1 Η τριμελής επιτροπή πρέπει να θεωρηθεί ότι εξετάζει, μεταξύ άλλων, αν το νομικό ζήτημα,



Σχετικά έγγραφα
Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών Ημερίδα της Ζητήματα Φορολογικού Δικαίου

Ο νόµος 3900/2010 και η ταχύτητα εκδίκασης φορολογικών υποθέσεων από την επταµελή σύνθεση του Β Τµήµατος του ΣτΕ το έτος 2018

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Ι. Δημητρακόπουλου.

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

της δίωξης ή στην αθώωση.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα, 23/06/2017 Αριθμός απόφασης: 3512 ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Ε. Νίκα.

Η ΠΡΟΤΥΠΗ ΔΙΚΗ ΩΣ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΣτΕ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα 09/06/2017 ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός 239/2014 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Δ'

Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα, 23/06/2017 Αριθμός απόφασης: 3516 ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Σημειώνω τις εξής παρατηρήσεις επί του σχεδίου του ΒΙΒΛΙΟΥ IV (ΕΝΝΟΜΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΝΑΨΗ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ):

Ενδικοφανής προσφυγή Δικαίωμα ακρόασης. Σύνθεση Δημοσίου Δικαίου Αικατερίνη Ηλιάδου

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4526, (I)/2015 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ 2015

ΘΕΜΑ: «Διευκρινίσεις σχετικά με τις επιδόσεις και τον χειρισμό δικαστικών προσφυγών κατά αποφάσεων της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών»

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα Αριθμός απόφασης: 3174

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 218/2016 Α2 Τμ.

ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ 104/2014 (Άρθρο 77 παρ. 3 Ν.3852/2010) Kοινοποίηση

ΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

1.Δικαστική και εξώδικη εκπροσώπηση και εν γένει νομική υποστήριξη της ΑΑΔΕ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΠΙΛΥΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΙΑΦΟΡΩΝ - ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΙΑ ΙΚΑΣΙΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΣΤΗ ΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΙΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΣΤΕ 376/2019 [ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΑΙ ΚΡΙΣΙΜΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΠΑΝΑΚΑΘΟΡΙΣΜΟ ΟΡΙΟΓΡΑΜΜΗΣ ΑΙΓΙΑΛΟΥ-ΠΑΡΑΛΙΑΣ ΣΤΟ ΚΑΒΟΥΡΙ]

TΟ ΕΠΧΣΑΑ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗ ΛΗΞΗ ΤΗΣ ΕΚΚΡΕΜΟΔΙΚΙΑΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ

ΠΟΛ /05/ Κοινοποίηση ορισμένων διατάξεων σχετικά με τη διοικητική δίκη

Αριθμός Γνωμοδοτήσεως 336/2014. Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. Τμήμα Ε' Συνεδρίαση της 4πς Νοεμβρίου 2014

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

ΑΡΧΗ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα 13/03/2017

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Δημοσιονομικό Δίκαιο ΠΜΣ Τα δημόσια έσοδα. Ανδρέας Τσουρουφλής

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΥΠΟΜΝΗΜΑ. Του Υπουργού Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας. ΚΑΤΑ

ΕΝΝΟΜΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ. Από 26/6/2017

Διοικητική δικονομία Διοικητικές διαφορές ουσίας

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ. Καλλιθέα

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΡΧΗ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ (Α.Ε.Π.Π.)

Περιεχόμενο: H έννομη προστασία στην Ευρωπαϊκή Ένωση

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

ΕΤΟΣ 2013 / ΤΕΥΧΟΣ 10

Ν. 3900/2010. (όπως τροποποιήθηκε από τον Ν. 4055/2012) ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ. Άρθρο 1 [Πρότυπη Δίκη]

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

ΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΤΜΗΜΑ Α 1-ΑΚΥΡΩΤΙΚΟ

ΣτΕ 673/2017 [Μη ύπαρξη νομολογίας ως προς τον εύλογο χρόνο διατήρησης ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης]

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΡΧΗ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

248/2017 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Β'

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Τα δημόσια έσοδα (συνέχεια)

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ. ΘΕΜΑ: Τρόποι δικαστικής διεκδίκησης αχρεωστήτως καταβληθεισών εισφορών υπέρ ΤΣΜΕ Ε και λοιπών τρίτων.

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Συμβούλιο της Επικρατείας Τμήμα Β Αριθμός απόφασης 1944/2012

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΞ. ΕΠΕΙΓΟΝ ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ

ΑΡΧΗ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ. 2 ο ΚΛΙΜΑΚΙΟ

JUR.4 EΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ. Βρυξέλλες, 20 Μαρτίου 2019 (OR. en) 2018/0900 (COD) PE-CONS 1/19 JUR 15 COUR 2 INST 4 CODEC 46

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός 4203/2015 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Β

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΣτΕ 1414/2016 [Υπόχρεος ειδικής αποζημίωσης για αυθαίρετο σε αναδασωτέα έκταση]

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Taxlive - Επιμόρφωση Λογιστών Λογιστικά Προγράμματα & Υπηρεσίες Λογιστικής Ενημέρωσης

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΣτΕ 2582/2016 [Μη επιβολή με ΓΠΣ προσδιορισμένου πολεοδομικού βάρους σε ακίνητο εκτός σχεδίου]

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα Αριθμός απόφασης: 6647 Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΡΧΗ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ. 6 ο ΚΛΙΜΑΚΙΟ

ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ Καλλιθέα, ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Oργάνωση της δικαιοσύνης - Πορτογαλία

ΑΡΧΗ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ

ΥΠΟΔΙΕΘΥΝΣΗ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ ΤΜΗΜΑ Α3

ΣτΕ 4439/2012. του..., κατοίκου Πειραιά (...), ο οποίος παρέστη με τη δικηγόρο Ελ. Καναβάκη (Α.Μ ), που την διόρισε με πληρεξούσιο,

Γονική μέριμνα σε υποθέσεις διασυνοριακού χαρακτήρα, συμπεριλαμβανομένης της απαγωγής παιδιού

ΣτΕ 1178/2010 [«Σφράγιση» αυθαίρετης χρήσης σε αδόμητο οικόπεδο στην Κηφισιά]

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα, 27/01/2017. Αριθμός απόφασης: 862

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα,

Γνωμοδότηση Ν.Σ.Κ. αρ. 291/2016 Παραβίαση εργατικής νομοθεσίας

Transcript:

