Η πορεία του Ελληνικού Ερευνητικού Συστήματος την τελευταία 40-ετία Δρ. Δημήτρης Λουκάς loukas@inp.demokritos.gr Εισαγωγή Στο ανά χείρας κείμενο επιχειρείται η σύντομη παρουσίαση της θεσμικής εξέλιξης και της πορείας του ερευνητικού συστήματος της Ελλάδας στο πέρασμα των τελευταίων 40 ετών. Με έμφαση στον ερευνητικό ιστό, που εποπτεύεται από τη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ), γίνεται αναδρομική παρουσίαση των σημαντικότερων δομικών μεταβολών του συστήματος καθώς και των ουσιωδών διαφοροποιήσεων που εισήγε στο ερευνητικό περιβάλλον η συμμετοχή της χώρας στους Ευρωπαϊκούς θεσμούς. Παρουσιάζεται συνοπτικά η εξέλιξη των σχέσεων των Ερευνητικών Κέντρων (EK) με τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (ΑΕΙ) και τον παραγωγικό ιστό της χώρας. Τέλος, σκιαγραφούνται οι προοπτικές του υπό διαμόρφωση ενιαίου χώρου εκπαίδευσης και έρευνας. Η περίοδος πριν τη μεταπολίτευση Αν και μια ενστικτώδης ώθηση με οδηγούσε να τοποθετήσω την αφετηρία της αναδρομής που ακολουθεί στο 1974, μετά από πολλή σκέψη κατέληξα πως όφειλα να ξεκινήσω από πιο πίσω. Με επηρέασε σε αυτό και η έκθεση Assessment of Scientific Research and Proposal for a Science and Technology Policy in Greece 1, η οποία συντάχθηκε μέσα στα μαύρα χρόνια της στρατιωτικής δικτατορίας και, τυχαία, έφτασε πρόσφατα στα χέρια μου. Κρατώ από την έκθεση αυτή τα στατιστικά κυρίως στοιχεία, τα οποία αναφέρονται στις ερευνητικές δραστηριότητες στη χώρα μας κατά τη διάρκεια ολόκληρης σχεδόν της μεταπολεμικής περιόδου. Σύμφωνα με την έκθεση, η Ελλάδα διέθετε το 1969 περί τις 300 ερευνητικές μονάδες, που κάλυπταν ένα ευρύ φάσμα πεδίων και κυμαίνονταν από το Κέντρο Πυρηνικών Ερευνών Δημόκριτος που 1 STDI 69-03, 18 December 1969, Athens, Greece: by STD INTERNATIONAL, Research and Development Corporation
απασχολούσε 170 ερευνητές μέχρι τα πανεπιστημιακά εργαστήρια καθηγητών με μερική ερευνητική απασχόληση. Το σύνολο των ερευνητών (ΑΕΙ + ΕΚ) ήταν περί τις 2000. Η ετήσια εθνική δαπάνη για έρευνα ήταν περί τα 100 εκατ. ευρώ σημερινής ισοδύναμης δαπάνης 2 και αντιπροσώπευε το 0.33% του ΑΕΠ. Η χώρα χαρακτηριζόταν ως εμφανώς και πρωτίστως αγροτική που διέθετε μια πολλαπλότητα μεταλλευτικών αποθεμάτων. Έτσι δεν ήταν παράδοξο που οι κύριες ερευνητικές δραστηριότητες επικεντρώνονταν στη γεωργία και τη μεταλλειολογία. Η Ελληνική Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας (ΕΕΑΕ), κυρίως μέσω του Δημόκριτου, δαπανούσε το μεγαλύτερο ποσοστό των ερευνητικών κονδυλίων που ισοδυναμούσε με το 30% της συνολικής εθνικής δαπάνης. Απασχολούσε 170 ερευνητές σε 64 ερευνητικά έργα. Η συνολική ερευνητική επίδοση, με βάση το δείκτη ετεροαναφορών, χαρακτηριζόταν χαμηλή και είχε κυρίως χαρακτήρα βασικής έρευνας. Η έκθεση, ωστόσο, συνιστούσε την ολική μετάβαση του ερευνητικού δυναμικού του «Δημόκριτου» σε καθεστώς πανεπιστημιακού προσωπικού, δεδομένου ότι, σε μετάφραση, «τουλάχιστον η σύγχρονη τεχνογνωσία και το ερευνητικό επίπεδο του προσωπικού του «Δημόκριτου» είναι κατά μέσο όρο υψηλότερο από αυτό του πανεπιστημιακού προσωπικού». Το Υπουργείο Γεωργίας ήταν το δεύτερο στη σειρά από πλευράς δαπανών. Απασχολούσε 300 ερευνητές σε 51 ερευνητικά προγράμματα. Κύριος ερευνητικός φορέας του υπουργείου ήταν η Διεύθυνση Αγροτικών Ερευνών (ΔΑΕ), η οποία συνεργαζόταν και με το Μπενάκειο Φυτοπαθολογικό Ινστιτούτο. Το κόστος ανά ερευνητή ήταν χαμηλότερο από αυτό του Δημόκριτου και η έρευνα που διενεργείτο ήταν κυρίως εφαρμοσμένη και στοχοθετημένη. Το ερευνητικό προσωπικό της ΔΑΕ χαρακτηρίζονταν ως υψηλής ποιότητας με καλό δείκτη αναφορών και με το 20% να διαθέτει όλα τα στοιχεία αριστείας. Το Υπουργείο Παιδείας κατείχε την τρίτη θέση σε επίπεδο κρατικών δαπανών έρευνας. Το μεγαλύτερο τμήμα των δαπανών επιμεριζόταν στους ακόλουθους τέσσερις φορείς: α) Πανεπιστημιακά εργαστήρια (κυρίως για νέο εξοπλισμό), β) Ακαδημία Αθηνών, γ) Αστεροσκοπείο Αθηνών δ) Βασιλικό Ίδρυμα Ερευνών (νυν Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών). Τα πανεπιστημιακά ερευνητικά εργαστήρια απορροφούσαν το μεγαλύτερο τμήμα των δαπανών έρευνας του Υπουργείου Παιδείας. Η έρευνα ήταν κυρίως βασική, αλλά όχι ουσιώδης ως προς τη αξία της. Από την άλλη πλευρά, υπήρχε, σε πολύ μικρό ποσοστό, υψηλής ποιότητας εφαρμοσμένη έρευνα. Η γενική εικόνα των ερευνητικών επιδόσεων 2 Ο υπολογισμός έγινε πολλαπλασιάζοντας με το λόγο των δεικτών τιμών καταναλωτή για τα έτη 2010 /1970.
