ταν παραμονή Χριστουγέννων και ο Θίοντορ πάλευε ν ανοίξει ένα χαρτόκουτο. Και το χαρτόκουτο τον κέρδιζε. Κάποιος είχε επιδείξει μεγάλο ζήλο χρησιμοποιώ ντας την κολλητική ταινία. Κάποιος ήθελε να είναι σίγουρος πως το χαρτόκουτο δεν επρόκειτο ν ανοίξει. Μα τελικά ο Θίο τα κατάφερε. Το βαμβάκι ήταν τόσο παλιό όσο και τα ίδια τα στολίδια μύριζε μπαχαρικά και πολυκαιρισμένο άρωμα. Τα περισσότερα στολίδια ήταν μπάλες και οι περισσότερες μπάλες είχαν σπάσει. Ο Θίο τις έβγαζε από το κουτί κατσουφιασμένος. «Τα Χριστούγεννα δεν είναι για να κόβεις το χέρι σου» μουρμούρισε. «Ούτε τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα λένε κάτι τέτοιο». Αλλά στον πάτο της κούτας βρήκε τέσσερα στολίδια διαφορετικά από τ άλλα: ένα κουνιστό αλογάκι, έναν κοκκινολαίμη, ένα μολυβένιο στρατιωτάκι με τύμπανο κι έναν άγγελο. Τα φτερά του αγγέλου είχαν ξεφτίσει και το τύμπανο του στρατιώτη είχε σκουριάσει. Το φτέρωμα του κοκκινολαίμη είχε μαδήσει και την ξύ 5
λινη βάση του κουνιστού αλόγου την είχε μισοφάει το σαράκι. Ο Θίο τα κρέμασε στο δέντρο, δίπλα στα φωτάκια που δεν άναβαν. Δεν ήταν αρκετά ψηλός για να φτάσει τα πάνω κλαδιά, κι έτσι προσπάθησε να πετάξει τον άγγελο στην κορυφή του δέντρου. Δεν τα κατάφερε όμως, οπότε τον έχωσε ανάμεσα στα κλαδιά και στόλισε με τις σπασμένες μπάλες το δέντρο όσο καλύτερα μπορούσε. Είχε βρει την κούτα με τα στολίδια στο πάνω μέρος ενός ντουλαπιού οι γονείς του δεν είχαν χρόνο να αγοράσουν καινούρια στολίδια. Δεν είχαν χρόνο να αγοράσουν γαλοπούλα. Και οι δύο βρίσκονταν στις δουλειές τους. Το μοναδικό δώρο κάτω από το δέντρο
ήταν ένας φάκελος με δωροκάρτες. Ο Θίο προσπάθησε να διπλώσει τον φάκελο και να του δώσει ένα σχήμα όμορφο κι ενδιαφέρον, αλλά η κατάσταση δε βελτιώθηκε και πολύ. «Μην αργήσεις να κοιμηθείς» του είχαν πει οι γονείς του. «Θα γυρίσουμε σπίτι αργά το βράδυ». «Όσο πιο γρήγορα μπορείτε, εντάξει; Μου δίνετε τον λόγο σας, ε;» «Σου τον δίνουμε». Και η μητέρα του τον χάιδεψε στο μάγουλο με το ένα χέρι της, ενώ με το άλλο ψαχούλευε την τσάντα της για να βρει το κινητό της. «Η μπέιμπι σίτερ θα σου φτιάξει ταρτάκια με σταφίδες. Ωραία, ε;» Ο Θίο έκανε μια γκριμάτσα. Η αλήθεια είναι
