ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΠΑΡΑΒΟΛΟΥ ΜΗΝΥΣΗΣ.



Σχετικά έγγραφα
669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα

της δίωξης ή στην αθώωση.

φορολογική νομολογία περιοδικά με οποιαδήποτε μορφή εί- Τόμος 65

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΙΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Καλλιθέα, 11/04/2016. Αριθμός απόφασης: 1357 ΑΠΟΦΑΣΗ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

ΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΣτΕ 2134/2014 [ΥΑ για την παράταση αναστολής έκδοσης οικοδομικών αδειών και εκτέλεσης οικοδομικών εργασιών στην περιοχή του Δήμου Καλαμαριάς]

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Τελευταίως παρατηρείται έξαρση του φαινομένου επιθέσεων, βιαιοπραγιών και διενέργειας ελέγχων σε αλλοδαπούς μετανάστες, σε σχέση με τη νομιμότητα της

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Ι. Δημητρακόπουλου.

Καλλιθέα ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα,

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Ε. Νίκα.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα, 20/01/2017 ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Σχέδιο Νόμου Μέρος Α Άρθρο 1 Σύσταση ενεχύρου στις περιπτώσεις των νόμων 3213/2003, 3691/2008, 4022/2011, 2960/2001 και των υπόχρεων του νόμου

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΣτΕ - Συνταγματικό το τέλος επιτηδεύματος

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΡΑΒΟΛΑ ΚΑΙ ΤΕΛΗ ΕΝΔΙΚΩΝ ΒΟΗΘΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΕΞΟΔΑ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜ ΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΟΣΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

ΣτΕ 1112/2017 [Έναρξη προθεσμίας αιτήσεως ακυρώσεως κατά ΑΕΠΟ μετά το ν. 4014/2011]

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

Φορολογικό Δίκαιο. Συνταγματικά ατομικά δικαιώματα. Α. Τσουρουφλής

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΠΡΟΣ ΑΡΧΗΓΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ Ε.Α.Ν.Δ.Α. ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΑΣΚΟΥΜΕΝΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. Εισηγητές

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αρθρο 1. Πεδίο εφαρμογής του νόμου

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Καλλιθέα ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΜΕΙΖΟΝΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΔΑΠΑΝΗΣ: 0001 (Αποδοχές και Συντάξεις ) ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΔΑΠΑΝΗΣ: Α. Θεσμικό πλαίσιο δαπάνης.

Συμβούλιο της Επικρατείας Τμήμα Β Αριθμός απόφασης 1944/2012

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 158/2011

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 98/2012

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Φορολογικό Δίκαιο. Η αρχή της φορολογιής ισότητας. Α. Τσουρουφλής

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΙΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

1.Δικαστική και εξώδικη εκπροσώπηση και εν γένει νομική υποστήριξη της ΑΑΔΕ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 47 / 2013

ΣτΕ 599/2012 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ

ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4229, 5/2/2010

Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών Ημερίδα της Ζητήματα Φορολογικού Δικαίου

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 218/2016 Α2 Τμ.

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΣτΕ 2456/2012. των: α)... και β)..., κατοίκων..., οι οποίοι παρέστησαν με το δικηγόρο Σ. Σδούκο (Α.Μ. 9900), που τον διόρισαν με πληρεξούσιο,

Α Π Ο Φ Α Σ Η 116/2011

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΑΡΘΡ ΚΑΙ 1441 ΑΚ ΓΙΑ ΤΑ ΣΥΝΑΙΝΕΤΙΚΑ ΔΙΑΖΥΓΙΑ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΣΤΑ ΙΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΙΚΗΣ (είναι 4) 2 Η ΙΑ ΙΚΑΣΙΑ ΣΤΟ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟ. Προπαρασκευαστική. Κύρια διαδικασία ΑΡΧΕΣ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 145/2011

Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

«Ειδικά θέματα υπαλληλικού και πειθαρχικού δικαίου - Σχέση με ποινική δίκη» Σύντομη επισκόπηση της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 115/2011

Α Π Ο Φ Α Σ Η 128/2013

859/2010 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

ΣτΕ 1377/2016 [Εξαίρεση από την κατεδάφιση οικοδομής μετά την ακύρωση της οικοδομικής άδειας]

Α Π Ο Φ Α Σ Η 48/2012

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 136/2012

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ 25ΗΣ ΣΕΙΡΑΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ. Δεύτερο Στάδιο

Κατεύθυνση Φορολογικού Δικαίου ΠΜΣ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 168/2012

Νομολογία 261/2003 Μονομελές Πρωτοδικείο

3. Επειδή, με έννομο συμφέρον παρεμβαίνει στη δίκη υπέρ του Υπουργού Υγείας ο Εθνικός Οργανισμός Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (E.O.Π.Y.Y.).