ήταν φτωχή, εκτός από την περιοχή των επιστημών ζωής. Ο αριθμός των πανεπιστημιακών καθηγητών που αναφέρονταν στη διεθνή βιβλιογραφία κυμαινόταν περί το 15% και παρέμενε στα ίδια επίπεδα για αρκετά χρόνια. Από τους 234 καθηγητές πανεπιστημίου, μόνο 37 βρέθηκε να αναφέρονται στο Δείκτη Αναφορών (Citation Index) του 1968. Η έκθεση παραθέτει σχετικά στοιχεία για τον τότε πανεπιστημιακό ιστό, δηλ. α) Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο β) Πανεπιστήμιο Αθηνών γ) Γεωπονικό Πανεπιστήμιο δ) Πολυτεχνική Σχολή Θεσσαλονίκης δ) Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης ε) Πανεπιστήμιο Πατρών. Η Ακαδημία Αθηνών, σύμφωνα με την έκθεση, δεν είχε σαφείς δικαιοδοσίες και δεν φαινόταν να προάγει, εποπτεύει, χρηματοδοτεί, αξιολογεί, επιθεωρεί ή συντονίζει την έρευνα σε επιστημονικούς τομείς εθνικού ενδιαφέροντος. Το Αστεροσκοπείο Αθηνών διενεργούσε κυρίως παρατηρήσεις ρουτίνας σε ουράνια σώματα. Η ερευνητική αξία των εργασιών του δεν θεωρήθηκε σημαντική. Το Βασιλικό Ίδρυμα Ερευνών (νυν Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών) κρίθηκε ότι ικανοποιούσε πιο αποδοτικά την ακαδημαϊκή του αποστολή. Στην τέταρτη θέση δαπανών κατατασσόταν το Υπουργείο Κοινωνικών Υπηρεσιών. Το μεγαλύτερο ποσοστό των σχετικών δαπανών αφιερωνόταν στην καταπολέμηση ασθενειών όπως η ελονοσία, άλλων μεταδοτικών ασθενειών και του καρκίνου. Άλλες ερευνητικές μονάδες εντοπίζονταν διάσπαρτες σε άλλα υπουργεία, όπως: Το ΚΕΠΕ στο υπουργείο συντονισμού, Το ΙΓΜΕ και το Ινστιτούτο Βιομηχανικής Έρευνας στο Υπουργείο Βιομηχανίας, το Γενικό Χημείο του Κράτους στο Υπουργείο Οικονομικών. Οι δύο κύριες μονάδες του Υπουργείου Άμυνας με ερευνητικές δραστηριότητες ήταν α) το Κέντρο Ερευνών Εθνικής Άμυνας (ΚΕΕΘΑ), που ήταν υπεύθυνο και για τον κύριο όγκο ερευνητικών δαπανών του υπουργείου (80%), και, β) Η Υδρογραφική Υπηρεσία του πολεμικού ναυτικού (17%). Υπήρχαν δύο ακόμα μικρότερα κέντρα με περιφερειακή ερευνητική δραστηριότητα, γ) το Κέντρο Έρευνας Στρατιωτικής Ιατρικής (ΚΕΕΕ), δ) το Ερευνητικό Κέντρο Σώματος Ανεφοδιασμού και Μεταφορών (ΚΕΕΜ). 12 ερευνητικά προγράμματα ήταν σε εξέλιξη στις μονάδες αυτές, οι οποίες απασχολούσαν 30 επιστήμονες και μηχανικούς, 60 τεχνικούς και 25 διοικητικούς. Το συνολικό ετήσιο κόστος, συνυπολογιζομένων των μισθών, ήταν περί τα 2,7 εκατ. ευρώ. Το ποσό αυτό ήταν πολύ μικρό συγκρινόμενο με το συνολικό προϋπολογισμό του Υπουργείου, που ανερχόταν σε 1,47 δις. ευρώ, «ασυμμετρία» που εξακολουθεί να υφίσταται έως τις μέρες μας. Η ποιότητα του ερευνητικού έργου χαρακτηριζόταν υψηλή. Από τους άλλους, διάσπαρτους, δημόσιους και ημι-δημόσιους φορείς ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στο ερευνητικό τμήμα του ΟΤΕ και το κοινωφελές ίδρυμα του
Μπενάκειου Φυτοπαθολογικού Ινστιτούτου. Το ινστιτούτο απασχολούσε 35 επιστήμονες και τα εργαστήρια διευθύνονταν από ερευνητές που διατηρούσαν πολύ καλή επαφή με τις διεθνείς εξελίξεις. ΟΤΕ και Μπενάκειο θεωρούνταν ως δύο επιτυχημένα παραδείγματα ανταποδοτικής έρευνας για τη χώρα. Σε ότι αφορά τον ιδιωτικό τομέα, από τις 130 βιομηχανικές επιχειρήσεις που έλαβαν ερωτηματολόγιο για τις ερευνητικές δραστηριότητές τους, απάντησαν οι 30 από τις οποίες μόνο 4 διεξήγαν ερευνητικές δραστηριότητες. Η έκθεση διαπιστώνει όμως ότι δεν υφίστατο ουσιαστική αλληλεπίδραση μεταξύ των δημόσιων οργανισμών έρευνας και των επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα. Επίσης, η έκθεση αναφέρεται στη διεπιφάνεια πανεπιστημίων και ερευνητικών κέντρων, που είναι διεθνώς οι μεταπτυχιακές σπουδές, μιας και η ερευνητική δραστηριότητα στον πανεπιστημιακό χώρο διενεργείται κυρίως στον μεταπτυχιακό κύκλο σπουδών. Επί της ουσίας, σύμφωνα με την έκθεση, στην Ελλάδα της εποχής δεν υφίστατο μεταπτυχιακός κύκλος σπουδών -τουλάχιστον με τη συμβατική έννοια του όρου. Η περίοδος 1974-1981 Τα πανεπιστήμια Κρήτης και Θράκης ιδρύθηκαν τον Ιούλιο του 1973 (Ν.Δ. 87/1973, ΦΕΚ 159Α/73). Το πανεπιστήμιο Ιωαννίνων ιδρύθηκε ως ανεξάρτητο ίδρυμα (ΑΕΙ) το 1970 με το Ν.Δ. 746/1970, αν και η φιλοσοφική σχολή λειτουργούσε ως παράρτημα του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης από το 1964 ( υπ αριθμ. 735/64 Β.Δ.). Το πολυτεχνείο Κρήτης ιδρύθηκε το 1977 (ν. 545/1977). Ο περιφερειακός πανεπιστημιακός ιστός της χώρας αναπτύσσεται δυναμικά κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο και αναμορφώνει βαθμιαία το τοπίο της ανώτατης εκπαίδευσης και έρευνας. Τα περιφερειακά πανεπιστήμια στελεχώνονται με νέους επιστήμονες υψηλού επιπέδου και ο αριθμός των δημοσιεύσεων σε διεθνή περιοδικά με το σύστημα των ομότιμων κριτών (peer review system) αυξάνεται σημαντικά. Μια νέα, για τα ελληνικά δεδομένα, αντίληψη χρηματοδότησης της έρευνας εισάγεται με τον ν.706/1977. Το χρηματοδοτικό σχήμα μετατοπίζεται από την απ ευθείας χρηματοδότηση των καθηγητών και των διευθυντών ινστιτούτων προς τη χρηματοδότηση προγραμμάτων με συγκεκριμένους στόχους και χρονική διάρκεια. Η περίοδος 1981-1985 Η Ελλάδα γίνεται μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), γεγονός το οποίο θα έχει πολύ θετικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη της ερευνητικής συνιστώσας των ελληνικών
