106 IOIKHTIKH ENHMEPΩΣH ΤΑ ΕΝ ΙΚΑ ΜΕΣΑ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ Του Μιχαήλ Ηλ. Ντασκαγιάννη ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ Έννοια και σκοπός των ενδίκων µέσων Στην πειθαρχική διαδικασία, ένδικα µέσα λέγονται τα νοµικά µέσα που χορηγούνται από τις διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα (Υ.Κ.), µε τα οποία επιτρέπεται στον υπάλληλο που τιµωρήθηκε ή στη διοίκηση, να αµφισβητήσουν την ορθότητα µιας πειθαρχικής απόφασης και να τη φέρουν σε νέα κρίση ενώπιον πειθαρχικού οργάνου ανώτερης δικαιοδοσίας, ζητώντας την εξαφάνιση (ακύρωση) ή τη µεταρρύθµισή της. Η χορήγηση από τον Υ.Κ. ενδίκων µέσων αποτελεί εκδήλωση της αρχής του κράτους δικαίου, που διατυπώνεται ειδικότερα στο άρθρο 20 του Συντάγµατος. Οι πειθαρχικές αποφάσεις, ως έργο ανθρώπινο, µπορεί να είναι εσφαλµένες, είτε ως προς την ερµηνεία ή εφαρµογή του νόµου, είτε ως προς τη διαπίστωση και εκτίµηση των πραγµατικών γεγονότων και να αδικούν τον υπάλληλο ή να βλάπτουν τη διοίκηση. Γι αυτό, ο Υ.Κ. προκειµένου να εξασφαλίσει την όσο το δυνατόν πιο αδιάβλητη απονοµή του δικαίου, προέβλεψε την κρίση των πειθαρχικών αποφάσεων και σε δεύτερο βαθµό από ανώτερη πειθαρχική δικαιοδοσία. Η πειθαρχική απόφαση είναι έγκυρη και ισχυρή και παράγει τα έννοµα αποτελέσµατά της, έστω και αν εκδόθηκε κατά παράβαση των διαδικαστικών τύπων και µπορεί να ακυρωθεί ή να τροποποιηθεί µόνο µε τα ένδικα µέσα. Το ένδικο µέσο, µε το οποίο προσβάλλεται µια απόφαση, ορίζεται από το νόµο που ισχύει κατά το χρόνο έκδοσής της. Τα χαρακτηριστικά των ενδίκων µέσων είναι ότι: α) αποδίδουν σφάλµα στην προσβαλλόµενη απόφαση και έχουν ως αίτηµα την ακύρωση ή την τροποποίησή της και β) ασκούνται από τον υπάλληλο που τιµωρήθηκε ή από τη διοίκηση, υπέρ της διοίκησης ή υ- πέρ του υπαλλήλου. Ο Μιχαήλ Ηλ. Ντασκαγιάννης είναι νοµικός και απόφοιτος της Εθνικής Σχολής η- µόσιας ιοίκησης, υπάλληλος του Υπουργείου Οικονοµίας και Οικονοµικών.
IOIKHTIKH ENHMEPΩΣH 107 Ποια είναι τα ένδικα µέσα Τα ένδικα µέσα κατά των πειθαρχικών αποφάσεων αναφέρονται περιοριστικά στα άρθρα 142, 143 και 144 του Υ.Κ. και είναι η ένσταση, η επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας και η προσφυγή στο Συµβούλιο της Επικρατείας. Σ αυτά πρέπει να προστεθεί και η αίτηση α- κυρώσεως, που χορηγείται από το άρθρο 95 παρ. 1 του Συντάγµατος. ιάκριση των ενδίκων µέσων Στο πειθαρχικό δίκαιο, τα ένδικα µέσα διακρίνονται σε δικαστικά και διοικητικά, σε τακτικά και έκτακτα, σε ανασταλτικά και µη ανασταλτικά, σε µεταβιβαστικά και µη µεταβιβαστικά. ικαστικά είναι τα ένδικα µέσα, που ασκούνται ενώπιον των αρµοδίων διοικητικών δικαστηρίων. Τέτοια είναι η προσφυγή και η αίτηση ακυρώσεως. ιοικητικά είναι τα ένδικα µέσα, που ασκούνται ενώπιον των αρµοδίων υπηρεσιακών- πειθαρχικών συµβουλίων. ιοικητικό ένδικο µέσο είναι η ένσταση. Τακτικά είναι τα ένδικα µέσα, που επιτρέπονται κατά πάσης, κατ αρχήν, πειθαρχικής α- πόφασης και για οποιονδήποτε λόγο. Τα τακτικά ένδικα µέσα δεν ασκούνται στις περιπτώσεις που ο νόµος αποκλείει αυτά. Τέτοια ένδικα µέσα είναι η ένσταση και η προσφυγή. Έκτακτα ένδικα µέσα είναι εκείνα που ασκούνται εναντίον ορισµένων αποφάσεων και για ορισµένους λόγους. Έκτακτο ένδικο µέσο είναι η επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας. Ανασταλτικά ονοµάζονται τα ένδικα µέσα, των οποίων η προθεσµία για την άσκηση και η ά- σκησή τους, αναστέλλει αυτοδικαίως την εκτέλεση της πειθαρχικής απόφασης. Τέτοια ένδικα µέσα είναι η ένσταση και η προσφυγή, στις περιπτώσεις που αυτή ασκείται κατά πειθαρχικών αποφάσεων, οι οποίες επιβάλλουν την ποινή της προσωρινής ή οριστικής παύσης ή του υποβιβασµού (παρ. 3 άρθρου 144 Υ.Κ., όπως αντικαταστάθηκε από την παρ. 8 άρθρου 15 Ν.2839/2000). Μη ανασταλτικά ονοµάζονται τα ένδικα µέσα, των οποίων η προθεσµία για την άσκηση και η άσκησή τους δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της πειθαρχικής απόφασης. Μη ανασταλτικά ένδικα µέσα είναι η προσφυγή, όταν δεν ασκείται κατά πειθαρχικών αποφάσεων που επιβάλλουν την ποινή της προσωρινής ή οριστικής παύσης ή του υποβιβασµού και η αίτηση ακυρώσεως. Για να ανασταλεί η εκτέλεση της πειθαρχικής απόφασης, που προσβάλλεται µε αίτηση ακυρώσεως, πρέπει να υποβληθεί αίτηση αναστολής στην ειδική επιτροπή αναστολών που λειτουργεί στο Συµβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) ή στο ιοικητικό Εφετείο ( Ε), η οποία και µόνο θα κρίνει αν συντρέχει ή όχι λόγος να χορηγηθεί αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόµενης πειθαρχικής απόφασης. Μεταβιβαστικά λέγονται τα ένδικα µέσα, µε τα οποία η πειθαρχική απόφαση φέρεται σε νέα ουσιαστική κρίση ενώπιον πειθαρχικού οργάνου δευτεροβάθµιας δικαιοδοσίας. Τέτοια ένδικα µέσα είναι η ένσταση και η προσφυγή. Αµφισβητείται αν η αίτηση ακυρώσεως έχει µεταβιβαστικό αποτέλεσµα, γιατί το ΣτΕ ή το Ε, όταν δικάζει µετά από αίτηση ακυρώσεως, ελέγχει µόνο τη νοµική ορθότητα της απόφασης. Μη µεταβιβαστικά λέγονται τα ένδικα µέσα, µε τα οποία η πειθαρχική απόφαση φέρεται σε νέα κρίση ενώπιον του πειθαρχικού οργάνου που την εξέδωσε. Τέτοιο ένδικο µέσο είναι η επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας. Οι προϋποθέσεις του παραδεκτού των ενδίκων µέσων Τα ένδικα µέσα στο πειθαρχικό δίκαιο έχουν ως αίτηµα την εξαφάνιση (ακύρωση) ή τη µεταρρύθµιση µιας πειθαρχικής απόφασης για κάποιον λόγο. Για να ερευνηθεί, όµως, αν ο
108 IOIKHTIKH ENHMEPΩΣH λόγος αυτός δικαιολογεί την ακύρωση ή τη µεταρρύθµιση της απόφασης, πρέπει να υπάρχουν ορισµένες προϋποθέσεις. Αν διαπιστώνεται ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, ερευνώνται οι λόγοι για τους οποίους ζητείται η ακύρωση ή η µεταρρύθµιση της απόφασης και τότε, λέγεται, ότι το ένδικο µέσο είναι παραδεκτό. Αν οι προϋποθέσεις αυτές δεν συντρέχουν, δεν ε- ρευνώνται οι λόγοι του ενδίκου µέσου, ακόµα και αν πράγµατι θα προκαλούσαν την ακύρωση ή τη µεταρρύθµιση της πειθαρχικής απόφασης. Οι προϋποθέσεις αυτές, που πρέπει να συντρέχουν, για να προχωρήσει η έρευνα της βασιµότητας του ενδίκου µέσου, λέγονται διαδικαστικές προϋποθέσεις ή προϋποθέσεις του παραδεκτού των ενδίκων µέσων. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι: α) Το επιτρεπτό του ενδίκου µέσου. Απαραίτητη προϋπόθεση για το παραδεκτό ενός ενδίκου µέσου είναι το επιτρεπτό της ασκήσεώς του, που σηµαίνει ότι η προσβαλλόµενη πειθαρχική απόφαση είναι δεκτική προσβολής µε το συγκεκριµένο ένδικο µέσο. Ο Υ.Κ. ορίζει αν η πειθαρχική απόφαση προσβάλλεται µε ένδικο µέσο και µε ποιο. β) Η νοµιµοποίηση του προσώπου που ασκεί το ένδικο µέσο. Νοµιµοποίηση λέγεται το δικαίωµα του προσώπου- οργάνου να ασκεί ένδικο µέσο. Ο Υ.