Η έκταση της δικαιοδοσίας του Συμβουλίου της Επικρατείας επί του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, στο πλαίσιο της εκδίκασης προδικαστικού ερωτήματος, ενόψει και της ανάγκης λυσιτέλειας αυτού Με το άρθρο 1 (παρ. 2) του ν. 3900/2010 προβλέφθηκε το πρώτον η δυνατότητα υποβολής προδικαστικού ερωτήματος του διοικητικού δικαστή προς το Συμβούλιο της Επικρατείας, αναφορικά με νομικό ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος, που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων. Η εν λόγω δυνατότητα θεσπίστηκε παράλληλα με εκείνη της εισαγωγής στο Συμβούλιο της Επικρατείας ενδίκου βοηθήματος ή μέσου που ασκήθηκε ενώπιον τακτικού διοικητικού δικαστηρίου και με το οποίο τίθεται τέτοιο ζήτημα (παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3900/2010), προκειμένου να αυξηθεί η ταχύτητα και η αποτελεσματικότητα της διοικητικής δικαιοσύνης. Μολονότι τα δύο αυτά μέτρα εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό και επιτρέπουν τη δεσμευτική επίλυση από το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο νομικών ζητημάτων με τα αυτά χαρακτηριστικά (ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος, με συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων), ωστόσο διαφοροποιούνται ουσιωδώς μεταξύ τους τόσο ως προς τον τρόπο ενεργοποίησής τους όσο και ως προς το περιεχόμενό τους σε σχέση με το οικείο ένδικο βοήθημα ή μέσο και την επ αυτού δικαιοδοσία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3900 πρότυπη (ή πιλοτική ) δίκη γεννάται κατόπιν ενέργειας (αίτησης) τινός εκ των διαδίκων ή του Γενικού Επιτρόπου των διοικητικών δικαστηρίων και σχετικής απόφασης ειδικού σχηματισμού (τριμελούς επιτροπής) του Συμβουλίου της Επικρατείας, που κρίνει επί της συνδρομής των οριζόμενων στο νόμο προϋποθέσεων 1. Εξάλλου, σε περίπτωση αποδοχής της αίτησης, το οικείο ένδικο βοήθημα ή μέσο εισάγεται στο σύνολό του στο Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο καθίσταται ο φυσικός δικαστής της υπόθεσης και έχει την εξουσία όχι μόνο να τάμει το νομικό ζήτημα που τίθεται σ αυτήν, αλλά και να επιλύσει τη διαφορά. Συνεπώς, το Δικαστήριο, 1 Η τριμελής επιτροπή πρέπει να θεωρηθεί ότι εξετάζει, μεταξύ άλλων, αν το νομικό ζήτημα, ενόψει του οποίου ζητείται η εισαγωγή της υπόθεσης στο Συμβούλιο της Επικρατείας, τίθεται prima facie λυσιτελώς με το οικείο ένδικο βοήθημα ή μέσο, ενώ, σε περίπτωση αποδοχής του αιτήματος από την επιτροπή, η οριστική κρίση του θέματος αυτού ανήκει στο δικαστικό σχηματισμό (Ολομέλεια ή Τμήμα) του Δικαστηρίου που εκδικάζει την υπόθεση (πρβλ. ΣτΕ 2407/2014 επταμ., σκέψη 28). 1

αφού κρίνει το παραδεκτό του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, μπορεί είτε να αποφανθεί επ αυτού, δηλαδή, να το δεχθεί ως βάσιμο ή να το απορρίψει ως απαράδεκτο ή αβάσιμο 2, είτε, αφού εξετάσει το επίμαχο νομικό ζήτημα δικονομικού ή ουσιαστικού δικαίου (και το επιλύσει ή θεωρήσει ότι δεν τίθεται παραδεκτώς ή λυσιτελώς), να παραπέμψει το ένδικο βοήθημα/μέσο προς εκδίκαση στο αρμόδιο τακτικό διοικητικό δικαστήριο, καθ ό μέρος δεν το έκρινε. Αντίθετα, η κατά το άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 3900 διαδικασία προδικαστικού ερωτήματος προκύπτει από σχετική απόφαση τακτικού διοικητικού δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου εκκρεμεί ένδικο βοήθημα ή μέσο, για την εκδίκαση του οποίου το δικαστήριο θεωρεί ότι πρέπει να επιλυθεί το νομικό ζήτημα (δικονομικού ή ουσιαστικού δικαίου), που αποτελεί το αντικείμενο του υποβαλλόμενου στο Συμβούλιο της Επικρατείας ερωτήματος. Όσον αφορά την έκταση της δικαιοδοσίας του Συμβουλίου επί του οικείου βοηθήματος ή μέσου, ο Πρόεδρος Φ. Αρναούτογλου, στη μονογραφία του για το άρθρο 1 του ν. 3900, έχει υποστηρίξει την άποψη ότι εισάγεται στο Δικαστήριο ολόκληρη η υπόθεση στην οποία ανέκυψε το ερώτημα 3, όπως και στην περίπτωση της πρότυπης δίκης της παραγράφου 1. Η άποψη αυτή στηρίζεται στο συλλογισμό ότι η παράγραφος 2 του άρθρου 1 προβλέπει ότι εφαρμόζεται αναλόγως, στην περίπτωση του προδικαστικού ερωτήματος, το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1, ως το εδάφιο δε αυτό νοείται (όχι μόνο μία περίοδος αλλά) όλη η δεύτερη υποπαράγραφος της παραγράφου 1, ένα από τα εδάφια της οποίας 2 Το Δικαστήριο εκδικάζει σε Ολομέλεια ή σε Τμήμα το ένδικο βοήθημα ή μέσο, εφαρμόζοντας ως προς την πληρεξουσιότητα τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 27 του π.δ. 18/1989 και κατά τα λοιπά, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, τις ισχύουσες για το ένδικο βοήθημα ή μέσο οικείες διατάξεις (βλ. ΣτΕ Ολομ. 1971/2012, σκέψη 6). 3 Βλ. Φ. Αρναούτογλου, Η «πρότυπη» ή «πιλοτική» δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, Νομική Βιβλιοθήκη 2012, σελ. 191-192. Η άποψη αυτή φαίνεται να αντανακλάται στην «πρώτη σελίδα» αποφάσεων του Β Τμήματος του ΣτΕ (του οποίου προήδρευσε ο Φ. Αρναούτογλου επί σειρά ετών) επί προδικαστικών ερωτημάτων, στην οποία μνημονεύεται ότι το Δικαστήριο συνεδρίασε για να δικάσει την αίτηση, την προσφυγή ή την έφεση (βλ. ΣτΕ Β Τμ. 3020/2012 επταμ., 761/2014 επταμ., 2282/2014 επταμ., 177/2015 επταμ.), ή «για να αποφασίσει [...] σχετικά με την προσφυγή [...]» (βλ. ΣτΕ Β Τμ. 108/2015 εν συμβ.). Αντίθετα στις αποφάσεις επί προδικαστικών ερωτημάτων που έχουν εκδοθεί από την Ολομέλεια ή άλλα Τμήματα του Συμβουλίου της Επικρατείας, καθώς και στην πλέον πρόσφατη απόφαση του Β Τμήματος αναφέρεται ότι το Δικαστήριο συνεδρίασε «για να αποφανθεί επί του προδικαστικού ερωτήματος», σχετικά με την προσφυγή κ.λπ. (βλ. λ.χ. ΣτΕ Ολομ. 1841/2013, Α Τμ. 2653/2014 επταμ., 2182/2015 επταμ., Γ Τμ. 1175/2014 επταμ., ΣΤ Τμ. 1997/2014 επταμ. και Β Τμ. 3715/2015 επταμ. υπό την προεδρία του νυν Αντιπροέδρου Ν. Μαρκουλάκη), με εξαίρεση την απόφαση ΕΑ Ολομ. 35/2013, όπου χρησιμοποιείται η διατύπωση «για να αποφασίσει σχετικά με την [...] αίτηση [...]». 2

