ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ Γ ΤΑΞΗ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΑΙ ΕΠΑΛ (ΟΜΑΔΑ Β ) ΚΥΡΙΑΚΗ 26/ 04 / 2015 - ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΣΥΝΟΛΟ ΣΕΛΙΔΩΝ: ΕΝΤΕΚΑ (11) ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Α. Από το κείμενο που σας δίνεται να μεταφράσετε τα αποσπάσματα: «Ἡμέτερον δὴ ἔργον ὃ νῦν ἐπιτρέπεται» και «Ἐπελάθου, ἦν δ ἐγώ ἐπὶ τὸν σύνδεσμον τῆς πόλεως». «Δικό μας λοιπόν έργο, είπα εγώ, των ιδρυτών της πόλης(είναι) να αναγκάσουμε τα πιο ξεχωριστά πνεύματα να επιδοθούν στο μάθημα το οποίο προηγουμένως λέγαμε ότι είναι το σπουδαιότερο, να δουν δηλαδή το αγαθό και να ανεβούν εκείνη την ανηφορική οδό, και αφού ανεβούν και το δουν αρκετά, να μην επιτρέπουμε σ αυτούς αυτό που τώρα (τους) επιτρέπεται». «Ξέχασες πάλι, φίλε μου, είπα εγώ ότι ο νόμος δεν ενδιαφέρεται γι αυτό, πώς δηλαδή μια μόνο κοινωνική ομάδα μέσα στην πόλη θα ευδαιμονήσει υπερβολικά, αλλά πώς θα κατορθώσει να δημιουργηθεί αυτό σε ολόκληρη την πόλη, ενώνοντας αρμονικά τους πολίτες και με την πειθώ και με τη βία, κάνοντάς τους να μοιράζουν μεταξύ τους την ωφέλεια την οποία ο καθένας απ αυτούς θα είχε τη δυνατότητα να προσφέρει στο σύνολο και δημιουργώντας ο ίδιος τέτοιους άνδρες στην πόλη, όχι για να τους αφήσει να στραφεί όπου θέλει ο καθένας, αλλά για να κάνει πλήρη χρήση αυτών ο ίδιος για το δεσμό που ενώνει την πόλη». Β1. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα οι φιλόσοφοι βασιλείς είναι προσωπικότητες που διαθέτουν διοικητικές ικανότητες και αδαμάντινο χαρακτήρα. Γι αυτό και χαρακτηρίζονται ως «βέλτισται φύσεις» όταν γνωρίσουν το «ἀγαθόν». Αφού αναλύσετε το περιεχόμενο των πλατωνικών φράσεων «βελτίστας φύσεις» και «ἀγαθόν», να αναφέρετε με ποιους τρόπους, σύμφωνα με το Σωκράτη, μπορεί να αντιμετωπιστεί το ζήτημα της ορθής διακυβέρνησης μιας ιδεώδους πολιτείας. Η απάντησή σας να βασιστεί σε χωρία του παραπάνω κειμένου. ΤΕΛΟΣ 1ΗΣ ΑΠΟ 11 ΣΕΛΙΔΕΣ
ΑΡΧΗ 2ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ Ο Σωκράτης συνεχίζοντας τη φιλοσοφική του συζήτηση με τον Γλαύκωνα αναζητά τρόπους για την άσκηση της εξουσίας στην ιδανική πολιτεία. Καταλήγει ότι οι «οἰκιστές», οι θεμελιωτές μιας ιδανικής πόλης, είναι αυτοί που θα πραγματώσουν το όραμά τους, που είναι η ίδρυση μιας ιδεώδους πολιτείας. Ο Σωκράτης λοιπόν και οι συνομιλητές του ως θεμελιωτές της ιδεώδους πολιτείας, δε μπορεί να είναι αδιάφοροι φιλόσοφοι που μένουν απλώς και αυτοί μακάριοι στην ενόραση του αγαθού. Έργο τους είναι να εξαναγκάσουν τους φιλοσόφους, αυτούς που έγιναν κοινωνοί της γνώσης, να βγουν από την απομόνωσή τους, να μη μένουν προσκολλημένοι στις υψιπετείς περιπλανήσεις τους («μὴ ἐπιτρέπειν αὐτοῖς ὃ νῦν ἐπιτρέπεται»). Με τον όρο «φύσις» αρχικά εννοείται αυτό που ο άνθρωπος δεν μπορεί να κατασκευάσει ο ίδιος, αλλά το βρίσκει να προϋπάρχει. Μπορεί βέβαια με την τέχνη να το συμπληρώσει, αλλά δεν είναι σε θέση να το αλλάξει ουσιαστικά. Η φύσις ορίζεται από τον Πλάτωνα ως ο ίδιος ο άνθρωπος ως φυσική ύπαρξη. Το σύνολο δηλαδή των γενικών χαρακτηριστικών ενός ανθρώπου (χαρίσματα, ιδιότητες, διαθέσεις, τάσεις κ.λ.π.). Όλα αυτά τα φυσικά προτερήματα αναπτύσσονται και καλλιεργούνται με τη σωστή παιδεία. Οι φυσικές αυτές καταβολές, σύμφωνα με τον Πλάτωνα, διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο για την εκλογή του άριστου βίου, αφού προηγουμένως αξιοποιηθούν κατάλληλα. Οι βέλτισται φύσεις είναι οι άνθρωποι οι προικισμένοι με εξαιρετικό νου και ικανότητες, που απελευθερώνονται από τις άλογες διαθέσεις της ψυχής και ως φιλόσοφοι φτάνουν στην ενόραση του αγαθού. Ο Πλάτων πιστεύει ότι δεν διαθέτουν όλοι οι άνθρωποι από τη φύση τις ίδιες