Κ. (άρθρα 142, 143, 144) ορίζει τα πρόσωπα- όργανα που µπορούν να ασκήσουν καθένα από τα ένδικα µέσα. γ) Η προθεσµία ασκήσεως του ενδίκου µέσου. Τα ένδικα µέσα πρέπει να ασκούνται µέσα σε ο- ρισµένη προθεσµία, που καθορίζεται για καθένα από το νόµο. Οι προθεσµίες αυτές είναι α- ποκλειστικές (ανατρεπτικές) και η απώλειά τους καθιστά απαράδεκτο το ένδικο µέσο. δ) Η άσκηση του ενδίκου µέσου µε τους τύπους που ορίζει ο νόµος. Τα ένδικα µέσα ασκούνται µε τον τύπο του εγγράφου και κατατίθενται, όπου ορίζει για καθένα ο νόµος. Με την κατάθεση ολοκληρώνεται η άσκηση του ενδίκου µέσου. Το παραδεκτό των ενδίκων µέσων εξετάζεται αυτεπάγγελτα. Ειδικότερα, πρώτα εξετάζεται αν η πειθαρχική απόφαση είναι δεκτική προσβολής µε το συγκεκριµένο ένδικο µέσο, κατόπιν αν υπάρχει νοµιµοποίηση αυτού που το ασκεί και µετά, αν το ένδικο µέσο ασκήθηκε ε- µπρόθεσµα και νοµότυπα. Η έρευνα της βασιµότητας των ενδίκων µέσων Μετά τη διαπίστωση ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του παραδεκτού, προχωρεί η έρευνα της βασιµότητας των ενδίκων µέσων. Βάσιµο είναι το ένδικο µέσο, όταν κρίνεται βάσιµος ένας τουλάχιστον από τους λόγους που το στηρίζουν. Βάσιµος είναι ο λόγος, όταν υπάρχει ένα τουλάχιστον από τα ελαττώµατα που προσάπτεται στην προσβαλλόµενη απόφαση. Η έρευνα περιλαµβάνει τη νοµική και ουσιαστική βασιµότητα. Το ένδικο µέσο είναι νοµικά βάσιµο, όταν τα γεγονότα που επικαλείται, αν υποτεθεί ότι είναι αληθινά, αποτελούν πράγµατι σφάλµα της προσβαλλόµενης απόφασης. Έτσι, για παράδειγµα, αν εκείνος που ασκεί το ένδικο µέσο προβάλλει τον ισχυρισµό ότι το πειθαρχικό όργανο κατά την έκδοση της απόφασης δεν έλαβε υπόψη έναν ισχυρισµό του, τότε το ένδικο µέσο είναι νοµικά βάσιµο. Στη συνέχεια, όµως, θα πρέπει να ερευνηθεί, αν το ένδικο µέσο είναι και ουσιαστικά βάσιµο, δηλαδή αν τα περιστατικά που στηρίζουν τον ισχυρισµό, αποδεικνύονται. Εφόσον το ένδικο µέσο κρίνεται παραδεκτό, ερευνάται στη συνέχεια η βασιµότητά του. Τότε, γίνεται λόγος για εξέταση του ένδικου µέσου κατ ουσία. Περιεχόµενο των ένδικων µέσων Τα δικόγραφα των ενδίκων µέσων πρέπει να περιέχουν ορισµένα στοιχεία και ειδικότερα: Το πειθαρχικό όργανο στο οποίο απευθύνεται, το είδος του δικογράφου (π.χ. ένσταση,
IOIKHTIKH ENHMEPΩΣH 109 προσφυγή, αίτηση επανάληψης της πειθαρχικής διαδικασίας), το όνοµα, επώνυµο, πατρώνυµο και διεύθυνση αυτού που ασκεί το ένδικο µέσο, την προσβαλλόµενη απόφαση, τους συγκεκρι- µένους λόγους στους οποίους στηρίζεται το ένδικο µέσο, το αίτηµα, το οποίο είναι συνάρτηση του σκοπού και του αποτελέσµατος, που µπορεί να επιδιωχθεί µε κάθε χορηγούµενο ένδικο µέσο και το οποίο πρέπει να είναι ορισµένο και σαφές (π.χ. να ζητείται η ακύρωση ή µεταρρύθµιση της προσβαλλόµενης απόφασης), ο τόπος και ο χρόνος σύνταξής του και η υπογραφή αυτού που ασκεί το ένδικο µέσο. Η ΕΝΣΤΑΣΗ Έννοια και σκοπός της ένστασης Ονέος υπαλληλικός κώδικας, µε το άρθρο 142, καθιερώνει το ένδικο µέσο µε τον όρο Ένσταση, ως ορθότερο για τη διοικητική διαδικασία, αντί του όρου Έφεση, που καθιέρωνε ο προηγούµενος κώδικας Ένσταση είναι το ένδικο µέσο µε το οποίο προσβάλλονται οι αποφάσεις των πειθαρχικώς προϊσταµένων- πλην αυτών που ορίζονται στο άρθρο 121 περίπτ. (α) και των συλλογικών οργάνων του άρθρου 119 του Υ.Κ., που προσβάλλονται µε απ ευθείας προσφυγή στο ΣτΕ- καθώς και οι αποφάσεις των υπηρεσιακών συµβουλίων, που έκριναν σε πρώτο βαθµό. Σκοπός της ένστασης είναι να φέρει την πειθαρχική υπόθεση σε νέα κρίση ενώπιον του αρ- µόδιου υπηρεσιακού- πειθαρχικού συµβουλίου, το οποίο ασκεί δικαιοδοσία σε δεύτερο βαθµό και µε την µεγαλύτερη εµπειρία και την ορθότερη κρίση που αυτό έχει, να επιτευχθεί η έκδοση τελειωτικής απόφασης ορθότερης και δικαιότερης. Με την ένσταση, ο υπάλληλος που τιµωρήθηκε, επιδιώκει τη µείωση της πειθαρχικής ποινής που του επιβλήθηκε ή την αθώωσή του. Οι προϋποθέσεις του παραδεκτού της ένστασης Για να είναι παραδεκτή η ένσταση, πρέπει να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις: α) Η απόφαση να προσβάλλεται µε ένσταση. β) Το πρόσωπο που την ασκεί να νοµιµοποιείται. γ) Η ένσταση να ασκείται σε ορισµένη προθεσµία και δ) Η ένσταση να ασκείται µε τους τύπους που ορίζει ο νόµος. Ποιες αποφάσεις προσβάλλονται µε ένσταση Σύµφωνα µε το άρθρο 142 του Υ.Κ., µε ένσταση προσβάλλονται: 1) Οι αποφάσεις των πειθαρχικώς προϊσταµένων, πλην: του υπουργού, του προϊσταµένου ανεξάρτητης διοικητικής αρχής, του διοικητή του Αγίου Όρους και του προέδρου συλλογικού οργάνου, ο οποίος ασκεί τη διοίκηση ν.π.δ.δ. (π.χ. διοικητής ΙΚΑ, ΤΕΒΕ, ΟΑΕ κ.λπ.), ανεξάρτητα από την ποινή που επιβάλλουν και των διοικητικών συµβουλίων των ν.π.δ.δ., που µπορούν να επιβάλλουν µόνο τις ποινές της επίπληξης και του προστίµου, έως και τις αποδοχές ενός µηνός. Οι αποφάσεις που αναφέρονται στις δυο παραπάνω περιπτώσεις, δεν προσβάλλονται µε ένσταση, γιατί προσβάλλονται µε απ ευθείας προσφυγή στο Συµβούλιο της Επικρατείας (άρθρο 121 περίπτ. (α) και (γ) Υ.Κ.), επειδή τα όργανα που τις εκδίδουν, βρίσκονται στην
110 IOIKHTIKH ENHMEPΩΣH κορυφή της ιεραρχίας και ασκούν αρµοδιότητες ανωτάτων προϊσταµένων (ΣτΕ 1552/90) και δεν υπάρχει άλλο όργανο, µονοµελές ή συλλογικό, που θα µπορούσε να εξετάσει εκ νέου την πειθαρχική υπόθεση, χωρίς να ανατρέπεται η ιεραρχική τάξη. 2) Οι αποφάσεις των υπηρεσιακών συµβουλίων, που έκριναν σε πρώτο βαθµό. Σύµφωνα µε το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 142 του Υ.Κ., όπως αντικαταστάθηκε µε την παρ. 6 του άρθρου 15 του Ν. 2839/2000, οι αποφάσεις των υπηρεσιακών συµβουλίων, που έκριναν σε πρώτο βαθµό προσβάλλονται µε ένσταση ως εξής: α) Από τον υπάλληλο που τιµωρήθηκε, µόνο στις περιπτώσεις που επιβάλλουν την πειθαρχική ποινή του προστίµου των αποδοχών ενός µηνός και άνω, της στέρησης του δικαιώµατος για προαγωγή, του υποβιβασµού, της προσωρινής και της οριστικής παύσης. Η απαρίθµηση αυτή είναι αποκλειστική και αυτό σηµαίνει ότι οι αποφάσεις των υπηρεσιακών συµβουλίων που έκριναν σε πρώτο βαθµό και επιβάλλουν άλλες ποινές, όπως της έγγραφης επίπληξης και του προστίµου των αποδοχών, κάτω του ενός µηνός, δεν προσβάλλονται µε ένσταση από τον υπάλληλο που τιµωρήθηκε. Ο Υ.Κ. δεν ορίζει µε ποιο ένδικο µέσο προσβάλλονται οι αποφάσεις αυτές. Είναι, όµως, προφανές ότι ως διοικητικές πράξεις, που έχουν εκτελεστό χαρακτήρα, προσβάλλονται µε αίτηση ακυρώσεως στο.ε. ή προκειµένου για αποφάσεις που αφορούν ανώτατους υπαλλήλους, στο ΣτΕ. Ανώτατοι είναι µόνον οι υπάλληλοι που χαρακτηρίζονται µε νόµο (ΣτΕ 3397/87, 761/88, 1653/95). β) Υπέρ της διοίκησης µόνο, από κάθε πειθαρχικώς προϊστάµενο, ανώτερο αυτού που ε- ξέδωσε την προσβαλλόµενη απόφαση, όλες οι αποφάσεις, ανεξάρτητα από την ποινή που επιβάλλουν. Οι αποφάσεις των υπηρεσιακών συµβουλίων που απορρίπτουν ένσταση του υπαλλήλου, προσβάλλονται µε αίτηση ακυρώσεως (ΣτΕ 1045, 1046, 1084, 1196, 2263/99, 1415/97, 1511, 3511/95 κ.λπ.). Η νοµιµοποίηση στην ένσταση Κατά την παρ. 2 του άρθρου 142 του Υ.Κ., δικαίωµα να ασκήσουν ένσταση έχουν: α) Ο υπάλληλος που τιµωρήθηκε και β) υπέρ της διοίκησης ή υπέρ του υπαλλήλου, κάθε πειθαρχικώς προϊστάµενος του υπαλλήλου, ανώτερος κατά βαθµό αυτού που εξέδωσε την προσβαλλόµενη απόφαση. Η θεσµοθέτηση της ένστασης υπέρ του υπαλλήλου, κρίθηκε αναγκαία διότι η σύννοµος εφαρµογή των πειθαρχικών κανόνων είναι δικαίωµα του υπαλλήλου, συµφέρει παραλλήλως και την διοίκησιν (Θ. Τσάτσος, Εισήγησις επί του ιζ κεφαλαίου του προσχεδίου νόµου περί υ- παλληλικού κώδικος, έκδοση Εθνικού Τυπογραφείου, 1949, σελ. 75). Πράγµατι, µε την ένσταση υπέρ του υπαλλήλου, την οποία µπορεί να ασκήσει κάθε ανώτερος πειθαρχικώς προϊστάµενος, όταν κρίνει ότι ο υπάλληλος που τιµωρήθηκε είναι αθώος ή η ποινή που του επιβλήθηκε είναι άδικη, παρέχεται προστασία στον διωκόµενο υπάλληλο από αυθαίρετες κρίσεις των πειθαρχικών οργάνων. Η προστασία, όµως, αυτή δεν είναι µόνον προς το συµφέρον του υπαλλήλου, αλλά και της διοίκησης. Συµφέρον της διοίκησης είναι να καταδικάζεται ο υπάλληλος που πράγµατι παρέβη τα καθήκοντά του, να αθωώνεται ο υπάλληλος που αδίκως διώκεται και να επιβάλλεται στον παραβάτη η προσήκουσα και δίκαιη ποινή, γιατί έτσι διασφαλίζεται η εσωτερική τάξη και ευρυθµία στη λειτουργία της δηµόσιας υπηρεσίας. Προκειµένου για υπαλλήλους ν.π.δ.δ., την ένσταση υπέρ της διοίκησης ή υπέρ του υπαλλήλου, νοµιµοποιείται να ασκήσει ο πρόεδρος του διοικητικού συµβουλίου του νοµικού προσώ-
