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΤΡΟΠΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟ Α' ΔΙΜΗΝΟ ΤΩΝ ΕΤΩΝ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ I ΝΕΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΤΡΟΠΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟ Α' ΔΙΜΗΝΟ ΤΩΝ ΕΤΩΝ 2011-2010 ΕΤΟΣ ΝΕΕΣ ΠΡΟΣΛΗΨΕΙΣ - ΕΙΔΟΣ ΠΛΗΡΗΣ ΑΛΛΑΓΗ ΠΛΗΡΟΥΣ ΜΕ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥ - ΜΕ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ 2011

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΕΤΑΘΕΣΗΣ ΚΛΑΔΟΣ ΕΛΛΕΙΜΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ

ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΕΤΑΘΕΣΗΣ ΚΛΑΔΟΣ ΕΛΛΕΙΜΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ Μπράτης Δημήτρης Αιρετός του ΚΥΣΠΕ d.mpratis@gmail.com http://www.mpratis.gr Τηλ. 6974754 1179-144884 Fax: 14689 Παληγιάννης Βασίλειος Αιρετός Κ.Υ.Σ.Π.Ε. paligiannis@hotmail.gr Τηλ. 69747549 Fax: 14487

Διαβάστε περισσότερα

ΔΡΑΣΗ "ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ & ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ"

ΔΡΑΣΗ ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ & ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ ΕΣΠΑ 2014-2020 Επιχειρησιακό Πρόγραμμα "Ανάπτυξη Ανθρώπινου Δυναμικού, Εκπαίδευση & Δια Βίου Μάθηση" (ΕΠ ΑΝΑΔΕΔΒΜ) 2014-2020 13 Περιφερειακά Επιχειρησιακά Προγράμματα (ΠΕΠ) 2014-2020 ΔΡΑΣΗ "ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ

Διαβάστε περισσότερα

Πίνακας1: Πλήθος εκκρεμοτήτων ανά υπηρεσία (κατάσταση διαδικασία καταχώρησης+δικαιολογητικά) 1. Άρθρο 1Β ΚΕΙ

Πίνακας1: Πλήθος εκκρεμοτήτων ανά υπηρεσία (κατάσταση διαδικασία καταχώρησης+δικαιολογητικά) 1. Άρθρο 1Β ΚΕΙ Στους πίνακες που ακολουθούν απεικονίζονται οι εκκρεμότητες αιτημάτων με βάση τα άρθρα 1Α και 1Β του ΚΕΙ ανά υπηρεσία, καθώς και το χρονικό σημείο στο οποίο βρίσκεται η κάθε υπηρεσία (ΔΑΚ και ΤΑΚ) ως προς

Διαβάστε περισσότερα

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ «ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΥΝΑΜΙΚΟΥ» ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ «ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΥΝΑΜΙΚΟΥ» ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ «ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΥΝΑΜΙΚΟΥ» ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΡΑΞΗ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗΣ ΕΚ ΗΛΩΣΗΣ ΕΝ ΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΡΑΣΗΣ «ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΣΤΗΡΙΞΗΣ ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΛΟΙΠΩΝ ΑΤΟΜΩΝ ΠΟΥ ΧΡΗΖΟΥΝ ΒΟΗΘΕΙΑΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΔΡΑΣΗ "ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ & ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ"

ΔΡΑΣΗ ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ & ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ ΕΣΠΑ 2014-2020 Επιχειρησιακό Πρόγραμμα "Ανάπτυξη Ανθρώπινου Δυναμικού, Εκπαίδευση & Δια Βίου Μάθηση" (ΕΠ ΑΝΑΔΕΔΒΜ) 2014-2020 13 Περιφερειακά Επιχειρησιακά Προγράμματα (ΠΕΠ) 2014-2020 ΔΡΑΣΗ "ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ

Διαβάστε περισσότερα

Ελάχιστη μοναδιαία αξία

Ελάχιστη μοναδιαία αξία ΠΙΝΑΚΑΣ 1 Εύρος διακύμανσης Κωδικός Περιφέρεια Ελάχιστη μοναδιαία αξία Μέγιστη μοναδιαία αξία 1 Βοσκότοπος 29,59 13.302,06 2 Αρόσιμη έκταση 36,02 25.039,94 3 Δενδρώνες- Αμπελώνες 44,21 14.591,53 ΠΙΝΑΚΑΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΡΑΞΗ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗΣ ΕΚ ΗΛΩΣΗΣ ΕΝ ΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΡΑΣΗΣ «ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ & ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ» ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΡΑΞΗ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗΣ ΕΚ ΗΛΩΣΗΣ ΕΝ ΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΡΑΣΗΣ «ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ & ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ» ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ «ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΥΝΑΜΙΚΟΥ» ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΡΑΞΗ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗΣ ΕΚ ΗΛΩΣΗΣ ΕΝ ΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΡΑΣΗΣ «ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ & ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ» ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ 211-212

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΡΑΞΗ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗΣ ΕΚ ΗΛΩΣΗΣ ΕΝ ΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΡΑΣΗΣ «ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ & ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ» ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΡΑΞΗ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗΣ ΕΚ ΗΛΩΣΗΣ ΕΝ ΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΡΑΣΗΣ «ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ & ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ» ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ «ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΥΝΑΜΙΚΟΥ» ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΡΑΞΗ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗΣ ΕΚ ΗΛΩΣΗΣ ΕΝ ΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΡΑΣΗΣ «ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ & ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ» ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ 212-213

Διαβάστε περισσότερα

ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΟ ΔΥΝΑΜΙΚΟ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΑΝΑΤ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ-ΘΡΑΚΗΣ

ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΟ ΔΥΝΑΜΙΚΟ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΑΝΑΤ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ-ΘΡΑΚΗΣ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΟ ΔΥΝΑΜΙΚΟ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΑΝΑΤ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ-ΘΡΑΚΗΣ Μονάδες 1 3 11 2 3 20 ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΔΡΑΜΑΣ Δωμάτια 73 173 223 68 49 586 Κλίνες 147 365 453 121 92 1.178 Μονάδες 3 2 19 29 10 63 ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ

Διαβάστε περισσότερα

ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΟ ΔΥΝΑΜΙΚΟ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΑΝΑΤ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΘΡΑΚΗΣ

ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΟ ΔΥΝΑΜΙΚΟ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΑΝΑΤ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΘΡΑΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΑΝΑΤ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΘΡΑΚΗΣ Μονάδες 1 3 10 3 3 20 ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΔΡΑΜΑΣ Δωμάτια 73 173 173 119 49 587 Κλίνες 147 365 352 217 92 1.173 Μονάδες 3 2 19 28 10 62 ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΕΒΡΟΥ Δωμάτια

