Ο Μενέλαος Λουντέμης (1912 [1] - 22 Ιανουαρίου 1977), κατά κόσμον



Σχετικά έγγραφα
Εικόνες: Eύα Καραντινού

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Εκδόσεις ΔΩΡΙΚΟΣ Αθήνα 1996, έκδοση 22 η 1 η έκδοση: 1946

πεζογραφία ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ mενελαοσ

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Το μαγικό βιβλίο. Σαν διαβάζω ένα βιβλίο λες και είμαι μια νεράιδα που πετώ στον ουρανό.

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

9 Η 11 Η Η Ο Ο

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

Modern Greek Beginners

Το παραμύθι της αγάπης

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Ο Αϊ-Βασίλης και...το όνομα του παιδιού σας...

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το B' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη - Σμπώκου

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει...

Βιογραφικά συγγραφέων

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ( ) Αναφορά στον Γκρέκο (απόσπασμα)

«Το δαμαλάκι με τα χρυσά πόδια»

T: Έλενα Περικλέους

O xαρταετός της Σμύρνης

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Σχολή Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου Το κορίτσι με τα πορτοκάλια Του Γιοστέιν Γκάαρντερ Λογοτεχνικό ανάγνωσμα Χριστουγέννων

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

Πριν από πολλά χρόνια ζούσε στη Ναζαρέτ της Παλαιστίνης μια νεαρή κοπέλα, η Μαρία, ή Μαριάμ, όπως τη φώναζαν. Η Μαρία ήταν αρραβωνιασμένη μ έναν

Μπεχτσή Μαρία του Κωνσταντίνου, 11 ετών

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

Μαρία Κωνσταντινοπούλου Ψυχολόγος - ειδική παιδαγωγός

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Bίντεο 1: Η Αµµόχωστος του σήµερα (2 λεπτά) ήχος θάλασσας

ΜΕΝΕΛΑΟΥ ΛΟΥΝΤΕΜΗ, ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΕΣ

Κατανόηση προφορικού λόγου

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

Η ζωή είναι αλλού. < <Ηλέκτρα>> Το διαδίκτυο είναι γλυκό. Προκαλεί όμως εθισμό. Γι αυτό πρέπει τα παιδιά. Να το χρησιμοποιούν σωστά

Κατερίνα Ζωντανού. Γράμματα. Στη Νεφέλη και στον Αναστάση. K.Z. Εικονογράφηση: Γεωργία Στύλου. από τον

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»


Η ΕΣΤΙΑΣΗ ΕΙΝΑΙ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ. Αφηγητής = Η φωνή Ποιος Μιλά; Εστιαστής = Τα μάτια Ποιος βλέπει;

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Μάθημα 1. Ας γνωριστούμε λοιπόν!!! Σήμερα συναντιόμαστε για πρώτη φορά. Μαζί θα περάσουμε τους επόμενους

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Κώστας Λεµονίδης - Κάπως Αµήχανα

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΚΟΡΝΗΛΙΕ ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ ΑΠΟ ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΔΙΑΒΑΣΕΙ. Β ο Δημοτικό Σχολείο Ευόσμου

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

3 ο βραβείο ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΑΜΟΥΛΗ. Βασιλεία Παπασταύρου. 1 ος Πανελλήνιος διαγωνισμός λογοτεχνικής έκφρασης για παιδιά ( )

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Ελάτε να ζήσουμε τα Χριστούγεννα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

A READER LIVES A THOUSAND LIVES BEFORE HE DIES.

Δάφνη Σουμάν: «Η ζωή της Σεχραζάτ»

Τα παραμύθια της τάξης μας!

