^ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΜΙΧΑΗΑΙΛΟΥ * ΤΑ ^Ί^^/Ο^' ^('^/ΤΤ/Γ-://^ ^^ι2ί ΕΝ ΛΕ/ΛΕΣ9 (ΚΥΠΡΟΥ) ΤΥΠΟΙ! "ΑΕΥΚΟΧΙΑΣ^ ΕΦΡΑΙΜ Κ. ΠΕΤΡΙΔΟΥ ΚΑΙ»ΑΣ

Σχετικά έγγραφα
Βασίλη Μιχαηλίδη Η Χιώτισσα

ΗΤΑΝ 1 η ΑΠΡΙΛΙΟΥ. 2 ο ΠΡΟΤΥΠΟ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ.

Ανου να πάμεν γλήορα, τ' αμάξιν καρτερά σε!"

Βασίλης Μιχαηλίδης Η Χιώτισσα εν Λεμεσώ, κατά το 1821

: Ο ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ ΑΠΑΓΧΟΝΙΖΕΤΑΙ. O ΔΡΑΜΑΤΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΜΟΥΤΣΙΟΥΚ ΜΕΧΜΕΤ. ΤΟ ΑΙΜΑ ΡΕΕΙ ΑΦΘΟΝΟ ΣΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ

Το τραού ιν τ' Άη Γιωρκού και τού δρα κού

ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΜΑΪΟΥ ΙΟΥΝΙΟΥ 2013 ΜΑΘΗΜΑ: ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 21/05/2013

Το ναυάγιο του χρυσοκάραβου στο νησί του Φερφουρή στη Χλώρακα (Απο το περιοδικό ΚΥΠΡΙΑΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ" έκδοσης 1945)

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Μες το εβδομήντα τέσσερα, τζιαιρόν δευτερογιούνη 1, μιάλον 2 κακόν εγίνηκεν μέσα στην Κύπρον ούλλην 3.

Απόψε μες στο καπηλειό :: Τσιτσάνης Β. - Καβουράκης Θ. :: Αριθμός δίσκου: Kal-301.

ΜΕΡΟΣ 8ο: ΠΑΡΑ ΟΣΙΑΚΑ (4.0008)

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

Ο Αντζιελής ο καλικάντζαρος

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Αρχαίο Θέατρο και Δημοκρατία

Εικονογραφημένο Λεξικό Το Πρώτο μου Λεξικό

ΤΜΗΜΑ ΦΩΚΑ/ΤΕΤΑΡΤΗ

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

w w w. s t i x o i. i n f o

Εικονογραφημένο Λεξικό Το Πρώτο μου Λεξικό

Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ( ) Αναφορά στον Γκρέκο (απόσπασμα)

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #11. «Το ριζικόν» (Κύπρος) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

πανέτοιμος για να έλθει είναι πολύ πρόθυμος και έτοιμος κάθε στιγμή με ευχαρίστηση, με χαρά, με καλή διάθεση, να έλθει να επισκιάσει και να βοηθήσει

Εικονογραφημένο Λεξικό Το Πρώτο μου Λεξικό

w w w. s t i x o i. i n f o

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Εικονογραφημένο Λεξικό Το Πρώτο μου Λεξικό

ΤΡΙΓΩΝΑ ΚΑΛΑΝΤΑ. Τρίγωνα, κάλαντα σκόρπισαν παντού. κάθε σπίτι μια φωλιά του μικρού Χριστού. ήρθαν τα Χριστούγεννα κι η Πρωτοχρονιά

ΤΜΗΜΑ ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ

ΤΟ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ. ( Ακούγεται κλάμα μωρού )

Δυο μάτια παιχνιδιάρικα :: Κάνουλας Κ. - Παγιουμτζής Σ. :: Αριθμός δίσκου: DT-142.

General Music Catalog General Music ΠΥΡΓΑΚΗ ΦΥΛΙΩ. page 1 / 5

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: "ΕΛΕΝΗ" ΤΟΥ ΕΥΡΙΠΙΔΗ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ. Α. ΚΕΙΜΕΝΟ: Β ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ στίχοι:

Κάτω στα Ιεροσόλυμα εις του Χριστού τον Τάφο, εκεί οι Αγγέλοι λειτουργούν κι οι Αποστόλοι Ψάλλουν. Ψάλλουν το Άγιος ο Θεός και την Τιμιότερα

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Εικόνες: Eύα Καραντινού

ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ 1 28Η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940

Πριν από πολλά χρόνια ζούσε στη Ναζαρέτ της Παλαιστίνης μια νεαρή κοπέλα, η Μαρία, ή Μαριάμ, όπως τη φώναζαν. Η Μαρία ήταν αρραβωνιασμένη μ έναν

Playlist με τίτλο: Κώστας Κανούλας. Δημιουργήθηκε από georgina.levitikou στις 25 Ιανουαρίου 2016

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

31 Ιουλίου 6 Αυγούστου 2017 Πνεύμα

( Ανεβαίνουν στη σκηνή μία-μία οι Σουλιώτισσες αναμαλλιασμένες, φτάνουν στο γκρεμό, τον βλέπουν απότομα κάνουν τρομαγμένες πίσω )

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ηµοτικού

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

Χριστούγεννα. Ελάτε να ζήσουμε τα. όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

21 ΜΑΡΤΙΟΥ 2016 ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΚΑΤΆ ΤΟΥ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΦΥΛΕΤΙΚΩΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ

ΑΓΙΟΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΑΖΑΡΟΣ Ο ΦΙΛΟΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

H ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΒΑΣΙΛΗ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ (1849;-1918)

Χαμπάρι ο Γιαννάκης. Η μάνα χαμηλώνει το στερεοφωνικό... Ο Γιαννάκης επιτέλους, γυρίζει! Βλέπει τη μάνα... θυμώνει... της βάζει τις φωνές...

ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΡΟΛΟΙ: Αφηγητής 1(Όσους θέλει ο κάθε δάσκαλος) Αφηγητής 2 Αφηγητής 3 Παπα-Λάζαρος Παιδί 1 (Όσα θέλει ο κάθε δάσκαλος) Παιδί 2

Η ζωή τα εποίησεν. Η ζωή τα εποίησεν. οσελότος ΕΚ ΟΣΕΙΣ. οσελότος ΕΚΔΟΣΕΙΣ

T: Έλενα Περικλέους

Κεφάλαιο 5. Κωνσταντινούπολη, 29 Μαίου 1453, Τρίτη μαύρη και καταραμένη

Το παραμύθι της αγάπης

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ


Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ηµοτικού

Γιώργης Παυλόπουλος. Τι είναι ποίηση...

Παροιμίες Ζώα Θηλαστικά Πρόβατο Αν είν τ αρνιά σου αμέτρητα, πες πως αρνιά δεν έχεις. [Ελληνική]

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

General Music Catalog General Music ΠΑΠΠΑ ΛΟΥΛΑ

Έρικα Τζαγκαράκη. Τα Ηλιοβασιλέματα. της μικρής. Σταματίας

Γυφτοπούλα :: Στεφανίδης Ν. - Ατραΐδης Δ. :: Αριθμός δίσκου: GA Εγώ είμαι γυφτοπούλα

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

Η πολύ λαίμαργη μπουλτόζα που έφαγε τον Ακάμα

Θα φύγω :: Παπαϊωάννου Ι. - Ευγενικός Α. :: Αριθμός δίσκου: GA

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ (Λουκ. 18, 10-14)

Τι μπορεί να δει κάποιος στο μουσείο της Ι.Μ. Μεγάλου Μετεώρου

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ 1 ΠΟΙΗΜΑ από κάθε συλλογή του Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ (1945)

«Το δαμαλάκι με τα χρυσά πόδια»

Οι τα α α α α α α α Κ. ε ε ε ε ε ε ε ε ε Χε ε ε. ε ε ε ε ε ε ρου ου βι ι ι ι ι ι ι. ιµ µυ στι κω ω ω ω ω ως ει κο ο

(Αντιλαμβάνεται τη Ρωξάνη που βγαίνει από της Κλομίρης.)

Π α σα πνο η αι νε σα τω τον Κυ ρι. Π α σα πνο η αι νε σα α τω τον. Ἕτερον. Τάξις Ἑωθινοῦ Εὐαγγελίου, Ὀ Ν Ψαλµός. Μέλος Ἰωάννου Ἀ. Νέγρη.

ΓΙΟΡΤΗ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ ΤΡΑΓΟΥ ΙΑ

...Μια αληθινή ιστορία...

Άνοιξε και μετάνιωσα :: Χιώτης Μ. - Καζαντζίδης Σ. :: Αριθμός δίσκου: DG

ΤΙ ΑΠΕΓΙΝΕ Ο ΠΑΡΑΞΕΝΟΣ ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΥΝΕΧΕΙΑΣ. Β ο Δημοτικό Σχολείο Ευόσμου

ΝΗΠΙΑΓΩΓΕΙΟ ΛΙΜΝΗΣ ΒΟΥΛΑ ΜΙΛΟΥΛΗ ΡΟΛΟΙ-ΣΤΟΛΕΣ

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

Εικόνες: Δήμητρα Ψυχογυιού. Μετάφραση από το πρωτότυπο Μάνος Κοντολέων Κώστια Κοντολέων

Άνοιξε και μετάνιωσα :: Χιώτης Μ. - Καζαντζίδης Σ. :: Αριθμός δίσκου: DG

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

Γράφουν τα παιδιά της Β 1 Δημοτικό Σχολείο Αγίου Δημητρίου

ΕΚΕΙΝΗ ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥ Ι ΓΙΑ ΤΟΝ Γ

JEAN-CHARLES BLATZ 02XD RE52755

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού Β Περίοδος

Συγγραφέας. Ραφαέλα Ρουσσάκη. Εικονογράφηση. Αμαλία Βεργετάκη. Γεωργία Καμπιτάκη. Γωγώ Μουλιανάκη. Ζαίρα Γαραζανάκη. Κατερίνα Τσατσαράκη

Ιερα Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού

Ελάτε να ζήσουμε τα Χριστούγεννα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

Γυμνάσιο Αγ. Βαρβάρας Λεμεσού. Τίτλος Εργασίας: Έμαθα από τον παππού και τη

Transcript:

««" ί ί >

^ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΜΙΧΑΗΑΙΛΟΥ * ΤΑ ^('^/ΤΤ/Γ-://^ ^^ι2ί ΕΝ ΛΕ/ΛΕΣ9 (ΚΥΠΡΟΥ) 1911 ^Ί^^/Ο^' ΤΥΠΟΙ! "ΑΕΥΚΟΧΙΑΣ^ ΕΦΡΑΙΜ Κ. ΠΕΤΡΙΔΟΥ ΚΑΙ»ΑΣ ^

ΑΠΑΓΧΟΝΙΣΘΕΝΤΙ ΧΟι ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟ ΚΥΠΡΟΥ > ΚΥΠρίΑΝΩι Σν που αχοτώ^ης γΐά τ6 φώς σήχον νά δ^ς τ6ν ήλίο, ξύπνα, νά δής τ6 αίμα οου ηώς βγεινε βααιλρ2ο, Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

ΑΝΤΙ ΠρΟΛΟΓΟΥ ^1» Ή εις ϊόμον εκδοσις των κυριωτέρων επικών καΐ λυρικών ποιημάτων του ευφαντάστου Κυπρίου ποιητοΰ κ. Βασιλείου Μιχαηλίδου, καΐ δη των πεποιημένων εις γνησίαν Κυπριακήν διάλεκτον, ανταποκρίνεται εις την επιθυμίαν παντός μελετητοΰ της Κυπριακής ψυχής και ικανοποιεί τους πολλούς θαυμαστάς ποιητικού ταλάντου σπανίου και ιδιαζούσης δλως φύσεως. Έν ταΐς δλίγαις ταύταις γραμμαΐς αϊτινες κατά παράκλησιν χαράσσονται άντι προλόγου, δεν είναι δυνατόν βεβαίως ν' άναλυθή εΰρύτερον και εν σχέσει προς την δλην ποιητική ν παραγωγήν τής τελευταίας δοετίας έργον ποιητικόν αποτελούν αδράν κ' εΰγενεστάτην συμβολήν εις τήν Κυπρίαν λαϊκήν μοΰσαν και δπερ δια τήν εν μεγάλη μοίρα χρησιμοποιούμένην όίπταιστον και γνησίαν κυπριακήν διάλεκτον, ην δ ποιητής γινώσκει ό σον ολίγοι κ' αισθάνεται βαθέως, δύναται νά ενδιαφέρη ου μόνον τόν γλωσσολόγον αλλά και τον λαογράφον τής εθνικής \ ;υχής. Δύναται εν τούτοις νά λεχθή δτι δλίγαι τινές στροφαι του περί τής «9ης "Ιουλίου '2 1 εν Κύπρφ» έπους και τής «Χ ι ώ τ ι σ σ α ς» καΐ λυρικά τίνα ποιημάτια άτινα σποριχδικώς εχάρισεν εις το κυπριακόν κοινόν δ ποιητής, άρκοί5σι και μόνα νά τιμήσωσι τό δνομά του, αποτελούντα αληθινά αριστουργήματα γνησίας ποιητικής εμπνεύσεως, αγροτικής αφέλειας καΐ πατριωτικής έξάρσεως. Ευγενής καΐ πατριωτικός τήν άντίληψιν, λεπτώς ευφυής και εϊρωνδ ποιητής, μηδέποτε λησμονών δτι ανήκει εις δουλωμένην

