ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ Βρυξέλλες, 13.09.2005 COM(2005) 426 τελικό Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά µε την υπογραφή, εξ ονόµατος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, της σύµβασης αριθ. 198 του Συµβουλίου της Ευρώπης για το ξέπλυ µ α, την έρευνα, την κατάσχεση και δήµευση των προϊόντων που προέρχονται από εγκληατικές δραστηριότητες και για τη χρηµατοδότηση της τροµοκρατίας (υποβληθείσα από την Επιτροπή) ΕΙ_ ΕΙ_
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ 1. ΠΛΑΙΣΙΟ Η σύµβαση αριθ. 141 του Συµβουλίου της Ευρώπης για το ξέπλυµα, την έρευνα, την κατάσχεση και δήµευση των προϊόντων που προέρχονται από εγκληµατικές δραστηριότητες εγκρίθηκε από την Επιτροπή Υπουργών του Συµβουλίου της Ευρώπης το Σεπτέµβριο 1990 και κατατέθηκε προς υπογραφή στις 8 Νοεµβρίου του ιδίου έτους. Τέθηκε σε ισχύ την 1η Σεπτεµβρίου 1993 και όλα τα κράτη µέλη της ΕΕ αποτελούν στο εξής συµβαλλόµενα µέρη. Αυτή η σύµβαση επιδιώκει να προβλέψει ένα σύνολο κανόνων εφαρµοστέων στις ποινικές έρευνες που προηγούνται της έκδοσης απόφασης και της εκτέλεσης αποφάσεων κατάσχεσης και να θέσει σε λειτουργία έναν αποτελεσµατικό µηχανισµό διεθνούς συνεργασίας µ ε σκοπό να αφαιρέσει από τους εγκληµατίες τα µέσα και τα προϊόντα των εγκληατικών δραστηριοτήτων τους. Εντούτοις, από το 1990, η αντίληψη που υπάρχει για την απειλή που αντιπροσωπεύει το ξέπλυµα χρήµατος και ο τρόπος αντιµετώπισης αυτής της απειλής έχουν κατά πολύ εξελιχθεί, γεγονός που οδήγησε από το 1998 σε ανταλλαγές απόψεων µεταξύ των συµβαλλοµένων µερών προκειµένου να υπάρξουν ενδεχόµενες τροποποιήσεις της σύµβασης. Το γραφείο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής επί Ποινικών Θεµάτων (CDPC) του Συµβουλίου της Ευρώπης αποφάσισε, το Νοέµβριο του 2000, να συστήσει οµάδα προβληµατισµού για τη σκοπιµότητα εκπόνησης πρόσθετου πρωτοκόλλου της σύµβασης του 1990. Η τελική έκθεση δραστηριοτήτων της οµάδας προβληµατισµού υποβλήθηκε στο CDPC κατά τη διάρκεια της συνόδου ολοµέλειας τον Ιούνιο του 2002. Η οµάδα προβληµατισµού κατέληξε ότι υπήρχαν σοβαρά επιχειρή µ ατα υπέρ της εκτετα µ ένης ενηµέρωσης της σύµβασης, η οποία θα µπορούσε να συπεριλαµβάνει κυρίως έτρα σχετικά µε τον εντοπισµό, την κατάσχεση και τη δήµευση των προϊόντων που προέρχονται από εγκληµατικές δραστηριότητες και µε τη διεθνή συνεργασία στον ποινικό τοµέα µεταξύ των υπηρεσιών επιβολής του νόµου. Κατά την 52η συνεδρίαση ολοµέλειας τον Ιούνιο 2003, το CDPC ανέθεσε σε επιτροπή εµπειρογνωµόνων να ενηµερώσει και να συµπληρώσει τη σύµβαση του 1990. Η εντολή επεκτάθηκε στη συνέχεια στην θέσπιση µέτρων κατά της χρηµατοδότησης της τροµοκρατίας που να είναι σύµφωνα µ ε τα ισχύοντα όσον αφορά το συγκεκριµένο θέµα διεθνή πρότυπα καθώς και προληπτικών έτρων. Αυτές οι µεγάλης κλίµακας τροποποιήσεις οδήγησαν τελικά στη σύνταξη µίας νέας σύµβασης αντί της επεξεργασίας ενός απλού πρωτοκόλλου. Από τον εκέµβριο 2003 ως τον Φεβρουάριο 2005, η επιτροπή εµπειρογνω µ όνων πραγ µ ατοποίησε επτά συνεδριάσεις και συζήτησε ένα σχέδιο νέας σύµβασης "σχετικά ε το ξέπλυ µα, την