ΑΡΧΗ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ. 3 ο ΚΛΙΜΑΚΙΟ

Transcript:

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΠΑΡΑΒΟΛΟΥ ΜΗΝΥΣΗΣ. Αύξηση ποσού παραβόλου για κατάθεση μήνυσης. Το παράβολο μήνυσης, στοχεύοντας στον περιορισμό του μεγάλου όγκου αστήρικτων μηνύσεων, πρέπει να αποδίδεται σε εκείνον που το κατέβαλε, σε περίπτωση ευδοκιμήσεώς της, κατά την έννοια της σχετικής διατάξεως, έστω και αν αυτή δεν το ορίζει ρητά. Το απαράδεκτο της μύνυσης λόγω μη κατάθεσης του σχετικού παραβόλου δεν κωλύει τελικώς την άσκηση ποινικής δίωξης κατά του καταγγελομένου ως δράστη αυτεπαγγέλτως διωκομένων εγκλημάτων, διότι η απαράδεκτη μήνυση ισχύει ως είδηση προς τον εισαγγελέα, ο οποίος υποχρεούται να κινηθεί αυτεπαγγέλτως. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ 4788/2014 Β Τμ. (7μελές) Πρόεδρος: Φ. Αρναούτογλου, Αντιπρόεδρος. Εισηγητής: Γ. Τσιμέκας, Σύμβουλος. Δικηγόροι: Γ. Βουκελάτος, Σπ. Μαυραγάνης (Πάρεδρος ΝΣΚ). 2. Με την αίτηση αυτή όπως συμπληρώνεται με το από 28.1.2013 δικόγραφο προσθέτων λόγων, που εισάγεται ενώπιον της επταμελούς συνθέσεως του Τμήματος κατόπιν πράξεως του Προέδρου του, ζητείται η ακύρωση της υπ αριθ. 123827/23.12.2010 αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων «Αναπροσαρμογή του παραβόλου μήνυσης, του τέλους πολιτικής αγωγής και των δικαστικών εξόδων ποινικής διαδικασίας» (Β 1991/23.12.2010) κατά το μέρος που, με τις παραγράφους 2 και 3 αυτής, θεσπίζει αναπροσαρμογή (αύξηση) του παραβόλου μηνύσεως και του τέλους πολιτικής αγωγής. 5. Το άρθρο 42 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ - ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του ν. 1493/1950 και μεταγλωττίσθηκε με το κωδικοποιητικό διάταγμα 258/1986, Α 121), που αφορά τη μήνυση αξιοποίνων πράξεων, ορίζει στις 1-3 αυτού ότι: «1. Εκτός από αυτόν που αδικήθηκε και οποιοδήποτε άλλος έχει το δικαίωμα να καταγγείλει στην αρχή τις αξιόποινες πράξεις που διώκονται αυτεπαγγέλτως, τις οποίες πληροφορήθηκε με οποιονδήποτε τρόπο. 2. Η μήνυση γίνεται απευθείας στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, αλλά και στους άλλους ανακριτικούς υπαλλήλους, είτε από τον ίδιο το μηνυτή είτε από ειδικό πληρεξούσιο 3. Αν η μήνυση έγινε σε ανακριτικό υπάλληλο, αυτός τη στέλνει χωρίς χρονοτριβή στον αρμόδιο για την ποινική δίωξη εισαγγελέα ή στο δημόσιο κατήγορο». Με την 1 του άρθρου 34 του ν. 3346/2005 «Επιτάχυνση της διαδικασίας ενώπιον των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων» (Α 140) προστέθηκε 4 στο ως άνω άρθρο του ΚΠΔ, με την οποία (όπως αντικαταστάθηκε με την 1 του άρθρου 69 του ν. 3659/2008, Α 77), ορίσθηκε, περαιτέρω, ότι: «Ο μηνυτής, κατά την υποβολή της μήνυσης ενώπιον κάθε αρμόδιας αρχής, καταθέτει, με ποινή το απαράδεκτο αυτής, παράβολο υπέρ του Δημοσίου ποσού δέκα (10) ευρώ. Σε περίπτωση ανωτέρας βίας ή άλλης αντικειμενικής αδυναμίας εκδόσεως του παραβόλου, αυτό μπορεί να προσκομισθεί το βραδύτερο εντός τριών (3) εργάσιμων ημερών, χωρίς να κωλύεται η ποινική διαδικασία. Το ύψος του ποσού του παραβόλου αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης». Με την 2 του προαναφερόμενου άρθρου 69 του ν. 3659/2008 αντικαταστάθηκε, κατόπιν της ανωτέρω προσθήκης, το άρθρο 46 του ΚΠΔ, που αφορά την έγκληση του παθόντος, και ορίσθηκε ότι: «Αν ο παθών θέλει να ζητήσει τη δίωξη της αξιόποινης πράξης, υποβάλλει την έγκληση σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 42 2, 3 και 4». Εξ άλλου, στο άρθρο 63 του ίδιου ως άνω ΚΠΔ, (όπως το δεύτερο εδάφιο αυτού προστέθηκε με την 3 του άρθρου 34 του ν. 3346/2005 και αντικαταστάθηκε, στη συνέχεια, με την 2 του άρθρου 69 του ν. 3659/2008) ορίζεται ότι: «Η πολιτική αγωγή για την αποζημίωση και την αποκατάσταση από το έγκλημα και για την χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης μπορεί να ασκηθεί στο ποινικό δικαστήριο από τους δικαιουμένους σύμφωνα με τον αστικό κώδικα. Ως τέλος πολιτικής αγωγής, με ποινή το

