Διπλωματική Εργασία στο μάθημα της Ποινικής Δικονομίας
|
|
- Χλόη Γερμανού
- 7 χρόνια πριν
- Προβολές:
Transcript
1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ Ω Ω Ω Β ΕΤΟΣ Διπλωματική Εργασία στο μάθημα της Ποινικής Δικονομίας Επιβλέπων Καθηγητής: Κος Λάμπρος Μαργαρίτης ΘΕΜΑ: ΤΟ ΑΝΑΣΤΑΛΤΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΕΦΕΣΗΣ ΜΕΤΑ ΤΟΝ Ν. 3904/2010 Άγγελος Δημησκής (Α.Μ ) Θεσσαλονίκη, 2016
2 2
3 ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ Αδημ. ΑΚ Ανηλ α.ό.π. ΑΠ αριθμ. Αρμ. αρθρ. Αδημοσίευτη Αστικός Κώδικας Ανηλίκων ακριβώς όπως παραπάνω Άρειος Πάγος αριθμόν Αρμενόπουλος άρθρο β βάθμιο Δευτεροβάθμιο βλ. Γνωμ ΔΣΑΠΔ Εγκ εδ. Εισ ε.μ. επ. επιμ. βλέπε Γνωμοδότηση Διεθνές Σύμφωνο για Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα Εγκύκλιος εδάφιο Εισαγγελέας ένδικα μέσα επόμενα επιμέλεια ΕΣΔΑ Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου Εφ κ.ά. Κακ ΚΕΘΕΑ κ.λπ. ΚΠΔ Εφετείο και άλλα Κακουργημάτων Κέντρο Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων και λοιπά Κώδικας Ποινικής Δικονομίας 3
4 ΚΠολΔ λ.χ. ΜΟΔ ΜΟΕ Μον Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας λόγου χάρη Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο Μεικτό Ορκωτό Εφετείο Μονομελές Ν. Νόμος Ν.Δ. ΝοΒ ολαπ ΟΗΕ Νομοθετικό Διάταγμα Νομικό Βήμα ολομέλεια Αρείου Πάγου Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών ό. π. όπως παραπάνω παρ. π.δ. ΠΔ Πεντ περ. ΠΚ Πλημ Πλημ/κών ΠΛογ ΠΝ ΠοινΔικ ΠοινΧρ Πρβλ Πρωτ π.χ. παράγραφος προεδρικό διάταγμα Ποινική Δικονομία Πενταμελές περίπτωση Ποινικός Κώδικας Πλημμελειοδικείο Πλημμελειοδικών Ποινικός Λόγος Ποινικός Νόμος Ποινική Δικαιοσύνη Ποινικά Χρονικά παράβαλε Πρωτοδικών παραδείγματος χάριν Σ. Σύνταγμα 4
5 σελ. σημ ΣτΕ Συμβ ΣχΚΠΔ Σχετ Τομ Τριμ Υπερ υποσ. ΦΕΚ σελίδα σημείωση Συμβούλιο της Επικρατείας Συμβούλιο Σχεδίου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας σχετικά Τόμος Τριμελές Υπεράσπιση υποσημείωση Φύλλο Εφημερίδας της Κυβερνήσεως 5
6 6
7 Περιεχόμενα Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ Θεωρητική Θεμελίωση Διαχρονική εξέλιξη ΙΙ. ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ ΓΙΑ ΤΟ ΑΝΑΣΤΑΛΤΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΩΝ Ε.Μ. (ΑΡΘΡΟ 471 ΚΠΔ) ΙΙΙ. ΑΝΑΣΤΑΛΤΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΕΦΕΣΗΣ ΚΑΤΑ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΩΝ Παραπεµπτικά βουλεύµατα α. Επίδοση κλήσης αμετακλήτου βουλεύματος β. Επίδοση κλήσης και απαράδεκτο ε.μ γ. Επίδοση κλήσης πριν καταστεί αμετάκλητο το Βούλευμα δ. Επίδοση μόνο της κλήσης χωρίς το παραπεμπτικό βούλευμα ε. Επίδοση κλήσης πριν γίνει αμετάκλητο το βούλευμα και εκδίκαση της υπόθεσης μετά το αμετάκλητο αυτού στ. Διατάσσων τη σύλληψη και προσωρινή κράτηση Απαλλακτικά Βουλεύματα ΙV. ΑΝΑΣΤΑΛΤΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΕΦΕΣΗΣ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ (ΑΡΘΡΟ 497 ΚΠΔ) Παράγραφος Παράγραφοi 2 και Παράγραφοι 3, 4 και Περιορισμός σε Ειδικό Κατάστημα Κράτησης Νέων Παράγραφοι 5, 7, 8 και Μικτό Ορκωτό Περιοριστικοί Όροι Επιμέρους ζητήματα Περιπτώσεις αποκλεισμού του ανασταλτικού αποτελέσματος
8 5.2. Δυνατότητα προσβολής, ανάκλησης ή διόρθωσης της απόφαση η οποία κρίνει επί του ανασταλτικού αποτελέσματος Στατιστική παρουσίαση νομολογιακής έρευνας Η ιδιότυπη αναστολή εκτέλεσης της ερήμην για πλημμέλημα καταδικαστική απόφασης κατά προσώπου που κλητεύθηκε ως αγνώστου διαμονής (άρθρο ΚΠΔ) V. ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ ΑΝΑΣΤΑΛΤΙΚΗΣ ΔΥΝΑΜΗΣ (ΑΡΘΡΟ 472 ΚΠΔ) VI. ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ - ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
9 Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ Ανασταλτικό αποτέλεσμα του ενδίκου μέσου σημαίνει, ότι οι συνέπειες που κανονικά ακολουθούν την έκδοση μίας απόφασης που μπορεί να προσβληθεί από ένδικα μέσα, δεν ενεργοποιούνται άμεσα αλλά τρόπον τινά «παγώνουν» έως ότου το Δικαστήριο που θα κρίνει το ασκηθέν ένδικο μέσο να αποφασίσει, αν θα ανατρέψει, θα τροποποιήσει ή θα επικυρώσει την αρχικά εκδοθείσα απόφαση, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι η προσβαλλομένη απόφαση έχει ακυρωθεί. Το ανασταλτικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων στην ποινική δίκη έχει χαρακτηριστεί όχι τυχαία το σημαντικότερο από τα αποτελέσματα των ενδίκων μέσων. 1 Το διακύβευμα είναι συχνά η ελευθερία του κατηγορουμένου μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσής του σε δεύτερο ή και σε τρίτο βαθμό. Μέσω αυτού του σημαντικού εργαλείου δίνεται η δυνατότητα σε ένα Κράτος Δικαίου να λαμβάνει υπ όψη πολλές παραμέτρους κατά την αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας και κυρίως να απομακρύνεται από το ενδεχόμενο σφάλματος, πριν να προβεί στην επαχθέστερη μορφή επιβολής της κρατικής εξουσίας που είναι η αποστέρηση της ελευθερίας του ατόμου μέσω της επιβολής ποινής. Επιπλέον το εάν θα έχει ένα ένδικο μέσο ανασταλτικό αποτέλεσμα ή όχι είναι ένα ζήτημα με το οποίο απασχολούνται καθημερινά τα δικαστήρια της ουσίας και ως εκ τούτου αφορά άμεσα τον εφαρμοστή του δικαίου. Η συγκεκριμένη μελέτη επικεντρώνεται αποκλειστικά στο ανασταλτικό αποτέλεσμα του ενδίκου μέσου της εφέσεως. Το ένδικο μέσο της εφέσεως μπορεί να ειπωθεί ότι έχει ισχυρά υπερνομοθετικά ερείσματα και τελεί σε αρμονία με τις γενικά αποδεκτές αρχές του Ποινικού Δικαίου, σε τέτοιο βαθμό που πια σήμερα να έχει φτάσει να θεωρείται αυτονόητη δυνατότητα του κατηγορουμένου στον νομικό μας πολιτισμό. Ασκείται τις περισσότερες φορές αυτομάτως με τυποποιημένες διαδικασίες εν είδει γενικής αμφισβήτησης της ορθότητας της κρίσης που προηγήθηκε και δίνει τη δυνατότητα στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο να επανεξετάσει στην ουσία την υπόθεση 2. Υπό αυτό το πρίσμα, λαμβανομένου υπόψη και του τεκμηρίου αθωότητας που διέπει την ποινική διαδικασία, το ένδικο μέσο της εφέσεως είναι επιτακτική ανάγκη από τη φύση και το λειτουργικό του σκοπό να είναι εξοπλισμένο με ανασταλτική δύναμη προκειμένου να επιτελεί ουσιαστικό ρόλο για τον κατηγορούμενο. 1 Ανδρουλάκης Ν., Θεμελιώδεις έννοιες της Ποινικής Δίκης, 2012, σελ.474, Καρράς Α. Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, 2011, σελ. 833, Μαργαρίτης Λ. Ποινική Δικονομία-Ένδικα Μέσα, I, 2012, σελ. 270 Παπαδαμάκης Α. Ποινική Δικονομία, 2012, σελ Εντός βέβαια των ορίων που τίθενται από το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα, την αρχή της μη χειροτέρευσης κλπ 9
10 Το ειδικό άρθρο του ΚΠΔ που προβλέπει το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης είναι το 497 όπως αυτό τροποποιήθηκε ριζικά με το άρθρο 27 του Νόμου 3904/2010 και ισχύει μέχρι σήμερα με κάποιες επιπλέον μεταγενέστερες τροποποιήσεις που έχουν πραγματοποιηθεί έκτοτε, όχι πάντως αναμορφωτικής αλλά συμπληρωματικής κυρίως φύσεως στις ήδη υπάρχουσες διατάξεις του υπό εξέταση άρθρου, οι οποίες θα επισημαίνονται όταν κρίνεται αναγκαίο. Ειδικότερα, με το άρθρο 2 παρ. ΣΤ` του Ν.4205/2013 προστέθηκε τελευταίο εδάφιο στην παρ. 7 για τον περιοριστικό όρο του κατ οίκον περιορισμού και με το άρθρο 35 του πολύ πρόσφατου Ν. 4356/ τροποποιήθηκε η παρ. 4 σε μία προσπάθεια επίλυσης ενός ζητήματος το οποίο απασχόλησε επί πολλά έτη τη θεωρία και τη νομολογία όπως θα αναλυθεί στο οικείο κεφάλαιο σχετικά με το αν θα πρέπει να έχει αναστέλλουσα δύναμη η έφεση κατά αποφάσεως που επιβάλλει περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων. 1. Θεωρητική Θεμελίωση Το αν είναι αναγκαίο το ανασταλτικό αποτέλεσμα στην έφεση, για ποιους λόγους, σε ποια έκταση και με ποιους περιορισμούς είναι μία συζήτηση πάντα επίκαιρη και πάντα σε εξέλιξη. Αυτός είναι άλλωστε και ένας από τους λόγους για τους οποίους οι οικίες διατάξεις υφίστανται συχνές τροποποιήσεις. Από τη μία πλευρά υπάρχει η αναγκαιότητα προστασίας της κοινωνίας και των πολιτών μέσω της άμεσης απομάκρυνσης εγκληματιών που αποτελούν απειλή για τα έννομα αγαθά, προκειμένου να αποκατασταθεί άμεσα η ομαλότητα και από την άλλη πλευρά είναι η ίδια η υπόσταση των ενδίκων μέσων και οι αρχές του σύγχρονου Φιλελεύθερου Κράτους Δικαίου οι οποίες επιτάσσουν την ενίσχυση της θέσης του κατηγορουμένου ο οποίος βρίσκεται αναμφίβολα στην πλέον αδύναμη θέση της ποινικής δίκης. Πρώτη βασική αρχή η οποία διέπει την ποινική δίκη σε κάθε στάδιο είναι το τεκμήριο αθωότητας, σύμφωνα με το οποίο κάθε άνθρωπος τεκμαίρεται αθώος μέχρι αποδείξεως της ενοχής του η οποία επέρχεται μόνο με την αμετάκλητη καταδίκη του. Το τεκμήριο αθωότητας προβλέπεται στο άρθρο 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ 3 σύμφωνα με το οποίο: 3 Βλ. Λ. Μαργαρίτη, Ποινική Δικονομία, Ένδικα Μέσα, 2012, σελ. 271, υποσ. 84 με τις εκεί παραπομπές 10
11 «παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του» αλλά και από το άρθρο 14 παρ. 2 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα του ΟΗΕ της (ΔΣΑΠΔ), καθώς και 48 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (OJ C 364, ) 4. Μεταξύ άλλων, το τεκμήριο αθωότητας περικλείει εννοιολογικά και τον κανόνα in dubio pro reo, ως κανόνα απόδειξης - κριτήριο αξιολόγησης των αποδείξεων, αλλά και ως ερμηνευτικό οδηγό. Σύμφωνα λοιπόν με την ανωτέρω αρχή στην εφαρμογή της οποίας δεσμεύεται η χώρα μας βάσει διατάξεων υπερνομοθετικής ισχύος, δεν είναι δυνατόν να εκτελείται μη αμετάκλητη απόφαση σε βάρος κατηγορουμένου ο οποίος ακόμη θεωρείται κατά τεκμήριο αθώος και ο οποίος έχει ακόμη εκ του νόμου τη δυνατότητα να ασκήσει ένδικα μέσα, να αμφισβητήσει την ορθότητα μίας κρίσης και τελικά να την ανατρέψει. Όσον αφορά το δικαίωμα του κατηγορουμένου στα ένδικα μέσα γίνεται δεκτό ότι κατοχυρώνεται από διατάξεις υπερνομοθετικής ισχύος και συγκεκριμένα από το 7 ο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ, κυρωθέν με το Ν. 1705/1987 και συγκεκριμένα από το άρθρο 2 παρ. 1 αυτού σύμφωνα με το οποίο: «Κάθε πρόσωπο που καταδικάστηκε για αξιόποινη πράξη από δικαστήριο, έχει το δικαίωμα της επανεξέτασης από ανώτερο δικαστήριο της απόφασης με την οποία κηρύχθηκε ένοχος ή της απόφασης με την οποία του επιβλήθηκε ποινή. Η άσκηση αυτού του δικαιώματος και οι λόγοι για τους οποίους μπορεί να ασκηθεί διέπονται από το νόμο». Ομοίως το άρθρο 14 παρ. 5 του ΔΣΑΠΔ του ΟΗΕ της προβλέπει ότι «κάθε πρόσωπο που κρίνεται ένοχο για παράβαση έχει δικαίωμα η απόφαση περί ενοχής και καταδίκης του να εξεταστεί από ανώτερο δικαστήριο σύμφωνα με το νόμο». Αμφότερες απέκτησαν με την κύρωσή τους την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 Σ. Δέον να επισημανθεί πάντως ότι δεν νοείται ένδικο μέσο χωρίς ανασταλτικό αποτέλεσμα και τούτο επιτάσσεται εκτός των άλλων από λειτουργικούς και δικαιοπολιτικούς λόγους. Σε ότι αφορά τις συνέπειες του πιθανού σφάλματος της δικαιοδοτικής κρίσης, ιδιαίτερα στην ποινική δίκη δεν επιδέχεται αμφισβήτηση το γεγονός ότι είναι αφόρητες. Η βλάβη που μπορεί να προκληθεί από την άμεση εκτέλεση εσφαλμένης ποινικής απόφασης, ιδιαίτερα όταν το λάθος γίνεται σε βάρος του αθώου πολίτη έχει 4 Ζημιανίτη, Πράσινη Βίβλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το τεκμήριο αθωότητας, υποσ. 4, ΠοινΔικ. 6/2006, σελ. 778 επ. 5 Κυρωθέν με τον Ν. 2462/
12 ανεπανόρθωτο χαρακτήρα ενόψει και του είδους των ποινικών κυρώσεων, που συνεπάγονται ευθεία προσβολή των σημαντικότερων εννόμων αγαθών του. Αυτό είναι προφανές όταν η ποινή που επιβάλλεται αφορά στα αγαθά της προσωπικής ελευθερίας ή της ίδιας της ζωής του, οπότε αποκατάσταση της βλάβης in natura δεν νοείται. 6 Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο αείμνηστος Μανωλεδάκης: «κάθε ποινή όταν εκτελεστεί είναι ανεπανόρθωτη, εκτός από τη χρηματική ποινή. Τα χρόνια που έμεινε κανείς στη φυλακή άδικα δεν γυρίζουν πίσω, ούτε οι ευκαιρίες που έχασε στη ζωή του ξαναπαρουσιάζονται». Στο ίδιο πνεύμα ο Κονταξής παρατηρεί ότι «η έννομη τάξη ενός κράτους δικαίου δεν μπορεί να αποδέχεται την πρόκληση βλάβης για τον κατηγορούμενο τουλάχιστον για όσο διάστημα είναι υπαρκτό το ενδεχόμενο αθωώσεως και ότι εύλογο φαίνεται να είναι πως το δικαστήριο οφείλει να εκκινεί από το τεκμήριο ότι κάθε στέρηση της προσωπικής ελευθερίας, που ενδέχεται στο μέλλον να αποδειχθεί αδικαιολόγητη, πιθανολογείται ότι θα έχει ως συνέπεια σημαντική και ανεπανόρθωτη βλάβη του κατηγορουμένου» 7 Ιδιαίτερη σημασία αποκτούν οι ανωτέρω σκέψεις εκτός των άλλων και εάν αναλογιστεί κανείς ότι μία ποινική υπόθεση προκειμένου να κριθεί αμετάκλητα στη χώρα μας μπορεί να χρειαστεί μεγάλο χρονικό διάστημα με κίνδυνο να στερηθεί την ελευθερία του ένας άνθρωπος για μεγάλο χρονικό διάστημα και τελικώς να απαλλαγεί αμετακλήτως καθώς δεν αποδείχθηκε η ενοχή του. Εκ των ανωτέρω εκτεθέντων προκύπτει ότι η ίδια η φύση και υπόσταση των ενδίκων μέσων απαιτούν την ύπαρξη ανασταλτικού αποτελέσματος και μάλιστα διευρυμένης εφαρμογής Εξαίρεση μπορεί να γίνει δεκτή και νομικά βάσιμη μόνο όπου η ίδια η ΕΣΔΑ εισάγει κάμψη του τεκμηρίου αθωότητας. Τέτοια είναι η περίπτωση του άρθρου 5 παρ. 1 στ. γ αυτής που επιτρέπει την προσωρινή κράτηση του πολίτη «εάν συνελήφθη όπως οδηγηθή ενώπιον αρμόδιας δικαστικής αρχής, εις την περίπτωσην ευλόγου υπονοίας ότι διέπραξεν αδίκημα» ή «υπάρχουν λογικά δεδομένα προς παραδοχήν της ανάγκης όπως ούτος εμποδισθή από του να διαπράξη αδίκημα ή δραπετέυση μετά την διάπραξιν τούτου» 8 6 Δ. Συμεωνίδη, Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης και της αναίρεσης κατά αποφάσεων στην ποινική δίκη, Μαργαρίτης, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ άρθρο, Τόμος Δεύτερος, Νομική Βιβλιοθήκη, 2012,σελ Μαργαρίτης, Ποινική Δικονομία, ό.π., σελ
13 2. Διαχρονική εξέλιξη Στα πλαίσια των εισαγωγικών επισημάνσεων για την υπό εξέταση ρύθμιση, κρίνεται σκόπιμη μια αναδρομή στις προγενέστερες μορφές του άρθρου κυρίως προκειμένου να καταδειχθεί η σημασία των τροποποιήσεων που πραγματοποιήθηκαν με τον Ν. 3904/2010 και να τονισθούν οι αιτίες που τις καθιστούσαν επιβεβλημένες. Ρυθμίσεις σχετικές με το κεφαλαιώδες ζήτημα του ανασταλτικού αποτελέσματος της έφεσης συναντώνται από πολύ παλιά, ήδη από την προϊσχύσασα Ποινική Δικονομία, ωστόσο οι περί ανασταλτικού αποτελέσματος διατάξεις της ΠΔ ούτε συστηματική ενότητα ούτε δογματική συνοχή είχαν, 9 παρά εμφανίζονταν διάσπαρτες σε διάφορα κεφάλαια αναλόγως με το ένδικο μέσο ή την βαρύτητα του εγκλήματος, διαμορφώνοντας ένα θολό τοπίο και έναν θεσμό τελικώς δυσλειτουργικό. Άξια προσοχής είναι η διάταξη του άρθρου 406 ΠΔ η οποία έχει κατ αντιγραφή ως ακολούθως: «Τό ένδικον μέσον της εφέσεως επιτρέπεται εναντίον καταδικαστικών αποφάσεων των Πλημμελειοδικείων, εάν δι αυτών κατεγνώσθη ποινή φυλακίσεως τριών μηνών και επέκεινα ή ποινή οιαδήποτε συνεπαγόμενη τας του άρθρου 24 Ποιν. Νόμου εκπτώσεις ή η επιβληθείσα ποινή συνεπάγεται την έκτιση ετέρας ανασταλείσης ποινής υπερβαινούσης τους τρεις μήνας ή απερρίφθη ανακοπή κατ ερήμην αποφάσεως απαγγελούσης τας αυτάς ποινάς. Εάν γίνη παρά του καταδικασθέντος το εφετείον δεν δύναται να καταστήση χείρονα την θέσιν αυτού. Η έφεσις απευθύνεται προς το δικαστήριον των Εφετών, συντιθέμενον κατά τα εν άρθρω 41 παρ. 2 οριζόμενα και έχει αναστέλλουσαν δύναμιν εάν η επιβληθείσα ποινή είναι ελλάσονα των εξ μηνών και ο κατηγορούμενος δεν διετέλει εν προφυλακίσει, γενικώς δε ως προς τας εκπτώσεις του άρθρου 24 Ποιν. Νόμου, εφ όσον συνεπάγεται ταύτας ή καταγνωσθείσα ποινή. Κατά πάσαν άλλη περίπτωση μετά την άσκησιν της εφέσεως διατάσσεται προσωρινή επί εγγυήσει απόλυσις του κατηγορουμένου κατά τα άρθρα και Μαργαρίτης, ό.π., σελ. 268, όπου αναφέρεται στο περιεχόμενο των άρθρων 261, 262, 357, 406 και 459 ΠΔ οι οποίες περιείχαν πρόβλεψη για ανασταλτικό αποτέλεσμα. 13
14 παρ. β Ποιν. Δικ. (ως ετροποποιήθησαν υπό των νόμων ΓΨΠΓ του 1911 και ΔΡΓ του 1912 τηρουμένης όμως ως προς το μέγεθος της εγγυήσεως της διατάξεως του άρθρου 3 του Ν.Δ. της 19 ης Δεκεμβρίου Εάν ο κατηγορούμενος άμα τη απαγγελία της αποφάσεως δηλώση ότι ασκεί το Δικαίωμα της εφέσεως, το δικαστήριον αποφαίνεται παραχρήμα και περί της επί εγγυήσει απολύσεώς του. Το Συμβούλιον ή το Δικαστήριον δύναται ν αρνηθή την προσωρινήν επί εγγυήσει απόλυσιν, εάν κρίνη ότι υπάρχει βάσιμος φόβος αποδράσεως. Η προθεσμία της εφέσεως δεν έχει ανασταλτικήν δύναμιν» Η ανωτέρω διάταξη είναι ενδεικτική του νομοθετικού χάους για το οποίο έγινε λόγος ανωτέρω καθώς ρύθμιζε συγχρόνως πρώτον το όριο εκκλητού των αποφάσεων Πλημμελειοδικείου, δεύτερον την αρχή της μη χειροτέρευσης και τρίτον το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης κατά αποφάσεως Πλημμελειοδικείου. Είναι όμως αξιοσημείωτη η εν λόγω διάταξη για το γεγονός ότι προσιδίαζε ως προς τον τρόπο διατύπωσης με μεταγενέστερες ρυθμίσεις μέχρι και τη σημερινή ως προς το σκέλος της που αφορά το ανασταλτικό αποτέλεσμα. Ειδικότερα: Α) Έθετε ένα ανώτατο όριο ποινής μέχρι το οποίο η έφεση είχε αυτοδικαίως ανασταλτικό αποτέλεσμα (6 μήνες) με τιθέμενες ωστόσο αυστηρές προϋποθέσεις όπως να μην υπήρξε ο κατηγορούμενος προφυλακισμένος, Β) σε κάθε άλλη περίπτωση ήτοι εάν επιβαλλόταν στον κατηγορούμενο μεγαλύτερη του ορίου ποινή ή εάν η ποινή ήταν μικρότερη αλλά ο κατηγορούμενος υπήρξε προφυλακισμένος 10, το δικαστήριο έπρεπε υποχρεωτικά να διατάξει προσωρινή απόλυση με επιβολή εγγύησης (περιοριστικό όρο), Γ) η ανωτέρω απόλυση διατασσόταν υποχρεωτικά είτε μετά την άσκηση της έφεσης, είτε εάν μετά την απαγγελία της απόφασης ο κατηγορούμενος δήλωνε ρητά ότι 10 Σ. Α. Χυτήρη, Περί εφέσεως κατά ποινικών αποφάσεων, εκδ. Β, 1931, σελ 13 14
15 προτίθεται να ασκήσει έφεση, Δ) το Συμβούλιο ή το Δικαστήριο μπορούσαν να αρνηθούν την υπό του όρου της καταβολής εγγυοδοσίας απόλυση εάν έκριναν ότι ο κατηγορούμενος είναι ύποπτος φυγής και Ε) προβλεπόταν ρητά ότι η προθεσμία της εφέσεως δεν έχει ανασταλτική δύναμη. 11 Στο σημείο αυτό είναι αναγκαίο να επισημανθεί πάντως, καθώς δεν αποσαφηνίζεται από το κείμενο της τότε ισχύουσας διατάξεως, ότι το ανασταλτικό αποτέλεσμα αφορούσε την εμπροθέσμως και παραδεκτώς ασκηθείσα έφεση και όχι την εκπρόθεσμη ή απαράδεκτη, ενώ αξιοσημείωτη είναι η αναγόρευση της εφέσεως σε «Δικαίωμα» στην παρούσα διάταξη. Η σημασία ενός ευρέως φάσματος ανασταλτικού αποτελέσματος είχε γίνει αντιληπτή από νωρίς. Ήδη από το 1932 στο Διάγραμμα του Σχεδίου Κώδικος Ποινικής Δικονομίας, στο οικείο κεφάλαιο (Βιβλίο ΣΤ ) αναφέρονταν μεταξύ άλλων τα ακόλουθα: «Ο χαρακτήρ του ενδίκου μέσου ως μέμψεως της προσβαλλομένης αποφάσεως επί εσφαλμένη εκτιμήσει και εφαρμογή του νόμου, επιβάλλει την καθιέρωσιν γενικώς του ανασταλτικού αποτελέσματος παντός ενδίκου μέσου, εκτός των ρητών εκ του νόμου εξαιρέσεων (άρθρα 205 και 207 ιταλικής δικονομίας του 1930, 862 και 918 της ισπανικής, άρθρον 471 της πολωνικής του 1928 πρβλ. και παρ. 1 εδ. 1 του αυστριακού νόμου της 31 Δεκεμβρίου 1877)» 12 Στο ίδιο κεφάλαιο και στο σημείο όπου γίνεται ειδική αναφορά στο ανασταλτικό αποτέλεσμα του ενδίκου μέσου της εφέσεως όταν ασκείται από τον καταδικασθέντα ή υπέρ του κατά αποφάσεως Πλημμελειοδικείου γίνεται παραβολή με την ανωτέρω εκτεθείσα διάταξη που ίσχυε μέχρι τότε η οποία προτείνεται να μεταρρυθμιστεί με τέτοιον τρόπο ώστε να καθίσταται απόλυτη η αυτοδίκαιη ανασταλτική δύναμη της έφεσης σε αποφάσεις επιβάλλουσες ποινές έως έξι μήνες και από εκεί και πάνω ή σε περιπτώσεις που το Δικαστήριο κηρύσσεται αναρμόδιο και παραπέμπει σε Κακουργιοδικείο να εναπόκειται στην κρίση του εάν το ανασταλτικό αποτέλεσμα θα 11 Χυτήρη, ό.π., σελ. 20, όπου αναφέρει ότι από την ρύθμιση αυτήν εξαιρούνταν πάντως α. τα επ ακροατηρίω τελεσθέντα πταίσματα και Πλημμελήματα των δικηγόρων που είχαν σχέση με θόρυβο ή αντίσταση ως προς τα οποία έχει και η προθεσμία ανασταλτική δύναμη (άρθρ. 10 του Ν. 5023) και β. τα υπό του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου δικαζόμενα για τα οποία το άρθρο 4 του Ν παρέπεμπε στις διατάξεις της Ποιν. Δικονομίας τις σχετικές με την άσκηση των ενδίκων μέσων κατ αποφάσεων Πταισματοδικείου σε βέρος των οποίων (άρθρ. 357) τόσο η έφεση όσο και η προθεσμία αυτής έχουν αναστέλλουσα δύναμη δεδομένου ότι (άρθρ. 351 Π.Δ.) μόνο οι τελεσίδικες αποφάσεις εκτελούνται. 12 Ελληνική Ποινική Δικονομία, έκδοση Ζαχαρόπουλου, 1950, σελ. 340, Μαργαρίτη, ό.π., σελ
16 εξαρτάται από την καταβολή εγγυοδοσίας ή από άλλους όρους. Με τη διατύπωση αυτή πάντως διαφαινόταν ήδη η πρόθεση του νομοθέτη να αποτελεί κανόνα η χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος στην έφεση κατά καταδικαστικών αποφάσεων για Πλημμέλημα γενικώς, έστω και εξαρτώμενη από όρους. Ωστόσο σε αμέσως επόμενο σημείο οι συντάκτες του Διαγράμματος υποπίπτουν στο ολίσθημα να προτείνουν να εξαρτάται το ανασταλτικό αποτέλεσμα της εφέσεως από το αν το αδίκημα κατελήφθη επ αυτοφώρω στο ακροατήριο οπότε σε αυτήν την περίπτωση θεώρησαν ότι δεν θα έπρεπε να έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα η έφεση διότι αυτό θα ήταν αντίθετο με τους λόγους που επιβάλλουν την άμεση εκδίκαση του επ ακροατηρίω τελεσθέντος αδικήματος που καταλαμβάνεται με τη διαδικασία του αυτοφώρου. Αυτή η συσχέτιση του ανασταλτικού αποτελέσματος με το αν το αδίκημα κατελήφθη επ αυτοφώρω στο ακροατήριο, σήμερα φαντάζει εντελώς ξένη και παράλογη καθώς τίθεται σε διαφορετική βάση το ανασταλτικό αποτέλεσμα με νέες καθολικές και πανευρωπαϊκές αποδοχές περί του δικαιώματος στην έφεση και περί του τεκμηρίου αθωότητας το οποίο ακόμη και αν έχει δεχθεί καίριο πλήγμα μετά την έκδοση της πρωτοβαθμίου αποφάσεως, παραμένει πάντως ισχυρό, ενώ πλέον ακόμη και η καταδίκη για αυτόφωρο Πλημμέλημα σπανίως οδηγεί σε στέρηση της ελευθερίας. Αυτή η παραδοχή η οποία έβρισκε έρεισμα προφανώς στο ότι είναι νωπές οι ενδείξεις της ενοχής του κατηγορουμένου και μάλιστα για αδίκημα το οποίο έλαβε χώρα ενώπιον του Δικαστηρίου, κρίνεται εσφαλμένη αφού είναι τελείως διαφορετικά και ανεξάρτητα μεταξύ τους τα δύο θέματα και επιπλέον το ανασταλτικό αποτέλεσμα εξαρτάται από διάφορες παραμέτρους που είναι πολλές φορές ανεξάρτητες από τον τύπο του εγκλήματος. Αποτελεί δε και νομοθετικό πισωγύρισμα σε σχέση με το προγενέστερο καθεστώς με το οποίο εναπόκειτο στην κρίση του Δικαστηρίου εάν θα έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα η έφεση κατά αποφάσεων επί Πλημμελημάτων γενικώς εκδοθεισών δικαζόμενων με τη διαδικασία του αυτοφώρου κατ άρθρο 6 του από Ν.Δ. «περί αμέσου εκδικάσεως πλημμελημάτων τινών επ αυτοφώρω» 13 Στην αιτιολογική έκθεση του Σχεδίου ΚΠΔ 1934 που ακολούθησε τονίζεται: «Το ανασταλτικό αποτέλεσμα του ενδίκου μέσου, ως κανών απορρέων εκ του χαρακτήρος και του σκοπού αυτού, τίθεται κατ αρχήν εν άρθρω 481. Εξαιρέσεις της αρχής ταύτης καθιερούνται εν τω αυτώ άρθρω, εν σχέσει προς τας διατάξεις του 13 Χυτήρη, ό.π., σελ
17 βουλεύματος τας περιοριζούσας την ελευθερίαν του κατηγορουμένου (άρθρο 261 της ισχυούσης δικονομίας και δια το ένδικον μέσον της αναιρέσεως κατά της καταδικαστικής αποφάσεως, εν δε τω άρθρω 505 δια το ένδικον μέσον της εφέσεως και τέλος εν άρθρω 515 δια την υπό του ανωτέρω Εισαγγελέως ασκουμένη αίτησις αναιρέσεως. Το ένδικον μέσον του κατηγορουμένου κατ αθωωτικής αποφάσεως δεν δύναται να έχει ανασταλτικήν δύναμιν, δια τας εν τες αμέσως ανωτέρω αιτιολογίαις του άρθρου 480 σκέψεις, κατ εξαίρεσιν δε δεν αναστέλλει την εκτέλεσιν της αθωωτικής αποφάσεως και η έφεσης του Εισαγγελέως (άρθρ. 505 παρ. 4)» Το άρθρο 481 παρ. 1 του Σχεδίου ΚΠΔ 1934 ως το γενικό περί του ανασταλτικού αποτελέσματος των ενδίκων μέσων άρθρο προέβλεπε τα εξής: «Το εμπροθέσμως και προσηκόντως ασκηθέν υπό δικαιουμένου εις τούτο ένδικον μέσον και η προς άσκησιν τούτου προθεσμία αναστέλλουσι την εκτέλεσιν της προσβαλλομένης αποφάσεως ή βουλεύματος, όταν ο νόμος δεν διατάσσει ρητώς άλλως. Δεν αναστέλλεται όμως η περί συλλήψεως και προφυλακίσεως διάταξις του βουλεύματος, εάν δε τούτο, συμφωνούν προς την πρότασιν του Εισαγγελέως, αποφαίνηται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κατά του κατηγορουμένου, ουδέποτε αναστέλλεται η εκ των φυλακών απόλυσις αυτού» 14 Το ανωτέρω άρθρο ευρισκόμενο σε συμφωνία με τις σκέψεις της αιτιολογικής έκθεσης, έθετε ως κανόνα την ύπαρξη ανασταλτικό αποτέλεσμα του ενδίκου μέσου ο οποίος μπορούσε να καμφθεί μόνο με ρητή πρόβλεψη νόμου ενώ όριζε ότι και η προθεσμία του ενδίκου μέσου είχε ανασταλτική δύναμη. Σε αναντιστοιχία με τη γενική πρόβλεψη που προεξετέθη βρισκόταν ως προς βασικά σημεία το άρθρο 505 του Σχεδίου το οποίο αφορούσε το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης. Ειδικότερα ήδη από την παρ. 1 του άρθρου 505 γίνεται ρητός διαχωρισμός από την πρόβλεψη του άρθρου 481, όσον αφορά την προθεσμία για την οποία ορίζεται στο άρθρο 505 ότι: «Μόνον η εμπροθέσμως και προσηκόντως ασκηθείσα έφεσις έχει την εν άρθρω 481 ανασταλτικήν δύναμιν, αλλ ουχί και η προς άσκησιν της εφέσεως προθεσμίας» Ερχόμενο λοιπόν σε ευθεία αντίθεση με το γενικό κανόνα του άρθρου 481 το άρθρο 505 όριζε να μην έχει αναστέλλουσα δύναμη η προθεσμία για την άσκηση της 14 Μαργαρίτη, ό.π., σελ
18 εφέσεως χωρίς να γίνεται κάποια ιδιαίτερη μνεία στην αιτιολογική έκθεση η οποία να δικαιολογεί αυτή τη διαφοροποίηση. Στην αιτιολογική έκθεση απλώς αναφερόταν ότι δεν έχει ανασταλτική δύναμη η προθεσμία για άσκηση έφεσης με παραπομπή στην μέχρι τότε ισχύουσα ρύθμιση του άρθρου 406 της Δικονομίας όπου υπήρχε η συγκεκριμένη ρύθμιση η οποία πάντως έχει παραμείνει σε ισχύ μέχρι και τις μέρες μας δεχόμενη ωστόσο ισχυρή κριτική όπως θα αναλυθεί κατωτέρω. Κατά τα λοιπά το άρθρο 505 ήταν όμοιο με το προγενέστερο άρθρο 406 ΠΔ όσον αφορά το εξάμηνο όριο της ποινής και τη δυνατότητα επιβολής εγγυήσεως την οποία όριζε στο ποσό των δρχ. Υιοθέτησε βέβαια και προσθήκες προς τη σωστή κατεύθυνση οι οποίες ορίζονταν στην αιτιολογική έκθεση, ήτοι ότι οι οικίες διατάξεις θα τυγχάνουν εφαρμογής στην περίπτωση που ασκείται έφεση από τον αστικώς υπεύθυνο ή από τον Εισαγγελέα υπέρ του καταδικασθέντος ενώ ρητά προβλεπόταν ότι η έφεση κατά του καταδικασθέντος και η έφεση του Εισαγγελέα κατά αθωωτικής αποφάσεως δεν αναστέλλει την εκτέλεση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Τέλος στην παρ. 5 διατηρούσε τη ρύθμιση του διαγράμματος να μην έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα η έφεση κατά αποφάσεως επί αδικήματος καταληφθέντος επ αυτοφώρω στο ακροατήριο. Με βάσει τα ανωτέρω δεδομένα την τέθηκε σε ισχύ ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας με διαφορετική αρίθμηση των άρθρων και τη γενική διάταξη περί ανασταλτικού αποτελέσματος των ενδίκων μέσων να συναντάται πλέον στο άρθρο 471 και την ειδική ρύθμιση περί ανασταλτικού αποτελέσματος του ενδίκου μέσου της εφέσεως να βρίσκεται στο άρθρο 497 ΚΠΔ σύμφωνα με το οποίο: «1. Μόνον η εμπροθέσμως και προσηκόντως ασκηθείσα έφεσις έχει την εν άρθρω 471 ανασταλτικήν δύναμιν, αλλ ουχί και η προς άσκησιν της εφέσεως προθεσμία. 2. Εάν διά της καταδικαστικής αποφάσεως κατεγνώσθη φυλάκισις εξ μηνών και επέκεινα ή εάν ο καταδικασθείς διετέλει εν προφυλακίσει ή εάν η προσβαλλομένη απόφασις, κηρύττουσα το δικαστήριον αναρμόδιον, παραπέμπη τον κατηγορούμενον εις το κακουργιοδικείον, το κατά το άρθρο 471 ανασταλτικόν αποτέλεσμα της υπό του κατηγορουμένου ασκουμένης εφέσεως απόκειται εις την κρίσιν του δικάσαντος δικαστηρίου αποφαινόμενου αμετακλήτως και αμέσως μετά την απαγγελία της αποφάσεως, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν δηλώσεως του κατηγορουμένου ότι θέλει ασκήσει έφεσιν. Το δικαστήριον δύναται εν τη περιπτώσει ταύτη να εξαρτήση το 18
19 ανασταλτικόν αποτέλεσμα της εφέσεως και εκ της υπό του εκκαλούντος καταβολής χρηματικής εγγυήσεως, διεπόμενης υπό των άρθρων 296, 297, και , εφαρμοζόμενων αναλόγως. Η διάταξις του άρθρου 294 παρ. 1 εφαρμόζεται και εν προκειμένω. Η εγγύησις δίδεται δια την εμφάνισιν του εκκαλούντος κατά την συζήτησιν της εφέσεως και την υποβολήν εαυτού εις την εκτέλεσιν της αποφάσεως του εφετείου. Το ανασταλτικόν αποτέλεσμα ως προς τας παρεπόμενας στερήσεις δικαιωμάτων, εκπτώσεις και ανικανότητας επέρχεται πάντοτε μη εξαρτώμενον εκ της κρίσεως του δικαστηρίου. 3. Αι διατάξεις των παρ. 1 και 2 εφαρμόζονται και όταν ησκήθη έφεσις υπό του αστικώς υπεύθυνου (άρθρον 467) ή υπέρ του καταδικασθέντος υπό του εισαγγελέως. 4. Η κατά του καταδικασθέντος, ως και η εναντίον αθωωτικής αποφάσεως έφεσις του εισαγγελέως δεν αναστέλλει την εκτέλεσιν της προσβαλλομένης αποφάσεως. 5. Η έφεσις κατά καταδικαστικής αποφάσεως επί εγκλήματι καταληφθέντι επ αυτοφώρω εν τω ακροατηρίω (άρθρο 116) δεν έχει ανασταλτικήν δύναμιν» Η ανωτέρω διάταξη είναι απόρροια όλης αυτής της πολυετούς συζήτησης γύρω από το θέμα του ανασταλτικού αποτελέσματος. Μία ουσιαστική διαφορά από το σχέδιο του 1934 υπάρχει στη διατύπωση «έξι μηνών και επέκεινα» αντί της διατύπωσης «έξι μηνών και κάτω» που είχε υιοθετήσει το Σχέδιο και με αυτόν τον τρόπο οι ποινή των 6 μηνών ακριβώς έμεινε τελικώς έξω από το πλαίσιο των ποινών για τις οποίες επερχόταν αυτοδικαίως το ανασταλτικό αποτέλεσμα. 15 Επίσης νέα στη ρύθμιση αυτή είναι η πρόβλεψη του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 2 σύμφωνα με την οποία το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης είναι αυτοδίκαιο όσον αφορά τις παρεπόμενες στερήσεις δικαιωμάτων, εκπτώσεις και ανικανότητες. 16 Με το άρθρο 13 παρ. 2 του Ν. 969/1979 προσετέθη και έκτη παράγραφος στο ανωτέρω άρθρο η οποία απέκλειε παντελώς το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης κατά αποφάσεως Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου είτε αυτή ήταν αθωωτική είτε καταδικαστική και αδιαφόρως εάν την ασκούσε ο κατηγορούμενος ή ο Εισαγγελέας με μοναδική εξαίρεση την περίπτωση της θανατικής ποινής η οποία ανασταλλόταν μέχρι την εκδίκαση της εφέσεως. 15 Μαργαρίτη, ό.π., σελ Παπασπύρου, Το ένδικον μέσον της εφέσεως κατά των αποφάσεων των ποινικών δικαστηρίων, 1955 σελ. 119, η γενική διατύπωση σημαίνει ότι το ανασταλτικό αποτέλεσμα επέρχεται αυτοδικαίως για όλες ανεξαιρέτως τις στερήσεις δικαιωμάτων, εκπτώσεις και ανικανότητες. 19
20 Περαιτέρω κατόπιν τροποποιήσεων εδόθη η δυνατότητα στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο σε περίπτωση αναβολής να μπορεί να χορηγεί το πρώτον αναστολή εκτέλεσης της εκκαλουμένης αποφάσεως υπό τον όρο καταβολής εγγυήσεως ή και με έτερους περιοριστικούς όρους. Αρχικά η δυνατότητα αυτή προβλέφθηκε με το άρθρο 13 παρ. 1 του Ν 969/1979 με την οποία προσετέθη τελευταίο εδάφιο στην παρ. 1 του άρθρ. 497 και μετέπειτα με την προσθήκη τελευταίου εδαφίου στην παρ. 6 του ίδιου άρθρου την οποία εισήγαγε το άρθρο 26 του Ν. 1419/1984 προβλέφθηκε η ίδια δυνατότητα για το Μικτό Ορκωτό Εφετείο, το Επταμελές Εφετείο αλλά και κάθε άλλο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δικάζων κατ έφεση. 17 Το ανωτέρω εδάφιο εκ παραδρομής δεν περιλήφθηκε στο σώμα του κειμένου κατά τη μεταφορά του στη δημοτική με το π.δ. 258/1986 ωστόσο η ρύθμιση του αρχικού κειμένου θεωρούταν ισχυρή κατ άρθρο 36 παρ. 3 εδ. ε του Ν. 1406/1983 σύμφωνα με το οποίο: «Σε περίπτωση νοηματικής διαφοράς επικρατεί το αρχικό κείμενο του νόμου που είναι διατυπωμένο στην καθαρεύουσα.» 18 Με το άρθρο 26 του Ν. 1868/1989 προσετέθη το ανωτέρω δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 6 και έβδομη παράγραφος στο άρθρο 497 ΚΠΔ με την οποία δινόταν πλέον η δυνατότητα στον κατηγορούμενο ο οποίος καταδικαζόταν σε ποινή στερητική της ελευθερίας από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και η έφεσή του δεν είχε αναστέλλουσα δύναμη να αιτηθεί την αναστολή εκτελέσεως της πρωτοβάθμιας αποφάσεως από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο και αν επρόκειτο για απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου η αίτηση απευθυνόταν στο Πενταμελές Εφετείο κακουργημάτων. Η αναστολή διατάσσεται αν ο κατηγορούμενος δεν είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος η υπότροπος η ύποπτος φυγής και δεν αποδεικνύεται ότι υπάρχει βάσιμος φόβος πως θα τελέσει νέες αξιόποινες πράξεις, εφ' όσον η έκτιση της ποινής μέχρι της εκδόσεως της αποφάσεως επί της εφέσεως προβλέπεται ότι θα έχει σαν συνέπεια υπέρμετρη και ανεπανόρθωτη βλάβη νια τον ίδιο η για την οικογένειά του. Στον κατηγορούμενο μπορεί να επιβληθούν περιοριστικοί όροι, σύμφωνα με το άρθρο 282 παρ. 2 ΚΠΔ. Νέα αίτηση του κατηγορουμένου είναι απαράδεκτη αν δεν περάσουν τρεις μήνες από την απόρριψη της προηγουμένης. Ο περιορισμός δεν ισχύει αν ο καταδικασμένος επικαλείται νεότερα γεγονότα η γεγονότα που δεν έχουν τεθεί υπόψη του δικαστηρίου που δίκασε την προηγούμενη αίτηση». 17 Μαργαρίτης, ό.π., 287, Με το άρθρο 14 παρ. 2 του Ν. 1649/1986 διευκρινίζεται ότι όπου γινόταν λόγος για Πενταμελές Εφετείο εφεξής θα εννοείται Τριμελές και όπου αναφερόταν Επταμελές εφετείο θα εννοείται το Πενταμελές. 18 Μαργαρίτη, ό.π., σελ 287, υποσ. 133, 20
21 Τέλος, με το άρθρο 13 παρ. 7 του ίδιου (1941/1991) νόμου, στο άρθρο 497 του κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστέθηκε παρ. 8, που έχει ως εξής: «8. Ο κατηγορούμενος κλητεύεται σύμφωνα με τα άρθρα 155 έως 161 και 166 στο δικαστήριο που είναι αρμόδιο κατά την προηγούμενη παράγραφο. Αν κρατείται μακριά από την έδρα του δικαστηρίου, δεν προσάγεται σ' αυτό, μπορεί όμως να υποβάλει έγγραφο υπόμνημα η και να αντιπροσωπευθεί με συνήγορο που διορίζεται και με απλή επιστολή, θεωρημένη από το διευθυντή της φυλακής. Το δικαστήριο αποφαίνεται αφού ακούσει τον κατηγορούμενο η το συνήγορό του, εάν είναι παρόντες, καθώς και τον εισαγγελέα». Με το άρθρο 3 παρ. 11 του Ν 2145/1993 (: «ρύθμιση θεμάτων εκτελέσεως ποινών. επιταχύνσεως και εκσυγχρονισμού των διαδικασιών απονομής της δικαιοσύνης και άλλων θεμάτων αρμοδιότητας Υπουργείου Δικαιοσύνης») στην παρ. 6 του άρθρου 497 ΚΠΔ προστέθηκε δεύτερο εδάφιο που έχει ως εξής: «Μπορεί όμως το δικαστήριο, όταν επιβάλει ποινή φυλακίσεως, να χορηγήσει ανασταλτικό αποτέλεσμα στην έφεση, που θα ασκηθεί από τον κατηγορούμενο, εφαρμοζομένης κατά τα λοιπά της παρ. 2 του παρόντος.» Με το άρθρο 34 παρ. 14 του Ν 2172/1993 (: «τροποποίηση και αντικατάσταση διατάξεων του Ν 1756/1988 "Κώδικας οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών", του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, του Ποινικού Κώδικα, του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και άλλες διατάξεις»), η παρ. 7 του άρθρου 497 ΚΠΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 13 παρ. 6 του Ν 1941/1991, τροποποιήθηκε ως εξής: «7. Σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε με απόφαση πρωτοβάθμιου δικαστηρίου σε ποινή στερητική της ελευθερίας και άσκησε έφεση, η οποία όμως δεν έχει ανασταλτική δύναμη, μπορεί να ζητηθεί, με αίτηση του ίδιου η του εισαγγελέα, η αναστολή της εκτελέσεως της πρωτόδικης αποφάσεως, μέχρις ότου εκδοθεί η τελεσίδικη απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Η αίτηση απευθύνεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο και, αν πρόκειται για το μεικτό ορκωτό εφετείο, στο πενταμελές εφετείο, Η αναστολή διατάσσεται αν ο κατηγορούμενος δεν είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος η υπότροπος η ύποπτος φυγής και δεν αποδεικνύεται ότι υπάρχει βάσιμος φόβος πως θα τελέσει νέες αξιόποινες πράξεις, εφόσον η έκτιση της ποινής μέχρις της εκδόσεως της αποφάσεως επί της εφέσεως προβλέπετοι ότι θα έχει σαν συνέπεια υπέρμετρη και ανεπανόρθωτη βλάβη για τον ίδιο η για την οικογένειά του. Στον κατηγορούμενο μπορεί να επιβληθούν περιοριστικοί όροι, σύμφωνα με το άρθρο 282 παρ. 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας». 21
