ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 21ης Μαΐου 1980 *

Σχετικά έγγραφα
BERTRAND ΚΑΤΑ OTT ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

της 3ης Ιουνίου 1971 της 14ης αστικές και εμπορικές υποθέσεις, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς

Ομόσπονδου κράτους Rheinland/Pfalz, εκπροσωπουμένου από τον υπουργό Οικονομίας και Μεταφορών, 65 Mainz,

δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας ή δημοσίας υγείας (EE ειδ. έκδ. 05/001,

Οικονομικής Κοινότητος», που υπογράφηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουλίου. Εταιρίας Περιορισμένης Ευθύνης R. και V. Haegeman, Βρυξέλλες,

κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του παραπέμποντος δικαστηρίου

THIEFFRY ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα) της 12ης Νοεμβρίου 1992 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ 9 Μαΐου 1985 *

διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση. Handelskwekerij G. J. Bier BV, εγκατεστημένης

GROSOLI ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

προς την εφαρμογή, στο κοινοτικό δίκαιο, των θεμελιωδών αρχών της ευρωπαϊκής σύμβασης περί των δικαιωμάτων του ανθρώπου, ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

REGINA ΚΑΤΑ THOMPSON κ.λπ. ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

δικαστή), δικαστές, Δικαστήριο, της 31ης καθώς και της εταιρίας Winthrop BV, εγκατεστημένης στο Haarlem, η έκδοση

AMMINISTRAZIONE DELLE FINANZE DELLO STATO ΚΑΤΑ SIMMENTHAL ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

της 25ης Οκτωβρίου 1979 *

της 8ης Ιουνίου 1971<appnote>*<appnote/>

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 2ας Φεβρουαρίου 1988 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 13ης Νοεμβρίου 1990 *

«Σύμβαση των Βρυξελλών Ασφαλιστικά μέτρα Εξέταση μάρτυρα»

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Cour de cassation του Βελγίου προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία το

της 19ης Νοεμβρίου 1975 *

της 31ης Δικαστήριο, Οκτωβρίου 1974 εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, καθώς και

Stuart, προέδρους τμήματος, Α. Μ. Donner, R. Monaco, J. Mertens de Wilmars (εισηγητή), της 12ης. προς το Δικαστήριο, δικαστηρίου μεταξύ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 18ης Μαρτίου 1980 *

της 3ης Απριλίου 1968*

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗ 34/79 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, εκπροσωπουμένης από

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗ 148/78 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 18ης Μαρτίου 1980 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( τέταρτο τμήμα ) 27 Νοεμβρίου 1985 *

ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ Τροποποιήσεις του κανονισμού διαδικασίας του δικαστηρίου

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 14ης Μαρτίου 1991 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 13ης Δεκεμβρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 14ης Απριλίου 1994 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 24ης Νοεμβρίου 1993 *

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ

SN 1316/14 AB/γομ 1 DG D 2A LIMITE EL

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 10ης Φεβρουαρίου 2004 *

της 10ης Δεκεμβρίου 1968*

της 17ης Δεκεμβρίου 1970<appnote>*</appnote>

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 18ης Δεκεμβρίου 1997 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 3ης Ιουνίου 1986 *

INTERNATIONAL FRUIT COMPANY ΚΑΤΑ PRODUKTSCHAP VOOR GROENTEN EN FRUIT ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 23ης Νοεμβρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 2ας Φεβρουαρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( πέμπτο τμήμα ) της 11ης Ιουνίου 1987 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 16ης Ιουνίου 1987 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 22ας Νοεμβρίου 2001 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( έκτο τμήμα ) της 27ης Σεπτεμβρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 26ης Μαρτίου 1987 *

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 9, παράγραφος 1, 12, 13, παράγραφος 2, 92, 93 και 95 της Συνθήκης ΕΟΚ,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 14ης Ιουλίου 1988 *

EΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ. Βρυξέλλες, 24 Απριλίου 2014 (OR. en) 2013/0268 (COD) PE-CONS 30/14 JUSTCIV 32 PI 17 CODEC 339

