ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΑΝΙΣΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΣΠΑΡΤΗ Τα γεγονότα του 5ου και του 4ου αιώνα δηµιούργησαν µια πραγµατικότητα που ανέτρεψε άρδην τους σχεδιασµούς και την πολιτική της Σπάρτης, την οποία κατά τον 6ο αιώνα µεθοδικά ασκούσε στον ελλαδικό χώρο και ιδιαίτερα στην Πελοπόννησο. Τα µέτωπα και οι προκλήσεις που είχε στο εξής να αντιµετωπίσει ξεπερνούσαν τις δυνατότητες αλλά και τους στόχους της πόλης. Οι Μηδικοί πόλεµοι ήταν µόνο η αρχή. Η ανάδειξη µιας νέας δύναµης, της Αθήνας, η οποία σχεδίαζε τις φιλοδοξίες της όχι µε βάση τα δεδοµένα του 6ου αιώνα αλλά µε βάση τα δεδοµένα που παρουσιάζονταν στο νέο τοπίο έτσι όπως είχε διαµορφωθεί µετά την ήττα των Περσών, ανάγκασε τη Σπάρτη να συµµετάσχει σε έναν αγώνα ανταγωνισµού που µέχρι τότε της ήταν άγνωστος. Ενός ανταγωνισµού ταυτόχρονα στρατιωτικού, οικονοµικού και κυρίως πολιτικού. Ο Πελοποννησιακός πόλεµος θα οδηγήσει τη Σπάρτη στην επέκταση των πολεµικών της επιχειρήσεων σε µέρη που παραδοσιακά δεν εντάσσονταν στη σφαίρα των ενδιαφερόντων της. Παράλληλα θα υποχρεωθεί να επεκτείνει το δίκτυο συµµαχιών της και µε νέες πόλεις, µε παλαιούς εχθρούς (µεταξύ των οποίων ήταν και οι Πέρσες), από τους οποίους αντλεί τους αναγκαίους πόρους για τη ναυπήγηση του στόλου της και για τα έξοδα του πολέµου. Η νίκη της στον Πελοποννησιακό πόλεµο και στη συνέχεια η άσκηση της ηγεµονίας δεν µετέβαλε µόνο τις συνήθειες των Σπαρτιατών, αλλά απογοήτευσε και τις ελληνικές πόλεις που ήλπιζαν σε µια καλύτερη µεταχείριση από αυτή των Αθηναίων. Ενώ η Σπάρτη θεωρητικά έκανε τον πόλεµο κατά της Αθήνας µε το σύνθηµα να αποδώσει την ελευθερία στις ελληνικές πόλεις που δυναστεύονταν από την αθηναϊκή κυριαρχία, µετά το τέλος του πολέµου, κατέστησε τις ελεύθερες αυτές πόλεις φόρου υποτελείς. Στο πλαίσιο αυτό δηµιουργείται ένας νέος συσχετισµός δυνάµεων στον ελληνικό χώρο και κάθε πόλη επανεξετάζει ποιος είναι ο εκάστοτε καταλληλότερος σύµµαχός της. Παραδοσιακές συµµαχίες ανατρέπονται, παραδοσιακοί αντίπαλοι γίνονται σύµµαχοι. Η ήττα της Σπάρτης από τους Θηβαίους το 371 στα Λεύκτρα και το 362 στη Μαντίνεια εξανέµισε τις ελπίδες που εναπόθεταν σε αυτήν οι αριστοκρατικοί και ολιγαρχικοί κύκλοι της Αθήνας καθώς και τις ελπίδες να ηγηθεί των Ελλήνων κατά των Περσών, µετά την εκστρατεία του βασιλιά Αγησίλαου στην Ασία. Για τους ίδιους τους Σπαρτιάτες όµως δεν θα είναι απλώς δύο στρατιωτικές ήττες αλλά κυρίως δύο ζωτικής σηµασίας απώλειες: της ηγεµονίας και της Μεσσηνίας. Η Σπάρτη έκτοτε δεν θα ανακάµψει. Το άγαλµα του Σπαρτιάτη βασιλιά Λεωνίδα στις Θερµοπύλες.
