ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ 1. Εξάλλου, η αρετή αναφέρεται στα αισθήµατα και στις πράξεις όπου η υπερβολή αποτελεί σφάλµα και η έλλειψη και κατακρίνεται, ενώ το µέσο επαινείται και είναι ορθό και τα δύο αυτά έχουν σχέση µε την αρετή. Εποµένως η αρετή είναι κάποια µεσότητα, αφού στοχεύει στο µέσο. Επιπλέον, το να κάνουµε λάθος µπορεί να γίνει µε πολλούς τρόπους (γιατί το κακό και το άπειρο πάνε µαζί), όµως το να πράττουµε το σωστό µε έναν τρόπο (γι αυτό και το ένα είναι εύκολο, ενώ το άλλο δύσκολο), είναι εύκολο πράγµατι να αποτύχει κάποιος στο σκοπό του, δύσκολο όµως το να επιτύχει) και γι αυτούς λοιπόν τους λόγους η υπερβολή και η έλλειψη πάνε µαζί µε την κακία, ενώ η µεσότητα µε την αρετή γιατί µ έναν τρόπο γινόµαστε καλοί, αλλά µε πολλούς τρόπους γινόµαστε κακοί. Εποµένως, η αρετή είναι συνήθεια που επιλέγεται ελεύθερα από το άτοµο που βρίσκεται στη θέση της µεσότητας σε σχέση µε µας και καθορίζεται από τη λογική και συγκεκριµένα µε τη λογική που καθορίζει ο φρόνιµος άνθρωπος. Είναι όµως µεσότητα δύο κακιών που η µία βρίσκεται από την πλευρά της υπερβολής, ενώ η άλλη της έλλειψης. 2. Στο πρώτο απόσπασµα ο Αριστοτέλης επιχειρεί να προσδιορίσει τη µεσότητα της ηθικής αρετής σε συνάρτηση µε τα συναισθήµατα που µπορεί να βιώσει ένας άνθρωπος. Η αναζήτησή της διέπεται από ένα σύνολο δεοντολογικών κανόνων που η εφαρµογή της απαιτεί ατοµική προσπάθεια και διαρκή αγώνα και ο ακριβής προσδιορισµός αυτού που πρέπει (δεῖ) κάθε φορά, συνδέεται µε το χρόνο (ὃτε δεῖ), µε τις συνθήκες (ἐφ οἷς), µε τα πρόσωπα (πρός οὕς), µε το σκοπό (οὗ ἕνεκα) και µε τον τρόπο (ὡς δεῖ). Τα διαδοχικά δεῖ του κειµένου επιδιώκουν να προσανατολίσουν στο ηθικά ορθό και υποδηλώνουν χωρίς να εξηγούν ποιο είναι το περιεχόµενο αυτού του «δεῖ» - ότι υπάρχουν συγκεκριµένα κριτήρια συµπεριφοράς και πρότυπα που απαιτεί η πολιτική κοινότητα, τα οποία καθορίζουν τη σωστή συµπεριφορά µας και την ορθότητα των πράξεών µας. Τα κριτήρια και τα πρότυπα απορρέουν είτε από τους άγραφους ηθικούς κανόνες της πολιτείας είτε από τους γραπτούς νόµους της πόλης είτε από την παράδοση και τα πρότυπα συµπεριφοράς που αυτή είχε δηµιουργήσει είτε από τη θρησκεία είτε από τη λογική του φρόνιµου ανθρώπου που του υποδεικνύει τι πρέπει να
πράξει και τι όχι. Η βεβαιότητα για την ορθότητα των πράξεων προέκυπτε για τους αρχαίους Έλληνες, από τον ορθό λόγο. Με τον ορθό λόγο πέτυχαν να µελετήσουν τα φυσικά φαινόµενα και να οργανώσουν την κοινωνία τους µε τους νόµους, που εξασφάλιζαν πολιτικά, κοινωνικά και ατοµικά δικαιώµατα και επέτρεπαν την ελευθερία της έκφρασης των ιδεών. Όµως, οι φράσεις «πρέπει» ή «δεν πρέπει» αποτελούν µέρος και του δικού µας νεοελληνικού λεξιλογίου. Οι διαφορές βέβαια µε τους προγόνους µας είναι πολλές σε ιδεολογικό, κοινωνικό, πολιτικό και ηθικό επίπεδο. Μια τέτοια σηµαντική διαφορά διαπιστώνεται στο θρησκευτικό τοµέα οι θρησκευτικές µας αντιλήψεις, που προσδιορίζουν την όλη κοινωνική µας συµπεριφορά, είναι πολύ διαφορετικές. Ωστόσο, η παράδοση του τόπου και τα ιστορικά πρότυπα, ως φορείς συγκεκριµένων αρετών, είναι αρχές που εξακολουθούν, ακόµη και σήµερα, να λειτουργούν ως κριτήρια για την αποτίµηση των πράξεών µας. Συµπερασµατικά, και