πνευματικές ικανότητες και ψυχικές δυνάμεις και συνεπώς τα αποτελέσματα της παιδείας θα είναι ανάλογα των φυσικών προδιαθέσεων του ανθρώπου (όπως για παράδειγμα αυτοί που ανήκουν στην τάξη των δημιουργών, ο συνδυασμός φύσης και παιδείας τους κατέταξε στην τάξη αυτή). Συνεπώς, δεν μπορούν να δουν όλοι οι άνθρωποι το αγαθό. Επιπλέον η πορεία των βελτίστων φύσεων προς τη θέαση της Ιδέας του αγαθού επιβάλλεται ως εξαναγκασμός (ἀναγκάσαι) στην ιδανική πολιτεία, συνιστά δηλαδή απόλυτη αναγκαιότητα, αναγκαία συνθήκη του ιδεώδους πολιτεύματος. Σύμφωνα με την άποψη του Δημόκριτου «ἡ φύσις καὶ ἡ διδαχὴ παραπλήσιόν ἐστι. Καὶ γάρ ἡ διδαχὴ μεταρυσμοῖ τὸν ἄνθρωπον, μεταρυσμοῦσα δὲ φυσιοποιεὶ», υποστηρίζεται η εξανθρωπιστική λειτουργία της παιδείας, ότι δηλαδή με τη διδαχή και με την παιδεία, ο άνθρωπος διαπλάθεται ως προς τη φύση του. To «ἀγαθόν» κατέχει κυρίαρχη θέση στο όλο φιλοσοφικό οικοδόμημα του Πλάτωνα. Πάντως δε δίνει σε κανένα σημείο σαφή ορισμό του αγαθού. Γι αυτό, ήδη από την αρχαιότητα, είχε δημιουργηθεί σύγχυση και απορία για το πώς αντιλαμβανόταν ο ίδιος ο φιλόσοφος την έννοια αυτή. Ἀγαθὸν πάντως είναι: α) το «εἶναι» και ό,τι το διατηρεί, β) η τάξη, ο κόσμος και η ενότητα που διαπερνά και συνέχει την πολλαπλότητα, γ) ό,τι παρέχει την αλήθεια και την επιστήμη. Η έκφραση «αὐτὸ τὸ ἀγαθὸν» φαίνεται να δηλώνει την ύψιστη αρχή και την πηγή του όντος και της γνώσης. Πάντως, η παροιμιακή φράση «Πλάτωνος ἀγαθόν» χρησιμοποιείται για να δηλώσει κάτι σκοτεινό και ασαφές. ΤΕΛΟΣ 2ΗΣ ΑΠΟ 11 ΣΕΛΙΔΕΣ
ΑΡΧΗ 3ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ Ο φιλόσοφος που θα επιλεγεί ύστερα από σκληρές δοκιμασίες από την τάξη των φυλάκων, ξεφεύγοντας από τους κινδύνους της αλλοτρίωσης, δεν αρκείται στην ορθή γνώμη, αλλά θέλει να δει την αλήθεια. Για να πετύχει την τελείωση αυτών των αρετών χρειάζεται πέρα από τα άλλα μαθήματα να φτάσει στο «μέγιστον μάθημα της ιδέας του αγαθού». Αυτό το μάθημα θα τον βοηθήσει να ισορροπήσει στο ορθό μέτρο τα ισχυρά χαρίσματά του, που υπόκεινται σε εκτροπή και ανισορροπία. Το αγαθό είναι που μπορεί να θεμελιώσει την κατανόηση και την ύπαρξη όλων των άλλων. Γιατί τίποτα δεν αξίζει, αν δεν είναι αγαθό. Είναι αυτό που επιδιώκει κάθε ψυχή και για χάρη του πράττει όσα πράττει. Ωστόσο, ο Πλάτων αισθάνεται ένα δέος μπροστά στην ιδέα του αγαθού και θεωρεί ότι υπερβαίνει τις δυνάμεις του η οποιαδήποτε προσπάθεια να το ορίσει. Η ιδέα του αγαθού είναι κάτι υπερβατικό και άρρητον, όπως θα δηλώσει στην «έβδομη επιστολή του». Μιλάει όμως γι αυτό με μια εικόνα: αντί για το αγαθό ας κοιτάξουμε το βλαστάρι του, τον ήλιο. Στον αισθητό κόσμο τα ορατά πράγματα τα βλέπουμε με την όρασή μας. Για να τα δούμε όμως χρειαζόμαστε όχι μόνο το μάτι και το αντικείμενο που είναι ορατό, αλλά και κάτι τρίτο, το φως. Αν δεν υπάρχει όμως ο ήλιος, δεν θα υπήρχε το φως και μαζί μ αυτό ούτε η όραση, ούτε το μάτι. Έτσι λοιπόν και στο νοητό κόσμο των ιδεών είναι η ιδέα του αγαθού που δίνει στην ψυχή τη νόηση και καθιστά τις ιδέες νοητές. Κι όπως ο ήλιος δίνει στην όραση το φως, έτσι και η ιδέα του αγαθού κάνει να λάμπει στη νόησή μας η αλήθεια. Επίσης, όπως ο ήλιος δεν είναι μόνο η αιτία της όρασης ώστε το μάτι να βλέπει και τα αισθητά να βλέπονται, αλλά είναι και η αιτία της γένεσης και της συντήρησης των αισθητών πραγμάτων, έτσι και η ιδέα του αγαθού είναι η αιτία της ύπαρξης των νοητών όντων, των ιδεών, γι αυτό και βρίσκεται πέρα και πάνω απ αυτές. Ο Πλάτωνας υποστηρίζει μια νοησιαρχική ηθική, δηλαδή η γνώση της αλήθειας δεν μπορεί παρά να οδηγεί κατά αναγκαιότητα σε ηθική πράξη, στην πραγμάτωση του αγαθού. Αποτελεί το αποκορύφωμα της παιδευτικής διαδικασίας που πρέπει να ακολουθήσει κάποιος για να