T-Y (216-228):Layout 1 4/3/2011 12:40 μμ Page 216 Τ ταγάρ (τo) < μσν. ταγάριον τρουβάς (βλ. λ.) μτφ.: φρεάτιο, στο οποίο συγκενρώνονταν τα απόβλητα από την έκθλιψη του ελαιόκαρπου, ο λιόσμος (βλ. λ.). Από τα ταμαχτσιάρ ς -σα -κου < τουρκ. tamahkar (άπληστος) πλεονέκτης, άπληστος, αχόρταγος: «η Γληγόρ ς είνι πουλύ ταμαχτσιάρ ς! θέλ ση μια μέρα να τηλειώσ δέκα μέρης επιπλέοντα υπολείμματα λαδιού ζηυγάρ!» (ταγαρόλαδα) έφτιαχναν σαπούνι. Τα ταγάρια τα νοίκιαζαν οι ενδιαφερόμενοι έπειτα από δημοπρασία φρεάτιο κοντά σε πηγή νερού ταϊφάς (ο) < τουρκ. tayfa (τσούρμο) ομάδα ανδρών ή γυναικών στη δούλεψη ενός αφεντικού για θέρισμα, λιομάζωμα (ραβδιστές, μαζώχτρες) τακίμ (το) < τουρκ. takım (ομάδα) ομάδα εργατών ή τεχνιτών, συνεργείο ταμάχ (το) < τουρκ. tamah (απληστία) 1. ένταση προσπάθειας, υπέρβαση δυνάμεων, κουράγιο: «κάνου ταμάχ, να γημίσου τα τασ βάλια (ελιές), πριν βασλέψ γ ήλιους» 2. απληστία, πλεονεξία: «απ του ταμάχ υτ θέλ ούλα να τα βάλ μες τη τσλοια τ» (να τα κάνει όλα δικά του) ταρλακός -τσιά -κό < άγν. ετυμ. ο ζαλισμένος, αυτός που τα έχει χαμένα: «κάν σα τ ταρλατσιά τ ν όρθα» (οι κότες προσβάλονταν από αρρώστια και παραπατούσαν σαν μεθυσμένες) ταρλακώνω -ουμι ρ. < ταρλακ-ός (βλ. λ.) + -ώνω ζαλίζω, πονοκεφαλιάζω: «μη (με) ταρλακώσαν τα μουρά μη τ ς φουνές τουν» μτφ.: πελαγοδρομώ, σαστίζω, τα χάνω, δεν ξέρω τι να κάνω: «ταρλακώθ κα, μουρ κόρ υμ, απ τ φαμ λιά» τασόπ κα (η) < συμφυρμός τάσι + βίκα (τασόβ κα, τασόπ κα) πήλινο ή μεταλλικό δοχείο κυρίως για πήξιμο γιαουρτιού, κεσεδάκι τατσίζου ρ. (αόρ. τάτσ σα) < ηχοπ. λέξ. από το τσακ - τσακ
T-Y (216-228):Layout 1 4/3/2011 12:40 μμ Page 217 217 τηφτέρ σπάζω, τσακίζω, κοπανίζω: «τατσίζου αμύγδαλα να κάνου μπακλαβού» ταχιά επίρ. (χρον.) < ταχέα: πληθ. ουδ. του επιθ. ταχύς αύριο, ξημερώματα, πρωί - πρωί: «ταχιά, Γιάννη μ, ση κλαίγου» (ειρων. για κάποιον που καθυστερεί ή αναβάλλει μια δουλειά) ταχράς (ο) αγν. ετυμ. σιδερένιο εργαλείο, στο οποίο μπορεί να τοποθετηθεί και στειλιάρι, για κόψιμο κλαδιών και θάμνων μτφ.: κακός μαθητής ταχτέρ επίρ. (χρον.) < (πιθ. παραφθορά του ταχύτερον) πρωί-πρωί, ξημερώματα: «Θα σ κουθώ ταχτέρ να πάγου στου κυνήγ» τέστου (το) < αγγλ. test < παλ. γαλλ. test «πήλινο δοχείο που χρησιμοποιούσαν οι αλχημιστές, για να δοκιμάζουν τον χρυσό» < λατ. Testum «πήλινο αγγείο» (Μπαμπινιώτης) «πήλινη χύτρα αλχημιστών» (Τεγόπουλος-Φυτράκης) πήλινο σκεύος για βράσιμο φαγητού, τσουκάλι: «βάλη του τέστου να μαγειρέψουμη» τηζ γιαχ (το) < τουρκ. tezgah (πάγκος) τεζιάκι, πάγκος καφενείου, όπου τα παλικάρια πίνανε όρθια ρακί τημ σιάρ κου (το) < μισιακό < μισός τημσιακό < το ημισιακό (με συνεκφορά του άρθρ. με το επίθετο) μισό μισό, μισιακό: κτήμα που δίνεται από τον ιδιοκτήτη σε καλλιεργητή με τη συμφωνία να μοιραστούν το προϊόν που θα παραχθεί μισό μισό τημπίχ (το) < τουρκ tembih ( υπενθύμιση, δασκάλεμα) σύσταση, συμβουλή, προειδοποίηση: «τουν έκανα χίλια ντημπίχια να μην ανοίξ του στόμα τ ση κανέναν» τηρτίπ (το) (συνήθως στον πληθ. τηρτίπια) < τουρκ. tertip (απάτη) κόλπο, πονηριά: «έφτα τα τηρτίπια ε πηρνούν ση μένα» τηστηρ (το) < πιθ. test (δοκιμασία, έλεγχος, εξέταση) -ήρι αντοχή, δύναμη, κουράγιο. Η λέξη ως «τεστίρι» απαντάται με την έννοια άδεια, άδεια άσκησης επαγγέλματος (μετά απόεξέταση): «εν έχου τηστήρ στα πουδάρια μ να σταθώ» τηφτέρ (το) (υποκορ. τηφτηρέλ ) < μσν. δεφτέρι < αρχ. διφθέρα τετράδιο για λογαριασμούς. Φτωχές οικογένειες ψώνιζαν από τον μπακάλη βερεσέ «μη του τη- T
T-Y (216-228):Layout 1 4/3/2011 12:40 μμ Page 218 T τζηρημές 218 φτηρέλ»: «η Βριγιός σα μπατακγιάν, τα παλιά τηφτέρια πιάν»(παροιμ.) τζηρημές (ο) < τουρκ. cereme (πρόστιμο) αδικαιολόγητη ζημιά, πρόστιμο: «σκότουνη παλαβοί, πλήρουνη τζηρημέδης!» (παροιμ.) μτφ.: άχρηστος άνθρωπος, χωρίς αξία τζιαναμπέτ ς - σα - κου < τουρκ. cenabet (ακάθαρτος, βρώμικος) ανάποδος, στριμμένος, δύστροπος, γρουσούζης, κακός: «τζιαναμπέτ σα γ ναίκα»«τζιαναμπέτ κου μουρό» τζιγέρ (το) < τουρκ. karaciger το συκώτι: «μ έφαγης τα τζiγέρια μ!» πληθ. τζιγέρια: τα εντόσθια σφαγίων: «σήμηρα θα φάμη τζιγηράκια» τζιμάν (το) < αγγλ. g-man (άνθρωπος της κυβέρνησης) άνθρωπος άφθαστος σε όλα, πανέξυπνος, αλλά και αξιαγάπητος: «του Μητρέλ είνι τζιμάν μουρό» τζίν (το) < τζίνι < τουρκ. cin (δαίμονας) άνθρωπος πανέξυπνος, ικανότατος, δαιμόνιος, σατανάς: «ε τουν ξηπηρνά κανείς! είνι τζίν» τζιτζί (το) < τουρκ. cici (όμορφο) παιδικό παιχνίδι, άθυρμα: «δώση στου μουρό του τζιτζί τ να μη κλαιγ» τζουτζέκ (το) < τζουτζέκι < τουρκ. cuce (νάνος) ό,τι το υπερβολικά κοντό που καταντά γελοίο: «πήγης τσι αγόρασης ένα τζουτζέκ (φουστάνι) τσι ούτη του κώλου σ ε στηπάζ!» τίληγια επίρ. (και τίλουγια) < τι λογής; (η λογή, πληθ. των λογιών) πώς, με ποιο τρόπο: «τίληγια έπησης;» (πώς έπεσες;), «τίληγια να στου πω να του καταλάβ ς;» τι λογής, τι είδους: «τίληγια καμώματα είνι φτά» τιμάρ (το) < τιμάρι < τουρκ.: timar η περιποίηση, το ξύστρισμα υποζυγίου μτφ.: τιμωρία, ξυλοδαρμός: «θα ση κάνου του τιμάρ σ!»(φοβέρα: θα σε τιμωρήσω) τιμαρεύγου ρ. (αόρ. τιμάρηψα) < τιμαρεύω < τιμάρ (βλ. λ.) + -εύω 1. τακτοποιώ, βάζω στη θέση του, αποθηκεύω 2. φροντίζω, περιποιούμαι, καθαρίζω υποζύγιο με το «κασιάν», κασιανίζω (βλ. λ.) 3. μτφ. τιμωρώ, κακοποιώ «θα ση τιμαρέψου, θα ση κάνου του τιμάρ σ» (θα σε τιμωρήσω, θα σε κανονίσω,
