Μύθοι του Αισώπου σε μορφή κόμικς Εργασία από τα παιδιά της Ε τάξης
Η ΧΕΛΩΝΑ ΚΑΙ Ο ΒΑΤΡΑΧΟΣ Μια φορά και ένα καιρό ήταν μια μικρή χελώνα. Μια μέρα είπε στη μητέρα της: - Μητέρα, εμείς οι χελώνες, είμαστε πολύ δυστυχισμένα ζώα. - Γιατί το λες αυτό κόρη μου; τη ρώτησε η μητέρα της. - Γιατί κουβαλάμε συνέχεια αυτό το βαρύ καύκαλο, σερνόμαστε στη γη και δεν μπορούμε να τρέξουμε ούτε να πηδήξουμε. Η μικρή χελώνα παραπονέθηκε επίσης ότι δεν είχε πηδήσει ποτέ της όπως ο φίλος της ο βάτραχος. - Μη στενοχωριέσαι κόρη μου, της απάντησε η μητέρα της που γνώριζε πολλά από τη ζωή. Μια μέρα θα θυμηθείς τα λόγια μου. Ένα μεσημέρι, η μικρή χελώνα πήγε να βρει το φίλο της το βάτραχο. Εκείνος, μόλις την είδε, άρχισε να πηδάει από τη χαρά του. Ξαφνικά ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος. Ήταν ένα άλογο που κάλπαζε προς το μέρος τους. Το ένα του πόδι έπεσε επάνω στη χελώνα. Μα το καύκαλό της ήταν σκληρό και σώθηκε. Δε συνέβη όμως το ίδιο με τον άτυχο βάτραχο. Το βαρύ πόδι του αλόγου τον έλιωσε. Τρομαγμένη η χελώνα έτρεξε στη μητέρα της. Όταν της είπε τι είχε συμβεί εκείνη της απάντησε: - Θυμάσαι τα λόγια μου; Άλλη φορά να μην παραπονιέσαι που γεννήθηκες χελώνα.
Η ΑΛΕΠΟΥ ΚΑΙ Ο ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΣ Μια φορά κι ένα καιρό, ήταν μια πονηρή αλεπού που ήταν πολύ πεινασμένη. Μια μέρα, είδε ένα κορυδαλλό να κρύβεται στους θάμνους και ήθελε να τον φάει. Όταν την είδε ο κορυδαλλός, κατάλαβε ότι ήθελε να τον φάει και πέταξε ψηλά. Τότε, η αλεπού του δικαιολογήθηκε, ότι την παρεξήγησε και ότι σκόνταψε σε ένα κλαρί και έπεσε μπροστά στη φωλιά του. Για να τον κάνει να έρθει κοντά της του είπε ότι άκουσε ένα σπουργίτη να τραγουδά καλύτερα από αυτόν. Ο κορυδαλλός δεν πίστεψε την αλεπού και όταν αυτή τον παρακάλεσε να κατέβει κάτω για να μιλήσουν, αυτός αρνήθηκε. Την προσκάλεσε όμως να ανέβει εκείνη ψηλά στο δέντρο. Η αλεπού κατάλαβε ότι ο κορυδαλλός ήταν έξυπνος και δε θα κατάφερνε να τον φάει. Αναγκάστηκε λοιπόν να φύγει νηστική και ταπεινωμένη ενώ ο κορυδαλλός πετούσε από πάνω της και τραγουδούσε.
Ο ΛΥΚΟΣ ΚΑΙ Η ΚΑΤΣΙΚΑ Κάποτε μια κατσίκα έφυγε από το κοπάδι της και βρέθηκε ανάμεσα σε μερικούς θάμνους. Ξαφνικά, ένας λύκος πετάχτηκε μέσα από τους θάμνους. Η κατσίκα φοβήθηκε πάρα πολύ. Νόμιζε ότι ο λύκος θα την έτρωγε. Εκείνος όμως της ζήτησε τη βοήθειά της γιατί τον κυνηγούσαν μερικοί χωρικοί. Της ζήτησε να πει στους χωρικούς ότι πήγε στην απέναντι πλαγιά και της υποσχέθηκε ότι αν τον βοηθούσε θα της έκανε ένα μεγάλο δώρο. Έτσι και έγινε. Οι χωρικοί έφυγαν μακριά και ο λύκος σώθηκε από τις σφαίρες τους. Η κατσίκα τότε ζήτησε από το λύκο το δώρο που της είχε υποσχεθεί. Ο λύκος της είπε ότι ήταν πολύ κουτή και ότι της έκανε το μεγαλύτερο δώρο. Της χάρισε τη ζωή που είναι το σημαντικότερο δώρο που έχει ο άνθρωπος. Τη χαιρέτησε και έφυγε για τη φωλιά του.
