Ι. Το ζήτημα. ΙΙ. Η πρόσφατη νομολογία του Αρείου Πάγου. Δημήτριος Κ. Ρούσσης Δικηγόρος, Δ.Ν., Ειδικός Επιστήμονας ΓΤΔ Παντείου Πανεπιστημίου



Σχετικά έγγραφα
ΕΝΩΠΙΟΝ ΠΑΝΤΟΣ ΑΡΜΟΔΙΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΑΡΧΗΣ ΕΞΩΔΙΚΗ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΔΗΛΩΣΗ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ Ν.Ο.Π.Ε. ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ Αριθμ. Απόφασης 12/2016 ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

Προς: Πίνακας Αποδεκτών Ταχ. Δ/νση: Καρ. Σερβίας Δ.Ε.Κ.Ο. και Ν.Π.Ι.Δ. Ταχ. Κώδικας: Αθήνα

Αθήνα 30 Απριλίου 2013 Πανεπιστημίου Αθήνα Πληρ. Κ. Ευμορφούτσικου Τηλ Fax Αρ. Πρωτ. 875

Προς. ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ 2/2015 για τη σύναψη ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΟΡΙΣΜΕΝΟΥ ΧΡΟΝΟΥ για την υλοποίηση ευρωπαϊκών προγραμμάτων.

ΚΩΔΙΚΑΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΩΝ ΥΓΕΙΑΣ

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

Ενιαιο Σύστημα Κοινωνικης Ασφαλειας- Εθνικο Σύστημα Κοινωνικης Ασφαλισης ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΟΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΟΥ ΜΑΣ ΑΦΟΡΟΥΝ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3646, 25/10/2002. ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Αρ της 25ης ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2002

Του Σταύρου Ν. PhD Ψυχολόγου Αθλητικού Ψυχολόγου

Δ Ι Α Κ Η Ρ Υ Ξ Η. Μειοδοτικής Δημοπρασίας Μίσθωσης Ακινήτου

ΣΥΧΝΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ-ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ. 1. Ποιες υπηρεσίες και φορείς υποχρεούνται να εφαρμόσουν τη ρύθμιση;

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ Αρχαία Κόρινθος,

ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΟΔΗΓΙΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΩΔΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ. Α. Αντικείμενο του εγχειριδίου

Αριθμός Απόφασης 48/2014 ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΝΙΩΝ

Δ Ι Α Κ Η Ρ Υ Ξ Η Μειοδοτικής Δημοπρασίας Μίσθωσης Ακινήτου

Ε.Ε.Παρ.Ι(Ι) Αρ. 3097, Ν. 93(Ι)/96

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ Από το υπ' αριθμ. 21/ Πρακτικό της Οικονομικής Επιτροπής Ιονίων Νήσων

ΑΠΟΦΑΣΗ 34750/2006 (Αριθμός καταθέσεως πράξεως 43170/2006) ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΝΟΜΟΣ ΠΕΛΛΑΣ ΗΜΟΣ Ε ΕΣΣΑΣ

ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ 6 ΕΩΣ ΚΑΙ

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

Ι Σ Ο Κ Ρ Α Τ Η Σ ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ Δ.Σ.Α.

Αριθμός απόφασης: 298/2013

Κύκλος Κοινωνικής Προστασίας ΠΟΡΙΣΜΑ

Ομιλία Α. Λοβέρδου στη Συνέντευξη Τύπου για τον απολογισμό των πεπραγμένων 1 έτους στο υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης

ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ & ΤΟΠΙΚΕΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΕΣ

ΣΧΟΛΗ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΑΣ ΠΡΟΚΗΡΥΞΗ

ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ Του Συλλόγου με την επωνυμία ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΕΝΩΣΗ ΦΙΛΩΝ ΤΟΙΧΟΣΦΑΙΡΙΣΗΣ

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

Π.Δ. 396/94 (ΦΕΚ 220 Α

Δ Ι Α Κ Η Ρ Υ Ξ Η Μειοδοτικής Δημοπρασίας Μίσθωσης Ακινήτου

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

ΑΓΡΟΤΙΚΑ ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ. Ν. 3585/2007, Προστασία του περιβάλλοντος, αγροτική ασφάλεια και άλλες διατάξεις

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

Προς: Τα μέλη του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Εφετείου Θεσσαλονίκης

ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΩΝ ΔΡΑΣΕΩΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΥΡΟΠΛΗΚΤΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΤΗΣ ΗΛΕΙΑΣ

ΗΜΟΣ ΛΕΜΕΣΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΟΡΟΙ ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΛΟΓΗ ΑΝΑ ΟΧΟΥ ΜΕ ΣΥΝΟΠΤΙΚΕΣ ΙΑ ΙΚΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΤΗΝ ΧΑΜΗΛΟΤΕΡΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑ

Σχετ: Το από έγγραφό σας (αρ. πρωτ. εισερχ. 932/ ). Σε απάντηση του ως άνω σχετικού, θα θέλαμε να παρατηρήσουμε τα εξής:

ΙΑ ΙΚΑΣΙΑ Ι ΡΥΣΗΣ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ Ι ΙΩΤΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΣΥΝΗΜΜΕΝΩΝ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1 ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ ΔΗΛΩΣΗΣ-ΑΙΤΗΣΗΣ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 220

ΑΔΑ: 4ΙΦΝΚ-ΔΘ. Αθήνα, 14 Δεκεμβρίου 2010 Αριθ. Πρωτ.: Ταχυδρομική. Σταδίου 27 Διεύθυνση: Ταχυδρομικός Κώδικας: ΑΘΗΝΑ

ΕΦΗΜΕΡΙΣΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

Σύμβαση για την πρόσληψη, τοποθέτηση και τις συνθήκες εργασίας των εργαζόμενων μεταναστών, 1939, Νο. 66 1

66(Ι)/2014 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΝΟΜΟΥΣ ΤΟΥ 2002 ΕΩΣ (Αρ. 2) ΤΟΥ 2013

Επί συνόλου πενήντα (50) μελών (συμπεριλαμβανομένου του Προέδρου) ήταν παρόντα τριάντα ένα (31), ήτοι:

ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΣΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΛΕΓΚΤΙΚΗ

ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΚΑΙ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Φιλοσοφίας ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ

ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

ΠΡΟΚΗΡΥΞΗ ΠΡΟΧΕΙΡΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

ΠΡΑΚΤΙΚΟΥ 10 /

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟΣ ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΡΚΟ ΠΑΛΛΟΥΡΟΚΑΜΠΟΥ ΣΤΟΝ ΗΜΟ ΛΑΤΣΙΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟΥ ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

Πρακτικό 1/2012 της συνεδρίασης της Δημοτικής Επιτροπής Διαβούλευσης του Δήμου Λήμνου,

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΟΚΗΡΥΞΗΣ ανοικτού δημόσιου Διαγωνισμού για το έργο «ΠΡΟΜΗΘΕΙΑ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΥ ΕΙΔΙΚΩΝ ΣΧΟΛΕΙΩΝ ΔΗΜΟΥ ΟΡΕΣΤΙΑΔΑΣ»

2. Τις διατάξεις του Αρθ-29Α του Ν-1558/85 "Κυβέρνηση και Κυβερνητικά όργανα"(φεκ-137/α) όπως προστέθηκε με το Αρθ-27 του Ν-2081/92 (ΦΕΚ-154/Α).

ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ Αρ. Φύλλου Δεκεμβρίου 2005 NOMOΣ ΥΠ ΑΡΙΘ Στρατολογία των Ελλήνων και άλλες διατάξεις.