στο νεοελληνικό λόγο οι εκφράσεις «πρέπει» και «δεν πρέπει» δεν προσδιορίζονται µε σαφήνεια, όµως από την παιδική µας ηλικία µαθαίνουµε τι θεωρείται «καλό» και τι είναι «κακό», µε τη βοήθεια της παιδείας, στα πλαίσια της κοινωνίας που ζούµε. εν υπάρχει δυσκολία στο να προσδιορίσουµε τι πρέπει να πράξουµε η δυσκολία βρίσκεται στο να πραγµατώσουµε το «πρακτέον» κάθε φορά. 3 α ) Για να οριστεί µια έννοια πρέπει να προσδιοριστεί το προσεχές γένος της, δηλαδή η αµέσως ευρύτερη, γενικότερη έννοια στην οποία περιέχεται και να καθοριστεί η ειδοποιός διαφορά της, δηλαδή το στοιχείο που τη διαφοροποιεί. Το προσεχές γένος της έννοιας αρετή είναι οι έξεις. Η ειδοποιός διαφορά είναι η προαίρεση που προκύπτει από τη λογική του ανθρώπου. Σύµφωνα µε τον Αριστοτέλη, η αρετή είναι έξη και συνδέεται µε τα συναισθήµατα. Ο άνθρωπος ανάλογα µε τις πράξεις του και τον τρόπο συµπεριφοράς του συνηθίζει και αποκτά σταθερά στοιχεία στην προσωπικότητά του. Η έξη είναι προαιρετική. Ο ίδιος ο άνθρωπος πρέπει να αποφασίσει και να εφαρµόσει στη ζωή του το µέτρο, αποφεύγοντας τις ακρότητες σε όλες τις πράξεις. Επιπλέον, η προαίρεση περιλαµβάνει τη σκέψη, την επιλογή και την προσπάθεια που απαιτείται για να πράξει κάποιος αυτό που πρέπει. Άρα η προαίρεση προϋποθέτει τον ορθό λόγο, γιατί µόνο η λογική υποδεικνύει στον άνθρωπο την πρέπουσα συµπεριφορά. Ο Αριστοτέλης µάλιστα διευκρινίζει ότι αναφέρεται στη λογική του συνετού ανθρώπου και όχι στην κοινή ανθρώπινη
λογική. Ο ορθός λόγος επιτρέπει στον άνθρωπο να σταθµίζει τα δεδοµένα και να αποφεύγει την κακία που προκύπτει από την υπερβολή και την έλλειψη. β) Το χωρίο του κειµένου στο οποίο αποδεικνύεται ο αντικειµενικός χαρακτήρας της αρετής είναι το εξής: «ἐν µεσότητι ὡρισµένῃ λόγῳ καὶ ᾧ ἂν ὁ φρόνιµος ὁρίσειεν». Στην έβδοµη ενότητα η αρετή χαρακτηρίζεται µεσότητα και διευκρινίζεται ότι αυτή είναι υποκειµενική (πρὸς ᾑµᾶς) και όχι αντικειµενικά (κατὰ τὸ πρᾶγµα), ποιοτική και ποσοτική. Εποµένως, διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο, καθώς δεν εντοπίζεται µε µαθηµατικά κριτήρια αλλά η ανεύρεσή της εξαρτάται από τις φυσικές ροπές του ατόµου, από τις περιστάσεις, τις συγκυρίες και από τα κοινωνικά δεδοµένα της ζωής του. Είναι προσωπική ευθύνη του κάθε ανθρώπου να καθορίζει κάθε φορά το «δεῖ» (=πρέπει). Για να µη δηµιουργηθεί η εντύπωση πως το κάθε άτοµο, ορίζοντας µε ένα δικό του τρόπο το δικό του µέσο, ορίζει µε έναν απολύτως δικό του τρόπο την αρετή, ο Αριστοτέλης, δίνοντας τον ορισµό της αρετής, υποστηρίζει ότι, ο άνθρωπος που θέλει να την κάνει κτήµα του, πρέπει να έχει ως βοηθό ένα κριτήριο που διασφαλίζει την αντικειµενικότητα αυτής της µεσότητας. Πρόκειται για τη λογική του φρόνιµου ανθρώπου, µε την οποία πορεύεται κανείς το δύσκολο δρόµο προς την αρετή. 