ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) 704/2014 ΜΠΡ ΠΕΙΡ ( 622145) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Μισθωτικές διαφορές. Καταγγελία μισθώσεως από το Δήμο. Απαιτείται απόφαση Δημοτικού Συμβουλίου δεν αρκεί απόφαση οικονομικής επιτροπής ή Δημάρχου. Εγκυρη η καταγγελία υπό την αίρεση ότι προηγούμενη καταγγελία θα κριθεί άκυρη. Ο ενάγων Δήμος άσκησε αγωγή με την οποία κατήγγειλε την επίδικη σύμβαση υπό τον όρο ότι προηγούμενη καταγγελία που είχε ασκηθεί με προηγούμενη αγωγή επί της οποίας είχε παραιτηθεί του δικογράφου ήταν άκυρη. Κρίθηκε ότι μετά την παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής τα αποτελέσματα της καταγγελίας παραμένουν αλλά η καταγγελία που είχε ασκηθεί ήταν άκυρη γιατί δεν υπήρχε απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου. Συνεπώς η μίσθωση καταγγέλθηκε εγκύρως με την κρινόμενη αγωγή. Δεν απαιτείται να αναγράφεται η απόφαση του ΔΣ στο δικόγραφο της αγωγής. Αρκεί να προσκομίζεται. Δεν αποδείχθηκε συμφωνία ανανέωσης της μίσθωσης. Δεν αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη δαπάνησε ποσό 200 χιλ για την ανακατασκευή του κτιρίου. Απορρίπτει αίτημα αναβολής της υπόθεσης μέχρι την εκδίκαση αγωγής της εναγομένης για το ποσό που δαπάνησε για την ανακατασκευή κατά τις διατάξεις της διοίκησης αλλοτρίων. Απορρίπτει ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος. Δεν λαμβάνει υπόψη ένορκες βεβαιώσεις εναγομένης που δόθηκαν μετά την συζήτηση της αγωγής επειδή κατά την συζήτηση δεν προτάθηκαν από το ενάγον νέοι ισχυρισμοί. Ιδιωτική διαφορά. Αρμόδια τα πολιτικά δικαστήρια. Δεκτή η αγωγή. ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ Αριθμός απόφασης 704/2014 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Αποτελούμενο από τον Δικαστή Ηλία Ξηροτύρη, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και την Γραμματέα Παναγιώτα Σύρρου. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 27 Ιανουαρίου 2014, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ : Του ενάγοντος : Του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «Δήμος Ύδρας», που εδρεύει στην Ύδρα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ιωάννα Σταυρακάκη. Της εναγομένης : Της ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «... εδρεύει στην Ύδρα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Βασιλείου. Το ενάγον ζητεί να γίνει δεκτή η αγωγή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου με αριθμό 4650/2013 και προσδιορίστηκε δικάσιμος η 26η 9 2013. Κατά τη δικάσιμο εκείνη η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις που κατέθεσαν. ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ Σύμφωνα με την 1 του άρθρου 94 του Συντάγματος, η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας ανήκει στα υφιστάμενα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Από τις διαφορές αυτές όσες δεν έχουν ακόμη υπαχθεί στα δικαστήρια αυτά πρέπει να υπαχθούν υποχρεωτικά στη δικαιοδοσία τους μέσα σε πέντε έτη από την ισχύ του Συντάγματος, η προθεσμία δε αυτή μπορεί να παρατείνεται με νόμο. Περαιτέρω, σύμφωνα με την 3 του ίδιου άρθρου, στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται όλες οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και οι υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας που τους ανατίθενται με νόμο. Κατ` εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 94 1 του Συντάγματος, υπήχθησαν στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων με το άρθρο 1 1 του Ν. 1406/1983 όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας που δεν είχαν μέχρι τότε υπαχθεί σ` αυτήν, μεταξύ δε των διαφορών αυτών, οι οποίες μνημονεύονται ενδεικτικά στην 2 του εν λόγω άρθρου 1, περιλαμβάνονται (και αναφέρονται ειδικά υπό στοιχείο ια`) και οι αναφυόμενες κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας που αφορά την είσπραξη των δημοσίων εσόδων (ΝΔ 356/1954). Όλες όμως οι data:text/html;charset=utf 8,%3Cb%20style%3D%22color%3A%20rgb(0%2C%200%2C%200)%3B%20font family%3a%20'times%20new%20roman' 1/5
διαφορές που ανακύπτουν κατά την είσπραξη των δημοσίων εσόδων δεν αποτελούν διοικητικές διαφορές ουσίας, διότι είναι δυνατόν να προέρχονται από έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου μεταξύ του Δημοσίου ή των λοιπών προσώπων στα οποία εφαρμόζεται ο ΚΕΔΕ, και του οφειλέτη τους. Κριτήριο, προκειμένου μιά τέτοια διαφορά να θεωρηθεί ως διοικητική ή ιδιωτική, αποτελεί η φύση της απαίτησης που αποδεικνύεται από τον τίτλο του άρθρου 2 2 του ΚΕΔΕ, ο οποίος αποτελεί το θεμέλιο της διοικητικής εκτέλεσης. Αν η απαίτηση αυτή είναι ιδιωτικού δικαίου, τότε και η διαφορά που ανακύπτει κατά την επιδίωξη της αναγκαστικής είσπραξης της είναι ιδιωτική και η φύση της δεν μεταβάλλεται από την παρεμβολή της διοικητικής βεβαιωτικής διαδικασίας από όργανα της διοίκησης και την είσπραξη της από το δημόσιο ταμείο (βλ. ΑΕΔ 8/1989 ΕλΔνη 30.1148). Έτσι, στην περίπτωση που επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση προς ικανοποίηση απαίτησης του Δημοσίου, όταν αυτή (απαίτηση) προέρχεται από έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου μεταξύ αυτού και του οφειλέτη του, τότε ο τίτλος του άρθρου 2 2 του ΚΕΔΕ, που αποτελεί το θεμέλιο της διοικητικής εκτέλεσης, αποδεικνύει ιδιωτική απαίτηση του Δημοσίου και η διαφορά που δημιουργείται φέρει τα χαρακτηριστικά στοιχεία της ιδιωτικής διαφοράς, για την εκδίκαση της οποίας έχουν δικαιοδοσία και μετά την ισχύ του ν. 1406/1983 τα πολιτικά δικαστήρια. Αυτό συμβαίνει όταν π.χ. η απαίτηση για την οποία επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση στηρίζεται σε φερόμενη παραβίαση εκ μέρους του οφειλέτη συμβατικής υποχρέωσής του, προερχόμενης από σύμβαση μισθώσεως (ΑΕΔ 5/1989 ΑρχΝ 1990, 326 και Δνη 1989.654). Η διαφορά δε που προκύπτει από την αναπροσαρμογή μισθωμάτων είναι ιδιωτική και αρμοδιότητα για την εκδίκαση της ανακοπής του άρθρου 73 του ΚΕΔΕ, έχουν, δοθέντος ότι η υποκείμενη σχέση είναι ιδιωτικού δικαίου κατά τα προεκτεθέντα, τα πολιτικά δικαστήρια (ΣτΕ 322/1995 ΔΦΝ 1996, 750 επ., ΜΠΠειρ 1482/2013 Νόμος). Επιπλέον, η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής, ναι μεν επιφέρει κατάργηση της δίκης (άρθρα 295, 297 ΚΠολΔ), δεν επηρεάζει όμως, την καταγγελία που ασκείται με αυτήν, διότι ως δικαιοπραξία του ουσιαστικού δικαίου, η οποία δεν ανακαλείται, διατηρεί το κύρος της και μένει αλώβητη και ενεργός, δηλαδή επιφέρει όλα τα αποτελέσματα της και μάλιστα λύση της μισθώσεως, ώστε να μην οφείλεται πλέον η αντιπαροχή (μίσθωμα). Περαιτέρω, με βάση την ισχυρή αυτή καταγγελία που παρά την ανάκληση της αγωγής, στην οποία ενσωματώθηκε, επιφέρει όλα τα νόμιμα αποτελέσματα της, μπορεί να ασκηθεί νέα αγωγή αποδόσεως του μισθίου (ΑΠ 1473/2003 Δνη 46.1109, ΕΠ 139/96 Δνη 37.1154, ΕΘ 2626/91 ΝοΒ 40.297, Παπαδάκης, Αγωγές απόδοσης μισθίου, 2006, αρ. 2356 2358). Εξάλλου, η καταγγελία, ως διαπλαστικό δικαίωμα, δεν μπορεί να ασκηθεί με γνήσια αναβλητική αίρεση (201 ΑΚ), διότι αλλιώς είναι άκυρη (βλ. Παπαδάκης, ό.α. αρ. 2.395 2.400 με τις εκεί παραπομπές στη θεωρία και στη νομολογία). Είναι όμως, επιτρεπτή η καταγγελία, με αίρεση δικαίου, δηλαδή με αίρεση που συνίσταται σε γεγονός το οποίο αποτελεί στοιχείο ή προϋπόθεση για την ενέργεια ή την τελείωση της δικαιοπραξίας ή με αίρεση καταχρηστική, δηλαδή με αίρεση που συνίσταται σε γεγονός αναγόμενο στο παρόν ή το παρελθόν και όχι σε μέλλον και αβέβαιο. Ετσι, είναι έγκυρη η καταγγελία που ασκείται με την καταχρηστική αίρεση, αν η προηγούμενη είναι άκυρη ή δεν ευδοκιμήσει (ΑΠ 787/93 Δνη 36.863, ΑΠ 492/92 Δνη 36.1109, ΑΠ 2016/90 Δνη 33.140, ΑΠ 1870/85 ΕΕΝ 53.706, ΕΑ 2439/2001 ΕΔΠ 2002.269, ΕΑ 5.700/00 ΕΔΠ 2001.357. ΕΑ 6134/99 Δνη 42.1403, Παπαδάκης ό.α. αρ. 2403, Κατράς Πανδέκτης Μισθώσεων και Οροφοκτησίας, 2005, 45). Περαιτέρω, για την εγκυρότητα της καταγγελίας που γίνεται από δήμο (ΟΤΑ), νόμιμα εκπροσωπούμενο, είτε με εξώδικη δήλωση, είτε με την αγωγή, απαιτείται απόφαση του αρμοδίου προς τούτο κατά το άρθρο 65 του ν. 3852/2010 δημοτικού του συμβουλίου και δεν αρκεί απόφαση της Οικονομικής Επιτροπής (άρθρο 72 του ν. 3852/2010) ή του Δημάρχου, ο οποίος ναι μεν τον εκπροσωπεί δικαστικώς και εξωδίκως (άρθρο 58 παρ. 1α του ν. 3852/2010), δεν μπορεί όμως και να αναλάβει δεσμεύσεις για λογαριασμό του, χωρίς απόφαση του οργάνου αυτού (πρβλ. ΑΠ 911/78 ΝοΒ 27.759, ΕΑ 7415/91 Δνη 34.621, Παπαδάκης ό.α αρ. 2302 2303). Η πιο πάνω απαιτούμενη απόφαση του δημοτικού συμβουλίου του δήμου (ΟΤΑ), δεν απαιτείται να αναφέρεται στο δικόγραφο της αγωγής, με το οποίο ασκείται η καταγγελία πλην όμως, πρέπει να προσκομίζεται, εάν αμφισβητηθεί το κύρος της καταγγελίας για τον λόγο αυτόν (πρβλ. ΑΠ 464/1998 Δνη 39.1601, ΕΑ 6648/99 Δνη 42.790, ΜΠΑθ 335/2007 Νόμος). Εν προκειμένω το ενάγον, με την υπό κρίση αγωγή του, ισχυρίζεται ότι εκμίσθωσε στην εναγόμενη εταιρεία το περιγραφόμενο σε αυτή μίσθιο (δημοτικό ξενώνα). Ότι η ένδικη μίσθωση, μετά τη λήξη και του νόμιμου χρόνου της (31 12 2011), έχει καταστεί αορίστου χρόνου. Οτι με την από 6 3 2013 (αρ. κατ. 2216/2013) προηγούμενη αγωγή του, από το δικόγραφο της οποίας νομίμως παραιτήθηκε, είχε καταγγείλει την ένδικη μίσθωση. Ότι η ως άνω αγωγή του είχε επιδοθεί στην