Γιώργος Δ. Λεμπέσης: «Σαν να μεταφέρω νιτρογλυκερίνη σε βαγονέτο του 19ου αιώνα» Τα βιβλία του δεν διαβάζονται από επιβολή αλλά από αγάπη

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

Ιόλη. Πως σας ήρθε η ιδέα;

Επιμέλεια παρουσίασης : Μαριλένα Χυτήρογλου Α3 Υπεύθυνη καθηγήτρια: Δανίκα Ευανθία

Χαμπάρι ο Γιαννάκης. Η μάνα χαμηλώνει το στερεοφωνικό... Ο Γιαννάκης επιτέλους, γυρίζει! Βλέπει τη μάνα... θυμώνει... της βάζει τις φωνές...

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

«Το κορίτσι με τα πορτοκάλια»

Πρώτες μου απορίες. ΚΟΙΤΑΖΑ τ αγόρια και σκέπτουμουν. [7]

Η Βίβλος για Παιδιά παρουσιάζει. Η Γέννηση του Ιησού Χριστού

Ένα μήλο στην πλάτη ενός σκαντζόχοιρου

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

[Συνέντευξη-Διαγωνισμός] Η Μεταξία Κράλλη και το βιβλίο της «Κάποτε στη Σαλονίκη»

ασκάλες: Ριάνα Θεοδούλου Αγάθη Θεοδούλου

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ

Χάρτινη Αγκαλιά Συγγραφέας: Ιφιγένεια Μαστρογιάννη

Λογοτεχνικό Εξωσχολικό Ανάγνωσμα. Εργασία Χριστίνας Λιγνού Α 1

Φωνή: Θανούλη! Φανούλη! Μαριάννα! Φανούλης: Μας φωνάζει η μαμά! Ερχόμαστε!

Κωνσταντινίδου Αγγελίνα του Χρήστου, 8 ετών

Γεωργαλή Μελίνα του Νικολάου, 11 ετών

Βρισκόμαστε σε ένα μικρό νησί, που βρίσκεται εκεί που ο κόσμος, όχι όλος, πίστευε και θα πιστεύει ότι παλιά υπήρχε η Ατλαντίδα, δηλαδή για να σας

ΟΝΟΜΑ: 7 ο ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑ

Ο Αντώνης Σαμαράκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1919.

Μαρία Παντελή, Β1 Γυμνάσιο Αρχαγγέλου, Διδάσκουσα: Γεωργία Τσιάρτα

Το δικό µου σκυλάκι. Ησαΐα Ευτυχία

Ειρήνη Τσιτυρίδου, «Οι ξένες γλώσσες για τους μεγάλους»

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ηµοτικού

Η πορεία προς την Ανάσταση...

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 4 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ


Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Νηπιαγωγείο Νέα Δημιουργία Ιούνιος, 2014

Transcript:

Ο Μενέλαος Λουντέμης (1912 [1] - 22 Ιανουαρίου 1977), κατά κόσμον Δημήτριος (Τάκης) Βαλασιάδης, ήταν Έλληνας λογοτέχνης που γεννήθηκε στο χωριό Αγία Κυριακή της Ανατολικής Θράκης το 1912. Το λογοτεχνικό του ψευδώνυμο το εμπνεύστηκε από τον ποταμό Λουδία (Ludias) της μετέπειτα πατρίδας του.[2] Ήταν το μοναδικό αγόρι από τα πέντε παιδιά του Γρηγόρη Μπαλάσογλου (που με την εγκατάσταση του στην Ελλάδα έγινε Βαλασιάδης) και της Δόμνας Τσουφλίδη. Πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα σε πολύ νεαρή ηλικία, δημοσιεύοντας ποιητικές συλλογές στην «Αγροτική Ιδέα» της Έδεσσας το 1927 και το 1928, τις οποίες υπέγραφε με το πραγματικό του όνομα (Τάκης Βαλασιάδης). Γύρω στο 1930 δημοσιεύει ποιήματα και διηγήματα του στο περιοδικό «Νέα Εστία». Η πρώτη φορά που χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο του ήταν το 1934 στο διήγημα «Μια νύχτα με πολλά φώτα κάτω από μια πόλη με πολλά αστέρια». Τιμήθηκε με το Μέγα Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας για τη συλλογή διηγημάτων του «Τα πλοία δεν άραξαν» το 1938 και με τη Χρυσή Δάφνη Πανευρώπης στο Παρίσι το 1951. Προς τιμήν του, στο Βουκουρέστι δόθηκε το όνομα του σε δημόσιο κτίριο (Λουντέμειο Μέγαρο). Σύμφωνα με το Βασίλη Βασιλικό, «θεωρείται ο πιο πολυδιαβασμένος Έλληνας έπειτα από τον Νίκο Καζαντζάκη».[3] Πρόσφυγας από την Γιάλοβα στον Μεγάλο Ξεριζωμό,[4] εγκαθίσταται με την οικογένεια του πρώτα στην Αίγινα, μετά στην Έδεσσα και τελικά στο χωριό Εξαπλάτανος της Πέλλας, στο οποίο έζησε από το 1923 μέχρι το 1932 που έφυγε για την Κοζάνη. Η οικογένεια του ήταν εύπορη, αλλά χρεωκόπησε κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή και ο Λουντέμης αναγκάστηκε να εργαστεί σκληρά στην εφηβεία του ως λαντζιέρης, λούστρος, ψάλτης, δάσκαλος σε χωριά της Αλμωπίας, ακόμη και ως επιστάτης στα υπό κατασκευή την εποχή εκείνη, έργα του Γαλλικού ποταμού. Στην Δ τάξη του - εξατάξιου τότε - Γυμνασίου «απεσύρθη» για πολιτικούς λόγους και απεβλήθη απ' όλα τα Γυμνάσια της χώρας.