IOIKHTIKH ENHMEPΩΣH 111 που και ο υπουργός ή ο γενικός γραµµατέας της περιφέρειας που ασκεί εποπτεία στο νοµικό πρόσωπο. Η ένσταση υπέρ της διοίκησης µπορεί να ασκηθεί και κατά των απαλλακτικών αποφάσεων (Ανασ. Μαρίνος, Τα βασικά του δηµοσιοϋπαλληλικού δικαίου, έκδ. Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα- Κοµοτηνή 1996, σελ. 192). Η προθεσµία της ένστασης Με τη διάταξη της παρ.3 του άρθρου 142 του Υ.Κ., για την άσκηση της ένστασης τάσσεται προθεσµία 20 ηµερών. Αν ο υπάλληλος διαµένει στο εξωτερικό, η προθεσµία παρατείνεται κατά 30 ηµέρες. Η παράταση αυτή είναι υποχρεωτική, υπό την προϋπόθεση ότι είναι επίση- µα βεβαιωµένη η διαµονή του υπαλλήλου στο εξωτερικό (Ανασ. Τάχος- Ιωάν. Συµεωνίδης, Ερµηνεία Υπαλληλικού Κώδικα, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 938). Η προθεσµία για την άσκηση της ένστασης έχει ανατρεπτικό ή αποκλειστικό χαρακτήρα. Αυτό σηµαίνει ότι η άσκηση της ένστασης, µετά την πάροδο της προθεσµίας, είναι απαράδεκτη. Υπέρβαση της προθεσµίας για την άσκηση της ένστασης συγχωρείται όταν η υπέρβαση ο- φείλεται σε λόγους ανωτέρας βίας (Κ.. /σίας, άρθρο 10 παρ. 6). Ανώτερη βία αποτελούν γεγονότα απρόβλεπτα, τα οποία δικαιολογούν απόλυτη αδυναµία κατάρτισης και εµπρόθεσµης κατάθεσης της ένστασης. Ως περιστατικό, που αποτελεί ανώτερη βία, θεωρείται συνήθως η βαριά ασθένεια, η οποία κατά τις ειδικές συνθήκες κάθε φορά προκαλεί τέτοια αδυναµία, όπως π.χ. η εγκεφαλική διάσειση βαριάς µορφής (ΣτΕ 1375/79), η µακρά ψυχική νόσος (ΣτΕ 3867/78). Αντίθετα δεν θεωρείται ότι αποτελεί ανώτερη βία η απλή ασθένεια, όπως π.χ. η γριππώδης εµπύρετη βρογχίτιδα (ΣτΕ 150/76, 1766/67), η φυλάκιση (ΣτΕ 1524/61). Ο υπάλληλος που προβάλλει τον ισχυρισµό της ανώτερης βίας, πρέπει να αποδείξει τα περιστατικά που τη συνιστούν, διαφορετικά δεν λαµβάνεται υπόψη και η ένσταση απορρίπτεται. Πάντως, σε κάθε περίπτωση, το υπηρεσιακό- πειθαρχικό συµβούλιο πρέπει να αιτιολογεί την κρίση του για την αναγνώριση ή µη της υπέρβασης της προθεσµίας για λόγους ανωτέρας βίας, ώστε να ελέγχεται εάν παραβίασε ή όχι τη διακριτική του ευχέρεια. Για τον υπολογισµό των προθεσµιών στο διοικητικό δίκαιο εφαρµόζονται οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα (Κ.. /σίας, άρθρο 10 παρ. 7), δηλαδή τα άρθρα 241 έως 245. Συνεπώς, η προθεσµία για την άσκηση της ένστασης αρχίζει από την εποµένη της ηµέρας κατά την οποία συνέβη το γεγονός που κινεί την προθεσµία. Γεγονός που κινεί την προθεσµία για την άσκηση της ένστασης, είναι η κοινοποίηση, σύµφωνα µε το άρθρο 139 του Υ.Κ. της πειθαρχικής απόφασης στον υπάλληλο που τιµωρήθηκε ή η περιέλευση της απόφασης στα όργανα που δικαιούνται να ασκήσουν ένσταση υπέρ της διοίκησης ή και υπέρ του υπαλλήλου, δηλαδή η πρωτοκόλληση της απόφασης στην υπηρεσία που ανήκουν τα όργανα. Εξάλλου, η προθεσµία για την άσκηση της ένστασης λήγει την 20η ή την 50η (αν ο υπάλληλος διαµένει στο εξωτερικό) ηµέρα από την έναρξή της. Αν η 20η ή η 50η ηµέρα είναι εορτάσι- µη, η προθεσµία λήγει την επόµενη εργάσιµη. Ο τύπος της άσκησης της ένστασης Προϋπόθεση για το παραδεκτό της ένστασης, είναι και η άσκησή της µε τον τύπο που ορίζει ο νόµος. Η ένσταση ασκείται πάντοτε εγγράφως. εν µπορεί να ασκηθεί ένσταση µε προφορική δήλωση του περιεχοµένου της ενώπιον της αρµόδιας αρχής.
112 IOIKHTIKH ENHMEPΩΣH Η ένσταση που ασκείται κατά απόφασης πειθαρχικώς προϊσταµένου απευθύνεται στο αρ- µόδιο υπηρεσιακό συµβούλιο και κατατίθεται στην υπηρεσία που έχει εκδώσει την προσβαλλόµενη απόφαση. Αρµόδιο υπηρεσιακό συµβούλιο είναι εκείνο στο οποίο υπάγεται ο υπάλληλος, όχι κατά το χρόνο που διέπραξε το παράπτωµα, αλλά κατά το χρόνο άσκησης της ένστασης (Ηλ. Κυριακόπουλος, Ελληνικόν ιοικητικόν ίκαιον, έκδοση Τετάρτη, Θεσσαλονίκη 1962, σελ. 303 σηµ. 118. Αναστ. Μαρίνος, όπου ανωτέρω, σελ. 192. ΣτΕ 3716/96, 3692/95). Η ένσταση ως εισερχόµενο έγγραφο καταχωρίζεται αυθηµερόν στο πρωτόκολλο εισερχο- µένων εγγράφων της υπηρεσίας. Για την κατάθεση συντάσσεται στο σώµα της ένστασης πράξη, µε τον αριθµό του πρωτοκόλλου και τη χρονολογία, την οποία υπογράφουν ο υπάλληλος που παρέλαβε την ένσταση και ο καταθέτων. Η ένσταση διαβιβάζεται, χωρίς καµία καθυστέρηση, στο αρµόδιο υπηρεσιακό συµβούλιο, µε όλο το φάκελο της υπόθεσης. Η τυχόν διαβίβαση µε την ένσταση και παρατηρήσεων µε υποδείξεις για συγκεκριµένα µέτρα που πρέπει να ληφθούν ή ενδεχοµένως ο σχολιασµός της προσβαλλόµενης απόφασης για ενηµέρωση του υπηρεσιακού συµβουλίου, δεν ασκούν καµία δεσµευτική επίδραση στον τρόπο εκδίκασης της ένστασης (Γεώργ. Ναυπλιώτης, Πειθαρχικό ίκαιο, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα 2003, σελ. 400). Εξάλλου, η ένσταση που ασκείται κατά απόφασης υπηρεσιακού συµβουλίου που έκρινε σε πρώτο βαθµό, απευθύνεται στο δευτεροβάθµιο πειθαρχικό συµβούλιο, που είναι ένα και µοναδικό και λειτουργεί στο Υπουργείο Εσωτερικών, ηµόσιας ιοίκησης και Αποκέντρωσης και κατατίθεται στη γραµµατεία του υπηρεσιακού συµβουλίου που εξέδωσε την προσβαλλό- µενη απόφαση. Η γραµµατεία του συµβουλίου, µετά την αυθηµερόν καταχώριση της ένστασης στο πρωτόκολλο που τηρεί και τη σύνταξη της πράξης κατάθεσης στο σώµα της, τη διαβιβάζει αµελλητί στο δευτεροβάθµιο πειθαρχικό συµβούλιο, µε τον πλήρη φάκελο της υπόθεσης (άρθρο 164 παρ. 3 Υ.Κ., όπως αντικαταστάθηκε µε την παρ. 19γ άρθρου 15 Ν.2839/2000). Ο λανθασµένος χαρακτηρισµός του ενδίκου µέσου στο έγγραφο ως ένσταση δεν επιδρά στο κύρος του. Τα αποτελέσµατα από την άσκηση της ένστασης Η άσκηση της ένστασης έχει τα εξής αποτελέσµατα: α) Ανασταλτικό αποτέλεσµα. Κατά την παρ. 5 του άρθρου 142 του Υ.Κ., η άσκηση της ένστασης έχει ανασταλτικό αποτέλεσµα, δηλαδή αναστέλλει την εκτέλεση της προσβαλλόµενης απόφασης. Το ανασταλτικό αποτέλεσµα επέρχεται εφόσον η ένσταση ασκήθηκε εµπρόθεσµα και νοµότυπα. Η αναστολή αρχίζει από τη νόµιµη κοινοποίηση της απόφασης στον υ- πάλληλο που τιµωρήθηκε ή από την περιέλευση της απόφασης στα όργανα που δικαιούνται να ασκήσουν ένσταση και διαρκεί µέχρι την έκδοση της οριστικής (τελειωτικής) απόφασης για την ένσταση από το πειθαρχικό όργανο δευτεροβάθµιας δικαιοδοσίας. Η αναστολή της εκτέλεσης επέρχεται αυτοδικαίως και υποχρεωτικώς, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε ε- νέργεια ή πράξη. Αλλά και ανεξάρτητα από την άσκηση της ένστασης, η προθεσµία των 20 ή των 50 ηµερών (αν ο υπάλληλος διαµένει στο εξωτερικό), που τάσσεται για την άσκησή της, αναστέλλει σε κάθε περίπτωση την εκτέλεση της πειθαρχικής απόφασης που υπόκειται σε ένσταση, η ο- ποία µόνο µετά την πάροδο άπρακτης της προθεσµίας αυτής, καθίσταται τελεσίδικη και µπορεί να εκτελεσθεί. β) Μεταβιβαστικό αποτέλεσµα. Η άσκηση της ένστασης έχει µεταβιβαστικό αποτέλεσµα. Με την άσκηση της ένστασης, η πειθαρχική υπόθεση περιέρχεται σε πειθαρχικό όργανο δευτε-