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΔΗΜΟΠΡΑΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΜΙΣΘΩΣΗ ΑΚΙΝΗΤΟΥ Ο ΔΗΜΑΡΧΟΣ ΤΡΙΦΥΛΙΑΣ

ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ 62/2013. (Άρθρο 77 παρ. 3 Ν.3852/2010) Προς

Διακήρυξη πλειοδοτικού Διαγωνισμού Εκμίσθωσης Κυλικείου των συστεγαζόμενων μονάδων Γυμνασίου και Λυκείου Αρεόπολης

ΠΡΟΤΥΠΟ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΦΛΩΡΙΝΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΓΩΓΗΣ ΥΓΕΙΑΣ

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 5 η. της χώρας. Κυρίες και Κύριοι συνάδελφοι,

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ Από το υπ' αριθμ. 11/ Πρακτικό της Οικονομικής Επιτροπής Ιονίων Νήσων

ΓΕΝ. ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ Αθήνα, 22 Φεβρουαρίου 2008

ΑΝΩΤΑΤΗ ΣΧΟΛΗ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

Κεφάλαιο Πέμπτο Εθνοπολιτισμική Ζωή και Εμπειρίες Ελληνικότητας των Ελληνοαυστραλών Εφήβων

ΑΠΟΦΑΣΗ. Η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ),

Αριθμός 9769/2014 TO ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Μυρσίνη Κοντογιάννη, Πρόεδρο

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΝΟΜΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Δ/ΝΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΑΜΕΙΑΚΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΜΗΜΑ ΠΡΟΚΗΡΥΞΕΩΝ ΚΑΙ ΔΗΜΟΠΡΑΣΙΩΝ ΠΡΟΚΗΡΥΣΣΕΙ

ΠΡΟΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣEΩΣ ΑΠΟΦΑΣΗ ΑΡΙΘΜ. 190/III/2001 Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΣΕ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

ΑΔΑ: Β425Ω0Ο-19Λ 1ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

I.Επί της Αρχής του σχεδίου Νόµου: ΙΙ. Επί των άρθρων του σχεδίου Νόµου: ΕΙΣΗΓΗΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α Τροποποίηση διατάξεων του ν. 3316/2005

ΠΡΑΞΗ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Θέμα: Συνάντηση εκπροσώπων του Δ.Σ. του Σ.Κ.Φ.Ε. με την Επόπτρια των Σχολείων της Φ.Ε.

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΔΗΜΟΣ ΛΑΡΙΣΑΙΩΝ Δ/ΝΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ Λάρισα

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ «ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ» Θ.Ε. ΔΕΟ 10 Βασικές Αρχές Δικαίου και Διοίκησης

ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΔΣΑ

Αριθμός 3121/2014 ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟ ΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ( ιαδικασία Εκουσίας ικαιοδοσίας)

Πρώτη Έκθεση της Ελλάδας

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ ΓΙΑ ΣΥΝΑΨΗ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΜΙΣΘΩΣΗΣ ΕΡΓΟΥ

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΔΑΣΙΚΕΣ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ

ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ ΤΗΣ ΑΝΩΝΥΜΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ «ΓΑΛΑΞΙΔΙ ΘΑΛΑΣΣΙΕΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΕΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ» ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α Σύσταση, επωνυμία, έδρα, σκοπός και διάρκεια

Ανακοίνωση 1η Η Αναπληρώτρια Γενική Διευθύντρια

ΝΟΜΟΣ ΥΠ' ΑΡΙΘ Κώδικας Δικηγόρων

Ο ΠΕΡΙ ΥΔΑΤΟΠΡΟΜΗΘΕΙΑΣ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ ΝΟΜΟΣ

121(Ι)/2014 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΜΗΧΑΝΟΚΙΝΗΤΩΝ ΟΧΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΡΟΧΑΙΑΣ ΚΙΝΗΣΕΩΣ ΝΟΜΟΥΣ ΤΟΥ 1972 ΕΩΣ (ΑΡ. 2) ΤΟΥ 2014

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Αθήνα 18 Αυγούστου 1997

ΜΟΔΙΠ ΠΑΝΤΕΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΤΟΥ ΠΟΥ ΣΥΓΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΕΙΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑ Ι ΚΗ ΕΝΩΣΗ (ΕΥΡΩΠΑ Ι ΚΟ ΤΑΜΕΙΟ) ΚΑΙ ΑΠΟ ΕΘΝΙΚΟΥΣ ΠΟΡΟΥΣ ΕΣΠΑ

Σκόπελος Ο Αντιπρόεδρος του Δ.Σ. της ΔΕΥΑΣ. Ευάγγελος Γ. Τσουκαλάς

ιεύθυνση Οικον. Υπηρεσιών Τµ. Προµηθειών Αρ. Μελέτης /νσης Οικονοµικών Υπηρεσιών: 26/2014 ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΟΧΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΜΗΧΑΝΗΜΑΤΩΝ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΗΜΟΥ

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4374,

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ υπ' αριθμ. ΣΜΕ 1 / 2011 για τη σύναψη ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΜΙΣΘΩΣΗΣ ΕΡΓΟΥ

Transcript:

Η ισχύς της συμφωνίας για το ανεκχώρητο των απαιτήσεων αλληλόχρεου λογαριασμού στο πλαίσιο των συμβάσεων πρακτορείας και τιτλοποίησης επιχειρηματικών απαιτήσεων Ι. Το ζήτημα Σύμφωνα με την ΑΚ 466 εδάφ. α ορίζεται ότι δεν μπορεί να εκχωρηθεί απαίτηση, αν ο δανειστής και ο οφειλέτης αυτής συμφώνησαν το ανεκχώρητο (pactum de non cedendo). Σύμφωνα με την 5 του άρθρ. 2 Ν 1905/1990 περί πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων οι συμβάσεις αυτές κατισχύουν των τυχόν συμφωνιών μεταξύ προμηθευτή και οφειλέτη περί ανεκχωρήτου των μεταξύ τους απαιτήσεων 1. Σύμφωνα δε με την 6 εδάφ. α του άρθρ. 10 Ν 3156/2003 οι απαιτήσεις που μεταβιβάζονται με σκοπό την τιτλοπoίηση μπορεί να είναι απαιτήσεις κατά οποιουδήποτε τρίτου, ενώ σύμφωνα με το εδάφ. ε η μεταβίβαση των απαιτήσεων στο πλαίσιο τιτλοποίησης διέπεται τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. του ΑΚ, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του νόμου αυτού. Περαιτέρω, σύμφωνα με την 8 εδάφ. α του άρθρ. 10 Ν 3156/2003 ορίζεται ότι η σύμβαση μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων κατισχύει των συμφωνιών μεταξύ μεταβιβάζοντος και τρίτων περί ανεκχώρητου των μεταξύ τους απαιτήσεων. Με βάση την αρρύθμιστη συμφωνία ανοίγματος πίστωσης με ταυτόχρονη τήρηση αλληλόχρεου λογαριασμού ανάμεσα σε έναν προμηθευτή και τον αντισυμβαλλόμενό του οι εκατέρωθεν απαιτήσεις των μερών δεν είναι επιδιώξιμες, αλλά υπεισέρχονται στον λογαριασμό ως χρεωπιστώσεις και εκκαθαρίζονται κατόπιν συμψηφισμού, ώστε απαιτητή να καθίσταται μόνον η απαίτηση του οριστικού ή του περιοδικού καταλοίπου. Το ζήτημα που εν προκειμένω τίθεται είναι εάν αφενός η συμφωνία ανοίγματος πίστωσης με τήρηση αλληλόχρεου λογαριασμού περιλαμβάνει συμφωνία για το ανεκχώρητο των εκατέρωθεν απαιτήσεων των μερών και εν προκειμένω του προμηθευτή έναντι του αγοραστή και αφετέρου εάν οι απαιτήσεις αυτές μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο εκχώρησης στο πλαίσιο σύμβασης εκχώρησης επιχειρηματικών απαιτήσεων σε εταιρεία factoring ή σε εταιρεία ειδι κού σκοπού στο πλαίσιο τιτλοποίησης. 1. Αντίστοιχη διατύπωση υπάρχει και στην διεθνή σύμβαση για το διεθνές Factoring της Ottawa, όπου στο άρθρο 6 παρ. 1 ορίζεται ότι η συμφωνία περί ανεκχωρήτου μεταξύ προμηθευτή και οφειλέτη παραμερίζεται και η εκχώρηση είναι ισχυρή, εκτός εάν ο οφειλέτης έχει ως τόπο επαγγελματικής εγκατάστασης χώρα που έκανε δήλωση ότι το άρθρο 6 παρ. 1 δεν ισχύει για οφειλέτες εγκατεστημένους στο έδαφός της (άρθρο 18). Δημήτριος Κ. Ρούσσης Δικηγόρος, Δ.Ν., Ειδικός Επιστήμονας ΓΤΔ Παντείου Πανεπιστημίου ΙΙ. Η πρόσφατη νομολογία του Αρείου Πάγου Η προεκτεθείσα απόφαση 667/2010 του Αρείου Πάγου 2, ανατρέποντας την κρίση του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου, έκρινε ότι η sui generis σύμβαση τήρησης αλλη λόχρεου λογαριασμού δεν συνιστά ευθεία συμφωνία περί ανεκχώρητου των απαιτήσεων που καταχωρίζονται από τα μέρη στον λογαριασμό και χάνουν την αυτοτέλειά τους, αλλά η αδυναμία εκχώρησης αυτών ενυπάρχει στην ίδια την φύση του αλληλόχρεου λογαριασμού. Κατά το σκεπτικό της απόφασης δεν εφαρμόζεται η ειδικότερη διάταξη της 5 του άρθρ. 2 Ν 1905/1990, η οποία υπερισχύει της ΑΚ 466 και συνεπώς κάθε ad hoc συμφωνίας για μη εκχώρη ση των απαιτήσεων ανάμεσα στα συμβαλλόμενα μέρη, διότι οι απαιτήσεις που εντάσσονται στον αλληλόχρεο λογαριασμό τυγχάνουν από τη φύση τους ανεκχώρητες. Ο Άρειος Πάγος υπογράμμισε ότι το ανεκχώρητο των καταχωριζόμενων στον αλληλόχρεο λογαριασμό απαιτήσεων δεν απορρέει από κάποια ειδική συμφωνία των μερών, αλλά συνιστά ουσιώδη εγγενή συνέπεια της συμβάσεως αλληλόχρεου λογαριασμού. Κατά τη διατύπωση του Ακυρωτικού ούτε η βασική σύμβαση τήρησης αλληλόχρεου λογαριασμού μπορεί να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνει ειδικότερη συμφωνία για το ανεκχώρητο, «αφού έχει άλλο, πολύ ευρύτερο περιεχόμενο και άλλο συμβατικό σκοπό». Επαγωγικά, η απόφαση διέλαβε ότι είναι άκυρη η εκχώρηση απαιτήσεων προμηθευτή στο πλαίσιο πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων, εφόσον αυτές καταχωρίζονται σε αλληλόχρεο λογαριασμό. Το ακριβώς αντίθετο είχε κρίνει η ως ανωτέρω ανατραπείσα απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου 3, η οποία είχε αξιολογήσει ότι η σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού περιλαμβάνει μια σιωπηρή συμφωνία περί του ανεκχώρητου των εκατέρωθεν απαιτήσεων των συμβαλλομένων μερών, η οποία δεν κατισχύει των συμβάσεων πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων με βάση την διάταξη 5 του άρθρ. 2 Ν 1905/1990. Ως εκ τούτου το δευτεροβάθμιο δικαστήριο είχε θεωρήσει έγκυρη και ισχυρή τη μετα- 2. Βλ. το κείμενο της απόφασης αυτής ανωτέρω σελ., ΧρΙΔ 2011, 446. 3. ΕφΑθ 5634/2004 ΔΕΕ 2005, 58 = ΕΤρΑξΧρ 2005, 150. Αποκτήστε πλήρη online πρόσβαση στο από το 2007 25