22 Εξάλλου, με το άρθρο 34 παρ. 15 του ίδιου (2172/1993) νόμου, η παρ. 8 του άρθρου 497 ΚΠΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 13 παρ. 7 του Ν 1941/1991, αντικαταστάθηκε ως εξής: «8. Ο κατηγορούμενος κλητεύεται σύμφωνα με τα άρθρα 155 και 161 στο δικαστήριο που είναι αρμόδιο κατά την προηγούμενη παράγραφο». 19 Η ως άνω διάταξη επανήλθε στην προϊσχύουσα μορφή της με το άρθρο 2 παρ. 20 περ. β του Ν. 2408/1996 προκειμένου να μην απαιτείται να προσάγεται ο αιτών την αναστολή εκτέλεσης ενώπιον του Δικαστηρίου και τούτο διότι ο καταδικασθείς με το προηγούμενο καθεστώς έπρεπε να μετάγεται κάθε τρίμηνο ότε είχε τη δυνατότητα να υποβάλλει αίτηση αναστολής προκειμένου να εμφανιστεί ενώπιον του Δικαστηρίου το οποίο θα δίκαζε την αίτησή του και με αυτόν τον τρόπο αυξανόταν ο κίνδυνος απόδρασης. Περαιτέρω με το άρθρο 2 παρ. 20 περ. α του Ν 2408/1996 από το δεύτερο εδάφιο της παρ. 6 αφαιρέθηκε η φράση «όταν επιβάλλει ποινή φυλακίσεως» ανοίγοντας έτσι το δρόμο στη δυνητική επιβολή ανασταλτικού αποτελέσματος σε αποφάσεις του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου και του Τριμελούς Εφετείου, όταν επιβάλλουν ποινές καθείρξεως. Με το άρθρο 47 του Ν 3160/2003 (: «επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας και αλλες διατάξεις»), στο τέλος της παρ. 7 του άρθρου 497 του ΚΠΔ προστέθηκε εδάφιο που έχει ως εξής: «Αν η κατά το πρώτο εδάφιο αίτηση απορριφθεί, νέα αίτηση δεν μπορεί να υποβληθεί πριν παρέλθει ένας μήνας από τη δημοσίευση της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η προηγούμενη». Εν συνεχεία όλων των ανωτέρω τροποποιήσεων διαμορφώθηκε τελικώς το άρθρο 497 ΚΠΔ η μορφή του οποίου είχε ως ακολούθως: «Άρθρο Την ανασταλτική δύναμη κατά το άρθρο 471 την έχει μόνο η έφεση που ασκήθηκε εμπρόθεσμα και νομότυπα και όχι η προθεσμία για την άσκησή της. 2. Αν με την καταδικαστική απόφαση επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης έξι μηνών και πάνω ή αν αυτός που καταδικάστηκε βρισκόταν σε προσωρινή κράτηση ή αν η προσβαλλόμενη απόφαση κηρύσσει το δικαστήριο αναρμόδιο και παραπέμπει τον κατηγορούμενο στο μεικτό ορκωτό, η κρίση για το αν η έφεση που ασκείται από τον 19 Μαργαρίτης, ό.π., σελ
23 κατηγορούμενο έχει το κατά το άρθρο 471 ανασταλτικό αποτέλεσμα ανήκει στο δικαστήριο που δίκασε αυτό αποφασίζει αμετάκλητα αμέσως ύστερα από την απαγγελία της απόφασης είτε αυτεπαγγέλτως είτε έπειτα από δήλωση του κατηγορουμένου ότι θα ασκήσει έφεση. Στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο μπορεί να εξαρτήσει το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης και από την καταβολή χρηματικής εγγύησης από εκείνον που ασκεί την έφεση η εγγύηση αυτή και η καταβολή της ρυθμίζονται από τα άρθρα 296, 297 και , που εφαρμόζονται αναλόγως. Η διάταξη του άρθρου 294 παρ. 1 εφαρμόζεται και σ` αυτή την περίπτωση. Η εγγύηση δίνεται για να εξασφαλιστεί η εμφάνιση κατά τη συζήτηση της έφεσης εκείνου που την άσκησε και η υποβολή του στην εκτέλεση της απόφασης του εφετείου. Για τις παρεπόμενες στερήσεις δικαιωμάτων, τις εκπτώσεις και τις ανικανότητες το ανασταλτικό αποτέλεσμα επέρχεται πάντοτε και δεν εξαρτάται από την κρίση του δικαστηρίου. Στις περιπτώσεις αυτής της παραγράφου το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αναβάλλοντας την εκδίκαση της έφεσης, μπορεί είτε αυτεπαγγέλτως είτε έπειτα από αίτηση του εισαγγελέα ή του κατηγορουμένου να διατάξει ταυτοχρόνως με την αναβλητική του απόφαση την αναστολή της εκτελέσεως της προσβαλλόμενης απόφασης με τον όρο της καταβολής χρηματικής εγγύησης και αν ακόμη η προσβαλλόμενη απόφαση δεν χορήγησε ανασταλτικό αποτέλεσμα στην κρινόμενη έφεση. 3. Οι διατάξεις των παρ. 1 και 2 εφαρμόζονται και όταν ασκήθηκε έφεση από τον εισαγγελέα υπέρ εκείνου που καταδικάστηκε ή από τον αστικώς υπεύθυνο (άρθρ. 467). 4. Η έφεση που ασκεί ο εισαγγελέας εναντίον εκείνου που καταδικάστηκε ή κατά της αθωωτικής απόφασης δεν αναστέλλει την εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης. 5. Η έφεση εναντίον καταδικαστικής απόφασης για έγκλημα που τελέστηκε στο ακροατήριο και καταλήφθηκε επ` αυτοφώρω (άρθρ. 116) δεν έχει ανασταλτική δύναμη. 6. Η έφεση που ασκήθηκε από τον εισαγγελέα ή τον κατηγορούμενο κατά των αποφάσεων του μεικτού ορκωτού δικαστηρίου και του τριμελούς εφετείου δεν αναστέλλει την εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης, είτε αυτή είναι αθωωτική είτε καταδικαστική, εκτός αν έχει επιβάλει την ποινή του θανάτου. Μπορεί όμως το δικαστήριο να χορηγήσει ανασταλτικό αποτέλεσμα στην έφεση που θα ασκηθεί από τον κατηγορούμενο. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται η παρ. 2 του παρόντος 7. Σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε με απόφαση πρωτοβάθμιου δικαστηρίου σε ποινή στερητική της ελευθερίας και άσκησε έφεση, η οποία όμως δεν έχει ανασταλτική δύναμη, μπορεί να ζητηθεί, με αίτηση του ίδιου ή του 23
24 εισαγγελέα, η αναστολή της εκτελέσεως της πρωτόδικης αποφάσεως, μέχρις ότου εκδοθεί η τελεσίδικη απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Η αίτηση απευθύνεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο και, αν πρόκειται για το μεικτό ορκωτό εφετείο, στο πενταμελές εφετείο. Η αναστολή διατάσσεται αν ο κατηγορούμενος δεν είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος ή υπότροπος ή ύποπτος φυγής και δεν αποδεικνύεται ότι υπάρχει βάσιμος φόβος πως θα τελέσει νέες αξιόποινες πράξεις, εφόσον η έκτιση της ποινής μέχρι της εκδόσεως της αποφάσεως επί της εφέσεως προβλέπεται ότι θα έχει σαν συνέπεια υπέρμετρη και ανεπανόρθωτη βλάβη για τον ίδιο ή για την οικογένειά του. Στον κατηγορούμενο μπορεί να επιβληθούν περιοριστικοί όροι, σύμφωνα με το άρθρο 282 παρ. 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Αν η κατά το πρώτο εδάφιο αίτηση απορριφθεί, νέα αίτηση δεν μπορεί να υποβληθεί πριν παρέλθει ένας μήνας από τη δημοσίευση της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η προηγούμενη. 8. Ο κατηγορούμενος κλητεύεται, σύμφωνα με τα άρθρα 155 έως 161 και 166, στο δικαστήριο που είναι αρμόδιο κατά την προηγούμενη παράγραφο. Αν κρατείται μακριά από την έδρα του δικαστηρίου δεν προσάγεται σ` αυτό, μπορεί όμως να υποβάλει έγγραφο υπόμνημα ή και να αντιπροσωπευθεί με συνήγορο που διορίζεται και με απλή επιστολή θεωρημένη από το διευθυντή της φυλακής.» Με την ανωτέρω μορφή το άρθρο 497 ΚΠΔ διατηρήθηκε σε ισχύ μέχρι το 2010 ότε με το αρ. 27 του Ν. 3904/2010 επήλθε ουσιώδης τροποποίηση του άρθρου και συνακόλουθα της δομής και λειτουργίας ολόκληρου του θεσμού του ανασταλτικού αποτελέσματος της έφεσης κατά αποφάσεων. 24
25 ΙΙ. ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ ΓΙΑ ΤΟ ΑΝΑΣΤΑΛΤΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΩΝ Ε.Μ. (ΑΡΘΡΟ 471 ΚΠΔ) Σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 1 εδ. α του άρθρου 471 ΚΠΔ: «Το ένδικο μέσο που ασκήθηκε από εκείνον που έχει το σχετικό δικαίωμα εμπρόθεσμα και νομότυπα, καθώς και η προθεσμία για την άσκηση, αναστέλλουν την εκτέλεση της απόφασης ή του βουλεύματος που προσβάλλονται, όταν ο νόμος δεν διατάζει διαφορετικά.» Η ανωτέρω διάταξη συνιστά τον γενικό κανόνα της ρύθμισης του ανασταλτικού αποτελέσματος των ενδίκων μέσων κατά αποφάσεων και βουλευμάτων στον ΚΠΔ. Στο άρθρο αυτό κατοχυρώνεται ο καθολικός χαρακτήρας του ανασταλτικού αποτελέσματος σε όλα τα ένδικα μέσα, τόσο της προδικασίας όσο αυτών που στρέφονται κατά αποφάσεων, 20 ενώ ρητά ορίζεται ότι ανασταλτικό αποτέλεσμα έχει πέρα από την άσκηση των ενδίκων μέσων και η προθεσμία τους. Οι παραπάνω διαπιστώσεις οι οποίες στηρίζονται στο γράμμα του νόμου οδηγούν στο συμπέρασμα, σύμφωνα με όσα έχουμε ήδη αναφέρει ότι ο νομοθέτης συμμορφώνεται με τις προϋφιστάμενες αυξημένης τυπικής ισχύος νομοθετικές προδιαγραφές όσον αφορά τόσο τον τρόπο επέλευσης του ανασταλτικού αποτελέσματος όσο και τα στάδια της ποινικής δίκης στα οποία το τελευταίο εκτείνεται. Έτσι ως κανόνας τίθεται η αυτόματη λειτουργία της ανασταλτικής δύναμης του ενδίκου μέσου, χωρίς να προηγείται κατ ανάγκη δικαστική κρίση, ενώ ανασταλτικό αποτέλεσμα έχουν και τα ένδικα μέσα κατά βουλευμάτων και η αναίρεση κατά αποφάσεων. Εντούτοις στο κείμενο του αρ. 471 παρ. 1 εδ. α ΚΠΔ εισάγεται η δυνατότητα παράκαμψης του ανωτέρω κανόνα με την φράση «όταν ο νόμος δεν διατάζει διαφορετικά». Φαίνεται τελικώς να έχει γίνει κατάχρηση της ανωτέρω δυνατότητας αφού οι οικίες διατάξεις που ρυθμίζουν ειδικότερα το ανασταλτικό αποτέλεσμα έχουν 20 Ταυτόσημο περιεχόμενο έχουν και τα άρ. 546 και 547 ΚΠΔ, στα οποία ορίζεται ότι οι καταδικαστικές αποφάσεις εκτελούνται μόλις γίνουν αμετάκλητες (αρ. 546 ΚΠΔ), εν αντιθέσει με τις αθωωτικές οι οποίες εκτελούνται ευθύς μόλις απαγγελθούν (αρ. 547 ΚΠΔ). Και στις δύο περιπτώσεις όμως διατηρείται επιφύλαξη για διαφορετική ρύθμιση του νόμου. Μάλιστα το 546 ΚΠΔ θα μπορούσε να αποτελέσει από μόνο του αυτοτελή βάση της ανασταλτικότητας των ενδίκων μέσων κατά αποφάσεων, έτσι ακριβώς ο Συμεωνίδης, ο.π. σελ. 98 επ 25
26 διαμορφωθεί με τέτοιον τρόπο ώστε να αντιστρέφεται η σχέση κανόνα εξαιρέσεως. 21 Για το ένδικο μέσο της εφέσεως κατά αποφάσεων επί παραδείγματι το ανασταλτικό αποτέλεσμα επέρχεται αυτομάτως μόνο στην πολύ συγκεκριμένη περιοριστικά προβλεπόμενη περίπτωση στην οποία η επιβαλλόμενη ποινή δεν υπερβαίνει τα τρία έτη φυλάκισης και η προθεσμία για την άσκηση της έφεσης δεν αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης. Περαιτέρω το ίδιο το άρθρο 471 στο β εδάφιο της πρώτης παραγράφου προβλέπει μία εξαίρεση στον κανόνα που μόλις προηγουμένως έθεσε για το χώρο των βουλευμάτων σύμφωνα με την οποία: «Δεν αναστέλλεται όμως η διάταξη του βουλεύματος που αφορά τη σύλληψη και την προσωρινή κράτηση. Αν το βούλευμα με σύμφωνη την πρόταση του εισαγγελέα αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία εναντίον του κατηγορουμένου, ποτέ δεν αναστέλλεται η απόλυσή του από τις φυλακές.» Πάντως παρά τις πολυεπίπεδες εξαιρέσεις το άρθρο 471 παρ. 1 εδ. α ΚΠΔ θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως κανόνας, όπως επιτάσσεται άλλωστε από την ανωτέρω σχηματική διατύπωση (κανόνας εξαίρεση) και συνεπώς οποιαδήποτε απόκλιση από το περιεχόμενο του θα πρέπει να ορίζεται ρητά στο νόμο, διαφορετικά όπου δεν υφίσταται ρύθμιση διαφορετική θα εφαρμόζεται αυτό ως κανόνας. Με αυτήν την έννοια ανάγκη ιδιαίτερης ρύθμισης έχει μόνο η άρνηση της (αυτόματης) ανασταλτικότητας και όχι η κατάφαση της, ενώ το εκάστοτε ελεύθερο πεδίο καταλαμβάνεται αυτόματα από το περιεχόμενο του άρθρου 471 παρ. 1. Ως δεδομένη πρέπει παράλληλα να εκλαμβάνεται η ιδιαίτερη βαρύτητα που έχει η επίμαχη διάταξη του άρθρου 471 παρ. 1 στο ερμηνευτικό επίπεδο. Ως ερμηνευτικός οδηγός η διάταξη αυτή (πρέπει να) αποτελεί αφετηρία και σημείο αναφοράς για την ανάγνωση κάθε άλλης διάταξης σχετικής με το ανασταλτικό αποτέλεσμα ενώ ευνόητο είναι ότι στο μέτρο που άλλες διατάξεις έχουν κανονιστικό περιεχόμενο που αποκλίνει από τον κανόνα άρα και εξαιρετικό χαρακτήρα - επιβάλλεται να ερμηνεύονται στενά και συσταλτικά. 22 Πρέπει να σημειωθεί ότι κατά το άρθρ. 471 παρ. 1 εδ. α για να έχει ανασταλτική δύναμη το ένδικο μέσο θα πρέπει να έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα, νομότυπα και από πρόσωπο το οποίο έχει το δικαίωμα άσκησης ενδίκου μέσου. Επίσης η πρόβλεψη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρ. 471 ΚΠΔ σύμφωνα με την οποία δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα το ένδικο μέσο αν ο νόμος δεν το χορηγεί ρητά, η φράση «ο νόμος δεν το χορηγεί ρητά» αναφέρεται στο ένδικο μέσο και όχι στο 21 Τσόγκας, σε Μαργαρίτη Λ., Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ άρθρο, Τόμος Δεύτερος, Νομική Βιβλιοθήκη, 2012,Σελ Συμεωνίδης, ό.π., σελ
27 ανασταλτικό αποτέλεσμα αν και λόγω της κακής διατύπωσης παρερμηνευθεί. 23 μπορεί να Βέβαια η διατύπωση του άρθρου 471 παρ. 1 εδ. α ΚΠΔ, εμφανίζεται καταρχήν γενική στον βαθμό που αν θα μέναμε προσηλωμένοι στο γράμμα της διάταξης αυτής 24 θα καταλήγαμε στο συμπέρασμα ότι το ανασταλτικό αποτέλεσμα συνοδεύει όλα τα ένδικα μέσα, ακόμη και αυτά που ασκούνται εναντίον αθωωτικών αποφάσεων, εφόσον και αυτά προσβάλλονται με ένδικα μέσα. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι το ανασταλτικό αποτέλεσμα έχει αποκλειστικά εγγυητικό χαρακτήρα για τον κατηγορούμενο και συνοδεύει τα ένδικα μέσα που ασκούνται προς όφελος του, προκειμένου να αποτραπεί η ανεπανόρθωτη βλάβη, την οποία θα επιφέρει η ανώφελα πρόωρη και για αυτό υπέρμετρη άμεση εκτέλεση μιας επαχθούς για αυτόν απόφασης, η οποία είναι πιθανό στο μέλλον να ανατραπεί. Εφόσον λοιπόν αυτός είναι ο λόγος της ύπαρξης του ανασταλτικού αποτελέσματος, κάτι που επιβεβαιώνεται και από την συστηματική τοποθέτηση του μετά από τα άρθρ. 469 και 470 ΚΠΔ 25, ενώ το αρθρ. 547 ΚΠΔ ορίζει ότι οι αθωωτικές αποφάσεις εκτελούνται μόλις απαγγελθούν, και συνεπώς δεν καταλαμβάνονται από το ανασταλτικό αποτέλεσμα 26 σε περίπτωση που θα ασκηθεί έφεση ή αναίρεση ακόμη και από τον εισαγγελέα κατ αυτών σε βάρος του κατηγορουμένου. Άλλωστε και οι αθωωτικές αποφάσεις που προσβάλει ίδιος ο κατηγορούμενος με έφεση (αρ. 486 παρ. 1 α ΚΠΔ) ή αναίρεση (αρ. 506 α ΚΠΔ) δεν αναστέλλονται και επειδή πρώτα από όλα αυτός δεν προσβάλει το διατακτικό της απόφασης, αλλά την αιτιολογία της. 27 Τέλος στην παρ. 2 του άρθρου 471 ΚΠΔ ρυθμίζεται το ζήτημα της αναστολής εκτέλεσης αποφάσεως ενόψει ασκηθείσης αναιρέσεως, θέμα για το οποίο θα γίνονται 23 Για τους λόγους, οι οποίοι οδήγησαν στην θέσπιση της συγκεκριμένης διάταξης και την ένταξη της στην παρ. 2 του αρ. 471 ΚΠΔ με αναφορά στα πρακτικά της αναθεωρητικής επιτροπής για τον ΚΠΔ βλ. Μαργαρίτη, Ποινική Δικονομία, ο.π. σελ και υποσ «Το ένδικο μέσο που ασκήθηκε από εκείνον που έχει το σχετικό δικαίωμα...» 25 Συμεωνίδης, ο.π. σελ Τα παραπάνω δεν ισχύουν σε περιπτώσεις αθωωτικών αποφάσεων, των οποίων οι διατάξεις ορίζουν την απόδοση ή δήμευση των κατασχεθέντων (αρ. 373 ΚΠΔ) ή επιβάλουν κατ άρθρο 71 ΚΠΔ καταδίκη για αποζημίωση και έξοδα σε βάρος του πολιτικώς ενάγοντα ή του μηνυτή και εγκαλούντα. Στην τελευταία αυτή περίπτωση μάλιστα η έφεση και αναίρεση (αρ. 486 παρ. 1 β, 506 γ ΚΠΔ) την οποία ασκεί ο πολιτικώς ενάγων κτλ έχει αυτοδικαίως, όπως θα δούμε στην συνέχεια, ανασταλτικό αποτέλεσμα, λύση που επιβάλλεται και εδώ από το αρ. 570 ΚΠΔ. 27 Μπουρόπουλος, Ερμηνεία του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας (κατ άρθρον) β εκδ. Τομ. β, σελ. 160 σημ. 8 27
28 μόνο αποσπασματικές αναφορές όπου και όταν κρίνεται σκόπιμο αφού η παρούσα εργασία, έρευνα και μελέτη επικεντρώνεται αποκλειστικά στο ένδικο μέσο της εφέσεως. 28
29 ΙΙΙ. ΑΝΑΣΤΑΛΤΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΕΦΕΣΗΣ ΚΑΤΑ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΩΝ Με το άρθρο 34 περ. γ του Ν. 3904/2010 καταργήθηκε η δυνατότητα άσκησης αναίρεσης κατά βουλεύματος από τον κατηγορούμενο για τον οποίον με το άρθρο 24 του ίδιου νόμου προβλέφθηκε στο άρθρο 478 ΚΠΔ μόνο η δυνατότητα ασκήσεως εφέσεως κατά βουλεύματος το οποίο τον παραπέμπει για κακούργημα και μόνο για τους εκεί περιοριστικά αναφερόμενους λόγους της απόλυτης ακυρότητας και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Σύμφωνα όμως με το άρθρο 479 ΚΠΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 24 περ. 3 του Ν. 3904/2010, ο εισαγγελέας μπορεί να ασκήσει έφεση για οποιονδήποτε λόγο και δεν ισχύουν για αυτόν οι περιορισμοί που επιφυλάσσει για τον κατηγορούμενο το καινούριο άρθρο 478 ΚΠΔ. Ακόμη ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών και ο εισαγγελέας του ΑΠ είναι οι μόνοι που μπορούν να ασκήσουν αναίρεση κατά βουλεύματος, όπως αναφέρει το άρθρο 483 που τροποποιήθηκε με το άρθρο 25 του Ν. 3904/2010. Η διερεύνηση της κανονιστικής ρυθμίσεως του ανασταλτικού αποτελέσματος στο χώρο των βουλευμάτων αφορά αφενός το ζήτημα της αναστολής από την άσκηση ενός ενδίκου μέσου ή από την προθεσμία ασκήσεώς του, σε περίπτωση παραπομπής, της εισαγωγής της υπόθεσης στο ακροατήριο, καθώς και των διατάξεων του βουλεύματος των σχετικών με τη σύλληψη, την προσωρινή κράτηση και την επιβολή περιοριστικών όρων, αφετέρου, σε περίπτωση απαλλακτικού βουλεύματος, το ζήτημα της αναστολής των διατάξεων των σχετικών με την άρση των μέτρων δικονομικού καταναγκασμού. 28 Σε κάθε περίπτωση, η ενεργοποίηση του ανασταλτικού αποτελέσματος προϋποθέτει τη χορήγηση του ενδίκου μέσου από το νόμο, κατά ρητή πρόβλεψη του αρ. 471 παρ. 2 εδ. τελευταίο ΚΠΔ, και, εφόσον έχει ασκηθεί, την εμπρόθεσμη και 28 Βλ. Μ. Παναγιωτόπουλος, Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της προθεσμίας άσκησης ενδίκου μέσου ( ή το κενό γράμμα του αρ. 471 παρ. 1 του ΚΠΔ), Αρμ 1978, σελ επ. 29
30 νομότυπη άσκησή του από πρόσωπο, που έχει το σχετικό δικαίωμα, κατά λογική συνέπεια δηλαδή το παραδεκτό της άσκησής τους Παραπεµπτικά βουλεύµατα Παραπεμπτικό ονομάζεται το Βούλευμα με το οποίο παραπέμπεται ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου, όταν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις που στηρίζουν κατηγορία εναντίον του για ορισμένη πράξη (: άρθρο 313 ΚΠΔ) 30 Σε αυτήν την περίπτωση δεν επιτρέπεται η εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο, πριν το βούλευμα καταστεί αμετάκλητο (άρθρα 314 εδ. β και εδ. β ΚΠΔ), δηλαδή όταν πλέον το βούλευμα δεν μπορεί να προσβληθεί με κανένα ένδικο μέσο (έφεση ή αναίρεση), από κανένα πρόσωπο (κατηγορούμενο ή εισαγγελέα). 31 Το νόημα του ανασταλτικού αποτελέσματος εδώ σε περίπτωση άσκησης ενδίκων μέσων συνίσταται στην καθυστέρηση της επίδοσης της κλήσης προς εμφάνιση στον κατηγορούμενο και άρα της εισαγωγής της υπόθεσης στο ακροατήριο μέχρι το αμετάκλητο του βουλεύματος σε περίπτωση παραπομπής του κατηγορουμένου. Πράγματι, βάσει του άρθρου 314 εδ. β ΚΠΔ (ως προς βούλευμα ΣυμβΠλημ) και 319 παρ. 5 εδ. β ΚΠΔ (ως προς βούλευμα ΣυμβΕφ), η κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο λαμβάνει χώρα μόνο εφόσον το παραπεμπτικό βούλευμα που διατάσσει την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο καταστεί αμετάκλητο. Επομένως τα εναντίον του βουλεύματος ασκούμενα ένδικα μέσα αναστέλλουν την επίδοση της κλήσης, δηλαδή εμποδίζουν την υπόθεση να εισαχθεί στο ακροατήριο (γιατί η επίδοση είναι η πρώτη επ ακροατηρίω πράξη και συνιστά εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο, βλ. σχετ. παρακάτω). Άρα όσο διαρκεί η προθεσμία άσκησης αλλά και με την άσκησή τους τα ένδικα μέσα κατά βουλευμάτων αναστέλλουν την εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο, η οποία 29 Βλ. Αθ. Κονταξή, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Συνδυασμός Θεωρίας και Πράξης, 2006, σελ επ. 30 Μαργαρίτης, Ποινική Δικονομία, Ένδικα μέσα, τόμος ΙΙ, Τα βουλεύματα, 2010, σελ. 310, Παπαδαμάκη, ο.π., σ Μαργαρίτης, Ποινική Δικονομία Ένδικα Μέσα, 2012, σελ. 276, Παπαδαμάκη,, ό.π. σελ. 65, Τσόγκα, ό.π., ΑΠ 1588/2004 ΠοινΔικ 2005, 426, 30
31 δεν είναι επιτρεπτή, και δεν επιδίδεται κλήση, πριν το βούλευμα καταστεί αμετάκλητο 32. α. Επίδοση κλήσης αμετακλήτου βουλεύματος Στο σημείο αυτό χρήζει διευκρίνισης τι εννοείται με τον όρο αμετάκλητο, που μέχρι να επέλθει, αναστέλλει εμποδίζει την επίδοση της κλήσης προς εμφάνιση στο ακροατήριο του κατηγορουμένου. Αμετάκλητο λοιπόν είναι το βούλευμα κατά το άρθρο 546 παρ 2 ΚΠΔ γενικά όταν είτε εξαρχής δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα, είτε τα προβλεπόμενα ένδικα μέσα ασκήθηκαν και απορρίφθηκαν είτε δεν ασκήθηκαν μέσα στην νόμιμη προθεσμία μετά τη νόμιμη επίδοση του βουλεύματος στον κατηγορούμενο. Ανέκυψε διχογνωμία σχετικά με το αν η επίδοση της κλήσης προϋπέθετε σχετικώς αμετάκλητο βούλευμα, το οποίο δηλαδή δεν προσβάλλεται με κανένα ένδικο μέσο από τον κατηγορούμενο ή απολύτως αμετάκλητο βούλευμα δηλαδή να μην μπορεί να ασκηθεί ένδικο μέσο σε βάρος του από κανέναν δικαιούμενο πρόσωπο και επομένως ούτε και από τον Εισαγγελέα 33. Για το συγκεκριμένο θέμα θεωρία και νομολογία δεν ταυτίζονται. Έτσι κατά την πρόσφατη νομολογία, ως αμετάκλητο στις περιπτώσεις των άρθρων 314 και 319 παρ 5 ΚΠΔ νοείται το σχετικώς, δηλαδή για την επίδοση της κλήσης αρκεί να αδυνατεί να ασκήσει ένδικο μέσο κατά του βουλεύματος ο κατηγορούμενος για τον οποίο το παραπεμπτικό βούλευμα κατέστη αμετάκλητο και δεν χρειάζεται να καταστεί αμετάκλητο και ως προς τους λοιπούς διαδίκους και τον Εισαγγελέα, λόγω του ότι το συμφέρον του κοινωνικού συνόλου επιβάλλει την άμεση εκκαθάριση της εκκρεμούς ποινικής υπόθεσης και δεν έχει νόημα να αναμείνει ο εισαγγελέας να καταστεί αμετάκλητο το βούλευμα ως προς όλους τους συγκατηγορουμένους και ως προς την εκπροσωπούμενη από τον ίδιο εισαγγελική αρχή 34. Παλιότερα δε και πριν 32 Ζησιάδης, Ποινική Δικονομία, 1977, σ.181, Τσόγκας, ΚΠΔ, ο.π., σ.2105, Μαργαρίτης, Ποινική Δικονομία-Ένδικα μέσα, ο.π., σ.276, Παπαδαμάκης, ο.π., σ Βλ. Ζύγουρα, Η εισαγωγή εις το ακροατήριον του κατηγορουμένου που παραπέμπεται με βούλευμα, ΠοινΔικ2007, σ.457, Παπαδαμάκη, ο.π., σ.657, Μαργαρίτη, Ποινική Δικονομία-Ένδικα μέσα, ο.π., σ ΑΠ570/2008, ΠοινΔικ2008, σελ.421 με σύμφωνες παρατ. Ζύγουρα, ο οποίος σημειώνει ότι αντίστοιχα το ανέκκλητο απόφασης κατά το 504 ΚΠΔ ως προϋπόθεση άσκησης αναίρεσης λογίζεται 31
32 το 2008, γινόταν δεκτό από τον ΑΠ, 35 το ολικώς αμετάκλητο, που καταλαμβάνει δηλαδή και τον εισαγγελέα του ΑΠ. Ορθότερη φαίνεται να είναι η άποψη η οποία επιτάσσει να είναι απολύτως αμετάκλητο το βούλευμα πριν την επίδοση της κλήσης, άποψη την οποία ενστερνίζεται και η θεωρία δεδομένου ότι σε διαφορετική περίπτωση μπορεί να συμβεί το παράδοξο ο κατηγορούμενος να παραπεμφθεί στο ακροατήριο δυνάμει ενός βουλεύματος το οποίο μπορεί να ανατραπεί. Η αλλαγή της στάσης του Αρείου Πάγου οφείλεται στην αγωνία του να προλάβει την παρέλευση του χρόνου παραγραφής των υποθέσεων δεδομένου ότι η αναστολή της παραγραφής δεν μπορεί να αρχίσει πριν την νόμιμη επίδοση της κλήσης. Ωστόσο μετά την ψήφιση και θέση σε ισχύ του Ν. 3904/2010 το τοπίο της ποινικής προδικασίας έχει αλλάξει αφού επήλθε ουσιαστικά ο «αφοπλισμός» του κατηγορουμένου όσον αφορά την δυνατότητα άσκησης ενδίκων μέσων κατά βουλευμάτων απομακρύνοντας έτσι τον κίνδυνο να διαρκέσει υπερβολικά η προδικασία. β. Επίδοση κλήσης και απαράδεκτο ε.μ. Ακόμη πρόβλημα ανέκυψε σε πρακτικό επίπεδο με τις περιπτώσεις κατηγορουμένων που ασκούν, προς παρέλκυση της εκδικάσεως της υποθέσεως και απώτερη επιδίωξη τη συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής, προφανώς απαράδεκτα ένδικα μέσα κατά βουλευμάτων. Για την αντιμετώπιση αυτού του ζητήματος η ΕγκΕισΑΠ (Α. Φάκος) 1/ δέχθηκε πως εδώ η υπόθεση θα πρέπει να εισάγεται στο ακροατήριο αφού: Το απαράδεκτο ένδικο μέσο δεν αναστέλλει την κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο-το βούλευμα έχει ήδη καταστεί αμετάκλητο-το απαράδεκτο του ασκηθέντος ενδίκου μέσου κρίνεται μεν τελειωτικά από αρμόδιο Δικαστήριο ή Συμβούλιο, πλην όμως, σχετική έρευνα υποχρεούται να κάνει και ο Εισαγγελέας και αν διστάζει οφείλει να προσφύγει στο Συμβούλιο ή Δικαστήριο κατ άρθρο 472 ΚΠΔ προκειμένου να αρθούν οι αμφιβολίες για την ανασταλτική δύναμη το σχετικώς ως προς τον ασκούντα αναίρεση, Ζύγουρας, Η εισαγωγή εις το ακροατήριον του κατηγορουμένου που παραπέμπεται με βούλευμα, ΠοινΔικ 2007, σελ.457, ΕφΑθ 888/2009, ΠοινΧρ2011, σελ. 535, ΑΠ532/2011ΠοινΧρ2012, σελ.180, 35 ΑΠ1588/2004, ΠοινΔικ2005, σελ.426, ΑΠ1935/2006, ΠοινΧρ2007, σελ. 814, ΤριμΕφΠατρών 456/2006, ΠοινΔικ2007, σελ ΠοινΔικ 2002,
33 του ενδίκου μέσου ή το αμετάκλητο του βουλεύματος. γ. Επίδοση κλήσης πριν καταστεί αμετάκλητο το Βούλευμα Σήμερα είναι απολύτως ξεκαθαρισμένο το ζήτημα ότι, όταν η υπόθεση συζητείται στο ακροατήριο πριν το βούλευμα καταστεί αμετάκλητο, γίνεται σωστά δεκτό ότι το δικαστήριο υπερβαίνει την εξουσία του και κατά συνέπεια για την εκδιδόμενη απόφαση ιδρύεται λόγος αναιρέσεως με βάση το άρθρο 510 παρ. 1 περ. θ ΚΠΔ. Και αυτό διότι μόνο η αμετάκλητη παραπομπή στο ακροατήριο παρέχει στο δικαστήριο τη δικαιοδοσία εκδικάσεως της υποθέσεως 37. δ. Επίδοση μόνο της κλήσης χωρίς το παραπεμπτικό βούλευμα. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 314 εδ. β ΚΠΔ, 315 παρ. 5 εδ. β ΚΠΔ, 320 παρ. 1 και 321 παρ. 2 και 5 ΚΠΔ προκύπτει ότι η μη επίδοση του παραπεμπτικού βουλεύματος στον κατηγορούμενο συνεπάγεται σχετική ακυρότητα της κλήσεως, σύμφωνα με το άρθρο 170 παρ. 1 ΚΠΔ, η οποία αν δεν καλυφθεί, σύμφωνα με τα άρθρα 173 και 174 ΚΠΔ, αποτελεί λόγο αναιρέσεως της καταδικαστικής αποφάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 περ. β ΚΠΔ. Πάντως εν προκειμένω θα μπορούσε να γίνει λόγος και για απόλυτη ακυρότητα, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ ΚΠΔ, ενόψει του ότι η μη επίδοση του περιγράφοντος την πράξη παραπεμπτικού βουλεύματος στερεί από τον κατηγορούμενο τη δυνατότητα αναπτύξεως αποτελεσματικής υπερασπίσεως στο ακροατήριο. 38 ε. Επίδοση κλήσης πριν γίνει αμετάκλητο το βούλευμα και εκδίκαση της υπόθεσης μετά το αμετάκλητο αυτού Προβληματική όμως φαίνεται να είναι η περίπτωση κατά την οποία, το παραπεμπτικό βούλευμα επιδίδεται στον κατηγορούμενο μαζί με την κλήση πριν 37 ΑΠ 1314/1984, ΝΟΜΟΣ, Μαργαρίτη, ό.π., σελ Καρράς, ό.π., σελ. 602, Μαργαρίτης, ό.π. σελ. 277, ΑΠ 1668/2002 ΝΟΜΟΣ 33
34 καταστεί αμετάκλητο, η συζήτηση όμως της υποθέσεως λαμβάνει χώρα αφότου έχει αυτό καταστεί αμετάκλητο. Κατά μία άποψη, η οποία εκφράζεται σε μερίδα της νομολογίας 39 : «σε τούτην την περίπτωση είναι πρόδηλον ότι δεν παράγεται ακυρότης, εφ όσον το περιέχον την κατηγορίαν βούλευμα, εις το οποίον αναφέρεται η κλήσις, επεδόθη εις τον κατηγορούμενον, η δε εκ του άρθρου 471 ΚΠΔ αναστολή εκτελέσεως του βουλεύματος, δηλαδή της εισαγωγής της κατηγορίας στο ακροατήριο, δεν τάσσεται επί ποινή ακυρότητος της κλήσεως, μη εχούσης ενταύθα εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 174 παρ. 2 ΚΠΔ. Ουδέ παράβασις της περί αναστολής της παραγραφής διατάξεως του άρθρου 113 παρ. 2 ΠΚ, εκ του λόγου τούτου, επέρχεται, διότι αύτη προϋπόθεσιν έχει την ακυρότητα της κλήσεως, αφ ης άρχεται η τοιαύτη αναστολή». Κατά την κρατούσα στη Νομολογία του ΑΠ εκδοχή, την οποία υποστηρίζει και ο Παπαδαμάκης 40, σύμφωνα με το άρθρο 321 παρ. 4 ΚΠΔ η ακυρότητα της κλήσης συνδέεται και με τη μη τήρηση της παρ. 2 του ίδιου άρθρου, όπου επεξηγείται ότι η κλήση για την εμφάνιση ως προς την αξιόποινη πράξη πρέπει να αναφέρεται στο παραπεμπτικό βούλευμα. Εξάλλου κατά το άρθρο 314 εδ. β ΚΠΔ η κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο σύμφωνα με το άρθρο 321 ΚΠΔ συνδέεται με βούλευμα αμετάκλητο. Κατά το άρθρο 314 ΚΠΔ δεν απαγγέλλεται κανενός είδους ακυρότητα, όμως οι διατάξεις των άρθρων 314 εδ. β ΚΠΔ και 321 παρ. 2 ΚΠΔ εντάσσονται σε μια διαδικαστική ενότητα, έτσι ώστε η έννοια του «παραπεμπτικού βουλεύματος» να συνέχεται με τον αμετάκλητο χαρακτήρα του και από την άποψη αυτή, η μη τήρηση αυτής της προϋπόθεσης να δημιουργεί σχετική ακυρότητα του άρθρου 321 παρ. 4 ΚΠΔ. Θα πρόκειται εδώ για σχετική ακυρότητα του ακροατηρίου, η οποία θα καλυφθεί, αν εκείνος που κλητευθεί στη δίκη εμφανισθεί και δεν προβάλλει αντιρρήσεις για την πρόοδό της σύμφωνα με το άρθρο 174 παρ. 2 ΚΠΔ διότι εκπληρώνεται το «λειτουργικό περιεχόμενο της κλήσης» αφού ο κατηγορούμενος καλείται την ώρα που πρέπει και όπως πρέπει στο ακροατήριο, ωστόσο οι εισαγγελικές αρχές θα πρέπει να έχουν υπόψη ότι δεν μπορεί να αρχίσει η αναστολή παραγραφής εάν δεν καταστεί αμετάκλητη η παραπομπή. Τρίτη τέλος αντίληψη, η οποία βρίσκει σύμφωνο τον Καλφέλη 41, υποστηρίζει ότι στην ερευνώμενη περίπτωση υπάρχει απόλυτη ακυρότητα και σχετική ακυρότητα. 39 ΑΠ 1314/1984, ΝΟΜΟΣ 40 Παπαδαμάκης, ό.π., σελ Καλφέλης, Επίδοση κλήσεως στον κατηγορούμενο για να εμφανιστεί στο δικαστήριο πριν καταστεί αμετάκλητο το βούλευμα, Υπερ. 1993, σελ. 183 επ. 34
35 Η τελευταία προκύπτει από το συνδυασμό των άρθρων 314, 320 και 321 ΚΠΔ και στηρίζεται στη σκέψη ότι ο όρος «κλήση» στο άρθρο 321 ΚΠΔ νοεί προφανώς δικόγραφο, το οποίο εκδίδεται μετά το αμετάκλητο του βουλεύματος. Η απόλυτη ακυρότητα συνάγεται από το γεγονός ότι παραβιάζεται η διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 περ. δ ΚΠΔ και δη το δικαίωμα του κατηγορουμένου για άσκηση ενδίκων μέσων κατά του βουλεύματος. Ωστόσο η προσπάθεια κατάφασης απόλυτης και σχετικής ακυρότητας θα πρέπει να βρίσκει επαρκές έρεισμα στο νόμο. Στα άρθρα 314 εδ. β ΚΠΔ και 319 παρ. 5 εδ. β ΚΠΔ δεν απειλείται ακυρότητα, ενώ η ακυρότητα του άρθρου 321 ΚΠΔ προϋποθέτει μη επίδοση του παραπεμπτικού βουλεύματος, κάτι το οποίο δε συμβαίνει στην ερευνώμενη περίπτωση και συνακόλουθα δεν μπορεί να γίνει λόγος για σχετική ακυρότητα. Όσον αφορά την απόλυτη ακυρότητα, και γι αυτή δεν μπορεί να γίνει λόγος στο μέτρο που η δυνατότητα ασκήσεως των ενδίκων μέσων είναι δεδομένη. 42 Σημειωτέον πάντως ότι λόγω της κρισιμότητας του ζητήματος (αναστολή παραγραφής) κρίνεται σκόπιμη ξεκάθαρη νομοθετική επίλυση του ζητήματος. 43 Μέχρι τότε κάθε ερμηνευτική προσπάθεια πρέπει να προσεγγίζεται με βάση τις θεμελιώδεις αρχές του ποινικοδικονομικού συστήματος. στ. Διατάσσων τη σύλληψη και προσωρινή κράτηση Βάσει του αρ. 471 παρ 1 εδ. β ΚΠΔ η διάταξη παραπεμπτικού βουλεύματος που παραπέμπει στο αρμόδιο δικαστήριο (αρ 313 ΚΠΔ) και διατάσσει σύλληψη και προσωρινή κράτηση ή διατήρηση της ήδη επιβληθείσας προσωρινής κράτησης (αρθρ. 315 ΚΠΔ) δεν αναστέλλεται, ούτε κατά την προθεσμία ούτε κατά την άσκηση ενδίκου μέσου και ο κατηγορούμενος θα συλληφθεί ή ο προσωρινά κρατούμενος θα εξακολουθεί να κρατείται, ασχέτως αν άσκησε παραδεκτά ένδικο μέσο το οποίο εκκρεμεί. 44 Επιθυμία του νομοθέτη λοιπόν είναι να παραμείνει υπό κράτηση ο κατηγορούμενος, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος φυγοδικίας, 45 αφήνοντάς του τη δυνατότητα άσκησης των οιονεί ένδικων μέσων των άρθρων 285, 286 ΚΠΔ. 42 Μαργαρίτη, ό.π. σελ Μαργαρίτη α.ο.π. 44 Ζησιάδης, Ποινική Δικονομία, ο.π., σ. 183, 184, Μαργαρίτης, ο.α.π., σ.279, Παπαδαμάκης, Ποινική Δικονομία, ο.π., σ. 658, Τσόγκας, ΚΠΔ, ο.π., σ.2107, ΑΠ295/1998, ΠοινΧρ1998, σ.899, ΑΠ2276/2002, ΠοινΧρ2003, σ Μαργαρίτης, ο.α.π., σ
36 Παλαιότερα μάλιστα με τις καταργηθείσες με το αρθρ. 18 του Ν. 3346/2005 διατάξεις των άρθρ. 478 παρ. 2, 482 παρ.2 ΚΠΔ οριζόταν ως προϋπόθεση παραδεκτής άσκησης του ενδίκου μέσου έφεσης και αναίρεσης κατά βουλεύματος το να κρατείται ο ασκών το ένδικο μέσο σε εκτέλεση της προσωρινής κράτησης που διετάχθη με το προσβαλλόμενο βούλευμα και απαιτούνταν να προσκομίζεται βεβαίωση από τον διευθυντή της φυλακής ότι κρατούνταν σε εκτέλεση του προσβαλλόμενου με το ένδικο μέσο βουλεύματος (το ίδιο προβλεπόταν αντίστοιχα με το αρθρ. 508 ΚΠΔ ως προς την αναίρεση κατά αποφάσεων) 46 Σε περίπτωση βουλεύματος που παραπέμποντας τον κατηγορούμενο επιβάλλει περιοριστικούς όρους σε αντικατάσταση προσωρινής κράτησης ή για πρώτη φορά, ενόψει του ότι δεν ορίζεται ρητά διαφορετικά, καθότι για κάμψη του κανόνα και υπαγωγή σε διαφορετικό καθεστώς απαιτείται ειδική ρύθμιση, ισχύει ο κανόνας, άρα και η προθεσμία και η άσκηση ενδίκου μέσου αναστέλλουν την εκτέλεση των περιοριστικών όρων. 47 Υποστηρίχθηκε πάντως και η αντίθετη άποψη ότι εφαρμόζεται αναλογικά η διάταξη 471 παρ 1 εδ.β ΚΠΔ για την προσωρινή κράτηση και στους περιοριστικούς όρους που θεσπίστηκαν μεταγενέστερα δια του Ν. 1128/1981, καλύπτοντας το κενό που δημιουργήθηκε από την εκ παραδρομής μη συμπλήρωση της εν λόγω διάταξης, και δεν αναστέλλεται επομένως αντίστοιχα και η εκτέλεση των περιοριστικών όρων, ενόψει του ίδιου επιδιωκόμενου σκοπού που εξυπηρετούν, ως δικονομικά ασφαλιστικά μέτρα, ήτοι της αποτροπής φυγής του κατηγορουμένου, την εξασφάλιση παρουσίας του κατά την εκδίκαση της υπόθεσής του και την προστασία της εννόμου τάξεως και τα οποία θα έχαναν εντελώς την ως άνω πρακτική τους σημασία εάν καλύπτονταν από ανασταλτική δύναμη. 48 Η δεύτερη αυτή άποψη παραθέτει αξιόλογα επιχειρήματα όπως την ακύρωση επί της ουσίας του σκοπού που εξυπηρετεί η επιβολή των περιοριστικών όρων εφόσον αυτοί καταλαμβάνονται από το ανασταλτικό αποτέλεσμα. Για παράδειγμα θα μπορούσαμε σε κάποιον στον οποίο έχει επιβληθεί ο περιοριστικός όρος της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα να ασκήσει έφεση και να διαφύγει σε κάποια άλλη χώρα ούτως ώστε να αποφύγει τις δυσμενείς συνέπειες της σε βάρος του ασκηθείσης 46 Μαργαρίτης, ο.α.π., σ.279, ο ίδιος, Οι (καταργηθείσες ήδη) διατάξεις των άρθρων 478 παρ. 2 και 482 παρ. 2 ΚΠΔ, ΠοινΔικ 2006, σελ. 289 επ. 47 Κονταξής, ΚΠΔ, ο.π., σ.2710, Τσόγκας, ΚΠΔ, ο.π., σ.2107, Παπαδαμάκης, Ποινική Δικονομία, ο.π., σ.659, Μαργαρίτης, Ποινική Δικονομία-Ένδικα μέσα, ο.π., σ.279, ο οποίος αναφέρει ότι «ο αποκλεισμός ανασταλτικού αποτελέσματος και η δημιουργία απαράδεκτων με ερμηνευτικές κατασκευές και όχι ρητές νομοθετικές προβλέψεις, δεν είναι επιτρεπτές». 48 Πεπόνης, Ανασταλτική δύναμη των ενδίκων μέσων και περιοριστικοί όροι, ΠοινΧρ1996, σ
37 ποινικής διώξεως. Ωστόσο η ανωτέρω άποψη εκκινείται από λανθασμένη αφετηρία αφού προσπαθεί να βρεθεί σε αρμονία και να δικαιολογήσει εξ αρχής την επιλογή του νομοθέτη να εξαιρέσει τη διάταξη που αφορά τη σύλληψη ή την προσωρινή κράτηση από το ανασταλτικό αποτέλεσμα ενώ όπως έχει ήδη αναφερθεί λόγοι δικαιοπολιτικοί και υπέρτερης νομοθετικής ισχύος διατάξεις επιβάλλουν την αποδοχή ευρείας έκτασης ανασταλτικού αποτελέσματος 49 ιδίως δε στην προδικασία που το τεκμήριο αθωότητας είναι ισχυρότατο και ως εκ τούτου ορθά η κρατούσα στη θεωρία άποψη καταφεύγει στην κάλυψη του κενού μέσω επίκλησης του γενικού κανόνα του άρθρου 471 ΚΠΔ. ζ. Λοιπές περιπτώσεις παραπεμπτικών βουλευμάτων Σε περίπτωση που το βούλευμα παραπέμπει τον κατηγορούμενο για πράξη ηπιότερη σε σχέση με αυτήν για την οποία ασκήθηκε σε βάρος του ποινική δίωξη και πλέον δεν είναι δυνατή εκ του νόμου η επιβολή προσωρινής κράτησης, τόσο η προθεσμία όσο και η άσκηση ενδίκου μέσου κατά του βουλεύματος δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της σχετικής με την απόλυση διατάξεως. Ανεξαρτήτως πάντως αν είναι σύμφωνη ή όχι η εισαγγελική πρόταση, όπως προκύπτει από τη ρύθμιση του άρθρ. 471 παρ. 1 εδ. β ΚΠΔ που μόνον επί βουλευμάτων αποφαινόμενων να μη γίνει κατηγορία καθιερώνει μη ανασταλτικό αποτέλεσμα. 50 Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και όταν το παραπεμπτικό βούλευμα διατάσσει την κατάργηση της ισχύος του εντάλματος συλλήψεως που εξεδόθη σε βάρος του κατηγορουμένου. 2. Απαλλακτικά Βουλεύματα Απαλλακτικά ονομάζονται χάριν περιγραφικής απλοποίησης τα βουλεύματα τα οποία αποφαίνονται να μην γίνει κατηγορία (απαλλακτικά stricto sensu αρθρα 309 παρ. 1 εδ. α και 310 παρ. 1 εδ. α ΚΠΔ) ή να παύσει οριστικά (άρθρα 309 παρ. 1 εδ. β και 310 παρ. 1 εδ. β ΚΠΔ) ή προσωρινά (άρθρα 309 παρ. 1 εδ. γ, 310 παρ Μαργαρίτη, ό.π., σελ Ζησιάδης, ό.π., σελ. 510, Μαργαρίτη, ό.π., σελ. 280, Τσόγκας, ό.π., σελ
38 εδ. α και 311 ΚΠΔ) η ποινική δίωξη, ή αυτά τα οποία κηρύσσουν απαράδεκτη την ποινική δίωξη 309 παρ. 1 εδ. β στο τέλος ΚΠΔ. 51 Μετά την θέση σε ισχύ του Ν. 3904/2010 δικαίωμα για άσκηση ενδίκων μέσων επί απαλλακτικών βουλευμάτων έχει μόνο ο Εισαγγελέας Πλημ/κων (αναίρεση κατά το αρθρ. 483 παρ. 1 ΚΠΔ), ο Εισαγγελέας Εφετών (έφεση κατά το 479 ΚΠΔ και αναίρεση κατά το 483 παρ. 2 ΚΠΔ), και ο Εισαγγελέας του ΑΠ (αναίρεση κατά το άρθρ. 483 παρ. 3 ΚΠΔ), ενώ η έφεση του Εισαγγελέα Εφετών και η αναίρεση του Εισαγγελέα του ΑΠ δεν αναστέλλουν τη διαταχθείσα με το βούλευμα αποφυλάκιση του κατηγορουμένου 52. Υπό το ανωτέρω πρίσμα συνεπώς είναι μικρή η αξία της αναλύσεως του ανασταλτικού αποτελέσματος των ενδίκων μέσων κατά μη παραπεμπτικού βουλεύματος που περιορίζεται πλέον στην περίπτωση της άσκησης αναιρέσεως από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών ή τον Εισαγγελέα Εφετών. Σημειωτέον τέλος ότι θα πρέπει να γίνει δεκτό ερμηνευτικά ότι κατ αναλογική εφαρμογή του άρθρου 471 παρ. 1 ΚΠΔ ως προς την πρόβλεψή του για άμεση εκτελεστότητα της διάταξης του παραπεμπτικού βουλεύματος το οποίο διατάσσει της σύλληψη και προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου, άμεσα εκτελεστή είναι και η διάταξη του απαλλακτικού βουλεύματος με την οποία το Συμβούλιο αποφαίνεται να μη γίνει κατηγορία ελλείψει ικανότητας προς καταλογισμό και διατάσσει τη φύλαξη του δράστη σε δημόσιο θεραπευτικό κατάστημα, 53 δεδομένου ότι η άμεση εκτέλεση τόσο της προσωρινής κράτησης όσο και του μέτρου ασφαλείας κατ άρθρο 69 ΠΚ αποσκοπούν στην προστασία του κοινωνικού συνόλου από την επικινδυνότητα της προσωπικότητας του κατηγορουμένου Ανδρουλάκης, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, σελ. 394 επ., Μαργαρίτης, «Ποινική», ό.π., σελ Μαργαρίτης, Ένδικα μέσα, ο.π., σ.279, υποσ Ενδεικτικά: ΑΠ 139/1987 ΠοινΧρ 1987, 329, ΑΠ 1487/2004 ΠοινΧρ 2005, 621, ΕφΑθ 135/2001 ΠοινΧρ 2001, 552 ΠλημΘεσ 1208/1985 Αρμ 1986,38, ΠλημΣύρου 44/1993, ΠοινΧρ 1993, 1189, ΠλημΔραμ 150/1993 ΠοινΧρ 1994,97, ΠλημΜεσολ 75/1998 ΠοινΧρ 1999,774, όπου πρόταση Ε. Σάλμα, ΠλημΑθ 1443/20οι ΠοινΔικ 2001,707, όπου πρόταση Δ. Ζημιανίτη, ΠλημΑθ 3555/2004 ΠοινΧρ 2006,79 πρβλ. ΕΕΔΑ, απόφαση της , ΠοινΔικ 2004,554 (:θεωρεί ότι η επιβολή του μέτρου σε διαδικασία εκτός ακροατηρίου δεν συνάδει με τα σύγχρονα πρότυπα προστασιας δικαιωμάτων του ανθρώπου). 54 Μαργαρίτης, ο.π., σ , Ε. Σάλμα, Πρόταση στο ΣυμβΠλημΜεσολ 75/1998, ΠοινΧρ 1999, 774, βλ. ακόμη προς την ίδια κατεύθυνση και: ΠλημΑθ 1443/2001, ό.π., ΠλημΗρακλ 207/2007 ΠοινΧρ 2007, 538, ΠλημΞανθ 22/2009 ΠοινΔικ 2010, 973, όπου πρόταση Δ. Λαμπρίδη 38