Θα παραµείνει µία ασήµαντη τοπική δύναµη. Είναι λοιπόν φανερό ότι η περίοδος αυτή αποτελεί για τη Σπάρτη περίοδο αλλαγών, κατά τη διάρκεια των οποίων η πολιτική και η κοινωνική ισορροπία που είχε επιτευχθεί τους προηγούµενους αιώνες σταδιακά ανατρέπεται µε αποτέλεσµα να αλλάζει ολοένα και περισσότερο η πολιτική και κοινωνική της φυσιογνωµία. Αλλαγή που είχε τεράστιες συνέπειες στη συµπεριφορά των πολιτών και στη λειτουργία των θεσµών. Η δηµιουργία ναυτικού, µισθοφορικών στρατευµάτων, η είσοδος χρυσού από την Περσία, τα αυξανόµενα κρούσµατα χρηµατισµού Σπαρτιατών, η συµµετοχή στην αγωγή παιδιών που δεν προέρχονται από γονείς οµοίους, οι ανταγωνισµοί των πολιτειακών οργάνων, η συγκέντρωση της γης και του πλούτου στα χέρια λίγων αποτελούν ορισµένους µόνο τοµείς αλλαγών, στους οποίους θα αναφερθούµε. Σε πολιτικό επίπεδο, οι θεσµοί φαίνονται αµετάβλητοι. Ωστόσο, η δηµιουργία νέων πολιτειακών οργάνων, όπως η αρχή του ναυάρχου, είναι αποκαλυπτική των απρόβλεπτων συνεπειών που προκαλούσε στη διαχείριση των κοινών. Κατά τη διάρκεια των Μηδικών η αρχή του ναυάρχου αποτελούσε υπηρεσία των βασιλέων και αρχικά η θέση αυτή δεν ήταν τακτική αλλά διοριζόταν κάποιος κάθε φορά που παρουσιαζόταν ανάγκη. Το αξίωµα αυτό κάποια στιγµή αφαιρέθηκε από τους βασιλείς και µάλιστα µεταξύ του 477-430 και 426-413 δεν αναφέρεται κανείς ναύαρχος. Το 395 ο Αγησίλαος κατά την εκστρατεία του στην Ασία ήταν ο µοναδικός βασιλιάς που ήταν ταυτό χρονα αρχηγός του στρατού και του στόλου. Ο ναύαρχος λογοδοτούσε στους εφόρους, η θητεία του ήταν ετήσια και δεν ανανεωνόνταν. Η εξουσία του ήταν πολύ µεγάλη, ιδιαίτερα όταν ο στόλος βρισκόταν σε µακρινά µέρη. Γι αυτό και ο Αριστοτέλης τοποθετεί τον θεσµό του ναυάρχου δίπλα σε αυτόν του βασιλιά θεωρώντας τον ως µία δεύτερη βασιλεία. Η περίπτωση του πλέον δηµοφιλούς ναυάρχου της Σπάρτης, του Λύσανδρου ο οποίος Χάλκινο αγαλµατίδιο που αναπαριστά Σπαρτιάτη πολεµιστή, «Δίκαια επικρίνουν άλλοι τον νόµο για τους ναυάρχους διότι γίνεται αφορµή διαιρέσεων. Καθόσον εκτός των βασιλέων οι οποίοι είναι ισόβιοι στρατηγοί, εγκαθιδρύθηκε και η ναυαρχία που είναι σχεδόν ισοδύναµη µε την βασιλεία» (Αριστοτέλης, Πολιτικά, 1271 a 40-45).
κατηγορήθηκε ότι προσπαθούσε να διαφθείρει τους Σπαρτιάτες µε την είσοδο χρυσού νοµίσµατος από την Περσία και ότι επεδίωκε να µεταβάλει τη βασιλεία σε µια αιρετή αρχή, είναι χαρακτηριστική των εσωτερικών ανταγωνισµών και του νέου πνεύµατος που επικρατούσε. Ο Λύσανδρος, όπως πριν από αυτόν ο Βρασίδας, ήταν καινοτό- µοι πολιτικοί και στρατηγοί που αντλούσαν όµως την πολιτική τους επιρροή από τις στρατιωτικές τους επιτυχίες, την ισχυρή τους προσωπικότητα και από τις πελατειακές σχέσεις που δηµιουργούσαν. Ωστόσο, και οι δύο παρέµεναν στο περιθώριο της εσωτερικής πολιτικής της πόλης. Ο Λύσανδρος στην προσπάθειά του να διαλύσει την αθηναϊκή επιρροή στα νησιά και στην Ασία οργάνωσε τη σπαρτιατική ηγεµονία πάνω στην ίδια λογική µε αυτήν της Αθήνας: παρουσία του στόλου, είσπραξη φόρου, στρατιωτικές εγκαταστάσεις, επιβολή ολιγαρχιών (δεκαρχίες) στις πόλεις της Ασίας και επιβολή µιας φρουράς Σπαρτιατών που διοικούσαν οι αρµοστές (οι οποίοι δεν φηµίζονταν για τον ενάρετο τρόπο διοίκησής τους). Όταν όµως ο Λύσανδρος, ευρισκόµενος στην Ασία, έφθασε στο σηµείο να περιβληθεί από θρησκευτική αίγλη και να δεχθεί θεϊκές τιµές, οι Σπαρτιάτες τον ανακάλεσαν στη Σπάρτη και τον αποµάκρυναν (κατά τη διάρκεια του χειµώνα του 403). Αµέσως µετά, το έργο του θα