T-Y (216-228):Layout 1 4/3/2011 12:41 μμ Page 219 219 τουρκόσπουρους θα σε περιποιηθώ) πρβλ. και λ. θημηρεύγου τλάπ (το) < τλάπι άγν. ετύμ. μόνο στη φράση «γίν τση τλάπ στου μηθύσ»(μέθυσε τόσο, που δεν καταλαβαίνει τι του γίνεται) όπλο μτφ.: το... όπλο (πέος) του άνδρα τ λιγάδ (το) < τυλιγάδι < μσν. τυλιγάδιον εργαλείο για το τύλιγμα νήματος σε θηλειές τ λιγαδάς (ο) < τυλιγάδι μτφ.: άνδρας με πόδια μακριά σαν τυλιγάδια τ λιγαδίζου ρ. < τυλιγάδ-ι + -ίζω τυλίγω νήμα με το τυλιγάδι τ λίγου ρ. < μσν. τυλίγω στη φρ. «τουν τύλ ξη»(τον κατάφερε να την παντρευτεί) τλιπουδίζου ρ. < συνεκφορά τυλίγω + πόδια κάθομαι στο δάπεδο σταυροπόδι: «τλιπόδ ση στου σουφρά!» (παλιότερα η οικογένεια τλιπόδιζε για φαγητό γύρω από τον σουφρά βλ. λ.) τ λούπα (η) < αρχ. τολύπη τούφα από μαλλί ή βαμβάκι, σκαμάγκι (βλ. λ.): «θα ση βγάλου τ λούπα - τ λούπα του μαλλί σ», «τ λούπης - τ λούπης πέφτ του χιόν» τλουπάν (το) < πιθ. από συνεκφορά των λ. τούλι + πανί μαντίλι του κεφαλιού για ώρες δουλειάς, μαντίλα τόσινους -ια -ου (δεικτ. αντων. επιτατικό του τόσος -η -ο) τόσο μεγάλος: «έπιαση μια τόσινια ψαρούκλα» τουκάς (ο) < τουρκ. toka μεταλλική πόρπη, αγκράφα τουλούμ (το) < τουρκ. tulum (ασκός, τουλούμι) δερμάτινο ασκί που χησίμευε παλιότερα για μεταφορά κυρίως λαδιού, αλλά και ως μονάδα μέτρησης του λαδιού: «φέτους έβγαλα σαράντα τουλούμια λάδ» φρ.: «βρέχ μη του τουλούμ»(βρέχει καταρρακτωδώς), «θα ση κάνου τουλούμ στου ξύλου» (θα σε δείρω τόσο, που θα φουσκώσεις όπως το τουλούμι) τούντζ (το) < άγν. ετυμ., άκλ. ανεπίδεκτος μαθήσεως, στουρνάρι, τούβλο τουρκόσπουρους (ο) < τούρκος + σπόρος (σπέρμα) αυτός που η μάννα του τον έκανε με Τούρκο T
T-Y (216-228):Layout 1 4/3/2011 12:41 μμ Page 220 T τούρλα 220 τούρλα επίρ. < μσν. η τούρλα (με μορφή τρούλου) υπερβολικά, τόσο που δεν υπάρχει περισσότερο: «του γέμ σης τούρλα του πουτήρ» τουρλώνου ρ. < μσν. τρουλλώ στήνω, προβάλλω, τεντώνω (επιδεικτικά): «ήρτη μπρουστά μ τσι τούρλουση τουν κώλου τ ς» τράμπα (η) < τουρκ. trampa (ανταλλαγή) η ανταλλαγή πραγμάτων και ειδικότερα εμπορευμάτων τρατέρνου ρ. (και τρατάρω) < μσν. τρατάρω προσφέρω, κερνώ: «πήγαμη σπίτ υτ ς τσι μας τράταρη (τρατάρ ση) βυτσ νάδα» τραχανός (ο) 1. < μτγν. τραγανός με επίδραση του τραχύς 2. < τουρκ. tarhana (με μετάθεση του r) τραχανάς: «τραχανός χουρίς κρουμμύδ, σα χουρός χουρίς πιγνίδ» τραχαν στήρ (το) < τραχανιστήρι < τραχανίζω (φτιάχνω τραχανό) είδος μεγάλης ξύλινης σπάτουλας, με την οποία ανακατεύεται το βρασμένο γάλα και η κουρκούτη (βλ. λ.) κατά το φτιάξιμο του τραχανού τρέμου ρ. < αρχ. τρέμω μτφ.: λυπάμαι να δώσω κάτι, τσιγκουνεύομαι: «τρέμ του χέρ υτ ς», «τρημάμηνου χέρ» τριξαλούδα (η) < μσν. τριζόνι < τρίζω (αόρ. έ-τριξ-α) τριξ- αλ- + ούδα (με επίδραση της λ. πεταλούδα). Η λέξη απαντάται αλλού και ως τροξαλίδα. ηχοποίητη λέξη: το τριζόνι, ο γρύλος. Το αρσενικό τρίβει τα φτερά του τη νύχτα και παράγει τον γνωστό ήχο - ερωτικό κάλεσμα: τρι - τρι - τρι... τριχιά (η) < μσν. τριχέα < αρχ. θρίξ (τρίχα) κόσκινο με πολύ λεπτό πλέγμα (σαν από τρίχες), με το οποίο ψιλοκοσκινίζεται το αλεύρι σκοινί από τρίχες κατσίκας τρουβάς (ο) < τροβάς < μσν. τορβάς (τουρκ. torba: σακί, σακούλα) αγροτικό σακίδιο που κρεμιέται στον ώμο, ταγάρι: «ξέρ η Γιάνν ς τι έχ μες τουν τρουβά τ»(παροιμ.) τρυφηρίτσια (τα) < τρυφερίκι < τρυφερ-ός + -ίκι στη φρ.: «ήβγη στα τρυφηρίτσια» (μπήκε στην εφηβική ηλικία, άρχισε τις ερωτοδουλειές)
T-Y (216-228):Layout 1 4/3/2011 12:41 μμ Page 221 221 τσηρβούλ τσάγγρα (η) (και τσάγρα) < μσν. τσάγγρα (πολεμικό τόξο) ευκίνητος μηχανισμός για το άνοιγμα του μάνταλου της πόρτας: «πάτ ση (πίεσε) τ τσάγγρα ν ανοίξ τ πόρτα» μτφ.: λεπτοκαμωμένη και ευκίνητη γυναίκα τσαγγρίζου ρ. < τσάγγρ-α (βλ. λ.) + -ίζω εκτοξεύω με δύναμη υγρό: «πάτ ση μες του λάκου μη τα νηρά τσι μη τσάγγριση» τσαλίμ (το) < τσαλίμι < τουρκ. calim (σκέρτσο, νάζι) συνηθέστερα στον πληθ. τα τσαλίμια και υποκορ. τα τσαλιμάκια: τα κόλπα, τα σκέρτσα, τα καμώματα, τα νάζια, που αναφέρονται κυρίως σε γυναικεία συμπεριφορά μτφ.: στο ποδόσφαιρο: οι ντρίμπλες τσάμ (το) < τσάμι < τουρκ. cam το πεύκο Τσαμάκια, η τραγουδισμένη τοποθεσία κάτω από το Κάστρο της Μυτιλήνης: «άλλουτη στα Τσαμάκια παγαίναμη σιργιάν...» τσαμλίκ (το) < τσάμ (βλ. λ.) + επθμ. -λίκι < τουρκ. camlik πευκόδασος τσαμπάγ ς (ο) < τσαμπάζης < τουρκ. cambaz ο ζωέμπορορος, αυτός που αγοράζει ζώα με σκοπό να τα μεταπουλήσει για σφαγή (ζωέμπορος και χασάπης) τσαμπουνώ ρ. < τσαμπούνα (βλ. λ. ζαμπούνα) παίζω τη ζαμπούνα μτφ.: ηχώ παράφωνα, φλυαρώ, λέω βλακείες: «τι μου τσαμπουνάς τώρα;» τσηντρίδ (το) < κεντρίδι < υποκορ. του αρχ. κέντρ-ον (κεντρί) + επθμ. -ίδι το κεντρί (κυρίως των εντόμων) μτφ.: άνθρωπος κακός, πικρόγλωσσος τσηντρώνου ρ. < μσν. κεντρώνω < αρχ. κεντρῶ χτυπώ με το κεντρί: «τουν τσέντρουσι σκουρπιός» τσηραυλός -ή -ό < μσν. κέρατον < αρχ. κέρ-ας + αρχ. αυλός (φλογέρα, καλάμι) ζώο που έχει κέρατα: «ψόφ ση η κατσίκα η τσηραυλή» μτφ.: ο απατημένος σύζυγος τσηρβούλ (το) < μσν. τσερβούλιν είδος ευτελούς τσαρουχιού από δέρμα χοίρου, που δενόταν στα πόδια με λαγάρες (βλ. λ.), έσχατο όριο φτώχιας αυτού που το φορούσε: T