39 ΙV. ΑΝΑΣΤΑΛΤΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΕΦΕΣΗΣ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ (ΑΡΘΡΟ 497 ΚΠΔ) Καίρια σημασία έχει το ζήτημα αν η καταδικαστική απόφαση 55 θα εκτελεστεί αμέσως. 56 Το άρθρο 497 σε συνδυασμό με το αρ. 471 παρ. 1 εδ. α' ΚΠΔ αποτελεί τη βασική διάταξη όσον αφορά τη ρύθμιση του ανασταλτικού αποτελέσματος της έφεσης στο χώρο των αποφάσεων. Μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 27 του Ν. 3904/2010 και μετά από κάποιες μεταγενέστερες τροποποιήσεις μικρότερης έκτασης που επήλθαν με τους Ν. 4205/2013 και 4356/2015, το άρθρο 497 ΚΠΔ διαμορφώνεται σήμερα ως ακολούθως: «Ανασταλτική δύναμη της έφεσης 1. Ανασταλτικό αποτέλεσμα έχει μόνο η έφεση που ασκείται παραδεκτά και όχι η προθεσμία για την άσκηση της. 2. Αν με την καταδικαστική απόφαση επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης έως τριών ετών, η έφεση έχει αυτοδικαίως ανασταλτικό αποτέλεσμα. 3. Αν η επιβληθείσα ποινή φυλάκισης είναι μεγαλύτερη των τριών ετών, η έφεση έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, εκτός αν το δικαστήριο κρίνει αλλιώς. 4. Αν με την καταδικαστική απόφαση επιβλήθηκε ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης ή περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων, η κρίση για το αν η έφεση έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα ανήκει στο δικαστήριο που δίκασε. Αυτό, με ειδική αιτιολογία και εφαρμόζοντας τα κριτήρια της παραγράφου 8 του παρόντος άρθρου, καθώς και, στις αντίστοιχες περιπτώσεις, λαμβάνοντας πρωτίστως υπόψη το συμφέρον του ανηλίκου, αποφασίζει αμέσως μετά την απαγγελία της απόφασης, είτε αυτεπαγγέλτως είτε ύστερα από δήλωση του κατηγορουμένου ότι θα ασκήσει έφεση. όρους. 5. Το δικαστήριο μπορεί, σε κάθε περίπτωση, να επιβάλει περιοριστικούς 55 Η αθωωτική απόφαση είναι πάντοτε άμεσα εκτελεστή και δεν αναστέλλεται από την τυχόν ασκηθείσα υπό του Εισαγγελέως έφεση 56 Ανδρουλάκης, ό.π., σελ
40 6. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται και όταν ασκήθηκε έφεση από τον εισαγγελέα υπέρ εκείνου που καταδικάστηκε. 7. Σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε με απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου σε ποινή στερητική της ελευθερίας και άσκησε έφεση, η οποία όμως δεν έχει ανασταλτική δύναμη, μπορεί να ζητηθεί με αίτηση του ίδιου ή του εισαγγελέα η αναστολή της εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης, μέχρις ότου εκδοθεί η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Η αίτηση απευθύνεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο και αν πρόκειται για το μικτό ορκωτό εφετείο και αυτό δεν συνεδριάζει, στο πενταμελές εφετείο. Στον κατηγορούμενο μπορεί να επιβληθούν περιοριστικοί όροι. Εάν η αίτηση απορριφθεί, νέα αίτηση δεν μπορεί να υποβληθεί πριν παρέλθει ένας μήνας από τη δημοσίευση της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η προηγούμενη. Εάν στον κατηγορούμενο επιβληθεί ο περιοριστικός όρος του κατ` οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση, εφαρμόζονται αντίστοιχα και τα οριζόμενα στο άρθρο 283Α, με την εξαίρεση της παραγράφου 2 του εν λόγω άρθρου. 8. Τότε μόνο δεν χορηγείται ανασταλτικό αποτέλεσμα, κατά την παράγραφο 4 του παρόντος, στην έφεση ή απορρίπτεται η αίτηση αναστολής εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης, όταν κρίνεται αιτιολογημένα ότι οι περιοριστικοί όροι δεν αρκούν και ότι ο κατηγορούμενος δεν έχει γνωστή και μόνιμη διαμονή στη χώρα ή έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνει τη φυγή του ή κατά το παρελθόν υπήρξε φυγόποινος ή φυγόδικος ή κρίθηκε ένοχος για απόδραση κρατουμένου ή παραβίαση περιορισμών διαμονής, εφόσον από τη συνδρομή των παραπάνω στοιχείων προκύπτει σκοπός φυγής ή κρίνεται αιτιολογημένα ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό, όπως προκύπτει από προηγούμενες καταδίκες του για αξιόποινες πράξεις ή από τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης, να διαπράξει και άλλα εγκλήματα. Το δικαστήριο σε κάθε περίπτωση χορηγεί ανασταλτικό αποτέλεσμα ή αναστολή εκτελέσεως, αν αιτιολογημένα κρίνει ότι η άμεση έκτιση ή συνέχιση έκτισης της ποινής θα έχει ως συνέπεια υπέρμετρη και ανεπανόρθωτη βλάβη για τον ίδιο ή για την οικογένεια του. Αν παραβιαστούν οι όροι που τέθηκαν το αρμόδιο δικαστήριο αποφαίνεται, ύστερα από αίτηση του εισαγγελέα, για την άρση ή όχι της χορηγηθείσας αναστολής εκτελέσεως. 9. Ο κατηγορούμενος κλητεύεται, σύμφωνα με τα άρθρα 155 έως 161 και 166, στο δικαστήριο που είναι αρμόδιο κατά τις παραγράφους 6 και 7 αυτού του άρθρου. Αν κρατείται μακριά από την έδρα του δικαστηρίου, δεν προσάγεται σε αυτό. 40
41 10. Για όλες τις παρεπόμενες στερήσεις δικαιωμάτων, εκπτώσεις και ανικανότητες, το ανασταλτικό αποτέλεσμα επέρχεται πάντοτε αυτοδικαίως.» 1. Παράγραφος 1 Στην πρώτη παράγραφο του αρ. 497 ΚΠΔ ορίζεται, κατά παρέκκλιση του κανόνα, ο οποίος τίθεται από το αρ. 471 παρ. 1 εδ. α' ΚΠΔ, πως ανασταλτικό αποτέλεσμα έχει μόνον η έφεση, που ασκήθηκε παραδεκτά, και όχι η προθεσμία για την άσκησή της. Επομένως, όσο διαρκεί η προθεσμία για άσκηση έφεσης η απόφαση εκτελείται. 57 Η πρόβλεψη αυτή είχε δεχθεί κριτική 58 με έρεισμα αφενός στην τρώση που υφίσταται το τεκμήριο αθωότητας το οποίο είναι ζωντανό μέχρι την εκδίκαση της εφέσεως καίτοι έχει πληγεί από την έκδοση της πρωτοβαθμίου αποφάσεως αφετέρου στην παράβαση του άρθρο 6 παρ 2 ΕΣΔΑ σε συνδυασμό με το 7 ο συμπληρωματικό πρωτόκολλο που επέρχεται σε κάθε περίπτωση περιορισμού του ανασταλτικού αποτελέσματος. 59 Σε μία προσπάθεια περιορισμού του πεδίου εφαρμογής της διατάξεως αυτής είχε διατυπωθεί η άποψη ότι η ερρήμην του κατηγορουμένου εκδιδόμενη εκκλητή καταδικαστική απόφαση μπορεί να εκτελεστεί αφού πρώτα επιδοθεί σε αυτόν και παρέλθει άπρακτη η προθεσμία της εφέσεως 60 Η άποψη αυτή εκφράστηκε στηριζόμενη στο σκεπτικό ότι αφενός από το άρθρο 546 ΚΠΔ συνάγεται ότι κανόνας είναι το αμετάκλητο της απόφασης προκειμένου να εκτελεστεί αυτή και κατ εξαίρεση μπορεί να χωρέσει άμεση εκτέλεση όπου το προβλέπει ο νόμος και συγκεκριμένα στις περιπτώσεις των άρθρων 341 παρ. 2, 429 παρ. 2, 471 παρ. 2, 497 παρ. 3 και 4 και 504 ΚΠΔ και αφετέρου η διάταξη του άρθρου 497 παρ. 1 δεν εντάσσεται στις ως άνω εξαιρέσεις καθόσον αυτή ορίζει σχετικώς με την ανασταλτικότητα της εφέσεως κατά την διάρκεια της προθεσμίας της εφέσεως και όχι περί αποφάσεως μη ούσας αμετακλήτου. 57 Παπαδαμάκης, ό.π., σελ Ανδρουλάκης, ό.π., Καρράς, ό.π., Μαργαρίτης, ό.π., Παπαδαμάκης, ό.π. 59 Μαργαρίτης, ό.π., σελ ΓνωμΕισΕφΛαρ 6/1957 (Ν. Τζαβέλλας), ΠοινΧρ 1958, σελ. 55 της εκτελέσεως της καταδικαστικής 41
42 Η άποψη αυτή κατακρίθηκε ως μη ορθή 61 αφού δε φαίνεται να συνάδει με το γράμμα του νόμου αλλά ούτε και με το σκοπό του που έγκειται στο ότι «ο μεν καταδικασθείς παρών μη δυνηθή να καταστή φυγόποινος, ο δε καταδικασθείς απών, όστις, δια της μη ανταποκρίσεως εις την πρόσκλησην της διωκούσης αρχής προς εμφάνισην ενώπιον του ακροατηρίου ίνα δώση λόγον της πράξεώς του, εξεδήλωσεν ήδη την προς ανυποταξίαν διάθεση και πρέπει να συλληφθεί το ταχύτερον και υποβληθή εις εκτέλεσιν της καταδικαστικής αποφάσεως, έστω και μη αμετακλήτως καταστάσης». Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, 62 η πρόβλεψη περί μη χορηγήσεως ανασταλτικού αποτελέσματος στην προθεσμία της εφέσεως είχε προβλεφθεί ήδη από το 1934 αρχικά με το άρθρο 505 παρ. 1 του ΣχΚΠΔ 1934 στην αιτιολογική έκθεση του οποίου δεν υπήρχε ιδιαίτερη εξήγηση. Διατηρήθηκε διαχρονικά πάντως για τη διασφάλιση της αποτροπής του ενδεχομένου να καταστεί ο καταδικασμένος φυγόποινος, ρύθμιση η οποία κινείται στην ίδια κατεύθυνση με εκείνη του άρθρου 471 παρ. 1 εδ. β ΚΠΔ που ορίζει ότι δεν αναστέλλεται η διάταξη του βουλεύματος που αφορά τη σύλληψη ή την προσωρινή κράτηση ενώ ο περιορισμός αυτός είναι και σύμφωνος και με διατάξεις υπέρτερης νομοθετικής ισχύος και δη με το άρθρο 5 παρ. 1 περ. γ ΕΣΔΑ. Υπό τα σημερινά δεδομένα πάντως και δη ενόψει της δυνατότητας εκπροσώπησης σε κάθε περίπτωση του κατηγορουμένου κατ άρθρο 340 παρ. 2 ΚΠΔ εκμηδενίζεται η σημασία της ανωτέρω πρόβλεψης. 63 Σε περίπτωση δε που ο κατηγορούμενος - καταδικασθείς είναι παρών και η έφεσή του έχει αναστέλλουσα δύναμη, παρατηρείται στην πράξη η οξύμωρη εικόνα να οδηγείται αυτός σιδηροδέσμιος και με αστυνομική συνοδεία από την αίθουσα του ακροατηρίου μέχρι το αρμόδιο γραφείο των ενδίκων μέσων (απόσταση συνήθως όχι μεγαλύτερη των 50 μέτρων) προκειμένου να ασκήσει έφεση και να ενεργοποιηθεί και τύποις το ανασταλτικό αποτέλεσμα. Εν όψει των ανωτέρω εκτεθέντων θα ήταν επιθυμητή μία νομοθετική παρέμβαση προς τη σωστή κατεύθυνση, σύμφωνα και με το γενικό κανόνα του 471 ΚΠΔ 61 Ζησιάδης, ό.π., Καστανάς Εκτέλεσις άμεσος, απόφασης εκκλητής, εκδοθείσας εν απουσία του κατηγορουμένου, ΠοινΧρ 1958, σελ. 116, ό.π., Κονταξής, ό.π., Μαργαρίτης, ό.π. 62 Σελ Μαργαρίτης ό.π., σελ
43 Η παραδεκτώς ασκουμένη λοιπόν έφεση κατά απόφασης υποκείμενης στο ένδικο μέσο της έφεσης (άρθρα ΚΠΔ), από πρόσωπο δικαιούμενο στο ένδικο μέσο της έφεσης, το οποίο να έχει έννομο συμφέρον στην άσκηση του ενδίκου μέσου (άρθρο 463 ΚΠΔ), εμπρόθεσμα (άρθρο 473 ΚΠΔ), με τήρηση των διατυπώσεων που ορίζει το άρθρο 465 ΚΠΔ, και να μην έχει γίνει παραίτηση από το ένδικο μέσο κατ άρθρο 475 ΚΠΔ (αρνητική προϋπόθεση του παραδεκτού), 64 έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα και όχι η προθεσμία αυτής. Έτσι, σε περίπτωση άσκησης απαράδεκτης έφεσης η καταδικαστική απόφαση εκτελείται αμέσως υπό την επίβλεψη του αρμόδιου εισαγγελέα, που ελέγχει την ύπαρξη πλημμελειών ως προς την άσκηση του ενδίκου μέσου, ενώ ενδεχόμενοι δισταγμοίαμφισβητήσεις σχετικά με την ανασταλτική δύναμη της ασκηθείσας έφεσης επιλύονται σύμφωνα με τη διαδικασία του αρ. 472 ΚΠΔ. Από την άλλη πλευρά, η υποχρεωτικά βάσει του αρ. 476 παρ. 1 ΚΠΔ περιλαμβανόμενη διάταξη περί εκτελέσεως της προσβληθείσας απόφασης σε εκείνη, που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο, δεν σημαίνει, ότι η πρωτοβάθμια απόφαση δεν εκτελείται έως την έκδοση της απορρίπτουσας το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο απόφασης, αλλά έχει την έννοια της επικύρωσης της τυχόν εκτέλεσης, που έλαβε χώρα με πρωτοβουλία του εισαγγελέα. 65 Επιπλέον του παραδεκτού, ως προϋπόθεση ενεργοποίησης του χορηγούμενου από το νόμο ή το δικαστήριο ανασταλτικού αποτελέσματος, είναι η τήρηση των διατυπώσεων του αρθρ. 498 ΚΠΔ, το οποίο είναι ειδικότερο σε σχέση με το αρθρ. 476 ΚΠΔ που προβλέπει τους όρους παραδεκτής άσκησης ενδίκων μέσων, ως προς τη νομότυπη άσκηση της έφεσης κατά αποφάσεων. Συγκεκριμένα προβλέπει υποχρέωση του διαδίκου που ασκεί την έφεση να διορίζει στην σχετική έκθεση που συντάσσεται από τον αρμόδιο υπάλληλο κατά το αρθρ. 474 ΚΠΔ, αντίκλητο δικηγόρο της έδρας του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση ή δικάζει σε δεύτερο βαθμό προκειμένου να του γίνονται επιδόσεις που αφορούν το διάδικο εκτός από την κλήση για την συζήτηση της έφεσης, να δηλώνει την διεύθυνση της κατοικίας του και κάθε μεταβολή αυτής σε πέντε μέρες στον εισαγγελέα εφετών, άλλως ορίζει ότι η απόφαση εκτελείται αμέσως με φροντίδα του αρμόδιου εισαγγελέα ή δημοσίου κατηγόρου. Αυτό σημαίνει δηλαδή ότι η μη τήρηση των διατυπώσεων του άρθρου 64 Συμεωνίδης, ο.π., σ.123, Κονταξής, ΚΠΔ, ο.π., σ.2998, Μαργαρίτης, Ποινική Δικονομία-Ένδικα μέσα, ο.π., σ.292, ο ίδιος, ΚΠΔ, ο.π., σ Συμεωνίδη, ο.π., σελ
44 498 ΚΠΔ δεν καθιστά απαράδεκτη την έφεση αλλά ματαιώνει το επελθόν κατ άρθρ. 497 ΚΠΔ ανασταλτικό αποτέλεσμα. 66 Πρέπει να ξεκαθαριστεί ότι οι διατυπώσεις που ορίζονται στο νόμο όπως αναφέρει το άρθρο 476 δεν αφορούν τη διάταξη του άρθρου 498 ΚΠΔ, αλλά τις διατάξεις των άρθρων 341 παρ. 2, 474, 473 παρ. 2, 465, 478 παρ. 2, 482 παρ. 2 και 508 ΚΠΔ. 67 Επομένως, το δικαστήριο που κηρύσσει απαράδεκτη την έφεση για το λόγο ότι δεν τηρήθηκαν οι διατυπώσεις του αρθρ. 498 ΚΠΔ υποπίπτει σε υπέρβαση εξουσίας (510 παρ. 1 περ. Η ) 68 Άλλωστε η διάταξη του Εισαγγελέα ο οποίος παραγγέλλει την εκτέλεση της εκκαλούμενης απόφασης λόγω μη τήρησης των διατυπώσεων του αρθρ. 498 ΚΠΔ είναι ανακλητή διοικητική πράξη, αφού στηρίζεται σε καθαρά πραγματικά γεγονότα Παράγραφοi 2 και 10 Σύμφωνα με ρητή πρόβλεψη στην παρ. 2 του αρ. 497 ΚΠΔ, αναστέλλεται αυτοδικαίως η εκτέλεση της ποινής σε περίπτωση επιβολής ποινής φυλάκισης έως τριών ετών, ενώ μέχρι την πρόσφατη νομοθετική επέμβαση το όριο της αυτοδίκαιης 66 Μαργαρίτης, «Ποινική Δικονομία», τόμος 1, ό.π., σελ Μπουρόπουλος, ο.π., σ.601, Συμεωνίδη, ο.π.,σ.126επ., Κονταξή, ΚΠΔ, ο.π., σ.3023, Μαργαρίτη Μ., Μαργαρίτης Μ., Ερμηνεία Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, Θεωρία Νομολογία, εκδ. Δίκαιο & Οικονομία Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα, 2008, σ.1022, Παπασπύρου, Το ένδικον μέσον της εφέσεως κατά των αποφάσεων των ποινικών δικαστηρίων, ο.π., σ.92, Πεπόνης, Οι συνέπειες του μη διορισμού αντικλήτου στην περί ασκήσεως εφέσεως συντασσομένη έκθεση, ΠοινΧρ2002, ο.π., σ.279, ΟλΑΠ 827/84, ΠοινΧρ1985, σελ. 59, ΑΠ 1604/2003, Αρμ 2004, σελ. 126 με παρατ. Ζαχαριάδη. Σημειώνεται δε ότι το σχετικό άρθρο 506 ΣχΚΠΔ 1934 όριζε ότι «μη διορισθέντος αντικλήτου η έφεσις θεωρείται ως μη γενόμενη», κάτι που απαλείφθηκε, ενώ κατά τη προϊσχύσασα Ποινική Δικονομία ο μη διορισμός αντικλήτου συνεπάγετο το απαράδεκτο της έφεσης. 68 ΟλΑΠ 827/84, ΠοινΧρ1985, σ.59, ΑΠ1604/2003, Αρμ 2004, σ.126 με παρατ. Ζαχαριάδη, Πεπόνης, ΠοινΧρ2002,ο.α.π., σ ΔιατΕισΕφΑθ 1415/1975, ΠοινΧρ 1975, σελ. 796, που αναφέρεται σε «διάταξη παραγγέλουσα άμεσον εκτέλεσιν αποφάσεως, καθόσον ησκήθη μεν νομοτύπως έφεσις έχουσα ανασταλτικόν αποτέλεσμα, η εκκαλούσα όμως δεν εδήλωσεν, ως όφειλε κατ άρθρον 498 ΚΠΔ, την γενόμενην μεταβολήν της κατοικίας της εντός πέντε ημερών εις τον Εισαγγελέα Εφετών», και κατά την οποία «η διάταξη του Εισαγγελέα για την εκτέλεση της εκκαλούμενης απόφασης λόγω μη τήρησης των διατυπώσεων του 498 συνιστά πράξη διοικητικής φύσεως, βεβαιωτικού χαρακτήρα, με αποτέλεσμα να είναι δυνατή η ανάκληση της από τον εισαγγελέα που την εξέδωσε σε περίπτωση σφάλματος, παραδρομής ή εσφαλμένης εκτίμησης, αφού στηρίζεται σε καθαρά πραγματικά γεγονότα και όχι σε εκτίμηση ή αξιολόγηση πραγματικών ή νομικών δεδομένων στις οποίες στηρίζονται κατά κανόνα οι πράξεις δικαστικής φύσεως του εισαγγελέα που δεν ανακαλούνται». Έτσι και Μαργαρίτης, ΚΠΔ, ο.π., σ.2828 ο οποίος επισημαίνει ότι θα ήταν σύμφωνο με την συνταγματική επιταγή για σεβασμό της αρχής της αναλογικότητας κατά το αρ 25 παρ. 1 εδ τελ. Σ να αίρεται η συνέπεια του αρθρ. 498 ΚΠΔ και επομένως να είναι δυνατή η ανάκληση της διάταξης του εισαγγελέα που παραγγέλλει την εκτέλεση της εκκαλούμενης απόφασης σε περίπτωση εκ των υστέρων διορισμού αντικλήτου ή μεταγενέστερης δήλωσης ακριβούς διευθύνσεως εκ μέρους του εκκαλούντος, όπου προβλέπεται αυτοδίκαιο ανασταλτικό αποτέλεσμα εκ του νόμου κατά το 497 παρ. 2 ΚΠΔ, καθότι εδώ η ανωτέρω κύρωση σε βάρος του ανασταλτικού αποτελέσματος δεν είναι πρόσφορη για την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκεται με την υποχρεωτική τήρηση των διατυπώσεων του αρθρ. 498 ΚΠΔ και η ωφέλεια είναι ποσοτικά και ποιοτικά κατώτερη από την αντίστοιχη βλάβη. 44
45 αναστολής ήταν οι έξι μήνες υπό την προϋπόθεση, ότι αυτός, που καταδικάστηκε, δεν βρισκόταν σε προσωρινή κράτηση. Με αφορμή τη συγκεκριμένης πρόβλεψη μπορούμε να εξετάσουμε και τις λοιπές περιπτώσεις κατά τις οποίες το ανασταλτικό αποτέλεσμα επέρχεται αυτοδικαίως: i) Αυτοδικαίως αναστέλλεται η επιβολή ποινής φυλάκισης έως και τρία έτη ακριβώς, ενώ σύμφωνα με το παλαιότερο καθεστώς θα έπρεπε η επιβληθείσα ποινή να είναι μικρότερη των έξι μηνών. Αν είχε επιβληθεί ποινή φυλάκισης ακριβώς έξι μηνών ή μεγαλύτερη, η αναστολή επαφιόταν στην κρίση του δικαστηρίου. Στον κανόνα της αυτόματης αναστολής εμπίπτει, προφανώς, και η περίπτωση επιβολής ποινής κράτησης. Επίσης, από τη συγκεκριμένη διάταξη σε συνδυασμό αφενός με την κατάργηση της παρ. 6 του αρθρ. 497 ΚΠΔ, όπως αυτή ίσχυε μέχρι την πρόσφατη αντικατάσταση του άρθρου αυτού, αφετέρου από τη μη πρόβλεψη συναφούς περιεχομένου διάταξης, συνάγεται το συμπέρασμα, ότι όταν επιβάλλεται ποινή φυλάκισης έως τρία έτη από το Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο ή το Τριμελές Εφετείο, ανεξαρτήτως του πλημμεληματικού ή κακουργηματικού χαρακτήρα της αξιόποινης πράξεως, η στερητική της ελευθερίας ποινή αυτή, εφόσον ασκηθεί παραδεκτώς έφεση κατά αυτής, αναστέλλεται αυτοδικαίως. Αντιθέτως, σύμφωνα με το προγενέστερο καθεστώς, εφόσον ασκούνταν έφεση κατά απόφασης του μεικτού ορκωτού δικαστηρίου ή του τριμελούς εφετείου, ακόμα και αν είχε επιβληθεί ποινή φυλάκισης μικρότερη των έξι μηνών, η χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος ήταν δυνατή μόνον με απόφαση του δικαστηρίου, δυνάμει ρητής προβλέψεως στο αρ. 497 παρ. 6 εδ. β' ΚΠΔ. Το συγκεκριμένο όριο των έξι μηνών, σύμφωνα με την προγενέστερη πρόβλεψη, το οποίο αντανακλούσε τη μειωμένη απαξία της αξιόποινης συμπεριφοράς και την έλλειψη επικινδυνότητας του δράστη, ευλόγως επικρινόταν 70 ως ιδιαιτέρως χαμηλό, αλλά και αναχρονιστικό, ενόψει και των νομοθετικών εξελίξεων στο χώρο της αναστολής του αρ. 99 επ. ΠΚ και της μετατροπής της ποινής του αρ. 82 ΠΚ. Ευλόγως ο νομοθέτης, ανταποκρινόμενος στις υποδείξεις της θεωρίας για ανύψωση του ορίου της ποινής, η οποία θα αναστέλλεται αυτοδικαίως, και κατόπιν συνολικής θεωρήσεως των θεσμών του ανασταλτικού αποτελέσματος, της αναστολής της ποινής υπό όρο και της μετατροπής της ποινής, προέβη στον ορισμό των τριών πλέον ετών 70 Συμεωνίδης, ο.π., σελ. 142 επ. 45
46 ως όριο για την αυτοδίκαιη επέλευση του ανασταλτικού αποτελέσματος της έφεσης κατά αποφάσεων. Παρά την ορθή κατά βάση διαμόρφωση του άρθρου 497, όσον αφορά το ύψος της ποινής μέχρι την οποία το ανασταλτικό αποτέλεσμα της εφέσεως θα επέρχεται αυτοδικαίως, θα πρέπει οι μελλοντικές τυχόν τροποποιήσεις να εμφανίζουν ακόμη περισσότερη ελαστικότητα, ώστε η προφανής αντίθεση με το τεκμήριο της αθωότητας να καθίσταται όσο γίνεται πιο ασθενέστερη, προκειμένου να παρέχεται επαρκής δικαιοκρατική αιτιολόγηση. 71 Προς την κατεύθυνση αυτή και δικαιοκρατικά πιο φιλελεύθερη από την ισχύουσα ρύθμιση καίτοι συνταγμένη προ δεκαπενταετίας εμφανιζόταν η διάταξη του άρθρου 444 παρ. 2 του, συνταγέντος από επιτροπή λειτουργήσασα υπό την προεδρία του Μανωλεδάκη, Σχεδίου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας η οποία όριζε τα ακόλουθα: «Αν με την καταδικαστική απόφαση επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης, η παραδεκτά ασκούμενη έφεση έχει αυτοδικαίως ανασταλτικό αποτέλεσμα. Αν η ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε είναι μεγαλύτερη από τρία χρόνια, το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση μπορεί να επιβάλλει περιοριστικούς όρους» Τέλος, θα πρέπει να επισημανθεί, ότι βάσει του ισχύοντος νομοθετικού καθεστώτος δεν έχει καμία σημασία, αναφορικά με το αυτοδίκαιο της επέλευσης του ανασταλτικού αποτελέσματος, το γεγονός, ότι αυτός, ο οποίος καταδικάστηκε, βρισκόταν σε προσωρινή κράτηση, καθώς δεν υφίσταται πλέον σχετική πρόβλεψη με εκείνη της δευτέρας παραγράφου του αρ. 497 ΚΠΔ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάσταση του εν λόγου άρθρου. 72 ii) Αυτομάτως ανασταλτικό αποτέλεσμα επιφέρει, επίσης, η νομότυπη άσκηση έφεσης κατά της πρωτόδικης απόφασης, η οποία επέβαλε οποιαδήποτε ποινή σε χρήμα, χρηματική ποινή ή πρόστιμο, 73 δυνάμει του αρ. 471 παρ. 1 σε συνδυασμό 71 Καρράς Α., Η καθυστέρηση της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης Δικαιοκρατική και αποτελεσματική αντιμετώπισή της, ΠοινΧρ, 2015, Μαργαρίτης, ο.π. σελ ΓνωμΕισΠρωτΣύρ 3/2005, ΠοινΔικ 2005, σελ όπου σχετικά με το ζήτημα αναφέρονται οι ακόλουθες δυνατότητες: α) Aν της εκκλητής απόφασης η έφεση κέκτηται ανασταλτικού αποτελέσματος είτε εκ του νόμου αυτοδικαίως είτε κατόπιν κρίσεως του δικάσαντος δικαστηρίου, επιβεβλημένη τυγχάνει η άσκηση του ανωτέρω ενδίκου μέσου εκ μέρους του καταδικασθέντος και β) αν η έφεση δεν κέκτηται ανασταλτικού αποτελέσματος είτε λόγω πρόβλεψης του νόμου είτε λόγω σχετικής κρίσης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ενδείκνυται πρώτον, η παραχρήμα άσκηση έφεσης και δεύτερον η χορήγηση αναστολής εκτελέσεως στην πρωτόδικη απόφαση από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατά τη διαδικασία του άρθρου 497 παρ. 7 ΚΠΔ, καταλήγοντας ουσιαστικά στο ίδιο αποτέλεσμα ήτοι την αναστολή εκτελέσεως των χρηματικών ποινών ή των στερητικών της ελευθερίας ποινών οι οποίες έχουν τύχει του ευεργετήματος της μετατροπής. 46
47 με το αρ. 497 παρ. 1 ΚΠΔ και ελλείψει διαφορετικής πρόβλεψης αναφορικά με τις συγκεκριμένες ποινές. Άλλωστε προϋπόθεση για την έναρξη του σταδίου εκτέλεσης απόφασης αποτελεί η ύπαρξη εκτελεστού τίτλου, επί του οποίου στηρίζεται το δικαίωμα της πολιτείας για την υλοποίηση της ποινικής κύρωσης με αντίστοιχη υποχρέωση του πολίτη να την υποστεί. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση, αποτελεί κατ άρθρο 546 ΚΠΔ τίτλο εκτελεστό «μόλις γίνει αμετάκλητη, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά σε ειδικές περιπτώσεις» μέσα στις οποίες δεν εντάσσεται η χρηματική ποινή. iii) Σχετικά με τις παρεπόμενες στερήσεις δικαιωμάτων και ανικανότητες σύμφωνα με το άρθρο 497 παρ. 10 το ανασταλτικό αποτέλεσμα επέρχεται για όλες πάντοτε αυτοδικαίως. Το ζήτημα που είχε τεθεί παλαιότερα πριν την τροποποίηση της διάταξης από το Ν 3904/2010 αν στο όρο «στερήσεις δικαιωμάτων» που υπήρχε στο εδ. ε της παρ. 2 του άρθρου 497 ΚΠΔ περιλαμβάνονται μόνο οι μνημονευόμενες στο άρθρο 489 παρ. 1 εδ. β και γ ΚΠΔ στερήσεις ή και η παρεπόμενη ποινή του άρθρου 67 ΠΚ, πλέον λύθηκε αφού με τη διάταξη της παραγράφου 10 του άρθρου 497 ΚΠΔ το ανασταλτικό αποτέλεσμα αφορά όλες τις στερήσεις (άρα και του άρθρου 67 ΠΚ) και επέρχεται πάντοτε, δηλαδή τόσο με την προθεσμία όσο και με την άσκηση της έφεσης, αυτοδικαίως. 74 Εδώ θα πρέπει να υπαχθεί και η παρεπόμενη ποινή (μέτρο ασφαλείας) της δήμευσης του άρθρου 76 παρ. 1 ΠΚ η οποία αποτελεί αποστέρηση του δικαιώματος της ιδιοκτησίας του δημευθέντος πράγματος. Η καθολικότητα της διατύπωσης δεν αφήνει περιθώρια αμφισβητήσεων και ως εκ τούτου το ανασταλτικό αποτέλεσμα αφορά όλες τις στερήσεις και επέρχεται πάντα, δηλαδή τόσο με την άσκηση της εφέσεως όσο και με την προθεσμία άσκησης 75. iv) Όσον αφορά την αναστολή του τμήματος της απόφασης που διατάσσει απόδοση των πραγμάτων που αφαιρέθηκαν ή των πειστηρίων ανέκυψε διχογνωμία σε θεωρία και πράξη σχετικά με το σε ποιό χρόνο αυτή εκτελείται. 76 Κατά μία άποψη η παρεπόμενη διάταξη για απόδοση των κατασχεθέντων κατ άρθρο 373 ΚΠΔ εκτελείται μόλις η απόφαση καταστεί αμετάκλητη. 77 Περαιτέρω σε 74 Μαργαρίτης, ο.π. σελ. 294, Συμεωνίδης, ο.π., σελ Κονταξής, ό.π., σελ. 3002, Μαργαρίτης, ό.π. σελ. 294, Παπασπύρου, ό.π., σελ Μαργαρίτης, α.ό.π., υποσ
48 σχετική γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του ΑΠ 78 εκφράστηκε η άποψη ότι η κατ άρθρο 547 ΚΠΔ άμεση εκτέλεση αφορά μόνο το σκέλος της κήρυξης της αθωότητας όχι τις λοιπές διατάξεις που αφορούν την απόδοση ή δήμευση των αφαιρεθέντων ή πειστηρίων ή στο πολιτικό εν γένει μέρος ήτοι αυτό της καταδίκης του πολιτικώς ενάγοντος ή του μηνυτή για αποζημίωση υπέρ του αθωωθέντος ή στα έξοδα κατ άρθρο 71 ΚΠΔ. Ανακύπτει το εύλογο ζήτημα εάν η σχετική διάταξη θα έπρεπε να αποκοπεί από την υπόλοιπη απόφαση ως προς την επέλευση του αμετάκλητου δεδομένου ότι πρώτον δεν έχει έννομο συμφέρον ο κατηγορούμενος να προσβάλλει το σκέλος αυτό που διατάσσει την απόδοση των κατασχεθέντων και δεύτερον σε κάθε περίπτωση η συγκεκριμένη διάταξη δεν είναι δυνατόν να μεταβληθεί στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο αφού κάτι τέτοιο θα σήμαινε χειροτέρευση της θέσεως του κατηγορουμένου κατ άρθρο 470. Άξια αναφοράς ως προς τις σκέψεις που μεταχειρίστηκε είναι η εισαγγελική πρόταση του Εισαγγελέα Ζυγουρα 79 που ασχολήθηκε με το ζήτημα και υποστήριξε ότι από την διάταξη του άρθρου 502 παρ. 2 ΚΠΔ προκύπτει σαφώς ότι, εάν η έφεση είναι γενική, εάν δηλαδή προσβάλλεται δι αυτής η απόφαση του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου εν τω συνόλω της τότε το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα είναι καθολικό. Βέβαια σε αυτήν την περίπτωση ισχύει η αρχή της μη χειροτέρευσης κατ άρθρο 470 ΚΠΔ όμως δε θα ήταν ορθό εάν εγένετο δεκτό ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν έχει εξουσία επί γενικής εφέσεως να διατάξει π.χ. αναστολή εκτέλεσης της ποινής για το λόγο ότι αυτή είχε διαταχθεί πρωτοδίκως και συνεπώς δεν μετεβιβάσθη η υπόθεση ως προς τη διάταξη αυτή αφού ο κατηγορούμενος δεν είχε συμφέρον να την εκκαλέσει. Εν κατακλείδι κατά την άποψη αυτή,θα ήταν εσφαλμένο να γίνει δεκτό ότι δεν μεταβιβάζονται οι διατάξεις που ωφελούν τον κατηγορούμενο στο β βάθμιο Δικαστήριο ενόψει και του γεγονότος ότι το δικαστήριο δεν έχει την εξουσία να τις μεταβάλλει. Πρέπει λοιπόν να μεταβιβάζονται και αυτές οι διατάξεις γιατί άλλως θα υπήρχε κενό σε περίπτωση που για παράδειγμα η πρωτόδικη απόφαση είχε διατάξει 77 ΑΠ 813/2004, ΠοινΔικ 2004, σελ ΓνωμΕισΑΠ 48510/1980 ΠοινΧρ 1980, 907 ΠΑΠΑΚΑΡΥΑΣ 79 ΕφΠατρ 420/1995 Αρμ 1996,
49 τη δήμευση ορισμένων αντικειμένων και την απόδοση των λοιπών θα ήταν λάθος στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο να μεταβιβάζεται μόνο η διάταξη για τη δήμευση και ότι η απόφαση του β βάθμιου Δικαστηρίου θα συμπληρωνόταν ως προς τα λοιπά από την πρωτοβάθμια απόφαση. Σημειώνει τέλος ότι από τα άρθρα 546 και 547 ΚΠΔ προκύπτει ότι τόσο η καταδικαστική όσο και η αθωωτική απόφαση ως προς την διάταξη της απόδοσης των κατασχεθέντων εκτελούνται μόλις καταστούν αμετάκλητες. Ορθότερη είναι η άποψη σύμφωνα με την οποία δεν μεταβιβάζεται η διάταξη καταδικαστικής απόφασης περί αποδόσεως κατασχεθέντος αυτοκινήτου στο β βάθμιο Δικαστήριο που θα κρίνει έφεση περί ενοχής και ποινής λόγω α) της κατ άρθρο 492 ΚΠΔ αυτοτέλειας αυτού του μέρους της απόφασης β) του προσδιορισμού της εκτάσεως της μεταβιβάσεως από τα προβαλλόμενα παράπονα (άρθρ. 474 παρ. 2 και 502 παρ. 2 ΚΠΔ) και γ) της κατ άρθρο 470 εδ. α ΚΠΔ απαγόρευσης χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου. 80 Με βάση το παρατιθέμενο θεωρητικό και Νομολογιακό υλικό συμπεραίνεται αφενός ότι η περί αποδόσεως κατασχεθέντος αντικειμένου διάταξη της (καταδικαστικής ή αθωωτικής) αποφάσεως εκτελείται μόλις αυτή (= η διάταξη) καταστεί αμετάκλητη και αφετέρου ότι το αμετάκλητο της συγκεκριμένης διατάξεως οφείλει χρονικά να αποσυνδεθεί από το αμετάκλητο του υπόλοιπου μέρους της αποφάσεως, όταν η διάταξη δεν έχει προσβληθεί αυτοτελώς με ένδικο μέσο, πολύ δε περισσότερο όταν ρητά εξαιρείται με σχετική δήλωση στην έκθεση ασκήσεως του ε.μ. από την προσβολή. 81 v) Το ανασταλτικό αποτέλεσμα επέρχεται αυτοδικαίως και στην περίπτωση που προσβάλλεται με έφεση διάταξη καταδικαστικής απόφασης που επιδικάζει πολιτικές απαιτήσεις, αποζημίωση στην πολιτική αγωγή ή αποζημίωση και έξοδα υπέρ του αθωωθέντος κατηγορουμένου (αρθρ. 71 ΚΠΔ), διότι οι αστικές απαιτήσεις εκτελούνται βάσει των διατάξεων της πολιτικής δικονομίας (αρθρ. 570, 571 ΚΠΔ) ώστε η απόφαση πρέπει να καταστεί πρώτα τελεσίδικη κατά το αστικό δίκαιο για να αποτελεί τίτλο εκτελεστό (αρθρ. 904 παρ. 2 ΚΠολΔ). 82 Έτσι, αναστέλλονται βάσει 80 ΓνωμΕισΕφΘρακ 2846 α /1995 ΠοινΧρ 1996, 143 με σύμφωνες παρατηρήσεις Χαραλαμπάκη 81 Μαργαρίτης, ό.π., σελ Συμεωνίδης, ο.π., σ.152, Μαργαρίτης, ο.π., σ.296, ο ίδιος, ΚΠΔ, ο.π., σ.2783, Κονταξής, ο.π., σ
50 του κανόνα οι αστικές αξιώσεις της πολιτικής αγωγής μέχρι να εκτελεστεί η τελεσίδικη απόφαση. Μάλιστα, το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης κατά καταδικαστικής απόφασης θα επεκτείνεται όχι μόνο στο ποινικό κομμάτι κατά του οποίου ασκείται η έφεση, αλλά και στο πολιτικό μέρος αυτής που θεωρείται συνεκκληθέν, λόγω του παρεπόμενου χαρακτήρα της πολιτικής αγωγής καθότι αναγκαία προϋπόθεση της καταδίκης του κατηγορουμένου για χρηματική ικανοποίηση του παθόντα είναι η κατάφαση της αξιόποινης πράξης με τελεσίδικη απόφαση 83 εκτός αν ο κατηγορούμενος αποδέχθηκε την απόφαση ως προς το συγκεκριμένο κεφάλαιο, περιορίζοντας την έφεσή του μόνο στο ποινικό μέρος. vi) Αναφορικά με τη διάταξη της απόφασης της σχετικής με την πληρωμή των δικαστικών εξόδων, κρίσιμες είναι οι παράγραφοι 1 και 2 του αρ. 588 ΚΠΔ, εκ των οποίων η πρώτη ορίζει, πως «η σχετική διάταξη είναι εκτελεστή από τότε, που είναι εκτελεστή η διάταξη για την ποινή σε κάθε άλλη περίπτωση η διάταξη της απόφασης ή του βουλεύματος για την καταδίκη στα έξοδα είναι εκτελεστή από τότε, που αυτά γίνονται αμετάκλητα». Σύμφωνα δε με την παρ. 2, «το ανασταλτικό αποτέλεσμα από την άσκηση των ενδίκων μέσων ή από την προθεσμία για την άσκησή τους επεκτείνεται και στη διάταξη για τα έξοδα». Από τα παραπάνω συνάγεται το συμπέρασμα, πως το ζήτημα της εκτέλεσης της διάταξης της απόφασης της σχετικής με την πληρωμή των δικαστικών εξόδων συμπλέκεται άμεσα με την ύπαρξη ανασταλτικού αποτελέσματος από την άσκηση έφεσης κατά της απόφασης, η οποία τα επέβαλε, έχοντας παρακολουθηματικό, μάλιστα, χαρακτήρα σε σχέση με την εκτέλεση της κύριας ποινής. 84 Συνεπώς, αναστέλλεται αυτοδικαίως η διάταξη της απόφασης, η σχετική με την επιβολή των δικαστικών εξόδων, από την άσκηση της έφεσης, εφόσον επιβληθεί ποινή φυλάκισης έως τρία έτη, οπότε και η άσκηση έφεσης έχει αυτοδικαίως ανασταλτικό αποτέλεσμα και ως προς την εκτέλεση της επιβληθείσας ποινής. Άλλως, εφόσον χορηγηθεί αναστολή για την περίπτωση άσκησης έφεσης ως προς την κύρια ποινή από το δικαστήριο, αναστέλλεται και η διάταξη η σχετική με την επιβολή των δικαστικών εξόδων από την άσκηση της έφεσης. Σε κάθε περίπτωση δε, κατά το 588 παρ. 1 εδ. β ΚΠΔ η διάταξη της απόφασης ή του βουλεύματος για την καταδίκη 83 Μαργαρίτης, α.ό.π. 84 Συμεωνίδης, σ
51 στα έξοδα είναι εκτελεστή από τότε που αυτά γίνονται αμετάκλητα, 85 πχ αν ανασταλεί η εκτέλεση ανέκκλητης ποινής κατά το άρθρ. 99 ΠΚ αφού κατά το άρθρ. 104 ΠΚ η αναστολή της ποινής δεν απαλλάσσει τον καταδικασμένο από την πληρωμή των δικαστικών εξόδων. vii) Όταν προσβάλλονται αποφάσεις αρχών ασκουσών αστυνομικά καθήκοντα ή αρχών αγροτικής ασφάλειας, που κατ άρθρο 96 Σ. δίκασαν αστυνομικές παραβάσεις ή αγροτικά πταίσματα, κατ εφαρμογή νόμου 86 με τον οποίο ανατέθηκε στις αρχές αυτές η εκδίκαση ορισμένων ελαφρών αστυνομικών και αγροτικών παραβάσεων (πχ. αφαίρεση άδειας ή ποινές από αρχές αγροτικής ασφάλειας) Παράγραφοι 3, 4 και 6 Το ανασταλτικό αποτέλεσμα από την άσκηση του ενδίκου μέσου της έφεσης κατά αποφάσεων δεν επέρχεται πάντοτε αυτοδικαίως, αλλά η επέλευσή του σε ορισμένες περιπτώσεις, οι οποίες προβλέπονται στις παραγράφους 3 και 4 αρθρ. 497 ΚΠΔ, εξαρτάται από την κρίση του δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της δευτέρας παραγράφου του αρθρ. 497 ΚΠΔ, όπως αυτό ίσχυε πριν την πρόσφατη αντικατάστασή του άρθρου αυτού, 88 εφόσον με την καταδικαστική απόφαση επιβαλλόταν ποινή φυλάκισης έξι μηνών ακριβώς ή και μεγαλύτερη, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αποφάσιζε ως προς τη χορήγηση ή μη του ανασταλτικού αποτελέσματος. Επίσης, ακόμα και αν η επιβληθείσα ποινή ήταν μικρότερη από έξι μήνες, το ανασταλτικό αποτέλεσμα δεν επερχόταν αυτοδικαίως, αλλά εξαρτιόταν η χορήγησή του από την κρίση του δικαστηρίου, σε περίπτωση που 85 Παπασπύρου, ο.π., σ.121, Ζησιάδης, ο.π., σ.232, Μαργαρίτης, ο.π., σ.296, ο ίδιος, ΚΠΔ, ο.π., σ.2783, Κονταξής, ΚΠΔ, ο.π., σ.3000, ΓνωμΕισΑΠ3/1992, ΠοινΧρ1992, σελ Έτσι αρθρ. 131παρ1 και 128παρ1 ν.δ. 3030/54 περί αγροφυλακής 87 Παπασπύρου, ο.π., σ.121, 251, Ζησιάδης, ο.π., σ.232, Μαργαρίτης, ο.π., σ.296, ο ίδιος, ΚΠΔ, ο.π., σ.2783, Κονταξής, ΚΠΔ, ο.π., σ ό.π., σελ 20 επ. 51
52 ο κατηγορούμενος τελούσε κατά το χρόνο δημοσιεύσεως της καταδικαστικής απόφασης σε καθεστώς προσωρινής κράτησης. 89 Περαιτέρω, σύμφωνα με την παρ. 6 αρθρ. 497 ΚΠΔ, το δεύτερο εδάφιο της οποίας είχε τροποποιηθεί τελευταίως από το αρθρ. 2 παρ. 20 α Ν. 2408/1996, το τριμελές εφετείο ή το μεικτό ορκωτό δικαστήριο αποφάσιζε ως προς τη χορήγηση ή μη ανασταλτικού αποτελέσματος στην έφεση, που θα ασκούνταν από τον κατηγορούμενο κατά της καταδικαστικής για αυτόν απόφασης, ανεξαρτήτως του είδους και του ύψους της ποινής, που θα επιβαλλόταν. 90 Η παρ. 6 του αρθρ. 497 ΚΠΔ, η οποία προστέθηκε δυνάμει του αρθρ. 13 παρ. 2 Ν. 979/1979, με το αρ. 11 του οποίου νόμου προστέθηκε, επίσης, στ' περίπτωση στο αρθρ. 489 ΚΠΔ, η οποία προέβλεπε τη δυνατότητα άσκησης έφεσης κατά απόφασης του ΜΟΔ ή του πενταμελούς εφετείου, περιλάμβανε αρχικά μόνο το έως προσφάτως ευρισκόμενο σε ισχύ πρώτο εδάφιο. Δεν ήταν δυνατή, συνεπώς, η χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος από την άσκηση έφεσης κατά αποφάσεων των συγκεκριμένων δικαστηρίων ακόμα και στην περίπτωση, που επιβαλλόταν ποινή φυλάκισης. Ο απόλυτος αποκλεισμός κάθε αναστολής στις περιπτώσεις αυτές μετριάσθηκε με την προσθήκη εδ. β' στην παρ. 6 του αρ. 497 ΚΠΔ βάσει του αρ. 26 Ν. 1419/1984, το οποίο προέβλεπε, ότι "Το Μεικτό Ορκωτό Εφετείο, το Επταμελές Εφετείο και κάθε δευτεροβάθμιο δικαστήριο, που δικάζουν μετά από έφεση, αν αναβάλουν την εκδίκαση της, μπορούν να διατάξουν την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης με καταβολή χρηματικής εγγύησης υπό τους περιοριστικούς όρους του άρθρου 294 ΚΠΔ ή και χωρίς αυτούς". Η συγκεκριμένη προσθήκη καταργήθηκε αργότερα με το Ν. 1869/1989, βάσει του οποίου και με το αρ. 26 αυτού προσετέθη νέα αυτοτελής νομική βάση αναστολής ως παρ. 7 στο αρ. 497 ΚΠΔ για τις αποφάσεις όλων ανεξαιρέτως των δικαστηρίων, συμπεριλαμβανομένων και των δικαστηρίων κακουργημάτων, από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Με την παρ. 11 του αρ. 3 Ν. 2145/1993 προστέθηκε εκ νέου δεύτερο εδάφιο στην παρ. 6 του αρ. 497 ΚΠΔ, δυνάμει του οποίου ήταν δυνατή η χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος στην περίπτωση επιβολής ποινής φυλάκισης από το ΜΟΔ και το Τριμελές Εφετείο. Τέλος σύμφωνα με τα όσα προέβλεπε το άρθρο 497 παρ. 2 ΚΠΔ εάν η προσβαλλόμενη απόφαση παρέπεμπε, κηρύσσοντας το Δικαστήριο καθ ύλην 89 Μαργαρίτης, ό.π., σελ εκ της διατυπώσεως συνάγεται ευθέως ότι συμπεριλαμβανόταν και η ποινή της ισοβίου καθείρξεως σε αυτήν τη νομοθετική πρόβλεψη 52
53 αναρμόδιο, τον κατηγορούμενο στο μεικτό ορκωτό, 91 η κρίση για το αν η έφεση που ασκείται από τον κατηγορούμενο έχει το κατά το άρθρο 471 ανασταλτικό αποτέλεσμα ανήκε στο δικαστήριο που δίκασε το οποίο έπρεπε να αποφασίσει αμετάκλητα αμέσως ύστερα από την απαγγελία της απόφασης είτε αυτεπαγγέλτως είτε έπειτα από δήλωση του κατηγορουμένου ότι θα ασκήσει έφεση. Κατά τα λοιπά ορθή ήταν η δυνατότητα που προβλεπόταν στην παρ. 2 του άρθρ. 497 ΚΠΔ η οποία και διατηρήθηκε μέχρι σήμερα σύμφωνα με την οποία στις περιπτώσεις αυτής της παραγράφου το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αναβάλλοντας την εκδίκαση της έφεσης, είχε τη δυνατότητα είτε αυτεπαγγέλτως είτε έπειτα από αίτηση του εισαγγελέα ή του κατηγορουμένου να διατάξει ταυτοχρόνως με την αναβλητική του απόφαση την αναστολή της εκτελέσεως της προσβαλλόμενης απόφασης με τον όρο της καταβολής χρηματικής εγγύησης και αν ακόμη η προσβαλλόμενη απόφαση δεν χορήγησε ανασταλτικό αποτέλεσμα στην κρινόμενη έφεση. Σύμφωνα με το ισχύον νομοθετικό καθεστώς, ύστερα από τις σημαντικές τροποποιήσεις, που επέφερε ο Ν. 3904/2010, (και από μερικές μεταγενέστερες τροποποιήσεις) το τοπίο ως προς τη δυνητική από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο χορήγηση του ανασταλτικού αποτελέσματος διαμορφώνεται σήμερα ως ακολούθως: Στην παράγραφο 3 του άρθρου 497 ΚΠΔ ορίζεται ότι «αν η επιβληθείσα ποινή φυλάκισης είναι μεγαλύτερη των τριών ετών η έφεση έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα εκτός αν το δικαστήριο κρίνει αλλιώς». Με την ανωτέρω διάταξη αντιμετωπίζεται η ποινή φυλάκισης που είναι μεγαλύτερη των τριών ετών, η οποία μπορεί να φτάνει μέχρι τα πέντε ή επί συνολικής ποινής κατ άρθρο 94 ΠΚ τα δέκα χρόνια. Αν είναι μικρότερη των τριών ετών ή ακριβώς τρία έτη βάσει της παραγράφου 2 του άρθρου 497 ΚΠΔ το ανασταλτικό αποτέλεσμα επέρχεται αυτοδικαίως. Σημειωτέον ότι ενδιαφέρει το είδος της ποινής που επιβλήθηκε (φυλάκιση) και όχι ο χαρακτήρας της πράξης που εκδικάστηκε. Ως εκ τούτου εδώ υπάγεται και η περίπτωση που για κακούργημα επιβάλλεται ποινή φυλάκισης μεγαλύτερη των τριών ετών λόγω συνδρομής ελαφρυντικών περιστάσεων οι άλλων λόγων μείωσης της ποινής. Στην εν λόγω νομοθετική πρόβλεψη παρατηρείται έντονα η σχέση κανόνας εξαίρεση όπου κανόνα αποτελεί η κατάφαση και εξαίρεση ο αποκλεισμός του ανασταλτικού αποτελέσματος πράγμα που σημαίνει ότι ειδική αιτιολογία χρειάζεται 91 Μαργαρίτης, ό.π., σελ
54 για την άρνηση χορήγησης ανασταλτικού αποτελέσματος και όχι για τη χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος. Σε περίπτωση που το δικαστήριο δεν αποφαίνεται ρητά επί του αν η τυχόν ασκηθείσα έφεση θα έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα θεωρείται ότι έχει εκ του νόμου. Το Δικαστήριο λοιπόν σε περίπτωση που επιβάλλει ποινή φυλάκισης μεγαλύτερη των τριών ετών, έχει τη δυνατότητα κατ εξαίρεση να μη χορηγήσει στην έφεση ανασταλτικό αποτέλεσμα ή να το χορηγήσει υπό όρους σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 5 του άρθρου 497 ΚΠΔ. Στις ανωτέρω περιπτώσεις η απόφαση του Δικαστηρίου θα πρέπει να περιέχει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία 92 με αναγωγή κατά μία άποψη στα κριτήρια επιβολής προσωρινής κράτησης και κατά άλλη άποψη με αναγωγή στα κριτήρια της παραγράφου 8 του άρθρου 497 ΚΠΔ. Οι όροι του 282ΚΠΔ είναι αυστηρότεροι από αυτούς του 497 παρ 8 και μπορούν να οδηγήσουν δυσκολότερα σε απαγόρευση ανασταλτικού αποτελέσματος αλλά κατ άλλη άποψη θα πρέπει να εφαρμόζονται τα κριτήρια της παρ. 8 του άρθρ. 497 για λόγους συστηματικής ενότητας. 93 Ζήτημα ανέκυψε σχετικά με το αν απαιτείται εκφορά δικαστικής κρίσης σε κάθε περίπτωση. Του νόμου μη διακρίνοντος θα μπορούσε να υποστηριχτεί με ασφάλεια ότι κρίση χρειάζεται πάντα. Ωστόσο η διατύπωση του εν λόγω άρθρου («εκτός αν το δικαστήριο κρίνει») δημιουργεί την αίσθηση ότι θεωρείται κατ αρχήν δεδομένο ότι η έφεση έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα και σε αυτήν την περίπτωση και ότι μόνο για την περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο πρόκειται να αποφανθεί περί του αντιθέτου υποχρεούται να εκφέρει κρίση. Η πιο ουσιαστική επιεικής και τεχνικά λιγότερο περίπλοκη λύση είναι πως δικαστική κρίση χρειάζεται πάντοτε, όμως η απουσία κρίσεως θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως αυτοδίκαιη χωρίς περιοριστικούς όρους επέλευση του ανασταλτικού αποτελέσματος. 94 Σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 497 ΚΠΔ όπως αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 35 του Ν. 4356/ : «Αν με την καταδικαστική απόφαση επιβλήθηκε ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης ή περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων, η κρίση για το αν η έφεση έχει 92 Αρθρ. 139 ΚΠΔ. 93 Παπαδαμάκης, ο.π., σ Μαργαρίτης, ό.π., σελ. 304, Παπαδαμάκης, ό.π., σελ ΦΕΚ Α 181/
55 ανασταλτικό αποτέλεσμα ανήκει στο δικαστήριο που δίκασε. Αυτό, με ειδική αιτιολογία και εφαρμόζοντας τα κριτήρια της παραγράφου 8 του παρόντος άρθρου, καθώς και, στις αντίστοιχες περιπτώσεις, λαμβάνοντας πρωτίστως υπόψη το συμφέρον του ανηλίκου, αποφασίζει αμέσως μετά την απαγγελία της απόφασης, είτε αυτεπαγγέλτως είτε ύστερα από δήλωση του κατηγορουμένου ότι θα ασκήσει έφεση». Με την διάταξη αυτή ρυθμίζεται αφενός η περίπτωση της πρόσκαιρης κάθειρξης, από 5 έως 20 χρόνια, και έως 25 χρόνια σε αληθινή πραγματική συρροή κατά το άρθρ. 94 παρ. 1 ΠΚ και αφετέρου η περίπτωση επιβολής περιορισμού σε Ειδικό Κατάστημα Κράτησης Νέων σε βάρος ανηλίκου ζήτημα το οποίο επί χρόνια ταλάνιζε θεωρία και νομολογία όπως θα αναλύσουμε κατωτέρω. Από τη διατύπωση του άρθρου 497 παρ. 4 «Ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης» συνάγεται ότι στην πρόβλεψη αυτήν δεν συμπεριλαμβάνεται η ποινή της ισόβιας καθείρξεως, κάτι που δεν συνέβαινε με την αντίστοιχη πρόβλεψη του άρθρου 22 του σχεδίου, όπου γινόταν ρητά λόγος για ποινή καθείρξεως πρόσκαιρης ή ισόβιας. Για λόγους μη κατανοητούς από το τελικό κείμενο του ψηφισθέντος νόμου εξέλιπε ο όρος «ισόβια». Πρόκειται για δικαιοκρατική υποχώρηση, όχι μόνο σε σχέση με το σχέδιο νόμου, αλλά και σε σχέση με το παλιό άρθρο (παρ. 6), προδήλως ασύμβατη με τη φύση των ε.μ. Η ρύθμιση αυτή εισάγει μία περίπτωση νομοθετικής ατονίας του ανασταλτικού αποτελέσματος 96 Επίσης δεν μπορούμε να αναζητήσουμε ερμηνευτική λύση στον κανόνα του άρθρου 471 παρ.1 εδ. α λόγω του οξύμωρου που θα ανέκυπτε, δηλαδή στην περίπτωση της πρόσκαιρης κάθειρξης να κρίνει το δικαστήριο για τη χορήγηση ή μη ανασταλτικής δύναμης στην έφεση, ενώ στην περίπτωση της ισόβιας κάθειρξης το αποτέλεσμα να επέρχεται αυτοδικαίως. Μένει ανοιχτός ο δρόμος της αναστολής εκτέλεσης από το Β βάθμιο δικαστήριο μέσω της κατ άρθρο 497 παρ. 7 ΚΠΔ αίτησης. Εκφράστηκε η άποψη από την πλευρά ορισμένων εισαγγελικών λειτουργών ότι η ποινή της ισόβιας κάθειρξης δεν περιλαμβάνεται στις ποινές στερητικές της 96 Μαργαρίτης, ό.π., σελ
56 ελευθερίες και έτσι δεν θα έπρεπε κατά την άποψή τους καν να εισάγονται αιτήσεις (παρ. 7) για αναστολή εκτέλεσης αποφάσεων που είχαν επιβάλλει ισόβια Η ανωτέρω άποψη είναι έωλη 97 όπως καταδεικνύεται από τις ακόλουθες δογματικού και ενδοσυστηματικού χαρακτήρα σκέψεις: Πρώτον, η οριοθέτηση των στερητικών της ελευθερίας ποινών γίνεται από τις διατάξεις των άρθρων 51 έως 55 του Ποινικού Κώδικα. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι στερητική της ελευθερίας ποινή είναι (αδιακρίτως) και η κάθειρξη (: άρθρο 51 παρ. 1 ΠΚ) και ότι ποινή καθείρξεως μπορεί να είναι (: άρθρο 52 παρ. 1 ΠΚ) ισόβια ή πρόσκαιρη. Για το ότι ισόβια κάθειρξη αποτελεί ποινή στερητική της ελευθερίας ουδέποτε υπήρξε ουδεμία αμφιβολία. Αρκεί κανείς να προβεί σε μια απλή επισκόπηση τόσο των προπαρασκευαστικών εργασιών συντάξεως του ισχύοντα Ποινικού Κώδικα όσο και των θέσεων της επιστήμης. 98 Δεύτερον, η διάταξη του άρθρου 497 παρ. 4 εδ. α ΚΠΔ ορίζει ρητά ότι το δικαστήριο μπορεί να χορηγήσει ανασταλτικό αποτέλεσμα στην έφεση που θα ασκηθεί από τον κατηγορούμενο, όταν με την πρωτόδικη απόφαση επιβλήθηκε ποινή πρόσκαιρης καθείρξεως εξαιρείται έτσι από το ανασταλτικό αποτέλεσμα η ποινή της ισόβιας καθείρξεως. Στη διάταξη, όμως, του άρθρου 497 παρ. 7 ΚΠΔ τέτοια διάκριση δε γίνεται, όπως φαίνεται από τη χρήση του γενικού όρου «ποινή στερητική της ελευθερίας» οποιαδήποτε, συνακόλουθα, συστολή του γράμματος (: και συστολή του θα ήταν η εξαίρεση της ποινής της ισόβιας καθείρξεως) θα αποτελούσε contra legem ερμηνεία ανεπίτρεπτη, στο βαθμό που λειτουργεί αναντίρρητα σε βάρος του κατηγορουμένου. Τρίτον, η ισόβια κάθειρξη εξαιρείται από την παρ. 4 και άρα η εκτέλεσή της δεν μπορεί να ανασταλεί από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Αν την εξαιρέσουμε και από την παρ. 7, ούτε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο θα μπορεί να αναστείλει την εκτέλεσή της. Μια τέτοια όμως κατάληξη χωρίς, δηλαδή, μεσολάβηση δικαστικής κρίσεως, άμεση εκτελεστότητα ποινής ισόβιας καθείρξεως πριν την εξάντληση και του δεύτερου βαθμού δικαιοδοσίας- βρίσκεται προφανώς σε δυσαρμονία με τα άρθρα 2 της ΕΣΔΑ (:τεκμήριο αθωότητας) και 2 του (κυρωθέντος με το Ν 1705/ 1987) 7 ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (: δικαίωμα επανεξετάσεως της υποθέσεως από ανώτερο δικαστήριο). 97 Μαργαρίτης, Έφεση,: αναστολή εκτέλεσης της απόφασης (497 παρ. 7 ΚΠΔ) και ισόβια κάθειρξη, ΠοινΔικ 2002, 639 επ., ίδιος, Ποινική Δικονομία ό.π., σελ Μαργαρίτης, ό.π., σελ
57 Από τις ανωτέρω παρατηρήσεις διαφαίνεται η σταθερή βούληση του νομοθέτη για παροχή δυνατότητας μη εκτελέσεως μέχρι την εκδίκαση της υποθέσεως σε δεύτερο βαθμό ακόμη και αν με την πρωτοβάθμια απόφαση επεβλήθη ποινή ισόβιας κάθειρξης. Περαιτέρω με δεδομένη τη δυνατότητα αναστολής εκτελέσεως ενόψει ασκηθείσης αναιρέσεως κατ άρθρο 471 παρ. 2 ΚΠΔ (ανεξαρτήτου ποινής ακόμη και για ισόβια) από το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση θα δημιουργούνταν το μη ομαλό σχήμα να επιτρέπεται αναστολή εκτέλεσης της απόφασης που επέβαλε ποινή ισόβιας κάθειρξης μόνο όταν εναντίον αυτής έχει ασκηθεί αναίρεσης και όχι όταν έχει ασκηθεί έφεση Συμπερασματικά δε χωρεί αμφιβολία ότι στερητική της ελευθερίας ποινή είναι και η ισόβια κάθειρξη. Ενώ μόλις χρειάζεται να τονιστεί ότι ο Εισαγγελέας Εφετών ως όργανο εδώ που εισάγει την αίτηση δεν πρέπει να αρνείται την εισαγωγή της στο Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο με την αιτιολογία ότι αυτή είναι απαράδεκτη. Η κρίση αυτή ανήκει αποκλειστικά στο Δικαστήριο Κατά τα λοιπά από τη διατύπωση της ανωτέρω διάταξης της παραγράφου 4 εν αντιθέσει με την προηγούμενη, το ανασταλτικό αποτέλεσμα δεν θεωρείται, καταρχήν, δεδομένο, αλλά επαφίεται η χορήγησή του αποκλειστικά στην κρίση του δικαστηρίου. Αυτό θα αποφασίσει με βάσει τα κριτήρια της παρ. 8 αρ. 497 ΚΠΔ. Συμπερασματικά, εκτός από την εξαίρεση της ποινής της ισοβίου καθείρξεως οι προβλέψεις των παρ. 3 και 4 αρ. 497 ΚΠΔ κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση βελτιώνοντας τις προοπτικές χορήγησης ανασταλτικού αποτελέσματος στην ασκηθησόμενη έφεση σε σχέση με το προγενέστερο καθεστώς και πιο συγκεκριμένα: i) Σε περίπτωση επιβολής ποινής φυλάκισης ανώτερης των τριών ετών, οποιουδήποτε ύψους και αν είναι αυτή, το ανασταλτικό αποτέλεσμα καθίσταται ο κανόνας, ενώ η μη χορήγησή του η εξαίρεση. ii) Σε περίπτωση επιβολής ποινής πρόσκαιρης κάθειρξης η χορήγηση ή μη του ανασταλτικού αποτελέσματος επαφίεται στην κρίση του δικαστηρίου, που δίκασε. iii) Πλέον οι δυνατότητες χορήγησης ανασταλτικού αποτελέσματος προσδιορίζονται από το είδος και το ύψος της επιβληθείσας ποινής, αλλά σε καμία περίπτωση από το είδος του εκδίδοντος την απόφαση δικαστηρίου. Αρμόδιο δικαστήριο για τη χορήγηση ή μη ανασταλτικού αποτελέσματος βάσει του αρ. 497 παρ. 3 και 4 ΚΠΔ είναι εκείνο, το οποίο εξέδωσε την πρωτόδικη απόφαση. Αν, πάντως, πρόκειται για το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο, υπάρχει 57
58 αμφισβήτηση σχετικά με το αν για το συγκεκριμένο θέμα αποφασίζουν οι τακτικοί δικαστές χωρίς τη σύμπραξη των ενόρκων η σύσσωμο το δικαστήριο. Για το θέμα αυτό θα γίνει λόγος σε επόμενο κεφάλαιο. Αξίζει να σημειωθεί ότι η εκφορά δικαστικής κρίσης είναι αναγκαία σε κάθε περίπτωση εμπεριέχουσα ειδική αιτιολογία (139) είτε για τη χορήγηση είτε για τη μη χορήγηση (στην αρνητική περίπτωση η πληρότητα της αιτιολογίας πρέπει να θεωρείται ως ιδιαίτερα έντονη απαίτηση). Το δικαστήριο αποφασίζει ως προς τη χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος, κατά ρητή πρόβλεψη στην παρ. 4 αρ. 497 ΚΠΔ, αμέσως μετά την απαγγελία της απόφασης είτε αυτεπαγγέλτως είτε έπειτα από δήλωση του κατηγορουμένου. Θεωρείται, πάντως, ότι, εφόσον συνεχίζεται η ίδια συνεδρίαση, ακόμα και αν το δικαστήριο προχώρησε στην εκδίκαση άλλων υποθέσεων, είναι δυνατόν αυτό να ασχοληθεί με το συγκεκριμένο θέμα, με το σκεπτικό, ότι οι παραστάσεις από τη συγκεκριμένη υπόθεση παραμένουν νωπές. Τη δυνατότητα προβολής σχετικού αιτήματος έχει και ο εισαγγελέας, ενόψει του άρθρ. 497 παρ. 6 ΚΠΔ και της δυνατότητας του δικαστηρίου να ενεργήσει αυτεπαγγέλτως. 99 Οι διατάξεις των παρ. 1-5 του άρθρου 497 ΚΠΔ, που αφορούν τις περιπτώσεις και τις προϋποθέσεις του αυτοδίκαιου επερχόμενου ή από την κρίση του εκδίδοντος την απόφαση Δικαστηρίου, εξαρτώμενου ανασταλτικού αποτελέσματος εφαρμόζονται και στην περίπτωση άσκησης εφέσεως από τον Εισαγγελέα υπέρ του καταδικασθέντος κατά ρητή πρόβλεψη του άρθρου 497 παρ. 6 ΚΠΔ. Η παλιά παρ. 3 προέβλεπε το ίδιο και για τον αστικώς υπεύθυνο, πρόβλεψη η οποία δεν υπάρχει πλέον θεωρούμενη ως περιττή, αφού ισχύει το άρθρο 467 εδ. γ ΚΠΔ σύμφωνα με το οποίο: «το ένδικο μέσο που άσκησε ο αστικώς υπεύθυνος επεκτείνεται και στον κατηγορούμενο που δεν το έχει ασκήσει, δεν είναι δυνατόν όμως από το γεγονός αυτό να χειροτερεύσει η θέση του» Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της ασκουμένης εφέσεως δεν επεκτείνεται και στους συγκατηγορουμένους που δεν την άσκησαν και οι οποίοι ενδεχομένως να ωφελούνται από το επεκτατικό αποτέλεσμα (469 εδ. α ΚΠΔ) διότι δε θεωρούνται εκκαλούντες και διότι δεν προβλέπεται κάτι τέτοιο ρητά όπως παλαιότερα Μαργαρίτη, ό.π., σελ Ζησιάδης, ό.π., σελ. 232, Μαργαρίτης, ό.π., σελ. 307, ολαπ 741/1969 ΠοινΧρ 1970, 29 58
59 Τέλος όσον αφορά το ανασταλτικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων που ασκούνται κατά αποφάσεων των διαρκών στρατιωτικών δικαστηρίων στα πλαίσια του ισχύοντος Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα, κατ εφαρμογή του άρθρου 213 του Ν 2287/1995, οι διατάξεις του ΚΠΔ που αφορούν το ανασταλτικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων έχουν εφαρμογή και στα στρατιωτικά ποινικά δικαστήρια Περιορισμός σε Ειδικό Κατάστημα Κράτησης Νέων Επί σειρά ετών επικρατούσε διχογνωμία σε θεωρία και νομολογία σχετικά με το αν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα η έφεση του ανηλίκου κατά της αποφάσεως που του επιβάλλει περιορισμό σε ειδικό κατάστημα νέων. Στη σφαίρα της πρακτικής είχε υπερισχύσει σε αρκετά διευρυμένο επίπεδο η άποψη πως η έφεση που ασκεί ο ανήλικος κατά της απόφασης που διατάσσει περιορισµό σε ειδικό κατάστηµα κράτησης νέων στερείται αναστέλλουσας δύναµης. Η αφετηρία της συγκεκριµένης τάσης εντοπίζεται σε δύο κυρίως άξονες. Πρωτίστως, ότι στο άρθρο 497 του Κ.Π.. δεν υπήρχε καµία ρητή αναφορά σχετικά µε την ύπαρξη η µη ανασταλτικού αποτελέσματος στην έφεση κατ αυτών των αποφάσεων ακόμη και μετά τη ριζική τροποποίηση του άρθρου με τον Ν. 3904/ και δευτερευόντως λόγω του ότι απαγορευόταν η κατ άρθρο 99 αναστολή ως ασύμβατη με την ίδια τη φύση της κράτησης σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων, παρόλο που σύμφωνα με το αρθρ. 51 ΠΚ εντάσσεται στις στερητικές της ελευθερίας ποινές, με την αιτιολογία ότι η κράτηση κατά το αρθρ. 127 ΠΚ με τη μορφή που είχε μέχρι την τροποποίησή του με το άρθρο 2 παρ.2 Ν.3860/ χρειάζεται πάντα ειδική αιτιολογία από την οποία να προκύπτει ότι δεν επαρκεί η επιβολή σε βάρος του δράστη άλλων αναμορφωτικών θεραπευτικών μέτρων λόγω της επικινδυνότητας του δράστη 101 Μαργαρίτης, ό.π., σελ παρά το γεγονός ότι στο άρθρο περίπτωση δ ΚΠΔ καθιερώνεται η δυνατότητα άσκησης έφεσης εναντίον της απόφασης που επέβαλε περιορισµό σε ειδικό κατάστηµα κράτησης νέων. Δικαίωμα έφεσης και κατά αυτών των αποφάσεων κατοχυρώνεται στο άρθρο 40 παρ. 2 περ. β του Ν.2101/1992, που κύρωσε το Διεθνές Σύμφωνο για τα Δικαιώματα του Παιδιού). Ο ΚΠΔ λοιπόν, προβλέπει στο άρθρο 489 παρ.1 περ. δ την άσκηση του ενδίκου μέσου της έφεσης κατά αποφάσεως που επέβαλε ποινικό σωφρονισμό ανεξαρτήτως χρονικού ορίου. 103 μεσολάβησαν άλλες τρεις τροποποιήσεις του εν λόγω άρθρου έκτοτε, βλ. και παρακάτω σελ. 65 επ. 59
60 και της πιθανότητας να τελέσει νέα αδικήματα και επομένως η ποινή του περιορισμού του χρήζει άμεσης εκτελεστότητας προκειμένου να τον συγκρατήσει και υπό το ανωτέρω πρίσμα εμφανιζόταν αντιφατικό να δοθεί ανασταλτικό αποτέλεσμα και αναστολή του αρθρ. 99 ΠΚ. Σε κάθε περίπτωση, μόλις και χρειάζεται να τονιστεί το (προδήλως) ασύμπτωτο της δικαιϊκής φιλοσοφίας της υπό όρον αναστολής της ποινής και του ανασταλτικού αποτελέσματος της εφέσεως. Η πρώτη κινείται στην κατεύθυνση της οριστικής αποφυγής της (υλικής) επιλύσεως της επιβληθείσας κυρώσεως, ενώ το δεύτερο εξασφαλίζει τη μετάθεση της ενάρξεως της εκτελέσεως μέχρι την τελειωτική εκδίκαση του ενδίκου μέσου. Κατά συνέπεια, το ανεπίτρεπτο της αναστολής δεν προδικάζει αυτόματα την απογύμνωση της εφέσεως από την ανασταλτική της δύναμη. Άλλωστε θα ήταν εξαιρετικά δυσμενές το σενάριο για έναν κατηγορούμενο (πολλώ δε μάλλον ανήλικο) να είναι νομικά ανεπίτρεπτη η χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος σε έφεση κατά αποφάσεως που επέβαλε ποινή χωρίς αναστολή και μετατροπή. Σε αφηρημένο νομοθετικό επίπεδο ο ποινικός σωφρονισμός φαίνεται, ως «ιδιόμορφη» κύρωση, πράγματι να είναι προσανατολισμένος προς την ιδέα της διαπαιδαγωγήσεως και όχι της τιμωρίας. Ωστόσο, περισσότερο ρομαντική και λιγότερο ρεαλιστική εμφανίζεται η αντίληψη αυτή η οποία ταυτίζει το δέον με την πραγματικότητα ότι δηλαδή η συγκεκριμένη κύρωση στην υλοποίησή της ελάχιστα διαφέρει (:αν διαφέρει) από την έκτιση των κλασικών στερητικών της ελευθερίας ποινών. Ο καθηγητής Νίκος Παρασκευόπουλος εύστοχα έχει επισημάνει πως: «η στέρηση της ελευθερίας έχει πάντοτε έναν επώδυνο κατασταλτικό χαρακτήρα, ο οποίος δεν απωθείται από τη σύνδεση της στέρησης αυτής με εκπαιδευτικές λειτουργίες». 104 Μία ακόμη παρατήρηση, η οποία, ως αυτονόητη, έχει προεχόντως την έννοια της υπομνήσεως: Η άμεση εκτελεστότητα μιας ποινικής αποφάσεως, πέραν και έξω από το μέγεθος της συνεισφοράς της στην υπόθεση της ειδικής προλήψεως, δεν εναρμονίζεται με τις επιταγές που απορρέουν από το τεκμήριο αθωότητας του 104 Παρασκευόπουλος, Η διαπαιδαγώγηση ως προβληµατικός στόχος των στερητικών της ελευθερίας µέσων του Ποινικού ικαίου των ανηλίκων, ΝοΒ
61 κατηγορουμένου και τους λόγους που επιβάλλουν την καθιέρωση δεύτερου βαθμού δικαιοδοσίας. Κατά την αναφορά τούτη θα πρέπει το ανασταλτικό αποτέλεσμα να αποτελεί, όταν πρόκειται για καταδίκη, τον κανόνα. Με βάση τις ανωτέρω σκέψεις και βέβαια με κύριο γνώμονα το γεγονός ότι μιλάμε για ανήλικους δράστες, σύσσωμη η θεωρία του ποινικού δικαίου κατέληγε στο συμπέρασμα της αποδοχής του ανασταλτικού αποτελέσματος στην περίπτωση του περιορισμού σε σωφρονιστικό κατάστημα υποστηρίζοντας ότι ελλείψει ειδικής αντίθετης ρυθμίσεως, θα έπρεπε να ισχύει ο κανόνας του άρθρου 471 παρ. 1 ΚΠΔ. 105 Όσον αφορά τη στάση της νομολογίας επί του θέματος, ενδεικτικά παρατίθενται οι ακόλουθες αποφάσεις: α) Το Τριμελές Δικαστήριο Ανηλίκων Καστοριάς 106 απεφάνθη η έφεση να έχει αναστέλλουσα δύναμη κατόπιν αιτήματος των ανήλικων κατηγορουμένων χωρίς να αιτιολογήσει το λόγο για το οποίο δέχθηκε εξαρτώμενο από την κρίση του δικαστηρίου ανασταλτικό αποτέλεσμα. β) Το Εφετείο Ανηλίκων Θεσσαλονίκης με την υπ αριθμ. 2/2003 απόφασή του 107 ήρε την αμφισβήτηση που είχε ανακύψει υπέρ της μη χορηγήσεως ανασταλτικού αποτελέσματος λόγω ανυπαρξίας ρητής ρυθμίσεως. Συγκεκριμένα δέχθηκε στο σκεπτικό της τα ακόλουθα: «Δεδομένου ότι με την πρωτόδικη απόφαση δεν χορηγήθηκε ανασταλτική δύναμη στο ένδικο μέσο της εφέσεως και δεδομένου ότι από καμία διάταξη νόμου δεν προκύπτει ότι η εμπροθέσμως και νομοτύπως ασκούμενη έφεση δορυφορείται από ανασταλτική δύναμη και όταν η ποινή που επιβλήθηκε είναι ποινικός σωφρονισμός, καθίσταται σαφές ότι η ασκηθείσα στην περίπτωση αυτή έφεση δεν έχει ανασταλτική δύναμη. Πρέπει συνεπώς να αρθεί η αμφισβήτηση για την ανασταλτική δύναμη του ενδίκου μέσου και να γίνει δεκτό ότι η ασκηθείσα έφεση δεν αναστέλλει την εκτέλεση της εκκαλουμένης αποφάσεως μέχρις εκδόσεως οριστικής αποφάσεως από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο». γ) Στην υπ αριθμ. 752/1995 Γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του ΑΠ 108 αναφέρεται ότι η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου δεν γνωμοδοτεί επί ζητημάτων που αναφέρονται σε συγκεκριμένη διαφορά, η οποία έχει εισαχθεί ή δύναται να εισαχθεί για επίλυση στα δικαστήρια. Έτσι 105 Για όλες τις ανωτέρω σκέψεις βλ. Μαργαρίτης, Δικαστήρια Ανηλίκων: Η έφεση κατά των αποφάσεών τους και το ανασταλτικό της αποτέλεσμα, ΠοινΔικ 3/2004, σελ. 313, ο οποίος με ιδιαίτερα αυστηρή γλώσσα στηλιτεύει την αντίθετη στάση της νομολογίας πάνω στο ζήτημα «στο μέτρο που: δογματικά μεν αντιστρέφει τη σχέση των άρθρων 471 και 497 ΚΠΔ, ουσιαστικά δε ούτε με την επιστήμη συνδιαλέγεται και τον «προνοιακό» χαρακτήρα του δικαίου των ανηλίκων υποτιμά» 106 ΤριμΑνηλΚαστ 2/2001, Αρμ 2001, σελ ΕφΑνΘεσ 2/2003, Αρμ 2003, σελ ΓνωμΕισΑΠ 752/1995, Υπεράσπιση 1996 σελ. 366, 61
62 υποστηρίχθηκε αδυναμία γνωμοδοτήσεως για το ζήτημα αν η έφεση κατά αποφάσεως δικαστηρίου ανηλίκων που επέβαλε ποινικό σωφρονισμό έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, εφόσον η υπόθεση εκκρεμεί στα δικαστήρια. Τελικώς ο νομοθέτης έλαβε θέση επί του ζητήματος τροποποιώντας την παράγραφο 4 του άρθρου 497 ΚΠΔ με το άρθρο 35 του Ν. 4356/2015 με τέτοιον τρόπο ώστε να επαφίεται στην κρίση του Δικαστηρίου αν η έφεση που θα ασκηθεί κατά αποφάσεως που επιβάλλει περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων θα έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα. Το δικαστήριο θα αποφαίνεται με ειδική αιτιολογία και εφαρμόζοντας τα κριτήρια της παραγράφου 8 του παρόντος άρθρου, καθώς και, στις αντίστοιχες περιπτώσεις, λαμβάνοντας πρωτίστως υπόψη το συμφέρον του ανηλίκου. Με την ανωτέρω νομοθετική παρέμβαση ξεκαθαρίζεται ναι μεν το θέμα της κατ αρχήν δυνατότητας χορήγησης ανασταλτικού αποτελέσματος στην έφεση κατά απόφασης επιβάλλουσας περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων, που σε πολλές περιπτώσεις εθεωρείτο αποκλεισμένο από μερίδα της νομολογίας, όμως δεν φαίνεται να επιλύεται το ζήτημα στην ουσία του αφού και πριν από αυτήν την τροποποίηση αυτό που συνέβαινε ήταν το εκάστοτε δικαστήριο να αποφαίνεται υπέρ της μίας ή της άλλης απόψεως in concreto (και χωρίς ιδιαίτερη αιτιολόγηση τις περισσότερες φορές όπως είδαμε). Μόνο που πλέον ο νόμος ρητά αξιώνει ειδική αιτιολογία από την οποία να προκύπτει ότι η εκάστοτε απόφαση ελήφθη με κύριο γνώμονα το συμφέρον του ανηλίκου. Η διατύπωση που επέλεξε ο νομοθέτης ομοιάζει περισσότερο με κατευθυντήρια οδηγία ή με ευχολόγιο παρά με διάταξη νόμου η οποία μάλιστα θεσπίστηκε προκειμένου να δώσει λύση σε μία ερμηνευτική διαμάχη δεκαετιών. Ομιλεί για το «συμφέρον» του ανηλίκου. Θα μπορούσε ποτέ να υποστηριχθεί ότι είναι προς το συμφέρον του ανηλίκου να εγκλειστεί σε κατάστημα κράτησης ιδίως μάλιστα ενώ δεν υπάρχουν οι κατάλληλες υποδομές; Εκτός αν δεν πρόκειται περί εθελοτυφλίας αλλά περί της πατρονιστικής αντίληψης ότι ο εγκλεισμός του ανηλίκου είναι αναγκαίος για την ορθή διάπλαση και διαμόρφωση του χαρακτήρα του τελευταίου και ότι η κοινωνία γνωρίζει καλύτερα ποιο είναι το συμφέρον του ανηλίκου. 62
63 Σε κάθε περίπτωση ήταν ήδη ώριμες οι συνθήκες προκειμένου ο νομοθέτης να θεσπίσει ρητά την αυτοδίκαιη επέλευση του ανασταλτικού αποτελέσματος στην έφεση που ασκεί ο ανήλικος κατά της απόφασης που επιβάλει τον εγκλεισμό του σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων θέση υπέρ της οποίας βοά επί σειρά ετών η θεωρία ως νομικά ορθότερης και σύμφωνης με τα σύγχρονα διεθνή κανονιστικά πλαίσια ανεπτυγμένων χωρών. Ωστόσο προκειμένου να σχηματιστεί μία πλήρης αντίληψη για την επιλογή στην οποία κατέληξε τελικώς ο νομοθέτης είναι αναγκαία μία επισκόπηση της συνολικής εικόνας της ποινικής μεταχείρισης των ανηλίκων όπως διαμορφώνεται σήμερα. Ειδικότερα το άρθρο 127 παρ. 1 ΚΠΔ όπως ισχύει μετά τον Ν. 4356/2015 προβλέπει ότι η επιβολή του περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων θα γίνεται σε πολύ εξαιρετικές περιπτώσεις και υπό πολύ αυστηρές προϋποθέσεις. 109 Στο δεύτερο εδάφιο της ίδιας παραγράφου προβλέπεται ότι η απόφαση θα πρέπει να περιέχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία από την οποία να προκύπτει γιατί τα αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα δεν κρίνονται στη συγκεκριμένη περίπτωση επαρκή, λαμβανομένων κατά περίπτωση υπόψη των ιδιαίτερων συνθηκών τέλεσης της πράξης και της προσωπικότητας του ανηλίκου. Με την ως άνω απαιτούμενη αιτιολογία, δεν μπορεί να γίνει λόγος για αποκλεισμό της κατ άρθρο 99 ΠΚ αναστολής δεδομένου ότι έχει εξαλειφθεί ήδη η προγενέστερη πρόβλεψη του ίδιου άρθρου σύμφωνα με την οποία ήταν επιβεβλημένος ο ποινικός σωφρονισμός του ανηλίκου αν κρινόταν αναγκαίος προκειμένου να συγκρατηθεί ο κατηγορούμενος από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων. Περαιτέρω ο ανήλικος σήμερα έχει δικαίωμα διορισμού συνηγόρου κατ άρθρο 340 ΚΠΔ, έχει δικαίωμα κατ άρθρο 478 ΚΠΔ άσκησης έφεσης κατά βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών το οποίο τον παραπέμπει στο δικαστήριο για έγκλημα που, αν το τελούσε ενήλικος, θα ήταν κακούργημα, για το οποίο επιβάλλεται η ποινή του περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης 109 Περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων επιβάλλεται μόνο σε ανηλίκους που έχουν συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο (15ο) έτος της ηλικίας, εφόσον η πράξη τους, αν την τελούσε ενήλικος, θα ήταν κακούργημα απειλούμενο με την ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Η ίδια ποινή δύναται να επιβληθεί και για τις πράξεις του άρθρου 336, εφόσον τελούνται σε βάρος προσώπου νεότερου από δεκαπέντε (15) ετών. Περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων μπορεί να επιβληθεί και σε ανήλικο που έχει συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο (15ο) έτος της ηλικίας του και του έχει επιβληθεί το αναμορφωτικό μέτρο της περίπτωσης ιβ` της παραγράφου 1 του άρθρου 122, εάν μετά την εισαγωγή του στο ίδρυμα αγωγής τελέσει έγκλημα που αν το τελούσε ενήλικος θα ήταν κακούργημα. 63
64 ανηλίκων, σύμφωνα με το άρθρο 127 παράγραφος 1 του Ποινικού Κώδικα, και μόνο για τους λόγους που έχει τη δυνατότητα να ασκήσει την έφεση γενικά ο κατηγορούμενος. Επίσης έχει δικαίωμα άσκησης έφεσης κατά κάθε απόφασης που του επιβάλλει περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων ή αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα ανεξαρτήτως ύψους ποινής. Η επιβολή προσωρινής κράτησης σε βάρος ανηλίκου επιτρέπεται σήμερα μόνο εάν αυτός έχει συμπληρώσει το 15 ο έτος της ηλικίας του, με τις ίδιες προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 127 ΠΚ και η διάρκειά της δεν μπορεί να ξεπεράσει τους 6 μήνες. Κατά τα λοιπά αξιοσημείωτη είναι η ρύθμιση του άρθρου 14 του Ν. 4322/2015 με τίτλο έκτακτα μέτρα για την αποσυμφόρηση των φυλακών με την οποία δόθηκε μία οιονεί αμνηστία σε όλους του ανήλικους κρατούμενους 110 Υπό το πρίσμα των ανωτέρω διατάξεων η πλέον λογική συνέχεια που θα ανέμενε κανείς σχετικά με το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης κατά απόφασης επιβάλλουσας περιορισμό των ανηλίκων σε ειδικό κατάστημα κράτησης ανηλίκων θα ήταν αυτή να επέρχεται πάντοτε αυτοδικαίως καθώς και το παραμικρό επιχείρημα για την μη χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος έχει πλέον εξαλειφθεί νομοθετικά. Πάντως εφόσον πλέον δεν είναι δυνατόν με βάση το καθεστώς που επικρατεί σχετικά με την ποινική μεταχείριση ανηλίκων να τελούν πολλοί ανήλικοι υπό κράτηση και η μη χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος στην έφεση ανηλίκου θα Ανήλικοι που κατά το χρόνο δημοσίευσης του παρόντος έχουν καταδικαστεί και εκτίουν ποινή περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων για πράξεις εκτός από αυτές που προβλέπονται στην παρ. 1 του άρθρου 127 του Ποινικού Κώδικα απολύονται με βούλευμα του συμβουλίου πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής υπό τον όρο της επιβολής ενός ή περισσοτέρων από τα αναμορφωτικά μέτρα των περιπτώσεων α' έως ια' της παρ. 1 του άρθρου 122 του Ποινικού Κώδικα. 2. Κατά το χρόνο δημοσίευσης του παρόντος η προσωρινή κράτηση ανηλίκων για πράξεις εκτός απ' όσες προβλέπονται στην παρ. 1 του άρθρου 127 του Ποινικού Κώδικα, αντικαθίσταται με ένα ή περισσότερα από τα αναμορφωτικά μέτρα των περιπτώσεων α' έως ια' της παρ. 1 του άρθρου 122 του Ποινικού Κώδικα. 3. Κρατούμενοι που κατά το χρόνο δημοσίευσης του παρόντος εκτίουν ποινή περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων που δεν υπερβαίνει τα δέκα έτη απολύονται με διάταξη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής, εφόσον έχουν εκτίσει με οποιονδήποτε τρόπο τα δύο πέμπτα της ποινής. Για τη χορήγηση της υπό όρο απόλυσης, ως ποινή που εκτίθηκε θεωρείται και αυτή που υπολογίστηκε ευεργετικά, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις. Η παρούσα διάταξη ισχύει και για τους κρατούμενους που θα αποκτήσουν τις ανωτέρω προϋποθέσεις σε χρονικό διάστημα μέχρι ένα έτος από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου. 4. Κρατούμενοι που κατά το χρόνο δημοσίευσης του παρόντος εκτίουν ποινή περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων που υπερβαίνει τα δέκα έτη απολύονται με διάταξη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής, υπό τον όρο της ανάκλησης χωρίς τη συνδρομή των προϋποθέσεων των άρθρων 105 και επόμενα του Ποινικού Κώδικα αν έχουν συμπληρώσει το ένα τρίτο έκτισης της ποινής που τους επιβλήθηκε. Για τη χορήγηση της υπό όρο απόλυσης, ως ποινή που εκτίθηκε θεωρείται και αυτή που υπολογίστηκε ευεργετικά, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις. Η πα-ρούσα διάταξη ισχύει και για τους κρατούμενους που θα αποκτήσουν τις ανωτέρω προϋποθέσεις σε χρονικό διάστημα μέχρι ένα έτος από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου. 64
65 πρέπει λογικά να συμβαίνει σε πολύ εξαιρετικές περιπτώσεις. Ευκταίο είναι να διαμορφωθεί ένα κατάλληλο περιβάλλον για όσους λίγους ανήλικους βρεθούν κρατούμενοι το οποίο να ανταποκρίνεται στις ειδικές συνθήκες που απαιτούνται για το σωφρονισμό αυτών των ατόμων και να αποφεύγονται τα φαινόμενα των περασμένων ετών με τις πανθομολογούμενα κακές συνθήκες, όπως η υπερπληθώρα των καταστημάτων κράτησης (µε συνέπεια πολλές φορές το συγχρωτισµό ανάµεσα σε ανήλικους και ενήλικους κρατουμένους), η απουσία των στοιχειωδών όρων υγιεινής, οι αυξημένες τάσεις εγκληματικότητας (εισαγωγή ναρκωτικών στα σωφρονιστικά καταστήµατα, σύσταση άτυπων - αλλά µε αδυσώπητους κανόνες λειτουργούντων συµµοριών, εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας των κρατουμένων από συγκρατούµενούς τους), η έλλειψη υλικοτεχνικής υποδοµής, η ανεπάρκεια των σωφρονιστικών υπαλλήλων ( και αριθμητικά και ως προς τις γνώσεις τους κατά κόρον στον τοµέα της ψυχολογίας) και να αποκτήσει μία κατεύθυνση διαπαιδαγώγησης με σκοπό να σωφρονίσει τον ανήλικο που έχει παρεκκλίνει και να τον παραδώσει πίσω στην κοινωνία ως ώριμο και ευσυνείδητο πολίτη. Αν και μας βρίσκει απολύτως σύμφωνους η άποψη ότι η στέρηση της ελευθερίας έχει πάντοτε ένα επώδυνο κατασταλτικό χαρακτήρα ο οποίος δεν απωθείται από τη σύνδεση της στέρησης αυτής µε εκπαιδευτικές λειτουργίες. 111 Σημειωτέον τέλος ότι με τη νέα τροποποίηση δεν γίνεται ρητή πρόβλεψη για την αναστέλλουσα δύναμη της έφεσης ανηλίκου κατά αποφάσεως επιβάλλουσας αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα. Επικρατεί βέβαια η άποψη ότι οι ανωτέρω αποφάσεις έχουν αθωωτικό χαρακτήρα και εξ αυτού του λόγου άλλωστε δεν εγγράφονται και στο δελτίο ποινικού μητρώου 112 Ωστόσο προβληματική εμφανίζεται η περίπτωση επιβολής του κατ άρθρο 122 παρ. 1 περ. ιβ ΠΚ αναμορφωτικού μέτρου το οποίο προβλέπει την τοποθέτηση του ανηλίκου σε κατάλληλο κρατικό, δημοτικό, κοινοτικό ή ιδιωτικό ίδρυμα αγωγής. Το ανωτέρω αναμορφωτικό μέτρο είναι το επαχθέστερο από όλα και ο νόμος σε πολλά σημεία το εξαιρεί από τα λοιπά. Ενδεικτικά το άρθρο 126 παρ. 3 εδ. β ΠΚ προβλέπει ότι «το αναμορφωτικό μέτρο του άρθρου 122 παράγραφος 1 περίπτωση ιβ` Π επιβάλλεται μόνο για πράξη, την οποία αν τελούσε ενήλικος θα ήταν 111 Παρασκευόπουλος, ό.π., σελ Το άρθρο 574 παρ. 2 περ. ββ προβλέπει ότι στο ποινικό μητρώο εγγράφεται «κάθε απόφαση με την οποία επιβάλλεται περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων 65
66 κακούργημα.» 113 Οι ανωτέρω σκέψεις σε συνδυασμό με το γεγονός ότι όπως προαναφέρθηκε ο ανήλικος έχει το δικαίωμα άσκησης εφέσεως κατ αυτών των αποφάσεων μπορεί να οδηγήσουν στον προβληματισμό σχετικά με το αν αυτή η έφεση θα έχει αναστέλλουσα δύναμη. Εδώ θα πρέπει ενόψει της έλλειψης της ειδικότερη νομοθετική ρύθμισης να θεωρηθεί ότι ισχύει ο κανόνας του άρθρου 471 ΚΠΔ και το ανασταλτικό αποτέλεσμα να επέρχεται αυτοδικαίως. Άλλωστε ήδη έχει αναφερθεί ότι αυτή είναι η ορθότερη ερμηνευτική θεώρηση και του ζητήματος της επιβολής του περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων η οποία δυστυχώς δεν υιοθετήθηκε από την πρόσφατη νομοθετική παρέμβαση. 4. Παράγραφοι 5, 7, 8 και 9 Σε περίπτωση που δεν υπάρξει ανασταλτικό αποτέλεσμα στην έφεση κατά την έκδοση της πρωτοβάθμιας αποφάσεως προβλέπεται στο άρθρο 497 παρ. 7 ΚΠΔ η δυνατότητα να ζητηθεί η αναστολή εκτελέσεως σε μεταγενέστερο χρόνο. Ο θεσμός της αναστολής εκτελέσεως της πρωτόδικης απόφασης λειτουργεί συμπληρωματικά με την έννοια ότι αποτρέπει την έναρξη και τη συνέχιση της άμεσης εκτελεστότητας εκεί όπου κάτι τέτοιο δεν μπορεί να επιτευχθεί διαμέσου του ανασταλτικού αποτελέσματος της ασκούμενης έφεσης. Ο συγκεκριμένος θεσμός προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 497 παρ. 7, 8 και 9 ΚΠΔ. 114 Βασικές τυπικές προϋποθέσεις για τη χορήγηση αναστολής εκτέλεσης είναι: α) Καταδίκη του κατηγορουμένου με απόφαση πρωτοβάθμιου δικαστηρίου σε ποινή στερητική της ελευθερίας και β) άσκηση έφεσης από μέρους του η οποία δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα. Στις ποινές στερητικές της ελευθερίας περιλαμβάνεται και ο περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων και η ποινή της ισοβίου καθείρξεως όπως αναφέρθηκε παραπάνω. 113 Όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 25 Ν.4356/2015,ΦΕΚ Α 181/ Μαργαρίτης, ό.π., σελ
67 Αναφορικά με τη δεύτερη βασική νομική προϋπόθεση χορηγήσεως της αναστολής, ήτοι την άσκηση της εφέσεως που δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, πρέπει να επισημανθούν τα εξής: Πρώτον, ότι η έφεση πρέπει, όπως και στην περίπτωση του ανασταλτικού της αποτελέσματος, να έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα, νομότυπα, από πρόσωπο που έχει το σχετικό δικαίωμα και να στρέφεται κατά δικαιοδοτικής κρίσεως υποκείμενης στο εν λόγω ένδικο μέσο (:άρθρα 471 και 497 παρ. 1 ΚΠΔ). Δεύτερον, ότι η έλλειψη ανασταλτικής δυνάμεως από την έφεση μπορεί, ενόψει του ότι η ρύθμιση δεν κάνει διάκριση, να οφείλεται είτε σε αρνητική κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου είτε σε απαγόρευση του νόμου. 115 Τρίτον, ότι η αναστολή εκτελέσεως είναι δυνατή και στην περίπτωση που η έφεση είχε ανασταλτικό αποτέλεσμα αλλά αυτό αδρανοποιήθηκε λόγω μη καταβολής του ποσού της εγγυήσεως ή μη τηρήσεως των άλλων όρων από τους οποίους εξαρτήθηκε η επέλευσή του κατ άρθρο 497 παρ. 4 ΚΠΔ. Αντίθετη ερμηνευτική προσέγγιση θα κατέληγε σε παραλογισμό: να έχει ευμενέστερη μεταχείριση (: να μπορεί να ζητήσει αναστολή εκτελέσεως) εκείνος που σε πρώτο βαθμό είχε αυστηρότερη αντιμετώπιση (=δεν χορηγήθηκε στην έφεσή του ανασταλτικό αποτέλεσμα) από αυτόν που σε πρώτο βαθμό είχε επιεικέστερη μεταχείριση (=του χορηγήθηκε, έστω με όρους, ανασταλτικό αποτέλεσμα) πρόκειται για θέση ισχυρά υποστηριζόμενη θεωρητικά και νομολογιακά 116. Όσον αφορά τα ουσιαστικά κριτήρια χορηγήσεως της αναστολής εκτελέσεως επισημαίνονται τα ακόλουθα: (i) Στην αρχική μορφή της διατάξεως του άρθρου 497 παρ. 7 ΚΠΔ, όπως αυτή εισήχθη με το άρθρο 26 του Ν. 1868/1989, οριζόταν ότι η αναστολή διατάσσεται «αν ο κατηγορούμενος δεν είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος ή υπότροπος και δεν αποδεικνύεται ότι υπάρχει βάσιμος φόβος πως θα τελέσει νέες αξιόποινες πράξεις, εφόσον η έκτιση της ποινής μέχρι της εκδόσεως της αποφάσεως επί της εφέσεως, προβλέπεται ότι θα έχει σαν συνέπεια υπέρμετρη ή ανεπανόρθωτη βλάβη για τον ίδιο ή την οικογένειά του» στη συνέχεια, με το άρθρο 13 παρ. 6 του Ν 1941/1991, προστέθηκε ως κριτήριο, μετά το «ιδιαίτερα επικίνδυνος ή υπότροπος» και το «ύποπτος φυγής». Έτσι διαμορφωμένη η διάταξη ίσχυσε μέχρι την αντικατάστασή της από το άρθρο 27 του πρόσφατου Ν 3904/ Κονταξής, ό.π., σελ. 3011, Μαργαρίτης, ό.π., σελ Μαργαρίτης, α.ό.π., 67