Μέσα από μια οδύσσεια συνεχών μετακινήσεων, από την Έδεσσα σε ένα οικοτροφείο της Κοζάνης κι από εκεί στο Βόλο, ακολουθώντας κάποιο περιφερόμενο «μπουλούκι» της εποχής, φτάνει τελικά στην Αθήνα και συνδέεται στενά με τους Κώστα Βάρναλη, Άγγελο Σικελιανό και Μιλτιάδη Μαλακάση. Ο τελευταίος θα τον βοηθήσει να διοριστεί βιβλιοθηκάριος της «Αθηναϊκής Λέσχης» το 1938 και να ανασάνει κάπως οικονομικά.[5] Την ίδια εποχή, η φιλία του με τον καθηγητή της Φιλοσοφικής Νικόλαο Βέη, θα τον βοηθήσει να παρακολουθήσει ως ακροατής μαθήματα στη Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών. Θα ακολουθήσουν αρκετές συγγραφικές επιτυχίες και θα γίνει μέλος της Eταιρίας Eλλήνων Λογοτεχνών, με πρόεδρο τότε τον Nίκο Kαζαντζάκη. Στην κατοχή πήρε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση στο πλευρό του ΕΑΜ και διετέλεσε γραμματέας της οργάνωσης διανοουμένων.[6] Κατά τον εμφύλιο συλλαμβάνεται για τα αριστερά του φρονήματα, δικάζεται για εσχάτη προδοσία και καταδικάζεται σε θάνατο - ποινή που δεν εκτελέστηκε ποτέ. Αντ' αυτού, εξορίζεται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Μακρόνησο και στον Άη Στράτη, μαζί με το Θεοδωράκη και τον Ρίτσο. Το 1958 δικάζεται εκ νέου για το βιβλίο του «Βουρκωμένες μέρες» και απαγορεύεται η κυκλοφορία των βιβλίων του. Μετά τη δίκη εκπατρίζεται στο Βουκουρέστι και χάνει την ελληνική ιθαγένεια από τη δικτατορία του Παπαδόπουλου.[7] Στη Ρουμανία συνεχίζει το συγγραφικό του έργο, ως και λίγο μετά τη μεταπολίτευση. Την περίοδο της αυτοεξορίας ο Λουντέμης πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια, φτάνοντας μέχρι την Κίνα και το Βιετνάμ. Το οδοιπορικό του αυτό το αποτύπωσε το 1966 στο βιβλίο του «Μπατ-Τάι». Το 1976 επανακτά την ελληνική του ιθαγένεια και επιστρέφει στην Ελλάδα. Ένα χρόνο αργότερα, το 1977, πεθαίνει από καρδιακή προσβολή και η σορός του εκτίθεται σε λαϊκό προσκύνημα. Βιβλία του μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες, κυρίως στις ανατολικές χώρες, όπως η Πολωνία, η Ρουμανία, η Βουλγαρία κ.α. Επίσης κάποια απ' αυτά μεταφράστηκαν στα κινεζικά και στα βιετναμέζικα. Στην Ευρώπη δημοσιεύθηκαν αρκετά αποσπάσματα από το έργο του, κυρίως σε καλλιτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες. Tο μυθιστόρημα του «Ένα παιδί μετράει τ' άστρα» έχει μεταφραστεί και στα γερμανικά. Κάποια ποιήματα του μελοποιήθηκαν, με γνωστότερα το «Ερωτικό κάλεσμα» από τους αδερφούς Κατσιμίχα και το «Οι κερασιές θ ανθίσουνε και φέτος» που ερμηνεύει ο Αντώνης Καλογιάννης σε μουσική του Σπύρου Σαμοΐλη. Ο Μενέλαος Λουντέμης άφησε πίσω του πνευματική κληρονομιά περίπου σαρανταπέντε βιβλίων, που τον καθιστούν έναν από τους πολυγραφότερους έλληνες συγγραφείς και μια κόρη, τη Μυρτώ. Ο Λουντέμης ανήκει στους έλληνες λογοτέχνες του μεσοπολέμου που στράφηκαν προς τον κοινωνικό ρεαλισμό. Το έργο του καθίσταται ιδιότυπο λόγω του "ερασιτεχνικού" τρόπου γραφής του συγγραφέα, τον οποίον υπηρέτησε με πλήρη συνείδηση, καθώς ο ίδιος υποστήριζε πως δεν τον ενδιαφέρει η Τέχνη. Αντίθετα, σκοπός του είναι η καταγραφή της πραγματικότητας και η κατάδειξη της κοινωνικής ανισότητας. Το έργο του εντάσσεται στο ρεύμα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού (Μαξίμ Γκόρκι, Κνουτ Χάμσουν). Χαρακτηρίζεται από τη ρεαλιστική απεικόνιση τοπίων και προσώπων με έντονη αισθηματολογία, που αγγίζει κάποτε και το μελοδραματισμό, βιωματική γραφή, ηθογραφικά και συμβολικά στοιχεία. Ο Λουντέμης έχει την τάση να στρέφεται γύρω από ένα κεντρικό πρόσωπο - αφηγητή, που ανήκει στους περιθωριακούς τύπους των