ανατραπεί: οι δεκαρχίες καταργήθηκαν και οι αρµοστές ανακλήθηκαν. Η αντίδραση προήλθε από τους βασιλείς οι οποίοι διέθεταν όλα τα απαραίτητα υλικά και θεσµικά µέσα, πολύ ανώτερα από αυτά του Λύσανδρου, και οι οποίοι επιθυµούσαν να ασκήσουν µια προσωπική πολιτική, όπως ο Παυσανίας που τέθηκε αντίθετος στο καθεστώς των Τριάκοντα της Αθήνας που υποστήριζε ο Λύσανδρος και λίγο αργότερα ο Αγησίλαος που µετέβη στην Ασία και τέθηκε επικεφαλής της εκστρατείας κατά των Περσών. Όσο όµως και αν οι πολιτειακοί θεσµοί φαίνονται αµετάβλητοι αυτό που αλλάζει είναι η εσωτερική τους λειτουργία. Δύο χαρακτηριστικά παραδείγµατα φανερώνουν έκδηλα το νέο κλίµα που επικρατούσε καθώς και τις αποσταθεροποιητικές συνέπειες της περιόδου αυτής στη δοµή της σπαρτιατικής κοινωνίας. Πρόκειται για τη στάση της πόλης απέναντι σε όσους δείλιασαν στη µάχη, δηλαδή στους τρέσαντες, και στον τρόπο αντιµετώπισης της συνωµοσίας του Κινάδωνα. Στην κατηγορία των τρεσάντων ανήκουν όσοι δείλιασαν στη µάχη και κατά συνέπεια είχαν υποστεί ολική ατιµία, δηλαδή πλήρη στέρηση των πολιτικών τους δικαιωµάτων. Η στάση της Σπάρτης απέναντι στους «τρέσαντες», όσους
Είναι γνωστό τι περίµενε τον Σπαρτιάτη που δείλιασε στη µάχη. Ο Ηρόδοτος και κυρίως ο Ξενοφώντας και ο Πλούταρχος είναι ιδιαίτερα κατατοπιστικοί: δηµόσια διαπόµπευση, εξευτελισµοί, πλήρης αποκλεισµός από κάθε κοινωνική δραστηριότητα, δικαίωµα στον οποιονδήποτε τους έβλεπε να τους δέρνει κλπ. Ωστόσο, µετά τα Μηδικά, τα πράγµατα δεν εξελίσσονται σύµφωνα µε τα προβλεπόµενα. Ούτε όσοι παραδόθηκαν στους Αθηναίους το 425 στη Σφακτηρία (από τους επιφανέστερους Σπαρτιάτες σύµφωνα µε τα λεγόµενα του Θουκυδίδη), ούτε όσοι δείλιασαν το 371 στα Λεύκτρα, ούτε εκείνοι το 331 µετά τη µάχη της Μεγαλόπολης στερήθηκαν τα πολιτικά τους δικαιώµατα. Σε όλες τις περιπτώσεις ο νόµος έµεινε ανενεργός, επειδή υπήρχε ο φόβος ότι αυτοί οι τρέσαντες θα επιδιώξουν πολιτειακές µεταβολές. Η περίπτωση της αποτυχηµένης συνοµωσίας του Κινάδωνα ο οποίος το 399 προσπάθησε να συσπειρώσει γύρω του τους εκτοπισµένους από την πολιτική ζωή περίοικους, είλωτες, νεοδαµώδεις, υποµείονες κατά της ολιγαρχίας των Τεσσαράκοντα, είναι χαρακτηριστική για πολλούς λόγους. Μας επιτρέπει να δούµε µια γενικευµένη κοινωνική και πολιτική δυσαρέσκεια, τη διεκδίκηση του δικαιώµατος της πολιτικής ισότητας από Σπαρτιάτες δεύτερης και τρίτης κατηγορίας καθώς και την αδυναµία µιας οργανωµένης πολιτικής πρότασης που θα µπορούσε να ανατρέψει την κατάσταση. Επι- «Από όλα τα πράγµατα του πολέµου κανένα άλλο γεγονός δεν προξένησε στους Έλληνες µεγαλύτερη έκπληξη από αυτό. Όλοι οι Έλληνες πίστευαν ότι ήταν ανάξιο για τους Λακεδαιµόνιους να παραδώσουν τα όπλα τους, ούτε από πείνα ούτε από καµιά άλλη ανάγκη, αλλά ότι αυτοί θα πέθαιναν µε τα όπλα στα χέρια µαχόµενοι όπως µπορούσαν. Και δεν πίστευαν ότι αυτοί που παρέδωσαν τα όπλα τους ήταν όµοιοι µε τους φονευθέντες [...] και από τους Λακεδαιµόνιους αιχµάλωτους της Σφακτηρίας οι Σπαρτιάτες ήταν από τους επιφανέστερους και συγγενείς των επιφανών [...] επειδή φοβήθηκαν ότι αυτοί λόγω της συµφορά τους θα έχαναν την υπόληψή τους και αν διατηρούσαν τα πλήρη πολιτικά τους δικαιώµατα θα επιχειρούσαν πολιτική µεταβολή, µερικοί από αυτούς κατείχαν αξιώµατα, τους στέρησαν τα πολιτικά τους δικαιώµατα. Με τη στέρηση αυτή δεν είχαν δικαίωµα εκλογής στις αρχές. Μετά από λίγο χρονικό διάστηµα αυτοί απέκτησαν και πάλι τα πολιτικά τους δικαιώµατα» (Θουκυδίδης, 4. 40, 5. 15, 5. 34).
