Οι μαθητές της Στ 2 έγραψαν δικά τους ποιήματα με αφορμή το ποίημα του Ευγένιου Τριβιζά «Η πολύ λαίμαργη φάλαινα που έφαγε τη θάλασσα»!! Έφαγε όλα τα δέντρα όλα τα πουλιά όλα τα αγριογούρουνα και όλα τα αγρινά. Όλες τις κουκουβάγιες όλα τα φυτά όλα τα σκιουράκια κι όλο το χώμα φυσικά! Τα έφαγε όλα, δεν άφησε τίποτα. Μετά όμως ήρθαν δύο κυνηγοί! Ο λύκος νόμιζε ότι θα τον σκότωναν. Δεν είχε κάπου να κρυφτεί, σκέφτηκε να τα βγάλει όλα από μέσα του για να σωθεί. Τα έβγαλε όλα! Φυτά,ζώα και πουλιά. Μετά δεν πέθανε τελικά. Κι από τότε του κόπηκε η λαιμαργία Και τρώει τα χόρτα ένα ένα! Ρόζη Γεωργιάδη Κατάπιε όλα τα δέντρα, όλα τα φυτά, μέχρι και τη μεγαλύτερη αρκούδα ως και το μικρότερο πουλί! Έφαγε τα ζώα που ζουν πάνω στα δέντρα και αυτά που ζουν κάτω στη γη! Έφαγε τα μικρότερα ζώα όπως τα γρηγορότερα κουνελάκια και τα μικρότερα σκιουράκια! Κατάπιε και τα φυτά, τα πολύχρωμα λουλούδια και τα πιο παράξενα μανιτάρια! Δεν άφησε ούτε τις πιο πονηρές αλεπούδες και τα πιο ήσυχα ελάφια! Τότε είδε από μακριά με τα δυο του μυτερά αυτιά και μάτια έξι λαθροθήρες! «Τι θα κάνω;» -σκέφτηκε. «Έρχονται να με σκοτώσουν να με κάνουν ζακέτα!» Δεν έχει πουθενά να κρυφτεί. Τότε σκέφτηκε κάτι και ύστερα άνοιξε το στόμα του και φύσηξε όλα τα πράγματα που έφαγε και γλίτωσε και χώθηκε μέσα!!! Κι από τότε του κόπηκε η πείνα και τρώει τις κότες μία μία! Άλαν Γεωργίου
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας λύκος που κατάπινε τα πάντα! Κατάπιε όλο το, κατάπιε τα φυτά, ζώα, κυνηγούς, χώμα, έντομα, δέντρα και άλλα πολλά! Μετά, αφού κατάπιε όλα τα ζώα δεν είχε κάποιο να μιλήσει και το μετάνιωσε! Ύστερα, είδε ότι έμεινε μόνο ένα πρόβατο Πήγε κοντά του αλλά το πρόβατο έφυγε γιατί φοβήθηκε. Ο λύκος πλησίασε και του είπε ότι δε θα το φάει. Το πρόβατο φώναξε τα άλλα πρόβατα που είχαν κρυφτεί σε ένα μεγάλο τούνελ κάτω από τη γη και έγιναν φίλοι. Αντίκρισε να έρχονται από μακριά λαθροθήρες και αποφάσισε να τα βγάλει όλα έξω για να κρυφτεί! Πήρε το μάθημά του! Από τότε υποσχέθηκε ότι θα τρώει τα μήλα ένα ένα! Μιχαήλ Άγγελος Νικηφόρου Καταβρόχθισε όλα τα ζώα, όλα τα λαγουδάκια, όλα τα γουρουνάκια, όλα τα φίδια, όλα τα ψάρια και όλα τα σαλιγκάρια! Καταβρόχθισε ακόμη και ένα μάτσο ψάρια! Καθώς κυνηγούσε ένα ελάφι, ο λύκος πιάστηκε σε μια παγίδα για αρκούδες! Τότε είπε: «Γιατί καταβρόχθισα όλα τα ζώα του δάσους;» Ο λύκος αν δεν έτρωγε όλα τα ζώα του δάσους δε θα ήταν τόσο χοντρός και θα μπορούσε να βγει από την παγίδα! Μετά από λίγη ώρα ήρθαν οι λαθροθήρες και παραξενεύτηκαν που είδαν έναν λύκο στην παγίδα! Αλλά οι λαθροθήρες δεν ήθελαν τον λύκο και τον άφησαν ελεύθερο! Από εκείνη τη στιγμή, έβγαλε όλα όσα είχε φάει και αποφάσισε να τρώει μόνο έναν λαγό την εβδομάδα με λίγα μούρα! Αντρέας Μπαχατούρ
