ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ 1844. Εξώφυλλο του Συντάγµατος του 1844 (Βιβλιοθήκη Βουλής των



Σχετικά έγγραφα
Ο ΠΡΟΕ ΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Εκδίδοµε τον ακόλουθο νόµο που ψήφισε η Βουλή:

επείγοντος για την κατανοµή των βαρών της υποδοχής και προσωρινής διαµονής των µετακινουµένων ατόµων ( 6 ). Έχοντας υπόψη:

Επίσηµη Εφηµερίδα αριθ. L335 της 19/12/2001 σ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ ΤΟΥ ΕΞΩΡΑΪΣΤΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ «Η ΑΝΕΜΟΕΣΣΑ»

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΑΣ ΚΑΙ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΝΟΜΟΣΧΕ ΙΟ. «Στρατολογία των Ελλήνων» Άρθρο 1 Υπόχρεοι σε στράτευση

ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟΥ ΝΕΟΤΗΤΑΣ. ΙΔΡΥΣΗ Ιδρύεται Κέντρο Νεότητας µε την επωνυµία «Κέντρο Νεότητας... µε έδρα...

Ενότητα 2. Γενικά Οργάνωση Ελέγχου (ΙΙ) Φύλλα Εργασίας Εκθέσεις Ελέγχων

ΤΙΤΛΟΣ I ΕΥΡΩΠΑΪΚΑ ΣΧΟΛΕΙΑ

Σύμβαση για την πρόσληψη, τοποθέτηση και τις συνθήκες εργασίας των εργαζόμενων μεταναστών, 1939, Νο. 66 1

Άρθρο 2 -Καταχώρηση και τήρηση στοιχείων σε ηλεκτρονική µορφή

α. Ιδρύεται σύλλογος µε την επωνυµία Ενιαίος Σύλλογος ιδακτικού Προσωπικού

ΥΠ.Ε.Π.Θ. / ΠΑΙ ΑΓΩΓΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ «ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ»

ΚΩΔΙΚΑΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΩΝ ΥΓΕΙΑΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ «ΕΝΑ ΟΝΕΙΡΙΚΟ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΚΝΩΣΟ» - ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ

Η ευσέβεια, η αξιοπιστία και η ακεραιότητα του Αγησιλάου (1 διδακτική ώρα)

ΣΥΝΘΗΚΗ SCHENGEN (ΣΕΝΓΚΕΝ)

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Οι Αγώνες θα διεξαχθούν τόσο στο Σύγχρονο Θέατρο όσο και στο Αρχαίο

ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ» Ποσοστό στη.. του Μέτρου. Ποσό (σε ΕΥΡΩ)

4 ο ΛΥΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΕΚΘΕΣΗ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΜΕ ΘΕΜΑ. Ε ιµέλεια Εργασίας :Τµήµα Α4

ΕΓΧΕΙΡΙ ΙΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ

Oδηγία 94/33/ΕΚ του Συµβουλίου της 22ας Ιουνίου 1994 για την προστασία των νέων κατά την εργασία

Η Φυσική με Πειράματα

Έχοντας υπόψη: τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 175 παράγραφος 1, την πρόταση της Επιτροπής ( 1 ),

ΙΙ, 3-4. Α. Ερωτήσεις ανοικτού τύπου ή ελεύθερης ανάπτυξης

ΕΝ ΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ Ι ΑΚΤΟΡΩΝ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ

Θέµατα Ιστορίας Γενικής Παιδείας Β Λυκείου 2000

Πίνακας Άρθρων του Νοµοθετήµατος : Ν 2121/1993 / Α-25 Πνευµατική ιδιοκ/σία, συγγενικά δικαιώµατα. Πολιτιστικά

ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΔΗΜΟΠΡΑΣΙΑΣ

Αξιολόγηση Προγράμματος Αλφαβητισμού στο Γυμνάσιο Τρίτο Έτος Αξιολόγησης

ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙ ΕΙΑΣ 2010 ΕΚΦΩΝΗΣΕΙΣ

ΣΩΜΑ ΠΡΟΣΚΟΠΩΝ ΚΥΠΡΟΥ. Εσωτερικός Κανονισμός. Προσκοπικού Πρατηρίου

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ 13 Α' ΜΕΡΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΤΟΥ 1897 ΣΤΟ ΓΟΥΔΙ

ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ. Του σωµατείου µε την επωνυµία «ΚΥΝΟΦΙΛΙΚΟΣ ΟΜΙΛΟΣ. ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ», που εδρεύει στα Ιωάννινα, νόµιµα εκπροσωπούµενο.

Πολιτική Πρόταση για μια Προοδευτική Διέξοδο Από την Κρίση

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ. Άρθρο πρώτο.

ΑΠΟΦΑΣΗ 34750/2006 (Αριθμός καταθέσεως πράξεως 43170/2006) ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από

Αιτιολογική έκθεση Προς τη Βουλή των Ελλήνων

ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥ ΩΝ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΩΝ

62 η ΣΥΝΟΔΟΣ ΠΡΥΤΑΝΕΩΝ & ΠΡΟΕΔΡΩΝ Δ.Ε. ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΩΝ

ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΡΑΤΙΚΗ ΦΟΙΤΗΤΙΚΗ ΜΕΡΙΜΝΑ ΚΑΙ ΓΙΑ ΣΥΝΑΦΗ ΘΕΜΑΤΑ. Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΝΟΜΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Ο ΗΜΑΡΧΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ /ΝΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ & ΤΑΜΕΙΑΚΗΣ ΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΜΗΜΑ ΠΡΟΚΗΡΥΞΕΩΝ & ΗΜΟΠΡΑΣΙΩΝ

ΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΠΡΟΣΒΑΣΕΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΝΕΩΝ Ο ΙΚΩΝ ΑΞΟΝΩΝ

Γ Τάξη Δημοτικού. 2. Ζωντανοί οργανισμοί-ζώα (Πρώτα βήματα στην Επιστήμη) Ζώα του τόπου μας

ΕΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΙΑΚΙΝΗΣΗ ΑΝΘΡΩΠΩΝ

Επίσηµη Εφηµερίδα αριθ. C 372 της 09/12/1997 σ

ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΠΟΦΟΙΤΩΝ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΏΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΡΗΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ. Άρθρο 1 ο.

Δράση 1.2. Υλοτομία και προσδιορισμός ποσοτήτων υπολειμμάτων.

Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί συνδυασμό μεθόδων για την ανάπτυξη της έβδομης παραγράφου.

ΣΧΕΔΙΟ. ΝΟΜΟΣ. Δηµόσιες υπεραστικές οδικές µεταφορές επιβατών. Κεφ. Α - ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ. Άρθρο 1 Σκοπός πεδίο εφαρµογής

ΙΕΘΝΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 183 «για την αναθεώρηση της (αναθεωρηµένης) σύµβασης για την προστασία της µητρότητας,»

35η ιδακτική Ενότητα ΕΝΟΧΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ( ΕΝΟΧΙΚΟ ΙΚΑΙΟ)

ΕΡΓΟ: ΕΙ ΙΚΗ ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

ΕΜΠΕΙΡΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΚΛΑΔΟΥ ΤΗΣ ΕΚΤΡΟΦΗΣ ΤΩΝ ΓΟΥΝΟΦΟΡΩΝ

Αδαμαντία Φατσέα Σχολική Σύμβουλος Φυσικής Αγωγής Β/θμιας Εκπ/σης Δωδ/σου 2

ΙΣΤΟΡΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ 30 ΜΑΪΟΥ 2012 ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΟΜΑΔΑ ΠΡΩΤΗ ÁÍÉÁ

«Πολιτιστικές διαδροµές στα µεταλλευτικά τοπία της Kύθνου»

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ (συνταγείσα σύµφωνα µε το άρθρο 26 παρ. 2β του κ.ν. 2190/1920)

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΚΡΗΤΗΣ Λιμάνι Χερσονήσου ΝΟΜΟΣ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ Αριθμός πρωτ ΔΗΜΟΣ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΥ ΔΗΜΑΡΧΙΑΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

ΤΜΗΜΑ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗΣ ΗΜΟΤΙΚΩΝ αριθ. Πρωτ. Προκ: & ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΚΤΙΡΙΩΝ Κ.Α για το 2015

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟΣ ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΡΚΟ ΠΑΛΛΟΥΡΟΚΑΜΠΟΥ ΣΤΟΝ ΗΜΟ ΛΑΤΣΙΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟΥ ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

Στις ερωτήσεις Α1 Α4 να γράψετε στο τετράδιο σας τον αριθμό της ερώτησης και δίπλα το γράμμα που αντιστοιχεί στη σωστή απάντηση.

Μετάφραση των πρωτότυπων οδηγιών χρήσης. Εγγύηση 2 ετών W 670 GR

ΤΑ ΕΠΙΠΕΔΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΤΩΝ ΠΟΛΥΚΥΤΤΑΡΩΝ ΟΡΓΑΝΣΙΜΩΝ ΟΙ ΖΩΙΚΟΙ ΙΣΤΟΙ 2 ο ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Μετρώ από πόσα τετραγωνάκια αποτελείται το καθένα από τα παρακάτω σχήματα:

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Α. ΕΝΑΡΞΗ ΕΡΓΩΝ

Όλη η χώρα. Νέοι γεωργοί. Ποσοστό στη.. του Μέτρου. Ποσό

Ο ΠΕΡΙ ΥΔΑΤΟΠΡΟΜΗΘΕΙΑΣ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ ΝΟΜΟΣ

ΤΙΜΟΛΟΓΙΟ ΜΕΛΕΤΗΣ Τιµαριθµική 2012Γ

ΠΡΟΤΥΠΟ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΦΛΩΡΙΝΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΓΩΓΗΣ ΥΓΕΙΑΣ

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ Ν. 3481/2006

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΚΑΤΕΠΕΙΓΟΝ - ΕΚΛΟΓΙΚΟ

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4366, (Ι)/2012

Κεφάλαιο Πέμπτο Εθνοπολιτισμική Ζωή και Εμπειρίες Ελληνικότητας των Ελληνοαυστραλών Εφήβων

ΧΕΙΜΕΡΙΝΟΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑ Α

«Φιλολογικό» Φροντιστήριο Επαναληπτικό διαγώνισμα στη Νεοελληνική Γλώσσα. Ενδεικτικές απαντήσεις. Περιθωριοποίηση μαθητών από μαθητές!

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ. Η ολοκληρωμένη προσέγγιση θα εφαρμοστεί με τα παρακάτω Εργαλεία


ΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΚΩ ΙΚΟΠΟΙΗΣΗ Π.. 186/1992 (ΦΕΚ 84 Α / ) Κώδικας Βιβλίων και Στοιχείων (Κ.Β.Σ.)