«...δίσταζαν να επιβάλουν (µετά τα Λεύκτρα) σύµφωνα µε τον νόµο τη στέρηση των πολιτικών δικαιωµάτων σε εκείνους που δείλιασαν στην µάχη... και οι οποίοι ήταν πολλοί και δυνατοί φοβούµενοι µήπως επιχειρήσουν ανατροπή του πολιτεύµατος [...] Ο Αγησίλαος, χωρίς να προσθέσει κάτι ή να αφαιρέσει και χωρίς να µεταβάλει τους νόµους, παρουσιάστηκε στο πλήθος των Λακεδαιµονίων και είπε πως πρέπει σήµερα να αφήσουν να κοιµηθούν οι νόµοι και από αύριο να είναι έγκυροι για το µέλλον. Έτσι διαφύλαξε και τους νόµους και οι άνδρες δεν έχασαν τα πολιτικά τους δικαιώµατα» (Πλούταρχος, Αγησίλαος, 30). πλέον ο τρόπος που οι Έφοροι κατέστειλαν τη συνοµωσία δείχνει όχι µόνο τον φόβο που τους προκαλούσε ο Κινάδωνας, αλλά αποκαλύπτει και µία πλευρά της λειτουργίας των θεσµών. Όχι µόνο δεν ενηµέρωσαν τη γερουσία ή τις άλλες αρχές αλλά ούτε καν αυτή τη µικρή εκκλησία για την ύπαρξη της οποίας κάνει λόγο µόνο ο Ξενοφώντας. Βλέπουµε λοιπόν ότι η ισορροπία µεταξύ των διαφορετικών µορφών εξουσίας είναι αρκετά εύθραυστη και συχνά µπορεί να ανατραπεί. Στο πλαίσιο αυτό ο δήµος, στην προσπάθειά του να έχει µεγαλύτερη συµµετοχή στο πλαίσιο µιας πολιτικής που ολοένα του διαφεύγει ή δεν την ελέγχει, ενισχύει τον ρόλο των εφόρων σε βάρος της βασιλικής εξουσίας. Η παρουσία τους γίνεται όλο και πιο ασφυκτική και συχνά δηµιουργείται η εντύπωση ότι κυριαρχούν στην πολιτική ζωή της πόλης. Από τη µια προσπαθούν να συγκρατήσουν την προσωπική πολιτική των βασιλέων και από την άλλη να ικανοποιήσουν τη συντηρητική πολιτική των οµοίων από τους οποίους προέρχονται και των οποίων τα συµφέροντα παρέµεναν δεµένα µε την κατοχή της γης. Στο πλαίσιο αυτής της πραγµατικότητας οι επιφανέστεροι όµοιοι που ελέγχουν τη Γερουσία και την εκλογή των Εφόρων προσπαθούν να εξασφαλίσουν τη θέση τους στη διαχείριση της πόλης. Χαρακτηριστικό επίσης των αλλαγών που παρατηρούνται είναι και το γεγονός ότι η αγωγή παύει να είναι αποκλειστικό προνόµιο των οµοίων και ανοίγει τις τάξεις της και σε παιδιά µη - Οµοίων, µεταβάλλοντας σηµαντικά τη φυσιογνωµία της και τον πολιτικό της προσανατολισµό. Στα νέα αυτά δεδοµένα η γη συγκεντρώνεται ολοένα και περισσότερο στα χέρια λίγων πολιτών ενώ ο ρόλος των γυναικών ενισχύεται σε πλούτο
και επιρροή. Η διαδικασία αυτή θα επιταχυνθεί και µε τον νόµο του Επιταδέα από τις αρχές του 4ου αιώνα π.χ., και έπειτα. Σύµφωνα µε αυτόν τον νόµο, ο κάθε Σπαρτιάτης µπορούσε νόµιµα να µεταβιβάζει τον κλήρο του σε όποιον επιθυµούσε και όχι πλέον υποχρεωτικά στους φυσικούς του κληρονόµους. Ωστόσο, εκεί που εντοπίζονται οι ριζικότερες αλλαγές είναι στην αλλοίωση της κοινωνικής σύνθεσης και της κοινωνικής βάσης του πολιτεύµατος. Όσο δηλαδή και αν οι πολιτειακοί θεσµοί εµφανίζονται αµετάβλητοι, το σώµα των οµοίων συρρικνώνεται ολοένα και περισσότερο σε ένα µικρό αριθµό πολιτών, µε αποτέλεσµα να οξύνονται οι κοινωνικές αντιθέσεις και οι πολιτικές διακρίσεις. Οι µεγάλες οικονοµικές και κατ επέκταση οι κοινωνικές και πολιτικές ανισότητες καθώς και η συγκέντρωση του πλούτου στα χέρια λίγων οικογενειών, που χαρακτηρίζει την οικονοµική και κοινωνική πραγµατικότητα της κλασικής Σπάρτης, οφείλονταν και προέκυπταν από το ιδιοκτησιακό καθεστώς της γης, από το οποίο εξαρτιόταν και η πολιτική συµµετοχή του Σπαρτιάτη στο σώµα των οµοίων. Στο πλαίσιο αυτό βλέπουµε ότι ο Σπαρτιάτης πολίτης του 6ου αιώνα π.χ., κατά τη διάρκεια του 5ου και 4ου αιώνα µεταβάλλεται σταδιακά, σε βάρος των συµπολιτών του, σε µεγαλοϊδιοκτήτη γης. Μεγάλος αριθµός πολιτών εκτοπίζονται, από το σώµα των οµοίων κυρίως λόγω οικονοµικής αδυναµίας να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της ιδιότητας του πολίτη. Έτσι η συρρίκνωση αυτή του πολιτικού σώµατος είχε ως συνέπεια η πολιτική και δικαστική εξουσία να περνά στα χέρια ολοένα και λιγότερων πολιτών προσδίδοντας στο πολίτευµα έναν έντονο αριστοκρατικό χαρακτήρα. Η αποµάκρυνση αυτή πολλών πολιτών από το πολιτικό σώµα δηµιούργησε το σοβαρότατο πρόβληµα της ολιγανθρωπίας, δηλαδή του µικρού αριθµού πολιτών. Έτσι η Σπάρτη, ενώ το 480 αριθµούσε 8.000 ένοπλους πολίτες, το 418 βλέπουµε να µειώνονται σε 3.500, το 394 να γίνονται 2.500, το 371 καταλήγουν να είναι 1.500, ενώ στα τέλη του αιώνα καταγράφονται µόνο 700 πολίτες (από τους οποίους µόλις οι 100 διέθεταν γη). Ρωµαϊκό αντίγραφο προτοµής του Σπαρτιάτη βασιλιά Αρχίδα- «Και τα δύο πέµπτα σχεδόν της όλης εγγείου ιδιοκτησίας ανήκουν στις γυναίκες, διότι και µοναδικές κληρονόµοι υπήρξαν και διότι δίδονταν µεγάλες προίκες» (Αριστοτέλης, Πολιτικά, 1270 a 25-28).