IOIKHTIKH ENHMEPΩΣH 113 ροβάθµιας δικαιοδοσίας, το οποίο δεν περιορίζεται µόνο στον έλεγχο της νοµιµότητας της προσβαλλόµενης απόφασης, αλλά µπορεί και οφείλει να εξετάσει εκ νέου κατ ουσία την υ- πόθεση και να αποφασίσει ελεύθερα επ αυτής (ΣτΕ 1820/1977). Η απαγόρευση χειροτέρευσης της θέσης του υπαλλήλου Κατά το πρώτο εδάφιο της παρ.4 του άρθρου 142 του Υ.Κ., όπως αντικαταστάθηκε µε την παρ. 6 του άρθρου 15 του Ν. 2839/2000 τα πειθαρχικά συµβούλια (πρωτοβάθµια και δευτεροβάθµια), όταν κρίνουν µετά από ένσταση του υπαλλήλου ή υπέρ του, δεν µπορούν να χειροτερεύσουν τη θέση του. Αυτό σηµαίνει ότι, τα πειθαρχικά συµβούλια, όταν κρίνουν µετά α- πό ένσταση που ασκήθηκε από τον ίδιο τον υπάλληλο ή από ανώτερο πειθαρχικώς προϊστάµενο υπέρ του, δεν µπορούν ποτέ να χειροτερεύσουν τη θέση του µε την επιβολή βαρύτερης ποινής. Έτσι, όταν το δευτεροβάθµιο πειθαρχικό όργανο επανέρχεται στην κρίση ορισµένης υπόθεσης, µετά από ακυρωτική απόφαση του ΣτΕ, δεν µπορεί να επιβάλλει πειθαρχική ποινή µεγαλύτερη από εκείνη που επέβαλε το πρωτοβάθµιο (ΣτΕ 1067/79). Επίσης, όταν παράνοµα το δευτεροβάθµιο πειθαρχικό όργανο επιβάλλει ποινή µεγαλύτερη από εκείνη που επέβαλε το πρωτοβάθµιο, παραµένει έγκυρη η ποινή που επέβαλε το πρωτοβάθµιο διότι, αφού το δευτεροβάθµιο επέβαλε µείζονα ποινή, έπεται ότι πάντως εγκρίνει την ελάσσονα (ΣτΕ 2340/87). Εξάλλου, κατά το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 142 του Υ.Κ., τα πειθαρχικά συµβούλια, όταν κρίνουν ένσταση υπέρ της διοίκησης, δεν µπορούν να επιβάλλουν ε- λαφρότερη ποινή από αυτή που επιβλήθηκε, ενώ όταν ασκούνται ενστάσεις, τόσο από τον υ- πάλληλο, όσο και υπέρ της διοίκησης, το πειθαρχικό συµβούλιο τις κρίνει από κοινού και δεν δεσµεύεται ως προς την ποινή που θα επιβάλλει, δηλαδή δεν κωλύεται να επιβάλλει µεγαλύτερη ή µικρότερη ποινή από αυτή που επιβλήθηκε. Σε περίπτωση που υποβληθούν περισσότερες ενστάσεις κατά της ίδιας πειθαρχικής απόφασης, π.χ. από τον υπάλληλο και συγχρόνως από δυο πειθαρχικώς προϊσταµένους του, οι ενστάσεις αυτές συνεκδικάζονται, εφόσον για κάποια απ αυτές δεν εκδόθηκε οριστική απόφαση. Κι όταν εκδοθεί οριστική απόφαση, µετά από ένσταση, είναι απαράδεκτη κάθε άλλη ένσταση που στρέφεται κατά της ίδιας πρωτόδικης απόφασης που στρέφονταν και η προηγούµενη. Η έκταση του ελέγχου της ένστασης Το δευτεροβάθµιο πειθαρχικό όργανο, όταν κρίνει την ένσταση, δεν περιορίζεται σε έλεγχο της νοµιµότητας της πρωτοβάθµιας απόφασης, αλλά εξετάζει εκ νέου κατ ουσία την υπόθεση και αποφασίζει ελεύθερα επ αυτής (ΣτΕ 1820/77). Συνεπώς, η υπόθεση κρίνεται α- πό την αρχή σε δεύτερο βαθµό και ο υπάλληλος µπορεί να επικαλεσθεί ουσιαστικούς και νο- µικούς ισχυρισµούς και να προσβάλει τη διαπίστωση και την ουσιαστική εκτίµηση των πραγ- µατικών προϋποθέσεων, για την εφαρµογή των σχετικών διατάξεων από το όργανο που εξέδωσε την προσβαλλόµενη απόφαση και να επικαλεσθεί νέα αποδεικτικά στοιχεία. Γενικά, µπορεί να επικαλεσθεί κάθε είδους ελαττώµατα της πειθαρχικής διαδικασίας και της προσβαλλόµενης απόφασης και να προβάλλει νέα αποδεικτικά µέσα και νέους πραγµατικούς και νοµικούς ισχυρισµούς. Για την εκδίκαση της ένστασης εφαρµόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 137,138,139,140 και 141 του Υ.Κ.
114 IOIKHTIKH ENHMEPΩΣH Η ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗΣ ΙΑ ΙΚΑΣΙΑΣ Έννοια και σκοπός της επανάληψης της πειθαρχικής διαδικασίας Ηεπανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας αποτελεί έκτακτο διοικητικό ένδικο µέσο, το ο- ποίο χωρεί σε εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις, κατά τις οποίες υπάρχει σύγκρουση ή α- ντίθεση µεταξύ πειθαρχικής και ποινικής απόφασης και η σύγκρουση ή η αντίθεση αυτή έχει δηµιουργηθεί από το γεγονός ότι η απόφαση του ποινικού δικαστηρίου έχει εκδοθεί µετά την πειθαρχική απόφαση ή από το γεγονός ότι η πειθαρχική απόφαση εκδόθηκε µετά την ποινική, χωρίς να τη λάβει υπόψη. Σύµφωνα µε το άρθρο 114 του Υ.Κ., η µεν πειθαρχική διαδικασία είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από την ποινική δίκη, η δε ποινική δίκη δεν αναστέλλει την πειθαρχική διαδικασία. Εν τούτοις, αν µετά την έκδοση πειθαρχικής απόφασης εκδοθεί για το ίδιο παράπτωµα αµετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου, που είναι διαφορετική ως προς το αποτέλεσµα από την πειθαρχική ή αν εκδοθεί καταδικαστική πειθαρχική απόφαση, χωρίς να έχει λάβει υπόψη καταδικαστική ποινική απόφαση που εκδόθηκε πριν από αυτή, η πειθαρχική διαδικασία επαναλαµβάνεται. Ο θεσµός της επανάληψης της πειθαρχικής διαδικασίας αποβλέπει στην αποκατάσταση της ουσιαστικής νοµιµότητας και καλύπτει το κενό προστασίας που αφήνει η µη χορήγηση υ- ποχρεωτικής αναστολής της πειθαρχικής διαδικασίας λόγω της ποινικής δίκης που εκκρεµεί, διασφαλίζοντας τόσο τη διοίκηση έναντι του υπαλλήλου που πειθαρχικώς απαλλάχθηκε ή τι- µωρήθηκε µε µικρή ποινή και έπειτα καταδικάστηκε από το ποινικό δικαστήριο, όσο και τον υ- πάλληλο που τιµωρήθηκε µε οποιαδήποτε ποινή και έπειτα για την ίδια πράξη ή παράλειψη κηρύχθηκε αθώος µε ποινική απόφαση ή απαλλακτικό βούλευµα. Γενικά, σκοπός της επανάληψης της πειθαρχικής διαδικασίας είναι η εναρµόνιση της πειθαρχικής απόφασης µε την ποινική. Σε ποιες περιπτώσεις επαναλαµβάνεται η πειθαρχική διαδικασία Κατά τις παραγ. 4 και 5 του άρθρου 114 του Υ.Κ., η πειθαρχική διαδικασία επαναλαµβάνεται στις εξής περιπτώσεις: α) Αν µετά την έκδοση πειθαρχικής απόφασης µε την οποία απαλλάσσεται ο υπάλληλος ή του επιβάλλεται ποινή κατώτερη της οριστικής παύσης, εκδοθεί αµετάκλητη καταδικαστική α- πόφαση ποινικού δικαστηρίου, µε την οποία διαπιστώνεται ότι ο υπάλληλος διέπραξε πειθαρχικό παράπτωµα από εκείνα που απαριθµούνται στην παρ. 2 του άρθρου 109 του Υ.Κ., που µπορούν να οδηγήσουν στην επιβολή της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης. Η καταδικαστική απόφαση που στερήθηκε το χαρακτήρα αυτό λόγω αµνηστίας, δεν µπορεί να στηρίξει αίτηση για επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας (ΣτΕ 637/1966). β) Αν µετά την έκδοση καταδικαστικής πειθαρχικής απόφασης, µε την οποία επιβάλλεται στον υπάλληλο οποιαδήποτε ποινή, εκδοθεί αµετάκλητη αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου ή αµετάκλητο απαλλακτικό βούλευµα, για την ίδια πράξη ή παράλειψη, για την οποία διώχθηκε πειθαρχικά ο υπάλληλος. Στην περίπτωση αυτή, η αίτηση για επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας, πρέπει να στηρίζεται σε αµετάκλητη αθωωτική ποινική απόφαση και δεν αρκεί απόφαση εισαγγελέα πληµµελειοδικών που θέτει την υπόθεση στο αρχείο (ΣτΕ 1031/2000), ούτε η κήρυξη αθώου του υπαλλήλου λόγω αµφιβολιών ή λόγω άρσεως του αξιοποίνου ή του καταλογισµού κατά τον ποινικό νόµο (ΣτΕ 263/99).
