Αθήνα, Ιούνιος 2015 ΔΗΜΟΣΙΑ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ Η ΑΡΣΙΣ Κοινωνική Οργάνωση Υποστήριξης Νέων καλωσορίζει το Σχέδιο Νόμου για την Ιθαγένεια και τη Νομιμοποίηση των Μεταναστών, καθώς έρχεται να απαντήσει σε ένα σημαντικό και επείγον κοινωνικό αίτημα και ζήτημα. Η ΑΡΣΙΣ αρθρώνει και τεκμηριώνει τις προτάσεις που καταθέτει στην 23χρονη δράση της, στοχεύοντας μέσα από τον δημόσιο διάλογο, ενόψει της ψήφισης του Νομοσχεδίου, να δημιουργηθούν οι όροι, οι προϋποθέσεις και οι συνθήκες ενός αξιοπρεπούς και δίκαιου πλαισίου νομιμοποίησης και ένταξης μεταναστών. Σε αυτό το πλαίσιο, η πρότασή μας εστιάζει ιδιαιτέρως στα παιδιά και στους νέους που αποτελούν τον κύριο πληθυσμό με τον οποίον είναι ταυτισμένη η δράση μας και στοχεύει στην άρση του κοινωνικού αποκλεισμού και την κοινωνική ένταξη των πολιτών τρίτων χωρών, δημιουργώντας συνεκτικούς κοινωνικούς δεσμούς μεταξύ των Ελλήνων και των αλλοδαπών πολιτών. Η πρότασή μας οφείλει να λάβει υπόψη τις διογκούμενες μεταναστευτικές ροές, τον αριθμό των παράτυπων μεταναστών στη χώρα που πρέπει κυρίως να αποδοθεί στην έλλειψη διαδικασιών νομιμοποίησης επί σειρά ετών αλλά και την ανάπτυξη ενός ακροδεξιού λόγου και μιας ρατσιστικής ρητορικής γύρω από το θέμα.
Α. Παρατηρήσεις Επισημάνσεις επί της αρχής του Νομοσχεδίου Το συγκεκριμένο νομοσχέδιο παρά τις όποιες καλές του προθέσεις, προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στον προγενέστερο νόμο (3838/10) και στην απόφαση 460/2013 του ΣτΕ. Είναι σημαντική και πιθανά χρήσιμη η αναφορά στην φιλοσοφία και την αρχή του Σχεδίου Νόμου όπως διατυπώνεται στην αιτιολογική έκθεση, όπου η νομοπαρασκευαστική επιτροπή οικειοποιείται τις σκέψεις της απόφασης του ΣτΕ, στα παρακάτω σημεία: Σύμφωνα λοιπόν με την ιστορία της, η ελληνική πολιτική κοινότητα εξ αντικειμένου προκύπτει από τη σύμπτωση των βουλήσεων των ανθρώπων που ενσωματώνονται σε μια εθνική συλλογικότητα που ζει μαζί και συναπαρτίζεται από τον Ελληνισμό της διασποράς. Αυτή η βούληση αφορά σήμερα ένα σημαντικό αριθμό αλλοδαπών που είναι ριζωμένοι στην Ελλάδα. Αφορά πρωτίστως τα παιδιά τους, τα οποία γεννιούνται, ανατρέφονται και εκπαιδεύονται στη χώρα μας, διαμορφώνοντας, με τον τρόπο αυτό, ελληνική εθνική ταυτότητα. Κατά συνέπεια, το ελληνικό έθνος είναι κοινότητα καταγωγής υπό την έννοια του άρθρου 1, παρ. 1 ΚΕΙ που θεμελιώνει το ονομαζόμενο δίκαιο του αίματος ως τεχνική κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας. Είναι όμως και έθνος επιλογής και συνείδησης. Γίνεται λοιπόν αποδεκτό ότι: α. η ελληνική πολιτική κοινότητα ισοδυναμεί με το ελληνικό έθνος και κατά συνέπεια β. το δικαίωμα της ιθαγένειας αντιστοιχεί στη διαμόρφωση ελληνικής εθνικής ταυτότητας. Βέβαια, στο ελληνικό έθνος και την ελληνική ταυτότητα μπορούν να ανήκουν και τα παιδιά των μεταναστών ανεξαρτήτως της μη ελληνικής καταγωγής τους (της μη απόκτησης δηλαδή της ιθαγένειας μέσω του δικαίου του αίματος ). Αυτό όμως δεν αλλάζει το ότι η ταύτιση της ιθαγένειας με την εθνική ταυτότητα