Διαβάστε περισσότερα

ΔΡΑΣΗ "ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ & ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ"

ΔΡΑΣΗ ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ & ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ ΕΣΠΑ 2014-2020 Επιχειρησιακό Πρόγραμμα "Ανάπτυξη Ανθρώπινου Δυναμικού, Εκπαίδευση & Δια Βίου Μάθηση" (ΕΠ ΑΝΑΔΕΔΒΜ) 2014-2020 13 Περιφερειακά Επιχειρησιακά Προγράμματα (ΠΕΠ) 2014-2020 ΔΡΑΣΗ "ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ

Διαβάστε περισσότερα

ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΟ ΔΥΝΑΜΙΚΟ στις 31/12/2014 ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΑΚΗΣ

ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΟ ΔΥΝΑΜΙΚΟ στις 31/12/2014 ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΑΚΗΣ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΟ ΔΥΝΑΜΙΚΟ στις // ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΑΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑKH ENOTHTA ***** **** *** ** * Γενικό Άθροισμα ΔΡΑΜΑΣ ΕΒΡΟΥ ΘΑΣΟΥ ΚΑΒΑΛΑΣ ΞΑΝΘΗΣ ΡΟΔΟΠΗΣ. Πηγή: Ξενοδοχειακό Επιμελητήριο

Διαβάστε περισσότερα

A. ΣΥΣΤΑΔΕΣ ΚΛΑΔΩΝ/ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΕΠΙΜΟΡΦΩΤΩΝ Β ΕΠΙΠΕΔΟΥ ΤΠΕ ΣΤΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΚΕΝΤΡΑ ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗΣ (ΠΑ.Κ.Ε.)

A. ΣΥΣΤΑΔΕΣ ΚΛΑΔΩΝ/ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΕΠΙΜΟΡΦΩΤΩΝ Β ΕΠΙΠΕΔΟΥ ΤΠΕ ΣΤΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΚΕΝΤΡΑ ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗΣ (ΠΑ.Κ.Ε.) Πράξη: ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΨΗΦΙΑΚΩΝ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΩΝ ΣΤΗ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ (ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗ Β ΕΠΙΠΕΔΟΥ Τ.Π.Ε.)» A. ΣΥΣΤΑΔΕΣ ΚΛΑΔΩΝ/ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΕΠΙΜΟΡΦΩΤΩΝ

Διαβάστε περισσότερα

«ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ & ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ»

«ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ & ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ» ΕΣΠΑ 214-22 Επιχειρησιακό Πρόγραµµα «Ανάπτυξη Ανθρώπινου υναµικού, Εκπαίδευση και ια Βίου Μάθηση» (ΕΠ ΑΝΑ Ε ΒΜ) 214-22 13 Περιφερειακά Επιχειρησιακά Προγράµµατα (ΠΕΠ) 214 22 ΡΑΣΗ «ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΚΑΜΠΙΝΓΚ στις 31/12/2014 ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΑΚΗΣ

ΚΑΜΠΙΝΓΚ στις 31/12/2014 ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΑΚΗΣ ΚΑΜΠΙΝΓΚ στις // ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΑΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑKH ENOTHTA ***** **** *** ** * Γενικό Άθροισμα ΔΡΑΜΑΣ ΕΒΡΟΥ 8 ΘΑΣΟΥ 8 8 8. ΚΑΒΑΛΑΣ 8. ΞΑΝΘΗΣ ΡΟΔΟΠΗΣ 8 8...8... Πηγή: Ξενοδοχειακό

Διαβάστε περισσότερα

ΔΡΑΣΗ "ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ & ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ"

ΔΡΑΣΗ ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ & ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ ΕΣΠΑ 2014-2020 Επιχειρησιακό Πρόγραμμα "Ανάπτυξη Ανθρώπινου Δυναμικού, Εκπαίδευση & Δια Βίου Μάθηση" (ΕΠ ΑΝΑΔΕΔΒΜ) 2014-2020 13 Περιφερειακά Επιχειρησιακά Προγράμματα (ΠΕΠ) 2014-2020 ΔΡΑΣΗ "ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ

Διαβάστε περισσότερα

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ «ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΥΝΑΜΙΚΟΥ» ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ «ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΥΝΑΜΙΚΟΥ» ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ «ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΥΝΑΜΙΚΟΥ» ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΡΑΞΗ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗΣ ΕΚ ΗΛΩΣΗΣ ΕΝ ΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΡΑΣΗΣ «ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ ΚΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ ΜΕΣΩ ΠΑΡΟΧΗΣ ΚΑΤ

Διαβάστε περισσότερα

ΘΕΜΑ: «Καθορισμός ανώτατου ορίου εκλογικών δαπανών ανά υποψήφιο περιφερειακό σύμβουλο και ανά συνδυασμό για τις περιφερειακές εκλογές».

ΘΕΜΑ: «Καθορισμός ανώτατου ορίου εκλογικών δαπανών ανά υποψήφιο περιφερειακό σύμβουλο και ανά συνδυασμό για τις περιφερειακές εκλογές». ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Αθήνα 4 Απριλίου 2014 ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ Αριθ. Πρωτ.: 13703 ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΚΛΟΓΩΝ ΤΜΗΜΑ ΕΚΛΟΓΩΝ Ταχ. Διεύθυνση : Ευαγγελιστρίας 2 Ταχ. Κώδικας : 101

Διαβάστε περισσότερα

ΘΕΜΑ : «Καθορισμός αριθμού θέσεων για μετάταξη εκπαιδευτικών Δ.Ε. στην Π.Ε. και σε Διοικητικές θέσεις φορέων του Υ.ΠΑΙ.Θ»

ΘΕΜΑ : «Καθορισμός αριθμού θέσεων για μετάταξη εκπαιδευτικών Δ.Ε. στην Π.Ε. και σε Διοικητικές θέσεις φορέων του Υ.ΠΑΙ.Θ» ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ----- ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ Π/ΘΜΙΑΣ ΚΑΙ Δ/ΘΜΙΑΣ ΕΚΠ/ΣΗΣ ----- Να διατηρηθεί μέχρι: Βαθμός Ασφαλείας: ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΑΔΑ: Μαρούσι, 13-08-2013 Αριθ.Πρωτ.: 111967/Δ2

Διαβάστε περισσότερα

Δ Ε Λ Τ Ι Ο Τ Υ Π Ο Υ

Δ Ε Λ Τ Ι Ο Τ Υ Π Ο Υ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ & ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΘΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Αθήνα, 29-12-23 Δ Ε Λ Τ Ι Ο Τ Υ Π Ο Υ ΟΔΙΚΑ ΤΡΟΧΑΙΑ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 23 (Προσωρινά στοιχεία) Η Δ/νση Κοινωνικών