ορίζει ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας, μετά την επίλυση του τιθέμενου νομικού ζητήματος, μπορεί να παραπέμψει το ένδικο μέσο ή βοήθημα στο αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο, οπότε από το εν λόγω εδάφιο αντλείται επιχείρημα υπέρ της εισαγωγής στο (και δυνατότητας εκδίκασης από το) Συμβούλιο της Επικρατείας του ίδιου του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου. Ωστόσο, όπως θα επιχειρήσω να δείξω στη συνέχεια, η ανωτέρω προσέγγιση δεν βρίσκει επαρκές έρεισμα στο γράμμα του άρθρου 1 του ν. 3900 ούτε στην ιστορική, συστηματική και τελολογική ερμηνεία της διάταξης ούτε, άλλωστε, στον τρόπο εφαρμογής της από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Παράλληλα, θα προσπαθήσω να οριοθετήσω την έκταση της δικαιοδοσίας του ΣτΕ και να εξετάσω αν, ιδίως μέσω της διερεύνησης του λυσιτελούς (ή μη) χαρακτήρα του υποβληθέντος ερωτήματος, η δίκη στο Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο αφορά μόνο στην απάντηση του ερωτήματος, όχι και στην επίλυση της διαφοράς, όπως υποστηρίζει ο καθηγητής Γ. Δελλής, στη μονογραφία του για την ταχύτητα της διοικητικής δικαιοσύνης 4. Σημείο αφετηρίας αποτελεί το γράμμα της διάταξης. Η παράγραφος 2 του άρθρου 1 του ν. 3900 αναφέρεται με σαφήνεια σε υποβολή από το διοικητικό δικαστήριο στο ΣτΕ προδικαστικού ερωτήματος και όχι της ίδιας της υπόθεσης, σε αντιδιαστολή προς την παράγραφο 1, η οποία προβλέπει την εισαγωγή στο ΣτΕ του οικείου βοηθήματος ή μέσου. Περαιτέρω, υπενθυμίζεται ότι η διάταξη του άρθρου 1 του ν. 3900/2010 έχει την πηγή της σε σχετική πρόταση που διατυπώθηκε από τη Διοικητική Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, με το υπ αριθμ. 4/2010 πρακτικό της, όπου δεν αντιμετωπίζεται ειδικώς το παραπάνω ζήτημα 5. Από το σχέδιο της ρύθμισης προκύπτει ότι, προκειμένου 4 Βλ. Γ. Δελλής, Η Διοικητική Δικαιοσύνη σε αναζήτηση ταχύτητας, Νομική Βιβλιοθήκη 2013, σελ. 161. Στην αμέσως προηγούμενη σελίδα (160), ο συγγραφέας σημειώνει επίσης ότι η διατύπωση προδικαστικού ερωτήματος δεν συνεπάγεται πλήρη μεταφορά της εκκρεμούς υπόθεσης στο ΣτΕ. 5 Το κείμενο της προταθείσας ρύθμισης έχει ως ακολούθως: «1. Οποιοδήποτε ένδικο μέσο ή βοήθημα ενώπιον οποιουδήποτε διοικητικού δικαστηρίου μπορεί να εισαχθεί προς εκδίκαση στο Συμβούλιο της Επικρατείας με πράξη τριμελούς Επιτροπής, αποτελούμενης από τον Πρόεδρό του, τον αρχαιότερο Αντιπρόεδρο και τον πρόεδρο του αρμοδίου καθ ύλην Τμήματος, ύστερα από αίτημα ενός των διαδίκων όταν με αυτό τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων. Η πράξη αυτή, που δημοσιεύεται σε δυο εφημερίδες των Αθηνών, συνεπάγεται την αναβολή εκδικάσεως των εκκρεμών υποθέσεων στις οποίες τίθεται το αυτό ζήτημα. Στην δίκη δικαιούται να παρέμβει κάθε διάδικος σε εκκρεμή δίκη όπου το ζήτημα αυτό τίθεται. Μετά την επίλυσή του το Συμβούλιο της Επικρατείας είναι δυνατόν να παραπέμψει το ένδικο μέσο ή βοήθημα στο αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο. Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας δεσμεύει τους διαδίκους της ενώπιόν του δίκης, περιλαμβανομένων των τυχόν 3

περί προδικαστικού ερωτήματος, το ΣτΕ πρότεινε την ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων (της παραγράφου 1 περί «πρότυπης δίκης») οι οποίες αφορούν στη δημοσιοποίηση (του σχετικού αντικειμένου/ζητήματος) της δίκης, ώστε να αναβληθεί η εκδίκαση των εκκρεμών υποθέσεων στις οποίες τίθεται το ίδιο νομικό ζήτημα και να δοθεί η δυνατότητα παρέμβασης των διαδίκων στις άλλες αυτές δίκες, όχι όμως και την ανάλογη εφαρμογή της διάταξης περί δυνητικής παραπομπής του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου στο αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο. Στην τελικώς θεσπισθείσα ρύθμιση του άρθρου 1 του ν. 3900 ορίζεται, στο εδάφιο β της παραγράφου 2 για το προδικαστικό ερώτημα, ότι εφαρμόζεται αναλόγως (μόνο) το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1, δηλαδή το προαναφερόμενο εδάφιο σχετικά με τη δημοσιότητα του τιθέμενου νομικού ζητήματος και την αναβολή των οικείων εκκρεμών δικών. Εξάλλου, ναι μεν το επίμαχο εδάφιο τέθηκε στο κείμενο του νόμου σε διακεκριμένη υποπαράγραφο (2) της παραγράφου 1, προφανώς για λόγους νομοτεχνικούς, αλλά η ως άνω παραπομπή αφορά σε εδάφιο (δηλαδή σε περίοδο, από τελεία σε τελεία) και όχι σε ολόκληρη την υποπαράγραφο 2, η οποία περιλαμβάνει περισσότερα εδάφια. Εξάλλου, ναι μεν με το άρθρο 40 του ν. 4055/2012 αντικαταστάθηκε η παράγραφος 1 του άρθρου 1 του ν. 3900, κατά τρόπο ώστε το δεύτερο εδάφιό της να αναφέρεται πλέον σε άλλο ζήτημα (παράβολο αίτησης εισαγωγής ενδίκου βοηθήματος ή μέσου στο Συμβούλιο της Επικρατείας), αλλά η προφανώς οφειλόμενη σε αβλεψία, δεδομένου, άλλωστε, ότι δεν προκύπτει κάτι σχετικό από την εισηγητική έκθεση του ν. 4055 ή το οικείο πρακτικό 16/2011 της Διοικητικής Ολομέλειας του ΣτΕ και ότι δεν τίθεται θέμα παραβόλου για προδικαστικό ερώτημα παράλειψη αντίστοιχης αναπροσαρμογής της ρύθμισης της παραγράφου 2, περί ανάλογης εφαρμογής διάταξης της παραγράφου 1, δεν σημαίνει οπωσδήποτε ότι η παραπομπή γίνεται πλέον, αντί στο προϊσχύον δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 περί δημοσιοποίησης κ.λπ., σε όλα τα εδάφια της υποπαραγράφου 2 της παραγράφου 1. παρεμβάντων. 2. Όταν διοικητικό δικαστήριο επιλαμβάνεται υποθέσεως στην οποία ανακύπτει ένα τέτοιο ζήτημα δύναται με απόφασή του που δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα να υποβάλει σχετικό προδικαστικό ερώτημα στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Τα εδάφια β και γ της προηγουμένης παραγράφου εφαρμόζονται αναλόγως. Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι υποχρεωτική για το δικαστήριο που υπέβαλε το ερώτημα και δεσμεύει τους τυχόν ενώπιον αυτού παρεμβάντες.» 4