είναι η ιδεολογική και νομική βάση πάνω στην οποία η πλειοψηφία του ΣτΕ οικοδόμησε το σκεπτικό της αντισυνταγματικότητας του ν. 3838/2010. Ωστόσο, ο ελληνικός λαός, δηλαδή η ελληνική πολιτική κοινότητα, δεν είναι ταυτόσημος με το ελληνικό έθνος, αλλά συγκροτείται από πολίτες που μπορούν να έχουν διαφορετική εθνική συνείδηση και παρ' όλα αυτά διαθέτουν γνήσιο δεσμό με το ελληνικό κράτος, συναποτελώντας την ελληνική κοινωνία. Η ιθαγένεια είναι η τυπική αναγνώριση αυτού του γνήσιου δεσμού ανάμεσα στον πολιτογραφούμενο, ανεξαρτήτως εθνικής καταγωγής, και το εκάστοτε κράτος. Η μειοψηφία του Συμβουλίου της Επικρατείας προχώρησε στη διατύπωση αυτών των πάγιων δημοκρατικών αρχών, οι οποίες αποτελούν συστατικό στοιχείο της ίδιας της έννοιας της κοινωνικής ένταξης, κρίνοντας ότι:...για την αναγνώριση της ιδιότητας του έλληνα πολίτη και κατά συνεκδοχή την απονομή της ελληνικής ιθαγένειας, δηλαδή του νομικού δεσμού συγκεκριμένου προσώπου με το ελληνικό κράτος (και όχι με το ελληνικό έθνος), το Σύνταγμα διαλαμβάνει ειδική ρύθμιση... Ούτε από τη διάταξη αυτή ούτε από άλλη συνταγματική διάταξη απορρέει υποχρέωση του νομοθέτη να θέτει προϋπόθεση για την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας, την διαπίστωση γνήσιου δεσμού με το ελληνικό έθνος, δηλαδή την ύπαρξη ήδη διαμορφωθείσας εθνικής συνείδησης των πολιτογραφούμενων αλλοδαπών... Και τούτο διότι, άλλωστε, με την απονομή της ελληνικής ιθαγένειας ο αλλοδαπός καθίσταται Έλληνας πολίτης, συμπολίτης των λοιπών Ελλήνων πολιτών και όχι ομοεθνής τους, δηλαδή δεν του αναγνωρίζεται και η ελληνική εθνική ταυτότητα. Είναι σαφής δε κατά το Σύνταγμα, η διάκριση μεταξύ λαού και έθνους....
Δυστυχώς το υπό ψήφιση νομοσχέδιο εγκατέλειψε αυτές τις ορθές κρίσεις και προσχώρησε στην άποψη της πλειοψηφίας της επίμαχης απόφασης του ΣτΕ. Ωστόσο αυτή η απόπειρα διατήρησης των νομικών ισορροπιών καταλήγει, κατά τη γνώμη μας, στην εκτεταμένη περιθωριοποίηση αλλοδαπών πολιτών, ιδιαίτερα μάλιστα των ανηλίκων, εν μέσω της φοβικής στάσης της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στο ζήτημα και της ισχυρής ακροδεξιάς. Β. Παρατηρήσεις Προτάσεις στις προβλέψεις των άρθρων Όσον αφορά στα τεχνικά σημεία του νομοσχεδίου, οι επισημάνσεις και προτάσεις έχουν ως εξής: Τα πέντε έτη συνεχούς νόμιμης διαμονής πριν την γέννηση του τέκνου θα πρέπει να μετατραπούν σε πέντε έτη αποδεδειγμένης διαμονής στη χώρα (με έγγραφα βεβαίας χρονολογίας κάθε είδους, όπως από νοσοκομεία, κέντρα εκπαίδευσης, συναλλαγές κλπ). Ο χρόνος νόμιμης διαμονής μπορεί να περιοριστεί στη διετία. Δεδομένου ότι λόγω της οικονομικής κρίσης πάρα πολλοί πολίτες τρίτων χωρών έχουν εκπέσει της νομιμότητας, λόγω έλλειψης των αναγκαίων ενσήμων, με αποτέλεσμα την κατάθεση αίτησης άδειας διαμονής για εξαιρετικούς λόγους, κάτι που δεν συνιστά νόμιμη διαμονή, προτείνουμε να απαλειφθεί ο όρος της 'συνεχούς' νόμιμης διαμονής και να αντικατασταθεί από τον όρο της νόμιμης διαμονής επί συνολικά τρία έτη στα τελευταία δέκα έτη διαμονής.