καταπιεσμένων κοινωνικά στρωμάτων και μας δίνει την προσωπική οπτική της μοναξιάς, του ανεκπλήρωτου έρωτα και της δυστυχίας του κόσμου. http://el.wikipedia.org/wiki/%ce%9c%ce%b5%ce%bd%ce%ad%ce%bb%ce%b1%ce%bf%c F%82_%CE%9B%CE%BF%CF%85%CE%BD%CF%84%CE%AD%CE%BC%CE%B7%CF%82 Ένα παιδί µετράει τ'άστρα... [απόσπασµα]... Να, σαν κι αυτό το ξυπόλυτο αγόρι που τρέχει απόψε πάνω στο δρόµο που φέρνει στην πόλη. Τρέχει γιατί κρυώνει και γιατί το σπρώχνει ο αέρας σαν κουρελάκι. Τ' όνοµα του Μέλιος, µα δε χρειάζεται, γιατί κανείς δεν το ρωτάει. Τώρα περνάει το µεγάλο δρόµο µε τις ακακίες που σκίζει την πόλη στα δυο. Είναι καλοφτιαγµένος δρόµος. Τα καλοκαίρια µοσχοβολάει δυνατά απ' τη δεντροστοιχία και, τα περβόλια που απλώνονται πλάι του. Κάθε Κυριακή τον καταβρέχουν κιόλα µ' ένα τρύπιο βαρέλι που το φορτώνουν σ' ένα δίτροχο, για να µη σκονίζονται τα φουστάνια των κοριτσιών. Καλή συνήθεια... Γιατί αλλιώτικα τα κορίτσια µπορεί να µην έβγαιναν περίπατο, και τότε τι χάρη θα είχε ένας εξοχικός δρόµος χωρίς κορίτσια; Το ξυπόλυτο αγόρι έφτασε τώρα στο γεφύρι όπου αντάµωναν ο δρόµος µε τον ποταµό και κάνανε σταυρό. Από δω θα περάσει, να χωθεί στους σκούρους µαχαλάδες. Απ'αυτό το παλιό γεφύρι που τα θεµέλια του τρέµουνε απ' το βιαστικό νερό. Αυτό το ποτάµι από αύριο θα µπει στη µικρή του ζωή. Γιατί, πιο κάτου, πάει και ποτίζει τις µικρές λεύκες, που ζώνουνε τον αυλόγυρο του σκολειού. Κυλά και φέρνει γύρω το κάτασπρο χτίριο και το τυλίγει σαν νερογάλαζη φασκιά. Από δω φαίνεται καλά η κόκκινη σκεπή του, οι δυο κολόνες που στέκονται ολόθρες µπροστά στην πόρτα του, τα φαρδιά του παράθυρα. Όµορφα που θα είναι εκεί µέσα από αύριο... Τα παιδιά θα µπορούν να 'χουνε από ένα κασκέτο µε κουκουβάγια στο κεφάλι και να µιλούν µεγαλίστικα. Το σκολειό αυτό ήταν ολόιδιο µε τ' όνειρο του. Έτσι άσπριζαν οι τοίχοι του κι έτσι έφεγγαν τα παράθυρα του τις νύχτες της µοναξιάς. Έτσι φαίνονταν απ' το χορταρένιο στρώµα του... Ποιο ήταν αυτό το αγόρι; Μα ποιο άλλο; Ο Κρηφ. Είχε ακόµα στη γλώσσα του τη στυφάδα της µοναξιάς.... Ο Κρηφ είναι τώρα µεγάλος. Σε λίγο θα γιοµίσουν τα µαγουλά του χνούδι. Τρία σωστά χρόνια πέρασαν από τότε. Και το παιδί ψήλωσε, ψήλωσε και χλώµιανε κι άλλο, µα δε βάρυνε. Βασανίστηκε κι άλλο, µα δε γλυκάθηκε. Όλα αυτά τα χρόνια ψαχούλεψε να βρει λίγη ζεστασιά. Πλήρωσε για το ψωµί του άγουρο ιδρό που ακόµα µύριζε γάλα. Να ποιο ήταν το αγόρι. Ο Κρηφ του παλιού βιβλίου που δε βρήκε το χωριό µε τα χαρούµενα παιδιά γιατί τα σύννεφα που κυνηγούσε ήταν λυτά και φεύγανε. Τι έκανε λοιπόν όλα τούτα τα χρόνια; Τίποτα. Μάζευε γνώση και φαρµάκι. Ήθελε να είναι καλός και δεν ήξερε. ΉΘελε να γυρέψει το Μάικωβο µα τον γέλασαν οι δρόµοι. Τι λοιπόν να κάνει; Μια µέρα κάθισε και παίδεψε το κεφάλι του. Το 'βαλε κάτω και το παίδεψε, το 'πλεξε όπως είδε να κάνουν οι γύφτοι µε το καλάθι. Στο τέλος το βρήκε: Θα 'πιανε φιλία µε τα βιβλία. Θα γύρευε να µάθει από κει, αυτά που του