πατρίδα, αναπτύσσει τήν δριμυτάττιν σάτυραν κατά παντός διαστροφέως ή κακολόγου τής εθνικής φιλοτιμίας τής ιδιαιτέρας εϊτε τής μεγάλης Πατρίδος του, εις τήν σατυρικήν δε ταύτην ε- πίθεσίν του παρέχει αΰτφ ανεξάντλητους και επιτυχέστατος εικόνας ή ζωηρά φαντασία του, ην συμπληροΐ Ισχυρά πρωτοτυπία, φωτίζει δ' εστίν δτε καΐ γνώσίς τις τής πατρίου ιστορίας, α τελής βεβαίως, καθόσον τίς θά τό πιστεύση ; ό ποιητής μας ουδέ τής στοιχειώδους καν παιδεύσεωςυπήρξε ποτέ τρόφιμος. Θέλγουσητ ιδία είναι ή αφέλεια του στίχου του και ή ακρίβεια μεθ' ης αποδίδει εικόνας της κυπριακής ζωής ή ήθογραφεΐ τήν κυπριακήν ψυχήν. Καίτοι ολίγα είναι τά ποιητικά του προϊόντα τής φύσεως ταύτης, έν τουγοίς εις τά δλίγίχ ταϋτα πρότυπα υπάρχει ή σφραγίς ιής ιδιοφυΐας εκείνης ήτις κατά το λατινικόν ρητόνγεννάται αλλά δεν δημιουργείται. Άγνοοΰμεν όπόσα καΐ όποια των έργων τοΰ ποιητοΰ θά περιληφθώσιν εις τόν τόμον ιοϋτον. Θά ήτο έν τούιοις ατύχημα, εάν δεν συμπεριελαμβάνονγο αποσπάσματα τίνα σατυρικά εκ τοΰ «Διαβόλου» του, τοΰ έμμετρου δΐ)μοσιε(5ματος υπέρ εξέδιδε προ εικοσαετίας έν Λεμεσφ, καθώς και πατριωγίκά τίνα θούρια και άπαντα τά έν Κυπριακή διαλέκτω δημοσιευθέντα κατά καιρυνς έν ταϊς έφημερίσιν. "Ισως πολλών τούτων ή συναγωγή ένεκα τοΰ εσπευσμένου τής εκδόσεως ταύτης καθίσταται αδύνατος" θά ηύχόμεθα έν τούτοις εις προσεχές μέλλον νά έξεδίδοντο πάντα ταΰτα πλουτισμένα μάλιστα διά νέων προσθηκών τοΰ ποιητοΰ. Τό περί τοΰ μαρτυρίου τών Κυπρίων "Αρχιερέων έ'πος (δπερ, σημειωτέον, έγράφη έπι τη βάσει προφορικών αφηγήσεων καΐ πληροφοριών παρά πολλών άξιοπίστων γερόντων καΐ άλλων πηγών) παντοΰ δπου άγεγνώσθη προυκάλεσε βαθεχαν έντύπωσιν.

ν'. Ό σοφός έν Αθήναις καθηγητής τής ιστορίας κ. Κ ω ν σ τ. Γ. Ζ η σ ί ο υ, προς δν ό γράφων έπεμψε πρό τίνων ετών άντίγραφον τοΰ έπους μετά λεπτομερών φθογγολογικών καΐ άλλων σημειώσεων και λεκτικών ερμηνειών και μετά ιδιοχείρου προσφωνήσεως τοΰ ποιητοΰ, μεγάλως έξετίμησε τό έργον, έν δε τω φύλλφ τής 22ας Ιουλίου 1906 τών «Πατρίων» έν άρθρφ του περί τοΰ Κύπρου Κνποιανοΰ αναδημοσιεύει ώραΐά τίνα εξ αύτοΰ αποσπάσματα. Τό ποίημα άνεγνώσθη πρό τίνος έν Λεμεσφ, καΐ έν Λευκοσία, από σκηνής, πρό διετίας, έπι τοις άποκαλυπτηρίοις τοΰ μνημείου τοΰ Κυπριανοΰ, προκάλεσαν βαθεΐαν τήν συγκίνησιν τοΰ ακροατηρίου καΐ τυχόν τών ένθουσιωδεστάτων κρίσεων τοΰ Παγκυπρίου Τύπου, άποκαλέσαντος τόν ποιητήν «Μιστράλ τής Κύπρου.» (Έν τ?ί παρούστι έ/.5οσει /,άριν τη; αιΐρίβοΰς, κιτά τό δυνατόν, φθργγολογικη; αποδόσεως τών χυτριακών λέξιων,, έγένιτο γρτ,α'-ς συνθηματικών τίνων σημίίων. Οΰτω λ. ^. τό κ (πα/^υτερου τ^που) άπ;οδίδ ΐ οίον φθο']^γ3ν Ιν τη 'Λγγλικη τό ά^ Τό σσ οτον τό Άγγλιχόν ΒΙΙ Τό γγ, οτον χο]ΐ έν τη 'Λγγλιχη "Κέ^ι^ <0,Ώ. θ1)), Τό τελιχόν ν τών λίξιοιν πρό τοΰ συμφώνου επομένη; λέξεως άφομίΐοοτιι. Πρό το3 κ άποτελιϊ τόν ήχ_ον γκ, πρό τοΰ' άπλοΰ η τόν ηχ^ον μη), Έν Λεμεσφ : 7)20 Ιουλίου 1911. ΧΡ. ^. ΧΟΥΡ/ΛΟΥΖΙΟΣ Διενί^υντής τής «Σάλπιγγας».

Ε 9' ΜΙΟΤ ΤΟ! 1021 Ν ΛΕΥΚΩΣΙΑ [ΚΥΠρογ], 4.ιϊν Άντάν άρκιέι )αν οι κρυφοί άνεμοι κι' έφυσοΰσαν Λΐ' άρκίνησεν εις τήν Τουρκιάν νά κρυφοσί^ννεφκιάζη χαι που τές τέσσερης μερκές τά νέφη έκουβαλοΰσαν, ώστι νά κάμουν τόν χαιρόν ν' άρκιεύκη νά στιβάζη είχεν σγιάν είχαν ούλοι τους κ' ή Κ,ύπρου τό κρυφόν της μέσ' στους άνεμους τους κρυφούς εΐχεν τό μερτικόν της- Κ-ΐ' άντάν έφάνη ή στραπή εις τοΰ Μωρηα τά μέρη ' «ι' έξάπλωσεν «ι' άκούστηκεν παντοΰ ή πουμπουρκά της, κιι' ον}μ ξηλαμπρακίσασιν χαι θάλασσα και ξέρη κΐχρ,ν σγιάν είχαν οΰλοι τους κ' ή ϋύπρου τά κακά της. Μιάν νύχταν, νύχταν σιανήν, καιρόν Δευτερογιούνιν, νύχταν Παρασσέυκόνυχταν, ποΰ τ' άστρα μιλιούνια έλάμπασιν ποΰ πανωθκ^όν κι' εν εί5ρισκες ρούθούνιν'- ' μέσα στης Χοϋρας τά στενά, στης Χώρας τά κάντούνΐά* σιανεμιά, δεν «ϊπομδς δβντρούδιν νά ταράξη μήτε του σκύλλόύ λάξιμον, με πέτεινόν νά κράξη: ^ *Ητουν μιά νύχτα μονϋωτή, μΐά νύχτα μουρρο)μ^, ποΰ θάρηες πώς χίήννεται ποΰ τοΰ Θεοΰ τήν λρίσιν' σέ τέθκοιαν νύχταν σιανί^ν οι Τοΰρ^οι βαδο>μένον '* ρι-ο' στό Σηοώ{\ον ευ/ασι.ν μηά?,ην μετίιλήσιν,

Έγύραν τά μεσάνυχτα κι' έπήρεν τό ξιφώτην, κι' δ Κκιόρ-ογλους πούτουν καλή, πολλά καλ' ή ψυχή του έξέβην πώσσω του κρυφά κι' έπηεν στον Δεσπότην, κι' έξύπνησέν τον κι' έ'κατσεν κοντά του και λαλεί του. "Εν εσσω μου, ϋυπριανέ, τ' αμάξιν μου ζεμένον, τ' αμάξιν μου, Κυπριανέ, έν έσσω άντροχιασμένον, κι' άθ' θέλης γιά νά ποσπαστής ποΰ σίουρην κρεμμάλλαν κι' άθ' θέλης ποΰ τόν θά\ ατον νά φύι^ς νά γλυτώσης, νά πας με τό χαρέμι μου κρυφά κρυφά στην Σκάλαν τά κουσουλάτα, ν' άννοιχτά, νά πάης νά τρυπώσης. Ήρτεν τοΰ ΜουσελλΙμ-άγά φερμάνιν ποΰ τήν Πόρταν κι' εψές άρπα κι' άνόρπιστα έγίνην μετζιλήσιν, κι' έχει πκειόν ρις τό χέριν του τήν μαύρην σας τήν σόρταν στό χέριν του ιόν θάνατον, στό χέριν του την κρίσιν νά μεν άρκής, Ιι^υπριανέ, νά χάννης τόν κ'ίΐρόν σου' νά πάης νά φαραγγιστής άθ' θέλης τό καλόν σου. Πρέπει νά πας, ^ι δε κοίν ου, έχά&η; δίχως άλλον αν σ' εΰρ' ήμερα τό πορνόν δά μέσα δά, έ'ν νάσαι νεκρός εις τήν ^ρεμμασταρκάν, εϊυε νεκρός στον πάλλον. "Ανου νά πάμεν γλήορα τ' αμάξιν καρτερά σε! ΰ "Εσκυψεν ό Κ.υπριανός κι' έ'μεινεν νάκκον ώραν κι' έδκιαλοΐστην νακκουρίν κι' άννοίει καΐ λαλεί του. «Δεν θέλω Κκΐύρ-δγλοϋ έγιώ νά φύω ποΰ τήν Χώραν γιατί αφ φυω, τό κακόν έν νά γεινή περίτου. θέλω νά μείνω Κκιόρ-δγλοΰ κι' ας πα νά με σκοτώσουν^ ας με σκοτώσουσιν έμέν κι' οί άλλοι νά γλυτώσουν. Δεφ φεύκω Κκιόρ-δγλοΰ γιατί, αν φύω, ό φευκός μου έν νά γενή θανατικόν εις του; ρωμηους.χόΰ τύπου. Νά βάλω τήν συρτοθηλιάν εις τόν λαιμόν τοΰ κόσμου; 3ταρά τό γαΐμαν του; πολλού; εν κάλλχον τοΰ Άισκόπου.»

α λαλδΐ του πάλ' δ Κχιόρ δγλοΰς: Λυποΰμαί σε, Δεσπότη* νά με σ' εΰρη ποΰ τό πορνόν ό ήλιος μέσ' στήχ Χώραν, γιατί εΰτύς εν νάκοπή ή κιεφαλή σου πρώτη, ένας Μουρούζης κι' εφυεν έχει τωρά μιάν ώραν, ποΰ κρεμμαλλίστην τοΰ τειχιοΰ κι' έξέβην εις τήν στράταν, και πα κατά τόν Λάρνακαν νά μπή στά Κουσουλάτα. Έφεραν του κι' εφόρησεν μιάν άλλαήν, 'πό κείναις τους πίτσιλλους, συλλούρικην, λιμιν λιμίν, σαλάταν και σέρτουρα καΐ μέρτουρα, στά πόδκία του ποδίνες μεν τύχη κι' άγρωνίση τον κανένας εις τήν στράταν. ι Ευκαριστώ σου, Κκιόρ-δγλοΰ, λαλεί του ό Δεσπότης, θωρώ σε με καλόγ γάλαν πώς είσαι βυζασμένος, Μμά φύε, μέν σε δουν καΐ πουν πώς γένεσαι προδότης. Λαλεί τ' άμ μέν θέλης πολλά νάσαι ξωμακρυσμένος, άμμάγγου πάμεν έ'σσω μου νά μέν μείνης δαπάνω. 'Εγιώνι θέλω, Κκιόρ-δγλοΰ, νά μείνω κι' ας πεθάνω. Ό Κκιόρ-δγλοΰς έμάχετουν νά κάμη καλωσύνην, άμμά Ιπήεν άδικα δ κόπος του χαμένος. Περίτου ώραν δεν είχεν κι' έ'νέ'πρεπεννά μείνη, κι' εφυεν πκιόν περίλυπος και παραπονημένος. 8 Ή νύχτα πκιόν άρκίνησεν περίτου ν' άναρκώνη, εγίνην ή ανατολή κροκόκκινη περίτου, άρκεψεν πκιόν τό Σάββατον νά πικροξημερώνη κι' άκούστηκεν τοΰ ξύλενου σήμαντρου ή φωνή του. Έξέβην δ Κυπριανός με κεϊνον τόν καμόν του, κι' επήεν είς τήνέκλησιάν και βάλλει τόν σταυρόν του, κ' ήτουν δσον κι' έκάμασιν άρκήν τής λειτουργίας, κι' Ιστάθηκεν περίλυπος και σγιάν νά δκιαλοΐστην, ϋΐ' Ιπηεν «ι' Ιγονάτισεν ομπρός τής Παναΐας Μα! Λαιι έψονψούρισεν «ι' εΰτί'ς Ικλαμουρίστην. 5