Η ολιγανθρωπία µεταξύ των άλλων συνεπειών επέφερε και την αύξηση του κύρους των µη-πολιτών και κυρίως των ειλώτων οι οποίοι χρησιµοποιούνταν ολοένα και περισσότερο στον πόλεµο και οι οποίοι το 380 βλέπουµε να πλειοψηφούν στον σπαρτιατικό στρατό. Η πολεµική δηλαδή ιδιότητα του Σπαρτιάτη πολίτη (για την οποία τόσος λόγος γίνεται) εκχωρείται σιγά-σιγά σε άλλες κοινωνικές οµάδες, που σταδιακά δηµιουργούνται, και σε µισθοφόρους, περιορίζοντας τη «δράση» του οµοίου στα πολιτικά του καθήκοντα. Το ζήτηµα όµως της ολιγανθρωπίας είχε συνακόλουθα ως συνέπεια (από τα µέσα κυρίως του 5ου αιώνα π.χ. και έπειτα) τη δηµιουργία άλλων νέων κοινωνικών τάξεων (υπο- µείονες, τρόφιµοι, µόθακες, νεοδαµώδεις), οι οποίες δεν υπήρχαν σε προγενέστερους αιώνες, τουλάχιστον µε τα χαρακτηριστικά που τις διακρίνουµε την Κλασική εποχή, και οι οποίες αυξάνονταν όσο µειωνόνταν ο αριθµός των πολιτών. Οι διαχωριστικές γραµ- µές ανάµεσα στις τάξεις αυτές είναι δύσκολο να προσδιοριστούν µε ευκρίνεια. Οι πηγές που διαθέτουµε για την προέλευση ή για τα κριτήρια που ίσχυαν για να ανήκει κάποιος στη µία ή στην άλλη τάξη είναι ελάχιστες και καθόλου διαφωτιστικές, γεγονός που επιτρέπει πλήθος ερµηνευτικών συνδυασµών. Ωστόσο, οι τάξεις αυτές δηµιούργησαν µια νέα κοινωνική διαστρωµάτωση και µια νέα κατηγοριοποίηση του πληθυσµού. Οι διάφορες αυτές κοινωνικές οµάδες παρεµβάλλονταν ανάµεσα στους οµοίους, τους περιοίκους και τους είλωτες δηµιουργώντας αφενός ανεπίσηµους συνεκτικούς δεσµούς µε την τάξη των πολιτών, αλλά και έντονες διαχωριστικές γραµµές µε αυτούς. Ανταγωνιστικές όσο και αλληλέγγυες προς τους οµοίους οι νέες αυτές κοινωνικές τάξεις, στην πράξη καλούνταν να καλύψουν το στρατιωτικό έλλειµµα που εµφάνιζε η πόλη την περίοδο 430-360, προκαλώντας σοβαρό πλήγµα στην πολεµική ιδιότητα του οµοίου, πάνω στην οποία βασιζόταν όχι µόνο η υπεράσπιση της πόλης και η άσκηση της εξωτερικής της πολιτικής, αλλά και το σηµαντικότερο κριτήριο της πολιτικής ιδιότητας του Σπαρτιάτη. Οι τάξεις αυτές λοιπόν που δηµιουργήθηκαν είτε από Σπαρτιάτες που ξέπεσαν από το σώµα των οµοίων είτε από είλωτες είτε από µεικτούς γάµους, είτε από όσους είχαν περάσει από το σύστηµα εκπαίδευσης, µπορεί να συνέβαλαν στην ενότητα δράσης της πόλης (όπως ο πόλεµος), δηµιούργησαν όµως και αιτήµατα πολιτικής αναγνώρισης απειλώντας την πρωτοκαθεδρία των οµοίων (ενδεικτικό παράδειγµα της νέας αντίληψης το κίνηµα του Κινάδωνα). Σχηµατικά οι νέες αυτές τάξεις του πληθυσµού Αγαλµατίδιο Σπαρτιάτισσας αθλήτριας δρόµου ταχύτητας, Ορειχάλκινο ειδώλιο από το Μαίναλο (Αρχαιολογικό Μου-
έχουν ως εξής: Υποµείονες Τη λέξη υποµείονες τη συναντάµε µόνο µία φορά στον Ξενοφώντα ως µία τάξη Σπαρτιατών που συµµετέχει στο κίνηµα του Κινάδωνα και µε τον γενικό αυτό όρο υποθέτουµε πως προσδιορίζονται όλοι οι Σπαρτιάτες που δεν ανήκαν στην τάξη των οµοίων. Ωστόσο, δεν γνωρίζουµε τις ακριβείς αιτίες προέλευσης των υποµειόνων, δηλαδή αν όλοι προέρχονταν από την τάξη των οµοίων και που για διάφορους λόγους έχασαν τα πλήρη πολιτικά τους δικαιώµατα (αποτυχία ή άρνηση να συµµετέχουν στην αγωγή, οικονοµική αδυναµία συµµετοχής στα συσσίτια, µη τήρηση των νόµων ή άλλο σοβαρό αδίκηµα) ή αν πρόκειται για µια ευρύτερη κατηγορία στην οποία εντάσσονταν και άλλοι µη προερχόµενοι από την τάξη των πολιτών. Τρόφιµοι Δεν γνωρίζουµε ποιοι ακριβώς ήταν οι τρόφιµοι που συνόδευαν το 380 τον