T-Y (216-228):Layout 1 4/3/2011 12:41 μμ Page 222 T τσηρβούλα 222 «εν έχ ένα ζηυγάρ τσηρβούλια να βάλ στα πουδάρια τ» τσηρβούλα (η) < μεγεθυντ. του τσηρβούλ (βλ. λ.) μεγάλο παλιό τσηρβούλι, ενδεικτικό μεγάλης φτώχιας και κακοπέρασης αυτού που το φορούσε: «πέθανη γη άντρας τ ς τσι σιέρν τ τσηρβούλα τ ς να θρέψ τα ουρφανά» τσηρτσηβές (ο) < τουρκ. cerceve (κάδρο, κορνίζα) ξύλινο πλαίσιο τζαμιών στα παράθυρα τσησμές (ο) < τουρκ. cesme (κρήνη) πηγή, βρύση Kατουρλού τσησμές, Μπι τσησμές: τοπωνύμια του χωριού (Βασιλικά) τσησμηδέλ (το)< υποκορ. του τσεσμές μικρή πηγή φρ. μτφ.: «στηρέψαν τα τσησμηδέλια»(εξαντλήθηκαν οι χρηματικοί πόροι, οι πηγές εσόδων) τσηφάλ (το) < μσν. κεφάλι-ν κεφάλι: η ύπαρξη, η ζωή, η υπόσταση: «παγαίν φιρί φιρί να φα του τσιφάλ υτ» μτφ.: ο επικεφαλής, αυτός που αποφασίζει, το κουμάντο, η εξουσία: «γω τι να πώ; άλλους είνι του τσιφάλ!» τσηφαλόδημα (το) < κεφαλόδεμα < μσν. κεφαλόδεμα μαντίλι, κομμάτι υφάσματος, τούλι (γάζα) ή άλλος πρόχειρος επίδεσμος, για δέσιμο τραύματος στο κεφάλι: «του μουρό έσπαση του τσηφάλ υτ! φέρη ένα τσηφαλόδημα να σταματήσ του αίμα!» μαντίλι (μαντίλα) που φορούσαν στο κεφάλι εργαζόμενοι στον ήλιο, θεριστές, πελεκάνοι κ.ά. τσι σύνδ. < κι (και) με τσιτακισμό συμπλεχτικός σύνδεσμος, που πολλές φορές χρησιμοποιείται και ως αιτιολογικός : «πάνη πέση, τσι κουντεύγ να ξ μηρώσ» (πήγαινε πλάγιασε, γιατί κοντεύει να ξημερώσει) τσιάγαλου (το) < τουρκ. çağla τσάγαλο, άγουρο - πράσινο αμύγδαλο τσιαγίλ (το) τουρκ. cakil χαλίκι (κυρίως για ανάμιξη με τσιμέντο) τσιακ επίρ. < τουρκ. cak έως ότου, μέχρι που, μέχρι να...: «θα τουν τσ νηγώ, τσιακ να βγει η ψ χή μ», «πήγη μη τα πουδάρια τσιακ στ ν Αχλαδηρή» τσιακί (το) < τουρκ. caki σουγιάς, πτυσσόμενο μαχαίρι: «άμα πας στ ν Αγιάσου, α μη πάρ ς ένα τσιακέλ ;» τσιακίρ ς (ο) < τουρκ. cakir
T-Y (216-228):Layout 1 4/3/2011 12:41 μμ Page 223 223 τσιατάλ γαλανομάτης: «τσακίρ κα μάτια» (γαλανά μάτια) τσιακμάκ (το) < τσακμάκι < τουρκ. cakmak (αναπτήρας) είδος αναπτήρα με πρυόβολο (βλ. λ.) και ίσκα τσιακτίζου ρ. < πιθ. από το τουρκ. cakmak χτυπώ τον πυρόλιθο με τον πρυόβολο (βλ. λ.), για να παραχθεί σπίθα τσιάκτ σμα (το) < τσιακτίζου (βλ. λ.) η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τσιακτίζω τσιαλιστέματα (τα) < τσιαλιστεύγου (βλ. λ.) οι προσπάθειες, οι κόποι, τα πηγαινέλα: «κρίμα τα τσιαλιστέματα, κρίμα τα πάνη τσι έλα» χαμένος κόπος, προσπάθεια χωρίς το αναμενόμενο αποτέλεσμα τσιαλιστεύγου ρ. < πιθ. από το τουρκ. calismak (εργάζομαι, δουλεύω, προσπαθώ) προσπαθώ να πετύχω κάτι χωρίς αποτέλεσμα τσιαντίζου ρ. < τσαντίζω < τουρκ. catismak 1. πειράζω, εκνευρίζω, κάνω κάποιον να θυμώσει: «μη μη τσιαντίγ ς! (μη με εκνευρίζεις) 2. πειράζω (φλερτάρω) κοπέλα με ερωτόλογα: «ζαχαροπλάστ είχης μπαμπά τσι σ έκανη κουφέτου;» τσιάντ σμα (το) < τσάντισμα < τσιαντίζω (βλ. λ.) ερωτικό πείραγμα, φλερτάρισμα, «καμάκι» τσιαρπτίζου ρ. < άγν. ετυμ., πιθ. από το καπίστρ-ι + -ίζω ρυθμίζω τον καλπασμό του αλόγου τραβώντας ανάλογα το χαλινάρι (καπίστρι), χαλιναγωγώ τσιαρσί (το) < τουρκ. carsi (παζάρι) η αγορά, η πλατεία με τα καφενεία: «πάνη στου τσιαρσί να φουνάξ ς του πατέρα σ» τσιαρσιλής (ο) < τουρκ. carsili (έμπορος) άνθρωπος της αγοράς μτφ.: ο καφενόβιος τσιαρντάκα (η) < μεγεθυντ. του τουρκ. cardak (τσαρδάκι) είδος μεγάλης καλύβας στις καθ σιές (βλ. λ.) κατασκευασμένη από ξύλα και κλαδιά, στην οποία διέμενε η οικογένεια τους θερινούς μήνες τσιατάλ (το) < τουρκ catal (διχάλα) 1. διχαλωτό ξύλο από κλαδί αγριελιάς κυρίως, που χρησιμοποιούσαν T
T-Y (216-228):Layout 1 4/3/2011 12:41 μμ Page 224 T τσίγκλα 224 τα παιδιά για να φτιάξουν σφηντηγόνης (βλ. λ.) 2. σκαπτικό εργαλείο με δυο μεγάλα μεταλλικά δόντια σε σχήμα Π και μακρύ στειλιάρι, με το οποίο «τσιατάλιζαν» (έσκαβαν) αμπέλια και περιβόλια, η αρχ. δικέλλα 3. τρόπος καβαλικεύματος υποζυγίου τσίγκλα (η) < τσύγκλα, άλλος τ. της λ. ξύγκλα «όργανο του αργαλειού» (νόθο σύνθ.) < όξύς + μεσν. ούγκλα (λ. Μπαμπινιώτη) σιδερένιος πήχης στον αργαλειό, με δόντια σαν του πριονιού στα δυο του άκρα τσιγκλίζου ρ. (τσιγκλώ και τσιγκλώνου) < τσίγκλ-α (βλ. λ.) κεντρίζω με αιχμηρό ξύλο το υποζύγιο, για να το αναγκάσω να τρέξει μτφ.: για άνθρωπο: ενοχλώ, ερεθίζω, εξοργίζω με τα λόγια μου: «μη μη (με) τσιγκλών ς άλλου, γιατί θα τ ς φας» τσιγκρός (ο) < αγν. ετυμ. συνοφρυωμένος, σκυθρωπός, μουτρωμένος τσιγκρώνου ρ. (και τσουγκρώνου) < τσιγκρός (βλ. λ.) δυσαρεστούμαι και δείχνω τη δυσαρέσκειά μου με μούτρωμα, «κρεμάω τα μούτρα μου» τσιέντρα (η) < μεγεθ. του κεντρ-ί + -α με τσιτακισμό η βουκέντρα, μακρύ ραβδί με αιχμηρή άκρη, συνήθως μικρό καρφί, με την οποία «τσιέντριζαν» τα βόδια κατά το αλώνισμα και το όργωμα τσιέτ λα (η) < τσέτουλα < μσν. λατιν. schetula εγκοπή, χαρακιά: «κάνη μια τσιέτ λα στ αφτί τ ς κατσίκας!» ψαλιδιά, άτεχνο κόψιμο των μαλλιών με ψαλίδι: «τουν κούρηψη μη του ψαλίδ τσι γέμ ση τσιέτ λης - τσιέτ λης του τσηφάλ υτ» τσιλίκ (το) < τουρκ. celik (ατσάλι, ατσαλένιος) ατσάλι μτφ.: υγιής άνθρωπος, σιδερένιος: «φτός είνι τσιλίκ! εν έχ ψόφου!» λεπτή βέργα σε ομώνυμο παιδικό παιχνίδι τσίμα-τσίμα επίρ. < ιταλ. cima άκρη-άκρη μτφ.: ίσα-ίσα, μόλις και μετά βίας: «μη τ ς παράδης που μη δίνιν τσίμα-τσίμα τα βγάζου πέρα» τσιμπέρ (το) < τσεμπέρι < τουρκ. cember λεπτό μαντίλι για το κεφάλι, που
T-Y (216-228):Layout 1 4/3/2011 12:41 μμ Page 225 225 τσίτα φορούσαν οι γυναίκες με την επίσημη ενδυμασία τους υμένας του θώρακα, που καλύπτει τους πνεύμονες, ο υπεζωκώς τσιοπ (το) < τουρκ. sopa (ρόπαλο, στειλιάρι) ραβδί, μαγκούρα: «δε του τσιοπ!» (απειλή: θα τις φας) τσιουμπαν λίκ (το) < τσομπάν-ης + -λίκι η απασχόληση με τη βόσκηση αιγοπροβάτων, η ιδιότητα του τσομπάνη: «αφήτση τα χουράφια τ τσι λουγιάζ του τσιουμπαν λίκ» τσιουπιλίκ (το) < τουρκ.: cop (σκουπίδι) + -λίκι σκουπίδι, αποδιαλόγι, αποκοσκινίδι, πράγμα για πέταμα: «γημάτου τσιουπιλίκια είνι του στάρ» μτφ.: ανυπόληπτο άτομο, κατώτερης κοινωνικής υποστάθμης: «ε δίνου γω τ κόρ υμ σ έφτου του τσιουπιλίκ!» τσιουπλάκ ς (ο) < τσιπλάκης < τουρκ. ciplak (γυμνός) γυμνός, ξεβράκωτος, ανεπρόκοπος: «παντρεύτση έναν τσιουπλάκ τσι ψουφά στ πείνα» τσιουρβάς (ο) < τουρκ. corba (σούπα) πηχτή σούπα συνήθως από ζωμό κρέατος, ρύζι και αυγολέμνο: «όσου βλέπου τουν τσιουρβά, τόσου σιέρνουμι κουντά», «θέλ ς, άρρουστη, τσιουρβά;» (παροιμ.) τσίπα (η) < μσν. τσίπα (πέπλος,τσεμπέρι) λεπτή μεμβράνη (π.χ. η τσίπα του αβγού) μτφ.: αιδώς, η ντροπή, η σεμνότητα: «έφαγη τ τσίπα τ ς» (είναι ξετσίπωτη, ξεδιάντροπη) τσιραμ δουπούλ (το) < κεραμίδι + πουλί ο σπουργίτης, που κάνει τη φωλιά του στα κεραμίδια τσιρουλίτ ς (ο) < ηχοπ. λ. πιθ. από το κελάδημα τίρι-λίρι το γνωστό πουλί κορυδαλλός τσιρόν (το) < μτγν. δίκρανον δικράνι: μακρύ διχαλωτο ξύλο, με το οποίο ανακάτευαν τα στάχυα κατά το αλώνισμα τσιρουπούλ (το) < τσίρος + πουλί μικρό πουλί, αδύνατο σαν το αποξηραμένο ψάρι τσίρο μτφ.: πολύ λιπόσαρκος άνθρωπος τσίρτσιπλακ ς < τουρκ. cirilciplak (θεόγυμνος) (απαξιωτικά) ξεβράκωτος, πάμφτωχος τσίτα (η) < τουρκ. cita T