αποκτήσει τα γνωστικά εφόδια, ώστε επαρκώς να αντιμετωπίσει με σωφροσύνη οποιαδήποτε κατάσταση της δημόσιας ή της ιδιωτικής του ζωής (δεῖ ταύτην ἰδεῖν τόν μέλλοντα ἐμφρόνως πράξειν ἤ ἰδίᾳ ἤ δημοσίᾳ). Για να χαρακτηρίσει ο Πλάτων το αγαθόν και την πορεία για την προσέγγισή του χρησιμοποιεί τις ακόλουθες λέξεις: ἀφικέσθαι, μάθημα, μέγιστον, ἰδεῖν, ἀναβῆναι, ἀνάβασιν, ἀναβάντες, ἴδωσι. Οι λέξεις αυτές δηλώνουν ότι: α) είναι η μεγαλύτερη αξία (μέγιστον μάθημα), αφού αυτό πρέπει να κατακτήσουν όλοι οι άνθρωποι και κυρίως όσοι πρόκειται να αναλάβουν τη διοίκηση της πολιτείας. β) μπορεί ο άνθρωπος να το προσεγγίσει (ἀφικέσθαι, ἰδεῖν, ἴδωσι), όχι βέβαια με τις αισθήσεις, αλλά με την καθαρή νόηση. γ) είναι δύσκολη η κατάκτησή του (ἀναβῆναι, ἀνάβασιν, ἀναβάντες) και απαιτεί κόπο, επίπονη προσπάθεια και αγώνα. Πρόκειται για μια ανοδική πορεία, που οδηγεί στην ολοένα υψηλότερη γνώση και διάπλαση ήθους. Πολύ συχνά στον Πλάτωνα λέξεις που σημαίνουν το άνω και την ανάβαση χρησιμοποιούνται μεταφορικώς για την παιδεία και τα αγαθά που μπορεί να προσφέρει. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, η ευθύνη των πνευματικών ανθρώπων για την πρόοδο της κοινωνίας είναι βαρύτατη. Σ αυτούς έχει λάχει ο ιερός κλήρος. Αν είναι φορείς της ΤΕΛΟΣ 3ΗΣ ΑΠΟ 11 ΣΕΛΙΔΕΣ
ΑΡΧΗ 4ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ γνώσης θα είναι ένοχοι εσχάτης προδοσίας αν δε χρησιμοποιήσουν το όπλο τους αυτό για τη διαφώτιση της κοινωνίας. Ο φωτισμένος άνθρωπος δε στοχάζεται μόνο για τον εαυτό του, αλλά νοιάζεται και για τους άλλους. Και κάτι περισσότερο: εργάζεται και δρα για τους άλλους. «Ό,τι δε δρα, δεν υπάρχει» έλεγε ο Λάιμπνιτς. Κι αν μείνουν αμέτοχοι, δεν θα είναι απράγμονες αλλά αχρείοι, αναφέρει ο Θουκυδίδης. Αυτή η επαφή τους με την ίδια τη ζωή, η ανάληψη αξιωμάτων μέσα στην κοινωνία θα τους δοκιμάσει. Θα αποκτήσουν εμπειρίες και θα γευτούν την αληθινή ζωή μ όλες τις χαρές και τις λύπες της. Ο φιλόσοφος δε μπορεί ή δε δικαιούται να μένει μέσα στα στενά πλαίσια της πνευματικής του αποστολής. Έξω και πέρα απ αυτήν υπάρχει και η κοινωνική αποστολή. Δεν είναι μόνο ο παιδαγωγός, αλλά και ο φρουρός της κοινωνίας. Μόνον έτσι ολοκληρώνει το δρόμο της αρετής και αρτιώνει την ανθρώπινη υπόστασή του. Αυτό είναι το ήθος των φυλάκων. Ούτε το πνεύμα ξεχνούν, μα ούτε αφήνουν στην τύχη τους τους άμοιρους της γνώσης. Ένας αληθινός πνευματικός άνθρωπος, που έχει συνειδητοποιήσει το κοινωνικό του χρέος, δεν θα αρνηθεί την πρόσκληση που του απευθύνει η κοινωνία. Δεν έχει δικαίωμα να στερήσει την πολιτεία από τις πολύτιμες υπηρεσίες του. Αν συμβεί κάτι τέτοιο, τότε ανοίγει διάπλατα ο δρόμος για τους επιτήδειους και πονηρούς, που έχουν το πάθος της εξουσίας και όταν την κατακτήσουν και θα την κατακτήσουν χρησιμοποιώντας πλείστα όσα ύπουλα μέσα θα υπηρετήσουν αποκλειστικά και μόνο τις άνομες ορέξεις και τα ιδιοτελή συμφέροντά τους. Σύμφωνα λοιπόν με το Σωκράτη οι φύλακες έχουν ένα χρέος στην ιδανική του πολιτεία. Αυτοί, αφού θα έχουν περάσει από τα στάδια εκπαίδευσης (δηλαδή: μουσική και γυμναστική παιδεία μαθηματικές επιστήμες σπουδή της διαλεκτικής), οφείλουν (μετά τα 50 τους χρόνια) να κατέβουν στο σπήλαιο, δηλαδή στην πρακτική πολιτική, και να μεταδώσουν τις γνώσεις τους και την αρετή τους σε ολόκληρη την πόλη. Αφού, λοιπόν, θα έχουν μοιράσει τη ζωή τους μεταξύ της φιλοσοφίας και της άσκησης της εξουσίας και θα έχουν εκπαιδεύσει τους διαδόχους τους, θα είναι πια έτοιμοι να φύγουν από τη ζωή και να κατοικήσουν στα νησιά των μακαρίων. Β2. «Ἔπειτ, ἔφη, ἀδικήσομεν αὐτούς, ἐπιμελεῖσθαί τε καὶ φυλάττειν»: α)ποιες αντιρρήσεις εκφράζει ο Γλαύκωνας στον Σωκράτη στο παραπάνω απόσπασμα για τον εξαναγκασμό των