Καταβρόχθισε τα πάντα. Όλα τα δέντρα, όλα τα φυτά, όλα τα σαλιγκάρια, όλα τα μανιτάρια και δεν άφησε ούτε φύλλο! Και κάτι που δεν έπρεπε, κατάπιε όλα τα δέντρα, όλους τους θάμνους και ούτε μούρα άφησε! «Τα έφαγα όλα - είπε- τώρα να χωνέψω τα σκιουράκια και τα μικρά σαλιγκαράκια». Μετά ένιωσε έναν πόνο, έναν θλιβερό πόνο σαν να πήγαινε στον κάτω κόσμο Μα μετά κατάλαβε γιατί πονούσε τόσο πολύ «Αχ! Τι έκανα; Έφαγα όλο το και τώρα πρέπει να ζήσω σε έναν δρόμο, που θα έχει κόσμο. Δεν μπορώ να πάω! Πρέπει να τα φέρω όλα πίσω!» Έτσι, τα έβγαλε όλα έξω όμως κάτι έλειπε. Τα φύλλα δε βγήκαν έξω. Αλλά δεν τα παράτησε. Έκανε ακόμη μία προσπάθεια και βγήκαν όλα έξω. Κι από τότε τρώει τα λαγουδάκια ένα ένα! Ζαχαρίας Γεωργίου Τα φίδια και τους σκαντζόχοιρους Ακόμη και τα σαλιγκάρια! Έφαγε μέχρι και το χώμα Μπήκε στη λίμνη και έφαγε όλα Τα ψάρια κι ένα μικρό ελέφαντα! «Τα κατάπια όλα είπε-ώρα τώρα Να χωνέψω τα ελαφάκια Και τα κακόμοιρα τα αγρινάκια» Κοίταξε τότε να ρχονται από μακριά με μεγάλα ντουφέκια πέντε έξι λαθροθήρες «Αχ! αναστέναξε. Έρχονται να με σκοτώσουν, να με κάνουν λουκανικάκια. Τι τις ήθελα τις τρέλες; Τι φόβος! Τι τρομάρα! Αχ, μανούλα μου, γλυκούλα μανούλα Τι να κάνω; Τι; Ούτε δέντρα να με κρύψουν υπάρχουν ούτε χώμα για να τρέξω! Δεν άφησα τίποτα! Ήταν κρίμα να φάω και το τελευταίο λουλουδάκι! Δεν υπάρχει άλλη λύση, προτού να με κάνουν λουκανικάκια πρέπει αυτή η έρημος να γίνει όπως πριν!» είπε ο λαίμαργος λύκος. Κι άνοιξε το στόμα και βγήκαν τα πουλιά, τα φυτά, τα δέντρα, οι χελώνες, οι αλεπούδες, τα φίδια, τα σαλιγκάρια, οι σκαντζόχοιροι, το χώμα, τα ψάρια και ο μικρός ελέφαντας! Καταβρόχθισε όλα τα δέντρα, Έτρεξε ο λύκος και κρύφτηκε στο πιο ψηλό δέντρο. Κι από τότε του κόπηκε η λαιμαργία και τρώει τα μούρα ένα ένα! Λουκία Φωκά Όλα τα πουλιά, όλα τα φυτά, Όλες τις πέτρες, Όλες τις χελώνες, Όλες τις αλεπούδες,