T-Y (216-228):Layout 1 4/3/2011 12:41 μμ Page 226 T τσιτσί 226 ξύλινη καρφοβελόνα, συνήθως από κλαδάκι ελιάς, για το κλείσιμο (τσίτωμα) τσουβαλιών γεμάτων με ελιές τσιτσί (το) < αρχ. τιτθός (μαστός) το κρέας (λ. παιδική): «Βάγια, βάγια του Βαγιό / τρώνη ψάρια τσι κουλιό / τσι την άλλη Τσυριατσή / του μαμά τσι του τσιτσί» τσιτσίδα (η) < κικίδα (τσιτακισμός) αλλιώς κικίδι, μύκητας της βελανιδιάς μεγέθους μπάλας πιγκ πογκ. Τον χρησιμοποιούσαν στη βυρσοδεψία και του απέδιδαν θεραπευτικές ιδιότητες. Τα παιδιά τον είχαν για μπαλάκι. τσιτώνω ρ. < τσίτ-α + επίθημα -ώνω τοποθετώ τσίτες σε τσουβάλια γεμάτα καρπό και τα κλείνω τσιώνουμι ρ. < αιτιάζομαι < αρχ. αιτιώμαι κατηγορώ κάποιον ως αιτία ενός κακού που με βρήκε και γι αυτό τον εχθρεύομαι, «τον έχω βάλει στο μάτι», εύχομαι το κακό του: «τσιώθ τση τουν καθηγητή, γιατί ε τουν πέραση» τσιώσ μου (το) < αιτίαση < αιτιάζομαι αιτίαση, κατηγορία το να θέλεις το κακό κάποιου, έχθρα, μίσος: «μηγάλου τσιώσμου μ έχ ς, μουρή κόρ υμ! του βόδ σας σκότουσα;» τσ λίχτηρια (η) < αρχ. κυλίστρα < κυλίω τα γαϊδούρια, που έβοσκαν ελεύθερα στους αγρούς, είχαν τη συνήθεια να πηγαίνουν και να κυλιούνται πάντα στο ίδιο μέρος, που έπαιρνε έτσι ένα χαρακτηριστικό κυκλικό σχήμα, με το έδαφος απογυμνωμένο από χόρτα τσ λώ ρ. (αμετ.) < κυλώ < αρχ. κυλίω μετακινούμαι σε κατηφορικό μέρος, κατρακυλώ: «πέτρα που τσ λά, ε μαλλιάζ» (παροιμ.) τσ μούρ (το) < μσν. τσιμούριν τσιμπούρι: «τσ μούρια στα μηριά σ τσι μπαμπούρ στ αφτιά σ!» τσμουχλίζου ρ. < πιθ. συμφυρμ. των λέξεων μισο (με αντιμετάθεση των σ, μ) + οχλ-ώ (+ -ίζω) κλαψουρίζω, ψευτοκλαίω ασταμάτητα και ενοχλητικά τσμούχλισμα (το) < τσμουχλίζου (βλ. λ.) κλαψούρισμα, υποκριτικό και ενοχλητικό κλάψιμο τσ νί (το) < τσουνί < τσυνί-ον < αρχ. *κυνί-ον (σκυλάκι) < υποκορ. του (ο) κύων (σκύλος)
T-Y (216-228):Layout 1 4/3/2011 12:41 μμ Page 227 227 τ φλουμύγια μίσχος, κοτσάνι στο επάνω μέρος του ξύλινου αδραχτιού σκάλιζαν ένα αυλακάκι σαν άγκιστρο για να συγκρατεί την κλωστή. Ήταν το τσ νι άκρη αιχμηρού αντικειμένου, ακίδα απαντάται η φρ.: «κάτι (κάθεται) πα στου τσ νί» (είναι πολύ ευέξαπτος, είναι έτοιμος για καβγά) τσ νώ ρ. < μσν. τσινώ < τινώ < τινάζω (για υποζύγια) τινάζω τα πισινά πόδια στον αέρα, κλοτσώ, δεν δέχομαι τον αναβάτη: «έχει του νου σ του μ λάρ, γιατί τσ νάει!» μτφ: (για άνθρωπο): αρνούμαι, δυστροπώ, α- ντιδρώ αρνητικά: «τουν είπα να πάει ταχειά στου ράβδους τσι τσίν ση» τσ νώνου ρ. < κενώνω αδειάζω: «τσ νώση του φαγί, να φάμη» (άδειασε από το τσουκάλι το φαγητό στα πιάτα, να φάμε) τσώκους (ο) < άγν. ετυμ. βαρύ σφυρί των πελεκάνων με αιχμηρό το ένα του άκρο τυραννίδα (η) < αρχ. τυραννίς βάσανο, ταλαιπωρία, δυστυχία: «τη θ τσή μ τ τυραννίδα κανείς να μη τ ν απουτάξ» (τα δικά μου βάσανα κανείς να μην τα αποκτήσει [περάσει]) τύφλα (η) < τυφλ-ός τύφλωση, στραβομάρα: «σα θέλ η νύφη τσι η γαμπρός, τύφλης να χιν πηθηρά τσι πιθηρός»(παροιμ.) η μούντζα: «τύφλης να χ ς τσι μούτζης να χ ς» τυφλιά (η) < * τυφλία < τυφλ-ός η ανοιχτή παλάμη και το τύφλιασμα τυφλιάζου ρ. < τύφλ-α + -ιάζω μουντζώνω, φασκελώνω: «ω μα! η Γιώρ ς μη τύφλιαση μη τα δυο τ τα χέρια!» (μητέρα, ο Γιώργος με μούντζωσε...) τύφλιασμα (το) < τυφλιάζου η ενέργεια του τυφλιάζω, το μούντζωμα τυφλίτ ς (ο) < τυφλίτης < τυφλ-ός + καταλ. -ίτης είδος φιδιού, για το οποίο πιστεύεται ότι είναι τυφλό και βλέπει μόνο το Σάββατο, οπότε και πετά πέτρες στους ανθρώπους τ φλουμύγια (η) < τυφλόμυγα < τυφλός + μύγα τυφλόμυγα, το γνωστό παιδικό παιχνίδι T
T-Y (216-228):Layout 1 4/3/2011 12:41 μμ Page 228 Y ύγεια (η) (πληθ. ύγει ς) < υγεία < υμ κτητ. αντων. < μου: «η πατέρας μτγν. ὑγεία < αρχ. ὑγίεια υμ», «η θ κός υμ η πατέρας» (ο πατέρας μου) υγεία, γεια, η καλή κατάσταση του οργανισμού: «μη τ ς ύγει ς», «μη τ ς υτ κτητ. αντων. < του: «η πατέρας γειές» (με τις υγείες σου, ευχή σε υτ», «η θ κός υτ η πατέρας» (ο πατέρας κάποιον που πίνει) του)
Φ (229-232):Layout 1 4/3/2011 12:49 μμ Page 229 Φ φαγάνα (η) < έ-φαγ-α (τρώγω) + συσκευή με σίτα τριγύρω, την οποία -άνα κρεμούσαν σε αεριζόμενο και δροσερό μέρος και στην οποία τοποθε- άπληστος άνθρωπος, πλεονέκτης άνθρωπος που καταναλώνει μεγάλη τούσαν φαγητά για για προφύλαξη ποσότητα φαγητού μεγάλο μηχάνημα εκβάθυνσης: «φαγάνα τ λιμα- φαντάζου ρ. < αρχ. φαντάζω και διατήρηση νιού» αμετ. συνήθως στο γ ενικό πρόσωπο φαγιάντσα (η) < γαλ. faiense του ενεστώτα : «στ ν αγια-φανηρουμέν (τοπωνύμιο) του μέρους φαντάζ» πιατέλα με διακόσμηση φαμ λιά (η) < μσν. φαμελιά < λατιν. (κατοικείται από φαντάσματα, σ αυτό εμφανίζονται φαντάσματα) familia η οικογένεια: «έχ έγτουσην φαμ λιά φαντασμένους (ο) < μτχ. παθ. πρκμ. να ζήσ τσι εν έχ στουν ήλιου μοίρα» του ρ. φαντάζομαι (υπερηφανεύομαι, αλαζονεύομαι επιδεικνύομαι) φαμ λίτ ς < φαμελ-ιά + -ίτης οικογενειάρχης, άνθρωπος με μεγάλη οικογένεια άλλους «αφ υψηλού», ξιπασμένος υπερόπτης, αυτός που βλέπει τους φανάρ (το) < φανάρι < υποκορ. του φαρδουμάν κα (τα) < φαρδομάνικα αρχ. φαν-ός + -άρι < φαρδιά + μανίκια λαδοφάναρο: μεταλλική κατασκευή φορέματα με φαρδιά μανίκια τα με τζάμια τριγύρω, στην οποία έκαιγε φυτίλι σε λάδι και φώτιζε τους λείς ενδυμασίες: «τα φαρδουμάν κα ράσα των κληρικών μτφ.: πολυτε- χωρικούς τη νύχτα στις μετακινήσεις τους στο δρόμο και στις εργαροιμ.) φουρούσιν τα οι δησπουτάδης» (πασίες τους στις αποθήκες, στους φαρμάτσ (το) < φαρμάκι < μσν. σταβλους κτλ.: «ψάχν μη του φανάρ να βρει γαμπρό» μεταλλική κορ. του φαρμάκιν < αρχ. φαρμάκιον < υπο- φάρμακον