Διαβάστε περισσότερα

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ. Μαρούσι, 17/06/2015 Αρ. πρωτ. : 4559

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ. Μαρούσι, 17/06/2015 Αρ. πρωτ. : 4559 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ & ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΕΙΔΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΔΡΑΣΕΩΝ ΜΟΝΑΔΑ B1 Ταχ. Δ/νση : Α. Παπανδρέου 37 ΠΡΟΣ: Τ.Κ. - Πόλη : 151 80 - Μαρούσι Ιστοσελίδα

Διαβάστε περισσότερα

:20/06/2007 sed01pin10 : 10:16:52 10: )- IT0688

:20/06/2007 sed01pin10 : 10:16:52 10: )- IT0688 : Ώρα: 10:16:52 ΠΙΝΑΚΑΣ 10: ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙ ΕΥΣΗ - Σελίδα 1 από 5 - Γ Ε Ν Ι Κ Ο Σ Υ Ν Ο Λ Ο 3629 3464 ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕ ΟΝΙΑ & ΘΡΑΚΗ 208 203 ΝΟΜΟΣ ΡΑΜΑΣ 50 50 ΝΟΜΟΣ ΚΑΒΑΛΑΣ 38 38 ΝΟΜΟΣ ΕΒΡΟΥ 76 76 ΝΟΜΟΣ

Διαβάστε περισσότερα

Περιφερειακές εκλογές. 26 ης Μαΐου Μορφή και περιεχόμενο ψηφοδελτίων. περιφερειακών εκλογών. Σύντομος οδηγός- Υπόδειγμα ψηφοδελτίου

Περιφερειακές εκλογές. 26 ης Μαΐου Μορφή και περιεχόμενο ψηφοδελτίων. περιφερειακών εκλογών. Σύντομος οδηγός- Υπόδειγμα ψηφοδελτίου Περιφερειακές εκλογές 26 ης Μαΐου 2019 Μορφή και περιεχόμενο ψηφοδελτίων περιφερειακών εκλογών Σύντομος οδηγός- Υπόδειγμα ψηφοδελτίου Υπουργείο Εσωτερικών Δ/νση Οργάνωσης & Λειτουργίας Τοπικής Αυτοδιοίκησης

Διαβάστε περισσότερα

Δ Ε Λ Τ Ι Ο Τ Υ Π Ο Υ

Δ Ε Λ Τ Ι Ο Τ Υ Π Ο Υ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ & ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΘΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Αθήνα, 3-6- Δ Ε Λ Τ Ι Ο Τ Υ Π Ο Υ ΟΔΙΚΑ ΤΡΟΧΑΙΑ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΠΡΙΛΙΟΣ (Προσωρινά στοιχεία) Η Δ/νση Κοινωνικών

Διαβάστε περισσότερα

«ΑΡΤΕΜΙΣ» ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ & ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΣΩΜΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

«ΑΡΤΕΜΙΣ» ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ & ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΣΩΜΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ & ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΣΩΜΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ «ΑΡΤΕΜΙΣ» ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΔΡΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΣΦΑΛΙΣΤΗΣ ΚΑΙ ΑΔΗΛΩΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: 15

Διαβάστε περισσότερα

Ταχ. Διεύθυνση : Ευαγγελιστρίας 2 Ταχ. Κώδικας : 101 83 Πληροφορίες : Θ. Φλώρος Τηλέφωνα : 210 3741131 Φαξ : 210 3741140 E-mail: te.ekloges@ypes.

Ταχ. Διεύθυνση : Ευαγγελιστρίας 2 Ταχ. Κώδικας : 101 83 Πληροφορίες : Θ. Φλώρος Τηλέφωνα : 210 3741131 Φαξ : 210 3741140 E-mail: te.ekloges@ypes. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Αθήνα 2010 ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ Αριθ. Πρωτ.: ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΚΛΟΓΩΝ ΤΜΗΜΑ ΕΚΛΟΓΩΝ Ταχ. Διεύθυνση : Ευαγγελιστρίας

Διαβάστε περισσότερα

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΛΗΞΕΩΣ ΣΧΟΛΙΚΟΥ ΕΤΟΥΣ 2002/2003

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΛΗΞΕΩΣ ΣΧΟΛΙΚΟΥ ΕΤΟΥΣ 2002/2003 Ώρα: 12:27:44 ΠΙΝΑΚΑΣ 18: ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙ ΕΥΣΗ - ΗΜΟΤΙΚΑ - Σελίδα 1 από 16 ----------------------------------------------------------------------------------------T Α Ξ Η ---------------------------------------------------------

Διαβάστε περισσότερα

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ 27653 ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΕΥΧΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Αρ. Φύλλου 1977 13 Αυγούστου 2013 ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ Αριθμ. 111967/Δ2 Καθορισμός αριθμού θέσεων για μετάταξη, εκπαιδευ τικών Δ.Ε. στην Π.Ε.

Διαβάστε περισσότερα

Μετεκπαιδεύτηκαν Κατέχουν

Μετεκπαιδεύτηκαν Κατέχουν Ώρα: 10:52:54 Σελίδα 1 από 5 ΓΕΝΙΚΟ ΣΥΝΟΛΟ 12240 6751 3831 2003 2852 1279 314 170 4192 2647 940 609 111 43 ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕ ΟΝΙΑ & ΘΡΑΚΗ 459 207 36 10 205 75 18 7 170 100 23 14 7 1 ΝΟΜΟΣ ΡΑΜΑΣ 66 27 18 3

Διαβάστε περισσότερα

ΣΥΝΟΠΤΙΚΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ Ε.Υ.ΖΗ.Ν

ΣΥΝΟΠΤΙΚΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ Ε.Υ.ΖΗ.Ν ΣΥΝΟΠΤΙΚΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ Ε.Υ.ΖΗ.Ν 2012-13 Το Ε.Υ.ΖΗ.Ν. είναι πρόγραμμα του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων που στοχεύει στη διασφάλιση της υγιούς ανάπτυξης των παιδιών και των εφήβων μέσα

Διαβάστε περισσότερα

ΘΕΜΑ : «Καθορισμός αριθμού θέσεων για μετάταξη εκπαιδευτικών Δ.Ε. στην Π.Ε. και σε Διοικητικές θέσεις φορέων του Υ.ΠΑΙ.Θ»

ΘΕΜΑ : «Καθορισμός αριθμού θέσεων για μετάταξη εκπαιδευτικών Δ.Ε. στην Π.Ε. και σε Διοικητικές θέσεις φορέων του Υ.ΠΑΙ.Θ» ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ----- ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ Π/ΘΜΙΑΣ ΚΑΙ Δ/ΘΜΙΑΣ ΕΚΠ/ΣΗΣ ----- Να διατηρηθεί μέχρι: Βαθμός Ασφαλείας: ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΑΔΑ: Μαρούσι, 13-08-2013 Αριθ.Πρωτ.: 111967/Δ2