έρευνα, την κατάσχεση και τη δήµευση των προϊόντων που προέρχονται από εγκληατικές δραστηριότητες, καθώς και µε τη χρηµατοδότηση της τροµοκρατίας". Η συµφωνία που επετεύχθη κατά τη συνεδρίαση του εκεµβρίου 2004 υποβλήθηκε για διαβούλευση στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συµβουλίου της Ευρώπης στις 27 Ιανουαρίου 2005 (γνώµη αριθ. 254/2005). Σε µία τελευταία συνεδρίαση της επιτροπής εµπειρογνωµόνων τον Φεβρουάριο 2005 συζητήθηκαν οι κοινοβουλευτικές τροπολογίες και καταρτίστηκε ένα τελικό σχέδιο, το οποίο εξετάστηκε από το CDPC στις 7 Μαρτίου 2005. Κατά την 925η συνεδρίασή της της 3ης Μαΐου 2005, η επιτροπή των υπουργών ενέκρινε επίσηµα τη σύµβαση, ανοίγοντας το δρόµο για την πανηγυρική έγκριση του κειµένου κατά τη ΕΙ_ 2 ΕΙ_
διάρκεια της τρίτης διάσκεψης κορυφής των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων, που διοργανώθηκε υπό την αιγίδα του Συμβουλίου της Ευρώπης στη Βαρσοβία στις 16 και 17 Μαΐου 2005. 11 κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, εκ των οποίων οκτώ μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Αυστρία, Βέλγιο, Κύπρος, Λουξεμβούργο, Μάλτα, Πολωνία, Πορτογαλία, Σουηδία), υπέγραψαν τη σύμβαση επ' ευκαιρία αυτής της διάσκεψης κορυφής. Η σύμβαση κατατέθηκε για υπογραφή στις 16 Μαΐου 2005. Θα αρχίσει να ισχύει την πρώτη ημέρα του μήνα που ακολουθεί την πάροδο τριών μηνών μετά την ημερομηνία κατά την οποία έξι προσυπρογράψαντες, εκ των οποίων τουλάχιστον τέσσερα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, θα έχουν εκφράσει τη συναίνεσή τους να δεσμευθούν από τη σύμβαση. 2. ΈΚΒΑΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΎΣΕΩΝ Στις 25 Ιουνίου 2004, η Επιτροπή απηύθυνε σύσταση στο Συμβούλιο με σκοπό να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις στο πλαίσιο των εργασιών της επιτροπής εμπειρογνωμόνων του Συμβουλίου της Ευρώπης [8ΕΟ(2004)822] για τα θέματα κοινοτικής αρμοδιότητας καθώς και πρόταση κοινής θέσης του Συμβουλίου για τις ίδιες διαπραγματεύσεις για τα θέματα που υπάγονται στον τίτλο VI της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση [ΟΟΜ(2004)444]. Στις 19 Νοεμβρίου 2004 το Συμβούλιο εξέδωσε απόφαση με την οποία εξουσιοδοτεί την Επιτροπή να διαπραγματευθεί τα άρθρα του σχεδίου σύμβασης που υπάγονται στην κοινοτική αρμοδιότητα στη βάση του άρθρου 300 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και κοινή θέση για τα υπόλοιπα. Αυτή η εξουσιοδότηση συνοδεύτηκε από οδηγίες διαπραγμάτευσης. Οι διαπραγματεύσεις χαρακτηρίστηκαν από στενή συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών, της ιρλανδικής, ολλανδικής και λουξεμβουργιανή προεδρίας του Συμβουλίου και της Επιτροπής, η οποία έλαβε μορφή με την διεξαγωγή τακτικών και αποδοτικών συνεδριάσεων συντονισμού. Οι αρχικά ορισθείσες προθεσμίες τηρήθηκαν, έτσι ώστε το σχέδιο σύμβασης να είναι έτοιμο κατά τη διάσκεψη κορυφής των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων που πραγματοποιήθηκε στη Βαρσοβία τον Μάιο 2005. Μετά το πέρας της διαπραγμάτευσης, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι στόχοι που ορίστηκαν από το