Φ (229-232):Layout 1 4/3/2011 12:49 μμ Page 230 Φ φ νίκα (η) < πιθ. αρχ. επίθ. φοινίκος (ερυθρός, κόκκινος) (κόκκινο;) κάλυμμα της κεφαλής των γυναικών, μαντίλα φ νίτσ (το) (πληθ. τα φ νίτσια) < μσν. φοινίκιν < μτγν. φοινίκιον (χουρμάς) τα μελομακάρονα, αλλιώς και «κουρμάδια» φόρτουμα (το) < μσν. φόρτωμα < φορτώνω μακρύ σχοινί στο σαμάρι για δέσιμο του φορτίου η φόρτωση το φορτίο, η ποσότητα που μπορεί να φορτωθεί: «δυο φουρτώματα ηλιές» φουκάς (ο) < φωκάς, άγν. ετυμ. γυάλινο βάζο για τοποθέτηση γλυκού. Κερνούσαν τον επισκέπτη τοποθετώντας στον δίσκο φωκάδες με διάφορα γλυκά,για να διαλέξει και να πάρει εκείνο που προτιμούσε φούρλα (η) < ιταλ. frulla κυκλική στροφή, στρίψιμο, στροφή γύρω-γύρω στο παιχνίδι της «μακριάς γαϊδούρας» τα παιδιά έπρεπε να έχουν «φούρλα του τσιφάλ» (στραμμένο κάτω το κεφάλι) μτφ.: ευέξαπτο, επιπόλαιο άτομο φουρλαντίζου ρ. < φούρλα + κατάλ. -ίζω κάνω φούρλες (συστροφές), δυναφαστσιά 230 το δηλητήριο, το φαρμάκι καθετί το πολύ πικρό: «ήπια τ ς π κρής ηλιάς του φαρμάτσ» μτφ.: μεγάλη στενοχώρια, πίκρα: «φαρμάτσ στάζιν τα χείλια τ» (είναι πολύ πικραμένος) φαστσιά (η) < φασκιά < μτγν. φασκία < ιταλ. fascia τεμάχιο λευκού υφάσματος (σπάργανο), με το οποίο φάσκιωναν (σπαργάνωναν) τα βρέφη φαστσιώνου -ουμι ρ. < φασκιώνω < φασκ-ιά + -ώνω τυλίγω το βρέφος με φασκιά μεσ. μτφ.: ντύνομαι με πολλά ρούχα: «φαστσιώθ τσης, λεγ ς τσι τα χιόνια χύνιν όξου» φέξ (η) < φέξη < από το θέμα φεξτου ρ. φέγγω η φέξη, το «γέμισμα» του φεγγαριού φρ.: «στ χάσ τσι στ φέξ», «στ χάσ τσι στ φούσκουσ» (σε αραιά χρονικά διαστήματα, κάπουκάπου): «η ταχυδρόμους πηρνά απ του χουριό στ χάσ τσι στ φέξ» φ κάρ (το) < μσν. φηκάριν < θηκάρ -ιον, υποκορ. του αρχ. θήκ-η θήκη μαχαιριού περικάρπιο που περικλείει πολλά σπέρματα (π.χ. κουκιά, αρακάς)
Φ (229-232):Layout 1 4/3/2011 12:49 μμ Page 231 231 φ τίλ μώνω: «φουρλάντ ση η φουτιά» θυμώνω, γίνομαι έξαλλος: «φουρλάντ ση μόλις τ άκ ση!» φουρτουτήρα (η) < φορτώ-νω + τήρα(ς) διχαλωτό ξύλο που υποβάσταζε το φορτίο από τη μια πλευρά του σαμαριού ώσπου να να γίνει φόρτωση και από την άλλη πλευρά, «να μη γύρ του σαμάρ» φούσκα (η) < αρχ. φύσκα η ουροδόχος κύστη των ζώων μπαλόνι φουσκάλα: «έσκαβγα μη τουν κασμά τσι γημίσαν τα χέρια μ φούσκης» φραίνου ρ. (θα φράνου, έφρανα) < αρχ. ευφραίνω πληρώ κάποιον με ευφροσύνη (ευχαρίστηση, χαρά, ευτυχία): «η πίτα που θα μη φράν απού του φούρνου φαίνητι» μεσ. φραίνουμι (αόρ. φράθ κα): ευχαριστιέμαι, χαίρομαι, απολαμβάνω, ηδονίζομαι: «του φράθ τση η καρδούλα μ που έκανη γιο η κόρ υμ» φρασιά (η) < πιθ. εύ-φρανσ-η (ευφραίνω) + -ιά ικανοποίηση, ευχαρίστηση, χαρά: «εν έχιν φρασιά τα λόγια τ» (δεν προξενούν ευχαρίστηση, δε χαροποιούν) φρηνιάζου ρ. (αμετ.) < φρενιάζω < φρένες < αρχ. φρην -φρενός (νους) γίνομαι έξω φρενών, έξαλλος: «φρένιαση μόλις τ άκ ση!» φρουκάλ (το) < φροκάλι < φλοκάλι < μσν. φιλοκάλιον (σκούπα) < σκούπα από χόρτο φρουκαλιά (η) < φροκάλ-ι (βλ. λ.) + -ιά σκούπα φτιαγμένη από κλαδάκια ορισμένου θάμνου και συνεκδ. ο συγκεκριμένος θάμνος φρουκαλιώ < μσν. φροκαλώ σκουπίζω με φρουκαλιά φρόκαλου (το) < μσν. ρ. φροκαλ-ώ σκουπίδι υποτιμητικά: άτομο χωρίς αξία, σκουπίδι: «άντη, ρε φρόκαλου!» φρουμάζου ρ. < αρχ. φριμάσσομαι ξεφυσώ αέρα με τα ρουθούνια (κυρ. για άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια) από θυμό ή οργασμό: «του άλουγου φρούμαξη τ ν αφουράδα» φρούμασμα (το) < φρουμάζω < φριμάζω φρίμασμα, το ερωτικό ρουθούνισμα του αλόγου φ τίλ (το) < μσν.: φιτίλιν νήμα για άναμμα του καντηλιού, του λυχναριού κτλ. μτφ.: «βάζου Φ
Φ (229-232):Layout 1 4/3/2011 12:49 μμ Page 232 Φ φτιξιάρ ς 232 φ τίλια» (με λόγια, υπονοούμενα, ενέργειες κτλ. προκαλώ καβγάδες και μαλώματα ανάμεσα σε τρίτους) φτιξιάρ ς -σα -κου < φταίω, αόρ. ε- φταιξ-α + -ιάρης ο φταίχτης: «εμ φτιξιάρ ς, εμ απανουγώτηρους!» (παροιμ.) (δε φτάνει που είναι φταίχτης, θέλει να βγει κι από πάνω) φ τσιέντρα (η) < βουκέντρα < μσν. βούκεντρον < βους + κέντρον (κεντρί) λεπτό μακρύ ραβδί με μικρό καρφί στερεωμένο στο ένα άκρο του, με το οποίο κεντούσαν τα βόδια κατά το όργωμα και το αλώνισμα, για να τ αναγκάζουν να προχωρούν γρηγορότερα φτσιραίνου ρ. < άγν. ετυμ. (πιθ. ευχεραίνω) αδειάζω απότομα, ρίχνω απρόσεχτα και αδέξια το περιεχόμενο ενός δοχείου πάνω σε κάποιον: «πήγη να βάλ φαγί τσι φτσέρανη ούλ τ κατσαρόλα» (άδειασε όλο το περιεχόμενο της κατσαρόλας) φτω ρ. (αόρ. φούτ σα = έφτυσα) < μσν. φτύνω < αρχ. πτύω πετώ σάλιο από το στόμα μου, φτύνω: «φούτ ση (φτύσε) μες τουν κόρφου σ» (για αποτροπή κακού) «φούτ σα! (έφτυσα)» (κάνε γρήγορα! ώσπου να στεγνώσει το σάλιο που έφτυσα, πρέπει να έχεις τελειώσει) φύρα (η) < αρχ. φυρ-ῶ (φυραίνω) + -α το βάρος ή ο όγκος που χάνει ένα σώμα (στους μύλους ζύγιζαν το σιτάρι πριν και μετά την άλεση, για να βρουν πόση ήταν η φύρα, το βάρος που έχασε κατά το άλεσμα. Το νωπό τυρί, όταν ξεραθεί έχει φύρα κτλ.) φυραίνου ρ. (αόρ. φύρανα) < αρχ. φυρῶ χάνω από το βάρος ή τον όγκο μου μτφ.: μειώνεται η πνευματική μου ικανότητα: «φυράναν τα μυαλά τ τσι ε ξέρ τι λέγ» φώλ (το) < φώλι < φωλιά αβγό που τοποθετούμε στη φωλιά της κότας, για να ξεγελαστεί και να γεννήσει κοντά σ αυτό και άλλα αβγά μτφ.: η αρχή, το ξεκίνημα μιας προσπάθειας: «βάλαμη φώλ» [κάναμε αρχή, βάλαμε σηρμαγιά (βλ. λ.)]