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ. Πηγή δεδομένων:

ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ. Πηγή δεδομένων: Πηγή δεδομένων: ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΕΞΑΓΩΓΗΣ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΥΠΕΠΘ 2004, 2005 και 2006 Έργο : ΜΕΛΕΤΗ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ ΣΤΗΝ ΤΡΙΤΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ Πηγή : Διεύθυνση Οργάνωσης και Διεξαγωγής Εξετάσεων

Διαβάστε περισσότερα

ΘΕΜΑ : «Καθορισμός αριθμού θέσεων για μετάταξη εκπαιδευτικών Δ.Ε. στην Π.Ε. και σε Διοικητικές θέσεις φορέων του Υ.ΠΑΙ.Θ»

ΘΕΜΑ : «Καθορισμός αριθμού θέσεων για μετάταξη εκπαιδευτικών Δ.Ε. στην Π.Ε. και σε Διοικητικές θέσεις φορέων του Υ.ΠΑΙ.Θ» ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ----- ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ Π/ΘΜΙΑΣ ΚΑΙ Δ/ΘΜΙΑΣ ΕΚΠ/ΣΗΣ ----- Ταχ. Δ/νση: Α. Παπανδρέου 37 Τ.Κ. Πόλη:151 80 Μαρούσι Ιστοσελίδα: www.minedu.gov.gr Τηλέφωνο:

Διαβάστε περισσότερα

ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΜΕΝΩΝ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΩΝ & ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΩΝ. 1 ης & 2 ης ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ - ΝΟΤΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΘΗΝΑ - 21 ΙΟΥΛΙΟΥ 2015

ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΜΕΝΩΝ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΩΝ & ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΩΝ. 1 ης & 2 ης ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ - ΝΟΤΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΘΗΝΑ - 21 ΙΟΥΛΙΟΥ 2015 ΠΕΡΙΟΔΟΣ 2015-2016 ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΜΕΝΩΝ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΩΝ & ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΩΝ 1 ης & 2 ης ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ - ΝΟΤΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΘΗΝΑ - 21 ΙΟΥΛΙΟΥ 2015 Τόπος : Αθήνα ΑΠΟ - ΕΩΣ ΣΥΜΕΤΕΧΟΝΤΕΣ ΑΠΟ ΕΠΣ ΠΡΟΣΕΛΕΥΣΗ ΕΓΓΡΑΦΗ 12.00-14.00

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠΟΦΑΣΙΖΟΥΜΕ. Μαρούσι, 27/7/2018 Αρ. Πρωτ /ΓΔ5 Α Π Ο Φ Α Σ Η. Δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ: 3233 Β /

ΑΠΟΦΑΣΙΖΟΥΜΕ. Μαρούσι, 27/7/2018 Αρ. Πρωτ /ΓΔ5 Α Π Ο Φ Α Σ Η. Δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ: 3233 Β / ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ, ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΠΑΙΔΕΙΑΣ, ΕΡΕΥΝΑΣ & ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ Α/ΘΜΙΑΣ & Β/ΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Διαβάστε περισσότερα

Ώρα: 10:31:35 ΜΑΘΗΤΕΣ(ΝΗΠΙΑ) ΤΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΣΧΟΛΕΙΩΝ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΕΓΓΕΓΡΑΜΜΕΝΟΙ Σελίδα 1 από 5 ----- Νοµός ΓΕΝΙΚΟ ΣΥΝΟΛΟ 137572 67589 56288 27809 80521 39453 763 327 ΜΟΝΟΘΕΣΙΟ 35402 17261 15378 7542 19765 9600

Διαβάστε περισσότερα

Αλλοδαποί και παλιννοστούντες μαθητές στην ελληνική εκπαίδευση. Αθήνα 2003

Αλλοδαποί και παλιννοστούντες μαθητές στην ελληνική εκπαίδευση. Αθήνα 2003 Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων Ινστιτούτο Παιδείας Ομογενών και Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης Αλλοδαποί και παλιννοστούντες μαθητές στην ελληνική εκπαίδευση Μέρος Β, Αναλυτικά στοιχεία Α.Ε.

Διαβάστε περισσότερα

Αθήνα, 22 Φεβρουαρίου 2010 Αριθ. Πρωτ.: 3397/Δ1.1155

Αθήνα, 22 Φεβρουαρίου 2010 Αριθ. Πρωτ.: 3397/Δ1.1155 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΔΙΟΙΚ. ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚ. ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ Ταχ. Δ/νση : Πειραιώς 40 Ταχ. Κώδικας : 101 82 - Αθήνα TELEFAX

Διαβάστε περισσότερα

ΙΝΕ/ΓΣΕΕ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΠΟΤΥΠΩΣΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ

ΙΝΕ/ΓΣΕΕ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΠΟΤΥΠΩΣΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ ΙΝΕ/ΓΣΕΕ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΠΟΤΥΠΩΣΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ Αλεξανδρούπολη 20/03/2013 ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΒΑΣΙΚΩΝ ΜΕΓΕΘΩΝ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ & ΑΝΕΡΓΙΑΣ 2010-2012 Σύνολο ΧΩΡΑ Α. Μ. Θ. Κ. ΜΑΚ ΘΕΣ/ΚΗ Υπ. Κ. Μ Δ. ΜΑΚ Πληθυσμός Εργάσιμης

Διαβάστε περισσότερα

Λογιστικό έτος: 2011 Οργανική Μονάδα Έδρα Τοπική Αρμοδιότητα ΔΙΓΕΑΠ Εκμεταλλεύσεις Δαπάνη (1) (2) = (1) X 140 Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας κat

Λογιστικό έτος: 2011 Οργανική Μονάδα Έδρα Τοπική Αρμοδιότητα ΔΙΓΕΑΠ Εκμεταλλεύσεις Δαπάνη (1) (2) = (1) X 140 Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας κat Λογιστικό έτος: 2011 Οργανική Μονάδα Έδρα Τοπική Αρμοδιότητα ΔΙΓΕΑΠ Εκμεταλλεύσεις Δαπάνη Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας κat Θράκης Κομοτηνή 467 65.380,00 ΔΑΟΚ Δράμας Δράμα ΠΕ Δράμας 100 14.000,00 ΔΑΟΚ