9 "Εμεινεδ δεν έτάραξεν, οΰλα ποΰ νά καρφώθην γονατιστός και πληξιμιυς με χέρκα σταυρωμένα" άρκέψαν τό κοινωνικόν κ,αι τότες έσηκιόθην, κι' έστάθηκεν κι' έφαίνουνταν τ' άμμάδκια του κλαμένα, και προσκυνά τρεις τέσσερης φορές την Παναϊαν έθάρηες ποχαιρετα και κόσμον κι' έκλησίαν. Έσυγχωρήθην με τους λάς κι' έμπην μεσ' σγ «γιον βήμαν, έμπήκεν κι' έκοινώνηιε κι' έξέβηκεν κι' Ιστάθην, κι' έμοιαζεν ούλα τόν νεκρόν ποΰ βάλλουν εις τό μνημαν, έθάρηες ποΰ πάνω του τύ γαϊμαν πώς εχάθην. Έξέβην ίΐοΰ τήν έκλησίάν με την σνναπαρτιάν του, καΐ Τοΰρκ' εύτύς τοΰ ^^αραγιοΰ έπλάστησαν ομπρός του. Εΰτύς έριψεν πάνω τους 10 μιάν άρκαν άμμαδκιάν του, κι' έδήθηκεν τό βρΰδιν του, κι' έφάνη ν ό θυμός του. 'Έμειναν κι' έθωροΰσάντον ομπρός τους θυμωμένον, κι' έθάρηες τό στόμαντους πώς ήτουν πουμωμένον. Λαλεί τους: Πκοιός σας έπεψεν πορ\όν πορνόν κοντά μον; πέτε μου το, συντύχετε και μέβ' βαρυκωλχήτε, αν έν κι' έλυπηθήκετε, έν πέτρα ή καρδκχά μου, πέτε μου, ήντα θέλετε χωρίς νά μ' άντραπήτε. "Ηρταμεν νά σε πκιάσωμεν, εΐμαστον προσταμένοι από τόμ ΜουσελλΙμ-άγάν τόν άρκονταν τής χώρας. Λαλεί τους: Με καλόγ γαλαν αν ήστε βυζασμένοι, σταθήτε καρτεράτε με πέντε λεφτά τής ώρας ( και πκοιός ειξέρ' ήν^ά 'κρυφεν ποΰ μέσα στην καρδχάν του) έξέβην πάνω βκιαστικός κι' ένέην στον νοτάν του κι' άψεν λαμπάδιν κι έκρουσεν κάη χαρκχά γραμμένα κι' ύστερα στράφην κ' είπεν τους: έλάτ' αντρειωμένοι τώρα πώχω τά πράγματα σγιάν θέί.ω τελειωμένα ίλά{ηΐ, \ΙΜ. \α πάμεντ^. ογχην ίίίσιε προσταμένοι.

Επάρτε με νά πάμεντε ν' άδικοθανατίσω, έπάρτε με σκοτώστέ με χωρίς καμιάν αιτίαν. Κι' άλλοι δεξιά κι' άλ?.οι ζαβρά κι' άλλοι ομπρός καΐ πίσω εύτύς έτριυρκάσαν τον κι' επήραν τον κι' έπήαν. Ό Μουσελ?.ίμης κάθεται με ούλους τους αγάδες μεσ' στό Σαράγιον και λαλεΐ τους άλλους Δεσποτάδες. "Ακουσα πώς εσείς οι τρεις και δ μιλλέτ πασχής σας κ'οι προεστοί τοΰ τόπου σας τ' άρκοντολόϊν ούλον, έτάξετε εις τους ρωμηούς τό μάλιν τής ζωής σας, νά μέν άφήκετε ρωμηόν εις τό ντοβλέττιν δοΰλον. Είπεν καΐ δεν έτέλεχωσεν δ άρκοντας τό πεΐν του κι' έφεραν τόν Κυπριανόν οι Τοΰρκοι δμπροστά του. "Ενε^»εμ με τό δίκλημαν, ένεψεμ με τό δεΐν του 'νοΰ ποΰ τους άσκερλίες του κι' έπήρεν τον κοντά του, κι' εκλινεν κι' είπεν του στό φτιν: «Σε δκυό λεφτά τής ώρας νά βαωθοΰν, νά κλειωθοΰν κ' ή τρεις πόρτες της Χώρας, μεμ πα και φύουν οι ρωμηοι στά όρη καΐ χωστοΰσίν άππεξωθκχόν τοΰ Σαραγιοΰ νά μέν έν παναΰριν, μεσ' στό Σαράγιον ούλοι του; νά διπλαρματωθοϋσιν, κελλάττην και κρεμμασταρκάν νά τάχετε χαζίριν». 14 Τότες έστράφην και λαλεί τοΰ Αρχιεπισκόπου, σκυφτός χαμαι δυσόφρυδος και καραμουτσωμένος: Πάσσ πίσκοπε Κυπριανέ, μιλλέτ πασχη τοΰ τόπου έγύρεψα σε νά σοΰ πώ πώς είμαι προσταμένος άπου τήν Πόρταν καΐ κρατώ στό χέριν μου φερμάνιν, πώς έχω μχάλην προσταήν ποΰ.τό ψηλόν Διβάνιν τ' άρκοντολόϊν τους ρωμηού; τους μχάλους τοΰν' τοΰ τόπου νά τους συνάξω μονομχάς και νά τους ήσκοτώσω, νά μέν χαρίσω μπροεστοΰ ζωήν μήτε'πισκόπου και δ,τι λοής θάνατον θελήσω νά τους δώσω.

8 15 Λαλεί του : Μουσελλΐμ-άγδ ποΰσαι καλός Ισλάμης δφώχεις βίς τό χέριν σου τοΰ Διβανχοΰ φερμάνιν Κι' άφώχεις έτσι προσταήν μπορείς άλλχώς νά καμης ; κάμε σγχάν σε προστάσσουσιν ποΰ τό ψηλόν Διβάνιν ΚαΙ κάψε μας, γχά κρέμμα σ' μας, γχά κόψε τόν λαιμόν μας θέλομεν δμως νά μ«ς πής ή>τ' αν τό φταισιμόμ μας. Έμάχεστουν με τους ρωμηούς τους άλλους νά σμιχτήτε, τους Τούρκους ποΰ τές τέσσερης μερκαις νά πολεμάτε* Ι μάχεστουν εις τ' άρματα κι' εσείς νά σηκωθήτε για νά σμιχτήτε ούλοι σας και τήν Τουρκιάν νά φάτβ. 16 *Έν κ' ήρταν, ΜουσσελλΙμ-άγά, πάνω στόν τόπον άλλοι κι' έφεραν άρματα κρυφά κι' έν νά μας καταγνώσης Έδώκαμεν σου τ' άρματα ούλοι μιτσχοι και μχάλοι ευτύς δτι κι' έγύρεψες νά μας ήξαρματώσης. Ήντα λοής έθέλαμεν έμεϊς ν' άρματωθοΰμεν κα» νά. σμιχτοΰμεν μ* άλλους λάς καΐ νά σας πολεμοΰμεν; Κείνος ποΰ σου ψουψούρισεν τοΰτα τά λόγχα ούλα, αν εν και κείνος Χριστχανός δμως εμάς μισά μας: πυρομαχεΐ τον πάντα του π' άππέσω ή άζούλα* έμσς πό τοΰτα ποΰ λαλείς εν καθαρ' ή καρδκχά μας. 17 Νά μέν άρνχέσαι, 'πίσκοπε, κι'έσεϊς οΐ καλοήροι, εϊχετ' άθθρώπους 'στά χωρκά, χαρκιά νά δκχαμοιράζουν ν' άρματωθοΰσιν οΐ δωμηοΐ ναν ούλοι τους χαζίριν και με τόν πρώτον λόον σου ν' άρκέψουν νά μας σφάζουν και δέν πιστεύκ' δ,τι μοΰ πή τοΰ καθενοΰ τό στόμα, κι' εχω πό κείνα τά χαρκχά* έχεις νά πής ακόμα; Λαλεί του: ΜούσελλΙμ-άγθ είπα σου και λαλώ σου, 'πό τοΰτα ούλα ποΰ λαλείς?ν καθαρ' ή καρδκχά μας, ϊίΐαι πίστεψε, είδε καν ού, τό κρτμαν στόλ λαιμόν σου* μπορεί «αϊ νδν καμχά δουλεχο ηοΰ γίνηχεν κρνφά μα;.

18 Πίσκοπε, γχώ τήν γνώμημ μου ποττέ δβν τήν δλλάσσω, κι* δσα κι' αν πης μέθ' θαρ^υτης πώς έν να σου πιστβψ εχω στόν νουν μου, πίσκοπε, νά σφάξω, νά κρεμμάσω, κι* αν ημπορώ ποΰ τους ρωμηούς τήν Κύπρον νά παστρίψω κι' ακόμα αν ήμπόρηα τόν κόσμον νά γυρίσω, έθεν νά σφάξω τούς ρωμηούς ψυχήν νά μέν αφήσω! Ή ρωμηοοννη εν φυλή συνώκαιρη τοΰ κόσμου, κανένας δέν εύρέθηκεν για νά τήν ήξηλείψη, κανένας, γχατι σκέπει την ποΰ τάψη δ θεός μου. Η ρωμηοσύνη εν να χαθή, δντας δ κόσμος λείψη! 19 Σφάξε μας ούλους κι' ας γεντ τό γαΐμάμ μας αύλάκιν, κάμε τόν κόσμον μακελεχόν καΐ τούς ρωμηούς τραούλχα, άμμά ξέρε πώς ΰλαντρον δντας κοπή καβάκιν τριγύρου του πετάσσουνται τρακόσχα παραπούλχα. Τό 'νιν άντάν νά τρώ ιήν γήν, τρώει τήν γήν θαρχέται, μα πάντα κεΐνον τρώεται και κεΐνον χαταλαέται. Είσαι πολλά πικράντερος, δμως άθ θέν νά σφάξης σφάξε τούς λάς ποΰ πολεμοΰν ολλοΰ αρματωμένοι* εμάς με χέρκα δ'φκαιρα γχατι νά μας πειράξης ποΰμαστον δίχως άρματα, κ' εΐμαστον νεπαμένοι ; 20 Τότες δ Μουσελλιμ-άγάς έψήλωσεν τό δεϊν του, κ'εΐδέν τον μ* έναν δεϊν γλυκύν, κι'άννοίει και λαλεϊ ίον: "Ο,τι παθθαίν" ό άνθρωπος εν Λοΰ τήν κεφαλήν του, τοΰ βρένιμου ποΰ τό σπαθιν ποσπάζετ' ή ζωή τον* και σού αν είσαι βρένιμος ποσπάζεις τή ζωήσ σον. Μούλλωσε καΐ κατάλαβα πριχοΰ νά πής τό 'ηεϊσ σου μέν μάχεσαι τήθ θάλασσαν νά τήν ήξηντηλήσης, άδικα λόγια μέν χάννης κι' άρκ^ς εις τήν δουλιχά.σου* τόν ήλιον μι τό φύση μαν μπορείς νάτόν ή0βΰθ )ς', φώναξε τρϊ» ιΐιλλ^νη αον, οάο' την χρεμμαίλαρχγί» σον!

Ό Μουσελλίμη; κι' ούλοι του; οι Τοΰρκ' άνεάν άκο»5σαν, στραοπελέκιν πάνω τους οΰλα ποΰ νάεν ρίψει: "Εμειναν ούλοι τους βρυχτοι νοΰ στ' άλλου κι' έθωροΰσαν, καθένας τους επάσκιζεν τήν άντροπήν νά κρύψη. Ό Μουσελλίμης εΐδεν πκειόν πώς χάνν* αδίκως κόπους, έταξεν κι' έσηκώσασιν π' ομπρός του τούς πισκόπους, κι* επήραν του; στήφ φυλακην χωρίς νά τούς χωρίσουν. 01 Τοΰρκ' δτι κι' έμείνασιν τζιμπιν κι' έδκχαλοοΰνταν, είπαν νά φέρουν μαρτυρκές γχά νά τό μαρτυρήσουν κι* έφεραν έναν αγαθόν βοσκον ποΰ τήν Μαλοΰνταν. Λαλεί τ' ο ΜουσελλΙμ-άγά; : Δημήτρη μέν φοάσαι κι' έγχώ έσέναν έχω σε σγιάν άοορωπον δικόμ μου. Ήνταν ποΰ θέλεις ; ζήτα μου και μέν ήδκχαλοάσαι. Θέλω, αφέντη, μανιχά νά πάω στό χωρκόμ μου έχει π* άφήτη; μ' έχετε δά μέσα χαψωμένον, έ'μεινεν τό κοπάδιμ μου στους κάμπου; άπλωμένον* άη; με μάγκου δκυό 'μερε; κι' έπαρ" μου την ψυχήν μου, ήντά 'παθεν τό μάλιμ μου ; θέλω κι' έγιώ νά ξέρω, και πάλ* έγιώνι στρέφομαι, και θέμι στό στραφεϊν μου μχάν τόκαν κ/ι [ΐιάν άϋροφην κανίσσιν νά σοΰ φέρω. Δέν έχω αφέντη έσσω μου με μισταρκόν, με δοΰλον, κ' είπαμ μου πώς τά γίδκχα μου ψοφοΰσιν πού τήν πεΐναν. "Εσσω μου κι' έξω μ' έναν γχόν τόν είχα ούλον ούλον κ' είμαι και κείνου δίχως του έχει τωρά 'ναν μήναν. Μχάν Κερκακην ποΰ εΐμαστον οι δκαό κείνος κ' έγχώνι κ' έπκχάνναμεμ με τά βερκά πουλχά μέσ' στο λαώνιν έταξα τοντόνάχαρον νά πςί νά παραλάση, κι* επήεν κι' ϊν έστράφην πκχόν νάεν καή ή μέρα! ΕΙπαμ μου πώς ^ύασιν πό κεϊ ποΰ τό Καρπάσιν μΐάκΐοπ?>παίδκχατό«ΐ ίνοι καΐ πώς έπήαν πέρα. 23 ;.... /...