πανεπιστημίων, κυρίως, αλλά και στη βιωσιμότητα και ανάπτυξη των ελληνικών ΕΚ. Σημαντικές εισροές πόρων από τα διαρθρωτικά και ανταγωνιστικά προγράμματα της Ένωσης οξυγονώνουν το ερευνητικό σύστημα. Τριάντα χρόνια μετά το 1981 δεν θα ήταν υπερβολή αν διατυπώναμε την άποψη ότι το σημερινό ερευνητικό σύστημα της χώρας υφίσταται κυρίως ως τμήμα της αντίστοιχης ευρωπαϊκής οντότητας. Στο αποτέλεσμα αυτό συνετέλεσε το γεγονός ότι η ερευνητική πολιτική της ΕΕ μπορεί να θεωρηθεί ως η δεύτερη, κατά σειρά, πολιτική με ισχυρή ομοσπονδιακή δομή, μετά την Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ). Η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στη εξουσία το 1981 συνοδεύτηκε από ευρύτερες κοινωνικές διεργασίες, σημαντικό στοιχείο των οποίων ήταν η υπέρβαση της εμφυλιοπολεμικής σύγκρουσης και η δυνατότητα πρόσβασης στις δομές του κράτους πολιτών οι οποίοι για πολλά χρόνια ήταν αποκλεισμένοι από τους μηχανισμούς άσκησης εξουσίας. Στο επίπεδο των δομικών αλλαγών, ο ν. 1268/1982 Για τη δομή και λειτουργία των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων άλλαξε δραματικά την ισορροπία μεταξύ των καθηγητών και του πανεπιστημιακού προσωπικού των κατώτερων βαθμίδων. Παρά την εύλογη πολυγνωμία για τα θετικά και αρνητικά στοιχεία του νόμου, αυτός έχει λάβει στην πορεία του χρόνου τη μορφή καταστατικού χάρτη. Η ουσιαστική τροποποίησή του θα προέλθει μόνο διαμέσου μιας ευρύτατης εθνικής διαβούλευσης και συνεννόησης. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλές από τις νομοθετικές τροποποιήσεις του νόμου, που επιχειρήθηκαν από το 1982 μέχρι σήμερα, παραμένουν ανενεργές. Την ίδια περίοδο, με το ν.1404/83 Δομή και λειτουργία των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, επιχειρείται ο εκσυγχρονισμός της τεχνολογικής εκπαίδευσης και ιδρύονται τα ΤΕΙ. Το 1984 ιδρύθηκαν τα πανεπιστήμια Αιγαίου με έδρα τη Μυτιλήνη, Ιονίου με έδρα την Κέρκυρα και Θεσσαλίας με έδρα το Βόλο (Π.Δ. 31Α/1984). Η ίδρυση των τριών ΑΕΙ βελτίωσε την περιφερειακή κατανομή του πανεπιστημιακού ιστού της χώρας και ενίσχυσε το εκπαιδευτικό και ερευνητικό δυναμικό της χώρας. Παράλληλα με τις παρεμβάσεις στον πανεπιστημιακό και τεχνολογικό ιστό της χώρας εξελίσσεται και η πρώτη συγκροτημένη προσπάθεια οργάνωσης του εκτός ΑΕΙ ερευνητικού ιστού της χώρας με την ψήφιση του ν.1514/85. Η εισηγητική έκθεση του ν.1514/85 συνοψίζει την τότε κατάσταση της πανεπιστημιακής έρευνας ως εξής: Στα ΑΕΙ της χώρας η έρευνα σήμερα στηρίζεται μόνο στην πρωτοβουλία λίγων αφοσιωμένων επιστημόνων που εργάζονται μέσα σε ένα πνευματικό κενό, με ανύπαρκτη παράδοση (με εξαίρεση την αρχαιολογία), έλλειψη κρατικής μέριμνας για υποδομή και κίνητρα, και μέσα σε παραλυτικές γραφειοκρατικές
διαδικασίες. Η απουσία κινήτρων, μηχανισμού σύνδεσης της έρευνας με την παραγωγή, κυβερνητικής ερευνητικής πολιτικής, και συστήματος μεταπτυχιακών σπουδών και το βάρος της προπτυχιακής διδασκαλίας, είχαν τόσο καταλυτική επίδραση στην όλη ακαδημαϊκή ζωή που η αφοσίωση λίγων επιστημόνων δεν στάθηκε ικανή να δημιουργήσει μια ερευνητική παράδοση και να αναβαθμίσει την πανεπιστημιακή δραστηριότητα του ΔΕΠ, ώστε να ξεφύγουν τα ΑΕΙ από τη σημερινή τους υπανάπτυξη. Ο Ελληνικός ακαδημαϊκός κόσμος ήταν πάντα αποκομμένος από τη διεθνή δραστηριότητα και άμιλλα στην έρευνα Η έλλειψη ερευνητικής συνείδησης και παράδοσης στο διδακτικό προσωπικό, η απουσία ενός ζωντανού συστήματος συνεργασίας με τη διεθνή επιστημονική κοινότητα, οι απαιτήσεις διδασκαλίας σε μεγάλα ακροατήρια, η έλλειψη διαβάθμισης του προσωπικού που να στηρίζεται σε ποιοτική αξιολόγηση, με σύγχρονη ανάπτυξη ενός υπερτροφικού συντεχνιακού πνεύματος σε όλο το φάσμα των διδασκόντων, έκαναν τα πανεπιστήμια εξεταστικά κέντρα, αντί χώρους που προωθούνται οι ορίζοντες της γνώσης. Η κατάσταση του εκτός ΑΕΙ ερευνητικού ιστού περιγράφεται ως ακολούθως : Η ίδρυση του Δημόκριτου στις αρχές της δεκαετίας του 60 βασίστηκε σε διάφορα και ασύνδετα κίνητρα: θέμα γοήτρου, η ελπίδα να αποκτήσει η χώρα πυρηνική τεχνολογία, η επιθυμία να ενθαρρύνουν τους έλληνες επιστήμονες στο εξωτερικό να επαναπατριστούν κλπ. Αυτή η ποικιλία των κινήτρων, εξηγεί γιατί δεν δόθηκε στο Δημόκριτο μια σαφής αποστολή και η ανάπτυξή του στηρίχθηκε