Κατάπιε όλο το, όλα τα χορτάρια, όλα τα ζώα! Όλα τα δέντρα και τα φρούτα! Κι έμεινε μεμιάς στη μέση μιας μεγάλης ερημιάς! «Τα έχω φάει ΟΛΑ! Τώρα να χωνέψω για να φάω και το χώμα!» Όμως είδε από μακριά τους κυνηγούς. «Αχ!» σκέφτηκε. Έρχονται να με σκοτώσουν Τι τις ήθελα τις τρέλες; Τι να κάνω; Δεν έχει δέντρα να κρυφτώ, δεν άφησα ούτε έναν θάμνο Δεν υπάρχει άλλη λύση, πρέπει να τα βγάλω όλα! Δέντρα, χορτάρια, θάμνους και λοιπά» Όταν τα έβγαλε όλα, κρύφτηκε και από τότε της κόπηκε η λαιμαργία και τρώει ένα ένα τα μούρα! Καλλισθένη Λεονταρίτη Καταβρόχθισε τα πάντα, τα δέντρα, τους θάμνους, τα λουλούδια, τα πουλάκια και τα σκαντζοχοιράκια! Έφαγε ακόμη και όλα τα ελαφάκια, δηλητηριώδη μανιταράκια, χελώνες, αλεπούδες, λαγούς και αγρινά Δεν άφησε τίποτα ούτε τα φιδάκια! Δεν έμεινε οξυγόνο ούτε λιμνούλες με χελωνούλες! Είδε τότε από μακριά πέντε λαθροθήρες, άκουσε πυροβολισμούς. «Αχ! Τι να κάνω τώρα; Δεν άφησα τίποτα! Αχ! Μανούλα μου γλυκιά βοήθησέ με, θα με σκοτώσουν. Τι τρομάρα! Τι τρεμούλα! Δε μου φτάνει αυτό, πονάω και την κοιλίτσα μου! Τι τις ήθελα τις τρέλες; Γιατί έφαγα τα πάντα; Δεν έμεινε ούτε χόρτο ούτε δέντρο να κρυφτώ! Πρέπει αυτό το λάθος να επανορθωθεί!!! Και τότε ο λύκος άνοιξε το στόμα του και τα έβγαλε όλα! Τα δέντρα, τα ζώα, τα ερπετά, τα πουλιά, τα σκαντζοχοιράκια και του δάσους το οξυγόνο! Κι από τότε του έφυγε η λαιμαργία και τρώει τα μούρα ένα ένα! Γιώργος Δίγγλης
Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε ένας λύκος που καταβρόχθισε όλη την Κύπρο. Έτρωγε αλεπούδες, ερπετά, αγρινά, λαγούς ακόμα και δέντρα, χώμα και χορτάρι. Ήταν πολύ λαίμαργος! Είδε τότε να ρχονται από μακριά με πιστόλια έξι εφτά κυνηγούς. «Αχ! σκέφτηκε. Τι συμφορά! Έρχονται να με σκοτώσουν, να με κάνουν μεζεδάκι. Τι τις ήθελα τις τρέλες; Τι τρομάρα! Τι τρεμούλα! Αχ, μανούλα μου, γλυκιά μανούλα! Τι να κάνω ; Τι; Ούτε χώμα να τρέξω ούτε δέντρα να κρυφτώ υπάρχουν» Σκέφτηκε στο τέλος να ανοίξει το στόμα του και να τα βγάλει όλα έξω και από τότε τρώει το χορτάρι ένα ένα! Μάμας Προκοπίου Κατάπιε όλο το ώσπου δεν έμεινε τίποτα! Όλους τους λαγούς, τα δέντρα, τα πουλιά, τα ψάρια, το οξυγόνο, τις κατσίκες, τα σκιουράκια, τις αλεπούδες ακόμη και τα μικρά σαλιγκαράκια! Κι έμεινε μεμιάς στη μέση μιας μεγάλης ερημιάς «Τα έχαψα όλα είπε-ώρα τώρα να χωνέψω τα πουλάκια και τα αγρινά τα κακόμοιρα. Είδε τότε να ρχονται από μακριά με όπλα φοβερά έξι εφτά κυνηγοί! «Αχ! Φώναξε ο λύκος. Τότε αποφάσισε ότι έπρεπε να βγάλει λίγα πράγματα για να κρυφτεί πίσω από το δέντρο. Έτσι έκανε και ευτυχώς σώθηκε! Από τότε τρώει τα βατόμουρα ένα ένα! Τάτας Τούτλης
