ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΟΜΕΑΣ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ «ΣΠΟΥΔΕΣ ΝΟΤΙΟΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ» ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Σχετικά έγγραφα
Χ. Βλ. Γκόρτσος. Επίκουρος Καθηγητής ιεθνούς

Δημοσιοποιήσεις σύμφωνα με το Παράρτημα 1 της Απόφασης 9/459/2007 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, όπως τροποποιήθηκε με την Απόφαση 9/572/23.12.

Δηµοσιοποιήσεις σύµφωνα µε το Παράρτηµα 1 της Απόφασης 9/459/2007 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, όπως τροποποιήθηκε µε την Απόφαση 9/572/23.12.

ΜΙΔΑΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ Α.Ε.Π.Ε.Υ.

ΠΡΑΞΗ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΡΙΘΜ. 123/

C 120/2 EL Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Κατευθυντήριες γραμμές

ECB-PUBLIC ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 4ης Απριλίου 2017

ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

Στρατηγικές και διαδικασίες για τη διαχείριση κινδύνων.

ΜΙΔΑΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ Α.Ε.Π.Ε.Υ.

ΜΙΔΑΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ ΑΕΠΕΥ ΔΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ 9/459/ ΤΟΥ Δ.Σ. ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ

Asset & Wealth Management Α.Ε.Π.Ε.Υ.

Οι Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις στο περιβάλλον της Βασιλείας ΙΙ

Επίπτωση στις Κεφαλαιακές Απαιτήσεις των Τραπεζών βάσει του Νέου Εποπτικού Πλαισίου (Βασιλεία ΙΙ) ως προς τις Μικρο-μεσαίες επιχειρήσεις

Ο ΗΓΙΕΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗΣ ΕΠΑΡΚΕΙΑΣ

TRIPLE A EXPERTS ΑΕΠΕΥ

Συνολικά Βασικά Ίδια Κεφάλαια (Tier 1) Συνολικό Σταθμισμένο Ενεργητικό ,10% ανοιγμάτων έναντι επιχειρήσεων (%) 1

ΗΛΙΑΣ Α. ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΑΚΗΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ Α.Ε.Π.Ε.Υ. ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΕΠΟΠΤΙΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ

March 14, H εμπειρία από τη διαδικασία εφαρμογής της Βασιλείας ΙΙ στις τράπεζες

Επισκόπηση των εναλλακτικών επιλογών και διακριτικών ευχερειών που ορίζονται στην οδηγία 2013/36/ΕΕ και στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ.

Αποτελέσματα Εννεαμήνου 2009

Μάθημα: Διαχείριση Ρίσκου

Συνέπειες της Εφαρμογής του πλαισίου της Βασιλείας ΙΙ για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις

Το Νέο Πλαίσιο για την Κεφαλαιακή Επάρκεια. (Basel II)

ΔΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗ ΕΠΑΡΚΕΙΑ, ΤΟΥΣ ΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΟΥΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥΣ. ΚΑΙ ΤΗΝ ΔΙΑΧΕΙΡiΣΗ ΤΟΥΣ. 31/12/2011

Οι ιδιαιτερότητες των λοιπών επιχειρηματικών κλάδων ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2. Αποτίμηση (επιμέτρηση) και απομείωση σύμφωνα με το IFRS 9

ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΓΟΡΕΣ Ενότητα 8: ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΙΙ. ΚΥΡΙΑΖΟΠΟΥΛΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Τμήμα ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ

ΟΔΗΓΙΕΣ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗΣ ΤΩΝ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΩΝ Γ02Α ΚΑΙ Γ02Β: ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΕΝΑΝΤΙ ΤΟΥ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ

ECB-PUBLIC ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της [ημέρα Μήνας ΕΤΟΣ]

ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗΣ

ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΝΕΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗΣ ΕΠΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ

Πίνακας της ειδικής δημοσιοποίησης των αποτελεσμάτων του stress test. Συνολικά Βασικά Ίδια Κεφάλαια (Tier 1) Συνολικά Εποπτικά Κεφάλαια 6.

Επισκόπηση των εναλλακτικών επιλογών και διακριτικών ευχερειών που ορίζονται στην οδηγία 2013/36/ΕΕ και στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ.

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΧΡΗΣΗΣ 2008 ΤΟΥ ΟΜΙΛΟΥ ATTICA BANK. Κέρδη 12,61 εκατ. ευρώ μετά από φόρους Σύνολο ενεργητικού 4,52 δις.

Iolcus Investments ΑΕΠΕΥ

ΠΡΑΞΗ ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΑΡΙΘΜ 2661 /

Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΓΟΡΑΣ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ

Αποτελέσματα Α Τριμήνου 2009

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

Αποτελέσματα Εννεαμήνου 2008

Iolcus Investments ΑΕΠΕΥ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΠΑΘΗΤΙΚΟΥ

Συνεδρίαση 114/

Ε.Ε. Παρ. ΙΙΙ(Ι) Αρ. 4839, Αριθμός 563 ΟΔΗΓΙΑ ΟΔ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ

Μεταβατική περίοδος για τον μετριασμό των επιπτώσεων από την εισαγωγή του ΔΠΧΑ 9. Πρόταση κανονισμού (COM(2016)0850 C8-0158/ /0360B(COD))

Η λειτουργία των τραπεζών 1. Περιεχόμενα. Ιούλιος 2012

ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ CRD IV ΣΤΙΣ Α.Ε.Π.Ε.Υ.

Επιτροπή Διαχειρίσεως Κινδύνων. (Risk Management Committee) Κανονισμός Λειτουργίας

І. Αποκάλυψη πληροφοριών σχετικά με τους σκοπούς και την πολιτική του επενδυτικού μεσολαβητή σε σχέση με τη διαχείριση των κινδύνων.

«Φερεγγυότητα ΙΙ» (Οδηγία 2009/138/ΕΚ)

Στρατηγικές και διαδικασίες των τραπεζών και εσωτερική επιθεώρησή τους.

Ο όρος «Χρηματοδότηση» περιλαμβάνει δύο οικονομικές δραστηριότητες.

Αιτιολογική έκθεση στο σχέδιο νόμου για την ενσωμάτωση της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ

ALPHA BANK CYPRUS LTD

ΣΥΝΟΛΟ (Α) 7, Β. ΜΕΙΟΝ: ΣΥΝΟΛΟ ΑΦΑΙΡΟΥΜΕΝΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ (Β) 2, Γ. ΣΥΝΟΛΟ ΒΑΣΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ (Α-Β) 4,

ΠΡΑΞΗ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ 113/

Περιεχόμενα. Το Χρηματοπιστωτικό Σύστημα

Όμιλος ATEbank - Αποτελέσματα Έτους 2009

Δημοσιοποίηση στοιχείων Πυλώνα ΙΙΙ για τη χρήση που έληξε

Ι. Χ. ΜΑΥΡΙΚΗΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ Α.Ε.Π.Ε.Υ.

ΕΦΗΜΕΡΙ Α ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

Έκθεση Φερεγγυότητας & Χρηματοοικονομικής Κατάστασης Ομίλου - Σύνοψη

Κατ' εξουσιοδότηση Κανονισμός (ΕΕ) 2015/2303 της Επιτροπής της 28

Εργαστήριο Εκπαίδευσης και Εφαρμογών Λογιστικής. Εισαγωγή στην Χρηματοοικονομική Ανάλυση

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Περιόδου από 1 ης Ιανουαρίου 2009 έως 30 ης Σεπτεμβρίου 2009

Αποτελέσματα Α Τριμήνου 2013

Οι βασικές αρχές διαχείρισης των παραπάνω κινδύνων είναι οι ακόλουθες :

Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την αναγνώριση και αποτίμηση στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού εκτός των τεχνικών προβλέψεων

Κατευθυντήριες γραμμές ΕΑΤ. σχετικά με τη συγκριτική αξιολόγηση των αποδοχών EBA/GL/2012/4

ALPHA BANK CYPRUS LTD

ΤΕΙ ΚΡΗΤΗΣ, ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΤΜΗΜΑ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ & ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ: Ο ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΚΑΙ

AΠΟΦΑΣΗ 29/606/ του Διοικητικού Συμβουλίου

GUARDIAN TRUST ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ Α.Ε.Π.Ε.Υ.

Α Π Ο Φ Α Σ Η 7/459/ του ιοικητικού Συµβουλίου ΤΟ ΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ

ΜΑΚΡΟΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ: ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΕΝΔΙΑΜΕΣΩΝ ΣΤΟΧΩΝ ΜΑΚΡΟΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ & ΕΠΙΛΟΓΗ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ ΜΑΚΡΟΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑ ΟΣ ΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

Τελικές κατευθυντήριες γραμμές

Πληροφορίες εποπτικής φύσεως σχετικά µε την κεφαλαιακή επάρκεια της. ΚΑΠΠΑ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ Α.Ε.Π.Ε.Υ., τους κινδύνους που αναλαµβάνει

Κατευθυντήριες γραμμές. σχετικά με την έμμεση υποστήριξη στις πράξεις τιτλοποίησης EBA/GL/2016/08 24/11/2016

ΟΔΗΓΙΕΣ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗΣ ΤΟΥ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΩΝ ΣΤ04 ΣΤ05: ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΜΕΓΑΛΩΝ ΟΦΕΙΛΕΤΩΝ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ A ΤΡΙΜΗΝΟΥ 2007

Αποτελέσματα Α Τριμήνου 2014

ΠΡΑΞΗ ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΑΡΙΘΜ. 2592/

Κατευθυντήριες οδηγίες σχετικά με την αξιολόγηση ιδίων κινδύνων και φερεγγυότητας

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ A ΕΞΑΜΗΝΟΥ 2005

Κατευθυντήριες γραμμές

Υγιής ρευστότητα με δείκτη δανείων προς καταθέσεις 87%

Διεθνής Οικονομική. Paul Krugman Maurice Obsfeld

L 355/60 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Π Λ Α Ι Σ Ι Ο Οι εποπτικές αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος στο νέο χρηματοοικονομικό περιβάλλον

Κατευθυντήριες γραμμές

Αποτελέσματα B Τριμήνου 2009

ΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗ ΕΠΑΡΚΕΙΑ, ΤΟΥΣ ΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΟΥΣ ΚΙΝ ΥΝΟΥΣ. ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΑΧΕΙΡiΣΗ ΤΟΥΣ. 31/12/2014

Πολιτική Κατηγοριοποίησης Πελατών

Αποτελέσματα Εννεαμήνου 2010

DGG 1B EΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ. Βρυξέλλες, 1 Δεκεμβρίου 2017 (OR. en) 2016/0360 B (COD) 2016/0360 (COD) PE-CONS 59/17 EF 266 ECOFIN 915 CCG 31 CODEC 1756

Transcript:

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΟΜΕΑΣ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ «ΣΠΟΥΔΕΣ ΝΟΤΙΟΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ» ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΙΩΑΝΝΗ Ν. ΑΝΤΩΝΑΚΗ (Α.Μ. 249/10) «Οι αποφάσεις της επιτροπής της Βασιλείας στον τραπεζικό τομέα: Μια συγκριτική ανάλυση για την Ελλάδα, την Ιταλία, την Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ιρλανδία» Επιβλέπων Καθηγητής: Α. Γ. Καρασαββόγλου Κομοτηνή, Ιανουάριος 2014 1

Ευχαριστίες Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τον επιβλέποντα καθηγητή μου, κύριο Αναστάσιο Καρασαββόγλου, για την καθοδήγηση και την πολύτιμη συνδρομή του στην εκπόνηση αυτής της διπλωματικής εργασίας. Επίσης, την οικογένειά μου για την ηθική συμπαράσταση που μου παρείχε καθ όλη την διάρκεια του μεταπτυχιακού προγράμματος. Τέλος, θα ήθελα να ευχαριστήσω τη Βασιλική για την υπομονή της καθώς και για την ψυχολογική της υποστήριξη. Γιάννης Αντωνάκης 2

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 5 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1... 7 1.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΓΙΑ ΤΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑ.... 7 1.2 Η ΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ.... 8 1.3 ΣΤΟΧΟΙ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ.... 9 1.4 ΤΟ ΣΥΜΦΩΝΟ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ Ι.... 12 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2... 16 2.1 ΤΟ ΣΥΜΦΩΝΟ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΙI... 16 2.2 ΠΥΛΩΝΑΣ Ι.... 17 2.2.1 Τυποποιημένη προσέγγιση (Standardized Approach) πιστωτικού κινδύνου. 18 2.2.2 Προσέγγιση των Εσωτερικών Συστημάτων Διαβάθμισης (ΕΣΔ) πιστωτικού κινδύνου.... 20 2.2.3 Τεχνικές μείωσης πιστωτικού κινδύνου.... 22 2.2.4 Προσέγγιση του Βασικού Δείκτη (Basic Indicator Approach) για το Λειτουργικό Κίνδυνο.... 24 2.2.5 Τυποποιημένη προσέγγιση (Standardized Approach) του λειτουργικού κινδύνου.... 24 2.2.6 Εξελιγμένες Μέθοδοι Μέτρησης (Advanced Measurement Approaches).... 26 2.3 ΠΥΛΩΝΑΣ ΙΙ.... 26 2.4 ΠΥΛΩΝΑΣ ΙΙΙ.... 27 2.5 Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΚΑΙ Η ΕΠΙΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ.... 29 2.6 ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΙΙ ΚΑΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΚΙΝΔΥΝΩΝ.... 32 2.7 ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΙΙ.... 33 2.8 ΟΙ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΙΣ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΕΣ ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΙΙ.... 36 2.9 ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΗΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΚΡΙΣΗ.... 38 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3... 44 3.1 ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΣΥΜΦΩΝΟ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΙΙΙ.... 44 3.2 ΜΙΚΡΟΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΣΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ.... 45 3.3 ΜΑΚΡΟΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ.... 48 3.4 ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΙΙΙ.... 50 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4... 62 4.1 ΕΛΛΑΔΑ... 62 4.1.1 Βασιλεία III και εφαρμογή στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα.... 62 4.1.2 Επιπτώσεις της Βασιλείας ΙΙΙ στη λειτουργία των τραπεζών.... 63 4.1.3 Βασιλεία και χρηματοδότηση επιχειρήσεων.... 66 4.1.4 Συμπεράσματα και πιθανή επίδραση της Βασιλείας ΙΙΙ.... 69 4.2 ΙΡΛΑΝΔΙΑ.... 70 4.2.1 Το σύμφωνο της Βασιλείας ΙΙΙ στην Ιρλανδία.... 70 4.2.2 Ενσωμάτωση του Συμφώνου στην ιρλανδική τραπεζική νομοθεσία.... 71 3

4.2.3 Η σημασία των προτεινόμενων εποπτικών κανόνων για το ιρλανδικό τραπεζικό σύστημα.... 73 4.3 ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ... 76 4.3.1 Η εφαρμογή των κανόνων της Βασιλείας ΙΙΙ στην Πορτογαλία.... 76 4.4 ΙΣΠΑΝΙΑ... 81 4.4.1 Η εφαρμογή των κανόνων της Βασιλείας ΙΙΙ στην Ισπανία.... 81 4.4.2 Οι επιπτώσεις στα πιστωτικά ιδρύματα.... 83 4.5 ΙΤΑΛΙΑ... 85 4.5.1 Εφαρμογή των νέων προτάσεων της Επιτροπής της Βασιλείας ΙΙΙ.... 86 4.6. ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΠΕΝΤΕ ΧΩΡΩΝ ΜΕ ΧΡΗΣΗ ΑΡΙΘΜΟΔΕΙΚΤΩΝ.... 88 ΕΠΙΛΟΓΟΣ... 96 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... 99 ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ... 99 ΕΛΛΗΝΙΚΗ... 101 ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΟΙ ΤΟΠΟΙ SITES... 103 4

Εισαγωγή Η παρούσα διπλωματική εργασία εκπονήθηκε στα πλαίσια του Μεταπτυχιακού Προγράμματος «Σπουδές Νοτιοανατολικής Ευρώπης» που διενεργεί ο Τομέας Διεθνών Σπουδών της Νομικής Σχολής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης σε συνεργασία με το τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων του ΤΕΙ Καβάλας. Αντικείμενο μελέτης της εργασίας αποτέλεσε η επιρροή των αποφάσεων της Επιτροπής της Βασιλείας στο Τραπεζικό σύστημα των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κυρίως στις χώρες που έχουν πληγεί περισσότερο από την τρέχουσα οικονομική κρίση, δηλαδή την Ιταλία, την Ιρλανδία, την Πορτογαλία, την Ισπανία και φυσικά την χώρα μας την Ελλάδα. Στο πρώτο κεφάλαιο της εργασίας επιχειρείται μια εισαγωγή στον θεσμό της Επιτροπής της Βασιλείας. Συγκεκριμένα, παρουσιάζεται ο ρόλος της Επιτροπής, πότε αυτή ιδρύθηκε και για ποιο σκοπό καθώς και ο τρόπος λειτουργίας της. Επίσης αναλύεται διεξοδικά το Πρώτο Σύμφωνο της Επιτροπής της Βασιλείας για την εποπτεία των Τραπεζικών Ιδρυμάτων. Στο δεύτερο και στο τρίτο κεφάλαιο αναλύονται το δεύτερο και το τρίτο Σύμφωνο της Επιτροπής της Βασιλείας αντίστοιχα. Γίνεται αναφορά στους τρεις βασικούς πυλώνες στους οποίους στηρίζεται το δεύτερο Σύμφωνο της Βασιλείας, στις σημαντικότερες κριτικές που υπήρξαν εναντίον του καθώς και στις ατέλειές του οι οποίες οδήγησαν στην ανάγκη για έναρξη συζητήσεων γύρω από τις διορθώσεις που πρέπει να υπάρξουν και οι οποίες στην ουσία αποτελούν το τρίτο Σύμφωνο της Επιτροπής, η εφαρμογή του οποίου έχει σταδιακά ξεκινήσει και πρόκειται να ολοκληρωθεί τα επόμενα έτη. Στο τέταρτο και τελευταίο κεφάλαιο γίνεται ανάλυση του τρόπου επηρεασμού της εφαρμογής των αποφάσεων της Επιτροπής της Βασιλείας στις χώρες οι οποίες αποδείχτηκαν οι πιο αδύναμες στην αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης. Συγκεκριμένα, αναλύεται στην κάθε χώρα χωριστά η επίδραση των Συμφώνων στο τραπεζικό της σύστημα, ενώ όσον αφορά την χώρα μας γίνεται εκτενής αναφορά τόσο στην εφαρμογή του Τρίτου Συμφώνου στο τραπεζικό σύστημα όσο και στην επίδραση που αυτό θα έχει στην χρηματοδότηση των ελληνικών επιχειρήσεων. Τέλος, 5

επιχειρείται μία σύγκριση των επιπτώσεων από την εφαρμογή των αποφάσεων της Επιτροπής σε κάθε χώρα, με τη χρήση κάποιων βασικών αριθμοδεικτών. 6

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 1.1 Εισαγωγή για τη Βασιλεία. Στο σύγχρονο χρηματοοικονομικό περιβάλλον ο ρόλος των τραπεζικών ιδρυμάτων έχει γίνει πιο σύνθετος σε σχέση με το παρελθόν. Τα ιδρύματα πέρα από τον παραδοσιακό τους ρόλο ως μεσάζοντες μεταξύ κεφαλαιούχων που ζητούν να επενδύσουν κεφάλαια και εκείνων που έχουν ανάγκη δανεισμού για τη χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων τους, καλούνται να διαχειριστούν τους αναλαμβανόμενους χρηματοοικονομικούς κινδύνους. Λόγω της ιδιαιτερότητας του ρόλου και της λειτουργίας των τραπεζικών ιδρυμάτων γεννήθηκε η ανάγκη για τη δημιουργία ενός πλαισίου ρυθμίσεων, που σκοπό θα έχει την ενίσχυση των ωφελειών και των υπηρεσιών που προσφέρουν οι τράπεζες. Οι ρυθμίσεις αυτές αφορούν: Την ασφάλεια και την οικονομική ευρωστία. Η πολιτεία για την προστασία των καταθετών και των πιστωτών έχει θεσπίσει διάφορα επίπεδα προστασίας. Το πρώτο επίπεδο προστασίας αφορά τη διασπορά του χαρτοφυλακίου των απαιτήσεών της. Το δεύτερο επίπεδο προστασίας αφορά τα ελάχιστο ποσό των Ιδίων Κεφαλαίων που οι μέτοχοι πρέπει να καταβάλλουν για τη χρηματοδότηση της λειτουργίας της. Το τρίτο επίπεδο προστασίας έχει να κάνει με την απευθείας εγγύηση των καταθέσεων. Τέλος, το τέταρτο επίπεδο προστασίας αφορά τη συχνή παρακολούθηση, την επίβλεψη και την εποπτεία από την πλευρά της πολιτείας. Τα θέματα νομισματικής πολιτικής. Η Κεντρική Τράπεζα ελέγχει άμεσα την ποσότητα των χαρτονομισμάτων και κερμάτων στην οικονομία. Αντίθετα, ο μεγαλύτερος όγκος χρημάτων, που έχει τη μορφή των τραπεζικών καταθέσεων ελέγχεται έμμεσα από αυτήν μέσω των υποχρεωτικών ρευστών διαθεσίμων. Στην Ελλάδα, το ελάχιστο ποσό ρευστών διαθεσίμων που πρέπει να τηρείται στην Κεντρική Τράπεζα είναι το 2% των καταθέσεων. Την κατανομή των πιστώσεων. Η ρύθμιση αυτή επιβάλλει στις τράπεζες να χρηματοδοτούν τους ευαίσθητους κλάδους της οικονομίας, όπως είναι ο κλάδος της γεωργίας. Παράλληλα, το 7

πιστωτικό ίδρυμα οφείλει να τηρεί ένα ελάχιστο ποσοστό των απαιτήσεών του (δανειακό χαρτοφυλάκιο) σε κάποιο συγκεκριμένο τομέα της οικονομίας. Την προστασία του καταναλωτή. Αφορά ρυθμίσεις για την αποφυγή διακρίσεων στο δανεισμό και κυρίως διακρίσεις που αφορούν την ηλικία, το φύλο ή τo εισόδημα. Την προστασία των επενδυτών. Ένα πλήθος νόμων προστατεύουν τους επενδυτές από εξαπατήσεις, διαστρεβλώσεις και κακομεταχειρίσεις. Αυτοί οι νόμοι χρειάζονται περαιτέρω θεσμική ενίσχυση, λόγω του μεγάλου εύρους των τραπεζικών δραστηριοτήτων. Την είσοδο άλλων τραπεζών στον κλάδο. Οι θεσμικές ρυθμίσεις θα πρέπει να στοχεύουν στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας του τραπεζικού κλάδου. Αυτό επιτυγχάνεται, αν ο κλάδος είναι ισχυρά προστατευμένος από νέες εισόδους τραπεζών. Οι παραπάνω ρυθμίσεις συνήθως επιβάλλονται σε διεθνές και σε εθνικό επίπεδο μέσω ενός ισχύοντος κανονιστικού πλαισίου. Ένα τέτοιο πλαίσιο αποτελεί και η συνθήκη της Βασιλείας (Μελάς Κ., 2002, σελ. 10-15). 1.2 Η ίδρυση της Επιτροπής της Βασιλείας. Η Επιτροπή της Βασιλείας ιδρύθηκε το 1974 από τους διοικητές των Κεντρικών Τραπεζών των κρατών μελών της «Ομάδας των Δέκα» (G-10) και σκοπό είχε τη διαμόρφωση κανόνων για τον έλεγχο της εποπτείας του τραπεζικού συστήματος. Η πρώτη συνεδρίαση πραγματοποιήθηκε τον Φεβρουάριο του 1975 και από τότε η Επιτροπή συνεδριάζει τρεις με τέσσερις φορές το χρόνο. Η ίδρυσή της είναι αποτέλεσμα μίας μεγάλης περιόδου αβεβαιότητας στη διεθνή οικονομία και πιο συγκεκριμένα στην αγορά συναλλάγματος. Τα μέλη της Βασιλείας προέρχονται από τον Καναδά, τη Γαλλία, το Βέλγιο, την Ιαπωνία, την Ιταλία, το Λουξεμβούργο, την Ελβετία, την Ολλανδία, το Ηνωμένο Βασίλειο, τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και την Ισπανία. Ο σημερινός πρόεδρος της Επιτροπής είναι ο Stefan Ingves, πρόεδρος της Κεντρικής Τράπεζας της Σουηδίας, ο οποίος διαδέχθηκε τον Dr Nout Wellink το 2011. 8

Οι χώρες εκπροσωπούνται είτε από την Κεντρική Τράπεζα είτε όταν δεν υπάρχει αυτή από επίσημες αρχές των οποίων αρμοδιότητα είναι η προληπτική εποπτεία των τραπεζών. Η επιτροπή σε όλες τις ενέργειές της έχει τη συνεχή στήριξη της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών, στην έδρα της οποίας λαμβάνουν χώρα και οι συναντήσεις της (Επίσημος δικτυακός τόπος Επιτροπής Βασιλείας). 1.3 Στόχοι και λειτουργία της Επιτροπής της Βασιλείας. Η Επιτροπή της Βασιλείας έχει ως στόχο τη διασφάλιση, την ενίσχυση της σταθερότητας του διεθνούς τραπεζικού συστήματος και τη βελτίωση της ποιότητας της εποπτείας για την επίτευξη μίας αποτελεσματικής τραπεζικής εποπτείας σε παγκόσμιο επίπεδο. Για την πραγματοποίηση αυτών των στόχων είναι αναγκαία η ανταλλαγή πληροφοριών σχετικών με τα θέματα της εποπτείας, η βελτίωση της αποτελεσματικότητας των τεχνικών εποπτείας και η δημιουργία ελάχιστων προτύπων και κανόνων εποπτείας σε δραστηριότητες που παρουσιάζουν προβλήματα. Οι κανόνες που θεσπίζονται από την Επιτροπή δεν είναι αναγκαίο να εφαρμοστούν, μπορούν να χαρακτηριστούν απλά ως κατευθυντήριες γραμμές βέλτιστων πρακτικών, οι οποίες μπορούν να τεθούν σε εφαρμογή από τις εποπτικές αρχές κάθε χώρας. Ένας από τους πιο σημαντικούς στόχους της Επιτροπής είναι η μείωση και αν είναι δυνατόν η εξάλειψη του χάσματος στην εποπτεία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Για την πραγματοποίηση αυτού του στόχου πρέπει κάθε χρηματοπιστωτικό σύστημα να εφαρμόζει τους κανόνες που έχουν θεσπιστεί και η εποπτεία να είναι επαρκής. Το 1975, η Επιτροπή εξέδωσε ένα κείμενο γνωστό ως «Concordat» το οποίο ολοκληρώθηκε και δημοσιεύθηκε το 1983 ως «Αναθεωρημένο Κονκορδάτο του 1983», αυτό ήταν και το ουσιαστικό ξεκίνημα της Επιτροπής της Βασιλείας. Τον Απρίλιο του 1990 έχουμε το «Συμπλήρωμα του Κονκορδάτου» το οποίο είχε πρόθεση να βελτιώσει τη ροή των πληροφοριών μεταξύ των εποπτικών αρχών διαφορετικών χωρών. Τον Ιούνιο του 1992 ορισμένες βασικές αρχές του Κονκορδάτου αναδιατυπώθηκαν σε ένα κείμενο γνωστό και ως «Minimum Standards» ή «Ελάχιστα 9

Πρότυπα». Τα πρότυπα αυτά γνωστοποιήθηκαν στις εποπτικές αρχές οι οποίες κλήθηκαν να τα εγκρίνουν και τον Ιούλιο του 1992 τα πρότυπα είχαν δημοσιευθεί. Έπειτα, τον Οκτώβριο του 1996, η Επιτροπή δημοσίευσε μία έκθεση η οποία συντάχθηκε από μία κοινή ομάδα εργασίας και περιείχε προτάσεις για την αντιμετώπιση των προβλημάτων ενοποιημένης εποπτείας των διασυνοριακών συναλλαγών των διεθνών τραπεζών. Η έκθεση αυτή εγκρίθηκε από τις εποπτικές αρχές 140 χωρών που παρακολούθησαν τη Διεθνή Διάσκεψη για την Τραπεζική Εποπτεία (International Conference of Banking Supervision) τον Ιούνιο του 1996. Το θέμα με το οποίο ασχολείται η Επιτροπή τα τελευταία χρόνια είναι η κεφαλαιακή επάρκεια. Στις αρχές του 1980, η Επιτροπή άρχισε να ανησυχεί για το ότι η επιδείνωση της κεφαλαιακής επάρκειας έγινε ακριβώς τη στιγμή που οι χρηματοοικονομικοί κίνδυνοι αυξάνονταν. Αυτό το γεγονός οδήγησε τα μέλη των χωρών της «Ομάδας των Δέκα» στη λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση της επιδείνωσης της κεφαλαιακής επάρκειας αλλά και για μεγαλύτερη σύγκλιση στη μέτρηση της κεφαλαιακής επάρκειας. Έτσι διαμορφώθηκε μία μέθοδος υπολογισμού του πιστωτικού κινδύνου, η οποία προσδιορίζει συντελεστές στάθμισης τόσο για τα εντός όσο και για τα εκτός ισολογισμού στοιχεία των τραπεζών. Ένα άλλο θέμα που απασχολεί την Επιτροπή, πέρα από τον πιστωτικό κίνδυνο, είναι η διαχείριση και άλλων κινδύνων στους οποίους είναι εκτεθειμένες οι τράπεζες. Η Επιτροπή παρουσίασε μία σειρά από εκθέσεις οι οποίες περιέχουν οδηγίες για τη μέτρηση κινδύνων τόσο από την πλευρά των τραπεζών όσο και από την πλευρά των εποπτικών αρχών. Τα πιο σημαντικά είδη κινδύνων είναι τα εξής: Ο πιστωτικός κίνδυνος. Ο κίνδυνος της αγοράς. Ο κίνδυνος από μεγάλα χρηματοοικονομικά ανοίγματα. Ο κίνδυνος ρευστότητας. Ο κίνδυνος επιτοκίου. Ο κίνδυνος που προκύπτει από συναλλαγές σε συνάλλαγμα. Ο κίνδυνος που προέρχεται από την ηλεκτρονική τραπεζική και τις συναλλαγές με ηλεκτρονικό χρήμα. 10

Η Επιτροπή συνεργάζεται πολλά χρόνια με τον Διεθνή Οργανισμό Επιτροπών Κεφαλαιαγοράς (International Organization of Securities Commissions - IOSCO) για την προληπτική εποπτεία των τραπεζών. Η IOSCO είναι ένα διεθνές forum όπου 174 εποπτικές αρχές κεφαλαιαγοράς επεξεργάζονται αρχές και πρότυπα για την άσκηση των εποπτικών τους καθηκόντων. Τα μέλη της συνεργάζονται με σκοπό: την καθιέρωση υψηλών προτύπων εποπτείας προκειμένου να διατηρήσουν δίκαιες, αποτελεσματικές και ισχυρές αγορές κεφαλαίου, την ανάπτυξη των εγχώριων αγορών, τη δημιουργία προτύπων και την αποτελεσματική εποπτεία των διεθνών συναλλαγών επί κινητών αξιών, την προώθηση της ακεραιότητας των αγορών μέσω της ακριβούς εφαρμογής προτύπων και της αποτελεσματικής επιβολής ποινών έναντι αδικημάτων. Τα μέλη της IOSCO συνέρχονται κάθε χρόνο κατά τη διάρκεια της Ετήσιας Συνόδου για να συζητήσουν ουσιώδη θέματα σχετικά με τις παγκόσμιες αγορές κινητών αξιών και παραγώγων χρηματοοικονομικών προϊόντων. Η Ελληνική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συμμετέχει ενεργά ως τακτικό μέλος στις Ετήσιες Συνόδους του Οργανισμού (Επίσημος δικτυακός τόπος IOSCO). Η Επιτροπή έχει ασχοληθεί αρκετά με τη λογιστική απεικόνιση των τραπεζικών συναλλαγών, όπως επίσης και με την πρόληψη του χρηματοπιστωτικού συστήματος από φαινόμενα ξεπλύματος χρήματος, την αντιμετώπιση των προβλημάτων των εποπτικών αρχών κατά την εκκαθάριση των τραπεζών και τα προβλήματα αναφορικά με τα συστήματα εγγύησης καταθέσεων. Αποτέλεσμα των ανωτέρω ήταν η δημιουργία ενός ολοκληρωμένου σχεδίου αποτελεσματικής προληπτικής εποπτείας. Για τη διευκόλυνση της εφαρμογής η Επιτροπή ανέπτυξε τις «Βασικές Αρχές Μεθοδολογίας» ή «Core Principles Methodology» (Επίσημος δικτυακός τόπος Επιτροπής Βασιλείας). Η Επιτροπή της Βασιλείας μελετώντας όλα τα παραπάνω έκρινε απαραίτητη τη δημιουργία ενός διεθνούς συμφώνου που θα είχε σκοπό τη διασφάλιση και την ενίσχυση της σταθερότητας του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος μέσω των ελάχιστων ορίων κεφαλαιακής επάρκειας. Το διεθνές αυτό σύμφωνο έγινε γνωστό ως το «Σύμφωνο της Βασιλείας του 1988» ή «Basel Capital Accord» το οποίο εγκρίθηκε από τους εκπροσώπους των τραπεζών των χωρών της ομάδας G-10. 11

1.4 Το Σύμφωνο της Βασιλείας Ι. Το Σύμφωνο της Βασιλείας του 1988 (Basel Capital Accord) γνωστό και ως Βασιλεία Ι αποτελεί τη βάση του πλαισίου που έχει διαμορφώσει η Επιτροπή της Βασιλείας για την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών. Οι διατάξεις του εν λόγω συμφώνου αφορούν δύο συναφή θέματα: τη μέθοδο κάλυψης υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων των διεθνών τραπεζών για την κάλυψη έναντι της έκθεσής τους στον πιστωτικό κίνδυνο και τον κίνδυνο χώρας από στοιχεία ενεργητικού και εκτός ισολογισμού & τον καθορισμό των στοιχείων των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων, με τα οποία οι τράπεζες δικαιούνται να εκπληρώνουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για κάλυψη έναντι του πιστωτικού κινδύνου και των κινδύνων αγοράς (Γκόρτσος Χ., 2006, σελ.1-5). Η πρακτική της Διαχείρισης Κινδύνων στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα εξελίχθηκε ταχύτατα από το τέλος της δεκαετίας του 1970 έως σήμερα. Βασικότερες αιτίες ήταν η απελευθέρωση των αγορών, η αύξηση της ταχύτητας κυκλοφορίας των κεφαλαίων, η αυξανόμενη πολυπλοκότητα των χρηματοοικονομικών εργαλείων με την εισαγωγή των παραγώγων καθώς επίσης και η χρήση της τεχνολογίας σε επίπεδο συναλλαγών, αλλά και σε επίπεδο διαχείρισης κεφαλαίων. Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις έναντι του πιστωτικού κινδύνου προήλθαν κυρίως από την έλλειψη σωστής διαχείρισης του δανειακού χαρτοφυλακίου των ιδρυμάτων. Για πρώτη φορά συνδέεται το ύψος των ιδίων κεφαλαίων με τον πιστωτικό κίνδυνο και καθιερώνεται ο συντελεστής φερεγγυότητας για την αντιμετώπιση του πιστωτικού κινδύνου. Ως συντελεστής φερεγγυότητας ορίζεται ο λόγος των ιδίων κεφαλαίων του πιστωτικού ιδρύματος προς τα στοιχεία του Ενεργητικού και τα εκτός ισολογισμού στοιχεία σταθμισμένα με τον κίνδυνό τους. Το πρώτο Σύμφωνο της Βασιλείας εστιάζει στην κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζικών ιδρυμάτων. Ο κίνδυνος κεφαλαιακής επάρκειας, δηλαδή ο κίνδυνος από μια απροσδόκητη απώλεια, ταξινομείται σε πέντε κατηγορίες (0%, 10%, 20%, 50%, 100%). Συγκεκριμένα, το σύμφωνο αυτό προσδιορίζει τα στοιχεία και την ποιότητα των ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών και ομαδοποιεί σε βασικές κατηγορίες τα εντός και εκτός ισολογισμού στοιχεία τους, ανάλογα με τον τεκμαιρόμενο πιστωτικό κίνδυνο που εμπεριέχουν. Έτσι το Σύμφωνο της Βασιλείας επέβαλε έναν ελάχιστο 12

ενιαίο δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας, 8%, και εναρμόνισε για πρώτη φορά το διεθνές εποπτικό σύστημα. Σύμφωνα με το σύμφωνο της Βασιλείας Ι είναι: (με δεδομένους τους συντελεστές στάθμισης κινδύνων). Επιπλέον, πρέπει το παραπάνω κλάσμα να είναι μεγαλύτερο από 8%. Η διεθνής αποδοχή του συμφώνου υπήρξε εντυπωσιακή και ειδικά στην περίπτωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον αντίστοιχες διατάξεις ενσωματώθηκαν στο κοινοτικό θεσμικό πλαίσιο της τραπεζικής εποπτείας, με αποτέλεσμα την αναμφισβήτητη ενίσχυση της φερεγγυότητας των τραπεζών κατά την προηγούμενη και τρέχουσα δεκαετία. Η ύπαρξη υψηλών δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας είναι βεβαίως αναγκαία, αλλά όχι ικανή συνθήκη για την εξασφάλιση της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος. Υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός ποιοτικών χαρακτηριστικών, όπως το καλό μάνατζμεντ και η υγιής δομή της τράπεζας, η ύπαρξη επαρκών συστημάτων εσωτερικού ελέγχου, η ανάπτυξη διαδικασιών χορήγησης δανείων και η συνετή διαχείριση χαρτοφυλακίου, τα οποία είναι εξίσου απαραίτητα. Η δεκαετία του 1980, όμως, χαρακτηρίστηκε από μεγάλη μεταβλητότητα στις παραμέτρους της αγοράς και του συναλλάγματος και ιδιαίτερα στα επιτόκια, με αποτέλεσμα αρνητικές επιπτώσεις στην κερδοφορία των πιστωτικών ιδρυμάτων. Με αφορμή τη νέα χρηματοοικονομική κατάσταση οι εποπτικές αρχές επέκτειναν τους ήδη υπάρχοντες κανόνες και θέσπισαν νέους δίνοντας περισσότερο έμφαση στην εφαρμογή των κεφαλαιακών απαιτήσεων και στον κίνδυνο αγοράς με την επιβολή του Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας. Για το λόγο αυτό, το σύμφωνο της Βασιλείας συμπληρώθηκε προκειμένου να καλύψει με κεφαλαιακές απαιτήσεις και τον κίνδυνο αγοράς. Στη δεκαετία του 1990 εμφανίστηκαν περιπτώσεις καταστροφικών ζημιών σε πιστωτικά ιδρύματα εξαιτίας κινδύνων που προέρχονταν από ατέλειες του πλαισίου λειτουργίας. Με αφορμή κάποιες χρηματοοικονομικές δυσλειτουργίες και πτωχεύσεις σε πιστωτικά ιδρύματα δημιουργήθηκε η ανάγκη διαχείρισης ενός νέου τύπου κινδύνου, του γνωστού ως Λειτουργικού Κινδύνου. 13

Η Επιτροπή της Βασιλείας το 1999, έδωσε στη δημοσιότητα το αναθεωρημένο έγγραφο του 1988 προς σχολιασμό σε θέματα πιστωτικού κινδύνου. Το νέο κείμενο οδήγησε σε συνεχείς διαβουλεύσεις μεταξύ των κεντρικών φορέων. Η βασική μεθοδολογία του πρώτου αναθεωρημένου Συμφώνου της Βασιλείας αφορά άμεσα τα εποπτικά ίδια κεφάλαια. Οι σταθμίσεις πιστωτικού κινδύνου ορίζονται ανά κατηγορία οφειλέτη (δηλαδή μικρότερου πιστωτικού κινδύνου) και είναι οι κεντρικές κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες, ενώ στη συνέχεια ακολουθούν τα πιστωτικά ιδρύματα και οι επιχειρήσεις. Επίσης, οι σταθμίσεις πιστωτικού κινδύνου έναντι κεντρικών κυβερνήσεων και τραπεζών θα βασίζονται σε διαχωρισμό των κρατών ανάλογα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ. Αυτό σημαίνει ότι τα κράτη μέλη του ΟΟΣΑ θα ανήκουν σε Α Ζώνη πιστωτικού κινδύνου, ενώ τα λοιπά κράτη θα είναι σε Β Ζώνη υψηλότερου κινδύνου. Ακόμη, οι βραχυπρόθεσμες διατραπεζικές τοποθετήσεις ορίζονται σε 12 μήνες. Ο σχεδιασμός του κανόνα κεφαλαιακής επάρκειας του 1988, παρά τα ανωτέρω επιτεύγματα, κρίνεται ανεπαρκής για τις ανάγκες του διεθνούς χρηματοπιστωτικού τομέα του 21 ου αιώνα καθώς έλαβε αποκλειστικά υπόψη τα χαρακτηριστικά του τραπεζικού συστήματος της δεκαετίας του 80. Η κριτική εστιάζεται στα εξής κυρίως σημεία: Οι τράπεζες μπορούσαν να προσαρμόσουν σταδιακά τη συμπεριφορά τους, ώστε να ικανοποιούν τον κανόνα του Συμφώνου της Βασιλείας, αξιοποιώντας νομικά κενά ή ατέλειες, προβαίνοντας σε arbitrage κεφαλαίων και τιτλοποιώντας επιχειρηματικά δάνεια. Η απουσία σοβαρής διαφοροποίησης των κεφαλαιακών απαιτήσεων στον κανόνα του Συμφώνου της Βασιλείας ανάλογα με το ύψος του πιστωτικού κινδύνου αποτελούσε κίνητρο για ορισμένες τράπεζες να επιδίδονται σε δανεισμό υψηλού κινδύνου. Παραδείγματος χάρη, αν και υπήρχαν σημαντικές διαφορές στο ύψος του πιστωτικού κινδύνου μεταξύ των τοποθετήσεων στις διάφορες χώρες του ΟΟΣΑ, το Σύμφωνο της Βασιλείας επέβαλλε ότι η έκθεση σε δανεισμό προς τις χώρες αυτές γενικά σταθμίζεται έναντι του κινδύνου με ποσοστό 0%. Αυτό οδηγούσε σε μία υποκατάσταση των στοιχείων του επενδυτικού χαρτοφυλακίου, που έχουν μέτρια απόδοση, με στοιχεία που ενσωματώνουν υψηλό κίνδυνο. Η υποκατάσταση αυτή είναι φυσικό αποτέλεσμα της θετικής συσχέτισης που υφίσταται ανάμεσα στον κίνδυνο και την απόδοση κάθε στοιχείου του 14

ενεργητικού. Εάν η κεφαλαιακή απαίτηση για μία ευρεία ομάδα στοιχείων ενεργητικού είναι η ίδια, μία μέση τράπεζα που επιθυμεί να μεγιστοποιήσει τα κέρδη της θα επιλέξει οριακά να χορηγήσει πιστώσεις που ενσωματώνουν υψηλότερους κινδύνους. Οι σταθμίσεις που προέβλεπε το Σύμφωνο της Βασιλείας του 1988 για τα στοιχεία του ενεργητικού βασίζονταν αποκλειστικά στην έκθεση στον πιστωτικό κίνδυνο. Αγνοούσε, επομένως, άλλες μορφές τραπεζικών κινδύνων όπως ο κίνδυνος επιτοκίου, ο λειτουργικό κίνδυνος, ο νομικός κίνδυνος κλπ. Οι κανόνες της Βασιλείας σχεδιάστηκαν για την εποπτεία των δραστηριοτήτων των διεθνών τραπεζών που δραστηριοποιούνται στις βιομηχανικές χώρες. Εντούτοις, η λογική των κανόνων κεφαλαιακής επάρκειας έχει υιοθετηθεί από διάφορες χώρες του κόσμου. Ιδιαίτερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση εφαρμόζεται σε τραπεζικά ιδρύματα και επενδυτικές εταιρείες ανεξάρτητα από το μέγεθός τους. Στο βαθμό, ωστόσο, που ο τομέας των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών γίνεται περισσότερο πολύπλοκος, οι γενικευμένοι κανόνες κεφαλαιακής επάρκειας καθίστανται αναποτελεσματικοί. Τέλος, οι σταθμίσεις στον κανόνα κεφαλαιακής επάρκειας της Βασιλείας θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν είτε αυθαίρετες είτε στην καλύτερη των περιπτώσεων μη ακριβείς (Πετράκης Π.,2007). 15

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 2.1 Το Σύμφωνο της Βασιλείας ΙI. Έπειτα από μία πενταετία διαρκών διαβουλεύσεων, η Επιτροπή τον Ιούνιο του 2004 δημοσίευσε το αναθεωρημένο πλαίσιο για την κεφαλαιακή επάρκεια γνωστό και ως Βασιλεία ΙΙ. Το χαρακτηριστικό γνώρισμα του συγκεκριμένου συμφώνου είναι ότι αποτελείται από τρεις πυλώνες. Στον πρώτο πυλώνα, ο οποίος αφορά τον υπολογισμό των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων, καθορίζονται επίσης οι κανόνες που πρέπει να ακολουθούνται και οι μεθοδολογίες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον προσδιορισμό της κεφαλαιακής επάρκειας των πιστωτικών ιδρυμάτων. Στον δεύτερο πυλώνα καταγράφονται οι διαδικασίες που πρέπει να εφαρμόσουν οι εποπτικές αρχές για να εξετάσουν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της μεθόδου που ακολουθούν οι τράπεζες για την αξιολόγηση της κεφαλαιακής τους επάρκειας και κατά πόσον αυτές συνάδουν με τη φιλοσοφία του πρώτου πυλώνα. Τέλος, με τον τρίτο πυλώνα προσδιορίζονται τα στοιχεία που πρέπει να δημοσιεύουν τα πιστωτικά ιδρύματα, ώστε να ενισχυθεί η πειθαρχία μέσω της αγοράς (Τασάκος Κ., 2005). Οι τρεις πυλώνες του νέου συμφώνου είναι αλληλοενισχυόμενοι. Είναι σαφές ότι η αποτελεσματικότητα του πρώτου πυλώνα εξαρτάται εν πολλοίς από την ικανότητα των εποπτικών αρχών να επιβάλουν την εφαρμογή του. Επίσης οι αυξημένες υποχρεώσεις γνωστοποίησης στοιχείων του τρίτου πυλώνα διαμορφώνουν τα κατάλληλα κίνητρα για τη βελτίωση των διαδικασιών διαχείρισης κινδύνων. Στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων της Βασιλείας ΙΙ εμπίπτουν κυρίως οι διεθνώς δραστηριοποιούμενες τράπεζες. Επίσης το νέο σύμφωνο επεκτείνει το προβλεπόμενο από τη Συμφωνία του 1988 εύρος εφαρμογής της ενοποίησης, ώστε να περιλαμβάνει και τις μητρικές εταιρείες χαρτοφυλακίου τραπεζικών ομίλων. Αναφορικά με τις πλειοψηφικές συμμετοχές σε τραπεζικές επενδυτικές και άλλες χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις, η ενοποίηση είναι αναγκαία. Σε περίπτωση που η ενοποίηση δεν είναι εφικτή ή σκόπιμη θα πρέπει να αφαιρούνται από τα ίδια κεφάλαια οι εν λόγω συμμετοχές. Επίσης, στην περίπτωση μειοψηφικών συμμετοχών παρέχεται η δυνατότητα είτε αφαίρεσης τους από τα ίδια κεφάλαια, είτε πραγματοποίησης αναλογικής ενοποίησης (pro rata). Τέλος, όσον αφορά τις 16

συμμετοχές σε ασφαλιστικές προβλέπεται η αφαίρεση από τα ίδια κεφάλαια. Παρέχονται επίσης εναλλακτικές μέθοδοι υπό την προϋπόθεση ότι διασφαλίζεται καθολική προσέγγιση και αποφυγή μόχλευσης (Γκόρτσος Χ., 2005, σελ. 7-13). 2.2 Πυλώνας Ι. Σύμφωνα με τον πρώτο Πυλώνα, οι εποπτικές αρχές οφείλουν να παρακολουθούν την επάρκεια των συστημάτων διαχείρισης κινδύνου, την ποιότητα της εταιρικής διακυβέρνησης, την έκθεση κινδύνων, τη ρευστότητα, τις λογιστικές αρχές, την κεφαλαιακή επάρκεια και την ποιότητα κερδοφορίας κάθε πιστωτικού ιδρύματος. Έτσι, παρέχεται η δυνατότητα στις εποπτικές αρχές να επιβάλλουν τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις για κάθε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, οι οποίες μπορεί και να είναι υψηλότερες από το ελάχιστο όριο του 8%, ανάλογα με την εκτιμώμενη έκθεση κινδύνου της κάθε τράπεζας. Οι ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις υπολογίζονται σύμφωνα με την παρακάτω σχέση: Το αποτέλεσμα που προκύπτει από το παραπάνω κλάσμα ονομάζεται δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας και πρέπει να είναι μεγαλύτερος ή ίσος με το 8% για κάθε πιστωτικό ίδρυμα. Ο ορισμός των ιδίων κεφαλαίων, οι ελάχιστες απαιτήσεις του 8% των ιδίων κεφαλαίων σε σχέση με το σταθμισμένο ενεργητικό και οι διατάξεις αναφορικά με την εποπτική μεταχείριση των κινδύνων αγοράς δεν μεταβάλλονται. Αντίθετα υπάρχει μεταβολή στον τρόπο μέτρησης του πιστωτικού κινδύνου, στην εποπτική αντιμετώπιση των μέσων και τεχνικών μείωσης του καθώς και στην καθιέρωση επιπρόσθετων κεφαλαιακών απαιτήσεων για τον λειτουργικό κίνδυνο. Για την μέτρηση του πιστωτικού κινδύνου παρέχονται δύο κύριες εναλλακτικές μέθοδοι. Η πρώτη είναι η τυποποιημένη μέθοδος (standardized) στην 17

οποία οι συντελεστές στάθμισης προσδιορίζονται με βάση τις διαβαθμίσεις οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας και η δεύτερη είναι η μέθοδος των εσωτερικών διαβαθμίσεων (IRB), στην οποία τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν με βάση εσωτερικές εκτιμήσεις της πιστοληπτικής ικανότητας των πιστούχων να εκτιμήσουν τον πιστωτικό κίνδυνο. Για κάποιες συγκεκριμένες κατηγορίες ανοιγμάτων παρέχονται δύο εναλλακτικές, η βασική (Foundation) και η εξελιγμένη προσέγγιση (Advanced) (Ζοπουνίδης Κ. & Λιαδάκη Α., 2006). 2.2.1 Τυποποιημένη προσέγγιση (Standardized Approach) πιστωτικού κινδύνου. Η απλούστερη από τις μεθοδολογίες υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων είναι η τυποποιημένη προσέγγιση, η οποία αντανακλά με μεγάλη ακρίβεια τις μεταβολές του πιστωτικού κινδύνου. Στο προτεινόμενο πλαίσιο οι συντελεστές στάθμισης πιστωτικού κινδύνου προσδιορίζονται με τη χρήση των εκτιμήσεων της πιστοληπτικής ικανότητας των αντισυμβαλλόμενων από εξωτερικούς οίκους αξιολόγησης, σε αντίθεση με το ισχύον καθεστώς όπου το βασικό κριτήριο καθορισμού των εν λόγω συντελεστών είναι η διάκριση μεταξύ των χωρών μελών και μη του ΟΟΣΑ. Τα πιστωτικά ιδρύματα μέσω της χρήσης φάσματος τεχνικών μείωσης κινδύνου είναι σε θέση να περιορίζουν τις κεφαλαιακές τους απαιτήσεις έναντι του πιστωτικού κινδύνου. Τα κυριότερα σημεία του πιστωτικού κινδύνου είναι τα παρακάτω: Η στάθμιση των απαιτήσεων ενός πιστωτικού ιδρύματος εξαρτάται από τη φύση του αντισυμβαλλόμενου εκδότη (κράτος, πιστωτικό ίδρυμα, εταιρεία), το είδος της απαίτησης (ομόλογο, στεγαστικό ή καταναλωτικό δάνειο) και την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας του οφειλέτη - εκδότη από εξωτερικούς οίκους αξιολόγησης. Οι εξωτερικές αξιολογήσεις οφείλουν να πληρούν συγκεκριμένα κριτήρια και να υπόκεινται στον έλεγχο των εθνικών εποπτικών αρχών. Η Επιτροπή της Βασιλείας παρέχει τη δυνατότητα στις εθνικές εποπτικές αρχές να αποφασίσουν για την αντιμετώπιση μιας σειράς θεμάτων. Παραδείγματος χάριν, οι εθνικές εποπτικές αρχές μπορούν να αποφασίσουν την ευνοϊκότερη μεταχείριση για τις απαιτήσεις του πιστωτικού ιδρύματος έναντι της χώρας όπου εδρεύει και οι οποίες είναι εκφρασμένες και έχουν 18