σε καθαρά επιστημονική παραγωγή παρά σε οικονομική και κοινωνική δεοντολογία... Η έλλειψη επιστημονικού προγραμματισμού με διάρκεια και συνέχεια στο παρελθόν, η έλλειψη θεσμοθετημένης διαδικασίας αξιολόγησης και αποτίμησης της έρευνας καθώς και η έλλειψη διαδικασιών αυστηρής αξιοκρατικής κρίσης των ερευνητών κατά την πρόσληψη ή την προαγωγή τους, έχουν μετατρέψει τα ερευνητικά κέντρα σε αντιπαραγωγικούς προβληματικούς οργανισμούς... Για την υπέρβαση της κατάστασης αυτής στα ΕΚ προτείνεται η υιοθέτηση τολμηρών νομοθετικών και θεσμικών μέτρων προκειμένου να εξασφαλιστούν οι διαδικασίες προγραμματισμού, αξιολόγησης και αποτίμησης της έρευνας, καθώς και οι διαδικασίες αξιοκρατικής κρίσης των ερευνητών. Χαρακτηριστικές ρυθμίσεις του νόμου είναι: Η ίδρυση του Εθνικού Συμβουλίου Έρευνας γνωμοδοτικού οργάνου της πολιτείας. και Τεχνολογίας (ΕΣΕΤ) ως Η διαβάθμιση του ερευνητικού προσωπικού σε 4 βαθμίδες με προσόντα και μισθολογική κατάσταση ανάλογη εκείνων για τις τέσσερις βαθμίδες ΔΕΠ των ΑΕΙ. Ο καθορισμός των διαδικασιών πρόσληψης και εξέλιξης των ερευνητών με βάση το σύστημα ομολόγων (peer review system) σε αντίθεση με το σύστημα
κρίσεων από συναδέλφους που ισχύει για τα ΑΕΙ. Υιοθετήθηκε η διεθνής αυτή πρακτική διότι έτσι εξασφαλίζεται η αντικειμενικότητα των κρίσεων έξω από συναισθηματικούς παράγοντες που μπορούν να οδηγήσουν σε προκατειλημμένες σε βάρος της έρευνας ή του ερευνητή κρίσεις. Για τη διοργάνωση των κρίσεων δημιουργείται ο Εθνικός πίνακας κριτών. Για τη διατήρηση και αναβάθμιση της ποιότητας της Ελληνικής έρευνας σε σχέση με τα διεθνή πρότυπα το νομοσχέδιο εισάγει ομοιόμορφο μηχανισμό αξιολόγησης... Οι ερευνητικές δραστηριότητες αξιολογούνται από κατάλληλες επιστημονικές επιτροπές. Οι επιτροπές αυτές αποτελούνται από ειδικούς υψηλού επιστημονικού επιπέδου. Παράλληλα κατά κανονικά διαστήματα, τέσσερα με πέντε χρόνια, επιτροπές επιστημόνων από τη διεθνή επιστημονική κοινότητα αξιολογούν διάφορους τομείς της προσπάθειας της Ελλάδας στην επιστήμη και τεχνολογία. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η συλλογιστική της εισηγητικής έκθεσης του ν.1514/85 που αφορά τις θεσμικές ρυθμίσεις που θεωρούνται πρόσφορες για την υπέρβαση των αδυναμιών της πανεπιστημιακής έρευνας και τη μελλοντική ανάπτυξη της: Προσανατολισμένη έρευνα σημαντικής κλίμακας είναι σχεδόν αδύνατο να γίνει στα διοικητικά και οργανωτικά πλαίσια ενός ακαδημαϊκού ιδρύματος. Μια από τις αιτίες είναι η δυσκολία αξιολόγησης από το ίδιο το τμήμα (ή τον τομέα) της επιστημονικής ποιότητας των μελών του και της αξίας των ερευνητικών προτάσεων. Η τεράστια αυτή δυσκολία έχει διαπιστωθεί διεθνώς και έχει αντιμετωπιστεί με εξωτερική αξιολόγηση και χρηματοδότηση. Στην Ελλάδα η δυσκολία θα είναι ακόμη πιο μεγάλη λόγω έλλειψης παράδοσης ουσιαστικής αξιολόγησης της έρευνας και πενιχρής ερευνητικής προϊστορίας. Η κατανομή ερευνητικών κονδυλίων από τα ίδια τα τμήματα στα μέλη του θα καταλήξει (όπως έχει ήδη αποδείξει η πείρα των Σχολών) έπειτα από χρονοβόρες συζητήσεις σε ισοκατανομή των κονδυλίων μεταξύ όλων των ερευνητών και κατά συνέπεια σε καθήλωση της ποιότητας, σπατάλη πιστώσεων και τελικά σε οριστική και σχεδόν πλήρη έξωση της χρήσιμης έρευνας... Μια άλλη σοβαρή αιτία αποτελεί η μεγάλη βαρύτητα αποφάσεων και ενεργειών. Η σύμφυτη με συλλογικά όργανα βραδύτητα θα επιταθεί λόγω έλλειψης παράδοσης στην αποτελεσματική λειτουργία συλλογικών οργάνων στη χώρα μας και λόγω τροχοπέδης των διαδικασιών περί δημόσιου λογιστικού. Για την ενίσχυση της ακαδημαϊκής έρευνας ο ν.1514/85 εισάγει τα συστήματα των Ακαδημαϊκών Ερευνητικών Κέντρων και των Μεταπτυχιακών Ινστιτούτων. Με βάση τον ν.1514/85 έγινε η αναδιοργάνωση του εκτός ΑΕΙ ερευνητικού συστήματος της χώρας. Καθιερώθηκε το επάγγελμα του ερευνητή ως ισότιμου λειτουργικά με αυτό
του μέλους ΔΕΠ. Αξιολογήθηκαν και τοποθετήθηκαν σε βαθμίδες ερευνητών, από μηδενική βάση, όλοι οι τότε υπηρετούντες ερευνητές. Ο ιστός Κέντρων και Ινστιτούτων που προέκυψε εντάχθηκε διοικητικά στο Υπουργείο Ανάπτυξης και εποπτευόταν από τη ΓΓΕΤ. Στην εικοσιπενταετή πορεία εφαρμογής του νόμου από το 1985 μέχρι σήμερα μπορούμε να πούμε ότι οι βασικές διατάξεις του, που αφορούσαν τους εποπτευόμενους από τη ΓΓΕΤ ερευνητικούς φορείς, εφαρμόστηκαν με συστηματικό τρόπο, σε αντίθεση με τις διατάξεις που αφορούσαν στην οργάνωση της έρευνας στα πανεπιστήμια. Αν και η κύρια αιτία αυτής της διαφοροποίησης σχετίζεται με την εσωτερική κατάσταση των ελληνικών πανεπιστημίων, η εποπτεία των δύο συστημάτων από διαφορετικά υπουργεία λειτούργησε, δευτερευόντως, ανασταλτικά στη διαδικασία συνέλιξης και αλληλεπίδρασης των δύο συστημάτων. Ενδιαφέρουσα εξέλιξη της περίοδο αυτή αποτέλεσε η ίδρυση