φιλοσόφων; β) Τι απαντά ο φιλόσοφος στον Γλαύκωνα και με ποιους τρόπους πιστεύει ότι μπορεί να επιτευχθεί η βασική μέριμνα του νόμου στην ιδεώδη πολιτεία; Αφού καταγράψετε την επιχειρηματολογία τους, να διατυπώσετε τις κρίσεις σας για την εγκυρότητα και την πειστικότητά της. Μετά την ενόραση του νοητού κόσμου και τη βίωση της υπέρτατης πνευματικής εμπειρίας (θέαση του «Ἀγαθοῦ»), οι φιλόσοφοι θα κληθούν από τους ιδρυτές της ιδεατής πολιτείας να εγκαταλείψουν προσωρινά τις θεωρητικές ενασχολήσεις τους. Θα υποχρεωθούν, στην περίπτωση που δεν το επιθυμούν να επιστρέψουν στον υπόγειο και μισοσκότεινο κόσμο των πρώην συνδεσμωτών τους («παρ ἐκείνους τοὺς δεσμώτας»), ΤΕΛΟΣ 4ΗΣ ΑΠΟ 11 ΣΕΛΙΔΕΣ
ΑΡΧΗ 5ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ δηλαδή να συμμετάσχουν ενεργά στην κοινωνική και πολιτική ζωή, για να την αναμορφώσουν με τη χρηστή και πεφωτισμένη διοίκησή τους. Άλλωστε, ο Πλάτωνας θεωρούσε ως ικανή και αναγκαία προϋπόθεση για την ηθική και πολιτική αναμόρφωση μιας κοινωνίας τον πνευματικό φωτισμό των μελών της μέσα από μία γενναία εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Πάνω σε αυτή τη θέση του Σωκράτη, ο Γλαύκων διατυπώνει την ακόλουθη ένσταση: θεωρεί πως δεν είναι ηθικά ορθό να στερηθούν οι φιλόσοφοι την πνευματική και ψυχική απόλαυση που τους παρέχεται από τη βίωση μιας ανώτερης μορφής ζωής και να εξαναγκαστούν σε μία καταφανώς κατώτερη από εκείνη («χεῖρον ζῆν, δυνατὸν αὐτοῖς ὂν ἄμεινον»). Μια τέτοια απαίτηση συνιστά για τον ίδιο άδικη και ηθικά επιλήψιμη πράξη («ἀδικήσομεν αὐτούς»), που επιπροσθέτως αντιστρατεύεται τον τελικό σκοπό της συγκρότησης της ιδανικής πολιτείας, την κατάκτηση της ευδαιμονίας από το κάθε μέλος της. Kατά το Γλαύκωνα, η συγκεκριμένη απαίτηση του Σωκράτη αναιρεί τις αρχικές του εξαγγελίες για την οικοδόμηση μιας δίκαιης πολιτείας, που θα διασφαλίζει υψηλή ποιότητα ζωής σε όλους τους πολίτες. Στην ένσταση του Γλαύκωνα για τον εξαναγκασμό των φιλοσόφων ο Σωκράτης απαντά ξεκινώντας με το ρήμα ἐπελάθου, θέλοντας να θυμίσει στο συνομιλητή του ότι είχαν έρθει σε συμφωνία προηγουμένως για το συγκεκριμένο θέμα. Χρησιμοποιώντας μάλιστα μία προσωποποίηση του νόμου του εξηγεί για ποιους λόγους η ένστασή του σχετικά με το χρέος των πεπαιδευμένων δεν είναι ορθή. Αναφέρει λοιπόν πως πρωταρχικό μέλημα και επιδίωξη της ιδεατής πολιτείας είναι η προαγωγή και ευημερία ολόκληρου του κοινωνικού συνόλου. Σκοπός δεν είναι να γίνεται αντικείμενο προνομιακής μεταχείρισης μόνο μια συγκεκριμένη ομάδα, γιατί έτσι θα θεμελιωνόταν ένα καθεστώς αδικίας που θα ακύρωνε την αρχική αποστολή της πόλης που είναι η συνολική ευδαιμονία. Με τη συνδρομή του νόμου η Πολιτεία επιτυγχάνει την αρμονική σύζευξη, τη γαλήνια συμβίωση των πολιτών («συναρμόττων τοὺς πολίτας πειθοῖ τε καὶ ἀνάγκῃ»). Τα μέσα που μετέρχεται ο νόμος είναι τα κλασικά μέσα διαπαιδαγώγησης που ήδη από το σοφιστή Πρωταγόρα (ενότητα 7) έγιναν γνωστά: «πειθοῖ τε καὶ ἀνάγκῃ». Η συναινετική, δηλαδή, μέθοδος του διαλόγου, της πειθούς, της συμβουλής αλλά ενίοτε και η καταναγκαστική μέθοδος της βίας και του εξαναγκασμού εξασφαλίζουν την υπακοή στο νόμο και συνακόλουθα την εύρυθμη λειτουργία της Πολιτείας. Ο άριστος νομοθέτης ξέρει να συνδυάζει αυτές τις δύο μεθόδους και να πείθει για την ανάγκη της ουσιαστικής συμβίωσης των πολιτών. Κινούμενος στο ίδιο πλαίσιο επιδιώξεων ο νόμος επιβάλλεται να προσανατολίζεται στο κοινό όφελος, που συναποτελείται από το επιμέρους όφελος που προσφέρει κάθε ξεχωριστή ομάδα πολιτών βασιζόμενη στις ιδιαίτερες ικανότητες. Κάθε κοινωνικό λοιπόν σύνολο προσφέρει μια ξεχωριστή υπηρεσία που την απολαμβάνουν όλα τα μέλη της κοινωνίας αλλά και η κοινωνία έχοντας διαθέσιμα όλα τα αγαθά προσφέρει σε κάθε κοινωνική ομάδα όλα αυτά τα αγαθά που δεν τα παράγει η ίδια. Έτσι υπάρχει κλίμα συναίνεσης, συνεργασίας, αμοιβαίας προσφοράς και αλληλεγγύης και η αίσθηση αμοιβαίας ανάγκης ανάμεσα στους πολίτες δημιουργεί μια αρραγή κοινωνική συνοχή («ποιῶν μεταδιδόναι ὠφελεῖν»). Έτσι και πάλι διασφαλίζεται η συλλογική ευδαιμονία. ΤΕΛΟΣ 5ΗΣ ΑΠΟ 11 ΣΕΛΙΔΕΣ