χρηματοδοτηθεί στο νόμισμα της χώρας αυτής. Ωστόσο, στο θέμα αυτό η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προτείνει όχι μόνο την ευνοϊκότερη μεταχείριση αλλά και τη διατήρηση του ισχύοντος καθεστώτος στάθμισης με συντελεστή 0%. Τα δάνεια που είναι πλήρως εξασφαλισμένα με υποθήκες αστικών ακινήτων σταθμίζονται με συντελεστή 35%, ενώ εκείνα που είναι εξασφαλισμένα με υποθήκες εμπορικών ακινήτων θα σταθμίζονται με 100%. Ωστόσο, παρέχεται η δυνατότητα στάθμισης με συντελεστή 50% σε τμήματα δανείων τα οποία είναι εξασφαλισμένα με υποθήκες επί ακινήτων, κάτω όμως από ιδιαίτερα αυστηρές προϋποθέσεις. Η Επιτροπή της Βασιλείας αναγνωρίζοντας τη διαφορετική φύση των εργασιών της λιανικής τραπεζικής επιβάλλει χαμηλότερο συντελεστή στάθμισης ήτοι 75%, σε σχέση με τη δανειοδότηση των επιχειρήσεων. Ο τομέας λιανικής τραπεζικής χαρακτηρίζεται από μεγάλο πλήθος δανείων και μικρά υπόλοιπα ανά δάνειο, επιτυγχάνοντας με αυτό τον τρόπο τη διαφοροποίηση του χαρτοφυλακίου και συνεπώς τη μείωση του αναλαμβανόμενου κινδύνου. Στο εποπτικό χαρτοφυλάκιο λιανικής τραπεζικής, σύμφωνα με την Επιτροπή (Basel Committee on Banking Supervision, 2003), περιλαμβάνονται δάνεια τα οποία πληρούν συγκεκριμένα κριτήρια: α) οι δανειζόμενοι είναι φυσικά πρόσωπα ή μικρές επιχειρήσεις, β) το δάνειο μπορεί να είναι ανανεώσιμη πίστωση ή γραμμή πιστωτικών ευχερειών (υπερανάληψη ή πιστωτική κάρτα), καταναλωτικό δάνειο ή δάνειο προς μικρή επιχείρηση, γ) το συνολικό πιστωτικό άνοιγμα προς έναν συμβαλλόμενο δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό του ενός εκατομμυρίου ευρώ και αφετέρου το 0,2% του συνολικού εποπτικού χαρτοφυλακίου λιανικής τραπεζικής. Το ανασφάλιστο τμήμα των ληξιπρόθεσμων άνω των 90 ημερών απαιτήσεων, μετά από την αφαίρεση των ειδικών προβλέψεων, προτείνεται να σταθμίζεται με συντελεστή 100% και 150%, ανάλογα με το ποσοστό κάλυψης του ληξιπρόθεσμου ποσού από ειδικές προβλέψεις. Κατά τον ίδιο τρόπο οι ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις από στεγαστικά δάνεια, άνω των 90 ημερών, θα σταθμίζονται με συντελεστές 50% και 100% αντίστοιχα (Basel Committee on Banking Supervision, 2004). 19

2.2.2 Προσέγγιση των Εσωτερικών Συστημάτων Διαβάθμισης (ΕΣΔ) πιστωτικού κινδύνου. Η υιοθέτηση της εν λόγω προσέγγισης αποτελεί το πιο καινοτόμο τμήμα των νέων προτάσεων για την κεφαλαιακή επάρκεια των πιστωτικών ιδρυμάτων. Η μεθοδολογία αυτή είναι κλιμακούμενη και εξελικτική και αποτελείται από δύο επιμέρους προσεγγίσεις τη θεμελιώδη και την εξελιγμένη. Η προσέγγιση των ΕΣΔ θεμελιώνεται στις εσωτερικές πρακτικές αντιμετώπισης του πιστωτικού κινδύνου που χρησιμοποιούνται από ορισμένα πιστωτικά ιδρύματα κατά την εκτίμηση του ύψους του απαιτούμενου οικονομικού κεφαλαίου για την κάλυψη έναντι των κινδύνων που αναλαμβάνουν κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων τους. Σε αντίθεση με την τυποποιημένη προσέγγιση με τους πέντε συντελεστές στάθμισης η προσέγγιση των ΕΣΔ χρησιμοποιεί μια συνεχή συνάρτηση συντελεστών στάθμισης αντανακλώντας όλο το φάσμα της πιστοληπτικής ικανότητας των αντισυμβαλλόμενων και της πιθανότητας αθέτησης υποχρέωσής τους, παρέχοντας συνεπώς ακριβέστερη διαφοροποίηση του πιστωτικού κινδύνου. Κεντρική θέση στην ανάπτυξη της προσέγγισης των ΕΣΔ κατέχει ο εποπτικός ορισμός της αθέτησης υποχρέωσης αντισυμβαλλόμενου. Αθέτηση αντισυμβαλλόμενου θεωρείται ότι έχει συμβεί όταν συντρέχει μία από τις εξής προϋποθέσεις: α) ύπαρξη ληξιπρόθεσμης οφειλής μεγαλύτερης των 90 ημερών για οποιαδήποτε από τις βασικές υποχρεώσεις του πελάτη ή β) υφίστανται ενδείξεις ότι ο οφειλέτης είναι απίθανο να εξοφλήσει πλήρως τις υποχρεώσεις του (κεφάλαιο, τόκους, τυχόν έξοδα) χωρίς το πιστωτικό ίδρυμα να καταφύγει σε ενεργοποίηση τυχόν εγγυήσεων ή εξασφαλίσεων. Η δομή και συνεπακόλουθα η λειτουργία προσέγγισης των ΕΣΔ βασίζεται στα παρακάτω βασικά στάδια: Ταξινόμηση των στοιχείων του ενεργητικού που συνθέτουν το επενδυτικό χαρτοφυλάκιο των πιστωτικών ιδρυμάτων σε πέντε βασικές κατηγορίες: α) απαιτήσεις έναντι επιχειρήσεων που συμπεριλαμβάνουν χρηματοδοτήσεις μεγάλων έργων, εμπορευμάτων, φυσικών περιουσιακών στοιχείων, εμπορικών ακινήτων, εμπορικών ακινήτων υψηλού κινδύνου και χρηματοδοτήσεις με εκχώρηση επιχειρηματικών απαιτήσεων, β) απαιτήσεις έναντι κρατών, γ) απαιτήσεις έναντι πιστωτικών ιδρυμάτων και ΕΠΕΥ, δ) λιανική τραπεζική (στεγαστικά δάνεια, ανανεώσιμα πιστωτικά ανοίγματα, λοιπά δάνεια λιανικής 20

τραπεζικής, αγορά εκχωρούμενων απαιτήσεων λιανεμπορίου) & ε) συμμετοχές και μετοχές. Για τις παραπάνω απαιτήσεις τα πιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να παράγουν συγκεκριμένες παραμέτρους πιστωτικού κινδύνου χρησιμοποιώντας είτε τυποποιημένους συντελεστές οι οποίοι θα καθορίζονται από τις εποπτικές αρχές (θεμελιώδης προσέγγιση) ή δικές τους εκτιμήσεις (εξελιγμένη προσέγγιση). Οι παράμετροι πιστωτικού κινδύνου είναι οι παρακάτω: Πιθανότητα αθέτησης υποχρέωσης του αντισυμβαλλόμενου (Probability of Default PD). Ορίζεται ως η μεγαλύτερη τιμή μεταξύ της πιθανότητας αθέτησης υποχρέωσης του αντισυμβαλλόμενου με χρονικό ορίζοντα ενός έτους και ενός ελαχίστου ορίου 0,03%. Όλα τα πιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να παρέχουν στις εποπτικές αρχές τις εκτιμήσεις τους για την πιθανότητα αθέτησης υποχρέωσης του αντισυμβαλλόμενου για κάθε βαθμίδα αξιολόγησης δανειζόμενου του Εσωτερικού Συστήματος Διαβάθμισης πιστωτικού κινδύνου. Αναμενόμενη ζημία σε περίπτωση αθέτησης της υποχρέωσης του αντισυμβαλλόμενου (Loss Given Default LGD). Η συγκεκριμένη παράμετρος κινδύνου αντιπροσωπεύει μια εκτίμηση της μέσης αναμενομένης ζημίας ανά απαίτηση που θα υποστεί το πιστωτικό ίδρυμα αν ο αντισυμβαλλόμενος δεν εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις. Η LGD εξαρτάται από τα χαρακτηριστικά της συναλλαγής καθώς και από τις τεχνικές μείωσης κινδύνου που έχουν χρησιμοποιηθεί. Σύμφωνα με τη θεμελιώδη προσέγγιση η LGD καθορίζεται από τις εποπτικές αρχές και διαφοροποιείται ανάλογα με τα χαρακτηριστικά της συναλλαγής και τον τύπο της εξασφάλισης. Η Επιτροπή της Βασιλείας προτείνει ως αφετηρία την υιοθέτηση τιμής 45% και 75% για την LGD των ακάλυπτων απαιτήσεων πλήρους και μειωμένης εξασφάλισης αντίστοιχα. Αντίθετα με βάση την εξελικτική προσέγγιση τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν την ευχέρεια να χρησιμοποιήσουν τις δικές τους εκτιμήσεις για το ύψος της LGD που αναλογεί σε κάθε απαίτηση. Εναπομένουσα διάρκεια μέχρι τη λήξη των απαιτήσεων (Maturity M). Όσο μικρότερη ή μεγαλύτερη η εναπομένουσα διάρκεια μέχρι τη λήξη της απαίτησης τόσο μικρότερος ή μεγαλύτερος ο υποκείμενος πιστωτικός κίνδυνος. 21

Έκθεση έναντι του αντισυμβαλλόμενου σε περίπτωση αθέτησης της υποχρέωσής του (Exposure At Default EAD). Η παράμετρος αυτή προσδιορίζεται από το είδος της απαίτησης και στις περισσότερες περιπτώσεις ισούται με το ονομαστικό ποσό αυτής. Ωστόσο, για τις συγκεκριμένες μορφές εκτός ισολογισμού απαιτήσεων η έκθεση έναντι του αντισυμβαλλόμενου συμπεριλαμβάνει και μια εκτίμηση του μελλοντικού δυνητικού δανεισμού πριν την αθέτηση της υποχρέωσής του. Οι προαναφερθείσες παράμετροι πιστωτικού κινδύνου, εν συνεχεία, εκτιμώνται ξεχωριστά και ακολούθως εισάγονται ως μεταβλητές στις αντίστοιχες συναρτήσεις για τον υπολογισμό των συντελεστών στάθμισης πιστωτικού κινδύνου και συνεπώς των συναφών κεφαλαιακών απαιτήσεων. Για τον υπολογισμό του σταθμισμένου έναντι του πιστωτικού κινδύνου Ενεργητικού, η κεφαλαιακή απαίτηση κάθε στοιχείου του Ενεργητικού, θα πολλαπλασιάζεται διαδοχικά επί την έκθεση σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης αντισυμβαλλόμενου και επί 1,25 (το αντίστροφο του ελάχιστου δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας 8%). Τα πιστωτικά ιδρύματα για να χρησιμοποιήσουν την προσέγγιση των ΕΣΔ για σκοπούς κεφαλαιακής επάρκειας θα πρέπει κατ ελάχιστο να πληρούν συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Οι εθνικές εποπτικές αρχές θα είναι επιφορτισμένες με τον έλεγχο της συμμόρφωσης των πιστωτικών ιδρυμάτων προς τις εν λόγω προϋποθέσεις. 2.2.3 Τεχνικές μείωσης πιστωτικού κινδύνου. Οι προτάσεις της Επιτροπής της Βασιλείας αναγνωρίζουν ένα ευρύτερο φάσμα τεχνικών μείωσης του πιστωτικού κινδύνου, εφόσον πληρούνται συγκεκριμένες γενικές προϋποθέσεις. Με τη χρήση των τεχνικών αυτών το πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να μειώσει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις έναντι του πιστωτικού κινδύνου, λαμβάνοντας εξασφαλίσεις ή εγγυήσεις, συνάπτοντας συμφωνίες συμψηφισμού μεταξύ εντός ισολογισμού απαιτήσεων και υποχρεώσεων και συναλλάσσοντας πιστωτικά παράγωγα. Οι εξασφαλίσεις αποτελούν τη σημαντικότερη τεχνική μείωσης του πιστωτικού κινδύνου και για αυτό το λόγο καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος των 22