του Ιδρύματος Έρευνας και Τεχνολογίας (ΙΤΕ) στην Κρήτη. Το ΙΤΕ εισήγαγε ένα νέο παράδειγμα σχέσεων μεταξύ ερευνητικού κέντρου και πανεπιστημίου και στη συνέχεια αναδείχθηκε ως ένα από τα κορυφαία ερευνητικά κέντρα της χώρας. Η περίοδος 1985-1992 Η περίοδος αυτή, αλλά και η δεκαετία που την ακολουθεί, χαρακτηρίζεται από πυκνή ροή πόρων διαμέσου των διαρθρωτικών και ανταγωνιστικών προγραμμάτων της ΕΕ. Σε θεσμικό επίπεδο ξεχωρίζει η προσπάθεια της κυβέρνησης Μητσοτάκη να παρέμβει στη διάρθρωση του πανεπιστημιακού συστήματος με τον ν.2083/1992 Για τον εκσυγχρονισμό της Ανώτατης Εκπαίδευσης. Με τον νόμο αυτό δημιουργείται το Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, θεσμοθετείται η αξιολόγηση των ΑΕΙ και επιχειρείται η οργάνωση του συστήματος μεταπτυχιακών σπουδών. Τα Ακαδημαϊκά Ερευνητικά Ινστιτούτα μετονομάζονται σε Πανεπιστημιακά Ερευνητικά Ινστιτούτα. Με νομοθετική ρύθμιση το 1987 (ΦΕΚ 347Α/1987) ανασυστήθηκε, ως αποκεντρωμένη Δημόσια Υπηρεσία εποπτευόμενη από τη ΓΓΕΤ, η Ελληνική Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας (ΕΕΑΕ). Η αυξημένη ροή εξωτερικών πόρων στα ΑΕΙ και τα ΕΚ ανάδειξε και το ζήτημα της ευέλικτης οικονομικής διαχείρισης. Την περίοδο αυτή δημιουργούνται οι Ειδικοί Λογαριασμοί Κονδυλίων Έρευνας (ΕΛΚΕ) προκειμένου να διευκολυνθεί η λογιστική διαχείριση πόρων προερχομένων εκτός δημόσιου λογιστικού. Πέραν της αναγκαίας ευελιξίας στην οικονομική διαχείριση ερευνητικών έργων, όμως, οι Λογαριασμοί αυτοί αποτέλεσαν, σε ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις, χώρους εφαρμογής πολιτικών «πελατειακής διαχείρισης». Οι στρεβλώσεις αυτές, όπου εμφανίστηκαν, οφείλονται στο ότι, δυστυχώς, δεν κατέστη εξαρχής σαφές ότι οιαδήποτε και αν είναι η προέλευση των πόρων (τακτική κρατική επιχορήγηση, δημόσιες επενδύσεις, παροχή υπηρεσιών,
διαρθρωτικά και ανταγωνιστικά ερευνητικά προγράμματα) ενός δημόσιου φορέα, όπως τα ΑΕΙ και τα ΕΚ, κάθε υπάλληλος του φορέα διαχειρίζεται δημόσια περιουσία και δημόσια αγαθά. Η περίοδος 1993-2004 Το 1995 επιχειρείται η πρώτη συστηματική αξιολόγηση του ερευνητικού ιστού που εποπτεύεται από τη ΓΓΕΤ. Ακολουθεί μια δεύτερη 3 συστηματική προσπάθεια αξιολόγησης του ερευνητικού ιστού, που εποπτεύεται από τη ΓΓΕΤ, το 2000. Κατά την αξιολόγηση αυτή ινστιτούτα με ομοειδείς δραστηριότητες αξιολογήθηκαν ανά ομάδες από κοινές επιτροπές αξιολογητών από τη διεθνή επιστημονική κοινότητα. Σε κάθε επιτροπή συμμετείχε και εκπρόσωπος του ευρύτερου παραγωγικού τομέα. Μια τρίτη 4 αξιολόγηση έγινε, με παρεμφερείς κανόνες, το 2005. Η τέταρτη αξιολόγηση βρίσκεται σε εξέλιξη από το φθινόπωρο του 2010. Πέραν των σύμφυτων αδυναμιών ή ελλείψεων σε διαδικασίες αυτού του είδους, πρόκειται για γενικευμένες αξιολογήσεις με σχετικά καλή οργάνωση και αρχειοθέτηση. Υπάρχουν αρκετά στατιστικά στοιχεία συσσωρευμένα από τις τρεις αξιολογήσεις που έχουν γίνει μέχρι σήμερα, τα οποία αναμένουν μια συστηματική μελέτη. Η ερευνητική κοινότητα έχει αποδεχθεί συνειδητά τη διαδικασία των αξιολογήσεων και η ουσιαστική συζήτηση μετατοπίζεται πλέον στις βελτιώσεις που απαιτούνται στην ίδια τη διαδικασία και τη μορφή των εξωτερικών αξιολογήσεων, αλλά κυρίως στο είδος των πολιτικών έρευνας που θα ακολουθηθούν λαμβάνοντας υπόψη τα συγκεκριμένα δεδομένα των αξιολογήσεων. Μια συστηματική αξιολόγηση αυτού του είδους παραμένει ακόμα ζητούμενο για τον ιστό των ΑΕΙ και ΤΕΙ της χώρας, όπου μόνο σποραδικές εξωτερικές αξιολογήσεις έχουν διενεργηθεί. Το 1995 ιδρύθηκε το Ερευνητικό Κέντρο Βιοϊατρικών Επιστημών Αλέξανδρος Φλέμινκ (ΦΕΚ 57Α/1995). Με το ΠΔ 77Α/2000 ιδρύεται το Εθνικό Κέντρο Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης (ΕΚΕΤΑ) με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Με τον ν. 2919/2001 επιχειρήθηκε η πρώτη συστηματική παρέμβαση ευρείας κλίμακας μετά τον ν. 1514/1985 στο εκτός πανεπιστημίων ερευνητικό σύστημα. Με τον νόμο αυτό Ιδρύθηκε το Κέντρο Εφαρμογών και Τεχνολογιών Επικοινωνίας, μετέπειτα 3 http://www.gsrt.gr/default.asp?v_item_id=110 4 http://www.inp.demokritos.gr/~loukasd/gsrt_evaluation_final_2005.zip