απαράδεκτο αυτής, ορίζεται το ποσό των δέκα (10) ευρώ, που καταβάλλεται εφάπαξ με παράβολο υπέρ του Δημοσίου είτε κατά την προδικασία είτε κατά την κύρια διαδικασία και καλύπτει την παράσταση του πολιτικώς ενάγοντα μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης. Το ύψος του ανωτέρω τέλους αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης». Κατ επίκληση των ανωτέρω εξουσιοδοτικών διατάξεων (των άρθρων 42 4 και 63 δεύτερο εδάφιο του ΚΠΔ) εκδόθηκε η προσβαλλόμενη με την υπό κρίση αίτηση υπ αριθ. 123827/23.12.2010 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η οποία, κατά το πληττόμενο μέρος της, όρισε τα εξής: «2. Το παράβολο μήνυσης που προβλέπεται στην 4 του άρθρου 42 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αναπροσαρμόζεται από δέκα (10) σε εκατό (100) ευρώ. 3. Το τέλος πολιτικής αγωγής που προβλέπεται στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου 63 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αναπροσαρμόζεται από δέκα (10) σε πενήντα (50) ευρώ». 6. Μετά την άσκηση των υπό κρίση αιτήσεων, δημοσιεύθηκε ο ν. 4055/2012 (Α 51/12.3.2012), η ισχύς του οποίου άρχισε, κατ άρθρο 113 αυτού, από 2.4.2012. Στο άρθρο 28 1 του νόμου αυτού, με τίτλο «Ρυθμίσεις για την έγκληση», ορίσθηκαν τα ακόλουθα: «1. Το άρθρο 46 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής: 1. Αν ο παθών θέλει να ζητήσει τη δίωξη της αξιόποινης πράξης, υποβάλλει την έγκληση σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 42 παράγραφοι 2 και 3. 2. Ο εγκαλών κατά την υποβολή της έγκλησης, για τα απολύτως κατ έγκληση διωκόμενα εγκλήματα, ενώπιον κάθε αρμόδιας αρχής καταθέτει παράβολο υπέρ του Δημοσίου ποσού εκατό (100) ευρώ. Το ύψος του ποσού αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Αν δεν κατατεθεί το παράβολο η έγκληση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Εξαιρούνται από την κατάθεση του παραβόλου οι δικαιούχοι νομικής βοήθειας, όπως αυτοί προσδιορίζονται στο άρθρο 1 του ν. 3226/2004. Δεν απαιτείται κατάθεση παραβόλου για τα εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής και τα εγκλήματα ενδοοικογενειακής βίας. Για αξιόποινες πράξεις που τελούνται σε βάρος δημοσίων οργάνων και υπαλλήλων κατά την άσκηση των ανατεθειμένων σε αυτούς καθηκόντων, ο παθών υποβάλλει την έγκληση ατελώς και χωρίς την κατάθεση παραβόλου. 3.». Η νεότερη αυτή διάταξη, κατά το μέρος που ρυθμίζει τα της καταβολής παραβόλου επί υποβολής εγκλήσεως, περιορίζει, από της ενάρξεως ισχύος της (2.4.2012), το πεδίο εφαρμογής της διατάξεως της παραγράφου 2 της προσβαλλομένης κανονιστικής αποφάσεως, η οποία, δεν καταλαμβάνει πλέον τις ανωτέρω αναφερόμενες περιπτώσεις. Κατά το μέρος αυτό, επομένως, η προσβαλλομένη έχει παύσει να ισχύει με συνέπεια, κατά το αντίστοιχο μέρος, να συντρέχει περίπτωση καταργήσεως της δίκης σύμφωνα με το άρθρο 32 2 του π.δ. 18/1989. Και ναι μεν με το από 28.1.2013 δικόγραφο προσθέτων λόγων, οι αιτούντες δικηγορικοί σύλλογοι προβάλλουν ότι έχουν ιδιαίτερο έννομο συμφέρον που δικαιολογεί τη συνέχιση της δίκης, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση κατέλιπε έννομες συνέπειες που δεν μπορούν να επανορθωθούν παρά μόνο με την ακύρωσή της, εφόσον όλοι όσοι άσκησαν έγκληση μέχρι την έναρξη ισχύος της νέας διατάξεως και εμπίπτουν στις εισαχθείσες με αυτήν εξαιρέσεις υποχρεώθηκαν να καταβάλουν το παράβολο των 100 ευρώ, σύμφωνα με το άρθρο 46 του ΚΠΔ όπως ίσχυε κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλόμενης, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή, χωρίς την ακύρωση της προσβαλλομένης, η επιστροφή σ αυτούς του καταβληθέντος παραβόλου. Οι ισχυρισμοί, όμως, αυτοί είναι απορριπτέοι, προεχόντως ως προβαλλόμενοι εκ συμφέροντος τρίτου. Συνεπώς, η παρούσα δίκη πρέπει, κατά τα προεκτεθέντα, να κηρυχθεί εν μέρει καταργημένη. 7. Στο άρθρο 78 του Συντάγματος ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι: «1. Κανένας φόρος δεν επιβάλλεται ούτε εισπράττεται χωρίς τυπικό νόμο που καθορίζει το υποκείμενο της φορολογίας και το εισόδημα, το είδος της περιουσίας, τις δαπάνες και τις συναλλαγές ή τις κατηγορίες τους στις οποίες αναφέρεται ο φόρος. 2. 3. 4. Το αντικείμενο της

