Η δύναµη του δάσους ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 6 οουυ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΒΟΛΟΥ (ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΥΛΑΚΩΝ)
Μ ια φορά και ένα καιρό σε ένα µικρό χωριό κάπου στην Αλβανία ήταν ένας άρχοντας που ζούσε µε τους τρεις του γιους µιας και η γυναίκα του είχε πεθάνει πολλά χρόνια πριν. Είχε ένα πανέµορφο σπίτι στο κέντρο του χωριού, δίπλα στην πλατεία. Όλοι τον ζήλευαν και ήθελαν να έχουν την τύχη του και να ζουν µία άνετη ζωή όπως αυτός. Όµως, παρόλο που όλα φαινόταν καλά, στην πραγµατικότητα ο άρχοντας του χωριού δεν ήταν καθόλου αγαπητός στους συντοπίτες του. Ο λόγος ήταν ένας και σηµαντικός: δεν άφηνε κανένα να πάρει ξύλα από το δάσος του ούτε και το καθαρίζουν. 2
Ήταν πολύ σκληρός και φώναζε σε κάθε ευκαιρία ακόµη και τα παιδιά του. Έτσι και αυτά ήταν θυµωµένα και έφτασαν σε σηµείο να µην του µιλάνε και έφυγαν από το σπίτι. Μια µέρα λοιπόν, που αποφάσισε να πάει στο µαγαζί του χωριού για να ψωνίσει, µόλις τον είδε ο µαγαζάτορας άρχισε να τον φωνάζει: - Τι θέλεις, γέρο; - ώσε µου τα πράγµατα που σου παρήγγειλα, και λίγα τα λόγια σου. - Πάρε αυτά και να µην ξανά ρθεις. Ακούς εκεί, µας άφησες χωρίς ξύλα και αυτό το χειµώνα. Ξέρεις πόσοι πάγωσαν φέτος; - Εγώ ξέρω, ότι το δάσος πρέπει να το προσέχεις και να το σέβεσαι και κάποια µέρα θα µε θυµηθείς. Αν κάψεις τα ξύλα για ένα χειµώνα τι θα κάνεις µετά; - Καλά, έτσι να λες. Κατάφερες να κάνεις όλους τους χωριανούς εχθρούς. Τρέχανε όλο το χειµώνα δύο ώρες µακριά, 3
για να φέρουν ξύλα και τα πλήρωσαν µια περιουσία. -Μια µέρα θα µε θυµηθείτε. Φεύγω και εύχοµαι να µην έρθετε στην ανάγκη µου. Με αργά βήµατα κατηφόρισε στο µονοπάτι και µπήκε στο σπίτι του θυµωµένος. Ήταν ακόµη άνοιξη αλλά αυτός σκεφτόταν ότι, για ακόµη ένα ολόκληρο χειµώνα θα τον φώναζαν και θα τον καταριόντουσαν, που δεν άφηνε να πάνε να κόψουν το δάσος. Όµως, πιο πολύ τον πονούσε, που τα ίδια τα παιδιά, του έκοψαν ακόµη και την καληµέρα και προτίµησαν να φύγουν από το σπίτι και να ζήσουν µακριά του. Αλλά ήταν τόσο περήφανος, που δεν άνοιξε το στόµα του να πει τίποτε πουθενά. Και όταν ένας από τους εργάτες τόλµησε να τον ρωτήσει, τι κάνουν τα παιδιά του, του ήρθε να τον χτυπήσει αλλά κρατήθηκε, γιατί δεν ήθελε να δείξει πόσο τον πονούσε η φυγή τους. -Άµυαλοι και επιπόλαιοι που είναι όλοι τους. 4