Καταβρόχθισε τα πάντα. Όλα τα δέντρα, όλα τα φυτά, όλα τα σαλιγκάρια, όλα τα μανιτάρια και δεν άφησε ούτε φύλλο! Και κάτι που δεν έπρεπε-κατάπιε όλα τα δέντρα! Έφαγε με φόρα τα σκιουράκια και τα μικρά σαλιγκαράκια! «Ήρθε η ώρα να χωνέψω τα αγριογουρουνάκια και τα ψαράκια» Κάποια στιγμή ένιωσε έναν πόνο σαν να πήγαινε στον κάτω κόσμο! Είδε τότε να ρχονται από μακριά εφτά λαθροθήρες! «Αχ-σκέφτηκε-τι συμφορά!έρχονται να με σκοτώσουν, να με κάνουν σάκο! Τι τις ήθελα τις τρέλες; Τι τρομάρα! Τι τρεμούλα! Αχ, μανούλα μου, γλυκιά μανούλα! Τι να κάνω τώρα; Ούτε σπηλιές για να μείνω ούτε δέντρα να κρυφτώ Αχ- φώναξε- ΤΙ ΦΡΙΚΗ! Έφαγα το που με κρύβει! Δεν άφησα ούτε φίδι! Προτού με σκοτώσουν αυτή η ερημιά πρέπει να ξαναγεμίσει με φυτά και ζώα! Και άνοιξε το στόμα του και βγήκαν όλα! Αγριογούρουνα, δέντρα, πουλιά, φίδια, σαύρες, αλεπούδες, ελάφια και από τότε του κόπηκε η λαιμαργία και τρώει τους λαγούς έναν έναν! Γιώργος Λισγάρης Πήρε μια βαθιά ανάσα και καταβρόχθισε τα πάντα! Όλα τα δέντρα, όλα τα πουλιά, τα αγριογούρουνα, τα αγρινά, τις αλεπούδες, τις κατσίκες, τα ψάρια και τα σαλιγκάρια, κατσικάκια και σκιουράκια. Τίποτα δεν άφησε! Έφαγε ακόμα και το χώμα! Δεν άφησε ούτε τον λαγό! Έμεινε μονάχα ο λύκος, δεν είχε να παίξει με κανέναν ούτε ένα μυρμηγκάκι δεν είχε για να παίξει Έτσι, σκέφτηκε να πάει σπίτι του να διαβάσει αλλά έφαγε και τα βιβλία! Τελοσπάντων, ανοίγει την πόρτα αλλά δεν τον χώραγε και λέει : «Αχ μανούλα, μανούλα μου γιατί με έκανες χοντρό; Ή μήπως εγώ έκανα τον εαυτό μου χοντρό; ΝΑΙ, ΤΟ ΒΡΗΚΑ! Θα κάνω δίαιτα και θα φύγει η κοιλιά αλλά μετά δε θα έχω φίλους προτιμώ να έχω φίλους και να είμαι χοντρός!» Το σκέφτηκε πάρα πολύ καλά και είπε: «Αν ανοίξω το στόμα μου πολύ, θα τα βγάλω όλα!» Κι έτσι, άνοιξε το στόμα του και έγινε λεπτός και ήρθαν όλα ξανά στη γη! Τώρα η πόρτα τον χωράει! Κι από τότε του κόπηκε η λαιμαργία και τρώει τα μούρα λίγα λίγα!!! Ελένη Νικόλα
Καταβρόχθισε όλα τα δέντρα, όλα τα πουλιά, όλα τα ψάρια, όλα τα σαλιγκάρια και του δάσους τα σκαντζοχοιράκια! Δεν άφησε ούτε φύλλο! Κατάπιε ακόμη και τα φιδάκια, μαζί και τα λαγουδάκια και του δάσους τα ελαφάκια! «Ήρθε η ώρα να χωνέψω τα αγριογουρουνάκια και της λίμνης τα ψαράκια!» Είδε από μακριά τους κυνηγούς «Ωχ, πρέπει να κρυφτώ! Μα πού να πάω; Δεν ξέρω! Τι να κάνω; Να τα βγάλω έξω μπας και σωθώ!» Ο λύκος άρχισε να τα βγάζει ένα - ένα δυνατά και από τότε η πείνα του σταμάτησε αμέσως και τρώει τα αρνάκια ένα ένα! Λοϊζος Θεοδοσίου Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας λύκος που έτρωγε τα πάντα! Όλα τα γουρούνια και τους λαγούς! Μάλιστα έτρωγε ακόμη και τα ψάρια, που ήταν στη λίμνη και δεν προλάβαιναν να φύγουν, επειδή ο λύκος πηδούσε με ανοικτό το στόμα! Κάποια