βασιλιά Αγησίπολη στην εκστρατεία του στην Όλυνθο. Η διατύπωση του Ξενοφώντα (Ελληνικά 5, 3, 9) «και ξένοι των τροφίµων καλουµένων» µπορεί να σηµαίνει ότι ένα µέρος των ξένων που έµεναν στη Σπάρτη ονοµάζονταν τρόφιµοι αλλά και ότι από την τάξη των τροφίµων ορισµένοι ήταν ξένοι. Συνεπώς από τις µαρτυρίες των αρχαίων υποθέτουµε ότι οι τρόφιµοι ήταν ή οι ξένοι που έµεναν στη Σπάρτη ή ότι από την τάξη των τροφίµων ορισµένοι ήταν ξένοι ή ότι ήταν νέοι που είχαν σταλεί στη Σπάρτη για να συµµετέχουν στο σύστηµα εκπαίδευσης χωρίς βέβαια να γίνονται όµοιοι. Δεν αποκλείεται ωστόσο η κατηγορία του τροφίµου να δήλωνε κυρίως τα φτωχά παιδιά των Σπαρτιατών που δεν µπορούσαν για λόγους οικονοµικούς να συµµετέχουν στην αγωγή και τα οποία µε έξοδα των πλούσιων οµοίων πλαισίωναν τους γιους τους. Πάντως µε τον γενικό όρο τρόφιµοι θα πρέπει να υποδηλώνονται όσοι µε τον έναν ή τον άλλον τρόπο συµµετείχαν στην αγωγή χωρίς να προέρχονται από την τάξη των οµοίων. Η κλειστή κοινωνία της Σπάρτης δηµιούργησε προοδευτικά Μόθακες ή Μόθονες Δεν έχουµε ακριβείς πληροφορίες για το ποιοι αποτελούσαν αυτήν την κοινωνική κατη-
γορία. Οι πηγές, αντί να διαφωτίζουν, περιπλέκουν το ζήτηµα. Συχνά γίνεται λόγος είτε για νέους της Λακωνίας που συντηρούνταν από τους οµοίους είτε για νέους που ήταν ελεύθεροι, αλλά όχι Λακεδαιµόνιοι και µαζί µε τα παιδιά των οµοίων συµµετείχαν στην αγωγή, είτε για παιδιά φτωχών Σπαρτιατών που βρίσκονταν σε σχέσεις εξάρτησης µε τους πλούσιους οµοίους και τα οποία συντρόφευαν τους γιους των οµοίων στην αγωγή είτε για νόθα παιδιά οµοίων (παιδιά δηλαδή που δεν τα είχε αναγνωρίσει ο πατέρας τους) είτε για νόθα παιδιά οµοίων που προέρχονταν από µεικτούς γάµους (παιδιά δηλαδή που αποκτήθηκαν µε είλωτες ή µε περιοίκους) που συµµετείχαν και αυτά στην αγωγή και που αν τα κατάφερναν είχαν πολλές πιθανότητες να γίνουν όµοιοι. Στην πράξη οι περιπτώσεις αυτές συγκλίνουν σε ένα γεγονός ότι πρόκειται για εκείνους που είχαν µε επιτυχία συµµετάσχει στο σύστηµα εκπαίδευσης είτε ήταν ξένοι είτε νόθα παιδιά οµοίων. Εποµένως είναι πιθανόν όσοι από τους τρόφιµους ήταν νόθα παιδιά οµοίων δηλαδή Μόθακες, η επιτυχία τους στην αγωγή να τους εξασφάλιζε µια θέση στην τάξη των οµοίων. Με τον τρόπο αυτόν µπορούµε να ερµηνεύσουµε και την παράδοση που αναπτύχθηκε από τον 4ο αιώνα και έπειτα, σύµφωνα µε την οποία ο Λύσανδρος ήταν πρώην µόθακας. Οι «µόθακες» στην αρχαία Σπάρτη ήταν, κατά µία εκδοχή, Νεοδαµώδεις Οι νεοδαµώδεις ήταν ένα πολυάριθµο σώµα που ξεπερνούσε τους 2.000 οπλίτες και που στην ουσία είχε επανδρώσει τον σπαρτιατικό στρατό σε πολλές επιχειρήσεις (εκστρατεία στη Σικελία, στην Εύβοια, στη Χαλκιδική, Βυζάντιο, Ασία). «Τα πράγµατα των Λακεδαιµονίων άρχισαν να καταστρέφονται και να χαλάνε σχεδόν από τότε που κατέλυσαν την ηγεµονία των Αθηναίων και γέµισαν χρυσό και ασήµι. Όσο καιρό οι οικογένειες κρατούσαν τον αριθµό που όρισε ο Λυκούργος στις κληρονοµιές, και ο πατέρας άφηνε στο παιδί τον κλήρο, η τάξη αυτή και η ισότητα, παραµένοντας σταθερή έσωζε κάπως την πόλη. Όταν όµως έγινε έφορος ο Επιταδεύς, άνθρωπος δυνατός, αυθάδης και ανυπόφορος στους τρόπους του, επειδή είχε µια διαφορά µε το γιο του, πέρασε ρήτρα ώστε να επιτρέπεται στον καθένα, και όταν ζούσε, να δίνει ή να αφήνει µε