Ξεχνούν το πιο απλό: δίπλα τους έχουν το πιο πολύτιµο πράγµα του κόσµου, το δάσος, εκεί κάνουν τις βόλτες τους, εκεί παίζουν τα παιδιά τους, παίρνουν καθαρό αέρα και χωρίς να το καταλαβαίνουν κερδίζουν την υγεία τους. Ας είναι, µπορούν να φωνάζουν όσο θέλουν εγώ θα κάνω αυτό που νοµίζω σωστό Μονολόγησε ο άρχοντας και µε αργά βήµατα πήγε στο σπίτι του. Το καλοκαίρι πέρασε ήρεµα, είχε πολλή ζέστη και όλοι ανυποµονούσαν να έρθει το φθινόπωρο, για να βρέξει και να έχουν νερό το χειµώνα. εν ξεχνούσαν βέβαια, ότι για ακόµη µια φορά θα τραβούσαν ένα σωρό µαρτύρια το χειµώνα και το κρύο θα ήταν τσουχτερό. Μαζεύτηκαν λοιπόν µια µέρα, όλοι οι άντρες του χωριού και άρχισαν να συζητούν για το πρόβληµα των ξύλων Ήταν όλοι στεναχωρηµένοι και κανείς δεν τολµούσε να ξεκινήσει τη συζήτηση. Και εκεί που όλοι ήταν µουδιασµένοι, ο γεροντότερος πήρε το λόγο: 5
-Τα πράγµατα είναι δύσκολα, ο χειµώνας θα είναι βαρύς και για ακόµη µια φορά πρέπει, να πέσουµε στα χέρια του άρχοντα, είπε µε καηµό. -Όχι, δεν πρέπει να συνεχιστεί αυτό. Θα πάµε και µε το ζόρι θα τα πάρουµε, απάντησε ένας χωρικός. -Μη µιλάτε έτσι παιδιά, γιατί πρέπει να σεβόµαστε τους άλλους και τη γνώµη τους, απάντησε ο γεροντότερος. - Τι λες, του απάντησαν. Θα πάµε σπίτι του και θα γίνει φασαρία µεγάλη. εν αντέχουµε άλλο. Και όσο µιλούσαν απ έξω άρχισε να βρέχει και να ρίχνει βροντές και αστραπές. -Άντε παιδιά πάµε σιγά σιγά γιατί από ό,τι φαίνεται η βροχή θα είναι δυνατή και θα κρατήσει ώρα. Πραγµατικά η βροχή ξεκίνησε µε ορµή και όλοι έτρεξαν για να µη βραχούν, αλλά τελικά δεν τα κατάφεραν. Οι περισσότεροι ήταν µούσκεµα µέχρι το κόκαλο, όταν µπήκαν στο σπίτι τους. 6
Η σκέψη για το χειµώνα, ήταν πιο πολύ τώρα στο µυαλό τους. Καθώς περνούσαν οι ώρες η βροχή δυνάµωνε και δεν έλεγε να σταµατήσει. Οι δρόµοι είχαν αρχίσει να γίνονται ρυάκια και λάσπη κατέβαινε από το βουνό. Το ποτάµι φούσκωνε και βούιζε. Οι οικογένειες που ζούσαν κοντά, άρχισαν να ανησυχούν. Έβλεπαν ότι τα πράγµατα δυσκόλευαν, αλλά δεν µπορούσαν να κάνουν τίποτε. Τα ξηµερώµατα, µια µεγάλη βουή ακούστηκε από άκρη σε άκρη στο χωριό και ένα ορµητικό κύµα νερού παρέσυρε τα πάντα στο διάβα του. Το χειρότερο ήταν, ότι η µοναδική γέφυρα του χωριού που εξυπηρετούσε όλους τους χωριανούς αλλά και ξένους αφού έτριξε µια δυο φορές, κόπηκε στα δυο και το νερό την κατάστρεψε εντελώς. Σαν να ήταν συνεννοηµένοι πετάχτηκαν από τα σπίτια τους και στάθηκαν ανήµποροι µπροστά στην καταστροφική δύναµη της φύσης. Τους τριγύριζαν χίλιες σκέψεις. Τι θα κάνουν τώρα; 7