η Πέρα στους λάς?ιοΰ πολεμούν και πάν κατά τήν Πόλιν. "Αν πολεμοΰν γχά τό καλόν και πολεμά κι' ό γχός μου άς έν χαλάλιν τοΰ Θεοΰ, άν μοΰ τόν φα τό βόλιν, κι' ας πα νά μείνω δίχως του νά ζήσω μανιχός μου. Ειδέ καν ού και μάχουνται νά κάμουν άλλ' άντ* άλλα χαρράμιν τους πού τόν Θεόν τής μάνας τους τό γάλαν. "Εχει π' άφήτης εφυεν ποΰ λλόου μου δ γχός μου, έμεινα μανιχούλλικος, μαντρίζω ςημαντρίζω, κοιμίζ* ό κακομάζαλο; καΐ μπλείζω μανιχός μου και μανιχός μου στέκομαι στόλ λάκκον και ποτίζω. Μέσ' *ς τούν τήν χάι 'ην ώς ποσόν, αφέντη, πκχόν κανβΐ μ, έκαμέμ με δα μέσα δά ή πλήξι πολιφάϊν, γιατί τό τρώω τρώει με τό πίννω καταλύει με ποΰ τόν καμόμ μου τόν πολλύν τούτ' ή καρδκχά μου 'κάην. Έξύπνουν ποΰ τό χάραμαν πούθεν νά πα νά μπλβίσω, και δέν έβάσταχνα ποττ» χωρίς νά τραουδήσω, κι* ούλα τά πάντα θάρηα μητά μου τραουδοΰσαν έβρίκιζα ποΰ τήν φωνήν τόν κόσμον νύκταμ 'μέραν κι' έπαιζα τό πιδκχαύλιν μου, καΐ τά βουν' άδονοΰσαν, τό κλάμαν και τό δάρκομαν τά μμάδκχα μών τό ξέραν. 26 "Εν νά σ' άφήκω, είπεν του, νά πας κ' εις τό χωρκόσ σου, και τό μηρίν σου ώς ποΰ ζχής έν νά σου τό χαρίσω, κι' έν νά πκχερώσω άν έχης ρκος ακόμα και τό ρκός σου, και μέσ την φοΰχταν εκατόν χρουσά νά σοΰ μετρήσω. Είπες πώς οί Πισκόποι σας έθέλαν νά σηκώσουν τούς Χριστχανούς κρυφά κρυφά τούς Τούρκους νά σκοτώσουν. Είπες πώς οί Πισκόποι σας ώς κ' εις τά κοπελλούδκία, στους παίδκχους κ' εις τούς γέροντας κ' ε'ις τές γεναϊκες κόμα έδκχαμοιράζαν άρματα και βόλχα και παρούδκχα κγ άκούσαντα κι' άλλοι κι' έγχώ ποΰ τό δικόν σου στόμαν- 25

12 27 Έγιώ, αφέντη, μανιχά, άκουσα νά λαλοΰσιν, πώς ήρτεν ένας τοπιανός καλόηρος ποΰ πέρα και εφερεν κάμποσα χαρκχά πό κεϊ ποΰ πολεμοΰσιν κι' έδωκέν τα και χάθηκεν, δέν έμεινεμ μέ μέραν καΐ κείνα ούλα τά χαρκχά πώς ήταν τοΰ πολέμου τά άλλα ούλα ποΰ λαλείς έν τ' άκουσα ποττέ μου. Ηντα μάς περιπαίζεις, βρέ, ε'ίμαστον μισταρκοί σου ; είπες το μέ τό στόμασ σου μεσ' ς' τόσον παναΰριν πέτο γχατί σκοτόννω σε, κόβκω τήν κεφαλήσ σου. Φέρτε μου τόν κελλάτην δά, νάν δαχαμαΐ χαζίριν! 28 *Όϊ αφέντη μέν κάμης πάνω μου 'μέναν γαϊμαν, Λυπήθου με τόν άχαρον κι' έν κρΐμαν κι' αμαρτία δης με καΐ λαλώ σου το : έν έν αφέντη ψέμαν. (Ό φόος φαίρνει κόλασιν λαλεΐ κ' ή παροιμία). "Ας κάμω τά πικρά γλυκεία και τά ζαβ' άς γισκόσω κι' δς πώ κατά ποΰ θέλετε, αφέντη, νά γλυτώσω, τά είπες έν αληθινά, αφέντη, μαρτυρώ ΐο βίδα και μέ τά μμάδκχα μου κι' άκουσα μέ τά φκχά μου ούλα γεινήκαν κ' είδα τα, κ' είπα το και λαλώ το (Θεέ μου και συχχώρα μου έν καθαρ' ή καρδκχά μου). ΕΙπέν τα τοΰτα δ βοσκός κι' έλούθηκεν τό κλάμαν. 01 Τοΰρκοι έαΐ'ουψουρούσασιν τότες άναμεσόν τους και πά σέ μχάν κόλλαν χαρτιν μαρτυρικόν έκαμαν, (καΐ πκοιός ήξέρ' ήντά γραφεν κεϊν' τό μαρτυρικόν τους)- και 'φέραν του το τοΰ φτωχοΰ Δημήτρη κι' έ'πχασεν το κι' έγγισεν τό δακτΰλιν του πάνω κι έμούζωσεν το. *0 Μουσελ?.ίμης τότε πκιόν έγλυκοσύντυχεν του, κ' είπέν του : πάψε μέν κλαίης κι' έν νά σέ ξαπολύσω. Είδέν τον και μέ δεϊν γλυκύν κι' έχαμογέλασέν του, κι'?νεψέν τους κι' επήραν τον πό»ζεϊ ΐά ώδε «(σω. 29

30 Τότες πκχόν εσυντύχασιν ούλοι καμπόσην ώραν, γιά κείνους πών νά κόψουσιν κι' άννοίξαν τό δεφτέριν κ' ετδοκιιν πόσοι έν π' άλλου καΐ πόσοι ποΰ τήν Χώραν και πόσοι γχά συρτοθηλεχάν και πόσοι γιά μαχαϊριν κ' είχεν πεντ' ε'ξη πούπασιν πώς έν πολλοί κι' έν κρΐμαν, κι' δ Μουσελλίμης είπέν τους «"Εν ούλοι γιά τό μνήμαν»! Ό ήλιος πκιόν έστύ?λωσεν, έγείνην μεσομέριν κι' άκούστην εις το μ μιναρέν δ χότζχας νά φωνάζη κι' έπάψασιν τήν συντυχχάν κι' άφήκαν τό δεφτέριν κι' εσηκωθήκαν ούλοί τους κι' έπήαν στό ναμάζι. Είχεν ή μαύρη φυλακή ή στενοκοπημένη ποΰ κάθουνταν οί τέσσερης πισκόποι μανιχοί τους ποΰ τήμ μερκάν τοΰ περβόλιοΰ μχάν πόρταν σιερένην κι' άκούετουν ή συντυχιά κ' ή χαμηλή φωνή τους. Έλάλεν ό Λαυρέντιος: "Α, τόν 31 εύλοημένον κεΐνον τόν Θεοφύλακτον, ούλα τόν άππωμένον. "Εφερεν κείνα τά χαρκχά στραβά χωρίς νά ξέρη, κι' έγέμωσεν ποΰ μχάν μερκάν ώς άλλην τό νησίμ μα;, κι' έδκχαν τα δπου τύχχαιννεν και μέραμ μεσομέριν κ' ήρτασιν τοΰτα τά κακά τώρα στην κεφαλή μ μας. 32 Λαλεί τους ό Μελέτιος: μισώ τήν άδικίαν πώς έβουλήθην άνθρωπος νάκάμη καλωσύνην νά τόν κακολοήσωμεν πώ; ήταν ή αιτία; "Ητουβ βουλή ποΰ τόθ Θεόν γχά νά γενή κι' έγείνην. Τύχ Χάρον έν κάι βκάλλουν τον ποττέ πώς έν φταισμένος. πάντα λίχλοΰντό φταίσιμον πώ; τώχει δ πεθαμμένο;. Λαλεΐ τους δ Κυπριανός: έν λόγια παραπάνω* έτσι κ«' άλλχώς έτέλειωσεν, έμεΐς έν νά χαθοΰμεν* δ,τι λοής κι' αν έ'τυχεν ξέρ' ό Θεό; ποΰ πάνω* γχά κείνους ηών νά μείνουσιν κείνου; τώρα νά δοΰμεν. 13

14 Τότες έκρόννοιξεν κρυφά τοΰ περβολιοΰ ή πόρτα, κι' έμπήκεν παίδκχος ώμορφος μακρύς κ<»ί ατόλισμένος χαρούσιμος, κι' έφαίνετουν πού γαΐμαν και πού σόρταν κι' άνέσαινεν, κι' έφαίνετουν πώς ήτουν ποσταμένος. Έκράτεν παστρικόν ποξχάν γεμάτον στήν μασκάλην, κι' επήεν στόν Κυπριανόν κ' είπεν τοι» γχάλι γχάλι. "Επεψεμ με 6 κύρης μου τώρα κ' ήρτα βουρώντα, κι' έφερα σου μχάν άλλαήν δικήν του νά φορήσης, νά πάμεν έσσω μας τωρά, κρυφά κρυφά χωστώντα: χάϊτδ ντύθου γλήορα νά πάμεν μέν άρκήσης. 34 Γυχέ μου! πκοχός έν δ Κ.ύρης σου; πές μου και μέν νά ξ^ρο). Ό κύρης μών δ Κκχόρ-δγλβΰς, κ' είπεμ μου νά πίίακίσω νάρτω νά σ' εύρω γλήορα καί ροΰχα νά σοΰ φέρω, και νά σέ πάρω έσσω μας εύτύς νά μέσ' σ' αφήσω. Ντύθου νά πάμεν, κι' δ Θεός δρπίζωνάν μητά μας, δ κύρης μου έν έσσω του τωρά καΐ καρτερά μας. Νά ρέξουμεν χωστά, χωστά, ποΰ μέσα στό περβόλιν, και 'ποΰ τόν τοϊχον ύστερα νά ππέσουμεν στην στράταν κι' άν τύχη σγχάν πηαίννομεν και μπλάση μας τό κώλιν γρΰ νά μάς πουν, μερίζω τους καΐ κάμνω τους σαλάταν! 35 Νά πάηςγχέ μου νά τοΰ πής νά κάμνη τήν δουλειάν του κ' είμαι πολλά καλλίττερα πολλά δά μέσα πούμαι, και πώς τήν καλωσύνην του και τήν καλήν καρδκιάν του ακόμα καΐ κρεμμάμενος 'έν νά τήν άθθυμοΰμαι. ϋ^αιρέτα μού τον ποΰ καρδκχάς καΐ νά τοΰ πής ακόμα, πώς έν νά τόν ευκαριστώ νεκρός ποΰ κά 'στό,χώμα, άν κάμη μχάν μχαλλήττερην 'πό τούτην καλωσύνην. Στόν τόπομ μας 'πό δά και δά νά κάμ' δ,τι μπορήση νά μέν γεινή μιαλλήττερον κακόν στήν ρωμηοσύνην. Πέ του τά τοντα, κι' δ θεός νά τόν ποίλοχρονίση,