IOIKHTIKH ENHMEPΩΣH 115 Η αµετάκλητη ποινική αθωωτική απόφαση πρέπει να έχει εκδοθεί µεταγενέστερα της πειθαρχικής απόφασης. εν παρέχεται δικαίωµα επανάληψης της πειθαρχικής διαδικασίας, αν η αµετάκλητη ποινική αθωωτική απόφαση είναι προγενέστερη της πειθαρχικής απόφασης, µε την οποία τερµατίσθηκε οριστικά η πειθαρχική δίκη (ΣτΕ 1132, 1133/54). Και στις δυο παραπάνω περιπτώσεις για την επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας, οι διατάξεις του άρθρου 114 παρ. 4 του Υ.Κ. προϋποθέτουν την ύπαρξη καταδικαστικής ή α- θωωτικής ποινικής απόφασης για την αυτή πράξη, για την οποία τιµωρήθηκε ο υπάλληλος µε την πειθαρχική απόφαση (ΣτΕ 2717/90, 2060/74). γ) Τέλος, η επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας επιτρέπεται και όταν έχει εκδοθεί καταδικαστική πειθαρχική απόφαση, χωρίς να έχει λάβει υπόψη καταδικαστική ποινική απόφαση, που εκδόθηκε πριν από αυτή. Στην περίπτωση αυτή, για την επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας πρέπει: Η καταδικαστική ποινική απόφαση να έχει εκδοθεί πριν από την καταδικαστική πειθαρχική απόφαση. Η καταδικαστική ποινική απόφαση δεν απαιτείται να είναι αµετάκλητη. Αρκεί να είναι οριστική, δηλαδή απόφαση µε την οποία το δικαστήριο αποφαίνεται τελειωτικά για την υπόθεση και παύει πλέον να έχει δικαίωµα γι αυτή ή τελεσίδικη, δηλαδή είτε ο- ριστική κατά της οποίας δεν χωρεί έφεση (ανέκλητη) ή δεν ασκήθηκε έφεση αν και επιτρέπεται, είτε που έχει εκδοθεί µετά την άσκηση έφεσης. Το πειθαρχικό όργανο να έχει λάβει έγκαιρα πλήρη γνώση της καταδικαστικής ποινικής α- πόφασης και να µην την έλαβε υπόψη, δηλαδή να την αγνόησε, κατά την έκδοση της πειθαρχικής του απόφασης. Η προϋπόθεση αυτή για να συντρέξει, πρέπει ο εισαγγελέας πληµ- µελειοδικών να εκπληρώνει την προβλεπόµενη από την παρ. 6 του άρθρου 114 του Υ.Κ. υ- ποχρέωση, ήτοι να ανακοινώνει αµέσως στην προϊσταµένη αρχή του υπαλλήλου κάθε ποινική δίωξη που ασκείται κατ αυτού, καθώς και την απόφαση ή το βούλευµα µε το οποίο τερµατίζεται η δίωξη. Ως προϊσταµένη αρχή του υπαλλήλου, στην οποία πρέπει να γίνεται η ανακοίνωση του εισαγγελέα, νοείται ο ανώτατος προϊστάµενος της υπηρεσίας, στην ο- ποία οργανικώς ανήκει ο υπάλληλος, δηλαδή ο υπουργός ή ο γενικός γραµµατέας περιφέρειας ή ο πρόεδρος του διοικητικού συµβουλίου του ν.π.δ.δ. κ.λπ., ο οποίος στη συνέχεια θα ενηµερώσει την αρµόδια υπηρεσία. Την ίδια υποχρέωση θεσπίζει η παραπάνω διάταξη και για το διευθυντή της φυλακής, σε περίπτωση εγκλεισµού του υπαλλήλου σε σωφρονιστικό κατάστηµα, γιατί κατά το άρθρο 103 παρ.1 του Υ.Κ., ο υπάλληλος που στερήθηκε την προσωπική του ελευθερία τίθεται αυτοδικαίως σε αργία. Κατά τη νοµολογία, δεν συντρέχει λόγος επανάληψης της πειθαρχικής διαδικασίας, όταν το πειθαρχικό όργανο που επιλήφθηκε της εξέτασης της υπόθεσης κατ ουσία, έστω και στον τελευταίο βαθµό της δικαιοδοσίας του, εκτίµησε τα πραγµατικά περιστατικά που προκύπτουν α- πό την ποινική δίκη που µεσολάβησε (ΣτΕ 408/70, 517/57). Σε κάθε περίπτωση, η δικαστική απόφαση που θεµελιώνει την υποχρέωση για επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας, πρέπει να είναι ποινική, δηλαδή να προέρχεται από ποινικό δικαστήριο και να είναι αµετάκλητη, δηλαδή να µην προσβάλλεται µε κάποιο τακτικό ένδικο µέσο. Όµως, η ΣτΕ 1347/57 δέχθηκε ότι δεν αποκλείεται η επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας και όταν πρόκειται για απόφαση πολιτικού δικαστηρίου που έχει σχέση µε πραγµατικά γεγονότα, τα οποία κρίθηκαν από την πειθαρχική δίκη και η οποία αίρει τα πραγµατικά αυτά γεγονότα που αποτέλεσαν τη βάση της πειθαρχικής απόφασης. Επίσης η ΣτΕ1597/96 δέχθηκε ό- τι, εφόσον το Συµβούλιο της Επικρατείας έκανε δεκτή την προσφυγή του υπαλλήλου και εξαφάνισε την πρώτη πειθαρχική ποινή που επιβλήθηκε σ αυτόν, ο υπάλληλος που τιµωρήθηκε µε την πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης µπορεί να ζητήσει κατ ανάλογη εφαρµογή του άρθρου 114 παρ.4 του Υ.Κ. την επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας. Η πειθαρχική διαδικα-
116 IOIKHTIKH ENHMEPΩΣH σία επαναλαµβάνεται και µετά την ακύρωση της πειθαρχικής απόφασης για τυπικούς λόγους από το ΣτΕ (ΣτΕ 837/97). Για την επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας πρέπει οπωσδήποτε η ποινική απόφαση να έχει καταστεί αµετάκλητη µετά την έκδοση της οριστικής πειθαρχικής απόφασης και να διαπιστώνει πραγµατικά περιστατικά, τα οποία συνιστούν τη διάπραξη πειθαρχικού παραπτώµατος που δικαιολογούν την επιβολή της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης. εν δίνει δικαίωµα επανάληψης της πειθαρχικής δίκης, όταν η τελική ποινική αθωωτική απόφαση εκδόθηκε πριν από την πειθαρχική (ΣτΕ 408/70, 1133/54). Η επανάληψη της πειθαρχικής δίκης και κατά συνεκδοχή η ανάκληση της απόφασης που ε- πιβάλλει την πειθαρχική ποινή, χωρεί µόνον εάν εκδοθεί αµετάκλητη ποινική απόφαση αθωωτική, µε την οποία βεβαιώνεται ρητά ότι δεν έλαβε χώρα αδίκηµα ή ότι το αδίκηµα δεν τελέσθηκε από τον υπάλληλο που κατηγορήθηκε ή ότι αυτός δεν έχει καµία συµµετοχή στο αδίκη- µα (ΣτΕ 577/73). Η νοµιµοποίηση στην επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας Κατά την παρ.1 του άρθρου 143 του Υ.Κ., δικαίωµα να ζητήσουν την επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας έχουν: α) Τα όργανα των παρ. 1 και 2 του άρθρου 124 του Υ.Κ., δηλαδή ο υπουργός και προκειµένου για υπαλλήλους ν.π.δ.δ., ο υπουργός ή ο γενικός γραµµατέας της περιφέρειας που ασκεί την εποπτεία στο νοµικό πρόσωπο ή το διοικητικό συµβούλιο του νοµικού προσώπου, όταν έ- χει εκδοθεί αµετάκλητη καταδικαστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, από την οποία συνάγεται ότι ο υπάλληλος διέπραξε πειθαρχικό παράπτωµα από τα αναφερόµενα στην παρ.2 του άρθρου 109 του Υ.Κ., που δικαιολογούν την επιβολή της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης και η πειθαρχική απόφαση, που είχε εκδοθεί πριν από αυτή, είχε απαλλάξει τον υπάλληλο ή είχε επιβάλλει σ αυτόν ποινή κατώτερη από την οριστική παύση. Στην περίπτωση αυτή, ο οικείος υπουργός ή ο γενικός γραµµατέας της περιφέρειας ή το διοικητικό συµβούλιο του νοµικού προσώπου, υποχρεούται να ζητήσει την επανάληψη της πειθαρχικής δίκης, όταν περιέλθει στη διοίκηση η καταδικαστική για τον υπάλληλο απόφαση, το δε πειθαρχικό όργανο να προβεί στην επανάληψη, προκειµένου να συνεκτιµήσει την καταδικαστική ποινική απόφαση (ΣτΕ 719/2001). β) Ο υπάλληλος, όταν έχει εκδοθεί από το ποινικό δικαστήριο αµετάκλητη αθωωτική απόφαση ή αµετάκλητο απαλλακτικό βούλευµα για την πράξη ή παράλειψη, για την οποία διώχθηκε πειθαρχικά ο υπάλληλος και η πειθαρχική απόφαση, που είχε εκδοθεί πριν από αυτή, είχε επιβάλλει σ αυτόν οποιαδήποτε ποινή. Στην περίπτωση αυτή, η επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας είναι υποχρεωτική για το πειθαρχικό όργανο όταν οχληθεί από τον ίδιο τον υπάλληλο µε ειδική αίτηση, προσκοµίζοντας και την αθωωτική ποινική απόφαση, από την οποία προσδοκά την πειθαρχική απαλλαγή του. Από την υποβολή της αίτησης, δηµιουργείται για το πειθαρχικό όργανο υποχρέωση για επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας, διαφορετικά παραλείπει οφειλόµενη νό- µιµη ενέργεια, που προσβάλλεται µε αίτηση ακυρώσεως Που απευθύνεται η αίτηση και ποια η έκταση του ελέγχου της επανάληψης Το δικαίωµα επανάληψης της πειθαρχικής διαδικασίας ασκείται µε αίτηση που απευθύνεται στο οικείο πρωτοβάθµιο ή δευτεροβάθµιο κατά περίπτωση πειθαρχικό συµβούλιο, στο ο-
IOIKHTIKH ENHMEPΩΣH 117 ποίο υπάγονταν ο υπάλληλος κατά το χρόνο τέλεσης του παραπτώµατος. Η αίτηση πρέπει να περιέχει τους ειδικούς λόγους, που επιβάλλουν την επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας. Το πειθαρχικό συµβούλιο ελέγχει αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που τάσσονται από το νόµο για την επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας (ΣτΕ 2060/74, 2717/90) και εφόσον διαπιστώσει ότι συντρέχουν, η αίτηση γίνεται τυπικά δεκτή και το συµβούλιο είναι υποχρεωµένο (ΣτΕ 1031/52, 1635/53, 1939/56) να εξετάσει εκ νέου κατ ουσία την πειθαρχική απόφαση, όπως αυτή επηρεάσθηκε µετά την ποινική δίκη, χωρίς να µπορεί να επεκταθεί η έρευνά του για παραπτώµατα που δεν αποτέλεσαν αντικείµενο της επαναλαµβανόµενης πειθαρχικής δίκης (ΣτΕ 1635/53, 1132/54, 1939/56, 577/59). Όταν επαναλαµβάνεται η πειθαρχική διαδικασία, ύστερα από την έκδοση αµετάκλητης α- θωωτικής ή καταδικαστικής απόφασης ποινικού δικαστηρίου, το πειθαρχικό συµβούλιο δύναται, αλλά δεν υποχρεούται, να προβεί σε νέα εξέταση του πραγµατικού µέρους και γενικότερα, της ουσίας της υπόθεσης, εάν κρίνεται αυτό σκόπιµο για την ανεύρεση της αντικειµενικής αλήθειας, να διατάξει νέα ανάκριση και νέα κλήση σε απολογία, καθώς και να λάβει υπόψη νέους πραγµατικούς ισχυρισµούς και νέες αποδείξεις. (ΣτΕ 3030/88), εκτιµώντας ελεύθερα τις ανάγκες της πειθαρχικής δίκης, χωρίς να δεσµεύεται από την προηγηθείσα διαδικασία (ΣτΕ 905/90). Κατά τη διαδικασία, όµως, ενώπιόν του δεν επιτρέπεται το πειθαρχικό όργανο να α- γνοήσει το περιεχόµενο της απόφασης του ποινικού δικαστηρίου. Κατά γενική αρχή του πειθαρχικού δικαίου, πραγµατικά περιστατικά, που η ύπαρξη ή η ανυπαρξία τους διαπιστώθηκε µε τελεσίδικη απόφαση ποινικού δικαστηρίου, λαµβάνονται στην πειθαρχική δίκη, όπως διαπιστώθηκαν στην ποινική (ΣτΕ 2507/73). Έτσι, κρίθηκε ότι δεν παραβιάζεται το άρθρο 128 παρ.1 του Υ.Κ., όταν το πειθαρχικό συµβούλιο κατά την επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας δεν διενήργησε ανάκριση, ούτε έ- κρινε ότι η διενεργηθείσα διοικητική εξέταση είναι επαρκής (ΣτΕ 3030/88). Επίσης, κρίθηκε ό- τι δεν παραβιάζεται το άρθρο 136 παρ. 3 του Υ.Κ. επειδή δεν επιτράπηκε στον υπάλληλο να λάβει γνώση των στοιχείων του φακέλου, εφόσον δεν υποβλήθηκε παρόµοιο αίτηµα και εποµένως, η διοίκηση δεν ήταν υποχρεωµένη να θέσει υπόψη του αυτεπαγγέλτως τα στοιχεία αυτά (ΣτΕ 3030/88). Εάν η αίτηση για επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας απορριφθεί όχι µε απόφαση του πειθαρχικού συµβουλίου, αλλά µε πράξη του υπουργού, τότε κατά της απόφασης αυτής χωρεί µόνο αίτηση ακυρώσεως. Άρα δεν συγχωρείται προσφυγή (ΣτΕ 2722, 2723/84). Η προθεσµία της επανάληψης της πειθαρχικής διαδικασίας Ηδυνατότητα για την άσκηση του δικαιώµατος, είτε από µέρους της διοίκησης, είτε από µέρους του υπαλλήλου για την επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας δεν είναι χρονικά απεριόριστη. Η σχετική αίτηση πρέπει να υποβληθεί από το αρµόδιο όργανο της διοίκησης (υπουργό, γενικό γραµµατέα περιφέρειας, διοικητικό συµβούλιο του νοµικού προσώπου) ή τον υπάλληλο που αθωώθηκε, µέσα σε αποκλειστική προθεσµία ενός έτους από τότε που η καταδικαστική ή αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου κατέστη αµετάκλητη. Η προθεσµία του ενός έτους, εφόσον ο νόµος δεν ορίζει διαφορετικά µε ρητή διάταξη, πρέπει να δεχθούµε, σύµφωνα µε τη γενική αρχή του δικαίου, ότι αρχίζει από την ηµεροµηνία που περιήλθε η απόφαση στη δηµόσια Υπηρεσία, η οποία έχει υποχρέωση να ενεργήσει, άλλως παραλείπει οφειλό- µενη νόµιµη ενέργεια, η οποία προσβάλλεται µε αίτηση ακυρώσεως ((Ανασ. Μαρίνος, Τα βασικά του δηµοσιοϋπαλληλικού δικαίου, έκδ. Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα- Κοµοτηνή 1996, σελ. 192). Όταν παρέλθει άπρακτη η προθεσµία του ενός έτους για την άσκηση του δικαιώµατος της επανάληψης της πειθαρχικής διαδικασίας, το δικαίωµα παραγράφεται.