Διαβάστε περισσότερα

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΕΙΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ & ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ. Διεύθυνση Διεθνών Σχέσεων και Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΕΙΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ & ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ. Διεύθυνση Διεθνών Σχέσεων και Ευρωπαϊκής Ένωσης Γραφείο Υπουργού ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΕΙΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ & ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ minoff@culture.gr Διεύθυνση Διεθνών Σχέσεων και Ευρωπαϊκής Ένωσης Ειδική Προβολής και Αξιοποίησης

Διαβάστε περισσότερα

«ΔΛΑΡΚΟΛΗΖ ΟΗΘΟΓΔΛΔΗΑΘΖ & ΔΠΑΓΓΔΙΚΑΣΗΘΖ ΕΩΖ»

«ΔΛΑΡΚΟΛΗΖ ΟΗΘΟΓΔΛΔΗΑΘΖ & ΔΠΑΓΓΔΙΚΑΣΗΘΖ ΕΩΖ» ΔΠΑ 2014-2020 Δπιχειπηζιακό Ππόγπαμμα «Ανάπηυξη Ανθπώπινου Γυναμικού, Δκπαίδευζη και Για Βίου Κάθηζη» (ΔΠ ΑΛΑΓΔΓΒΚ) 2014-2020 13 Πεπιθεπειακά Δπιχειπηζιακά Ππογπάμμαηα (ΠΔΠ) 2014 2020 ΓΡΑΖ «ΔΛΑΡΚΟΛΗΖ ΟΗΘΟΓΔΛΔΗΑΘΖ

Διαβάστε περισσότερα

Διευθύνσεις εμβέλειας των Κέντρων Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης

Διευθύνσεις εμβέλειας των Κέντρων Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Διευθύνσεις εμβέλειας των Κέντρων Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης για τη σχολική χρονιά 2010-2011 Ανατολικού Ολύμπου Πιερίας Ανατ. Θεσ/κης, Δυτ. Θεσ/κης, Ημαθίας, Κιλκίς, Πέλλας, Πιερίας, Σερρών, Χαλκιδικής,

Διαβάστε περισσότερα

Συνοπτικά το σύνολο των ενεργών δηλώσεων προκύπτει σύμφωνα με τους ανωτέρω πίνακες ως εξής:

Συνοπτικά το σύνολο των ενεργών δηλώσεων προκύπτει σύμφωνα με τους ανωτέρω πίνακες ως εξής: Συνοπτικά το σύνολο των ενεργών δηλώσεων προκύπτει σύμφωνα με τους ανωτέρω πίνακες ως εξής: Άκυρες Σε επεξεργασία Αρχική υποβολή Υπαγωγή Οριστική υπαγωγή Αυθαιρέτων Δηλώσεις Ν.4178/2013 141 191059 47094

Διαβάστε περισσότερα

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET20: ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET20: ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ ΟΡΙΣΜΟΣ - ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑ Ο δείκτης εκτιμά την εξέλιξη του αριθμού και του κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων στους Νομούς και στις Περιφέρειες στη Ζώνης Επιρροής της Εγνατίας Οδού

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ

ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΑΡΜΟΔΙΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΦΟΡΕΑΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗΣ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΑ ΘΕΣΕΙΣ ΕΝΩΣΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΔΥΤΙΚΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΗΛΕΙΑΣ

Διαβάστε περισσότερα

«ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ & ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ»

«ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ & ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ» ΕΣΠΑ 2014-2020 Επιχειρησιακό Πρόγραµµα «Ανάπτυξη Ανθρώπινου υναµικού, Εκπαίδευση και ια Βίου Μάθηση» (ΕΠ ΑΝΑ Ε ΒΜ) 2014-2020 13 Περιφερειακά Επιχειρησιακά Προγράµµατα (ΠΕΠ) 2014 2020 ΡΑΣΗ «ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ

Διαβάστε περισσότερα

Δ2/4728/ Απόφαση Υπ. Παιδείας

Δ2/4728/ Απόφαση Υπ. Παιδείας 1 Φ1 Εκπαιδευτική Νομοθεσία Δ2/4728/14-01-2013 Απόφαση Υπ. Παιδείας Αυτοδίκαιη ένταξη των εκπαιδευτικών Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης στις νέες περιοχές μετάθεσης Αποφασίζουμε Α. Εντάσσουμε αυτοδίκαια τους

Διαβάστε περισσότερα

«ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ & ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ»

«ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ & ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ» ΕΣΠΑ 2014-2020 Επιχειρησιακό Πρόγραµµα «Ανάπτυξη Ανθρώπινου υναµικού, Εκπαίδευση και ια Βίου Μάθηση» (ΕΠ ΑΝΑ Ε ΒΜ) 2014-2020 13 Περιφερειακά Επιχειρησιακά Προγράµµατα (ΠΕΠ) 2014 2020 ΡΑΣΗ «ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ

Διαβάστε περισσότερα

:17/12/ : - ) sed01pin12 : 10:20: , IT0688

:17/12/ : - ) sed01pin12 : 10:20: , IT0688 Ώρα: 10:20:14 ΜΑΘΗΤΕΣ(ΝΗΠΙΑ) ΤΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΣΧΟΛΕΙΩΝ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΕΓΓΕΓΡΑΜΜΕΝΟΙ Σελίδα 1 από 5 ----- Νοµός ΓΕΝΙΚΟ ΣΥΝΟΛΟ 140340 68747 57434 28534 81901 39769 1005 444 ΜΟΝΟΘΕΣΙΟ 38670 18929 17012 8428 21343 10352

Διαβάστε περισσότερα

Α. ΔΑΣΑΡΧΕΙΑ ΚΑΙ Δ/ΝΣΕΙΣ ΔΑΣΩΝ ΑΝΕΥ ΔΑΣΑΡΧΕΙΩΝ I: Συγκρότηση συνεργείων επιφυλακής στις ως άνω συνολικά 103 υπηρεσίες

Α. ΔΑΣΑΡΧΕΙΑ ΚΑΙ Δ/ΝΣΕΙΣ ΔΑΣΩΝ ΑΝΕΥ ΔΑΣΑΡΧΕΙΩΝ I: Συγκρότηση συνεργείων επιφυλακής στις ως άνω συνολικά 103 υπηρεσίες ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I: Ενδεικτικιί περιγραφή μέτρων πρόληψης λαθροϋλοτομιών (ανήκει στην αριθμ. 135445/413/29.01.16 εγκύκλιο της Γενικής Δ/νσης Ανάπτυξης & Προστασίας & Αγροπεριβάλλοντος) Α. ΔΑΣΑΡΧΕΙΑ ΚΑΙ Δ/ΝΣΕΙΣ

Διαβάστε περισσότερα

«ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ & ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ»

«ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ & ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ» ΕΣΠΑ 2014-2020 Επιχειρησιακό Πρόγραµµα «Ανάπτυξη Ανθρώπινου υναµικού, Εκπαίδευση και ια Βίου Μάθηση» (ΕΠ ΑΝΑ Ε ΒΜ) 2014-2020 13 Περιφερειακά Επιχειρησιακά Προγράµµατα (ΠΕΠ) 2014 2020 ΡΑΣΗ «ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΜΕΝΩΝ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΩΝ & ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΩΝ. 1 ης & 2 ης ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ - ΝΟΤΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΘΗΝΑ - 21 ΙΟΥΛΙΟΥ 2015

ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΜΕΝΩΝ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΩΝ & ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΩΝ. 1 ης & 2 ης ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ - ΝΟΤΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΘΗΝΑ - 21 ΙΟΥΛΙΟΥ 2015 ΠΕΡΙΟΔΟΣ 2015-2016 ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΜΕΝΩΝ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΩΝ & ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΩΝ 1 ης & 2 ης ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ - ΝΟΤΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΘΗΝΑ - 21 ΙΟΥΛΙΟΥ 2015 Τόπος : Αθήνα ΑΠΟ - ΕΩΣ ΣΥΜΕΤΕΧΟΝΤΕΣ ΑΠΟ ΕΠΣ ΠΡΟΣΕΛΕΥΣΗ ΕΓΓΡΑΦΗ ΚΑΛΩΣΟΡΙΣΜΑ

Διαβάστε περισσότερα

«ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ & ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ»

«ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ & ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ» ΕΣΠΑ 214-22 Επιχειρησιακό Πρόγραµµα «Ανάπτυξη Ανθρώπινου υναµικού, Εκπαίδευση και ια Βίου Μάθηση» (ΕΠ ΑΝΑ Ε ΒΜ) 214-22 13 Περιφερειακά Επιχειρησιακά Προγράµµατα (ΠΕΠ) 214 22 ΡΑΣΗ «ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ

Διαβάστε περισσότερα

Ώρα: 09:55:11 Σελίδα 2 από 5 ΝΟΜΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ ΝΟΜΟΣ ΛΑΚΩΝΙΑΣ ΝΟΜΟΣ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ 107 5

Ώρα: 09:55:11 Σελίδα 2 από 5 ΝΟΜΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ ΝΟΜΟΣ ΛΑΚΩΝΙΑΣ ΝΟΜΟΣ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ 107 5 : Ηµ/νία:15/10/2009 sed02pin3 Ώρα: 09:55:11 Σελίδα 1 από 5 Γενικά Χαρακτηριστικά Εργαστήρια που χρησιµοποιούν Σχ. Αρ. Τµηµάτων Απ' αυτά Αρ.ολ/ων διδασκαλίας Αίθουσα ΥΠΑ, µονάδες που αποκλειστικά τµηµάτων

Διαβάστε περισσότερα

ΝΟΜΟΣ 4343/2015. Κύρωση του Απολογισμού του Κράτους οικονομικού έτους Κύρωση του Απολογισμού του Κράτους οικονομικού έτους 2013.

ΝΟΜΟΣ 4343/2015. Κύρωση του Απολογισμού του Κράτους οικονομικού έτους Κύρωση του Απολογισμού του Κράτους οικονομικού έτους 2013. ΝΟΜΟΣ 4343/2015 Κύρωση του Απολογισμού του Κράτους οικονομικού έτους 2013. ΝΟΜΟΣ ΥΠ ΑΡΙΘΜ.4343 ΦΕΚ Α 146/13.11.2015 Κύρωση του Απολογισμού του Κράτους οικονομικού έτους 2013. Ο ΠΡΟΕ ΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΣΥΝΟΛΟ ΤΑΞΗ Α ΤΑΞΗ Β ΤΑΞΗ Γ ΥΠΑ ΜΑΘΗΤΩΝ ΝΟΜΟΣ ΦΟΡΕΑΣ

ΣΥΝΟΛΟ ΤΑΞΗ Α ΤΑΞΗ Β ΤΑΞΗ Γ ΥΠΑ ΜΑΘΗΤΩΝ ΝΟΜΟΣ ΦΟΡΕΑΣ sed03pin10 Ηµ/νία: 17/10/2007 ΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙ ΕΥΣΗ - ΓΥΜΝΑΣΙΑ - Σελίδα 1 από 5 ΓΕΝΙΚΟ ΣΥΝΟΛΟ 12601 3848 7139 2097 4120 1288 1342 463 ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕ ΟΝΙΑ & ΘΡΑΚΗ 970 319 582 197 306 94 82 28 ΝΟΜΟΣ ΡΑΜΑΣ

Διαβάστε περισσότερα

Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ & ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ

Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ & ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙA ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ Μαρούσι, Σεπτεμβρίου 2013 Αρ. Πρωτ ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ Ταχ. Δ/νση: Α. Παπανδρέου

Διαβάστε περισσότερα

ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ

ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΕΞ. ΕΠΕΙΓΟΥΣΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤ/ΣΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΟΤΑ ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ Δ/ΣΗΣ ΟΤΑ Ταχ. Δ/νση: Σταδίου

Διαβάστε περισσότερα

Ώρα: 11:02:55 Σελίδα 2 από 5 ΝΟΜΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ ΝΟΜΟΣ ΛΑΚΩΝΙΑΣ ΝΟΜΟΣ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ 86

Ώρα: 11:02:55 Σελίδα 2 από 5 ΝΟΜΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ ΝΟΜΟΣ ΛΑΚΩΝΙΑΣ ΝΟΜΟΣ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ 86 : Ηµ/νία:11/06/2008 sed02pin3 Ώρα: 11:02:55 Σελίδα 1 από 5 Γενικά Χαρακτηριστικά Εργαστήρια που χρησιµοποιούν Σχ. Αρ. Τµηµάτων Απ' αυτά Αρ.ολ/ων διδασκαλίας Αίθουσα ΥΠΑ, µονάδες που αποκλειστικά τµηµάτων

Διαβάστε περισσότερα

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ «ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΥΝΑΜΙΚΟΥ» ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ «ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΥΝΑΜΙΚΟΥ» ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ «ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΥΝΑΜΙΚΟΥ» ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΡΑΞΗ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗΣ ΕΚ ΗΛΩΣΗΣ ΕΝ ΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΡΑΣΗΣ «ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ ΚΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ ΜΕΣΩ ΠΑΡΟΧΗΣ ΚΑΤ

Διαβάστε περισσότερα

«ΔΛΑΡΚΟΛΗΖ ΟΗΘΟΓΔΛΔΗΑΘΖ & ΔΠΑΓΓΔΙΚΑΣΗΘΖ ΕΩΖ»