X (233-239):Layout 1 4/3/2011 12:55 μμ Page 233 X χαβάς (ο) < τουρκ. hava (αέρας, ό,τι το έτοιμο: «ήβρη του σπίτ χαζίρ ύφος) τσι ήμπη μέσα» ο σκοπός του τραγουδιού, η μελωδία μτφ.: συμπεριφορά, που δεν -ικος χαζίρ -κους - σα - κου < χαζίρ-ι + αλλάζει: «η κόσμους χαλά τσι αυτός ετοιμασμένο, κάτι που το έχει ετοιμάσει άλλος για σένα: «χαζίρ κα τα του χαβά τ» χαβούζα (η) < τουρκ. havuz (πισίνα) θέλ τα ψουμιά» (τα θέλει όλα έτοιμα, χωρίς να κοπιάσει) δεξαμενή νερού σε περιβόλι δεξαμενή σε θερμοπηγές για ομαδικό χαζιρεύγου ρ. < χαζίρ-ι + κατάλ. -εύω λουτρό ετοιμάζω: «χαζίρηψα του σπίτ, να χαγιάτ (το) < τουρκ. hayat έρτην τα μουρά» (ετοίμασα το σπίτι εσωτερικός διάδρομος του σπιτιού να έρθουν τα παιδιά, να το βρουν χαγίρ (το) < χαΐρι < τουρκ. hayir έτοιμο) (ευδοκίμηση) χαϊβάν (το) < χαϊβάνι < τουρκ. hayvan (ζώο) προκοπή: «να μη δεις χαγίρ τσι προυκουπή» (κατάρα) ζώο, τετράποδο μτφ.: άνθρωπος χαγιρλής -δ σσα -δ κου < τουρκ. χαζός, βλάκας hayirli (καλός, της προκοπής, που χαλατσιά (η) < χαλώ, αόρ. χάλασα ν αξίζει): «εν είμι γω πιο χαγιρλής γκρεμισμένος τοίχος, σωρός πέτρες απού σένα να σ κώσου ένα τσ βάλ από γκρεμισμένο κτίσμα ερειπωμένο κτίσμα: «αφήκαν του ντάμ τσι ηλιές» χαγιρσίγ ς -σα -κου < χαγιρσίζης < γίν τση μια χαλατσιά» τουρκ. hayirsiz χαλατσίδια (τα) < χαλατσ-ιά (βλ. λ.) απρόκοπος, αχαΐρευτος + επθμ. -ίδια χαζίρ (το) άκλ. < τουρκ. hazir (έτοιμος) που μαρτυρούν την ύπαρξη υπολείμματα, μικρά τεμάχια λίθων αρχαίου
X (233-239):Layout 1 4/3/2011 12:55 μμ Page 234 X χαλέπ ς 234 κτίσματος τοπωνύμιο στην περιοχή των Βασιλικών χαλέπ ς -σα -κου < από το Χαλέπι της Συρίας γύφτος, τσιγγάνος μτφ.: μαυριδερός, βρώμικος: «χαλέπ κου σόι» (γύφτικη γενιά) χάλη - βράση (το) άκλ. < από το μάλε βράσε αντί βάλε-βράσε: μεγάλη φασαρία, ανακατωσούρα, χαμός: «μόλις σβήσαν τα φώτα, γίντση του χάλη βράση» χαλ νάρ (το) < χαλινάρι < χαλινάρι -ον < αρχ. χαλινός μεταλλικό εξάρτημα που μπαίνει στο στόμα του αλόγου και το λουρί που το συγκρατεί, γκέμι μτφ.: η πολυλογού, η γλωσσού, η κουτσομπόλα, που δεν έχει σταματημό η γλώσσα της: «να μην ανοίξου του χαλ νάρ υμ...» χάμα-λείμμα επίρ. < αρχ. επίρ. χαμαί (χάμω, καταγής) + λείμμα < λείπομαι (υπόλοιπο, αυτό που πλεονάζει και απομένει) σε μεγάλη αφθονία, πάρα πολλά, γεμάτος ο κόσμος από αυτά: «φέτους τα σύκα είνι χάμα-λείμμα» χαμαλί (το) < χαμαϊλί < τουρκ. hamail (hamayli) φυλακτό, αποτρεπτικό της βασκανίας και του κακού στολίδι αλόγων: στα άλογα κρεμούσαν χαϊμαλιά με «ψήφες» και θαλασσιές χάντρες χαμπάρ (το) (και χαμπέρ ) < χαμπάρι < τουρκ. haber μαντάτο, νέο, είδηση: «τι χαμπάρια;», «του χαμπάρ σ να φέριν» (κατάρα: την είδηση του θανάτου σου να φέρουν ) «χαμπάρ εν ηπήρη» (δεν αντιλήφθηκε τίποτε, δεν πήρε είδηση) χαμπαρίζου ρ. < χαμπάρ-ι + -ίζω αντιλαμβάνομαι, παίρνω είδηση, καταλαβαίνω μτφ.: χαρίζομαι: «άσ τα μαλημάτια! γω ε χαμπαρίζου» (δεν καταλαβαίνω από τέτοια, δε χαρίζομαι) χαμπαρουλόγους (ο) < χαμπάρι + λόγος < λέγω έντομο, για το οποίο πιστεύεται ότι, όταν μπαίνει στο σπίτι, φέρνει κάποια είδηση χαράμ επίρ. < χαράμι < τουρκ. charam άδικα, άσκοπα, μάταια, στα χαμένα: «οι κόπ υμ πήγαν χαράμ» χαραμίζου ρ. < χαράμ-ι + κατάλ. -ίζω
X (233-239):Layout 1 4/3/2011 12:55 μμ Page 235 235 χαψί ξοδεύω, σπαταλώ άδικα, ανώφελα, χωρίς ανταπόδοση: «χαράμ σα τα νιάτα μ για έναν ουκνό» χαραμουφάγ ς (ο) < χαράμι + τρώγω (αόρ. έ-φαγ-α) αυτός που τρέφεται χωρίς να κοπιάζει και γενικά δεν αξίζει αυτά που κάνουμε γι αυτόν χαράρ (το) < χαράρι < τουρκ. harar μεγάλο τρίχινο τσουβάλι για το κουβάλημα του άχυρου, αχυροτσούβαλο χαρσλίκ (το) < χαρτζιλίκι < τουρκ. harçlık (επίδομα) μικρό χρηματικό ποσό που δίνεται (ή κερδίζεται) για μικροέξοδα: «ήβρη μια δ λειούδα τσι βγάζ του χαρσλίκ υτ» χάρτζ (το) < τουρκ. harc (λάσπη) λάσπη από άμμο και ασβέστη ή τσιμέντο, αμμοκονίαμα χαρχαλεύγου ρ. < πιθ. ηχοποίητη λέξη από τον ήχο χαρ... χαρ ψαχουλεύω, ψάχνω στα τυφλά προσπαθώντας να βρω κάτι κινούμαι πολύ αθόρυβα, μόλις που ακούομαι: «κάτ ακούγου! κανές πουντ κός θα χαρχαλεύγ» χαρχατζιέλης (οι) < πιθανόν ηχοποίητη λέξη από το χαρ-χαρ που έκανε η πέννα σε βιαστικό γράψιμο: άσχημα, δυσανάγνωστα γράμματα ή υπογραφές χάσ (η) < χάση < μσν. χάσις η χρονική περίοδος που ελαττώνεται το φωτιζόμενο μέρος της επιφάνειας του φεγγαριού: «τ αφηντικό μάπληρών στ χάσ τσι στ φούσκουσ» χασάπ ς (ο) < χασάπης < τουρκ. kasap σφαγέας ζώων, κρεοπώλης χάσ κους -ια -ου < χάσικος < τουρκ. has (αγνός, πραγματικός) + -ικος λευκός: «χάσ κου ψουμί» Το «αγοραστό», χάσικο, ψωμί ήταν είδος πολυτελείας, μόνο για τους πλούσιους. Η κάθε οικογένεια έψηνε το ψωμί στο φούρνο του σπιτιού της. χάχλα (η) < πιθ. από το αρχ. χηλή, δωρικά χάλα (οπλή αλόγου κτλ.), λόγω ομοιότητας στο σχήμα ξηραίνουν τον τραχανό δίνοντάς του σχήμα χάχλας, όμοιο με τη χηλή: «πέντη χάχλης τραχανό, ένα χάχλουμα νηρό» (ειρων.) χαψί (το) < πιθ. από το έ-χαψ-α του ρ. χάφτω είδος μικρού ψαριού που μοιάζει με γαύρο X
X (233-239):Layout 1 4/3/2011 12:55 μμ Page 236 X χειριά 236 χειριά (η) < μσν. χερέα η ποσότητα που μπορεί να χωρέσει στο χέρι, σε μια χούφτα: «έφαγα μια χειριά στραγάλια» χειρ κό (το) < μσν. χερικόν < χέρι «καλό χειρ κό», όπως «καλό πουδαρ κό» (ενέργεια που φέρνει γούρι, επιτυχία): «φύτηψα βασιλ κό τσι πιάση! έχου καλό χειρ κό» χειρόβουλου (το) < μσν. χειρόβολον ποσότητα από στάχυα, τα στάχυα που μπορεί να κρατήσει ο θεριστής στο αριστερό του χέρι: «τσι συ κακό χειρόβουλου τσι γω κακό δημάτι» (παροιμ.) χηγμπές (ο) < τουρκ. heybe (δισάκι, ταγάρι) αγροτικός σάκος, υφασμένος από τρίχες κατσίκας, το δισάκι χιζμέτ (το) (και χουζμέτ) < τουρκ. hizmet (υπηρεσία) θέλημα, μικροεξυπηρέτηση: «α μη κάν ς, μουρό μ, ένα χιζμέτ;» χλαπατσιάζου ρ. < ηχοποίητη λέξη από το «χλαπ», ήχο αυτόματης κατάποσης καταπίνω με βουλιμία, χωρίς να χορταίνω: «ώρης χλαπατσιάζ τσι ε λέγ να χουρτάσ» χλημπόνα (η) < άγν. ετυμ., πιθ. < χλωμός αγγούρι ή πεπόνι κίτρινο μτφ.: κιτρινιάρα γυναίκα χλημπουνιάρ ς -σα -κου < χλημπόν -α + -ιάρης κιτρινιάρης, αρρωστιάρης χλιαρ (το) < μτγν. χου (χ)λιάρι < κοχλιάριον < αρχ. κοχλίας κουτάλι μτφ.: η γυναίκα που «χώνει τη μύτη της» παντού, που διασπείρει φήμες, η κουτσομπόλα χλιαριά (η) < χλιάρ (βλ. λ.) η κουταλιά, η ελαχίστη ποσότητα φαγητού που χωράει στο κουτάλι: «μια χλιαριά φαγί» χλιαρίζου ρ. < χλιάρ (βλ. λ.) + -ίζω τρώγω βιαστικά και με βουλιμία με το χ λιαρ (κουτάλι): «χλιάρ ση του φαγί ίσιαμη να παίξ του μάτ σ» χλιμίτσα (η) < άγν. ετυμ. γλιστρίδα, αντράκλα, η αρχ. ανδράχνη: αυτοφυές φυτό σε ποτιστικά μέρη, τρώγεται ως σαλατικό: «γλιστρίδα έφαγης;» (λέγεται σε όσους μιλούν ακατάσχετα) χλουρασιά (η) < χλωρός μέρος με απείραχτο χλωρό χορτάρι: «ήβρα μια χλουρασιά τσι έδησα τ κατσίκα να βουστσήσ» αγαθά που έλαχαν σε κάποιον τυχερό: «πέθανη