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 25ης Μαΐου 1993 *

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1993 σελίδα I Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα I Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα I 00477

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 5ης Απριλίου 2001 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 18ης Μαρτίου 1986 *

Oργάνωση της δικαιοσύνης - Πορτογαλία

Γονική μέριμνα σε υποθέσεις διασυνοριακού χαρακτήρα, συμπεριλαμβανομένης της απαγωγής παιδιού

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 17ης Σεπτεμβρίου 1980 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 22ας Νοεμβρίου 2001 *

José Pedro Pessoa e Costa κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ 1989 (έκτο τμήμα) της 24ης Ιανουαρίου 1989 *

της 30ής Ιουνίου 1966<appnote>*</appnote>

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

της 21ης της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του με δικαστηρίου αιτούντος Βελγικού Δημοσίου, εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Δικαιοσύνης,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 27ης Μαρτίου 1980 *

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :15. Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :6. Αρθρο :16

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ 'της 17ης Ιουνίου 1992 *

Απόφαση (ΕΕ) 2016/954 του Συμβουλίου της 9ης

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

ζώντες Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, εκπροσωπούμενη Κυβερνήσεως της Ιταλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπουμένης από τον καθηγητή

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ 11 Ιουλίου 1985*

14o Πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών το οποίο τροποποιεί το σύστημα ελέγχου της Σύμβασης

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 2ας Μαΐου 1996 *

Υπόθεση 206/89 R. S. κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2011/0059(CNS) Σχέδιο έκθεσης Alexandra Thein (PE v01-00)

9317/17 ΚΑΛ/ακι/ΜΙΠ 1 D 2A

συγκείμενο από τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, S. von Bahr, A. La Pergola, M. Wathelet (εισηγητή) και C. W. A. Timmermans, δικαστές,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 10ης Μαρτίου 2005 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 17ης Μαΐου 1988 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( τρίτο τμήμα ) της 13ης Ιουλίου 1989 *

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 12ης Φεβρουαρίου 1987 *

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-125/03 R και Τ-253/03 R. Akzo Nobel Chemicals Ltd και Akcros Chemicals Ltd κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 3ης Μαρτίου 1994 *

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 9ης Απριλίου 1987 *

Union Professionnelle de la Radio et de la Télédistribution (RTD), Société Intercommunale pour la Diffusion de la Télévision (BRUTELE),

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ 1/76 ΤΗΣ του. Υιοθετηθείσα από το Δικαστήριο άποψη

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Συλλογή της Νομολογίας

Το παρόν έγγραφο αποτελεί απλώς βοήθημα τεκμηρίωσης και τα θεσμικά όργανα δεν αναλαμβάνουν καμία ευθύνη για το περιεχόμενό του

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4135, 18/7/2007

Transcript:

DENILAULER KATA COUCHET FRÈRES ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 21ης Μαΐου 1980 * Στην υπόθεση 125/79, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Oberlandesgericht Frankfurt am Main προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του πρωτοκόλλου για την ερμηνεία από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του παραπέμποντος δικαστηρίου μεταξύ Bernard Denilauler, Spessartstraße 26, 6204 Taunusstein 2, καθού η αίτηση και προσφεύγοντος, και SNC Couchet Frères, με έδρα στο Andrézieux-Bouthéon (Γαλλία), αιτούσης και καθής η προσφυγή, η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 24, 27, 34, 36, 46, και 47, της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 (JO 1972, L 299, σ. 32) (EE L 388 της 31.12.1982), ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ, συγκείμενο από τους Η. Kutscher, Πρόεδρο, Α. Ο' Keeffe, Α. Touffait, προέδρους τμήματος, J. Mertens de Wilmars, Ρ. Pescatore, Mackenzie Stuart, G. Bosco, T. Koopmans, O. Due, δικαστές, * Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική. 151

γενικός εισαγγελέας: Η. Mayras γραμματέας: Α. Van Houtte ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 21.5.1980 ΥΠΟΘΕΣΗ 125/79 εκδίδει την ακόλουθη Απόφαση (το μέρος που περιέχει τα περιστατικά παραλείπεται) Σκεπτικό 1 Με Διάταξη της 25ης Ιουλίου 1979, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 6 Αυγούστου 1979, το Oberlandesgericht της Φραγκφούρτης υπέβαλε, δυνάμει του πρωτοκόλλου για την ερμηνεία από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (στο εξής «Συμβάσεως») (JO 1972, L 299, σ. 32), τέσσερα ερωτήματα ως προς την ερμηνεία των άρθρων 24, 27, περίπτωση 2, 34, δεύτερο εδάφιο, 36, πρώτο εδάφιο, 46, περίπτωση 2, και 47, περίπτωση 1, της εν λόγω συμβάσεως. 2 Το 1978 υποβλήθηκε στο Tribunal de grande instance του Montbrison (Γαλλία) διαφορά μεταξύ ενός δανειστού Couchet Frères και του οφειλέτη του Denilauler. Δυνάμει των εξουσιών που του δίνει το άρθρο 48 του γαλλικού Code de procédure civile, ο πρόεδρος του εν λόγω δικαστηρίου εξέδωσε, στις 7 Φεβρουαρίου 1979, τη αιτήσει του δανειστού και χωρίς κλήση του αντιδίκου, Διάταξη, που κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή και επιτρέπει στο δανειστή συντηρητική κατάσχεση λογαριασμού του οφειλέτη του σε τράπεζα της Φραγκφούρτης για να εξασφαλιστεί απαίτηση που εκτιμήθηκε σε 130 000 γαλλικά φράγκα. Κατά το γαλλικό δίκαιο, η συντηρητική κατάσχεση στην οποία επετράπη έτσι στο δανειστή να προβεί μπορεί να εκτελεστεί χωρίς προηγουμένως να επιδοθεί η Διάταξη που τη διατάσσει στον καθού η κατάσχεση οφειλέτη. 3 Τα προδικαστικά ερωτήματα που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο ανέκυψαν στο πλαίσιο διαδικασίας που κινήθηκε ενώπιον των γερμανικών δικαστηρίων για να περιβληθεί η γαλλική Διάταξη τον εκτελεστήριο τύπο και συγχρόνως να εκδοθεί κατασχετήριο («Pfandungsbeschluss») για την κατάσχεση του χρηματικού ποσού εις χείρας της τραπέζης. Η διαδικασία αυτή διεξήχθη καταρχήν ενώπιον του προέδρου του Landgericht του Wiesbaden, ο οποίος, στις 23 Μαρτίου 1979, περιέβαλε τη γαλλική Διάταξη με τον εκτελεστήριο τύπο, με συνέπεια να γίνει 152