,, ί. 15 Γιά τοΰτα ούλα ποΰ λαλείς κι' έγχώ έν νά πασκίσω, και μέσ' στά φυλλοκάρδκχα μου τά λ<)γχα σου φυλάίο καΐ μόννω σου στήν πίστιν μου'νά μέν τ' αλησμονήσω* μά δίχως σου στόν κύριν μου άντρέπουμαι νά πάω. Στήν άλλην πόρταν μονομχάς κατσιαρισμος άκούστην, κ' ε'ίδασιν τό μαντάλιν της πουπανίοθκχόν κι' έσούστην, κι' άρκώθηκεν δ πέρκαλλος ό παίδκχος κι' έδοξέν του; κ' ή φοΰχτά του χερβόλχασεν στήν κόξαν τό πιστόλιν, έσκούλλισέν τον δ θυμός, και πάλ' άνάδοξέν τοι) κι' έναν λιγγούριν έκαμεν κι' εύρέθην στό περβόλιν. Ή πόρτα τότες άννοιξεν κι' έκούμπησεν στόν τοϊχον. κι'ένας έφέντης έμπηκεν άρκοντικά ντυμένος κι' είπέν τους : ήρτα νά σας δώ, μητά σας νά συντύχω γχατ' είμαι γχά τό χάλισ σας πολλά μαραζωμένος. "Εφερα σας καΐ νακκουρίν φαΐν καΐ πκιεΐν νά φάτε γχατ' έν νά σας γυρέψουσιν τωρά τσιμπίν,νά πάτε. "Ερεξα κ' είδα τωρά τρεις κρεμμασταρκές στημένες είχαν τές δκυό στόν πλάτανον καΐ κείν' τήν μχάν τήν άλλην στήν συκαμχάν, κ' ήτουν κ' ή τρεις σγχάν χάροι κουρτισμένες, κι' έπληξ' άππέσσω μου πολλά και δέν μώμεινεν χάλιν. 38 Ήρτα καταύτις νά σάς 'πώ νά παρηορηθήτε κι' έν νά πασκίσω σήμμερον νά κάμ' δ,τι μπορήσω νά ρίξω τές κρεμμασταρκές και σεις νά ποσπαστήτε, καΐ τά χαρκχά ποΰ γράψασιν έγχώ νά τούς τά σχίσω νά κάμω τά πικρά γλυκεχά και τ' άρκα νά μερώσω ^αΐ βουλετόν τ' άβούλετον γχά νά σάς ήγλυτώσω. Τέσσερης στΰλλοι σγχάν >ζΐ' εσάς κεφάλια τοΰν τοΰ τόπον δέν είναι, κρΐμαν ν?ι' άδικον νά οίά νά ίίρεμμαστήτε ; 'πό ούλα τό γλυκόττερον Ιν ή ζωή τ' άθθρώπου, 37

1 Τότες "Αρχιεπίσκοπος έποτυλίχτην πάνω «βΐπέν του : Τοΰρκε βρΰξε πκχόν κανεϊ νά συντυχάννης «αι δέθ θέλω πού λλόου σου ν' ακούσω παραπάνω. Πάψε κι' έν κρΐμαν κι' άδικον τά λόγχα σου νά χάννης δνου νά φύης γλήορα νά πας εις τή δουλειάν σου, κι* δ Χάρος έν γλυκόττερος άπου την συντυχχάν σου. "Ο Τόΰρκος δτι κι' άκουσεν έστάθην μουρρωμένος κ* είδεν κι' έπίστεψεν πώς πάν τά λόγχα του χαμένα κ* έ'μεινεν σγχάν περίλυπος και σγχάν άντροπιασμένος* κ* υστέρα ξέβην κ' εφυεν μέ δκαό χείλη καμένα. Ό Τοΰρχος δτι κι' εφυεν κι' έμείναν μανιχοί τους, έγονατίοαν ούλοί τους γχά νά προσβυκηθοΰσιν, κι* ούλ* εκλαμουριστήκασιν και 'κείν' ή προσευκή τους ήτουν ποΰ μέσα στήν καρδκχάν τήν ώραν ποΰ πονοΰσιν. Στην ύστερκάν της προσευκής έτσι γονατισμένοι είπαν κλαμένοι σιανά καΐ μέ φωνήν κομμένη: θεέ μου 9»αι συγχοίρησε τούς λάς ποΰ μάς μισοΰσιν. Θεέ μου «αι ξησκλάβοισε τήν άχαρην φυλή μ μας, θεέ μου καΐ στερέοννε τούς λάς ποΰ πολεμοΰσιν, θεέ μου καΐ συχχώρα μας και δεχτού τήν ψυχή μ μας! Οί άλλοι πούτουν στήν τζχαμήν οτι κι' εποσπαστήκαν εστάθησαν κι' έκάμασιν τζιμπιν τήν συντυχιάν τους κ' είςτό Σαράγιον ούλοι τους έξανασυναχτήκαν, κι* άρκέψαν νά τελειώσουσιν τήν άχαρην δουλεχάν τους. Γχά πεΐσμαν τοΰ Κυπριανού και γχά φοτιτσχασμόν του φέρνουν τόν άρκιδκχάκον του καΐ τόν γραμματικόν του και βκάλαν τους κάτι δουλεχές, δουλεχές σαντανωμένες «ι* έπέψαν κι' έκρεμμάσαν τους άξάγκωνα δημμένους στόν πλάτανον πούταν ή δκχώ κρεμμ(χσταρκές στημένες»ιγ άφηκαν τους κει πάνω κει καταύτυς κρεμμασμένους. 40 41

17 * Υστερα 'Λ&^ααιν καμχάν δωδεκαρκάν άθρώπους τοΰ Σαραγχοΰ, κι* έταξαν τους νά διπλαρματωθοϋσιν, κι' έφεραν ποΰ την φυλακην τούς τέσσερης Πισκόπους κ' ήτουν ούλοι μονόβουλοι νά τούς το ξαναποΰσιν, γιά τέλεχα ύστερην φοράν' πώς πα ή κεφαλή τους. Εύτύς δ Μουσελλίμ-άγάς άννοίει και λαλεί τους Κελλάττης και κρεμμασταρκά έ'ν και τά δκυό χαζίριν, ή ώρα σας έκόντεψεν κι' έν καρτερώ περίτου έχω κηνοΰρκαν προσταήν τώρα ποΰ τόν Βεζύρην. Τότες Άρκιεπίσκοπος άννοίει καΐ λαλεί του: 43 Σκοτώστέ μας κ (1 γράι[>ετε κι' εμάς τόν σκοτωμόμ μας μά τούτοι ούλ' οί σκοτίομοί έν ούλοι γχά κακόσ σας* εσείς θαρκέστ' άννοίετε τό μνήμαν τό δικόμ μας, κι' εν τό πεισκάζετε πώς έν τό μνήμαν τό δικόσ σας. ΈσεΤς χειροττερεύκετε τά πράγματα θωρώ τα στήν Πόλιν έκρεμμάσετέ τόν Πατριάρκην πρώτα και ταπισόν άλλους πολλούς πισκόπους καΐ παπάες σκοτώστέ δσους θέλετε, άμμ' άν νά σάς ήβλάι ^η* τό γαΐμαν ποΰ χχονόννετε ποΰ μάς τούς δεσποτάες έλ λάϊν εις τήν λαμπρακιάν π' άφταίννει νά σάς κάψη. 44 Λαλεΐ τ'δ Μουσελλιμ-άγάς: Ή ώρα έν περασμένη χαζίριν έδειλίνωσεν κ(4 πάει νά νυχτώση εν καρτερώ γχατ' ή δουλειά τωράν άρκινημένη κι' έχω και δκυό κρεμμάμενους καΐ πρέπει νά τελρχο)ση. "Εχω τόν άρκιδκχάκον σου και τόν γραμματικόν σου, κι' έν νά τούς δής ^αι σού τωρά κρεμμάμενου; δμπρός σου. ""Αν έ'χης τίποα νά πής γχά τό καλόσ σας, λάλε, νά ποσπαστοΰμεν γλήορα γχατ' έν νά Λΐ'χτωθοΰμεν, «αΐ παίρνω νάκκον πομονήν, ει δε καν ού και πάλε... '^^β^δ ϋΐ' Ιμεΐ;?ό 35?θυμ^ εύτύ^ νά αρ^ τό??οΰ}ΐδγ

18 45 Βκάστου καΐ κάμε γλήορα και τέλεχωσ' τήν δουλεχάν σου, πρόσταξε τόν κελλάτην σου νά κόψη τόλ λαιμόμ μας, φέρ' τό σπαθίσ σου γλήορα καΐ τήν συρτοθηλεχάν σου, έτο ποΰ σοΰ τό εΐίπαμεν ήντ' «ν' γιά τό καλόμ μας. Ό Μουσελλίμης μ* έναν δεΐν σγχάν νάδειξεν φοέραν, ούλ' ένεκατωθήκασιν, κι' εύτύς μέ μιάν κακίαν άρπαξαν ούλοι βκχαστικά και σγχάν τούς θυμωμένοΐ'ς κι' εδήσαν τους μχάν σταλαμήν κι' επήραν τους κι' έπήαν κι' έστησαν τους άππεξωθκχόν τοΰ Σαραγχοΰ δημμένους. 46 Τότες δ ΜουσελλΙμ-άγάς είπεν είς τούς αγάδες: ό θάνατος έν χάκκιν του κάθε κακοΰ άθθρώπου* πά νά 'ποκεφαλίσωμεν τώρα τούς δεσποτάδες και τό πορνόν ν' άρκέψωμεν τούς μπροεστούς τοΰ τόπου, κείνους ποΰ σγάφφαν τής Τουρκά^ κρυφά κρυφά τό μνήμαν, "Εν προσταή τοΰ Διβανχοΰ και δέν έχουμεν κρΐμαν. Ποΰ τήν πελλάραν τους τραβούν και τούτοι κ' ή φυλή τους κι' ακόμα έν νά πάθουσιν μέ τοΰν τόν νουν περίτοΐ' οί Ί'διοι τά κάμασιν άς ταύρ' η κεφαλή τους. Σηκόννεται δ Κκχόρ-ογλοΰς κι' άννοίει και λαλεΐ του : 47 "Εχεις ιΐιυχήν Μεχμέτ-άγά είς τόν Θεόν νά δο)σης οπκοχος τόν δρκον του πατά, κολάζει τήν ι >υχήν του τόν πάσ'πίσκοπον εμοσες νά μέν τόν ήσκοτώσης. έμοσες του νά μέν κόψης ποττέ την κεφαλήν του. Δέθ θέλω Κκχόρ-δγλοΰ έγχο) παραγγελχάν 'πό σέναν, δρκον άν τώμοσα έγχώ κειν' έν δουλεχά μου μέναν Άντάν τοΰ δρκωμόθηκα, έσοΰ 'ν είχες χαπάριν, άρνήθην κι' έν έδέχτηκεν τήχ χάριμ μου έμεναν εΐπέμ μου : ΜουσελλΙμ-άγά άθ θέν νά κάμης χάριν νά μέν Λειράξης τίποτε στόν τόπομ μας κανέναν."

19 48 "Ετσι τήχ χάριν δέομαι, ει δε καν ού, λαλεΐ μου, άβ βουληθής κι' ϊναν μιτσήν, μωροΰδιν νά πειράξης. νά πάη πρώτα στό σπαθιν έμέν' ή κεφοιλή μου, και δέθ' θέλίι) τήν χάριν σου, έμέν' πρώτα νά σφάξης. "Ομως θσρεϊς τήν γνώμημ μου πώς έν νά τήν αλλάξω; τόν δρκον ποΰ τοΰ έμοσα παλ' έν νά τόν φυλάξω* "Εμοσά του νά μέν κόψω ποττέ τήν κεφαλήν του μμά ν' άλλον κόβκω κεφαλήν κι' έ'ν άλλον τό κρεμμάζω έν κι' έμοσά του κ' είπα του χαρίζω τήν ζωήν σου τό πνίω έχει δκχαφοράν πολλήν άπου τό σφάζω 49 Τότες λαλεΐ δ Κκχόρ-δγλοΰς: τούτον τούς δεσποτάδες φοοΰμαι μέν και φέρη μας νεκατωσχάν στήχ χώραν μέν κι' άναδόξη τούς ρωμιούς κι' έν νάχουμεν πελάες νά βάλουμεν κώλχα πολλά και θέμι ποΰ τά το3ρα Μπορεί νά δυσπυρκάσουσιν καΐ νά νεκατωθοΰσιν, σαν δουν τά κο)λχα μας πολλά τότ' έν νά φοηθοΰσιν. Λαλεΐ τους δ Μεττέσ-άγάς: αφήστε τές φοβέρες γχά τούς πισκόπους τήν δουλεχάν δέν πρέπει νά βκιαστοΰμεν* πρέπει νά μείνη νά δλχαβοΰν άλλό-πεντέξη 'μέρες νά ξομακρύση ή δουλεχά και νά δκχαλοϊστοΰμεν. 50 Νά ξανανεκουτρέι1>ωμεν εις τούς ρωμηούς νά δοΰμεν μέν κι' έχουν κι' άλλα άρματα στά σπίδκχα τους χίοσμένα, κι' δτι σκοπήσουμεν καλά και σιουραριστοΰμεν νάμαστον τότες ά'νενοχας, νάμαστον νεπαμένοι. Έπολοήθην και λαλεΐ δ Μουσελλίμης τότες κανέναν φόον δέν έχω από τούς Κυπριώτες θωρούν εις τήν Καραμανχάν πώς ή Τουρκιά 'ν λιμποΰριν τέλεια κοντά τι' άκούουνται κ' οί σκύλλ' άντάν νά λάξουν μέ μχάν σφυρκάν πετάσσουνται 'ποδώθθ' έ'ναν λιγγοΰριν Λΐ'ούλουςμέσα σέ μ^άν ώραν μπορο<5ν νά τ;ού$ ήσφάξονν.

20 51 'Απού τήν άλλην έχουσιν κοντά τους τό Μισίριν άν πης καράβκχα; δέν κχουν, ί'ν τοΰ άλέτο' άνθρωποι, Μέ τοΰτα ούλα δέμ μπορούν νά κάμουσιν χαΐριν κι' έβαλαν τα ποΰ μχάς άρκής στόν νουν τους οί πισκόποι,. εϊ δέ καν ού εκάμναμ μας καΐ τούτοι τό δικόν τους: καΐ πάλαι κει ποΰ πολεμοΰν έχουν τό μερτικόν τους. Δά κάτω τούτοι έν πολλά, πολλά ξωμακρυσμένοι, περνούν μηνάδες κι' έ'ν έχουν χαπάριν ποΰ τά ξένα και θέμι έν ποΰ τήν Τουρκιάν στενά τριυρκασμένοι. Δά κάτω τοΰτ' έσ σαν τ' άρνχά πώχ χώρκα μαντρισμένα. 52 'Αρκήσαμεν άνοΰτε πκιόν νά πάμεν τε κι' έν δείλης και ποΰ καμχάν νεκατωσχάν στην Κύπρον μέν φοάστκ, καί δέν γίνεται τίποτες, έγχώ είμαι βεκκίλης. γχά τοΰν' τήν δουλεχάν τίποτες νά μέν ήδκχαλοάστε. Ούλοι τότες συλλόβρωτοι εύτύς εσηκωθήκαν κι' άππεξωθκχόν τοΰ Σαραγιού έπήαν κι' έσταθήκαν "Ητουν δεξχά στόν πλάτανον οί δκχ(ο οί κρρμμασμένοι κ' ήτουν ζαβρά στήν συκαμχάν κρεμμασταρκά χαζίριν, κ' οί δεσποτάδες κει χαμαι άξάγκωνα δημμένοι κ' ήτουν καΐ τό Μουσουλμανχόν τριγύρου παναΰριν. ο.» Έφαίνουνταν περίλυποι οί Τοΰρκ' οί Κυπριώτες γχατ' ϊίτουν ούλοι τους βρυχτοι και σγχάν δκχαλοϊσμκνοι. Έπρόσταξεν χαρούσιμος ό Μουσελλίμης τότες, κι' επήραν τόν Κυπριανόν, δκυο τρρΐς αρματωμένοι πουκάτω ποΰ ττ ν συκαμχάν, κοντά στόν θάνατον του. κι' έφάκκαν ή συρτοθηλεχά πάνω στό μέτωπον του "Υστερα γονατίσασιν τούς άλλους τρεις πισκόπους κατά τήν δύσιν καΐ τούς τρεΐς άράδαν, κι' δμπροστά τους ήτουν οί τρεις κελλάττηδες ούλα τούς άρκαθρώπους ^ι' έλάμναανγ.τϊορ πο^νωθκχόν ι/^ί' έπαίζαγ τά σ?ϊαθκχά.τους»

21 Τότες, "Αρχιεπίσκοπος έψήλωσεν τό δεΐν του στόν ούρανόν, κι' έφάνησαν τά μμάδκχα του κλαμένα* έιράνην πώς έπόνησεν ποΰ μέσα στήν ιΐ^υχήν του, κ' είπέν τα τοΰν' τά δκυό λόγχα μέ δκυό χείλη καμένα: <ίθέέ ποΰ νάκραν δέν έχεις ποττέ στήν καλωσύνην λυπήθου μας και δόσε πκχόν χαράν στήν Ρωμηοσύνην.* κι' έτρέξασιν τά δρώματα άπου τό πρόσωπον του, άπου τοΰ ήλχου τήν πολλήν τήν καψερήν τήν αύραν κ' έβαλαν τήν συρτοθηλεχάν εύτύς εις τόν λμιμόν του και κει πκιόν έτελειώσασιν τά κάστια ποΰ τάβραν. υ ο "Υστερα οί κελλάττηδες μέ μχάν ψηλήν μανχέραν έκόψασιν τούς άλλους τρεις πούτουν γονατισμένοι καΐ τόν Δημήτρην τόν βοσκόν εύτύς ποΰ τόν έφεραν, κι' εστάθησαν μέ τά σπαθκχά κι' οί τρεις μακελλεμένυι* τό γαϊμαν έκολύμπωσεν χαμαι στήν γήν κι' έππέσαν κι' έλαχταροΰσαν τά κορμχά κ'ή κεφαλάδες μέσα. Το μακελεχόν ποΰ γείνηκεν κ' οί Τοΰρκ' έλυπηθήκαν, δέν είχεν πλάσμαν πών είπεν άπου καρδκιάς: έν κρΐμαν. άκούστην εϊς τόμ μιναρέν δείλης κι' εποσπαστήκαν, κι' έφύασιν κι' άφήκαν τους δίχως θαφκχόν και μνήμαν. 50 "Υστερα πκχόν ποΰ τό κακόν άκούστην μέσ 'ςτήν χώραν, και ποΰ τό κλάμαν άρκειί'εν ή χο)ρα πκχόν νά βράζη, ύστκρα πού τό βούιτημαν τοΰ ήλιου νάκκον ώραν, τέλεχα πκχόν, δτι κι' έκαμεν άρκήν νά σουρουπχάζη, έπήασιν δκαό μπροεστοι και τέσσερης παπάδες κ' είπαν τοΰ Μουσελλιμ-άγά: Δός μας τούς δεσποτάδες και τόν Δημήτρη γχά θα<ιρκχόν νά μέμ μείνουν κι' έν κρΐμαν. κ' είπεν μέ κάμποσους θυμού; καΐ κάμποσες φοβέρες : Φύετε κι' έσ σα; δκχώ τωρά κανέναν γχά τό μνήμαν θέλο) νά μείνουν κεϊ χαμαι άθαφτοι τρεις ήμερες!

ΕίΙ ΛΕΐνίΕΙβ, ΚΑΤΛ ΤΟ 1821 οι^^ [ Ή νηό^βοις τοϋ επομένου ποιήματος είνβ ή έξης: Όταν έρωτοϋσα τούς παλαιού; γέροντας διά τά ν Κύ' πρφ συμβάντα τοϋ εικο'3ΐένα ό μακαρίτης Κωνσταντίνος Κύζας μου βΐπβ' ^δεν γνωρίζω πολλά πράγματα" γνωρίζω μόνον δτι εδώ άς τήν Λβμεσ6ν έφεραν οΐ Τοϋρχοι Χιώτισσες κ' έπουλοϋοαν, ένας δε Μπέης β^αχοίΐατός πλούσιος δφβρε μίαν ΧΙωτισσαν καΐ εκά^ίτουν εις ι6 σηίτι τής Μαρουδίταας, εις τδ όποιον κάθεται σήμερον ό κ. Τρύφων Ήλιάδης χαΐ κατότιν ήλ^εν δ αδελφός της με τ6 καράβι καΐ τήν έκλεψε κρυφά κοί εφυγεν,* *ΕπΙ τών λόγων τούτων λοιπδν βασιζόμενος έκαμα τδ ποίημα αυτό.] ο ΠΟΙΗΤΉΣ. Άντάν έκοψαν τούς Δεσποτάες μές σ'κεϊν' τά βάσανα τά πολλά πούρταν καμπόσοι 'Αρναουτάες 'ς τήν Λεμεσόν μέ τόν Χατζχαλάν κ' είχαν τόν μαΰρον χάρυν μητά τους κι' ό κ<)σμο; ί'τρεμεν τά'ρματά τους πούτουν οί. τύποι νϋκατσχασμένοι κάθε καντοϋνιν και μαχαλλάς κ' ήτουν 'ςιά σπίδκχα τυυς τρυπωμένοι ποΰ τά σουρούπκχα τοΰ φοΰ οί λάς.

Πάνω 'στήν βράσιν κείν' τοΰ θανάτου είς τής 'Αγχάνναπας τήν μερκάν τά λχοβουττήματα νού Σαββάτου πόξω μχάς πόρτας είχεν μχάν ρκάν δκχακονητίναν κ' έπαρακάλεν, μέ τήν βραγνήν της.φωνήν κ' έλάλεν : Κάμε, κυρά μου, τό ψυχικόν σου κ' έμέν τάνήμπορου τοΰ μιστοΰ νά σοΰ χαρίν' ό Θεός τό ιρώς σου κι' άς έν γχά τ' ό'νομαν τοΰ Γριστοΰ. 1'νύτύς άννοίει και ποσσχεπάζΐίΐ πυνναν πορτιν τοΰ παναθυρκοί' πουπίίνωθκχόν της κι' αναστενάζει σγχάν τήν άγγέλισσαν μχά Τούρκου θωρεί τήν ρκάν και πάλε θωρεί τΐ ν και μέ τό νέψιμόν ττ)ς καλχεϊ την ή ρκά έβώβωσεν 'ςτήθ θωρκάν της κ' έν εΐπελ λόον ποκεϊ καΐ κεϊ γχατ' είδεν άρπα τήν δμορφκχάν της κ' έστάθην κ' έμεινεν ξηστηκή. 'Αναστενάζ' ή Τούρκου πάππέσσω κ' είπεν περίλυπη σιανά Βουράτε, σκλάβες, φέρτε την έσσω τούν' τήν Ρωμαίσσαν ποΰ δκχακονα: κ' εύτύς οί σκλάβες μέ τήν χαράν τους βουροΰν, κ' έφεραν την 'ςτήν κυράν τους* δτι κ' εστράφησαν κ' έσταθήκαν κ' έκαρτερούσααιν νά τούς πή μ' έ'ναν της νέψιμον έχαθήκαν άψαν κ' εσβύσασιν σγιάν στραπή.

α** Πριχοΰ ν' άρκέψη νά πή τό πεΐν πι; ή πληξιμχά ή Τούρκου 'ς τήν ρκάν τό κλάμαν έπνιξεν τήν φώνι'ιν της και πκχόν δέν είχεν παρηορκάν άννοίει ή ρκά και παρηορ«χ τιΐν κχ' ούλα τήν μάναν ττ)ς άρωτατ))ν: "Ιντα 'χεις, κόρη μου, πικραμμέντ κ' έχεις τά μάδκχα σου ποταμούς; πέ μου και μέν πης πώς είμαι ξένη δέν έχει πλάσμαν δίχως καμούς. Μέσ' 'ς τοΰν' τόν κόσμον, κόρη μου, ζχοΰμεν κ' πχομεν ούλλοί μας τό γραίρτόν ποΰ την βουλήν'τοΰ Θεοΰ νά βκοΰμεν δέν είνε, κόρη μου, βουλετόν έχουμεν Όύλλοι δικούς θαμμένου; δ χάρος πκοχούς δέν έχει καμένους ; ή πλήξη πώπαθεν ή καρκχά σου σφάζει και Τοΰρκον και Γρισκχανόν θέλω νά μείνω κόμα μητά σου κχ' άς πά νά χάσω τό σπερινόν. Περίτου άψασιν τά λαμπρά της πκρίνου ή πλήξη τήν συμπυυρκά περίτου έ'κρουσεν ή καρκχά της άπου τά λόγχα πούπεν ή ρκά καΐ σάν άρνάδα νεροκαμέ>η ππέφτει στό στήθος τής ρκάς κλαμένη κχ' άρκεύκει φίλημαν τοΰ σταυρού της κ' ή σκοτωμένη της ή φωνή κρυφή έξέβηκεν τοΰ λαιμού της "Αχ! είμαι, θκεχοΰλλά μου, Γρισκχανή.

Πάψ»ε τά δάρκα σου, πκχόν κανεΐ σε πάνω στές βοΰκκές σου νά κυλούν καΐ πέ μου, κόρη μου, πόθθεν είσαι και τ' όνομάν σου πώς τό λαλούν. 'Από τήν Χχόν τήν μακελλεμένην και τώνομάν μου λαλούν μ*^ Έλένην. Και πκοχοι, κοροΰλλά μου, σ' έτουρκέτ >αν ; καΐ πκοχοι σοΰ κάμαν τοΰν' τό κακόν ; γονχούς δέν είχες, κ' έ'ν σε γύρεψαν; μάγκου δέν είχες μακροδικόν; Και ποΰ έν κείνος δ νους α θκεχοΰλλά και κείν'ή ό'ρεξη κ' ή ζωή, και ποΰ έν κείν' ή γερή καρτοΰλλα πών νά τά πή καΐ νά μέν ραή* θωρφ νεκρούς κόμα δμπροστά μου κ' έν δ βασμός κόμα μές' 'ς τα φκχά μόυ ήτουν τής σόρτας μου θκεχά κ' έμεναν νά δώ τήν Χίον μου μακελεχόν, νά ππέσω δίχως γονχούς 'ς τά ξένα καινά με τρώει τό νεκαλεχόν. Ή Τρίτ' έν μέρα καταραμένη κ' ήτουν ή μέρα τούν' τοΰ κακοΰ κ' ε'ίμαστον έσσω μας τρυπωμένοι από τόν φόον τοΰ μαχαιρκοΰ καΐ μέ τόν φόον εις τήν καρκχάν τούς οί λάς έβκήκαν εις την δουλεχάν τους* ποΰ τόν καιρόν τής Λαμπρής ποΰ κάμαν κεϊν' τάλλησμόνητον μακελεχόν ποΰ τότες έν μας λείπει τόκλάμαν πάντα μέ πίκρες και νεκαλχόν.

