ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 13. 11. 1990 ΥΠΟΘΕΣΗ C-106/89 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 13ης Νοεμβρίου 1990 * Στην υπόθεση C-106/89, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Juzgado de Primera Instancia e Instrucción n 1 του Oviedo ( Ισπανία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ Marleasing SA και La Comercial Internacional de Alimentación SA, η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 11 της πρώτης οδηγίας 68/151/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 1968, περί συντονισμού των εγγυήσεων που απαιτούνται στα κράτη μέλη εκ μέρους των εταιριών, κατά την έννοια του άρθρου 58, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, για την προστασία των συμφερόντων των εταίρων και των τρίτων, με σκοπό να καταστούν οι εγγυήσεις αυτές ισοδύναμες (ΕΕειδ. έκδ., 06/001, σ. 80), ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα), συγκείμενο από τους G. F. Mancini, πρόεδρο τμήματος, T. F. O'Higgins, Μ. Diez de Velasco, Κ. Ν. Κακούρη και P. J. G. Kapteyn, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: W. van Gerven γραμματέας: Η. Α. Rühi, κύριος υπάλληλος διοικήσεως λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν η Marleasing SA, εκπροσωπούμενη από τον José Ramón Buzón Ferrerò, δικηγόρο Oviedo, * Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική. Ι-4156
MARLEASING η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον νομικό της σύμβουλο Antonio Caeiro και από τον Daniel Calleja, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 6ης Ιουνίου 1990, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 12ης Ιουλίου 1990, εκδίδει την ακόλουθη Απόφαση ι Με Διάταξη της 13ης Μαρτίου 1989, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 3 Απριλίου 1989, o Juzgado de la Instancia e Instrucción n 1 του Oviedo, υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, προδικαστικό ερώτημα όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 11 της οδηγίας 68/151/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 1968, περί συντονισμού των εγγυήσεων που απαιτούνται στα κράτη μέλη από τις εταιρίες, κατά την έννοια του άρθρου 58, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, για την προστασία των συμφερόντων των εταίρων και των τρίτων, με σκοπό να καταστούν οι εγγυήσεις αυτές ισοδύναμες ( ΕΕ ειδ. έκδ, 06/001, σ. 80 ). 2 Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της εταιρίας Marleasing SA, ενάγουσας της κύριας δίκης, και ορισμένων εναγομένων, μεταξύ των οποίων και η La Comercial Internacional de Alimentación SA (στο εξής: La Comercial). Η τελευταία συστάθηκε υπό μορφή ανώνυμης εταιρίας από τρία πρόσωπα μεταξύ των οποίων και η εταιρία Barviesa, η οποία εισέφερε την εταιρική της περιουσία. 3 Όπως προκύπτει από το σκεπτικό της Διατάξεως περί παραπομπής, η Marleasing ζητεί κυρίως, βάσει των άρθρων 1261 και 1275 του ισπανικού αστικού κώδικα, κατά τα οποία στερούνται οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος οι άνευ αιτίας συμβάσεις ή οι συμβάσεις των οποίων η αιτία είναι παράνομη, την ακύρωση της εταιρικής συμβάσεως με την οποία ιδρύθηκε η Comercial για τον λόγο ότι η σύσταση της εταιρίας αυτής στερείται νόμιμης αιτίας, είναι εικονική και καταρτίστηκε προς καταδολί- Ι-4157
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 13. 11. 1990 - ΥΠΟΘΕΣΗ C-106/89 ευση των δικαιωμάτων των δανειστών της εταιρίας Barviesa, συνιδρυτρίας με την εναγομένη. Η Comercial ζητεί την πλήρη απόρριψη του ανωτέρω αιτήματος, επικαλούμενη κορίως το γεγονός ότι το άρθρο 11 της προαναφερθείσας οδηγίας 68/151, το οποίο περιλαμβάνει περιοριστικό πίνακα των περιπτώσεων ακυρότητας των ανωνύμων εταιριών, δεν προβλέπει μεταξύ των σχετικών περιπτώσεων την έλλειψη νόμιμης αιτίας. 4 Το εθνικό δικαστήριο υπέμνησε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 395 της Πράξεως για τους όρους προσχωρήσεως του Βασιλείου της Ισπανίας και της Πορτογαλικής Δημοκρατίας ( ΕΕ 1985, L 302, σ. 23 ), το Βασίλειο της Ισπανίας ήταν υποχρεωμένο να θέσει σε ισχύ την οδηγία αμέσως μετά την προσχώρηση του, πράγμα που, μέχρι την ημέρα εκδόσεως της Διατάξεως περί παραπομπής, δεν είχε ακόμα γίνει. Επομένως, κρίνοντας ότι η διαφορά έθετε πρόβλημα ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου, το εθνικό δικαστήριο υπέβαλε στο Δικαστήριο το εξής προδικαστικό ερώτημα: «Τυγχάνει άμεσης εφαρμογής το άρθρο 11 της οδηγίας 68/151/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 1968, η οποία δεν έχει μεταφερθεί στο εσωτερικό δίκαιο, ώστε να μη μπορεί να κηρυχθεί άκυρη ανώνυμη εταιρία για λόγους άλλους εκτός απ' αυτούς που απαριθμούνται στο προαναφερθέν άρθρο;» 5 Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης, η εξέλιξη της διαδικασίας καθώς και οι παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου. 6 Επί του ζητήματος αν ένας ιδιώτης μπορεί να επικαλεστεί μια οδηγία κατά εθνικού νόμου, πρέπει να υπομνηστεί η πάγια νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία η οδηγία δεν μπορεί, αυτή καθαυτή, να δημιουργήσει υποχρέωση για τους ιδιώτες και, επομένως, δεν μπορεί να γίνει επίκληση αυτών καθαυτών των διατάξεων της οδηγίας κατά των προσώπων αυτών ( απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 1986, Marshall, 152/84, Συλλογή 1986, σ. 723 ). 7 Ωστόσο, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, το εθνικό δικαστήριο ζητεί, κατ' ουσίαν, να μάθει αν το εθνικό δικαστήριο, ενώπιον του οποίου έχει υποβληθεί διαφορά εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής της προαναφερθείσας οδηγίας 68/151, υποχρεούται να ερμηνεύσει το εθνικό του δίκαιο υπό το φως του κειμένου και του σκοπού της οδηγίας Ι-4158
MARLEASING αυτής ώστε να εμποδιστεί η αναγνώριση της ακυρότητας μιας ανώνυμης εταιρίας για λόγους άλλους εκτός απ' αυτούς που απαριθμούνται στο άρθρο της 11. 8 Για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό,πρέπει να υπομνηστεί ότι, όπως το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει με την απόφαση του της 10ης Απριλίου 1984, Von Colson και Kamann, σκέψη 26 ( 14/83, Συλλογή 1984, σ. 1891 ) η υποχρέωση των κρατών μελών, η οποία απορρέει από οδηγία, να επιτύχουν το αποτέλεσμα που αυτή επιδιώκει, καθώς και το καθήκον που έχουν δυνάμει του άρθρου 5 της Συνθήκης να λαμβάνουν κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο κατάλληλο να εξασφαλίσει την εκπλήρωση της υποχρεώσεως αυτής επιβάλλονται σε όλες τις αρχές των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων των δικαστηρίων στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους. Από τα ανωτέρω απορρέει ότι, εφαρμόζοντας το εθνικό δίκαιο, είτε πρόκειται για προγενέστερες είτε για μεταγενέστερες της οδηγίας διατάξεις, ένα εθνικό δικαστήριο, που καλείται να το ερμηνεύσει, οφείλει να πράξει τούτο κατά το μέτρο του δυνατού υπό το φως του κειμένου και του σκοπού της οδηγίας, ώστε να επιτευχθεί το αποτέλεσμα που επιδιώκεται από την τελευταία, συμμορφούμενο έτσι προς το άρθρο 189, τρίτο εδάφιο, της Συνθήκης. 9 Εξ αυτού έπεται ότι η επιτακτική υποχρέωση όσον αφορά την ερμηνεία του εθνικού δικαίου κατά τρόπο σύμφωνο προς το άρθρο 11 της προαναφερθείσας οδηγίας 68/151 εμποδίζει να ερμηνεύονται οι διατάξεις του εθνικού δικαίου περί ανωνύμων εταιριών κατά τρόπο ώστε να είναι δυνατή η αναγνώριση της ακυρότητας μιας ανώνυμης εταιρίας για λόγους άλλους εκτός απ' αυτούς που απαριθμούνται περιοριστικώς στο άρθρο 11 της εν λόγω οδηγίας. ίο Όσον αφορά την ερμηνεία που πρέπει να δοθεί στο άρθρο 11 της οδηγίας, και κυρίως στην παράγραφο του 2, στοιχείο β, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η διάταξη αυτή απαγορεύει στα κράτη μέλη να προβλέπουν στις νομοθεσίες τους ότι τα δικαστήρια μπορούν να αναγνωρίσουν την ακυρότητας μιας εταιρίας σε περιπτώσεις πλην αυτών που περιοριστικώς απαριθμούνται στην οδηγία, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται ο παράνομος ή αντίθετος προς τη δημόσια τάξη χαρακτήρας του σκοπού μιας εταιρίας. n Κατά την Επιτροπή, η έκφραση «σκοπός της εταιρίας» πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αυτή αφορά αποκλειστικά το αντικείμενο της εταιρίας, όπως αυτό περιγράφεται στην ιδρυτική πράξη ή στο καταστατικό. Εξ αυτού απορρέει ότι η αναγνώριση της ακυρότητας μιας εταιρίας δεν μπορεί να στηρίζεται στη δραστηριότητα που αυτή πράγματι επιδιώκει, όπως, π.χ., η καταδολίευση των συμφερόντων των δανειστών των ιδρυτών. Ι-4159
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 13. 11. 1990 - ΥΠΟΘΕΣΗ C-106/89 12 Η θέση αυτή πρέπει να γίνει δεκτή. Όπως προκύπτει από το προοίμιο της προαναφερθείσας οδηγίας 68/151, σκοπός της οδηγίας ήταν να περιοριστούν οι περιπτώσεις ακυρότητας καθώς και το αναδρομικό αποτέλεσμα της αναγνωρίσεως της ακυρότητας προκειμένου να εδραιωθεί «η ασφάλεια του δικαίου στις σχέσεις μεταξύ της εταιρίας και των τρίτων όπως και μεταξύ των εταίρων» (έκτη αιτιολογική σκέψη ). Επιπλέον, η προστασία των τρίτων «πρέπει να εξασφαλίζεται με διατάξεις που περιορίζουν, όσο είναι δυνατό, τους λόγους μη ανίσχυρου των υποχρεώσεων οι οποίες αναλαμβάνονται εν ονόματι της εταιρίας». Κατά συνέπεια, από τα ανωτέρω έπεται ότι κάθε λόγος ακυρότητας που προβλέπεται από το άρθρο 11 της οδηγίας πρέπει να ερμηνεύεται στενώς. Υπό τις περιστάσεις αυτές, η έκφραση «σκοπός της εταιρίας» πρέπει να νοείται ως αναφερόμενη στο σκοπό της εταιρίας όπως αυτός περιγράφεται στην ιδρυτική πράξη ή το καταστατικό. n Επομένως, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων υποβάλλονται διαφορές εμπίπτουσες στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 68/151 οφείλουν να ερμηνεύουν το εθνικό τους δίκαιο υπό το φως του κειμένου και του σκοπού της οδηγίας αυτής, ώστε να εμποδίζεται η αναγνώριση της ακυρότητας μιας ανώνυμης εταιρίας για λόγους άλλους εκτός απ' αυτούς που απαριθμούνται στο άρθρο 11 της οδηγίας αυτής. Επί των δικαστικών εξόδων Μ Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων η οποία κατέθεσα παρατηρήσεις στο Δικαστήριο δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Για τους λόγους αυτούς, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα), κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε o Juzgado de la Primera Instancia e Instrucción, με Διάταξη της 13ης Μαρτίου 1989, αποφαίνεται: Τα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων υποβάλλονται διαφορές εμπίπτουσες στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 68/151/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 1968, περί συντονισμού των εγγυήσεων που απαιτούνται στα κράτη μέλη εκ μέρους των εταιριών, Ι-4160
MARLEASING κατά την έννοια του άρθρου 58, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, για την προστασία των συμφερόντων των εταίρων και των τρίτων, με σκοπό να καταστούν οι εγγυήσεις αυτές ισοδύναμες, οφείλουν να ερμηνεύουν το εθνικό τους δίκαιο υπό το φως του κειμένου και του σκοπού της οδηγίας αυτής, ώστε να εμποδίζεται η αναγνώριση της ακυρότητας μιας ανώνυμης εταιρίας για λόγους άλλους εκτός απ' αυτούς που απαριθμούνται στο άρθρο 11 της οδηγίας αυτής. Mancini O'Higgins Diez de Velasco Κακούρης Kapteyn Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 13 Νοεμβρίου 1990. Ο γραμματέας J.-G. Giraud Ο πρόεδρος του έκτου τμήματος G. F. Mancini Ι-4161