βίβαση των απαιτήσεων της προμηθεύτριας επιχείρησης στον πράκτορα. Το ζήτημα που θέτει αφενός η ιδιότυπη λειτουργία του αλληλόχρεου λογαριασμού και αφετέρου η εκχώρηση των ενσωματωμένων σε αυτόν επιμέρους απαιτήσεων του προμηθευτή στην εταιρεία πρακτορείας ή την εταιρεία ειδικού σκοπού μπορεί ευχερώς να αντιμετωπισθεί δίχως να απαγγελθεί η ακυρότητα της σύμβασης εκχώρησης, όπως εσφαλμένα έκρινε το Ακυρωτικό, ώστε και ο οικονομικός σκοπός της σύμβασης να εξυπηρετηθεί και να μην προκύψουν ιδιαίτερα μεγάλες πρακτικές δυσχέρειες με το να θίγονται υπέρμετρα τα συμφέροντα των συναλλασσομένων μερών. ΙΙΙ. Η νομική κατάσταση των επιμέρους απαιτήσεων των συμβαλλομένων μερών στον αλληλόχρεο λογαριασμό: απώλεια εξουσίας διάθεσης Η ιδιόρρυθμη σύμβαση του αλληλόχρεου λογαριασμού, όπως έχει διαμορφωθεί με βάση τη συναλλακτική πρακτική και τη νομολογία, συνιστά μια διαρκή συμφωνία με βάση την οποία δύο πρόσωπα, συνήθως αλλά όχι απαραίτητα κατά την ορθότερη άποψη 4 έμποροι, συνομολογούν να καταχωρούν τις μεταξύ τους οφειλές και εκατέρωθεν παροχές σε λογαριασμό. Επιδίωξη των συμβαλλομένων μερών στον αλληλόχρεο λογαριασμό είναι η ρύθμιση των εκατέρωθεν οφειλών τους από τις συνδέουσες αυτά συναλλακτικές σχέσεις, με τρόπο ώστε να υπάρξει συμψηφισμός και απόσβεση των επιμέρους απαιτήσεών τους και αποφυγή της άμεσης επιδίωξης και εξόφλησης αυτών, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον τους μόνον στο τελικό προϊόν της εκκαθάρισης των αντίρροπων οφειλών. Οι οφειλές αυτές αποβάλλουν την αυτοτέλειά τους με αποτέλεσμα να μην μπορούν να καταστούν απαιτητές. Απαιτητό και ληξιπρόθεσμο αποτελεί μόνον το κατάλοιπο που απορρέει από το κλείσιμο του λογαριασμού με την αντιπαραβολή των κονδυλίων 5. Το κατάλοιπο αυτό προκύπτει είτε κατόπιν περιοδικής είτε κατόπιν συνολικής εκκαθάρισης του λογαριασμού και των αμοιβαίων απαιτήσεων 6. Οι τελευταίες χάνουν την αυτοτέλειά τους, καθώς καθίστανται μη απαιτητά 4. Δούβλης, Η μεταβίβαση τραπεζικής πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό, 1994, 34, Λιακόπουλος, Γενικό Εμπορικό Δίκαιο, 1991, 112, Παμπούκης Κ., ΕπισκΕΔ 1999, 743. 5. Βλ. ΑΠ Ολ 31/1997 ΕλλΔνη 1997, 1526 = ΕΕμπΔ 1998, 766, ΑΠ 715/2009 Νομος-496426, ΕφΑθ 1226/2009 ΕπισκΕΔ 2009, 540, ΑΠ 693/2008 Αρμ 2008, 1540, ΑΠ 857/2006 ΝοΒ 2006, 1701, ΑΠ 1/2002 ΕλλΔνη 2002, 706, ΑΠ 725/2000 ΔΕΕ 2001, 169, ΑΠ 121/1998 ΝοΒ 1999, 52, ΕφΑθ 483/2010 ΔΕΕ 2010, 1210. 6. Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 857/2006 ΝοΒ 2006, 1701, ΑΠ 1291/2005 ΕλλΔνη 2006, 1024, ΑΠ 667/2001, ΕλλΔνη 2002, 1543, ΕφΛαρ 99/2008 ΕπισκΕΔ 2008, 546, Κονδύλης, Έννοια, Λειτουργία και Αποτελέσματα του Αλληλόχρεου Λογαριασμού, ΕλλΔνη 1996, 497 επ., Αναστασιάδης, Ελληνικόν Εμπορικόν Δίκαιον, 1937, 927 επ. Δ. Κ. ΡΟΥΣΣΗΣ κονδύλια ενός ενιαίου λογαριασμού, του οποίου μόνον το υπόλοιπο θα είναι απαιτητό κατά το χρονικό σημείο εκκαθάρισης της σχέσης τους. Οι απαιτήσεις των μερών, οι οποίες καθίστανται κονδύλια και εγγραφές ενός ενιαίου λογαριασμού, δεν είναι επιδιώξιμες και απαιτητές μέχρι να προκύψει το οριστικό κατάλοιπο του λογαριασμού. Αυτό όμως συμβαίνει υπό την αναβλητική αίρεση ότι δεν θα έχουν υπάρξει αντίθετες εγγραφές-χρεώσεις ή ότι δεν θα υπάρξει απόσβεση των απαιτήσεων του προμηθευτή μέσω πιστώσεων του άλλου μέρους 7. Αυτές ακριβώς οι καταβολές του πιστωτή ενεργούν στο πλαίσιο απόσβεσης των απαιτήσεων του αντισυμβαλλομένου του, διευκολύνοντας έτσι την εκκαθάριση της συναλλακτικής τους σχέσης 8. Με βάση την ανωτέρω λειτουργία του αλληλόχρεου λογαριασμού καθίσταται σαφές εν προκειμένω ότι οι απαιτήσεις του προμηθευτή έχουν χάσει την αυτοτέλειά τους, με την έννοια όχι της ανυπαρξίας τους, αλλά με την έννοια της αδυναμίας επιδίωξης και ρευστοποίησής τους. Ικανοποίηση των απαιτήσεων αυτών μπορεί να επιδιωχθεί μόνον κατά την εξαγωγή του οριστικού καταλοίπου του λογαριασμού και υπό την προϋπόθεση είτε της μη χρέωσης αυτού με ανταπαιτήσεις του οφειλέτη είτε της μη πλήρους απόσβεσης αυτών μέσω πιστώσεων (τμηματικών εξοφλήσεων) του οφειλέτη. Εφόσον δηλ. δεν υπάρξουν χρεωπιστώσεις εκ μέρους του οφειλέτη, οι απαιτήσεις του προμηθευτή που έχουν αποτελέσει κονδύλια του λογαριασμού καθίστανται με το κλείσιμο αυτού απαιτητές και ληξιπρόθεσμες, ανακτώντας την αυτοτέλειά τους, λογιζόμενες πλέον ως οριστικό ή περιοδικό κατάλοιπο. Στην περίπτωση που έχει υπάρξει μερική εξόφληση αυτών και πάλι οι απαιτήσεις του προμηθευτή καθίστανται επιδιώξιμες, στο μέτρο που δεν έχουν πλήρως ικανοποιηθεί. Ουσιαστική συνέπεια της ενσωμάτωσης των απαιτήσεων του προμηθευτή στον αλληλόχρεο λογαριασμό ως επιμέρους κονδύλιά του αποτελεί η αδυναμία είσπραξής τους δικαστικώς ή με μονομερή συμψηφισμό, αλλά και διάθεσής τους μέσω εκχώρησης εκουσίως ή και αναγκαστικώς με 7. Ειδικά στην περίπτωση του τραπεζικού αλληλόχρεου λογαριασμού τούτο είναι πλέον ευδιάκριτο: στον τραπεζικό αλληλόχρεο υφίσταται απλώς θεωρητική πιθανότητα να προκύψει (προσωρινό ή οριστικό) κατάλοιπο σε βάρος του πιστωτικού ιδρύματος και υπέρ του πιστολήπτη του. Τα επιμέρους κονδύλια συνιστούν απαιτήσεις του ενός μέρους (πιστωτικού ιδρύματος) έναντι καταβολών από το άλλο συμβαλλόμενο μέρος (πιστολήπτη). Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 1022/2003 ΕλλΔνη 2004, 90, ΑΠ 667/2001 Νόμος, ΑΠ 722/2000 ΧρΙΔ 2001, 73, ΑΠ 1343/2000 ΕλλΔ/νη 2002, 419, ΑΠ Ολ 31/1997 ΝοΒ 1998, 193, ΕφΠατρ 906/2005 ΔΕΕ 2006, 641, ΕφΘεσσαλ 1853/2003 Αρμ 2005, 550, ΕφΑθ 2442/1994 ΕλλΔνη 1994, 1266, ΕφΘεσσαλ 394/1989 ΕλλΔνη 1989, 1006, ΑΠ 65/1998 ΝοΒ 2000, 48, Κονδύλη, ΕλλΔνη 1996, 20 επ., Βελέντζα, Δίκαιο Αλληλόχρεου Λογαριασμού, 2007, 26. 8. Δούβλης (1994) 50, Παμπούκης Κ., Τραπεζικαί πιστωτικαί συμβάσεις, 1962, 519 επ., Σημίτης, Η σύμβασις ανοίγματος πιστώσεως δι ανοικτού λογαριασμού, ΕΕΝ 1939, 139 επ. 26