Να απαλειφθεί η περιοριστική αναφορά σε συγκεκριμένους τύπους αδειών διαμονής η οποία αποκλείει τους υπόλοιπους και περαιτέρω να απαλειφθούν ως σωρευτικός όρος, οι υποχρεώσεις των εδαφίων γα γζ του άρθρου 1Α, αφού αυστηροποιούνται οι προϋποθέσεις απόκτησης ιθαγένειας ενώ αποκλείονται α) οι αιτούντες άσυλο, οι οποίοι συχνά είναι κάτοχοι του δελτίου αιτούντος άσυλο επί σειρά ετών, και θα πρέπει επομένως να θεωρηθούν νομίμως διαμένοντες, αφού συναλλάσσονται κανονικά με τις αρχές και δηλώνουν συστηματικά την παρουσία τους στη διοίκηση, αλλά και β)οι κάτοχοι άλλων κατηγοριών άδειας παραμονής (πχ για εξαρτημένη εργασία). Να αποφευχθεί η σώρευση των προϋποθέσεων της νόμιμης και μόνιμης διαμονής, στο άρθρο 1Α παρ. 2 και 3, αφού έτσι αποκλείονται από το να αποκτήσουν ιθαγένεια παιδιά των οποίων οι γονείς έχουν εκπέσει της νομιμότητας, και ως εκ τούτου ούτε τα ίδια ήταν νόμιμα. Η μόνιμη διαμονή και η φοίτηση στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, όπως προβλέπεται, θεωρούμε ότι αποδεικνύουν επαρκώς τους δεσμούς με τη χώρα. Η δε παρακολούθηση, όχι απαραίτητα επιτυχής, επτά συνολικά τάξεων στην υποχρεωτική ή στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ή έξι τάξεων μόνο στη δευτεροβάθμια, όπως προβλέπεται ήδη, θεωρούμε ότι είναι αρκετή προκειμένου να αποδεικνύεται ο "ιδιαίτερος" δεσμός του ανηλίκου με την ελληνική εκπαίδευση και η ουσιαστική ένταξη του. Επίσης η φοίτηση στο νηπιαγωγείο, ως υποχρεωτική εκπαιδευτική βαθμίδα, θα πρέπει να περιλαμβάνεται στο παραπάνω χρονικό διάστημα. Θεωρούμε πως είναι επιβεβλημένο να διευκρινιστεί η στάση της ελληνικής Πολιτείας απέναντι στην παραβατική συμπεριφορά. Είναι γεγονός ότι ο αλλοδαπός που πληροί τις προϋποθέσεις απόκτησης της
ιθαγένειας, λόγω γέννησης στη χώρα ή φοίτησης και μόνιμης διαμονής, ανέπτυξε τα όποια εγκληματογόνα χαρακτηριστικά εντός της ελληνικής επικράτειας και μέσα από τους ελληνικούς κοινωνικοποιητικούς θεσμούς. Προτείνουμε λοιπόν να μην λειτουργεί σε καμία περίπτωση απαγορευτικά για την απόκτηση της ιθαγένειας η εν γένει παραβίαση ποινικών διατάξεων, αλλά να περιορίζεται το ποινικό κώλυμα αυστηρά στην περίπτωση αμετάκλητων καταδικαστικών αποφάσεων για κακουργήματα, σε κάθε δε περίπτωση, το παραπάνω κώλυμα θα πρέπει να αφορά μόνο τους ενήλικες. Κάθε αντίθετη επιλογή πιστεύουμε πως θα έχει πολύ σοβαρό αντίκτυπο στην κοινωνική ένταξη των αλλοδαπών. Συνακόλουθα, δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να προβλέπονται ως κώλυμα για την απόκτηση της ιθαγένειας λόγοι δημόσιας τάξης και ασφάλειας, τους οποίους πολύ εύκολα μπορούν να επικαλεστούν οι αστυνομικές αρχές. Θεωρούμε προβληματική και αυθαίρετη την αποκλειστική προθεσμία για την υποβολή της αίτησης της κτήσης της ιθαγένειας στα 21 και στα 23 έτη καθώς αυτή περιορίζει σημαντικά το σχετικό δικαίωμα. Σε ό,τι αφορά τις άδειες διαμονής για εξαιρετικούς λόγους, η απουσία πρόβλεψης της οικονομικής δυνατότητας των αιτούντων αυτής της κατηγορίας έχει ως αποτέλεσμα την αδυναμία πρόσβασης του πληθυσμού που βρίσκεται σήμερα κάτω από το όριο της φτώχειας. Οπωσδήποτε πρέπει να υπάρξει σύνδεση του υποχρεωτικού παραβόλου με το εισόδημα των αιτούντων, καθώς υπάρχουν χιλιάδες οικογένειες, πλήρως ενταγμένες στη χώρα, συχνά πέραν της δεκαετίας, που βρίσκονται σε οικονομική αδυναμία να καταβάλουν τα εν λόγω χρήματα. Επιπλέον, οι αιτούντες αυτής της κατηγορίας πρέπει να παίρνουν βεβαίωση τύπου Α (μπλε βεβαίωση), εφόσον τα
δικαιολογητικά που καταθέτουν είναι επαρκή και υπάρχουν προγενέστερες άδειες. Με τον τρόπο αυτό θα λήξει επιτέλους η αγωνία της αναμονής επί μήνες ή και χρόνια, μέχρι την απάντηση επί του αιτήματός τους, χωρίς την εξασφάλιση της νόμιμης παραμονής τους στη χώρα. Περαιτέρω, θεωρούμε πως η αποκλειστική προθεσμία των 90 ημερών από την παραλαβή του σχετικού ενημερωτικού εγγράφου για την κατάθεση του αιτήματος για έκδοση άδειας διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, (καθόσον πρόκειται για άσκηση δικαιώματος και όχι ενδίκου μέσου) καταστρατηγεί το δικαίωμα εκείνων που δεν έχουν συνήγορο ή δεν γνωρίζουν καλά τη γλώσσα να υποβάλουν εγκαίρως το αίτημα. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να μπορούν να υποβάλλουν αίτημα έκδοσης άδειας παραμονής για ανθρωπιστικούς λόγους όσοι λαμβάνουν απορριπτική απόφαση επί αιτήματος ασύλου, μετά από αναμονή πέντε ετών (με την παλιά διαδικασία), και εφόσον διαθέτουν ασφαλιστική ικανότητα τα χρόνια αυτά. Το ίδιο να ισχύει και για τους αλλοδαπούς που είχαν σπουδαστική βίζα, έχουν ολοκληρώσει τις σπουδές τους και θέλουν να παραμείνουν στην Ελλάδα. Επίσης, είναι σημαντικό να ενισχυθεί και βελτιωθεί η λειτουργία των υπηρεσιών που παραλαμβάνουν και εξετάζουν αιτήματα εξαιρετικών και ανθρωπιστικών λόγων, ώστε να εκδίδουν συντομότερα τις αποφάσεις τους και να μην συντηρείται η αγωνία των αιτούντων. Θα μπορούσε άλλωστε να προβλεφθεί η ίδρυση πρόσθετων κέντρων παραλαβής αιτημάτων σε Θεσσαλονίκη, Πάτρα και Ηράκλειο, ή/και η δυνατότητα ταχυδρομικής αποστολής με την συμπλήρωση ειδικού εντύπου.