ΑΡΧΗ 6ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ Εξάλλου, ο νόμος δεν επιτρέπει το ατομικό συμφέρον όταν αυτό δε συμβαδίζει με το συλλογικό και θεωρεί ότι κάθε πολίτης είναι ταγμένος στην κοινή ωφέλεια, οπότε σε αυτόν τον άξονα διοχετεύει την όποια δική του δεξιοτεχνία και ικανότητα («ἐμποιῶν τῆς πόλεως»). Ο άριστος νομοθέτης κατά τον Πλάτωνα συνδυάζει την πειθώ με τη βία. Η πειθώς βασίζεται στα λογικά επιχειρήματα και στο διάλογο, γι αυτό και απευθύνεται κυρίως στους πεπαιδευμένους πολίτες. Όσοι όμως δεν πείθονται με το λόγο, εκεί επιβάλλεται η βία, που ορίζεται από τον νόμο και δεν επιβάλλεται, αυταρχικά, από προσωπική αυθαιρεσία. Η μέθοδος αυτή απευθύνεται, κυρίως, στον «ἄπειρον παιδείας ὄχλον», αλλά και στους πεπαιδευμένους, που δεν έχουν συνετιστεί με την πειθώ, και στους άρχοντες, που είναι υποχρεωμένοι να ζουν με λιτότητα και ευσυνειδησία, ώστε να εκλείψει η διαφθορά από τον δημόσιο βίο. Στην «πολιτεία» ο καταναγκασμός είναι ανεπιθύμητος, αλλά αναπόφευκτος. Θα ήταν αυταπάτη να πιστεύουμε ότι μπορεί να υπάρξει οποιασδήποτε μορφής πολιτική εξουσία, χωρίς να στηρίζεται στην εμφανή ή μεθοδευμένη κρατική επιβολή. Στην πλατωνική μάλιστα αντίληψη η βία είναι κάτι κακό μόνο όταν ασκείται από ιδιώτη και όχι όταν ασκείται από τον φιλόσοφο άρχοντα της πολιτείας. Πρέπει να επισημανθεί ότι ο νόμος για τους στοχαστές του 5 ου αιώνα π.χ. είχε απεκδυθεί εντελώς της θεϊκής υπόστασής του. Είναι ένα ανθρώπινο δημιούργημα, προϊόν συναπόφασης και συναποδοχής των μελών μιας κοινωνίας, που γίνεται σεβαστός και αποδεκτός για όσο χρονικό διάστημα κρίνουν εκείνοι. Ο Σωκράτης λοιπόν συμπεραίνει ότι δε θα αδικούνται οι φιλόσοφοι, όταν εξαναγκάζονται να κυβερνούν, να αναλαμβάνουν την επίβλεψη και τη φρούρηση των πολιτών, καθώς θα αποσπώνται από τα προσωπικά τους ενδιαφέροντα και την ευδαιμονία τους, αφού στόχος είναι το συλλογικό συμφέρον. Έχουν καθήκον, εφόσον έχουν εκπαιδευτεί κατάλληλα γι αυτό, να θυσιάσουν την προσωπική τους ευτυχία και να προσφέρουν ό,τι είναι δυνατό για το καλό της πόλης. Εξετάζοντας την επιχειρηματολογία των δύο συνομιλητών θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε τα εξής: στην παραπάνω θέση του Γλαύκωνα είναι εμφανής ένας ατομικιστικός τρόπος σκέψης, ασύμβατος προς τις θεμελιώδεις αρχές της ιδεατής πολιτείας. Φαίνεται δηλαδή να εξετάζει τον τρόπο ζωής των φιλοσόφων στα πλαίσια της συγκεκριμένης κοινωνίας, ανεξάρτητα από τις συνθήκες διαβίωσης των υπόλοιπων μελών. Μια πολιτεία, όμως, δεν είναι ένα χαλαρό άθροισμα ανθρώπων, που απλώς συνυπάρχουν σε έναν κοινό τόπο και δρουν ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο. Αντίθετα, είναι ένα σύνολο οντοτήτων οι οποίοι συνεργάζονται προκειμένου να κατακτήσουν συλλογικά και όχι ατομικά το ύψιστο ανθρώπινο αγαθό, την ευδαιμονία. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να υπάρξει ατομική ευτυχία ανεξάρτητα από τη συλλογική ευπραγία. Γι αυτό και ο πολίτης δεν έχει μόνο δικαιώματα αλλά και υποχρεώσεις απέναντι στο κοινωνικό σύνολο, πράγμα που φαίνεται να λησμονεί ο Γλαύκων στο σημείο αυτό (ἐπελάθου). Άλλωστε σε προηγούμενη χρονική στιγμή, είχε τεθεί από τον άλλο συνομιλητή, τον Αδείμαντο το θέμα για τον τρόπο διαβίωσης των αρχόντων. Μετά από εκτενή πραγμάτευση είχαν καταλήξει ότι στόχος είναι η γενική ευημερία. Ο Γλαύκων είχε πει τότε «μέμνημαι», συμφωνώντας με τον Σωκράτη. ΤΕΛΟΣ 6ΗΣ ΑΠΟ 11 ΣΕΛΙΔΕΣ