Πάντως, η ανάλογη εφαρμογή του επίμαχου, έκτου πλέον (μετά το ν. 4055/2012), εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 3900 6, περί παραπομπής του ενδίκου βοηθήματος στο αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο, υιοθετήθηκε σε δύο πρόσφατες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, με τις οποίες, αφού επιλύθηκαν τα τεθέντα με τα προδικαστικά ερωτήματα ζητήματα, κρίθηκε ότι η υπόθεση «πρέπει να παραπεμφθεί προς περαιτέρω εκδίκαση» στο διοικητικό δικαστήριο που υπέβαλε τα ερωτήματα, κατ ανάλογη εφαρμογή της προαναφερόμενης διάταξης 7. Λαμβάνοντας υπόψη ότι τόσο στις περιπτώσεις αυτές όσο και σε όλες τις άλλες αποφάσεις του ΣτΕ επί προδικαστικών ερωτημάτων η υπόθεση παραπέμφθηκε στο ερωτών δικαστήριο, χωρίς μάλιστα να διατυπωθεί κάποια σκέψη περί δυνατότητας διακράτησής της από το ΣτΕ, θεωρώ ότι η ως άνω κρίση περί ανάλογης εφαρμογής του έκτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 3900, η οποία διατυπώθηκε χωρίς επίκληση της παραπεμπτικής διάταξης του εδαφίου β της παραγράφου 2, έχει την έννοια ότι, κατόπιν της αντιμετώπισης από το ΣτΕ των προδικαστικών ερωτημάτων (μέσω απάντησής τους ή κήρυξής τους ως απαραδέκτων/αλυσιτελών), η υπόθεση παραπέμπεται στο ερωτών διοικητικό δικαστήριο, προς περαιτέρω εκδίκαση, υποχρεωτικώς και όχι δυνητικώς, όπως όταν πρόκειται για πρότυπη δίκη της παραγράφου 1. Με άλλα λόγια, η ανάλογη εφαρμογή της επίμαχης διάταξης στο πεδίο της εκδίκασης προδικαστικού ερωτήματος από το ΣτΕ δεν 6 Η παράγραφο 1 του άρθρου 1 του ν. 3900, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 40 του ν. 4055/2012, ορίζει τα εξής: «Οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα ή μέσο ενώπιον οποιουδήποτε τακτικού διοικητικού δικαστηρίου μπορεί να εισαχθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας με πράξη τρι μελούς επιτροπής, αποτελούμενης από τον Πρόεδρό του, τον αρχαιότερο Αντιπρόεδρο και τον Πρόεδρο του αρμόδιου καθ ύλην Τμήματος, ύστερα από αίτημα ενός των διαδίκων ή του Γενικού Επιτρόπου των διοικητικών δικαστηρίων, όταν με αυτό τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων. Τα αιτήματα των διαδίκων συνοδεύονται, επί ποινή απαραδέκτου, από παράβολο τριακοσίων (300) ευρώ υπέρ του Δημοσίου. Το ύψος του ποσού του παραβόλου μπορεί να αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η πράξη της Επιτροπής δημοσιεύεται σε δύο ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών και συνεπάγεται την αναστολή εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων, στις οποίες τίθεται το ίδιο ζήτημα. Η αναστολή δεν καταλαμβάνει την προσωρινή δικαστική προστασία. Μετά την επίλυση του ζητήματος, το Συμβούλιο της Επικρατείας μπορεί να παραπέμψει το ένδικο μέσο ή βοήθημα στο αρμόδιο τακτικό διοικητικό δικαστήριο. Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας δεσμεύει τους διαδίκους της ενώπιόν του δίκης, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι παρεμβάντες. Στη δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας μπορεί να παρέμβει κάθε διάδικος σε εκκρεμή δίκη, στην οποία τίθεται το ίδιο ως άνω ζήτημα, και να προβάλει τους ισχυρισμούς του σχετικά με το ζήτημα αυτό. Για την εν λόγω παρέμβαση δεν καταλογίζεται δικαστική δαπάνη, η δε μη άσκησή της δεν δημιουργεί δικαίωμα ασκήσεως ανακοπής ή τριτανακοπής.». 7 Βλ. ΣτΕ Ολομ. 527/2015 και Α Τμ. 2182/2015 επταμ. 5

είναι συμβατή με την κρίση από το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο των λοιπών θεμάτων που εγείρονται στο πλαίσιο της εκδίκασης της υπόθεσης και, τελικώς, με την έκδοση διατακτικού επί του ίδιου του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου 8. Τούτο συνάδει με τη φύση της ενώπιον του ΣτΕ δίκης επί του προδικαστικού ερωτήματος. Σε αντίθεση με την πρότυπη δίκη της παραγράφου 1, όπου η εκδίκαση της υπόθεσης ανήκει καταρχήν και εκκινεί οπωσδήποτε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, η δίκη επί του προδικαστικού ερωτήματος της παραγράφου 2 είναι παρεπόμενη και διεξάγεται σε συνέχεια της δίκης επί του οικείου ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, που έχει ήδη ξεκινήσει, χωρίς να έχει ολοκληρωθεί, ενώπιον του καταρχήν αρμόδιου για την εκδίκασή του τακτικού διοικητικού δικαστηρίου. Αυτό σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι το εν λόγω διοικητικό δικαστήριο έχει, κατά κανόνα 9, κρίνει εν μέρει την υπόθεση, αντιμετωπίζοντας με ρητές σκέψεις θέματα διακριτά εκείνου που συνιστά το περιεχόμενο του προδικαστικού ερωτήματος. Κατά το μέρος της αυτό, που αφορά στο παραδεκτό ή και στο βάσιμο του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου (μέσω υπαγωγών πραγματικού σε κανόνα δικονομικού ή ουσιαστικού δικαίου), η υπόθεση έχει ήδη κριθεί οριστικώς, με διατάξεις του διοικητικού δικαστηρίου οι οποίες δεν είναι δεκτικές ανάκλησης, σύμφωνα με το άρθρο 187 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ), έστω κι αν στο διατακτικό της (προδικαστικής) απόφασής του δεν έχει περιληφθεί διάταξη σχετική με τις κρίσεις αυτές 10. 8 Θα μπορούσε να υποστηριχθεί η άποψη περί υιοθέτησης εξαίρεσης σε περιπτώσεις, όπου, ενόψει της φύσης του τιθέμενου με το προδικαστικό ερώτημα ζητήματος, ως αναγόμενου στο παραδεκτό του οικείου ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, και της απάντησης η οποία δίνεται σε αυτό και άγει σε απόρριψή του, δεν καταλείπεται κάποιο περαιτέρω στάδιο εξέτασής του, παρά απόρριψής του ως απαράδεκτου, με απόφαση, που για λόγους οικονομίας της δίκης, μπορεί να εκδώσει και το ΣτΕ, κρατώντας και εκδικάζοντας τελειωτικά και αμετάκλητα την υπόθεση. Ωστόσο, μια τέτοια προσέγγιση, παρά την αναντίρρητη σκοπιμότητά της, φαίνεται να βρίσκεται εκτός της λογικής (της δίκης επί) του προδικαστικού ερωτήματος, που βρίσκει τα όριά της στο υποβληθέν ερώτημα, έστω κι τα όρια αυτά ενδέχεται να είναι κάπως δυσδιάκριτα, στο πλαίσιο της εξέτασης της λυσιτέλειας του ερωτήματος. Εξάλλου, η ως άνω άποψη δεν υιοθετήθηκε (και ευλόγως μπορεί να θεωρηθεί ότι εμμέσως αποκρούσθηκε) στην απόφαση ΣτΕ 210/2015 εν συμβ., με την οποία, αφού κρίθηκε ότι το ερωτών διοικητικό δικαστήριο «[...] όφειλε [...] να απορρίψει την ασκηθείσα προσφυγή, για αμφότερους τους διαδίκους, ως απαράδεκτη λόγω καταβολής ελλιπούς παραβόλου, με αποτέλεσμα να καθίστανται μη λυσιτελή [...]» τα υπόλοιπα προδικαστικά ερωτήματα, παρέπεμψε την υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ερωτών διοικητικό δικαστήριο, αντί να τη διακρατήσει και να απορρίψει το ίδιο την προσφυγή ως απαράδεκτη, με βάση την προαναφερόμενη διαπίστωση. 9 Με εξαίρεση λ.χ. τις περιπτώσεις στις οποίες το προδικαστικό αφορά σε ζήτημα παραδεκτού του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου από εκείνα που προτάσσονται λογικώς, όπως η νομιμοποίηση του υπογράφοντος το δικόγραφο δικηγόρου ή η καταβολή παραβόλου. 10 Βλ. ΣτΕ 538/2007 επταμ. και ΣτΕ 3017/2015, με τις οποίες έγινε δεκτό ότι (α) κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 187 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, η ανάκληση των μη 6

