Το ύψος της εφέσιµης ποινής των εκδικαζοµένων, (από τα τριµελή Εφετεία κακουργηµάτων), πληµµεληµάτων, άρθρο 489 παρ.1, εδάφιο στ, του Κ.Ποιν. ικ.



Σχετικά έγγραφα
Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΝΕ ΡΙΑΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ TΡΙΜΕΛΟΥΣ ΣΤΡΑΤΟ ΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ

ΑΝΑΙΤΙΟΛΟΓΗΤΕΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΚΕΣ ΕΦΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΘΩΩΤΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ - ΠΡΟΣΘΗΚΗ. Στο σ/ν «Μεταρρυθµίσεις ποινικών διατάξεων, κατάργηση των καταστηµάτων κράτησης Γ τύπου και άλλες διατάξεις»

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγµατος ΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

ΣΤΑ ΙΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΙΚΗΣ (είναι 4) 2 Η ΙΑ ΙΚΑΣΙΑ ΣΤΟ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟ. Προπαρασκευαστική. Κύρια διαδικασία ΑΡΧΕΣ

Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ι. ΚΩ ΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΙΚΟΝΟΜΙΑΣ. ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ Άρθρα Σελ. ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ Ποινικά δικαστήρια και δικαστικά πρόσωπα 1

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Μαρία Καρ. Μάρκου, Δικηγόρος ΔΕΙΓΜΑ ΕΡΩΤΗΣΕΕΩΝ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Κύκλος ικαιωµάτων του Ανθρώπου ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΗΣ ΙΟΙΚΗΣΗΣ ΣΕ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΙΚΑΣΤΙΚΗ ΙΑΤΑΓΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΘΕΜΑΤΑ ΙΑΜΟΝΗΣ ΑΛΛΟ ΑΠΩΝ

Άποψη περί εφαρμογής ν 4030/2011.

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων I (Μον.Πρωτ.Θεσ/νίκης 1080/1995)

24η ιδακτική Ενότητα ΠΟΙΝΙΚΟ ΙΚΑΙΟ- ΕΓΚΛΗΜΑ. Παρατηρήσεις - Σχόλια - Επεξηγήσεις

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 71/2011

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 8: Η θέση του ανηλίκου ως κατηγορουμένου

Α Π Ο Φ Α Σ Η 32/2011

ΕΛΕΝΗ Α. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ ρ.ν Ι Κ Η Γ Ο Ρ Ο Σ ΤΟ ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ Η ΤΑΧΥ ΡΟΜΙΚΗ ΕΠΙΤΑΓΗ

ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΙΕΘΝΟΥΣ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 187 ΠΚ

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. ΣΥΝΟΨΗ ΤΗΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ Συνοδευτικό έγγραφο στην

Κύκλος ικαιωµάτων του Ανθρώπου

ΕΚΘΕΣΗ ΕΠΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ. «Πρόληψη και καταπολέµηση της εµπορίας ανθρώπων και προστασία των θυµάτων αυτής»

Δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Ο Νόμος 1608/1950 περί καταχραστών δημοσίου χρήματος

Σελίδα 1 από 5. Τ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε ΒΑΣΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

ΧΡΕΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς ν.4321 με τροπ. με ν.4337/2015

Rui Teixeira Neves κατά Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ- ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ

Αθήνα 1Ο Απριλίου 2013 ΠΡΟΣ

Ποινική ικονομία I. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1382/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 24/2014

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜ ΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΟΣΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

Τελευταίως παρατηρείται έξαρση του φαινομένου επιθέσεων, βιαιοπραγιών και διενέργειας ελέγχων σε αλλοδαπούς μετανάστες, σε σχέση με τη νομιμότητα της

Α Π Ο Φ Α Σ Η 25 /2011

Αθήνα, ΑΠ: Γ/ΕΞ/4517/ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ Ε ΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ. Ταχ. /νση: ΚΗΦΙΣΙΑΣ ΑΘΗΝΑ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 12 /2011

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/3095/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 9/2019

Με το παρόν σας υποβάλουµε τις παρατηρήσεις της ΑΠ ΠΧ επί του σχεδίου κανονισµού της Α ΑΕ σχετικά µε τη διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών.