Η ΧΕΛΩΝΑ ΠΟΥ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΠΕΤΑΞΕΙ Μια φορά κι ένα καιρό, στην αυλή ενός χωριατόσπιτου, ζούσε μια χελώνα που όνειρό της ήταν να πετάξει. Ζήλευε τις πάπιες γιατί πετούσαν όποτε ήθελαν και έβλεπαν τον κόσμο από ψηλά. Μια μέρα λοιπόν, οι πάπιες άκουσαν το παράπονο της χελώνας και τη λυπήθηκαν. Της είπαν ότι θα μπορούσε να πετάξει μαζί τους. Οι δυο πάπιες έπιασαν με το στόμα τους ένα κομμάτι ξύλο και η χελώνα το κρατούσε από τη μέση. Έτσι, πέταξαν και οι τρεις πολύ ψηλά. Τι όμορφα που ήταν ψηλά στον ουρανό! Επιτέλους πραγματοποίησε το μεγάλο της όνειρο! Πετούσε! Η χελώνα όμως μέθυσε τόσο πολύ από τη χαρά της που νόμισε ότι θα μπορούσε να πετάξει και μόνη της. Άφησε λοιπόν το ξύλο, έπεσε στη γη και σκοτώθηκε. Αυτό το παραμύθι μας διδάσκει ότι πρέπει να είμαστε ευχαριστημένοι με τη μορφή που μας έδωσε ο θεός και να μη ζηλεύουμε τους γύρω μας.
Ο ΦΑΝΤΑΣΜΕΝΟΣ ΚΟΚΟΡΑΣ Σε μια αυλή ζούσε κάποτε ένας κόκορας που είχε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του. Έλεγε ότι είχε την πιο δυνατή φωνή και ότι θα μπορούσε να νικήσει οποιονδήποτε κόκορα στον κόσμο. Μια μέρα, τα παιδιά του σπιτιού, άφησαν στην αυλή ένα μικρό αμαξάκι. Ο κόκορας φαντάστηκε ότι με αυτό θα μπορούσε να ταξιδέψει σ όλο τον κόσμο για να τον δουν όλες οι κότες και τα κοκόρια και να θαυμάσουν την ομορφιά του. Δυο γάτοι που τον άκουσαν, τον ρώτησαν αν θα ήθελε να μπει στο αμαξάκι και αυτοί να το σέρνουν. Ο κόκορας συμφώνησε, μπήκε μέσα και άρχισε να τους φωνάζει να τρέξουν πιο γρήγορα. Μα στη γωνιά του κήπου, οι γάτοι σταμάτησαν, όρμισαν επάνω του και τον έφαγαν. Έτσι, ο κόκορας πλήρωσε το γεγονός ότι ήταν καυχησιάρης αλλά και κουτός.
Ο ΒΟΣΚΟΣ ΚΑΙ Ο ΛΥΚΟΣ Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένας βοσκός που φύλαγε τα πρόβατά του. Μια μέρα, αποφάσισε να κάνει ένα αστείο στους συγχωριανούς του γιατί βαριόταν. Φώναξε, «Βοήθεια! Λύκος! Λύκος!» και οι συγχωριανοί του έτρεξαν να τον βοηθήσουν. Όταν έφτασαν στο βουνό τον ρώτησαν που είναι ο λύκος. Εκείνος γέλασε και τους είπε ότι ήταν αστείο. Ο βοσκός έκανε το ίδιο αστείο πολλές φορές. Μια φορά όμως, ένας λύκος πράγματι εμφανίστηκε και επιτέθηκε στα πρόβατα. Ο βοσκός έτρεξε προς το χωριό και φώναξε: «Βοήθεια! Λύκος! Λύκος!». Οι συγχωριανοί του τον άκουσαν αλλά δεν τον πίστεψαν γιατί νόμιζαν ότι ήταν αστείο. Τότε, εκείνος τους εξήγησε ότι δεν έλεγε ψέματα. Τελικά, πήγαν όλοι στο βουνό και είδαν το λύκο να φεύγει τρέχοντας και τριγύρω τους βρίσκονταν πολλά σκοτωμένα πρόβατα.