εναγόμενη στις 20 3 2013. Ότι άλλως και επικουρικώς, ήτοι για την περίπτωση που η καταγγελία αυτή δεν ευδοκιμήσει, την καταγγέλλει με την υπό κρίση αγωγή του, η οποία επιδόθηκε στην εναγόμενη στις 22 8 2013. Με αυτό δε το ιστορικό το ενάγον ζητεί, κατ ορθή εκτίμηση, αφενός μεν να αναγνωρισθεί ότι η ένδικη μίσθωση έληξε συνεπεία της καταγγελίας με την ως άνω προγενέστερη αγωγή του από 1 5 2013, άλλως και επικουρικώς συνεπεία της καταγγελίας με την υπό κρίση αγωγή του από 1 10 2013, αφετέρου δε να υποχρεωθεί η εναγόμενη εταιρεία να της αποδώσει τη χρήση του μισθίου ακινήτου λόγω της κατά τα ως άνω λήξεως της μισθώσεως. Τέλος ζητεί να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινώς εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγόμενη στη δικαστική της δαπάνη. Η αγωγή αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθρα 14 παρ. 1β, 16 αρ. 1 και 29 παρ. 1 ΚΠολΔ) κατά την ειδική διαδικασία των διατάξεων των άρθρων 647 επ. ΚΠολΔ, όπως η παρ. 1 τροποποιήθηκε με το άρθρο 7 παρ. 20α του Ν. 2741/1999, δεδομένου ότι υφίσταται δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων για την εκδίκαση της ένδικης υπόθεσης, επειδή η υποκείμενη σχέση, ήτοι η σύμβαση μισθώσεως από την οποία απορρέει η προς απόδοση του μισθίου αξίωση του ενάγοντος Δήμου data:text/html;charset=utf 8,%3Cb%20style%3D%22color%3A%20rgb(0%2C%200%2C%200)%3B%20font family%3a%20'times%20new%20roman' 2/5
(ΟΤΑ), είναι σχέση ιδιωτικού δικαίου (ΑΕΔ 23/1999 Δνη 40, 1697, ΟλΑΠ 5/1995 Δνη 36, 589, ΑΠ 473/2000 ΕΕΝ 2001, 708, ΕφΛαρ 384/2003, ΜΠΠειρ 1482/2013 Νόμος). Συνεπώς ο ισχυρισμός της εναγόμενης εταιρείας περί ελλείψεως δικαιοδοσίας στερείται νομικής βασιμότητας και είναι ως εκ τούτου απορριπτέος. Είναι δε αρκούντως ορισμένη, απορριπτομένου ως αβάσιμου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εναγόμενης, δεδομένου ότι αφενός μεν το επίδικο μίσθιο περιγράφεται επαρκώς εις τρόπον ώστε να μη γεννάται αμφιβολία περί την ταυτότητά του (ΑΠ 1018/1996 ΕΕΝ 1998. 190), αφετέρου δε η απαιτούμενη απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του ενάγοντος Δήμου (ΟΤΑ), δεν απαιτείται να αναφέρεται στο δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής, με το οποίο ασκείται η καταγγελία, πλην όμως, πρέπει να προσκομίζεται, εάν αμφισβητηθεί το κύρος της καταγγελίας για τον λόγο αυτόν (πρβλ. ΑΠ 464/1998 Δνη 39.1601, ΕΑ 6648/99 Δνη 42.790). Στην προκειμένη περίπτωση προσκομίζεται μετ επικλήσεως από το ενάγον ΝΠΔΔ τόσο η υπ αρ. 42/2013 απόφαση του Δημοτικού του Συμβουλίου που απαιτείται για την εγκυρότητα της καταγγελίας της ένδικης μίσθωσης, όσο και η υπ αρ. 4/2014 απόφαση της Οικονομικής Επιτροπής του όσον αφορά στη δοθείσα εντολή και πληρεξουσιότητα για την άσκηση της υπό κρίση αγωγής. Η αγωγή είναι νόμιμη. Στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 361, 574, 587, 599 παρ. 1, 608 παρ. 2, 609, 611 ΑΚ, 5, 15 εδ. α, 44, 61 εδ. δ π.δ. 34/1995, 176, 662, 907, 910 αρ. 1 ΚΠολΔ. Πρέπει επομένως η αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω κατ ουσίαν, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της συζήτησής της προσκομίζεται η προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 81 παρ. 3 του Ν. 2238/1994 «για τη φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων» βεβαίωση του Προϊσταμένου της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. (βλ. το υπ αρ. πρωτ. 21822/16 10 2013 πιστοποιητικό του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Α Πειραιώς περί του ότι το ενάγον στη δήλωση φόρου εισοδήματος των οικονομικών ετών 2012 2013 έχει δηλώσει τα μισθώματα που αφορούν στο επίδικο μίσθιο). Η εναγόμενη προφορικά στο ακροατήριο και με τις προτάσεις της αρνείται αιτιολογημένα την αγωγή και περαιτέρω ισχυρίζεται ότι το ενάγον διά του Δημοτικού του Συμβουλίου ενέκρινε επενδυτικό πρόγραμμα ύψους 500.000 ευρώ, το οποίο θα υλοποιείτο με κοινοτικά κονδύλια. Ότι αυτή δεν εντάχθηκε εν τέλει στο επενδυτικό πρόγραμμα του Γ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης εξαιτίας προσκομμάτων που έθεσαν οι υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού. Ότι έχοντας την έγκριση του ενάγοντος Δήμου υλοποίησε εξ ιδίων πόρων την επενδυτική της πρόταση και προέβη περί τα τέλη του έτους 2010 στην ανακαίνιση του μισθίου, δαπανώντας προς τούτο το συνολικό ποσό των 276.500 ευρώ. Οτι το ενάγον διά της ως άνω αποφάσεως του Δημοτικού του Συμβουλίου κατήρτισε με αυτή συμφωνία ανανεώσεως, ή άλλως παρατάσεως της ένδικης μισθώσεως, για ακόμη δώδεκα (12) έτη μετά τη λήξη του νόμιμου χρόνου της, ήτοι μετά την 31η 12 2011. Ο ισχυρισμός αυτός συνιστά ένσταση αναγνωρίσεως ανανεώσεως της ένδικης μισθώσεως, άλλως παρατάσεως αυτής, για ακόμη δώδεκα (12) χρόνια από 1 1 2012, είναι δε νόμιμος στηριζόμενος στη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 19 του ν. 2741/1999 και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω κατ ουσίαν. Επιπλέον, η εναγόμενη εταιρεία ισχυρίζεται ότι το ενάγον ασκεί καταχρηστικά το δικαίωμά του, λαμβανομένου υπόψη ότι κατήγγειλε την ένδικη μίσθωση δύο περίπου χρόνια μετά την ανακατασκευή του μισθίου ακινήτου, χωρίς η τελευταία να έχει αποσβέσει το ποσό που δαπάνησε για την υλοποίηση της επενδυτικής της προτάσεως. Ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, καθόσον τα συγκροτούντα αυτόν πραγματικά περιστατικά και αν ακόμη υποτεθεί ότι είναι αληθή, δεν καθιστούν καταχρηστική την άσκηση του ένδικου δικαιώματος του ενάγοντος προς απόδοση του μισθίου. Τέλος η εναγόμενη εταιρεία ισχυρίζεται κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στις προτάσεις της ότι για την ανακατασκευή του μισθίου δαπάνησε το συνολικό ποσό των 276.500 ευρώ, πλέον του ποσού των 20.000 ευρώ, που κατέβαλε για σύνταξη μελετών από μηχανικούς. Ζητεί δε, εφόσον διαταχθεί η απόδοση του μισθίου, να υποχρεωθεί ταυτόχρονα ο ενάγων Δήμος να της καταβάλει το ποσό των 296.500 ευρώ που αφορά στις ως άνω επωφελείς δαπάνες που έκανε στο μίσθιο κατά τις διατάξεις περί διοικήσεως αλλοτρίων, άλλως κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Ο εν λόγω ισχυρισμός αποτελεί ένσταση μη εκπλήρωσης της σύμβασης, η οποία (ένσταση) είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 374, 378, 591 παρ. 2, 722, 736, 737, 904 επ. ΑΚ. Συνεπώς πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω κατ ουσίαν. Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασης αυτού του Δικαστηρίου, των υπ αρ. 874 και 875/29 1 2014 ενόρκων βεβαιώσεων, που δόθηκαν ενώπιον του συμβολαιογράφου Υδρας...... με πρωτοβουλία της εναγόμενης, μη δυναμένων να ληφθούν υπόψη ούτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθόσον δεν προτάθηκαν από το ενάγον για πρώτη φορά (νέοι) ισχυρισμοί κατά τη συζήτηση προκειμένου να προσκομισθούν παραδεκτώς προς αντίκρουση αυτών ένορκες βεβαιώσεις (άρθρα 238, 591 παρ. 1 ΚΠολΔ), της υπ αρ. 2.773/29 1 2014 ένορκης βεβαίωσης, που δόθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών... με πρωτοβουλία του ενάγοντος Δήμου και προς αντίκρουση ισχυρισμών που προτάθηκαν για πρώτη φορά κατά τη συζήτηση από την εναγόμενη εταιρεία (άρθρα 238, 591 παρ. 1 ΚΠολΔ), ύστερα δε από νομότυπη και εμπρόθεσμη γνωστοποίηση τούτου στην τελευταία (βλ. τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασης αυτού του Δικαστηρίου), και όλων των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για να χρησιμεύσουν προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, τα οποία λαμβάνονται υπόψη στην προκείμενη διαδικασία ακόμη και αν δεν πληρούν τους όρους του νόμου (ΟλΑΠ 15/2003 ΕλλΔνη 2003. 937, ΟλΑΠ 13/1998 ΕλλΔνη 39. 81, ΑΠ 2064/2006 Νόμος), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Με το από 1 6 1997 ιδιωτικό συμφωνητικό μισθώσεως το ενάγον εκμίσθωσε data:text/html;charset=utf 8,%3Cb%20style%3D%22color%3A%20rgb(0%2C%200%2C%200)%3B%20font family%3a%20'times%20new%20roman' 3/5
στην εναγόμενη εταιρεία τον δημοτικό ξενώνα «...» μετά του πέριξ αυτού χώρου και των εγκαταστάσεών του, που βρίσκεται στην περιοχή «ΜΑΝΔΡΑΚΙ» της Ύδρας και αποτελείται από είκοσι οκτώ (28) δωμάτια που διαθέτουν πενήντα (50) κλίνες. Η διάρκεια της μίσθωσης συμφωνήθηκε να είναι εξαετής, αρχόμενη την 1η 1 1996 και λήγουσα την 31η 12 2001. Το μηνιαίο μίσθωμα ορίσθηκε για το πρώτο έτος της μίσθωσης στο ποσό των 600.000 δρχ. (ή 1.760,82 ευρώ), ήταν δε προκαταβλητέο την πρώτη ημέρα κάθε μήνα, πλέον του μισού τέλους χαρτοσήμου (1,8%). Πρέπει δε να σημειωθεί ότι με το από 15 1 1981 ιδιωτικό συμφωνητικό μισθώσεως το ενάγον είχε εκμισθώσει αρχικώς, ύστερα από πλειοδοτική δημοπρασία, το επίδικο μίσθιο στον...... για πέντε έτη και συγκεκριμένα από την 1η 2 1981 έως και την 31η 1 1986. Μετά τη λήξη του συμβατικού χρόνου η ένδικη μίσθωση κατέστη αορίστου χρόνου και στη θέση του αρχικού μισθωτή υπεισήλθε η εναγόμενη εταιρεία, σύμφωνα και με τη ρητή πρόβλεψη του όρου 5 του από 15 1 1981 συμφωνητικού μίσθωσης. Εν συνεχεία το ενάγον ΝΠΔΔ εκμίσθωσε, όπως αναφέρθηκε, από 1 1 1996 το επίδικο μίσθιο στην εναγόμενη εταιρεία με το από 1 6 1997 ιδιωτικό συμφωνητικό. Η ένδικη εμπορική μίσθωση κατά το νόμο ίσχυε για δώδεκα (12) έτη, παρά το ότι είχε συμφωνηθεί για βραχύτερο χρόνο. Ειδικότερα η εν λόγω μίσθωση άρχισε την 1η Ιανουαρίου 1996 και έληξε την 31η Δεκεμβρίου 2007, μετά δε την πάροδο εννέα μηνών από τη λήξη της, παρατάθηκε για τέσσερα (4) ακόμη έτη, ήτοι μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2011 (άρθρο 61 εδ. δ του π.δ. 34/1995). Μετά τη λήξη του νόμιμου χρόνου (31 12 2011), η ένδικη μίσθωση παρατάθηκε σιωπηρώς και κατέστη αορίστου χρόνου (άρθρο 611 ΑΚ), το δε μηνιαίο μίσθωμα για το μισθωτικό έτος από 1 1 2013 έως και 31 12 2013 ανέρχεται στο ποσό των 4.678,89 ευρώ, πλέον του μισού τέλους χαρτοσήμου (1,8%). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι το ενάγον με την από 6 3 2013 (αρ. κατ. 2216/2013) αγωγή του, η οποία επιδόθηκε στην εναγόμενη εταιρεία στις 20 3 2013, κατήγγειλε τη μίσθωση, εν συνεχεία δε παραιτήθηκε από το δικόγραφο της ως άνω αγωγής με αποτέλεσμα να καταργηθεί η σχετική δίκη. Η καταγγελία όμως που ασκήθηκε με αυτή (αγωγή), αν και δεν ανακλήθηκε ως δικαιοπραξία του ουσιαστικού δικαίου, είναι άκυρη, δεδομένου ότι για την καταγγελία της ένδικης μίσθωσης, η οποία αποτελεί πράξη διαχείρισης της δημοτικής περιουσίας, απαιτείται κατά το νόμο απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του ενάγοντος ΟΤΑ. Παρά ταύτα η από 6 3 2013 (αρ. κατ. 2216/2013) αγωγή καταγγελία της μίσθωσης ασκήθηκε μόνον με βάση την υπ αρ. 10/2013 απόφαση της Οικονομικής Επιτροπής του ενάγοντος, η οποία μάλιστα ακυρώθηκε κατόπιν σχετικής προσφυγής της εναγόμενης εταιρείας (βλ. το από 26 4 2013 έγγραφο της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής). Στη συνέχεια όμως το ενάγον με την υπ αρ. 42/17 4 2013 απόφαση του Δημοτικού του Συμβουλίου, σε συνδυασμό με την υπ αρ. 4/29 1 2014 απόφαση της Οικονομικής Επιτροπής του, άσκησε την υπό κρίση αγωγή (αρ. κατ. 4650/14 6 2013), που επιδόθηκε στην εναγόμενη στις 22 8 2013 (βλ. την υπ αρ. 6061Γ /22 8 2013 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Ευγενίου Πετρουτζή), με την οποία κατήγγειλε εγκύρως την ένδικη μίσθωση, δεδομένου ότι είναι κατά νόμον επιτρεπτή η καταγγελία, με αίρεση δικαίου, δηλαδή με την καταχρηστική αίρεση, αν η προηγούμενη είναι άκυρη ή δεν ευδοκιμήσει. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι το Δημοτικό Συμβούλιο του ενάγοντος ΟΤΑ με την υπ αρ. 42/2013 απόφασή του έδωσε εντολή και πληρεξουσιότητα να καταγγελθεί εκ νέου η ένδικη μίσθωση με την υπό κρίση αγωγή, εφόσον η προηγούμενη καταγγελία της μίσθωσης ήθελε κριθεί ότι είναι άκυρη. Επομένως η επίδικη μίσθωση έχει λήξει από 1 10 2013 συνεπεία της καταγγελίας που ασκήθηκε με την υπό κρίση αγωγή (άρθρο 609 ΑΚ), η δε εναγόμενη εταιρεία υποχρεούνται να αποδώσει στο ενάγον τη χρήση του μισθίου. Επίσης πρέπει να σημειωθεί ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για να αναβληθεί η συζήτηση της υπόθεσης κατ άρθρο 249 ΚΠολΔ, ήτοι εωσότου περατωθεί τελεσίδικα η δίκη που έχει ανοιγεί με την κατάθεση της υπ αρ. 6697/2013 αγωγής, που έχει ασκήσει η εναγόμενη κατά του ενάγοντος Δήμου ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (τακτική διαδικασία). Γι αυτό το σχετικό αίτημα πρέπει να απορριφθεί ως κατ ουσίαν αβάσιμο. Επιπλέον, δεν αποδείχθηκε ότι το Δημοτικό Συμβούλιο του ενάγοντος αποφάσισε την ανανέωση ή την παράταση της επίδικης μίσθωσης μετά τη λήξη της. Περί αυτού κατέθεσε ρητώς και κατηγορηματικώς ο μάρτυρας απόδειξης...... ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών... (βλ. την υπ αρ. 2.773/29 1 2014 ένορκη βεβαίωση). Αυτή η κρίση του Δικαστηρίου ενισχύεται και από το περιεχόμενο της υπ αρ. 2/2006 απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου του ενάγοντος, η οποία έχει ως μοναδικό θέμα της την κατανομή ποσοστού 35% των πόρων από το πρόγραμμα «Θησέας» σε δράσεις του Δήμου και όχι την καθ οιονδήποτε τρόπο έγκριση σύναψης νέας μίσθωσης ή την παράταση της ένδικης μίσθωσης με την εναγόμενη. Συνεπώς η ένσταση αναγνωρίσεως ανανεώσεως της ένδικης μισθώσεως, άλλως παρατάσεως αυτής, για ακόμη δώδεκα (12) χρόνια από 1 1 2012 είναι απορριπτέα ως αβάσιμη από ουσιαστική άποψη. Τέλος δεν αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη δαπάνησε για την ανακατασκευή του μισθίου το συνολικό ποσό των 276.500 ευρώ, πλέον του ποσού των 20.000 ευρώ, που φέρεται να κατέβαλε για σύνταξη μελετών από μηχανικούς. Αλλωστε, η τελευταία, αν και φέρει το βάρος απόδειξης, δεν επικαλείται ούτε προσκομίζει παραστατικά (τιμολόγια, αποδείξεις παροχής υπηρεσιών κ.λπ.) από τα οποία να προκύπτουν ο χρόνος κατά τον οποίο έγιναν οι επιμέρους εργασίες και το κόστος κάθε μιας από αυτές. Γι αυτό η σχετική ένσταση που πρότεινε και αφορά στην απόδοση των επωφελών δαπανών που φέρεται αυτή να έχει κάνει στο μίσθιο πρέπει να απορριφθεί ως κατ ουσίαν αβάσιμη. Κατ ακολουθία των ανωτέρω η αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως και κατ ουσίαν βάσιμη και να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινώς εκτελεστή (άρθρο 910 αρ. 1 ΚΠολΔ). Τέλος τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εναγόμενης λόγω της ήττας της στη δίκη κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας (άρθρα 176, 191 παρ. 2, 591 παρ. 1 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ data:text/html;charset=utf 8,%3Cb%20style%3D%22color%3A%20rgb(0%2C%200%2C%200)%3B%20font family%3a%20'times%20new%20roman' 4/5
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων. Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο. Δέχεται την αγωγή. Υποχρεώνει την εναγόμενη να αποδώσει στο ενάγον τη χρήση του μισθίου ακινήτου και συγκεκριμένα τον δημοτικό ξενώνα «...» μετά του πέριξ αυτού χώρου και των εγκαταστάσεών του, που βρίσκεται στην περιοχή «ΜΑΝΔΡΑΚΙ» της Ύδρας και αποτελείται από είκοσι οκτώ (28) δωμάτια τα οποία διαθέτουν πενήντα (50) κλίνες. Κηρύσσει την απόφαση προσωρινώς εκτελεστή. Επιβάλλει σε βάρος της εναγόμενης τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των επτακοσίων εβδομήντα (770) ευρώ. Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις 7 2 2014, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους. Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Ρ.Κ. data:text/html;charset=utf 8,%3Cb%20style%3D%22color%3A%20rgb(0%2C%200%2C%200)%3B%20font family%3a%20'times%20new%20roman' 5/5