68 (ii) Για την τούτη την ουσιαστική προϋπόθεση, η οποία εισαγόταν νομοθετικά με διατύπωση αναμφίβολα κακότεχνη και πλεοναστική, ορθά σε θεωρητικό επίπεδο λέχθηκαν τα εξής: Πρώτον, ότι η αντικειμενική και υποκειμενική βαρύτητα της πράξεως (:δηλαδή το είδος του αδικήματος γενική και αφηρημένη βαρύτητα και το ύψος της ποινής που επιβλήθηκε - ειδική και συγκεκριμένη βαρύτητα) αυτή καθεαυτή, δεν αποτελούσε εμπόδιο χορηγήσεως της αναστολής, αφού ο νόμος κανέναν περιορισμό δεν εισήγε. Δεύτερον, ότι δεν αποτελούσε κριτήριο ρητά αναγραφόμενο η βεβαιότητα ουσιαστικής ευδοκιμήσεως της εφέσεως. Η (απλή) πιθανότητα ευδοκιμήσεως του ενδίκου μέσου δεν μπορεί, αποτελούσα μέγεθος που ούτε αντικειμενικότητα διαθέτει ούτε σχηματισμό ασφαλούς δικανικής πεποιθήσεως επιτρέπει, από μόνη της να οδηγήσει σε παραδοχή του αιτήματος της αναστολής. Αντίθετα, συνεκτιμάται, στο μέτρο που λειτουργεί υπέρ του κατηγορουμένου και η παραγνώρισή της θα σήμαινε ανεπανόρθωτη για τούτον βλάβη, η βεβαιότητα (στηριζόμενη, για παράδειγμα σε: ανάκληση της εγκλήσεως-συμπλήρωση χρόνου παραγραφής του αξιοποίνου - χορήγηση αμνηστίας -χαρακτηρισμό με μεταγενέστερο νόμο της πράξεως ως μη αξιόποινης - αντίθετη πάγια νομολογία) ευδοκιμήσεως του ενδίκου μέσου. 117 Σωστά έχει επισημανθεί εδώ από την επιστήμη αφενός μεν ότι «υπέρμετρη και ανεπανόρθωτη βλάβη θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί η έκτιση ποινής, που βασίζεται σε μια απόφαση, που πάσχει οφθαλμοφανώς στη νομική βασιμότητά της» και αφετέρου πως «εκτός από τη χρηματική, κάθε άλλη ποινή όταν εκτελεστεί είναι ανεπανόρθωτη, γιατί τα χρόνια που έμεινε κανείς στη φυλακή άδικα δεν γυρίζουν πίσω ούτε οι ευκαιρίες που έχασε στη ζωή του ξαναπαρουσιάζονται» 118 Τρίτον, ότι κεντρικό σημείο αποτελούσε η διερεύνηση της προσωπικότητας του κατηγορουμένου, προκειμένου να διακριβωθεί η «ιδιαίτερη επικινδυνότητά» της η σχετική κρίση έπρεπε να θεμελιώνεται σε αντικειμενικά στοιχεία και δεδομένα και να μη συνάγεται «αυτόματα» από το είδος της πράξεως που τελέστηκε και (προπάντων) από το ύψος της ποινής που γι αυτή καταγνώστηκε τα συμπαρατιθέμενα από το νόμο μεγέθη της υποτροπής και του βάσιμου φόβου τέλεσης νέων εγκλημάτων αποτελούσαν ουσιαστικά ειδικότερα κριτήρια «επικινδυνότητας προφανές ήταν μετά την τροποποίηση που έφερε ο Ν 2207/1994, τα κριτήρια της «επικινδυνότητας», του «υπόπτου της φυγής» και του «φόβου τελέσεως νέων αξιόποινων πράξεων» του άρθρου 497 παρ. 7 ΚΠΔ έπρεπε να καταφάσκονται ή όχι με σημείο αναφοράς τις 117 Μαργαρίτης, Ένδικα μέσα: Βεβαιότητα ευδοκιμήσεώς τους και αναστολή εκτελέσεως της αποφάσεως, ΠοινΔικ 2004, 977, 118 Μανωλεδάκης, Γενική θεωρία του Ποινικού Δικαίου, β, σελ
69 παραμέτρους του άρθρου 282 ΚΠΔ. Τέταρτον, ότι ο όρος «υποτροπή» είχε το περιεχόμενο που τα άρθρα 88 επ. ΠΚ του προσδίδουν. Εξάλλου, η ιδιότητα του κατάδικου ως υπότροπου έπρεπε να προκύπτει από την πρωτόδικη απόφαση, υπό την έννοια ότι είχε ληφθεί υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής διαφορετική λύση θα οδηγούσε στη μη αποδεκτή κατάληξη να εκτιμάται για τη χορήγηση της αναστολής στοιχείο που δεν εκτιμήθηκε στο στάδιο επιμετρήσεως της ποινής. Διαφορετικά (=αν δεν είχε ληφθεί υπόψη κατά την επιμέτρηση) αυτή καθεαυτή δε θα έπρεπε να εμποδίζει τη χορήγηση της αναστολής. Πέμπτον, ότι αρκούσε, ενόψει της γραμματικής διατυπώσεως της διατάξεως, και απλή δυνατότητα επελεύσεως βλάβης αυξημένη, δηλαδή, πιθανότητα, ή, πολύ περισσότερο, βεβαιότητα επελεύσεως βλάβης που δεν απαιτούνταν. Έκτον, ότι το «υπέρμετρο» και «ανεπανόρθωτο» της βλάβης (:ατομικής ή οικογενειακής) αποτελούν, αν θεωρηθούν νομικά ισχυρές προϋποθέσεις, αόριστες νομικές έννοιες και ως τέτοιες δεν μπορούσαν να στηριχθούν σε μία γενικεύουσα κρίση με βάση αφηρημένα κριτήρια αλλά είχαν ανάγκη από μία εξατομικευμένη προσέγγιση με βάση τα δεδομένα της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Το είδος της βλάβης δεν προσδιοριζόταν, άρα αυτή μπορούσε να είναι οικονομική ή κοινωνική ή να αφορούσε την υγεία σε κάθε, πάντως, περίπτωση η κατάφασή της θα έπρεπε να είναι «απλόχερη», μια και πρόκειται για καταδίκη όχι αμετάκλητη. Η μορφή αναστολής εκτελέσεως της πρωτόδικης αποφάσεως που προέβλεπε το άρθρο 497 παρ. 7 ΚΠΔ δεν αποτελούσε εξαίρεση από τον κανόνα της εκτελέσεως της ποινής όταν η απόφαση γίνεται αμετάκλητη, αλλά η εξαίρεση της εκτελέσεως της αποφάσεως όταν γίνει τουλάχιστον τελεσίδικη κατά την αναφορά τούτη η χορήγησή της θα έπρεπε να γίνεται χωρίς φειδώ και χωρίς αίσθηση παροχής «χαριστικής» η οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς τη συνδρομή ή όχι των σχετικών προϋποθέσεων έπρεπε να ερμηνεύεται κατά τρόπο που θα οδηγούσε σε αποδοχή της οικείας αιτήσεως σε μη εκτέλεση της αποφάσεως. Εξάλλου, όπως διαφάνηκε από τις αναπτύξεις που προηγήθηκαν, οι προϋποθέσεις χορηγήσεως της αναστολής είχαν και αρνητική (:ανυπαρξία λόγων που επιβάλλουν την προσωρινή κράτηση) και θετική (:υπέρμετρη και ανεπανόρθωτη βλάβη) απόχρωση. Απ αυτό συνάγεται ότι η αναστολή είχε χαρακτήρα έκτακτο - η λογική της ξεπερνούσε εκείνη του άρθρου 282 ΚΠΔ (: στην οποία και μόνο στηριζόταν η κατ άρθρο 557 ΚΠΔ. Ενόψει της ισχύος του τεκμηρίου αθωότητας μέχρι της αμετάκλητης καταδίκης και της κάμψεώς του μόνον όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της προσωρινής κρατήσεως, έπρεπε να γίνει δεκτό ότι η αναστολή εκτελέσεως χορηγείται έστω κι αν λείπει το στοιχείο της 69
70 υπέρμετρης και ανεπανόρθωτης βλάβης (: η προϋπόθεση, δηλαδή, αυτή ήταν ανενεργός). (iii) Παρά τις ως άνω, τείνουσες σε διερεύνηση των περιπτώσεων αποδοχής των αιτημάτων αναστολής, θεωρητικές παραδοχές, σε πρακτικό επίπεδο η νομολογία των ποινικών δικαστηρίων (ιδία αυτή των πενταμελών εφετείων) διαμόρφωσε με τις αυστηρές κρίσεις της ένα χώρο εντελώς «αφιλόξενο» για την ευδοκίμηση τέτοιας υφής εγχειρημάτων. Εάν επιχειρούσε κάποιος να κωδικοποιήσει σχηματικά τα βασικά χαρακτηριστικά της καταστάσεως που δημιουργήθηκε, θα σημείωνε τα εξής για τη στάση της νομολογίας: Πρώτον, έβλεπε μπροστά της μια διάταξη (= παρ. 7 άρθρου 497 ΚΠΔ) με δύο σκέλη: στο πρώτο, απαριθμούνταν διαζευκτικά τέσσερα κριτήρια προϋποθέσεις (: ιδιαίτερη επικινδυνότητα υπόνοιες φυγής υποτροπή βάσιμος φόβος τελέσεως νέων εγκλημάτων) κατ ανάστροφη φορά, υπό την έννοια της αναγκαιότητας μη καταφάσεώς της, στο δεύτερο, αξιωνόταν η συνδρομή, επιπλέον, υπέρμετρης και ανεπανόρθωτης βλάβης από την έκτιση της ποινής μέχρι της εκδόσεως της αποφάσεως επί της εφέσεως. Επρόκειτο, και αυτό θα πρέπει να ειπωθεί, για ορθή καταρχήν θεώρηση του ισχύοντος τότε κανονιστικού πλαισίου. Ωστόσο, τα προβλήματα αναδείχθηκαν στο πεδίο της εφαρμογής και μάλιστα κατά τρόπο τόσο οξύ που δεν άφηνε περιθώρια συγκερασμού απόψεων. Έτσι: Δεύτερον, γινόταν λόγος για παραδοξότητα του όλου θεσμού, συγκείμενη στο ότι το ένα δικαστήριο, απολύτως ενημερωμένο επί όλων των πτυχών της υποθέσεως, κατέφασκε την άμεση εκτελεστότητα, ενώ το άλλο, ελλιπώς συνήθως πληροφορημένο, την αναιρούσε εντούτοις, δεν πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι μια πρωτόδικη δικαιοδοτική κρίση συνιστά «δυνάμει» κρίση ανατρέψιμη και δη από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δηλαδή από το δικαστήριο στο οποίο θεσμικά είχε ανατεθεί η δικαιοδοσία της επαναξετάσεως της υποθέσεως. Τρίτον, διάχυτη ήταν η αίσθηση, παρότι όχι ρητά ομολογούμενη, ότι η εμμονή στην άμεση εκτελεστότητα λειτουργούσε ως (ή έστω και ως) αντίδοτο στην κατά καιρούς επιχειρουμένη από το νομοθέτη κανονιστική φιλελευθεροποίηση του χώρου εκτίσεως της ποινής όμως, σαφές είναι ότι η δικαιοδοτική λειτουργία περιορίζεται στη σωστή εφαρμογή του ισχύοντος πλαισίου, μη εξικνούμενη στη διαμέσου της οικείας αποφάσεως αμφισβήτηση της όποιας νομοθετικής επιλογής. Τέταρτον, η πρόκληση υπέρμετρης και ανεπανόρθωτης βλάβης από τη συνέχιση της κρατήσεως απέκτησε υπερέχουσα έναντι των άλλων κριτηρίων θέση, χωρίς μάλιστα να συγκαλύπτεται καν η ιεράρχηση 70
71 αυτή 119, η δε ερμηνευτική της προσέγγιση όχι λίγες φορές απέπνεε χαρακτήρα εξοντωτικής μεταχειρίσεως και σε ανθρώπινο επίπεδο 120. Πέμπτον, αξιωνόταν αυτοτελής επιπρόσθετη αιτιολογία για τη συνδρομή του στοιχείου της βλάβης, της οποίας η εξειδίκευση κρινόταν αναγκαία 121 μόλις, όμως, χρειάζεται να τονιστεί πως η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία κάθε δικαστικής κρίσεως αποτελεί ασφαλώς συνταγματική, και όχι μόνον, επιταγή, η υλοποίηση όμως της επιταγής δεν μπορεί να έχει επιλεκτικό χαρακτήρα, αφήνοντας απέξω προεχόντως τις καταδικαστικές αποφάσεις. Έκτον, στη σύγκριση της λειτουργικότητας των θεσμών της αναστολής εκτελέσεως της ποινής (: άρθρα 99 επ. ΠΚ), της απολύσεως υπό όρο (άρθρα 105 επ.) και της αναστολής εκτελέσεως της αποφάσεως (: άρθρο 497 παρ. 7 ΠΚΔ) προτασσόταν η τυπική ετερότητα των προϋποθέσεων και όχι η ουσιαστική ομοιότητα της λύσεώς τους ως εκδηλώσεως ελαστικότητας της ποινής στο στάδιο της εκτίσεώς της. Έβδομον, στο βαθμό που αξιωνόταν εξελισσόμενη ή αμέσως επικείμενη βλάβη, ουσιαστικά εξαναγκαζόταν ο κατηγορούμενος σε υποβολή του εαυτού του σε εκτέλεση της αποφάσεως μια και διαφορετικά απόδειξη μιας τέτοιας μορφής βλάβης ήταν εξόχως δυσχερής αν όχι αδύνατη και τούτο, παρά το γεγονός ότι ο νόμος όχι μόνον δεν έθετε αντίστοιχη προϋπόθεση, αλλά διεύρυνε την έκταση του δικαιώματος εκπροσωπήσεως. Όγδοον, και εν είδει συμπεράσματος, η όλη λειτουργία του θεσμού της αναστολής κατήντησε περισσότερο συμβολική και λιγότερο αποδοτική, αφού η προσέγγιση των μεν αρνητικά διατυπωμένων προϋποθέσεων κουβαλούσε, έχοντας σημείο αναφοράς το άρθρο 282 ΚΠΔ, όλη την εφαρμοστική παθογένεια της προσωρινής κρατήσεως, της δε θετικό πρόσημο έχουσας προϋποθέσεως παρείχε απλώς προσχήματα αρνητικών καταλήξεων 122. Και όλα τα παραπάνω, παρά τη διαπίστωση ότι δεν έλειψαν και τεκμηριωμένες σκέψεις επαναπροσδιορισμού του τρόπου εφαρμογής της επίμαχης προβλέψεως, σκέψεις προερχόμενες από τον ίδιο χώρο της νομολογίας. Κορυφαίο δείγμα προς αυτή την κατεύθυνση αποτελούν ιδιαίτερα πειστικές επισημάνσεις του 119 ΠεντΕφΠειρ 634/1998, ΠοινΔικ 1998, ΠεντΕφΠειρ 114/1996, ΠοινΧρ 1997, 120, η οποία δεν θεώρησε, τον οφειλόμενο σε κατάδοση συγκατηγορουμένου, φόβο (=κίνδυνο) για τη ζωή ως βλάβη, αφού η ασφάλεια του κρατουμένου είναι υποχρέωση της πολιτείας. Η εμπειρία φανερώνει ότι η άρνηση χορηγήσεως του ευεργετήματος ταυτιζόταν κάποτε, ιδίως σε περιπτώσεις βεβαιωμένης προθανάτειας πορείας, με την άρνηση της δυνατότητας να πεθάνει κανείς στο σπίτι του και αυτό με το επιχείρημα του αδυνάτου ανακοπής της πορείας εντός και εκτός των φυλακών. Η συγκεκριμένη τάση προφανώς και δεν συνυπολόγιζε το ότι η δικαιοδοτική κρίση εκφερόταν από ανθρώπους και οι συνέπειές της αφορούσαν ανθρώπους. 121 ΕφΠατρ 219/1999 ΠοινΔικ 2000, Μαργαρίτης, Ποινική Δικονομία ό.π., σελ. 317, υποσ. 226 με ενδεικτική παραπομπή σε σωρεία αποφάσεων 71
72 Α. Κονταξή 123, όπως οι ακόλουθες: ότι πρόκειται για εκτελεστότητα επιβληθείσα με πρωτόδικη απόφαση και το αίτημα για άρση της αφορά περιορισμένο χρονικό διάστημα και ενόσω ακόμη είναι ισχυρό το τεκμήριο αθωότητας- ότι ο όρος «ιδιαίτερη επικινδυνότητα» δεν υπηρετεί, με τον τρόπο που ερμηνεύεται, σκοπούς δικονομικής εξασφαλίσεως, συνιστώντας πράγματι προληπτικό μέτρο με κατ επίφαση δικονομικό χαρακτήρα (=είδος ασφαλιστικής κρατήσεως) ότι είναι αδιάφορη η φύση του εγκλήματος (για το οποίο έλαβε χώρα η καταδίκη) και το ύψος της επιβληθείσας ποινής ότι η ρητή καθιέρωση κριτηρίων στο άρθρο 497 παρ. 7 ΚΠΔ αποσκοπεί στη δημιουργία συνθηκών εγγυήσεως ασφαλείας δικαίου ότι το ανασταλτικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων κατά αποφάσεων και η προσωρινή κράτηση είναι θεσμοί με κοινό δογματικό υπόβαθρο ότι αρκεί η πιθανότητα (δυνατότητα) βλάβης, η οποία σε περίπτωση αμφιβολιών πρέπει να καταφάσκεται ότι η έννομη τάξη ενός κράτους δικαίου δεν (μπορεί να) αποδέχεται την πρόκληση βλάβης για τον κατηγορούμενο τουλάχιστον για όσο διάστημα είναι υπαρκτό το ενδεχόμενο αθωώσεως και ότι εύλογο φαίνεται να είναι πως το δικαστήριο οφείλει να εκκινεί από το τεκμήριο ότι κάθε στέρηση της προσωπικής ελευθερίας, που ενδέχεται στο μέλλον να αποδειχθεί αδικαιολόγητη, πιθανολογείται ότι θα έχει ως συνέπεια σημαντική και ανεπανόρθωτη βλάβη του κατηγορουμένου και ότι η αυτοπρόσωπη εμφάνιση του αιτούντος στο ακροατήριο ουσιαστικοποιεί την σχετική διαδικασία και έτσι τη μη εξασφάλισή της μόνο σχετιζόμενοι με τη δυσλειτουργία των σωφρονιστικών καταστημάτων πρακτικοί λόγοι μπορούν να δικαιολογήσουν. Τις παραπάνω σκέψεις του Κονταξή προσυπογράφει και ο Μαργαρίτης 124 για τις οποίες αναφέρει ότι μερικές μόνο αν έβρισκαν ανταπόκριση στην πράξη τα πράγματα ίσως ήταν διαφορετικά. Κρινόταν ήδη επιβεβλημένη η παρέμβαση του νομοθέτη προς επίλυση της ως άνω διαμορφωθείσης καταστάσεως η οποία πράγματι επιχειρήθηκε με το άρθρο 27 του Ν. 3904/2010. Προσεγγίζοντας και με συνεκτίμηση του περιεχομένου της Εισηγητικής Εκθέσεως, τη νέα ρύθμιση μπορούμε να προχωρήσουμε σε ορισμένες ασφαλείς εκτιμήσεις ως ακολούθως: 123 Ό.π., σελ Μαργαρίτης, ό.π., σελ
73 1. Διευκρινίστηκε απολύτως, προς τη σωστή κατεύθυνση, η λειτουργικότητα του στοιχείου της βλάβης: η μεν κατάφασή της οδηγεί σε κάθε περίπτωση (=ακόμη δηλαδή και όταν τα λοιπά μεγέθη είναι αρνητικά για τον κατηγορούμενο) στη χορήγηση του ανασταλτικού αποτελέσματος ή της αναστολής εκτελέσεως, η δε ανυπαρξία της δεν οδηγεί σε άμεση εκτελεστότητα. Έτσι και ένα στοιχείο που κατά το παρελθόν νομιμοποιούσε τη συντριπτική πλειοψηφία των αρνητικών κρίσεων εκλείπει και τη φύση της αναστολής εκτελέσεως αναπροσανατολίζει. 125 Ωστόσο στην πράξη δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο να συναντώνται δικαστήρια δικάζοντα αιτήσεις αναστολών τα οποία φαίνεται να μην έχουν αντιληφθεί αυτήν την λεπτή αλλά τόσο ουσιαστική τροποποίηση του άρθρου και εμφανίζουν μία προσκόλληση στο παρελθόν αφού ζητούν σωρευτικά την απόδειξη βλάβης ακόμη και αν ο αιτών δεν επικαλείται κάτι τέτοιο, ενώ δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που απορρίπτονται αιτήσεις με την αιτιολογία ότι δεν αποδείχθηκε κίνδυνος να υποστεί βλάβη από την κράτηση ο αιτών ή η οικογένειά του παραβλέποντας τελείως τη συνδρομή των λοιπών κριτηρίων που θέτει ο νόμος. 2. Αποτυπώνεται εμφανώς η ισχύς του τεκμηρίου αθωότητας καθώς και ο σεβασμός του κανονιστικού πλαισίου προς το τεκμήριο τούτο και προς το δικαίωμα επανεξετάσεως της υποθέσεως (=το δικαίωμα απολαύσεως του δεύτερου βαθμού δικαιοδοσίας). 3. Ομογενοποιούνται, σωστά ενόψει του κοινού σημείου αναφοράς, τα κριτήρια χορηγήσεως ή όχι του ανασταλτικού αποτελέσματος (παρ. 3 και 4 άρθρου 497) και της αναστολής εκτελέσεως (: παρ. 7 του ίδιου άρθρου). 4. Η άρνηση του ανασταλτικού αποτελέσματος ή της αναστολής εκτελέσεως πρέπει να αιτιολογείται με αναγωγή στα κριτήρια επιβολής της προσωρινής κρατήσεως κατ άρθρο 282 παρ. 3 (πλέον 4) ΚΠΔ. Βλέποντας κοντύτερα κανείς το ζήτημα, οδηγείται στο συμπέρασμα ότι η ταυτότητα των κριτηρίων προσωρινής κρατήσεως και άμεσης εκτελεστότητας είναι δεδομένη σ ένα καταρχήν επίπεδο, αφού η κριτική προσέγγιση των δύο ρυθμίσεων αναδεικνύει τις ακόλουθες διαφορές: Α) Η επιβολή προσωρινής κράτησης απαιτεί προηγούμενες αμετάκλητες καταδίκες για ομοειδείς αξιόποινες πράξεις, ενώ για την άμεση εκτελεστότητα κατ άρθρο 497 παρ. 8 ΚΠΔ αρκεί απλά να υπάρχουν προηγούμενες καταδίκες (όχι κατ 125 Μαργαρίτης, ό.π., σελ
74 ανάγκη ομοειδείς). Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να υφίστανται περισσότερες από μία καταδίκες για αξιόποινες πράξεις οι οποίες θα πρέπει να συνιστούν σοβαρά εγκλήματα, ενώ τα εγκλήματα τα οποία πιθανολογείται ότι θα διαπράξει αν αφεθεί ελεύθερος θα πρέπει επίσης να είναι σοβαρά, (όχι ασήμαντα) να προκαλούν δηλαδή σημαντική διασάλευση της έννομης τάξης. 126 Β) τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης αποτελούν κριτήριο μόνο για κακουργήματα ιδιαίτερης βαρύτητας ήτοι με επαπειλούμενη ποινή ισόβιας κάθειρξης ή πρόσκαιρης με ανώτατο όριο τα είκοσι χρόνια ενώ για την άμεση εκτελεστότητα δεν τίθεται η προϋπόθεση του ύψους της ποινής (η οποία σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να είναι μεγαλύτερη των τριών ετών). Σημειωτέον πάντως ότι σχετικά με τα ανωτέρω ζητήματα στο σχέδιο Νόμου γινόταν πρόβλεψη για προηγούμενες καταδίκες για ομοειδείς αξιόποινες πράξεις ενώ τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης νομιμοποιούσαν την άμεση εκτελεστότητα σε περιπτώσεις που η επιβληθείσα ποινή αφορούσε κάθειρξη άνω των δέκα ετών Από τη διατύπωση της παρ. 8 ("...τότε μόνο δεν χορηγείται ανασταλτικό αποτέλεσμα...") προκύπτει ότι κανόνα αποτελεί η χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος στην έφεση ως επιμέρους έκφανσης του τεκμηρίου αθωότητας 128 και εξαίρεση η μη χορήγησή της, το ίδιο ισχύει και για το ανασταλτικό αποτέλεσμα κατ άρθρο 497 παρ. 7 ΚΠΔ. Η παρ. 4 πρέπει να διαβάζεται συνδυαστικά για να αποτυπώνεται πλήρως το σχήμα κανόνας εξαίρεση. Εκ του σχήματος αυτού μπορεί να συμπεράνει κανείς ότι ιδιαίτερη αιτιολογία 139 ΚΠΔ απαιτείται στην περίπτωση της μη χορήγησης. 6. Η εισαγωγή των «συγκεκριμένων ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της πράξης» ως κριτηρίου αρνήσεως του ανασταλτικού αποτελέσματος ανοίγει το δρόμο για μία επισκόπηση της ουσίας της υποθέσεως, η οποία θα επέτρεπε να καταδειχθούν τα στοιχεία εκείνα που μπορούν να λειτουργήσουν θετικά για τον κατηγορούμενα και τα οποία σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να σημαίνουν την ευδοκίμηση της ασκηθείσης εφέσεως ζήτημα για το οποίο όπως έχει ήδη επισημανθεί δεχόταν επικρίσεις η προγενέστερη διάταξη. Ωστόσο για την επίμαχη διάταξη ήδη από πολύ νωρίς είχε 126 Συμεωνίδης, ό.π., σελ Μαργαρίτης, ό.π., σελ Παπαδαμάκης, ό.π., σελ
75 επισημανθεί ο κίνδυνος ότι η συγκεκριμένη πρόβλεψη θα μπορούσε να αποτελέσει την "κερκόπορτα" μέσω της οποίας θα αποκλείεται με συνοπτικές διαδικασίες και δίχως ιδιαίτερη αιτιολόγηση η χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος στην έφεση ή θα απορρίπτονται οι αιτήσεις αναστολών. 129 Ερμηνευτικά είναι αναγκαία η ένταξη της προβλέψεως των «ιδιαίτερων χαρακτηριστικών» στο συνολικό πνεύμα της νέας διάταξης, θα πρέπει δηλαδή τα «ιδιαίτερα χαρακτηριστικά» να είναι κατ αντικειμενική πρόγνωση, πρόσφορα για την τέλεση και άλλων αξιόποινων πράξεων. Η αιτιολογία θα πρέπει να υπολογίζει στα συγκεκριμένα (αρνητικά) ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης, τα οποία λογικά και αιτιακά συνθέτουν και προοικονομούν κρίσιμους όρους μιας αντικειμενικά δρομολογημένης εγκληματικής δραστηριότητας. Έτσι για παράδειγμα δεν είναι ορθή η μη χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος στην έφεση του συνταξιοδοτηθέντα υπαλλήλου κατηγορουμένου για υπεξαίρεση στην υπηρεσία με αναγωγή στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης. Σημειωτέον πάντως ότι η βεβαιότητα ευδοκιμήσεως του ενδίκου μέσου δεν αποτελεί ρητά αναγραφόμενο στο νόμο κριτήριο για τη χορήγηση αναστολής εκτελέσεως της αποφάσεως τούτο σημαίνει ότι σε βάρος του κατηγορουμένου δεν μπορεί ποτέ να μετρήσει η πιθανότητα της μη ουσιαστικής ευδοκιμήσεως της εφέσεως. 130 Ωστόσο, δυσχερώς προσεγγίσιμη είναι η ανάστροφη όψη του ίδιου ζητήματος: Συνιστά ή όχι κριτήριο χορηγήσεως της αναστολής η πιθανότητα ή η βεβαιότητα ευδοκιμήσεως του ασκούμενου ενδίκου μέσου; Πειστικότερη στο τελευταίο ερώτημα απάντηση είναι η ακόλουθη: Η (απλή) πιθανότητα ευδοκιμήσεως του ενδίκου μέσου δεν μπορεί, αποτελούσα μέγεθος που ούτε αντικειμενικότητα διαθέτει ούτε σχηματισμό ασφαλούς δικανικής πεποιθήσεως επιτρέπει, από μόνη της να οδηγήσει σε παραδοχή του αιτήματος της αναστολής. Αντίθετα, συνεκτιμάται, στο μέτρο που λειτουργεί υπέρ του κατηγορουμένου και η παραγνώρισή της θα σήμαινε 129 Παπαδαμάκης α.ό.π. 130 Έτσι και Σατλάνης, Ποινικοδικονομικά Varia, ΠοινΔικ 10/2015, σελ. 857 κριτική στην παρούσα διάταξη ως προς τα ακόλουθα: «Ο νόμος εξάλλου παραλείπει να αναφέρει το σπουδαιότερο κριτήριο που θα πρέπει να επηρεάσει τη διακριτική ευχέρεια του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου να αποφασίσει υπέρ της αναστολής ή μη κατά την εκτίμηση της συνδρομής ή μη των προϋποθέσεων που τίθενται από αυτόν. Το κριτήριο αυτό είναι η αθωότητα του κατηγορουμένου ή η πολύ μεγάλη πιθανότητα αθωότητας και τα τυχόν πραγματικά ή νομικά σφάλματα της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Η συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή του κράτους δικαίου επιβάλλει να διατάσσεται οπωσδήποτε η αναστολή εκτελέσεως της καταδικαστικής αποφάσεως, οσάκις διαπιστώνεται η αθωότητα ή η σφόδρα πιθανή αθωότητα του καταδικασθέντος (εδώ θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και η θεμελιώδης δικονομική αρχή «in dubio pro reo» = εν αμφιβολία υπέρ του κατηγορουμένου), χωρίς να απαιτείται να ερευνώνται οι λοιπές προϋποθέσεις που ορίζονται στο νόμο.» 75
76 ανεπανόρθωτη για τούτον βλάβη, η βεβαιότητα (στηριζόμενη, για παράδειγμα σε: ανάκληση της εγκλήσεως - συμπλήρωση χρόνου παραγραφής του αξιοποίνου χορήγηση αμνηστίας - χαρακτηρισμό με μεταγενέστερο νόμο της πράξεως ως μη αξιόποινης) ευδοκιμήσεως του ενδίκου μέσου σωστά έχει επισημανθεί εδώ από την επιστήμη αφενός μεν ότι «υπέρμετρη και ανεπανόρθωτη βλάβη θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί η έκτιση ποινής, που βασίζεται σε μια απόφαση, που πάσχει οφθαλμοφανώς στη νομική βασιμότητά της» και αφετέρου πως «εκτός από τη χρηματική, κάθε άλλη ποινή όταν εκτελεστεί είναι ανεπανόρθωτη, γιατί τα χρόνια που έμεινε κανείς στη φυλακή άδικα δεν γυρίζουν πίσω ούτε οι ευκαιρίες που έχασε στη ζωή του ξαναπαρουσιάζονται» 131 Η αίτηση υποβάλλεται είτε από τον ίδιο τον κατηγορούμενο είτε από τον εισαγγελέα. Επ' αυτής αποφαίνεται το δευτεροβάθμιο δικαστήριο και αν, πρόκειται για το μικτό ορκωτό εφετείο και αυτό δεν συνεδριάζει, στο πενταμελές εφετείο (άρθρο 497 παρ. 7 ΚΠΔ). Η αρμοδιότητα για χορήγηση αναστολής εκτέλεσης με άλλα λόγια ανήκει κατ αρχήν στο δικαστήριο που θα δικάσει την ασκηθείσα έφεση. Ειδικά όμως στην περίπτωση που αυτό είναι το μικτό ορκωτό εφετείο όταν αυτό δεν συνεδριάζει αρμόδιο σύμφωνα με το άρθρο 27 του Ν. 3904/2010 είναι το πενταμελές εφετείο στην περιφέρεια του οποίου υπάγεται το μικτό ορκωτό εφετείο που θα κρίνει την έφεση, και όχι το πενταμελές εφετείο του τόπου έκτισης της ποινής. Ενόψει των ρυθμίσεων των άρθρων 340 παρ. 4, 465 και 497 παρ. 9 ΚΠΔ είναι προφανές ότι η αίτηση αναστολής μπορεί να υποβληθεί και από αντιπρόσωπο που έχει ειδική κατ άρθρο 42 παρ. 2 ΚΠΔ πληρεξουσιότητα. 132 Στο σημείο αυτό κρίνεται απαραίτητο να προβούμε σε τρεις παρατηρήσεις. Κατ αρχήν η συγκεκριμένη δυνατότητα βρίσκει επαρκές έρεισμα στη διαπίστωση ότι κάτι τέτοιο είναι επιτρεπτό σε μείζονος σημασίας ζήτημα όπως εκείνο της άσκησης οποιουδήποτε ένδικου μέσου. Η σχετική πληρεξουσιότητα μπορεί να χορηγηθεί όχι μόνο με συμβολαιογραφικό έγγραφο αλλά και με απλή έγγραφη δήλωση, αρκεί να βεβαιώνεται το γνήσιο της υπογραφής του εντολέα από οποιαδήποτε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή ή δικηγόρο (άρθρα 465, 131 Μανωλεδάκης, Γενική θεωρία του Ποινικού Δικαίου, β εκδ., σελ Μαργαρίτης, ό.π., σελ
77 96 και 42 ΚΠΔ). Δεδομένης της ύπαρξης ειδικής εντολής είναι δυνατή η παραίτηση τόσο από την προθεσμία όσο και από το δικαίωμα αυτό καθεαυτό της κλητεύσεως. 133 Η προσαγωγή του κρατούμενου κατηγορουμένου στο δικαστήριο κατά τη συζήτηση αιτήσεως του για αναστολή εκτέλεσης αποφάσεως ενόψει ασκήσεως εφέσεως κατ αυτής αποτέλεσε ζήτημα που κατά καιρούς έτυχε διαφορετικής ρυθμίσεως από το νομοθέτη: Η παρ. 7 του άρθρου 497 ΚΠΔ όπως θεσπίστηκε με το άρθρο 26 του Ν. 1868/1989 δεν προέβλεπε τίποτε σχετικά με τη μεταγωγή του κρατουμένου κατηγορουμένου. Το άρθρο 13 παρ. 7 του νόμου 1941/1991 πρόσθεσε παρ. 8 στο άρθρο 497 Κ.Π.Δ., σύμφωνα με την οποία ο κατηγορούμενος αν κρατείται μακριά από την έδρα του δικαστηρίου δεν προσάγεται σ' αυτό, μπορεί όμως να υποβάλλει έγγραφο υπόμνημα ή και να αντιπροσωπευθεί με συνήγορο που διορίζεται και με απλή επιστολή θεωρημένη από το διευθυντή της φυλακής. Το άρθρο 34 παρ. 15 του Ν. 2172/1993 τροποποίησε την παρ. 8 του άρθρ. 497 Κ.Π.Δ., ορίζοντας ότι ο κατηγορούμενος κλητεύεται και άρα προσάγεται στο δικαστήριο που είναι αρμόδιο για τη χορήγηση της αναστολής. Με το άρθρο 2 παρ. 20 περ. β του Ν. 2408/1996 η παρ. 8 του άρθρου 497 Κ.Π.Δ. επανήλθε στη μορφή που ο Ν. 1941/ 1991 της είχε προσδώσει - εκείνη δηλαδή της μη μεταγωγής του κρατούμενου κατηγορουμένου. Στην Εισηγητική Έκθεση του νόμου 2408/1996 επισημαίνεται ότι: «Παύει η υποχρέωση της εισαγγελικής αρχής να παραγγέλλει τη μεταγωγή του κατηγορουμένου κάθε φορά που ζητά αναστολή εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης όταν αυτός κρατείται μακριά από την έδρα του δικαστηρίου καθόσον η υποχρέωση αυτή η οποία υφίστατο έστω και αν ο κρατούμενος παραιτείται του δικαιώματος του να εμφανιστεί δημιούργησε στην πράξη πολλές δυσχέρειες στις υπηρεσίες μεταγωγής κρατουμένων αλλά και των σωφρονιστικών καταστημάτων (...) Άλλωστε σε κάθε περίπτωση ο εισαγγελέας μπορεί να παραγγείλει τη μεταγωγή αν το κρίνει αναγκαίο ιδίως όταν επιμένει αιτιολογημένα σ' αυτήν ο αιτών όπως επίσης και το δικαστήριο μπορεί να αναβάλει την εκδίκαση της αιτήσεως προκειμένου να εμφανιστεί ο κρατούμενος αν κρίνει αναγκαία την παρουσία του.» 133 Δυνατή η παραίτηση από την προθεσμία κλήτευσης και αυτής ταύτης της κλητεύσεως. ΓνωμΕισΑΠ (Κουτελιδάκης) 473/1994, ΠοινΧρ 1994, σελ. 264: Καθορισμός συνολικής ποινής. Σε καμία περίπτωση δεν είναι υποχρεωτική η αυτοπρόσωπη εμφάνιση του καταδικασμένου στο δικαστήριο, αφού δικαιούται να παραιτηθεί και αυτής ταύτης της κλήτευσής του. Η εκπροσώπησή του από συνήγορο είναι δυνατή μόνον στην περίπτωση που αυτός κρατείται μακριά από την έδρα του Δικαστηρίου. 77
78 Η Εισαχθείσα με το Ν. 2408/1996 ρύθμιση παραμένει κατά το σκέλος που αφορά τη μεταγωγή αναλλοίωτη μέχρι σήμερα, μη τροποποιηθείσα με τους μεταγενέστερους νόμους απλώς με τον πρόσφατο Ν. 3904/2010 η ρύθμιση αποτυπώνεται στην παράγραφο 9 του άρθρου 497 ΚΠΔ. 134 Η προσαγωγή ή όχι του κρατούμενου - κατηγορουμένου στο δικαστήριο που είναι αρμόδιο για τη χορήγηση της αναστολής θα πρέπει να κριθεί στη βάση ουσιαστικών από τη μία και πρακτικών από την άλλη παραμέτρων. Ειδικότερα η προσαγωγή του μακράν της έδρας του δικαστηρίου κρατούμενου κατηγορουμένου υποθάλπει το φαινόμενο της υποβολής αβάσιμων αιτήσεων με μόνο κίνητρο την πραγματοποίηση της μεταγωγής από τη φυλακή στην έδρα του δικαστηρίου και βέβαια η μεταγωγή αυτή καθεαυτή ενέχει αντικειμενικά κίνδυνο αποδράσεων. Από την άλλη μεριά θα πρέπει να επισημανθεί ότι η αναστολή εκτέλεσης μιας αποφάσεως δεν είναι τυπική αλλά ουσιαστική διαδικασία γεγονός που επιβάλλει η θεσμική εξασφάλιση της αυτοπρόσωπης συμμετοχής του κατηγορουμένου στη σχετική συζήτηση και βέβαια μόλις χρειάζεται να τονιστεί ότι η υπερασπιστική αποτελεσματικότητα της αυτοπρόσωπης συμμετοχής δεν μπορεί να συγκριθεί με την αντίστοιχη της εκπροσωπήσεως με συνήγορο ή του εγγράφου υπομνήματος. Τελική λύση είναι όπως εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ζήτημα επιλογής Επισημειωτέον περαιτέρω ότι κατά τη συζήτηση αιτήσεως αναστολής εκτελέσεως αποφάσεως τριμελούς (ή Μονομελούς) εφετείου κακουργημάτων ή μικτού ορκωτού δικαστηρίου δεν υφίσταται υποχρέωση του δικαστηρίου για αυτεπάγγελτο διορισμό δικηγόρου, ακόμη και όταν η κατηγορία φέρει χαρακτήρα κακουργήματος 135. Τούτη η θέση βρίσκει επαρκές δογματικό έρεισμα στη διαπίστωση ότι οι προβλέπουσες αυτεπάγγελτο διορισμό συνηγόρου διατάξεις των άρθρων 340 παρ. 1 εδ. β και 376 ΚΠΔ: προδήλως υποδηλώνουν πρόνοια του δικονομικού νομοθέτη να εξασφαλίσει μια μορφή δίκαιης διεξαγωγής της δίκης σε περιπτώσεις που αυτή έχει αντικείμενο πράξη μείζονος βαρύτητας (=κακούργημα), δηλαδή πράξη όπου μεν η υπεράσπιση δεν είναι ευχερής, οι δε συνέπειες σε περίπτωση αποδείξεώς της ιδιαίτερα επαχθείς (: λόγος που σαφώς δεν συντρέχει στην ίδια ένταση σε περιπτώσεις που η δίκη έχει αντικείμενο πράξη ελάσσονος βαρύτητας ή αντικείμενο που δεν έχει σημείο αναφοράς την τέλεση ή όχι εγκλήματος) 134 Μαργαρίτη, ό.π., σελ ΠεντΕφΠατρ 106/1994, Υπερ 1994, σελ επ., όπου πρόταση Ζύγουρα και παρατηρήσεις Μαργαρίτη 78
79 συστηματικά (=οργανικά) αναφέρονται στη διαδικασία στο ακροατήριο, ενταγμένες στο τμήμα των κοινών και ειδικών, αντίστοιχα, κανόνων διαδικασίας, αφορώντας την (=συνδεόμενες με την) κατ ουσία συζήτηση της υποθέσεως κάνουν, σε επίπεδο γραμματικής διατυπώσεως, ρητά λόγο το μεν για κατηγορία που αφορά κακούργημα, το δε για θέση της δικογραφίας στη διάθεση του συνηγόρου. Στα πλαίσια του προ του Ν 3346/2005 καθεστώτος διχογνωμία είχε ανακύψει ως προς τη δυνατότητα εκπροσωπήσεως του κατηγορουμένου από δικηγόρο κατά τη συζήτηση αιτήσεως αναστολής εκτελέσεως της αποφάσεως. Είχαν διαμορφωθεί δύο διαμετρικά αντίθετες απόψεις: Κατά την πρώτη άποψη, στηριγμένη σε αναλογική εφαρμογή του (τότε ισχύοντος) άρθρου 501 παρ. 3 ΚΠΔ, η εκπροσώπηση ήταν δυνατή, με την προϋπόθεση ότι ο κατηγορούμενος αδυνατούσε να εμφανιστεί το ακροατήριο από ανώτερη βία ή ανυπέρβλητα αίτια. 136 Σύμφωνα με τη δεύτερη άποψη, ο αιτών δεν μπορούσε ποτέ να αντιπροσωπευθεί από το συνήγορό του, αφού τέτοια δυνατότητα ούτε από το νόμο ρητά αναγνωριζόταν, ούτε από αναλόγου περιεχομένου ρύθμιση μπορούσε να αντληθεί, άποψη την οποία είχε ενστερνιστεί και η νομολογία 137. Το ζήτημα τελικά λύθηκε νομοθετικά: Η (προστεθείσα με το άρθρο 14 του Ν 3346/2005) παρ. 4 του άρθρου 340 ΚΠΔ, ισχύουσα ως σήμερα, ορίζει ρητά ότι: «Ο αιτών την ακύρωση της διαδικασίας, την ακύρωση απόφασης, την αναστολή εκτέλεσης της απόφασης λόγω ασκηθείσης εφέσεως ή αναιρέσεως και τον καθορισμό συνολικής εκτιτέας ποινής μπορεί να εκπροσωπηθεί από συνήγορο, διορισμένο κατά τους όρους της παρ. 2. Για το παραδεκτό των ως άνω αιτήσεων, δεν απαιτείται να υποβληθεί ο αιτών στην εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης». Η δυνατότητα, λοιπόν, εκπροσωπήσεως του αιτούντος από συνήγορο στα πλαίσια του άρθρου 497 παρ. 7 ΚΠΔ οφείλει να θεωρηθεί δεδομένη αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος για τον οποίο με το άρθρο 27 του Ν 3904/2010 αφαιρέθηκε από την παρ. 9 η ως τότε υπάρχουσα (στην παλαιά παρ. 8) πρόβλεψη ότι ο μακριά από την έδρα του δικαστηρίου κρατούμενος «μπορεί να αντιπροσωπευτεί με συνήγορο που διορίζεται και με απλή επιστολή θεωρημένη από το διευθυντή της φυλακής». 136 Ζύγουρας, Η αντιπροσώπευσις του κατηγορουμένου υπό του συνηγόρου του εις την ποινικήν διαδικασίαν, ΠοινΔικ 2000, σελ επ. 137 Μέχρι την ΟλΑΠ 3/2002, ΝοΒ 2003, σελ. 32 η οποία ασχολήθηκε με το ζήτημα της εκπροσώπησης κατηγορουμένου από το συνήγορό του στην κατ έφεση δίκη υπό το πρίσμα της ΕΣΔΑ και του δικαιώματος σε Δίκαιη δίκη στο περιεχόμενο του οποίου συμπεριέλαβε και το δικαίωμα του κατηγορουμένου να εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο αν δεν επιθυμεί να εμφανιστεί αυτοπροσώπως. 79
80 Σύμφωνα με τα οριζόμενα στο προτελευταίο εδάφιο της παρ. 7 του άρθρου 497 ΚΠΔ: «Εάν η αίτηση απορριφθεί, νέα αίτηση δεν μπορεί να υποβληθεί πριν παρέλθει ένας μήνας από τη δημοσίευση της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η προηγούμενη.» Υπό το αρχικό καθεστώς του άρθρου 26 του Ν 1868/1989 δεν υπήρχε χρονικός περιορισμός για την υποβολή νέας αίτησης. Αντίθετα υπό το καθεστώς του Ν 1941/1991 υπήρχε περιορισμός. Συγκεκριμένα προβλεπόταν ότι νέα αίτηση του κατηγορουμένου ήταν απαράδεκτη αν δεν είχαν περάσει τρεις μήνες από την απόρριψη της προηγούμενης. Ο περιορισμός, όμως, αυτός δεν ίσχυε αν ο καταδικασμένος επικαλούνταν νεότερα γεγονότα ή γεγονότα που δεν είχαν τεθεί υπόψη του δικαστηρίου που δίκασε την προηγούμενη αίτηση. Σκοπός του περιορισμού ήταν «να αποφεύγεται η υποβολή συνεχών νέων αιτήσεων επί θέματος κριθέντος προηγουμένως, γεγονός που μειώνει το κύρος της δικαιοσύνης και απασχολεί τα δικαστήρια ασκόπως» - να περιορίσει «το δυσάρεστο και μειωτικό του κύρους της δικαιοσύνης φαινόμενο των αλλεπάλληλων αιτήσεων που δημιουργεί την εντύπωση ότι ο κατηγορούμενος επιδιώκει την ανεύρεση διαφορετικής συνθέσεως για να κρίνει κατ άλλο τρόπο την αίτησή του, που στηρίζεται στα ίδια γεγονότα που κρίθηκαν αρνητικά από άλλο δικαστήριο». Το καθεστώς του Ν 1941/1991 καταργήθηκε λίγο αργότερα από τον ακολουθήσαντα Ν 2172/1993. Προφανώς με βάση την εκτίμηση ότι η ύπαρξη του χρονικού περιορισμού οδηγούσε σε συρρίκνωση του δικαιώματος ακροάσεως του κατηγορουμένου. Τέτοιου είδους εκτιμήσεις είχαν εκφραστεί και για την (καταργηθείσα με το Ν 2172/1993) αντίστοιχη, με τον ίδιο (1941/1991) νόμο εισαχθείσα, ρύθμιση του άρθρου 286 παρ. 2 ΚΠΔ. Τούτη η κατάργηση που σήμαινε επάνοδο στο αρχικό απεριόριστο καθεστώς του Ν 1868/1989, συνάντησε την αντίρρησή της: Στο μέτρο που η ρύθμιση του Ν 1941/1991 προέβλεπε περίπτωση κάμψεως του χρονικού απαραδέκτου με επίκληση νέων γεγονότων, επερχόταν εξισορρόπηση του ενδεχόμενου περιορισμού των σχετικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου και ταυτόχρονα αποφόρτιση του δικαστικού έργου. Δέκα χρόνια μετά την κατάργησή του, ο συγκεκριμένος περιορισμός επανήλθε ελαφρά διαφοροποιημένος. Το άρθρο 47 του Ν 3060/ 2003 προσέθεσε στην παρ. 7 του άρθρου 497 ΠΚΔ (νέο) τελευταίο εδάφιο, σύμφωνα με το οποίο: «αν η κατά το πρώτο εδάφιο αίτηση απορριφθεί, νέα αίτηση δεν μπορεί να υποβληθεί πριν 80
81 παρέλθει ένας μήνας από τη δημοσίευση της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η προηγούμενη». Η ρύθμιση αυτή ισχύει ως σήμερα, αφού ο πρόσφατος Ν 3904/2010 δεν την τροποποίησε. Αναφορικά με τούτη τη ρύθμιση μπορούν να γίνουν οι ακόλουθες γενικές και ειδικές παρατηρήσεις: Στο χώρο των γενικών επισημάνσεων καταγράφονται: Πρώτον, ο με τον Ν 1941/1991 εισαχθείς χρονικός περιορισμός μειώθηκε από τρεις μήνες σε ένα μήνα πρόκειται για σωστή επιλογή, αφού έτσι αποφεύγεται υπερβολική ατονία του δικαιώματος ακροάσεως του κατηγορουμένου. Δεύτερον, ο περιορισμός του ενός μηνός δεν ευθυγραμμίζεται με τον αντίστοιχο (εισαχθέντα με το άρθρο 37 παρ. 1 του Ν 3060/2003) περιορισμό του άρθρου 471 παρ. 2 ΚΠΔ, ο οποίος είναι δύο μήνες η διαφοροποίηση δικαιολογείται, ενόψει του ότι στην αναίρεση έχουν ήδη μεσολαβήσει (κατά κανόνα) όχι μία (όπως εδώ) αλλά δύο δικαιοδοτικές κρίσεις που υποδηλώνουν και πιο έντονη τρώση του τεκμηρίου αθωότητας. Τρίτον, ο χρονικός περιορισμός του ενός μηνός κάμπτεται, παρά τη σιωπή του νόμου, σε περίπτωση επικλήσεως οψιγενών ή οψιφανών γεγονότων αντίθετη ερμηνεία θα ήταν και ουσιαστικά αδικαίωτη, αφού δικαιολογητικός λόγος θεσπίσεως του σχετικού περιορισμού (ρητά μάλιστα δικαιολογημένος στην Εισηγητική Έκθεση) είναι ο (μη υφιστάμενος στην εξαιρετική τούτη περίπτωση) κίνδυνος καταχρηστικής ασκήσεως αιτήσεων αναστολής, και δογματικά επισφαλής, μια και θα ταυτιζόταν με υπέρμετρη προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως του κατηγορουμένου. 138 Στο πεδίο των ειδικών εκτιμήσεων τονίζονται: Πρώτον, ενόψει του επιδιωκόμενου στόχου, προφανές είναι ο περιορισμός δεν καταλαμβάνει, όπως και στα πλαίσια του Ν 1941/1991, τον εισαγγελέα. Δεύτερον, σε αντίθετη με την ασαφή, και γι αυτό επιτρέπουσα ερμηνευτικές παραλλαγές, διατύπωση του Ν 1941/1991, η τωρινή πρόβλεψη είναι περισσότερο διαφωτιστική ως προς το ζήτημα αν η συμπλήρωση του ενός μηνός κρίνεται με την υποβολή ή τη συζήτηση της αιτήσεως σήμερα είναι σαφές ότι το εισαγόμενο απαράδεκτο πλήττει την ίδια την αίτηση και όχι τη συζήτησή της, αφού ο νόμος ευκρινώς τονίζει ότι δεν μπορεί υποβληθεί αίτηση και όχι να συζητηθεί αυτή πριν την πάροδο μηνός. Η σχετική διχογνωμία δεν παρουσιάζει ιδιαίτερη οξύτητα, στο μέτρο που σε πρακτικό επίπεδο, συμπίπτουν οι δυο χρόνοι μιας και η αίτηση (: περιέχουσα και δήλωση παραιτήσεως όχι μόνον από την προθεσμία αλλά και από το δικαίωμα κλητεύσεως) εισάγεται (: ή τουλάχιστον 138 Μαργαρίτης, ό.π., σελ
82 μπορεί να εισαχθεί), με εξαίρεση την περίπτωση υπερφορτώσεώς ήδη του οικείου πινακίου, για συζήτηση αυθημερόν. Τρίτον, ο επίμαχος χρονικός περιορισμός αφορά οποιαδήποτε, πέραν της πρώτης, αίτηση και όχι μόνον τη δεύτερη ο νόμος κάνει λόγο για «νέα» και όχι μόνον «δεύτερη» αίτηση Μικτό Ορκωτό Τα βασικότερα προβλήματα αναφορικά με τη λειτουργία του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου σε σχέση με το ανασταλτικό αποτέλεσμα είναι αφενός (όσον αφορά τις παρ. 3 και 4 του άρθρου 497 ΚΠΔ) αν αποφασίζει (ενόψει της διάταξης του άρθρου 405 παρ. 1 περ. στ) για το ανασταλτικό αποτέλεσμα σύσσωμο το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο (τακτικοί και λαϊκοί δικαστές) ή μόνο οι τακτικοί δικαστές, αφετέρου (όσον αφορά την αναστολή εκτελέσεως της παρ. 7 του άρθρου 497 ΚΠΔ) η οριοθέτηση της αρμοδιότητας ανάμεσα στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο και στο Πενταμελές Εφετείο, καθώς και αν είναι αναγκαία ή όχι η σύμπραξη των ενόρκων (αν δηλαδή η απόφαση λαμβάνεται μόνο από τους τρείς τακτικούς δικαστές), στην περίπτωση που αρμόδιο είναι το Μικτό Ορκωτό Εφετείο. Σχετικά με το πρώτο ερώτημα (περί του ανασταλτικού της έφεσης αποτελέσματος κατά το άρθρο 497 παρ. 3 και 4 ΚΠΔ σε σχέση με το Μικτό Ορκωτό) ευρεία υποστήριξη βρήκε η εκδοχή ότι η αρμοδιότητα χορήγησης ανασταλτικού αποτελέσματος ανήκει κατά ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 405 παρ. 1 στοιχ. στ ΚΠΔ στους τακτικούς δικαστές. Το γεγονός ότι η διάταξη αυτή παραπέμπει μόνο στο άρθρο 471 παρ. 2 ΚΠΔ (ανασταλτική δύναμη της αναίρεσης) δεν υποδηλώνει κατά την άποψη αυτή κάτι διαφορετικό σε σχέση με την ανασταλτική δύναμη της έφεσης. Τούτο δε διότι κατά το χρόνο θέσπισης της διάταξης του άρθρου 405 ΚΠΔ δεν προβλεπόταν έφεση στα κακουργήματα και επομένως δεν ετίθετο και ζήτημα ανασταλτικής της δύναμης. Με την καθιέρωση όμως δευτέρου βαθμού και στα κακουργήματα (Ν.969/1979) και την αναγνώριση ανασταλτικής δύναμης και στην έφεση η λογική του πράγματος και ο σκοπός της υφιστάμενης πρόβλεψης ευνοούν (κατ αρχήν) την παραδοχή της άποψης ότι επί 139 Μαργαρίτης, ό.π., σελ
83 καταδίκης από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο η αρμοδιότητα για την χορήγηση ανασταλτικής δύναμης στην έφεση ανήκει στους τακτικούς δικαστές. Το συγκεκριμένο θέμα επανεξετάστηκε μετά το Ν. 3904/2010 συνολικά από τον Ν. Χατζηνικολάου, ο οποίος κατέληξε στην άποψη πως στην κρίση για τη χορήγηση ή μη ανασταλτικού αποτελέσματος συμπράττουν και οι λαϊκοί δικαστές. Την εκτίμησή του αυτή στηρίζει ο Χατζηνικολάου στην ακόλουθη σειρά συλλογισμών: 1) Η αντίθετη εκδοχή δεν φαίνεται να συνεκτιμά το τεκμήριο αρμοδιότητας του άρθρου 404 παρ. 1 περ. ε ΚΠΔ η ρητή αποτύπωση του οποίου δεν ευνοεί την αναλογική εφαρμογή διάταξης που αναθέτει εξαιρετικά κάποια αρμοδιότητα στους τακτικούς δικαστές (όπως το άρθρο 405 παρ. 1 περ. στ ΚΠΔ). 2) Είναι αμφισβητήσιμο ότι το σχετικό «κενό» οφειλόταν στο γεγονός ότι δεν ανέκυπτε τότε ενδεχόμενο αναστολής εκτέλεσης της πρωτοβάθμιας απόφασης αφού με το Ν. 969/1979 προβλεπόταν αναστολή εκτέλεσης από το μικτό ορκωτό δικαστήριο ή το μικτό ορκωτό εφετείο επί θανατικής ποινής ή επί αναβολής εκδικάσεως της υπόθεσης (άρθρα 497 παρ. 2 και 6 όπως ίσχυαν τότε) αν λοιπόν ήθελε να συναγάγει κανείς ερμηνευτικό επιχείρημα από την έλλειψη ρύθμισης αυτό θα έπρεπε να λειτουργήσει υπέρ της αρμοδιότητας των ενόρκων. 3) Σε κάθε περίπτωση εάν θεωρηθεί ότι σε σχέση με την αναίρεση υπάρχει εν προκειμένω έλλειψη ρητής ρύθμισης θα πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ελλείψει ειδικής ρυθμίσεως θα ισχύσει ότι ισχύει και για τα λοιπά δικαστήρια και συνεπώς στην περίπτωση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου η κρίση για τη χορήγηση ή μη ανασταλτικής δύναμης στην έφεση εκφέρεται από όλο το (δικάζον) δικαστήριο (ΜΟΔ) και όχι μόνο από τους τακτικούς δικαστές. 140 Αμφισβητήσιμη είναι επίσης η αναγκαιότητα ενιαίας αντιμετώπισης του ερευνώμενου θέματος στο χώρο της έφεσης και της αναίρεσης, στην οποία στηριζόταν η αναλογική εφαρμογή του άρθρου 405 παρ. 1 περ. στ και στο χώρο του άρθρου 497 παρ. 2 ΚΠΔ όπως ίσχυε. Τόσο γιατί η αξιοποίησή της δεν ευνοείται από το τεκμήριο αρμοδιότητας υπέρ των μικτών ορκωτών δικαστικών σχηματισμών όσο και διότι η ταυτότητα του νομικού λόγου δεν είναι δεδομένη. Σε αντίθεση με το χώρο του άρθρου 471 παρ. 2 ΚΠΔ, όπου επιρροή στη συναφή κρίση ασκούν ιδίως μετά το Ν. 3160/2003 σταθμίσεις αναφερόμενες κατά σχεδόν απόλυτο κανόνα στην μετά από την εκδίκαση της υπόθεσης εξέλιξη, η χορήγηση του 140 Παπαδαμάκης, ό.π. σελ
84 ανασταλτικού αποτελέσματος στο πλαίσιο του άρθρου 497 παρ. 4 ΚΠΔ συνδέεται σε ένα βαθμό (και) με στοιχεία που σχετίζονται με την πράξη του κατηγορουμένου (έτσι: η ρύθμιση του άρθρου 497 παρ. 8 ΚΠΔ περιλαμβάνει ανάμεσα στα άλλα κριτήρια της αναστολής «τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης». 4) Η κρίση για την κατ άρθρο 471 παρ. 2 ΚΠΔ αναστολή εκτέλεσης εκφέρεται σε μεταγενέστερο της άσκησης της αναίρεσης χρονικό σημείο (και επομένως και της εκδίκασης της υπόθεσης από το πρωτοβάθμιο και δευτεροβάθμιο δικαστήριο) σε αντίθεση με την κατά άρθρο 497 παρ. 3 και 4 κρίση η οποία λαμβάνει χώρα αμέσως μετά την έκδοση της καταδικαστικής απόφασης (και ενώ το μικτό ορκωτό βρίσκεται σε συγκρότηση). Ως εκ τούτου δεν ευνοείται η αναλογική εφαρμογή του άρθρου 405 παρ. 1 περ. στ ΚΠΔ αφού η σύμπραξη των ενόρκων στην κρίση για το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης δεν συνδέεται με κάποια ορατή καθυστέρηση και περιττή διαδικαστική εξέλιξη, ενόψει της σύνθετης διαδικασίας συγκρότησης του μικτού ορκωτού δικαστηρίου. 5) Η Εισηγητική έκθεση του Ν. 2408/1996 στήριζε την αναγκαιότητα διεύρυνσης του ανασταλτικού αποτελέσματος και στη σκέψη ότι «το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκδικάστηκε η υπόθεση γνωρίζει καλύτερα τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης και την προσωπικότητα του κατηγορουμένου που θα αποτελέσει ένα από τα κριτήρια προκειμένου να αποδεχθεί ή όχι το σχετικό αίτημα» η διατύπωση το δικαστήριο γενικώς και αδιακρίτως ενισχύουν την άποψη για συμμετοχή των ενόρκων. Βάσει των παραπάνω επισημάνσεων καταλήγει κανείς στη θέση ότι ο αποκλεισμός των ενόρκων από την κρίση του άρθρου 497 παρ. 3 και 4. ΚΠΔ, πέραν της επιβεβλημένης περιοριστικής πρόσληψης της κατ εξαίρεση αρμοδιότητας των τακτικών δικαστών υπό το φώς των γενικότερων σταθμίσεων των άρθρων 404 και 405 ΚΠΔ δεν δικαιολογείται και ουσιαστικά. 141 Την ως άνω άποψη φαίνεται ότι ακολουθεί και η νομολογία. Η ΑΠ 1757/ δέχτηκε (απορρίπτοντας αναίρεση αντεισαγγελέα του Αρείου 141 Συμεωνίδης, ο.π., σελ. 207 επ., Παπαδαμάκης, ο.π., σελ. 663, Μαργαρίτης, ο.π., σελ.363 επ, Χατζηνικολάου, σε Μαργαρίτη, ΚΠΔ, ό.π., σελ.1800επ 142 ΠοινΔικ 2011, σελ. 798, και ΜΟΔΑθ /2004, ΠοινΔικ2005, σελ. 273 που αποφάνθηκε με πλήρη σύνθεση για το αν η ασκηθησόμενη έφεση θα έχει ανασταλτική δύναμη. Πρβλ Συμεωνίδη, ο.π., σ. 209 ο οποίος υποστηρίζει de lege ferenda κατάργηση της πρόβλεψης του αρθρ. 405 παρ. 1στ ΚΠΔ ώστε σε κάθε περίπτωση η δικαιοδοσία σε ολόκληρο το δικαστήριο με σύμπραξη και ενόρκων. 84
85 Πάγου που διατύπωνε άλλη θέση) ότι για το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης που θα ασκούσε ο κατηγορούμενος κατά της καταδικαστικής απόφασης αποφασίζει το ΜΟΔ με πλήρη, από τακτικούς δικαστές και ενόρκους, σύνθεση. Αυτό γιατί δεν είναι νοητό ο νομοθέτης να χορηγεί εξουσία στους ενόρκους να συναποφασίζουν με τους τακτικούς δικαστές για την ενοχή και την επιβληθείσα ποινή, ταυτόχρονα δε και χωρίς αποχρώντα λόγο να τους αποκλείει από το να έχουν λόγο στο ζήτημα της χορηγήσεως ή μη ανασταλτικού αποτελέσματος στην έφεση που τυχόν θα ασκήσει ο καταδικασθείς (και με την ψήφο τους) κατηγορούμενος. Σχετικά με το δεύτερο ερώτημα που αφορά την οριοθέτηση της αρμοδιότητας ανάμεσα στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο και στο Πενταμελές Εφετείο, (όσον αφορά την αναστολή εκτελέσεως της παρ. 7 του άρθρου 497 ΚΠΔ) καθώς και στο αν είναι αναγκαία ή όχι η σύμπραξη των ενόρκων (αν δηλαδή η απόφαση λαμβάνεται μόνο από τους τρείς τακτικούς δικαστές), στην περίπτωση που αρμόδιο είναι το Μικτό Ορκωτό Εφετείο, πρέπει να επισημανθεί ότι το Πενταμελές Εφετείο καθίσταται αρμόδιο όταν «δεν συνεδριάζει» το Μικτό Ορκωτό Εφετείο ήτοι τους μήνες Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο (άρθρο 377 παρ. 1 ΚΠΔ) κατά τους οποίους το τελευταίο μπορεί να συγκροτηθεί μόνο κατ εξαίρεση. Επομένως αν κατά τη διάρκειά τους υποβληθεί αίτηση αναστολής αρμόδιο για την εκδίκασή της είναι το πενταμελές Εφετείο. Η ρύθμιση αυτή ουσιαστικά αφορά το χρονικό διάστημα 15 ημερών αφού σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 2 Ν. 1756/1988 (Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών): «οι δικαστικές διακοπές αρχίζουν την 1 Ιουλίου και λήγουν στις 15 Σεπτεμβρίου». Εντός του ανωτέρω χρονικού διαστήματος δεν συγκροτείται ούτε το Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων πέραν κάποιων ελαχίστων συνθέσεων διακοπών τα οποία ασχολούνται με έκτακτες ή κατεπείγουσες υποθέσεις. Συνεπώς όσον αφορά τους καλοκαιρινούς μήνες η πρόβλεψη ρυθμίζει την περίπτωση κατά την οποία η αίτηση κατατίθεται από τις 15 Σεπτεμβρίου μέχρι τις 30 του ίδιου μήνα. Η υποβολή αίτησης κατά το μεσοδιάστημα των δύο τακτικών συνόδων 143 μπορεί καταρχήν να προσδιοριστεί για εξέταση στην επόμενη σύνοδο του Μικτού Ορκωτού Εφετείου. Σε κάθε δε περίπτωση που η αρμοδιότητα για τη χορήγηση της 143 Μαργαρίτης Λ. ο.π. σελ. 366, Χατζηνικολάου, ο.π., σελ. 1807, 85
86 αναστολής ανήκει στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο αρμόδιοι για τη χορήγησή της ή όχι είναι αποκλειστικά οι τακτικοί δικαστές (χωρίς σύμπραξη των ενόρκων). Η λύση αυτή δεν θεμελιώνεται σε ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 405 παρ. 1 περ. στ ΚΠΔ παρά στην αλλού συναντώμενη (και άρα ευρύτερη δικονομική επιλογή) για αποκλεισμό της σύμπραξης των ενόρκων επί οποιουδήποτε ζητήματος το οποίο δεν συνδυάζεται με την επί της ουσίας εκδίκαση της υπόθεσης. Η ευρύτερη αυτή δικονομική επιλογή αποτυπώνεται στις ρυθμίσεις των άρθρων 145 παρ. 2 ΚΠΔ (αρμοδιότητα «του δικαστηρίου των εφετών» για τη διόρθωση ή συμπλήρωση αποφάσεως του μικτού ορκωτού δικαστηρίου), 371 παρ. 4 (: αρμοδιότητα τριμελούς ή πενταμελούς εφετείου για τη μεταγενέστερη αφαίρεση του χρόνου της προσωρινής κρατήσεως από την ποινή), 405 παρ. 1 περ. ζ (αρμοδιότητα των τακτικών δικαστών για την ανάκληση αναστολής) ΚΠΔ και 100 ΠΚ (αρμοδιότητα του τριμελούς ή πενταμελούς εφετείου για την ανάκληση της αναστολής υπό επιτήρηση λόγω παραβίασης των όρων, όταν την αναστολή χορήγησε το ΜΟΔ ή το ΜΟΕ) 144 Η παρ. 7, που είχε προστεθεί με το άρθρο 26 του Ν. 1868/1989, εισήγαγε το πρώτον την δυνατότητα να αποφασίζει επί της αιτήσεως αναστολής δικαστήριο διαφορετικό σε σχέση με εκείνο το οποίο καλείται να δικάσει την ουσία της υπόθεσης, ορίζοντας: «Σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε με απόφαση πρωτοβάθμιου δικαστηρίου σε ποινή στερητική της ελευθερίας και άσκησε έφεση, η οποία όμως δεν έχει ανασταλτική δύναμη, μπορεί να ζητηθεί, με αίτηση του ίδιου ή του εισαγγελέα, η αναστολή της εκτελέσεως της πρωτόδικης αποφάσεως μέχρις ότου εκδοθεί η τελεσίδικη απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Η αίτηση απευθύνεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο και, αν πρόκειται για το Μικτό Ορκωτό Εφετείο, στο Πενταμελές Εφετείο.» Για περισσότερα από είκοσι χρόνια το Πενταμελές Εφετείο αποφάσιζε επί αιτήσεων αναστολής της εκτέλεσης της ποινής κατά το διάστημα που μεσολαβούσε από την πρωτόδικη επί της ουσίας κρίση του ΜΟΔ μέχρι την εκδίκαση της έφεσης. Αμφιβολία για την ορθότητα της συνέχισης της νομικής αυτής πρακτικής γέννησε η προσθήκη, μετά τις λέξεις «και εάν πρόκειται για το μικτό ορκωτό εφετείο», των λέξεων «και αυτό δεν συνεδριάζει», η οποία έγινε με το άρθρο 27 του Ν. 3904/2010. Η αιτιολογική έκθεση του Ν. 3904/2010 δεν διευκρινίζει τον λόγο της προσθήκης 144 Μαργαρίτης, ό.π. σελ
87 αυτών των λέξεων. Συνεπώς θα πρέπει να ερευνηθεί η αιτία της συμπλήρωσης με αναζήτηση της ανάγκης που την επέβαλε. Αναζητώντας τις αιτίες σε κάποια πρακτική δυσλειτουργία της προηγούμενης διατύπωσης, το μόνο που μοιάζει ασύμβατο με το συνολικό δικονομικό οικοδόμημα είναι η αποκλειστική αρμοδιότητα του πενταμελούς εφετείου καθ όλη την διάρκεια του χρόνου που μεσολαβούσε από την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης μέχρι την ουσιαστική κρίση του εφετείου. Αυτό ερχόταν σε σύγκρουση με το άρθρο 472 εδ. 2 ΚΠΔ, κυρίως σε περίπτωση αναβολής της δίκης επί της εφέσεως, οπότε το ΜΟΕ, αναβάλλοντας, έμοιαζε να μην έχει εξουσία να αποφανθεί επί της αιτήσεως αναστολής, για την οποία παρέπεμπε στο πενταμελές εφετείο, αρμόδιο κατ' άρθρ. 497 παρ. 7 ΚΠΔ. Έτσι, παρουσιάστηκε μια νομική ανακολουθία και σύγκρουση τόσο με την αρχή του φυσικού δικαστή όσο και με την απαίτηση για ταχύτητα στην απονομή της δικαιοσύνης, αφού η ρύθμιση προκαλούσε ανυπαίτιες από την πλευρά του κατηγορουμένου καθυστερήσεις στην εκδίκαση της αίτησής του, διότι το αίτημά του δεν κρινόταν αμέσως μετά την αναβολή της υπόθεσης αλλά παραπεμπόταν σε άλλο δικαστήριο για να κριθεί. Η υπ αριθμ. 31/1990 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου 145 χρησιμοποιήθηκε για την άρση αυτής της αντινομίας, αλλά και πάλι παρέμενε αδιευκρίνιστη η πρόθεση του νομοθέτη, διότι η απόφαση της Ολομέλειας δεν είχε ερμηνεύσει το άρθρο 497, αλλά είχε κάνει παρενθετική αναφορά σε αυτό. Η απόφαση της Ολομέλειας ασχολήθηκε κυρίως με το άρθρο 371 ΚΠΔ και αφού διέγνωσε νομοθετικό κενό στην περίπτωση κατά την οποία είχε υποβληθεί αίτηση αναστολής εκτελέσεως της απόφασης μετά τη λήξη της συνόδου του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, έκρινε ότι το κενό έπρεπε να πληρωθεί με ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 371 παρ. 4 ΚΠΔ, που ρυθμίζει συναφές θέμα, ενώ έκανε παρενθετική αναφορά και στην τότε πρόσφατη νομοθετική τροποποίηση του άρθρου 497 ΚΠΔ. Είναι φανερό ότι ο νομοθέτης, όταν συμπλήρωνε τον νόμο με την φράση «και αυτό δεν συνεδριάζει», απέβλεπε στην επίλυση αυτού, του δικονομικά δευτερεύοντος, αλλά ουσιαστικά σημαντικού ζητήματος. Δηλαδή ο νομοθέτης θέλησε να μετακινήσει την αρμοδιότητα απόφανσης επί αιτήσεων αναστολής μετά την άσκηση εφέσεων κατ αποφάσεων του ΜΟΔ από το πενταμελές εφετείο στο ΜΟΕ. 145 ΠοινΧρ 1990,
88 Ερευνώντας την νομοτεχνική θέση της φράσης, διαπιστώνουμε ότι η μετακίνηση της αρμοδιότητας στο ΜΟΕ δεν προσκρούει σε άλλο κανόνα δικαίου, ενώ συνεργάζεται αρμονικά με το συνολικό δικονομικό οικοδόμημα. Συνεπώς, θα πρέπει να δεχθούμε ότι ο νομοθέτης ίδρυσε μια νέα αρμοδιότητα, που πρέπει να εφαρμόζεται ευθέως. Εν τούτοις, επειδή ο νόμος με την ίδια αυτή φράση, με την οποία θεσμοθετεί την αρμοδιότητα του ΜΟΕ, ορίζει και το πλαίσιο του νομικά ζωτικού χώρου του ΜΟΕ, που δεν είναι άλλος από το διάστημα των 24 ημερών της συνόδου του, είναι σκόπιμο να ερευνηθεί αυτή η οριοθέτηση. Σ αυτήν την έρευνα, ακόμη και μετά την τελευταία διατύπωση του άρθρου 497 παρ. 7, παραμένει αναλλοίωτη η αξία της υπ αρ. 31/1990 απόφασης της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, η οποία δεχόμενη ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 405 παρ. 1 ΚΠΔ, προσδιορίζει τα όρια της τότε νεοπαγούς αρμοδιότητας του ΜΟΕ μέσα στα χρονικά όρια της διάρκειας της συνόδου του, που είναι αναγκαίος όρος για την νόμιμη συνεδρίασή του. Έτσι μας καθοδηγεί στην αντιμετώπιση πρακτικών ζητημάτων που αναφύονται ακόμη και σήμερα. Η συνδυαστική εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 377, 405 παρ. 1 περ. στ και 497 παρ. 7 ΚΠΔ οδηγεί στην αρμοδιότητα των τακτικών δικαστών του ΜΟΕ, να αποφασίσουν επί της αιτήσεως αναστολής του άρθρου 497 παρ. 7 ΚΠΔ, εφόσον είναι ενεργή και μόνο για όσο χρόνο διαρκεί η σύνοδος του ΜΟΕ, ανεξάρτητα αν στην σύνοδο αυτή πρόκειται να δικαστεί η έφεση του αιτούντος στην ουσία της ή όχι. Για το διάστημα μετά την λήξη και μέχρι την έναρξη της νέας συνόδου αρμόδιο είναι το πενταμελές εφετείο. Στην πράξη το πενταμελές εφετείο θα έχει αρμοδιότητα κατ άρθ. 497 παρ. 7 ΚΠΔ μόνον οσάκις δεν υπάρχει σύνοδος ΜΟΕ και τούτο μπορεί να συμβαίνει συχνά στα δικαστήρια της περιφέρειας, αλλά και όταν υπάρχει μεν συνεδρίαση ΜΟΕ, αλλά αυτή προέρχεται από διακοπή παλαιάς δικασίμου σε άλλο μήνα, κατά τον οποίον δεν υπάρχει σύνοδος ΜΟΕ. Αλλά και μετά την νέα ρύθμιση του άρθρου 497 παρ. 7 μπορεί να τεθούν θέματα έκτασης της εφαρμογής της νέας διάταξης, που μπορεί να συνδέονται με τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως αναστολής ή με τον χρόνο προσδιορισμού της εκδίκασής της. Δηλαδή η ύπαρξη ή μη συνεδρίασης του ΜΟΕ θα κριθεί, άραγε, με αναφορά στο χρόνο υποβολής της αίτησης ή στο δυνατό χρόνο προσδιορισμού της από τον αρμόδιο εισαγγελέα; Κατά τη γνώμη μας δεν μπορεί ο χρόνος υποβολής της αίτησης να αποτελεί στοιχείο προσδιορισμού της αρμοδιότητας, διότι άλλως η 88
89 ρύθμιση της αρμοδιότητας θα διέφευγε από τα χέρια του νομοθέτη και θα περνούσε στα χέρια των διαδίκων, πράγμα νομικά απαράδεκτο. Έτσι κριτήριο για την ύπαρξη ή όχι συνόδου θα πρέπει να αποτελεί το εάν υπάρχει προσδιορισμένη δικάσιμος του ΜΟΕ μετά την υποβολή της αίτησης και σε χρόνο τέτοιο, που να ικανοποιεί την απαίτηση για εκδίκαση σε εύλογο χρόνο. Ασφαλώς η κρίση αυτή ανήκει στον εισαγγελέα που προσδιορίζει την αίτηση. 146 Σε περίπτωση που η εκδίκαση της έφεσης αναβάλλεται για οποιονδήποτε λόγο, παραμένει και σήμερα ενταγμένη συστηματικά στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 497 παρ. 7 ΚΠΔ η δυνατότητα του Μικτού Ορκωτού Εφετείου να διατάξει ύστερα από αίτημα του κατηγορουμένου ή του εισαγγελέα την αναστολή εκτέλεσης της πρωτοβάθμιας απόφασης. Αντίστοιχη ήταν η παλαιότερη ρύθμιση του άρθρου 497 παρ. 2 ΚΠΔ σύμφωνα με την οποία μπορούσε να χορηγηθεί αναστολή εκτέλεσης από το «κατ έφεση δικάζον δικαστήριο αναβάλλον την εκδίκαση της έφεσεως». Ακριβές είναι ότι η τότε πρόβλεψη έκανε μεν λόγο για κατ έφεση δικάζων δικαστήριο ωστόσο η τελική λύση διασταυρωνόταν με την κατανομή των σχετικών αρμοδιοτήτων επί αναβολής της δίκης (άρθρο 404 ΚΠΔ). Είχαν δε διαμορφωθεί δύο ερμηνευτικές εκδοχές της επίμαχης διάταξης. Η μία θεωρούσε αρμόδιους τους τακτικούς δικαστές εφόσον αυτοί χορηγούσαν την αναβολή πριν τη συγκρότηση του μικτού ορκωτού εφετείου, και του μικτού ορκωτού εφετείου (σε πλήρη σύνθεση τακτικοί δικαστές και ένορκοι) αν η αναβολή χορηγούνταν μετά τη συγκρότηση. Η άλλη, αναγνώριζε με επίκληση ανάλογης εφαρμογής του άρθρου 405 παρ. 1 περ. στ ΚΠΔ αρμοδιότητα αποκλειστικά των τακτικών δικαστών. Ορθότερη και υπό το ισχύον σήμερα καθεστώς πρέπει να θεωρηθεί η πρώτη από τις παραπάνω εκδοχές. Επομένως αν η αναβολή χορηγείται πριν τη συγκρότηση του δικαστηρίου αρμόδιοι για την αναβολή είναι οι τακτικοί δικαστές ενώ αν η υπόθεση αναβάλλεται για οποιονδήποτε λόγο μετά την κλήρωση, (π.χ. για κρείσσονες) και οι ένορκοι συμπράττουν στην κρίση για την αναστολή εκτέλεσης. 147 Ένα ειδικότερο ζήτημα, που ετίθετο και παρουσίαζε ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αφορούσε το αν ήταν δυνατή η εφαρμογή της εξεταζόμενης διάταξης, στην 146 Ζαΐρη Άννα, Αρμοδιότητα για την απόφανση επί αιτήσεως αναστολής της εκτέλεσης πρωτόδικης απόφασης Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου κατ άρθρο 497 παρ. 7 ΚΠΔ, ΠοινΧρ, 1/2015, σελ Μαργαρίτης, ό.π., σελ , Παπαδαμάκης, ό.π., σελ
90 περίπτωση που η συζήτηση της έφεσης κηρυσσόταν απαράδεκτη λόγω μη κλητεύσεως ή μη νομίμου κλητεύσεως του κατηγορουμένου, αλλά και σε εκείνη κατά την οποία το δευτεροβάθμιο δικαστήριο όριζε ρητή δικάσιμο για τη νέα συζήτηση της έφεσης, αφού προηγουμένως έκανε δεκτή αίτηση ακυρώσεως (αρθρ. 501 παρ. 1 σε συνδυασμό με αρ. 341 ΚΠΔ) κατά της απόφασης, που απέρριψε την έφεση ως ανυποστήρικτη, καθώς και όταν αναβαλλόταν η εκδίκαση της αίτησης ακυρώσεως διαδικασίας. Αναμφίβολα, δεν επρόκειτο στις περιπτώσεις αυτές, κατά κυριολεξία, για αναβολή εκδικάσεως της έφεσης. Ως προς τις δύο τελευταίες περιπτώσεις υποστηριζόταν, πάντως, και η αντίθετη εκδοχή, ότι θα έπρεπε δηλαδή να γίνει δεκτή κατ' ανάλογη εφαρμογή του αρ. 497 παρ. 2 εδ. τελ. ΚΠΔ η δυνατότητα χορήγησης αναστολής εκτέλεσης της ποινής από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, καθώς αυτές ισοδυναμούν ουσιαστικά με αναβολή εκδικάσεως της έφεσης 148. Πάντως, υπό το τωρινό καθεστώς, υποστηρίξιμη εμφανίζεται η άποψη, ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δύναται στις ανωτέρω περιπτώσεις να χορηγήσει αναστολή εκτέλεσης της ποινής βάσει του αρ. 497 παρ. 7 ΚΠΔ ταυτόχρονα με την απόφαση, που κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της έφεσης λόγω μη κλητεύσεως ή μη νομίμου κλητεύσεως του κατηγορουμένου ή ορίζει ρητή δικάσιμο για τη νέα συζήτηση της έφεσης, αφού προηγουμένως έκανε δεκτή αίτηση ακυρώσεως (αρθρ. 501 παρ. 1 σε συνδυασμό με αρ. 341: ΚΠΔ) κατά της απόφασης, που απέρριψε την έφεση ως ανυποστήρικτη, ή αναβάλλει την εκδίκαση της αίτησης ακυρώσεως διαδικασίας Περιοριστικοί Όροι Η παρ. 5 προβλέπει δυνατότητα επιβολής περιοριστικών όρων σε κάθε περίπτωση εξαιρουμένης αυτονοήτως της περιπτώσεως της παρ. 2, δηλαδή δεν αφορά αυτή την περίπτωση που το ανασταλτικό αποτέλεσμα επέρχεται αυτοδικαίως χωρίς να παρεμβάλλεται κρίση του δικαστηρίου και ως εκ τούτου δεν επιβάλλονται όροι, αφού θα υπήρχε ο κίνδυνος το δικαστήριο να ανατρέψει το αυτοδικαίως επερχόμενο ανασταλτικό αποτέλεσμα επιβάλλοντας δυσβάσταχτους όρους, πχ εγγύηση που απαιτεί άμεση καταβολή και το ανασταλτικό αποτέλεσμα να τεθεί υπό την αίρεση ότι θα πληρώσει ο κατηγορούμενος και ο τελευταίος δεν έχει αυτή τη δυνατότητα. 148 Συμεωνίδης, ο.π., σελ
91 Στον κατηγορούμενο μπορούν να επιβληθούν περιοριστικοί όροι στην περίπτωση που το πρωτοβάθμιο δικαστήριο χορηγήσει ανασταλτικό αποτέλεσμα είτε (παρ. 3) επί φυλακίσεως μεγαλύτερης των τριών ετών είτε (παρ. 4) επί πρόσκαιρης καθείρξεως τούτο ορίζει ρητά η παρ. 5 του άρθρου 497 ΚΠΔ (: «το δικαστήριο μπορεί, σε κάθε περίπτωση να επιβάλλει περιοριστικούς όρους»). Εξάλλου, περιοριστικούς όρους μπορεί να επιβάλλει και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, όταν χορηγεί αναστολή εκτελέσεως (: άρθρο 497 παρ. 7 εδ. γ ΚΠΔ) 149. Για τους όρους αυτούς, τρία πράγματα τονίζονται: αφενός, ότι ως τέτοιοι νοούνται οι στο άρθρο 482 παρ. 2 ΚΠΔ ενδεικτικά αναφερόμενοι, αφετέρου, ότι η επιβολή τους ή όχι καθώς και το είδος ύψος τους κρίνεται κατά περίπτωση εντός πάντως των ορίων που η αρχή της αναλογικότητας αξιώνει και εκ τρίτου, ότι η σωστή χρήση του μέτρου μπορεί να συρρικνώσει τις περιπτώσεις άμεσης εκτελεστότητας. Και υπό την προ του Ν. 3904/2010 μορφή του άρθρου 497 ΚΠΔ προβλεπόταν επιβολή χρηματικής εγγυήσεως (: παρ. 2 εδ. β και στ ), καθώς και περιοριστικών όρων (:παρ. 7 εδ. δ ). Υπό το προϊσχύσαν δίκαιο (τότε άρθρο 497 παρ. 2 ΚΠΔ) το δικαστήριο μπορούσε να εξαρτήσει το ανασταλτικό αποτέλεσμα της εφέσεως και από την καταβολή χρηματικής εγγυήσεως από μέρους του εκκαλούντος κατηγορουμένου η οποία εγγύηση και η καταβολή της ρυθμιζόταν από τις διατάξεις των άρθρων 290, 297 και ΚΠΔ. Το δικαστήριο μπορούσε επίσης κατ άρθρο 497 παρ. 2 Κ.Π.Δ. να επιβάλει στον κατηγορούμενο και περιοριστικούς όρους για τους οποίους ο νόμος παρέπεμπε στο καταργημένο με το άρθρο 2 του Ν. 1128/1981 άρθρο 294 παρ. 1 Κ.Π.Δ. Το συγκεκριμένο καθεστώς έπασχε διττώς αφενός γιατί επιχειρούσε διάκριση χρηματικής εγγύησης και περιοριστικών όρων παρόλο ότι και η πρώτη εντάσσονταν στους δεύτερους και αφετέρου διότι οργάνωνε τους όρους με βάση ανύπαρκτο κανόνα. Σωστά λοιπόν στην ισχύουσα παρ. 5 προβλέπεται δυνατότητα επιβολής περιοριστικών όρων γενικά και μάλιστα δυνατότητα αφορώσα κάθε περίπτωση ήτοι και την περίπτωση της φυλάκισης της παρ. 3 και την περίπτωση της πρόσκαιρης καθείρξεως της παρ. 4 του άρθρου 497 ΚΠΔ, αποκλειομένης αυτονοήτως τις περιπτώσεις παρ. 2 όπου το ανασταλτικό αποτέλεσμα επέρχεται αυτοδικαίως. Επίσης υπό το προϊσχύσαν νομοθετικό καθεστώς, ενόψει της μη ρητής προβλέψεως από το νόμο και της αδυναμίας (: λόγω διαφοράς προσωρινής 149 ΤρΕφΚακΑθ 5300/2014, ΠοινΔικ 5/2015, σελ Αναστολή εκτέλεσης απόφασης επιβάλλουσας δωδεκαετή κάθειρξη με επιβολή περιοριστικών όρων 91
92 κρατήσεως και αναστολής εκτελέσεως) αναλογικής εφαρμογής του άρθρου 298 περ. γ ΚΠΔ, γινόταν δεκτό ότι η παραβίαση των όρων που επιβλήθηκαν κατ άρθρο 497 παρ. 7 ΚΠΔ δεν συνεπάγεται δυνατότητα ανακλήσεως της αναστολής που χορηγήθηκε από το δικαστήριο ως μόνη συνέπεια της παραβιάσεως αναγνωριζόταν η κατ άρθρο 503 ΚΠΔ κατάπτωση της τυχόν καταβληθείσας εγγυήσεως. Η συγκεκριμένη άποψη φαινόταν να έχει πράγματι ερείσματα. Η αντίθετη λύση θα μπορούσε να στηριχτεί μόνο στη σκέψη ότι η αναστολή της εκτελέσεως της αποφάσεως τελεί (σιωπηρά) υπό την αίρεση της τηρήσεως των όρων, οπότε σε περίπτωση παραβιάσεώς τους επερχόταν άρση της. Ακριβές, πάντως, είναι ότι τα δικαστήρια όχι λίγες φορές προχωρούσαν, έστω και χωρίς επαρκές δογματικό έρεισμα, σε ανάκληση της αναστολής, με αποτέλεσμα τη δημιουργία έντονης διχογνωμίας. Την αναφυείσα κατά τα ανωτέρω διχογνωμία έλυσε ο πρόσφατος Ν. 3904/2010, το άρθρο 27 του οποίου αναμόρφωσε συνολικά το άρθρο 497 ΚΠΔ. Έτσι, στο εδάφιο γ της ισχύουσας παρ. 8 του άρθρου 497 ΚΠΔ ορίζεται ότι: «Αν παραβιαστούν οι όροι που τέθηκαν, το αρμόδιο δικαστήριο αποφαίνεται, ύστερα από αίτηση του εισαγγελέα, για την άρση ή όχι της χορηγηθείσας αναστολής εκτελέσεως». Συμπλήρωμα της διατάξεως αυτής αποτελεί η διάταξη του εδαφίου α της ισχύουσας παρ. 9 του άρθρου 497 ΚΠΔ, όπου ορίζεται ότι: «Ο κατηγορούμενος κλητεύεται, σύμφωνα με τα άρθρα 155 ως 161 και 166, στο δικαστήριο που είναι αρμόδιο κατά τις παρ. 6 και 7 αυτού του άρθρου». Από το συνδυασμό των δύο τελευταίων διατάξεων (: εδάφιο γ παρ. 8 και εδάφιο α παρ. 9), συνεκτιμωμένης και της διαρθρώσεως των αντίστοιχων προβλέψεων του Σχεδίου Νόμου, οδηγούμαστε στα ακόλουθα συμπεράσματα: Πρώτον, ότι η παραβίαση των τεθέντων περιοριστικών όρων επιβάλλει παρέμβαση του δικαστηρίου για απόφανση περί της τύχης του χορηγηθέντος ευεργετήματος. Προσοχή χρειάζεται εδώ το εξής σημείο: η παρέμβαση του δικαστηρίου είναι υποχρεωτική, η ανάκληση όμως του ευεργετήματος επαφίεται στην κρίση του έτσι, για παράδειγμα, αν η παραβίαση οφείλεται σε εύλογη αιτία, το ευεργέτημα δεν ανακαλείται. Δεύτερον, το εδάφιο γ της παραγράφου 8 κάνει λόγο αδιάστικτα για περιοριστικούς όρους, χωρίς να προσδιορίζει την περίπτωση επιβολής τους, ταυτόχρονα όμως ορίζει ως συνέπεια της παραβιάσεώς τους την άρση της χορηγηθείσας αναστολής εκτελέσεως, αφήνοντας να εννοηθεί ότι αναφέρεται στην περίπτωση της παρ. 7 μόνον. Ενόψει της ταυτότητας του νομικού λόγου, της αδιάστικτης διατυπώσεως του νόμου όταν ομιλεί για 92
93 παραβίαση των περιοριστικών όρων και του ότι στο άρθρο 497 παρ. 9 εδ. α ΚΠΔ προβλέπεται κλήση του κατηγορουμένου στην περίπτωση της παρ. 8 (και όχι, όπως από παραδρομή γράφεται, στην περίπτωση της παρ. 6), ορθό είναι να γίνει δεκτό ότι ανακαλείται η χορηγήσασα το ανασταλτικό αποτέλεσμα διάταξη της πρωτόδικης αποφάσεως, αν οι παραβιασθέντες περιοριστικοί όροι τέθηκαν στις περιπτώσεις των παρ. 3 και 4, και αίρεται η χορηγηθείσα αναστολή εκτελέσεως, αν οι παραβιασθέντες περιοριστικοί όροι τέθηκαν στην περίπτωση της παρ. 7. Τρίτον, η παρ. 9 καθιερώνει υποχρέωση κλητεύσεως του κατηγορουμένου ενώπιον του κατά «τις παρ. 6 και 7 αυτού του άρθρου αρμόδιου δικαστηρίου». Η (αντίστοιχη της τωρινής παρ. 9) παρ. 8 του Σχεδίου Νόμου έκανε λόγο για κλήτευση στις περιπτώσεις των παρ. 6 (=σημερινή παρ. 7) και 7 (=σημερινή παρ. 8) η παραπομπή αυτή έμεινε ως είχε, από παραδρομή, παρά την αναδιάρθρωση των παρ. 2-8 του Σχεδίου κατά την τελική ψήφισή του, γεγονός που σημαίνει ότι σωστό είναι να διαβάζεται ως παραπομπή στις σημερινές παρ. 7 και 8 του άρθρου 497 ΚΠΔ. Με δεδομένο ότι η σημερινή παρ. 8 κάνει λόγο και για ανασταλτικό αποτέλεσμα της παρ. 4 (: η αντίστοιχη παρ. 7 του Σχεδίου μιλούσε για ανασταλτικό αποτέλεσμα γενικά), ορθό είναι να γίνει δεκτό ότι ο κατηγορούμενος κλητεύεται σε κάθε περίπτωση ανακλήσεως του ανασταλτικού αποτελέσματος (:περιπτώσεις παρ. 3 και 4) ή άρσεως της χορηγηθείσας αναστολής εκτελέσεως (:περιπτώσεις παρ. 7 και 8). Τέταρτον, κατά το νόμο (: παρ. 8 και 9 άρθρου 497) η αδρανοποίηση του ευεργετήματος ανήκει στη δικαιοδοσία του δικαστηρίου αυτό σημαίνει ότι επικυρώνεται η και από το προηγούμενο καθεστώς διαμορφωθείσα νομολογία πως το δικαστικό συμβούλιο δεν έχει καμία δικαιοδοσία. Απομένει ανοιχτό το ερώτημα ποιο είναι το αρμόδιο δικαστήριο. Η μεν παρ. 8 κάνει λόγο για το «αρμόδιο δικαστήριο», ενώ η παρ. 9 για «δικαστήριο που είναι αρμόδιο κατά τις παρ. 6 και 7 (=7 και 8, όπως ειπώθηκε)». Ενόψει τούτου, πειστικότερη φαίνεται η ακόλουθη λύση: α) προκειμένου περί άρσεως της αναστολής εκτελέσεως, αρμόδιο είναι το διατάξαν αυτή δευτεροβάθμιο δικαστήριο και β) προκειμένου περί ανακλήσεως του ανασταλτικού αποτελέσματος, το χορηγήσαν αυτό πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Ειδικά, πάντως, για την ανάκληση του ανασταλτικού αποτελέσματος, λύση λειτουργικά ευέλικτη και όχι ασύμβατη προς το γράμμα του νόμου θα ήταν μια ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 472 ΚΠΔ λύση που θα καθιστούσε αρμόδιο το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αν το θέμα τίθεται μετά την εισαγωγή της εφέσεως για συζήτηση και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο στις λοιπές περιπτώσεις. 93
94 Σύμφωνη με τα ανωτέρω η πρόσφατη υπ αριθμ. 109/2014 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Ανατολικής Κρήτης 150 το οποίο, κρίνοντας επί αιτήσεως του κατηγορουμένου περί άρσεως των περιοριστικών όρων που επιβλήθηκαν σε βάρος του με την χορηγήσασα την ανασταλτική δύναμη στην έφεσή του πρωτοβάθμια απόφαση, κήρυξε εαυτό αναρμόδιο και παρέπεμψε την εκδίκαση της αιτήσεως στο αρμόδιο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων με αιτιολογικό ότι για την άρση ή αντικατάσταση περιοριστικών όρων που επεβλήθησαν με την καταδικαστική απόφαση με βάση την παρ. 5 του άρθρου 497 ΚΠΔ, προκειμένου η ασκηθησόμενη έφεση να έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, λειτουργικά αρμόδιο είναι το δικαστήριο που τους επέβαλε, 151 το οποίο και εξέφερε ουσιαστική κρίση επί της υποθέσεως, ρυθμίζοντας το ζήτημα της προσωπικής ελευθερίας του κατηγορουμένου κατά το διάστημα από της εκδόσεως της αποφάσεως μέχρι της εκδικάσεως της εφέσεώς του επί της ουσίας. Περαιτέρω σύμφωνα με το σκεπτικό της αποφάσεως, εάν ο νομοθέτης ήθελε η περί ής ο λόγος αίτηση να υπάγεται στην αρμοδιότητα του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, θα το όριζε ρητά, όπως έπραξε στην παρ. 7 ρυθμίζοντας την αίτηση αναστολής εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης. Λόγος, τέλος, περί αναλογικής εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 291 παρ. 1 εδ. α` ΚΠΔ δεν μπορεί να γίνει, διότι αυτή αναφέρεται σε περιοριστικούς όρους που τίθενται με βάση το άρθρο 282 ιδίου Κώδικα, ήτοι κατά την διάρκεια της προδικασίας ή και μεταγενέστερα, αντί της προσωρινής κρατήσεως ή προς αντικατάσταση αυτής 152. Τέλος μετά την άρση της διαταχθείσας αναστολής ή την ανάκληση του χορηγηθέντος ανασταλτικού αποτελέσματος είναι παραδεκτή η κατ άρθρο 497 παρ. 7 ΚΠΔ (νέα) αίτηση αναστολής εκτελέσεως, του νόμου μη εισάγοντας σχετική απαγόρευση. Άλλωστε θα ήταν παράλογο νε έχει ευμενέστερη μεταχείριση αυτός που σε πρώτο βαθμό είχε αυστηρότερη κρίση (στον οποίο δηλ δεν είχε χορηγηθεί αναστολή ούτε υπό όρους). Βέβαια η ουσιαστική βασιμότητα ενός τέτοιου αιτήματος αυτονοήτως επαφίεται στην κρίση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, στη διαμόρφωση της οποίας κρίσεως ασφαλώς και συνεκτιμάται το γεγονός της παραβιάσεως των τεθέντων περιοριστικών όρων ΝΟΜΟΣ, πρβλ. ΠεντΕφΠατρ 265/1998, ΠοινΔικ 1999, 834 η οποία δέχθηκε ότι αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο χορήγησε αναστολή με όρους κατ άρθρ. 100 και 100 Α ΠΚ, παραδεκτά εισάγεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο αίτηση για άρση των όρων. Έκανε τυπικά δεκτή την αίτηση και απέρριψε στην ουσία 151 Εφ Πατρ 79/1994, Αρμ. 1994, 717, πρβλ. Εφ. Θεσσαλ 344/1997, Αρμ. 1997, Εφ Πατρ 79/1994, ό.π. 153 Μαργαρίτης, ό.π., σελ
95 Στην δικαστηριακή πρακτική αναφύονται καθημερινά ζητήματα σχετικά με την επιβολή περιοριστικών όρων κατά τη χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος στην έφεση όπως θα καταδειχθεί εκτενώς και σε επόμενο κεφάλαιο της παρούσας όπου παρατίθεται στατιστική έρευνα από το Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης από την οποία προκύπτει ότι η μεγάλη πλειοψηφία των αποφάσεων (80% και πάνω) που κάνουν δεκτές τις αιτήσεις αναστολής εκτελέσεως επιβάλλουν ταυτοχρόνως και περιοριστικούς όρους Α) Ζήτημα ανέκυψε στην περίπτωση κατά την οποία αλλοδαπός κατηγορούμενος, προσωρινά κρατούμενος επί ένα έτος δικάστηκε σε πρώτο βαθμό από το Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων, κηρύχθηκε ένοχος και του επιβλήθηκε ποινή καθείρξεως πέντε ετών. Η έφεσή του ορίστηκε να έχει αναστέλλουσα δύναμη υπό τους όρους καταβολής εγγυοδοσίας ποσού ευρώ, εμφάνισης στο Α.Τ. του τόπου κατοικίας του το πρώτο πενθήμερο εκάστου μηνός και της απαγόρευσης εξόδου του από τη χώρα. Ο κατηγορούμενος ήσκησε αυθημερόν έφεση αλλά ουδέποτε κατέβαλλε την εγγύηση, απολύθηκε δε από τη φυλακή, έχοντας εκτίσει το 1/5 της ποινής του σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 1 περ. β του Ν. 4322/2015 δυνάμει της υπ αριθμ. 84/2016 διάταξης του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης 154 η οποία δεν του επέβαλλε κάποιον περιοριστικό όρο (πέραν του όρου της ανάκλησης) και κατά την απόλυσή του διαπιστώθηκε από το αρμόδιο τμήμα δίωξης λαθρομετανάστευσης ότι σε βάρος του κατηγορουμένου εκκρεμούσαν αποφάσεις δικαστικής και διοικητικής απέλασης όχι από την απόφαση για την οποία κρατήθηκε. Ακολούθως ανέκυψε το πρακτικό ερώτημα εάν θα έπρεπε ο κατηγορούμενος να απελαθεί σε εκτέλεση των σε βάρος του αποφάσεων ή εάν ίσχυε ο περιοριστικός όρος της απαγόρευσης εξόδου που του είχε επιβληθεί με την απόφαση του πρωτοβαθμίου ποινικού δικαστηρίου προκειμένου να έχει αναστέλλουσα δύναμη η έφεσή. Σε σχετικό ερώτημα που απηύθυνε η Διεύθυνση Αλλοδαπών Θεσσαλονίκης προς τον αρμόδιο Εισαγγελέα Εκτελέσεων της Εισαγγελίας Εφετών Θεσσαλονίκης, έλαβε την στερούμενη αιτιολογίας απάντηση ότι: «μετά την αποφυλάκιση του εν θέματι, με την υπ αριθμ. 84/ Διάταξη του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, ισχύουν μόνο οι όροι που τυχόν επιβλήθηκαν σ αυτόν με την εν λόγω διάταξη κατ άρθρο 12 παρ. 6 του Ν. 4322/2015 και όχι οι περιοριστικοί όροι που επιβλήθηκαν σ αυτόν είτε κατά την προδικασία είτε προκειμένου η έφεση που 154 Αδημ. 95
96 άσκησε ο κατηγορούμενος κατά της πρωτόδικης απόφασης να έχει αναστέλλουσα δύναμη.» Η ανωτέρω απάντηση ωστόσο σύμφωνα και με τα όσα έχουν ήδη αναφερθεί στην παρούσα κρίνεται εσφαλμένη πέρα από ελλιπής ως προς την αιτιολογία της καθώς η τυχόν άμεση απέλαση του αλλοδαπού στερεί από αυτόν παρανόμως, το δικαίωμα για επανεξέταση της καταδικαστικής απόφασης από ανώτερο δικαστήριο και το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη. Στην προκειμένη περίπτωση είχε ασκηθεί έφεση η οποία είχε κριθεί ότι έχει αναστέλλουσα δύναμη και μάλιστα τυχόν απέλαση θα ανάγκαζε τον κατηγορούμενο να παραβιάσει τον όρο της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα. Τυχόν αντεπιχείρημα ότι είχε ήδη παραβιάσει τους όρους δεδομένου ότι δεν είχε καταβάλει την επιβληθείσα εγγύηση δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι δεν ισχύει ο όρος της απαγόρευσης εξόδου ή συλλήβδην όλοι οι όροι ή ότι δεν έχει πια η έφεση αναστέλλουσα δύναμη, καθόσον πρώτον από πουθενά δεν προκύπτει ότι οι όροι είναι αλληλεξαρτώμενοι και δεύτερον δεν υπάρχει διαδικασία αυτόματης αδρανοποίησης ή ακύρωση των όρων αφού όπως είδαμε πρέπει να ακολουθηθεί συγκεκριμένη διαδικασία προκειμένου να διαπιστωθεί εάν συντρέχει λόγος άρσης των όρων ή ανάκλησης της αναστολής. Συμπερασματικά στην προκειμένη περίπτωση ο Εισαγγελέας Εφετών έπρεπε με βάση τα ως άνω δεδομένα να εισάγει αίτηση ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου ήτοι του δικαστηρίου που επέβαλλε εξ αρχής τους όρους (εν προκειμένω το πρωτοβάθμιο Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων) περί άρσης των αυτών, λόγω παραβίασης του όρου καταβολής εγγυοδοσίας και συνακόλουθα περί ανακλήσεως της χορηγηθέντος ανασταλτικού αποτελέσματος. Το Δικαστήριο υποχρεωτικά θα εξέταζε εάν δικαιολογημένα κατά την κρίση του ή όχι παραβιάστηκε ο όρος της καταβολής εγγυοδοσίας και αν θα έπρεπε να ανακληθεί το ανασταλτικό αποτέλεσμα. Σε περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε αιτιολογημένη την παραβίαση του όρου ή τέλος πάντων κατέληγε ότι δεν ανακαλεί την αναστολή, τότε ο όρος της απαγόρευσης εξόδους από τη χώρα θα ίσχυε πέραν πάσης αμφιβολίας και δεν θα έπρεπε ο κατηγορούμενος να απελαθεί μέχρι την εκδίκαση της εφέσεώς του. Άλλως θα μπορούσε είτε ο Εισαγγελέα είτε ο κατηγορούμενος να καταφύγουν στην κατ άρθρο 472 ΚΠΔ διαδικασία. Σε κάθε περίπτωση η ανωτέρω περίπτωση είναι οριακή και οφείλεται αποκλειστικά στη συστηματική ασυνέπεια που εμφανίζουν οι έκτακτες ρυθμίσεις, όπως αυτή του άρθρου 12 του Ν. 4322/2015 για την αποσυμφόρηση των φυλακών, οι 96