'κρυβαν οι µεγάλοι πίσω απ' τα παραµύθια που λέγανε αυτοί οι µικροί χάρτινοι παππούδες που κάθονται στα γόνατα σου και σου λένε τις ιστορίες τους χωρίς καµώµατα και παρακάλια. Μα στο χωριό, που δούλευε παραπαίδι, δεν είχε χαρτοπουλιά. Έπρεπε, λοιπόν, να παρακαλέσει κανένα µπάρµπα απ' αυτούς που κατεβαίνανε στην πολιτεία και πουλούσανε το καλαµπόκι τους να του φέρει ένα. Και µια µέρα αυτό έγινε. Έπιασε έναν τέτοιο γερούλη, του 'βαλε στη χούφτα καναδυό µεταλλίκια και, σε παρακαλώ, του λέει αν βρεις, εκεί που πας, κανένα βιβλίο που να λέει καλές ιστορίες, πάρτο µου. Ε; Πολύ θα σε περικαλέσω, όµως... Έβαλε ο παππούς τα µεταλλίκια στην απαλάµη του, τα πασπάτεψε µε το δάχτυλο, αναποδογύρισε ένα, για να δει τι έχει από κάτω... έστρωσε µε το δάχτυλο τα µουστάκια του... και του τα 'δωσε πίσω. "Πάρτα, του λέει. Αν τα χαρτιά λένε καλά παραµύθια., µου τα λες και µένα και ξεχρεώνουµε. Αν, πάλι, δε λένε, θα σου πάρω ένα αυτί. Ε;..." Το παιδί τρόµαξε. Ο γέρος τότε έβαλε τα γέλια... "Αιντε, άιντε... Σύχασε... είπε. ε σου παίρνω αυτί, σου παίρνω ένα µεταλλίκι. Σύµφωνοι;" Σε τρεις µέρες του 'φερε ένα χαρτί, λίγο πιο χοντρό, απ' το βαγγέλιο, και του το 'δωσε. "Το πασπάτεψα από παντού, λέει στο παιδί. ε βγαίνει τίποτα. Για πάρτο εσύ, µην 'πα και σε γνωρίζει και συνεννοηθείτε." Το παιδί τ' άνοιξε τρέµοντας. Ήταν σαν µικρό σπιτάκι. "Ιστορία Σεβάχ του Θαλασσινού έλεγε το ξωφυλλό του." Αυτό ήταν! Το παιδί έπεσε πάνου στο βιβλίο µε τα µούτρα. Και το διάβαζε, το διάβαζε ολόκληρο το χειµώνα. Το διάβαζε και ξανά το διάβαζε και πάλι το ξαναδιάβαζε, και το 'µαθε νεράκι. Κείνος ο µπάρµπας, που του το 'χε φέρει, τ' άκουε και τρέµανε τα µουστάκια του. Όµορφο βιβλίο. Μόνο που είχε µια παραξενιά. Έλεγε την ιστορία του µονάχα σ' όποιον ήθελε. Ώσπου να κλείσει κείνη η χρονιά, είχε καταπιεί κι άλλα καµιά δεκαριά βιβλία. Τότε πήρε να γίνεται λόγος για κείνο το παραπαίδι, σ' όλα τα σπίτια. Το µάθε κι ο δάσκάλος, και µια µέρα του παράγγειλε να πάει να τον δει. Βάζει, λοιπόν, ένα παστρικό πουκάµισο και πάει. - Α, έλα δω... του κάνει ο δάσκαλος. Εσύ είσαι που λες τα παραµύθια; - ε φταίω γω... έκανε το παιδί. - Και ποιος σου είπε ότι φταις; Καλά κανωµένα είν'αυτά που κάνεις. Μα γιατί δεν έρχεσαι να σε γράψουµε να µάθεις και γράµµατα του σκολειού; Ε; εν τ' αγαπάς; Γράµµατα του σκολειού! Αν τ' αγαπούσε! Μα υπήρχαν πιο γλυκά γράµµατα! Πώς όµως να τα µάθει; Αυτός µαθαινε γράµµατα του ποδαριού, γράµµατα της τρεχάλας, µιαν αράδα εδώ και µιαν εκεί. Μαζί µε τα δαµάλια. Να βοσκάνε κείνα γρασίδι κι αυτός βιβλίο. Αν τ' αγαπούσε λέει! Τι λόγια είν' αυτά που λες, κυρ-δάσκαλε! Μα πόσα κοµµάτια θα γίνει ένα τόσο δα ανθρωπάκι; Βλέπεις, τα σκολειά σ' αυτό τον κόσµο είναι όλα σκολειά της µέρας. Ανοίγουνε τις πόρτες τους µαζί µε τα µαντριά. Πού να πάει; Εδώ ή εκεί