X (233-239):Layout 1 4/3/2011 12:55 μμ Page 237 237 χουρτάρια η γριγιά χουρίς κληρουνόμ τσι ήβρη η Γιώρ ς καλή χλουρασιά» χ μέρ (το) < χιμέρι ή χιμάρι < χιμάρι-ον < αρχ. χίμαρος (τράγος) χρονιάρικο θηλυκό κατσίκι, που δεν έχει ακόμα «αλλαχτεί». Πιθανόν είναι της ίδιας ρίζας με το μυθολογικό τέρας Χίμαιρα (κατσίκα) χ μίζου ρ. (και χ μώ) < χιμίζω < μσν. χουμώ ορμώ, ρίχνομαι ορμητικά επάνω σε κάποιον, επιτίθεμαι: «χ μίξαν απάνου τ οι στσύλ τσι τουν ξηστσίσαν» χ μουν κό (το) (ουσιαστικοπ. επιθ.) < μσν. χειμωνικόν < ουδ. του επιθ. χειμωνικός φρούτο του καλοκαιριού (συνήθως καρπούζι ή πεπόνι) που κρεμιέται σε δίχτυ, διατηρείται και φυλάγεται για να καταναλωθεί τον χειμώνα χ νέρ (το) τουρκ. huner ( ικανότητα, δεξιότητα) πάθημα, ξεγέλασμα, κάζο: «ε του πηρίμηνη τέτοιου χ νέρ!» χνουτίζου ρ. < χνότ-ο + -ίζω τα χνότα μου (μτφ.: ο χαρακτήρας μου) ταιριάζουν με τα χνότα (τον χαρακτήρα) κάποιου άλλου: «χνουτίσαν τα μουρά τσι ούλ τ μέρα παίζιν μαζί» χόσγκελντιν < τουρκ. hos geldiniz καλώς όρισες! χούγ (το) < χούι < τουρκ. huy ιδιοτροπία, συνήθεια, αντέτι: «η ψ χή βγαίν του χούγ ε βγαίν!» (παροιμ.) χουλή (η) < αρχ. χολή η χολή: «κόπ τση η χουλή μ»: (φοβήθηκα πολύ), «έσπασ η χουλή μ»: (έχω συνηθίσει σε τέτοιες δύσκολες καταστάσεις και δε φοβάμαι πια) χουλιουσκώ ρ. < χολοσκάω < χολή + σκάω στενοχωριέμαι, ανησυχώ, φοβάμαι για επικείμενο κακό: «εν ηγύρ ση ακόμα του μουρό απ του σκουλειό τσι χουλιουσκώ πάτσι έπαθη τίπουτα», «μη χουλιουσκάς, τσι ούλα θα σιάξιν» χουργιουγύρα (η) χωριό + γύρα < γυρίζω η γυναίκα που γυρίζει όλο το χωριό, η σουρτούκ σα (βλ. λ.) χουρ κός -τσή -κό < χορικός < αρχ. χορός (;) νεαρός, νεαρή, έφηβος: «νυφούλα μου χουρτσή, χουρτσή, να φάν τα μάτια σ οι πουτ τσοί (ποντικοί)» (ειρων.) χουρτάρια (τα) < μσν. χορτάρι τα χόρτα του αγρού, άγριολάχανα X
X (233-239):Layout 1 4/3/2011 12:55 μμ Page 238 X χουστό 238 (ραδίκια, ζωχοί, κουτσ νάδες, καυκαλήθρες κ.ά.): «πήγα στα χουρτάρια τσι μάζηψα δυο καλάθια» χουστό (το) < χωσ- (χώνω, χώνομαι = κρύβομαι) + -τό το παιχνίδι «κρυφτό»: «α παίξουμι χουστό;» χουτζηρές (ο) < χοτζερές, άγν. ετύμ., πιθ. τουρκ. λ. συρτάρι σε πάγκο ή τραπέζι καφενείου για τη φύλαξη χρημάτων, το ταμείο: «άδειαση η χουτζηρές» (δεν υπάρχει φράγκο) χουχλατσίζου ρ. ( και χουχλιατσιώ) < μσν. χοχλάζω < μτγν. κοχλάζω < αρχ. καχλάζω είμαι σε κατάσταση βρασμού, βγάζω φυσαλίδες: «χουχλατσίζ του νηρό! έλα να ρίξ ς τα χουρτάρια!» χουχλάτσ σμα (το) < χουχλατσίζου (βλ. λ.) το κόχλασμα, ο βρασμός χουχουλιάζου ρ. < ηχοποίητη λέξη: από το χου, χου: κάνω με την αναπνοή χου-χου, για να ζεστάνω κάτι (χουχούλιασμα: το ζέσταμα των χεριών με το χου, χου) χράμ (το) < χράμι < τουρκ. chrami μάλινο υφαντό στρωσίδι και κλινοσκέπασμα χρείγια (η) < αρχ. χρεία (η ανάγκη) η ανάγκη που έχουμε από κάποιον, που θέλουμε ή όχι μάς είναι απαραίτητος: «ανάθημα, που τουν έχου χρείγια! ούτη τα μούτρα τ ε θέλου να δω!» το «αναγκαίο», ο απόπατος (το υπαίθριο) αποχωρητήριο χρίζου ρ. (μεσ. χρίζουμι) < αρχ. χρίω (αλείφω) ασπρίζω με ασβέστη, ασβεστώνω: «έχρισα ούλ τ ν αυλή, θα χρίσου τσι του δρόμου» πασαλείφομαι από αδεξιότητα: «γη ανάξιους έφαγ έν αβγό τσι χρίσ τση» (παροιμ.) χρουνίζου ρ. < χρόν-ος + -ίζω γίνομαι ενός έτους: «χρόν ση του μουρό» αργώ, καθυστερώ, κάνω πολύ χρόνο: «πήγης να φέρ ς του γιατρό τσι χρόν σης!» χτηνιά (η) < κτένα < αρχ. κτείς -κτενός εργαλείο των πελεκάνων με πυκνή σειρά δοντιών και από τα δυο πλατιά του άκρα χ τσιάζου ρ. < χτικ-ιό + επθμ. -ιάζω χτικιάζω, προσβάλλομαι από χτικιό μτφ.: ταλαιπωρώ, κουράζω κάποιον ψυχικά: «μη χτίτσιασης μη τα καμώματα σ» χ τσιάρ ς - σα - κου < χτικιάρης <
X (233-239):Layout 1 4/3/2011 12:55 μμ Page 239 239 χώνουμι χ τσιό (χτικ-ιό) + επθμ. -ιάρης): φυματικός, κιτρινιάρης, άρρωστος χ τσιό (το) < χτικιό < χ τσιάζου (χτικιάζω) φυματίωση, φθίση ταλαιπωρία, κούραση: «να μη λείπ τέτοια δ λειά! είνι σκέτου χ τσιό!» χώνου ρ. μετ. < μσν. χώνω < αρχ. χωννύω κρύβω, σκεπάζω, βυθίζω: «μες τ βουδιού του κέρατου πήγη τσι του έχουση...» μτφ.: ανακατεύομαι εκεί που δε μου πέφτει λόγος, «χών τ μύτ υτ παντού» χώνουμι ρ. αμετ. < χώνω κρύβομαι, βυθίζομαι μέσα πασαλείβομαι, λερώνομαι: «χώθ τση του μουρό μες του σκατό!» X
Ψ-Ω (240-244):Layout 1 4/3/2011 1:14 μμ Page 240 Ψ ψάζου - ψάζουμι (ρ.) < μσν. ψάχνω < ψηυτίζου ρ. < ψεύτ-ης + -ίζω αρχ. ψαύω 1. για λεχθέντα: υποβαθμίζω την προσπαθώ να βρω κάτι: «έψαξα ούλου του σπίτ τσι δεν ήβρα τα κλεισβητώ την αλήθεια τους: «μητάνοι- αξιοπιστία τους, διαψεύδω, αμφιδιά» ερευνώ: «ψάξαν ούλου του ωση γι αυτά που είπη τσι τώρα τα β νό τσι δεν τουν ήβραν τουν τσιουμπάν» 2. για προϊόντα, εργασία κτλ.: υπο- ψηυτίζ» ψάθα (η) < μεγεθ. του ψαθί < αρχ. βαθμίζω την ποιότητά τους, τα ψίαθος σκαρτεύω: «εν είνι πλια τίπουτα ν πλέγμα (στρώμα) από βούρλα που αγουράγ ς! τα ψηυτίσαν ούλα!» χρησίμευε ως κάλυμμα δαπέδου ψιακουμένους (ο) < ψιακώνου (βλ. μτφ. ως επίρ.: υπερβολικά, σε μεγάλη ποσότητα: «γοι ηλιές τστώντιν μετοχή παθ. πρκμ. του ρ. ψιακώνου: λ.) ψάθα!» (έχουν σκεπάσει το έδαφος αυτός που τον πότισαν ψιακή (βλ. σαν ψάθα, έχουν πέσει πάρα πολλές) δεν ανοίγει το στόμα του από τη με- λ.) μτφ.: ο πολύ πικραμένος, που ψηρούκ (το) άγν. ετυμ. γάλη θλίψη: «χάση του πιδί τ τσι είνι ψιακουμένους» είδος φαγητού από αλεύρι και γάλα: «τσι του δίναν πανουπρούτσ ένα ψιακώνου -ουμι ρ. < ψιακή + -ώνω τζητζηρέ ψηρούτσ» (από ταχτάρισμανω με ψιακή: «ρίξαν στουν στσύλου φαρμακώνω, δηλητηριάζω, θανατώ- ψηφί (το) < ψηφί-ον < αρχ. ψήφος φόλα τσι τουν ψιακώσαν» μτφ.: πετραδάκι, χαλίκι, που χρησιμεύει στενοχωρούμαι υπερβολικά, πικραίνομαι: «έμαθα πους πέθανη η Βασίλ ς στην κατασκευή ψηφιδωτού: «βάζανη μώλου του ψηφί κι αράδα του τσι ψιακώθ κα» λουγάρι...» (δημοτ.) ψιατσή (η) < ψιατσί (βλ. λέξη)