ΑΘΗΝΑ». Χαρακτηριστικό στοιχείο των νέων ΕΚ που δημιουργήθηκαν την περίοδο αυτή, Φλεμινγκ, ΕΚΕΤΑ, ΑΘΗΝΑ είναι ότι δεν προβλέπεται συμμετοχή των ερευνητών στα Διοικητικά Συμβούλια. Άλλες σημαντικές ρυθμίσεις του ν29191/2001 είναι οι ακόλουθες: Με συγχώνευση του Ινστιτούτου Θαλάσσιας Βιολογίας Κρήτης (ΙΘΑΒΙΚ) και του Εθνικού Κέντρου Θαλάσσιων Ερευνών (ΕΚΘΕ) δημιουργήθηκε το Ελληνικό Κέντρο Θαλάσσιων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ). Το Ινστιτούτο Τεχνικής Σεισμολογίας και Αντισεισμικών Κατασκευών (ΙΤΣΑΚ) θεωρήθηκε ερευνητικό και τεχνολογικό κέντρο υπό την έννοια των διατάξεων του ν. 1514/1985. Τα ερευνητικά κέντρα του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, Κέντρο Έρευνας και Τεχνολογίας Στρατού (ΚΕΤΕΣ), Γραφείο Έρευνας και Τεχνολογικών Εξελίξεων Ναυτικού (ΓΕΤΕΝ), Κέντρο Έρευνας και Τεχνολογίας Αεροπορίας (ΚΕΤΑ) συγχωνεύτηκαν σε ενιαίο κέντρο με την ονομασία Κέντρο Έρευνας και Τεχνολογίας Εθνικής Άμυνας (ΚΕΤΕΘΑ) το οποίο αποτελούσε πλέον ερευνητικό κέντρο με την έννοια του ν. 1514/85. Δημιουργήθηκε το Επιστημονικό Συμβούλιο Αμυντικής Έρευνας και Τεχνολογίας (ΕΣΑΕΤ). Καθιερώθηκε η εγγραφή στον τακτικό προϋπολογισμό της ΓΓΕΤ των εισφορών σε διεθνείς ερευνητικούς φορείς στους οποίους συμμετέχει η Ελλάδα. Μια ενδιαφέρουσα πρόνοια του νόμου αφορούσε τη διάθεση ετησίως ποσοστού ένα τοις εκατό επί του ύψους του προϋπολογισμού του εξοπλιστικού προγράμματος του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας για την ανάπτυξη της αμυντικής έρευνας και τεχνολογίας. Με τους πλέον συντηρητικούς υπολογισμούς το ύψος των εξοπλιστικών προγραμμάτων τη δεκαετία 2000-2010 ανήλθε σε 15 δις. ευρώ. Στο ποσό αυτό αντιστοιχεί, σύμφωνα με τη διάταξη του νόμου, ποσό 150 εκατ. ευρώ για αμυντική έρευνα. Είναι αμφίβολο αν το ποσό αυτό επενδύθηκε πράγματι σε ερευνητικά προγράμματα. Την περίοδο αυτή έγιναν και οι πρώτες συστηματικές προσπάθειες νομοθετικής κωδικοποίησης των ζητημάτων που αφορούν τα Τεχνολογικά Πάρκα (ΤΠ) και τις εταιρείες-τεχνοβλαστούς (spin off). Μετά από δεκαπενταετή εφαρμογή των θεσμών αυτών είναι αναγκαία μια συστηματική μελέτη των συσσωρευμένων στατιστικών στοιχειών και της εμπειρίας, μελέτη που σχετίζεται και με τη γενικότερη συμβολή του ιδιωτικού τομέα στην ερευνητική διαδικασία. Σημαντική παρέμβαση την περίοδο αυτή αποτέλεσε και το νέο νομοθετικό πλαίσιο για τα Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (ΤΕΙ) με τον ν.2916/2001 Διάρθρωση της ανώτατης εκπαίδευσης και ρύθμιση θεμάτων του τεχνολογικού τομέα αυτής. Με το νόμο αυτό τα ΤΕΙ εντάσσονται στην ανώτατη εκπαίδευση η οποία αποτελείται πλέον από δύο κλάδους α) τον πανεπιστημιακό τομέα, ο οποίος περιλαμβάνει τα Πανεπιστήμια, τα Πολυτεχνεία και την Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών και β) τον τεχνολογικό τομέα, ο οποίος περιλαμβάνει τα Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα.
Με το Π.Δ. 13Α/2000 ιδρύεται το πανεπιστήμιο Πελοποννήσου με έδρα την Τρίπολη. Την περίοδο αυτή η ερευνητική κοινότητα των εποπτευομένων από τη ΓΓΕΤ κέντρων και ινστιτούτων θέτει με επίταση το θέμα της διαμόρφωσης ενιαίου χώρου εκπαίδευσης και έρευνας στο τριτοβάθμιο σύστημα εκπαίδευσης της χώρας αλλά δεν εισακούγεται. Το αίτημα αυτό θα γίνει δεκτό δέκα χρόνια αργότερα. Η περίοδος 2004-2010 Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας επιχειρεί τη δεύτερη γενικευμένη παρέμβαση στο νομοθετικό πλαίσιο του εποπτευομένου από τη ΓΓΕΤ ερευνητικού ιστού. Η προσπάθεια αυτή καταλήγει με την ψήφιση του ν.3653/2008. Με τρεις διαδοχικές νομοθετικές πράξεις η ημερομηνία εφαρμογής του μετατοπίζεται από την αρχή του 2009, στο 2010 και ακολούθως στο 2011 και το 2012. Δεν υπήρχαν καινοτόμες νομοθετικές ρυθμίσεις στην τελική μορφή του νόμου μια που οι πλέον ρηξικέλευθες προτάσεις του αρχικού σχεδίου, όπως η ίδρυση Υπουργείου Έρευνας και Τεχνολογίας και η καθιέρωση ετήσιας χρηματοδότησης ερευνητικών προγραμμάτων από εθνικούς πόρους εγκαταλείφτηκαν στην πορεία των συζητήσεων. Το 2006 ιδρύθηκε το Κέντρο Έρευνας Τεχνολογίας και Ανάπτυξης Θεσσαλίας (ΚΕΤΕΑΘ). Τον Ιούνιο του 2009 η κυβέρνηση της Ν.Δ. εξαγγέλλει αιφνιδίως ένα ευρύ πρόγραμμα χωροταξικής και γνωστικής αναδιάταξης του ερευνητικού ιστού της χώρας, που εποπτεύεται από τη ΓΓΕΤ. Το σχέδιο περιλαμβάνει συγχωνεύσεις ΕΚ και Ινστιτούτων που μειώνουν τον αριθμό των ΕΚ από 13 σε 11 και των αριθμό των Ινστιτούτων από 57 σε 46. Η πρωτοβουλία αυτή προκάλεσε θύελλα διαμαρτυριών (που αφορούσαν κυρίως τον αυταρχικό τρόπο παρέμβασης και όχι την αναγκαιότητα μιας συστηματικής διαβούλευσης για το ζήτημα) και εντάσεις στο εσωτερικό της ερευνητικής και πανεπιστημιακής κοινότητας, που διαμόρφωσαν κλίμα αρνητικής προδιάθεσης για μια συζήτηση που, υπό άλλες συνθήκες, ίσως να ήταν έως και ιδιαίτερα αποδοτική. Με τον ν.3549/2007 Μεταρρύθμιση του θεσμικού πλαισίου για τη δομή και λειτουργία των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων εισάγεται ο τετραετής ακαδημαϊκόςαναπτυξιακός προγραμματισμός των ΑΕΙ και ορίζονται μικτά εκλεκτορικά σώματα για εκλογή, εξέλιξη ή μονιμοποίηση μέλους ΔΕΠ που αποτελούνται κατά τα δύο τρίτα από μέλη ΔΕΠ του οικείου τμήματος και κατά το ένα τρίτο από μέλη άλλων τμημάτων του ιδίου ή άλλου ΑΕΙ Με τον ν.3685/2008 επιχειρείται η κωδικοποίηση του θεσμικού πλαισίου για τις μεταπτυχιακές σπουδές.