φορολογίας, ο φορολογικός συντελεστής, οι απαλλαγές ή εξαιρέσεις από τη φορολογία δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο νομοθετικής εξουσιοδότησης». Όπως έχει κριθεί, με την τελευταία διάταξη θεσπίζεται απαγόρευση νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως προκειμένου περί φορολογικών βαρών, όχι, όμως, και περί ανταποδοτικών ή άλλου χαρακτήρος οικονομικών βαρών (βλ. ΣτΕ Ολ. 1620/2012, 3183/2008 [7μ] κ.ά). 8. Τα επίμαχα δαπανήματα δεν αποτελούν φορολογικά βάρη, καθώς έχουν τον χαρακτήρα δικαστικών τελών με σημαντικά στοιχεία ανταποδοτικότητας. Και αυτό, γιατί τόσο η μήνυση, την οποία, κατά τα αναφερθέντα, έχει, κατά το άρθρο 42 1 ΚΠΔ, το δικαίωμα να υποβάλει, εκτός από αυτόν που αδικήθηκε, και οποιοδήποτε άλλος, υποχρεώνει τον εισαγγελέα σε ειδικότερη έρευνα του περιεχομένου της κατά τις ρυθμίσεις του άρθρου 43 ΚΠΔ («1. Ο εισαγγελέας όταν λάβει τη μήνυση ή την αναφορά, κινεί την ποινική δίωξη, παραγγέλλοντας προανάκριση ή ανάκριση ή εισάγοντας την υπόθεση με απευθείας κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, όπου αυτό προβλέπεται 2. Αν η μήνυση ή η αναφορά δεν στηρίζεται στο νόμο ή είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία της ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών τη θέτει στο αρχείο και υποβάλλοντας τη δικογραφία στον εισαγγελέα εφετών, αναφέρει σε αυτόν τους λόγους για τους οποίους δεν άσκησε ποινική δίωξη. Ο τελευταίος έχει δικαίωμα να παραγγείλει προκαταρκτική εξέταση αν πρόκειται για κακούργημα ή την άσκηση ποινικής δίωξης ή τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης στα λοιπά εγκλήματα. 3. Αν έχει διενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση ή προανακριτικές πράξεις κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 243 ή ένορκη διοικητική εξέταση και ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών κρίνει ότι δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για να κινηθεί η ποινική δίωξη, θέτει την υπόθεση στο αρχείο και υποβάλλοντας τη δικογραφία στον εισαγγελέα εφετών, αναφέρει σε αυτόν τους λόγους για τους οποίους δεν άσκησε ποινική δίωξη. Ο τελευταίος έχει δικαίωμα να παραγγείλει την άσκηση ποινικής δίωξης. 4. Μήνυση ή η αναφορά η οποία υποβάλλεται με οποιονδήποτε τρόπο ανωνύμως ή με ανύπαρκτο όνομα, τίθεται αμέσως στο αρχείο από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών και εφαρμόζονται αναλόγως όσα ορίζονται στην παράγραφο 2. Όταν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι που μνημονεύονται ειδικά στην παραγγελία του εισαγγελέα πλημμελειοδικών, μπορεί να διαταχθεί και προκαταρκτική εξέταση. 5.»), όσο και η πολιτική αγωγή που ασκείται ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου, κατά το άρθρο 63 ΚΠΔ («Η πολιτική αγωγή για την αποζημίωση και την αποκατάσταση από το έγκλημα και για τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης μπορεί να ασκηθεί στο ποινικό δικαστήριο από τους δικαιουμένους σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα, εφαρμόζεται δε αναλόγως η παράγραφος 3 του άρθρου 340»), το υποχρεώνει να εξετάσει την υπόθεση και από την σκοπιά του ιδιωτικού δικαίου που θέτει αυτός που την ασκεί. Το παράβολο μήνυσης, μάλιστα, στοχεύοντας, κατά τα περαιτέρω αναφερόμενα, στον περιορισμό του μεγάλου όγκου αστήρικτων και προπετών μηνύσεων, πρέπει να αποδίδεται σε εκείνον που το κατέβαλε, σε περίπτωση ευδοκιμήσεώς της, κατά την έννοια της σχετικής διατάξεως, έστω και αν αυτή δεν το ορίζει ρητά, κατ ανάλογη εφαρμογή αντιστοίχων διατάξεων που, επίσης, στοχεύουν στον περιορισμό αστήρικτων ενδίκων μέσων και βοηθημάτων σχετικών με την κρατική δραστηριότητα (πρβλ. άρθρα 36 4 του π.δ. 18/1989, 277 9 του ΚΔΔ), ενώ το μεγαλύτερο μέρος τούτου καταλήγει, κατ άρθρο 7 του ν. 3858/2010 (Α 102/1.7.2010), στο Ταμείο Χρηματοδοτήσεως Δικαστικών Κτιρίων για τους σκοπούς του. Με τα δεδομένα αυτά, εφόσον τα εν λόγω δαπανήματα δεν αποτελούν φόρους, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι αντίθετοι ισχυρισμοί των αιτούντων με τους οποίους, κατ επίκληση του ότι δεν προβλέπεται ρητώς η επιστροφή τους σε εκείνον που τα άσκησε σε περίπτωση ευδοκιμήσεως τους και του ότι η δίωξη του εγκλήματος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους, προβάλλεται ότι, εν όψει του άρθρου 78 1 και 4 του Συντάγματος, τόσο η νομοθετική εξουσιοδότηση για την αναπροσαρμογή τους, όσο και η προσβαλλόμενη ΚΥΑ είναι ανίσχυρες ως αντισυνταγματικές, αφού ο προσδιορισμός των ποσών αυτών έπρεπε να γίνει με τυπικό νόμο και όχι με κανονιστική πράξη, Κατά τη γνώμη, όμως, των συμβούλων Αρ.

Βώρου και Γ. Τσιμέκα*, εφόσον δεν προβλέπεται ρητώς η επιστροφή των επίδικων δαπανημάτων στον καταθέτη τους (μηνυτή και πολιτικώς ενάγοντα) σε περίπτωση ευδοκιμήσεώς τους, σε περίπτωση δηλαδή κατά την οποία διαγιγνώσκεται η ενοχή του μηνυομένου, τόσο το παράβολο μηνύσεως όσο και το τέλος πολιτικής αγωγής στερούνται της ιδιότητας του δικονομικού τέλους, αφού, αποτελούν οριστική παροχή και, επομένως, έχουν τον χαρακτήρα φόρου και μάλιστα έμμεσου. Ενόψει αυτού, ισχύει για τα εν λόγω δαπανήματα η αρχή της νομιμότητας του φόρου που καθιερώνεται στις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 78 1 και 4 του Συντάγματος και ο εξεταζόμενος λόγος είναι, επομένως, κατά τη γνώμη αυτή, βάσιμος, αφού σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές η επίμαχη αναπροσαρμογή έπρεπε, ως αφορώσα φόρο, να γίνει με τυπικό νόμο και όχι με κανονιστική πράξη. 9. Το άρθρο 20 1 του Συντάγματος, που διασφαλίζει για όλα τα πρόσωπα το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, καθώς και το άρθρο 6 της κυρωθείσης με το ν.δ. 53/1974 (Α 256) Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ), που επίσης κατοχυρώνει το δικαίωμα παροχής εννόμου προστασίας υπό την διατύπωση της δίκαιης δίκης, δεν αποκλείουν στον κοινό νομοθέτη να θεσπίζει δικονομικές προϋποθέσεις και γενικότερα διατυπώσεις για την πρόοδο της δίκης, όπως δικαστικά δαπανήματα για το έγκυρο της ασκήσεως των ενδίκων βοηθημάτων και μέσων (ΑΕΔ 33/1995), αρκεί αυτές να συνάπτονται προς τη λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης και, περαιτέρω, να μην υπερβαίνουν τα όρια εκείνα, πέραν των οποίων συνεπάγονται την άμεση ή έμμεση κατάλυση του προστατευομένου από τις ανωτέρω διατάξεις ατομικού δικαιώματος παροχής έννομης δικαστικής προστασίας (βλ. ΣτΕ Ολ.1619, 601/2012, 2780/2012 επτ. 3088-7/2011, 1583/2010 κ.α. βλ. και ΕΔΔΑ αποφάσεις της 28.5.2009, Τσέλικα-Σκούρτη κατά Ελλάδος και της 12.1.2006, Φ. Γρυπαίος κατά Ελλάδος). Εξ άλλου, όπως γίνεται παγίως δεκτό, ο θεσμός της καταβολής παραβόλου θεσπίζεται από τον νόμο για να αποτρέπεται η άσκηση όλως απερίσκεπτων και αστήρικτων ενδίκων μέσων και, επομένως, τα δικονομικά παράβολα δεν έχουν χαρακτήρα φόρου, τέλους ή κρατήσεως αλλά αποβλέπουν στην αποφυγή δημιουργίας ασκόπων δικών (πρβλ. ενδ. ΣτΕ 1213/2011, 22/2010). 