Ψ-Ω (240-244):Layout 1 4/3/2011 1:14 μμ Page 241 241 ψόφους το φυτό παιωνία, κοιν. πηγουνιά, που από την ομηρική εποχή ήταν γνωστό για τις φαρμακευτικές ιδιότητές του. Το όνομά της πήρε από τον θεό Παίωνα, θεραπευτή των ασθενειών και κυρίως των πληγών. συνεκδ.: φαρμάκι, δηλητήριο «πού νι ψιατσή να ψιακουθώ...» (απ τ ς Παναγιάς του τραγούδ ) ψιατσί (το) < ψιάκι-ον < υποκ. του αρχ. ψίαξ (σταγόνα) το φαρμάκι, το δηλητήριο ψόσκατους < ψυχή + σκατά ο κολασμένος, που η ψυχή του στον Άλλο Κόσμο θα βράσει μέσα σε πίσσα και σκατά ψουλαρμηνίζου ρ. < ψωλή + αρμενίζω σκέφτομαι και ενεργώ με γνώμονα τις σεξουαλικές παρορμήσεις μου, αγνοώντας άλλα πολύ σοβαρά προβλήματα: «ηδώ καράβια χάνουνται τσι συ ψουλαρμηνίζεις» (παροιμ.) ψουλουτατσίτσου ρ. < ψωλή + τατσίζω (κοπανώ) κοπανώ την ψωλή μου, αυνανίζομαι ψουμίζου ρ. < αρχ. ψωμίζω < ψωμός (κομμάτι ψωμιού, μπουκιά ) εφοδιάζω με ψωμί (φαγητό) αυτόν που θα πάει στη δουλειά ή που πρόκειται να ταξιδέψει: «έχου να ψουμίσου τουν άντρα μ για τη δ λειά τ» ψουμουσάν δου (το) < ψωμί + σανίδι σανίδι κρεμασμένο από την οροφή με σχοινιά, πάνω στο οποίο τοποθετούσαν τα καρβέλια, που έβγαζαν από το φούρνο και συνήθως επαρκούσαν για μια εβδομάδα: «ποτέ στο ψωμοσάνιδο ψμί μην αποτάξεις» (κατάρα της Παναγίας στον γύφτο που έφτιαξε τα καρφιά της Σταύρωσης) ψουφώ ρ. < αρχ. ψοφῶ (κάνω κρότο) (για ζώα) πεθαίνω: «ψόφ ση του βόδ μας, πάει η σ ντρουφιά μας» (παροιμ.) μτφ.: επιθυμώ πολύ, τρελαίνομαι για κάτι: «ψουφά για κουβέντα» φρ.: «ψόφ σα απ τ πείνα» ψουχλίζου ρ. ψούχλου (βλ. λ.)+ -ίζω μαδάω το ψωμί, κάνω ψίχουλα «άμα ψουχλίγ ς του ψουμί, κάν ς πουλλά μουρά» (πρόληψη) ψούχλου (το) < μτγν. ψίχουλον ψίχουλο, ελάχιστο κομμάτι από μαδημένη ψίχα ψωμιού ψόφους (ο) < μσν. ψόφος < αρχ. ψόφος (θόρυβος, κρότος) θάνατος ζώου: «κακός στσύλους ψόφου εν έχ» απαξιωτικά για άν- ψ
Ψ-Ω (240-244):Layout 1 4/3/2011 1:14 μμ Page 242 Ψτάλ 242 θρωπο: «κακό φόφου να χ» (κατάρα) φοβερό κρύο: «σήμερα είνι ψόφους» Ψτάλ (το) < πιθ. από το αρχ. ὄψον (προσφάγι) ή το επίρ. ὀψέ (αργά) σύκο που ωριμάζει (ζαρώνει, ξηραίνεται) πάνω στη συκιά ψ ταλιάζου ρ. ψ ταλ-ι (βλ. λ.) + -ιάζω γίνομαι ψ τάλι, σαν αποξηραμένο σύκο, γερνώ: «ψ τάλιαση πλια τσι κανένας ε τ γυρεύγ» ψ χουρντίζου ρ. < ψίχ(ουλο) + ραντίζω (συμφυρμός) ραντίζω με σταγονίδια (όπως όταν φταρνίζομαι, όταν καταβρέχω ρούχο για σιδέρωμα, όπως όταν φρουμάζει το άλογο κτλ.) ψώμ σμα (το) < αρχ. ψωμίζω (βλ. λ.) η ετοιμασία του (πρόχειρου) φαγητού, αυτού που θα πάρει μαζί του εκείνος που θα πάει στη δουλειά το ίδιο το πρόχειρο φαγητό: «μη ξηχάγ ς να πάρ ς μαζί σ του ψώμ σμα σ» ψ
Ψ-Ω (240-244):Layout 1 4/3/2011 1:14 μμ Page 243 Ω ώμαννα μ επιφ. (έκπληξης και θαυμασμού: «ω μάννα μ! πότη μαζέψατη τόσης ηλιές! να μη σας ματιάσουμη!» ώχου μ τσι ώχουμ! επίρ. < ώχου + μου «στα όπα όπα, μη βρέξει και μη στάξει»: «τ ν είχη ώχουμ τσι ώχουμ τσι φτή τουν αφήτση» ώχου επιφ. < ( και ωχού ) < από τον ήχο του αναστεναγμού φορία, δυσαρέσκεια κ.ά.: «ώχου του να του χαρώ, παντρημένου να του δω...» (αγάπη, στοργή) «ώχου, αδηρφέλ υμ, αδικουχαμένου...» (πόνο, λύπη ) «ωχού, καημένη τσι συ μη τα χουράφια σ! ε πάν να χαθούν!» (αδιαφορία) κ.ά. ώχρα (η) < αρχ. ώχρα < ωχρός ονομασία χρώματος, αλλά και ορυκτού, σε τόνους του κίτρινου, του καφέ και του κόκκινου: «πιάση τσ εκφράζει έντονα συναισθήματα, έβαψη τ ς τοίχ ώχρα», «γίν τση όπως στοργή, χαρά, πόνο, λύπη, αδια- ώχρα απού του κακό τ»
Ψ-Ω (240-244):Layout 1 4/3/2011 1:14 μμ Page 244
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΕΛΟΣ (245-248):Layout 1 4/3/2011 1:22 μμ Page 245 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΑΛΒΑΝΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ: Το χωριό μου Βασιλικά Λέσβου, έκδοση συλλόγου Βασιλικών Λέσβου «ο Άγιος Ραφαήλ», Αθήνα 2008. ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ Σ.: Λεσβιακά, ήτοι συλλογή λαογραφικών περί Λέσβου πραγματειών, εν Αθήναις 1903, φωτοτυπημένη επανέκδοση, Αθήνα 1972. ΑΝΔΡΙΩΤΗΣ Ν. Π.: Ετυμολογικό Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, Θεσσαλονίκη 1990. ΑΠΘ: Λεξικό της κοινής Νεοελληνικής, έκδοση Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσ/νίκης, 1998. ΓΙΑΝΝΟΥΛΕΛΛΗΣ Γ. Ν.: Νεοελληνικές ιδιωματικές λέξεις δάνειες από ξένες γλώσσες, Αθήνα 1982. ΓΙΑΝΝΟΥΛΕΛΛΗ Γ.: Αρχαίες καί μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις στά λεσβιακά ιδιώματα πού δέν ακούγονται στην κοινή νεοελληνική, Λεσβιακά 12 (1989), 128-171. «ΓΛΩΣΣΑΡΙΟΝ ΛΕΣΒΙΟΝ», Νεοελληνικά Ανάλεκτα Παρνασσού τόμ. Α, 1872, φυλλάδ. Ζ, σσ. 385-429. [Φωτομηχανική ανατύπωση, Καραβίας, Αθήνα 1973]. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΣ Δ.: Ορθογραφικόν Ερμηνευτικόν Λεξικόν, εκδοτικός οίκος Χρ. Γιοβάνη, Αθήνα, 1957. ΔΕΜΙΡΗΣ Χ. ΚΛ.: Λεξικό γλωσσικού ιδιώματος Ερεσού Λέσβου, έκδοση συλλόγου Ερεσίων, Αθήνα 2003. ΚΕΡΚΙΝΕΟΓΛΟΥ ΑΠ.: Η Τένεδος χωρίς Τενέδιους, έκδ. Συλλόγου Τενεδίων «ο Τέννης» Αθήνα 2009.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΕΛΟΣ (245-248):Layout 1 4/3/2011 1:22 μμ Page 246 ΜΑΚΡΗΣ ΤΑΣΟΣ: Τα παραμύθια των λέξεων, έκδοση Συλλόγου Πολιχνιατών Αθήνας, Αθήνα 2007. ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ Γ.: Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β εκδ. 2005. ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ Γ.: Ετυμολογικό λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, έκδ. Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα 2009. ΠΑΠΑΝΗΣ ΔΗΜ. - ΠΑΠΑΝΗΣ ΙΩΑΝΝ. Δ.: Λεξικό της αγιασώτικης διαλέκτου: (ερμηνευτικό-ετυμολογικό): Λεσβιακή λαογραφία, Μυτιλήνη: Δήμος Αγιάσου, 2000, 2 η έκδ, βελτ., επαυξ., Μυτιλήνη: [χ.ε.], 2001. ΤΑΣΤΑΝΗ Ν. Χ.: Λεσβιακή λαογραφία, Λεξικό γλωσσικού ιδιώματος Παρακοίλων, έκδοση Δήμου Καλλονής, Αθήνα 1998. ΦΛΩΡΟΣ Α.: Νεοελληνικό Ετυμολογικό και Ερμηνευτικό Λεξικό, Αθήνα 1980. ΗΟΦΜΑΝ Ξ. Β., Ετυμολογικόν λεξικόν της αρχαίας ελληνικής (εξελληνισθέν υπό Αντωνίου Δ. Παπανικολάου) εν Αθήναις 1974. 246
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΕΛΟΣ (245-248):Layout 1 4/3/2011 1:22 μμ Page 247 247 Ηλεκτρονικά Λεξικά - διαδικτυακοί ιστοχώροι) Λεξικό της κοινής νεοελληνικής Τριανταφυλλίδης On-Line Επίτομο λεξικό της μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους γραμματείας Κριαράς On-Line Παράλληλη αναζήτηση... Τριανταφυλλίδης, Κριαράς, Γεωργακάς On-Line... Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα http://www.greek-language.gr/greeklang/index.html Τεγόπουλος - Φυτράκης : Μείζον ελληνικό λεξικό http://www.fytraki.gr/book.asp?cid=2268 Τουρκικό Ελληνικό Online Λεξικό http://www.gr2tr.com/ Ελληνο-τουρκικό Λεξικό online http://www.xanthi.ilsp.gr/dictionaries/turkish -new.asp Λεξικό τουρκο-ελληνικό, ελληνο- τουρκικό http://www.onlineyunanca.com/yeni/default.asp?sf=sozluk Λεξικό ελληνο-τουρκικό Λεξικό ελληνο- αγγλικό Τα Λεξικά του ΙΕΛλ(ελλξικόελλλλελλληνο- γγλικε:ελλλληνοhttp://www.xanthi.ilsp.gr/dictionaries/turkish -new.asp ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ http://www.philology.upatras.gr/lmgd/el/dialect/greek_dialects.html Μυτιληνιά διάλεκτος http://mytilinia-dialektos.blogspot.com/2010/10/blogpost_1659.htm
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΕΛΟΣ (245-248):Layout 1 4/3/2011 1:22 μμ Page 248