118 IOIKHTIKH ENHMEPΩΣH Τα αποτελέσµατα της επανάληψης της πειθαρχικής διαδικασίας Τα αποτελέσµατα της επανάληψης της πειθαρχικής διαδικασίας είναι διάφορα, ανάλογα αν ασκείται από τη διοίκηση (υπουργό κ.λπ.) ή τον υπάλληλο. Αν η επανάληψη προκαλείται από τη διοίκηση, µετά την έκδοση καταδικαστικής για τον υπάλληλο ποινικής απόφασης, το πειθαρχικό συµβούλιο µπορεί να επιβάλλει πειθαρχική ποινή ανώτερη από αυτή που έχει επιβληθεί. Το πειθαρχικό συµβούλιο, δηλαδή, µπορεί ελεύθερα ή να επιβεβαιώσει απλώς την πειθαρχική ποινή που είχε επιβληθεί αρχικά ή να επιβάλλει πειθαρχική ποινή ανώτερη από αυτή που αρχικά είχε επιβληθεί. Αν η επανάληψη προκαλείται από τον υπάλληλο, µετά την έκδοση αθωωτικής ποινικής απόφασης, το πειθαρχικό συµβούλιο, κατά την επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας, µπορεί να επιβάλει ελαφρότερη ποινή ή να απαλλάξει τον υπάλληλο. Στην περίπτωση που ο υπάλληλος είχε τιµωρηθεί µε την πειθαρχική ποινή της οριστικής ή προσωρινής παύσης ή του υποβιβασµού, το υπηρεσιακό συµβούλιο µπορεί κατά την επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας να αποφασίσει, αυτεπάγγελτα ή µετά από αίτηση του ενδιαφεροµένου και την βαθµολογική ή µισθολογική του αποκατάσταση. Η αποκατάσταση αυτή έχει ως επακόλουθο ότι ο υπάλληλος που δικαιώθηκε, ακόµα κι αν είχε χάσει την ιδιότητα του υπαλλήλου, λόγω της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης που του είχε επιβληθεί, καταλαµβάνει την τυχόν υπάρχουσα κενή θέση του βαθµού στον οποίο αποκαθίσταται και αν δεν υπάρχει κενή θέση, παραµένει υπεράριθµος και καταλαµβάνει την πρώτη θέση που θα κενωθεί µελλοντικά. Η ευεργετική διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 143 του Υ.Κ. έχει σηµασία µόνο ως προς την α- ποκατάσταση του υπαλλήλου σε θέση και όχι πάντοτε σε βαθµό, αφού οι θέσεις έχουν καταστεί βαθµολογικά ενιαίες (βλ. άρθρο 79 Υ.Κ.). Η απόφαση για την αποκατάσταση, εκδίδεται κατ ε- νάσκηση αρµοδιότητας διακριτικής ευχέρειας ( µπορεί ) για ό,τι αφορά την ολοκλήρωση της αποκατάστασης ( και ) βαθµολογικά ή µισθολογικά. Η αποκατάσταση µπορεί να είναι µόνο βαθµολογική, γιατί η παρ. 3 προβλέπει διαζευκτικά (και πρόσθετα) την µισθολογική (Αν. Τάχος- Ιωάν. Συµεωνίδης, Ερµηνεία Υπαλληλικού Κώδικα, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 941). Η ΠΡΟΣΦΥΓΗ Έννοια και σκοπός της προσφυγής Ηενώπιον του Συµβουλίου της Επικρατείας προσφυγή, η οποία συνήθως καλείται υπαλληλική προσφυγή, είναι το ένδικο βοήθηµα, που ασκείται από τους νοµιµοποιούµενους υ- παλλήλους κατά ορισµένων µόνο διοικητικών πράξεων, οι οποίες αφορούν ορισµένα µόνο θέ- µατα της υπηρεσιακής τους κατάστασης και έχει ως σκοπό τη νέα κρίση της υπόθεσης (Επαµ. Σπηλιωτόπουλος, Εγχειρίδιο ιοικητικού ικαίου, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα- Κοµοτηνή 2002, σελ. 539). Η υπαλληλική προσφυγή συνδέεται ιστορικά µε τη µονιµότητα των δηµοσίων υπαλλήλων που καθιερώθηκε συνταγµατικώς, για πρώτη φορά, από το Σύνταγµα του 1911. Σήµερα προβλέπεται από το άρθρο 103 παρ. 4 του Συντάγµατος, που ορίζει ότι οι µόνιµοι δηµόσιοι υπάλληλοι δεν µπορούν να υποβιβασθούν ή να παυθούν χωρίς απόφαση υπηρεσιακού συµβουλίου και ότι κατά των αποφάσεων αυτών επιτρέπεται προσφυγή στο Συµβούλιο της Επικρατείας, όπως ο νόµος ορίζει.
IOIKHTIKH ENHMEPΩΣH 119 Ποιοι νοµιµοποιούνται στην άσκηση της προσφυγής Προσφυγή ενώπιον του Συµβουλίου της Επικρατείας, σύµφωνα µε το άρθρο 121 του Υ.Κ., δικαιούται να ασκήσει µόνο ο υπάλληλος που τιµωρήθηκε. Συνεπώς δεν µπορεί να ασκήσει προσφυγή ο σύζυγος του υπαλλήλου που τιµωρήθηκε, έστω και αν αµφότεροι ανήκουν στον ίδιο κλάδο και υπηρεσία (ΣτΕ 494/91) ή η µητέρα της υπαλλήλου που τιµωρήθηκε ή ο τυχόν ενδιαφερόµενος για τη διατήρηση του υπαλλήλου στην υπηρεσία τρίτος (ΣτΕ 1109/80). ικαίωµα προσφυγής στο Συµβούλιο της Επικρατείας έχουν µόνο οι µόνιµοι δηµόσιοι υ- πάλληλοι (ΣτΕ 781/61, 231/62), δηλαδή οι υπάλληλοι που κατέχουν νοµοθετηµένη τακτική (οργανική) θέση (ΣτΕ 1477/72). Επίσης, οι υπάλληλοι που κατέχουν οργανική θέση επί θητεία, διότι κατά τη διάρκεια της θητείας τους απολαύουν της ίδιας, όπως και ο µόνιµος υπάλληλος συνταγµατικής προστασίας (ΣτΕ 2283/87, Ολοµ., 1770, 2922/1983), καθώς και οι υπάλληλοι που διανύουν δοκιµαστική υπηρεσία (άρθρο 40 παρ. 5 Υ.Κ.). ικαίωµα προσφυγής στο Συµβούλιο της Επικρατείας έχουν ακόµη οι µόνιµοι και οι δόκιµοι υπάλληλοι της Βουλής, των Ο.Τ.Α. και των Ν.Π..., καθώς και το µόνιµο ή µε θητεία διδακτικό και ερευνητικό προσωπικό (.Ε.Π.) των Α.Ε.Ι. και το προσωπικό του Πυροσβεστικού Σώµατος, διότι και µετά το Ν.1481/84 έχει την ιδιότητα του µόνιµου δηµοσίου υπαλλήλου και καλύπτεται έτσι από την προστασία των συνταγµατικών εγγυήσεων που καθιερώνονται µε τις διατάξεις της παρ.4 του άρθρου 103 του Συντάγµατος (ΣτΕ 191/93, 307/89, 4268/85). εν έχουν δικαίωµα προσφυγής στο Συµβούλιο της Επικρατείας, κατά το άρθρο 103 παρ. 4 του Συντάγµατος, οι µετακλητοί κατά το άρθρο 103 παρ. 5 διοικητικοί υπάλληλοι, οι υπάλληλοι που υπηρετούν στο ηµόσιο, στη Βουλή, στους Ο.Τ.Α. και στα άλλα ν.π.δ.δ., µε σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου (ΣτΕ 4295/97, 3065/96, 6184/95, 109, 1871/89), οι στρατιωτικοί, οι υπηρετούντες στην ΕΛ.ΑΣ., οι οποίοι µετά την ισχύ του Ν.1481/84 έχουν την ιδιότητα του στρατιωτικού υπαλλήλου (ΣτΕ 4636/95, 1214/90, Ολοµ. 2649-2654/87, 731/88), οι εφηµέριοι διότι δεν είναι διοικητικοί υπάλληλοι (ΣτΕ 507/83), οι ιατροί που είναι ενταγµένοι στο σύστηµα του Ε.Σ.Υ., που υπηρετούν όµως σε προσωρινή θέση προς εκπλήρωση υποχρέωσης υπηρεσίας υπαίθρου, διότι δεν υπάρχει η δηµοσιοϋπαλληλική σχέση κατά την έννοια του Υ.Κ. (2902/95, 189/89, 3746/83). Αντίθετα, οι ενταγµένοι στο Ε.Σ.Υ. ιατροί, για τους οποίους λειτουργεί η δηµοσιοϋπαλληλική σχέση (άρθρο 24, 25, 34, 35 ν. 1397/83 ΦΕΚ Α/143), δικαιούνται να ασκήσουν προσφυγή ουσίας κατ αποφάσεων του κεντρικού πειθαρχικού συµβουλίου, που επιβάλλουν ποινές είτε σε πρώτο και τελευταίο βαθµό, είτε κατ έφεση (ΣτΕ 2370/92, 4567/95, 836/97, 1611/2000). Το γεγονός της παραίτησης, έστω και αν αυτή έγινε αποδεκτή, δεν καταλύει το έννοµο συµφέρον του παραιτηθέντος υπαλλήλου για εξαφάνιση της πειθαρχικής ποινής που επιβλήθηκε, δοθέντος ότι, παρά την αποµάκρυνση από την υπηρεσία, διατηρείται η ηθική µείωση, που συνδέεται µε την πειθαρχική ποινή (ΣτΕ 2288/87, 1474, 3977/88, 1534/95). Ποιες αποφάσεις προσβάλλονται µε προσφυγή Σύµφωνα µε το άρθρο 121 του Υ.Κ., όπως τροποποιήθηκε µε την παρ. 3 του άρθρου 15 του Ν. 2839/2000 και την παρ. 1 του άρθρου 4 του Ν.2944/2001, µε προσφυγή ενώπιον του Συµβουλίου της Επικρατείας προσβάλλονται: α) Οι αποφάσεις του υπουργού, του προϊσταµένου ανεξάρτητης διοικητικής αρχής, του διοικητή του Αγίου Όρους, καθώς και του διοικητή ή προέδρου συλλογικού οργάνου, ο ο- ποίος ασκεί τη διοίκηση νοµικού προσώπου δηµοσίου δικαίου, που επιβάλλουν οποιαδήποτε ποινή.