Κείν' τήν ή μέραν και κείν' τήν ώραν ποΰ γίνην πάλε τοΰν' τό κακόν άρφός μου ήτουν έ^ω 'ςτήχ Χώραν κι' δ κύρις μού τουν είς τό χωρκόν κ' οί Τούρκοι έ'ξω αρματωμένοι έκαρτεροΰσαν τριβικχασμένοι* έγχώ κ' ή μάνα μου ή πικραμμένε; ε'ίχαμεν πάντα παραγγελχάν κ' ήμαστον έσσω ρομανισμένες ποσκολισμένες εις τήν δουλεχάν. Έγχώνι έπότιζα τά καβάκχα κ' ήτουν τό χώμαν πολλά σκλερόν κ' είχαν και σίρπην πολλήν τ' αυλάκια κι' ούλλον κ' έστάλοννεν τό νερύν κ' ι'ιμυυν βκιαστή καΐ δυσπυρκασμένη κ' ήμουν δρώμενη και ποστάμέντ). ή μάνα μώθεν νά ξηντηλήση τοΰ πιθαρκοΰ τόν καταστατόν κ' έπεριπχέτουν νά νακινήση νάκκον προζύμιν γχά ζυμωτόν. Θεέ μου, μέν δώκης έτσι σόρταν κάλχον τό πλάσμαν νά μέν πλαστή ακούω μχάν πουμπουρκάν 'ς τήν πόρταν και ππέφτ' ή πόρτα χαμαι σωστή και μ' έναν βρύχος κ' έναν χωχοην έδωκεν έσσω τό Τουρκολόϊν: έγχώ τιτσίρα, μεσοντυμένη ποΰ τήν πολλήν μου τήν άντρϋπήν έμεινα μέσ' 'ς τά δέντρα χωσμένη κ* ετχα τβ μμάδκχα μου σαν στραπήν.

Επεριπίοΰνταν νά μπουν νά σφάξουν νά μπουν ν' άρπάξουσιν, και πριχοΰ ποΰ τήν αύλήν κόμα νά δκχαλάξουν έμπην τής πόρτας κατά λαχοΰ αρματωμένος εύτύς δ άρφός μου κι' ούλλα ποΰ νά μπηκεν δ θεός μου. Λαλεΐ τους Τούρκοι, σταθήτε πίσω άν ήδκχαλλάξετε άσκελιάν έν νά βουττήσω νά σας μελίσο) και κεϊν' έπαίξαν μχάν πιστολχάν. "Οτι κι' άκούστην ή πιστολχά τους εύτύς σκουλλίζει τον ό θυμός κ' έπλατ\?δκχάστΐ]κεν ύμπροστά τους κ' έγίνην κόκκινος και γλωμός καί θαμπωμένος άπου τό γαΐμαν άρκεψεν πύλεμον κ' έπολέμαν τ' άρματα πκχόν έστραφτοκοποΰσαν επουμπουρίζαν οί πιστολχές και τά κορμχά έκουτρουμπκλλοΰσαν κατακομμένα ποΰ τές ππαλχές. "Ετυχεν ένας νά με πισκάση κ' έρκετουν ούλλα τόν ποταμόν ούλλα τόν σίφφουναν νά με πκχάση κ' έφώναξάτου μέ τόν θυμον Φύε, παράπλασμαν, μέν με πκχάσης φύε κοντά μου μέν κοστερκάσης. Έβλέ.του πάνω μου μέν δικλήπχις γι,ατι στραό>νει σε ύ σταυρός. Έβλέπου πάνω μου μέν τανύσης γιατί μεινίσκβις εύτνς λορός.

2» Σύρνω τήν τσάππαν μου πηλωμένην νά τόν ήρτώσω μέσ' 'ς τά μααλά μά κείνος έριψέν με φυρμένην μέ μχάν γροθκχάν του μέσ' 'ςτά πηλά δέν είχα μάναν δέν είχα κύριν μήτε κανέναν νά μέ ποφύρη καί πκχόν δέν ένωθα, θκεχοΰλ?.α, τάξην έμεινα τέλεχα σάν τήν νεκρήν ήτουν καλχόν μου νεΐέν παρά νά ζχώ 'τσι ζωήν με σφάξη πικρήν. "Υστερα πώφερα τά μυαλά μου άκουσα τούρκικην συντυχχάν είδα τουρκοΰδες πολλές κοντά μου κ' έφόρουν τούρκικην φορεσχάν τούρκικον σπίτιν, τούρκικα ούλλα, ποΰ νεΐεν μέν είεν πλαστώ, θκεχοΰλλά γυρεύκω ; έλειπεν δ σταυρός μου πούχα κρεμμάμενον 'ς τόν λαιμόν. "Αχ! είπα άρνήθην με δ Χριστός μου καΐ πκχόν έγύρευκα σκοτωμόν. Γύριση μέρα πριν νά χαράξη πριχοΰ νά κράξουν οί πετεινοί και κόμα πλάσμαν πριν νά δκχαλλάί^η μέσ' 'ςκείν 'τήν Χώραν τήν σκοτεινιών μέ τοΰν τόν μπέην ποΰ νά λορώση περνούν με κάμποσες και κ<*μπόσ()ΐ σ' έ'ναν καράβιν σαρπαρισμένον κ' ηύρεν τόν άνεμον περισσόν κ' εύτύς έλάμνισεν τό κλυσμένον Λ ηρταμεν Υσχα 'ςνήν Λεμεσόν.

29 Πάσκισε, θκειοΰλλά μου, νά γλιαώσο) και σάν νά κτίζης μχάν έκκλησχάν. Μπορώ τό γαΐμαν μου νά χχονώσω μά δέν σε φίννω μέσ' 'ςτήν τουρκχάν μπορώ τόν κόσμον νά τόν χαλάσω γχά ναύρω τρόπον να σε ποσπάσω. Νά, δκυό γρουσά ν' ά ί >ης δκυό λαμπάες 'ς τήν Παναγίαν κ' εις τόν Χριστόν κάμε παράκλησιν μέ παπάες νά βοηθήσουν νά ποσπαστώ. Βκαίνν' ή γερόντισσα, πκχάννει στράταν καΐ μπαίνν* δ μπέης μέ μχάν τουρκοΰν κυπαρισσόκορμην, μαυρομμάταν μεσόγλωμην καί στεγνοβουκκοΰν θωρεί τήν κάλην του δαρκωμένην 'ς τά γόνατα της πουκουππισμένην λαλεΐ της-"ιντα'χεις, Κχουλσαπά μου κ' είσαι κλαμένη πάλε τωρά ; ποΰ τόν καιρόν ποΰ σ' έχω μητά μου δέν είδες στάξην καί σοΰ χαράν. "Εχω σε μέσ' 'ς τά γρουσά χωσμένην είσαι χωσμένη μέσ' 'ς τά καλά Ί'ντα'χεις κ' είσαι πάντα κλαμένη καί ή μουτσούνα σου δέν γελά* άν έχει τίποτε ποΰ σε λείπει πέ μου* γχατι νά σε τρώει ή λύπη ; αν πής ποΰ σκλάβες; έχεις βριμίδιν άν πής ποΰ σκλάβους; έχεις κοπήν άν πης ποΰ ροΰχα, ποΰ στολισίδιν ; ^( σον ίΐτφβς δίγ θέλίρ^πεΐν......

30 Έσέν πό ούλλές σας Κχουλσιιπά μου ήρτεν ή σόρτα σου βολικά κ' έππεσες άρλα 'ς τά μερτικά μου γχά νά δκχαβσίννης βασιλικά ιντα κακόν εν τούτον μητά σοαι κ' έν ημπορεί νά χαρή ή καρκχά σου ; άν τύχη κ* είλεν καμμίά ρωμμαίσσα πώς έχεις Τοΰρκον νά σ' άγαπ^ και ή καρκχά σου κρούζει ποΰ μέσα «έμου το μέν κρυφτής Κχουλσαπά. Κάμνω νά κλάψουν εύτύς μανάες τόν κόσμον κάμνω τον γερή μχάν στήννω σου πύρκους μέ κεφαλάες στήννω σου κάστρα μέ τά κορμχά κάμνω σου θάλασσαν μέ τό γαϊμαν εύτύς και βρίσκω πκχός έ'ν το θβμαν Κιάν θέλης σφάξε τον μανιχή σου δν θέλης κάψε τον ζωντανόν αν θέλης μέλισ* τον απατή σου ναύρης σιούρχασιν καί παμόν. Μούλλωσε μέν μου πής παραπάνω δέν θέλω φόνους και μακελεχά ακούω»^' έμπορω νάνασάνω βρίξε πκχόν πέ μου γχά τά παλχά έμεναν άλλος έν υ καμός μου ζχοΰν οί γονχοί μου καί ζχή κι' άρφός μου ; Ό ένας έν ήξέρω ό γονιός σου νά πώ τό ψέμαν ιντα φελ^ ; δμ θς ή μάνα σου κι' δ άρφός σου ς^οΰσ^ν ιμ ο\ δκ()ό του^ ψ* Ιγ «αι καλίί.

31 Τούτ' ή χανούμισσα ή νχωτάτη ήτουν κλαμένη μέσ' 'ς τά στενά ποΰ τόν άγαν της ήτουν φευκάτη καί γχά νά μέν μείνη νά πεινά άης την εσσω νά ζχή μητά μας νάν με τές άλλες σκλάβες κοντά μας. Τότες δ μπέης δειτΐνόΐ και φεύκει καί»άει έ'σσω τοΰ Χατζχαλά καί ή χαρά του κεϊ περισσεύκει γχατ' ήτον φίλοι κ' οί δκυό πολλά. Τότες ρωτά ή κυρά τήν ξένην μισοκλαμένη καί σιανά πώς τήν λαλοΰσιν καί πόθθεν έ'νι καί πώς εύρέθην μέσ' 'ς τά στενά Μέν μ' άρωτάς, κυρά, κ' ή καμένη είμαι πολλές πίκρες ποτισμένη Είμαι νοστάρμαστη μέ τρεις ά'λλες μ' έ'ναν κ' οί τέσσερης άσκερλήν κ' Ιλοοφέραμεν τές προάλλες καί τό κακόν έγίνην πολλύν. "Εχει ποΰ τότες καστιοροΰν με καί μέραν νύχταν ξητιμασχές δ,τι κάν τύχη κακολοοΰν με ή φάκκα πάνω τής Άϊσχές άννοιξα κ' έβκηκα γχάλι γχάλι κ' έ'πκχασα στράταν κι' δπου με βκάλη Είμαι χανούμγκατη ποΰ τήν Χώραν καί ποΰ γενχάν καί σόρταν καλήν ποΰ νεΐεν κάι >' δ Θεός τήν ώραν πού Ιγεννχούμουν βίς τ6 οίλλίν :

32 Ήρτεν ή Πέφτη καί πριν σιγράση τριβικχασμέν' ή τούρκου σκυφτί) θωρεί π' άππέσω ποΰ τό καφάσιν κ'ή ρκά χαρούμενη καί βκχαστή... έρκετουν έσσω της βκομαχώντα.... πέμπει τές σκλάβες εύτύς βουρώντα καί πάν κ' έφεραν της την κοντά της κ'είδαν πώς ένεψεν τήν κυράν κ' εύτύς έφύασιν π' δμπροστά της κ' άρκεύκ' ή ρκά γεμάτη χαράν : Ήρτεν,Έλένη μου, δ άρφός σου κ' έκούτζισά του τα μχά χαρά κ' έσυνορκχάσαμεν τόν φευκόν σου κ' έν τό καράβιν καί καρτερά άρκοψες νάσαι συνορκχασμένη νάσαι σασμένη περιποιμένη κ' Ιν νά σου φ>έρω κ' έν νά φορήσης ρούχα τούς ναύτες ΐχάν φορεσχάν νά βκής μητά μου νά μου κλουθήσης εϊς τόν γχαλόν σέ μχάν έκκλησχάν. Ή Άϊσχβ π' ακούει χωσμένη ποΰ τήν άρκήν ώς τήν ύστερκάν χιονοννετ' έσσω σάν πελλαμένη και βάλλει μχάν φωνήν σ' τήν ρκάν ΕΙς τόν Χριστόν μας )ΐ' είς τά παιδκχά σου νά φερης δκαρ φορεσχές μητά σου λαλούν με "Ανναν, κ' είμ' άρπσμένη άπό τήν Χ(ον, καί ταπισόν είμαι ή άχαρη πουλημένη

Κόρη μου σφάζουν μας σάν άρνάες βρίξε γχά ό'νομαν τοΰ Θεοΰ δέν είδες, κόρη μου, οί Δεσποτάες ϊνταν πώπάθασιν κχαμπροοΰ; βλέπεστε, κόρη μου, μέ τόν νουν σας νά μέν πολλύνετε τούς καμούς σας εγιώ 'ν νά φύω καί σεις σαστεΐτε νά μέν σας νοχώσ' ή μχά σας μερκά αν πεθυμάτε νά ποσπαστήτε, είπέν τους, κ' εφυεν πκχόν ή ρκά. "Αρκεψαν πκχόν νά περιποιθοΰσιν καί τούς άγχους νά τάσσουν κερκά καί τούς άγχους νά παρακαλοΰσιν γχά νάρτ' ή ώρα πών νάρτ' ή ρκά ήρτεν δ μπέης κ' ένέην έσσω κ' είδέν την κι' άψεν εύτύς π' άππέσσω Λαλεΐ χαΐρ ολα Κχουλσαπά μου θωρώ τά χείλη σου γελαστά είναι χαρούμενη κ' ή καρκχά μου ποΰ τήν χαράν μου φτεροπετα Πάλ' έν νά γράψω γχά τούς γονχούς σου πάλ' IV νά μάθω καί νά σοΰ πώ νά σέ ποσπάσω ποΰ τούς καμούς σου νά μ' αγαπάς καί νά σ' αγαπώ ψίς κι' δ παράδεισος κν δμπρός μου κι' δ κόσμος ούλλος ψίς κ' έν δικός μου έδκχουν τό γαΐμαν μου νά ξηνοχάσης νά σοΰ γυρίσ' ή πλήξη χαρά γχά νά σέ δώ νά χαμογελάσης γιά νά σέ δω σάν είσαι τωρά, 33