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4199, 27/3/2009 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΙΑΤΡΩΝ ΝΟΜΟ

ΟΜΟΣΠΟΝ ΙΑ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΩΝ ΦΡΟΝΤΙΣΤΩΝ ΕΛΛΑ ΟΣ (Ο.Ε.Φ.Ε.) ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ 2014

στο σχέδιο νόµου «Διαχείριση των µη εξυπηρετούµενων δανείων, µισθολογικές ρυθµίσεις και άλλες επείγουσες στόχων και διαρθρωτικών µεταρρυθµίσεων»

ΟΜΟΣΠΟΝ ΙΑ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΩΝ ΦΡΟΝΤΙΣΤΩΝ ΕΛΛΑ ΟΣ (Ο.Ε.Φ.Ε.) ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ 2015 Α ΦΑΣΗ

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΠΡΟΠΟΝΗΤΩΝ ΠΟ ΟΣΦΑΙΡΟΥ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΣΥΝΗΜΜΕΝΩΝ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1 ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ ΔΗΛΩΣΗΣ-ΑΙΤΗΣΗΣ

ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΑ

14.00 µ.µ µ.µ. ένα (1) άτοµα (προετοιµασία παρασκευή) π.µ π.µ. δύο (2) άτοµα (προετοιµασία παρασκευή)

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 1/2005. ΘΕΜΑ: Κοινοποίηση των διατάξεων του άρθρου 9 Ν. 3302/04 (ΦΕΚ 267 τ.α ) περί ρύθµισης οφειλών του Ι.Κ.Α Ε.Τ.Α.Μ.

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ. Γενικές Αρχές και Ορισμοί. Άρθρο 1 Γενικές αρχές

ΒΙΟΛΟΓΙΑ Γ ΤΑΞΗΣ ΕΝΙΑΙΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙ ΕΙΑΣ 2005 ΕΚΦΩΝΗΣΕΙΣ

ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΚΗΣ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

*Η παρούσα απόφαση µε τις παρατηρήσεις δηµοσιεύτηκαν στην Ποινική ικαιοσύνη 2009/1196. Περίληψη: Αριθµός 1220/2008

ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΗΣ ΣΧΟΛΗΣ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΙΑΚΗΡΥΞΗΣ ΚΑΝΟΝΙΚΟΥ ΜΕΙΟ ΟΤΙΚΟΥ ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΓΙΑ ΕΚΤΥΠΩΣΕΙΣ-ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΕΤΟΥΣ 2011

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

(Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

Transcript:

ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ 1844 Το Σύνταγµα του 1844 αποτελείται από 107 άρθρα, κατανεµηµένα στα εξής δώδεκα µέρη: Περί Θρησκείας, Περί του δηµοσίου δικαίου των Ελλήνων, Περί συντάξεως της πολιτείας, Περί του Βασιλέως, Περί διαδοχής και αντιβασιλείας, Περί της Βουλής και της Γερουσίας, Περί της Βουλής, Περί της Γερουσίας, Περί των Υπουργών, Περί δικαστικής εξουσίας, Γενικαί διατάξεις και Ειδικαί διατάξεις. Εκτός από το κείµενο του συντάγµατος, η Εθνοσυνέλευση υιοθέτησε επίσης 18 ψηφίσµατα, τα οποία ρυθµίζουν διάφορα θέµατα και έχουν τυπική ισχύ ίδια µε αυτή του συντάγµατος. Εξάλλου, στις 18 Μαρτίου 1844, την ίδια ηµέρα που δηµοσιεύθηκε το σύνταγµα, η Εθνοσυνέλευση ψήφισε τον, πρωτοποριακό για την εποχή του, εκλογικό νόµο. Με τη θέση σε ισχύ του συντάγµατος ξεκινά για την Ελλάδα η περίοδος της συνταγ- µατικής µοναρχίας. Στο πολίτευµα αυτό ο βασιλιάς εξακολουθεί να κατέχει τις περισσότερες κρατικές εξουσίες, σε αντίθεση όµως µε την απόλυτη µοναρχία βασιλεύει εντός των ορίων που θέτει το σύνταγµα. Βέβαια, ο Όθωνας δεν σεβάστηκε πάντοτε αυτά τα όρια. Ανεξάρτητα από τις παραβιάσεις του συντάγµατος, που υπήρξαν και συχνές και σοβαρές, η περίοδος της απολυταρχίας είχε πάντως παρέλθει ανεπιστρεπτί. Η νοµική φύση και τα κύρια χαρακτηριστικά του Συντάγµατος Όσον αφορά στη νοµική φύση του, το Σύνταγµα του 1844 αποτελεί σύνταγµα-συνάλλαγµα. Έτσι χαρακτηρίζονται τα συντάγµατα τα οποία δεν θεσπίζονται από µία κυρίαρχη και αδέσµευτη συντακτική συνέλευση, αλλά αποτελούν προϊόν συµφωνίας του βασιλιά µε το έθνος, οι οποίοι έτσι θεωρείται ότι συνάπτουν µεταξύ τους ένα είδος συµβολαίου. Φορέας της συντακτικής εξουσίας στην περίπτωση αυτή θεωρείται ο µονάρχης, ο οποίος απλώς δέχεται να αυτοπεριοριστεί και να αυτοδεσµευτεί µε σύνταγµα. Από νοµική άποψη, λοιπόν, το Σύνταγµα του 1844 υπήρξε έργο του βασιλιά, µε τον οποίον η Εθνική Συνέλευση απλώς συνέπραξε. Αυτό φαίνεται και από το Εξώφυλλο του Συντάγµατος του 1844 (Βιβλιοθήκη Βουλής των

προοίµιο του συντάγµατος, που αρχίζει µε τη φράση: «Όθων, ελέω Θεού Βασιλεύς της Ελλάδος» και διακηρύσσει ότι «συνωµολογήθη µεταξύ Ηµών και των πληρεξουσίων του Έθνους». Βέβαια, από πολιτική άποψη, τον κύριο ρόλο στην παραγωγή του συντάγµατος είχε η Εθνοσυνέλευση, η οποία προσδιόρισε αυτοτελώς σηµαντικά στοιχεία του πολιτεύµατος. Εξάλλου, ο µονάρχης δεν παραχώρησε το σύνταγµα αυτοβούλως, αλλά αναγκάστηκε να ενδώσει στη θέσπισή του µετά την εξέγερση της 3ης Σεπτεµβρίου. Ωστόσο, οι πολιτικές συνθήκες που οδήγησαν στην κατάρτιση του συντάγµατος δεν αναιρούν τον νοµικό χαρακτήρα του ως συντάγµατος-συναλλάγµατος. Ο χαρακτήρας αυτός αποτυπώνεται άλλωστε και στο περιεχόµενό του, κυρίως µε την καθιέρωση της µοναρχικής αρχής. Πράγµατι, η νοµική φύση ενός συντάγµατος δεν απορρέει µόνο από τον τρόπο παραγωγής του αλλά εξίσου από τα κύρια χαρακτηριστικά του πολιτεύµατος που αυτό εγκαθιδρύει. Τα χαρακτηριστικά του Συντάγµατος του 1844 µπορούν να συνοψιστούν στα εξής: α) Καθιερώνει κι αυτό ίσως αποτελεί το πιο θεµελιώδες χαρακτηριστικό του τη µοναρχική αρχή, σύµφωνα µε την οποία ο µονάρχης είναι ο ανώτατος άρχοντας και το κυρίαρχο όργανο του κράτους. Η αρχή αυτή καθορίζει και τον χαρακτήρα του πολιτεύµατος ως συνταγµατικής µοναρχίας. β) Δεν προβλέπει διαδικασία αναθεώρησης, ανήκει δηλαδή στα λεγόµενα απολύτως αυστηρά συντάγµατα. Αυτό σηµαίνει ότι δεν υπάρχει καµία άλλη δυνατότητα κατάργησης, τροποποίησης ή προσθήκης διατάξεων στο σύνταγµα, εκτός αν ο µονάρχης παραχωρήσει ένα νέο σύνταγµα-συνάλλαγµα. γ) Καθιερώνει την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, αν και σε αρκετά ατελή µορφή. Η νοµοθετική εξουσία ενεργείται συνάµα από τον βασιλιά, τη Βουλή και τη Γερουσία. Η εκτελεστική εξουσία ανήκει στον βασιλιά, αλλά ενεργείται από τους υπουργούς που αυτός διορίζει. Η δικαστική εξουσία πηγάζει από το βασιλιά, αλλά ενεργείται διά των δικαστηρίων. δ) Θεσπίζει, δίπλα στην αιρετή Βουλή, ένα δεύτερο µη αιρετό νοµοθετικό σώµα, τη Γερουσία. ε) Αναγνωρίζει ευρύτατες εξουσίες στον βασιλιά, ο οποίος, εκτός από την εκτελεστική εξουσία, έχει ουσιώδη συµµετοχή και στην άσκηση της νοµοθετικής εξουσίας. Γελοιογραφία του Στέφανου Ξένου που δηµοσιεύθηκε το

Παράλληλα προβλέπεται ότι οι υπουργοί ευθύνονται για τις πράξεις του βασιλιά. στ) Τέλος, το Σύνταγµα του 1844 ακολουθεί την παράδοση των πρώτων συνταγµάτων της επανάστασης του 1821 και προστατεύει τις ατοµικές ελευθερίες, εµπλουτίζοντας µάλιστα τον σχετικό κατάλογο µε νέα δικαιώµατα, όπως το απόρρητο των επιστολών και το άσυλο της κατοικίας. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να µνηµονευθεί και το άρθρο 107 του συντάγµατος, που αφιερώνει την τήρηση του συντάγµατος στον «πατριωτισµό των Ελλήνων». Συνολικά, και παρά τα φιλελεύθερα στοιχεία του, πρόκειται για ένα µοναρχικό και συντηρητικό σύνταγµα. Ιστορικά πρότυπά του υπήρξαν κυρίως το γαλλικό µοναρχικό σύνταγµα του 1830 και, λιγότερο, το δηµοκρατικό βελγικό σύνταγµα του 1831. Σε αρκετά σηµεία µάλιστα οι διατάξεις του Συντάγµατος του 1844 αποτελούν αντιγραφή των αντίστοιχων διατάξεων αυτών των συνταγµάτων. Οι ρυθµίσεις για τη θρησκεία και τις σχέσεις Κράτους - Εκκλησίας Στην προµετωπίδα του Συντάγµατος του 1844 τέθηκε η επίκληση: «Εν ονόµατι της Αγίας και Οµοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος». Στο σηµείο αυτό, η συνέλευση της 3ης Σεπτεµβρίου ακολούθησε το πρότυπο των συνταγµάτων του Αγώνα. Δηµιουργήθηκε έτσι µία παράδοση, την οποία έµελλε να ακολουθήσουν όλα τα µετέπειτα συντάγ- µατα της Ελλάδας, µε εξαίρεση το δηµοκρατικό Σύνταγµα του 1927. Η αναφορά αυτή έχει βέβαια έναν καθαρά συµβολικό χαρακτήρα: ισοδυναµεί µε επίσηµη διαβεβαίωση, εν είδει όρκου, ότι όσα συµφωνήθηκαν και αποφασίστηκαν στο σύνταγµα είναι θεµελιώδη για την υπόσταση του έθνους και ως τέτοια θα τηρηθούν. Επίσης κατά το πρότυπο των συνταγµάτων της Παλιγγενεσίας, προτάχθηκε στο συνταγµατικό κείµενο το περί θρησκείας κεφάλαιο, το οποίο συνθέτουν δύο άρθρα. Σύµφωνα µε το άρθρο 1 του συντάγµατος, επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, ενώ κάθε άλλη γνωστή θρησκεία είναι ανεκτή και η λατρεία της τελείται ανεµπόδιστα. Ωστόσο, απαγορεύεται ο προσηλυτισµός και κάθε άλλη επέµβαση κατά της επικρατούσας θρησκείας. Σύµφωνα µε το άρθρο 2, η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας είναι δογµατικά ενωµένη µε την Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης, αλλά διοικητικά αυτοκέφαλη και ανεξάρτητη και διοικείται από Ιερά Σύνοδο Αρχιερέων. Η προµετωπίδα του Συντάγµατος του 1844, όπου διακρίνεται Ανατύπωση από την πρώτη σελίδα του Συντάγµατος του