Α Π Ο Φ Α Σ Η 98/2011

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/8150/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 158/2013

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

«Ειδικά θέματα υπαλληλικού και πειθαρχικού δικαίου - Σχέση με ποινική δίκη» Σύντομη επισκόπηση της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΠΟΡΙΣΜΑ. ΘΕΜΑ: ιακοπή κρατήσεων της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) στους συνταξιούχους του ηµοσίου

Η δυνατότητα επιβολής ποινής λιποµαρτυρίας από το Στρατοδικείο σε ιδιώτη µάρτυρα

Η θέση του ετερόρρυθμου εταίρου μετά την ισχύ του Ν. 4072/2012

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 3: Ποινικό Δίκαιο των Ανηλίκων

ΑΔΑ: ΒΙΨΒΗ-Π1Ι Α Α: ΑΝΑΡΗΤΕΑ ΣΤΟ ΙΑ ΙΚΤΥΟ Αθήνα, 17 Ιανουαρίου 2014

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Αριθµός 111/2013 ΤΟ ΠΕΝΤΑΜΕΛΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Μερικές σκέψεις πάνω στην αρχή της ισότητας µε αφορµή την Α.Π. 668/2003 Π Ρ Ο Λ Ο Γ Ο Σ

της δίωξης ή στην αθώωση.

Α Π Ο Φ Α Σ Η 61/2017

Ποινική ικονομία II. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί

Α Π Ο Φ Α Σ Η 97/2011

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

Α Π Ο Φ Α Σ Η 17/2011

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΜΕ ΤΙΤΛΟ «ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΠΑΙΓΝΙΩΝ».

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 4: Βασικές Αρχές της απονομής δικαιοσύνης σε ανηλίκους

ΓΝΩΜΟ ΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

ΑΔΑ: 4ΑΓΜΗ-ΔΡ ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

"Τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα στο Σύνταγμα του Μαυροβουνίου"

Υπηρεσιών.. µε θέµα «ΟΡΙΣΜΟΣ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΓΙΑ ΕΛΕΓΧΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 30/2011

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1091/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 4 /2019

Ne bis in idem, τεκμήριο αθωότητας και η νέα ρύθμιση του άρθρου 5 παρ. 2 εδαφ. β του ΚΔΔ (άρ. 17 του ν. 4446/2016)

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ AΘΗΝΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΕΤΟΥΣ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 101 /2010

ΑΠΟΦΑΣΗ 73 / Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/6702-1/

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

Α Π Ο Φ Α Σ Η 100/2011

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΆΡΘΡΟ 1 ΣΚΟΠΟΣ. (άρθρο 1 και άρθρο 12 της οδηγίας)

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΩΣ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΡΑΤΟΥΣ ΙΚΑΙΟΥ

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 7: Ιδιαιτερότητες της ποινικής διαδικασίας ανηλίκων

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΓΙΑ ΤΑ ΠΡΑΚΤΙΚΑ

ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΥΠΡΟΣ. Σύνταγμα Διεθνείς Συμβάσεις Πρωτογενής νομοθεσία Δευτερογενής νομοθεσία. Δικαστήρια

Απόφαση ικαστηρίου 10 Σεπτεµβρίου 2002 Θεσσαλονίκη. Κατά πλειοψηφία αποφαίνεται το δικαστήριο ότι πρόκειται για παράβαση των άρθρων 1

Α Π Ο Φ Α Σ Η 76/2011

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η θέση της πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΘΕΜΑ: ΟΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 4322/2015

ΜΑΘΗΜΑ: «ΓΕΝΙΚΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΙΚΑΙΟ» A ΚΛΙΜΑΚΙΟ (Α-Κ)

δικαίου προς τις διατάξεις του καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου που κυρώθηκε με τον ν. 3003/2002 (ΦΕΚ Α 75)»

Θέµα εργασίας : Γενικές Συνταγµατικές Αρχές «Απαγόρευση κατάχρησης δικαιώµατος» Καµιντζή Ιωάννα Α.Μ:322 Ε Mail:

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/5969-1/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 181/2014

Transcript:

Το ύψος της εφέσιµης ποινής των εκδικαζοµένων, (από τα τριµελή Εφετεία κακουργηµάτων), πληµµεληµάτων, άρθρο 489 παρ.1, εδάφιο στ, του Κ.Ποιν. ικ. Η διάκριση των αξιόποινων πράξεων ανάλογα µε την in abstracto βαρύτητα τους, την οποία προβλέπει το Ελληνικό ποινικό σύστηµα, άρθρο 18ΠΚ, (υιοθετώντας και τις σχετικές επί του θέµατος απόψεις του Ηλιόπουλου) 1, σε πταίσµατα, πληµµελήµατα και κακουργήµατα έχει συγκεκριµένες και κοινές συνέπειες για κάθε οµάδα εγκληµάτων. Η τριχοτόµηση αυτή έχει πολλαπλές πρακτικές συνέπειες τόσο στο πεδίο του ουσιαστικού Ποινικού ικαίου όσο και της Ποινικής ικονοµίας 2. Η κοινότητα και η οµοιοµορφία των συνεπαγοµένων, κατά επίπεδο εγκληµατικής βαρύτητας, συνεπειών εκφράζει την ανάγκη ίδιας αντιµετώπισης των αυτών περιπτώσεων, πράγµα το οποίο υπηρετεί µε τον καλύτερο τρόπο την ασφάλεια και την κοινωνικότητα 3 του ικαίου. Κάθε, λοιπόν, αποµάκρυνση ή διαφοροποίηση από τις παραπάνω γενικές και αφηρηµένες αρχές αφενός µεν πρέπει να στηρίζεται σε απόλυτα αιτιολογηµένη και 1 Βλ. Τ.Ηλιόπουλου "Σύστηµα Ελληνικού Ποινικού ικαίου" εκδόσεις Τζάκα- ελαγραµµάτικα, 1936, σελ. 137. 2 Βλ. Γ.Α. Μαγκάκη "Ποινικό ίκαιο" Γενικό Μέρος, εκδόσεις Παπαζήση 1981, σελ. 130 3 Βλ. Γ.Μιχαηλίδου-Νουάρου " ίκαιον και κοινωνική συνείδησις", εκδόσεις Παπαζήση 1971, σελ. 71, βαθµός κοινωνικότητας του ικαίου = βαθµός αποδοχής του από την κοινωνία.

υψηλά αξιολογηµένη ανάγκη αφετέρου δε να µην έρχεται σε σύγκρουση µε τη γενικότερη δογµατική αντίληψη του Ποινικού ικαίου. Αφορµή για το παρόν σηµείωµα αποτελεί το, συχνά, εµφανιζόµενο στη δικαστηριακή πρακτική πρόβληµα προσδιορισµού του ορίου της εφέσιµης ποινής των πληµµεληµάτων, τα οποία εκδικάζονται στα ακροατήρια των τριµελών εφετείων ή των µεικτών ορκωτών δικαστηρίων. Η εξαιρετική αυτή αρµοδιότητα των πιο πάνω δικαστηρίων προκύπτει είτε λόγω συµµετοχής ή συναφείας, (όταν δικάζουν συναφή προς κακουργήµατα πληµµελήµατα), είτε διότι τα δικαστήρια αυτά δέχτηκαν τέλεση αδικήµατος σε βαθµό πληµµελήµατος κατά επιτρεπτή µεταβολή νοµικού χαρακτηρισµού της κατηγορίας. Το σχετικό άρθρο 489 παρ. 1 εδάφιο στ, του Κ.Ποιν. ικ. προβλέπει ότι έφεση επιτρέπεται κατά της απόφασης του µεικτού ορκωτού δικαστηρίου και του τριµελούς εφετείου µε την προϋπόθεση ότι επιβλήθηκε στον κατηγορούµενο "ποινή στερητική της ελευθερίας διάρκειας τουλάχιστον δύο ετών" και σήµερα, µετά την τελευταία τροποποίηση τουλάχιστον ενός έτους. Μια ερµηνευτική προσέγγιση στη βάση της (στενής) γραµµατικής ερµηνείας οδηγεί στο συµπέρασµα ότι η διατύπωση της ως άνω διάταξης δεν εξαιρεί από τη ρύθµιση τα πληµµελήµατα. Είναι, όµως, ορθή αυτή η εξοµοίωση; Η τυχαία εκδίκαση µιας υπόθεσης από το τριµελές εφετείο, η οποία είναι πιθανόν να οφείλεται ακόµη και σε λανθασµένο βαρύτερο χαρακτηρισµό της πράξης κατά την άσκηση της ποινικής δίωξης 4 ή κατά την παραποµπή του 1991, σελ. 643 4 Βλ. απόφαση ΤριµΕφετΘεσσαλονίκης 84/1991, περιοδικό Υπεράσπιση

κατηγορούµενου στο ακροατήριο µε βούλευµα, δικαιολογεί την υιοθέτηση αυτής της άποψης; 5 Αν και η τελολογική ερµηνεία στις διάφορες µορφές της, (πλην της αναλογικής), είναι η προσφορότερη και η πλέον ενδεδειγµένη ερµηνευτική µέθοδος, µια προσεκτικότερη γραµµατική ερµηνεία παρέχει και αυτή ορισµένα στοιχεία. Η διατύπωση, λοιπόν, της διάταξης αναφέρεται για τον προσδιορισµό της εφεσίµου ποινής στο είδος του δικαστηρίου και όχι στο είδος του εγκλήµατος. Αυτή η πλήρης αποσύνδεση των ορίων της εφεσίµου ποινής από το βαθµό πταίσµατος του δράστη και η αποκλειστική σύνδεση τους µε το βαθµό του δικαστηρίου παραβιάζει κατάφωρα την αρχή του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγµατος, (η οποία καθιερώνει την ισότητα των Ελλήνων πολιτών ενώπιον του νόµου). " ύο διαφορετικά πρόσωπα φερόµενα ως υπαίτια αδικήµατος σε βαθµό πληµµελήµατος, πρέπει να υφίστανται τις αυτές συνέπειες και να µη γίνεται αδικαιολόγητη διάκριση αφορώσα την προσωπική ελευθερία του προσώπου". 6 Η διαφοροποίηση αυτή των 6 µηνών, (12 µήνες στο τριµελές εφετείο µείον 4 µήνες στο τριµελές πληµµελειοδικείο), δεν µπορεί να γίνει αποδεκτή ούτε ηθικά ούτε νοµικά. Το επιχείρηµα ότι ο νοµοθέτης στην παρ. 1 εδ. γ του άρθρου 489 παραπέµπει µόνο στα πληµµελήµατα των άρθρων 111 και 116 και συνεπώς ότι αυτή η ρητή αναφορά εκφράζει τη θέληση του να 5 η οποία έρχεται, µάλιστα, σε αντίθεση µε το πλέγµα όλων των αρχών του Ελληνικού Ποινικού συστήµατος, (ουσιαστικού και δικονοµικού), που αφορούν την ευνοϊκή µεταχείριση του κατηγορουµένου. 6 Βλ. περιοδικό Υπεράσπιση 1991, σελ. 644, την απόφαση του ΤριµΕφετΘεσσαλονίκης 84/1991

αποκλείσει κάθε άλλη περίπτωση δεν ευσταθεί για δύο λόγους. Πρώτον διότι η νοµοθετική βούληση είναι δέσµια των Συνταγµατικών επιταγών και εφόσον στη προκειµένη περίπτωση παραβιάζεται καταφανέστατα η αρχή της ισότητας, επιχειρήµατα εκ συνεπαγωγής, (όπως το προηγούµενο), στερούνται παντελώς αξίας. εύτερον τόσο διότι η διαδικασία ψήφισης νοµοθετηµάτων είναι απόλυτα βιοµηχανοποιηµένη" όσο και διότι η γενικότερη λειτουργία του πολιτεύµατος, (τµήµα του οποίου αποτελεί η νοµοθετική εξουσία), δεν επιτρέπει αισιοδοξία για το είδος των αξιολογήσεων που γίνονται 7. Άλλωστε οι (συχνές) µεµονωµένες επεµβάσεις και οι αποσπασµατικές τροποποιήσεις, (και οι τροποποιήσεις των τροποποιήσεων), διασπούν τον (όποιο) ιδεολογικό-δογµατικό προσανατολισµό του Ποινικού ικαίου, επιτρέπουν την εισδοχή διατάξεων "σκόπιµων", αναχρονιστικών, αντικρουόµενων µε τις ήδη υπάρχουσες, οι οποίες αφενός µεν κλονίζουν την ασφάλεια του ικαίου, 7 Όπως επισηµαίνει και ο V. Ferrari "Λειτουργίες του ικαίου", εκδόσεις Σάκκουλα 1992, σελ. 187-188 "προπάντως, οι ίδιοι κανόνες εκδίδονται σοβαρά νοθευµένοι από συµβιβασµούς, που επιτυγχάνονται συχνά υπό την επήρεια εντάσεων και που θίγουν µάλλον τη λεκτική διατύπωση παρά τα περιεχόµενα, για τον πρόσθετο λόγο ότι συµφέρει σε πολλές πολιτικές πλευρές να αφήνουν ανοιχτά πλατιά περιθώρια διακριτικής ευχέρειας και να µετακυλίουν "προς τα εµπρός" στη διοίκηση και στους δικαστές την ευθύνη των συγκεκριµένων επιλογών. Παρόµοιοι κανόνες προκαλούν σύγχυση προπαντός στους ειδικούς, που µπροστά σε κείµενα σκοτεινά από σηµασιολογική σκοπιά και ασύνδετα από συντακτική άποψη δεν µπορούν να προσφύγουν µε σιγουριά στη βοήθεια των συνηθισµένων ερµηνευτικών µεθόδων. Οι πολλαπλές ερµηνείες που µπορούν αυτοί οι κανόνες να υπαγορεύσουν διαφέρουν ανάλογα µε το είδος του ερµηνευτή και το είδος του αποδέκτη."