κατάσχεση 9. Η απώλεια της εξουσίας διάθεσης των επιμέρους απαιτήσεων εκ μέρους των συμβαλλομένων στον αλληλόχρεο λογαριασμό αποτελεί βασικό περιεχόμενο και ουσιώδη όρο της σύμβασης τήρησης του λογαριασμού. Άνευ της συμβατικής δεσμεύσεως των μερών να μην μεταβιβάσουν περαιτέρω τις καταχωριζόμενες στον ενιαίο λογαριασμό απαιτήσεις τους, δεν μπορεί να τηρηθεί αλληλόχρεος λογαριασμός. Η συμφωνία αυτή δεν εδράζεται μόνον στην παγιωθείσα συναλλακτική συνήθεια των μερών ενός αλληλόχρεου λογαριασμού (η οποία είχε ακριβώς αποτυπωθεί στην προϊσχύσασα διάταξη της ΕΕΝ 669), αλλά συνιστά κατά την ορθότερη άποψη διάθεση των απαιτήσεων των μερών υπό την αναβλητική προθεσμία του κλεισίματος του λογαριασμού και της εξαγωγής του οριστικού ή προσωρινού καταλοίπου 10. Τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να μην διαθέσουν ή επιδιώξουν τις απαιτήσεις τους και αντίστροφα να μην εκπληρώσουν τις οφειλόμενες παροχές τους μέχρι το κλείσιμο του λογαριασμού. Αδυναμία διαθέσεως των επιμέρους καταχωριζόμενων απαιτήσεων στον αλληλόχρεο λογαριασμό προκύπτει είτε θεωρηθεί ότι με τις εκατέρωθεν χρεωπιστώσεις επέρχεται απόσβεση των απαιτήσεων των μερών μέσω συμβατικού συμψηφισμού τους 11 ή μέσω αφέσεως χρέους 12 είτε ότι συνομολογείται ανανέωση αυτών και αντικατάστασή τους από την απαίτηση επί του προσωρινού ή του οριστικού καταλοίπου 13. Εκ των ανωτέρω απορρέει αβίαστα το συμπέρασμα ότι δυνάμει της γενικότερης συμφωνίας των συναλλασσομένων μερών τήρησης του ενιαίου λογαριασμού και επιδίωξης μόνο του οριστικού ή και του προσωρινού (εάν υφίσταται τέτοια συμφωνία) καταλοίπου οι επιμέρους απαιτήσεις που ενσωματώνονται στον αλληλόχρεο λογαριασμό δεν μπορούν να εκχωρηθούν. 9. ΟλΑΠ 31/1997 ΝοΒ 1998, 193, ΑΠ 857/2006 ΝοΒ 2006, 1701, Αντωνόπουλος Στ., Νομικό Καθεστώς των Απαιτήσεων κατά τη Διάρκεια Λειτουργίας του Αλληλόχρεου Λογαριασμού ΝοΒ 1998, 719 επ., Κονδύλης, Έννοια, Λειτουργία και Αποτελέσματα του Αλληλόχρεου Λογαριασμού, 1995, 26. 10. Canaris, Bankvertragsrecht, 1975, 462 επ. 11. Γεωργακόπουλος, ΕΕμπΔ 1960, 288, Τσούμας, Αλληλόχρεος Λογαριασμός, 2006, 14, Πολυζωγόπουλος, Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, ΑΚ, άρθρ. 440 αρ. 11 επ. Για μια ιδιότυπη μορφή συμβατικού συμψηφισμού, ο οποίος λειτουργεί εκκαθαριστικά ομιλεί χαρακτηριστικά ο Δούβλης (1994), 43. 12. Ψυχομάνης, Τραπεζικό Δίκαιο, Δίκαιο Τραπεζικών Συμβάσεων, Ι, 2008, 232 επ., ο οποίος όμως θεωρεί ότι μπορεί να συνομολογείται ταυτόχρονα με το ανεκχώρητο των εισαγόμενων στον λογαριασμό επιμέρους απαιτήσεων των μερών και άφεση χρέους των απαιτήσεων του ενός μέρους υπό την αναβλητική αίρεση της εισόδου στον λογαριασμό των ανταπαιτήσεων του άλλου μέρους. 13. Αντωνόπουλος Στ. (2007), 85 επ., 100, 110. IV. Η συμφωνία περί ανεκχωρήτου των καταχωριζόμενων απαιτήσεων στον αλληλόχρεο λογαριασμό με βάση την ΑΚ 466 εδάφ. α Σύμφωνα με την ΑΚ 466 εδάφ. α οι συμφωνίες για το ανεκχώρητο των απαιτήσεων καταρτίζονται άτυπα, ρητά ή σιωπηρά με τη σύμπτωση των δικαιοπρακτικών δηλώσεων βουλήσεως του δανειστή και του οφειλέτη. Περιεχόμενο των συμβάσεων αυτών είναι η δέσμευση της εξουσίας διάθεσης του δανειστή της απαίτησης 14. Μάλιστα, η συμφωνία αυτή μπορεί να προκύπτει και από το περιεχόμενο της σύμβασης, στην οποία στηρίζεται η απαίτηση και ιδίως από τον σκοπό της παροχής 15. Κατά την ορθότερη δε καθ ημάς άποψη η σύμβαση αυτή αποτελεί παρέκκλιση από την ΑΚ 177, καθώς η απώλεια διάθεσης των απαιτήσεων αντιτάσσεται και έναντι των τρίτων 16. Εν προκειμένω, η σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού εξυπηρετεί την βασική συναλλακτική σχέση των μερών, τα οποία προκειμένου να αποφύγουν τις πολλαπλές και διαδοχικές χρηματικές καταβολές και τις κοστώδεις επιδιώξεις των επιμέρους απαιτήσεών τους, συνομολογούν την διευθέτηση των οικονομικών τους εκκρεμοτήτων μέσω της τήρησης αλληλόχρεου λογαριασμού και στο πλαίσιο αυτό αναλαμβάνουν την δέσμευση να μην επιδιώκουν αυτοτελώς τις επιμέρους απαιτήσεις τους. Η σύμβαση τήρησης του αλληλόχρεου λογαριασμού περιλαμβάνει ως βασικό όρο την εκούσια απώλεια της εξουσίας διάθεσης των επιμέρους απαιτήσεων των μερών έως το κλείσιμο του λογαριασμού και την εξαγωγή του οριστικού ή και του προσωρινού καταλοίπου. Η παρεπόμενη αυτή συμφωνία για το ανεκχώρητο των επιμέρους απαιτήσεων που καταχωρίζονται στον ενιαίο λογαριασμό αποτελεί ουσιώδη όρο της σύμβασης τήρησης αλληλόχρεου λογαριασμού κι εμπίπτει σαφώς στην έννοια των συμφωνιών του άρθρου 466 εδάφ. α ΑΚ. Είναι αδιάφορο το εάν η συμφωνία αυτή λογίζεται ως ρητή, σιωπηρή 17, παρεπόμενη, συνάγεται εμμέσως από την ενοποιητική λειτουργία του λογαριασμού 18 ή θεωρείται ως απόρροια της γενικότερης σύμβασης για εξυπηρέτηση των 14. Γεωργιάδης Γ., σε Γεωργιάδη ΣΕΑΚ, 466 αρ. 3 επ., Κρητικός, Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, ΑΚ, άρθρ. 466 αρ. 2 επ. 15. Σούρλας, ΕρμΑΚ 466 αρ. 2. 16. Δούβλης (1994), 47 σημ. 93, Λαδογιάννης, Οι επιχειρηματικές απαιτήσεις ως αντικείμενο ασφάλειας, 2006, 251 επ., Κιτσαράς, Ενοχικές δεσμεύσεις της εξουσίας διάθεσης, 1999, 367 επ. 17. Γεωργιάδης Γ., Εκχώρηση μελλοντικών απαιτήσεων, 2006, 136, Μπαλής, Ενοχικόν Δίκαιον, 1961, 161, Ζέπος, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο Α, 1955, 616, Ρόκας Ν., Στοιχεία τραπεζικού δικαίου, 2002, 51, Τούσης, Ενοχικόν Δίκαιον Β, 1974, 545, Γεωργιάδης Αστ., Γενικό Ενοχικό, 2000, 193. 18. Λαδογιάννης (2006), 249. Αποκτήστε πλήρη online πρόσβαση στο από το 2007 27