προτάσεων συγκριτικά με τις υπόλοιπες τεχνικές. Οι ελάχιστες προϋποθέσεις για την εποπτική αναγνώριση των εξασφαλίσεων ως στοιχείων μείωσης του πιστωτικού κινδύνου συμπεριλαμβάνουν τη νομική κατοχύρωση της εξασφάλισης, τη χαμηλή συσχέτιση της αξίας της με την απαίτηση την οποία καλύπτει και την ύπαρξη αποτελεσματικών διαδικασιών διαχείρισης κινδύνων. Υπάρχουν δύο προσεγγίσεις οι οποίες προτείνονται για την εποπτική μεταχείριση των χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων. Σύμφωνα με την Απλή προσέγγιση, το τμήμα των απαιτήσεων το οποίο καλύπτεται από την τρέχουσα αξία των εξασφαλίσεων θα λαμβάνει συντελεστή στάθμισης κινδύνου των εκδοτών των χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων (με ελάχιστο όριο το 20%). Ακόμη, η εξασφάλιση θα πρέπει να έχει εναπομένουσα διάρκεια ως τη λήξη τουλάχιστον ίση με την αντίστοιχη της απαίτησης και να αποτιμάται τουλάχιστον εξαμηνιαίως. Οι συντελεστές προσαρμογής υπολογίζονται με δύο τρόπους, την τυποποιημένη εποπτική μέθοδο και την εσωτερική μέθοδο εκτίμησης. Το ύψος του συντελεστή προσαρμογής εξαρτάται από τη μορφή της χρηματοοικονομικής εξασφάλισης, τον τύπο της συναλλαγής, τη συχνότητα της αποτίμησης σε τρέχουσες τιμές και της κατάθεσης περιθωρίου ασφαλείας καθώς και το χρονικό ορίζοντα εντός του οποίου η αξία της εξασφάλισης μπορεί να μεταβληθεί. Η Επιτροπή της Βασιλείας αναγνωρίζει ως αποδεκτές εξασφαλίσεις κυρίως τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία καθορίζοντας ταυτόχρονα τον τρόπο υπολογισμού της αξίας ρευστοποίησής τους. Τα πιστωτικά ιδρύματα που θα υιοθετήσουν την τυποποιημένη προσέγγιση θα μπορούν να χρησιμοποιήσουν είτε την απλή είτε την αναλυτική προσέγγιση για την εποπτική μεταχείριση των εξασφαλίσεων. Αντίθετα, τα πιστωτικά ιδρύματα που θα υιοθετήσουν τη θεμελιώδη προσέγγιση θα πρέπει να εφαρμόσουν υποχρεωτικά αναλυτική προσέγγιση. Η υιοθέτηση της θεμελιώδους προσέγγισης παρέχει στα πιστωτικά ιδρύματα το πλεονέκτημα χρησιμοποίησης ευρύτερου φάσματος χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων σε σχέση με την τυποποιημένη προσέγγιση, καθώς επίσης και συγκεκριμένων μορφών εμπράγματων εξασφαλίσεων υπό αυστηρές προϋποθέσεις (Basel Committee on Banking Supervision, 2004). 23

2.2.4 Προσέγγιση του Βασικού Δείκτη (Basic Indicator Approach) για το Λειτουργικό Κίνδυνο. Η Επιτροπή της Βασιλείας ορίζει ως λειτουργικό τον κίνδυνο πραγματοποίησης ζημιών, είτε από ανεπαρκείς ή εσφαλμένες εσωτερικές διαδικασίες, συστήματα ή ανθρώπινο παράγοντα είτε από εξωτερικά αίτια. Στο λειτουργικό κίνδυνο συμπεριλαμβάνεται ο νομικός κίνδυνος ενώ εξαιρείται τόσο ο κίνδυνος φήμης όσο και ο κίνδυνος στρατηγικής των πιστωτικών ιδρυμάτων. Η Επιτροπή προτείνει τρεις εναλλακτικές προσεγγίσεις για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων έναντι του λειτουργικού κινδύνου, οι οποίες παρουσιάζουν βαθμιαία αυξανόμενη πολυπλοκότητα ενώ αναμένεται να επιφέρουν κλιμακούμενα μικρότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις. Σχετικά με την προσέγγιση του Βασικού Δείκτη, η κεφαλαιακή απαίτηση έναντι του λειτουργικού κινδύνου προσδιορίζεται ως γινόμενο ενός βασικού δείκτη που αντιπροσωπεύει τη συνολική έκθεση του πιστωτικού ιδρύματος στο λειτουργικό κίνδυνο επί ένα σταθερό συντελεστή a που θα καθοριστεί από τις εποπτικές αρχές. Ως βασικός δείκτης προτείνεται αυτός των μικτών εσόδων (gross income) ενώ η τιμή του συντελεστή a προτείνεται να είναι της τάξης του 15% (Κιμισκίδης Γ., 2007). 2.2.5 Τυποποιημένη προσέγγιση (Standardized Approach) του λειτουργικού κινδύνου. Η προσέγγιση αυτή αναγνωρίζει ότι ο λειτουργικός κίνδυνος διαφοροποιείται ανάλογα με τον τομέα επιχειρηματικής δραστηριοποίησης και στην ουσία αποτελεί μια εξελιγμένη παραλλαγή της προαναφερόμενης προσέγγισης. Οι δραστηριότητες του πιστωτικού ιδρύματος κατανέμονται σε συγκεκριμένους τομείς, οι οποίοι είναι εποπτικά καθορισμένοι. Η κεφαλαιακή απαίτηση έναντι του λειτουργικού κινδύνου προσδιορίζεται αναλυτικά για κάθε επιχειρηματική δραστηριότητα ως το γινόμενο του δείκτη που αντιπροσωπεύει την έκθεση του συγκεκριμένου τομέα στο λειτουργικό κίνδυνο επί ένα σταθερό εποπτικά καθορισμένο συντελεστή b. 24

Πίνακας 1: Χαρτογράφηση Επιχειρηματικών Δραστηριοτήτων. Επενδυτική Τραπεζική Παραδοσιακές Τραπεζικές Εργασίες Λοιπές εργασίες Επιχειρηματικός τομέας Χρηματοδότηση μεγάλων επιχειρήσεων Διαπραγμάτευση και Πωλήσεις b 18% Δραστηριότητες Επιχειρηματική τραπεζική, Χρηματοδότηση κεντρικών & τοπικών κυβερνήσεων, Επενδυτική τραπεζική, Συμβουλευτικές υπηρεσίες 18% Πωλήσεις, market making, Διαχείριση ιδίων θέσεων, Διαχείριση διαθεσίμων. Λιανική τραπεζική 12% Λιανική τραπεζική, Διαχείριση περιουσίας ιδιωτών, Διαχείριση πιστωτικών καρτών Εμπορική Χρηματοδότηση έργων, κτηματομεσιτεία, 15% εμπορική χρηματοδότηση, χρηματοδοτική τραπεζική μίσθωση Πληρωμές & 18% Υπηρεσίες πελατών διακανονισμοί Υπηρεσίες πρακτόρευσης Διαχείριση περιουσιακών στοιχείων Λιανική χρηματομεσιτεία 15% Θεματοφυλακή, εταιρική εκπροσώπηση, corporate trust 12% Διαχείριση διακεκριμένων κεφαλαίων 12% Λιανική χρηματομεσιτεία Ο συγκεκριμένος συντελεστής b σε κάθε τομέα επιχειρηματικής δραστηριότητας αντανακλά τη σχέση των λειτουργικών ζημιών του κλάδου σε σχέση με τον αντίστοιχο δείκτη του πιστωτικού ιδρύματος. Το άθροισμα των κεφαλαιακών απαιτήσεων των επιμέρους τομέων δραστηριότητας αποτελεί τη συνολική κεφαλαιακή απαίτηση του εκάστοτε πιστωτικού ιδρύματος έναντι του λειτουργικού κινδύνου. Επίσης, για την εφαρμογή της τυποποιημένης προσέγγισης απαιτείται η εκπλήρωση συγκεκριμένων κριτηρίων. Τέλος, σημειώνεται ότι τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν μετά από έγκριση των εθνικών εποπτικών αρχών να χρησιμοποιήσουν για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων έναντι του λειτουργικού κινδύνου και την Εναλλακτική Τυποποιημένη Προσέγγιση. 25

2.2.6 Εξελιγμένες Μέθοδοι Μέτρησης (Advanced Measurement Approaches). Η Επιτροπή της Βασιλείας αναγνωρίζοντας το εύρος των εσωτερικών μεθοδολογιών που βρίσκονται σε εξέλιξη και επιθυμώντας να ενθαρρύνει την περαιτέρω ανάπτυξή τους, αρκείται στον προσδιορισμό των ποιοτικών και ποσοτικών κριτηρίων που πρέπει να πληρούν ώστε να γίνουν εποπτικά αποδεκτές. Η φιλοσοφία της Επιτροπής είναι ότι τα πιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να αναπτύσσουν εσωτερικές μεθοδολογίες βασισμένες σε ιστορικά στοιχεία, οι οποίες εφόσον πληρούν συγκεκριμένα εποπτικά κριτήρια θα πρέπει να επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό των συναφών κεφαλαιακών απαιτήσεων. Οι Εξελιγμένες Μέθοδοι Μέτρησης περιλαμβάνουν μια σειρά μεθοδολογιών που ταξινομούνται στις Εσωτερικές Μεθόδους Μέτρησης, τις Μεθόδους Κατανομής Ζημιών και τις Μεθόδους Καρτών Επιδόσεων (Μυλωνάς Δ., 2007, σελ. 25 28). 2.3 Πυλώνας ΙΙ. Το κείμενο της Επιτροπής της Βασιλείας αναφέρει ότι στόχος της διαδικασίας του ελέγχου από τις εποπτικές αρχές είναι όχι μόνο οι τράπεζες να έχουν τα απαιτούμενα κεφάλαια για να καλύψουν τους κινδύνους από τις δραστηριότητές τους, αλλά και να τις ενθαρρύνει ώστε να δημιουργήσουν και να χρησιμοποιήσουν καλύτερες τεχνικές διαχείρισης των κινδύνων που αναλαμβάνουν. Οι βασικές αρχές για το συγκεκριμένο πλαίσιο είναι οι παρακάτω: Οι τράπεζες θα πρέπει να υιοθετούν συγκεκριμένες στρατηγικές ώστε να διατηρούν επαρκή κεφάλαια αλλά και να διαθέτουν τον απαραίτητο μηχανισμό υπολογισμού της κεφαλαιακής τους επάρκειας σε συνάρτηση πάντα με το είδος των κινδύνων που αναλαμβάνουν. Συνεπώς, θα πρέπει να υπάρχει πρόβλεψη διαδικασιών από τα πιστωτικά ιδρύματα για την εσωτερική αξιολόγηση της κεφαλαιακής τους επάρκειας. Οι εποπτικές αρχές πρέπει να εξετάζουν και να αξιολογούν τους υπολογισμούς και τις στρατηγικές που εφαρμόζουν οι εσωτερικοί μηχανισμοί των τραπεζών για την εξασφάλιση της κεφαλαιακής τους επάρκειας. Επίσης πρέπει να εξετάζουν τη δυνατότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων να παρακολουθούν και να διασφαλίζουν ότι οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας 26