στιγμή ήρθαν πέντε κυνηγοί με πολλά όπλα Φοβήθηκε ο λύκος και λέει: «Αχ, μανούλα μου τι να κάνω τώρα; Έφαγα όλα αυτά που ήταν στο Δεν έπρεπε να κάνω αυτό το πράγμα. Δεν υπάρχει λύση Όχι, υπάρχει μόνο μία λύση! Να τα βγάλω όλα από το μεγάλο μου στόμα αλλά θα μου πάρει πολλή ώρα και θα με σκοτώσουνε Καλό μου, δέντρα Συγχωρέστε με σας παρακαλώ! Δε θα το ξανακάνω!» Τα έβγαλε όλα ο λύκος, όλα όσα είχε καταβροχθίσει! Κι από εκείνη τη στιγμή του κόπηκε η όρεξη και τρώει τα μανιτάρια ένα ένα! Ιωάννης Μακρυγιάννης
Είμαι η μόνη ναυαγός σε ένα έρημο νησί στον Ειρηνικό ωκεανό Ξύπνησα σε ένα έρημο νησί. Στην αρχή δεν καταλάβαινα τι γινόταν, μετά όμως θυμήθηκα ότι το καράβι μου βούλιαξε στη θάλασσα. Το νησί είχε λαμπερή άμμο, πολλούς φοίνικες και παράξενα δέντρα. Ο ήλιος ήταν τόσο δυνατός, που έκαιγε την άμμο. Περπάτησα γύρω από το νησί και κατάλαβα ότι είναι αρκετά μεγάλο. Ξαφνικά, άκουσα ένα θόρυβο και ήθελα να τον εξερευνήσω. Τελικά, ήταν πολλές μαϊμούδες, που σκαρφάλωναν στα δέντρα. Άρχισα να νιώθω πείνα και σκέφτηκα να βρω κάποια φρούτα ή ψάρια, που κτύπησαν πάνω στα βράχια από τα κύματα. Περπάτησα στο για να βρω λίγα φρούτα και τελικά βρήκα μόνο δύο πράσινα μήλα. Κατάλαβα ότι δε μου έφταναν μόνο δύο μήλα γι αυτό πήγα να βρω και μερικά ψάρια. Βρήκα μόνο ένα ψάρι αλλά ήταν μεγάλο. Έμενε το ερώτημα πώς να το ψήσω! Μάζεψα αρκετά ξύλα για να ανάψω φωτιά. Το ψάρι ψηνόταν για 30 λεπτά περίπου και όταν ήταν έτοιμο, το έφαγα πολύ γρήγορα σαν έναν άνθρωπο που δεν είχε φάει για δύο ημέρες! πολύ καλό αλλά αρκετό για να μείνω μόνο μια μέρα. Τη νύχτα είχε πολλά κουνούπια και γι αυτό έτρεξα στο «σπίτι» μου για να μη με τσιμπήσουν. Έκλεισα το σπίτι μου από έξω με τις κουβέρτες για να μην κρυώνω. Την επόμενη μέρα άναψα μια φωτιά για να με βρει ένα ελικόπτερο, πλοίο ή ακόμα και αεροπλάνο. Στο τέλος, με εντόπισε ένα πλοίο. Μου άρεσε πάρα πολύ αυτό το νησί και αυτή η περιπέτεια, αλλά ένιωθα ανακουφισμένη που επέστρεψα επιτέλους στο σπίτι μου, το αληθινό μου σπίτι!!! Βικτώρια Σαρμαζανίδου Στη συνέχεια, πήγα να βρω ένα ποτάμι ή λίμνη ή ακόμα και καταρράκτη για να πάρω λίγο νερό. Καθώς περπατούσα, βρήκα μια τσάντα, την άνοιξα και βρήκα μέσα κάποια γυναικεία ρούχα, νερό,ένα μαχαίρι, 5 κουβέρτες και ένα εισιτήριο για το καράβι! Πήρα την τσάντα και πήγα στην ακτή. Λίγο αργότερα, πήρα το μαχαίρι, που είχα βρει στην τσάντα και πήγα να κόψω μερικά ξύλα για το μέρος, που θα έμενα τη νύχτα ξεκίνησα να χτίζω το «σπίτι» μου. Το τελείωσα, δεν ήταν