Πως θα συνεχίσουν; Το ποτάµι ήταν ο συνδετικός κρίκος των δύο πλευρών του χωριού και ξαφνικά δεν µπορούσε κανείς να πάει από τη µία µεριά στην άλλη. Από την άκρη του δρόµου ακούστηκε µία φωνή. εν είχαν δει ότι ο άρχοντας στεκόταν στην άκρη του δρόµου και ξαφνιάστηκαν όταν τον άκουσαν να φωνάζει. -Παιδιά τι κάθεστε, ελάτε γρήγορα. -Τι φωνάζει αυτός ο γέρος ; τι θέλει; -Μάλλον θα τρελάθηκε. -Καλά θα το ξαναπώ; ελάτε και δεν θα χάσετε. -Πήγαινε φίλε εσύ έλεγε ο ένας στον άλλο και κανένας δεν ξεκινούσε. -Τελικά κάποιος που είχε βαρεθεί να τον ακούει πήγε κοντά του και τον ρώτησε τι ήθελε. Μόλις τον άκουσε έτρεξε γρήγορα να φωνάξει και τους άλλους. - Παιδιά, ο άρχοντας αποφάσισε να µας βοηθήσει. 8
-Αφήστε τα αυτά και πάµε γιατί έχουµε πολλή δουλειά. Πρέπει να κόψουµε ξύλα και να κάνουµε τη γέφυρα. -Τι είπες ; φώναξαν όλοι µε µια φωνή. - Αυτός δεν ήθελε να µας δει και τώρα θα µας δώσει ξύλα; -Ναι θα σας δώσω, γιατί τώρα ήρθε η ώρα. Τώρα, έχετε πραγµατική ανάγκη, για να φτιάξετε µια καινούρια γέφυρα και το χωριό να ξαναγίνει όπως ήταν. Μουδιασµένοι οι περισσότεροι κοιτάχτηκαν µεταξύ τους. Κανείς δεν αποφάσιζε να κάνει το πρώτο βήµα, ώσπου ένας µικρούλης έπιασε από το χέρι τον άρχοντα και του είπε: -Πάµε παππού να φτιάξουµε τη γέφυρα γιατί το σπίτι µου είναι από την άλλη µεριά και θέλω να πάω να ξεκουραστώ. Σαν να ξύπνησαν και οι άλλοι ακολούθησαν τον µικρό και σιγά-σιγά άρχισαν τη δουλειά. 9
Μέχρι το βράδυ είχαν κόψει τους κορµούς, τους είχαν ετοιµάσει και η γέφυρα όπως φαινόταν, µέσα σε δύο µέρες θα ήταν έτοιµη. Και έτσι όπως ήταν µαζεµένοι για να φύγουν, τους πλησίασε ο άρχοντας µε καλή διάθεση και τους λέει: - Είδατε που σας έλεγα. Ήρθε η ώρα να χρησιµοποιήσουµε το δάσος. Σκέφτεστε να το είχαµε κόψει όλα αυτά τα χρόνια για ξύλα; Τώρα δεν θα είχαµε τίποτε και θα περιµέναµε βοήθεια από µακριά για να κάνουµε τη γέφυρα. εν µίλησε κανείς. Έσκυψαν τα κεφάλια τους ψιθύρισαν ένα γεια και άρχισαν να φεύγουν, ενώ οι τρεις γιοι του κοντοστάθηκαν και ο µεγαλύτερος είπε: -Άντε, πατέρα ας πάµε σπίτι, αν θες βέβαια. -Πάµε παιδιά, είπε εκείνος. Αγκαλιάστηκαν και προχώρησαν προς το σπίτι τους ξεχνώντας όλα τα προηγούµενα. τέλος Μιια ιιδέα των µαθητών του Γυµνασίίου Φυλακών Βόλου (ΕΚΚΝ) εµπνευσµένη από την παράδοση της χώρας τους, της Αλβανίίας. Οιι ζωγραφιιές είίναιι φτιιαγµένες από τον µαθητή Λουφτάρ. Στην ηχογράφηση συµµετείίχαν οιι Μαριιγκλέν, Φεστίίµ, Σουκερίί, Εντρίίτ, Εράλντ, Μάρκ. Συντονιιστής: Άγγελος Μιιχόπουλος /ντής Επιιµέλειια, ηλεκτρονιική επεξεργασίία: Αναστασίία Χατζηπλή, Φιιλόλογος 10
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 6 οουυ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΒΟΛΟΥ (ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΥΛΑΚΩΝ) 11