ΒΑΛΚΑΝΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ Κατάλογος αρχιτεκτονικών όρων Στον κατάλογο που ακολουθεί περιλαμβάνονται βασικοί αρχιτεκτονικοί όροι στα ελληνικά, οι οποίοι σχετίζονται με την παραδοσιακή αρχιτεκτονική της Ελλάδας, της Μικράς Ασίας και των Βαλκανικών χωρών. Έχουν επιλεγεί λέξεις από την επιστημονική ορολογία και τη δημώδη γλώσσα, προερχόμενοι από την ελληνική γλώσσα ή τις γλώσσες των γειτονικών λαών (τουρκικά, ιταλικά, αλβανικά, σλαβικές γλώσσες). Σημειώνεται ότι συχνά η σημασία των λέξεων διαφοροποιείται από τόπο σε τόπο, ενώ ιδίως οι ξένες λέξεις εμφανίζονται στα ελληνικά παραφθαρμένες και σε διάφορες παραλλαγές. Έχει επιλεγεί η επικρατέστερη σημασία και ο συνηθέστερος τύπος. Κλήμης Ασλανίδης, Μάιος 2018 Αγκωνάρι: επιμήκης λίθος που χρησιμοποιείται σε γωνία κτηρίου (=γωνιόλιθος) ή σε παραστάδα ανοίγματος. αδερφομοίρι: δίδυμη κατοικία, κτισμένη για δύο αδέλφια. αέτωμα: η απόληξη της στέγης στην όψη του κτηρίου. αμείβων: το κεκλιμένο ξύλο μιας στέγης (=τσιμπίδι). αμπάρα: μεγάλος ξύλινος σύρτης που ασφαλίζει μια θύρα. αντηρίδα: κτιστή κατασκευή για την παραλαβή πλαγίων ωθήσεων. ανώνυμη αρχιτεκτονική: αρχιτεκτονική στην οποία απουσιάζει το όνομα του δημιουργού. ανώ(γ)ι: ανώγειο(ν), ο δεύτερος όροφος ενός διώροφου κτίσματος ανώφλι: το στοιχείο που διαμορφώνει το άνω μέρος ενός ανοίγματος (=υπέρθυρο, πρέκι). 1
αργολιθοδομή: τοιχοποιία από ακατέργαστους λίθους. αρμολόγημα (ή αρμολόι): επιμελής επεξεργασία του κονιάματος των αρμών. αρμοκάλυπτρο: κατασκευαστικό στοιχείο που αποσκοπεί στην κάλυψη ενός αρμού. ασβεστοκονίαμα: κονίαμα που παράγεται από ασβέστη και άμμο. Βοτσαλωτό δάπεδο: δάπεδο στρωμένο με βότσαλα, συνήθως λευκού και μαύρου χρώματος, που σχηματίζουν διάφορα σχέδια. Γείσο: 1. η προεξοχή της στέγης σε σχέση με τον τοίχο, 2. προεξοχή στην επίστεψη κατακόρυφης αρχιτεκτονικής επιφάνειας. γκλαβανή (ή κλαβανή): καταπακτή. γρεντιά: ελκυστήρας ξύλινης στέγης. Διαβατικό: καμαροσκέπαστο πέρασμα. δίδυμο σπίτι: σπίτι αποτελούμενο από δύο όμοιες μονάδες, συνήθως διατεταγμένες συμμετρικά (βλ. και αδερφομοίρι). δίχωρο σπίτι: σπίτι, αποτελούμενο από δύο δωμάτια. διπλής καμπυλότητας (τόξο): τόξο αποτελούμενο από τμήματα κύκλου που στρέφουν τα κοίλα προς τα άνω στο κλειδί και προς τα κάτω στη γένεση. διπλό τσατί: στέγη διαμορφωμένη με τεγίδες και επιτεγίδες επάνω από τους αμείβοντες. δοξάτο: ο χώρος της κατοικίας στον οποίον καταλήγει η κλίμακα, και από τον οποίον γίνεται η πρόσβαση στα επιμέρους δωμάτια (= τουρκ. sofa). δώμα: οριζόντια στέγαση. 2