Πάει λοιπόν µε το κοπάδι. Και παίρνει λίγο χρήµα, που είναι πηχτός ιδρός. Το µαζεύει λίγο λίγο, όπως το µερµηγκάκι το σπόρο. Έχει κάτι σχέδια... Σκοπεύει, σα µαζέψει κάµποσα, να πάει σ'ένα δάσκαλο και να του πει "να, πάρε, και δως µου γράµµατα, γράµµατα καλά όµως, του σκολειού..." Έχει την ελπίδα ότι έτσι δε θα τον διώξουν. Έχει ακουστά για τους δασκάλους ότι είναι καταδεχτικοί άνθρωποι και δε θα τον αποπάρουνε. Και, τώρα, να ο δάσκαλος ήρθε µοναχός του. Η καλή του τύχη τον έφερε µπροστά του. Και τι;... άσκαλος αληθινός, µε γυαλιά! Και τον καλάει και στο σπίτι του. Ώρα ήταν λοιπόν. Πιάνει κι αυτός το σακάκι του και το κουνάει. - Τ' είν' αυτό; ρωτάει ο δάσκαλος. - Χρήµατα. - Πού τα 'βρες; - Τα κέρδισα. - Και γιατί τα κουνάς; - Είναι για γράµµατα.μα δεν είναι πολλά. `Αµα τα κάνω µπόλικα, θα τα φέρω εδώ να µου µάθεις. Μπορεί να γίνει αυτό κυρ-δάσκαλε; - Αν µπορεί;... Ο δάσκαλος έβαλε τη γροθιά του στο µάτι για να διώξει ένα σκουπίδι. Ύστερα κοίταξε το παιδί βαθιά στα µάτια. - Λοιπόν... πήγε να του πει. Η φωνή του ήταν κάπως αλλιώτικη, έτσι λιγάκι σαν βραχνή. - `Αστα... `Αστα εκεί είπε, και πήγαινε... Αύριο, που θα παχνίσεις τα δαµάλια σου, έλα... του λέει. - Να πάρω πλακοκόντυλο, δάσκαλε; Να πάρω χαρτιά, µολύβια; - Όχι, όχι, καλό µου παιδί... πώς είναι τ' όνοµα σου; - Μέλιος. - Όχι, Μέλιο. Και πάλι ήταν αλλαγµένη η φωνή του, πιο πολύ αλλαγµένη και πιο βραχνή. Το παιδί στάθηκε λίγο. Ύστερα άδειασε την τσέπη του στο τραπέζι κι έφυγε. Ο δάσκαλος ούτε γύρισε να το δει. Αφανίστηκε να κοιτά έξω απ' το παράθυρο, σαν να ξεφύτρωσε ξαφνικά εκεί έξω κάνας καινούργιος κόσµος και ήθελε να τον µάθει.... http://firiki.pblogs.gr/2008/01/ena-paidi-metraei-tastra.html