10. Εν προκειμένω, με την κατά τα ανωτέρω θέσπιση παραβόλου μηνύσεως και τέλους πολιτικής αγωγής το πρώτον με τις 1 και 3, αντιστοίχως, του άρθρου 34 του ν. 3346/2005 επιδιώχθηκε, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση της οικείας τροπολογίας με την οποία εισήχθησαν οι ρυθμίσεις αυτές, «να αποτραπεί η προσφυγή στα ποινικά δικαστήρια χωρίς προηγούμενη ώριμη σκέψη και η άσκοπη επιβάρυνσή τους με υποθέσεις ήσσονος κοινωνικής απαξίας», δεδομένου ότι «τα τελευταία χρόνια παρατηρείται εκρηκτική αύξηση του αριθμού των μηνύσεων που υποβάλλονται σε όλες τις Εισαγγελίες της χώρας Επίσης παρατηρείται ότι ο αριθμός των αμετάκλητων καταδικαστικών αποφάσεων που εκδίδονται, είναι ιδιαίτερα μικρός σε σχέση με τις μηνύσεις που υποβάλλονται» (βλ. και σχετικές συζητήσεις στη Βουλή, Πρακτικά Συνεδρ. ΡΞΘ και ΡΟ της 24ης και 25ης Μαΐου 2005, αντιστοίχως, όπου γίνεται λόγος, μεταξύ άλλων, για υποβολή ετησίως 500.000 μηνύσεων σε όλη τη χώρα, από τις οποίες πάρα πολλές υποβάλλονται «αβασάνιστα,, για εντελώς ασήμαντη αφορμή ότι ελάχιστες από αυτές καταλήγουν σε καταδίκη του μηνυομένου», με συνέπεια να «επιβαρύνεται έτσι άστοχα η δικαστική ύλη και δυσχεραίνεται χωρίς ουσιαστικό λόγο το ήδη βεβαρημένο έργο των δικαστών, με προφανείς επιπτώσεις τόσο στην ταχύτητα αλλά και στην ποιότητα της απονεμόμενης δικαιοσύνης»). Άλλωστε, και στην αιτιολογική έκθεση του νεότερου ν. 4055/2012 αναφέρεται, συναφώς, ότι: «Η κατάθεση μηνύσεων και εγκλήσεων βαίνει συνεχώς αυξανόμενη Είναι ορθό ο κινητοποιών το σύστημα της ποινικής δικαιοσύνης να καταβάλει υπέρ του Δημοσίου ένα συμβολικό ποσό γι αυτό, τέτοιο όμως ποσό που να μην αναιρείται η πρόσβαση στη δικαιοσύνη του παθόντος πολίτη». Ενόψει αυτών, η επίδικη ρύθμιση υπαγορεύθηκε, κατά την εκφρασμένη περί αυτού βούληση του νομοθέτη, από λόγους που συνάπτονται με τη λειτουργία των δικαστηρίων και ανάγονται στην ανάγκη