120 IOIKHTIKH ENHMEPΩΣH β) Οι αποφάσεις του δευτεροβάθµιου πειθαρχικού συµβουλίου, που επιβάλλουν τις πειθαρχικές ποινές του υποβιβασµού και της οριστικής παύσης. Οι αποφάσεις του πειθαρχικού συµβουλίου που επιβάλλουν τις πειθαρχικές ποινές του προστίµου των αποδοχών ενός µηνός και άνω, της στέρησης του δικαιώµατος για προαγωγή και της προσωρινής παύσης, προσβάλλονται µε προσφυγή ενώπιον του οικείου διοικητικού εφετείου. γ) Οι αποφάσεις των διοικητικών συµβουλίων των νοµικών προσώπων δηµοσίου δικαίου, που µπορούν να επιβάλλουν τις πειθαρχικές ποινές της επίπληξης και του προστίµου έως και τις αποδοχές ενός µηνός. Υπαλληλικές προσφυγές που προβλέπονται στο άρθρο 103 του Συντάγµατος και υπάγονται στο Συµβούλιο της Επικρατείας κατ άρθρο 4 παρ. 1 του Ν.2944/2001, είναι µόνον εκείνες που στρέφονται κατά αποφάσεων, µε τις οποίες επιβάλλονται οι ποινές της οριστικής παύσης και του υποβιβασµού. Προσφυγές κατά αποφάσεων, µε τις οποίες επιβάλλονται κατώτερες ποινές, υπάγονται στην αρµοδιότητα των διοικητικών εφετείων (ΣτΕ 2037/2002). Έχει κριθεί ότι µε προσφυγή ενώπιον του Συµβουλίου της Επικρατείας προσβάλλονται και οι αποφάσεις των υφυπουργών, µε τις οποίες επιβάλλεται οποιαδήποτε πειθαρχική ποινή στα πλαίσια των ασκουµένων απ αυτούς υπουργικών αρµοδιοτήτων, κατ εφαρµογή του άρθρου 83 παρ. 2 του Συντάγµατος (ΣτΕ 3972/96, 1618/95, 861/92, 1666/87). Κατά των πειθαρχικών α- ποφάσεων, όµως, του γενικού γραµµατέα υπουργείου δεν χωρεί προσφυγή, αλλά αίτηση ακυρώσεως (ΣτΕ 4720/97, 4927/95, 271990, 3910/89, 793/85), εκτός αν οι αποφάσεις αυτές εκδίδονται από το γενικό γραµµατέα µε εντολή υπουργού (ΣτΕ 5797/96, 1291/63, 1229/53). Με προσφυγή προσβάλλονται, επίσης, οι πειθαρχικές αποφάσεις των ανωτάτων οργάνων των ν.π.δ.δ., µε τις οποίες επιβάλλεται οποιαδήποτε πειθαρχική ποινή, όπως ο διοικητής του Τ.Ε.Β.Ε. (ΣτΕ 1583, 2940/96, 1003/92), ο διοικητής του Ο.Α.Ε.. (ΣτΕ 1575/96, 1830, 4575/95) και γενικά ο διοικητής ν.π.δ.δ. (ΣτΕ 6071/96, 1726/98), ο υποδιοικητής, εφόσον έχει αρµοδιότητες για πειθαρχικά θέµατα που ανήκουν αποκλειστικά σ αυτόν, καθώς και ο γενικός γραµµατέας ν.π.δ.δ., που µετέχει στη διοίκηση. Επίσης, προσβάλλονται µε προσφυγή και οι πράξεις του οργάνου των νοµικών προσώπων, στο οποίο έχει ανατεθεί από το νόµο η διεύθυνση και η εποπτεία της λειτουργίας και του προσωπικού του νοµικού προσώπου, άσχετα αν το όργανο αυτό κατέχει ή όχι θέση ενταγµένη στην κλίµακα της κοινής διοικητικής ιεραρχίας (ΣτΕ 1726/98, 404/95, 2744, 2774/88). Η επιλογή, σύµφωνα µε τα άρθρα 9 και 14 του Ν. 1586/86, από το υπηρεσιακό συµβούλιο των υπαλλήλων που ασκούν καθήκοντα προϊσταµένων διευθύνσεων, τµηµάτων και άλλων υ- πηρεσιακών µονάδων, αποτελεί χρονικώς περιορισµένη, µε τριετή θητεία και ανακλητή ανάθεση καθηκόντων και όχι βαθµολογική µεταβολή της καταστάσεώς τους (προαγωγή), αφού µετά τη λήξη της θητείας τους, οι επιλεγόµενοι επανέρχονται στα καθήκοντα του βαθµού τους. Συνεπώς, η υπηρεσιακή µεταβολή, δυνάµει της οποίας οι ως άνω υπάλληλοι παύουν να ασκούν καθήκοντα προϊσταµένων διευθύνσεων, τµηµάτων κ.λπ. προ της λήξεως της τριετούς θητείας τους, δεν αποτελεί υποβιβασµό κατά την έννοια του άρθρου 103 παρ. 4 του Συντάγµατος και η διοικητική πράξη που επιφέρει την υπηρεσιακή αυτή µεταβολή, προσβάλλεται µε ένδικο µέσο που δεν έχει χαρακτήρα υπαλληλικής προσφυγής, αλλά αιτήσεως ακυρώσεως (ΣτΕ 147/98). Η επιβολή του µέτρου της θέσεως υπαλλήλου σε αργία (άρθρο 103, 104 Υ.Κ.) δεν ισοδυνα- µεί από πλευράς εννόµων αποτελεσµάτων του προς απόλυση ή υποβιβασµό, ενώ από καµία διάταξη νόµου δεν παρέχεται κατά της σχετικής πράξεως το ένδικο βοήθηµα της προσφυγής ε- νώπιον του Συµβουλίου της Επικρατείας, ούτε κατά της πράξεως του υπηρεσιακού συµβουλί-
IOIKHTIKH ENHMEPΩΣH 121 ου περί αρνήσεως αποδόσεως παρακρατηθεισών κατά τη διάρκεια της αργίας αποδοχών (ΣτΕ 9586/96, 649, 4635/87). Ένδικο µέσο που στρέφεται κατά αποφάσεως µε την οποία έπαυσε η πειθαρχική δίωξη υ- παλλήλου, δεν έχει το χαρακτήρα προσφυγής ουσίας, αλλά αιτήσεως ακυρώσεως (ΣτΕ 1525/89). Προσβάλλεται µε προσφυγή ουσίας απόφαση πειθαρχικού συµβουλίου µε την οποία επιβάλλεται σε Έλληνα πολίτη, µουσουλµάνο στο θρήσκευµα, διδάσκαλο µειονοτικού σχολείου, η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης (ΣτΕ 3598/95). Οι εκτελεστές πράξεις της διοίκησης που αποτέλεσαν την προοιµιακή διαδικασία για την έκδοση της πειθαρχικής απόφασης δεν προσβάλλονται µε προσφυγή, αλλά µε αίτηση ακυρώσεως. Τέτοιες πράξεις είναι η ανάκριση και το πόρισµα, η κλήση σε απολογία του διωκοµένου υπαλλήλου, το παραπεµπτήριο έγγραφο, η παράλειψη πρόσκλησης του διωκοµένου να παραστεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του πειθαρχικού συµβουλίου. Η προθεσµία για την άσκηση της προσφυγής Ηπροθεσµία για την άσκηση της προσφυγής είναι 60 ηµέρες, η οποία παρεκτείνεται για τους υπαλλήλους που διαµένουν στην αλλοδαπή κατά 30 ακόµη ηµέρες (άρθρο 41 παρ. 3 Π.. 18/89). Η προθεσµία αρχίζει να τρέχει από την εποµένη της κοινοποίησης πλήρους αντιγράφου της πειθαρχικής απόφασης στον υπάλληλο που τιµωρήθηκε και όχι της µε οποιονδήποτε άλλο τρόπο γνώσης αυτής (ΣτΕ 3489/98, 1236, 3009, 3668/95, 5124/87). Η προσφυγή ασκείται µε την κατάθεση του δικογράφου στη γραµµατεία του δικαστηρίου ή σε δηµόσια αρχή για αποστολή της στο ΣτΕ. Ως δηµόσια αρχή νοείται κάθε δηµόσια υπηρεσία και κάθε ν.π.δ.δ. Ως ηµεροµηνία άσκησης της προσφυγής λαµβάνεται η ηµεροµηνία κατάθεσης του δικογράφου στη γραµµατεία του ΣτΕ. Στην περίπτωση κατάθεσης σε ορισµένη αρχή προς αποστολή στο ΣτΕ λαµβάνεται υπόψη όχι η ηµεροµηνία κατάθεσης του δικογράφου στη δηµόσια αρχή, αλλά εκείνη της σύνταξης της σχετικής πράξης και αν υπάρχει διαφορά µεταξύ της πρώτης και της αναγραφής του ένδικου βοηθήµατος στο βιβλίο καταθέσεων επικρατεί η τελευταία (άρθρο 19 παρ. 7 Π.. 18/89, άρθρο 1 παρ. 10 Ν.1968/91). Η προθεσµία αναστέλλεται λόγω ανωτέρας βίας, που εµφανίζεται κατά τη λήξη της προθεσµίας και διαρκεί και µετά από αυτή και ως την άσκηση της προσφυγής, στην οποία ο διωκόµενος πρέπει να προβεί αµελλητί (ΣτΕ 414/92). Ανώτερη βία συνιστούν περιστατικά απρόβλεπτα, τα οποία δικαιολογούν απόλυτη αδυναµία κατάρτισης και εµπρόθεσµης κατάθεσης της προσφυγής ή γενικότερα αδυναµία για την επιµέλεια των υποθέσεων του διωκοµένου, διότι τον παρεµποδίζουν από οποιαδήποτε ενέργεια, έστω και µε κάποιον πληρεξούσιο (ΣτΕ 5431/96, 5166/87, 2172/83). Η προθεσµία αναστέλλεται επίσης για το χρονικό διάστηµα από 1 µέχρι 31 Αυγούστου (άρθρο 4 Ν.2474/97). Η προθεσµία αρχίζει από την εποµένη της κοινοποίησης στον τιµωρηθέντα υπάλληλο πλήρους αντιγράφου της πειθαρχικής απόφασης και δεν κινείται η προθεσµία αυτή µε οποιονδήποτε άλλο τρόπο (ΣτΕ 3489/98, 1236, 3009/96, 3668/95, 5124/87, 4723/88). Η προθεσµία λήγει την 60η ή 90η ηµέρα από την έναρξή της. Αν η 60η ηµέρα είναι αργία, ε- ξαιρετέα ή Κυριακή, η προθεσµία λήγει την επόµενη εργάσιµη (ΣτΕ 4255, 4259/99, 3836/90). Η άσκηση της προσφυγής µετά την παρέλευση της προθεσµίας των 60 ή 90 ηµερών είναι α- παράδεκτη. Η προθεσµία για την άσκηση της προσφυγής και η άσκησή της αναστέλλουν την εκτέλεση της πειθαρχικής απόφασης (άρθρο 144 παρ. 3 Υ.Κ.). Έτσι, κατά τη διάρκεια της προθεσµίας