Στις συνταγµατικές αυτές διατάξεις αποτυπώνεται η βούληση για αποκατάσταση των σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας, οι οποίες είχαν διαταραχθεί επί αντιβασιλείας, όταν η Εκκλησία της Ελλάδας ανακηρύχθηκε αυτοκέφαλη και ο βασιλιάς αναγορεύθηκε σε αρχηγό της Εκκλησίας (σύµφωνα µε το σύστηµα του καισαροπαπισµού). Το εκκλησιαστικό ζήτηµα είχε αποτελέσει µία από τις κύριες πηγές διαµαρτυρίας κατά της αντιβασιλείας. Με το Σύνταγµα του 1844 καθίσταται εφικτή η επανασύνδεση της Εκκλησίας της Ελλάδας µε την Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης, ενώ ο βασιλιάς παύει να αποκαλείται αρχηγός της. Προς την κατεύθυνση αυτή το άρθρο 2 του συντάγµατος περιέχει δύο σηµαντικές διευθετήσεις: πρώτον, η Εκκλησία της Ελλάδας διατηρεί διοικητικά το αυτοκέφαλο, παράλληλα όµως διατηρεί και τη δογµατική της εξάρτηση από το οικουµενικό πατριαρχείο. Δεύτερον, η Εκκλησία της Ελλάδας διοικείται από σύνοδο αρχιερέων, καθιερώνεται δηλαδή ένα σηµαντικό στοιχείο ανεξαρτησίας της από το κράτος. Ωστόσο, αυτές οι διευθετήσεις εντάσσονται στο πλαίσιο που θέτει η επιδίωξη δηµιουργίας µιας εθνικής εκκλησίας του ελληνικού κράτους. Αυτό το νόηµα έχει και ο πανηγυρικός χαρακτηρισµός, στην πρώτη κιόλας φράση του συντάγµατος, της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως επικρατούσας θρησκείας. Η (επίσηµη) Εκκλησία της Επικρατείας εντάσσεται στους θεσµούς του κράτους και υποτάσσεται έτσι στο σύνταγµα και στην πολιτική εξουσία. Το στοιχείο αυτό επιβεβαιώνεται από ένα τρίτο και πολύ σηµαντικό για τις σχέσεις κράτους και Εκκλησίας άρθρο του Συντάγµατος του 1844. Πρόκειται για το άρθρο 105, το οποίο δεν βρίσκεται στο περί θρησκείας πρώτο κεφάλαιο του συντάγµατος, αλλά στο τελευταίο κεφάλαιο (Ειδικαί διατάξεις). Εκεί προβλέπεται η έκδοση ειδικών νόµων, προκειµένου να ρυθµιστούν, µεταξύ άλλων, τα «περί του αριθµού των Επισκόπων του Κράτους, της εξασφαλίσεως των προς συντήρησιν των κληρικών και περί των ιερών καταστηµάτων και των εν αυτοίς λειτουργούντων ή µοναζόντων», όπως επίσης και «περί των εκκλησιαστικών κτηµάτων». Με την αναγνώριση της εξουσίας του νοµοθέτη να παρεµβαίνει στα διοικητικά ζητήµατα της Εκκλησίας θεσµοποιείται η στενή σύνδεση του κράτους µε την Εκκλησία. Πάντως, οι ειδικοί αυτοί νόµοι, παρά τη ρητή συνταγµατική επιταγή για έκδοσή τους «όσον ένεστι ταχύτερον», εκδόθηκαν µε αρκετή καθυστέρηση και κάλυψαν µόνο εν µέρει τα προς ρύθµιση αντικείµενα. Έτσι, µόλις το 1852 δηµοσιεύθηκαν οι νόµοι Σ «Περί Ο Θεόκλητος Φαρµακίδης, πρωτεργάτης του αυτοκέφαλου της

Επισκοπών και Επισκόπων και περί του υπό τους Επισκόπους τελούντος κλήρου», και ΣΑ «Νόµος Καταστατικός της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας τη Ελλάδος». Το Σύνταγµα του 1844, όσον αφορά στο εκκλησιαστικό ζήτηµα, εµπεριέχει έναν θεµελιώδη συµβιβασµό, ο οποίος άλλωστε αποτυπώνεται και στον δυϊσµό των κανόνων που ρυθµίζουν τα της Εκκλησίας: Ως προς τα δογµατικά και πνευµατικά ζητή- µατα, η Εκκλησία της Ελλάδας είναι ενωµένη µε τις άλλες οµόδοξες εκκλησίες και ιδίως µε το Οικουµενικό Πατριαρχείο και διέπεται από τους ιερούς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις. Από την άλλη, ως προς τα διοικητικά ζητήµατα, θεωρείται Εκκλησία της Επικρατείας, δηλαδή του ελληνικού κράτους, και διέπεται από τους νόµους του. Ο συµβιβασµός αυτός παγιώθηκε µε τον «Πατριαρχικό Τόµο» του 1850, µε τον οποίο το Οικουµενικό Πατριαρχείο αναγνώρισε το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Ελλάδας και αποκαταστάθηκαν οι µεταξύ τους σχέσεις. Η ιδιαίτερη σηµασία της διευθέτησης του εκκλησιαστικού στο Σύνταγµα του 1844 έγκειται στο ότι οι σχετικές συνταγµατικές διατάξεις σφράγισαν ανεξίτηλα την ελληνική συνταγµατική ιστορία και έµελλε να επαναληφθούν, µε επουσιώδεις τροποποιήσεις, σε όλα τα συντάγµατα που ακολούθησαν, όπως άλλωστε και στο ισχύον Σύνταγµα του 1975/1986/2001. Σκίτσο της περιόδου στο οποίο απεικονίζεται η ελληνική αντι- Το πολίτευµα της συνταγµατικής µοναρχίας Το πολίτευµα της συνταγµατικής µοναρχίας, το οποίο καθιερώνει ο Καταστατικός Χάρτης του 1844, αντιδιαστέλλεται τόσο προς τη βαυαρική και οθωνική απολυταρχία (1832-1843), που ήταν µία απεριόριστη µοναρχία, όσο και προς τη βασιλευόµενη δηµοκρατία, η οποία καθιερώθηκε µε το Σύνταγµα του 1864 και διήρκεσε, µε µικρά διαλείµµατα, µέχρι το 1967. Η µοναρχική αρχή και ο θεσµικός ρόλος του βασιλιά Το πολίτευµα χαρακτηρίζεται από την ισχύ της µοναρχικής αρχής. Σύµφωνα µε αυτήν, η κυριαρχία ανήκει στον µονάρχη, που αναγνωρίζεται ως φορέας και πηγή της κρατικής εξουσίας. Ο µονάρχης είναι «ιερός» και «απαραβίαστος», δεν είναι απλώς ο ανώτατος άρχοντας (δηλαδή ο αρχηγός του κράτους), αλλά το κυρίαρχο όργανο του κράτους. Υπέρ του µονάρχη συντρέχει το «τεκµήριο της αρµοδιότητας». Αυτό σηµαίνει ότι είναι αρµόδιος για κάθε ζήτηµα που δεν ανήκει ρητά στην αρµοδιότητα άλλου

κρατικού οργάνου. Ως το ανώτατο όργανο του κράτους, αποδέχεται µόνο εκείνους τους περιορισµούς της εξουσίας του που είναι ρητά διατυπωµένοι στο σύνταγµα. Το Σύνταγµα, άλλωστε, απονέµει ευρύτατες και σηµαντικότατες εξουσίες στον βασιλιά, ο οποίος συµµετέχει και στις τρεις λειτουργίες της κρατικής εξουσίας: νοµοθετική, εκτελεστική και δικαστική. Καταρχάς αποτελεί τον κύριο παράγοντα της εκτελεστικής εξουσίας, η οποία, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, του «ανήκει». Ο βασιλιάς διορίζει και παύει χωρίς κανέναν περιορισµό τους υπουργούς «του». Επίσης, διορίζει και παύει τους δηµοσίους υπαλλήλους, ενώ εκδίδει και τα αναγκαία διατάγµατα για την εκτέλεση των νόµων. Εξάλλου, ο βασιλιάς χαρακτηρίζεται ως ο «ανώτατος Άρχων του Κράτους», αποτελεί δηλαδή συµβολικά την κεφαλή του κρατικού µηχανισµού. Είναι αυτός που άρχει των ενόπλων δυνάµεων, κηρύσσει πόλεµο και συνοµολογεί διεθνείς συνθήκες. Παράλληλα, ο βασιλιάς αποτελεί σηµαντικό παράγοντα της νοµοθετικής λειτουργίας. Έχει, µαζί µε τη Βουλή και τη Γερουσία, την αρµοδιότητα της νοµοθετικής πρωτοβουλίας, µπορεί δηλαδή να συντάσσει και να υποβάλλει στη Βουλή προτάσεις νόµου προς συζήτηση και ψήφιση. Έχει ακόµη, µαζί µε τη Βουλή και τη Γερουσία, δικαίωµα αναβλητικής αρνησικυρίας, µπορεί δηλαδή να απορρίψει µια πρόταση νόµου, οπότε αυτή δεν µπορεί να υποβληθεί ξανά στην ίδια βουλευτική σύνοδο, αλλά σε κάποια επόµενη. Η βασική νοµοθετική αρµοδιότητα του βασιλιά είναι να κυρώνει και να δηµοσιεύει τους νόµους µετά την ψήφισή τους από τη Βουλή. Έµµεσα, εξάλλου, ο βασιλιάς συµµετέχει στην άσκηση της νοµοθετικής εξουσίας µε το να διορίζει χωρίς περιορισµό τα µέλη της Γερουσίας, ενώ διαθέτει και την αρµοδιότητα διάλυσης της Βουλής. Τέλος, ο βασιλιάς είναι παράγοντας και της δικαστικής εξουσίας. Πέρα από τη, συµβολικής κυρίως σηµασίας, διακήρυξη ότι η δικαιοσύνη «πηγάζει» απ αυτόν και ότι οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται «εν ονόµατί του», έχει και ορισµένες ουσιαστικές δικαστικές αρµοδιότητες. Πρόκειται βασικά για την αρµοδιότητα απονοµής χάριτος, δηλαδή το προνόµιο να χαρίζει, να µεταβάλλει ή να ελαττώνει ποινές που έχουν επιβληθεί από τα δικαστήρια. Εξάλλου ο βασιλιάς διορίζει και τους δικαστές. Παράλληλα µε τις παραπάνω τρεις λειτουργίες, έχει και µια τέταρτη λειτουργία, ως ρυθµιστής του πολιτεύµατος (ρυθµιστική λειτουργία). Στο πλαίσιο αυτό, ο βασιλιάς Διάταγµα της εποχής του Όθωνα. Αντιπολιτευτικό σκίτσο κατά του Ανδρέα Μεταξά αρχηγού του