αποτελεσματικής απονομής της και, ειδικότερα, στην αντιμετώπιση της βραδύτητας που συνεπάγεται στην απονομή της η υποβολή, λόγω δικομανίας, πολύ μεγάλου όγκου αστήρικτων και προπετών μηνύσεων. Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ, η υποχρέωση καταβολής δικαστικών τελών δεν μπορεί να θεωρηθεί ως περιορισμός του δικαιώματος προσβάσεως σε δικαστήριο ασυμβίβαστος per se με το άρθρο 6 1 της ΕΣΔΑ, παρά μόνο εάν κριθεί ότι δεν αποβλέπει σε θεμιτό σκοπό και ότι δεν τηρείται εύλογη σχέση αναλογικότητας μεταξύ του συγκεκριμένου μέσου και του προς επίτευξη θεμιτού σκοπού, μεταξύ δε άλλων έχει κριθεί ως θεμιτός σκοπός η αποφυγή υπερφόρτωσης των δικαστηρίων με καταχρηστικά ή όλως αβάσιμα ένδικα βοηθήματα, όπως και η είσπραξη ευλόγων τελών για την εξέταση των ασκούμενων ενδίκων βοηθημάτων (βλ. αποφάσεις ΕΔΔΑ της 10.5.2009 ΑΝΑΚΟΜΒΑ ΥULA κατά Βελγίου, της 7.2.2008 ΒΕΙΑΝ κατά Ρουμανίας, της 12.6.2007 ΒΑΚΑΝ κατά Τουρκίας). Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη πράξη τα επίδικα δαπανήματα αυξήθηκαν μεν σημαντικά εν σχέσει προς τα προηγούμενα, αντίστοιχα, ποσά του άρθρου 34 του ν. 3346/2005, εκείνα, πάντως, ήταν ιδιαίτερα χαμηλά προς επίτευξη του ανωτέρω σκοπού του νομοθέτη (10 ευρώ), όπως επιβεβαιώνεται και από τα αναφερόμενα στην δεύτερη από τις ανωτέρω αιτιολογικές εκθέσεις περί του ότι το παράβολο μηνύσεως δεν ανέκοψε τον μεγάλο τους αριθμό. Εξ άλλου, η αύξηση τούτου στο ποσό των 100 ευρώ, που εισήχθη με την επίδικη ρύθμιση προς αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση του φαινομένου αυτού, είναι μεν μεγάλη, όχι όμως, τέτοιου ύψους ώστε να παρεμποδίζει ουσιωδώς, και μάλιστα κατά τρόπο ασυμβίβαστο προς τις συνταγματικές διατάξεις περί ισότητας, το δικαίωμα δικαστικής ακροάσεως, ενόψει του ότι για τον μέσο πολίτη, η υποβολή μήνυσης δεν αποτελεί κατά κοινή πείρα ιδιαίτερα συχνή πρακτική. Συνεπώς, και ανεξαρτήτως του κατά πόσο η υποβολή μηνύσεως εκ μέρους προσώπου άλλου εκείνου που αδικήθηκε εμπίπτει στο συνταγματικά προστατευόμενο δικαίωμα δικαστικής προστασίας, εν πάση περιπτώσει, δεν υπερβαίνει το όριο, που πρέπει να τηρείται εν όψει της επιβαλλόμενης αναλογίας μεταξύ του εν λόγω δικαιώματος και του επιδιωκόμενου, θεμιτά, από το νομοθέτη σκοπού να θέσει φραγμό σε όσους, με άσκοπες και επιπόλαιες καταγγελίες ή μηνύσεις για ασήμαντες αφορμές, απασχολούν υπέρμετρα την ποινικής δικαιοσύνη σε βάρος των σοβαρών υποθέσεων, με τις οποίες