(1 4, 2 6-7, 7 2, 10 20 ν. 2251/1994, 12 ν. 2601/1994, 47 3 ν. 2873/2000, 178/2004 της ΕΝΠΘ/ΤΕ, 181, 361 ΑΚ, 449 2, 632, 933 ΚΠολΔ)



Σχετικά έγγραφα
Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 6537/2001

Αρμόδια: Δρ. Βασιλική Μπώλου Αθήνα 13 Μαρτίου 2013 Βοηθός Συνήγορος του Καταναλωτή Αριθ. Πρωτ. :6787

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

Διαφάνεια των όρων της σύµβασης µεταξύ καταναλωτή (επιλέγοντα πελάτη) και παρόχου υπηρεσιών στον τοµέα της ενέργειας.

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΑΡΙΘΜΟΣ 2422/2012

Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την παρουσία της Γραμματέως


ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΕΙΣ ΒΑΡΟΣ ΤΟΥ ΔΑΝΕΙΟΛΗΠΤΗ

Ε.Ε. Παρ.Ι(Ι), Αρ. 4349, (Ι)/2012 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΟΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΩΝ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΕΩΝ ΠΛΗΡΩΜΩΝ ΣΤΙΣ

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΑΠ 296/2001

Αριθμός 925/2002 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Πολιτικό Τμήμα

Ατελώς (Άρθρο 30 του ν. 40: ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΥΠΟΠΟΙΗΜΕΝΕΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΗΣ ΠΙΣΤΗΣ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΤΟΥ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΦΟΡΕΑ ΑΦΜ:

ΜΠρΑθ 10689/2008 [Διαδικασία συνδιαλλαγής κατά τον ΠτΚ - Προληπτικά μέτρα*] (παρατ. Ι. Σπυριδάκης)

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ-ΑΝΑΚΟΠΕΣ. Αποτελούμενο από το Δικαστή Δημήτριο Μακρή, Πρόεδρο Πρωτοδικών και τη Γραμματέα Γεωργία Μαρούσου.

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ 15/2007 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΗ ΠΡΟΕΞΟΦΛΗΣΗΣ ΣΕ ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΑ ΔΑΝΕΙΑ ΣΤΑΘΕΡΟΥ ΕΠΙΤΟΚΙΟΥ

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 961/2007

Αριθμός απόφασης 76/2018

Αριθμός απόφασης. ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (ειδική διαδικασία-ανακοπές)

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ-ΑΝΑΚΟΠΕΣ. Αριθμός απόφασης 443/2017 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (ειδική διαδικασία-ανακοπές)

Αριθμός απόφασης 4013/2017 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων)

... 15,80% , 14,80% , 14,30% , 13,80%. άνω, 13,30%.

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 218/2016 Α2 Τμ.

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

ΤΥΠΟΠΟΙΗΜΕΝΕΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΗΣ ΠΙΣΤΗΣ. «ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK ERGASIAS A.E.» (εφεξής η «Τράπεζα»)

Ε Γ Γ Ρ Α Φ Η Σ Υ Σ Τ Α Σ Η Π Ο Ρ Ι Σ Μ Α

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ (ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ)

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΜονΠρωτΑθ 2438/1997

ΘΕΜΑ: Έγγραφη Σύσταση Πόρισμα. ΣΧΕΤ. : Αρ. πρωτ. B/5976/ , Β/8293/ έγγραφά μας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ. ΑΙΤΗΜΑ ΓΙΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΕΚΤΕΛΕΣΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΚΑΙ ΛΟΙΠΕΣ ΔΗΛΩΣΕΙΣ

Θέμα: «Δημόσια Διαβούλευση Κώδικα Προμήθειας Ηλεκτρικής Ενέργειας».

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Καταχρηστικές ρήτρες σε συµβάσεις: Τι πρέπει να προσέχουν οι αγοραστές ακινήτων

Απόφαση Αναστολής Πλειστηριασμού Κατοικίας σε Υπερχρεωμένα Νοικοκυριά

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 4273/2017 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ (ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΟΡΩΝ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΚΑΙ ΧΡΗΣΗΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΚΑΡΤΑΣ ΤΥΠΟΠΟΙΗΜΕΝΕΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΗΣ ΠΙΣΤΗΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα, 23/06/2017 Αριθμός απόφασης: 3512 ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΟΡΩΝ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΚΑΙ ΧΡΗΣΗΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΚΑΡΤΑΣ ΤΥΠΟΠΟΙΗΜΕΝΕΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΗΣ ΠΙΣΤΗΣ

0,6%). CLF 1013/1/05-16

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Άρθρο 7 Τροποποίηση και συμπλήρωση διατάξεων του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων

απορροφώσας και της απορροφώµενης τράπεζας και τη µε αριθµό 38385/ πράξη του συµβολαιογράφου Αθηνών Γεωργίου

Νάξου. Με αυτό το περιεχόμενο ο λόγος αυτός της εφέσεως είναι επαρκώς ορισμένος και το Εφετείο, το οποίο έκρινε ομοίως απορρίπτοντας τον περί

Αριθμός απόφασης ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ. Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης και την Γραμματέα

ΛΗΞΙΠΡΟΘΕΣΜΕΣ ΟΦΕΙΛΕΣ

Οι Περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμοι του 1999 έως 2015

Ειρθεσ 8971/2006. Δικαστής: Μαριάννα Κουϊνέλη. Δικηγόροι: Χ. Ματζιώρης - Α. Αργυριάδης.

ΣΤΕ 2693/2018 [ΝΟΜΙΜΗ ΠΑΡΑΤΑΣΗ ΙΣΧΥΟΣ Α.Ε.Π.Ο. ΓΙΑ ΤΟ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟ ΙΠΠΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΙΠΠΟΔΡΟΜΟ ΑΘΗΝΩΝ]

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΥΣΤΑΣΗ (Άρθρο 4 παρ. 5 ν. 3297/2004)

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΕΝΑΝ ΕΘΕΛΟΝΤΙΚΟ ΚΩ ΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΓΙΑ ΤΑ ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΑ ΑΝΕΙΑ ("ΣΥΜΦΩΝΙΑ")

ΝΟΜΙΚΕΣ ΟΨΕΙΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ-ΑΜΥΝΑΣ ΣΕ ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ -ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟ ΠΡΩΤΗΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ ως χώρου επαρκούς στέγασης

ΡΥΘΜΙΣΗ ΛΗΞΙΠΡΟΘΕΣΜΩΝ ΟΦΕΙΛΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΠΟΛΥΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων και Ανέργων

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα Σκέφθηκε κατά το Νόμο και Αποφάσισε τα ακόλουθα :

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα Αριθμός απόφασης: 3174

Αριθμός ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΕΠΙΤΟΚΙΟΥ ΚΑΙ ΣΥΝΑΦΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ ΝΟΜΟ TOY Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Σας αποστέλλουμε συνοπτικά τα χαρακτηριστικά των νέων προϊόντων.

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός απόφασης 226/2017 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (ειδική διαδικασία-ανακοπές)

ΜονΠρωτΑθ 4870/2006 Πρόεδρος: Δημήτριος Μάκος Γραμματέας: Χρυσάνθη Βαρβαρέσου Δικηγόροι: Γεώργιος Καπόγιαννης, Κωνσταντίνος Παπαβασιλείου

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ Α ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ Ν.Δ. 356/1974, Ν. 2238/1994, Ν. 2859/2000 ΥΠΟΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ Α.1.: ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΛΗΞΙΠΡΟΘΕΣΜΩΝ ΟΦΕΙΛΩΝ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 118/2011

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΟΔΗΓΙΕΣ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗΣ ΤΟΥ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΩΝ ΣΤ04 ΣΤ05: ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΜΕΓΑΛΩΝ ΟΦΕΙΛΕΤΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 8 ο ΜΑΘΗΜΑ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-125/03 R και Τ-253/03 R. Akzo Nobel Chemicals Ltd και Akcros Chemicals Ltd κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα Αριθμός απόφασης: 5873 Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

LEGAL INSIGHT ΔΑΝΕΙΑ ΜΕ ΕΓΓΥΗΣΗ ΔΗΜΟΣΙΟΥ Ε.Τ.Ε.ΑΝ. Α.Ε.

ΑΠΟΦΑΣΗ. Η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (Ε.Ε.Τ.Τ.)

Γ Ν Ω Μ Ο Δ Ο Τ Η Σ Η

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ: 293/2013 ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΥΡΙΟΥ

ΠΡΑΚΤΙΚΟ 20 / Πριν την έναρξη της συνεδρίασης ο Πρόεδρος διαπίστωσε ότι υπάρχει νόμιμη απαρτία διότι σε σύνολο 7 μελών βρέθηκαν παρόντα 6.

Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. Ιστορικά Λειτουργική αποστολή της ρυθμίσεως Επισκόπηση των ρυθμίσεων 8-15α Αρχές της ρυθμίσεως και συγκρουόμενα

ΤΟ ΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟ ΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΙΓ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ

Προκειμένου να επιτευχθεί η επιθυμητή δόση, το Ταμείο ακολουθεί διαδοχικά τα κατωτέρω στάδια ρύθμισης:

Η νέα Οδηγία για την παροχή πιστώσεων σε καταναλωτές. Χριστίνα Κ. Λιβαδά Ειδική Νομική Σύμβουλος ΕΕΤ

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΔΑΝΕΙΟΛΗΠΤΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ»

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. Ρύθμιση επιχειρηματικών και επαγγελματικών οφειλών προς τα πιστωτικά ιδρύματα και άλλες διατάξεις

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 59/2017 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ

ν. 2251/1994 Προστασία του καταναλωτή σε στεγαστικά δάνεια με καταχρηστικούς όρους

Χρήστος Βλ. Γκόρτσος Επίκουρος Καθηγητής Διεθνούς Οικονομικού Δικαίου, Πάντειο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Γενικός Γραμματέας Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών

Είσπραξη απαιτήσεων με τις διατάξεις του ν.4174/2013, όπως ισχύει. Δ/νση Πολιτικής Εισπράξεων Εύη Χατζηπαναγιώτου Διευθύντρια

TΟ ΕΠΧΣΑΑ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗ ΛΗΞΗ ΤΗΣ ΕΚΚΡΕΜΟΔΙΚΙΑΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

22856 ΕΦΗΜΕΡΙ Α TΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ. Τεύχος Β 2265/

Transcript:

ΜονΠρΘεσ 7490/2014 ΔΙΚΑΙΟ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ Πρόεδρος: Γεώργιος Στιβακτάκης. Δικηγόροι: Δ. Νίκου, Ε. Γαλάνη. (1 4, 2 6-7, 7 2, 10 20 ν. 2251/1994, 12 ν. 2601/1994, 47 3 ν. 2873/2000, 178/2004 της ΕΝΠΘ/ΤΕ, 181, 361 ΑΚ, 449 2, 632, 933 ΚΠολΔ) Γενικοί όροι συναλλαγών σε τραπεζικές συναλλαγές. Αρχή διαφάνειας, διατάραξη συμβατικής ισορροπίας από την εφαρμογή γενικού όρου και εφαρμογή ν.2251/1994. Ανεπίτρεπτη απόκλιση (281 ΑΚ) από διατάξεις ενδοτικού δικαίου, καθοδηγητικού χαρακτήρα ή από τα ουσιώδη δικαιώματα και υποχρεώσεις των μερών από μία σύμβαση, τα οποία απηχούν δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη καταναλωτή. Σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοιχτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό. Το κατάλοιπο δεν χάνει με την έκδοση της απόφασης ή του τίτλου τον χαρακτήρα του ως τραπεζική απαίτηση, εφόσον έχει συμφωνηθεί ο ανατοκισμός των τόκων υπερημερίας και μετά το κλείσιμο του λογαριασμού. Ο εγγυητής σε τραπεζική σύμβαση ως καταναλωτής, λόγω της φύσης της εγγύησης ως παρεπόμενη και αναγκαία για την κατάρτιση σύμβασης παροχής πίστωσης. Άκυρος ο γ.ο.σ. σε τραπεζικές συμβάσεις ότι ο πιστούχος δεν δύναται να αμφισβητήσει το περιεχόμενο των αποσπασμάτων της τράπεζας (2 6 και 7 2 ν.2251/1994). Σε περίπτωση δε που ο όρος αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης, η ακυρότητά του θεμελιώνεται στο άρθρο 372 ΑΚ. Η απόφαση επί συλλογικής αγωγής που διαπιστώνει την αντικαταναλωτική συμπεριφορά προμηθευτή δεν διαγιγνώσκει δικαιώματα και υποχρεώσεις, ούτε ενεργεί αποκαταστατικά. Δυνατότητα επίκλησης απόφασης επί συλλογικής αγωγής που διαπιστώνει την καταχρηστικότητα γ.ο.σ. για τη χρέωση λογαριασμού από τα μέλη της διαδίκου ένωσης καταναλωτών, όπως και άλλους καταναλωτές μη μέλη της ένωσης, εφόσον διατηρούν μελλοντικές αξιώσεις έναντι του ίδιου εναγομένου. Ακύρωση διαταγής πληρωμής ως προς τον εγγυητή λόγω μη ισχύος της σύμβασης εγγύησης, εξαιτίας παρέλευσης της προβλεπόμενης από γ.ο.σ. 18 μήνης προθεσμίας από την επομένη της καταγγελίας, χωρίς να μεσολαβήσουν δικαστικές ενέργειες εκ μέρους της πιστώτριας τράπεζας. 1

I) Σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του άρθρου 1της υπ αριθ. 1969/8.8.1991 ΠΔ/ΤΕ, που εκδόθηκε κατ εξουσιοδότηση του ν. 1266/1982 (ΦΕΚ 131 A/29.8.1991),«απαγορεύεται η είσπραξη προμήθειας στα δάνεια, των οποίων το επιτόκιο ορίζεται ελεύθερα από ταπιστωτικά ιδρύματα». Στη ρύθμιση αυτή δεν εισάγειεξαίρεση η ΕΝΠΘ 524/1993, με την οποία προστέθηκε στο Παράρτημα της πιο πάνω ΠΔ/ΤΕ περίπτωση «Θ». Με αυτή απλά διευκρινίζεται ότι από τα επιτρεπόμεναμε βάση την ανωτέρω 1969/1991 ΠΔ/ΤΕ έξοδα, τέλη,φόροι και προμήθειες κοινοπρακτικών δανείων (που μόνο κατ εξαίρεση επιτρέπεται η είσπραξη), πρέπει να περιλαμβάνονται στην ανάλυση του μηνιαίου λογαριασμού που αποστέλλουν οι πιστωτικοί φορείς στους δανειολήπτες. Ωστόσο, δεν δύναται να θεωρηθεί ως απαγορευμένη προμήθεια κατά τα ανωτέρω το όποιο εφάπαξ εισπραχθέν ποσό υπέρ της καθής οσάκις αυτό αφορά πραγματικά διαχειριστικά έξοδα της καθής και συγκεκριμένα έξοδα εξέτασης του αιτήματος της δανειολήπτριας για τη σύναψη στεγαστικού δανείου, στα οποία περιλαμβάνονται διάφορα έξοδα, όπως αμοιβής δικηγόρου και πολιτικού μηχανικού αντίστοιχα, για έλεγχο τίτλων, αρχιτεκτονικών κατόψεων και πολεοδομικής άδειας ακινήτου ιδιοκτησίας της δανειολήπτριας, που έλαβε χώρα κατόπιν σχετικής συμφωνίας των μερών και αποτελεί διαφανές αναγκαίο στοιχείο κατάρτισης της σύμβασης (ΠολΠρΖακ 2/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). II) Επιπλέον, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 12 ν. 2601/1998, που άρχισε να ισχύει από 15.4.1998 (ΦΕΚ Α 81/1998), «από την ισχύ του παρόντος νόμου, οι οφειλόμενοι στα πιστωτικά ιδρύματα σε καθυστέρηση τόκοι ανατοκίζονται, εφόσον τούτο συμφωνηθεί, από την πρώτη ημέρα της καθυστέρησης. Οι τόκοι που προκύπτουν προστίθενται στο ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο ανά εξάμηνο κατ ελάχιστο όριο, είτε πρόκειται για συμβάσεις δανείων είτε για συμβάσεις αλληλόχρεου λογαριασμού. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 112 του ΕισΝΑΚ. Εάν δεν υπάρχει συμφωνία ανατοκισμού, ισχύουν οι σχετικές διατάξεις του ΑΚ και του εισαγωγικού νόμου αυτού...». Από τις διατάξεις αυτές σαφώς συνάγεται ότι από τη δημοσίευση του νόμου και εφεξής επήλθε διαφοροποίηση των ισχυόντων επί δανείων και πιστώσεων σε αλληλόχρεο λογαριασμό ως προς τον ανατοκισμό των τόκων που οφείλονται στα πιστωτικά ιδρύματα, για συμβάσεις που καταρτίζονται υπό την ισχύ του νόμου, τόσο ως προς το άρθρο 112 ΕισΝΑΚ όσο και προς τα άρθρα 35, 36, 47, 48, 64-67 του ν.δ. 17.7/13.8.1923 περί ειδικών διατάξεων ανωνύμων εταιριών που προβλέπουν το περιοδικό κλείσιμο του λογαριασμού ανά τρίμηνο κατ ελάχιστο με τοκισμό έκτοτε του προσωρινού υπολοίπου και συνεπώς ανατοκισμό των μέχρι τότε κονδυλίων των τόκων, αλλά και ως προς την απόφαση 289/30.10.1980 της Νομισματικής Επιτροπής (ΦΕΚ Α' 269/1980), που εκδόθηκε κατόπιν εξουσιοδότησης που της παρασχέθηκε με το άρθρο 8 6 του ν. 1083/1980, βάσει της οποίας επιτρεπόταν ο ανατοκισμός σε οποιοδήποτε χρονικό διάστημα, εφόσον τούτο είχε συμφωνηθεί από τους συμβαλλόμενους (ΟλΑΠ 8 και 9/1998 ΕλλΔνη 39.72 και ΝοΒ 46.496, αποφάσεις με τις οποίες ανατράπηκε η μέχρι τότε κρατούσα νομολογία, κατά την οποία δεν απαιτείτο τέτοια συμφωνία). 2

Προβλέπεται πλέον ότι οι οφειλόμενοι στα πιστωτικά ιδρύματα συμβατικοί τόκοι ανατοκίζονται από την πρώτη ημέρα της καθυστέρησης, μόνον εφόσον αυτό συμφωνηθεί μεταξύ των συμβαλλομένων και μόνον εφόσον εγγράφονται - προστίθενται ως κονδύλια στο λογαριασμό κάθε εξάμηνο, κατ ελάχιστο όριο. Συνεπώς, συμφωνία που καταρτίστηκε μετά την έναρξη ισχύος του νόμου και προβλέπει τον ανατοκισμό για χρονικό διάστημα μικρότερο του εξαμήνου, αντίκειται στην αναγκαστικού δικαίου προαναφερόμενη διάταξη και ισχύει για τον προβλεπόμενο στο νόμο ανατοκισμό ανά εξάμηνο. Αν δεν υπάρχει δε καθόλου συμφωνία ανατοκισμού, αυτός διέπεται από τις διατάξεις του ΑΚ και του ΕισΝΑΚ (ΑΠ 74/2002 ΕλλΔνη 43.771, ΑΠ 1781/07 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1159/2012 ΔΕΕ 2012.676, ΕΕμπΔ 2013.385, ΕφΘεσ 1530/2011 ΔΕΕ 2012.354, ΕφΑθ 1778/2010 Αρμ 2010.1829, Αρμ 2011.251, Παν. Μάζη, γνωμοδότηση σε ΔΕΕ 06.1119 και μελέτη σε ΝοΒ 47.1525), ήτοι ανά έτος (296 1 εδ. 2 Α.Κ.). Όταν υπάρχει συμφωνία περί ανατοκισμού των τόκων υπερημερίας και μετά το κλείσιμο αυτού, οι τόκοι αυτοί ανατοκίζονται κατά τους όρους της συμφωνίας, ανεξάρτητα από το αν η σύμβαση, η οποία αποτελεί τον γενεσιουργό λόγο αυτών, εξακολουθεί να βρίσκεται σε λειτουργία ή έχει ήδη λήξει και αν για την οφειλή του καταλοίπου έχει εκδοθεί δικαστική απόφαση ή εκτελεστός τίτλος, όπως είναι η διαταγή πληρωμής (άρθρο 631 ΚΠολΔ), διότι το κατάλοιπο αυτού αποτελεί απαίτηση της τράπεζας, δεν χάνει με την έκδοση της απόφασης ή του τίτλου το χαρακτήρα της τραπεζικής απαίτησης, αφού ο προαναφερόμενος εξουσιοδοτικός νόμος και η παραπάνω απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής προβλέπουν τον εκτοκισμό των οφειλόμενων στις Τράπεζες τόκων εφόσον τούτο είχε συμφωνηθεί, χωρίς να κάνουν καμία διάκριση μεταξύ ενεργού συμβάσεως και συμβάσεως αλληλόχρεου λογαριασμού που για οποιοδήποτε λόγο έληξε ή να εξαιρούν τον εκτοκισμό όταν έχει εκδοθεί για την οφειλή δικαστική απόφαση ή εκτελεστός τίτλος (ΑΠ 938/2002, ΑΠ 1782/2001). Ill) Κατά την 178/19.7.2004 απόφαση της ΕΤΠΘ/ΤΕ (ΦΕΚ 1872/τ. α' /26-27.12.2006, η οποία, κατά τις ενδιαφέρουσες αιτιολογίες της, αφού έλαβε υπόψη αποφάσισε: Να διευκρινίσει τις σχετικές διατάξεις των ΠΔ/ΤΕ 1087/1987, 1216/1987, 1955/1991, 2286/1994 και 2326/ 1994, καθώς και τις διατάξεις της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 Κεφ. Α, τελευταίο εδάφιο, Κεφ. Β, παρ. 1 εδ. στ, παρ. 2 εδ. α (ίν), (νί), παρ. 3, Κεφ. Γ παρ.1 εδ. ε, παρ. 2 και Κεφ. ΣΤ, ως εξής: 1. Δεν είναι συμβατός προς τις αναφερόμενες ανωτέρω, υπό στοιχεία (ζ) και (η), αρχές, ο διοικητικός καθορισμός ανώτατου ορίου στα τραπεζικά επιτόκια, ούτε ο συσχετισμός τους προς το εκάστοτε ισχύον για τα εξωτραπεζικά επιτόκια ανώτατο όριο. Το όριο αυτό δεν ανήκει, κατά το περιεχόμενο και το σκοπό του στους παράγοντες προσδιορισμού των τραπεζικών επιτοκίων, τα οποία διαμορφώνονται ελεύθερα ύστερα από στάθμιση των εκτιμώμενων κατά περίπτωση κινδύνων, των εκάστοτε συνθηκών των χρηματοπιστωτικών αγορών, καθώς και των εν γένει υποχρεώσεων των τραπεζών που απορρέουν από τις διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία τους. Κατά συνέπεια του, οι μετά την απελευθέρωση των επιτοκίων (ΠΔ/ΤΕ 1087/1987 κλπ.) συναπτόμενες συμφωνίες τραπεζικών επιτοκίων, στις οποίες συνομολογείται επιτόκιο που τυχόν υπερβαίνει το εκάστοτε οριζόμενο για τα εξωτραπεζικά επιτόκια ανώτατο όριο, δεν είναι αθέμιτες για το λόγο αυτό. 2α) Η παράγραφος 2 εδ. α (ίν) του κεφαλαίου Β της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 περί κυμαινόμενου επιτοκίου είναι σύμφωνη με την ως άνω αρχή και αποβλέπει στην εξασφάλιση πλήρους διαφάνειας 3

και αποτελεσματικής ενημέρωσης των συναλλασσομένων, σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο μεταβάλλεται το αρχικά καθορισμένο επιτόκιο της δανειακής σύμβασης, β) Η μεταβολή του κυμαινόμενου επιτοκίου συνδέεται αποκλειστικά με δείκτες γενικού και ευρέως προσβάσιμου επιτοκιακού χαρακτήρα, όπως παρεμβατικά επιτόκια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, euribor, απόδοση ομολόγων, βραχυπρόθεσμων τίτλων, κτλ., οι οποίοι πρέπει να αναφέρονται ρητά στη σύμβαση. Στη σύμβαση προσδιορίζεται επίσης ρητά ο τρόπος προσαρμογής του συμβατικού επιτοκίου, ως εξής: i) ως ανώτατο πολλαπλάσιο της εκάστοτε μεταβολής του επιτοκιακού δείκτη ή ii) ως το εκάστοτε προκύπτον άθροισμα του ύψους του επιτοκιακού δείκτη πλέον ενός περιθωρίου καθοριζομένου μέχρι ενός ανωτάτου ορίου. Σε περίπτωση που επιλέγουν περισσότεροι του ενός από τους ως άνω δείκτες πρέπει επίσης να σταθμίζεται στη σύμβαση η συμμετοχή του κάθε δείκτη στη συνολική διαμόρφωση της μεταβολής του κυμαινόμενου επιτοκίου, γ) Η έννοια της διάταξης της παραγράφου 2 εδ. α (ίν) του Κεφ. Β' "..., καθώς και... αντίστοιχου δανείου", αφορά αποκλειστικά την προσυμβατική πληροφόρηση σχετικά με τους λοιπούς, μη επιτοκιακού χαρακτήρα, παράγοντες, που ενδέχεται να επηρεάσουν την εξέλιξη του εκάστοτε συμφωνούμενου επιτοκίου αναφοράς. Τα στοιχεία, περί των οποίων η ως άνω πρόσθετη πληροφόρηση, δεν μπορούν να αποτελέσουν καθεαυτό παράγοντες προσδιορισμού του συμβατικού επιτοκίου. 3. α) Οι εφάπαξ δαπάνες, τα έξοδα υπέρ τρίτων καθώς και οι αμοιβές για ειδικές υπηρεσίες που εισπράττονται από τα πιστωτικά ιδρύματα κατά τη χορήγηση δανείων και πιστώσεων (στις οποίες περιλαμβάνονται και η ανάληψη μετρητών μέσω πιστωτικών καρτών), διαμορφώνονται όχι κατ' αναλογικό τρόπο, αλλά καθορίζονται σε σταθερό, κατά περίπτωση, ποσό που να δικαιολογείται από τη φύση και το είδος της παρεχόμενης υπηρεσίας (Κεφ. Β παρ. 2 εδ. α (νί) και ΣΤ της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002). β) Τα κριτήρια της εξειδίκευσης κατά την αιτιολογία και το εύλογο ύψος ισχύουν και για τις δαπάνες και έξοδα που αφορούν τις καταθέσεις και τις λοιπές τραπεζικές εργασίες (Κεφ. Β' παρ. 1 εδ. στ' και παρ. 3 της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002). 4. Για την περιοδική παροχή στοιχείων και πληροφοριών που αφορούν την κατ' ελάχιστον ενημέρωση σύμφωνα με την παρ. 2 του Κεφαλαίου Γ της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 δεν εισπράττονται έξοδα. 5α) Η αναφερόμενη στο κεφάλαιο Β της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 ελάχιστη ενημέρωση δεν υποκαθιστά την υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων να περιλαμβάνουν στις συμβάσεις τους σαφείς όρους για τα δικαιώματα και υποχρεώσεις των αντισυμβαλλομένων τους. β) Η πρόβλεψη στη σύμβαση δυνατότητας μονομερούς τροποποίησης της από το πιστωτικό ίδρυμα (Κεφ. Γ' παρ. 1 εδ. ε της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002) οφείλει να συνοδεύεται από τον καθορισμό ειδικών και εύλογων κριτηρίων. Επομένως, δεν επιτρέπεται ο διοικητικός καθορισμός ανώτατου ορίου στα τραπεζικά επιτόκια, ούτε ο συσχετισμός τους προς το εκάστοτε ισχύον για τα εξωτραπεζικά επιτόκια ανώτατο όριο, το όριο αυτό δεν ανήκει, κατά το περιεχόμενο και το σκοπό του, στους παράγοντες προσδιορισμού των τραπεζικών επιτοκίων, τα οποία διαμορφώνονται ελεύθερα ύστερα από στάθμιση των εκτιμώμενων κατά περίπτωση κινδύνων, των εκάστοτε συνθηκών των χρηματοπιστωτικών αγορών και των εν γένει υποχρεώσεων των τραπεζών που απορρέουν από τις διατάξεις που 4

διέπουν τη λειτουργία τους και, κατά συνέπεια, οι μετά την απελευθέρωση των επιτοκίων (ΠΔ/ΤΕ 1087/1987 κλπ.) συναπτόμενες συμφωνίες τραπεζικών επιτοκίων, στις οποίες συνομολογείται επιτόκιο που τυχόν υπερβαίνει το εκάστοτε οριζόμενο για τα εξωτραπεζικά επιτόκια ανώτατο όριο, δεν είναι αθέμιτες για το λόγο αυτό (μόνο αναφορικά με το επιτόκιο υπερημερίας ισχύει η από 1.8.1996 απαγόρευση συμβατικού καθορισμού επιτοκίων υπερημερίας κατά ποσοστό 2,5% υπεράνω του επιτοκίου ενήμερης οφειλής προς τις τράπεζες) (ΑΠ 652/2010 ΝΟΜΟΣ). IV) Επιπροσθέτως, για τον έλεγχο του κύρους των γενικών όρων συναλλαγής (ΓΟΣ) στις συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ καταναλωτών και προμηθευτών και κυρίως της καταχρηστικότητας αυτών, ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 «Περί προστασίας των καταναλωτών», που ενσωμάτωσαν την οδηγία 93/13/ΕΟΚ της 5.4.1993 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Κατά το άρθρο 2 6 του ν. 2251/1994, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 24 εδ. β' του ν. 2741/1999, «Γενικοί όροι συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσμα τη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, απαγορεύονται και είναι άκυροι. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία εξαρτάται». Κατά δε την 7 του ίδιου άρθρου καταχρηστικοί, κατά την ενδεικτική απαρίθμηση αυτής, είναι οι γενικοί όροι των συναλλαγών υπό τα στοιχεία "α" έως και "λα". Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, που αποτελούν εξειδίκευση του γενικού κανόνα του άρθρου 281 του ΑΚ, με τα αναφερόμενα σε αυτές κριτήρια, για την κρίση της ακυρότητας ή μη ως καταχρηστικών των όρων αυτών, λαμβάνεται υπόψη κατά κύριο λόγο το συμφέρον του καταναλωτή, με συνεκτίμηση όμως της φύσης των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σχετική σύμβαση, καθώς και του σκοπού αυτής, πάντοτε δε στα πλαίσια της επίτευξης ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων. Λαμβάνονται προς τούτο υπόψη τα συμφέροντα και ενδιαφέροντα των συμβαλλομένων μερών στη συγκεκριμένη σύμβαση και ερευνάται ποιες συνέπειες θα είχε η διατήρηση ή η κατάργηση του όρου για κάθε πλευρά. Αν η προβλεπόμενη από τον κρινόμενο γενικό όρο ρύθμιση είναι απλώς μη συμφέρουσα για τον καταναλωτή και η εντεύθεν επιβάρυνση του δεν είναι ουσιώδης, τότε δεν επέρχεται διατάραξη της προκειμένης ισορροπίας. Ας σημειωθεί ότι μετά την αντικατάσταση της 6 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 με το άρθρο 10 24 εδ. β' του ν. 2741/1999, σε συμμόρφωση με την αρχή της μείζονος προστασίας του καταναλωτή που καθιερώνει το άρθρο 8 της ανωτέρω οδηγίας, αρκεί να επέρχεται απλή και όχι υπέρμετρη διατάραξη ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων από τη ρύθμιση του γενικού όρου (βλ. ΟλΑΠ 6/2006, ΑΠ 1401/1999, ΕλλΔνη 41.56, ΑΠ 1219/2001, ΕλλΔνη 42.1603, ΕφΑθ 6291/2000, ΝοΒ 49.644, ΠολΠρΘεσ 31.919/2007 Αρμ 2008.244). Εξάλλου, ενόψει του ότι ο έλεγχος του κύρους του περιεχομένου ΓΟΣ βασικά προσανατολίζεται προς τη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ, με τους ΓΟΣ δεν απαγορεύεται η απόκλιση από οποιαδήποτε διάταξη ενδοτικού δικαίου, αλλά μόνον από εκείνες που φέρουν "καθοδηγητικό" χαρακτήρα ή, σε περίπτωση 5

ατύπων συναλλακτικών μορφών, από τα ουσιώδη για την επίτευξη του σκοπού και τη διατήρηση της φύσεως της σύμβασης δικαιώματα και υποχρεώσεις των μερών που απηχούν πράγματι δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη. Η καθοδηγητική λειτουργία του ενδοτικού δικαίου διαταράσσεται όταν με το περιεχόμενο του ΓΟΣ αλλάζουν εκείνα που έχουν διαμορφωθεί με βάση τους κανόνες του ενδοτικού δικαίου για τη συγκεκριμένη συμβατική μορφή. Επίσης, ελέγχεται για καταχρηστικότητα ρύθμιση ενός ΓΟΣ, με τον οποίο επέρχεται περιορισμός θεμελιωδών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που προκύπτουν από τη φύση της σύμβασης κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να απειλείται ματαίωση του σκοπού της. Έτσι, κατά τη διαδικασία προς διαπίστωση της καταχρηστικότητας ΓΟΣ πρέπει πρώτα να ερευνάται αν υπάρχει τυπική διατάραξη ως απόκλιση από τη συνηθισμένη ρύθμιση και στη συνέχεια να ερευνάται ο βαθμός έντασης της απόκλισης αυτής, δηλαδή αν η απόκλιση αυτή στη συγκεκριμένη περίπτωση αφορά αξιολογικές εκτιμήσεις καθοδηγητικού χαρακτήρα. Εντέλει κατά τον έλεγχο του κύρους του περιεχομένου ενός ΓΟΣ εξετάζεται σε πρώτη φάση αν αντίκειται σε απαγορευτική ρήτρα που συγκαταλέγεται στην ενδεικτική απαρίθμηση του καταλόγου του άρθρου 2 7 του ν. 2251/1994, ο οποίος περιέχει «perse» καταχρηστικές ρήτρες. Σε περίπτωση αρνητικού αποτελέσματος, ελέγχεται κατά πόσο ο συγκεκριμένος ΓΟΣ περιέχει απόκλιση από ουσιώδεις αξιολογήσεις καθοδηγητικού χαρακτήρα του ενδοτικού δικαίου, όπως προεκτέθηκε (ΑΠ 1219/2001, ό.π.). Τέλος, δεδομένου ότι οι ΓΟΣ είναι δυνατόν ν αποτελέσουν περιεχόμενο κάθε είδους σύμβασης ιδιωτικού δικαίου, ρυθμισμένης ή αρρύθμιστης από τον Αστικό Κώδικα, επώνυμης ή μικτής, στο πεδίο των τραπεζικών συναλλαγών γίνεται ευρύτατη χρήση τους για τη χορήγηση πάσης φύσεως δανείων, ενέγγυων πιστώσεων, εγγυητικών επιστολών, για τη σύναψη συμβάσεων ανοίγματος πιστώσεων (συνήθως με αλληλόχρεο λογαριασμό) και κάθε είδους καταθέσεων. Σε αυτές τις τραπεζικές συμβάσεις οι ΓΟΣ παρουσιάζονται συνήθως είτε ως προδιατυπωμένοι έντυποι όροι προοριζόμενοι να διέπουν όλες τις συναλλαγές συγκεκριμένης τράπεζας με τους πελάτες της, είτε ως πάγιο περιεχόμενο εντύπων ατομικών συμβάσεων προσχώρησης. Περαιτέρω, στο χώρο των τραπεζικών συναλλαγών η ανάγκη προστασίας της συμβατικής ισορροπίας και διασφάλισης της δικαιοπρακτικής αυτοδιάθεσης των αντισυμβαλλομένων των τραπεζών είναι ιδιαίτερα έκδηλη, λόγω της οικονομικής και οργανωτικής υπεροχής ή αλλιώς της εξουσιαστικής θέσης των τραπεζών, οι οποίες κατά κανόνα επιβάλλουν μονομερώς στους ασθενέστερους αντισυμβαλλόμενους τους, στη βάση του "πάρε το ή άφησε το", την κατάρτιση τυποποιημένων συμβάσεων με προδιατυπωμένους από τις ίδιες (ή από τρίτους για λογαριασμό τους) γενικούς όρους. Κατά συνέπεια, βάσιμα υποστηρίζεται η άποψη ότι οι διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 για τους ΓΟΣ εφαρμόζονται ευθέως ή κατ' αναλογία κατά τον έλεγχο των τραπεζικών Γ.Ο.Σ.. Εξάλλου, η τράπεζα υπάγεται στην έννοια του προμηθευτή, σύμφωνα με το άρθρο 1 4 περ. β' του ν. 2251/1994, που ορίζει ότι «ο προμηθευτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατά την άσκηση της επαγγελματικής του δραστηριότητας προμηθεύει προϊόντα ή παρέχει υπηρεσίες στον καταναλωτή». Τέλος δε οι παρεχόμενες από τις τράπεζες υπηρεσίες σαφώς απευθύνονται και αφορούν στο ευρύ καταναλωτικό κοινό, δεν προσφέρονται ούτε σχεδιάζονται για ορισμένο αποδέκτη, αλλά έχουν κατά κανόνα μαζικό χαρακτήρα 6

και έντονο το στοιχείο της τυποποίησης. Ενόψει όλων των ανωτέρω ο ν. 2251/1994 εφαρμόζεται στις περιπτώσεις τραπεζικών συναλλαγών (βλ. ΕφΑθ 730/2005, ΕΕμπΔ 2005.741, Γ. Καράκωστα, Προστασία του καταναλωτή, ν. 2251/1994, σελ. 100 επόμ., Φ. Δωρή, Η εξειδίκευση της καλής πίστης στο άρθρο 2 του ν. 2251/1994 για την προστασία των καταναλωτών και η σημασία στο κοινό δίκαιο, ΝοΒ 2000.737 επ., Ψυχομάνη, Τραπεζικό δίκαιο, 1999, σελ. 17), και ο έλεγχος που προαναφέρθηκε εντάσσεται στα πλαίσια της προστασίας του καταναλωτή, ως τέτοιου νοουμένου όχι μόνον του πελάτη της τράπεζας, ο οποίος μπορεί να είναι ο πιστολήπτης (άρθρο 1 4 στοιχ, α' του ν. 2251/1994), αλλά και του εγγυητή του, ο οποίος δεν είναι πελάτης και συνεπώς αποδέκτης των υπηρεσιών της τράπεζας, ωστόσο, ενόψει της φύσης της εγγύησης ως παρεπόμενης της πίστωσης σύμβασης και της άρνησης των τραπεζών να καταρτίσουν τη σύμβαση παροχής πίστωσης, αν η εγγύηση δεν προσλάβει το περιεχόμενο που αυτές προτείνουν, καθίσταται αντιφατικό να μην έχει και ο εγγυητής την ιδιότητα του καταναλωτή (βλ. ΕφΑθ 5253/2003 ΔΕΕ 2004.797, Κ. Παμπούκη, Παρατηρήσεις επί της ΕφΠειρ 91/2002, ΕΕμπΔ 2002.785 επ., Α Χελιδόνη, ΕΕμπΔ 2000.382 επ.). Οι ΓΟΣ, τέλος, πρέπει, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή (AΠ 430 /2005 ΔΕΕ 2005.460, ΕφΘες 2788/2009 ΕπισΕμπΔ 2010.196). Η διατύπωσή τους πρέπει να γίνεται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ο καταναλωτής να είναι σε θέση να αντιληφθεί την υποχρέωση που αναλαμβάνει με την αποδοχή του συγκεκριμένου ΓΟΣ. Ο χρήστης των ΓΟΣ, εκτός από το ότι βαρύνεται με την υποχρέωση ενημερώσεως, η οποία απορρέει από τη συμβατική σχέση, δεν θα πρέπει να δημιουργεί ασαφή εικόνα ή να παραπλανά τον αντισυμβαλλόμενο του καταναλωτή ως προς το περιεχόμενο δικαιωμάτων, των υποχρεώσεων και ειδικά των οικονομικών επιβαρύνσεων που ο τελευταίος αναλαμβάνει. Αν όμως ο χρήστης των ΓΟΣ δεν ανταποκρίνεται στην υποχρέωσή του αυτή, τότε ενεργεί κατά τρόπο καταχρηστικό (ΕφΑθ 6924/2007 ΕΕμπΔ 2008.611). Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 216 παρ. 1, 217, 583, 585, 632 παρ. 1 και 633 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι οι λόγοι της ανακοπής, με τους οποίους οριοθετείται η δίκη της ανακοπής, είτε ανάγονται στην έλλειψη των τυπικών προϋποθέσεων για την έκδοση της διαταγής πληρωμής (άρθρα 623 επ. του ΚΠολΔ), είτε αφορούν στην ουσιαστική αμφισβήτηση της απαίτησης με την προβολή ανατρεπτικών ή διακωλυτικών ή αποσβεστικών ισχυρισμών, πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι για να μπορεί ο μεν καθού η ανακοπή ν αμυνθεί κατά της ανακοπής, το δε Δικαστήριο να υπαγάγει τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά σε συγκεκριμένο κανόνα δικαίου, να τάξει τις δέουσες αποδείξεις και ν αποφανθεί επ αυτής με δύναμη δεδικασμένου, αλλιώς οι λόγοι αυτής απορρίπτονται και αυτεπαγγέλτως ως αόριστοι και ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης. Τυχόν αοριστία λόγου ανακοπής, που περιέχεται στο αρχικό δικόγραφο, μπορεί παραδεκτώς να συμπληρωθεί μόνο με πρόσθετο λόγο ανακοπής σε ιδιαίτερο δικόγραφο, το οποίο κατατίθεται στη γραμματεία του Δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνθηκε η ανακοπή, και κοινοποιείται στον αντίδικο τριάντα ή οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση, αναλόγως του αν πρόκειται για την τακτική ή την ειδική διαδικασία, αντιστοίχως (βλ. ΑΠ 916/2002, ΕλλΔνη 2003, 1297, ΑΠ 758/2002, Δημοσ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1437/2000, ΕλλΔνη 42, 695, ΕφΘεσ 2534/2003, ΕΕμπΔ 2003.1228, ΕφΘες 1950/2000, ΕΕμπΔ 7

