ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ,ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ «Θεσµική εφαρµογή της θρησκευτικής ελευθερίας στα πλαίσια της θρησκευτικής εκπαίδευσης» ΚΑΜΠΕΛΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΊΝΑ ΑΘΗΝΑ 2004
ιάγραµµα Εισαγωγή Πραγµατικά περιστατικά( ιοικ.εφ.αθ.2704/1987) Νοµικό ερώτηµα Συνταγµατικό δικαίωµα Θεσµός Αντικειµενικό στοιχείο Αιτώδης συνάφεια Συµπέρασµα
ΠΕΡΙΛΗΨΗ: Ο αποκλεισµός του διορισµού ως δασκάλων της πρωτοβάθµιας εκπαίδευσης άθεων, αλλόθρησκων ή χριστιανών άλλου,πλην του Ανατολικού Ορθοδόξου δόγµατος φαίνεται στη δεδοµένη περίπτωση να µην είναι αντισυνταγµατικός εφ οσον το δικαίωµα της θρησκευτικής ελευθερίας,όπως επιβάλλεται από την αιτιώδη συνάφεια που υφίσταται µεταξύ διακιώµατος και θεσµού,περιορίζεται, «θεσµοποιείται» όταν ασκείται µέσα στα πλαίσια της θρησκευτικής διδασκαλίας. Εισαγωγή Ιδιαίτερες δυσχέρειες εµφανίζει το θέµα της ελευθερίας της διδισκαλίας και γενικά της θρησκευτικής εκπαίδευσης ενόψει της πρόβλεψης του άρθρου 16 παρ.2 του Συντάγµατος ότι η παιδεία αποσκοπεί µεταξύ άλλων στην ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης και του άρθρου13 παρ. 1 Συντ. που κατοχυρώνει τη θρησκευτική ελευθερία.κατά την κοινή πείρα άλλωστε η θρησκευτική συνείδηση διαµορφώνεται κυρίως σε νεανική ηλικία και εποµένως ο ρόλος των εκπαιδευτικών µηχανισµών στον τοµέα αυτό είναι πολύ σηµαντικός.το συγκεκριµένο ζήτηµα αντιµετωπίζει η απόφαση 2704/1987 του ιοικητικού Εφετείου Αθηνών. Πραγµατικά περιστατικά ( ιοικ.εφ.αθ.2704/1987) Ο αιτών πτυχιούχος Παιδαγωγικής Ακαδηµίας ζητά την ακύρωση της Φ. 361.1/275/ 1/11991/22.9.1986 άρνησης του Υπουργού Παιδείας να δεχθεί τα δικαιολογητικά διορισµού του ως δασκάλου στην πρωτοβάθµια εκπαίδευση,µε το αιτιολογικό ότι επειδή είναι χριστιανός καθολικός,δεν είναι δυνατός ο διορισµός του στην πρωτοβάθµια εκπαίδευση,αφού πρεσβεύει άλλο δόγµα εκτός της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού.
Νοµικό ερώτηµα Στο άρθρο 3 παρ.1 του Συντάγµατος ορίζεται ότι «Επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού...» στο άρθρο 13 παρ.1 ότι «Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη.η απόλαυση των ατοµικών και πολιτικών δικαιωµάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις καθενός...»,ενώ στο άρθρο 16 παρ.2 ότι «Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευµατική, επαγγελµατική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες».ενόψει των παραπάνω άρθρων του Συντάγµατος,το νοµικό ερώτηµα που τίθεται είναι αν το δικαίωµα της θρησκευτικής ελευθερίας αναπτύσσει πλήρως το γενικό αµυντικό του περιεχόµενο σε κάθε περίπτωση ή αν περιορίζεται όταν ασκείται στα πλαίσια κάποιων θεσµών και εν προκειµένω όταν ασκείται στα πλαίσια της θρησκευτικής διδασκαλίας.άρα ακολουθώντας την πρώτη εκδοχή την εφαρµογή δηλαδή του δικαιώµατος της θρησκευτικής ελευθερίας µε το γενικό του περιεχόµενο,δεν είναι θεµιτός ο περιορισµός του, ενώ σύµφωνα µε τη δεύτερη το δικαίωµα συστέλλεται,θεσµοποιείται κατά την άσκηση της θρησκευτικής εκπαίδευσης και ο περιορισµός του,που στη συγκεκριµένη περίπτωση έλαβε χώρα µε την άρνηση του Υπουργού Παιδείας να δεχθεί τα δικαιολογητικά διορισµού του ως δαδκάλου, αφού πρεσβεύει άλλο δόγµα,κρίνεται επιτρεπτός και δεν αντιβαίνει στο Σύνταγµα. Συνταγµατικό δικαίωµα Το συνταγµατικό δικαίωµα που εν προκειµένω φαίνεται να περιορίζεται είναι η θρησκευτικη ελευθερία που κατοχυρώνεται στο άρθρο 13 παρ.1 του συντάγµατος σύµφωνα µε το οποίο η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη και η απόλαυση των ατοµικών και πολιτικών δικαιωµάτων, µεταξύ των οποίων και η ακώλυτη πρόσβαση στις δηµόσιες λειτουργίες και η συµµετοχή στην κοινωνική,οικονοµική και πολιτική ζωή της χώρας δεν µπορεί να έχει ως προυπόθεση τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του καθενός,ούτε µπορεί να αποτελέσει κώλυµα η ιδιότητα του οπαδού ή του λειτουργού ορισµένης γνωστής κατά το Σύνταγµα θρησκείας.οπως προκύπτει, το άρθρο 13 παρ.1 καθιερώνει και το δικαίωµα της θρησκευτικής ισότητας,δηλαδή της µη
άνισης µεταχείρισης µε βάση θρησκευτικά κριτήρια.κατοχυρώνεται κατά συνέπεια αµυντικό δικαίωµα κατά του κράτους αλλά και κατά οποιουδήποτε άλλου. Θεσµός Το συνταγµατικό δικαίωµα ασκείται στα πλαίσια του θεσµού της διδασκαλίας.σύµφωνα µε το άρθρο 16 παρ.2 Συντ.η παιδεία έχει σκοπό την ηθική, πνευµατική,επαγγελµατική και φυσική αγωγή των Ελλήνων και την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης.η θρησκευτική συνείδηση σύµφωνα µε το παραπάνω άρθρο του Συντάγµατος, δε νοείται µε την έννοια της θρησκειολογικής συνείδησης ώστε ο µαθητής να γίνεται κοινωνός όλων των κυριότερων θρησκειών, των θρησκευτικών ρευµάτων ή των χριστιανικών δογµάτων και να επιλέξει µελλοντικά,όταν δηλαδή φτάσει σε σηµείο να ωριµάσει πνευµατικά µια θρησκεία ή κάποιο δόγµα µεταξύ των πολλών, γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν πέρα από τη θέληση του νοµοθέτη.ως θρησκευτική συνείδηση σύµφωνα µε το άρθρο 16 παρ.2 Συντ.νοείται αυτή που διαµορφώνεται σύµφωνα µε την πατροπαράδοτη ορθόδοξη χριστιανική πίστη.ο σκοπός της διάταξης αυτής είναι η διατήρηση του ορθόδοξου χριστιανικού δόγµατος που ασπάζεται η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών.η Πολιτεία υποχρεούται να διδάσκει στα σχολεία της δηµοτικής και της µέσης εκπαίδευσης το µάθηµα τω θρησκευτικών κατά το ορθόδοξο χριστιανικό δόγµα γιατί το δόγµα αυτό αποτελεί τη θρησκεία των περισσοτέρων,όπως προαναφέρθηκε Ελλήνων, οι οποίοι έχουν έτσι από το Σύνταγµα το δικαίωµα να αξιώσουν από την ελληνική πολιτεία να παρέχει στα παιδιά τους θρησκευτική εκπαίδευση σύµφωνα µε το δόγµα αυτό.εξυπακούεται ότι οι ετερόθρησκοι,άθρησκοι ή άθεοι έχουν δικαίωµα να µην παρακολουθούν το µάθηµα των θρησκευτικών και να µη συµµετέχουν στην προσευχή και τον εκκλησιασµό.το άρθρο 2 π.δ. 583/1982 ορίζει ότι «σκοπός του του µαθήµατος των θρησκευτικών είναι να κάνει τα παιδιά κοινωνούς των αληθειών της ορθόδοξης Χριστιανικής πίστης».στο πνεύµα αυτό η νοµολογία του ΣΤ Τµήµατος του Συµβουλίου της Επικρατείας δέχεται τον καταρχήν υποχρεωτικό χαρακτήρα του µαθήµατος των θρησκευτικών και των σχολικών θρησκευτικών εκδηλώσεων, δηλαδή της προσευχής και του
εκκλησιασµού.προστίθεται ότι το µάθηµα αυτό «πρέπει να διδάσκεται στα σχολεία σύµφωνα µε τις αρχές της ορθόδοξης χριστιανικής θρησκείας επί ικανών ωρών διδασκαλίας εβδοµαδιαίως». Στα πλαίσια της διδισκαλίας του συνόλου των προβλεποµένων µαθηµάτων ο εκπαιδευτικός της πρωτοβάθµιας εκπαίδευσης θα διδάξει ο ίδιος και το µάθηµα των θρησκευτικών εφόσον η διδακαλία του γίνεται και στους µαθητές του δηµοτικού σχολείου µε βάση το ωρολόγιο και αναλυτικό πρόγραµµα.για την εκπλήρωση των καθηκόντων της συγκεκριµένης θέσης είναι απαραίτητη η ιδιότητα του οπαδού ορισµένης θρησκείας ή τουλάχιστον οι θρησκευτικές του πεποιθήσεις να µην είναι ασυµβίβαστες προς αυτό. Με βάση το ισχύον τουλάχιστον εκπαιδευτικό πρότυπο,όπως αυτό προκύπτει από τη βούληση του νοµοθέτη, πρέπει ο δάσκαλος, ή ο καθηγητής του συγκεκριµένου µαθήµατος είναι οµόδοξος µε τους µαθητές. Αντικειµενικό στοιχείο Κοινό αντικειµενικό στοιχείο ανάµεσα στο συνταγµατικό δικαίωµα της θρησκευτικής ελευθερίας και του θεσµού της διδασκαλίας και συγκεκριµένα της θρησκευτικής εκπαίδευσης είναι η µετάδοση των θρησκευτικών ιδεών, διότι η διαµόρφωση της θρησκευτικής συνείδησης που ορίζει ο νοµοθέτης δεν µπορεί να πραγµατοποιηθεί µέσω της απλής µετάδοσης γνώσεων περί θρησκειών και γενικής ενηµέρωσης αλλά. µέσω της διδασκαλίας των «πιστεύω» και των αληθειών της Ορθόδοξης Εκκλησίας µε την επιβαλλόµενη πίστη και αφοσίωση.επιπλέον η υποχρέωση των δασκάλων της πρωτοβάθµιας εκπαίδευσης,να διδάσκουν τις αλήθειες της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης προκύπτει από το αρ.1 παρ.1 του ν.1566/1985 για τη δοµή και τη λειτουργία της πρωτοβάθµιας εκπαίδευσης, στο οποίο µεταξύ άλλων ορίζεται ότι «σκοπός της πρωτοβάθµιας και της δευτεροβάθµιας εκπαίδευσης είναι να βοηθάει τους µαθητές να διακατέχονται από πίστη προς την πατρίδα και τα γνήσια στοιχεία της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης». Αιτιώδης συνάφεια
Αιτιώδης συνάφεια είναι η συνάντηση των περιεχοµένων δικαιώµατος και θεσµού σε κοινό αντικειµενικό στοιχείο.η ύπαρξη κοινού αντικειµενικού στοιχείου ανάµεσα στο θεσµό και το συνταγµατικό δικαίωµα επιτρέπει την επιβολή κάποιου περιορισµού στην άσκηση του συνταγµατικού δικαιώµατος µέσα στο συγκεκριµένο θεσµό καθώς και το δικαίωµα αλλά και ο θεσµός προστατεύονται από το Σύνταγµα.Αυτό έχει ως συνέπεια την θεσµοποίηση του δικαιώµατος καθώς ο περιορισµός κρίνεται ενόψει της άσκησής του µέσα στα πλαίσια της θρησκευτικής διδασκαλίας ως αιτιώδης και θεµιτά εµποδίζει την ανάπτυξη του αµυντικού περιεχοµένου του συνταγµατικού δικαιώµατος,ώστε να µην καταστρατηγηθεί ο θεσµός. Συνταγµατική επιταγή δεν αποτελεί µόνο η εφαρµογή του γενικού αµυντικού περιεχοµένου,αλλά και ο περιορισµός του,η θεσµική του προσαρµογή, στις περιπτώσεις που είναι απαραίτητο, στις περιπτώσεις δηλαδή που η εφαρµογή του θα οδηγούσε στη διάλυση των εννόµων σχέσεων και των θεσµών Συµπέρασµα Απο τη βασική αιτιώδη σχέση, προσδιορίζεται το περιεχόµενο των θεµελιωδών δικαιωµάτων αλλά και το περιεχόµενο των θεσµών.ο αποκλεισµός του διορισµού ως δασκάλων της πρωτοβάθµιας εκπαίδευσης άθεων, αλλόθρησκων ή χριστιανών άλλου,πλην του Ανατολικού Ορθοδόξου δόγµατος φαίνεται στη δεδοµένη περίπτωση να µην είναι αντισυνταγµατικός εφ οσον το δικαίωµα της θρησκευτικής ελευθερίας,όπως επιβάλλεται από την αιτιώδη συνάφεια,περιορίζεται, «θεσµοποιείται» όταν ασκείται µέσα στα πλαίσια της θρησκευτικής διδασκαλίας.
Βιβλιογραφία: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος, Παραδόσεις Συνταγµατικού ικαίου 2001,σελ.849 επ.,σελ.1007 επ. Κώστας Χ.Χρυσόγονος. Ατιµικά και Κοινωνικά ικαιώµατα, 2002,σελ.250 επ.