εκδίδει τα διατάγµατα για τον διορισµό και την παύση της κυβέρνησης, για την τακτική ή έκτακτη σύγκληση της Βουλής και της Γερουσίας καθώς και για τη διάλυση της Βουλής και την προκήρυξη εκλογών. Βέβαια, οι παραπάνω εξουσίες του βασιλιά είναι πλέον εξουσίες συνταγµατικά ρυθ- µισµένες. Η άσκησή τους οριοθετείται από τη συνταγµατικά καθιερωµένη αρχή του «ανεύθυνου» του βασιλιά και της αρχής που απαιτεί την προσυπογραφή των πράξεών του. Ο βασιλιάς, ως πρόσωπο ιερό και απαραβίαστο, θεωρείται ότι δεν φέρει ευθύνη για τις πράξεις του. Την (πολιτική) ευθύνη την αναλαµβάνουν οι υπουργοί «του». Για τον λόγο αυτό καµία πράξη του βασιλιά δεν ισχύει και δεν εκτελείται, αν δεν προσυπογράφεται από τον αρµόδιο (και υπεύθυνο) υπουργό. Έτσι, δεν υπάρχει ποτέ περίπτωση να «λογοδοτήσει» ή να δικαστεί ο βασιλιάς για οποιαδήποτε πράξη του. Αντ αυτού την ευθύνη φέρουν οι υπουργοί του: η Βουλή µπορεί να τους κατηγορήσει και τότε δικάζονται από τη Γερουσία (που, στην περίπτωση αυτή, λειτουργεί κατ εξαίρεση ως «δικαστήριο»). Για τη ρύθµιση της σχετικής διαδικασίας, µάλιστα, το σύνταγµα προβλέπει την έκδοση ειδικού νόµου «περί ευθύνης των Υπουργών». Με τις αρχές του ανεύθυνου και της προσυπογραφής συντελείται µια στοιχειώδης µετατόπιση από τις εξουσίες του µονάρχη στις αρµοδιότητες του υπουργικού συµβουλίου. Παράλληλα, µε τη θέσπιση ποινικής ευθύνης των υπουργών εισάγεται έµµεσα και εν τοις πράγµασι ένας στοιχειώδης έστω «κοινοβουλευτικός έλεγχος» της κυβέρνησης. Οι θεσµοί αυτοί επέτρεψαν στη Βουλή να διεκδικήσει έναν ουσιαστικότερο πολιτικό ρόλο και δηµιούργησαν ένα πρώιµο κοινοβουλευτικό κλίµα. Βέβαια, η απόσταση από ένα πραγµατικό κοινοβουλευτικό σύστηµα (όπου η κυβέρνηση και οι υπουργοί εξαρτώνται από την εµπιστοσύνη της Βουλής) είναι ακόµη µεγάλη, όσο οι προσυπογράφοντες και υπεύθυνοι υπουργοί παραµένουν πρόσωπα της απόλυτης επιλογής του βασιλιά. Τα δύο σώµατα του κοινοβουλίου: Βουλή και Γερουσία Στην Ελλάδα κοινοβούλιο συγκροτείται ουσιαστικά για πρώτη φορά το 1844, παρόλο που «Βουλευτικόν», δηλαδή ένα συλλογικό αντιπροσωπευτικό σώµα που «βούλεται» και «νοµοθετεί», προβλεπόταν ήδη από το Σύνταγµα της Επιδαύρου του 1822. Το Σύνταγµα του 1844 θεσπίζει σύστηµα δύο νοµοθετικών σωµάτων, τη Βουλή και τη

Γερουσία. Τέτοιο σύστηµα είχε για πρώτη φορά προβλεφθεί, χωρίς βέβαια να εφαρ- µοστεί, στο λεγόµενο «ηγεµονικό» Σύνταγµα του 1832. Η Βουλή είναι αιρετό σώµα. Τα µέλη της, που δεν µπορούν να είναι λιγότερα από 80, εκλέγονται για τρία χρόνια από τους πολίτες που έχουν το δικαίωµα του εκλέγειν σύµφωνα µε τον εκλογικό νόµο. Η εκλογή της Βουλής αποτελεί την πιο σηµαντική µορφή συµµετοχής του λαού στην άσκηση της κρατικής εξουσίας και, για τον λόγο αυτό, κορυφαίο δηµοκρατικό στοιχείο του Συντάγµατος. Το Σύνταγµα µάλιστα προβλέπει, σε µια διάταξη που επαναλαµβάνεται µέχρι σήµερα, ότι «οι βουλευτές αντιπροσωπεύουν το Έθνος» και όχι µόνο την επαρχία στην οποίαν εκλέγονται. Για να εκλεγεί κάποιος βουλευτής πρέπει να είναι Έλληνας πολίτης εγκατεστηµένος στην Ελλάδα και να έχει συµπληρώσει το τριακοστό έτος της ηλικίας του. Οι ιδιότητες του βουλευτή και του γερουσιαστή είναι µεταξύ τους ασυµβίβαστες. Ασυµβίβαστη µε τα καθήκοντα του βουλευτή είναι επίσης η οποιαδήποτε έµµισθη υπηρεσία στο δηµόσιο. Αν κάποιος διοριστεί σε τέτοια θέση, χάνει τη βουλευτική του ιδιότητα. Η Γερουσία, ως δεύτερο νοµοθετικό σώµα, δεν είναι αιρετή και τα µέλη της, που δεν µπορούν να είναι λιγότερα από 27, διορίζονται από τον βασιλιά και είναι ισόβια. Ο βασιλιάς µπορεί µάλιστα να αυξήσει τον αριθµό των γερουσιαστών, αν κρίνει ότι συντρέχει ανάγκη, µέχρι το 1/2 του όλου αριθµού των βουλευτών. Η Γερουσία αποτελεί ένα αριστοκρατικό στοιχείο του πολιτεύµατος και, λόγω της απόλυτης εξάρτησής της από τον µονάρχη, λειτουργεί ως αντίβαρο στον ρόλο της λαϊκής αντιπροσωπίας, αποδυναµώνοντας τον δηµοκρατικό χαρακτήρα της τελευταίας. Εξάλλου, καλύπτει το κενό που άφησε η κατάργηση των δύο συµβουλευτικών του βασιλιά θεσµών της απόλυτης µοναρχίας, δηλαδή του ανακτοβουλίου και του Συµβουλίου της Επικρατείας. Για να διοριστεί κάποιος γερουσιαστής πρέπει να είναι Έλληνας πολίτης εγκατεστηµένος στην Ελλάδα, να έχει συµπληρώσει το τεσσαρακοστό έτος της ηλικίας του και να έχει προηγουµένως ασκήσει κάποιο από τα πολιτικά, δικαστικά ή στρατιωτικά αξιώµατα που απαριθµούνται αναλυτικά στο σύνταγµα. Χαρακτηριστικό της εξάρτησης της Γερουσίας είναι το ότι ο πρόεδρος του σώµατος διορίζεται από τον βασιλιά (σε αντίθεση µε τον πρόεδρο της Βουλής που εκλέγεται από το ίδιο το σώµα). Το Σύνταγµα του 1844 θεσπίζει, δίπλα στην αιρετή Βουλή, το Σατιρικό σκίτσο του γελοιογράφου του «Δηµόκριτου» στο

Από την άλλη, το Σύνταγµα προβλέπει δύο σηµαντικές εγγυήσεις υπέρ της ανεξαρτησίας των βουλευτών και γερουσιαστών και υπέρ της «αυτονοµίας» των κοινοβουλευτικών σωµάτων. Συγκεκριµένα, οι βουλευτές και οι γερουσιαστές δεν καταδιώκονται ούτε εξετάζονται µε οποιονδήποτε τρόπο για γνώµη ή ψήφο που έδωσαν κατά την άσκηση των βουλευτικών τους καθηκόντων εξάλλου, όσο διαρκεί η βουλευτική σύνοδος (και µε την εξαίρεση των αυτόφωρων εγκληµάτων) δεν διώκονται ούτε συλλαµβάνονται και φυλακίζονται χωρίς άδεια του σώµατος στο οποίο ανήκουν. Επίσης, η Βουλή και η Γερουσία ορίζουν οι ίδιες τον τρόπο λειτουργίας τους µε κανονισµούς που ψηφίζουν. Η σηµασία αυτών των εγγυήσεων καταδεικνύεται από το γεγονός ότι επαναλαµβάνονται έκτοτε σε όλα τα ελληνικά συντάγµατα. Η Βουλή και η Γερουσία αποτελούν παράγοντες της νοµοθετικής εξουσίας, την οποία ασκούν από κοινού µε τον βασιλιά. Οι αρµοδιότητές τους είναι βασικά νοµοθετικές και συνίστανται στην υποβολή προτάσεων νόµου, τη συζήτηση και την ψήφισή τους. Επίσης, κάθε έτος ψηφίζουν τον προϋπολογισµό του κράτους και αποφασίζουν για τον απολογισµό. Περαιτέρω, η Βουλή και η Γερουσία έχουν κάποιες περιορισµένες αρµοδιότητες κοινοβουλευτικού ελέγχου. Μπορούν να απαιτήσουν την εµφάνιση των υπουργών στις συνεδριάσεις τους και να ζητήσουν απ τους υπουργούς «διασαφήσεις» σε σχέση µε υποβληθείσες αναφορές. Η πιο σηµαντική, βέβαια, αρµοδιότητα του κοινοβουλίου, όσον αφορά στις σχέσεις της µε την εκτελεστική εξουσία, είναι ότι Ο Πετρόµπεης Μαυροµιχάλης (1773-1848) σύµβουλος Επι- Δυνατότητα εισαγωγής κοινοβουλευτικού συστήµατος υπό το Σύνταγµα του 1844 Από το όλο πλέγµα των διατάξεων του Συντάγµατος του 1844 φαίνεται να αποκλείεται η λειτουργία κοινοβουλευτικού συστήµατος στο πλαίσιο του πολιτεύµατος της συνταγ- µατικής µοναρχίας. Αντίθετη άποψη έχει διατυπώσει ο Ηλίας Κυριακόπουλος στο έργο του «Ο κοινοβουλευτισµός εν Ελλάδι ως πολιτικός και νοµικός κανών» (1929). Υποστήριξε εκεί (σ. 46 επ.) ότι η µη ανάπτυξη του κοινοβουλευτικού συστήµατος στην περίοδο της συνταγ- µατικής µοναρχίας δεν οφειλόταν σε πληµµέλειες των συνταγµατικών διατάξεων ούτε στην έλλειψη κανόνων που διευκόλυναν την καθιέρωση σταθερών κοινοβουλευτικών αρχών, αλλά στη µη εφαρµογή του συντάγµατος από τον Όθωνα και στις εσκεµµένες παραβιάσεις του.

µπορεί να κατηγορήσει (η Βουλή) και να δικάσει (η Γερουσία) τους υπουργούς, ενεργοποιώντας την ποινική ευθύνη τους για εγκλήµατα εσχάτης προδοσίας, κατάχρησης δηµόσιας περιουσίας και γενικά για κάθε παραβίαση του συντάγµατος. Το κοινοβούλιο λειτουργεί έτσι ως «ποινικό δικαστήριο» για τους υπουργούς. Δικαστικός είναι και ο χαρακτήρας της αποκλειστικής αρµοδιότητας της Βουλής να κρίνει τις διαφορές σχετικά µε την εκλογή των βουλευτών, οπότε λειτουργεί ως «εκλογοδικείο». Κατά τα λοιπά, το κοινοβούλιο είναι αποστερηµένο από τις βασικές αρµοδιότητες που έχει ένα τέτοιο όργανο σε κάποιο κοινοβουλευτικό σύστηµα. Συγκεκριµένα, ο διορισµός των κυβερνήσεων δεν εξαρτάται από την εµπιστοσύνη του κοινοβουλίου, το οποίο δεν µπορεί επίσης να προκαλέσει την παραίτηση υπουργών ή κυβερνήσεων αποσύροντας την προς αυτούς εµπιστοσύνη του. Έτσι, παρά τη συγκρότηση και τη λειτουργία κοινοβουλίου (Βουλή Γερουσία), κοινοβουλευτικό σύστηµα δεν λειτουργεί στα χρόνια της συνταγµατικής µοναρχίας και ούτε θα µπορούσε άλλωστε, διότι µια τέτοια εκδοχή πολιτεύµατος την αποκλείει το σύνταγµα. Η συνταγµατική διαρρύθµιση των πολιτειακών θεσµών και η διευθέτηση των σχέσεων µεταξύ των οργάνων του κράτους είναι τέτοια που ενόψει και του δεδοµένου συσχετισµού δυνάµεων, καθιστά θεσµικά και πολιτικά αδύνατον τον συγκερασµό της συνταγµατικής µοναρχίας µε το κοινοβουλευτικό σύστηµα. Για την εισαγωγή του τελευταίου θα πρέπει να περιµένουµε το Σύνταγµα του 1864 και την αντικατάσταση της µοναρχικής από τη δηµοκρατική αρχή, η οποία καθιστά δυνατή την κοινοβουλευτική εκδοχή του πολιτεύµατος που όντως εισάγεται το 1875. Οι υπουργοί του Στέµµατος Υπό τις παραπάνω συνθήκες (υπερεξουσίες του µονάρχη και ατροφική λειτουργία του κοινοβουλίου), δεν είναι παράδοξο ότι ο θεσµικός ρόλος της κυβέρνησης παρα- µένει υποβαθµισµένος. Καθώς η εκτελεστική λειτουργία συγκεντρώνεται στα χέρια του µονάρχη, η κυβέρνηση αδυνατεί να λειτουργήσει ως αυτοτελής παράγοντάς της. Εξάλλου, όσο πιο ασθενής είναι ο έλεγχος της κυβέρνησης από το κοινοβούλιο τόσο ισχυρότερη είναι η εξάρτησή της από τον µονάρχη. Κατ ακριβολογία µάλιστα, «κυβέρνηση» ως συλλογικό άµεσο όργανο του κράτους δεν υφίσταται: ο όρος δεν απαντάται πουθενά στο σύνταγµα. Συνταγµατικά όργανα είναι µόνο οι υπουργοί, διά Το άρθρο 24 του Συντάγµατος του 1844. Γελοιογραφία στο περιοδικό «Δηµόκριτος» που σατιρίζει το

των οποίων ο βασιλιάς ασκεί την εκτελεστική εξουσία. Το «Υπουργείον» (υπουργικό συµβούλιο) είναι απλώς το συλλογικό σώµα των υπουργών, ο δε «Πρόεδρος του Υπουργείου» (οι όροι αναφέρονται στο άρθρο 24 του συντάγµατος) καταχρηστικά µόνο µπορεί να χαρακτηριστεί πρωθυπουργός. Πράγµατι, οι «πρωθυπουργοί» της συνταγµατικής µοναρχίας δεν έχουν θεσµική εξουσία εντός της «κυβέρνησης» και βέβαια δεν επιλέγουν τους υπουργούς της. Ο µονάρχης είναι αυτός που επιλέγει εξίσου τόσο τον πρωθυπουργό όσο και τους υπουργούς, κατά την απόλυτη και ανέλεγκτη κρίση του. Είναι ενδεικτικό ότι το σύνταγµα προβλέπει ότι στην περίπτωση παύσης ολόκληρου του Υπουργικού Συµβουλίου από τον βασιλιά, προκειµένου να µην αρθεί ο κανόνας της προσυπογραφής, το σχετικό διάταγµα αρκεί να το προσυπογράφει ένας οποιοσδήποτε από τους παυθέντες υπουργούς. Αν πάλι αυτοί αρνηθούν να προσυπογράψουν το διάταγµα της παύσης τους, τότε αυτό υπογράφεται από τον πρόεδρο του νέου Υπουργικού Συµβουλίου που θα διορίσει ο βασιλιάς. Μετάλλιο µε τις προτοµές του Όθωνα και της Αµαλίας. Η κατάργηση του Συµβουλίου της Επικρατείας Σύµφωνα µε το άρθρο 102 του συντάγµατος, το Συµβούλιο της Επικρατείας διαλύε- Διάταγµα Περί διαλύσεως του Συµβουλίου της Επικρατείας Όθων ελέω θεού βασιλεύς της Ελλάδος Λαβόντες υπ όψιν το άρθρον 102 του Συντάγµατος κηρύττοµεν από την σήµερον διαλελυµένον το Συµβούλιον της Επικρατείας. Κατά την περίστασιν δε ταύτην ευδοκούµεν να εκφράσωµεν εις το Σώµα τούτο την Ηµετέραν ευαρέσκειαν δια την µετά ζήλου πολυετή υπηρεσίαν του. Ο Ηµέτερος επί του Β. Οίκου Υπουργός θέλει εκτελέσει και δηµοσιεύσει το παρόν Διάταγµα. Εν Αθήναις, την 18 Ιουνίου 1844 ΟΘΩΝ Σ. ΤΡΙΚΟΥΠΗΣ Το άρθρο 3 του Συντάγµατος του 1844.

ται αυτοδικαίως µε τη συγκρότηση της πρώτης βουλευτικής συνόδου και πάντως το αργότερο µέσα σε τρεις µήνες από την ορκωµοσία του βασιλιά. Το Συµβούλιο της Επικρατείας είχε ιδρυθεί από την αντιβασιλεία και λειτουργούσε από το 1835 (σύµφωνα µε το «Οργανικόν Διάταγµα περί συστάσεως Συµβουλίου της Επικρατείας» της 18ης Σεπτεµβρίου 1835 και το «Διάταγµα περί της καθιδρύσεως του Συµβουλίου της Επικρατείας» της 12ης Οκτωβρίου 1835). Όπως προέβλεπε και το διάταγµα της 6ης Απριλίου 1833 «περί της διαιρέσεως του Βασιλείου και της διοικήσεώς του», το όργανο αυτό συστάθηκε «προς συζήτησιν των σπουδαιοτέρων του Κράτους υποθέσεων και λύσιν διοικητικών αµφισβητήσεων», είχε δηλαδή διττή λειτουργία, αφενός ως συµβουλευτικό όργανο της διοίκησης συγκεκριµένα ως σύµβουλος του Στέµµατος και αφετέρου ως δικαστήριο. Αν και κατά βάση υπήρξε συντηρητικό, το Συµβούλιο της Επικρατείας επέδειξε έναν αξιoσηµείωτα θετικό ρόλο µεσολαβητή µεταξύ λαού και βασιλιά κατά την εξέγερση της 3ης Σεπτεµβρίου. Ωστόσο, στη συνείδηση του λαού φαίνεται πως είχε συνδεθεί αµετάκλητα µε τη βαυαρική και την οθωνική απολυταρχία, γι αυτό και η Εθνική Συνέλευση αποφάσισε την κατάργησή του. Η διάλυση του Συµβουλίου της Επικρατείας συντελέστηκε, κατ εφαρµογή του άρθρου 102 του συντάγµατος, µε διάταγµα που εκδόθηκε στις 18 Ιουνίου 1844, την τελευταία µέρα της προβλεπόµενης στο άρθρο αυτό τρίµηνης προθεσµίας. Η θέση του λαού στο πολίτευµα: διείσδυση φιλελεύθερων και δηµοκρατικών στοιχείων Ο συντηρητικός και µοναρχικός χαρακτήρας του πολιτεύµατος και η ατροφία του κοινοβουλευτισµού θέτουν, όπως είναι εύλογο, τον λαό στο περιθώριο του συστή- µατος διακυβέρνησης. Σε αντίθεση, ωστόσο, µε την περίοδο της απολυταρχίας, τα φιλελεύθερα και δηµοκρατικά στοιχεία που εισάγονται µε το Σύνταγµα του 1844 καθιστούν δυνατή τη συµµετοχή του λαού στην άσκηση της κρατικής εξουσίας και τον έλεγχό της. Όπως επισηµαίνει ο Αριστόβουλος Μάνεσης: «Το Σύνταγµα του 1844 έδινε µια θέση στον λαό εντός του κρατικού οργανισµού δια της αναγνωρίσεως εις αυτόν πολιτικών και ατοµικών δικαιωµάτων, καθώς στο κείµενό του δεν κατάφερε να αποφύγει την διείσδυση των φιλελεύθερων και δηµοκρατικών αρχών». Έτσι, η κατο-

χύρωση ατοµικών ελευθεριών επιτρέπει τη συµµετοχή των πολιτών στην οικονο- µική, κοινωνική και πολιτική ζωή του τόπου. Παράλληλα, η επέκταση του εκλογικού δικαιώµατος σχεδόν στο σύνολο του ανδρικού πληθυσµού συµβάλλει σταδιακά στην πολιτική χειραφέτηση του λαού. Εξάλλου, το ίδιο το σύνταγµα, διακηρύσσοντας ότι η τήρηση του συντάγµατος επαφίεται στον πατριωτισµό των Ελλήνων, αναγνωρίζει ότι τελικά ο λαός, αν και δεν είναι φορέας της κρατικής εξουσίας, µπορεί να προσδιορίσει την άσκησή της στο πλαίσιο του ισχύοντος καταστατικού χάρτη. Φιλελεύθερα στοιχεία του πολιτεύµατος: η κατοχύρωση των ατοµικών ελευθεριών Αν και γενικά συντηρητικό, κρίνοντας από τη σκοπιά των ατοµικών ελευθεριών, το Σύνταγµα του 1844 έχει έναν σαφέστατα φιλελεύθερο προσανατολισµό. Θα ήταν, άλλωστε, πολύ δύσκολο για την Α Εθνική Συνέλευση να αποστεί από τη σηµαντική φιλελεύθερη παράδοση των συνταγµάτων του Αγώνα. Έτσι, οι περί ατοµικών ελευθεριών διατάξεις του Συντάγµατος του 1844 επαναλαµβάνουν κατά βάση τα αντίστοιχα άρθρα εκείνων των συνταγµάτων βασικά δηλαδή του Συντάγµατος της Τροιζήνας του 1827, που έχει χαρακτηριστεί από τον Αλ. Σβώλο ως «το τελειότερον και ωραιότερον εκ των Συνταγµάτων της Επαναστάσεως». Περαιτέρω, στο νέο σύνταγµα υπάρχουν και µερικές ενδιαφέρουσες καινοτοµίες. Το σύνταγµα κατοχυρώνει τις ατοµικές ελευθερίες στο δεύτερο κεφάλαιό του (άρθρα 3-14), που επιγράφεται Περί του δηµοσίου δικαίου των Ελλήνων. Σε άλλες διατάξεις, εκτός αυτού του κεφαλαίου, κατοχυρώνονται η θρησκευτική ελευθερία και η ελευθερία της λατρείας (στο άρθρο 1) καθώς επίσης ορισµένα διαδικαστικού χαρακτήρα δικαιώµατα σχετικά µε την απονοµή της δικαιοσύνης. Ο Δηµήτριος Μαυροκορδάτος γιος του Αλέξανδρου διετέλεσε Ο «κλασικός» κατάλογος των ελευθεριών και ο εµπλουτισµός του Είναι σηµαντικό ότι ο «κλασικός κατάλογος», όπως είχε διαµορφωθεί στο Σύνταγµα της Τροιζήνας, εµπλουτίζεται στο νέο σύνταγµα µε νέα δικαιώµατα. Έτσι, για πρώτη φορά ορίζεται ότι «το απόρρητο των επιστολών είναι απαραβίαστο», ενώ επίσης ρητά κατοχυρώνεται και το άσυλο της κατοικίας (το οποίο πάντως προβλεπόταν και στο µηδέποτε ισχύσαν ηγεµονικό Σύνταγµα του 1832). Πρόκειται για δύο σηµαντι-

κές εγγυήσεις κατά της αυθαιρεσίας των µηχανισµών του νεότευκτου κράτους. Η σηµασία τους επιβεβαιώθηκε, αν και µε αρνητικό τρόπο, κατά την εφαρµογή του συντάγµατος: οι παραβιάσεις του απορρήτου των επιστολών στα χρόνια της συνταγ- µατικής µοναρχίας ήταν τόσο σοβαρές που η Β Εθνοσυνέλευση αναγκάστηκε να διακηρύξει στο Σύνταγµα του 1864 ότι «το απόρρητο των επιστολών είναι απολύτως απαραβίαστο». Καινούργιες είναι επίσης οι διατάξεις που κατοχυρώνουν την αρχή του «φυσικού δικαστή» και την εγγύηση του «ορκωτού συστήµατος». Σύµφωνα µε την αρχή του φυσικού δικαστή, ο καθένας έχει δικαίωµα να δικαστεί από τον δικαστή που προβλέπει γενικά και εκ των προτέρων ο νόµος. Αυτό σηµαίνει ότι δεν µπορούν να συσταθούν έκτακτα δικαστήρια, για να δικάσουν συγκεκριµένα πρόσωπα ή συγκεκριµένες πράξεις. Εξάλλου, η κατοχύρωση του ορκωτού συστήµατος αποτελεί όχι µόνο εγγύηση ατοµικής ελευθερίας αλλά και πολιτικό δικαίωµα. Το ορκωτό σύστηµα αποτελεί µέσο συµµετοχής των πολιτών (ενόρκων) στην άσκηση της δικαστικής εξουσίας και, ως εκ τούτου, εγγύηση δηµοκρατικής νοµιµοποίησής της. Για τον λόγο αυτόν προβλέφθηκε ότι τα πολιτικά εγκλήµατα καθώς και τα εγκλήµατα που τελούνται διά του Τύπου δικάζονται από ορκωτά δικαστήρια. Πράγµατι, το σύνταγµα επιβάλλει µια υποχρέωση στο κράτος, τη χρηµατοδότηση της ανώτερης και (από κοινού µε τους δήµους) της δηµοτικής εκπαίδευσης, προκειµένου να διασφαλιστεί η παροχή παιδείας προς τους πολίτες. Σε εγχειρίδιο συνταγµατικού δικαίου της εποχής, ο Νικόλαος Παππαδούκας σχολίαζε µάλιστα, προσφυώς, ότι «καθώς οι πολίται, αντί των φόρων και λοιπών αυτών υποχρεώσεων, δικαιούνται να έχωσι πρόχειρον τον εφηµέριον και τον ειρηνοδίκην, ούτω δικαιούνται να έχωσι και τον δηµοδιδάσκαλον». Παρόλο που οι σχετικές συζητήσεις στη συνέλευση επικεντρώθηκαν κυρίως στον βαθµό της αυτονοµίας των δήµων και, αντίστοιχα, της παρέµβασης του κράτους στη δηµοτική εκπαίδευση, υπήρχε πάντως συνείδηση της σηµασίας της εκπαίδευσης ως δηµόσιου αγαθού. Όπως θα επισηµάνει κατά τις συζητήσεις και ο πληρεξούσιος Ι. Περίδης, «η εκπαίδευσις είναι µέγα έργον, και καθ ό τοιούτον, πρέπει να απόκηται εις την πολιτείαν». Στο Σύνταγµα του 1844 περιλαµβάνονταν διατάξεις σχετικές

Περαιτέρω, στα θετικά του συντάγµατος συγκαταλέγονται και οι διατάξεις του που ενισχύουν την προστασία των ατοµικών ελευθεριών σε σχέση µε την κατοχύρωσή τους στα συντάγµατα του Αγώνα. Η προσωπική ελευθερία, για παράδειγµα, κατοχυρώνεται πληρέστερα. Συγκεκριµένα, θεσπίζεται ότι όχι µόνο η φυλάκιση αλλά και κάθε άλλος περιορισµός της ελευθερίας κίνησης επιτρέπονται µόνο στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόµος. Εξάλλου, όπως σαφώς προκύπτει από τις εργασίες της συνέλευσης, η διάταξη αυτή έχει την έννοια ότι απαγορεύονται η εξορία και η εκτόπιση. Προβλέφθηκε ακόµη ότι µε την εξαίρεση των αυτόφωρων εγκληµάτων, κανείς δεν συλλαµβάνεται ούτε φυλακίζεται, αν δεν του κοινοποιηθεί αιτιολογηµένο δικαστικό ένταλµα. Ιδιαίτερη σηµασία στο Σύνταγµα του 1844 έχει το άρθρο για την ελευθερία της έκφρασης και ιδίως οι διατάξεις για την ελευθερία του Τύπου. Σύµφωνα µε την αντίληψη που επικρατούσε µεταξύ των µελών της συνέλευσης, πρωταρχική λειτουργία του Τύπου είναι να ελέγχει την άσκηση της κρατικής εξουσίας και να θέτει φραγµούς στην ανάπτυξη απολυταρχικών τάσεων. Ως εκ τούτου, επίκεντρο των συζητήσεων ήταν η προστασία του Τύπου απέναντι σε κρατικές επεµβάσεις. Το ενδεχόµενο ότι ο Τύπος µπορεί να λειτουργεί και ο ίδιος ως εξουσία ήταν τόσο αποµακρυσµένο εκείνη την εποχή ώστε το ζήτηµα της προστασίας των πολιτών απέναντι στον ίδιο τον Τύπο να µην απασχολεί τον συντακτικό νοµοθέτη. Γι αυτόν τον λόγο, οι διατάξεις που τέθηκαν στο σύνταγµα διαπνέονται από φιλελεύθερο πνεύµα και ενισχύουν την προστασία του Τύπου σε σχέση µε τα συντάγµατα του Αγώνα. Ορίζεται έτσι, καταρχάς, ότι ο καθένας µπορεί να διαδίδει τους στοχασµούς του διά του Τύπου ή µε άλλον τρόπο, χωρίς να υπόκειται σε άλλους όρους, παρά µόνο στους νόµους του κράτους. Περαιτέρω, τίθενται δύο ειδικές εγγυήσεις υπέρ του Τύπου. Πρώτον, η λογοκρισία απαγορεύεται ρητά και απερίφραστα. Δεύτερον, στους φορείς του Τύπου (συντάκτες, εκδότες και τυπογράφους εφηµερίδων) απαγορεύεται να επιβάλλεται χρηµατική προκαταβολή λόγω εγγύησης, κάτι που, µέσα στη γενική πενία της εποχής, θα µπορούσε να λειτουργήσει εν τοις πράγµασι ως ισχυρότατος περιορισµός της ελευθεροτυπίας. Ως περιορισµός του Τύπου τίθεται πάντως η απαίτηση οι εκδότες εφηµερίδων να είναι Έλληνες πολίτες. Πολύ σηµαντική επίσης είναι, όπως φαίνεται και από το γεγονός ότι ο κατάλογος

των ελευθεριών ξεκινάει µε αυτή, και η διακήρυξη της γενικής αρχής της ισότητας: «οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του Νόµου». Η διάταξη αυτή είναι τόσο θεµελιώδης που θεωρήθηκε περίπου αυτονόητη και έγινε δεκτή µε χαρακτηριστική ευκολία από την συνέλευση. Η γενική αρχή συνοδεύεται από την κατοχύρωση δύο ειδικότερων εκφάνσεών της, την ισότητα στα δηµόσια βάρη και την ισότητα πρόσβασης στις δηµόσιες θέσεις. Ισότητα στα δηµόσια βάρη (δηλαδή φορολογική ισότητα) σηµαίνει ότι όλοι οι Έλληνες αδιακρίτως συνεισφέρουν µε παροχές προς το κράτος, ο καθένας ανάλογα µε την περιουσία του. Από την άλλη, ισότητα πρόσβασης στις δηµόσιες θέσεις («δηµόσια επαγγέλµατα») σηµαίνει ότι όλοι οι Έλληνες πολίτες και µόνον αυτοί µπορούν, ανάλογα µε την αξία τους, να διοριστούν ως δηµόσιοι υπάλληλοι ή να καταλάβουν άλλες θέσεις στον κρατικό µηχανισµό. Η σχετική διάταξη υπήρξε αντικείµενο ζωηρής αντιπαράθεσης στη συνέλευση, καθότι συνδέεται µε το ακανθώδες ζήτηµα του προσδιορισµού της ιδιότητας του Έλληνα πολίτη. Από την άποψη αυτή, άλλωστε, το δικαίωµα πρόσβασης στις δηµόσιες θέσεις αποτελεί όχι µόνο έκφανση της αρχής της ισότητας αλλά και πολιτικό δικαίωµα, δηλαδή δικαίωµα συµ- µετοχής στην άσκηση της κρατικής εξουσίας. Ενδιαφέρον έχει, εξάλλου, η ρύθµιση του δικαιώµατος της ιδιοκτησίας στο Σύνταγµα του 1844. Σύµφωνα µε τη σχετική διάταξη, κανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία του παρά µόνο για δηµόσια ανάγκη που έχει αποδειχθεί µε τον προσήκοντα τρόπο, όταν και όπως ο νόµος ορίζει, και πάντοτε αφού προηγηθεί αποζηµίωση. Με επουσιώδεις τροποποιήσεις, η διάταξη αυτή επαναλαµβάνεται έκτοτε σε όλα τα ελληνικά συντάγµατα. Πέρα από τον εγγυητικό για την ατοµική ιδιοκτησία χαρακτήρα της, η διάταξη είναι σηµαντική και για έναν ακόµη λόγο: ρυθµίζει συνταγµατικά και άρα παγιώνει τον θεσµό της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης. Ιδιαίτερη µνεία πρέπει να γίνει στο άρθρο του συντάγµατος που αναφέρεται στην εκπαίδευση. Στις διατάξεις του κατοχυρώνεται καταρχάς το δικαίωµα του καθενός να ιδρύει εκπαιδευτικά καταστήµατα, δηλαδή ένα κλασικό ατοµικό δικαίωµα. Παράλληλα, όµως, ορίζεται ότι η ανώτερη εκπαίδευση παρέχεται µε δαπάνες του κράτους, ενώ το κράτος συνδράµει τους δήµους για την παροχή της δηµοτικής εκπαίδευσης. Τη ρύθµιση αυτή µπορούµε να την αντιληφθούµε και ως ένα πρόδροµο κοινωνικό δικαίωµα.

Αξίζει επίσης να σηµειωθεί ότι το Σύνταγµα του 1844 επαναλαµβάνει τη διάταξη για την απαγόρευση της δουλείας, µία από τις πιο φιλελεύθερες και προοδευτικές διατάξεις που είχαν εισαχθεί από τα συντάγµατα του Αγώνα. Το σχετικό άρθρο όχι µόνο διακηρύσσει ότι στην Ελλάδα ούτε πωλείται ούτε αγοράζεται άνθρωπος, αλλά ορίζει επιπλέον ότι κάποιος που ήταν δούλος στη χώρα του καθίσταται ελεύθερος µόλις πατήσει σε ελληνικό έδαφος. Τέλος, χωρίς ιδιαίτερη συζήτηση έγιναν δεκτές από τη Συνέλευση οι διατάξεις του συντάγµατος που προβλέπουν την αρχή της νοµιµότητας των ποινών (δηλαδή, για να επιβληθεί ποινή, πρέπει αυτή να έχει προηγουµένως οριστεί σε νόµο), το δικαίωµα του καθενός να υποβάλλει εγγράφως αναφορές στις αρχές καθώς επίσης την απαγόρευση των βασανιστηρίων και της γενικής δήµευσης. Το Σύνταγµα του 1844, παρά τις ευνοϊκές ρυθµίσεις του, δεν Η ελλειµµατική προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας και η µη κατοχύρωση δικαιωµάτων συλλογικής δράσης Στα αρνητικά του Συντάγµατος του 1844 πρέπει πάντως να καταλογίσουµε την ελλειµ- µατική προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας, η οποία βρίσκεται σε σχέση έντασης µε την αναγνώριση της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως «επικρατούσας» θρησκείας. Στο άρθρο 1 ορίζεται βέβαια ότι κάθε άλλη πέρα από την επικρατούσα γνωστή θρησκεία «είναι ανεκτή», ενώ η λατρεία της τελείται ανεµπόδιστα και υπό την προστασία των νόµων. Ωστόσο, η απλή ανοχή των διαφορετικών θρησκειών µε παράλληλη αναγνώριση µιας επίσης θρησκευτικής ιδεολογίας συνιστά απλώς ανεξιθρησκεία και όχι πραγµατική θρησκευτική ελευθερία. Η τελευταία προϋποθέτει αφενός τη θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους και αφετέρου τη διασφάλιση της θρησκευτικής ισότητας. Το Σύνταγµα του 1844 όµως επιφυλάσσει σαφέστατα προνοµιακή θέση στην επικρατούσα θρησκεία, καθώς µάλιστα ορίζει ότι απαγορεύεται ο προσηλυτισµός και κάθε άλλη επέµβαση κατά αυτής. Ο ποινικός νόµος προέβλεπε αυστηρή τιµωρία (φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους) για τον προσηλυτισµό. Η ανεπάρκεια των συνταγµατικών εγγυήσεων για την άσκηση της θρησκευτικής ελευθερίας φάνηκε σε αρκετές περιπτώσεις, µε πιο χαρακτηριστική τη δίωξη και καταδίκη του Θεόφιλου Καΐρη για τις λεγόµενες «κακοδοξίες» του. Εξάλλου, µία σηµαντική παράλειψη του Συντάγµατος του 1844 εντοπίζεται στο

ότι δεν κατοχυρώνει δύο βασικά δικαιώµατα συλλογικής δράσης: την ελευθερία της συνάθροισης ή, αλλιώς, «ελευθερία του συνέρχεσθαι», δηλαδή το δικαίωµα διοργάνωσης και συµµετοχής σε συγκεντρώσεις, διαδηλώσεις κλπ., και ιδίως την ελευθερία της συνένωσης ή «ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι», δηλαδή το δικαίωµα σύστασης ενώσεων και σωµατείων. Κοινό χαρακτηριστικό αυτών των δύο δικαιωµάτων είναι ότι µπορούν να ασκηθούν µόνο από περισσότερους µαζί. Τα δικαιώµατα αυτά έχουν µια ιδιαίτερη πολιτική σηµασία, αφού η συµµετοχή στην πολιτική ζωή προϋποθέτει εν πολλοίς την άσκησή τους: αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι και τα ίδια τα κόµµατα δεν είναι παρά πολιτικές ενώσεις. Η παράλειψη της κατοχύρωσης των δικαιωµάτων του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι µπορεί να θεωρηθεί µια συντηρητική παραφωνία σε έναν, κατά τα λοιπά, φιλελεύθερο κατάλογο ατοµικών ελευθεριών. Η συντηρητική αυτή επιλογή πρέπει να αποδοθεί ακριβώς στον έντονα πολιτικό και δυνάµει επικίνδυνο για τους κρατούντες χαρακτήρα αυτών των δικαιωµάτων. Το έλλειµµα προστασίας που συνεπάγεται η µη κατοχύρωσή τους είναι εντονότερο όσον αφορά στο δικαίωµα του συνεταιρίζεσθαι, δεδοµένου ότι ο ποινικός νόµος προέβλεπε κεφάλαιο «περί αθεµίτων ενώσεων και εταιρειών», σύµφωνα µε το οποίο τιµωρούνταν η σύσταση ενώσεων που αφορούν τις εξωτερικές ή εσωτερικές σχέσεις της επικράτειας και θρησκευτικούς ή άλλους σκοπούς. Ελλειµµατική προστασία των ατοµικών δικαιωµάτων στην πράξη Αν η αναγνώριση και κατοχύρωση των ατοµικών ελευθεριών στο συνταγµατικό κεί- µενο είναι σε γενικές γραµµές και µε τις επιφυλάξεις που προαναφέρθηκαν επαρκής, ωστόσο στη συνταγµατική πραγµατικότητα το επίπεδο προστασίας των ελευθεριών κατά την εφαρµογή του συντάγµατος, δηλαδή στα χρόνια της συνταγµατικής µοναρχίας, είναι ιδιαίτερα χαµηλό. Αυτό το έλλειµµα αποτελεσµατικής προστασίας των ατοµικών ελευθεριών στην πράξη µπορεί να αποδοθεί σε δύο βασικούς λόγους: έναν θεσµικό και έναν πραγµατικό. Ο πρώτος λόγος απορρέει από την παράλειψη έκδοσης των αναγκαίων νόµων ή την παράλειψη κατάργησης προγενέστερων νόµων που ήταν αντίθετοι µε το σύνταγµα. Πράγµατι, για την αποτελεσµατική προστασία των ατοµικών ελευθεριών συνήθως δεν αρκεί η συνταγµατική κατοχύρωση, αλλά απαιτείται και η έκδοση ειδικών νόµων

που ρυθµίζουν την άσκηση συγκεκριµένων δικαιωµάτων ή διασφαλίζουν τις υλικές ή νοµικές προϋποθέσεις τους. Σε κάποιες περιπτώσεις η έκδοση τέτοιων νόµων προβλέπεται ρητά στο ίδιο το σύνταγµα: σύµφωνα µε την ειδική διάταξη του άρθρου 105, το συντοµότερο δυνατόν πρέπει να εκδοθούν ειδικοί νόµοι για µια σειρά θεµάτων, όπως για παράδειγµα «περί τύπου», «περί της δηµοσίας εκπαιδεύσεως», «περί της διαθέσεως και διανοµής της εθνικής γης». Εξάλλου, αναφορά στον νόµο γίνεται και σε πολλά σηµεία του καταλόγου των ατοµικών ελευθεριών, µε διατυπώσεις του τύπου: «όπως ο νόµος ορίζει», «όπως ο νόµος διατάσσει» κλπ. Πρόκειται για τη λεγόµενη «επιφύλαξη υπέρ του νόµου», που σηµαίνει ότι η συνταγµατική διάταξη περιορίζεται στη γενική αναγνώριση της ελευθερίας και κατά τα λοιπά παραπέµπει στον κοινό νόµο για την ειδικότερη ρύθµισή της. Το γεγονός, εποµένως, ότι ορισµένοι απαραίτητοι για την προστασία και τη ρύθµιση των ατοµικών ελευθεριών νόµοι είτε δεν εκδόθηκαν καθόλου είτε εκδόθηκαν µε µεγάλη καθυστέρηση επέδρασε ασφαλώς αρνητικά στη λειτουργία των ατοµικών ελευθεριών. Πολύ πιο αρνητικό όµως ήταν το γεγονός ότι διατηρήθηκαν σε ισχύ συγκεκριµένοι νόµοι της βαυαροκρατίας, οι οποίοι µετά τη θέσπιση του συντάγµατος θα έπρεπε να θεωρηθούν αντισυνταγµατικοί. Και τούτο µάλιστα, παρόλο που στο άρθρο 103 του νέου συντάγ- Η αντίθεση των «τυποκτόνων» νόµων προς το σύνταγµα Μισό αιώνα µετά τη θέσπιση του Συντάγµατος του 1844 και ενώ αυτό είχε ήδη αντικατασταθεί από το Σύνταγµα του 1864, ο διαπρεπής συνταγµατολόγος Θεόδωρος Φλογαΐτης διαπίστωνε καταστρατήγηση του συντάγµατος στην οποία οδηγούσε η αντίθεση των κοινών νόµων προς τον καταστατικό χάρτη, επισηµαίνοντας, ειδικά όσον αφορά την ελευθερία του Τύπου, τα ακόλουθα: «Και αληθεύει µεν, ότι αµφότερα τα Συντάγµατα [του 1844 και του 1864] επέταξαν την προσεχή έκδοσιν νόµου περί τύπου ασφαλίζοντας την εν αυτοίς ρήτραν, ότι "ο τύπος είναι ελεύθερος". Αλλά δεν εξεπληρώθη το επίτευγµα τούτο των Συνταγµάτων. Και δύναται µεν τις να ισχυρισθή, ότι ο περί εξυβρίσεως και περί τύπου νόµος του 1837, διατελών εν τελεία αντιφάσει και εναντιότητι προς το επελθόν Σύνταγµα, δεν δύναται να έχη νυν ισχύν, αλλ η δικαστική ηµών νοµολογία, υπεράγαν ούσα τυπική, εθεώρησε και θεωρεί τούτον ισχύοντα».

µατος προβλέπεται ρητά ότι όλοι οι νόµοι και τα διατάγµατα που αντιβαίνουν στο παρόν σύνταγµα καταργούνται. Κορυφαίο παράδειγµα αποτελεί ο ανελεύθερος και «τυποκτόνος» νόµος «περί εξυβρίσεως εν γένει και περί του τύπου» του 1837, ο οποίος όχι µόνο δεν καταργήθηκε, αλλά παρέµεινε µε τροποποιήσεις σε ισχύ για πολλές δεκαετίες, αναιρώντας ουσιαστικά τη συνταγµατική προστασία του Τύπου. Ο δεύτερος λόγος αναποτελεσµατικής προστασίας των ατοµικών ελευθεριών πρέπει να αποδοθεί στον Όθωνα και στον συγκεκριµένο τρόπο διακυβέρνησης. Πράγµατι, η διακυβέρνηση του Όθωνα και µετά τη θέσπιση του συντάγµατος συνέχισε να χαρακτηρίζεται από συγκεντρωτισµό και αυταρχισµό. Στην περίοδο της συνταγµατικής µοναρχίας ήταν συχνές και σοβαρές οι παραβιάσεις των ατοµικών ελευθεριών, όπως της προσωπικής ελευθερίας και του απορρήτου των επιστολών, ενώ και ο Τύπος υπέστη διάφορους διωγµούς. Η κατοχύρωση των ατοµικών ελευθεριών στο Σύνταγµα του 1844 συνιστά γενικά έκφραση του πολιτικού φιλελευθερισµού και, σε µεγάλο βαθµό, απηχεί τις επιδιώξεις αστικών κοινωνικών και πολιτικών δυνάµεων. Παράλληλα, βέβαια, επιβιώνουν και κάποιες αποκλίσεις από τη φιλελεύθερη παράδοση (π.χ. η ρύθµιση της θρησκευτικής ελευθερίας, η διατήρηση αυταρχικών νόµων περί τύπου κλπ.), οι οποίες πάντως δεν αναιρούν την παραπάνω εκτίµηση. Ωστόσο, η κατοχύρωση των ελευθεριών στο επίπεδο του συντάγµατος υποσκάπτεται αν δεν αναιρείται από την αναποτελεσµατικότητα της προστασίας τους στο επίπεδο του κοινού νοµοθέτη και της διοίκησης και, κυρίως, από τις συχνές παραβιάσεις τους στην πράξη από το οθωνικό καθεστώς. Η πρώτη σελίδα του «Προσωρινού Πολιτεύµατος της Ελλάδος» Δηµοκρατικά στοιχεία του πολιτεύµατος Το Σύνταγµα του 1844 δεν είναι ένα δηµοκρατικό σύνταγµα. Κορυφαία και υποδειγµατική έκφραση της δηµοκρατικής αρχής υπήρξε η διακήρυξη στο Σύνταγµα της Τροιζήνας του 1827 ότι «η Κυριαρχία ενυπάρχει εις το Έθνος πάσα εξουσία πηγάζει εξ αυτού και υπάρχει υπέρ αυτού». Το Σύνταγµα του 1844 κατοχυρώνει, όµως, τη µοναρχική αρχή, αναγνωρίζει δηλαδή ως κυρίαρχο όργανο του κράτους τον µονάρχη. Η θέσπισή του, εποµένως, όσο κι αν αποτελεί σηµαντική πρόοδο σε σχέση µε τη βαυαρική και οθωνική απολυταρχία, συνιστά πάντως και µια συντηρη-

τική οπισθοδρόµηση σε σχέση µε τη δηµοκρατική παράδοση που είχαν διαµορφώσει τα συντάγµατα του Αγώνα. Πολιτικά δικαιώµατα και ιδιότητα του πολίτη στο Σύνταγµα του 1844 Ωστόσο, η ισχυρή δηµοκρατική παράδοση του ελληνικού λαού δεν µπορούσε παρά να βρει έκφραση στις εργασίες της Εθνοσυνέλευσης, έτσι ώστε, ακόµα και στα ασφυκτικά πλαίσια του µοναρχικού πολιτεύµατος, ορισµένα δηµοκρατικά στοιχεία να διεισδύσουν στο Σύνταγµα του 1844. Τέτοια στοιχεία αποτελούν ιδίως η αναγνώριση πολιτικών δικαιωµάτων, µε κορυφαίο το εκλογικό δικαίωµα, τόσο στην «ενεργητική» µορφή του, δηλαδή το δικαίωµα της ψήφου ή το «δικαίωµα του εκλέγειν», όσο και στην «παθητική» µορφή του, δηλαδή το δικαίωµα να εκλεγεί κάποιος σε δηµόσιες θέσεις ή αλλιώς το δικαίωµα του «εκλέγεσθαι». Το εκλογικό δικαίωµα κατοχυρώνεται ρητά στο σύνταγµα µόνο όσον αφορά στις εκλογές για την ανάδειξη της Βουλής, εκλογές ωστόσο διενεργούνταν και σε τοπικό επίπεδο, για την ανάδειξη των δηµοτικών και κοινοτικών αρχών. Η αναγνώριση του εκλογικού δικαιώµατος εισφέρει βέβαια στο πολίτευµα ένα περιορισµένης εµβέλειας δηµοκρατικό στοιχείο, δεδοµένου ότι το ένα από τα δύο νοµοθετικά σώµατα, η Γερουσία, δεν αναδεικνύεται από εκλογές αλλά από τον µονάρχη. Δηµοκρατικό χαρακτήρα, καθότι συνεπάγονται συµµετοχή των πολιτών στην άσκηση της κρατικής εξουσίας, έχουν επίσης δύο ακόµη θεσµοί που κατοχυρώνονται στο σύνταγµα. Ο πρώτος είναι το δικαίωµα των πολιτών για πρόσβαση στις δηµόσιες θέσεις, ιδίως ως υπάλληλοι της διοίκησης. Ο δεύτερος είναι η εγγύηση του ορκωτού ή «ορκωτικού» συστήµατος, δηλαδή η συµµετοχή πολιτών ως ενόρκων στη σύνθεση των δικαστηρίων. Πάντως, τα πολιτικά δικαιώµατα καθεαυτά δεν απασχόλησαν ιδιαίτερα τις εργασίες της Α Εθνικής Συνέλευσης ούτε άλλωστε αποτέλεσαν πεδία τριβής κατά την εφαρ- µογή του συντάγµατος. Είναι και αυτό µια ένδειξη της περιορισµένης σηµασίας του δηµοκρατικού στοιχείου στη λειτουργία του πολιτεύµατος. Άλλωστε, το σύνταγµα δεν αναγνώριζε τα ατοµικά δικαιώµατα µε την κατεξοχήν πολιτική λειτουργία, δηλαδή τα δικαιώµατα συλλογικής δράσης (δικαιώµατα «του συνέρχεσθαι» και «του συνεταιρίζεσθαι»), η άσκηση των οποίων αποτελεί προϋπόθεση για τη διαµόρφωση Σηµαντικό πρόβληµα της εποχής ήταν και η αντίθεση µεταξύ

της πολιτικής βούλησης του λαού. Περισσότερο επίµαχο υπήρξε το ζήτηµα του προσδιορισµού των φορέων των πολιτικών δικαιωµάτων, δηλαδή του καθορισµού της ιδιότητας του Έλληνα πολίτη. Υπήρξε σηµαντική αντιπαράθεση σχετικά µε το αν τα πολιτικά δικαιώµατα πρέπει να κατοχυρώνονται ισότιµα τόσο για τους «αυτόχθονες» όσο και για τους «ετερόχθονες». Πρόκειται για τη διάκριση που δεν απασχόλησε µόνο τη συνέλευση αλλά επίσης αποτέλεσε ένα οξύτατο κοινωνικό πρόβληµα της εποχής µεταξύ των γηγενών Ελλήνων από τις ελεύθερες επαρχίες του ελληνικού κράτους (Μοριάς, Ρούµελη κλπ.) και των Ελλήνων που εγκαταστάθηκαν στο ελληνικό κράτος προερχόµενοι από τις επαρχίες που παρέµεναν στην Οθωµανική αυτοκρατορία (Κωνσταντινούπολη, Παραδουνάβιες Ηγεµονίες, Ήπειρος, Θεσσαλία, Μακεδονία, Κρήτη, νησιά). Σχετικά µε τη νοµική κατάσταση των «ετεροχθόνων», ετίθεντο κυρίως δύο ζητήµατα: το αν θα έχουν πρόσβαση στις δηµόσιες θέσεις και αν θα έχουν το δικαίωµα του «εκλέγεσθαι». Στα ζητήµατα αυτά δόθηκε τελικά µια συµβιβαστική λύση. Έτσι, το ζήτηµα της πρόσβασης σε δηµόσιες θέσεις ρυθµίστηκε µε ψήφισµα που επισυνάφθηκε στο σύνταγµα και έχει την ίδια µε αυτό τυπική ισχύ. Σ αυτό προβλέφθηκε ότι σε δηµόσιες θέσεις µπορούν να διοριστούν όσοι ετερόχθονες αγωνίστηκαν στην επανάσταση καθώς και όσοι εγκαταστάθηκαν οικογενειακώς στην Ελλάδα µέχρι το 1837. Για τους υπόλοιπους τέθηκαν ορισµένοι χρονικοί περιορισµοί (δύο µέχρι τεσσάρων ετών), προτού µπορέσουν να διοριστούν. Πάντως, οι περιορισµοί αυτοί δεν αφορούσαν θέσεις στον στρατό και στο ναυτικό καθώς και θέσεις καθηγητών, δασκάλων, προξένων και διερ- µηνέων. Αυστηρότερες ήταν οι προϋποθέσεις για το δικαίωµα του «εκλέγεσθαι», οι οποίες προβλέφθηκαν σε µια περίπλοκη ρύθµιση του εκλογικού νόµου της 18ης Μαρτίου 1844, προφανής στόχος της οποίας ήταν να περιορίσει την εκλογή των ετεροχθόνων τουλάχιστον κατά τις πρώτες εκλογικές αναµετρήσεις. Σύµφωνα µε αυτή τη ρύθµιση, το δικαίωµα του «εκλέγεσθαι» έχουν κατά βάση όσοι ετερόχθονες εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα ή έλαβαν µέρος στις µάχες κατά τη διάρκεια του Αγώνα, ενώ οι υπόλοιποι έπρεπε να έχουν κατοικήσει έξι χρόνια στην Ελλάδα και να έχουν αποκτήσει ακίνητη περιουσία στην επαρχία όπου είναι υποψήφιοι.

Ο εκλογικός νόµος της 18ης Μαρτίου 1844: καθιέρωση της καθολικής ψηφοφορίας Η Α Εθνική Συνέλευση απέφυγε να ρυθµίσει την έκταση του δικαιώµατος της ψήφου απευθείας στο σύνταγµα και παρέπεµψε στον εκλογικό νόµο που ψήφισε η ίδια και µάλιστα δηµοσιεύθηκε την ίδια µέρα µε το σύνταγµα, στις 18 Μαρτίου 1844. Ο εκλογικός νόµος του 1844 χαρακτηρίστηκε «σταθµός στην ιστορία του εκλογικού µας δικαίου» και «επαναστατικός για την εποχή του», καθότι πρωτοπορεί σε σχέση µε τα ισχύοντα στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Πράγµατι, ο εκλογικός νόµος Το ανολοκλήρωτο της καθολικής ψηφοφορίας Πρωτοποριακή ήταν η καθιέρωση της καθολικής ψηφοφορίας µε τον εκλογικό νόµο του 1844, ωστόσο αυτή παρέµενε ανολοκλήρωτη κατά την περίοδο ισχύος του Συντάγµατος του 1844. Όπως επισηµαίνει ο Γ. Σωτηρέλης: «Στην πραγµατικότητα η καθολική ψηφοφορία, όπως ίσχυε στην περίοδο 1844 1862, ήταν ελλιπής, µονοµερής και ανολοκλήρωτη. Δεν πρόκειται εδώ για τους µικρούς περιορισµούς του εκλογικού δικαιώµατος, που ήταν άλλωστε αµελητέοι, ούτε βέβαια για την κακή εφαρµογή της καθολικής ψηφοφορίας. Αναφερόµαστε κυρίως στην παράλληλη ύπαρξη δύο θεσµών που αποδυνάµωναν σηµαντικά την ισχύ της καθολικής ψηφοφορίας. Ο πρώτος ήταν η Γερουσία, µε µέλη διορισµένα από τον µονάρχη, η οποία αποτελούσε το αντίβαρο και συχνά την τροχοπέδη της αντιπροσωπείας της καθολικής ψήφου, σχετικοποιώντας σηµαντικά την σηµασία της. Ο δεύτερος, και σπουδαιότερος, ήταν η διατήρηση, και κατά την περίοδο ισχύος του Συντάγµατος του 1844, του αυστηρά τιµηµατικού συστήµατος των Βαυαρών για τις δηµοτικές εκλογές. Ήταν πράγµατι µία τραγελαφική κατάσταση, καθώς πολλοί πολίτες θεωρούνταν ενεργητικοί και ικανοί µεν για την εκλογή των βουλευτών, παθητικοί δε και ανίκανοι, ως προς την υποδεέστερη εκλογή των δηµοτικών αρχών. Η κατάσταση αυτή οδηγούσε σε µία διαρκή «de jure» και «de facto» αµφισβήτηση της καθολικής ψήφου, µε αποτέλεσµα να διαιωνίζονται πλουτοκρατικές και οιονεί αριστοκρατικές αντιλήψεις και πρακτικές» («Σύνταγµα και εκλογές στην Ελλάδα 1864-1909» (2003), σ. 74 75).