πως τα ταρτάκια με σταφίδες δεν αρέσουν σε κανέναν μα κανέναν, σκέφτηκε. Αλλά ήταν ευγενικό αγόρι κι έτσι είπε απλώς: «Γιατί δε με προσέχει η κυρία Γκούντγιρ;». «Δε μας είπε γιατί» απάντησε ο πατέρας του. «Είπε μόνο ότι δεν μπορούσε απόψε. Έτσι κι αλλιώς έχει γεράσει. Οι γείτονες λένε ότι έχει αρχίσει να φέρεται λίγο παράξενα». «Εγώ τη συμπαθώ. Δηλαδή τη λατρεύω» είπε ο Θίο. Μερικές φορές η κυρία Γκούντγιρ μιλούσε μονάχη της, αλλά του έδινε σοκολατένιο κέικ με τυρί, που όλως παραδόξως ήταν πολύ νόστιμο, και του τραγουδούσε όταν τον έβαζε για ύπνο. Οι γονείς του είχαν ζητήσει από την μπέιμπι σίτερ να βοηθήσει τον Θίο να κρεμάσει τα στολίδια, αλλά εκείνη είχε αποκοιμηθεί στο τραπέζι της κουζίνας με τη μούρη κολλημένη στο κινητό της. Ο Θίο ξεροκατάπιε. Κοίταξε έξω από το παράθυρο, επειδή ήταν καλύτερα απ το να κοιτάζει το δέντρο. Κι όπως κοιτούσε, είδε ένα αστέρι. Αυλάκωνε τον ουρανό αναβοσβήνοντας με ένα κοκκινοπράσινο φως. 8
«Ένα πεφταστέρι» ψιθύρισε. Έκλεισε τα μάτια του και έσφιξε τις γροθιές του, μάζεψε τα δάχτυλα των ποδιών του και δάγκωσε τη γλώσσα του. Ο πατέρας του έλεγε πάντα πως, όταν κάνεις μια ευχή, πρέπει να την κάνεις με όλη σου την καρδιά. Ο Θίο σκέφτηκε την καρδιά του, που χτυπούσε δυνατά κάτω από τα τέσσερα πουλόβερ που φορούσε. (Το σπίτι ήταν κρύο, επειδή ο Θίο δεν έφτανε το κουμπί για ν ανάψει τη θέρμανση.) Έκανε μια ευχή με όλη του την καρδιά. Θέλω να μην είμαι μόνος, σκέφτηκε. Και είπε δυνατά: «Μακάρι να είχα μια παρέα. Θέλω να είμαι μη μόνος», ελπίζοντας ότι τα πεφταστέρια δεν ενδιαφέρονταν για τη γραμματική και το συντακτικό. H ευχή του είχε τόση ένταση, που το κεφάλι του άρχισε να γυρίζει, κι ένιωσε τσιμπήματα και μυρμηγκιάσματα στο δέρμα του. Ξαφνικά, το δέντρο πίσω του θρόισε. Ο Θίο γύρισε απότομα. Το μολυβένιο στρατιωτάκι είχε ξεκρεμάσει το κορδόνι που το κρατούσε κρεμασμένο κι είχε αρχίσει να 10
κατεβαίνει από το δέντρο πηδώντας από κλαδί σε κλαδί. Ο άγγελος προσπαθούσε να πετάξει. Τα φτερά του όμως είχαν μαδήσει, οπότε παρέμενε στη θέση του φτερουγίζοντας όλο ενθουσιασμό και απογοήτευση συνάμα. Τα φτερά του κοκκινολαίμη, από την άλλη, δούλευαν μια χαρά, αλλά ένα κομματάκι σύρμα στα πόδια του τον κρατούσε πάνω στο δέντρο. Το κουνιστό αλογάκι προσπαθούσε να μασήσει το κορδόνι και να το κόψει, αλλά η γλώσσα του μπλεκόταν διαρκώς και το εμπόδιζε.
Είναι παραμονή Χριστουγέννων και ο Θίο που έχει μείνει στο σπίτι με μια μπέιμπι σίτερ βλέπει από το παράθυρο ένα παράξενο αστέρι και αποφασίζει να κάνει μια ευχή: Εύχεται να είχε μερικούς φίλους να του κάνουν παρέα. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα τα χριστουγεννιάτικα στολίδια αρχίζουν να ζωντανεύουν, έτοιμα να φέρουν τα πάνω κάτω ISBN: 978-618-03-1606-3 από 5 ετών ΒΟΗΘ. ΚΩΔ. ΜΗΧ/ΣΗΣ 81606