αυτή δεν μπορεί, λόγω της συσσώρευσης των μηνύσεων, να ασχοληθεί κατά τρόπο ταχύ και αποτελεσματικό. Προς τούτο, δεν αρκούν, όπως ισχυρίζονται οι αιτούντες, οι διατάξεις του άρθρου 585 του ΚΠΔ, που προβλέπουν την επιβολή των δικαστικών εξόδων σε βάρος εκείνων που υποβάλλουν ψευδείς μηνύσεις ή εγκλήσεις, αφού και στην περίπτωση αυτή τα αρμόδια όργανα (εισαγγελείς και ανακριτικοί υπάλληλοι) καλούνται, πάντως, να αποφανθούν σχετικά μετά την ανάλωση πολυτίμου χρόνου προς έρευνα και μελέτη τούτων. Τέλος, το απαράδεκτο της μηνύσεως λόγω μη κατάθεσης του σχετικού παραβόλου δεν κωλύει τελικώς την άσκηση ποινικής διώξεως κατά του καταγγελομένου ως δράστη αυτεπαγγέλτως διωκομένων εγκλημάτων, διότι η απαράδεκτη μήνυση ισχύει ως είδηση προς τον εισαγγελέα, ο οποίος υποχρεούται να κινηθεί αυτεπαγγέλτως. Με τα δεδομένα αυτά, εν όψει και του ότι το ένδικο παράβολο μηνύσεως αποδίδεται, κατά τα προεκτεθέντα, στον μηνυτή σε περίπτωση καταδίκης του μηνυομένου, η επίδικη ρύθμιση της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν συνιστά υπέρμετρο περιορισμό του δικαιώματος πρόσβασης στο δικαστήριο μη ανεκτό συνταγματικά, ούτε θίγει τον πυρήνα του δικαιώματος δικαστικής προστασίας των οικονομικά ασθενέστερων πολιτών, η δε επίμαχη ρύθμιση δεν παρίσταται, ούτε ως μέτρο δυσανάλογο σε σχέση με τους επιδιωκόμενους από τον νόμο σκοπούς δημοσίου συμφέροντος (πρβλ. ΣτΕ 601, 1619/2012 Ολ.). Εξ άλλου, σε σχέση με το τέλος πολιτικής αγωγής, η ειδική διάταξη του άρθρου 9 του ν. 3226/2004 (Α 24) προβλέπει την παροχή νομικής βοήθειας σε υποθέσεις αστικού και εμπορικού χαρακτήρα. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι λόγοι ακυρώσεως με τους οποίους προβάλλεται ότι η επίδικη αύξηση των επίμαχων δαπανημάτων, αδιακρίτως εισοδήματος και φοροδοτικής ικανότητας, όσων επιθυμούν να υποβάλλουν μήνυση, παραβιάζει τα άρθρα 4 1 και 5

(αρχή ισότητας) και 25 1 (αρχή αναλογικότητας), καθώς και τα άρθρα 20 1 του Συντάγματος, 6 1 της ΕΣΔΑ, που κατοχυρώνουν το δικαίωμα παροχής εννόμου προστασίας, 13 και 14 της ΕΣΔΑ (που διασφαλίζουν, αντιστοίχως, το δικαίωμα αποτελεσματικής πραγματικής προσφυγής ενώπιον εθνικής αρχής και την απόλαυση σε όλους αδιακρίτως, ανεξαρτήτως περιουσίας, των δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζει η Σύμβαση) και το άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που κατοχυρώνει την αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας.