Ιερά Μητρόπολη Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Θέμα 22ο: Σάββατο 24 / Κυριακή 25 Μαρτίου 2018 Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821 Στις 25 Μαρτίου γιορτάζουμε στη χώρα μας δύο μεγάλες γιορτές. Η πρώτη είναι ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, δηλαδή η χαρμόσυνη είδηση που μετέφερε ο Αρχάγγελος Γαβριήλ στη νεαρή Παρθένο Μαρία, ότι είναι η Κεχαριτωμένη, η ευλογημένη μεταξύ των γυναικών και ότι την επέλεξε ο Θεός για να γεννήσει τον αναμενόμενο Μεσσία. Όπως αναφέρει και το Απολυτίκιο της ημέρας: «Σήμερον τῆς σωτηρίας ἡμῶν τό Κεφάλαιον» δηλαδή, αυτή η μέρα είναι η αρχή της σωτηρίας του ανθρώπινου γένους, η αρχή της υλοποίησης που προαιώνιου σχεδίου του Θεού για την αποκατάσταση του ανθρώπου στη θέση για την οποία δημιουργήθηκε. Την ημέρα αυτή επέλεξαν οι Έλληνες για την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα κατά της οθωμανικής αυτοκρατορίας, και αποτελεί τη δεύτερη γιορτή που γιορτάζουμε. Όπως ο Ευαγγελισμός έγινε η απαρχή της σωτηρίας της ανθρωπότητας, έτσι επιλέχθηκε αυτή η μέρα ως η αρχή μίας επανάστασης για την απελευθέρωση του γένους, μετά από περίπου τετρακόσια χρόνια σκλαβιάς, καταπίεσης, εξισλαμισμού. Πολλοί προσπαθούν να στρεβλώσουν τα γεγονότα της περιόδου αυτής και να παρουσιάσουν την Εκκλησία αρνητική και αντίθετη στην Επανάσταση. Ας προσπαθήσουμε, εν συντομία, να δείξουμε τη συμβολή της Εκκλησίας στον Αγώνα. Πρώτα από όλα δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Ορθόδοξη Χριστιανική Πίστη ήταν αυτή που διατήρησε το εθνικό φρόνημα. Όσοι εξισλαμίστηκαν, είτε με τη βία είτε για να γλυτώσουν τους φόρους και την καταπίεση, αφομοιώθηκαν από το τουρκικό έθνος και κόπηκε κάθε δεσμός με τους υπόλοιπους Έλληνες. Ο Αδαμάντιος Κοραής είχε αναφέρει: «Μόνο του Ευαγγελίου η διδαχή εμπορεί να σώση την αυτονομίαν του Γένους. Οι Έλληνες επολέμησαν όχι μόνο υπέρ πατρίδος, αλλά και υπέρ πίστεως». Ο Εμμανουήλ Ξάνθος, ένας εκ των ιδρυτικών μελών της Φιλικής Εταιρίας, ανέφερε: «Την επανάστασιν εκίνησαν και ενεψύχωσαν οι κληρικοί.άνευ των οποίων ο λαός δεν ήθελε κινηθή» Επίσης, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ανέφερε: «Είναι καιρός να κρημνίσωμεν απ τα νέφη την ημισέληνο και υψώσωμεν το σημείον, δι ου πάντοτε νικώμεν, λέγω τον Σταυρόν, και ούτω
να εκδικήσωμεν την πατρίδα και την ορθόδοξον ημών πίστιν από τα ασεβή των ασεβών καταφρόνησιν». Όλοι οι αγωνιστές είχαν βαθειά ριζωμένη μέσα τους την ορθόδοξη πίστη και όπως αποτυπώνεται στα απομνημονεύματά τους ο αγώνας υπήρξε εθνικοαπελευθερωτικός, υπέρ πίστεως και πατρίδος. Στα απομνημονεύματα του Κολοκοτρώνη διαβάζουμε: «Έκατσα που εσκαπέτισαν με τα μπαϊράκια τους απεκατέβηκα κάτω. Ήταν μιά εκκλησία εις τον δρόμον, η Παναγία στο Χρυσοβίτσι, και το καθησιό μου ήτο όπου έκλαιγα την Ελλάς Σίμωσα, έδεσα το άλογό μου σ ένα δένδρο, μπήκα μέσα και γονάτισα. Παναγία μου, είπα από τα βάθη της καρδιάς μου και τα μάτια μου δάκρυσαν. Παναγία μου βοήθησε και τούτη τη φορά τους Έλληνες να ψυχωθούν. Έκανα το Σταυρό μου, ασπάσθηκα την εικόνα της, βγήκα από το εκκλησάκι, πήδηξα στο άλογό μου και έφυγα. Σε λίγο μπροστά μου ξεπετάγονταν οχτώ αρματωμένοι, ο εξάδελφός μου ο Αντώνης Κολοκοτρώνης και επτά ανήψια του. Κανείς δεν είναι στην Πιάνα, μου είπε ο Αντώνης. Ούτε στην Αλωνίσταινα. Είναι φευγάτοι. -Ας μη είναι κανείς αποκρίθηκα. Ο τόπος σε λίγο θα γιομίση παλικάρια Ο Θεός υπέγραψε την λευτεριά της Ελλάδος και δεν θα πάρει πίσω την υπογραφή Του». Σε ομιλία του προς τους μαθητές, στην ελεύθερη πλέον Ελλάδα, στην Πνύκα στις 8 Οκτωβρίου 1838, είπε: «Πρέπει να φυλάξετε την πίστη σας και να την στερεώσετε, διότι, όταν επιάσαμε τα άρματα είπαμε πρώτα υπέρ πίστεως και έπειτα υπέρ πατρίδος. Όλα τα έθνη του κόσμου έχουν και φυλάττουν μια Θρησκεία. Και αυτοί, οι Εβραίοι, οι οποίοι κατατρέχοντο και μισούντο και από όλα τα έθνη, μένουν σταθεροί εις την πίστη τους. Εγώ, παιδιά μου, κατά κακή μου τύχη, εξ αιτίας των περιστάσεων, έμεινα αγράμματος και δια τούτο σας ζητώ συγχώρηση, διότι δεν ομιλώ καθώς οι δάσκαλοί σας. Σας είπα όσα ο ίδιος είδα, ήκουσα και εγνώρισα, δια να ωφεληθήτε από τα απερασμένα και από τα κακά αποτελέσματα της διχονοίας, την οποίαν να αποστρέφεσθε, και να έχετε ομόνοια. Εμάς μη μας τηράτε πλέον. Το έργο μας και ο καιρός μας επέρασε. Και αι ημέραι της γενεάς, η οποία σας άνοιξε το δρόμο, θέλουν μετ' ολίγον περάσει. Την ημέρα της ζωής μας θέλει διαδεχθή η νύκτα του θανάτου μας, καθώς την ημέραν των Αγίων Ασωμάτων θέλει διαδεχθή η νύκτα και η αυριανή ήμερα. Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο, οπού ημείς ελευθερώσαμε και, δια να γίνη τούτο, πρέπει να έχετε ως θεμέλια της πολιτείας την ομόνοια, την θρησκεία, την καλλιέργεια του Θρόνου και την φρόνιμον ελευθερία»
Ο Φωτάκος, υπασπιστής του Κολοκοτρώνη, αναφέρει στ απομνημονεύματα του: «Μόνοι των οι Έλληνες εφρόντιζαν δια την παιδείαν, η οποία εσυνίστατο εις το να μανθάνουν τα κοινά γράμματα, και ολίγην αριθμητικήν ακανόνιστον. Εν ελλείψει δε διδασκάλου ο ιερεύς εφρόντιζε περί του τούτου. Όλα αυτά εγίνοντο και προφυλακτά απ τους Τούρκους». Υπάρχουν ωστόσο και ερευνητές, ιστορικοί και μή, που θεωρούν ότι η Εκκλησία κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας έδρασε κατά του εθνικού συμφέροντος. Η μαρξιστική ιστοριογραφία αποτέλεσε τη βάση των ιστορικών αυτής της άποψης. Στόχος της υπήρξε ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε λόγω του αφορισμού του αρχικού ηγέτη της Ελληνικής Επανάστησης, Αλέξανδρου Υψηλάντη. Παρουσιάστηκε ο αφορισμός αυτός σαν αποτέλεσμα της προσπάθειας του Πατριάρχη να σώσει τον εαυτό του. Η πραγματικότητα όμως είναι αποδεδειγμένα διαφορετική. Σχετικά με τον αφορισμό συνέβη, όμως τα γεγονότα δεν πρέπει να ερμηνευθούν απλοϊκά και επιδερμικά αλλά σε βάθος. Πρέπει να ερευνηθούν όλα τα ιστορικά, πολιτικά, διπλωματικά και παρασκηνιακά δεδομένα της εποχής για να καταλήξουμε σ ένα τεκμηριωμένο ιστορικά συμπέρασμα, διαφορετικά αν κρίνουμε και διαβάσουμε τα γεγονότα με βάση σημερινά δεδομένα, θα καταλήξουμε σε λανθασμένα συμπεράσματα ιστορικού αναχρονισμού. Ο αφορισμός ήταν καταναγκαστικός και δεν ήταν απόρροια της επιθυμίας του Πατριάρχη. Η φαινομενική στάση του κατά της Επανάστασης έγινε για να σωθεί από αφανισμό ο χριστιανικός πληθυσμός της Πόλης και των παραλίων. Άλλωστε ο ίδιος ο Υψηλάντης, μετά τον αφορισμό του, έγραφε στους επαναστατημένους Έλληνες: «Ο Πατριάρχης βιαζόμενος υπό της Πόρτας, σας στέλλει αφοριστικά και Εξάρχους, παρακινώντας σας να ενωθήτε με την Πόρταν. Εσείς όμως να θεωρήτε αυτά ως άκυρα, καθότι γίνονται με βίαν και δυναστείαν και άνευ της θελήσεως του Πατριάρχου». Χαρακτηριστική απόδειξη της ανδρείας του Γρηγορίου και όχι της προδοσίας υπήρξε και η στάση του όταν του ζητήθηκε από τον απεσταλμένο του «αφορισμένου» Υψηλάντη, Ιωάννη Παπαρρηγόπουλο, αλλά και από τον Ρώσο πρέσβη Στρογανώφ, να φυγαδευθεί για να σωθεί. Αρνήθηκε λέγοντας: «Η αναχώρησίς μου, ενώ θα εμπόδιζε να επιτευχθούν αγαθά μεγάλα για το έθνος μου, θα επέφερε μεγάλες συμφορές. Προτιμώ να μείνω. Κι αν είναι απόφασις της θείας βουλής, ας γίνω θυσία υπέρ πίστεως και πατρίδος». Το τέλος του υπήρξε μαρτυρικό. Φυλακίστηκε, ξυλοκοπήθηκε, διαπομπεύθηκε και απαγχονίστηκε στην Κεντρική Πύλη του Πατριαρχείου. Οι Τούρκοι επίσημα θεώρησαν τον Γρηγόριο υπαίτιο της Επανάστασης λόγω των σχέσεών του με τη Φιλική Εταιρεία. Οι Οθωμανοί χρησιμοποίησαν σαν άλλοθι την «προδοσία» του Γρηγορίου και εξαπέλυσαν αθρόες σφαγές. Μόνο στην Πόλη υπήρξαν 10.000 χριστιανοί. Οι σφαγές ωστόσο εξαπλώθηκαν και σε άλλες περιοχές, όπου υπήρξε Ελληνισμός, όπως η Σμύρνη και η Αδριανούπολη. Βέβαια
τόσο η δολοφονία του Γρηγορίου όσο και οι σφαγές αμάχων προκάλεσαν την έκρηξη του φιλελληνικού κινήματος στο εξωτερικό και γιγάντωσαν την Επανάσταση. Το Μάρτιο του 2014 η Ιερά Σύνοδος εξέδωσε ανακοίνωση απάντηση σε όσους αμφισβητούν τη συμβολή της Εκκλησίας στην Επανάσταση του 1821: «Χωρίς τον ορθόδοξο κλήρο δεν θα πετύχαινε η μεγάλη εθνική εξόρμηση του 1821. Ορισμένοι προπαγανδιστές ξεπερασμένων ιδεολογιών αρνούνται τον ρόλο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, όπως φάνηκε και από δημοσιεύματα και τηλεοπτικές εκπομπές των τελευταίων ημερών. Αποδεικνύονται ανιστόρητοι και εμπαθείς. Ο Γάλλος Πρόξενος Πουκεβίλ, ο οποίος έζησε τα γεγονότα της Ελληνικής Επαναστάσεως, γράφει ότι 100 Πατριάρχες και Επίσκοποι θανατώθηκαν κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας και του Αγώνος. 80 κινήματα έκαναν οι Έλληνες πριν από το 1821 και στα περισσότερα πρωτοστατούσαν Επίσκοποι. Θυμίζω ότι από το 1680 έως το 1700 η Ανατολική Στερεά ήταν ελεύθερη μετά από την εξέγερση δύο Επισκόπων, του Θηβών Ιεροθέου και του Σαλώνων Φιλοθέου. Το 1821 βάφεται με το αίμα του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε και του Πατριάρχη Κυρίλλου Στ, του από Ανδριανουπόλεως. Εκτός από τον Επίσκοπο της Πάτρας Γερμανό που ευλόγησε το λάβαρο στην Αγία Λαύρα (17 Μαρτίου 1821) και στην Πάτρα (25 Μαρτίου 1821), ο Σαλώνων Ησαΐας κηρύσσει την Επανάσταση στη Φωκίδα και θυσιάζεται στην Αλαμάνα. Στην Πάτμο έρχεται γι αυτόν τον σκοπό ο Πάτμιος Πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόφιλος Παγκώστας και υψώνει και αυτός λάβαρο επαναστατικό. Από τότε δεν ξαναγύρισε στον θρόνο του. Οι περισσότεροι Επίσκοποι της Πελοποννήσου κλείσθηκαν στη φυλακή του πασά της Τριπολιτσάς από τις αρχές Μαρτίου 1821 και μόνον τρεις βρέθηκαν ζωντανοί όταν μπήκαν οι Έλληνες μετά από 6,5 μήνες. Αυτή τη θυσία των κληρικών ας μην την λησμονούμε. Στην Κύπρο ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρία. Οι Τούρκοι το πληροφορήθηκαν και στις 9 Ιουλίου 1821 έγινε η μεγάλη σφαγή στη Λευκωσία. Θανατώθηκε ο Κυπριανός και όλοι οι Επίσκοποι και οι Αρχιμανδρίτες του νησιού μαζί με τους προκρίτους. Πολλοί άλλοι Επίσκοποι έπαιξαν σημαντικό ρόλο στον Αγώνα όπως ο Έλους Άνθιμος, ο Βρεσθένης Θεοδώρητος, ο Ανδρούσης Ιωσήφ, ο Ταλαντίου Νεόφυτος. Και στη μεγαλειώδη Έξοδο του Μεσολογγίου ο Επίσκοπος Ρωγών Ιωσήφ, βοηθός του Μητροπολίτη Άρτης Πορφυρίου, θυσιάζεται ανατινάζοντας τον Ανεμόμυλο.
Αλλά και στην ηθική και πνευματική προετοιμασία του 1821 ο ρόλος της Εκκλησίας και του ράσου είναι μαχητικός και πανθομολογούμενος. Το ελληνορθόδοξο φρόνημα και η εθνική ταυτότητα διαφυλάχθηκαν με τη βοήθεια της Παιδείας, η οποία ήταν κατ εξοχήν έργο του ορθοδόξου κλήρου. Σε κρυφά και φανερά σχολεία, αναλόγως των συνθηκών που επικρατούσαν, τα ελληνόπουλα μάθαιναν από τους ιερείς την Πίστη τους, την γλώσσα τους και εγαλουχούντο με τον πόθο για Ελευθερία. Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, από τη γέννηση του οποίου συμπληρώνονται τριακόσια χρόνια, ήταν ιερομόναχος, ίδρυσε διακόσια σχολεία και κήρυξε σε εκατοντάδες πόλεις και χωριά την ελπίδα για το «ποθούμενον», την απελευθέρωση. Οι Νεομάρτυρες, οι πρώτοι αντιστασιακοί της δουλείας, αρνήθηκαν να τουρκέψουν και δεν φοβήθηκαν τον δήμιο. Την πνευματική τους υποστήριξη και ενθάρρυνση είχαν αναλάβει οι κληρικοί που τους εξομολογούσαν, οι λεγόμενοι «αλείπται». Ορισμένοι διαδίδουν ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο «αφόρισε τον Ρήγα Φεραίο». Τούτο είναι ανακριβές. Η αλήθεια είναι ότι μετά από τις απειλές και τις φορτικές πιέσεις του Σουλτάνου ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε απέστειλε επιστολή στον Μητροπολίτη Σμύρνης Άνθιμο, με την οποία εκφράζει σοβαρές επιφυλάξεις για το κείμενο του Ρήγα που είχε τίτλο «Νέα Πολιτική Διοίκησις», χωρίς να απαξιώνεται η προσωπικότητα του Εθνομάρτυρος. Είναι εύκολο να ξαναγράφει κάποιος την Ιστορία κατά το δοκούν. Όμως Ιστορία είναι η μελέτη των πηγών. Οι προσωπικές ερμηνείες και παρερμηνείες καταδεικνύουν φανατισμό, εθελοτυφλία και άγνοια των πηγών. Όσοι έζησαν τα γεγονότα, Έλληνες και ξένοι, αγωνιστές και λόγιοι, παραδέχονται ότι χωρίς τον ορθόδοξο κλήρο οι Έλληνες δεν θα είχαν ελευθερωθεί. Διαβάστε τον Νικόλαο Κασομούλη, τον Φωτάκο Χρυσανθόπουλο, τον Ιωάννη Μακρυγιάννη και τόσους άλλους αυτόπτες μάρτυρες των γεγονότων. Ακούστε τι λέει ο λαός μας μέσω του δημοτικού τραγουδιού. Επισκεφθείτε τα αμέτρητα πεδία των μαχών και τους τόπους του μαρτυρίου των ορθοδόξων κληρικών, Πατριαρχών, Επισκόπων, ιερέων, ιερομονάχων, διακόνων και απλών μοναχών». Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι υπήρξαν πολλοί ιερείς που στράφηκαν στα όπλα και ευλόγησαν την Επανάσταση. Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Παπαφλέσσας, ο Αθανάσιος Διάκος είναι οι πιο γνωστοί από αυτούς, όχι όμως και οι μοναδικοί. Γενικότερα, ο κλήρος υπήρξε απόλυτα δίπλα στους αγωνιστές. Για την ακρίβεια ήταν και ο ίδιος αγωνιστής. Καλύτερη απάντηση σε όσους απαξιώνουν το ρόλο της εκκλησίας στην επανάσταση του 1821, δεν θα μπορούσε να υπάρξει άλλη από αυτή του στρατηγού Μακρυγιάννη: «Και βρίζουν οι πουλημένοι εις τους ξένους και τους παπάδες μας, τους ζυγίζουν άναντρους και απόλεμους. Εμείς τους παπάδες τους είχαμε μαζί εις κάθε μετερίζι, εις κάθε πόνον και δυστυχίαν. Όχι μόνον δια να βλογάνε τα όπλα τα ιερά, αλλά και αυτοί με ντουφέκι και γιαταγάνι, πολεμώντας σαν λεοντάρια. Ντροπή Έλληνες!».