Αντιθέτως, τυχόν σιωπηρές κρίσεις, αναφερόμενες σε ζητήματα η επίλυση των οποίων προηγείται, κατ ορθή δικονομική λογική, της λυσιτελούς εξέτασης του ζητήματος που τίθεται με το προδικαστικό ερώτημα, δεν συνιστούν οριστικές διατάξεις, υπό την ανωτέρω έννοια, και επομένως δεν αποκλείεται να ανακληθούν 11. Η δίκη επί του προδικαστικού ερωτήματος σκοπεί στην επίλυση, κατά τρόπο δεσμευτικό για το διοικητικό δικαστήριο και τους διαδίκους, κάποιου περαιτέρω, ήτοι, μη κριθέντος οριστικώς από το διοικητικό δικαστήριο, ζητήματος, λυσιτελούς για τη διάγνωση της υπόθεσης. Επομένως, δεν (μπορεί να) έχει ως αντικείμενο την επανεξέταση ρητώς και οριστικώς κριθέντων θεμάτων και τον (άμεσο ή έμμεσο) έλεγχο της ορθότητας των σχετικών κρίσεων του ερωτώντος δικαστηρίου, παρά μόνο και στο μέτρο που οι κρίσεις αυτές συνδέονται άρρηκτα με το ίδιο το υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα, υπό την έννοια ότι αναφέρονται σε στοιχεία της δικαιολογητικής βάσης και της ουσίας του και όχι σε άλλα ζητήματα, αναγόμενα στο εν γένει παραδεκτό και βάσιμο του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, αφενός, θα ήταν ασύμβατη με τη διάταξη του άρθρου 187 του ΚΔΔ, στο μέτρο που θα οδηγούσε σε ανάκληση οριστικών διατάξεων (είτε από το ΣτΕ είτε από το διοικητικό δικαστήριο, συνεπεία της δέσμευσής του από το σκεπτικό της απόφασης του ΣτΕ) και, αφετέρου, θα οδηγούσε σε μετάλλαξη της διαδικασίας του προδικαστικού ερωτήματος σε οιονεί ένδικο μέσο κατά της παραπεμπτικής απόφασης του διοικητικού δικαστηρίου, κατά καταστρατήγηση και παραγνώριση όχι μόνο της αληθούς φύσης της διαδικασίας αυτής και της ρύθμισης της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του ν. 3900, η οποία, μάλιστα, ορίζει ότι η απόφαση του ερωτώντος διοικητικού δικαστηρίου δεν υπόκειται σε οριστικών αποφάσεων επιτρέπεται μόνο κατά το μέρος που δεν περιέχουν οριστικές διατάξεις και (β) χαρακτήρα οριστικής διατάξεως, που δεν επιτρέπεται να ανακληθεί, έχει οποιαδήποτε περιεχόμενη στην απόφαση κρίση, με την οποία υπάγονται πραγματικά περιστατικά υπό τον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου, έστω και αν στο διατακτικό της αποφάσεως δεν έχει περιληφθεί διάταξη σχετική με την κρίση αυτή (πρβλ. ΣτΕ 3983/2001 επταμ.). 11 Για την ύπαρξη σιωπηρών/έμμεσων κρίσεων, δυνάμενων να συναχθούν από το σκεπτικό της δικαστικής απόφασης, βλ. λ.χ. Α.Ε.Δ. 15/2013, 14/2005, 27/1999 (συναγόμενη κρίση ως προς την ερμηνεία διάταξης νόμου), Α.Ε.Δ. 14/2013, 2/2012, 34/1995, ΣτΕ Ολομ. 954/2011 (έμμεση κρίση ως προς τη συνταγματικότητα διάταξης νόμου), καθώς και ΣτΕ 1834/2015, 1881/2014, 73/2015 εν συμβ. (όσον αφορά την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989, όπως αντικαταστάθηκε με το άρ. 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010). 7

ένδικα μέσα, αλλά και των διατάξεων (των άρθρων 81 επ.) του ΚΔΔ περί ενδίκων μέσων 12. Κατά συνέπεια, ως προς τα τμήματα της υπόθεσης που έχουν κριθεί οριστικώς από το ερωτών διοικητικό δικαστήριο, η αρχή είναι ότι δεν καταλείπεται πεδίο δικαιοδοσίας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Παρομοίως, η λήψη απόφασης επί των σκελών της υπόθεσης που δεν έχουν κριθεί οριστικώς από το διοικητικό δικαστήριο και τα οποία δεν συνυφαίνονται με το ζήτημα που τίθεται μέσω του προδικαστικού ερωτήματος δεν καλύπτεται από τον προαναφερόμενο δικαιολογητικό λόγο της διαδικασίας του ερωτήματος αυτού και, επομένως κείται, καταρχήν, εκτός της κατά το άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 3900 εξουσίας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ωστόσο, αμφότεροι οι ανωτέρω κανόνες υπόκεινται σε εξαιρέσεις, αναγόμενες στην απαίτηση λυσιτέλειας του προδικαστικού ερωτήματος. Το Συμβούλιο της Επικρατείας, αποφαινόμενο επί υποβληθέντος προδικαστικού ερωτήματος, λειτουργεί όχι σε κενό αέρος, επιλύοντας απλώς το νομικό ζήτημα που τίθεται με το ερώτημα, αλλά εντός του περιβάλλοντος της συγκεκριμένης διαφοράς, ήτοι εντός του πλαισίου της εκδίκασης ορισμένου ενδίκου βοηθήματος ή μέσου. Από τη φύση της ενώπιόν του διαδικασίας και του δικαιοδοτικού έργου που καλείται να ασκήσει, κατά το άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 3900, προκύπτει αβίαστα η αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας να ελέγξει τη λυσιτέλεια του προδικαστικού ερωτήματος. Τούτο κατέστη σαφές με την απόφαση 1841/2013 της Ολομελείας του Δικαστηρίου, στην οποία τονίσθηκε ότι «[...] κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων [του άρθρου 1 του ν. 3900/2010], ερμηνευομένων στο πλαίσιο του ισχύοντος δικονομικού 12 Πρβλ. ΣτΕ 177/2015 επταμ. (σκέψη 8): «[...] ανεξαρτήτως του κατά πόσο είναι ορθές οι υποκείμενες στον έλεγχο του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου παραπάνω κρίσεις του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Ηρακλείου, και ειδικότερα εκείνη, με την οποία, κατ εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης, [ ] αποδίδεται αυτεπαγγέλτως στην προσβαλλόμενη πράξη μη νόμιμη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 25, παρ. 3, του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ΚΦΕ), πάντως, εν προκειμένω, το ερωτών δικαστήριο καθόρισε κατ εφαρμογή του άρθρου 26 παρ. 4 του ΚΦΕ το (υποκείμενο σε φόρο εισοδήματος) ποσό των τόκων που ο προσφεύγων εισέπραξε από το επίμαχο δάνειο, κατά την ένδικη χρήση, σε 70.042.000 δρχ. έναντι 5.660.000 δρχ. που είχε προσδιορισθεί στην προσβαλλόμενη πράξη της φορολογικής αρχής κατ εφαρμογή του άρθρου 25 παρ. 3 του ΚΦΕ, τροποποιώντας την πραγματική βάση της εν λόγω πράξης. Ωστόσο, [ ] το διοικητικό δικαστήριο δεν μπορεί κατά το νόμο (άρθρο 79, παρ. 1 και 6, του Κ.Δ.Δ.) να προβεί αυτεπαγγέλτως στον ως άνω ουσιαστικό έλεγχο της επίδικης πράξης και σε μεταρρύθμιση της πραγματικής της βάσης.». 8

συστήματος και εν όψει του προεκτεθέντος σκοπού τους, η υποβολή προδικαστικού ερωτήματος από τακτικό διοικητικό δικαστήριο στο Συμβούλιο της Επικρατείας για ζήτημα γενικοτέρου ενδιαφέροντος προϋποθέτει ότι το διοικητικό δικαστήριο, ως αρμόδιο κατ αρχήν επί της συγκεκριμένης διαφοράς, έχει ασκήσει πράγματι την αρμοδιότητά του και έχει διαγνώσει ότι η επίλυση του εν λόγω ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση οριστικής αποφάσεως [ ]. Συνεπώς, το τακτικό διοικητικό δικαστήριο που υποβάλλει προδικαστικό ερώτημα πρέπει, στην απόφαση του [ ] να αναδεικνύει επαρκώς με την παράθεση των - νομίμως αποδειχθέντων - πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως καθώς και του εφαρμοστέου νομοθετικού πλαισίου ότι το ζήτημα, για το οποίο υποβάλλεται το ερώτημα, ανακύπτει πράγματι στην ενώπιόν του διαφορά, δηλαδή ότι είναι κρίσιμο και λυσιτελές για την επίλυσή της. Το Συμβούλιο της Επικρατείας [ ] δεν αποφαίνεται πρωτογενώς [ ] για την λυσιτέλεια του διατυπωθέντος προδικαστικού ερωτήματος, αλλά απέχει της απαντήσεως στο υποβληθέν ερώτημα. [ ].». Κοντολογίς, «[...] το ζήτημα που τίθεται με το προδικαστικό ερώτημα πρέπει να ανακύπτει πράγματι στο πλαίσιο της συγκεκριμένης διαφοράς, δηλαδή να είναι κρίσιμο και λυσιτελές για την επίλυσή της, και τούτο να τεκμηριώνεται επαρκώς στην απόφαση που διατυπώνει το ερώτημα, άλλως το τελευταίο είναι απαράδεκτο και το Συμβούλιο της Επικρατείας δεν το απαντά» 13. Με βάση την ανωτέρω απαίτηση, το ΣτΕ έχει κρίνει ως απαράδεκτα προδικαστικά ερωτήματα σε διάφορες περιπτώσεις, που μπορούν να κατηγοριοποιηθούν ως ακολούθως: (1) Προδικαστικά ερωτήματα τα οποία, όπως διατυπώνονται, αφορούν όχι στη συγκεκριμένη υπόθεση, αλλά σε άλλες διαφορές που (ενδεχομένως) εκκρεμούν ενώπιον του ερωτώντος δικαστηρίου 14. (2) Ερωτήματα τα οποία ερείδονται επί εσφαλμένης εκδοχής ως προς την εξουσία/δικονομική δυνατότητα του ερωτώντος δικαστηρίου να ενεργήσει με ορισμένο τρόπο, λ.χ. να εξετάσει αυτεπαγγέλτως την προσβαλλόμενη πράξη 13 Βλ. ΣτΕ 761/2014 επταμ., 2282/2014 επταμ., 3715/2015 επταμ. κ.ά.. Αντίθετα, για το παραδεκτό του προδικαστικού ερωτήματος δεν απαιτείται το διοικητικό δικαστήριο να λαμβάνει και, μάλιστα, αιτιολογημένα θέση επί του νομικού ζητήματος που θέτει, αν και κάτι τέτοιο είναι χρήσιμο προς το συμφέρον της απονομής της δικαιοσύνης (βλ. λ.χ. ΣτΕ 761/2014 επταμ.) 14 Βλ. ΣτΕ 761/2014 επταμ. (σκέψη 19 πρβλ. και σκέψη 7). 9

κατά την ουσία της και να προβεί σε αντίστοιχη μεταρρύθμιση της πραγματικής βάσης της 15. (3) Υποθέσεις στις οποίες το ερωτών δικαστήριο δεν είχε εκφέρει ορισμένη (πραγματική ή νομική) κρίση, αναγκαία για τη θεμελίωση της λυσιτέλειας του υποβληθέντος ερωτήματος, όπως, ιδίως, κρίση περί της συνδρομής στοιχείων/προϋποθέσεων απαραίτητων για την υπαγωγή (της περίπτωσης) του προσφεύγοντος στον κανόνα δικαίου που συνιστά το αντικείμενο του προδικαστικού ερωτήματος 16. Πρόκειται κατ ουσίαν για ερώτημα με ελλιπή βάση, δηλαδή ανεπαρκή τεκμηρίωση, πλημμέλεια που δεν θεραπεύεται από το ΣτΕ, το οποίο, πάντως, με το σκεπτικό του, μπορεί να παράσχει στον διοικητικό δικαστή χρήσιμα στοιχεία για την ερμηνεία και την εφαρμογή των κανόνων δικαίου που τον ενδιαφέρουν 17. 15 Βλ. ΣτΕ 177/2015 επταμ. 16 Βλ. λ.χ. ΣτΕ Ολομ. 1841/2013, όπου το ερώτημα, το οποίο αφορούσε στο ζήτημα της αντίθεσης των διατάξεων του άρθρου 2 του ν. 3808/2009, περί επιβολής έκτακτης εισφοράς, προς τις αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις περί φορολογίας εισοδήματος από την εκμετάλλευση πλοίων, κρίθηκε απαράδεκτο, διότι το ερωτών δικαστήριο περιορίσθηκε «[...] σε μια στοιχειώδη περιγραφή της διαφοράς, παραθέτοντας απλώς τους λόγους της προσφυγής [ ], δίχως [ ] να διακριβώσει, μετά από προηγούμενη έρευνα των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς, ότι η προσφεύγουσα εταιρία, φερομένη ως εταιρία συμμετοχών, εμπίπτει στις διατάξεις της αυξημένης τυπικής ισχύος νομοθεσίας περί πλοίων και απολαύει πράγματι των σχετικών προνομίων και σε ποια έκταση (δοθέντος ότι αυτή με την προσφυγή της επικαλείται την σχετική νομοθεσία συλλήβδην), ώστε να καταδείξει περαιτέρω την λυσιτέλεια επιλύσεως του ως άνω ζητήματος για την έκβαση της δίκης.»). Βλ. επίσης ΣτΕ 1997/2014 επταμ. και 2653/2014 επταμ. (τα πραγματικά δεδομένα της υπόθεσης δεν είναι εκκαθαρισμένα από το παραπέμπον δικαστήριο, με αποτέλεσμα να μην προκύπτει η λυσιτέλεια του ερωτήματος). 17 Βλ. ΣτΕ 102/2015 εν συμβ., όπου, αφού κρίθηκε ότι «η αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ελαφρότερης φορολογικής κύρωσης έχει την έννοια ότι ο ευμενέστερος ή μη για τους φορολογουμένους χαρακτήρας του νεοτέρου νόμου που προβλέπει κύρωση για ορισμένο διοικητικό αδίκημα δεν κρίνεται γενικώς, αλλά ενόψει της συγκεκριμένης περίπτωσης, κατόπιν σύγκρισης όλων των σχετικών νομοθετημάτων που αφορούν στο χρονικό διάστημα από τη διάπραξη της παράβασης έως και την εκδίκαση της υπόθεσης από το διοικητικό δικαστήριο [ ] και εξέτασης ποιο από τα νομοθετήματα αυτά άγει, κατ εκτίμηση των συνθηκών της, στην ελαφρότερη κύρωση» και ότι «τυχόν αδυναμία επιβολής του προστίμου του άρθρου 31 (παρ. 2) του ν. 820/1978 υπό το καθεστώς του νόμου 2523/1997 δεν σημαίνει ότι ο εν λόγω νόμος είναι οπωσδήποτε ευμενέστερος για τον φορολογούμενο, διότι, για παραβάσεις όπως η επίδικη (ανακριβής δήλωση), το άρθρο 1 παρ. 1 περιπτ. β αυτού προβλέπει την επιβολή πρόσθετου φόρου, ο οποίος υπολογίζεται σε ορισμένο ποσοστό, ανά μήνα καθυστέρησης, επί του διαφυγόντος φόρου (και μπορεί να φθάσει στο ανώτατο όριο που προβλέπει το άρθρο 2 παρ. 4 του ίδιου νόμου), η ποινή δε αυτή ενδέχεται, αναλόγως των συνθηκών της περίπτωσης, να είναι υψηλότερη από το σύνολο των χρηματικών διοικητικών κυρώσεων που προβλέπονταν υπό το προϊσχύον καθεστώς του ν. 820/1978», τα υποβληθέντα ερωτήματα, τα οποία αφορούσαν στην ερμηνεία διατάξεων του ν. 2523/1997 περί επιβολής φορολογικών κυρώσεων και στηρίζονταν στη θέση ότι ο ν. 2523 τυγχάνει επιεικέστερος για την προσφεύγουσα, υπό την εκδοχή ότι με αυτόν καταργήθηκε το προβλεπόμενο στο άρθρο 31 παρ. 2 του ν. 820/1978 πρόστιμο, κηρύχθηκαν προδήλως απαράδεκτα, διότι το ερωτών δικαστήριο παρέλειψε «[...] να εξετάσει, ως όφειλε, εάν η εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 2523/1997, άγει, στη συγκεκριμένη υπόθεση και κατ εκτίμηση των δεδομένων της, σε ηπιότερη για την προσφεύγουσα κύρωση, 10