97 οποίες εισάγουν εμβόλιμες ευεργετικές διατάξεις αφορώσες το στάδιο της έκτισης, τελείως αποκεκομμένες από το συνολικό μηχανισμό της κωδικοποιημένης νομοθεσίας και ανακόλουθες με το πνεύμα του νόμου, η εφαρμογή των οποίων στην πράξη οδηγεί συχνά σε πρωτότυπες καταστάσεις. Β) Κατά την εκπόνηση της παρούσης διενεργήθηκε στατιστική έρευνα στο Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, η παρουσίαση της οποίας θα λάβει χώρα σε αμέσως επόμενο κεφάλαιο και στα πλαίσια της διενέργειας της οποίας διαπιστώθηκε ότι είναι πολύ συχνό φαινόμενο σε υποθέσεις για παραβίαση του νόμου περί ναρκωτικών (Ν. 4139/2013) να χορηγείται αναστολή εκτελέσεως της αποφάσεως που εκτελείται υπό τον όρο συνέχισης της παρακολούθησης και ολοκλήρωσης του προγράμματος απεξάρτησης κατ άρθρο 32 παρ. 1 περ. γ του ανωτέρω Νόμου το οποίο προβλέπει τα ακόλουθα: «Το δικαστήριο που εξέδωσε την οριστική, τελεσίδικη ή αμετάκλητη απόφαση αναστέλλει την εκτέλεση των στερητικών της ελευθερίας και των χρηματικών ποινών, προσώπου που παρακολουθεί θεραπευτικό πρόγραμμα σωματικής και ψυχικής απεξάρτησης, εγκεκριμένου κατά το άρθρο 51 οργανισμού, εκτός σωφρονιστικών καταστημάτων μέχρι την ολοκλήρωσή του, εάν οι ποινές αυτές αφορούν πράξεις που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο και τελέστηκαν πριν από την εισαγωγή του διωκόμενου στο θεραπευτικό πρόγραμμα, εφόσον βεβαιώνεται από τον υπεύθυνο αυτού του προγράμματος, η συνεπής παρακολούθησή του εκ μέρους του διωκόμενου. Η αναστολή αυτή χορηγείται υπό τον όρο συνέχισης της παρακολούθησης και ολοκλήρωσης του προγράμματος απεξάρτησης και ανακαλείται σε περίπτωση παραβίασης των όρων αυτών. Με τις ίδιες προϋποθέσεις και με διάταξη του αρμόδιου εισαγγελέα αναστέλλεται προσωρινά η εκτέλεση των ανωτέρω ποινών έως ότου εκδοθεί η απόφαση του δικαστηρίου επί της αίτησης αναστολής εκτέλεσης που υποβάλλεται κατά το προηγούμενο εδάφιο.» Κατά το άρθρο 32 παράγραφος 1γ (πρβλ. άρθρο 31 παρ. 7 ΚΝ 3459/2006) το δικαστήριο που εξέδωσε την οριστική, τελεσίδικη η αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση αναστέλλει την εκτέλεση των ποινών που επιβλήθηκαν ενόσω το καταδικασμένο πρόσωπο παρακολουθεί εγκεκριμένο πρόγραμμα απεξάρτησης εκτός σωφρονιστικών καταστημάτων και μέχρι την ολοκλήρωση του, εφόσον οι σχετικές ποινές αφορούν πράξεις που αναφέρονται στον κατάλογο του άρθρου 32 παρ. 1 και τελέστηκαν πριν την εισαγωγή του διωκόμενου σε θεραπευτικό πρόγραμμα. 97
98 Η υπ αριθμ. 797/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης 155 αναφερόμενη και στο άρθρο 497 Κ.Π.Δ. έκανε δεκτή την αίτηση και ανέστειλε την εκτέλεση της απόφασης με την οποία ο αιτών ήδη κρατούμενος στη δικαστική φυλακή Λάρισας καταδικάστηκε ως τοξικομανής για τις αξιόποινες πράξεις της αγοράς, κατοχής, πώλησης της ίδιας ποσότητας ναρκωτικών ουσιών κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τελεσθείσες, σε ποινή κάθειρξης έξι ετών καθόσον όπως προέκυψε αυτός εν είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος, ούτε πιθανολογείται ότι θα τελέσει νέες αξιόποινες πράξεις. Εξάλλου δήλωσε ότι προτίθεται να εισαχθεί σε θεραπευτική κοινότητα, ενώ περαιτέρω σύμφωνα με βεβαίωση του «ΚΕΘΕΑ» γίνεται δεκτός για άμεση εισαγωγή του σε συγκεκριμένο θεραπευτικό πρόγραμμα ψυχικής απεξάρτησης. 156 Πρέπει να βεβαιώνεται από τον υπεύθυνο του προγράμματος η συνεπής παρακολούθηση του προγράμματος εκ μέρους του διωκόμενου. Η παρακολούθηση αυτή μέχρι την ολοκλήρωση του προγράμματος συνιστά όρο της αναστολής η οποία ανακαλείται σε περίπτωση παραβίασης του. 157 Αρμόδιο δικαστήριο για τη χορήγηση αυτής της «ειδικής» αναστολής σύμφωνα με τη διατύπωση είναι το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση που εκτελείται. Ο χρόνος παρακολούθησης του προγράμματος απεξάρτησης θεωρείται ως χρόνος έκτισης της ποινής. 158 Πέραν των άλλων αιτιών που ωθούν προς αυτήν την κατεύθυνση σίγουρα βάρυνε στην κρίση του νομοθέτη και το γεγονός ότι το νοσηρό περιβάλλον των φυλακών δεν είναι το σωστό μέρος για την απομάκρυνση από τα ναρκωτικά των εγκληματιών των οποίων οι πράξεις σχετίζονται με αυτά. Αξιομνημόνευτη σε αυτό το σημείο από άποψη νομικού αλλά και κοινωνικού ενδιαφέροντος είναι η υπ αριθμ. 4101/2010 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου 155 ΠοινΔικ 2009, σελ. 410, βλ. επίσης ΕφΑθ 763/2002, ΠοινΧρ 2004, σελ. 362, ΤριμΕφΚακΠειρ 249/1999, ΠοινΔικ 1999 σελ Ομοίως η ΔιατΕισΠρωτΚαβ 40/2007, ΠοινΔικ 2009, σελ. 411 κατά την οποία λόγω του ότι ο αιτών την αναστολή εκτέλεσης της ποινής αφενός συμμετέχει ανελλιπώς στο εγκεκριμένο θεραπευτικό πρόγραμμα της θεραπευτικής κοινότητας «Ιθάκη» τυχόν διακοπή του οποίου βραχύχρονη η μη σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή θα είχε άμεσες και σοβαρές επιπτώσεις στην έκβαση της θεραπείας του και αφετέρου οι πράξεις για τις οποίες καταδικάστηκε φέρονται ότι τελέστηκαν πριν από την εισαγωγή του στο ανωτέρω πρόγραμμα και έγιναν προς διευκόλυνση της χρήσης ναρκωτικών ουσιών αναστέλλεται η εκτέλεση της ποινής φυλάκισης των τεσσάρων μηνών που του είχε επιβληθεί. 157 Παρασκευόπουλος Κοσμάτος, Ναρκωτικά, Κατ άρθρο ερμηνεία ν. 4139/2013, Γ εκδ, σελ. 268 επ. 158 ΕφΑθ 763/2002 ΠοινΧρ 2004 σελ
99 Κακουργημάτων Αθηνών 159 η οποία έκανε δεκτό το αίτημα του συνηγόρου του κατηγορουμένου περί χορηγήσεως ανασταλτικού αποτελέσματος στην έφεση που θα ασκηθεί, καθώς έκρινε ότι με την εκτέλεση της ποινής ελλοχεύει ο κίνδυνος επανόδου του απεξαρτημένου πια κατηγορούμενου στο χώρο των ναρκωτικών. Το Δικαστήριο στο διατακτικό της εν λόγω απόφασης θίγει ένα θέμα ταμπού για την ελληνική κοινωνία. Αποτελεί μεν κοινό τόπο, το απαράδεκτο και ενίοτε απάνθρωπο των συνθηκών που επικρατούν στα σωφρονιστικά καταστήματα της χώρας, είναι όμως από τις λίγες, ομολογουμένως, φορές που ελληνικό Δικαστήριο, προχωρεί στη διατύπωση της γενναίας παραδοχής ότι οι φυλακές είναι χώρος που βρίθει ναρκωτικών και τυχόν επιστροφή σε αυτόν του ατόμου που έχει επιτύχει να απεξαρτηθεί, δεν θα οδηγούσε στο σωφρονισμό του αλλά μάλλον στην εκ νέου εμπλοκή του με ναρκωτικές ουσίες και τελικώς στη συνακόλουθη βλάβη του. 5. Επιμέρους ζητήματα 5.1. Περιπτώσεις αποκλεισμού του ανασταλτικού αποτελέσματος Μέχρι και τη θέσπιση των Ν. 2408/1996 και 2479/1997, από τους οποίους το αρ. 2 παρ. 20 εδ. γ' του πρώτου όριζε, πως «από τη δημοσίευση του παρόντος καταργούνται όλες οι διατάξεις του ΚΠΔ, που αποκλείουν την ανασταλτική δύναμη της έφεσης», ενώ το αρ. 2 παρ. 12 του δεύτερου όριζε, πως «οι διατάξεις των ειδικών ποινικών νόμων, που αποκλείουν την ανασταλτική δύναμη του ενδίκου μέσου της έφεσης, παύουν να ισχύουν», βρίσκονταν σε ισχύ διάφορες διατάξεις, διάσπαρτες τόσο στον ΚΠΔ, όσο και σε ειδικούς ποινικούς νόμους, οι οποίες προέβλεπαν απόλυτη άρνηση του ανασταλτικού αποτελέσματος του ενδίκου μέσου της έφεσης. Είναι σαφές, πως μέσω της συγκεκριμένης νομοθετικής επιλογής επιχειρούνταν η σκλήρυνση της ποινικής καταστολής με στόχο την καταπολέμηση της εγκληματικότητας. Ωστόσο, είναι φανερό, πως η συγκεκριμένη κατεύθυνση του νομοθέτη αντιστρατευόταν το νομικό πλαίσιο, το οποίο διαμορφώνεται από συνδυασμό διατάξεων της ΕΣΔΑ και του Συντάγματος, αφού, όπως κατεδείχθη και ανωτέρω, η απαγόρευση του ανασταλτικού αποτελέσματος της έφεσης δεν μπορεί να 159 ΠοινΔικ 8-9/2011, σελ. 956, Με παρατ. Μ. Τσίρκα 99
100 θεωρηθεί συμβατή με αυτές, ενώ σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να γίνει δεκτή η δυνατότητα του δικαστηρίου, πρωτοβάθμιου ή δευτεροβάθμιου, να χορηγεί ανασταλτικό αποτέλεσμα ή αναστολή εκτέλεσης στην έφεση, που πρόκειται να ασκηθεί ή έχει ασκηθεί. Με τη θέσπιση των ανωτέρω νομοθετημάτων, τα οποία μέσω της γενικής τους διατύπωσης κάλυψαν κάθε περιορισμό, που ίσχυε μέχρι τότε ως προς την αναγνώριση του ανασταλτικού αποτελέσματος της έφεσης, ο νομοθέτης κινήθηκε σαφώς προς τη σωστή κατεύθυνση, ενώ είναι προφανές, ότι η κατάργηση αφορά μόνον τις διατάξεις, που είχαν τεθεί σε βάρος του κατηγορουμένου 160 Καταργήθηκαν, λοιπόν, δια των ανωτέρω νομοθετημάτων μια πληθώρα διατάξεων, οι οποίες αφορούσαν το ανασταλτικό αποτέλεσμα του ενδίκου μέσου της έφεσης στο χώρο των αποφάσεων και όχι και των βουλευμάτων 161 Ειδικότερα: i) Η παράγραφος 5 του αρ. 497 ΚΠΔ, όπως ίσχυε μέχρι την αντικατάσταση του άρθρου αυτού με το αρ. 27 Ν. 3904/2010, η οποία αφορούσε εφέσεις κατά καταδικαστικών αποφάσεων για εγκλήματα, που τελέστηκαν στο ακροατήριο και καταλήφθηκαν επ' αυτοφώρω κατά το αρ. 116 ΚΠΔ. ii) Η παρ. 2 εδ. α' αρ. 416 ΚΠΔ όσον αφορά τη διαδικασία τη σχετική με τα πταίσματα, που βεβαιώνονται με έκθεση. Βάσει της συγκεκριμένης διάταξης η άσκηση έφεσης δεν αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης, όταν δεν είχαν προβληθεί προηγουμένως αντιρρήσεις κατ' αυτής. iii) Ανενεργός είναι και η παρ. 2 εδ. γ' του αρ. 429 ΚΠΔ, όπως είδαμε, η οποία προβλέπει την άμεση εκτελεστότητα της ερήμην καταδικαστικής απόφασης εναντίον εκείνου, που κλητεύθηκε ως αγνώστου διαμονής. iv) Διάσπαρτες διατάξεις σε ειδικούς ποινικούς νόμους, που απέκλειαν το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης. Τέτοιες ήταν οι περιπτώσεις: του άρθρου 122 παρ. 7 εδ. β του Ν 1165/1918 «περί Τελωνειακού Κώδικος», προκειμένου περί 160 Μαργαρίτης, ό.π., σελ. 298, Συμεωνίδης, ό.π., σελ Συμεωνίδης, ό.π., σελ. 336 όπου αναφέρεται, ότι η μη επέκταση στην έφεση κατά βουλευμάτων, προκύπτει υπό το πρίσμα τελολογικής προσέγγισης της διάταξης σε συνδυασμό και με το συστηματικό επιχείρημα που συνάγεται από την ένταξη της επίμαχης καταργηθείσας διάταξης του Ν. 2408/1997 στην παράγραφο που αφορά τις τροποποιήσεις που επέρχονται στο ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης κατά αποφάσεων σύμφωνα με το άρθρο 497 ΚΠΔ Η κατάργηση εισάγεται ειδικότερα ως εδάφιο γ στην παρ. 20 του άρθρου 2, τα δε δύο προηγούμενα εδάφια της παραγράφου αυτής αφορούν αποκλειστικά και μόνο την έφεση κατά αποφάσεων 100
101 λαθρεμπορίας του άρθρου 26 εδ β του Ν. 5539/1932 «περί μονοπωλίου ναρκωτικών φαρμάκων και του ελέγχου αυτών», προκειμένου περί παραβάσεων του συγκεκριμένου νόμου του άρθρου 131 παρ. 3 ΝΔ 3030/1954 «περί Αγροφυλακής» - του άρθρου 61 παρ. 3 του Ν. 75/1975 «περί οργανώσεως του εξωσχολικού αθλητισμού» - του άρθρου 71 παρ. 1 εδ. τελ και 3 εδ. γ του Ν. 998/1979 «περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της χώρας». (όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 46 παρ. 1 και 2 του Ν. 2145/1993) προκειμένου περί των εγκλημάτων του άρθρου 6 παρ. 3 του Ν. 1300/1982 «μέτρα για την πρόληψη και την καταστολή της ζωοκλοπής και της ζωοκτονίας» (όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 24 του Ν. 1738/1987), προκειμένου περί των εγκλημάτων της ζωοκλοπής και της ζωοκτονίας των άρθρων 45 παρ. 6 και 54 παρ. 3 (=άρθρα 95 παρ. 6 και 96 παρ. 3 Ν. 2238/1994, αντίστοιχα) του Ν. 2065/1992 «αναμόρφωση της άμεσης φορολογίας και άλλες διατάξεις» 162 ν) Η διάταξη του εδ. β' αρ. 265 ΠΚ, η οποία ορίζει, πως η έφεση δεν αναστέλλει την εκτέλεση της ποινής, καθώς η σχετική πρόβλεψη αν και απαντάται στον ΠΚ, εισήχθη με διάταξη ειδικού ποινικού νόμου και συγκεκριμένα με το Ν. 663/1977. Πάντως, με μεμονωμένες μεταγενέστερες διατάξεις ο νομοθέτης επανέφερε σε συγκεκριμένες περιπτώσεις την απαγόρευση αναστολής εκτέλεσης της απόφασης από την άσκηση του ενδίκου μέσου της έφεσης στις κάτωθι περιπτώσεις: Α. Η διάταξη του άρθρου 55 παρ. 1 εδ τελευταίο του Ν. 2910/2001 «Είσοδος και παραμονή Αλλοδαπών στην ελληνική επικράτεια» που όριζε ότι η «άσκηση του ενδίκου μέσου κατά των παραπάνω δικαστικών αποφάσεων (αποφάσεων αφορωσών εγκλήματα: μεταφοράς από το εξωτερικό στην Ελλάδα αλλοδαπών-προώθησης το εσωτερικό της χώρας- διευκολύνσεως μεταφοράς ή προωθήσεως και εξασφαλίσεως καταλύματος για απόκρυψη) δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα. Η σωστή, δογματικά και δικαιοπολιτικά ερμηνεία της έπρεπε να έχει σημείο αναφοράς αφενός ότι η απαγόρευση αφορούσε μόνο την έφεση (και όχι την αναίρεση) και αφετέρου πως εκείνο που αποκλειόταν ήταν μόνο η δυνατότητα του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου να αποφασίσει την αναστολή εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης. 162 Μαργαρίτης, ό.π., σελ
102 Β. Η διάταξη του άρθρου 41ΣΤ παρ. 8 περ. β του Ν. 2725/1999 (Ερασιτεχνικός και επαγγελματικός αθλητισμός) που όριζε ότι «η προθεσμία για την άσκηση έφεσης κατά της καταδικαστικής απόφασης και η άσκηση έφεσης δεν αναστέλλουν την εκτέλεσή τους. Η παρεπόμενη ποινή που επιβλήθηκε κατά την παρ. 5 του παρόντος άρθρου, ουδέποτε αναστέλλεται». 163 Οι διατάξεις, ωστόσο, αυτές θα πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να θεωρηθούν κατηργημένες βάσει του αρ. 34 παρ. στ του Ν. 3904/2010 στο οποίο προβλέπεται ρητά ότι «κάθε άλλη διάταξη που αντίκειται στις ρυθμίσεις του παρόντος καταργείται». Βάσει των διατάξεων αυτών θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι όλες οι υφιστάμενες μέχρι τη δημοσίευση του Ν. 3904/2010 απαγορεύσεις (ανάμεσά τους και οι δύο παραπάνω των Ν. 2725/1999 και 3386/2005) καταργήθηκαν. Για δεύτερη δηλαδή φορά (η πρώτη ήταν εκείνη των νόμων 2408/1996 και 2479/1997) αρχίζουμε από μηδενικό σημείο. Έτσι είναι καταρχήν ισχυροί με επιφύλαξη (με την επιφύλαξη, δηλαδή, απενεργοποιήσεώς τους λόγω αντίθεσής τους προς αυξημένης τυπικής ισχύος προβλέψεις) οι μετά την έναρξη ισχύος του, τεθέντες σε εφαρμογή νομοθετικοί αποκλεισμοί του ανασταλτικού της εφέσεως αποτελέσματος. 164 Δυστυχώς πρόσφατα τέθηκε σε ισχύ η παρ. 8 του άρθρου 30 του νέου Κώδικα Μετανάστευσης (Ν.4251/2014) η οποία ορίζει ότι δεν επιφέρει ανασταλτικό αποτέλεσμα η προθεσμία για την άσκηση της έφεσης και η άσκησή της κατά της καταδικαστικής αποφάσεως για κάποια βαριά αδικήματα που προβλέπονται στο συγκεκριμένο άρθρο και στις παρ. 5, 6 και 8 του προηγούμενου. Η ανωτέρω πρόβλεψη δημιουργεί για ακόμη μία φορά ρήγμα στην επιβεβλημένη πλέον από διατάξεις υπέρτερης νομοθετικής ισχύος καθολικότητα του ανασταλτικού αποτελέσματος της έφεσης. Σχετικά με αυτό το νομοθετικό πισωγύρισμα θα μπορούσε να παρατεθεί ο σχολιασμός του Μαργαρίτη σε παλαιά αντίστοιχη απαγόρευση που είχε εισαχθεί με το άρθρο 55 παρ. 1 του Ν. 2910/ κατά της οποίας είχε καταφερθεί με ιδιαίτερα σκληρή γλώσσα ανέφεροντας μεταξύ άλλων τα ακόλουθα τα οποία ισχύουν ad hoc και στην εδώ ρύθμιση: «Η επίμαχη πρόβλεψη είναι δικαιοπολιτικά απαράδεκτη, δογματικά μετέωρη, νομοτεχνικά διάτρητη και ιστορικά αναχρονιστική. Είναι δικαιοπολιτικά απαράδεκτη, γιατί επιβάλλει 163 Μαργαρίτης, ό.π., σελ Μαργαρίτης, ό.π., σελ Λ. Μαργαρίτης, Ανασταλτικό αποτέλεσμα ενδίκων μέσων και νομοθετικά πισωγυρίσματα: Ο πρόσφατος νόμος για τους λαθρομετανάστες, ΠοινΔικ 6/2001, σελ
103 επιλεκτικά άμεση εκτελεστότητα καταδικαστικών αποφάσεων υποβιβάζοντας προδήλως το επίπεδο του νομικού μας - και όχι μόνο - πολιτισμού. Είναι δογματικά μετέωρη, επειδή ο διαφαινόμενος από τη διατύπωσή της νομοθετικός - και όχι δικαστικός και βάσιμα δυνάμενος να υποστηριχθεί ερμηνευτικά - αποκλεισμός οποιασδήποτε μορφής ανασταλτικότητας προσκρούει στις προαναφερθείσες, αυξημένης τυπικής ισχύος, διατάξεις. Είναι νομοτεχνικά διάτρητη, διότι δεν αποσαφηνίζεται με ευκρίνεια και καθαρότητα η μορφή ανασταλτικότητας που αποκλείεται (το χορηγούμενο από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ανασταλτικό αποτέλεσμα μόνον ή και η χορηγούμενη από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αναστολή εκτελέσεως;). Είναι τέλος ιστορικά αναχρονιστική, γιατί αποτελεί (επικίνδυνο) πισωγύρισμα σε σχέση με τις όχι παλιές επιλογές των νόμων 2408/1996 και 2479/1997, 166 όντας κλασικό δείγμα αντιφατικής πορείας της νομοθετικής μας εξουσίας». Η απόλυτη άρνηση κάθε δυνατότητας αναστολής, εκτός από ανάλγητη, είναι και ανεπίτρεπτα ισοπεδωτική, εφόσον παραβλέπει συνειδητά τις ουσιαστικές ανάγκες, συνθήκες και παραμέτρους κάθε ατομικής περίπτωσης. Για τους λόγους αυτούς προσκρούει γενικά στην αρχή της αναλογικής ισότητας. Ειδικά μάλιστα στις περιπτώσεις όπως αυτήν στις οποίες ρητά αποκλείεται μόνο το δικαίωμα της έφεσης, ανακύπτει επιπρόσθετα το παράδοξο, από τη μία πλευρά να αφαιρείται κάθε δυνατότητα αναστολής από αυτήν (έφεση) και από την άλλη να αναγνωρίζεται τέτοια δυνατότητα για το «δυσκολότερο» ένδικο μέσο της αίτησης αναίρεσης (471 παρ. 2 ΚΠΔ). Η ανακολουθία αυτή προσβάλλει κάθε λογική και συστηματική σύλληψη της σχέσης των δύο ενδίκων μέσων και αντιστρέφει αυθαίρετα το αυτονόητο της αυστηρότερης δικονομικής μεταχείρισης της αίτησης αναίρεσης σε σχέση με την έφεση. Όπως έχει ήδη αναφερθεί στην εισαγωγή, από τις αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις της ΕΣΔΑ και του Συντάγματος συνάγεται αβίαστα και με τρόπο δεσμευτικό για τον κοινό νομοθέτη ότι η αναγνώριση τουλάχιστον δικαστικής δυνατότητας για αναστολή εκτέλεσης στα (τακτικά) ένδικα μέσα κατά αποφάσεων αποτελεί συνταγματικά επιβεβλημένο minimum. 167 Η εκτίμηση αυτή είναι η μόνη εξάλλου που συνάδει προς την ίδια την τελεολογία της θέσπισης υποκειμενικού 166 Πλέον και του Ν. 3904/ Συμεωνίδης, ό.π., σελ. 342, υποσ
104 δικαιώματος ενδίκου μέσου κατά αποφάσεων στο επίπεδο του κοινού νόμου, 168 εκτίμηση που επιβεβαιώνεται από το γενικότερο πνεύμα των διορθωτικών νομοθετικών επεμβάσεων. Επομένως κάθε διάταξη του κοινού νόμου που δεν εναρμονίζεται με τις παραπάνω ελάχιστες απαιτήσεις είναι αντισυνταγματική και γι αυτό ανίσχυρη. Κατά συνέπεια, όλες ανεξαίρετα οι επίμαχες διατάξεις που εισήγαγαν απόλυτο αποκλεισμό του ανασταλτικού αποτελέσματος έπρεπε ακόμη και πριν τους νόμους Ν. 3904/2010, Ν. 2408/1996 και 2479/1997 που τις κατήργησαν να παραμερίζονται και στη θέση τους να εφαρμόζεται η αντίστοιχη ρύθμιση του κοινού δικονομικού δικαίου που επιφυλάσσει σε κάθε περίπτωση δυνατότητα δικαστικής χορήγησης αναστολής, 169 ενώ ανάλογη αντιμετώπιση θα πρέπει να έχουν και οι διατάξεις, οι οποίες θα αποκλείουν κάθε δυνατότητα αναστολής εκτέλεσης της απόφασης μετά την άσκηση του ενδίκου μέσου της έφεσης εναντίον της, οι οποίες ενδεχομένως να εισαχθούν στο μέλλον. Δεν μπορεί να παραγνωριστεί πάντως το γεγονός ότι σε όσες γενικά περιπτώσεις αποκλείεται από το νόμο το ανασταλτικό αποτέλεσμα της εφέσεως, η χορήγησή του από το δικαστήριο καθιστά την απόφαση αναιρετέα για υπέρβαση εξουσίας. 170 Τέλος όπως προαναφέρθηκε σύμφωνα με το ισχύον νομοθετικό καθεστώς, η έφεση κατά απόφασης, με την οποία επιβάλλεται η ποινή της ισόβιας κάθειρξης, δεν μπορεί να έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα χορηγηθέν από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Πάντως, σε κάθε περίπτωση είναι δυνατή η χορήγηση αναστολής εκτέλεσης της ποινής της ισόβιας κάθειρξης σύμφωνα με το αρ. 497 παρ. 7 ΚΠΔ οπότε δεν μπορεί εδώ να γίνει λόγος για πλήρη ατονία. 168 Συμεωνίδης, ό.π., σελ. 343, υποσ. 423, όπου αναφέρεται: «η υποχρεωτική έναρξη της εκτέλεσης πριν ακόμη η διάγνωση της υπόθεσης προσεγγίσει ένα σημείο δικονομικής ωριμότητας και ενόσω παρέχονται ακόμη ευρύτατα περιθώρια ανατροπής της αρχικής απόφασης, αντιστρέφεται την ίδια την πεμπτουσία και τους σκοπούς των ενδίκων μέσων και αγνοεί ηθελημένα την δυνατότητα - πιθανότητα της ακύρωσης ή της εξαφάνισης της προσβαλλομένης απόφασης η οποία εμπεριέχεται στο ίδιο το δικαίωμα άσκησής τους. Επομένως η κατηγορηματική άρνηση κάθε δυνατότητα του κατηγορουμένου να διεκδικήσει ενώπιον δικαστηρίου αναστολή εκτέλεσης μέχρι να εκδικαστεί το ένδικο μέσο, είναι λογικά ασυμβίβαστο με την πρωταρχική επιλογή του νομοθέτη να χορηγήσει το ίδιο το δικαίωμα άσκησης ενδίκου μέσου και με το τεκμήριο αθωότητας.» 169 Συμεωνίδης, ό.π., σελ Μαργαρίτης, ό.π., σελ. 298, ΑΠ 1333/1987 ΠοινΧρ 1988, 99, ΑΠ 2/1989 ΠοινΧρ 1989,
105 5.2. Δυνατότητα προσβολής, ανάκλησης ή διόρθωσης της απόφασης η οποία κρίνει επί του ανασταλτικού αποτελέσματος Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει, η εξέταση του ζητήματος αναφορικά με τη δυνατότητα άσκησης ενδίκου μέσου κατά της απόφασης για τη χορήγηση αναστολής εκτέλεσης της ποινής, την ανάκληση ή διόρθωση της απόφασης χορήγησης της αναστολής Η ευχέρεια προσβολής μιας δικαιοδοτικής κρίσεως με ένδικο μέσο βρίσκεται σε απόλυτη συνάρτηση με την ύπαρξη ή όχι ειδικής επιτρεπτικής διατάξεως. Περί τούτου ουδεμία αμφιβολία καταλείπει ούτε το εισάγον γενικό μονοσήμαντο κανόνα άρθρο 463 ΚΠΔ που ορίζει ότι «ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνο εκείνος που ο νόμος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα» 171 Κατά τις διατάξεις του άρθρου 504 παρ. 1 και 4 του ΚΠοινΔ, αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται κατά της αποφάσεως του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση εφέσεως αν με αυτή το δικαστήριο αποφαίνεται τελειωτικά για την κατηγορία ή αν έπαυσε οριστικά ή κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη. Αν ζητηθεί η αναίρεση της αποφάσεως αυτής θεωρούνται ότι προσβάλλονται μαζί της οι προπαρασκευαστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν πριν από αυτή. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, σε αναίρεση υπόκεινται αυτοτελώς οι ποινικές αποφάσεις με τις οποίες περατώνεται η ποινική δίκη και το δικαστήριο απεκδύεται από κάθε παραπέρα εξουσία για να επιληφθεί και πάλι της κατηγορίας. Η προσεκτική κριτική παρατήρηση των ως άνω δύο άρθρων (: 463 και 504 παρ. 1 ΚΠΔ) οδηγεί στο αβίαστο συμπέρασμα ότι προϋπόθεση παραδεκτού του ενδίκου μέσου αποτελεί το ρητά αναγνωρισμένο προσβλητό της επίμαχης δικαιοδοτικής κρίσεως πράγμα που σημαίνει ότι σε περίπτωση νομοθετικής σιωπής καταφάσκεται ανενδοίαστα το ανεπίτρεπτο της ασκήσεως ενδίκου μέσου. Προφανές είναι ότι, με σημείο αναφοράς το ερευνώμενο θέμα, δικαιούμενα καταρχάς πρόσωπα σε άσκηση ενδίκου μέσου θα μπορούσε να είναι ο κατηγορούμενος ή ο εισαγγελέας γενικά Μαργαρίτης, Αναστολή εκτελέσεως ενόψει εφέσεως ή αναιρέσεως (: άρθρα 497 παρ. 2 και 471 παρ. 2 ΚΠΔ) και δυνατότητες ανατροπής της, ΠοινΔικ 4/2005, σελ. 442, Ενδεικτικά βλ. ΑΠ ΠοινΧρ 1998,986, ΑΠ 948/1998 ΠοινΔικ 1998,658, ΑΠ 1236/1998 ΠοινΔικ 1998, Μαργαρίτης, α.ό.π. 105
106 Η απόφαση, όμως, που εκδίδεται ύστερα από αίτηση του καταδικασθέντος κατηγορουμένου για αναστολή εκτελέσεως της εκκαλούμενης αποφάσεως, κατ` άρθρο 497 παρ. 7 του ΚΠοινΔ, δεν είναι τελειωτική επί της κατηγορίας κατά την έννοια του προαναφερθέντος άρθρου 504 παρ. 1, ούτε υπάγεται σε κάποια από τις άλλες κατηγορίες που αναφέρονται περιοριστικά στο άρθρο αυτό και ειδικότερα στις παρ. 2 και 3 αυτού ή σε άλλη ειδική διάταξη νόμου που επιτρέπει την αναίρεση. Έτσι, αν κατά τέτοιας αποφάσεως ασκηθεί αυτοτελής αίτηση αναιρέσεως με ξεχωριστή έκθεση ενώπιον του αρμόδιου γραμματέα, η αίτηση αυτή είναι απαράδεκτη, ως στρεφόμενη κατ` αποφάσεως που δεν υπόκειται σε αναίρεση, και απορρίπτεται σύμφωνα με τα άρθρα 476 παρ. 1 και 513 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακουσθούν οι διάδικοι που εμφανιστούν, καταδικάζεται δε εκείνος που την άσκησε στα έξοδα. 173 Ο κατηγορούμενος δεν μπορεί λοιπόν να προσβάλλει με έφεση ή αναίρεση τη συγκεκριμένη δικαιοδοτική κρίση. Ούτε όμως ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών ή εφετών έχει τέτοια δυνατότητα, αφού ο μεν νόμος γενικά πουθενά δεν του αναγνωρίζει σχετικό δικαίωμα η δε ειδική πρόβλεψη του άρθρου 490 ΚΠΔ γι αυτούς 173 ΑΠ 172/2014, ΑΠ 685/2014, η οποία δέχτηκε στο σκεπτικό της τα ακόλουθα: «Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 504 παρ. 1 εδ. πρώτο του ΚΠΔ, όταν ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, αίτηση αναίρεσης επιτρέπεται μόνο κατά της απόφασης που, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση και κατά της απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση έφεσης, αν με τις αποφάσεις αυτές το δικαστήριο αποφάνθηκε τελειωτικά για την κατηγορία ή αν έπαυσε οριστικά ή κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη (αρθρ. 370). Το τελευταίο αυτό άρθρο, στο οποίο ρητά παραπέμπει το άρθρο 504, προβλέπει τους εξής τρόπους με τους οποίους τελειώνει η ποινική δίκη: α) με την καταδίκη ή την αθώωση του κατηγορουμένου, β) με την οριστική παύση της ποινικής δίωξης, όταν έχει γίνει παραίτηση από το δικαίωμα της έγκλησης ή όταν έχει γίνει ανάκλησή της ή όταν έχει αμνηστευθεί η πράξη ή έχει παραγραφεί το αξιόποινό της ή όταν ο κατηγορούμενος έχει πεθάνει, γ) με την κήρυξη της ποινικής δίωξης απαράδεκτης στις περιπτώσεις που υπάρχει δεδικασμένο (άρθρο 57) ή όταν δεν υπάρχει η έγκληση, αίτηση ή άδεια (άρθρ. 41 και 55) που απαιτείται για τη δίωξη. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 497 παρ. 7 εδ. πρώτο ΚΠΔ, σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε, με απόφαση πρωτοβάθμιου δικαστηρίου σε ποινή στερητική της ελευθερίας και άσκησε έφεση, η οποία όμως δεν έχει ανασταλτική δύναμη, μπορεί να ζητηθεί, με αίτηση του ίδιου ή του εισαγγελέα, η αναστολή της εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης, μέχρις ότου εκδοθεί η τελεσίδικη απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι, εκτός αντιθέτου ρυθμίσεως, σε αναίρεση υπόκεινται οι καταδικαστικές αποφάσεις εάν εκδόθηκαν ύστερα από άσκηση εφέσεως κατά της πρωτόδικης απόφασης, ή πρόκειται για αποφάσεις που όπως απαγγέλθηκαν δεν προσβάλλονται με έφεση, διότι μόνο με αυτές το δικαστήριο, σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 504 παρ. 1 ΚΠΔ, αποφαίνεται τελειωτικά για την κατηγορία. Η απόφαση η οποία εκδίδεται ύστερα από αίτηση του καταδικασθέντος κατηγορουμένου με αίτημα την αναστολή εκτελέσεως εκκαλουμένης απόφασης, κατ' άρθρο 497 παρ.7 ΚΠΔ, δεν είναι τελειωτική επί της κατηγορίας, κατά την έννοια του προαναφερθέντος άρθρου 504 παρ. 1 ΚΠΔ, ούτε υπάγεται σε κάποια από τις άλλες κατηγορίες που αναφέρονται περιοριστικά στο άρθρο αυτό και ειδικότερα στις παραγράφους 2 και 3 αυτού, ή σε άλλη ειδική διάταξη νόμου που επιτρέπει την αναίρεση. Έτσι αν κατά τέτοιας αποφάσεως ασκηθεί αυτοτελώς αναίρεση, η αναίρεση αυτή είναι απαράδεκτη, ως στρεφόμενη κατ' αποφάσεως που δεν υπόκειται σε αναίρεση και απορρίπτεται σύμφωνα με τα άρθρα 476 παρ.1 και 513 παρ. 1 ΚΠΔ, ο δε αναιρεσείων καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα.» 106
107 αφορά μόνο τις καταδικαστικές (:οι σχετικές με την αναστολή εκτελέσεως δεν έχουν παρόμοιο χαρακτήρα) αποφάσεις. 174 Εξαίρεση ως προς το απρόσβλητο με ένδικα μέσα της σχετικής με την αναστολή εκτελέσεως αποφάσεως των άρθρων 497 παρ. 7 και 471 παρ. 2 ΚΠΔ θα πρέπει να αναγνωριστεί υπέρ του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. 175 Ο τελευταίος μπορεί πράγματι να ασκήσει αναίρεση κατά της εν λόγω δικαιοδοτικής κρίσεως, ενόψει της γενικής και αδιάστικτης διατυπώσεως του άρθρου 505 παρ. 2 ΚΠΔ που χορηγεί ειδικά και αποκλειστικά στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου το γενικό δικαίωμα «να ζητήσει αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης» και μάλιστα προς κάθε κατεύθυνση- είτε υπέρ είτε εναντίον του κατηγορουμένου. Τρεις διευκρινιστικές παρατηρήσεις χρειάζεται να παρατεθούν σε τούτο το σημείο: Πρώτον, η δυνατότητα του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να προσβάλλει με αναίρεση απόφαση σχετική με την (: θετικό ή αρνητικό αποτέλεσμα έχουσα) αναστολή εκτελέσεως (: άρθρα 497 παρ. 7 και 471 παρ. 2 ΚΠΔ) αναγνωρίζεται τόσο από τη θεωρία 176 όσο και από τη νομολογία 177 το οικείο εισαγγελικό αναιρετικό διάβημα έχει ως βάση τους αναγραφόμενους στο άρθρο 510 παρ. 1 ΚΠΔ λόγους, κυρίως δε την ακυρότητα, την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, την αναρμοδιότητα και την υπέρβαση εξουσίας 178. Δεύτερον, η σχετική για τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου προθεσμία ασκήσεως αναιρέσεως είναι (άρθρα: 504 παρ. 2, 479 παρ. 2, 483 παρ. 3 και 473 παρ. 3 ΚΠΔ) τριάντα (30) ημέρες από την καταχώρηση (και όχι τη δημοσίευση) της αποφάσεως. Τρίτον, Η παλιά διάταξη (παρ. 2) ανέφερε ότι το δικαστήριο αποφάσιζε «αμετάκλητα». Και σε αυτή την περίπτωση μπορούσε να προσβληθεί από τον εισαγγελέα του ΑΠ. Η απάλειψη του όρου «αμετάκλητα» κατέστησε απολύτως διαυγή τη δυνατότητα αυτή. Ένα πρώτο (επιμέρους) συμπέρασμα: οι αποφάσεις αναστολής εκτελέσεως της αποφάσεως με βάση τα άρθρα 497 παρ. 7 και 471 παρ. 2 ΚΠΔ δεν μπορούν να προσβληθούν με έφεση ή αναίρεση από τον κατηγορούμενο και τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών ή εφετών. Μπορούν να προβληθούν μόνο με αναίρεση από τον 174 Συμεωνίδης, ό.π. σελ. 167 σημ Μαργαρίτης, Ποινική Δικονομία ό.π., σελ Συμεωνίδης, ό.π., σελ. 162 επ. 177 ΑΠ 1337/1988 ΠοινΧρ 1988,99, ΑΠ 2/1989 ΠοινΧρ 1989,633 (= ΝοΒ 1989,765), ΑΠ 1500/1990 ΝοΒ 1991, Συμεωνίδης, ό.π. σελ
108 Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την καταχώρησή (και όχι τη δημοσίευσή) τους 179 Την ανάκληση απόφασης προβλέπει η διάταξη του άρθρου 548 ΚΠΔ η οποία ορίζει «Η προπαρασκευαστική απόφαση εκτελείται μόλις απαγγελθεί. Το δικαστήριο μπορεί πάντοτε να ανακαλεί αυτές τις αποφάσεις του» Σε αντίθεση με τις οριστικές αποφάσεις, οι οποίες ουδέποτε ανακαλούνται μιας και με αυτές το δικαστήριο απεκδύεται οποιασδήποτε περαιτέρω εξουσίας επί της συγκεκριμένης υπόθεσης, οι προπαρασκευαστικές αποφάσεις οι οποίες δεν αποφαίνονται οριστικά μπορούν να ανακληθούν. Σύμφωνα με την άποψη που γίνεται ευρέως αποδεκτή στη νομολογία οποιαδήποτε προπαρασκευαστική απόφαση μπορεί να ανακληθεί. 180 Σύμφωνα όμως με άλλη πειστικότερη άποψη οι προπαρασκευαστικές αποφάσεις διακρίνονται 181 σε γνήσιες προπαρασκευαστικές, οι οποίες ως μη λύουσες οριστικά το ανακύψαν θέμα (π.χ. αναβλητικές αποφάσεις) είναι ελευθέρως ανακλητές 182 και σε μη γνήσιες προπαρασκευαστικές οι οποίες ως λύουσες οριστικά το ανακύψαν θέμα είναι μη ανακλητές. 183 Οι αποφάσεις οι σχετικές με το ανασταλτικό αποτέλεσμα των άρθρων 497 παρ. 7 ΚΠΔ και 471 παρ. 1 ΚΠΔ έχουν οριστικό και όχι προπαρασκευαστικό και παρεμπίπτοντα χαρακτήρα και επομένως δεν μπορούν να ανακληθούν κατ εφαρμογή του άρθρου 548 ΚΠΔ γιατί α) δεν προπαρασκευάζουν κατά νομική ακριβολογία την απόφαση για την ουσία της κατηγορίας, πράγμα και λογικά αδύνατο αφού δεν προηγούνται αλλά έπονται αυτής (πρωτοβάθμιας κρίσης) β) ούτε επιλαμβάνονται και επιλύουν παρεμπίπτον η προπαρασκευαστικό ζήτημα η επίλυση του οποίου αποτελεί προαπαιτούμενο για την απόφαση επί της ουσίας. Η απόφαση για την αναστολή αποτελεί αυτοτελή κρίση για συγκεκριμένο ζήτημα, η οποία ούτε προπαρασκευάζει ούτε όμως διασταυρώνεται με τη διαγνωστική διαδικασία για την ουσία της κατηγορίας με παρεμπίπτοντα τρόπο Μαργαρίτης, α.ό.π. 180 ΑΠ 944/1978 ΠοινΧρ , ΑΠ 824/1979 ΠοινΧρ , ΑΠ 674/1985 ΠοινΧρ , ΕφΚακ 372/1984 ΠοινΧρ ΠεντΕφΚακ 372/1984 ΠοινΧρ με παρατηρήσεις Λαφαζάνου, ΣυμβΠλημΘεσ 7543/1986 Αρμ με παρατηρήσεις Μαργαρίτη. 182 ΑΠ 739/1985 ΠοινΧρ , 183 ΕφΝαυπλ. 6/1983 ΠοινΧρ 1984, Συμεωνίδης, ό.π., σελ
109 Εφόσον επομένως γίνει δεκτό το αίτημα της αναστολής-σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο και με οποιαδήποτε νομική βάση- η σχετική απόφαση ή η διάταξή της που χορηγεί την αναστολή δεν επιδέχεται ανάκληση. Συνεπώς η ισχύ της αναστολής εκτείνεται αδιάσπαστα μέχρι την έκδοση απόφασης για το ένδικο μέσο, ακόμη και αν διαπιστωθεί εκ των υστέρων ότι εσφαλμένα χορηγήθηκε. Η αναστολή που χορηγήθηκε δεν «κινδυνεύει» ακόμη και αν γίνουν μεταγενέστερα γνωστά (οψιγενή ή οψιφανή στοιχεία) που αν το δικαστήριο τα γνώριζε νωρίτερα (κατά το χρόνο που προέβη στην ευνοική κρίση) με βεβαιότητα θα οδηγούσαν στην απόρριψη του αιτήματος π.χ. αν ανακύψουν αδιάσειστα στοιχεία που θεμελιώνουν τις υπόνοιες φυγής, ή τον κίνδυνο τέλεσης νέων αξιόποινων πράξεων, ή στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος είναι υπότροπος. Ως εκ τούτων το δικαστήριο με τη χορήγηση της αναστολής απεκδύεται καταρχήν κάθε εξουσίας να επανέλθει στο ζήτημα, είτε αυτεπάγγελτα είτε με πρωτοβουλία του εισαγγελέα και να ανακαλέσει όσα προηγουμένως διέταξε, 185 με εξαίρεση την περίπτωση της παραβίασης των περιοριστικών όρων υπό τους οποίους χορηγήθηκε η αναστολή, όπως προβλέπεται ρητά πλέον στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 8 του άρθρου 497 ΚΠΔ. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 145 παρ. 1 ΚΠΔ «όταν στην απόφαση υπάρχουν λάθη ή παραλείψεις που δεν δημιουργούν ακυρότητα, ο δικαστής που τις εξέδωσε διατάσσει αυτεπαγγέλτως ή με αίτηση του εισαγγελέα ή κάποιου από τους διαδίκους τη διόρθωσή τους, αν δεν μεταβάλλονται ουσιαστικά και δεν αλλοιώνεται η αληθινή εικόνα αυτών που πράγματι συνέβησαν στο ακροατήριο» (για μια πρώτη θεώρηση της σχετικής ρυθμίσεως 186. Σε τούτο το σημείο χρήσιμο είναι να σημειωθούν τα ακόλουθα: Πρώτον, η διόρθωση της αποφάσεως είναι επιτρεπτή εφόσον συντρέχουν δύο προϋποθέσεις ήτοι: αφενός μεν οι ελλείψεις ή παραλείψεις να μη δημιουργούν ακυρότητα και αφετέρου δε η μη (από τη διόρθωση) ουσιαστική μεταβολή και αλλοίωση της αληθινής εικόνας αυτών που πράγματι συνέβησαν στο ακροατήριο. Δεύτερον, αντικείμενο της διορθώσεως μπορεί να είναι και η διευκρίνιση του διατακτικού της αποφάσεως όταν αυτό έχει ασάφεια ή είναι διαφορετικό από εκείνο που απαγγέλθηκε στο ακροατήριο ή που σημειώθηκε στα πρακτικά, αφού διαφορετικά θα πρόκειται για 185 Συμεωνίδης, ό.π., σελ βλ. ενδεικτικά: ΑΠ 236/1997 Υπερ 1998,323, ΑΠ 1497/1997 ΝοΒ 1998,273, ΑΠ Ολ 1/2000 ΠοινΧρ 2000,118, ΑΠ 1707/2000 ΠοινΔικ 2001,432 (= ΠοινΧρ 20,960), ΑΠ 617/2001 ΠοινΔικ 2001,960, ΕφΠατρ 190/1997 ΠοινΧρ 1997,882, ΕφΠειρ 1457/1997 ΝοΒ 1998,
110 μη δυνάμενη να ελεγχθεί αντικατάσταση και όχι αποκατάσταση της πραγματικής βουλήσεως του δικαστηρίου. 187 Τρίτον, η παραβίαση του ερευνώμενου κανόνα δημιουργεί λόγο αναιρέσεως της (διορθωτικής) αποφάσεως για (: άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. η ΚΠΔ) υπέρβαση εξουσίας. 188 Τέταρτον, και σπουδαιότερο, η διόρθωση μπορεί μεν καταρχάς να λειτουργεί υπέρ ή σε βάρος του κατηγορουμένου, είναι όμως, στο μέτρο που η κανονιστική οριοθέτησή της παρουσιάζεται συγκεκριμένη, παντελώς ασύμβατη με την ευρέως διαδεδομένη κυρίως σε επίπεδο δικαστηρίων ουσίας αντίληψη ότι μ αυτή μπορεί να υπερκερασθεί οποιασδήποτε υφής λάθος την ακριβή έκταση του πεδίου της λειτουργικής της εμβέλειας καθορίζει, θετικά και αρνητικά αλλά με σαφήνεια και καθαρότητα, ο νομοθέτης. Ενόψει των ανωτέρω δογματικών και δικαιοπολιτικών επισημάνσεων μπορεί κανείς να προβεί σε καταγραφή ενός δεύτερου επιμέρους συμπεράσματος: Στις περιπτώσεις των δικαστικών αποφάσεων που αφορούν χορήγηση ή μη αναστολής εκτελέσεως κατά τα άρθρα 497 παρ. 7 και 471 παρ. 2 ΚΠΔ, αντικατάσταση του διατακτικού αυτών μέσω του άρθρου 145 ΚΠΔ, έτσι ώστε το θετικό αποτέλεσμα να τραπεί σε αρνητικό ή το αρνητικό αποτέλεσμα να τραπεί σε θετικό, δεν είναι εφικτή μια τέτοια απόπειρα πρέπει, στο βαθμό που δεν επέρχεται απλώς διευκρίνιση του διατακτικού και καταλήγει σε ουσιαστική μεταβολή και αλλοίωση της αληθινής εικόνας των συμβάντων του ακροατηρίου, να θεωρηθεί ολότελα αποκλεισμένη. 189 Συμπερασματικά η στα πλαίσια των άρθρων 497 παρ. 7 εκδιδόμενη και δεχόμενη ή απορρίπτουσα αίτηση αναστολής εκτελέσεως απόφαση: μπορεί να προσβληθεί μόνο με το ένδικο μέσο της αναιρέσεως, ασκούμενο αποκλειστικά από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την καταχώρησή της (: άρθρο 505 παρ. 2 ΚΠΔ) - δεν επιτρέπεται να διορθωθεί κατ άρθρο 145 ΚΠΔ- δεν μπορείνα ανακληθεί κατ άρθρο 548 ΚΠΔ ΑΠ 1137/2002 ΠοινΧρ 2003, ΑΠ 469/1990 ΠοινΧρ 1990, Μαργαρίτης, α.ό.π. 190 Μαργαρίτης, α.ό.π. 110
111 5.3. Στατιστική παρουσίαση νομολογιακής έρευνας Η έρευνα διενεργήθηκε με βάση τα βιβλία δημοσίευσης αποφάσεων του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης για τα έτη 2014 και 2015 με αποκλειστικό αντικείμενο την επιδίκαση αιτήσεων αναστολής εκτελέσεως κατ άρθρο 497 ΚΠΔ και συνακόλουθο στόχο την διεξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με τη λειτουργικότητα της υπό εξέταση διάταξης και την έκταση εφαρμογής της. Λόγω του περιορισμένου χρονολογικά και τοπικά δείγματος δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι είναι δυνατόν να συναχθούν από την εν λόγω έρευνα στατιστικά στοιχεία γενικής ισχύος, παρά μόνο τάσεις της νομολογίας σχετικά με το ζήτημα του ανασταλτικού αποτελέσματος της έφεσης κατά αποφάσεων και ειδικότερα της επιγενόμενης αναστολής εκτελέσεως κατ άρθρο 497 παρ. 7. Συνολικά και για τα δύο έτη οι αιτήσεις αναστολών που εκδικάστηκαν ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης ανήλθαν στις 339 εκ των οποίων έγιναν δεκτές οι 82 ήτοι το 24,1 % του συνόλου των αιτήσεων. Από τις 82 συνολικά δεκτές αιτήσεις, οι 70 έγιναν δεκτές υπό όρους (20,6%), και οι 12 έγιναν δεκτές χωρίς όρους (3,5%). Οι 8 εκ των υφ όρων δεκτών αιτήσεων αφορούσαν την ειδική αναστολή εκτέλεσης του Νόμου περί ναρκωτικών και επέβαλλαν ως όρο την παρακολούθηση και ολοκλήρωση θεραπευτικού προγράμματος. Συνολικά για τα έτη ,47% 20,65% 3,54% Απορ. 74,34% Δεκτές όροι Λοιπ 111
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜ ΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΟΣΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜ ΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΟΣΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ υπ' αριθμ. 391/2013 ΤΟΥ ΝΟΜΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ Τμήματος Ε' Συνεδρίαση τη ς 19ης Νοεμβρίου 2013 Σύνθεση: Πρόεδρος
της δίωξης ή στην αθώωση.