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ που προέκυψε από τις εκλογές του Οκτωβρίου 2009 αποφάσισε την υπαγωγή της ΓΓΕΤ και του ιστού των εποπτευομένων από αυτήν ΕΚ στο Υπουργείο Παιδείας δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων. Πρόκειται για θετική εξέλιξη στην πορεία μορφοποίησης του ενιαίου χώρου εκπαίδευσης-έρευνας και τη διασύνδεσή του με την Ελληνική κοινωνία και τον παραγωγικό ιστό της χώρας. Η συνεχής διεύρυνση του ιστού των ΑΕΙ ΤΕΙ - ΕΚ της χώρας την παρελθούσα τριακονταετία απαιτεί μια διαβούλευση σε εθνικό επίπεδο προκειμένου να ανακαθοριστούν οι δομές του εκπαιδευτικού και ερευνητικού συστήματος, οι στόχοι που το σύστημα καλείται να υπηρετήσει και η μεθοδολογία υλοποίησης των στόχων αυτών. Το Ερευνητικό σύστημα της ΓΓΕΤ σήμερα (2010). Το σύστημα ΕΚ και Ινστιτούτων, το οποίο εποπτεύεται από τη ΓΓΕΤ στην παρούσα φάση και εντάσσεται πλήρως στις διατάξεις του ν.1514/85 και των τροποποιήσεων αυτού, παρουσιάζεται συνοπτικά στον ακόλουθο πίνακα. Επίσης, υπάρχει ένας αριθμός ΕΚ και Ινστιτούτων, που δεν υπάγονται στη ΓΓΕΤ ( όπως είναι τα ερευνητικά ινστιτούτα της Ακαδημίας Αθηνών, το Μπενάκειο Φυτοπαθολογικό Ινστιτούτο, το ΙΤΣΑΚ, το ΚΕΤΕΘΑ, το Ελληνικό Ινστιτούτο Αθλητικών Ερευνών ) αλλά που ακολουθούν μερικώς τις διατάξεις του ν.1514/85 και των τροποποιήσεών του. Τα τελευταία χρόνια η Ακαθάριστη Εθνική Δαπάνη για έρευνα και τεχνολογία ανέρχεται στο 0,57% του ΑΕΠ. Τα μέλη ΔΕΠ αριθμούν περί τις 15000, το εκπαιδευτικό προσωπικό (ΕΠ) των ΤΕΙ, περί τις 3000. Οι ερευνητές των υπαγομένων στο ν.1514/85 ΕΚ είναι περί τους 700. Η τακτική κρατική επιχορήγηση αυτών των ΕΚ για το 2008 ανήλθε στα 80 εκ. ευρώ, η ενίσχυση από το πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (κυρίως με τη μορφή των matching funds) στα 12 εκ. ευρώ, και οι εισροές από άλλες πηγές (ανταγωνιστικά προγράμματα, παροχή υπηρεσιών) στα 148 εκατ. ευρώ. Η βιβλιομετρική ανάλυση ελληνικών δημοσιεύσεων σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης 5 περιέχει χρήσιμα στοιχεία για την περίοδο 1993-2008 και συγκριτικά στοιχεία για τις επιδόσεις των ΑΕΙ και των ΕΚ. 5 http://www.ekt.gr/metrics/greekscientificpublications_ekt.pdf
Ερευνητικό Κέντρο Ερευνητές 1. Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών 60 Ινστιτούτο Αστρονομίας και Αστροφυσικής (ΙΑΑ) Ινστιτούτο Ερευνών Περιβάλλοντος και Βιώσιμης Ανάπτυξης (ΙΕΠΒΑ) Γεωδυναμικό Ινστιτούτο (ΓΙ) Ινστιτούτο Διαστημικών Εφαρμογών και Τηλεπισκόπησης (ΙΔΕΤ) Ινστιτούτο Αστροσωματιδιακής Φυσικής "ΝΕΣΤΩΡ" 2. Ελληνικό Ινστιτούτο ΠΑΣΤΕΡ (Ε.Ι.Π.) 25 3. ΕΚΕΦΕ "ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ" 175 Ινστιτούτο Πυρηνικής Φυσικής (ΙΠΦ) Ινστιτούτο Πυρηνικής Τεχνολογίας & Ακτινοπροστασίας (ΙΠΤΑ) Ινστιτούτο Επιστήμης Υλικών (ΙΕΥ) Ινστιτούτο Πληροφορικής & Τηλεπικοινωνιών (ΙΠΤ) Ινστιτούτο Μικροηλεκτρονικής (ΙΜΕΛ) Ινστιτούτο Φυσικοχημείας (ΙΦΧ) Ινστιτούτο Βιολογίας (ΙΒ) Ινστιτούτο Ραδιοϊσοτόπων & Ραδιοδιαγνωστικών Προϊόντων (ΙΡΡΠ) 4. Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών (Ε.Ι.Ε.) 145 Ινστιτούτο Βιολογικών Ερευνών & Βιοτεχνολογίας (ΙΒΕΒ) Ινστιτούτο Θεωρητικής & Φυσικής Χημείας (ΙΘΦΧ) Ινστιτούτο Οργανικής & Φαρμακευτικής Χημείας (ΙΟΦΧ) Ινστιτούτο Ελληνικής & Ρωμαϊκής Αρχαιότητας (ΚΕΡΑ) Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών (ΙΒΕ) Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών (ΙΝΕ) 5. Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (Ε.Κ.Κ.Ε.) 20 Ινστιτούτο Αστικής και Αγροτικής Κοινωνιολογίας Ινστιτούτο Κοινωνικής Πολιτικής Ινστιτούτο Πολιτικής Κοινωνιολογίας 6. Ίδρυμα Τεχνολογίας και Έρευνας (ΙΤΕ) 70 Ινστιτούτο Ηλεκτρονικής Δομής και Λέιζερ Ινστιτούτο Μοριακής Βιολογίας και Βιοτεχνολογίας Ινστιτούτο Πληροφορικής Ινστιτούτο Υπολογιστικών Μαθηματικών Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών Ινστιτούτο Χημικής Μηχανικής και Χημικών Διεργασιών Υψηλής Θερμοκρασίας Ινστιτούτο Βιοϊατρικών Ερευνών 7. Ερευνητικό Κέντρο Βιοϊατρικών Επιστημών (Ε.ΚΕ.Β.Ε.) "ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΦΛΕΜΙΓΚ" 15 Ινστιτούτο Ανοσολογίας Ινστιτούτο Μοριακής Βιολογίας & Γενετικής Ινστιτούτο Μοριακής Ογκολογίας Ινστιτούτο Κυτταρικής & Αναπτυξιακής Βιολογίας Ινστιτούτο Μικροβιολογίας-Ιολογίας (υπό ανάπτυξη) 8. Εθνικό Κέντρο Έρευνας & Τεχνολογικής Ανάπτυξης 30 Ινστιτούτο Τεχνικής Χημικών Διεργασιών (ΙΤΧΗΔ) Ινστιτούτο Πληροφορικής και Τηλεματικής (ΙΠΤΗΛ) Ινστιτούτο Μεταφορών (ΙΜΕΤ) Ινστιτούτο Αγροβιοτεχνολογίας (ΙΝΑ) Ινστιτούτο Τεχνολογίας και Εφαρμογών Στερεών Καυσίμων (ΙΤΕΣΚ) Ινστιτούτο Βιοϊατρικών και Βιομοριακών Ερευνών (ΙΒΒΕ) 9. Ερευνητικό Κέντρο Καινοτομίας στις Τεχνολογίες Πληροφορίας, των Επικοινωνιών και της Γνώσης - "Αθηνα" 35 Ινστιτούτο Επεξεργασίας του Λόγου (ΙΕΛ) Ινστιτούτο Πολιτιστικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΠΕΤ) Ινστιτούτο Βιομηχανικών Συστημάτων (ΙΝΒΙΣ) Ινστιτούτο Βιοϊατρικών Τεχνολογιών της Πληροφορίας (ΙΒΙΤΕΠ) Ινστιτούτο Πληροφορικών Συστημάτων και Προσομοίωσης (ΠΣΥΠ) Μονάδα Ανάπτυξης Ελληνικών Τεχνολογικών Συνεργατικών Σχημάτισμών (Corallia) Μονάδα Διαστημικών Προγραμμάτων (ΜΟΔΙΑΠ) Μονάδα Ψηφιακής Επιμέλειας (ΜΟΨΕ) 10. Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών (ΕΛ.ΚΕ.Θ.Ε.) 75 Ινστιτούτο Ωκεανογραφίας Ινστιτούτο Θαλασσίων Βιολογικών Πόρων Ινστιτούτο Υδατοκαλλιεργειών Ινστιτούτο Εσωτερικών Υδάτων Ινστιτούτο Θαλάσσιας Βιολογίας και Γενετικής 11. Κέντρο Έρευνας Τεχνολογίας και Ανάπτυξης Θεσσαλίας (Κ.Ε.ΤΕ.Α.Θ.) 6 Ινστιτούτο Μηχανοτρονικής (ΙΜΤΡΟΝΙΚΣ) Ινστιτούτο Τεχνολογίας και Διαχείρισης Αγροοικοσυστημάτων (ΙΤΕΔΑ) Ινστιτούτο Βιοϊατρικής Έρευνας και Τεχνολογίας (ΙΒΕΤ) Ινστιτούτο Σωματικής Απόδοσης & Αποκατάστασης (ΙΣΑΑ) Σύνολο Ερευνητών 656
Μελλοντικές Προοπτικές : Στην πορεία της τριακονταετούς συμμετοχής μας στις διεργασίες της ευρωπαϊκής ένωσης τα ελληνικά ΑΕΙ και ΕΚ άντλησαν σημαντικούς πόρους, που τα βοήθησαν να αναπτύξουν τις εργαστηριακές υποδομές και, σε ότι αφορά τα ΑΕΙ, να διευρύνουν την ερευνητική συνιστώσα των δραστηριοτήτων τους. Τούτο είναι ιδιαίτερα σημαντικό σε φάση όπου αναπτύσσεται η μετα-πανεπιστημιακή εκπαίδευση και θεσμοθετείται ο κύκλος των μεταπτυχιακών σπουδών, στις οποίες το προ-ερευνητικό στοιχείο καθίσταται κυρίαρχο. Στην πορεία αυτή, η εξέλιξη των δύο συστημάτων έρευνας, σε ΑΕΙ και ΕΚ, είχε διακριτά γνωρίσματα. Οι ερευνητές των εποπτευομένων από τη ΓΓΕΤ κέντρων, που εν πολλοίς επιλέγονται και κρίνονται από μέλη ΔΕΠ, θεώρησαν αυτονόητη τη διαδικασία των εξωτερικών αξιολογήσεων των Ινστιτούτων από επιτροπές διεθνούς κύρους. Και τη θεώρησαν αυτονόητη διότι σε μια οργανωμένη κοινωνία οφείλουμε να διασφαλίζουμε, ταυτόχρονα, την αναγκαία αυτονομία που απαιτείται για την ανέλιξη της ερευνητικής δραστηριότητας αλλά και τους μηχανισμούς αποτίμησης και αξιολόγησης που δικαιούται η κοινωνία που καταβάλλει το τίμημα. Ωστόσο, η ασύμπτωτη ανάπτυξη δύο συστημάτων έρευνας στη χώρα μας με ομόλογα χαρακτηριστικά προσόντων, προσλήψεων, προαγωγών των επιστημόνων δεν μπορεί να συνεχιστεί. Απαιτείται σύγκλιση και συγκέντρωση δυνάμεων σε μια εποχή που χαρακτηρίζεται ως εποχή της γνώσης, εκατομμύρια νέων Ασιατών εισέρχονται δυναμικά στο πεδίο και ένας νέος παγκόσμιος καταμερισμός εργασίας είναι σε εξέλιξη. Η ΓΓΕΤ και οι εποπτευόμενοι ερευνητικοί φορείς επιτέλεσαν σημαντικό έργο μέχρι σήμερα, «μπόλιασαν» το ελληνικό πανεπιστήμιο με τον ερευνητικό βλαστό και τις γενικότερες διαδικασίες αξιολογήσεων ερευνητικών προτάσεων. Τα μεγέθη δείχνουν ότι κάθε μελλοντικός ερευνητικός σχεδιασμός της χώρας μας θα πορευτεί διαμέσου της ενίσχυσης της ερευνητικής συνιστώσας στο ελληνικό πανεπιστήμιο και κυρίως στον κύκλο των μεταπτυχιακών σπουδών. Σεβόμενοι την επιστημονική του ισοτιμία και αναγνωρίζοντας τα διακριτά του χαρακτηριστικά, οφείλουμε να εντάξουμε το υφιστάμενο δυναμικό των ερευνητικών κέντρων της ΓΓΕΤ σε μια ενιαία εθνική προσπάθεια. Στο πλαίσιο αυτό, η αντίληψη του ενιαίου χώρου εκπαίδευσης και έρευνας υπερβαίνει τη στενή προσέγγιση ρυθμίσεων στο εσωτερικό του συστήματος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης - έρευνας και περιλαμβάνει: i) Ένα οικουμενικό πρότυπο παιδείας, που συνδέει αρμονικά τη μεταβίβαση της εκάστοτε συσσωρευμένης γνώσης στις νέες γενιές, με τη διεύρυνση των οριζόντων της γνώσης, μέσω της συνεχούς αναζήτησης, της αμφισβήτησης, της πειραματικής διαδικασίας και του έλλογου συνειρμού.
ii) Την οριζόντια διαμόρφωση ενός ενιαίου ερευνητικού χώρου που θα περιλαμβάνει δύο λειτουργικά ισότιμα και συμπληρωματικά συστήματα, των ΑΕΙ και των ΕΚ, και που θα ενθαρρύνει την αλληλεπίδραση και τη συνέργεια μεταξύ ΑΕΙ, ΕΚ και του κοινωνικού και παραγωγικού ιστού. Η υπαγωγή του ερευνητικού συστήματος των ΕΚ και Ινστιτούτων στο Υπουργείο Παιδείας, δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων είναι ένα πρώτο βήμα προς την ορθή κατεύθυνση. Βεβαίως, τα μεγάλα ζητήματα του πλέγματος εκπαίδευση-έρευνατεχνολογία και της διασύνδεσής τους με τον παραγωγικό και κοινωνικό ιστό της χώρας είναι μπροστά μας. Η εφαρμογή στην πράξη του αιτήματος για δημιουργία ενιαίου χώρου Εκπαίδευσης - Έρευνας θα περιλαμβάνει αναπόφευκτες συγκρούσεις συμφερόντων, αλλά και γόνιμες αντιπαραθέσεις ιδεών και ευκταίες συγκλίσεις. Δημήτρης Λουκάς Ιανουάριος 2011