(4) Περιπτώσεις στις οποίες το ζήτημα που τίθεται με το ερώτημα δεν ανακύπτει στη συγκεκριμένη υπόθεση, ενόψει του περιεχομένου του δικογράφου του οικείου ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, το οποίο δεν περιλαμβάνει σχετικό λόγο ή ισχυρισμό 18. (5) Προδικαστικά ερωτήματα που στηρίζονται σε εκδοχή ως το περιεχόμενο ή/και την αιτιολογία της προσβαλλόμενης με την προσφυγή πράξης, η οποία, όμως, δεν αποδεικνύεται ακριβής και αληθής, με βάση τα οικεία στοιχεία του φακέλου 19. (6) Σε περίπτωση υποβολής περισσοτέρων ερωτημάτων με την ίδια παραπεμπτική απόφαση, κάποια από αυτά ενδέχεται να καθίστανται αλυσιτελή, συνεπεία της περιεχομένου της απάντησης του ΣτΕ σε ένα από τα υποβληθέντα ερωτήματα 20. ώστε να τεθεί ζήτημα αναδρομικής εφαρμογής της ελαφρότερης φορολογικής ποινής, [και κατ ακολουθίαν] παρέλειψε να τεκμηριώσει τη λυσιτέλεια» των ερωτημάτων του. 18 Βλ. ΣτΕ 761/2014 (σκέψη 13), όπου το ερώτημα αν δημιουργείται αντίθεση προς τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1, 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος και του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ εκ του ότι η υποχρέωση καταβολής του αναλογικού παραβόλου προβλέπεται από το άρθρο 277 του ΚΔΔ χωρίς καμία σύνδεση με την οικονομική δυνατότητα του προσφεύγοντος κρίθηκε απαράδεκτο, διότι «το ζήτημα που τίθεται με το ερώτημα αυτό δεν ανακύπτει, στην παρούσα υπόθεση, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα εταιρεία [ ] δεν έχει επικαλεσθεί οικονομική της αδυναμία ή δυσχέρεια καταβολής του παραβόλου. 19 Βλ. ΣτΕ 3715/2015 επταμ.: «[...] κατ εκτίμηση των προαναφερόμενων στοιχείων του φακέλου, το Διοικητικό Εφετείο Πειραιά δέχθηκε ότι [...] η αιτιολογία της προσβαλλόμενης σιωπηρής απόρριψης του αιτήματος της προσφεύγουσας εταιρίας για άμεση καταβολή του επιστρεπτέου σ αυτή φόρου στηρίζεται προφανώς στην άποψη τελικά της διάδικης φορολογικής αρχής για την κατά το νόμο ύπαρξη δυνατότητας συμψηφισμού των ένδικων απαιτήσεων για επιστροφή Φ.Π.Α. στην προσφεύγουσα, ως εταιρία θυγατρική της βασικής της μετόχου εταιρείας [ ], με χρέη της τελευταίας [ ] και, ενόψει της παραδοχής αυτής, προέβη στη διατύπωση και αποστολή προς το Συμβούλιο της Επικρατείας των προεκτεθέντων προδικαστικών ερωτημάτων [σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 83 του ΚΕΔΕ, περί συμψηφισμού]. Ωστόσο, η Διοίκηση, η οποία, κατά τα προεκτεθέντα, έχει εγκρίνει την επιστροφή στην προσφεύγουσα του συνολικού ποσού των πιστωτικών υπολοίπων Φ.Π.Α. που η τελευταία ζήτησε, για τις χρήσεις 2009, 2010 και 2011, δεν έχει εκδώσει ρητή πράξη σχετικά με τη διενέργεια συμψηφισμού, κατ άρθρο 83 του ΚΕΔΕ, από την οποία να προκύπτει αντίστοιχη αιτιολογία (αναγόμενη, δηλαδή, στη διενέργεια συμψηφισμού) άρνησής της για καταβολή στην προσφεύγουσα του επίμαχου ποσού, αλλά απλώς φαίνεται να εξετάζει τη νομιμότητα ενδεχόμενης έκδοσης τέτοιας πράξης, την οποία βέβαια δεν έχει εξουσία να κρίνει το Διοικητικό Εφετείο, διότι θα επρόκειτο περί άσκησης γνωμοδοτικής λειτουργίας και όχι δικαιοδοτικού έργου. Συνεπώς, δεν τεκμηριώνεται ότι τα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα είναι λυσιτελή για την επίλυση της παρούσας διαφοράς [...]». 20 Βλ. ΣτΕ 210/2015 εν συμβ. (αλυσιτελή ερωτήματα σχετικά με ζητήματα παραδεκτού της προσφυγής, όταν, με βάση την απάντηση σε ένα από αυτά, η προσφυγή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη), ΣτΕ Ολομ. 527/2015 (κατόπιν της διαπίστωσης της αντισυνταγματικότητας ορισμένων διατάξεων νόμου, στην εφαρμογή των οποίων οφείλεται προεχόντως η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη, αποβαίνει αλυσιτελής η απάντηση σε ερωτήματα με τα οποία τίθενται περαιτέρω ζητήματα ως προς το κύρος των επίμαχων διατάξεων ή τα οποία αφορούν σε άλλες εφαρμοσθείσες διατάξεις) και ΣτΕ 2282/2014 επταμ. (δεδομένου ότι δεν συντρέχει η νομική πλημμέλεια στην οποία αναφέρεται το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, δεν είναι λυσιτελή 11

Ενόψει της προηγηθείσας ανάλυσης, θα πρότεινα τα ακόλουθα, όσον αφορά την έκταση της δικαιοδοσίας του Συμβουλίου της Επικρατείας επί της υπόθεσης, στο πλαίσιο της οποίας υποβλήθηκε προδικαστικό ερώτημα: (Α) Παραδεκτό του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου Τα ζητήματα παραδεκτού του οικείου ενδίκου βοηθήματος ή μέσου τα οποία δεν έχουν κριθεί με οριστικές διατάξεις του ερωτώντος δικαστηρίου μπορούν να εξεταστούν και να κριθούν από το ΣτΕ, επ ευκαιρία του ελέγχου της λυσιτέλειας του υποβληθέντος προδικαστικού ερωτήματος, εφόσον η εξέτασή τους προηγείται, από δικονομικής απόψεως, του ζητήματος (ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου) που τίθεται με το ερώτημα 21. Αντίθετα, τα ζητήματα παραδεκτού που έχουν κριθεί οριστικώς από το διοικητικό δικαστήριο είτε με ειδική κρίση επί συγκεκριμένου θέματος είτε με γενική κρίση ότι το ένδικο βοήθημα ή μέσο ασκείται (εν γένει) παραδεκτώς αποκλείονται του πεδίου ελέγχου του ΣτΕ, με δύο, όμως, εξαιρέσεις. Πρώτον, σε περίπτωση που το ερωτών δικαστήριο έκρινε (ως μη όφειλε) ορισμένο θέμα παραδεκτού, το οποίο, όμως, συνδέεται στενά με την ουσία και τη λυσιτέλεια τουλάχιστον ενός εκ των υποβληθέντων ερωτημάτων, η επίλυση του οποίου ενδέχεται μάλιστα να προηγείται δικονομικά εκείνου που αντιμετωπίσθηκε από τον διοικητικό δικαστή 22. Η δεύτερη (και κυριότερη) εξαίρεση αφορά σε ζητήματα αναγόμενα στην ύπαρξη έγκυρης έννομης σχέσης δίκης και στη γένεση διοικητικής διαφοράς, δοθέντος ότι, κατά τα προεκτεθέντα, το Συμβούλιο της Επικρατείας, αποφαινόμενο επί του προδικαστικού ερωτήματος, ασκεί δικαιοδοτικό έργο στο πλαίσιο ορισμένης διαφοράς, η οποία πρέπει να έχει δημιουργηθεί νομίμως και να κρίνεται αρμοδίως από το ίδιο. Συνεπώς, πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει αυτοτελή (ανεξάρτητη από τις παραδοχές του παραπέμποντος δικαστηρίου) τα δύο πρώτα ερωτήματα, τα οποία αφορούν στη δυνατότητα αυτεπάγγελτης εξέτασης της πλημμέλειας αυτής). 21 Πρβλ. a fortiori ΣτΕ 210/2015 εν συμβ (αμέσως επόμενη υποσημείωση). 22 Βλ. ΣτΕ 210/2015 εν συμβ: δεδομένου ότι η προσφυγή έπρεπε να έχει απορριφθεί ως απαράδεκτη για αμφότερους τους διαδίκους, λόγω καταβολής ελλιπούς παραβόλου, βάσει των διατάξεων του άρθρου 277 παρ. 4 του ΚΔΔ, που δεν αντίκεινται στο Σύνταγμα ή στην ΕΣΔΑ, κηρύσσονται αλυσιτελή και απαράδεκτα τα ερωτήματα που αφορούν σε περαιτέρω θέματα παραδεκτού, περί του παραβόλου της προσφυγής, χωρίς να ασκεί επιρροή το ότι το ερωτών δικαστήριο, παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι ο έλεγχος περί της συνδρομής της καταβολής του παραβόλου προηγείται εκείνου της συνάφειας των προσβαλλομένων, έσπευσε, με την απόφασή του, να διαγνώσει έλλειψη συνάφειας ως προς ορισμένο σκέλος της προσφυγής (εκείνο που αφορά στην επιβολή τέλους επιτηδεύματος 300 ευρώ), να διατάξει χωρισμό του δικογράφου και να τάξει προθεσμία για την καταβολή συναφώς νέου αυτοτελούς παραβόλου (6 ευρώ). 12