DENILAULER KATA COUCHET FRÈRES κατάσχεση στις 28 Μαρτίου, χωρίς να συμμετάσχει ο οφειλέτης στις διαδικασίες αυτές. Φαίνεται ότι η Διάταξη του προέδρου του Landgericht του Wiesbaden δεν επιδόθηκε στον οφειλέτη παρά στις 3 Μαίου 1979 αμέσως αυτός άσκησε εναντίον της προσφυγή ενώπιον του Oberlandesgericht της Φρανγκφούρτης, το οποίο υπέβαλε στο Δικαστήριο τα εν λόγω ερωτήματα. 4 Με τα ερωτήματα αυτά, ερωτάται καταρχήν, εάν αποφάσεις δικαστηρίων συμβαλλομένου κράτους που επιβάλλουν ασφαλιστικά μέτρα, χωρίς να κληθεί ο διάδικος καθού στρέφονται τα μέτρα αυτά και χωρίς να του γνωστοποιηθούν πριν την εκτέλεση τους, μπορούν να αναγνωρισθούν και να καταστούν εκτελεστές σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος, χωρίς προηγουμένως να επιδοθούν στο διάδικο κατά του οποίου στρέφονται (ερωτήματα 1 και 2). Κατά δεύτερο λόγο ζητούνται διευκρινίσεις για τα μέσα αμύνης που μπορεί να προβάλει ο διάδικος, κατά του οποίου ζητείται η εκτέλεση, όταν ασκήσει την προσφυγή του άρθρου 36 της Συμβάσεως κατά της αποφάσεως που επιτρέπει την εκτέλεση (ερωτήματα 3 και 4). Επί των δύο πρώτων ερωτημάτων 5 Τα δύο πρώτα ερωτήματα, επί των οποίων πρέπει να δοθεί κοινή απάντηση, είναι τα εξής: 1 Αφορούν τα άρθρα 27, περίπτωση 2, και 46, περίπτωση 2, και τις διαδικασίες στο πλαίσιο των οποίων επιτρέπεται η λήψη ασφαλιστικών μέτρων, χωρίς ακρόαση του αντιδίκου; 2 Πρέπει στο άρθρο 47, περίπτωση 1, της Συμβάσεως να δοθεί η ερμηνεία ότι ο διάδικος που ζητεί την εκτέλεση οφείλει επίσης να προσκομίσει έγγραφα ικανά να αποδείξουν ότι η απόφαση της οποίας ζητείται η εκτέλεση έχει επιδοθεί, ενώ η απόφαση αυτή έχει ως αντικείμενο ασφαλιστικό μέτρο; 6 Στις παρατηρήσεις τους η Επιτροπή, η Ιταλική Κυβέρνηση, και η αιτούσα της κυρίας δίκης εκφράζουν την άποψη ότι τέτοιες αποφάσεις πρέπει να αναγνωρίζονται και να περιβάλλονται τον εκτελεστήριο τύπο στο συμβαλλόμενο κράτος της εκτελέσεως, χωρίς να έχουν προηγουμένως επιδοθεί στο διάδικο εναντίον του οποίου στρέφονται. Το ειδικό αντικείμενο των ασφαλιστικών μέτρων του τύπου αυτού είναι ο αιφνιδιασμός που αποσκοπεί στη διασφάλιση των απειλουμένων δικαιωμάτων του διαδίκου που ζητεί τη λήψη τους, εμποδίζοντας το διάδικο εναντίον του οποίου στρέφονται να εξαφανίσει τα περιουσιακά του στοιχεία, είτε αυτά αποτελούν αντικείμενο της διαφοράς είτε συνιστούν ασφάλεια του δανειστή. Η εξάρτηση της αναγνωρίσεως και της εκτελέσεως αυτού τους είδους των αποφάσεων από την προηγούμενη επίδοση τους στον αντίδικο ήδη κατά το στάδιο της διαδικασίας στο συμβαλλόμενο κράτος προελεύσεως θα τους στερούσε κάθε σημασία. Αντίθετα η Κυβέρνηση 153

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 21.5.1980 ΥΠΟΘΕΣΗ 125/79 του Ηνωμένου Βασιλείου υποστηρίζει ότι η αναγνώριση και η εκτέλεση των αποφάσεων αυτών πρέπει να εξαρτώνται από τις προϋποθέσεις των άρθρων 27, 46 και 47 όσον αφορά την επίδοση στον αντίδικο. Αναγνωρίζει ότι η απαίτηση αυτή εξουδετερώνει τον αιφνιδιασμό των αποφάσεων αυτών και τους στερεί κάθε πρακτική σημασία, έτσι ώστε ισοδυναμεί με άρνηση της αναγνωρίσεως και της εκτελέσεως των εν λόγω αποφάσεων. Η συνέπεια αυτή όμως της φαίνεται λιγότερο σοβαρή από τους ανυπόφορους, κατά τη γνώμη της, κινδύνους που διατρέχουν οι επιχειρήσεις που έχουν περιουσιακά στοιχεία σε διαφορετικά συμβαλλόμενα κράτη λόγω διαδικασίας που θα ανάγκαζε τα δικαστήρια του κράτους της εκτελέσεως να επιτρέψουν μέτρα δεσμεύσεως των περιουσιακών στοιχείων που βρίσκονται στο κράτος αυτό, χωρίς ποτέ να δοθεί στον κύριο τους η ευκαιρία να ακουσθεί, ούτε ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους προελεύσεως ούτε ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους εκτελέσεως, ενώ τα περιουσιακά στοιχεία αυτά μπορεί νόμιμα να είναι προορισμένα για την κάλυψη άλλων υποχρεώσεων. Μόνον το αρμόδιο δικαστήριο του κράτους όπου βρίσκονται τα περιουσιακά αυτά στοιχεία θα ήταν σε θέση να κρίνει, με πλήρη γνώση της υποθέσεως, την ανάγκη επιβολής τέτοιου είδους ασφαλιστικών μέτρων. Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου υποστηρίζει εξάλλου ότι η άποψη της δεν δημιουργεί κενό στο σύστημα της Συμβάσεως, διότι το άρθρο 24 της Συμβάσεως επιτρέπει πράγματι σε κάθε διάδικο να απευθυνθεί, για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων που προβλέπονται από το δίκαιο συμβαλλόμενου κράτους, στα δικαστήρια του κράτους αυτού, έστω και αν δικαστήριο άλλου συμβαλλόμενου κράτους έχει διεθνή δικαιοδοσία για την ουσία της υποθέσεως. 7 Το άρθρο 27 της Συμβάσεως απαριθμεί τις προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται η αναγνώριση σε συμβαλλόμενο κράτος των αποφάσεων που εκδόθηκαν σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος. Κατά την περίπτωση 2 του άρθρου αυτού, απόφαση δεν αναγνωρίζεται «αν το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης δεν έχει επιδοθεί στον ερημοδικήσαντα εναγόμενο κανονικά και έγκαιρα ώστε να μπορεί να αμυνθεί». Το άρθρο 46, περίπτωση 2, ορίζει ότι ο διάδικος που επικαλείται την αναγνώριση ή ζητεί την εκτέλεση αποφάσεως που εκδόθηκε ερήμην σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος οφείλει να προσκομίσει, μεταξύ άλλων εγγράφων, την απόδειξη ότι το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης έχει επιδοθεί στον ερημοδικήσαντα διάδικο. 8 Οι διατάξεις αυτές προφανώς δεν προορίζονται για να εφαρμοστούν επί δικαστικών αποφάσεων οι οποίες, δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας συμβαλλομένου κράτους, εκδίδονται χωρίς να παραστεί ο διάδικος κατά του οποίου στρέφονται και εκτελούνται χωρίς προηγουμένως να του επιδοθούν. Από τη σύγκριση των κειμένων των άρθρων αυτών σε διάφορες γλώσσες, και ιδίως από τις εκφράσεις που χρησιμοποιούνται για να υποδηλώσουν το διάδικο που δεν παρίσταται, προκύπτει ότι οι διατάξεις αυτές αφορούν την περίπτωση διαδικασίας κατ' αντιμωλία, στην οποία όμως ο δικαστής μπορεί να εκδώσει απόφαση όταν ο εναγόμενος, παρόλο που κλήθηκε κανονικά στη δίκη, δεν εμφανίζεται. 154