Να έχουν την δυνατότητα να προβαίνουν σε ονοματοδοσία των τέκνων τους, πολίτες τρίτων χωρών που στερούνται νομιμοποιητικών εγγράφων, με σχετική προσθήκη στις διατάξεις του Ν. 4251/2014, στο άρθρο 26 παρ. 2. Περαιτέρω, είναι αναγκαίο για μεγάλο μέρος του μεταναστατευτικού πληθυσμού, να ισχύσουν ξανά οι μεταβατικές διατάξεις του Ν 4251/2014, άρθρο 138. Σε ό,τι αφορά τους αιτούντες άδεια διαμονής δεύτερης γενιάς (αρ. 108) πρέπει να προβλεφθεί η εξαετής φοίτηση, ανεξάρτητα από την επιτυχή έκβαση ή μη αυτής, και να γίνει σαφής αναφορά στην εξαίρεση των παιδιών αυτών από τις διατάξεις περί δημόσιας τάξης και ασφάλειας. Ολοκληρώνουμε την πρότασή μας με δύο ακόμη ευρύτερες παρατηρήσεις, σε σχέση με την ένταξη των μεταναστών αλλά και την κοινωνική συνοχή. Καταρχάς, αφού, όπως είναι ευνόητο, ακόμη και με κάθε τυχόν ευνοϊκή τροποποίηση του Νόμου, πάντα θα υπάρχουν περιπτώσεις αλλοδαπών που θα μένουν εκτός νομιμότητας, λόγω έλλειψης προϋποθέσεων, θα πρέπει άμεσα να προβλεφθεί η υποχρεωτική καταγραφή, χωρίς συνέπειες, των παραπάνω, και ο εφοδιασμός τους με ειδικό δελτίο καταγεγραμμένου. Αυτό θα ενισχύσει την απόδειξη, όταν απαιτηθεί, της διάρκειας της παραμονής τους στη χώρα. Επίσης, αυτή η κατηγορία των καταγεγραμμένων, θα πρέπει να μπορεί να αιτείται εξαιρετικά άδεια διαμονής λόγω εργασίας, εφόσον αποδεικνύεται η εύρεση εργασίας. Περαιτέρω, σε σχέση με το δικαίωμα ψήφου στους επί μακρόν διαμένοντες πολίτες τρίτων χωρών, οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι το υπό ψήφιση νομοσχέδιο έχει πλήρως εγκαταλείψει την ψήφο τους
στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές, όπως προέβλεπε ο νόμος 3838/2010. Όλα τα ανωτέρω, είναι ζητήματα που έχει δει και αντιμετωπίσει η ΑΡΣΙΣ στην πράξη δεκάδες φορές, το τελευταίο δε εξάμηνο διάστημα και μέσα από την Υπηρεσία Νομικής Βοήθειας που λειτουργεί στο Κέντρο Αλληλεγγύης Αθήνας. Με γνώμονα το συμφέρον του κοινωνικού συνόλου, Ελλήνων και αλλοδαπών, θεωρούμε ότι η υιοθέτηση των προτάσεών μας, ή έστω μέρους αυτών, που στηρίζονται στην γνώση και την εμπειρία που έχει αποκτηθεί από τη συμμετοχή τόσο στο σχεδιασμό της μεταναστευτικής πολιτικής της χώρας όσο και την υλοποίηση αυτής, μπορεί να συμβάλει στην ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής, στην άμβλυνση του φαινομένου της περιθωριοποίησης ευπαθών κοινωνικά ομάδων και στη μεγαλύτερη δυνατή προστασία της ευάλωτης ανηλικότητας. Επικοινωνία: Υπηρεσία Νομικής Βοήθεια, ΑΡΣΙΣ, Αθήνα Μαρία Αποστολάκη, Δικηγόρος 2108257661, arsisathina.legalaid@gmail.com