Συμβούλιο τηρήθηκαν. Η νέα σύμβαση λαμβάνει υπόψη τα ισχύοντα για το συγκεκριμένο ζήτημα άλλα διεθνή μέσα και κυρίως τις συστάσεις της Ειδικής Μονάδας Χρηματοοικονομικής ράσης κατά της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (ΕΜΧ ). Αυτή η προσέγγιση επέτρεψε κυρίως να επεκταθεί η σύμβαση στη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας με συγκεκριμένο τρόπο, κυρίως αναφερόμενη στον ορισμό της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που περιλαμβάνεται στη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών της 9ης εκεμβρίου 1999. Εξασφαλίστηκε επίσης η συνολική συνοχή του συστήματος που προβλέπεται από τα ισχύοντα κείμενα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό ισχύει κυρίως για τις διατάξεις που αφορούν τα προληπτικά μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 13 και εκείνες που προβλέπουν τη δημιουργία μονάδων χρηματοοικονομικών πληροφοριών (άρθρα 1(στ) και 12) και τις λεπτομέρειες δράσης τους (που προβλέπονται στα άρθρα 14, 46 και 47). Υπ' αυτή τη μορφή αυτές οι διατάξεις είναι πλήρως συμβατές με την οδηγία 91/308/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Ιουνίου 1991, για την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού ΕΙ_ 3 ΕΙ_
συστήµατος για τη νοµιµοποίηση εσόδων από παράνοµες δραστηριότητες 1, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2001/97/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου 2 και την απόφαση 2000/642/ ΕΥ του Συµβουλίου της 17ης Οκτωβρίου 2000 σχετικά µε τη θέσπιση ρυθµίσεων για τη συνεργασία µεταξύ των µονάδων χρηµατοοικονοµικών πληροφοριών των κρατών µελών όσον αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών 3. Η σύµβαση λαµβάνει επίσης υπόψη τις προτάσεις που κατατέθηκαν πρόσφατα από την Επιτροπή, κυρίως το σχέδιο τρίτης οδηγίας για την πρόληψη της χρησιµοποίησης του χρηµατοπιστωτικού συστήµατος για τη νοµιµοποίηση εσόδων από παράνοµες δραστηριότητες (COM(2004)448) και την πρόταση κανονισµού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου σχετικά µε την πρόληψη της νοµιµοποίησης εσόδων από παράνοµες δραστηριότητες µέσω της τελωνειακής συνεργασίας (COM(2002)328). Η διεθνής συνεργασία στον ποινικό τοµέα ενισχύθηκε, κυρίως µε διατάξεις που επιτρέπουν την παροχή πληροφοριών που έχουν σχέση µε κατόχους τραπεζικών λογαριασµών και µε τις συναλλαγές τους. Προβλέφθηκε επίσης η δυνατότητα να επεκταθούν αυτές οι διατάξεις σε µη τραπεζικά χρηµατοπιστωτικά ιδρύµατα. Μία ρήτρα αποσύνδεσης προβλέπεται στο άρθρο 52-4 της σύµβασης παρέχει τη δυνατότητα στους συµβαλλόµενους που είναι µέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης να εφαρµόζουν τους κοινοτικούς κανόνες και τους αντίστοιχους κανόνες της Ένωσης αντί των κανόνων που εγγράφονται στη σύµβαση. Αυτή η διάταξη διαφυλάσσει τον αναγκαστικά εξελισσόµενο χαρακτήρα της κοινοτικής νοµοθεσίας και της νοµοθεσίας της Ένωσης και αποτρέπει την εµφάνιση οποιασδήποτε ασυµβατότητας στο µέλλον. Τέλος, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα γίνεται δεκτή για την υπογραφή της σύµβασης θα ενηµερώνεται για τις υπογραφές, επικυρώσεις δηλώσεις και επιφυλάξεις που κατατίθενται από τα άλλα Μέρη καθώς και για οποιοδήποτε άλλο έγγραφο σε σχέση µε τη σύµβαση. Θα αποτελεί τέλος µέλος της συνδιάσκεψης των συµβαλλοµένων µερών που προβλέπεται στο άρθρο 48, η οποία έχει σαν στόχο να παρακολουθεί την εφαρµογή της σύµβασης. Εντούτοις, αντίθετα µε τα προβλεπόµενα σε άλλες συµβάσεις του Συ µ βουλίου της Ευρώπης, η Κοινότητα δεν θα έχει το δικαίωµα να αποφασίζει τις ενδεχόενες τροποποιήσεις και την αποδοχή νέων συµβαλλοµένων µερών στη σύµβαση, παρά το γεγονός ότι υπόκειται σε όλες τις απορρέουσες από αυτήν υποχρεώσεις. Αντίθετα, το δικαίωµα λήψης αυτών των αποφάσεων ανατίθεται στα κράτη µέλη του Συ µ βουλίου της Ευρώπης (στο πλαίσιο της επιτροπής των υπουργών), δηλαδή σε κράτη που πορούν να είναι τρίτα µέρη της σύµβασης και κατά συνέπεια να µην αναλαµβάνουν καµία προβλεπό µ ενη από αυτήν υποχρέωση. Η συµµετοχή της Κοινότητας, πέραν του γεγονότος ότι συβάλλει στο να συ µ πληρωθεί ο αριθµός των µερών που απαιτούνται έτσι ώστε να τεθεί σε ισχύ η σύβαση, έχει συγκεκριµένη σηµασία για να παροτρύνει τα άλλα µέρη να συνάψουν και να επικυρώσουν τη σύµβαση, δεδοµένου ότι η ανάγκη διεθνούς συνεργασίας στον τοµέα της καταπολέµησης του ξεπλύµατος χρηµάτων και της χρηµατοδότησης της τροµοκρατίας είναι περισσότερο από ποτέ πιεστική. Κατά συνέπεια, η πρόταση απόφασης του Συµβουλίου που υποβλήθηκε από την Επιτροπή περιλαµβάνει ένα µόνο άρθρο. Αυτό το άρθρο καλεί το Συµβούλιο να εξουσιοδοτήσει, εξ ονόµατος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, την υπογραφή της σύµβασης αριθ. 198 του 3 ΕΕ L 166 της 28.6.1991, σ.77. ΕΕ L 344 της 28.12.2001, σ.76. ΕΕ L 271 της 24.1.2000, σ.4. ΕΙ_ 4 ΕΙ_
Συµβουλίου της Ευρώπης για το ξέπλυµα, την έρευνα, την κατάσχεση και δήµευση των προϊόντων που προέρχονται από εγκληµατικές δραστηριότητες και µε τη χρηµατοδότηση της τροµοκρατίας. ΕΙ_ 5 ΕΙ_
Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά µε την υπογραφή, εξ ονόµατος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, της σύµβασης αριθ. 198 του Συµβουλίου της Ευρώπης για το ξέπλυ µ α, την έρευνα, την κατάσχεση και δήµευση των προϊόντων που προέρχονται από εγκληατικές δραστηριότητες και για τη χρηµατοδότηση της τροµοκρατίας ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡ ΠΑΪΚΗΣ ΕΝ ΣΗΣ, Έχοντας υπόψη: τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και κυρίως το άρθρο 47 παράγραφος 2 και το άρθρο 95, σε συνδυασµό µε το άρθρο 300 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο, την πρόταση της Επιτροπής 4, Εκτιµώντας τα εξής: (1) (2) (3) (4) Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα θεωρεί την πρόληψη του ξεπλύµατος χρήµατος και της χρηµατοδότησης της τροµοκρατίας και την καταπολέµηση αυτών των φαινοµένων ως ζητήµατα θεµελιώδους σηµασίας για την υγεία, την ακεραιότητα και τη σταθερότητα των πιστωτικών και άλλων χρηµατοπιστωτικών ιδρυµάτων, καθώς και για την ύπαρξη εµπιστοσύνης στο σύνολο του χρηµατοπιστωτικού συστήµατος, και για τη δηµιουργία ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης Τα µέλη του Συµβουλίου της Ευρώπης καθώς και η Ευρωπαϊκή Κοινότητα διαπραγµατεύθηκαν ένα νέο µέσο που σχεδιάστηκε µε βάση τη σύµβαση του Συµβουλίου της Ευρώπης αριθ. 141 του 1990 για το ξέπλυµα, την έρευνα, την κατάσχεση και δήµευση των προϊόντων που προέρχονται από εγκληµατικές δραστηριότητες για να ληφθεί υπόψη η εξέλιξη της απειλής και η τελειοποίηση των βέλτιστων διεθνών πρακτικών Η Επιτροπή, σύµφωνα µε το άρθρο 300 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο της συνθήκης, προέβη στις διαπραγµατεύσεις εξ ονόµατος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Οι διαπραγµατεύσεις ολοκληρώθηκαν επιτυχώς και η νέα σύµβαση αριθ. 198 για το ξέπλυµα, την έρευνα, την κατάσχεση και δήµευση των προϊόντων που προέρχονται από εγκληµατικές δραστηριότητες και για τη χρηµατοδότηση της τροµοκρατίας κατατέθηκε προς υπογραφή από τα ενδιαφερόµενα κράτη και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα στις 16 Μαΐου 2005 στη γενική γραµµατεία του Συµβουλίου της Ευρώπης 4 ΕΕ C [ ] της [ ], σ.[ ] ΕΙ_ 6 ΕΙ_
(5) Υπό την επιφύλαξη ενδεχόµενης σύναψής της σε µεταγενέστερη ηµεροµηνία, η υπογραφή της εν λόγω σύµβασης από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα κρίνεται ενδεδειγµένη ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ: Άρθρο μόνο Υπό την επιφύλαξη ενδεχόµενης σύναψης σε µεταγενέστερη ηµεροµηνία, ο πρόεδρος του Συµβουλίου εξουσιοδοτείται να ορίσει το πρόσωπο που θα υπογράψει, εξ ονόµατος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, τη σύ µ βαση του Συµβουλίου της Ευρώπης για το ξέπλυ µ α, την έρευνα, την κατάσχεση και δήευση των προϊόντων που προέρχονται από εγκληατικές δραστηριότητες, καθώς και για τη χρηµατοδότηση της τροµοκρατίας. Βρυξέλλες, Για το Συµβούλιο Ο Πρόεδρος ΕΙ_ 7 ΕΙ_
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1 ήλωση της Επιτροπής [για τα πρακτικά της συνεδρίασης του Συµβουλίου σχετικά µε την λήψη απόφασης για την υπογραφή] Η Επιτροπή τονίζει ότι ορισµένες γενικές και θεσµικές ρήτρες της παρούσας σύµβασης - ιδιαίτερα η ψήφιση τροποποιήσεων και η αποδοχή νέων συµβαλλοµένων µερών των άρθρων 54 παράγραφοι 1-3 και 50 παράγραφος 1 δεν επιτρέπουν στην Κοινότητα να ασκήσει πλήρως την εξωτερική αρµοδιότητά της στην ίδια βάση µε τα άλλα συµβαλλόµενα µέρη, παρά το γεγονός ότι η Κοινότητα θα υπόκειται σε όλες τις οριζόµενες από τη σύµβαση υποχρεώσεις. Η Επιτροπή εκφράζει την ανησυχία της όσον αφορά τη συγκεκριµένη επιλογή στο πλαίσιο του ρόλου της ως θεµατοφύλακα των συνθηκών και της νοµολογίας του ικαστηρίου. Σύµφωνα µε τα ανωτέρω οι γενικές και τελικές ρήτρες της σύµβασης δεν µπορούν να θεωρηθούν ως προηγούµενο σε σχέση µε άλλες συµβάσεις. Επιπλέον, η Επιτροπή τονίζει την ανάγκη συνεκτικής εφαρµογής της σύµβασης σε σχέση µε τις 40 συστάσεις της ο µ άδας χρηµατοοικονοµικής δράσης (FATF) που ενη µ ερώθηκαν τελευταία το 2003 και µ ε το σχετικό κεκτηµένο. Αυτό ισχύει πιο συγκεκριένα για τη σύσταση 36 (γ) σχετικά µ ε τη νοµική συνδροµή και την έκδοση. Μία αίτηση αµοιβαίας νοµικής συνδρο µ ής δεν πορεί να απορρίπτεται µε µ όνη δικαιολογία ότι το αδίκηµα θεωρείται ότι συπεριλαµβάνει εξίσου φορολογικά ζητήατα. ΕΙ_ 8 ΕΙ_