34 ΕΙδά σε κι' άννοιξεν ή καρκχά μον ποττέ μου δέν είδα 'τσι χαράν θέλω νά χαίρεσαι Κχουλσαπά μου νά σ' ευρω κι' άρκοψες σαν τωρά "Ενας Θεός ήξέρει ποΰ πάνω μπορεί νά χαίρουμαι παραπάνω μπορεί νά χαίρουμ' έγχώ περίτου μπορεί νά πλήσσης έσοΰ πολλά 'ς τόν κόσμον γένεται ή βουλή του κείνου τ' άθώρητου 'ς τά ψηλά. "Ο,τ' έν γραφτόν σου κ' έσέν κ' έμεναν άπου τόν Πλάστην μας έν δεκτόν γχά νάν δ άθθρωπος πάντα ί'ναν έν έν'αλή μπέη βολετόν. Τοΰτα τά λόγχα σου τά μελένα ποΰ τήν καρκχάν σου έν έβκαρμένα κ' έν ούλλον δίκηον καί μετρημένος ό κάθε λόος σου ποΰ λαλείς. κ' εύτύς χαρούμενος κι' άππωμένος δείπνα κ' έξέβηκεν δ "Α^ής. Γύριση μέρα λαλεΐ-σαστεϊτε ούλλες οί σκλάβες τά δειλινά νά πάτε νάκκον νά δκχανευτήτε εις τά περβόλχα κ' εις τά στενά Παραοκεβκήν ή μέραν έ'ν κρΐμαν νά'σαστον έ'σσω σάν μέσ' ςτό μνήμαν Έσοΰ Άϊσχέ νά μέν πας μητά τοος μέ τοΰν' τά ροΰχά σου ^έν. φελάς καί δέν ταιρκάζουν μέ τά δικά τους ν^ι μ?ν άντρέπρυνται ποΰ τούς λάς.

35 Ήρτεν τό δεΐλις κ' οΐ σκλάβες πασιν γά δκχανευτοΰσιν καΐ νά χαροΰν ψβχ κείνες πόσσω «οΰ τό κοφάοιν θωρούν τήν στράταν καί καθτε^ΰν κ' είχαν χαράν κ' Ιστενοχωρίίοΰνταν κ' άπου τά χαίρουνταν έθαρκοΰνταν πώς ήτουν Πάσκαν τους κείν' ήμερα πώς ήτουν ζάχαρης οί χαμοί κι' άπου τά 'δέ κι' άποο τά καρτερά πώς ήτουν γρόνος ή σταλαμή Βουττά δ ήλχος κι' ή ρκά έφάνη ν κ' άντάν τήν είδασιν ηκχόν τήν ρκάν σγχάν νά ποσπάστησαν μέ φερμάνιν άηοΰ τήν μαύρην κρεμμασταρκάν. "Ερκεταικ* 2μπηκεν ποσταμένη δκχ9 τους τά ροΰχα τρεμουσχασμένη καί γληοράτε, βκχαστήτε νάκκον νά βκοΰμεν Ιξω μέ τό καλόν καΐ καρτερούν μας άλλοι 'ςτόν λάκκον κι' άλλοι ςτήν βάρκαν εις τόν γχαλόν. "Οτι κ' εντύθησαν κ' έξεβήκαν τέσσερ' άσχέλλχα κ' έ'ναν καιρόν εις τήν Μητρόπολην ευρέθηκαν κ* έλαχκοσύρναν ναύτες νερόν ήτουν άρφός της μέ τά κοπέλλχα τοΰ χαραβχοΰ καί μέ τά βαρέλλχα τάχα πώς ήρτασιν γχά νά πκχάσουν νάκκον νερόν ποΰ τήν έκκλησχάν μήαρε ήρταν γχά νά ποσπάσουν Τ^? δχίΐό?ίρπέλλες ;τρΰ τήν τονρΐιΐΐάν.

36 Λαλούν της θκβχοΰλλίΐ ΧατζηΜαρία έν ν' άγρυπνοΰμεν ςτές έκκλησχές γχά σέν ποΰ γίνηκες ή αιτία κ' έποσπαστήκαμεν δκαό φτωχές κ' εύτύς άρπαξαν μέ τά κοπέλλχα πώς έτανοΰσαν είς τά βαρέλλχα καί μέσ' ςτήν βάρκαν έκατεβήκαν καί μεσ' ςτήν βάρκαν μέ δκαό κουπχές εις τό καράβιν τους ευρέθηκαν καί ποσπασμένες καί χαροποχές. Ποΰ τό καράβιν πκχόν έδικλοΰσαν κ' είχαν τάμμάτιν τους 'ςτήν στερκάν καί τόν Θεόν έπαρακαλοΰσαν νά ξαναδοΰσιν νάκκον τήν ρκάν πόξω ή ρκά ποΰ κρυφοπελλέταν ποΰ τήν πολλήν της χαράν έπέταν τότες εύτύς τά παννχά ώρσάραν κ' έπκχάσαν πέλαος τόν γχαλόν τόν Κάβο-γάττην έκαβαντζάραν καί πκχόν έπήαν είς τό καλόν.

Η ΚΥΠΡΟΙ ΊΤΗ1 1ΗΜ ΤΗδ -^^ΧΜ "Αν έχω περηφάνειαν κχ' άν έχω νά φουμίζω μέσ ςτοΰν τόν κόσμον είσ' έσοΰ, κ' εις τοΰ σπαθκχοΰ σου τοΰ γρουσοΰ τήδ δύναμιν δρπίζω. Τοΰ Ούρανοκατέβατου ό ψαράς κ' έσέν κ' έμεναν έχάρισέμ μας τόν Σταυρόν κ' έχω πό 'κεΐνον τόν καιρόν καί τόν σταυρόμ μ' έσέναν. Θωρώ τ' άγκάλχα σ' άννοιχτά κ' έσέν κορωνχασμένην καί λάμνω νάρτω 'ναν καιρόν νά πίννω άθάνατον νερόν σγχάν μέ χες μαθημένην. Σιλλοΰρα, κχ' δλομάκελλη, καί δέν έχω νά πκάσω λυπάται μ' δπκχο; μέ θωρεί γχατ' έν ή στράτ' άγκαθθερή ποΰ λάμνω νά σέ φτάσω. Σ' τήν στράταμ μ' ούλην φαίνεται 'στ' άγνάρκα τών [ποδκχώμ μου λουβάριν πούχα μχαφ φορά κ' οί ξένοι κόμα ώς τωρά σωρεύκουν ταπισόμ μου.

38 Τά λόγχα σου ποΰ μώμαθες μέ κείνα λουτουρκοΰμαι καί τόθ Θεόν παρακιζλώ, μ& κείνα μέσ τούς λάς λαλώ μέ κεϊνα νεκαλχοΰμαι. "Εχω 1:ά παραμύθκχα σου σ' τόν νοΰμ μου καί λαλώ τα Λού 'χασιν δράκους καί στοιχχά κ' ήτουν τοΰ κόσμου συντυχχά κ' έπίστευκές τα πρώτα. "Αμ μέ θωρής πώς δέν έ'χω τές άρκονκχές τές πρώτες άμμά 'χω άνέγγιστην καρκχάν κχ' ούλω μυρίζω μυρωδκχάν τοΰ κόρφου σου ποΰ τότες.

Ν ^νπροσ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΛΈΓΟΝΤΑΣ ΟΤΙ ΔΕΝ ΕΙΝΕ ΕΛΛΗΝΙΚΗ "Ανουκαρδχά μου κχ' άνοιξε κχ' αρχίνα νεκαλχώντα, Παραπονήθου σι(γ)ανά κχ' άλαφροτρα(γ)ουδώντα, Τούς λάς τούς κακολο(γ)ητάς ποΰ σέ κακολο(γ)οΰσιν, Ποΰ σέ μισούν και δέν έχουν άμμάδχα νά σέ δοΰσιν. Άπώχουν τήν συναφοράν και τήν περιλο(γ)ήν σου. Πώς γνήσχον δέν είσαι κ' έσού παιδίν 'ποΰ τήν φυλήν σου '\\ς έρτη δποχος 'ποτολμά νά μέ κακολο(γ)ήση, "Αν έχη 'μμάτχα νά μέ δη και φτχά νά μ' άδροικήση. Είμαι πουλλιν κουτσόφτερον μέ ήμισην γαλάτην, Μά 'παν πολλά γχά λό(γ)ου μου κ' έχω καρδχάν γεμάτην Νά 'τουν ποΰ νά 'μουν δράκαινα, δράκαιν' αντρειωμένη, "Ηθεν νά ρίψω μχάν φωνήν, φωνήν δρακοντεμένην, Νά πουμπουρίσουν τά βουνά, νά συγκλυστοΰν οί τόποι, Ν' άκούση κχ' ή Ανατολή ν' άκούση κ' ή Ευρώπη. Έβάρεσεν ή τύχη μου νά μέ κακολο(γ)οΰσιν, "Ας 'ποΰσιν νά χορτάσουσιν καί νά ποστομωθοΰσιν* Δέν είμαι Χάρος νά βαρτώ γχά νά τούς ποθεώσω, Μήτε Θεός τό στόμαν τους νά 'πώ νά τό πουμώσω. Είμαι μχά σκλάβ' άσκλάβωτη μχά σκλάβα σκλαβωμένη Είμαι μχά σκλάβ' άπύσπαστη μχά σκλάβ' 'ποσπασμένη, 'Ποΰ δχάβασα μαύρην σκλαβχάν 'σέ τόσα ξένα χέρχα, "Ποΰ 'λάμναν-τήν καρδούλλαν μου μέ δίστομα μαχαίρτίβ.

40 "Ημουν σέ μχάν κακήν σκλαβχάν πολλά τυρανισμένη ήμουν σέ μαύρην φυλακην, μαύρην σκοτινχάσμένην. Καί μχά Βασίλισσα παλχά, δρακοΰνα ξακουσμένη, Ποΰ κάθεται'περήφανα σ' τήν δύσιν'θρονχασμένη, Έδιάλλαξεν τούνταις μερκαΐς κ' έγλυκοσύντυχεν μου. Κ' έκρόννοιξεν τήν πόρταν μου κ' έχαμογέλασέν - μου. Κχ' άνταν τήν είδα έμεινα 'πάνω της δικλημένη, Κ' έπίσκασέν με'ποΰ τό δεΐν, πώ; ήμουν λυπημένη. "Εγυρεν κ' έποκούμπισεν 'πάνίο σ' τόν παραστάτην, Μ' έναν στασίδιν 'πώμοχαζεν περαστικόν δχαβάτην. "Αννοιξα στόμαν νά τής 'πώ δσα κακά μοΰ 'κάμαν, "Αννοιξα στόμαν νά τής 'πώ μά 'πήρέν με τό κλάμαν. "Ανοιξεν τήν συναφοράν τής μάνας μου μητά μου, Κ' ένωσα πώς έλάκτισεν π' άππέσσω ή καρδχά μου* «Βασίλισσα μου 'ξακουστή, άπου 'σαι μχά θεότης, Ποΰ κάθεσαι σ' τήν θάλασσαν καί πελλετας τήν ξέρην, Άπου κρατείς τό σχόβατον μέ τό δεξχόν σου χέριν, Καί σχοβαρκάζεις ταΐς φυλαχς καί κάμνεις δίκχαν κρίσιν 'Αποΰ θωρείς τά γένουνται π* άνατολήν ώς δύσιν, Κχ' άπου θωρείς τά γένουνται άπό βορκάν ώς νότον, 'Αποΰ 'σαι τάστρον 'πό'φεξεν 'πάνω σ' τήν γήν τό πρώτον 'Αποΰ 'σαι κοσμογύριστη καί πολλοδχαβασμένη, Κχ' άπου τοΰ κόσμου τήν ξεβκάν είσαι ξησχολισμένη. Ξέρεις κ' έμέν τήν μάναν μου, καί ξέρεις τήν γεναχάν μου 'Αγγάδχα τά μεισίδχα μου και 'δέ τήν συντυχχάν μου* Κχ άν ήααι πλάσμαν τοΰ Θεοΰ κ' έχης καρδχάν πλασμάτου Κχ' άν ήσαι πλάσμαν σπλαχνικόν πο'ν'σπλαγχνικ' ή καρδχά του "Αχ! 'δέμε καί λυπήθου με, 'δέμε καί κάμε κρίσιν, Δέμε καί 'πέ τό δίκχον μου π' άνατολήν ώς δύσιν. Τόσους καιρούς 'ποχωρισμόν ποχος άλλος νά βαστάξη ; Καί μχά 'μέρα νά μέν δχηβη χωρίς ν' άναστενάξη ;