Εκφορικό σύστημα δόμησης: γεφύρωση ανοίγματος με επάλληλες σειρές λίθων, κάθε μία από τις οποίες εξέχει ως προς την υποκείμενη. ελκυστήρας: 1. οριζόντιο ξύλο ζευκτού στέγης (=γρεντιά), 2.ξύλινο ή σιδηρό στοιχείο που τοποθετείται για την παραλαβή εφελκυστικών τάσεων από ένα τόξο ή θόλο. επίκρανο: αρχιτεκτονικό μέλος που επιστέφει πεσσό ή παραστάδα. επιστύλιο: οριζόντιο στοιχείο που γεφυρώνει τους κίονες. επιτεγίδα: ξύλο που τοποθετείται επάνω από τις τεγίδες και εγκάρσια προς αυτές. επίχρισμα: κονίαμα για την κάλυψη επιφανειών τοίχων (=σοβάς). ερμάριο: ορθογώνια εσοχή σε τοίχο με ράφι(α), που ενίοτε κλείνει με ξύλινα φύλλα (=ντουλάπι). Ζεματίστρα: προεξοχή σε τοίχο με οπή στο κάτω μέρος για ζεστά υγρά εναντίον επιτιθέμενων (=καταχύστρα) Ημιλάξευτος (λίθος): λίθος που έχει υποστεί μερική κατεργασία των επιφανειών του. ηλιακός (ή λιακός): υπαίθριος χώρος σε όροφο, μπροστά από την είσοδο κτηρίου. Θολίτης: λίθος τόξου ή θόλου. θριγκός: στοιχείο επίστεψης, αποτελούμενο από επιστύλιο, ζωφόρο και γείσο. Ισνάφι (ή σινάφι): συντεχνία (μαστόρων). Καλντερίμι: κάλυψη δαπέδου με λίθους (=λιθόστρωτο). κάλφας: πρωτομάστορας. 3
κάμαρα: δωμάτιο, υπνοδωμάτιο. καμάρα: ημικυλινδρικός θόλος (ορισμένες φορές και το τόξο). καμαροσκεπής (χώρος): καλυμμένος με καμάρα. καμαρόσπιτο: τύπος σπιτιού, στο εσωτερικό του οποίου τόξο διατεταγμένο κατά τον άξονα της κατοικίας στηρίζει τις ξύλινες δοκούς της στέγης ή του δώματος. Συνηθίζεται στα νησιά του Αιγαίου, την Κρήτη, την Κύπρο και την Αττική. καπάκι: κεραμίδι τοποθετημένο ώστε να στρέφει τα κοίλα προς τα κάτω (=καλυπτήρας). καρφωτή θύρα: θύρα διαμορφωμένη με σανίδες που καρφώνονται σε οριζόντιες τραβέρσες. καταχύστρα: προεξοχή σε τοίχο με οπή στο κάτω μέρος για ζεστά υγρά εναντίον επιτιθέμενων (=ζεματίστρα) κατώι: ισόγειος ή ημιυπόγειος χώρος για την αποθήκευση αγαθών ή το σταβλισμό ζώων. κεφαλοκόλωνο: στοιχείο επίστεψης ξύλινου στύλου, για την διαπλάτυνση της επιφάνειας έδρασης της δοκού. κιονόκρανο: αρχιτεκτονικό μέλος που επιστέφει κίονα. κιόσκι: στεγασμένη υπόστυλη κατασκευή ανοικτή προς τη θέα. Όταν προσαρτάται στο χαγιάτι, είναι ελαφρώς υπερυψωμένο ως προς αυτό. κλάπα: ξύλο διατεταγμένο εγκάρσια στον τοίχο, που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση των ξυλοδεσιών. κλασικισμός: αρχιτεκτονικό ρεύμα που αντλεί μορφές και αισθητικές αξίες από την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα. κλειδί: 1. (τόξου) ο θολίτης που βρίσκεται στο ανώτερο σημείο ενός τόξου, 2. (ελκυστήρα) το στοιχείο που τοποθετείται για την αγκύρωση του ελκυστήρα στον τοίχο. κόγχη: εσοχή στον τοίχο με ημικυκλική κάτοψη και τεταρτοσφαιρική κάλυψη. κολώνα: 1. κίων, 2. υποστύλωμα (ξύλινο). κονάκι: αρχοντική κατοικία. κορφιάς : η ακμή που διαμορφώνεται στην κορυφή της στέγης, το ξύλο που διαμορφώνει την κορυφή αυτή. κοσμήτης: γραμμικό στοιχείο για τη διακόσμηση ή διάρθρωση επιφανειών. 4
κουδαραίοι: οικοδόμοι (ονομασία των μαστόρων από την Ήπειρο και τη Δυτική Μακεδονία). κουλές (ή κουλάς, γουλάς, κούλια, κούλα): πύργος κουμπές: τρούλος. κουπαστή: το οριζόντιο στοιχείο που επιστέφει το κιγκλίδωμα. κουρασάνι: υδραυλικό κονίαμα από σκόνη κεραμιδιού και ασβέστη. κρεββάτα: ο χώρος μεταξύ δύο οντάδων (τουρκ. eyvan). Λαμπάς: η κατακόρυφη πλευρά ενός ανοίγματος. λαξευτός (λίθος): λίθος του οποίου οι επιφάνειες έχουν υποστεί πλήρη κατεργασία με λιθοξοϊκά εργαλεία. λιθόστρωτο: κάλυψη δαπέδου με λίθους (=καλντερίμι). λούκι: 1. κλειστός ή ανοικτός αγωγός νερού, 2. κεραμίδι τοποθετημένο ώστε να στρέφει τα κοίλα προς τα άνω (=στρωτήρας). Μαχιάς: η κεκλιμένη ακμή που διαμορφώνεται στην εξέχουσα γωνία μεταξύ δύο επιφανειών της στέγης. μεντέρι (ή μιντέρι): υπερύψωση στο δάπεδο όπου απλώνονται στρωσίδια ως καθίσματα ή για τον ύπνο. μονόχωρο (σπίτι): μικρών διαστάσεων σπίτι, χωρίς εσωτερικά χωρίσματα, στο οποίο όλες οι λειτουργίες συνυπάρχουν στον ίδιο χώρο, καταλαμβάνοντας επιμέρους περιοχές. μουσάντρα (ή μεσάντρα): ξύλινη κατασκευή αποτελούμενη από κλειστά και ανοικτά ερμάρια, για τη φύλαξη ειδών ρουχισμού και κλινοσκεπασμάτων. Συνήθως καταλαμβάνει μία πλευρά του οντά. Συχνά έχει πλούσια διακόσμηση, τις περισσότερες φορές οθωμανικής εμπνεύσεως. μουσαφίρ οντάς: ο οντάς των ξένων. μπαγδατί: επένδυση επιφάνειας ξύλινης κατασκευής με ξύλινα πηχάκια και επίχρισμα. μπαμπάς: 1. κατακόρυφο ξύλο που στηρίζει τον κορφιά της στέγης, 2. ο κύριος ορθοστάτης κιγκλιδώματος κλίμακας. μπαμπατζάκι: κατακόρυφο στοιχείο για τη στήριξη του ποταμού που υποστηρίζει τα τσιμπίδια (αμείβοντες) της στέγης στο μέσον τους. 5
μπας οντάς: ο καλός οντάς. μπάσια: υπερυψώσεις στο δάπεδο εκατέρωθεν του τζακιού (Ήπειρος) Μπαρόκ: κίνημα της τέχνης που αναπτύχθηκε στην Ιταλία τον 17 ο αιώνα και διαδόθηκε ευρέως κατά το 17 ο και 18 ο αιώνα σε όλη την Ευρώπη. μπόι: κατακόρυφο ξύλινο στοιχείο που χρησιμοποιείται στην κατασκευή κουφωμάτων. μπουγιουντρούκι: ξύλινο στοιχείο μεταξύ θύρας και φεγγίτη. Ντερές: η κεκλιμένη ακμή που διαμορφώνεται στην εισέχουσα γωνία μεταξύ δύο επιφανειών της στέγης. Ξεπεταχτό: κλειστός εξώστης (=σαχνισί). ξυλοδεσιά: ξύλο ενσωματωμένο σε λιθόκτιστο τοίχο κατά το μήκος του, ώστε να ενισχύσει την κατασκευή έναντι εκτός επιπέδου φορτίσεων. Οι εξωτερικές και εσωτερικές ξυλοδεσιές συνδέονται μεταξύ τους, σχηματίζοντας εσχάρες που περιτρέχουν το κτήριο και επαναλαμβάνονται σε τακτές καθ ύψος αποστάσεις. Οδοντωτό γείσο: γείσο διαμορφωμένο από πλίνθους διατεταγμένες εναλλάξ κατά μήκος και διαγωνίως ως προς τον τοίχο. οξυκόρυφο (τόξο): τόξο αποτελούμενο από δύο τμήματα κύκλου, με ακτίνα μεγαλύτερη από το άνοιγμά του. οθωμανικό μπαρόκ (ή τουρκομπαρόκ): διακοσμητικός τρόπος του 18 ου και 19 ου αιώνα, προερχόμενος από την ανάμιξη στοιχείων της Οθωμανικής τέχνης με το ευρωπαϊκό μπαρόκ και ροκοκό. οντάς: δωμάτιο. Ο οντάς της παραδοσιακής κατοικίας που επικράτησε στις περισσότερες περιοχές που κάποτε ανήκαν στην Οθωμανική αυτοκρατορία έχει περίπου τετράγωνη κάτοψη, είσοδο συνήθως στη γωνία, και διαιρείται σε δύο ζώνες. Η πρώτη είναι ένα διάδρομος (ρούγα) μπροστά από την είσοδο του χώρου, όπου βρίσκεται και η μουσάντρα, ενώ η δεύτερη (σοφάς), ελαφρώς υπερυψωμένη, είναι ο χώρος όπου βρίσκεται το τζάκι διατεταγμένο στον άξονα του δωματίου και εκατέρωθεν αυτού μεντέρια και συμμετρικώς διατεταγμένα παράθυρα, ερμάρια ή κόγχες. 6
ορθοστάτης: κατακόρυφο στοιχείο ξύλινης κατασκευής (π.χ. ξυλόπηκτου τοίχου ή κιγκλιδώματος). Πανωτσίμπιδο: ξύλο τοποθετημένο επάνω από τα τσιμπίδια, για τη διαμόρφωση του γείσου της στέγης. παραστάδα: 1. ορθογώνιο στοιχείο προσαρτημένο σε τοίχο, με σκοπό την παραλαβή φορτίων από υπερκείμενη κατασκευή, 2. Κατακόρυφο πλευρικό στοιχείο ανοίγματος (=λαμπάς). παραστιά: τζάκι. περαστή (ή ταμπλαδωτή) θύρα: ξύλινη θύρα διαμορφωμένη με οριζόντια (τραβέρσες) και κατακόρυφα (μπόγια) στοιχεία περιβάλλουν επίπεδες επιφάνειες (ταμπλάδες). πεσσός: κτιστό στήριγμα ορθογωνικής διατομής. πηλοκονίαμα: κονίαμα που παράγεται από πηλό (άργιλο). πλατυμέτωπο σπίτι: ορθογωνικής κάτοψης σπίτι με είσοδο και βασικά φωτιστικά ανοίγματα στην μεγάλη πλευρά. πολλαπλής καμπυλότητας τόξο: τόξο αποτελούμενο από τμήματα διαφόρων κύκλων, στρέφοντα τα κοίλα προς τα άνω ή προς τα κάτω. ποταμός: οριζόντιο ξύλινο στοιχείο για την έδραση ή την υποστύλωση άλλων ξύλων. ποζολάνη (ή πουζολάνη): σκόνη ηφαιστειακής προέλευσης, η πρόσμιξη της οποίας προσδίδει υδραυλικές ιδιότητες στα κονιάματα. πορτωσιά: λίθινο πλαίσιο θύρας (=θύρωμα, περίθυρο, περιθύρωμα). πυργόσπιτο (ή πυργοκατοικία): οχυρωμένη κατοικία, αποτελούμενη συνήθως από τουλάχιστον τρία ή τέσσερα πατώματα. πρέκι: ανώφλι. Ροκοκό: κίνημα των ευρωπαϊκών τεχνών, με υπερβολική διακοσμητική διάθεση, που διαδόθηκε ιδιαιτέρως στην κεντρική Ευρώπη στο 18 ο αιώνα. Σάλα: χώρος υποδοχής, καθιστικό. 7
σαχνισί: κλειστός εξώστης (=ξεπεταχτό). σινάφι (ή ισνάφι): συντεχνία (μαστορων). σκαλότρυπα: οπή για τη στήριξη ικριώματος (σκαλωσιάς). σοβάς (ή σουβάς): το επίχρισμα, συνήθως από ασβεστοκονίαμα. σοφάς: 1. ο χώρος στον οποίον καταλήγει η κλίμακα της κατοικίας και από τον οποίον γίνεται η πρόσβαση στα επιμέρους δωμάτια (τουρκ. sofa) 2. υπερυψωμένος χώρος ύπνου. στενομέτωπο σπίτι: ορθογωνικής κάτοψης σπίτι με είσοδο και βασικά φωτιστικά ανοίγματα στην στενή πλευρά. σταυροθόλιο: θόλος που σχηματίζεται από δύο κάθετα διασταυρούμενες καμάρες. Ταβάνι: οροφή. τάβλα: ξύλινη σανίδα. ταμπλάς: ξύλινη επίπεδη επιφάνεια. τεγίδα: ξύλο που τοποθετείται επάνω στους αμείβοντες της στέγης και εγκάρσια σε αυτούς. τραβέρσα: οριζόντιο ξύλινο στοιχείο που χρησιμοποιείται στην κατασκευή των κουφωμάτων. τρούλος: ημισφαιρικός θόλος. τσατί : στέγη. τσατμάς: πλήρωση ξύλινου σκελετού τοίχου με πλίνθους, λάσπη ή πέτρες. τσιμπίδι: το κεκλιμένο ξύλο μιας στέγης (=αμείβων). Υδραυλικό κονίαμα: κονίαμα από ασβέστη, άμμο και κεραμάλευρο ή ποζολάνη. υπέρθυρο: το στοιχείο που διαμορφώνει το άνω μέρος μιας θύρας (=ανώφλι, πρέκι). υπερυψωμένο (τόξο): τόξο με ευθύγραμμες προς τα κάτω προεκτάσεις των γενέσών του. 8
Φεγγίτης: φωτιστικό άνοιγμα σε ψηλή στάθμη (ψηλότερα από παράθυρο ή θύρα). φουρούσι: πρόβολος για την στήριξη υπερκείμενου στοιχείου. φούσκα: η προεξοχή επάνω από το σημείο όπου ανάβει η φωτιά του τζακιού, για τη συλλογή του καπνού και την απαγωγή προς την καπνοδόχο. Χαγιάτι: στοά, ημιυπαίθριος χώρος, από τον οποίον γίνεται η πρόσβαση στα επιμέρους δωμάτια. χαμηλωμένο (τόξο): τόξο μικρότερο του ημικυκλίου. Ψαλίδι: ο βασικός τριγωνικός φορέας της στέγης (=ζευκτό). Βιβλιογραφία Χ. Μπούρας Δ. Φιλιππίδης (επιμ.), Αρχιτεκτονική, Αθήνα 2013. Ελληνική παραδοσιακή αρχιτεκτονική, εκδόσεις Μέλισσα, τομ. 1-8, Αθήνα 1982-1991. Γ. Κίζης, Πηλιορείτικη οικοδομία, Αθήνα 1994. 9