Ο ΛΑΓΟΣ ΚΑΙ Η ΧΕΛΩΝΑ Μια φορά κι έναν καιρό μαζεύτηκαν όλα τα ζώα του δάσους και άκουγαν το λαγό που υπερηφανευόταν ότι είναι ο πιο γρήγορος. Τότε η σοφή κουκουβάγια τον προκάλεσε σε αγώνα δρόμου με τη γέρικη χελώνα και ο λαγός δέχτηκε. Ξεκινάει λοιπόν ο λαγός τρεχάτος και αφήνει πίσω του την καημένη τη χελώνα που περπατούσε σιγά-σιγά. Στο δρόμο του ο λαγός βρίσκει ένα χωράφι με καρότα και σταματάει να φάει μερικά. Όμως τα καρότα ήταν νόστιμα κι έφαγε πάρα πολλά. Μετά από το πολύ φαγητό έπεσε και κοιμήθηκε για πολλές ώρες. Η χελώνα όμως σιγά-σιγά τον προσπέρασε κι έφτασε πρώτη στο τέρμα. Έτσι η χελώνα νίκησε το λαγό γιατί δεν αρκεί να καυχιέσαι για κάτι, αλλά και να προσπαθείς να το πετύχεις.
ΤΟ ΛΙΟΝΤΑΡΙ ΚΑΙ Ο ΓΑΙΔΑΡΟΣ Μια φορά ζούσε στο δάσος ένα γέρικο λιοντάρι που δεν μπορούσε να κυνηγήσει γιατί κουραζόταν εύκολα. Μια μέρα λοιπόν, καθώς ήταν ξαπλωμένο κάτω από ένα δέντρο και η κοιλιά του γουργούριζε από την πείνα είδε ένα γάιδαρο να έρχεται προς το μέρος του γκαρίζοντας. Τότε, του ήρθε μια ιδέα. Είπε λοιπόν στο γάιδαρο: - Καλέ μου γάιδαρε δεν έχω ακούσει πιο δυνατή φωνή από τη δική σου. Αν θέλεις, ίσως μπορείς να με βοηθήσεις. - Τι μπορώ να κάνω για εσάς μεγάλε μου άρχοντα; ρώτησε ο γάιδαρος. - Θέλω όταν βλέπεις ζώο να γκαρίζεις δυνατά για να έρχονται σε εμένα και να τα τρώω. - Εντάξει, είπε ο γάιδαρος. Έτσι και έγινε. Ο γάιδαρος γκάριζε, τα ζώα πήγαιναν προς το λιοντάρι και εκείνο τα έτρωγε. Βλέπετε, ήταν πολύ γέρικο για να κυνηγήσει την τροφή του. Ο γάιδαρος καμάρωνε με τα καμώματά του. Μια μέρα όμως μια λεοπάρδαλη, που περνούσε από εκεί, πλησίασε το γάιδαρο και τον έφαγε. Έτσι λοιπόν, ο γάιδαρος είχε την ίδια τύχη με όλα τα άλλα ζώα του δάσους.
ΤΟ ΠΑΘΗΜΑ ΤΟΥ ΛΥΚΟΥ Μια φορά κι ένα καιρό, το λιοντάρι, ο βασιλιάς των ζώων, αρρώστησε βαριά και κάλεσε όλα τα ζώα για να του πουν τι φάρμακο να πάρει. Μαζί με τα άλλα ζώα πήγε στο λιοντάρι και ο λύκος. Εκείνος του είπε ότι μόνο η αλεπού ξέρει τo φάρμακο που πρέπει να πάρει αλλά αυτή δεν έτρεξε να τον βοηθήσει. Αμέσως λοιπόν, το λιοντάρι διέταξε να συλλάβουν την αλεπού και να της κόψουν τη γλώσσα. Ο λύκος έτριβε τα χέρια του από τη χαρά του. Ένα πουλάκι, που είχε ακούσει τη συνομιλία, πήγε στην αλεπού και της είπε τα νέα. Τότε εκείνη έκοψε από το δάσος μερικά βότανα και τα πήγε στο λιοντάρι. Του είπε ότι άργησε γιατί έπρεπε να μαζέψει τα βότανα. Όταν το λιοντάρι τη ρώτησε αν αυτά θα του κάνουν καλό, η αλεπού του απάντησε ότι θα έπρεπε να τα βράσει με τη γλώσσα ενός λύκου και να πιει το φάρμακο. Έτσι και έγινε. Το λιοντάρι διέταξε να κόψουν τη γλώσσα του λύκου, την έβρασε με τα βότανα και ήπιε το φάρμακο. Η πονηρή αλεπού τιμώρησε το λύκο για τη συκοφαντία του με αυτό τον τρόπο..
Ο ΠΟΝΤΙΚΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ ΚΑΙ Ο ΠΟΝΤΙΚΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα ποντικάκι που ζούσε στον αγρό. Μια μέρα, κάλεσε στο σπίτι του έναν ποντικό από την πόλη και του έκανε το τραπέζι. Ο ποντικός της πόλης απόρησε με το φαγητό που έτρωγε ο φίλος του. Γι' αυτό τον προσκάλεσε στην πόλη, για να του δείξει πόσο καλά ζούσε εκεί. Το ποντίκι του αγρού, όμως, γρήγορα κατάλαβε ότι η πόλη δεν ταιριάζει σε όλους!