Το τεκμήριο της αθωότητας μετά την αθώωση - Η επεκτατική εφαρμογή του τεκμηρίου αθωότητας στο πλαίσιο της διοικητικής δίκης ------------------------------ Το τεκμήριο της αθωότητας, όπως διατυπώθηκε στο
Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 8: Η θέση του ανηλίκου ως κατηγορουμένου
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Ενότητα 8: Η θέση του ανηλίκου ως κατηγορουμένου Αγγελική Γ. Πιτσελά, Αν. Καθηγήτρια Εγκληματολογίας- Σωφρονιστικής Άδειες Χρήσης Το παρόν
Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α
Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α I. Προπαρασκευαστική Διαδικασία 1 1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 3 2. Κλήση µάρτυρα - Αποδεικτικό επιδόσεως κλήσεως µάρτυρα (άρθρα 213 και 161 ΚΠΔ) 7 3. Γνωστοποίηση µαρτύρων στον κατηγορούµενο
ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ Ε.Α.Ν.Δ.Α. ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΑΣΚΟΥΜΕΝΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. Εισηγητές
ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ Ε.Α.Ν.Δ.Α. ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΑΣΚΟΥΜΕΝΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ Εισηγητές Κων/νος Κακαβούλης Δικηγόρος, υπ. ΔΝ Νικόλαος Κουμουλέντζος Δικηγόρος, υπ. ΔΝ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ 25/05/2018
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Μαρία Καρ. Μάρκου, Δικηγόρος ΔΕΙΓΜΑ ΕΡΩΤΗΣΕΕΩΝ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Μαρία Καρ. Μάρκου, Δικηγόρος ΔΕΙΓΜΑ ΕΡΩΤΗΣΕΕΩΝ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ Από τις αρκετές εκατοντάδες S.O.S ερωτήσεων που διαθέτουμε Όλες οι ερωτήσεις απαντούνται αναλυτικά από
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ» Όπως αναφέρεται στην από 19 Οκτωβρίου 2010, προς την Βουλή των Ελλήνων, Έκθεση της Ειδικής Μόνιμης
Πίνακας νομοθετικών μεταβολών*
ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ Η 18η έκδοση του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, στην σειρά Κώδικες Τσέπης, κατέστη αναγκαία μετά τις νομοθετικές μεταβολές που επήλθαν στο κείμενό του με τους νόμους 4509/2017 («Μέτρα θεραπείας
ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
vii ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. Eισαγωγή-Η έννοια της Ποινικής Δικονομίας... 1 2. Η πρακτική σημασία της διάκρισης μεταξύ ποινικού δικαίου και ποινικής δικονομίας... 3 ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ 1. Οι πηγές της Ποινικής
Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,
Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493, 25.2.2015 Ν. 23(Ι)/2015 23(Ι)/2015 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΠΟΥ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΤΗΚΑΝ ΣΕ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ YΠΟ ΤΟ ΦΩΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΘΕΜΑ: ΟΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 4322/2015
ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΒΕΡΟΙΑΣ Βέροια 05 Μαΐου 2015 ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΘΕΜΑ: ΟΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 4322/2015 *************************** Τροποποιήσεις στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας
ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΜΕ ΤΙΤΛΟ «ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΠΑΙΓΝΙΩΝ».
ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΜΕ ΤΙΤΛΟ «ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΠΑΙΓΝΙΩΝ». ΘΕΜΑ: Κατάργηση διατάξεων του άρθρου 1 «Κατάργηση των καταστημάτων κράτησης Γ` τύπου» του ν.
ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ 104/2014 (Άρθρο 77 παρ. 3 Ν.3852/2010) Kοινοποίηση
Διαμεσολάβηση 104/2014 Σελίδα 1 ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ 104/2014 (Άρθρο 77 παρ. 3 Ν.3852/2010) Προς 1) Τμήμα Εσόδων Δ/νσης Οικονομικών esoda@cityofathens.gr 2) Κυρία *** *** *** Kοινοποίηση 1) Γραφείο Δημάρχου mayor@cityofathens.gr
«Ειδικά θέματα υπαλληλικού και πειθαρχικού δικαίου - Σχέση με ποινική δίκη» Σύντομη επισκόπηση της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας
«Ειδικά θέματα υπαλληλικού και πειθαρχικού δικαίου - Σχέση με ποινική δίκη» Σύντομη επισκόπηση της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 1.Εισαγωγή. 2. Σχέση της πειθαρχικής διαδικασίας με
ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ. Θέμα: ΤΟ ΑΝΑΣΤΑΛΤΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΩΝ ΕΝΔΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ Ν.Ο.Π.Ε - ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ & ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ Β ΕΤΟΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Θέμα: ΤΟ ΑΝΑΣΤΑΛΤΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΩΝ ΕΝΔΙΚΩΝ
Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)
Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173) Ψηφίστηκε προ ολίγων ημερών από τη Βουλή ο νέος νόμος 3886/2010 σε σχέση με την
Ποινική ικονομία II. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί
Τίτλος Μαθήματος: Κωδικός Μαθήματος: Ποινική ικονομία II LLB407 Κατηγορία Μαθήματος: (Υποχρεωτικό/Επιλεγόμενο) Επίπεδο Μαθήματος: (Πρώτου, δεύτερου ή τρίτου κύκλου) Έτος Σπουδών: Τετράμηνο προσφοράς 6
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ Β ΕΤΟΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΛΑΜΠΡΟΣ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ: ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΑ ΑΛΕΓΡΑ ΘΕΜΑ: ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2008
ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.
ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.» ----------. ---------- Άρθρο 1 Δικαιούμενοι στην άσκηση
Αθήνα 1Ο Απριλίου 2013 ΠΡΟΣ
ι i ιι Αθήνα 1Ο Απριλίου 2013 ΕΜΗΝΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΑ Ο ΕΣΑΓΈΛΕΥΣ ΤΟΥ ΑΡΕΟΥ ΠΑΓΟΥ ΤΜΗΜΑ ΔIΟΚΗΤιΚΟ ΤΗΛ. 2106411526 ΦΑΞ 2106411523 Αριθ. Πρωτ.: 1071 Αριθμός Γνωμοδότησης: 3/13 ΠΡΟΣ το Υπουργείο Οlκονομικών- Γενική
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η θέση της πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η θέση της πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη 1. Η πολιτική αγωγή στην ελληνική ποινική δίκη... 1 2. Νομική φύση της πολιτικής αγωγής Ο μικτός χαρακτήρας της... 6 2.1. Η βλάβη που
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρυσούλα Παρασκευά, Αντιπρόεδρο του Αρείου. Πάγου, Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου - Εισηγήτρια, Δημήτριο Χονδρογιάννη,
Απόφαση 1764 / 2016 (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Αριθμός 1764/2016 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρυσούλα Παρασκευά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου
ΤΟ ΑΝΑΣΤΑΛΤΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΕΦΕΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΗΣ ΚΑΤΑ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟ ΑΝΑΣΤΑΛΤΙΚΟ
ΘΕΜΑ ΕΙΣΗΓΗΣΗΣ. Η διαδικασία στο ακροατήριο του Πταισματοδικείου
ΘΕΜΑ ΕΙΣΗΓΗΣΗΣ Η διαδικασία στο ακροατήριο του Πταισματοδικείου Κατά το άρθρο 115 ΚΠΔ, το Πταισματοδικείο δικάζει τα πταίσματα, εκτός από εκείνα που ανήκουν στην αρμοδιότητα του Πλημμελειοδικείου και του
Δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Ενότητα 13 η : Δικαίωμα δικαστικής προστασίας Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό
Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4433, 7.3 2014 30(Ι)/2014
Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4433, 7.3 2014 Ν. 30(Ι)/2014 30(Ι)/2014 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΚΑΙ TΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΕΚΖΗΤΟΥΜΕΝΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ
-Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς επί των προϋποθέσεων της προσωρινής κρατήσεως
ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ 1 ΟΥ ΕΙΔΙΚΟΥ ΑΝΑΚΡΙΤΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ Του Παναγιώτη ΜΟΥΣΣΑ του Σωτηρίου και της Ανθής, κατοίκου Παλαιού Φαλήρου, επί της οδού Μουσών αρ. 48, και προσωρινώς κρατούμενου
ΠΡΟΣ ΑΡΧΗΓΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
@ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Αριθ. Πρωτ. Αριθ. Γνωμ. ΠΡΟΣ ΑΡΧΗΓΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΚΛΑΔΟΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΑΕΑ/ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ/ΤΜΗΜΑ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ
Αριθμός 239/2014 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Δ'
Κ.Π. (m) Αριθμός 239/2014 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Δ' Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Δεκεμβρίου 2013, με την εξής σύνθεση: Ε. Σαρττ, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση του
Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 7: Ιδιαιτερότητες της ποινικής διαδικασίας ανηλίκων
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Ενότητα 7: Ιδιαιτερότητες της ποινικής διαδικασίας ανηλίκων Αγγελική Γ. Πιτσελά, Αν. Καθηγήτρια Εγκληματολογίας - Σωφρονιστικής Άδειες
Εργασιακά Θέματα «Το νέο καθεστώς της Μεσολάβησης Διαιτησίας μετά τον Ν. 4303/2014»
Εργασιακά Θέματα «Το νέο καθεστώς της Μεσολάβησης Διαιτησίας μετά τον Ν. 4303/2014» ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. Το νέο καθεστώς της Μεσολάβησης Διαιτησίας μετά τον Ν. 4303/2014 Συνοπτική παρουσίαση 3 2. Εισαγωγή. 5
Ne bis in idem, τεκμήριο αθωότητας και η νέα ρύθμιση του άρθρου 5 παρ. 2 εδαφ. β του ΚΔΔ (άρ. 17 του ν. 4446/2016)
Ne bis in idem, τεκμήριο αθωότητας και η νέα ρύθμιση του άρθρου 5 παρ. 2 εδαφ. β του ΚΔΔ (άρ. 17 του ν. 4446/2016) Ι. Εισαγωγή Με το άρθρο 17 του ν. 4446/2016 (Α 240/22.12.2016 έναρξη ισχύος του άρθρου
ΧΡΕΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς ν.4321 με τροπ. με ν.4337/2015
ΧΡΕΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς ν.4321 με τροπ. με ν.4337/2015 «1. Όποιος δεν καταβάλλει τα βεβαιωμένα στη Φορολογική Διοίκηση χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ. Γενικοί ορισμοί... 11. ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ Ποινικά δικαστήρια και δικαστικά πρόσωπα... 11
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ Γενικοί ορισμοί... 11 ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ Ποινικά δικαστήρια και δικαστικά πρόσωπα... 11 Ποινική δικαιοδοσία... 11 Άρθρο 1. Ποινικά δικαστήρια... 11 Άρθρο 2. Εξαιρέσεις από την ποινική
Διοικητικό Δίκαιο. Διοικητικές προσφυγές. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.
Διοικητικές προσφυγές Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ. Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται σε άδειες χρήσης Creative Commons. Για εκπαιδευτικό υλικό, όπως εικόνες,
Ο Νόμος 1608/1950 περί καταχραστών δημοσίου χρήματος
Ο Νόμος 1608/1950 περί καταχραστών δημοσίου χρήματος του Θεόδωρου Π. Μαντά Ο N. 1608/1950 ανατρέπει την ισορροπία ολόκληρου του ποινικού (ουσιαστικού και oικονομικού) μας συστήματος. Και τούτο διότι: α)
Σχέδιο νόμου για τα μέσα ηλεκτρονικής επιτήρησης υποδίκων, καταδίκων και εν αδεία κρατουμένων. Άρθρο 1 Τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα
Σχέδιο νόμου για τα μέσα ηλεκτρονικής επιτήρησης υποδίκων, καταδίκων και εν αδεία κρατουμένων Άρθρο 1 Τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα 1. Στον Ποινικό Κώδικα μετά το άρθρο 110 Α προστίθενται τα ακόλουθα
Σχέδιο Νόμου Μέρος Α Άρθρο 1 Σύσταση ενεχύρου στις περιπτώσεις των νόμων 3213/2003, 3691/2008, 4022/2011, 2960/2001 και των υπόχρεων του νόμου
Σχέδιο Νόμου Μέρος Α Άρθρο 1 Σύσταση ενεχύρου στις περιπτώσεις των νόμων 3213/2003, 3691/2008, 4022/2011, 2960/2001 και των υπόχρεων του νόμου 2523/1997. 1. Στις περιπτώσεις που αναφέρονται περιοριστικά
ΑΝΑΙΤΙΟΛΟΓΗΤΕΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΚΕΣ ΕΦΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΘΩΩΤΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ
ΑΝΑΙΤΙΟΛΟΓΗΤΕΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΚΕΣ ΕΦΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΘΩΩΤΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ Στο υπ αριθµ. 5β-6 τεύχος του περιοδικού Πράξη και Λόγος Ποινικού ικαίου και στη σελίδα 595, δηµοσιεύτηκε κείµενο του εισαγγελέως κ. Ζύγουρα
669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( 597917) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( 597917) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Δικαίωμα για παροχή έννομης προστασίας κατά το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ. Εννοια και περιεχόμενο. Θέσπιση από τον κοινό νομοθέτη περιορισμών και προϋποθέσεων
δικαίου προς τις διατάξεις του καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου που κυρώθηκε με τον ν. 3003/2002 (ΦΕΚ Α 75)»
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ Στο σχέδιο νόμου «Προσαρμογή των διατάξεων του εσωτερικού δικαίου προς τις διατάξεις του καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου που κυρώθηκε με τον ν. 3003/2002 (ΦΕΚ Α 75)» Με
Προς. Εισαγγελείς Εφετών της Χώρας. και δι' αυτών στους Εισαγγελείς Πρωτοδικών περιφερείας τους
ΕΜΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤιΑ Ο ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΥΣ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Αθήνα 12-2-2013 Αριθ. Πρωτ. 762 Αριθμ. Γνωμ. 2 ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΤΗΛ. 2106411526 ΦΑΞ 2106411523 Προς Τους Εισαγγελείς Εφετών της Χώρας και δι' αυτών στους
ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΣΤΗΝ ΑΠΟΝΟΜΗ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α. Ποινικός Κώδικας Άρθρο 1
ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΣΤΗΝ ΑΠΟΝΟΜΗ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α Ποινικός Κώδικας Άρθρο 1 1. Το άρθρο 384 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται, ως εξής: «Άρθρο 384. Ικανοποίηση του παθόντος.
ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ. Εξουσία που απονέμεται από το δίκαιο στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο (δικαιούχος) για την ικανοποίηση έννομων συμφερόντων του.
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 3 ο Μάθημα Διάγραμμα Παράδοσης ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ 1. Έννοια Δικαιώματος Εξουσία που απονέμεται από το δίκαιο στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο (δικαιούχος) για την ικανοποίηση έννομων συμφερόντων
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ.... ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΠΡΩΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ.... ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Α. Ορισμός του Ποινικού Δικονομικού
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ.. ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΠΡΩΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ.. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ... ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ... ΕΙΣΑΓΩΓΗ... Α. Ορισμός του Ποινικού Δικονομικού Δικαίου... Β. Εννοια, φύση και σκοπός της ποινικής δίκης... Γ. Η ανάγκη
Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 6: Το αυτοτελές σύστημα των εννόμων συνεπειών του ποινικού δικαίου ανηλίκων
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Ενότητα 6: Το αυτοτελές σύστημα των εννόμων συνεπειών του ποινικού δικαίου ανηλίκων Αγγελική Γ. Πιτσελά, Αν. Καθηγήτρια Εγκληματολογίας
Β.13 Τι καλείται αυτόφωρο έγκλημα κατά τον κώδικα Ποινικής δικονομίας;
Β.12 Ποια είναι τα ποινικά δικαστήρια; Τα ποινικά δικαστήρια που προβλέπονται από τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας είναι τα εξής: α) Το πταισματοδικείο, το οποίο συγκροτείται από τον πταισματοδίκη. β) το
ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ. Χρόνος αναθεώρησης εργασιών που έχουν εκτελεσθεί προ της έγκρισης Α.Π.Ε. Ανώνυµη εταιρεία µέλος του ΣΑΤΕ υπέβαλε το ακόλουθο ερώτηµα:
Νοµική Υπηρεσία ΣΑΤΕ Σταµάτης Σ. Σταµόπουλος, ικηγόρος, Νοµικός Σύµβουλος ΣΑΤΕ Αθήνα, 23.3.2013 ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ ΘΕΜΑ: Χρόνος αναθεώρησης εργασιών που έχουν εκτελεσθεί προ της έγκρισης Α.Π.Ε. Ανώνυµη εταιρεία
ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.
«Άσκηση ενδίκων μέσων» ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΣΟΔΩΝ Γενικό Έγγραφο: Ε40/338/27-10-06 ΣΧΕΤ. : Το με αριθ. 15176/19-10-06 έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ. Σας διαβιβάζουμε το ανωτέρω
Αριθ. 1384/2000 Τμ. Στ
Αριθ. 1384/2000 Τμ. Στ Προεδρεύων ο κ. Κ. ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΣ, αντιπρόεδρος Εισηγητής ο κ. Θ. ΛΑΦΑΖΑΝΟΣ, αρεοπαγίτης Δικηγόροι οι κ.κ. Γ. Τσιπινιάς, Ι. Αποστολίδης Επιταγή. Αθλητισμός. Ακυρότητα. Είναι άκυρη
ΣτΕ 1865/2002. του... ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Κ. Μπουρνόζο (Α.Μ. 151), που τον διόρισε στο ακροατήριο,
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ ΣτΕ 1865/2002 Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 14 Φεβρουαρίου 2002, με την εξής σύνθεση : Γ. Σταυρόπουλος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Γ` Τμήματος, Π.Ν. Φλώρος,
Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 5: Ουσιαστικό ποινικό δίκαιο ανηλίκων
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Ενότητα 5: Ουσιαστικό ποινικό δίκαιο ανηλίκων Αγγελική Γ. Πιτσελά, Αν. Καθηγήτρια Εγκληματολογίας- Σωφρονιστικής Άδειες Χρήσης Το παρόν
Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών Ημερίδα της 30.3.2015 Ζητήματα Φορολογικού Δικαίου
Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών Ημερίδα της 30.3.2015 Ζητήματα Φορολογικού Δικαίου Η αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του ηπιότερου νόμου περί φορολογικών κυρώσεων Ι. Δημητρακόπουλος Πάρεδρος Συμβουλίου
Ποινική ικονομία I. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί
Τίτλος Μαθήματος: Κωδικός Μαθήματος: Ποινική ικονομία I LLB406 Κατηγορία Μαθήματος: (Υποχρεωτικό/Επιλεγόμενο) Επίπεδο Μαθήματος: (Πρώτου, δεύτερου ή τρίτου κύκλου) Έτος Σπουδών: Τετράμηνο προσφοράς 5 Μαθήματος:
ΠΟΡΙΣΜΑ. ΘΕΜΑ: ιακοπή κρατήσεων της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) στους συνταξιούχους του ηµοσίου
ΠΟΡΙΣΜΑ (Ν. 3094/2003 Συνήγορος του Πολίτη και άλλες διατάξεις, Άρθρο 3 5) ΘΕΜΑ: ιακοπή κρατήσεων της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) στους συνταξιούχους του ηµοσίου Συνήγορος του Πολίτη: Ανδρέας
ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΝΕ ΡΙΑΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ TΡΙΜΕΛΟΥΣ ΣΤΡΑΤΟ ΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ
Αριθµ. Απόφ.: 1768/2006 ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΝΕ ΡΙΑΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ TΡΙΜΕΛΟΥΣ ΣΤΡΑΤΟ ΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ Το ικαστήριο που συγκροτήθηκε από τους ικαστές: 1. ΠΑΠΑ ΑΚΑΚΗ Νικόλαο, Στρατιωτικό
Ο νόµος 3900/2010 και η ταχύτητα εκδίκασης φορολογικών υποθέσεων από την επταµελή σύνθεση του Β Τµήµατος του ΣτΕ το έτος 2018
Ο νόµος 3900/2010 και η ταχύτητα εκδίκασης φορολογικών υποθέσεων την επταµελή σύνθεση του Β Τµήµατος του ΣτΕ το έτος 2018 Στο παρόν άρθρο µου δεν θα ασχοληθώ µε κάποιο συγκεκριµένο νοµικό ζήτηµα, αλλά
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
Α Π Ο Φ Α Σ Η 32/2011
Αθήνα, 06.04.2011 Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/2371/06.04.2011 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ Ε ΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ Ταχ. /νση: ΚΗΦΙΣΙΑΣ 1-3 115 23 ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ.: 210-6475601 FAX: 210-6475628 Α Π Ο Φ Α Σ
ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ
ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜ.ΕΣΟΔΩΝ ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΙΣΠΡΑΞΕΩΝ ΤΜΗΜΑ Β Ταχ. Δ/νση : Πανεπιστημίου 20 Ταχ. Κωδ. :
Α Π Ο Φ Α Σ Η Ο ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΗΣ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΜΕΝΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΑΙΓΑΙΟΥ
Α.Δ.Α.: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΜΕΝΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΑΙΓΑΙΟΥ ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ Δ/ΝΣΗ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΤΜΗΜΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ Πειραιάς, 19.07.2017 Αρ. Πρωτ.: 42675 Ταχ. Δ/νση: Ακτή Μιαούλη & Μ. Μπότσαρη
Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4526, (I)/2015 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ 2015
Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4526, 21.7.2015 Ν. 131(Ι)/2015 131(I)/2015 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ 2015 Προοίμιο. Για σκοπούς, μεταξύ άλλων, εναρμόνισης με Επίσημη
Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4229, 5/2/2010
ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΕΣ ΘΕΡΑΠΕΙΕΣ ΓΙΑ ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΟΥ ΕΥΛΟΓΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΔΙΑΓΝΩΣΗΣ ΑΣΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ --------------------- Άρθρο 1. Συνοπτικός τίτλος. 2. Ερμηνεία. ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΑΡΘΡΩΝ
ΕΚΘΕΣΗ ΕΠΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ. «Ηλεκτρονική επιτήρηση υπόδικων, κατάδικων και κρατούµενων σε ά- δεια»
Β ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΟΤΕΧΝΙΚΗΣ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΧΕΔΙΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ ΝΟΜΩΝ ΕΚΘΕΣΗ ΕΠΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ «Ηλεκτρονική επιτήρηση υπόδικων, κατάδικων και κρατούµενων σε ά- δεια» Ι. Εισαγωγικές
ΑΔΑ: 4ΑΓΜΗ-ΔΡ ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ & ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΒΙΒΛΙΩΝ & ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ (15η) ΤΜΗΜΑ Β ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ Αθήνα, 26/4/2011
ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ Ταχ. Δ/νση : Αριστογείτονος 19 Ταχ. Κώδικας : 176 71 - Καλλιθέα Τηλέφωνο : 210 9569815 ΦΑΞ : 210
Τελευταίως παρατηρείται έξαρση του φαινομένου επιθέσεων, βιαιοπραγιών και διενέργειας ελέγχων σε αλλοδαπούς μετανάστες, σε σχέση με τη νομιμότητα της
Τελευταίως παρατηρείται έξαρση του φαινομένου επιθέσεων, βιαιοπραγιών και διενέργειας ελέγχων σε αλλοδαπούς μετανάστες, σε σχέση με τη νομιμότητα της εισόδου και διαμονής αυτών στη χώρα καθώς και της ασκήσεως
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ : Γεώργιος Κ. Πατρίκιος, Δικηγόρος, Μ.Δ.Ε., Υπ. Δ.Ν ΘΕΜΑΤΑ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΔΟΚΙΜΩΝ ΣΗΜΑΙΟΦΟΡΩΝ ΛΙΜΕΝΙΚΟΥ 2011 ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ Α) Πηγες Διοικητικου Δικαιου Ως πηγή διοικητικού
την πραγματική στέρηση της ελευθερίας γραμματική διατύπωση
Ι. Με την ΔΕφΘεσ (Συμβούλιο) 217/2013 έγινε δεκτή αίτηση αναστολής εκτέλεσης διαπιστωτικής πράξης Δημάρχου με την οποία δημοτικός υπάλληλος είχε τεθεί σε αυτοδίκαιη αργία λόγω καταδίκης του με πρωτοβάθμια
Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999
ΟλΑΠ 18/1999 Παροχή δικηγορικών υπηρεσιών. Ευθύνη δικηγόρου για ζημία πελάτη. - Η παροχή δικηγορικών υπηρεσιών δεν υπάγεται στο ν. 2251/1994. Η ευθύνη των δικηγόρων για ζημία που προκλήθηκε κατά την παροχή
Α Π Ο Φ Α Σ Η 76/2011
ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ Ε ΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ Αθήνα, 07-06-2011 Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/3990/07-06-2011 Α Π Ο Φ Α Σ Η 76/2011 (Τµήµα) Η Αρχή Προστασίας εδοµένων Προσωπικού Χαρακτήρα συνεδρίασε σε σύνθεση Τµήµατος
Α Π Ο Φ Α Σ Η 71/2011
ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ Ε ΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ Αθήνα, 02-06-2011 Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/3866/02-06-2011 Α Π Ο Φ Α Σ Η 71/2011 (Τµήµα) Η Αρχή Προστασίας εδοµένων Προσωπικού Χαρακτήρα συνεδρίασε σε σύνθεση Τµήµατος
Άρθρο 3 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 ΝΟΜΟΣ 4325/2015 Αποκατάσταση του τεκμηρίου αθωότητας στην πειθαρχική διαδικασία
Άρθρο 3 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 ΝΟΜΟΣ 4325/2015 Αποκατάσταση του τεκμηρίου αθωότητας στην πειθαρχική διαδικασία 1. Οι διατάξεις του άρθρου πρώτου του Ν. 4057/2012 (Α 54), των περιπτώσεων 1-9 της υποπαραγράφου Ζ.3 της
Αθήνα, Αριθ.Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1289/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 28/2015
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ Ε ΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ Αθήνα, 27-02-2015 Αριθ.Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1289/27-02-2015 Ταχ. /νση: ΚΗΦΙΣΙΑΣ 1-3 115 23 ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ.: 210-6475600 FAX: 210-6475628 Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΥΠΟΜΝΗΜΑ. Του Υπουργού Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας. ΚΑΤΑ
Φ. 4285/Κ ΑΤΕΛΩΣ ΔΗΜΟΣΙΟ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΥΠΟΜΝΗΜΑ Του Υπουργού Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας. ΚΑΤΑ 1.... 2.... 3.... 4.... 5.... 6.... 7.... Συζητήθηκε
Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος
Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήµιο Αθηνών Σχολή Νοµικών, Οικονοµικών και Πολιτικών Επιστηµών Τµήµα Νοµικής, Τοµέας ηµοσίου ικαίου Μεταπτυχιακό ίπλωµα ηµοσίου ικαίου Μάθηµα : Συνταγµατικό ίκαιο Καθηγητής:
ΤΜΗΜΑ VII. ακόλουθη σύνθεση: Γεωργία Μαραγκού, Αντιπρόεδρος, Γεώργιος Βοΐλης και
Απόφαση : 0280/2017 ΤΜΗΜΑ VII Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 8 Νοεμβρίου 2016, με την ακόλουθη σύνθεση: Γεωργία Μαραγκού, Αντιπρόεδρος, Γεώργιος Βοΐλης και Βιργινία Σκεύη Σύμβουλοι, Γρηγόριος
Αριθμός 73(Ι) του 2018 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι) Ν. 73(Ι)/2018 Αρ. 4661, 9.7.2018 Ο περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος του 2018 εκδίδεται με δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας σύμφωνα
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΔΑΠ ΝΔΦΚ ΝΟΜΙΚΗΣ
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΔΑΠ ΝΔΦΚ ΝΟΜΙΚΗΣ Η ποινική δικονομία είναι ένας μηχανισμός που προεκτείνει και εξατομικεύει το ποινικό δίκαιο. Ισχύουν οι ίδιες αρχές όπως και στο ποινικό δίκαιο. 1) αρχή
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ. ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ Ποινικά δικαστήρια και δικαστικά πρόσωπα. ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ποινική δικαιοδοσία
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ Ποινικά δικαστήρια και δικαστικά πρόσωπα Ποινική δικαιοδοσία Άρθρο 1. Άρθρο 2. Άρθρο 3. Άρθρο 4-12. Άρθρο 13. Ποινικά δικαστήρια Εξαιρέσεις από την
ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα, 20/01/2017 Αριθ. απόφασης: 3 ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ ΤΜΗΜΑ Β2 Ταχ. Δ/νση : Αριστογείτονος 19 Ταχ. Κώδικας : 176 71 Καλλιθέα Πληροφορίες :
ΕΠΙΛΥΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΙΑΦΟΡΩΝ - ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΙΑ ΙΚΑΣΙΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΣΤΗ ΙΚΑΙΟΣΥΝΗ
LEGAL INSIGHT ΕΠΙΛΥΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΙΑΦΟΡΩΝ - ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΙΑ ΙΚΑΣΙΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΣΤΗ ΙΚΑΙΟΣΥΝΗ Βασιλική Ζαροκανέλλου Στις φορολογικές διαφορές σύμφωνα με τον ισχύοντα Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος
ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2013/0407(COD) της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων
ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ 2014-2019 Επιτροπή Νομικών Θεμάτων 28.1.2015 2013/0407(COD) ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων προς την Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων
ΣτΕ 599/2012 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ ΣτΕ 599/2012 Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 9 Ιουνίου 2011, με την εξής σύνθεση: Γ. Σταυρόπουλος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Γ Τμήματος, Ν. Μαρκουλάκης,
[όπως ισχύει μετά το ν. 2447/1996] ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΚΤΟ Ι Κ Α Σ Τ Ι Κ Η Σ Υ Μ Π Α Ρ Α Σ Τ Α Σ Η
Αστικός Κώδικας [όπως ισχύει μετά το ν. 2447/1996] ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΚΤΟ Ι Κ Α Σ Τ Ι Κ Η Σ Υ Μ Π Α Ρ Α Σ Τ Α Σ Η Άρθρο 1666 - Ποιοί υποβάλλονται σε δικαστική συμπαράσταση "Σε δικαστική συμπαράσταση υποβάλλεται
Α Π Ο Φ Α Σ Η 68/2011
ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ Ε ΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ Αθήνα, 01-06-2011 Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/3837/01-06-2011 Α Π Ο Φ Α Σ Η 68/2011 Η Αρχή Προστασίας εδοµένων Προσωπικού Χαρακτήρα συνεδρίασε σε σύνθεση Τµήµατος στο
Α Π Ο Φ Α Σ Η 30/2011
ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ Ε ΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ Αθήνα, 31-03-2011 Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/2270/31-03-2011 Α Π Ο Φ Α Σ Η 30/2011 Η Αρχή Προστασίας εδοµένων Προσωπικού Χαρακτήρα συνεδρίασε σε σύνθεση Τµήµατος στο
Θέµα εργασίας : Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγµατος( Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας) Σχολιασµός Αποφ. 40/1998 Α.Π
Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήµιο Αθηνών Σχολή Νοµικών, Οικονοµικών και Πολιτικών Επιστηµών Τµήµα Νοµικής, Τοµέας ηµοσίου ικαίου. Μεταπτυχιακό ίπλωµα ηµοσίου ικαίου Μάθηµα «Συνταγµατικό ίκαιο», 2003
18(Ι)/2014 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΕ ΔΙΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ. Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:
Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4430, 21.2.2014 Ν. 18(Ι)/2014 18(Ι)/2014 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΕ ΔΙΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ Προοίμιο. Επίσημη Εφημερίδα της ΕΕ: L. 280, 26.10.2010,
ΣΧΟΛΙΑ ΕΠΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ ΜΟΝΟΥ ΕΔΑΦΙΟ Ζ ΤΟΥ Ν.4093/2012 Μετάταξη- Μεταφορά Με την υποπαράγραφο Ζ1 εισάγεται η δυνατότητα μετάταξης μόνίμου και αορίστου χρόνου προσωπικού από και προς κεντρικές και περιφερειακές
ΕΝΩΠΙOΝ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΩΝ ΑΘΗΝΩΝ ΥΠΟΜΝΗΜΑ. Του Νικολάου ΜΑΝΙΑΔΑΚΗ του Γεωργίου, κάτοικου Διονύσου Αττικής οδός Ξάνθου αριθμ.
ΕΝΩΠΙOΝ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΩΝ ΑΘΗΝΩΝ ΥΠΟΜΝΗΜΑ Του Νικολάου ΜΑΝΙΑΔΑΚΗ του Γεωργίου, κάτοικου Διονύσου Αττικής οδός Ξάνθου αριθμ.2 Α. Με την υπ αριθμ 7/2018 διάταξη του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών
Αθήνα, 4 Iουνίου 2010 Αρ. Πρωτ. : 122406/14910/2010 Χειριστές: Μαρία Βουτσίνου
Αθήνα, 4 Iουνίου 2010 Αρ. Πρωτ. : 122406/14910/2010 Χειριστές: Μαρία Βουτσίνου Προς Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας & Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Γενική Διεύθυνση Σωφρονιστικής Πολιτικής Μεσογείων 96 115
Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο
εργασία 1η σχεδιαγραµµα 1)εισαγωγή:έννοια γενικών συνταγµατικών αρχών 2)ειδικότερα, η απαγόρευση κατάχρησης δικαιώµατος α)έννοια β)καθιέρωση της αρχής γ)εκταση εφαρµογής και σχέση α.25παρ3σ και 281 ΑΚ
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ - ΕΙΔΙΚΑ: Η ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ 1. ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΑΝΑΓΚΗ ΥΠΑΡΞΗΣ ΔΕΥΤΕΡΟΓΕΝΟΥΣ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
Α Π Ο Φ Α Σ Η 12 /2011
ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ Ε ΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ Αθήνα, 25-02-2011 Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1417/25-02-2011 Α Π Ο Φ Α Σ Η 12 /2011 (Τµήµα) Η Αρχή Προστασίας εδοµένων Προσωπικού Χαρακτήρα συνεδρίασε σε σύνθεση Τµήµατος
TΟ ΕΠΧΣΑΑ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗ ΛΗΞΗ ΤΗΣ ΕΚΚΡΕΜΟΔΙΚΙΑΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ
TΟ ΕΠΧΣΑΑ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗ ΛΗΞΗ ΤΗΣ ΕΚΚΡΕΜΟΔΙΚΙΑΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ Συγγραφέας: ΜΑΡΙΑ ΦΛΩΡΟΥ 1. Mε αίτηση ακυρώσεως που ασκήθηκε τον Οκτώβριο του 2009 ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας επιδιώχθηκε
ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ ΤΜΗΜΑ Α3 ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ Ταχ. Δ/νση : Αριστογείτονος 19 Ταχ. Κώδικας : 176
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ
ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ 2009-2014 Επιτροπή Αναφορών 27.05.2014 ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ Θέμα: Αναφορά 0436/2012 του Mark Walker, βρετανικής ιθαγένειας, σχετικά με την παροχή διασυνοριακού νομικού παραστάτη
185(Ι)/2014 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΠΟΥ ΣΥΛΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ ΚΑΙ ΤΕΛΟΥΝ ΥΠΟ ΚΡΑΤΗΣΗ ΝΟΜΟ ΤΟΥ 2005
Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4478, 12.12.2014 Ν. 185(Ι)/2014 185(Ι)/2014 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΠΟΥ ΣΥΛΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ ΚΑΙ ΤΕΛΟΥΝ ΥΠΟ ΚΡΑΤΗΣΗ ΝΟΜΟ ΤΟΥ 2005 Προοίμιο. Επίσημη Εφημερίδα
Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 23 Απριλίου 2015 (OR. en)
Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 23 Απριλίου 2015 (OR. en) 8138/15 COPEN 93 EUROJUST 76 EJN 33 ΣΗΜΕΙΩΜΑ Αποστολέας: με ημερομηνία: 19 Μαρτίου 2015 Αποδέκτης: Θέμα: Αξιότιμε κύριε, κ. Alfonso