2000.1066). V) Περαιτέρω η περιλαμβανόμενη στη σύμβαση παροχής πιστώσεως με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό ειδική συμφωνία (άρθρο 361 ΑΚ) ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια τράπεζα που θα προκύψει από το οριστικό κλείσιμο της πιστώσεως θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας είναι, ως δικονομική σύμβαση, έγκυρη. Το απόσπασμα αυτό, στο οποίο αποτυπώνεται η κίνηση, το κλείσιμο του λογαριασμού και το κατάλοιπο, επέχει θέση αποδεικτικού μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου, το αντίγραφο δε αυτού έχει αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο, εφόσον η ακρίβεια τούτου βεβαιώνεται από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο (άρθρα 449 1 ΚΠολΔ, 52 ν.δ. 3026/1954, 14 ν. 1599/1986) και δεν μπορεί να προσδώσει την αποδεικτική αυτή δύναμη η βεβαίωση της ακρίβειας του αντιγράφου από τον αρμόδιο υπάλ-ληλο της πιστώτριας τράπεζας, εκτός εάν αφορά εκτύπωση αποσπάσματος των μηχανογραφικώς τηρούμενων εμπορικών βιβλίων που περιέχονται σε ηλεκτρονική μορφή εντός του υπολογιστή, οπότε δεν απαιτείται βεβαίωση της ακρίβειας τούτου από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο, αφού δεν πρόκειται για αντίγραφο αλλά για πρωτότυπο έγγραφο (ΑΠ 330/2012 Αρμ 2012.1431, ΑΠ 35/2011, ΑΠ 27/2010). Ειδικότερα κατά μεν το άρθρο 449 2 ΚΠολΔ φωτοτυπίες εγγράφων έχουν αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο εφόσον η ακρίβειά τους βεβαιώνεται από πρόσωπο που είναι κατά νόμο αρμόδιο να εκδίδει αντίγραφα, κατά δε το άρθρο 52 1 και 2 του ν.δ. 3026/1954 «περί του κωδικός των δικηγόρων», «ο δικηγόρος έχει το δικαίωμα να εκδίδει επικυρωμένα υπ αυτού αντίγραφα των παρ αυτώ υπαρχόντων παντός είδους εγγράφων, ων υπεύθυνος περί της ακρίβειας των» ( 1) και «τα τοιαύτα αντίγραφα έχουσι πλήρη ισχύν αντιπεφωνημένου αντιγράφου» ( 2). Ως αντίγραφα νοούνται στο άρθρο αυτό και εκείνα που αποδίδουν μέρη συνολικών εγγράφων, όπως τα εμπορικά βιβλία και τα πολυσέλιδα έντυπα, συνιστάμενα σε σελίδες τους ή, προκειμένου για εμπορικά βιβλία τηρούμενα υπό μορφή φύλλων ή πινακίδων (καρτελών), τα αντίγραφα των επί μέρους φύλλων ή πινακίδων (καρτελών). Κατά την έννοια δε του ιδίου άρθρου, το έγγραφο υπάρχει στο δικηγόρο, αν αυτός το κατέχει, προσωρινά έστω, ανεξάρτητα από χρονική διάρκεια, όταν εκδίδει το αντίγραφο. Για το κύρος της επικυρώσεως φωτοτυπίας, με βεβαίωση από δικηγόρο της ακρίβειάς της, βεβαίωση δηλαδή ότι αυτή αποδίδει το πρωτότυπο, δεν είναι, σε περίπτωση προσωρινής κατοχής του πρωτοτύπου, αναγκαία η πανηγυρική διατύπωση αυτού του γεγονότος στη σχετική έγγραφη βεβαιωτική πράξη του δικηγόρου, αλλά αρκεί να συνάγεται βεβαίωση και του γεγονότος αυτού από την όλη διατύπωση της πράξεως. Τέτοια δε έμμεση βεβαίωση προσωρινής κατοχής του εγγράφου από το δικηγόρο μπορεί να ενέχει και ο χαρακτηρισμός του επικυρούμενου φωτοτυπικού αντιγράφου ως αντιπεφωνημένου, αφού ο χαρακτηρισμός αυτός λογικά προϋποθέτει την ολική ενέργεια παραβολής του φωτοαντιγράφου προς το πρωτότυπο και τη διαπίστωση της συμφωνίας προς αυτό, πράγμα που σημαίνει την έστω και βραχύχρονη κατοχή του πρωτοτύπου από το δικηγόρο, ο οποίος το παραβάλλει προς το φωτοαντίγραφο που επικυρώνει (ΑΠ 35/2011). Τα ανωτέρω ισχύουν και σε κάθε άλλη πιστωτική σύμβαση (λ.χ. σύμβαση δανείου) πέραν της συμβάσεως παροχής πιστώσεως με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό (ΑΠ 1022/2003 ΕλλΔνη 45.90, ΑΠ 916/2002 ΕλλΔνη 2003. 1297, ΕφΑθ 776/2006 ΕλλΔνη 8

47.1499, ΕφΠειρ 469/2009 ΔΕΕ 2010.192, ΕΕμπΔ 2010.664, ΕφΠειρ 950/2005 ΠειρΝομ 2006.59). Ο σχετικός συνεπώς όρος σε τραπεζικές συμβάσεις είναι έγκυρος και δεν προσκρούει στη δημόσια τάξη (ΑΠ 925/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 105/2001, ΑΠ 722/2000, ΕλλΔνη 42.105, ΑΠ 592/1999, ΕλλΔνη 41.71, ΕφΑθ 1.159/2012 ΔΕΕ 2012.676, ΕφΔωδ 201/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και εν γένει δεν συγκαταλέγεται στις αυτοδίκαια καταχρηστικές ρήτρες του άρθρου 2 7 του ν. 2251/1994 και ιδίως στην περίπτωση κζ' αυτού, δεδομένου ότι: α) δεν αντιστρέφεται το βάρος απόδειξης, αφού η απόδειξη της οφειλής συντελείται από την πιστώτρια τράπεζα, η οποία εκπληρώνει το σχετικό δικονομικό βάρος (πρβλ. άρθρα 338 1 του ΚΠολΔ) με τη χρήση και προσκομιδή ως αποδεικτικού μέσου του αποσπάσματος των εμπορικών βιβλίων της και β) δεν αποκλείεται ρητά το δικαίωμα ανταπόδειξης από μέρους του πιστούχου, οπότε θα εισαγόταν πράγματι ανεπίτρεπτος περιορισμός των αποδεικτικών μέσων του. Η επιβάρυνση της θέσης του πιστούχου για το λόγο ότι με τη δικονομική ως άνω συμφωνία διευκολύνεται η Τράπεζα στην απόδειξη και της ύπαρξης της απαίτησης, αφού ως προς το ύψος αυτής και μόνο για ένα έτος από της εγγραφής η αποδεικτική δύναμη του αποσπάσματος των εμπορικών βιβλίων της προέρχεται κατευθείαν από το νόμο (άρθρα 441 1, 448 1 εδ. β και 453 2 του ΚΠολΔ), είναι ανεπαίσθητη και συνεπώς η όποια τυχόν "διατάραξη της ισορροπίας" των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων από τον εν λόγω ΓΟΣ δεν εμπίπτει στην έννοια του άρθρου 2 6 εδ. α' του ν. 2251/1994 (βλ. ΑΠ 430/2005). Αν όμως η ανωτέρω συμφωνία συνοδεύεται και από τον επιπρόσθετο όρο ότι ο πιστούχος δεν δικαιούται να αμφισβητήσει το περιεχόμενο των αποσπασμάτων, το σκέλος αυτό της συμφωνίας είναι σε κάθε περίπτωση άκυρο. Αν μεν αποτέλεσε αντικείμενο ειδικής διαπραγμάτευσης των μερών, είναι άκυρο κατά το άρθρο 372 του ΑΚ, διότι ενέχει υπέρμετρη δέσμευση της βούλησης και συνεπώς προσκρούει στη δημόσια τάξη (ΑΠ 316/1990, ΝοΒ 1991.555), αν δε είναι προδιατυπωμένος ως γενικός όρος συναλλαγών είναι άκυρος ως καταχρηστικός, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 2 6 και 7 2 περ. κζ' του ν. 2251/1994, διότι περιορίζει υπέρμετρα τα αποδεικτικά μέσα του δανειολήπτη (ΕφΘεσ 899/1998 Αρμ 2001.383, πρβλ. ΠολΠρΑθ 1119/2002 αδημ.). Η δυνατότητα ανταπόδειξης από μέρους του δανειολήπτη ενισχύεται και από το άρθρο 47 3 του ν. 2873/2000, σύμφωνα με το οποίο, οι Τράπεζες και τα λοιπά πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται εντός προθεσμίας τριών μηνών από την υποβολή σχετικής αιτήσεως να χορηγούν στον αιτούντα δανειολήπτη αντίγραφο του φακέλου του δανείου και λεπτομερή κατάσταση, περιέχουσα όλες τις επιμέρους χρεωπιστωτικές πράξεις και σημειώσεις και την εν γένει εξέλιξη του χρέους (ΑΠ 340/2005). Συνεπώς ο δανειολήπτης έχει δικαίωμα να αμφισβητήσει τα ειδικότερα κονδύλια που περιέχονται στα αποσπάσματα, πράγμα που μπορεί να γίνει με ανακοπή κατά το άρθρο 632 του ΚΠολΔ, όταν εκδόθηκε διαταγή πληρωμής, το βάρος δε απόδειξης των σχετικών ισχυρισμών του, οι οποίοι πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να μπορούν να γίνουν αντικείμενο απόδειξης, φέρει ο ίδιος (ΑΠ 916/2002 ΕλλΔνη 2003.1297, ΑΠ 722/2000 ΕΕμπΔ 2000.49, ΑΠ 491/1994 ΕλλΔνη 1995.1239). Ειδικότερα, αν πρόκειται για απαίτηση από κατάλοιπο αλληλόχρεου λογαριασμού, για να είναι ορισμένοι οι λόγοι της ανακοπής, που αναφέρονται στην απαίτηση, 9

πρέπει να περιέχουν ισχυρισμούς, που αναφέρονται στα κατ ιδίαν κονδύλια το λογαριασμού και δεν αρκεί μόνη η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού (ΑΠ 491/1994 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1159/2012 ΔΕΕ 2012.676, ΕΕμπΔ 2013.385, ΕφΛαρ 317/2010 ΕπισκΕμπΔ 2818. 1127, ΕφΘεσ 317/2009 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΘεσ 794/2007 Αρμ 2008. 1198, ΕφΑθ 5900/2006 ΔΕΕ 2007.327). Τα ανωτέρω θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι ισχύουν σε οιαδήποτε σύμβαση δανείου, όπως λόγου χάρη σε σύμβαση (τοκοχρεωλυτικού) στεγαστικού δανείου, ο οποίος εξυπηρετείται από δοσοληπτικό λογαριασμό, δεδομένου ότι αυτή καθεαυτή η σύμβαση παροχής πιστώσεως συνιστά κατά την ορθότερη άποψη σύμβαση δανείου, με βάση την οποία η πιστώτρια αναλαμβάνει την (περιοδική [ανακυκλούμενη] ή εφάπαξ) υποχρέωση έναντι του πιστούχου να έχει σε διάθεση του τελευταίου είτε αυτούσιο χρήμα είτε εγγυητική επιστολή με δυνατότητα παράλληλης λειτουργίας αλληλοχρέου λογαριασμού (βλ. ΕφΑθ 4425/2009 ΕλλΔνη 2010.133, ΕΕμπΔ 2010.581, ΕΤρΑξΔ 2010.906, και I. Ρόκα, στον Γεωργιάδη - Σταθόπουλο, άρθρα 806-809 αρ. 27, 28), με μόνες διαφορές έναντι του τοκοχρεωλυτικού δανείου αφενός ότι στον (ανοιχτό) αλληλόχρεο λογαριασμό που συνοδεύει τη σύμβαση παροχής πιστώσεως υπάρχει δυνατότητα εκατέρωθεν πιστοχρεώσεων και αφετέρου ότι στον αλληλόχρεο λογαριασμό δύνανται να καταχωρούνται κονδύλια από πλείονες συμβάσεις μεταξύ των συμβαλλομένων. Σημειωτέον δε ότι είναι δυνατή η αμφισβήτηση του συνόλου των χρεοπιστώσεων του λογαριασμού με επίκληση της ακυρότητας της συμβάσεως, λόγω της ακυρότητας μέρους αυτής κατ άρθρ. 181 Α. Κ. (βλ. σχετ. ΠολΠρΑθ 5.479/2009 Αρμ 2010.1680, ΠολΠρΑθ 6.733/2007 Αρμ 2009.369, ΠολΠρΑγρ 68/2007 ΧρΙΔ 2009.342). Ειδικότερα, κατ άρθρον 181 ΑΚ «η ακυρότητα μέρους συνεπιφέρει την ακυρότητα ολόκληρης της δικαιοπραξίας, αν συνάγεται ότι δεν θα είχε επιχειρηθεί, χωρίς το άκυρο μέρος». Ολική είναι η ακυρότητα όταν περιλαμβάνει ολόκληρη την δικαιοπραξίαν, μερική δε όταν αφορά μέρος μόνον αυτής. Η μερική ακυρότητα προϋποθέτει όχι ότι ο λόγος (η αιτία) της ακυρότητας δηλ. το ελάττωμα, αφορά μέρος της δικαιοπραξίας, αλλά ότι η ενέργεια της ακυρότητος κατά την έννοια του νόμου πλήττει μέρος μόνον της δικαιοπραξίας, δηλαδή κάποιον όρο αυτής. Η εφαρμογή της διατάξεως αυτή προϋποθέτει ότι τα μέρη αγνοούσαν την ακυρότητα (Γεωργιάδου κλπ.: ΕρμΑΚ υπό το άρθρον 181 σχόλ. 4). Η άγνοια αυτή δέον να ανάγεται εις πραγματικά περιστατικά, και πάντως όχι εις διάταξη νόμου, διότι άγνοια νόμου δεν συγχωρείται (ΑΠ 442/1961 ΝοΒ 10.163, ΕφΑθ 4196/2003 ΕλλΔνη 2004.1469) και ο δικαιοπρακτών δεν δύναται να επικαλεσθεί άγνοια νόμου ως λόγο εξαιρέσεως αυτού, από της ως προς αυτόν εφαρμογής του νόμου (Κων/νον Σημαντήρα Γεν. Αρχ. Αστ. Δικαίου έκδ. γ' ημίτομος Β', 1980 σελ. 488 σημ. 6). VI) Από τη γραμματική διατύπωση της παρ. 5 του άρθρου 1 ν. 128/1975, ο χαρακτηρισμός της επιβαλλομένης εισφοράς ως είδος δημοσιονομικής επιβαρύνσεως αρχικώς για συγκεκριμένο σκοπό (επιδότηση δανείου προς εξαγωγικές επιχειρήσεις) και μετά την τροποποίηση που επέφερε ο ν. 2065/1992 ως γενικό έσοδο του Δημοσίου, δικαιολογεί τη σημασία της λέξεως «βαρύνουσα» στη φορολογική νομοθεσία. Από το ν. 128/1975 ούτε προβλέπεται ρητώς ως συμβατικώς δυνατή, αλλά ούτε και απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της εισφοράς που θεσπίζεται με το νόμο αυτό. Η ρυθμιστική ισχύς του νόμου αυτού εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου έναντι του Δημοσίου προσώπου στα πλαίσια της εννόμου σχέσεως που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά επομένως αποκλειστικώς στην κάθετη σχέση μεταξύ κράτους και 10

πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι στην οριζόντια σχέση μεταξύ των πιστωτικών ιδρυμάτων και δανειοληπτών. Η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους αυτούς επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τέτοιας νοούμενης της θεσπίσεως του ανωτάτου ορίου επιτοκίου, το οποίο θα υπερέβαινε η εισφορά αυτή και μόνον εάν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση. Επομένως, ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του ν. 128/1975 για τον καθορισμό του επιτοκίου δανείων της τράπεζας με έμμεσο αποτέλεσμα τη μετακύλιση της εισφοράς αυτής στους δανειολήπτες είναι νόμιμος, γιατί δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 ν. 128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ άρθρο 174 ΑΚ, αλλά ούτε και αντίκειται σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των επιτοκίων στα τραπεζικά δάνεια. Η επίρριψη της σχετικής επιβαρύνσεως στο δανειολήπτη αποτέλεσε υπό την ισχύ του ν. 128/1975 συναλλακτική πρακτική των τραπεζών, στην παγίωση της οποίας συνετέλεσαν: α) το ότι μεταγενέστερα νομοθετήματα που τροποποίησαν τον ως άνω νόμο ανέφεραν γενικώς ότι η εισφορά βαρύνει τη συναλλαγή, β) ότι το ύψος του συντελεστή καθόλο το χρονικό διάστημα από την καθιέρωση της εν λόγω εισφοράς κλιμακώθηκε ποσοστιαίως, κατά τρόπο που αποσκοπεί στην ελάφρυνση ή και απαλλαγή ορισμένων κατηγοριών δανειοληπτών. Αν η εν λόγω εισφορά εξ άλλου βάρυνε τα πιστωτικά ιδρύματα, δεν θα θεσπίζονταν οι εξαιρέσεις του άρθρου 8 ν. 2459/1997 κατ άρθρον 19 παρ. 4Β ν. 3152/2003 (δανειοδοτήσεις προς φυσικά και νομικά πρόσωπα, κοινοπραξίες με έδρα τα νησιά με πληθυσμό κάτω των 3.100 κατοίκων και δανειοδοτήσεις προς I. Μονές του Αγίου Όρους), και γ) η Τράπεζα της Ελλάδος από την έναρξη της εφαρμογής του ν. 128/1975 ουδέποτε θεώρησε ότι η εν λόγω εισφορά επιβαρύνει τα πιστωτικά ιδρύματα, ώστε να έχει ληφθεί υπόψη κατά το χρονικό διάστημα που ίσχυε ο διοικητικός καθορισμός από μέρους της του περιθωρίου μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων χορηγήσεων, δηλαδή μέχρι το 1993. Εξάλλου και υπό καθεστώς ελεύθερης διαμορφώσεως των επιτοκίων η Τράπεζα της Ελλάδος επέβαλε την υποχρέωση για ξεχωριστή αναφορά της σχετικής επιβαρύνσεως με αποφάσεις της (ΠΔ/ΤΕ 1969/1991, 2501/2002). Με την ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 (άρθρο 82) επεκτείνεται η υποχρέωση ενημερώσεως του πελάτη από την τράπεζα και για την επιβολή ειδικών εισφορών και η εισφορά του ν. 128/1975 είναι μία τέτοια ειδική εισφορά. Η επιβολή της εισφοράς αυτής στο δανειολήπτη μπορεί να ελεγχθεί μόνον από την άποψη της διαφάνειας ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο (ΑΠ 430/2005, ΕφΘεσ 492/2010, ΕφΑθ 1558/2007, ΕφΛαρ 114/2007 Νόμος). VII) Από τη διάταξη του άρθρου 924 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η επιταγή με την οποία αρχίζει η αναγκαστική εκτέλεση πρέπει να περιέχει σύντομη μνεία του οφειλομένου ποσού, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται το ιστορικό κάθε κονδυλίου. Ειδικότερα, αρκεί να προκύπτει από την επιταγή η αιτία της απαίτησης, η οποία κατ αρχήν, θα προκύπτει από το αντίγραφο του τίτλου, κάτω από το οποίο γράφεται η επιταγή, καθώς και η οφειλή κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα. Εφόσον έχει γίνει ο διαχωρισμός αυτός, η επιταγή παρουσιάζει πληρότητα και απόκειται στον οφειλέτη να ισχυριστεί και να αποδείξει την απόσβεση της απαίτησης ή την ανακρίβεια των κονδυλίων ή τον εσφαλμένο υπολογισμό ή το παράνομο των τόκων. Αν η επιταγή δεν περιέχει τα 11

προαναφερόμενα στοιχεία, επέρχεται ακυρότητα που κηρύσσεται από το δικαστήριο, εφόσον, κατά την κρίση του, από την αοριστία της επιταγής προκαλείται στον οφειλέτη δικονομική βλάβη, που δεν μπορεί να επανορθωθεί με άλλο τρόπο, παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας κατ άρθρ. 159 αρ. 3 ΚΠολΔ (ΑΠ 194/1995 ΕλλΔνη 37.101, ΕφΠατρ 1083/2006 ΑχΝομ 2007.401, ΕφΠατρ 1108/2004 ΑχΝομ 2005.360, ΕφΑθ 2838/2002 ΕλλΔνη 43.1460, ΕφΑθ 3009/2001 ΕλλΔνη 42.1371). Η δε ακυρότητα αυτή επέρχεται ως προς το αντίστοιχο ελαττωματικό μέρος της διαδικαστικής πράξης, η οποία, όμως, δεν πλήττει την επιταγή στο σύνολο της, αλλά μόνο κατά το ελαττωματικό μέρος. Συνεπώς, κατά το υπόλοιπο μέρος η επιταγή παραμένει έγκυρη και η μερική ακυρότητά της δεν επιφέρει ακυρότητα των λοιπών πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας που έχουν τυχόν ακολουθήσει (ΑΠ 310/1992 Δίκη 1992.813, ΕφΠειρ 911/1994 ΕλλΔνη 1995.672). Ειδικότερα, ακυρωτέα κατ άρθρ. 933 και 159 αρ. 3 ΚΠολΔ είναι η επιταγή, εφόσον η δαπάνη ορίζεται γενικά για αμοιβή δικηγόρου, σύνταξη επιταγής, για το απόγραφο, το αντίγραφο εξ απογράφου κλπ., χωρίς να διευκρινίζει αναλυτικά το ποσό για την καθεμία από τις παραπάνω δαπάνες, διότι δεν δύναται να κριθεί η νομιμότητα των επί μέρους κονδυλίων και δεν καθίσταται δυνατή η άμυνα του καθού η εκτέλεση ως προς καθένα εξ αυτών (ΕφΑθ 3785/75 ΝοΒ 23.1275, ΠολΠρΚορ 387/2000, Δ/νη 2001.507, Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Τόμος 11, έκδ. 2000, σελ. 1757,παρ. 9). Οι ανακόπτουσες, με την υπό κρίση ανακοπή τους, εκθέτουν ότι εκδόθηκε κατά αυτών η με αριθμό 8038/2013 Διαταγή Πληρωμής της Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία υποχρεώθηκαν να καταβάλουν στην καθής η ανακοπή, ως πρωτοφειλέτης η πρώτη ανακόπτουσα και εγγυήτρια η δεύτερη ανακόπτουσα, και δη εις ολόκληρον έκαστη, το ποσό των 23.998 ευρώ, για ισόποση συνολική απαίτηση της τελευταίας, απορρέουσα από την με αριθμό 1377952/12.7.2007 σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της καταγγελίας της επίδικης δανειακής σύμβασης (21.12.2010) και πλέον δικαστικών εξόδων ποσού 504 ευρώ. Στο ως άνω δικόγραφο, οι ανακόπτουσες σωρεύουν και δη παραδεκτώς την κατ άρθρον 632 1 ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής και την κατ άρθρον 933 ΚΠολΔ ανακοπή κατά της επιταγής προς πληρωμή, ως προδικασίας της διαδικασίας αναγκαστικής εκτελέσεως. Με το ως άνω περιεχόμενο, η ανακοπή, καθό μέρος στρέφεται κατά της υπ αριθμ. 8038/2013 Διαταγής Πληρωμής της Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, παραδεκτώς και αρμοδίως εισάγεται για να δικασθεί στο δικαστήριο αυτό, το οποίο είναι αρμόδιο καθ ύλην και κατά τόπο (632 1 εδ. 1, 635 επ., 14 1 περ. β, 2 ΚΠολΔ), εκδικαζόμενη κατά τη διαδικασία των άρθρων 635 επ., 643 και 591 1 του ΚΠολΔ, κατά την οποία δικάζεται η διαφορά από απαίτηση που απορρέει από πιστωτικούς τίτλους (άρθρο 632 2 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 14 του ν. 4055/2012) και είναι εμπρόθεσμη δεδομένου ότι η ανακοπτομένη επιδόθηκε στις ανακόπτουσες στις 17.5.2013 και η άσκηση της ανακοπής ολοκληρώθηκε με επίδοση του δικογράφου στην καθής η ανακοπή κατ άρθρ. 632, 585 1, 215 1 εδ. 1 ΚΠολΔ στις 24.9.2013 και συνεπώς έχει ασκηθεί εντός της κατ άρθρ. 632 1 εδ. 1 ΚΠολΔ προθεσμίας των δεκαπέντε εργασίμων ημερών από την επίδοση της ανακοπτομένης. Καθ ο δε μέρος 12

στρέφεται κατά της επιταγής προς πληρωμή, παραδεκτώς εισάγεται ενώπιον του δικαστηρίου τούτου (άρθρ. 933 1, 934 1 περ. α ΚΠολΔ), το οποίο είναι καθ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (933 1 και 2, 584 ΚΠολΔ) κατά τη διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους, ανεξάρτητα με τη φύση της ουσιαστικής αξίωσης (βλ. άρθρο 14 αιτιολογικής έκθεσης ν. 4055/2012, ΚωδΝοΒ 60.561, Νικολόπουλος, Αναγκαστική εκτέλεση, 2012, σελ. 175) και έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα κατ άρθρ. 934 1 περ. β ΚΠολΔ, εφόσον δεν αποδεικνύεται ότι έχει λάβει χώρα άλλη πράξη εκτελέσεως και συνεπώς έχει ασκηθεί προ της ενάρξεως της κατ άρθρ. 934 1 περ. α, β ΚΠολΔ προθεσμίας. Ως προς την νομιμότητα όμως των λόγων λεκτέα τα ακόλουθα: ο υπό στοιχείο (α) λόγος ανακοπής είναι απορριπτέος στο σύνολό του ως μη νόμιμος καθ ο μέρος οι ανακόπτουσες επικαλούνται ακυρότητα ολοκλήρου της με αριθμό 1377952/12.7.2007 συμβάσεως τοκοχρεωλυτικού δανείου, ενόψει των ότι η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 181 ΑΚ προϋποθέτει ότι αμφότερα τα συμβαλλόμενα μέρη αγνοούν την ακυρότητα του όρου και κατά τις ανακόπτουσες η καθής τελούσε σε γνώση της ακυρότητας των όρων κατά τη συνομολόγηση της συμβάσεως, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, η οποία προηγήθηκε. Μετά ταύτα και με δεδομένο ότι οι ανακόπτουσες δεν προσβάλλουν συγκεκριμένα κονδύλια του λογαριασμού λόγω της ακυρότητας των επιμέρους κατ ιδίαν όρων της με αριθμό 1377952/12.7.2007 συμβάσεως τοκοχρεωλυτικού δανείου, πρέπει, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, η οποία προηγήθηκε, να απορριφθούν ως αόριστοι οι υπό στοιχεία (α.1) - (α.2) λόγοι ανακοπής στο σύνολό τους. Εξάλλου, ο υπό στοιχείο (α.1) λόγος ανακοπής σε κάθε περίπτωση είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθόσον σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην οικία μείζονα σκέψη με την με αριθμό 178/19.7.2004 απόφαση της ΕΤΠΘ/ΤΕ (ΦΕΚ 1872/τ.α'/26-27.12.2006) ορίστηκε ότι δεν επιτρέπεται ο διοικητικός καθορισμός ανωτάτου ορίου στα τραπεζικά επιτόκια, ούτε ο συσχετισμός τους προς το εκάστοτε ισχύον για τα εξωτραπεζικά επιτόκια ανώτατο όριο. Το όριο αυτό δεν ανήκει, κατά το περιεχόμενο και το σκοπό του, στους παράγοντες προσδιορισμού των τραπεζικών επιτοκίων, τα οποία διαμορφώνονται ελεύθερα ύστερα από στάθμιση των εκτιμώμενων κατά περίπτωση κινδύνων, των εκάστοτε συνθηκών των χρηματοπιστωτικών αγορών, καθώς και των εν γένει υποχρεώσεων των τραπεζών που απορρέουν από τις διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία τους. Κατά συνέπεια οι μετά την απελευθέρωση των επιτοκίων (ΠΔ/ΤΕ 1087/1987 κλπ.) συναπτόμενες συμφωνίες τραπεζικών επιτοκίων, στις οποίες συνομολογείται επιτόκιο που τυχόν υπερβαίνει το εκάστοτε οριζόμενο για τα εξωτραπεζικά επιτόκια ανώτατο όριο, δεν είναι αθέμιτες για το λόγο αυτό, ενώ σε κάθε περίπτωση, ως εκτέθηκε, είναι επιτρεπτή η επιβάρυνση των καθυστερημένων τοκοχρεωλυτικών δόσεων με επιτόκιο υπερημερίας έως ποσοστό 2,5% υπεράνω του επιτοκίου ενήμερης οφειλής προς τις τράπεζες. Άλλωστε οι ανακόπτουσες δεν επικαλούνται σε κάθε περίπτωση ότι το ύψος του συμφωνηθέντος επιτοκίου ήταν όρος προδιατυπωμένος από την καθής και δεν 13

αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης τους με την καθής τράπεζα ή ότι στο χρόνο που καταρτίστηκε η επίδικη σύμβαση αν και δεν ήταν το ευνοϊκότερο σε σχέση με ό,τι προσέφερε ο υπόλοιπος ανταγωνισμός, δηλαδή τα επιτόκια των λοιπών τραπεζών για παρόμοιες δανειακές συμβάσεις, εντούτοις αναγκάστηκαν να το αποδεχθούν. Επίσης, και ο υπό στοιχείο (α.2) λόγος ανακοπής σε κάθε περίπτωση είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθόσον οι ανακόπτουσες δεν αναφέρουν αν η καθής έκανε χρήση του εν λόγω όρου και τι συνέπειες είχε αυτός στις υποχρεώσεις τους από τη δανειακή σύμβαση και τη σύμβαση της εγγύησης, αντίθετα παραδέχονται ότι η καθής σε όλη τη διάρκεια της σύμβασης διατήρησε σε σταθερό ύψος στο επιτόκιο (αυτό που από εξ αρχής είχε συμφωνηθεί). Επίσης, ο υπό στοιχείο (β.) λόγος περί σύμφωνηθείσας μεν μετακύλισης της εισφοράς του ν. 128/1975 στην πιστούχο πλην όμως με αποτέλεσμα την αύξηση του συμβατικά καθοριζόμενου επιτοκίου πέραν του προβλεπομένου ανωτάτου ορίου (κατά το ποσοστό της εισφοράς) είναι μη νόμιμος, αφού σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην οικεία μείζονα σκέψη δεν επιτρέπεται διοικητικός καθορισμός ανωτάτου ορίου στα τραπεζικά επιτόκια, ούτε ο συσχετισμός τους προς το εκάστοτε ισχύον για τα εξωτραπεζικά επιτόκια ανώτατο όριο και ως εκ τούτου οι συναπτόμενες συμφωνίες τραπεζικών επιτοκίων, στις οποίες συνομολογείται επιτόκιο που τυχόν υπερβαίνει το εκάστοτε οριζόμενο για τα εξωτραπεζικά επιτόκια ανώτατο όριο, δεν είναι αθέμιτες για το λόγο αυτό, έστω και αν η υπέρβαση αυτή οφείλεται κατά ένα μέρος από την προσαύξηση του επιτοκίου με το ποσό της εισφοράς του ν. 128/1975. Από την άλλη, ο υπό στοιχείο (γ.) λόγος αναφορικά με το δεδικασμένο εκ την με αριθμό ΑΠ 1219/2001 απόφαση είναι και αυτός νόμιμος με την ακόλουθη σειρά σκέψεων: Με τη διάταξη του άρθρου 10 20 ν. 2251/1994, κατά την οποία οι έννομες συνέπειες που προκύπτουν από απόφαση που δέχεται συλλογική αγωγή, ασκηθείσα κατά το άρθρο 10 16 στοιχ. α και β του ίδιου άρθρου, ισχύουν έναντι πάντων, και αν δεν ήταν διάδικοι, καθιερώνεται ιδιότυπη δεσμευτικότητα αυτής (απόφασης), που ισχύει έναντι πάντων (ΑΠ 1219/2001 ΕλλΔνη 2001.1495, Γ. Παπαδημητρίου, Το Σύνταγμα και η επέκταση των αποτελεσμάτων που παράγουν οι δικαστικές αποφάσεις επί των συλλογικών αγωγών τις οποίες ασκούν ενώσεις καταναλωτών ιδίως στην περίπτωση των γενικών όρων τραπεζικών συναλλαγών ΔΙΚΗ 2005.1133 επ., Β. Βασιλοπούλου, Η δυνατότητα προστασίας του συλλογικού συμφέροντος που εξυπηρετούν οι ενώσεις καταναλωτών διά συλλογικής αγωγής ΕφΑΔ 2010.524 επ.), πλην όμως, η απόφαση επί της συλλογικής αγωγής της παραπάνω διάταξης δεν διαγιγνώσκει δικαιώματα ή υποχρεώσεις ούτε ενεργεί αποκαταστατικά, αλλά διαπιστώνει την αντικαταναλωτική συμπεριφορά του προμηθευτή, δεν είναι δυνατό να προσδοθεί σε αυτήν η δεσμευτική ενέργεια του δεδικασμένου, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι οι αποφάσεις, που εκδίδονται στο πλαίσιο της εκούσιας δικαιοδοσίας προκαλούν δεσμευτικότητα διακτεινόμενη και στην περιοχή της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, αποκλειστικά και μόνο όμως για τα θέματα εκείνα που κατά νόμο ανήκουν στη sedes materiae της καθοριστικής λειτουργίας του δικαίου, ώστε η απόφαση επί συλλογικής αγωγής που διαπιστώνει την καταχρηστικότητα του ΓΟΣ για τη χρέωση του λογαριασμού δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια την ακυρότητα όλων των αντίστοιχων όρων των ενσωματωμένων σε ατομικές συμβάσεις με συγκεκριμένους καταναλωτές, έστω και αν αυτοί είναι μέλη της ένωσης που άσκησε την αγωγή και η επέλευση ή μη της ακυρότητας των 14