DENILAULER KATA COUCHET FRÈRES 9 To ίδιο ισχύει για το άρθρο 47, περίπτωση 1 της Συμβάσεως, κατά το οποίο ο διάδικος που ζητεί την εκτέλεση οφείλει να προσκομίσει κάθε έγγραφο κατάλληλο να αποδείξει ότι, κατά το δίκαιο του κράτους προελεύσεως, η απόφαση είναι εκτελεστή και έχει επιδοθεί. Η διάταξη αυτή, που αφορά τις αποφάσεις που εκδόθηκαν τόσο κατ' αντιμωλία όσο και ερήμην στο κράτος προελεύσεως, δεν μπορεί εξ ορισμού να εφαρμοσθεί σε αποφάσεις σαν αυτές της παρούσης διαφοράς, που είναι διαφορετικής φύσεως. ίο Δεν είναι όμως δυνατόν από το γεγονός ότι τα άρθρα 27, περίπτωση 2, 46, περίπτωση 2, και 47, περίπτωση 1, δεν μπορούν να εφαρμοστούν σε τέτοιου είδους αποφάσεις, χωρίς να μεταβληθεί η έννοια και η ισχύς των αποφάσεων αυτών, να συναχθεί ότι αυτές οι αποφάσεις πρέπει να αναγνωρισθούν και να εκτελεστούν στο κράτος εκτελέσεως. Πρέπει να εξετασθεί εάν, λαμβάνοντας υπόψη το σύστημα και τους σκοπούς της Συμβάσεως, είναι δυνατόν να εφαρμοστεί επί των δικαστικών αποφάσεων του τύπου αυτού το απλοποιημένο σύστημα αναγνωρίσεως και εκτελέσεως που προβλέπει η Σύμβαση. 11 Υποστηρίζοντας τη θετική απάντηση η Επιτροπή και η Ιταλική Κυβέρνηση προβάλλουν το επιχείρημα ότι, σύμφωνα με το άρθρο 25, η Σύμβαση αφορά κάθε απόφαση εκδιδόμενη από δικαστήριο συμβαλλόμενου κράτους, χωρίς να διακρίνει αν απετέλεσε αντικείμενο διαδικασίας κατ' αντιμωλία ή αν εκδόθηκε χωρίς να κληθεί ο αντίδικος. Στο πεδίο εφαρμογής της περιλαμβάνει, όπως προκύπτει από το άρθρο 24, τα ασφαλιστικά μέτρα τα οποία, σύμφωνα με το δίκαιο των συμβαλλομένων κρατών, λαμβάνονται συχνά χωρίς προηγούμενη ακρόαση του αντιδίκου, λόγω της ίδιας της φύσεως ή του επείγοντος χαρακτήρα τους. Τα συμβαλλόμενα κράτη δεν μπορεί να είχαν την πρόθεση να περιορίσουν σε τέτοιο βαθμό το πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως, χωρίς αυτό να αναφέρεται ρητά στο κείμενο. Τέλος, προκύπτει σαφώς από το άρθρο 34 της Συμβάσεως, κατά το οποίο η διαδικασία για να επιτραπεί η εκτέλεση εκτυλίσσεται «χωρίς ο διάδικος, κατά του οποίου ζητείται η εκτέλεση, να έχει στο στάδιο αυτό της διαδικασίας δικαίωμα υποβολής παρατηρήσεων», ότι η ίδια η Σύμβαση δέχεται ότι οι διαδικασίες χωρίς εκατέρωθεν ακρόαση, όταν δικαιολογούνται από τις περιστάσεις, συμβιβάζονται με τη θεμελιώδη αρχή του δικαιώματος ακροάσεως. 12Τα επιχειρήματα αυτά δεν μπορεί να κατισχύσουν των αρχών στις οποίες στηρίζεται η Σύμβαση και του συστήματος της τελευταίας. 13 Το σύνολο των διατάξεων της Συμβάσεως, τόσο αυτών του τίτλου II περί διεθνούς δικαιοδοσίας όσο και αυτών του τίτλου III περί αναγνωρίσεως και εκτελέσεως, εκφράζουν την πρόθεση να ληφθεί μέριμνα ώστε, στο πλαίσιο των σκοπών της Συμβάσεως, οι διαδικασίες που οδηγούν σε έκδοση δικαστικών 155

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 21.5.1980 ΥΠΟΘΕΣΗ 125/79 αποφάσεων να εκτυλίσσονται χωρίς προσβολή του δικαιώματος αμύνης. Λόγω των εγγυήσεων που παρέχονται στον εναγόμενο κατά τη διαδικασία εκδόσεως της αρχικής αποφάσεως η Σύμβαση, στον τίτλο III, δεν δείχνεται αυστηρή όσον αφορά την αναγνώριση και την εκτέλεση. Υπό το πρίσμα των παρατηρήσεων αυτών φαίνεται καθαρά ότι η Σύμβαση αφορά κυρίως τις δικαστικές αποφάσεις οι οποίες, πριν ζητηθεί η αναγνώριση και η εκτέλεση τους σε κράτος άλλο από το κράτος προελεύσεως, απετέλεσαν, ή μπορούσαν να αποτελέσουν, σ' αυτό το κράτος προελεύσεως, κατά διάφορους τρόπους, αντικείμενο διαδικασίας κατ' αντιμωλία. Δεν μπορεί, επομένως, από το γενικό σύστημα της Συμβάσεως να συναχθεί ότι χρειαζόταν ρητή δήλωση βουλήσεως για τη μη υπαγωγή των αποφάσεων αυτού του τύπου στα πλεονεκτήματα της αναγνωρίσεως και της εκτελέσεως. 14 Το επιχείρημα της κατ' αναλογία εφαρμογής που αντλείται από το άρθρο 34 της. Συμβάσεως δεν μπορεί επίσης να είναι κρίσιμο για την απόφαση. Εξάλλου το γεγονός ότι καταρχήν στη διαδικασία κηρύξεως της εκτελεστότητος δεν υπάρχει αντιδικία πρέπει ακριβώς να συνδυασθεί με το φιλελεύθερο χαρακτήρα της Συμβάσεως όσον αφορά την εκτέλεση, που δικαιολογείται από τη βεβαιότητα ότι, στο κράτος προελεύσεως, έλαβε χώρα διαδικασία κατ' αντιμωλία. Η έλλειψη αντιδικίας της διαδικασίας κηρύξεως της εκτελεστότητας κατά το άρθρο 34 δικαιολογείται επίσης λόγω του αιφνιδιασμού που πρέπει να επιτευχθεί με τη διαδικασία αυτή, για να μη δοθεί στον καθού η ευκαιρία να βρει τρόπο να προφυλάξει τα περιουσιακά του στοιχεία από κάθε μέτρο εκτελέσεως, πρόκειται όμως για μειωμένο αιφνιδιασμό εφόσον προϋποθέτει διαδικασία κατ' αντιμωλία στο κράτος προελεύσεως. is Η ανάλυση της αποστολής που καλείται να επιτελέσει στο σύνολο του συστήματος της Συμβάσεως το άρθρο 24, που είναι ειδικά αφιερωμένο στα ασφαλιστικά μέτρα, οδηγεί εξάλλου στο συμπέρασμα ότι, όσον αφορά τα μέτρα του είδους αυτού, σχεδιαζόταν ειδική ρύθμιση. Διαδικασίες όπως αυτές, που επιβάλλουν ασφαλιστικά μέτρα, προβλέπονται βέβαια στο έννομο σύστημα όλων των συμβαλλομένων κρατών και είναι δυνατόν, όταν συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις, να θεωρηθεί ότι δεν προσβάλλουν το δικαίωμα αμύνης, πρέπει όμως να υπογραμμισθεί ότι η επιβολή τέτοιων μέτρων απαιτεί από την πλευρά του δικαστή ιδιαίτερη προσοχή και βαθιά γνώση των συγκεκριμένων περιπτώσεων επί των οποίων το μέτρο αυτό θα εφαρμοσθεί. Ανάλογα με την περίπτωση, και ιδίως ανάλογα με τα εμπορικά συναλλακτικά ήθη, ο δικαστής πρέπει να μπορεί να περιορίζει χρονικά την επιβολή του μέτρου ή, όσον αφορά τη φύση των περιουσιακών στοιχείων ή των εμπορευμάτων επί των οποίων θα επιβληθεί το ασφαλιστικό μέτρο, να απαιτεί τραπεζική εγγύηση ή να διορίζει μεσεγγυούχο, και γενικά να εξαρτά τη λήψη του μέτρου από προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν τον προσωρινό ή ασφαλιστικό χαρακτήρα του. 16 Οπωσδήποτε ο δικαστής του τόπου, ή εν πάση περιπτώσει του συμβαλλομένου κράτους, όπου βρίσκονται τα περιουσιακά στοιχεία που θα αποτελέσουν το 156

DENILAULER KATA COUCHET FRÈRES αντικείμενο των αιτουμένων μέτρων είναι ο πλέον κατάλληλος να εκτιμήσει τις συνθήκες που μπορούν να οδηγήσουν στην επιβολή ή την άρνηση των αιτουμένων μέτρων ή να ορίσει τους όρους και τις προϋποθέσεις που πρέπει να τηρήσει ο αιτών ώστε να εξασφαλιστεί ο προσωρινός και ασφαλιστικός χαρακτήρας των επιτρεπομένων μέτρων. Η Σύμβαση έλαβε υπόψη της τις ανάγκες αυτές προβλέποντας στο άρθρο 24 ότι τα ασφαλιστικά μέτρα που προβλέπονται από το δίκαιο συμβαλλόμενου κράτους μπορούν να ζητηθούν από τα δικαστήρια του κράτους αυτού, έστω και αν το δικαστήριο άλλου συμβαλλόμενου κράτους έχει, δυνάμει της Συμβάσεως, διεθνή δικαιοδοσία για την ουσία της υποθέσεως. 17Το άρθρο 24 δεν αποκλείει να αναγνωρισθούν και να επιτραπεί η εκτέλεση, υπό τους όρους των άρθρων 25 έως 49 της Συμβάσεως, ασφαλιστικών μέτρων που διατάχθηκαν στο κράτος προελεύσεως έπειτα από διαδικασία κατ' αντιμωλία, έστω και αν ο καθού δικάστηκε ερήμην. Αντίθετα, οι προϋποθέσεις από τις οποίες ο τίτλος III της Συμβάσεως εξαρτά την αναγνώριση και την εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων δεν πληρούνται, όσον αφορά τα ασφαλιστικά μέτρα που διατάσσονται ή επιτρέπονται από ένα δικαστήριο χωρίς κλήση του διαδίκου καθού στρέφονται, και τα οποία μπορούν να εκτελεστούν χωρίς προηγουμένως να επιδοθούν στο διάδικο αυτό. Από αυτά προκύπτει ότι η απλοποιημένη διαδικασία εκτελέσεως που προβλέπει ο τίτλος III της Συμβάσεως δεν εφαρμόζεται επί των δικαστικών αποφάσεων του τύπου αυτού. Εντούτοις το άρθρο 24 θέτει, όπως ορθά υπογράμμισε η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, στη διάθεση των υποκειμένων του δικαίου μία διαδικασία που εξουδετερώνει σε μεγάλο βαθμό τα μειονεκτήματα του αποκλεισμού αυτού. is Επομένως στα δύο πρώτα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το σύστημα της αναγνωρίσεως και της εκτελέσεως που προβλέπεται στον τίτλο III της Συμβάσεως δεν εφαρμόζεται στις δικαστικές αποφάσεις που επιτρέπουν ασφαλιστικά μέτρα, εκδίδονται χωρίς κλήση του διαδίκου, καθού τα μέτρα αυτά στρέφονται, και μπορούν να εκτελεστούν χωρίς προηγουμένως να επιδοθούν. Επί του τρίτου και τέταρτου ερωτήματος 19 Λόγω της απαντήσεως που δόθηκε στα δύο πρώτα ερωτήματα παρέλκει η εξέταση του τρίτου και τέταρτου ερωτήματος, τα οποία καθίστανται άνευ αντικειμένου. Για τους λόγους αυτούς, 157

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 21.5.1980 ΥΠΟΘΕΣΗ 125/79 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ, κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε, με Διάταξη της 25ης Ιουλίου 1979, που πρωτοκολλήθηκε στο Δικαστήριο στις 6 Αυγούστου 1979 το Oberlandesgericht της Φραγκφούρτης, αποφαίνεται: Το σύστημα της αναγνωρίσεως και εκτελέσεως που προβλέπεται στον τίτλο III της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεως σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, δεν εφαρμόζεται επί των δικαστικών υποθέσεων που επιτρέπουν ασφαλιστικά μέτρα, εκδίδονται χωρίς κλήση του διαδίκου, καθού τα μέτρα αυτά στρέφονται, και μπορούν να εκτελεστούν χωρίς προηγουμένως να επιδοθούν. Kutscher O'Keeffe Touffait Mertens de Wilmars Pescatore Mackenzie Stuart Bosco Koopmans Due Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 21 Μαΐου 1980. Ο Γραμματέας Α. Van Houtte Ο Πρόεδρος Η. Kutscher 158