συναλλακτικών σχέσεων των μερών μέσω αλληλόχρεου λογαριασμού. Ενόσω αναγνωρίζεται ότι σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού δεν καταρτίζεται άνευ της συνομολόγησης του ανεκχώρητου των επιμέρους απαιτήσεων των συμβαλλομένων μερών, τότε καθίσταται πρόδηλο ότι υφίσταται ειδική συμφωνία για τη μη διάθεση των καταχωριζόμενων απαιτήσεων κατά τα πρότυπα της ΑΚ 466 εδάφ. α. Υπάρχει σύμπτωση των δικαιοπρακτικών δηλώσεων βουλήσεως των συμπράττοντων προσώπων στην βασική συναλλακτική σχέση (εδώ σύμβαση προμήθειας και αγοράς αγαθών) να εισάγουν τις απαιτήσεις τους ως κονδύλια ενός ενιαίου λογαριασμού υπό την βασική προϋπόθεση της συνομολόγησης ρήτρας ανεκχωρήτου αυτών για όσο διάστημα αυτός ο λογαριασμός λειτουργεί και έως της εξαγωγής του καταλοίπου του. Πρόκειται κατά την ορθότερη κατά τη γνώμη μας άποψη για ρητή συμφωνία που αποτελεί ουσιώδη sine qua non όρο της σύμβασης αλληλόχρεου λογαριασμού απαραίτητο για την εξυπηρέτηση της λειτουργίας και την εκπλήρωση του σκοπού του λογαριασμού, που είναι η διευκόλυνση της εκκαθάρισης των απαιτήσεων που απορρέουν από τη βασική συναλλακτική σχέση 19. Κατά το σημείο αυτό η ΑΠ 667/2010 έσφαλλε, μην αξιολογώντας ορθώς τη νομική φύση της συμφωνίας περί ανεκχωρήτου των επιμέρους απαιτήσεων του αλληλόχρεου λογαριασμού. Συνεπώς, εφαρμοζομένης της διάταξης του άρθρου 466 εδάφ. α ΑΚ επέρχονται και όλες οι σχετικές έννομες συνέπειες αυτής. V. Η εφαρμογή των ειδικότερων διατάξεων για την μη ισχύ των συμφωνιών περί ανεκχωρήτου στην περίπτωση πρακτορείας και τιτλοποίησης επιχειρηματικών απαιτήσεων Η 5 του άρθρ. 2 Ν 1905/1990 περί πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων και η 8 εδάφ. α του άρθρ. 10 Ν 3156/2003 περί τιτλοποίησης συνθέτουν ένα πλέγμα ειδικότερων διατάξεων που ρητώς υπερισχύουν της γενικής διάταξης της ΑΚ 466 εδάφ. α, η οποία ρυθμίζει τις έννομες συνέπειες της συμφωνίας περί ανεκχωρήτου των απαιτήσεων. Μάλιστα, οι διατάξεις αυτές βαίνουν πέραν της ήδη τεθείσας με την ΑΚ 466 εδάφ. β εξαίρεσης από το ανεκχώρητο, καθώς δεν απαιτείται ο πράκτορας ή η εταιρεία ειδικού σκοπού να μην γνωρίζουν την ύπαρξη και το περιεχόμενο της συμφωνίας οφειλέτη και εκχωρητή. Δεν εν- 19. Δούβλης (1994), 40. Δ. Κ. ΡΟΥΣΣΗΣ διαφέρει δηλ. η καλή ή η κακή πίστη, η γνώση ή η δίχως βαριά αμέλεια άγνοια του εκδοχέα. Η διάταξη της 5 του άρθρ. 2 Ν 1905/1990 καθορίζει ότι οι εκχωρήσεις που λαμβάνουν χώρα στο πλαίσιο της σύμβασης factoring είναι, σε αντίθεση προς την αρχή της ΑΚ 466, ισχυρές, ακόμη κι αν μεταξύ της προμηθεύτριας επιχείρησης και των πελατών της έχει συμφωνηθεί το αδιάθετο αυτών 20. Όπως δε σημειώνεται, η ρύθμιση αυτή είναι ανάλογη με τις σχετικές ρυθμίσεις άλλων χωρών και κατέστη απαραίτητη δικαιοπολιτικά, διότι οι συμφωνίες περί ανεκχωρήτου κι η εφαρμογή της ΑΚ 466 εδάφ. α θα υπονόμευαν τον θεσμό του factoring και θα ματαίωναν τους επιδιωκόμενους με αυτόν σκοπούς 21. Αντίστοιχα, ισχύουν και για τις σχετικές ρυθμίσεις του άρθρου 10 Ν 3156/2003 περί τιτλοποίησης και ιδίως την 8 εδάφ. α, η οποία ομοίως αναφέρει ότι η μεταβίβαση στο πλαίσιο τιτλοποίησης των απαιτήσεων στην εταιρεία ειδικού σκοπού είναι ισχυρή και κατισχύει των συμφωνιών περί ανεκχωρήτου. Η ανάγκη χρηματοδότησης επιχειρήσεων μέσω μεταβίβασης απαιτήσεων μεγάλου οικονομικού αντικειμένου συνέτεινε στην de lege ferenda αντιμετώπιση του ζητήματος μέσω των διατάξεων για το ανίσχυρο των συμφωνιών περί ανεκχωρήτου 22. Η νομικά σημαντική ανάγκη αποκλεισμού της δυνατότητας a priori παρεμπόδισης ή και a posteriori ανατροπής των αποτελεσμάτων της τιτλοποίησης παρώθησε και τον εγχώριο νομοθέτη να υιοθετήσει την πιο ευνοϊκή για τους συμμετέχοντες στη διαδικασία τιτλοποίησης πρόβλεψη αυτή της μη ισχύος των εννόμων αποτελεσμάτων οποιασδήποτε ρήτρας περί ανεκχωρήτου στην περίπτωση μεταβίβασης τω τιτλτοποιούμενων απαιτήσεων από την επιχείρηση στην εταιρεία ειδικού σκοπού. Η λειτουργική ταύτιση των διατάξεων της 5 του άρθρ. 2 Ν 1905/1990 και της 8 εδάφ. α του άρθρ. 10 Ν 3156/2003 δεν απορρέει μόνον από την ομοιότητα της εκχώρησης επιχειρηματικών απαιτήσεων στο πλαίσιο πρακτορείας με την εκχώρηση επιχειρηματικών απαιτήσεων με αιτία την πώληση στο πλαίσιο τιτλοποίησης, αλλά και από την υπαρκτή και κοινή και στις δύο περιπτώσεις ανάγκη εξυπηρέτησης του οικονομικού σκοπού των ανωτέρω σύνθετων συναλλακτικών μορφωμάτων με απώτερη επιδίωξη την επαρκή χρηματοδότηση των εκχωρητών, δηλ. των επιχειρήσεων. 20. ΕφΑθ 5634/2004 ΔΕΕ 2005, 58. 21. Γεωργιάδης Απ., Νέες μορφές συμβάσεων της σύγχρονης οικονομίας 2008, 154. Ειδικότερα βλ. Kitsaras, Das Unidroit Ubereinkommen uber das internationale Factoring vom 28.5.1988 (Ottawa) aus der Sicht des deutschen und griechischen Rechts, 1994, 85 επ. 22. Βλ. για την αντιμετώπιση του ζητήματος εδώ και στις λοιπές ευρωπαϊκές έννομες τάξεις, ιδίως την γαλλική και την γερμανική (όπου αντίθετη η 399 BGB), Λέκκα, Εμπράγματη εξασφάλιση ομολογιακού δανείου και τιτλοποίηση απαιτήσεων 2006, 135 επ., 158. 28

Για τον λόγο αυτόν οι διατάξεις αυτές εισάγουν σαφή εξαίρεση από την εφαρμογή της ΑΚ 466 εδάφ. α, ορίζοντας ρητώς ότι οι παντός είδους συμφωνίες περί ανεκχωρήτου των επιχειρηματικών απαιτήσεων δεν κατισχύουν και υποχωρούν έναντι των εκχωρήσεων των απαιτήσεων λόγω πρακτορείας ή τιτλοποίησης επιχειρηματικών απαιτήσεων. Συνεπώς, τυπικές ή άτυπες, ρητές ή σιωπηρές, έμμεσες ή παρεπόμενες συμφωνίες για το ανεκχώρητο υπάγονται άνευ ετέρου στο πεδίο εφαρμογής των ανωτέρω διατάξεων. Μάλιστα, οι εξαιρέσεις αυτές επενεργούν δίχως καμία επιπλέον προϋπόθεση, καθώς για την επέλευση των αποτελεσμάτων τους δεν απαιτείται η καλή πίστη της εταιρείας πρακτορείας ή ειδικού σκοπού. Συνεπώς, δεν ενδιαφέρει εάν η εταιρεία πρακτορείας ή ειδικού σκοπού τελεί εν γνώσει της ύπαρξης ρήτρας περί ανεκχωρήτου των απαιτήσεων ή ειδικότερα εάν οι εκχωρηθείσες απαιτήσεις αποτελούν επιμέρους κονδύλια αλληλόχρεου λογαριασμού και ως εκ τούτου υφίσταται συμφωνία για το αδιάθετο αυτών. Περαιτέρω, με τις ειδικές αυτές διατάξεις δεν καθιδρύεται κάποια διάκριση των επιχειρηματικών απαιτήσεων σε εκείνες τις περιπτώσεις που επιτρέπεται να εκχωρηθούν παρά τη συμφωνία περί ανεκχωρήτου και σε άλλες κατηγορίες ή ομάδες απαιτήσεων που λόγω της αιτίας γένεσής τους δεν επιτρέπεται σε κάθε περίπτωση να εκχωρηθούν. Επομένως, όλες συμφωνίες για το ανεκχώρητο επιχειρηματικών απαιτήσεων, οι οποίες απορρέουν από κάθε είδους βασική συναλλακτική σχέση, δεν κατισχύουν των συμβάσεων εκχώρησης στο πλαίσιο πρακτορείας και τιτλοποίησης των επιχειρηματικών απαιτήσεων. Στην προκειμένη περίπτωση, οι επιμέρους επιχειρηματικές εννοείται απαιτήσεις που καταχωρίζονται στον ενιαίο λογαριασμό που τηρούν τα συμβαλλόμενα μέρη (εδώ προμηθευτής και αγοραστής) ναι μεν δεν μπορούν να διατεθούν σε κάθε περίπτωση σε τρίτους λόγω της συμφωνίας εισαγωγής τους ως κονδύλια του αλληλόχρεου και του ανεκχώρητου αυτών, εντούτοις μπορούν νομίμως και εγκύρως να μεταβιβασθούν με εκχώρηση σε εταιρεία πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων στο πλαίσιο factoring και στην εταιρεία ειδικού σκοπού του άρθρου 10 Ν 3156/2003 στο πλαίσιο τιτλοποίησης 23. Η μεταβίβαση αυτή μπορεί να αφορά είτε μεμονωμένα ορισμένες απαιτήσεις της προμηθεύτριας επιχείρησης είτε ομάδες απαιτήσεων, ακόμη κι αν αυτές είναι μη γεγενημένες, δηλ. μελλοντικές 24 και έχει συμφωνηθεί η μελλοντική καταχώρισή τους σε αλληλόχρεο λογαριασμό. Οι συμβάσεις εκχώρησης των επιχειρηματικών αυτών απαιτήσεων θα επιφέρουν όλα ανεξαιρέτως τα έννομα αποτελέσματα της σύμβασης εκχώρησης των άρθρων 455 επ. ΑΚ. κι ο εκδοχέας θα καθίσταται νόμιμος δικαιούχος των απαιτήσεων με δικαίωμα άμεσης επιδίωξής τους. Η λύση αυτή είναι δικαιοπολιτικά ορθότερη κι εναρμονίζεται με την τελολογία των εξαιρέσεων από την ισχύ των ρητρών περί ανεκχωρήτου της ΑΚ 466. Ο νομοθέτης επέλεξε στις συγγενείς συμβάσεις εκχώρησης επιχειρηματικών απαιτήσεων να καθιερώσει μια καθολική υπεροχή των συμβάσεων αυτών σε σχέση με τις παντός είδους συμφωνίες ανεκχωρήτου των επιχειρηματικών απαιτήσεων, από οποιανδήποτε αιτία κι αν αυτές έχουν γεννηθεί. Το δικαιοδοτικό όργανο οφείλει να λάβει υπόψιν του κατά την αξιολογική του κρίση την ratio legis των ειδικών αυ τών διατάξεων, οι οποίες αποκαλύπτουν και σε συστηματικό επίπεδο την κατευθυντήρια αξιολόγηση και επιλογή του ιστορικού νομοθέτη 25 να προτάξει την ανάγκη ανεμπόδιστης χρηματοδότησης των δανειστριών επιχειρήσεων μέσω της προεξόφλησης των εκχωρηθεισών απαιτήσεών τους και της παροχής ρευστότητας από την εταιρεία πρακτορείας και την εταιρεία ειδικού σκοπού στην προμηθεύτρια επιχείρηση, η οποία κατά το μάλλον ή ήττον αδυνατεί να προβεί σε διαχείριση και είσπραξη των εν λόγω απαιτήσεων, αλλά κυρίως να εξυπηρετήσει τις οικονομικές της υποχρεώσεις. Η νομικά κρίσιμη αυτή ανάγκη υπηρετείται από την πλήρη κατίσχυση των συμβάσεων εκχώρησης των επιχειρηματικών απαιτήσεων στο πλαίσιο factoring και τιτλοποίησης έναντι κάθε είδους συμφωνιών για το ανεκχώρητο αυτών. Πράγματι, η ένταξη των απαιτήσεων στον αλληλόχρεο λογαριασμό και η συνεπαγόμενη συμφωνία για το αδιάθετο αυτών δεν δύναται να ανατρέπει τα αποτελέσματα της εκχώρησης λόγω factoring ή τιτλοποίησης, καθώς ικανοποι εί ήσσονος σημασίας συναλλακτική ανάγκη. Η σύμβαση τήρησης του αλληλόχρεου λογαριασμού σκοπεί απλώς στην τεχνική εξυπηρέτηση της βασικής συναλλακτικής σχέσης των συμβαλλομένων μερών και στην συμψηφιστική εκκαθάριση των αμοιβαίων απαιτήσεων. Περαιτέρω δε, κατά το συνήθως συμβαίνον, δανειστής του καταλοίπου του λογαριασμού θα παραμένει η προμηθεύτρια επιχείρηση και δανείστρια των επιμέρους καταχωριζόμενων απαιτήσεων, καθώς ο αγοραστής των αγαθών της επιχείρησης σπανίως εγείρει και επαγωγικά σπανίως εγγράφει ανταπαιτήσεις του έναντι της προμηθεύτριας σαν επιμέρους κονδύλια του λογαριασμού ακριβώς λόγω της φύσεως της κύριας συμβατικής σχέσης και των ιδιοτήτων των συμβαλλομένων μερών. Τούτο μάλιστα συμβαίνει κατά μείζονα λόγο στην περίπτωση της σύμβασης τραπεζικού αλληλόχρεου λογαριασμού στο πλαίσιο παρακολούθησης και εξυπηρέτησης σύμβασης πίστωσης ανάμεσα σε πιστωτικό ίδρυμα και σε πιστολήπτη. Στη σύμβαση ανοίγματος πίστωσης, ακόμη και όπου συνομολογείται ο πιστούχος να κάνει περιο- 23. Έτσι, με επίκληση της ΕφΑθ 5634/2004 ο Γεωργιάδης Απ. (2008), 154. 24. Βλ. αντί άλλων Βάθη, Η σύμβαση factoring, 1995, 74 επ. 25. Βλ. για την λειτουργία των νομοθετικών αξιολογήσεων, Larenz/ Canaris, Methodenlehre der Rechtswissenschaft, 1995, 208 επ. και ιδίως Παπανικολάου, Μεθοδολογία του Ιδιωτικού Δικαίου και Ερμηνεία των Δικαιοπραξιών, 2000, 257 επ. Αποκτήστε πλήρη online πρόσβαση στο από το 2007 29

δική ανάληψη του δανείσματος και να επιστρέφει τμηματικά τις υπολοιπόμενες δόσεις, δεν υφίσταται αμοιβαιότητα των εκατέρωθεν απαιτήσεων και δεν μεταβάλλεται σε καμία περίπτωση το πρόσωπο του οφειλέτη και του δανειστή. Δεν υπάρχει η πραγματική δυνατότητα τα συμβαλλόμενα μέρη να εγγράψουν την ίδια στιγμή χρεωστικά και πιστωτικά κονδύλια, καθώς δεν είναι δυνατή η ταυτόχρονη γένεση αμοιβαίων και αντίρροπων απαιτήσεων. Δεν πρόκειται με άλλα λόγια για αμοιβαίες απαιτήσεις, οι οποίες χρήζουν καταχώρισης προκειμένου να τύχουν συμψηφισμού και εκκαθάρισης. Μάλιστα, με βάση την ακριβή διάρθρωση της συμφωνίας των μερών απαίτηση μπορεί να θεωρηθεί ότι υφίσταται μόνον ως προς το ένα συμβαλλόμενο μέρος, δηλ. τον πιστούχο 26. Η απαίτηση αυτή θα έχει ως περιεχόμενο την επιστροφή του πιστωθέντος ποσού. Συνεπώς, σε κάθε περίπτωση δανείστρια θα παραμένει και μετά την εξαγωγή του οριστικού η προσωρινού καταλοίπου η πιστώτρια τράπεζα 27. Με βάση τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι στις περιπτώσεις αυτές η λειτουργία του αλληλόχρεου λογαριασμού και κατά συνέπεια και η συμφωνία για το αδιάθετο των εισαγόμενων σε αυτόν απαιτήσεων έχουν ταχθεί προς εξυπηρέτηση κυρίως του δανειστή για τον αρτιότερο υπολογισμό, την αποφυγή διαδοχικών καταβολών και χρεώσεων και την κατά το δυνατόν λιγότερο κοστώδη επιδίωξη των απαιτήσεών του. Συνεπώς, εφόσον η ίδια δανείστρια επιχείρηση επιλέξει την μεταβίβαση των επιχειρηματικών της απαιτήσεων μέσω factoring ή τιτλοποίησης με σκοπό να εξεύρει άμεσα χρηματοδότηση στις περιπτώσεις δε των πιστωτικών ιδρυμάτων η προσφυγή στην διαδικασία τιτλοποίησης είναι συχνότατη περιλαμβάνει δε αυτονόητα και απαιτήσεις που έχουν ενσωματωθεί σε αλληλόχρεο λογαριασμό το δικαιοδοτικό όργανο οφείλει να αξιολογήσει ως προστατευτέο το συμφέρον της εκχωρήτριας επιχείρησης και να αναγνωρίσει το κύρος των συμβάσεων εκχώρησης έναντι κάθε ρητής ή σιωπηρής συμφωνίας για το ανεκχώρητο αυτών, πα- 26. Η μόνη απαίτηση που υφίσταται στη σύμβαση ανοίγματος πίστωσης με τήρηση λογαριασμού είναι η επιστροφή του δανείσματος. Η δυνατότητα τμηματικής και περιοδικής ανάληψης εκ μέρους του πιστούχου συγκεκριμένων κονδυλίων δεν αποτελεί απαίτηση του τελευταίου σε βάρος της τράπεζας, καθώς το ποσό του δανείσματος έχει ήδη τεθεί στη διάθεσή του. Βλ. Γεωργακόπουλο, Χρηματιστηριακό και Τραπεζικό Δίκαιο, 1999, 383, όπου σημειώνεται ότι δεν λογίζεται ως οφειλή η απλή επιστροφή του δανείου, η περιλαμβανόμενη στον αλληλόχρεο λογαριασμό, όπως δεν είναι και η ανάληψη του κεφαλαίου του δανείου, ως μη αποτελούσα αντικείμενο παροχής προθεσμίας. 27. Το στοιχείο της αμοιβαιότητας και η δυνατότητα εκατέρωθεν απαιτήσεων ενυπάρχει σε ορισμένες μόνο συμβάσεις πιστωτικού χαρακτήρα με συγκεκριμένη λειτουργία, όπου ο αντισυμβαλλόμενος της τράπεζας τυγχάνει ταυτόχρονα δανειστής και οφειλέτης του ιδρύματος στα πλαίσια συγκεκριμένης συναλλακτικής δομής, η οποία και εξυπηρετείται με την τήρηση αλληλόχρεου λογαριασμού με την ακριβή έννοια του όρου (βλ. συμβάσεις διεξαγωγής δοσοληψιών-γύρου και πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων, ιδίως στο μη γνήσιο factoring), περισσότερα σε Ρούσση, Καταστρατήγηση δικαίου στις τραπεζικές συμβάσεις, 2010, 134 επ. Δ. Κ. ΡΟΥΣΣΗΣ ρά να εμμείνει στην προάσπιση της ιδιότυπης λειτουργίας του αλληλόχρεου λογαριασμού δίχως να ικανοποιείται ευρύτερη ανάγκη. Σε στενά μεθοδολογικό επίπεδο θα μπορούσε επιπλέον να ισχυρισθεί κανείς ότι εφόσον γίνεται δεκτό από την ίδια την ΑΠ 667/2010 ότι οι διατάξεις της 5 του άρθρ. 2 Ν 1905/1990 και της 8 εδάφ. α του άρθρ. 10 Ν 3156/2003 κατισχύουν των ειδικών συμφωνιών για το ανεκχώρητο, a fortiori τούτο θα πρέπει να γίνεται δεκτό και για τις άτυπες, σιωπηρές και εμμέσως συναγόμενες συμφωνίες για το ανεκχώρητο. Δηλ. εφόσον γίνεται δεκτό ότι παραμερίζεται ουσιαστικά η συμβατική ελευθερία των μερών (ΑΚ 361), στις περιπτώσεις εκείνες που αυτά ρητώς και ειδικώς συνομολογούν ρήτρα περί ανεκχωρήτου, τούτο θα πρέπει να συμβαίνει κατά μείζονα λόγο στην περίπτωση των σιωπηρώς και εμμέσως συναγόμενων συμφωνιών για το αδιάθετο των απαιτήσεων, όπου δηλ. η συμβατική βούληση των μερών δεν εκφράσθηκε πανηγυρικά, αλλά σκοπείται το ίδιο αποτέλεσμα. Υπό την αντίθετη εκδοχή, αν δηλ. ήθελε γίνει δεκτή η άποψη του Ακυρωτικού, όπως αυτή αποτυπώθηκε στο αιτιολογικό της απόφασης 667/2010, θα επέρχονταν εξαιρετικά ανεπιεική αποτελέσματα για όλα τα εμπλεκόμενα στις εξεταζόμενες συναλλακτικές σχέσεις πρόσωπα. Η επίκληση της ακυρότητας (ΑΚ 180) της σύμβασης εκχώρησης των επιχειρηματικών απαιτήσεων θα συνεπαγόταν την ανατροπή των εννόμων αποτελεσμάτων της, δηλ. την επιστροφή (αναμεταβίβαση) των απαιτήσεων που μεταβιβάσθηκαν στον πράκτορα και την εταιρεία ειδικού σκοπού και την απόδοση ομοίως από την εκχωρήτρια επιχείρηση του εισπραχθέντος τιμήματος, δηλ. της απολύτως αναγκαίας για τη βιωσιμότητά της χρηματοδότησης. Σε περίπτωση δε που είχε ήδη μεσολαβήσει περαιτέρω μεταβίβαση των απαιτήσεων (δεύτερη εκχώρηση) τούτη θα έπασχε καθώς ο εκχωρητής δεν θα είχε εξουσία διάθεσης η δε καλή πίστη το εκδοχέα δεν προστατεύεται από τον νόμο 28. Σε δικαιοπολιτικό επίπεδο, εάν υιοθετούνταν η θέση του Ακυρωτικού θα αποκλειόταν a priori η δυνατότητα αξιοποίησης μεγά λου τμήματος απαιτήσεων επιχειρήσεων και πιστωτικών ιδρυμάτων ως μέσου χρηματοδότησης λόγω της ένταξής τους ως επιμέρους κονδύλια σε αλληλόχρεο λογαριασμό και συνεπώς θα αποδυναμωνόταν σημαντικά ο ρόλος της επιχειρηματικής απαίτησης ως αντικειμένου συναλλαγών στο πλαίσιο κεφαλαιακής ενίσχυσης του εκάστοτε δανειστή, ενώ θα περιοριζόταν σε μεγάλο βαθμό η χρησιμότητα του θεσμού του factoring και της τιτλοποίησης επιχει ρηματικών απαιτήσεων. Η διάσωση του κύρους των γενόμενων εκχωρήσεων των επιχειρηματικών απαιτήσεων στο πλαίσιο της σύμβασης factoring ή της τιτλοποίησης πέραν της εναρμόνισής της με την σύγχρονη τάση λελογισμένης επέμβασης επί των συμ- 28. Κρητικός, Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, ΑΚ, άρθρ. 455 αρ. 20. 30

βατικών ενοχών (αρχή in favorem validitatis) 29 εξυπηρετεί τον πολυεπίπεδο οικονομικό σκοπό των συμβάσεων στο πλαίσιο του factoring και της τιτλοποίησης. Με την αναγνώ ριση του κύρους των συμφωνιών αυτών παρά την ύπαρξη της σύμβασης περί ανεκχωρήτου των απαιτήσεων δεν ανατρέπονται σύνθετες συμβατικές σχέσεις με οικονομικό αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ήδη προεξοφλημένο και αποτρέπεται σημαντική βλάβη όχι μόνον της εκχωρήτριας επιχείρησης, αλλά και των πιστωτών και των επενδυτών που εμπλέκονται στις εν λόγω συναλλακτικές σχέσεις. Παρά δε τις όποιες ενστάσεις 30, η λύση αυτή δεν παραβλάπτει ουσιωδώς τα συμφέροντα του οφειλέτη και αντισυμβαλλόμενου της εκχωρήτριας επιχείρησης στον αλληλόχρεο λογαριασμό. Με την αναγγελία της εκχώρησης στο πλαίσιο factoring και με τη συστατική πράξη δημοσιοποίησης της τιτλοποίησης ο τελευταίος είναι ενήμερος για τον εκδοχέα και πλέον δανειστή του, συνεπώς απαλλάσσεται με την καταβολή στον νέο δικαιούχο. Το επιχείρημα ότι αυτός προσβλέπει στο πρόσωπο του αρχικού δανειστή του και στην σχέση εμπιστοσύνης που έχει αναπτυχθεί με αυτόν υποχωρεί μπροστά στο υπέρτερο προστατευτέο συμφέρον της προμηθεύτριας επιχείρησης, η οποία επιδιώκει τη χρηματοδότησή της, στον βαθμό που η θέση του οφειλέτη δεν επιβαρύνεται ουσιαστικά 31. Σε κάθε περίπτωση η απαραίτητη στάθμιση συμφερόντων (Interessenjurisprundenz) των συμβαλλομένων μερών προκρίνει ως αξιολογικά κρισιμότερη την αναγνώριση της ισχύος των γενόμενων εκχωρήσεων στο πλαίσιο factoring και τιτλοποίησης επιχειρημα - τικών απαιτήσεων παρά την προάσπιση του sui generis χαρακτήρα της σύμβασης αλληλόχρεου λογαριασμού 32. VI. Συμπέρασμα Με βάση τα ανωτέρω εκτεθέντα μπορεί βασίμως να υποστηριχθεί ότι: - στο πλαίσιο κατάρτισης και εκτέλεσης της σύμβασης αλληλόχρεου λογαριασμού συνάπτεται ειδική συμφωνία με περιεχόμενο το ανεκχώρητο των απαιτήσεων που καταχωρίζονται ως επιμέρους κονδύλια στον αλληλόχρεο λογαριασμό - η συμφωνία αυτή εμπίπτει στο πραγματικό της διάταξης του άρθρου 466 εδάφ. α ΑΚ ως σύμβαση για το ανεκχώρητο απαιτήσεων - οι ειδικές διατάξεις της 5 του άρθρ. 2 Ν 1905/1990 και της 8 εδάφ. α του άρθρ. 10 Ν 3156/2003 καθιερώνουν πλήρη εξαίρεση από την ΑΚ 466 εδάφ. α και κατισχύουν κάθε σύμβασης για το ανεκχώρητο επιχειρηματικών απαιτήσεων ανεξαρτήτως αιτίας γέννησής τους - η εκχώρηση των επιμέρους απαιτήσεων του αλληλόχρεου λογαριασμού στο πλαίσιο πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων και τιτλοποίησης είναι απολύτως έγκυρη κι επιφέρει τα έννομα αποτελέσματά της. 29. Βλ. για την ανάδειξη της αρχής favor contractus στον ευρωπαϊκό χώρο και δη στο Σχέδιο του Ευρωπαϊκού Αστικού Κώδικα, Καραμπατζό, Το Σχέδιο ενός Ευρωπαϊκού Αστικού Κώδικα: πολλών δ ανθρώπων ίδεν άστεα και νόον έγνω;, ΕφΑΔ 2008, 861. 30. Ψυχομάνης, ΔΕΕ 2004, 263. 31. Βλ. Blaurock, Die Factoring-Zession, ZHR 1978, 330, Ψυχομάνη, Το Factoring ως σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων, 1995, 202, ο οποίος σημειώνει ότι ο αποκλεισμός της ΑΚ 466 με την διάταξη της 5 του άρθρ. 2 Ν 1905/1990 δεν φαίνεται πάντως ικανός να επιφέρει βλάβη στα συμφέροντα του οφειλέτη στη σχέση του factoring. 32. Σημειώνεται, τέλος, ότι η επέλευση των αποτελεσμάτων της εκχώρησης των επιχειρηματικών απαιτήσεων στον πράκτορα ή την εταιρεία ειδικού σκοπού κι η ταυτόχρονη άρση της αδυναμίας διάθεσης των καταχωριζόμενων απαιτήσεων δεν επιφέρει αναγκαστικώς την λύση της σύμβασης αλληλόχρεου λογαριασμού, καθώς τα μέρη (προμηθεύτρια επιχείρηση-εκδοχέας) μπορεί να συμφωνήσουν την συνέχιση της σύμβασης αλληλόχρεου λογαριασμού ή την παροχή πληρεξουσιότητας στον εκδοχέα να καταγγείλει, όταν το κρίνει ο ίδιος, την σύμβαση, Ψυχομάνης (1995), 203. Αποκτήστε πλήρη online πρόσβαση στο από το 2007 31