ευρίσκονται στα επίπεδα που έχουν καθοριστεί. Οι εποπτικές αρχές πρέπει να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα όταν δεν ικανοποιούνται από τα αποτελέσματα των εφαρμοζόμενων διαδικασιών. Ακόμη, οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να ζητούν από τις τράπεζες να εφαρμόζουν δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας καλύτερους από τους ελάχιστα απαιτούμενους και θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να απαιτούν από τις τράπεζες να διατηρούν περισσότερα κεφάλαια από τα ελάχιστα απαιτούμενα. Τέλος, οι εποπτικές αρχές πρέπει να μπορούν να επεμβαίνουν αρκετά έγκαιρα με σκοπό να αποτρέψουν τη μείωση των κεφαλαίων κάτω από τα επίπεδα των ελάχιστα απαιτούμενων για την κάλυψη των κινδύνων που έχει αναλάβει μια συγκεκριμένη τράπεζα και πρέπει να απαιτούν τη λήψη άμεσων διορθωτικών μέτρων εάν τα κεφάλαια δεν επανέλθουν στα απαιτούμενα όρια. Είναι φανερό ότι η Επιτροπή θεωρεί και προτρέπει τις τράπεζες αλλά και τις εποπτικές αρχές σε μια νέα φιλοσοφία σχετικά με την ανάληψη, διαχείριση και κάλυψη των κινδύνων αλλά και τον έλεγχο των διαδικασιών. Δεν αρκεί πλέον η αύξηση των κεφαλαίων για την ανάληψη αυξημένων κινδύνων. Πρέπει να γίνεται προσπάθεια βελτίωσης των μεθόδων διαχείρισης και ενίσχυσης των ελεγκτικών διαδικασιών, αφού η ύπαρξη επαρκών κεφαλαίων δεν μπορεί να εξισορροπήσει την ύπαρξη σοβαρών αδυναμιών στις διαδικασίες που ακολουθεί μια τράπεζα (Γκόρτσος Χ., 2005, σελ. 31). 2.4 Πυλώνας ΙΙΙ. Ο σκοπός του τρίτου πυλώνα είναι - λειτουργώντας συμπληρωματικά με τους άλλους δύο - να παρέχει στους συμμετέχοντες στην αγορά, τις αναγκαίες πληροφορίες για τους κινδύνους στους οποίους εκτίθενται τα πιστωτικά ιδρύματα καθώς και για τις πολιτικές διαχείρισής τους. Οι συγκεκριμένες πληροφορίες θα επιτρέπουν στους επενδυτές να αξιολογούν την έκταση της έκθεσης των πιστωτικών ιδρυμάτων σε χρηματοοικονομικούς και μη κινδύνους και αντίστοιχα να τιμωρούν ή να επιβραβεύουν κατά περίπτωση τα πιστωτικά ιδρύματα. Η Επιτροπή στοχεύει να ενθαρρύνει την πειθαρχία μέσω της αγοράς, με την ανάπτυξη ενός συνόλου απαιτήσεων κοινοποίησης στοιχείων που θα επιτρέψει στους 27

συμμετέχοντες στην αγορά να αξιολογούν βασικά κομμάτια των πληροφοριών για το πεδίο εφαρμογής, το κεφάλαιο, τις εκθέσεις σε κίνδυνο, τις διαδικασίες αξιολόγησης του κινδύνου και συνεπώς την κεφαλαιακή επάρκεια του πιστωτικού ιδρύματος. Στον τρίτο πυλώνα οι τράπεζες χρησιμοποιούν συγκεκριμένες προσεγγίσεις και μεθόδους για να μετρήσουν τους διαφόρους κινδύνους που αναλαμβάνουν και να καταλήξουν στα κεφάλαια που απαιτούνται για την κάλυψη του κάθε κινδύνου. Η Επιτροπή πιστεύει ότι παρέχοντας στην αγορά κοινοποιήσεις βασισμένες σε αυτό το κοινό πλαίσιο δίνεται η δυνατότητα πληροφόρησης για το ποσοστό έκθεσης του κάθε πιστωτικού ιδρύματος σε κίνδυνο και έτσι ενισχύεται η συγκρισιμότητα. Η υποχρέωση δημοσιοποίησης στοιχείων από τα πιστωτικά ιδρύματα, διακρίνεται σε τέσσερις κατηγορίες: Πολιτική δημοσιοποίησης. Οι τράπεζες πρέπει να διαμορφώσουν μια πολιτική δημοσιοποίησης, στην οποία θα καθορίζονται τόσο τα δημοσιοποιούμενα στοιχεία όσο και οι διαδικασίες ελέγχου της πολιτικής αυτής. Πληροφορίες αναφορικά με το πεδίο εφαρμογής στα πλαίσια ενός ομίλου. Ο Πυλώνας ΙΙΙ προβλέπει τη δημοσιοποίηση των πληροφοριών σε ενοποιημένη βάση. Στην περίπτωση των πληροφοριών που αφορούν τα συνολικά ίδια κεφάλαια και τα βασικά τους στοιχεία, αυτές πρέπει να υποβάλλονται ξεχωριστά για κάθε μια από τις επιχειρήσεις του ομίλου. Οι υποχρεώσεις διακρίνονται σε ποιοτικού και ποσοτικού χαρακτήρα. Οι ποιοτικές υποχρεώσεις περιλαμβάνουν την ονομασία της μητρικής εταιρείας στα πλαίσια του ομίλου, μια σύντομη αναφορά στις διαφοροποιήσεις της λογιστικής ενοποίησης σε σχέση με την ενοποίηση για λόγους εποπτείας, καθώς και τους τυχόν περιορισμούς αναφορικά με τη χρήση των ιδίων ή άλλων κεφαλαίων μεταξύ των επιχειρήσεων του ομίλου. Οι ποσοτικές υποχρεώσεις αφορούν πληροφορίες που σχετίζονται με την κεφαλαιακή διάρθρωση των θυγατρικών εταιρειών στα πλαίσια του ομίλου. Ανάλυση κινδύνων στους οποίους εκτίθενται και τεχνικές διαχείρισης των εν λόγω κινδύνων. Στην κατηγορία αυτή προβλέπεται η υποβολή δημοσιοποίηση αναλυτικών στοιχείων αναφορικά με τον πιστωτικό κίνδυνο, το λειτουργικό κίνδυνο, τον κίνδυνο αγοράς καθώς και τον επιτοκιακό κίνδυνο. Στα πλαίσια του πιστωτικού κινδύνου οι πληροφορίες θα πρέπει να 28

αφορούν: α) γενικές πληροφορίες ποιοτικού χαρακτήρα (εν γένει στρατηγική, χαρακτηριστικά της πολιτικής διαχείρισης κινδύνων, το εύρος και τη φύση των συστημάτων μέτρησης και υποβολής αναφορών, την πολιτική αντιστάθμισης ή άμβλυνσης των κινδύνων καθώς και μεθόδους διαρκούς παρακολούθησης της αποτελεσματικότητας της πολιτικής αυτής), β) πληροφορίες ποιοτικού και ποσοτικού χαρακτήρα ανάλογα με την υιοθετηθείσα μέθοδο, είτε την τυποποιημένη είτε των εσωτερικών συστημάτων, γ) μετοχές επενδυτικού χαρτοφυλακίου, δ) τεχνικές άμβλυνσης κινδύνων και ε) θέματα τιτλοποίησης απαιτήσεων. Στοιχεία αναφορικά με την κεφαλαιακή διάρθρωση και επάρκεια. Σύμφωνα με το Σύμφωνο της Βασιλείας ΙΙ, οι τράπεζες υποχρεούνται να δημοσιοποιούν πληροφορίες σχετικά με την εκπλήρωση των κεφαλαιακών απαιτήσεων και την κεφαλαιακή επάρκεια. Στις εν λόγω πληροφορίες περιλαμβάνονται το σύνολο των στοιχείων που χρησιμοποιούνται για την εκπλήρωση των κεφαλαιακών απαιτήσεων, καθώς και άλλες αναλυτικές πληροφορίες για τον κάθε κίνδυνο, στον οποίο εκτίθενται τα πιστωτικά ιδρύματα κατά την άσκηση της δραστηριότητάς τους και για τον οποίο κίνδυνο υπέχουν υποχρέωσης παρακράτησης ιδίων κεφαλαίων τους (Τασάκος Κ., 2005). 2.5 Η Βασιλεία και η επιστασία των Τραπεζών. Σημαντική είναι η συμβολή του συμφώνου της Βασιλείας ΙΙ στην επιστασία των τραπεζών. Η Επιτροπή παρέχει ένα forum για τακτική συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών της σε θέματα επιστασίας τραπεζών. Αρχικά, συζητούσε ζητήματα διεθνούς συνεργασίας σε θέματα που αφορούσαν την επιστασία των τραπεζών, για να καλύψει τα κενά, αλλά ευρύτερός της στόχος είναι να βελτιώσει την έννοια και την ποιότητα της επιστασίας παγκοσμίως. Αυτό προσπαθεί να το επιτύχει είτε ανταλλάσσοντας πληροφορίες σε θέματα εθνικών επιστασιών, είτε βελτιώνοντας την αποδοτικότητα των τεχνικών επιστασίας στις διεθνείς επιχειρήσεις, είτε ορίζοντας τα ελάχιστα στάνταρ επιστασίας στις περιοχές εκείνες στις οποίες θεωρείται επιθυμητό. Τα συμπεράσματα της Κομητείας της Βασιλείας, σύμφωνα με την ίδια, δεν έχουν και δεν είχαν ποτέ σκοπό να έχουν καμία νομική ισχύ. Αυτό που κάνει η Επιτροπή είναι να δημιουργεί ευρεία εποπτικά πρότυπα και κατευθυντήριες γραμμές 29