αφετέρου δε δεν παρέχουν καµιά βεβαιότητα για την υποτιθέµενη νοµοθετική βούληση. Κατόπιν όλων αυτών είναι προφανές ότι η αναζήτηση της νοµοθετικής βούλησης παρέλκει, αφού δεν παρέχει την αναγκαία βεβαιότητα για την ερµηνεία-αξιολόγηση της διάταξης του άρθρου 489, παρ. 1, εδ. στ. Άλλωστε ο ισχυρισµός ότι ο νοµοθέτης εν γνώσει του προχώρησε σ' αυτή τη ρύθµιση λαµβάνοντας υπόψιν, αποκλειστικά, το είδος του δικαστηρίου που εκδίδει την απόφαση 8, καταρρέει στην περίπτωση αντιστροφής του περιεχοµένου του. Αφού ο νοµοθέτης στην παρ. 1, εδ. γ του ίδιου άρθρου 489, για τον προσδιορισµό του ύψους της εφέσιµης ποινής λαµβάνει υπόψιν του τόσο το είδος του δικαστηρίου όσο και το είδος του εγκλήµατος, θα έπρεπε κατά συνέπεια αυτό να ισχύσει και στο εδ. στ και ως εκ τούτου είναι σαφές ότι στο εδ. στ είτε από παραδροµή είτε από προχειρότητα δεν περιέλαβε τις περιπτώσεις συνάφειας ή συµµετοχής ή επιτρεπτής αλλαγής του νοµικού χαρακτηρισµού από το δικαστήριο. Για την υπεράσπιση της διατύπωσης του εδ. στ, που δεν διακρίνει σε κακουργήµατα και πληµµελήµατα, (για το ύψος της εφέσιµης ποινής), επιστρατεύεται 9 και ο ισχυρισµός ότι δεν θίγεται η ισότητα εφόσον η πράξη έχει εκδικαστεί από ανώτερο δικαστήριο, το οποίο παρέχει "µείζονες εγγυήσεις" από τα κατώτερα. Πρώτον είναι θέµα απλής λογικής ότι παραβιάζεται η αρχή της ισότητας, όταν ίδιες περιπτώσεις δεν έχουν την αυτή αντιµετώπιση. εύτερον το ισχύον 8 Βλ. έτσι Αθανάσιος Κονταξής και Νικόλαος Τσούτσας σε σχετική εργασία τους στα Ποινικά Χρονικά ΛΘ (1989) 270 εως 273. 9 Α.Κονταξής/Ν.Τσούτσας, Πχρ. ΛΘ(1989) σελ. 273.

Σύνταγµα καµία ανάλογη "ποιοτική" διάκριση των ποινικών δικαστηρίων δεν προβλέπει 10. Τρίτον η τυχαία εκδίκαση της υπόθεσης από το εφετείο ή το ΜΟ, µε κρίση ότι υπόκειται τέλεση πληµµελήµατος, δεν συνιστά δικαιολογητικό λόγο περιορισµού των δικαιωµάτων του κατηγορουµένου. Με άλλα λόγια το τυχαίο γεγονός δεν µπορεί να θεωρηθεί κριτήριο διαφοροποίησης µεταξύ δύο όµοιων περιπτώσεων 11. Εκτός αυτού ο προσδιορισµός της εφέσιµης ποινής µε βάση το συνδυασµό του είδους του δικαστηρίου και του είδους του εγκλήµατος ανταποκρίνεται και στο χαρακτήρα του Ελληνικού Ποινικού ικαίου, το οποίο συναρτά την "ποσότητα" και την "ποιότητα" της αντίδρασης του και από το βαθµό πταίσµατος του δράστη. Τη στενή γραµµατική ερµηνεία του εδ. στ, το οποίο οδηγεί σε ακρότητες, αποκρούει και η παραπάνω απόφαση υπ'αριθµ. 84/1991 του ΤριµΕφετΘεσσαλονίκης 12, η οποία αντλεί επιχείρηµα από το γεγονός ότι όταν το εφετείο δικάζει σε πρώτο βαθµό πληµµελήµατα προσώπων που απολαµβάνουν ειδικής καθ' ύλην δωσιδικίας, τότε το εφέσιµο της ποινής φυλάκισης ορίζεται πάνω από τρεις µήνες. Άλλωστε για όσους ανάγουν σε υπέρτατο ερµηνευτικό εργαλείο την (υποτιθέµενη) νοµοθετική βούληση το γεγονός ότι πρόσφατα ο νοµοθέτης προχώρησε σε ρύθµιση του άλλου συναφούς θέµατος του άρθρου 497 παρ. 6 παρέχοντας τη δυνατότητα αναστολής των αποφάσεων του 10 άρθρα 96 και 97. 11 όπως σηµειώνει και η Ε.Συµεωνίδου-Καστανίδου στο περιοδικό Υπεράσπιση 1991, σελ.648. 12 Βλ. περιοδικό Υπεράσπιση 1991, σελ. 643.

τριµελούς εφετείου και του ΜΟ κατόπιν άσκησης έφεσης και εφόσον αυτά επιβάλουν ποινή φυλάκισης 13, αποτελεί χαρακτηριστικό δείγµα των νοµοθετικών προθέσεων και κατευθύνσεων. Τα αδιέξοδα, στα οποία οδηγεί η άποψη της εξοµοίωσης όλων των εγκληµάτων, φαίνονται ιδιαίτερα στην περίπτωση των πταισµάτων, τα οποία φέρονται προς εκδίκαση, (π.χ. λόγω συναφείας), στα ακροατήρια των τριµελών εφετείων. Η εφαρµογή του ορίου του ενός έτους θα είχε ως αποτέλεσµα οι συγκεκριµένες πταισµατικές παραβάσεις να στερούνται, παντελώς και εκ των προτέρων, της δυνατότητας δευτεροβάθµιας κρίσης. Έτσι και αλλιώς πάντως και αυτή η θέσπιση ορίων για τη θεµελίωση του δικαιώµατος υποβολής έφεσης δεν µπορεί να γίνει άκριτα αποδεκτή κάτω από το πρίσµα των ιεθνών Συµβάσεων για τα ικαιώµατα του Ατόµου, (τις οποίες έχει υπογράψει η χώρα µας) 14, και των συνταγµατικών επιταγών περί ισότητας. Πρέπει να σηµειωθεί στο σηµείο αυτό ότι, µε αφορµή το συναφές θέµα (ήδη λυµένο de lege lata) της δυνατότητας ανασταλτικού αποτελέσµατος της έφεσης κατά των αποφάσεων του τριµελούς εφετείου και του ΜΟ, όταν αυτά επιβάλλουν ποινή φυλάκισης, τµήµα της νοµολογίας αλλά και της θεωρίας δέχεται την ερµηνευτικήδιαπλαστική επέµβαση του δικαστή για την άρση της αοριστίας γύρω 13 µε το νόµο 2145/93 (άρθρο 3, παρ. 11), γνωστόν ως πολυνοµοσχέδιο, δίνοντας έτσι µια λύση σύµφωνη µε τις πάγιες απόψεις της θεωρίας και σοβαρού τµήµατος της νοµολογίας. 14 Βλ. Στέργιου Αλεξιάδη "Ανθρώπινα δικαιώµατα και ποινική καταστολή", εκδόσεις Σάκκουλα, 1990, Κων. Κωνσταντινίδη "Ποινικό δίκαιο και ανθρώπινη αξιοπρέπεια", εκδόσεις Σάκκουλα, 1987, και" Ανθρώπινα ικαιώµατα" (βασικές συµβάσεις) έκδοση του Ελληνικού τµήµατος της ιεθνούς Αµνηστίας.

από το θέµα, θεωρώντας ότι "η διεργασία αυτή του δικαστού δεν συνιστά υποκατάσταση του νοµοθέτη αλλά επιβεβληµένη υποχρέωση εφαρµογής νόµου σε περίπτωση εµφανίσεως περιπτώσεως, η οποία έχει ανάγκη ρυθµίσεως βάσει των ισχυουσών διατάξεων" 15. Είναι προφανές ότι το κίνητρο και η δικαιολόγηση µιας τέτοιας επέµβασης στηρίζονται στην απλή διαπίστωση ότι η κακή ή ελλειπής διατύπωση του νόµου δεν µπορεί να παραβιάζει την αρχή της ισότητας. "Αν ο νοµοθέτης δεν κατορθώνη να εκφρασθή - ίσως λόγω φόρτου εργασίας - αρκούντως σαφώς, δεν είναι έργον του δικαστού να καταδωρίζη εισιτήριον δια τας φυλακάς" 16. Πέραν, όµως όλων αυτών, η παλαιότερη, άποψη υπαγωγής των πληµµεληµάτων στη διετία των κακουργηµάτων και νυν η πρόβλεψη του έτους, ως ελαχίστου ορίου, "παραδόξως παραβλέπει την εφαρµογή των αρχών αυτών, οι οποίες επιβάλλουν την υπέρ των κατηγορουµένων ευνοϊκή µεταχείριση κατά την εφαρµογή διαφόρων δικονοµικών διατάξεων" 17.Συνεπώς και αν ακόµη θεωρηθεί ασαφής η σχετική διάταξη ή εκτιµηθεί ότι υφίσταται νοµοθετικό κενό, η προσφυγή στις αρχές in dubio pro reo και in dubio pro mitiore, (στο 15 Βλ. απόφαση ΕφετΑθηνών 416/1988, Πχρ.ΛΗ(1988), σελ.422. 16 Κατά τη γνωστή ρήση του Χωραφά, (Ποινικόν ίκαιον, τόµος 1ος, εκδόσεις Σάκκουλα, έκδοση 9η, σελ.65), την οποία επικαλείται και ο Η. Αναγνωστόπουλος σε παρατηρήσεις του στην απόφαση ΑΠ 2/1989 Τµ. Στ., ΝΟΒ 1989, σελ. 765, όπου σχολιάζει, επιδοκιµάζοντας, την άποψη της µειοψηφίας, η οποία δέχεται τη δικαστική επέµβαση για την άρση της αδικίας. 17 Σύµφωνα µε την θέση του εισαγγελέα Ι. Φραντζεσκάκη, στη µελέτη του στο ΝΟΒ 1988, σελ. 851 "Νοµικές συνέπειες στις περιπτώσεις κακουργηµάτων που χαρακτηρίζονται ως πληµµελήµατα από τα αρµόδια δικαστήρια".

χώρο του δικονοµικού και του ουσιαστικού δικαίου αντίστοιχα), οι οποίες αποτελούν δύο βασικούς άξονες ευθυγράµµισης του Ελληνικού ποινικού συστήµατος 18, είναι η µόνη διέξοδος. Κάθε, λοιπόν, σχετική αµφισβήτηση λύεται µε την εφαρµογή των παραπάνω αρχών. Στην προκειµένη περίπτωση, η υπέρ του κατηγορουµένου ερµηνεία οδηγεί στην αποδοχή της άποψης ότι το όριο της εφέσιµης ποινής προσδιορίζεται µε βάση τον συνδυασµό του είδους του ικαστηρίου και του είδους του εγκλήµατος 19. Άλλωστε σε κάθε περίπτωση, οι αµφιβολίες που µπορεί να γεννά ο νόµος δεν µπορούν να οδηγούν σε επιβάρυνση της θέσης του κατηγορουµένου ούτε δικαιολογούν επέλευση δυσµενών αποτελεσµάτων σε βάρος του 20. Συνεπώς το όριο του ενός έτους σύµφωνα µε το άρθρο 489 του Κ.Ποιν. ικ. παρ.1, εδ. στ, αφορά αποκλειστικά όσα εγκλήµατα εισήχθησαν ως πληµµελήµατα αλλά χαρακτηρίστηκαν, [τελικώς], στην καταδικαστική απόφαση, ως κακουργήµατα. Αποδοχή κάθε άλλης 18 Βλ. Β.Ι. Ζησιάδη "Η εφαρµογή της αρχής in dubio pro reo στα στάδια της ποινικής διαδικασίας", εκδόσεις Σάκκουλα, 1989, σελ. 11 εποµ., (και γενικά σε ολόκληρο το πόνηµα), και τις εκεί αναφερόµενες πηγές. 19 Την άποψη αυτή, (της εφαρµογής δηλ. της αρχής εν αµφιβολία υπέρ του κατηγορουµένου), ασπάζεται και ο Ν. ακαναλάκης στα Π.Χρονικά ΛΕ(1985) σελ 1021. Άλλωστε, όπως τονίζει και ο Ι.Φραντζεσκάκης (ό.π.), η ανάλογη εφαρµογή των σχετικών διατάξεων επιτρέπεται µόνον αν αυτή γίνεται in bonam partem, προς το συµφέρον του κατηγορούµενου, και όχι προς θεµελίωση ή επαύξηση του αξιοποίνου, άποψη µε την οποία συµφωνεί και ο Γ. Σταθέας, Π.Χρονικα ΛΓ(1983) σελ. 100 εποµ. και η Ε. Συµεωνίδου-Καστανίδου (ό.π.) 20 όπως επισηµαίνεται και στην απόφαση 84/1991 του ΤριµΕφετΘεσσαλονίκης (ό.π.)

λύσης οδηγεί σε ακρότητες και κατάφωρη αδικία. Επειδή, όµως, το όλο θέµα είναι σοβαρό και δεν υπάρχει, (όπως θα έπρεπε), η αναγκαία οµοφωνία, (και η διάσταση αυτή λειτουργεί σε βάρος των δικαιωµάτων του κατηγορουµένου), οφείλει ο νοµοθέτης να προχωρήσει σε άµεση ρύθµιση του, έτσι ώστε η διασφάλιση της αρχής της ισότητας να προκύπτει και µε µια απλή ανάγνωση της σχετικής διάταξης. Φαίνεται ότι ο, όσο το δυνατόν µεγαλύτερος, περιορισµός, (µε τελικό στόχο την απάλειψη τους), των "αξιολογικών" στοιχείων από τα δικονοµικά κείµενα και η πλήρης µετατροπή τους σε "περιγραφικά", είναι η µόνη διαδικασία, που µπορεί να εγγυηθεί την προστασία των δικαιωµάτων του κατηγορουµένου αλλά και, γενικότερα, την τήρηση των Συνταγµατικών επιταγών 21. 21 Αφού και αυτή η ισχύς των παραπάνω αξιωµάτων i.d.p.r. και i.d.p.m., τα οποία είναι άµεσα συνδεδεµένα µε την αρχή της ελεύθερης εκτίµησης των αποδείξεων, µε την αρχή nullum crimen sine lege και το τεκµήριο της αθωότητας του κατηγορουµένου, και τα οποία δέχεται σύµπασα η Ελληνική θεωρία και νοµολογία, αµφισβητείται ευθέως "ενόψει του ότι η δίκη δεν είναι αποκλειστική υπόθεση του εκάστοτε κατηγορουµένου", σύµφωνα µε την άποψη των Α.Κονταξή/Ν.Τσούτσα, Π.Χρονικά ΛΘ (1989) σελ. 272. Βεβαίως τέτοιου είδους απόψεις δεν µπορούν να γίνουν αποδεκτές στα τέλη του 20 ου αιώνα, αφού απηχούν αντιλήψεις άλλων εποχών, όταν ίσχυε η αρχή pro societas, την οποία εφήρµοζε και το ναζιστικό καθεστώς. Για αυτά βλ. περισσότερα στο βιβλίο του Β.Ι. Ζησιάδη (ό.π.)