4. Σύµφωνα µε τον Αριστοτέλη η ψυχή του ανθρώπου αποτελείται κατ αρχήν από δύο µέρη, από το λόγον ἔχον µέρος και από το ἄλογον (µε δική µας διατύπωση: ο άνθρωπος ως ζωντανός οργανισµός λειτουργεί µε δύο τρόπους: α) µε βάση τη λογική του, β) µε τρόπους που δεν έχουν καµία απολύτως σχέση µε το λογικό του). Η αρχική όµως αυτή διµερής «διαίρεση» κατέληξε σε µία τριµερή «διαίρεση», αφού ο Αριστοτέλης διέκρινε τελικά α) ένα καθαρά ἄλογον µέρος της ψυχής, β) ένα καθαρά λόγον ἔχον µέρος της, και γ) ένα µέρος που µετέχει και του ἀλόγου και του λόγον ἔχοντος µέρους της ψυχής. Το πρώτο έχει σχέση µε τη διατροφή και την αύξηση του ανθρώπινου οργανισµού και άρα δεν έχει καµία απολύτως σχέση µε την αρετή το τρίτο (ο ίδιος το ονόµασε ἐπιθυµητικόν) έχει σχέση µε τις αρετές που περιγράφουν τον χαρακτήρα του ανθρώπου (ηθικές αρετές), ενώ το δεύτερο, που αφορά απόλυτα και καθαρά το λογικό µας, έχει σχέση µε τις διανοητικές µας αρετές (µε τη σοφία λ.χ. ή τη φρόνηση). Έτσι ο Αριστοτέλης κατέληξε να διακρίνει τις ανθρώπινες αρετές σε ηθικές και διανοητικές. 5 α ) Η λέξη «ἄριστον» συσχετίζεται ετυµολογικά µε τη λέξη «ἀρετή», δηλαδή µε τη φράση «ὃπερ ἐστὶ τῆς ἀρετῆς» γίνεται ετυµολογικός συσχετισµός των λέξεων
ἄριστον ἀρετή. Η λέξη αρετή προέρχεται ετυµολογικά από το θέµα ἀρε-< επιθ. ἀρείων (=καλύτερος) < ρ. ἀραρίσκω (=συναρµόζω) ή ρ. ἀρέσκω, ενώ το επίθετο ἄριστος είναι υπερθετικός βαθµός του αρχαίου συγκριτκού ἀρείων. Η αρετή ως «στοχαστικὴ τοῦ µέσου» πετυχαίνεται δύσκολα (γι αυτό είναι και σπάνια), αποτελεί όµως κορυφαίο επίτευγµα στη ζωή του ανθρώπου. εν είναι λοιπόν µόνο µεσότητα ως προς τα δύο άκρα, την έλλειψη και την υπερβολή, είναι και τελειότητα (ἄριστον), άρα ακρότητα στην κλίµακα των επιτευγµάτων του ανθρώπου. β) σιτοδεία δεῖ αυθαίρετος συνέντευξη περιουσία βέλος αἱρεῖσθαι ἐπιτυχεῖν ἔστιν ὑπερβάλλειν Επιµέλεια: Μ. Γκυρτή
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ 2008 Γ. Α Ι ΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Και ο Πρωταγόρας, Εγώ µεν, Σωκράτη, είπε, επιδοκιµάζω την προθυµία σου και τη διεξοδικότητα των λόγων σου. ιότι θεωρώ ότι ούτε στα υπόλοιπα είµαι κακός άνθρωπος, λιγότερο δε φθονερός από τους (άλλους) ανθρώπους, αφού και για σένα σε πολλούς βέβαια έχω πει ότι, από όσους συναντώ, εσένα περισσότερο θαυµάζω, και υπερβολικά µάλιστα µεταξύ των συνοµηλίκων σου και σου λέω βέβαια ότι δεν θα απορούσα αν ήσουν ένας από τους ονοµαστούς για τη σοφία τους άνδρες. Και σχετικά µε αυτά κάποια άλλη στιγµή, όταν θέλεις, θα συζητήσουµε διεξοδικά καιρός όµως είναι τώρα πλέον να ασχοληθούµε και µε κάτι άλλο. Αλλά, είπα εγώ, έτσι πρέπει να κάνουµε, αν το νοµίζεις. Γιατί κι εγώ είναι καιρός πια να πάω εκεί που είπα, παρέµεινα όµως για χάρη του καλού Καλλία. Αυτά αφού είπαµε και ακούσαµε, αποχωρήσαµε. Γ2.α) ἥκιστ : ἧττον τῶν τηλικούτων: ταῖς τηλικαύταις τῷ καλῷ: τῷ καλλίστῳ εἰπόντες: εἰπόντι εἰποῦσι(ν) Γ2.β) ἀπῇµεν: ἄπιµεν ἀπήλθοµεν παρέµεινα: παραµείνας/παραµείνειας παράµεινον τρέπεσθαι: τραπῆναι Γ3.α) «ὅταν βούλῃ, διέξιµεν» Είναι λανθάνων υποθετικός λόγος του προσδοκώµενου. Υπόθεση: ὅταν βούλῃ Απόδοση: διέξιµεν (οριστική Μέλλοντα) Στον πλάγιο λόγο: «Πρωταγόρας ἔφη ὅτε βούλοιτο, διεξιέναι».
Γ3.β) ἀνδρῶν: γενική κατηγορηµατική διαιρετική από το «γένοιο» στο εννοούµενο υποκείµενο «σύ». ἐπὶ σοφίᾳ: εµπρόθετος προσδιορισµός αιτίας στο «γένοιο». τρέπεσθαι: τελικό απαρέµφατο, υποκείµενο στην απρόσωπη έκφραση «ὥρα (ἐστί)». τῷ καλῷ: παράθεση στο «Καλλίᾳ» χαριζόµενος: Αιτιολογική µετοχή, συνηµµένη στο εννοούµενο υποκείµενο ρήµατος «ἐγώ», λειτουργεί ως επιρρηµατικός προσδιορισµός αιτίας στο «παρέµεινα». Επιµέλεια: Γιώργος Κονδύλης