εξουσία ελέγχου ζητημάτων όπως η ικανότητα δικαίου και η ικανότητα διαδίκου του προσώπου που άσκησε το ένδικο βοήθημα ή μέσο, η εγκυρότητα του εισαγωγικού δικογράφου και η πληρεξουσιότητα του δικηγόρου που το υπογράφει, η υπαγωγή της διαφοράς στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων και η εκτελεστότητα της προσβαλλόμενης πράξης. (Β) Βάσιμο του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου Ζητήματα τα οποία ανάγονται στο βάσιμο και δεν αποτελούν το αντικείμενο υποβληθέντος προδικαστικού ερωτήματος ή δεν συνάπτονται προς αυτό, όσον αφορά τη λυσιτέλεια και την ουσία του, κείνται εκτός του πεδίου δικαιοδοσίας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Τα ζητήματα τα οποία, μολονότι ανάγονται στη δικαιολογητική βάση (τεκμηρίωση) του υποβληθέντος ερωτήματος, δεν κρίθηκαν, όπως θα έπρεπε, από το ερωτών διοικητικό δικαστήριο δεν εξετάζονται, καταρχήν, από το ΣτΕ, το οποίο τα εντοπίζει, ως μη εκκαθαρισμένα αν και κρίσιμα για τη θεμελίωση του λυσιτελούς του ερωτήματος, και περαιτέρω χαρακτηρίζει το ερώτημα ως απαράδεκτο και απέχει της απάντησης σε αυτό 23. Προς το συμφέρον της αποφυγής άσκοπης κήρυξης ερωτημάτων ως απαραδέκτων, λόγω ανεπαρκούς τεκμηρίωσης της λυσιτέλειάς τους στην παραπεμπτική απόφαση, φρονώ ότι είναι, κατ εξαίρεση, θεμιτή και σκόπιμη η απευθείας εξέταση του σχετικού ζητήματος/στοιχείου από το ΣτΕ, όταν αυτή στηρίζεται σε απλή εκτίμηση του περιεχομένου των δικογράφων του ασκήσαντος το ένδικο βοήθημα ή μέσου 24 ή του περιεχομένου της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης 25. Οι κρίσεις του διοικητικού δικαστή για νομικά ζητήματα συναρτώμενα με το τιθέμενο δια του προδικαστικού ερωτήματος, έστω κι αν έχουν διατυπωθεί με οριστικές διατάξεις, δεν δεσμεύουν οπωσδήποτε το ΣτΕ, το οποίο, προκειμένου να ελέγξει τη λυσιτέλεια του ερωτήματος και να απαντήσει προσηκόντως σε αυτό, θα πρέπει να επιλύσει ορθώς και τα λογικώς πρότερα ή προκριματικού χαρακτήρα νομικά θέματα. Για παράδειγμα θα εξετάσει αν το διοικητικό δικαστήριο έχει πράγματι εξουσία, όπως το ίδιο θεωρεί, να ελέγξει αυτεπαγγέλτως τυχόν παραβίαση των διατάξεων για την ερμηνεία και εφαρμογή των οποίων αναρωτιέται 26 ή αν είναι 23 Βλ. ΣτΕ Ολομ. 1841/2013, 1997/2014 επταμ., 2653/2014 επταμ. και 102/2015 εν συμβ.. 24 Πρβλ. ΣτΕ 761/2014 επταμ. (σκέψη 13 βλ. ανωτέρω υποσημείωση 18). 25 Πρβλ. contra ΣτΕ 2653/2014 επταμ. (σκέψη 8). 26 Πρβλ. ΣτΕ 177/2015 επταμ.. 13

ορθός ο χαρακτηρισμός, με οριστική κρίση του διοικητικού δικαστηρίου, ορισμένου επιδόματος ως εισοδήματος (αντί για αποζημίωσης, σκοπούσας στην κάλυψη δαπανών για εκτέλεση υπηρεσίας), στο πλαίσιο προδικαστικού ερωτήματος σχετικού με τον τρόπο φορολόγησής του. Τέλος, όσον αφορά τις κρίσεις του διοικητικού δικαστηρίου για ζητήματα πραγματικού, που συνάπτονται με το αντικείμενο του προδικαστικού ερωτήματος και στηρίζουν τη λυσιτέλειά του, το ΣτΕ δεν έχει, καταρχήν, εξουσία επανόδου, αλλά πρέπει να διατηρεί συναφώς κάποιο, στενό πάντως, περιθώριο εξέτασης και αυτοτελούς εκτίμησης, που δικαιολογείται, ιδίως, σε περιπτώσεις αυθαίρετης κρίσης, πρόδηλων σφαλμάτων ή πραγματικού αναγόμενου στο περιεχόμενο και την αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης 27. Συμπερασματικά, το Συμβούλιο της Επικρατείας, αποφαινόμενο επί προδικαστικού ερωτήματος, δεν επιλαμβάνεται και του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, στο πλαίσιο της εκδίκασης του οποίου διατυπώθηκε το ερώτημα. Ωστόσο, δεν αποκλείεται να εξετάσει και ζητήματα της υπόθεσης πέραν εκείνου που περιγράφει το υποβληθέν ερώτημα, προκειμένου να το αντιμετωπίσει προσηκόντως, δηλαδή να ελέγξει το παραδεκτό του και να απαντήσει ορθώς σε αυτό. Εξάλλου, δεσμεύει το ερωτών διοικητικό δικαστήριο με το σκεπτικό της απόφασής του, έστω κι αν τούτο αφορά στον (μη) λυσιτελή χαρακτήρα του υποβληθέντος ερωτήματος. Συνεπώς, ναι μεν δεν εκδίδει το ίδιο διατακτικό επί του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, αλλά με την απόφασή του ενδέχεται να επιλύει κατ ουσίαν τη διαφορά και, δη, κατά τρόπο ή και σε επίπεδο διαφορετικό εκείνου που τίθεται με το προδικαστικό ερώτημα. Νοέμβριος 2015 Ι. Δημητρακόπουλος, Πάρεδρος ΣτΕ 27 Πρβλ. ΣτΕ 3715/2015 επταμ. (ανωτέρω, υποσημείωση 19). 14