122 IOIKHTIKH ENHMEPΩΣH για την άσκηση της προσφυγής και σε περίπτωση εµπρόθεσµης άσκησης αυτής, µέχρι την εκδίκασή της από το Συµβούλιο της Επικρατείας, διατηρείται η υπαλληλική σχέση και δεν µπορεί να εκτελεσθεί η σχετική απόφαση του πειθαρχικού συµβουλίου, µε την έκδοση από την αρµόδια διοικητική αρχή πράξης, µε την οποία επέρχεται η λύση της υπαλληλικής σχέσης (ΣτΕ 1234/94, 4142/84, 1262/72). Η υπαλληλική σχέση διατηρείται µέχρι τη δηµοσίευση και κοινοποίηση της σχετικής απόφασης του Συµβουλίου της Επικρατείας και ως εκ τούτου δεν επιτρέπεται να εκδοθεί η διοικητική πράξη της απόλυσης (ΣτΕ 1828/95, 3532/74, 2123/73, 130/71). Σε κάθε περίπτωση είναι παράνοµη και ακυρωτέα η πράξη απολύσεως του υπαλλήλου, που εκδόθηκε κατά τη διάρκεια της προθεσµίας προς άσκηση προσφυγής κατά της σχετικής απόφασης του υ- πηρεσιακού συµβουλίου (ΣτΕ 1624/2000, 2038/99, 893/97, 1070/75, 235/65). Η έκταση του ελέγχου της προσφυγής Σύµφωνα µε το άρθρο 43 του Π.. 18/1989, το Συµβούλιο της Επικρατείας, όταν δικάζει την υπαλληλική προσφυγή, επανεξετάζει την υπόθεση στο σύνολό της και κατά το νόµο και την ουσία, πράγµα που σηµαίνει, ότι ασκεί µεν έλεγχο του νοµικού µέρους της προσβαλλόµενης πειθαρχικής απόφασης, αλλά συγχρόνως κρίνει την υπόθεση και κατά τα νοµικά και πραγµατικά της στοιχεία. Γι αυτό µπορεί να λάβει υπόψη όχι µόνο τα στοιχεία που υποβλήθηκαν ενώπιον του πειθαρχικού δικαστή, αλλά και κάθε νέο στοιχείο που αναπληρώνει τυχόν έλλειψη (ΣτΕ 110, 111/1930) και νέες αποδείξεις να διατάξει και πληροφορίες διοικητικώς να ζητήσει. Αλλά και ο υπάλληλος έχει δικαίωµα να επικαλεσθεί οποιαδήποτε νέα αποδεικτικά στοιχεία. Έτσι, το ΣτΕ όταν δικάζει την προσφυγή, µπορεί να οδηγηθεί σε διαφορετική εκτίµηση των περιστατικών που στοιχειοθετούν την πειθαρχική ευθύνη του υπαλλήλου και να σταθµίσει διαφορετικά τη βαρύτητα του πειθαρχικού παραπτώµατος και εποµένως να επιβάλλει οποιαδήποτε ελαφρότερη πειθαρχική ποινή, σε καµιά δε περίπτωση δεν µπορεί να χειροτερεύσει τη θέση του υπαλλήλου (άρθρο 144 παρ. 4 Υ.Κ.), δηλαδή να επιβάλλει βαρύτερη ποινή από αυτή που είχε επιβληθεί από το πειθαρχικό όργανο. Το δικαστήριο, βέβαια, µπορεί: α) Να απορρίψει την προσφυγή, οπότε η πειθαρχική απόφαση που προσβλήθηκε από τη δη- µοσίευση της απόφασης του δικαστηρίου, αποκτά τη δύναµη του δεδικασµένου και εκτελείται η επιβληθείσα ποινή. β) Να ακυρώσει την πειθαρχική απόφαση, οπότε η απόφαση αυτή εξαφανίζεται εν όλω ή εν µέρει ανάλογα µε το διατακτικό της απόφασης του Συµβουλίου της Επικρατείας. γ) Να ακυρώσει την απόφαση για λόγους που αφορούν την παράλειψη ουσιώδους τύπου της διαδικασίας κατά την εξέταση της πειθαρχικής υπόθεσης, οπότε η υπόθεση αναπέµπεται στο αρµόδιο πειθαρχικό συµβούλιο για την κάλυψη του τύπου που παραλείφθηκε και νέα κρίση του διωκόµενου υπαλλήλου. δ) Να κηρύξει άκυρη την πειθαρχική απόφαση και να αποφανθεί το ίδιο επί της ουσίας της υ- πόθεσης (ΣτΕ 1086/35, 815, 1008/36), προβαίνοντας ακόµα και στην εκπλήρωση του τύπου που δεν τηρήθηκε (π.χ. κλήση σε απολογία), εφόσον η υπόθεση είναι κατά τα λοιπά αποσαφηνισµένη. Όµως, το δικαστήριο δεν µπορεί να µεταβάλλει ή να συµπληρώσει την πάσχουσα αιτιολογία της πειθαρχικής απόφασης (ΣτΕ 1887/47, 227/42). Σε περίπτωση πληµµελούς αιτιολογίας της πειθαρχικής απόφασης, το δικαστήριο µπορεί ή να απαλλάξει τον υπάλληλο ή να µετριάσει την ποινή (ΣτΕ 1512, 2058, 2347/59). Επίσης, µπορεί να προχωρήσει στην αναµόρφωση της πειθαρχικής ποινής που επιβλήθηκε, εξετάζοντας όλες τις ουσιαστικές πλευρές της υπόθεσης. Έτσι, µπορεί να µετριάσει την ποινή, λαµβάνοντας υπόψη τις οικογενειακές συνθήκες του υ-
IOIKHTIKH ENHMEPΩΣH 123 παλλήλου (ΣτΕ 229/73, 1908/63), τον χαρακτηρισµό του ως ευσυνείδητου υπαλλήλου (ΣτΕ 2612/64, την υπηρεσιακή του απόδοση (ΣτΕ 1517/65)), τις ευµενείς εκθέσεις και το λευκό πειθαρχικό παρελθόν (ΣτΕ 2938/64), τα στοιχεία του ατοµικού φακέλου (ΣτΕ 172/73), τις ειδικές συνθήκες που συντρέχουν (ΣτΕ 2191/65, 2617/66) κ.λπ. Ακόµα, µπορεί να µην προχωρήσει σε µετριασµό της ποινής, λόγω της βαρύτητας του παραπτώµατος. Τέλος, το δικαστήριο εξετάζοντας κατ ουσία την υπόθεση, µπορεί να απαλλάξει τον υπάλληλο από κάθε ποινή, δηλαδή να τον αθωώσει, επειδή δεν αποδείχθηκαν οι εναντίον του κατηγορίες (ΣτΕ 3672/75), ούτε τον βαρύνει οποιαδήποτε υπαιτιότητα, ούτε καν αµέλεια (ΣτΕ 502/63) ως προς τις κατηγορίες που του αποδίδονται ή επειδή δεν είναι ικανός προς καταλογισµό ή επειδή στο πρόσωπό του συντρέχει έµπρακτη µετάνοια ή νοµική ή πραγµατική πλάνη, που τον απαλλάσσουν από την πειθαρχική ευθύνη. Το ένδικο µέσο της προσφυγής παρέχει µεγαλύτερη προστασία στον υπάλληλο, σε σύγκριση µε το ένδικο µέσο της αίτησης ακυρώσεως, γιατί στην προσφυγή το ΣτΕ δικάζει και κατ ουσία την υπόθεση και µπορεί όχι µόνο να εξαφανίσει εξ ολοκλήρου την προσβαλλόµενη απόφαση, αλλά και να την τροποποιήσει, ενώ στην αίτηση ακυρώσεως, κατά την εκδίκασή της α- σκείται µόνο έλεγχος νοµιµότητας και όχι έλεγχος ουσίας και το ΣτΕ ή θα ακυρώσει εξ ολοκλήρου την απόφαση ή θα απορρίψει την αίτηση. εν µπορεί, όµως, να τροποποιήσει την απόφαση και να επιβάλλει ελαφρότερη ποινή. Εξάλλου, την αίτηση ακυρώσεως µπορεί να την υπογράψει µόνο ο ίδιος ο υπάλληλος και δεν είναι απαραίτητη η υπογραφή δικηγόρου. Κατά τη συζήτηση, όµως, της υπόθεσης στο ΣτΕ είναι απαραίτητο, επί ποινή απαραδέκτου της αίτησης ακυρώσεως, να παραστεί δικηγόρος. Αντίθετα, την προσφυγή µπορεί και αυτή να την υπογράψει µόνο ο ίδιος ο υπάλληλος, αλλά κατά τη συζήτηση µπορεί να παραστεί ο ίδιος και να υποστηρίξει την υπόθεση, χωρίς δικηγόρο. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 1. Θεόδ. Αγγελόπουλου, ίκαιο των πολιτικών υπαλλήλων εν Ελλάδι, τεύχ. Α και Β, Αθήναι 1913-1914. 2. Μιχ. Στασινοπούλου, Υπαλληλικός Κώδιξ και Κώδιξ υπαλλήλων νοµικών προσώπων δηµοσίου δικαίου, Αθήναι 1951. 3. Ηλ. Κυριακόπουλου, ίκαιον των διοικητικών υπαλλήλων, Αθήναι 1956. 4. Γεώρ. Παπαχατζή, Σύστηµα του εν Ελλάδι ισχύοντος διοικητικού δικαίου, Αθήναι 1960. 5. Β. Ρώτη, Η κατ επανάληψιν άσκησις της επιθαρχικής εξουσίας, Επιθεώρηση ηµοσίου και ιοικητικού ικαίου, τόµος 10ος, Αθήναι 1966. 6. Εκδοτικός οίκος Ι. Ζαχαρόπουλος, Συµπλήρωµα Νοµολογίας, τόµος 1, 1935-1952, Αθήναι 1953, τό- µος 2 (5), 1953-1960, Αθήναι 1963, τόµος 3 (β), 1961-1963, Αθήναι 1966, τόµος 4 (4), Αθήναι 1964-1968, Αθήναι 1972, τόµος 5 (2), 1969-1971, Αθήναι 1973, τόµος 6 (3), 1972-1974, Αθήναι 1977. 7. ΥΠ.ΕΣ...Α., /νση Κωδικοποίησης Νοµικών Πληροφοριών, Νοµολογία, Γνωµοδοτήσεις, Μελέτες, 1990, 1991, 1992, 1993. 8. Αναστασίου Μαρίνου, Τα βασικά του δηµοσιοϋπαλληλικού δικαίου, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα- Κοµοτηνή 1996. 9. Αναστ. Τάχου- Ιωάν. Συµεωνίδη, Ερµηνεία Υπαλληλικού Κώδικα, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1999. 10. Επαµ. Σπηλιωτόπουλου, ιοικητικό ίκαιο, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα 2002. 11. Γεώρ. Ναυπλιώτη, Πειθαρχικό ίκαιο, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα 2003.