«ΔΛΑΡΚΟΛΗΖ ΟΗΘΟΓΔΛΔΗΑΘΖ & ΔΠΑΓΓΔΙΚΑΣΗΘΖ ΕΩΖ» ΔΠΑ 2014-2020 Δπιχειπηζιακό Ππόγπαμμα «Ανάπηυξη Ανθπώπινου Γυναμικού, Δκπαίδευζη και Για Βίου Κάθηζη» (ΔΠ ΑΛΑΓΔΓΒΚ) 2014-2020 13 Πεπιθεπειακά Δπιχειπηζιακά Ππογπάμμαηα (ΠΔΠ) 2014 2020 ΓΡΑΖ «ΔΛΑΡΚΟΛΗΖ ΟΗΘΟΓΔΛΔΗΑΘΖ

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΡΑΞΗ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗΣ ΕΚ ΗΛΩΣΗΣ ΕΝ ΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΡΑΣΗΣ «ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ & ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ» ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ 2012-2013

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΡΑΞΗ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗΣ ΕΚ ΗΛΩΣΗΣ ΕΝ ΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΡΑΣΗΣ «ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ & ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ» ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ 2012-2013 ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ «ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΥΝΑΜΙΚΟΥ» ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΡΑΞΗ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗΣ ΕΚ ΗΛΩΣΗΣ ΕΝ ΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΡΑΣΗΣ «ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ & ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ» ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ 2012-2013

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΡΑΞΗ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗΣ ΕΚ ΗΛΩΣΗΣ ΕΝ ΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΡΑΣΗΣ «ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ & ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ» ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΡΑΞΗ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗΣ ΕΚ ΗΛΩΣΗΣ ΕΝ ΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΡΑΣΗΣ «ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ & ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ» ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ «ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΥΝΑΜΙΚΟΥ» ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΡΑΞΗ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗΣ ΕΚ ΗΛΩΣΗΣ ΕΝ ΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΡΑΣΗΣ «ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ & ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ» ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ 2013-2014

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΡΑΞΗ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗΣ ΕΚ ΗΛΩΣΗΣ ΕΝ ΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΡΑΣΗΣ «ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ & ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ» ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ 2012-2013

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΡΑΞΗ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗΣ ΕΚ ΗΛΩΣΗΣ ΕΝ ΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΡΑΣΗΣ «ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ & ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ» ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ 2012-2013 ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ «ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΥΝΑΜΙΚΟΥ» ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΡΑΞΗ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗΣ ΕΚ ΗΛΩΣΗΣ ΕΝ ΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΡΑΣΗΣ «ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ & ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ» ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ 2012-2013

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΣ: Ως ΠΔ (ηλεκτρονική αποστολή)

ΠΡΟΣ: Ως ΠΔ (ηλεκτρονική αποστολή) ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Αθήνα, 21/02/2018 ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΤΡΟΦΙΜΩΝ Αρ.Πρωτ.: 578/27887 ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ & ΒΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ Τμήμα Βιολογικών Προϊόντων

Διαβάστε περισσότερα

ΑΔΑ: Β4Θ6Ν-4ΓΧ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. Αθήνα, 7 Σεπτεµβρίου 2012 Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

ΑΔΑ: Β4Θ6Ν-4ΓΧ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. Αθήνα, 7 Σεπτεµβρίου 2012 Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΙΕΥΘΥΝΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΙΕΥΘΥΝΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΟΤΑ ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ /ΣΗΣ ΟΤΑ Ταχ. /νση: Σταδίου 27 Ταχ. Κωδ.: 10183 ΑΘΗΝΑ Πληροφορίες: Αν. Καραµατσούκης

Διαβάστε περισσότερα

(Ηλεκτρονική αποστολή) Δ/ΝΣΗ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΒΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΩΝ ΕΝΔΕΙΞΕΩΝ Πληροφορίες: Αθανάσιος Γκαγιωγιάκης

(Ηλεκτρονική αποστολή) Δ/ΝΣΗ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΒΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΩΝ ΕΝΔΕΙΞΕΩΝ Πληροφορίες: Αθανάσιος Γκαγιωγιάκης ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ ΕΠΕΙΓΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Αθήνα, 01-06-2017 ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΡΟΦΙΜΩΝ Αρ. πρωτ. 1469/60184 ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΒΙΩΣΙΜΗΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣ: Ως Π.Δ. ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ (Ηλεκτρονική αποστολή)

Διαβάστε περισσότερα

ΕΘΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΑΣΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ ΟΜΑΔΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΑΣΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ ΟΜΑΔΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ: ΣΥΛΛΟΓΗ, ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΧΥΣΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗΣ ΧΑΡΤΗΣ ΚΑΤΑ ΝΟΜΟ ΤΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ ΤΩΝ 5 ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ/ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΞΕΝΑΓΩΝ ΓΙΑ ΤΟ "ΒΑΘΜΟ ΚΑΘΑΡΙΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΔΙΑΔΡΟΜΩΝ" ΠΟΥ ΟΔΗΓΟΥΝ

Διαβάστε περισσότερα

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ «ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΥΝΑΜΙΚΟΥ» ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ «ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΥΝΑΜΙΚΟΥ» ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ «ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΥΝΑΜΙΚΟΥ» ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΡΑΞΗ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗΣ ΕΚ ΗΛΩΣΗΣ ΕΝ ΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΡΑΣΗΣ «ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ ΚΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ ΜΕΣΩ ΠΑΡΟΧΗΣ ΚΑΤ

Διαβάστε περισσότερα

ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ

ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΕΞ. ΕΠΕΙΓΟΥΣΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤ/ΣΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΟΤΑ ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ Δ/ΣΗΣ ΟΤΑ Ταχ. Δ/νση: Σταδίου

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΡΑΞΗ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗΣ ΕΚ ΗΛΩΣΗΣ ΕΝ ΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΡΑΣΗΣ «ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ & ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ» ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΡΑΞΗ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗΣ ΕΚ ΗΛΩΣΗΣ ΕΝ ΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΡΑΣΗΣ «ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ & ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ» ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ «ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΥΝΑΜΙΚΟΥ» ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΡΑΞΗ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗΣ ΕΚ ΗΛΩΣΗΣ ΕΝ ΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΡΑΣΗΣ «ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ & ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ» ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ 2013-2014

Διαβάστε περισσότερα

ΟΔΗΓΙΕΣ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗΣ: ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΟΣ I

ΟΔΗΓΙΕΣ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗΣ: ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΟΣ I ΟΔΗΓΙΕΣ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗΣ: ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΟΣ I Α) Η λίστα συμπληρώνεται από τον Δικαστικό Αντιπρόσωπο που παραδίδει σάκο (τακτικός αντιπρόσωπος ή σε περίπτωση αναπλήρωσης ο αναπληρωτής δικαστικός αντιπρόσωπος που