ενσωματωμένων όρων αποτελεί έργο της αποκαταστατικής λειτουργίας, την οποία τα δικαστήρια επιτελούν στο πλαίσιο της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας τους (βλ. Σ. Κουσούλη, Τα αποτελέσματα αποφάσεως επί συλλογικής αγωγής- ιδίως επί χρήσεως καταχρηστικών ΓΟΣ εν όψει της ΑΠ 1219/2001 ΔΕΕ 2002.1097 επ.), συνεπώς το αληθές νόημα της κρίσιμης διάταξης είναι ότι οποιοδήποτε ευνοϊκό αποτέλεσμα της εκδοθείσας ως άνω απόφασης μπορεί να γίνει απλά αντικείμενο επίκλησης, τόσο από τα μέλη της ένωσης καταναλωτών, η οποία ήταν διάδικος στη συγκεκριμένη δίκη, όσο και από άλλους καταναλωτές, ακόμη και μη μέλη ένωσης, οι οποίοι διατηρούν μελλοντικές αξιώσεις έναντι του ίδιου εναγομένου. Ο υπό στοιχείο (δ.) λόγος της ανακοπής περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος επειδή η καθής αν και γνώριζε ότι τα κονδύλια που ενσωμάτωσε στην προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής είναι αποτέλεσμα καταχρηστικών ΓΟΣ, εντούτοις τα διεκδίκησε, πρέπει να απορριφθεί, καθόσον και αληθούς υποτιθεμένης της ιστορικής βάσεως αυτού, εν προκειμένω είναι ερειδόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθόσον, καταχρηστική άσκηση δικαιώματος συντρέχει μόνο όταν πράγματι υφίσταται δικαίωμα, που η άσκηση του γίνεται με τρόπο που υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος και όχι, όπως εν προκειμένω, σε πε-ρίπτωση παντελούς έλλειψης δικαιώματος, οπότε δε νοείται και καταχρηστική άσκησή του, αφού μόνο υπαρκτό δικαίωμα είναι λογικώς δυνατό να ασκηθεί. Επίσης, ο υπό στοιχείο (ε.) λόγος της ανακοπής, ήτοι ότι η καθής εκμεταλλεύτηκε το γεγονός ότι η πρώτη ανακόπτουσα στερούνταν νομικών γνώσεων και της αναγκαίας πείρας και επέβαλε στην επίδικη σύμβαση τους πιο πάνω καταχρηστικούς όρους, με αποτέλεσμα να υφίσταται δυσαναλογία παροχής και αντιπαροχής, πρέπει να απορριφθεί ως αόριστος καθόσον δεν εκτίθεται σε αυτόν κανένα συγκεκριμένο περιστατικό, όπως ορισμένα ποσά, τόσο της παροχής όσο και της αντιπαροχής, ώστε έτσι να εξειδικεύεται το ύψος και η έκταση της επικαλούμενης από τους ανακόπτοντες προφανούς δυσαναλογίας. Σε ό,τι αφορά τον υπό στοιχείο (στ.) λόγο, ήτοι περί παράτυπης επίτασης τους με την ανακοπτόμενη διαταγή να καταβάλλουν τόκους υπολογισμένους με επιτόκιο υπερημερίας (δηλαδή επιτόκιο που υπερβαίνει το συμβατικό επιτόκιο εξυπηρέτησης του δανείου κατά 2,5 εκατοστιαίες) σε χρόνο που ακόμη δεν είχε καταγγελθεί η επίδικη πίστωση (δηλαδή στο διάστημα από 21.12.2010 έως 22.9.2011, που τότε θεωρούν ότι επήλθε τελικά η καταγγελία), θα πρέπει να απορριφθεί πρωτίστως ως μη νόμιμος καθόσον, ως αναφέρεται και στην ανακοπή, βάσει σχετικών όρων της δανειακής σύμβασης με επιτόκιο υπερημερίας εκτοκίζονται όχι μόνο τα ανεξόφλητα ποσά για το διάστημα μετά την καταγγελία της δανειακής σύμβασης, αλλά και οι καθυστερημένες τοκοχρεωλυτικές δόσεις, δηλαδή και όσο ακόμη η σύμβαση λειτουργεί και δεν έχει καταγγελθεί, οι δε ανακόπτουσες δεν ισχυρίζονται ότι από τις 21.12.2010 (ασχέτως αν τότε πράγματι επήλθε η όχι καταγγελία) δεν ήταν υπερήμερες έστω και ως προς ορισμένες τοκοχρεωλυτικές δόσεις. Σε κάθε δε περίπτωση ο λόγος αυτός προβάλλεται και αλυσιτελώς, αφού στο ποσό που υποχρεώνονται οι ανακόπτουσες με την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής να καταβάλλουν δεν έχουν ενσωματωθεί (ως κεφάλαιο) οι τόκοι υπερημερίας για το διάστημα και μετά την 21.12.2010, όπως άλλωστε δεν υπάρχει και σχετικό επιτασσόμενο κονδύλιο στην από 29.4.2013 επιταγή προς πληρωμή. 15

Τέλος, και ο υπό στοιχείο (ι.) λόγος της ανακοπής, ήτοι ότι η ανακοπτόμενη από 29.4.2013 επιταγή προς πληρωμή που συντάχθηκε κάτωθι του αντιγράφου εξ απογράφου εκτελεστού της επίδικης διαταγής πληρωμής και κοινοποιήθηκε στις ανακόπτουσες, πάσχει αοριστίας, διότι δεν αναφέρει το ποσό των τόκων που παρήγαγε το αιτούμενο ποσό των 22.218 ευρώ από τις 21.12.2010 μέχρι την επίδοση της ανακοπτομένης επιταγής προς εκτέλεση και βάση με ποιο επιτόκιο υπολογίστηκαν αυτοί, είναι απορριπτέος, καθόσον αλυσιτελώς προβάλλεται δεδομένου ότι στην ένδικη επιταγή προς εκτέλεση, όπως ουσιαστικά παραδέχεται και ο συγκεκριμένος λόγος, δεν υπάρχει σχετικό επιτασσόμενο κονδύλιο τόκων και ως εκ τούτου οι ανακόπτουσες ουδεμία βλάβη υφίστανται (δικονομική και ουσιαστική). Κατά τα λοιπά, οι λοιποί λόγοι της ανακοπής είναι ορισμένοι και νόμιμοι ερειδόμενοι στις προεκτεθείσες στις αναφερόμενες στις οικείες μείζονες σκέψεις διατάξεις και σε εκείνες των άρθρων 361 ΑΚ και 632 επ., 635 επ. και 933 ΚΠολΔ. Πρέπει, συνεπώς, να εξετασθούν περαιτέρω ως προς την ουσιαστική τους βασιμότητα. Από όλα τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα από τα οποία μνημονεύονται παρακάτω, χωρίς, όμως, κάποιο από αυτά να παραληφθεί κατά την ουσιαστική εκτίμηση της διαφοράς, από τα προσαγόμενα αποδεικτικά μέσα που χρησιμεύουν ως δικαστικά τεκμήρια, εφόσον επιτράπηκε η απόδειξη με μάρτυρες (άρθρα 339 και 395 ΚΠολΔ, ΑΠ 154/1992 ΕλλΔνη 33.814, ΑΠ 179/1991 ΝοΒ 40.1019), από τα προσαγόμενα αποδεικτικά μέσα που χρησιμεύουν ως μη πληρούν τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 4 ΚΠολΔ, ΑΠ 1456 /1996 ΑρχΝ 48.311) και τέλος από όσα οι διάδικοι ομολογούν με τα δικόγραφά τους, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της με αριθμό 1377952/12.7.2007 σύμβασης η καθής τράπεζα, χορήγησε στην πρώτη ανακόπτουσα τοκοχρεωλυτικό δάνειο έως του ποσού των 26.266,23 ευρώ με τους ειδικότερους όρους και συμφωνίες που ορίζονται στη σύμβαση, που θα ήταν εξοφλητέο σε 120 μηνιαίες δόσεις. Η δεύτερη ανακόπτουσα, με σύμβαση εγγυήσεως, η οποία ενσωματώθηκε στο κείμενο της ως άνω συμβάσεως δανείου, ανέλαβε την ευθύνη ότι θα εκπληρωθούν οι υποχρεώσεις του πρωτοφειλέτη εκ της άνω συμβάσεως στεγαστικού δανείου, παραιτούμενη της ενστάσεως του άρθρου 855 ΑΚ και του δικαιώματος του άρθρου 853 ΑΚ ευθυνόμενη πλέον ως αυτοφειλέτης. Δεδομένης δε της ύπαρξης του πιο πάνω όρου για ανατοκισμό των τόκων και μετά το κλείσιμο του λογαριασμού της πίστωσης, ο στοιχείο (ζ.) λόγος της ανακοπής, με τον οποίο οι ανακόπτουσες ισχυρί-ζονται ότι παράνομα η καθής προέβη σε ανατοκισμό των τόκων μετά το κλείσιμο του αλληλόχρεου λογαριασμού που τηρούνταν μεταξύ τους είναι, με βάση και τα αναφερόμενα στη σχετική μείζονα σκέψη και τα προαναφερθέντα πραγματικά περιστατικά, απορριπτέος, ως αβάσιμος. Τέλος, με τον όρο 10.4 της ιδίας σύμβασης ορίστηκε ότι «Ή διάρκεια της εγγύησης ορίζεται μέχρι την ολοσχερή εξόφληση του δανείου. Σε περίπτωση καταγγελίας η εγγύηση ισχύει για 18 μήνες, από την επομένη της καταγγελίας και αν εντός της προθεσμίας αυτής αρχίσουν οι δικαστικές ενέργειες 16

και συνεχιστούν χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, οπότε η διάρκεια της εγγυήσεως παρατείνεται μέχρι την ολοσχερή εξόφληση του οφειλόμενου ποσού». Εν προκειμένω κατά τα προλεχθέντα η καταγγελία της επίδικης δανειακής σύμβασης έλαβε χώρα στις 22.9.2011 με συνέπεια η 18μηνη προθεσμία που ευθύνεται η δεύτερη ανακόπτουσα εγγυήτρια να έχει παρέλθει στις 22.3.2013, χωρίς εντωμεταξύ να έχουν μεσολαβήσει δικαστικές ενέργειες εκ μέρους της καθής, καθόσον η τελευταία προέβη στην πρώτη δικαστική της ενέργεια μόλις την 9.4.2013, που κατέθεσε την με αριθμό κατάθεσης 9270/9.4.2013 αίτησή της, βάση της οποίας εκδόθηκε η ανακοπτόμενη, όπως λεπτομερώς εκθέτουν οι ανακόπτουσες και δεν αμφισβητεί η καθής. Συνεπώς, στο χρόνο έκδοσης της ανακοπτομένης δεν είχε ισχύ η σύμβαση εγγύησης που είχε υπογράψει η δεύτερη ανακόπτουσα και συνεπώς δεν είχε η τελευταία καμία ευθύνη από την επίδικη δανειακή σύμβαση και ως εκ τούτου ως προς αυτήν, δεκτού γενομένου του υπό στοιχείο (θ.) λόγου πρέπει να ακυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής και η κάτωθι αυτής από 29.4.2013 επιταγή προς εκτέλεση, παρελκούσης πλέον της ανάγκης ερεύνης του υπό στοιχείου (η.) λόγου της ανακοπής που αφορά επίσης μόνο τη δεύτερη ανακόπτουσα-καθής η ανακοπή πρέπει να καταδικαστεί στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της δεύτερης ανακόπτουσας λόγω της ήττας της (άρθρο 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), Αντίθετα σε ό,τι αφορά την πρώτη ανακόπτουσα, κατόπιν της απόρριψης όλων των λόγων της ανακοπής που την αφορούν πρέπει αυτή (ανακοπή) να απορριφθεί, να επικυρωθεί ως προς αυτήν (πρώτη ανακόπτουσα) η ανακοπτομένη και να καταδικασθεί η πρώτη ανακόπτουσα στη δικαστική δαπάνη της καθής η ανακοπή κατά παραδοχή σχετικού αιτήματος της τελευταίας, λόγω της ήττας της (176, 182 1, 191 2, 591 1 ΚΠολΔ). 17