διαθήκη σε όποιον θέλει το σπίτι του και τον κλήρο του [...] και οι άλλοι δέχθηκαν τον νόµο και τον επικύρωσαν λόγω της πλεονεξίας τους... διότι οι δυνατοί αποµακρύνοντας από την κληρονοµιά αυτούς που είχαν δικαιώµατα µεγάλωσαν πάρα πολύ τις περιουσίες τους. Γρήγορα ο πλούτος συγκεντρώθηκε σε λίγους, στην πόλη έπεσε φτώχια που είχε ως αποτέλεσµα την ανελευθερία, την παραµέληση των καλών και τον φθόνο και το µίσος για τους πλούσιους. Έµειναν λοιπόν όχι περισσότεροι από επτακόσιους Σπαρτιάτες και από αυτούς εκατό ίσως είχαν γη και κλήρο. Ο άλλος όχλος, άπορος και χωρίς πολιτικά δικαιώµατα, καθόταν στην πόλη και νωχελικά και απρόθυµα αντιµετώπιζε τους εξωτερικούς πολέµους ενώ έψαχνε πάντοτε να βρει την ευκαιρία για µεταβολή και ανατροπή της κατάστασης» (Πλούταρχος, Άγις, 5). «(Τον Αγησίπολη) ακολουθούσαν επίσης οικειοθελώς πολλοί γενναίοι και ανδρείοι από τους περιοίκους, και ξένοι από τους ονοµαζόµενους τρόφιµους, και νόθοι γιοι Σπαρτιατών, άνδρες ωραιότατοι, και όχι χωρίς πείρα της ζωής και της τιµής στη Σπάρτη» (Ξενοφώντας, Ελληνικά, 5. 3. 9). Ποιοι ακριβώς αποτελούσαν αυτήν την κατηγορία δεν γνωρίζουµε µε βεβαιότητα. Συνήθως θεωρούµε ότι ο όρος νεοδαµώδεις σηµαίνει τους είλωτες στους οποίους λόγω των σηµαντικών τους υπηρεσιών στην πόλη τους παραχωρήθηκε η ελευθερία τους. Ωστόσο, ο όρος νεοδαµώδεις θα πρέπει να δηλώνει κάτι παραπάνω από τους είλωτες που απέκτησαν την ελευθερία τους. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο θα έπρεπε να εντάσσονταν σε διάφορες κατηγορίες και να έφεραν, όπως ίσχυε σε κάθε τέτοια περίπτωση, ένα δηλωτικό όνοµα της προέλευσής τους, όπως απελεύθεροι, επεύνακτοι, αφέτες, αδέσποτοι, ερυκτήρες, δεσποσιοναύτες κλπ., και όχι να αναφέρονται ως ξεχωριστή κατηγορία από αυτές. Υποθέτουµε λοιπόν πως στην κατηγορία αυτή των νεοδαµώδων θα πρέπει να ανήκουν και είλωτες που για την προσφορά τους στη Σπάρτη (κυρίως συµµετοχή στον πόλε-
«Οι λεγόµενοι µεταξύ των Λακεδαιµονίων µόθακες είναι βέβαια ελεύθεροι, όχι όµως Λακεδαιµόνιοι [...] Οι µόθακες συντρέφονται µε τους Λακεδαιµόνιους. Το καθένα δηλαδή από τα παιδιά των πολιτών, όσο το επιτρέπουν οι ιδιαίτερες δυνατότητές τους, κάνουν συντρόφους τους άλλα ένα, άλλα δύο και µερικά περισσότερους. Οι µόθακες λοιπόν είναι ελεύθεροι, αλλά δεν είναι Λακεδαιµόνιοι, όµως συµµετέχουν σε όλη την εκπαίδευση. Λένε ότι ένας από αυτούς υπήρξε ο Λύσανδρος» (Αθήναιος, 271 e-f). µο) έλαβαν ως ανταµοιβή όχι µόνο την ελευθερία τους αλλά και έναν κλήρο και στη συνέχεια πολιτικά δικαιώµατα. Βέβαια δεν γνωρίζουµε εάν όλοι οι είλωτες που είχαν προσφέρει τις υπηρεσίες τους στην πόλη µεταπηδούσαν στην κατηγορία αυτή. Η λέξη νεοδαµώδης επιδέχεται µια διπλή ανάγνωση: µπορεί να διαβαστεί είτε ως νέος δηµότης (δηλαδή νέος πολίτης, κάτι αντίστοιχο µε τους νεοπολίτες του Κλεισθένη της Αθήνας) είτε ως νέος δήµος (δηλαδή νέο πολιτικό σώµα). Οι νεοδαµώδεις, δηλαδή, είναι οι (νέοι) πολίτες που µαζί µε τους όµοιους αποτελούν έναν νέο δήµο. Ο µεγάλος δηλαδή αυτός αριθµός νεοδαµώδων δηλώνει την προσπάθεια που κατέβαλαν οι όµοιοι, την περίοδο µεταξύ 430-360 (η δράση και η ύπαρξη νεοδαµώδων εµφανίζεται µόνο αυτήν την περίοδο) να αντιµετωπίσουν από τη µια τη νέα κοινωνική πραγ- µατικότητα που διαµορφωνόταν και από την άλλη τον Πελοποννησιακό πόλεµο και την άσκηση της ηγεµονίας. Η προσπάθεια αυτή συνίστατο στην αναδιοργάνωση του πολιτικού σώµατος στο οποίο θα συµπεριλαµβάνονταν ορισµένοι από εκείνους που ανήκαν σε κατώτερα κοινωνικά στρώµατα, και πληρούσαν ορισµένες από τις προϋποθέσεις του όµοιου (συµµετοχή και επιτυχία στην αγωγή, οπλιτική ικανότητα κλπ.). Αν πράγµατι συνέβη κάτι τέτοιο τότε µπορούµε να ερµηνεύσουµε καλύτερα το όνοµα που τους αποδόθηκε, τον µεγάλο αριθµό οπλιτών που το αποτελούσαν, τους διαφορετικούς χώρους προέλευσης όσων ανήκαν σε αυτήν την κατηγορία, καθώς και το γεγονός ότι τους έδιναν γη. Βέβαια ότι και αν συνέβη η προσπάθεια αυτή δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Η ήττα των Σπαρτιατών από τους Θηβαίους και η συρρίκνωση της Σπάρτης στα σύνορα της Λακωνίας εξαφάνισαν τους λόγους αυτού του εγχειρήµατος που δεν ήταν άλλοι από την ικανοποίηση, σε µια κρίσιµη περίοδο, του αιτήµατος για πολιτική αναγνώριση των κα-
«Ο Καλλικρατίδας ακόµα, ο Γύλιππος και ο Λύσανδρος στη Σπάρτη αποκαλούνταν µόθακες. Το όνοµα αυτό είχαν οι δούλοι των εύπορων πολιτών, τους οποίους οι πατέρες έστελναν µε τους γιους τους για να αγωνιστούν µαζί τους στα γυµναστήρια. Ο Λυκούργος, που επέτρεψε αυτό, έδωσε το δικαίωµα του Λάκωνα πολίτη σε αυτούς που πέρασαν την αγωγή των αγοριών» (Αιλιανός, Ποικίλη Ιστορία, 12. 43). τώτερων κοινωνικών τάξεων που σήκωναν τα βάρη του πολέµου και αντιµετώπιζαν ουσιαστικά το µεγάλο µέτωπο των πολεµικών δραστηριοτήτων στο οποίο είχε εµπλακεί η Σπάρτη. Έτσι ο επίδοξος τίτλος του οµοίου θα παραµείνει ερµητικά κλειστός και προνόµιο λίγων. Ο Σπαρτιάτης πολίτης εποµένως από τα µέσα του 5ου αιώνα και έπειτα εµφανίζεται αρκετά διαφορετικός. Όσο και αν ο τίτλος του πολίτη, όµοιος, παραµένει ο ίδιος, το περιεχόµενο αυτής της ιδιότητας έχει αλλάξει. Ο όµοιος έχει άλλες προτεραιότητες και άλλα προβλήµατα να επιλύσει τον 5ο ή τον 4ο αιώνα από αυτά που αντιµετώπιζε ο οµώνυµός του τον 6ο αιώνα. Οι Σπαρτιάτες πολίτες από τα µέσα του 5ου αι. και έπειτα εµφανίζονται λιγότερο πολεµικοί (γα να διεξάγουν πολέµους στηρίζονται ή σε µισθοφόρους ή σε άλλες κατηγορίες του πληθυσµού), περισσότερο πλούσιοι (η γη και ο πλούτος συγκεντρώνονται στα χέρια λίγων), αριθµητικά µειωµένοι (από οκτώ χιλιάδες καταλήγουν λίγες εκατοντάδες) και προσπαθούν ολοένα και πιο ζηλότυπα να διατηρήσουν το καθεστώς τους και τα προνόµια που απορρέουν από αυτό. Ο δήµος δηλαδή αποτελείται από µια µειοψηφία µεγαλογαιοκτηµόνων που συνεχίζουν να αποκαλούνται όµοιοι και χρησιµοποιούν τους παραδοσιακούς πολιτικούς θεσµούς για να επιβάλουν τη θέλησή τους. Ενώ δηλαδή θεωρητικά τα κριτήρια που είχαν πριν από αιώνες τεθεί για να ασκεί κάποιος τα πολιτικά του δικαιώµατα συνέχιζαν να ισχύουν, στην πράξη Με τις σταδιακές αλλαγές που υπέστη η Σπάρτη στο πέρασµα «Οι Λακεδαιµόνιοι στους είλωτες που πολέµησαν µε τον Βρασίδα, απέδωσαν ελευθερία και την άδεια να κατοικούν όπου θέλουν. Αργότερα όλους αυτούς τους εγκατέστησαν µαζί µε τους Νεοδαµώδεις στο Λέπρεο, που βρίσκεται στα σύνορα της Λακωνικής και της Ηλείας» (Θουκυδίδης, 5. 34).
ελάχιστες µόνο οικογένειες, ιδιαίτερα πλούσιες και ευγενικής κυρίως καταγωγής, τα πληρούσαν. Δικαιολογηµένα λοιπόν ο Ξενοφώντας διατύπωνε στη Λακεδαιµονίων Πολιτεία του την πεποίθηση ότι οι Σπαρτιάτες είχαν εγκαταλείψει τις παραδόσεις τους και τίποτε από όσα τους χαρακτήριζε σε προηγούµενους αιώνες δεν ίσχυε πλέον. Η Σπάρτη, εποµένως, από την πόλη των ένοπλων πολιτών τον 6ο αώνα καταλήγει σταδιακά την Κλασική εποχή στην πόλη των πλούσιων πολιτών, δηλαδή σε µια κοινωνία µε έντονο πλουτοκρατικό χαρακτήρα.