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΡΑΞΗ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗΣ ΕΚ ΗΛΩΣΗΣ ΕΝ ΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΡΑΣΗΣ «ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ & ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ» ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΡΑΞΗ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗΣ ΕΚ ΗΛΩΣΗΣ ΕΝ ΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΡΑΣΗΣ «ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ & ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ» ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ «ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΥΝΑΜΙΚΟΥ» ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΡΑΞΗ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗΣ ΕΚ ΗΛΩΣΗΣ ΕΝ ΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΡΑΣΗΣ «ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ & ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ» ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ 2012-2013

Διαβάστε περισσότερα

Α Α:7Φ ΠΝ-69Η. Αθήνα, 01 Αυγούστου 2014 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

Α Α:7Φ ΠΝ-69Η. Αθήνα, 01 Αυγούστου 2014 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΙΕΥΘΥΝΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΙΕΥΘΥΝΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ & ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ Τ.Α. ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΧΟΡΗΓΗΣΕΩΝ Τ.Α. Ταχ. /νση: Σταδίου 27 Ταχ. Κωδ.: 10183 ΑΘΗΝΑ Πληροφορίες:

Διαβάστε περισσότερα

:06/06/ : - ) sed01pin12 : 11:04: , IT1489

:06/06/ : - ) sed01pin12 : 11:04: , IT1489 : Ηµ/νία:06/06/2008 ΠΙΝΑΚΑΣ 12: ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙ ΕΥΣΗ - ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΑΓΩΓΗ (ΝΗΠΙΑΓΩΓΕΙΑ) sed01pin12 Ώρα: 11:04:22 ΜΑΘΗΤΕΣ(ΝΗΠΙΑ) ΤΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΣΧΟΛΕΙΩΝ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΕΓΓΕΓΡΑΜΜΕΝΟΙ Σελίδα 1 από 5 Νοµός ΓΕΝΙΚΟ

Διαβάστε περισσότερα

Να διατηρηθεί μέχρι Βαθμός ασφαλείας. Μαρούσι, 7-12-2010. Αριθ.Πρωτ. 154927/Γ7. Βαθμός Προτερ. ΕΞ. ΕΠΕΙΓΟΝ

Να διατηρηθεί μέχρι Βαθμός ασφαλείας. Μαρούσι, 7-12-2010. Αριθ.Πρωτ. 154927/Γ7. Βαθμός Προτερ. ΕΞ. ΕΠΕΙΓΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ----- ΕΝΙΑΙΟΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ Α/ΘΜΙΑΣ ΚΑΙ Β/ΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟΥ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟΥ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΡΑΞΗ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗΣ ΕΚ ΗΛΩΣΗΣ ΕΝ ΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΡΑΣΗΣ «ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ & ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ» ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ 2014-2015

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΡΑΞΗ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗΣ ΕΚ ΗΛΩΣΗΣ ΕΝ ΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΡΑΣΗΣ «ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ & ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ» ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ 2014-2015 ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ «ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΥΝΑΜΙΚΟΥ» ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΡΑΞΗ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗΣ ΕΚ ΗΛΩΣΗΣ ΕΝ ΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΡΑΣΗΣ «ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ & ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ» ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ 2014-2015

Διαβάστε περισσότερα

Οι Ρυθμίσεις σύμφωνα με τους Ν. 4014/2011 & Ν. 4178/2013 σε Αριθμούς και Διαγράμματα

Οι Ρυθμίσεις σύμφωνα με τους Ν. 4014/2011 & Ν. 4178/2013 σε Αριθμούς και Διαγράμματα Οι Ρυθμίσεις σύμφωνα με τους Ν. 4014/2011 & Ν. 4178/2013 σε Αριθμούς και Διαγράμματα Δρ. Ν. Παναγιωτόπουλος 1 Εισαγωγή Ο Ν. 4178/2013 συμπληρώνει 24 μήνες από την πρώτη εφαρμογή του και έχει ενσωματωθεί

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΕΞ. ΕΠΕΙΓΟΥΣΑ ΑΔΑ: 4ΑΛ3Κ-6Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤ/ΣΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΟΤΑ ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ Δ/ΣΗΣ ΟΤΑ

Διαβάστε περισσότερα

ΘΕΜΑΤΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2008

ΘΕΜΑΤΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2008 ΘΕΜΑΤΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2008 Κέρκυρα, Τρίτη 13 Μαΐου 2008 Αγαπητέ Υποψήφιε Αγαπητή Υποψήφια Τα θέματα του φακέλου αυτού τα συναντάμε πολύ συχνά στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο καθώς και σε διάφορα επιστημονικά

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΟΧΕΣ & ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΕΚΔΙΔΟΝΤΑΙ ΣΥΜΒΟΛΑΙΑ MEDISYSTEM ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΔΑ

ΠΕΡΙΟΧΕΣ & ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΕΚΔΙΔΟΝΤΑΙ ΣΥΜΒΟΛΑΙΑ MEDISYSTEM ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΔΑ ΠΕΡΙΟΧΕΣ & ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΕΚΔΙΔΟΝΤΑΙ ΣΥΜΒΟΛΑΙΑ MEDISYSTEM ΠΡΟΣΟΧΗ: ΣΤΙΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΚΑΤΩΤΕΡΩ ΔΕΝ ΕΚΔΙΔΟΝΤΑΙ ΣΥΜΒΟΛΑΙΑ MEDISYSTEM ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΔΑ Ν. ΑΤΤΙΚΗΣ Αθήνα και προάστια

Διαβάστε περισσότερα

Βάσεις Γενικών Μεταθέσεων Δ.Ε. 2015

Βάσεις Γενικών Μεταθέσεων Δ.Ε. 2015 Βάσεις Γενικών Μεταθέσεων Δ.Ε. 2015 Αθήνα 18/06/2015 Περιοχή Ομάδα Ειδικότητας Σύνολο Α Αθήνας (Δ.Ε.) (001) ΘΕΟΛΟΓΟΙ 101,4 (002) ΦΙΛΟΛΟΓΟΙ 78,48 (003) ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΙ 58,89 (006) ΑΓΓΛΙΚΗΣ 113,23 (008) ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΩΝ

Διαβάστε περισσότερα

'Ογκος Volume. Επιφάνεια Surface

'Ογκος Volume. Επιφάνεια Surface κατά διοικητική περιφέρεια και νοµό. Μάρτιος 5 Table 4. New dwellings and improvements of dwellings, number of habitable volume and surface thereon, by geographic region. March 5 Όγκος σε µ3, επιφάνεια

Διαβάστε περισσότερα