ΑΡΧΗ 7ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ Ο Σωκράτης πάλι από την πλευρά του αντιμετωπίζει το δίκαιο από τη σκοπιά του συλλογικού συμφέροντος. Το συμπέρασμα οὐδ ἀδικήσομεν ἀλλὰ δίκαια πρὸς αὐτοὺς ἐροῦμεν, δεν είναι ακαταμάχητο και πειστικό, γιατί: α) Δεν απορρέει από λογική αναγκαιότητα: δεν μπορούμε να προβάλουμε ή να υιοθετήσουμε κάτι ως δίκαιο μόνο και μόνο επειδή αποβλέπει στο κοινό καλό, ενώ παράλληλα βλάπτει μια μερίδα πολιτών. Εξάλλου το αδύνατο αυτό σημείο του συλλογισμού το παρατήρησε πρώτος ο Αριστοτέλης (Πολιτικά 1264 b), γράφοντας ότι ενώ ο Σωκράτης αφαιρεί από τους φύλακες την ευδαιμονία, ισχυρίζεται ότι ο νομοθέτης οφείλει να κάνει ευτυχισμένη όλη την πόλη, πράγμα αδύνατο, αφού κάποιοι, λίγοι ή πολλοί δεν είναι ευτυχισμένοι. Μπορεί όμως να δικαιολογηθεί με την προϋπόθεση ότι η πολιτεία, δίνοντας στους φιλοσόφους όλα τα πνευματικά και ηθικά εφόδια, τους ανάδειξε για το έργο αυτό. β) Και άλλοι συγγραφείς έχουν εξαρτήσει την ατομική ευτυχία από την ευπραγία του συνόλου, όπως ο Θουκυδίδης και ο Μακρυγιάννης. Όμως, ενώ αυτοί διατυπώνουν σκέψεις που απορρέουν από την πραγματικότητα, στον Πλάτωνα υπεισέρχεται το δεοντολογικό στοιχείο της βίας του νόμου, που εξαναγκάζει μια ομάδα ή το άτομο να θυσιάσει την ευδαιμονία του για το κοινό καλό. Δεν πρέπει όμως εδώ να παραβλέψουμε το γεγονός ότι για τον Πλάτωνα ευδαιμονία δεν είναι η προσωπική ευτυχία στη ζωή, αλλά η συναίσθηση ότι με τις ενέργειές σου καθιστάς τους άλλους ευδαίμονες. Ο νόμος, λοιπόν, λειτουργεί ως απρόσωπος και ψυχρός άρχοντας, δρα αντικειμενικά, χωρίς να παρεκκλίνει από τον ορθό τρόπο διακυβέρνησης. Ρόλος του είναι να ρυθμίσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τις λειτουργίες του κράτους, ώστε να επιτευχθεί η αρμονική συμβίωση των πολιτών. Παρουσιάζεται, δηλαδή, ως ιδανικός ηγέτης της ιδανικής πολιτείας. γ) Κρίνοντας από τα μέσα που χρησιμοποιεί ο νόμος προκειμένου να επιβάλει την τάξη στους πολίτες συμπεραίνουμε πως δε συνάδει σ ένα δημοκρατικό πολίτευμα αλλά μάλλον σε αυταρχικό και ολοκληρωτικό καθεστώς. Η προτεραιότητα της πόλης έναντι του ατόμου, συνιστά μια ολοκληρωτική αρχή, επειδή ενδέχεται το κράτος να είναι ισχυρό, αλλά οι πολίτες του δυστυχείς. Πρέπει, βέβαια, να επισημάνουμε, για να διαφυλάξουμε το κύρος του φιλοσόφου, ότι οι προθέσεις του νόμου είναι αγαθές, αφού απώτερος στόχος του είναι η χρήση κάθε μέσου για την εξυπηρέτηση του κοινού συμφέροντος. Β3. Στο πρωτότυπο κείμενο ο Πλάτωνας υποστηρίζει ότι το ιδανικό πολίτευμα αποβλέπει στη συλλογική ευδαιμονία «νόμῳ οὐ τοῦτο μέλει, ὅπως ἕν τι γένος ἐν πόλει διαφερόντως εὖ πράξει, ἀλλ ἐν ὅλῃ τῇ πόλει τοῦτο μηχανᾶται εγγενέσθαι». Πού αποβλέπουν τα πολιτεύματα που ο Αριστοτέλης θεωρεί ορθά, στο μεταφρασμένο κείμενο που ακολουθεί, και ποια είναι αυτά; Μεταφρασμένο κείμενο (Αριστοτέλους, Πολιτικά, (Γ7,2-3) Όταν λοιπόν ο ένας ή οι λίγοι ή το πλήθος ολόκληρο ασκούν την εξουσία για την εξυπηρέτηση του κοινού συμφέροντος, αυτά τα πολιτεύματα δεν μπορεί παρά να είναι ορθά όταν, αντίθετα, η εξουσία ασκείται για την εξυπηρέτηση του ιδιαίτερου συμφέροντος είτε του ενός είτε των λίγων είτε του πλήθους, τα πολιτεύματα αυτά είναι παρεκκλίσεις και ΤΕΛΟΣ 7ΗΣ ΑΠΟ 11 ΣΕΛΙΔΕΣ
ΑΡΧΗ 8ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ διαστρεβλώσεις των ορθών. Γιατί ή το όνομα του πολίτη δεν πρέπει να δίνεται σε ανθρώπους που είναι κατά το πολίτευμα μέλη της πόλης (ενν. μια και δεν λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματά τους), ή (ενν. αν τους δίνεται το όνομα του πολίτη) πρέπει να έχουν το μερτικό τους στα πλεονεκτήματα που ανήκουν στα μέλη της πόλης. Συνηθίζουμε λοιπόν να ονομάζουμε: «βασιλεία» τη μοναρχία που αποβλέπει στο κοινό συμφέρον και «αριστοκρατία» το πολίτευμα στο οποίο τη διακυβέρνηση ασκούν λίγα (περισσότερα του ενός) άτομα (το όνομα οφείλεται είτε στο ότι κυβερνούν οι άριστοι είτε στο ότι ασκούν την εξουσία αποβλέποντας σε ό,τι είναι άριστο για την πόλη και για τα μέλη της) όταν, τέλος, κυβερνά ο λαός αποβλέποντας στο κοινό συμφέρον, αυτό το πολίτευμα (στα αρχαία ελληνικά: αυτή η πολιτεία) πήρε το όνομα «πολιτεία», μια λέξη που είναι κοινή για όλα τα πολιτεύματα (στα αρχαία ελληνικά: για όλες τις πολιτείες). Στο πρωτότυπο κείμενο ο Πλάτωνας παρουσιάζει την ιδεώδη πολιτεία, αυτή που βασίζεται στην αριστοκρατία του πνεύματος. Ο νόμος αυτής της πολιτείας, προσωποποιημένος, όπως συχνά συμβαίνει στα έργα του Πλάτωνα, έχει ως βασικό του μέλημα την ευδαιμονία του συνόλου των πολιτών και όχι μόνο της ανώτερης κοινωνικής τάξης (οὐ μὴν πρὸς τοῦτο βλέποντες τὴν πόλιν οἰκίζομεν, ὅπως ἔν τι ἡμῖν ἔθνος ἔσται διαφερόντως εὔδαιμον, ἀλλ ὅπως ὅτι μάλιστα ὅλη ἡ πόλις). Έτσι, η ιδεώδης πολιτεία ενσαρκώνει την θεμελιώδη αρετή της δικαιοσύνης, αρχή που διέπει το σύνολο του έργου της πολιτείας και αποτελεί το θέμα του φιλοσοφικού διαλόγου. Στο μεταφρασμένο απόσπασμα, ο Αριστοτέλης οδηγείται σε έναν διαχωρισμό των πολιτευμάτων σε ορθά και παρεκβάσεις με κριτήριο τις επιδιώξεις των εκάστοτε κυβερνώντων. Αν αυτοί ασκούν την εξουσία με γνώμονα την εξυπηρέτηση του κοινού συμφέροντος, το πολίτευμα θεωρείται ορθό. Αντίθετα, αν η εξουσία ασκείται για την εξυπηρέτηση του ιδιαίτερου συμφέροντος, του ενός, των λίγων ή του πλήθους, τα πολιτεύματα είναι παρεκκλίσεις των ορθών. Επομένως για τον Σταγειρίτη φιλόσοφο, το αριθμητικό ποσοτικό κριτήριο διαχωρισμού των πολιτευμάτων δεν είναι αυτό που τα κατατάσσει στα ορθά ή στις αντίστοιχες παρεκβάσεις. Το ποιοτικό κριτήριο διαχωρισμού των πολιτευμάτων είναι ουσιώδες για να χαρακτηριστούν αυτά ορθά ή παρεκκλίσεις των ορθών. Ορθά πολιτεύματα λοιπόν θεωρεί την βασιλεία, την αριστοκρατία και την πολιτεία. Στη βασιλεία ο ιδανικός μονάρχης αποβλέπει στο κοινό καλό, στην αριστοκρατία, οι άριστοι, που ορίζονται με βάση την παιδεία τους που είναι σύμφωνη με τον νόμο, αποβλέπουν στο άριστο για την πόλη και τους πολίτες και στην πολιτεία, ο λαός ασκεί την εξουσία αποσκοπώντας στο κοινό συμφέρον, εφόσον το τελευταίο αυτό ορθό πολίτευμα αποτελεί την ορθή εκδοχή της δημοκρατίας. Συμπερασματικά, ο Αριστοτέλης αναζητά το ιδανικό πολίτευμα εξετάζοντας τα υπάρχοντα πολιτεύματα της εποχής του. Ιδανικό πολίτευμα, ορθό κατά την πολιτική του θεωρία, είναι αυτό που ανταποκρίνεται στο ποιοτικό κριτήριο, αυτό που επιδιώκει την ευδαιμονία του συνόλου των πολιτών, ανεξάρτητα από τον αριθμό αυτών που ασκούν την ΤΕΛΟΣ 8ΗΣ ΑΠΟ 11 ΣΕΛΙΔΕΣ
ΑΡΧΗ 9ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ εξουσία, γι αυτό και το ορθό πολίτευμα δεν είναι ένα. Αντίθετα, ο Πλάτωνας ορίζει την ιδανική πολιτεία του ως άριστο πολίτευμα και σύμφωνα με αυτή ελέγχει και χαρακτηρίζει όλα τα άλλα πολιτεύματα φαύλα. Ιδανικό πολίτευμα είναι για τον Πλάτωνα αυτό που επιδιώκει και διασφαλίζει τη δικαιοσύνη σε ολόκληρη την πόλη. Στο πολίτευμα αυτό, όπως γνωρίζουμε, η εξουσία ασκείται από τους πεπαιδευμένους, οι οποίοι μέσω της παιδείας που έχουν λάβει έχουν φτάσει στη θέαση του αγαθού. Κοινή ωστόσο είναι η αντίληψη των δύο φιλοσόφων για την παιδεία, που την θεωρούν βασικό σκοπό της πολιτείας. Η πολιτεία μεριμνά για την ηθικοποίηση κατά τον Πλάτωνα και την αγωγή στην αρετή κατά τον Αριστοτέλη. Β4. α. Ποια νοσηρά φαινόμενα της αθηναϊκής πολιτικής ζωής προσάπτει στο δημοκρατικό πολίτευμα ο Πλάτων; Με ποιον τρόπο θεωρούσε ότι αυτά θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν ή να εξαλειφθούν; β. Ποιο είναι το περιεχόμενο της αλληγορίας του «μεθυσμένου καραβιού»; Σχολικό βιβλίο σελίδες 89-90: «Για μεγάλα διαστήματα η αθηναϊκή δημοκρατία δίνει η αλληγορία του σπηλαίου». Β5. Να δημιουργήσετε από μία ομόρριζη λέξη, απλή ή σύνθετη, στα αρχαία ελληνικά με τις παραγωγικές καταλήξεις που σας δίνονται: ἀπῳκίσθαι: -ία ἀφικέσθαι: -ις ἀναβῆναι: -ός εἶπον: -ωρ φυλάττειν: -ή ἀποικία ἄφιξις βωμός ῥήτωρ φυλακή ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Γ1. Να μεταφράσετε το κείμενο που σας δίνεται. Νομίζω όμως ότι αν κάποιοι αφού έρχονταν από άλλα μέρη γίνονταν θεατές της παρούσας κατάστασης, αυτοί θα καταλόγιζαν μεγάλη παραφροσύνη (τρέλα) και στους δύο εμάς (Αθηναίους και Σπαρτιάτες), οι οποίοι ριψοκινδυνεύουμε για τόσο ασήμαντα πράγματα, αν και είναι δυνατό να αποκτήσουμε άφοβα πολλά, και καταστρέφουμε τη δική ΤΕΛΟΣ 9ΗΣ ΑΠΟ 11 ΣΕΛΙΔΕΣ
ΑΡΧΗ 10ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ μας χώρα, αφού δείξαμε αδιαφορία να εκμεταλλευτούμε την Ασία. Και σ αυτόν βέβαια (ενν. το βασιλιά των Περσών) τίποτε δεν είναι πιο χρήσιμο από το να εξετάζει με ποιο τρόπο δε θα σταματήσουμε ποτέ να πολεμούμε μεταξύ μας εμείς όμως τόσο πολύ απέχουμε από το να προξενούμε κάποια ταραχή στις υποθέσεις του ή να προκαλούμε εμφύλιες διαμάχες, ώστε προσπαθούμε ακόμα και να τον βοηθήσουμε να καταστείλει τις αναταραχές που τυχαία του έχουν συμβεί, (εμείς) που επιτρέπουμε και από τα δύο στρατόπεδα που είναι στην Κύπρο αυτός να χρησιμοποιεί το ένα, και το άλλο να πολιορκεί, αν και τα δύο αυτά μαζί ανήκουν στην Ελλάδα. Γ2. Για καθεμιά από τις παρακάτω λέξεις του κειμένου να γράψετε τον τύπο που σας ζητείται: θεαταί: η κλητική ενικού αριθμού: (ὦ) θεατὰ πολλήν: ο συγκριτικός βαθμός του επιρρήματος: πλέον καταγνῶναι: το β ενικό πρόσωπο στην προστακτική του ίδιου χρόνου: κατάγνωθι οἵτινες: η γενική ενικού αριθμού στο ίδιο γένος: οὗτινος και ὅτου διαφθείρομεν: το γ ενικό πρόσωπο της ευκτικής παθητικού αορίστου β : διαφθαρείη σκοπεῖν: το απαρέμφατο του παρακειμένου στη μέση φωνή: ἐσκέφθαι ἀλλήλους: η αιτιατική πληθυντικού αριθμού στο ουδέτερο γένος: ἄλληλα τοσούτου: ο ίδιος τύπος στο θηλυκό γένος: τοσαύτης ἐῶμεν: το γ πληθυντικό πρόσωπο οριστικής παρατατικού: εἴων χρῆσθαι: το β πληθυντικό πρόσωπο υποτακτικής ενεστώτα: χρῆσθε Γ3.α) Να χαρακτηρίσετε συντακτικά τους παρακάτω όρους: ἐξὸν, κεκτῆσθαι, αὐτῶν, πρὸς ἀλλήλους, τῷ μὲν (το δεύτερο στο κείμενο). ἐξὸν: επιρρηματική εναντιωματική μετοχή, αιτιατική απόλυτη (προέρχεται από το απρόσωπο ρήμα ἔξεστι). Λειτουργεί ως επιρρηματικός προσδιορισμός της εναντίωσης στο ρήμα «κινδυνεύομεν». κεκτῆσθαι: τελικό απαρέμφατο ως υποκείμενο στη μετοχή «ἐξόν». αὐτῶν: γενική παραθετική στο «ἡμετέραν». ΤΕΛΟΣ 10ΗΣ ΑΠΟ 11 ΣΕΛΙΔΕΣ
ΑΡΧΗ 11ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ πρὸς ἀλλήλους: εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός της εχθρικής διάθεσης στη μετοχή «πολεμοῦντες» τῷ μὲν (το δεύτερο στο κείμενο): αντικείμενο του τελικού απαρεμφάτου «χρῆσθαι» β). Να αναγνωριστεί πλήρως ο υποθετικός λόγος του παρακάτω αποσπάσματος (μονάδες: 3) και στη συνέχεια να μεταφερθεί στον ευθύ λόγο (μονάδες: 2). «Ἡγοῦμαι δ εἴ τινες ἄλλοθεν ἐπελθόντες θεαταὶ γένοιντο τῶν παρόντων πραγμάτων, πολλὴν ἂν αὐτοὺς καταγνῶναι μανίαν ἀμφοτέρων ἡμῶν». Υπόθεση: εἴ τινες γένοιντο (εἰ + ευκτική) Απόδοση: ἡγοῦμαι ἂν αὐτοὺς καταγνῶναι (δυνητικό ειδικό απαρέμφατο, εξαρτώμενο από το δοξαστικό ρήμα ἡγοῦμαι) Είδος: απλή σκέψη του λέγοντος, απλός πλαγιωμένος υποθετικός λόγος Μετατροπή στον ευθύ λόγο Υπόθεση: εἴ τινες γένοιντο (παραμένει αμετάβλητη) Απόδοση: ἂν αὐτοὶ καταγνοίησαν /καταγνοῖεν (δυνητική ευκτική) ΤΕΛΟΣ 11ΗΣ ΑΠΟ 11 ΣΕΛΙΔΕΣ