ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΠΟΝΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΚΑΠ ΣΤΟ ΒΑΜΒΑΚΙ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΠΑΛΙΟΥΡΑΣ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΣΕΜΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2008
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1.1 Γενικά.....1 1.2 Τοποθέτηση του προβλήματος.3 1.3 Σκοπός της έρευνας..5 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΟ ΒΑΜΒΑΚΙ ΣΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΚΑΙ ΣΤΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ 2.1 ΤΟ ΒΑΜΒΑΚΙ ΓΕΝΙΚΑ.7 2.2 ΤΟ ΒΑΜΒΑΚΙ ΣΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ...9 2.2.1 Γενικά 9 2.2.2 Παραγωγή..9 2.2.3 Κατανάλωση.11 2.2.4 Εμπόριο.13 2.3 ΤΟ ΒΑΜΒΑΚΙ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ...14 2.4 ΤΟ ΒΑΜΒΑΚΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ..16 2.4.1 Γενικά... 16 2.4.2 Εξέλιξη της Βαμβακοκαλλιέργειας και Παραγωγή..17 2.4.3 Εμπόριο.19 2.5 ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΛΑΔΟΥ.20 2.5.1 Η χαμηλή ποιότητα...20 2.5.2 Το υψηλό κόστος παραγωγής 23 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΒΑΜΒΑΚΟΣ ΚΑΙ Η ΝΕΑ ΚΑΠ ΤΟΥ 2003 3.1 ΒΑΣΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΒΑΜΒΑΚΟΣ....25
3.2 Η ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΚΑΠ ΤΟΥ 2003..32 3.2.1 Οι λόγοι της αναμόρφωσης 32 3.2.2 Η νέα ΚΑΠ γενικά..33 3.2.2.1 Η ενιαία αποδεσμευμένη ενίσχυση...33 3.2.2.2 Η διαφοροποίηση 36 3.2.2.3 Η πολλαπλή συμμόρφωση..36 3.3 ΤΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΚΑΠ ΓΙΑ ΤΟ ΒΑΜΒΑΚΙ.38 3.3.1 Ενιαία ενίσχυση εκμετάλλευσης και Αποσυνδεδεμένη ενίσχυση...39 3.3.2 Ειδική στρεμματική ενίσχυση(συνδεδεμένη ενίσχυση)...39 3.3.3 Σταδιακή μείωση και Πρόσθετη ενίσχυση...40 3.3.4 Δημοσιονομικό Πλαφόν....41 3.3.5 Εκκοκκιστικό Δικαίωμα...42 3.3.6 Επιστροφή Φ.Π.Α.43 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑΣ 4.1.ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ.44 4.2 ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΤΗΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ.. 46 4.3 ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΣΦΟΡΑΣ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ...49 4.4 Η ΣΥΝΑΡΤΗΣΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑΣ ΤΟΥ NERLOVE...50 4.5 ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΟΣ ΠΡΟΣΦΟΡΑΣ.57 4.6 ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΗΝ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΟΥ ΒΑΜΒΑΚΙΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ..60 4.6.1 Οικονομικοί παράγοντες.61 4.6.2 Παράγοντες πολιτικής βάμβακος 62 4.6.3 Εδαφικοί και κλιματικοί παράγοντες..63 4.6.4 Τεχνολογικοί παράγοντες 65 4.6.5 Αβεβαιότητα...68 4.7 ΤΟ ΟΙΚΟΝΟΜΕΤΡΙΚΟ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΟΡΑΣ ΒΑΜΒΑΚΙΟΥ...69
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΩΝ ΠΡΟΣΦΟΡΑΣ 5.1 ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ 70 5.2 ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΩΝ ΠΡΟΣΦΟΡΑΣ 72 5.3 ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΩΝ ΠΡΟΣΦΟΡΑΣ...77 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΚΑΠ 6.1 ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΚΑΠ...80 6.2 ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ ΤΗΣ ΚΑΤΑΡΓΗΣΗΣ ΤΩΝ ΕΝΙΣΧΥΣΕΩΝ.83 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 7.1 ΠΕΡΙΛΗΨΗ-ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ.86 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 90 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 96
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον κ. Σέμο Αναστάσιο, ο οποίος ως επιβλέπων καθηγητής, μου παρείχε με προθυμία την επιστημονική του γνώση και εμπειρία καθ όλη τη διάρκεια συγγραφής της μεταπτυχιακής μου διατριβής. Επίσης θα ήθελα να ευχαριστήσω τα μέλη της εξεταστικής επιτροπής καθώς και τους γονείς μου για την οικονομική και την ηθική υποστήριξη που μου παρείχαν σε όλη την περίοδο των σπουδών μου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1.1 Γενικά Τα τελευταία χρόνια παρατηρούνται σημαντικές αλλαγές οικονομικοκοινωνικού, πολιτικού και πολιτιστικού χαρακτήρα σε παγκόσμιο επίπεδο και με ρυθμούς πρωτόγνωρους για τα δεδομένα των προηγούμενων δεκαετιών. Η παγκοσμιοποίηση της αγοράς αποτελεί πλέον πραγματικότητα και συνδέεται άμεσα με την παγκοσμιοποίηση της ευρύτερης οικονομίας αλλά και των πολιτικών που εφαρμόζονται ανά τον κόσμο. Από το γενικότερο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης της αγοράς η οποία θα συνεχίσει να εξελίσσεται, δεν εξαιρείται ο αγροτικός τομέας με τα προϊόντα του, μιας και τα σύγχρονα μέσα επικοινωνίας και μεταφοράς επιτρέπουν κάτι τέτοιο ακόμη και για τα πιο ευπαθή προϊόντα, τα οποία είναι δυνατό να διατεθούν και στις πιο απομακρυσμένες αγορές. Στο νέο διεθνές ανταγωνιστικό περιβάλλον, ο προσανατολισμός της παραγωγής του γεωργικού τομέα προς τις ανάγκες της αγοράς, αποτελεί μονόδρομο για τους Έλληνες αγρότες, οι οποίοι τις τελευταίες δεκαετίες, κατευθύνθηκαν προς τις καλλιέργειες (βαμβακοκαλλιέργεια, καπνοκαλλιέργεια κ.α. ) που απολάμβαναν τον υψηλό προστατευτισμό της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (Κ.Α.Π.) της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.). Μιας Κ.Α.Π. η οποία καθόρισε και εξακολουθεί να καθορίζει τις εξελίξεις στη γεωργία των κρατών μελών της, που υπήρξε μοχλός ανάπτυξης και προόδου, αλλά είχε και κάποιες αρνητικές επιρροές στη γεωργία των Ευρωπαϊκών χωρών.
Παρά τις αντικρουόμενες απόψεις, υποστηρικτών και επικριτών της Κ.Α.Π., γεγονός είναι ότι συχνά αναθεωρείται, εξελίσσεται και αναπροσαρμόζεται. Οι στόχοι της δε παραμένουν σταθεροί και αμετάβλητοι, αλλά επαναπροσδιορίζονται και προστίθενται καινούριοι. Μετά τη μεταρρύθμιση του 1992 και την Agenda 2000, το καλοκαίρι του 2003 η αναθεώρηση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής αποτέλεσε το αποκορύφωμα της μεταρρυθμιστικής διαδικασίας, αλλάζοντας τα δεδομένα της Ευρωπαϊκής γεωργίας και σε αρκετά μεγαλύτερο βαθμό της Ελληνικής (European Commission, 2004).Οι αλλαγές που προβλέπει αλλάζουν ριζικά το τοπίο, σε κλάδους της Ελληνικής γεωργίας με τεράστια σημασία, όχι μόνο για την αγροτική αλλά για την ευρύτερη οικονομία της χώρας μας, μιας και ο αγροτικός τομέας κατέχει σημαντική θέση στη διαμόρφωση των εθνικών οικονομικών μεγεθών. Ένας από τους δυναμικότερους κλάδους που συνθέτουν την Ελληνική γεωργία και που η νέα αναμορφωμένη Κ.Α.Π. του 2003, προβλέπει μάλιστα ειδικό καθεστώς λόγω της σπουδαιότητας του, είναι ο κλάδος της βαμβακοκαλλιέργειας. Το βαμβάκι είναι ίσως το σημαντικότερο αγροτικό προϊόν της Ελλάδας από πλευράς συνεισφοράς στην απασχόληση και στις εξαγωγές (πάνω από το 10% των συνολικών εξαγωγών της χώρας), καταλαμβάνει το 10% περίπου της συνολικά καλλιεργούμενης έκτασης και συμμετέχει κατά 14% στο Ακαθάριστο Γεωργικό Προϊόν Φυτικής Παραγωγής (OECD,2000). Ο ρόλος που κατέχει το βαμβάκι στην αγροτική οικονομία της Ελλάδας είναι πολυσήμαντος (αποκαλείται άλλωστε εθνικό προϊόν ), και για το λόγο αυτό, τα όσα προβλέπει η νέα Κ.Α.Π. για την καλλιέργεια του είναι ιδιαίτερης και κρίσιμης σημασίας.
1.2 Τοποθέτηση του προβλήματος Με την είσοδο της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Ένωση (Ε.Ο.Κ.) θεσπίστηκε ειδικό καθεστώς στήριξης της καλλιέργειας βαμβακιού, προκειμένου να προστατευθεί το εισόδημα των παραγωγών. Το καθεστώς το οποίο ίσχυε έως και το 2005 βασιζόταν σε άμεση ενίσχυση ανά τόνο εκκοκκισμένου βάμβακος, στο πλαίσιο Εθνικής Εγγυημένης Ποσότητας (Ε.Ε.Π.) για κάθε κράτος μέλος. Η τιμή που απολάμβανε ο Έλληνας βαμβακοπαραγωγός έως και το έτος αυτό υπήρξε πολλαπλάσια της διεθνούς τιμής του βάμβακος, ως αποτέλεσμα των ενισχύσεων που προέβλεπε η Κ.Α.Π.. Όπως πριν την ένταξη της Ελλάδας στην Ε.Ο.Κ., έτσι και μετά, το βαμβάκι είχε την τύχη της παρέμβασης και του υψηλού προστατευτισμού. Η Ευρωπαϊκή πολιτική που εκφράστηκε μέσω της Κ.Α.Π. από το 1981 και κυρίως μετά το 1986, εξώθησε τις αγροτικές εκμεταλλεύσεις να μεγιστοποιήσουν τις καλλιέργειες που συνδέονται με ενισχύσεις, ανεξαρτήτως συγκριτικών πλεονεκτημάτων διαφόρων περιοχών. Η συνέπεια της πολιτικής αυτής ήταν να προκληθούν στην Ελλάδα τα εξής φαινόμενα( Οργανισμός Βάμβακος, 1999): ανατροπή της σύνθεσης και της διάρθρωσης των ετήσιων καλλιεργειών (αύξηση καλλιέργειας βαμβακιού και μείωση της καλλιέργειας σιτηρών και κτηνοτροφικών φυτών) ανατροπή ισορροπίας χρήσης γης και τεκμαρτού εισοδήματος από τη γη αύξηση του κόστους εισροών την επιβάρυνση του περιβάλλοντος και
την παραμέληση των αναγκαίων φροντίδων οι οποίες είναι απαραίτητες για την παραγωγή ποιοτικού βαμβακιού (π.χ. αποφύλλωση βάμβακος) Τα παραπάνω είχαν σαν αποτέλεσμα την υποβάθμιση της ποιότητας του τελικού προϊόντος, τον περιορισμό των παραδοσιακά χρησιμοποιούμενων ποικιλιών, την εισαγωγή της πολυσπερμίας και την απώλεια της φήμης που είχε αποκτήσει το Ελληνικό βαμβάκι όταν αυτό συλλεγόταν ακόμη χειρωνακτικά ( Οργανισμός Βάμβακος, 1999). Σε μεγαλύτερο βαθμό εώς το 2001, αλλά και τα επόμενα έτη με κάποιους περιορισμούς, η πολιτική που ασκούνταν είχε σαν αποτέλεσμα την αύξηση της παραγωγής του βαμβακιού στη Ελλάδα χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι τάσεις της αγοράς, ενώ η τιμή παραγωγού ήταν πολλαπλάσια αυτής που καθορίζεται με τους νόμους της Προσφοράς και της Ζήτησης διεθνώς στο χρηματιστήριο (FAO, 2004). Για πολλά χρόνια η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτέλεσε μοναδική εξαίρεση σε αυτή την παγκόσμια πρακτική καθορισμού της τιμής του βάμβακος, περιχαρακώνοντας την παραγωγή βαμβακιού στον Κοινοτικό χώρο με μια σειρά γνωστών στην Ευρωπαϊκή πρακτική προστατευτικών μέτρων(world Bank, 2003). Η συνεχής πίεση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (Π.Ο.Ε.) για αποδέσμευση των ενισχύσεων από την παραγωγή από τη μια μεριά και η τάση για μείωση και κατάργηση των επιδοτήσεων από την άλλη, έχουν βάλει την βαμβακοκαλλιέργεια στην Ευρώπη σε μία τροχιά επανένταξης στους νόμους της αγοράς. Το γεγονός όμως ότι η τιμή που απολάμβαναν οι Έλληνες βαμβακοπαραγωγοί έως και το 2005 ήταν κατά πολύ μεγαλύτερη της διεθνούς τιμής, θέτει σε αμφισβήτηση τη βιωσιμότητα του προϊόντος μετά τη λήξη του θεσμού της επιδότησης.
Η τελευταία αναθεώρηση της Κ.Α.Π. το 2003 επέφερε σημαντικές αλλαγές στο χαρακτήρα της ασκούμενης αγροτικής πολιτικής, σε ευρωπαϊκό και σε εθνικό επίπεδο. Οι αλλαγές αυτές σηματοδοτούν τεράστιες αλλαγές στη γεωργία και πολύ περισσότερο σε παραγωγικούς κλάδους όπως η βαμβακοκαλλιέργεια, στους οποίους η επιδότηση αντιπροσώπευε το μεγαλύτερο ποσοστό της τιμής παραγωγού. Σύμφωνα με όσα προβλέπει η νέα Κ.Α.Π. οι Κοινοτικές ενισχύσεις για το βαμβάκι θα συνεχιστούν έως και το 2013(με πιθανό το ενδεχόμενο αναθεώρησης το 2009), ενώ είναι άγνωστο εάν θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν πέραν του συγκεκριμένου έτους. Το ερώτημα που αβίαστα γεννιέται, είναι το κατά πόσο είναι δυνατό να συνεχιστεί η καλλιέργεια του βαμβακιού στη χώρα μας, όταν η τιμή του Έλληνα παραγωγού θα είναι ίση με τη διεθνή τιμή, όπως αυτή θα διαμορφώνεται στη παγκόσμια αγορά με τους κανόνες της προσφοράς και της ζήτησης. Υπάρχουν τα περιθώρια στο μικρό αυτό χρονικό διάστημα οι Έλληνες βαμβακοπαραγωγοί να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα της αγοράς, να είναι ανταγωνιστικοί και να παράγουν ποιοτικό βαμβάκι με χαμηλό κόστος, έτσι ώστε να συνεχίσουν την καλλιέργεια με ικανοποιητικό κέρδος ; 1.3 Σκοπός της έρευνας Η μελέτη ασχολείται με τον καθορισμό των παραγόντων που επηρεάζουν την παραγωγή και οι οποίοι σε συνδυασμό με τις μεταβολές της πολιτικής του βάμβακος, από το 1981 και μετά, αύξησαν την παραγόμενη ποσότητα ( χωρίς όμως η αύξηση αυτή να συνοδεύεται από τη βελτίωση στην ποιότητα του παραγόμενου βαμβακιού στην Ελλάδας). Διερευνά το ρόλο του κλάδου στην αγροτική οικονομία της χώρας, τη
θέση του Ελληνικού βαμβακιού στη παγκόσμια αγορά, τα προβλήματα και τις ποσοτικές επιπτώσεις της πολιτικής του βάμβακος (από το 1981 και μετά) στην παραγωγή, στις τιμές, και στα εισοδήματα των βαμβακοπαραγωγών. Αφορμή της μελέτης αυτής στάθηκε η τελευταία μεταρρύθμιση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής το 2003, τα νέα μέτρα που αυτή εισάγει στην καλλιέργεια του βαμβακιού και τα οποία τέθηκαν σε εφαρμογή την καλλιεργητική περίοδο του 2006. Σκοπός της μελέτης είναι οι ποσοτικές επιπτώσεις στη συνολική προσφορά του βαμβακιού και ο προσδιορισμός του ύψους που αυτή θα κυμανθεί στο διάστημα 2006-2013 αλλά και μετά το 2013 και εφόσον έχουμε ολική αποσύνδεση ή ακόμη και κατάργηση των ενισχύσεων. Με τη χρήση της οικονομικής θεωρίας, στατιστικών στοιχείων, οικονομετρικών υποδειγμάτων και μαθηματικών εξισώσεων θα προσεγγιστούν οι πιθανές επιπτώσεις των όσων προβλέπουν τα νέα μέτρα στον τόσο σημαντικό για την Ελλάδα κλάδο της βαμβακοκαλλιέργειας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΟ ΒΑΜΒΑΚΙ ΣΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΚΑΙ ΣΤΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ 2.1 Το βαμβάκι γενικά Το βαμβάκι είναι φυτό που προέρχεται από τροπικές ή υποτροπικές περιοχές και παρά το γεγονός ότι καλλιεργείται ως μονοετές, στην άγρια μορφή του είναι πολυετές. Αποτελεί αγροτικό προϊόν το οποίο όμως απασχολεί και μεγάλο μέρος της μεταποιητικής βιομηχανίας. Παράγεται σε 100 περίπου χώρες σε όλες τις Ηπείρους. Οι κυριότερες από τις χώρες αυτές είναι η Κίνα, οι Η.Π.Α., η Ινδία, το Πακιστάν, το Ουζμπεκιστάν, η Τουρκία και η Αυστραλία. Στην Ευρώπη καλλιεργείται κυρίως στην Ελλάδα, στην Ισπανία και σε μικρές εκτάσεις στη Βουλγαρία και στη Γιουγκοσλαβία(Παπακώστα Τασοπούλου, 2002). Το βαμβάκι αν και διεθνώς θεωρείται ελαιούχος καλλιέργεια, κυρίως καλλιεργείται για τις ίνες του, που αποτελούν την κύρια πρώτη ύλη για τη βιομηχανία της κλωστοϋφαντουργίας. Με τη διαδικασία της εκκόκκισης γίνεται ο διαχωρισμός του σπόρου από τις ίνες του βαμβακιού. Ο σπόρος αποτελεί το πενήντα έως πενήντα πέντε τοις εκατό του σύσπορου βαμβακιού. Το αντίστοιχο ποσοστό των ινών είναι της τάξης του είκοσι οχτώ έως τριάντα τέσσερα τοις εκατό ανάλογα με το είδος, την ποικιλία και της συνθήκες εκκόκκισης (World Bank,1995). Μετά την εκκόκκιση ένα ποσοστό του σπόρου που παράχθηκε χρησιμοποιείται στη σπορά του βαμβακιού. Η υπόλοιπη ποσότητα, αφού υποστεί την απαραίτητη επεξεργασία μας δίνει το βαμβακέλαιο και τη
βαμβακόπιτα. Το βαμβακέλαιο βρίσκει πολλαπλές χρήσεις στη ανθρώπινη διατροφή και η βαμβακόπιτα χρησιμοποιείται ως ζωοτροφή, η οποία μάλιστα θεωρείται σημαντική πηγή φυτικής πρωτεΐνης. Οι ίνες του βαμβακιού αποτελούν τη πρώτη ύλη των βιομηχανιών κλωστοϋφαντουργίας. Εκεί με την ανάλογη επεξεργασία παράγεται το νήμα, το ύφασμα, το τελικό ένδυμα και όποιο άλλο προϊόν έχει ως βάση τις ίνες του βαμβακιού (Παπακώστα Τασοπούλου, 2002). Το βαμβάκι διεθνώς διαχωρίζεται σε τρεις κατηγορίες ανάλογα με τα κύρια ποιοτικά χαρακτηριστικά του που είναι το μήκος και η αντοχή της ίνας και το micronaire (χρώμα και ξένες ύλες ).Οι κατηγορίες είναι οι εξής (World Bank,1995 ) : Το Αιγυπτιακό ή Αμερικάνικο που είναι μακρόινο βαμβάκι (Gossypium Barbadence).Η ίνα του είναι μήκους μεγαλύτερου των τριάντα δύο χιλιοστών και το micronaire είναι χαμηλότερο του τέσσερα. Το βαμβάκι τύπου Upland. Στην κατηγορία αυτή το μήκος της ίνας κυμαίνεται μεταξύ των είκοσι πέντε και τριάντα δύο χιλιοστών και το micronaire μεταξύ του τέσσερα και του πέντε. Τύπου Upland είναι και το βαμβάκι που καλλιεργείται στην Ελλάδα (Gossypium Hirsutum ). Το Ασιατικό ή Παλιού Κόσμου (Gossypium herbaceum και arboreum), με μήκος ίνας μικρότερο των είκοσι πέντε χιλιοστών και micronaire μεγαλύτερο του έξι. Βαμβάκια της κατηγορίας αυτής καλλιεργούνται σε Ασιατικές χώρες και αποτελούν το δύο τοις εκατό της παγκόσμιας παραγωγής.
2.2 Το βαμβάκι στην παγκόσμια αγροτική οικονομία 2.2.1 Γενικά Το βαμβάκι θεωρείται διεθνώς ένα από τα πιο σπουδαία αγροτικά προϊόντα. Καλλιεργείται σε περισσότερες από εκατό χώρες σ όλο τον κόσμο. Η συμμετοχή του στη διαμόρφωση των οικονομικών μεγεθών των χωρών παραγωγής του είναι πολύ μεγάλη. Για πολλές χώρες αποτελεί κύρια πηγή εισροής οικονομικών πόρων. Στηρίζει το εισόδημα και την ανάπτυξη μεγάλων αγροτικών περιοχών και απασχολεί μεγάλο αριθμό εργατικού δυναμικού(icac, 2002). Το βαμβάκι είναι ταυτόχρονα αγροτικό προϊόν και βιομηχανική πρώτη ύλη και έχει σπουδαία επίδραση στο γεωργικό και βιομηχανικό τομέα της παγκόσμιας οικονομίας. Αποτελεί επίσης παράγοντα ανάπτυξης του διεθνούς εμπορίου, καθώς πάνω από το 30% της παγκόσμιας παραγωγής γίνεται αντικείμενο εμπορίας ( ICAC, 2001). 2.2.2 Παραγωγή Η παγκόσμια παραγωγή, η οποία πλέον ανέρχεται σε είκοσι εκατομμύρια τόνους εκκοκκισμένου βάμβακος, σχεδόν διπλασιάστηκε εντός των τελευταίων σαράντα ετών. Η καλλιεργούμενη με βαμβάκι έκταση, παρουσιάζει σταθεροποιητικές τάσεις στο επίπεδο των τριακοσίων είκοσι έως τριακοσίων σαράντα εκατομμυρίων στρεμμάτων(σχεδιάγραμμα 2.1). Επομένως η αύξηση της παραγωγής αποδίδεται σε βελτιώσεις των αποδόσεων ως αποτέλεσμα βελτιωμένων
ποικιλιών, νέων καλλιεργητικών τεχνικών, εφαρμογής άρδευσης, χημικής προστασίας και άλλων μεθόδων. Σχεδιάγραμμα 2.1 Παγκόσμια Παραγωγή και Έκταση βαμβακιού (χιλιάδες τόνοι, εκατομμύρια στρέμματα ) 35.000 30.000 25.000 20.000 Παραγωγή Έκταση 15.000 10.000 5.000 0 1970 1980 1990 2000 Πηγή :www.icac.org Οι κυριότερες χώρες παραγωγής είναι η Κίνα (22,6% της παγκόσμιας παραγωγής ), οι Η.Π.Α. (20,1%), η Ινδία (13,1%) και το Πακιστάν (9,0%),το Ουζμπεκιστάν (6,5%), η Αυστραλία (5%), η Τουρκία (4,1%), ενώ η Ε.Ε. (2,5%) διαδραματίζει μικρό ρόλο στην αγορά του προϊόντος.
Σχεδιάγραμμα 2.2 Ποσοστιαία συμμετοχή των κυριότερων χωρών παραγωγής βάμβακος στην παγκόσμια παραγωγή. Κίνα 16,8% 22,2% Η.Π.Α. 2,5% 4,0% Ινδία Πακιστάν 5,9% Ουζμπεκισταν 7,4% 19,7% Αυστραλία Τουρκία 8,8% 12,8% Ε.Ε. Άλλες Χώρες Πηγή: www.cotton.org 2.2.3 Κατανάλωση Η παγκόσμια κατανάλωση παρουσιάζει διαρκή ανοδική πορεία τις τελευταίες δεκαετίες και στις μέρες μας είναι περίπου είκοσι εκατομμύρια τόνοι. Οι μεγαλύτεροι καταναλωτές βαμβακιού στον κόσμο είναι εκείνοι με εδραιωμένες μεταποιητικές βιομηχανίες. Η Κίνα καταναλώνει το
25,4% του παγκόσμιου βάμβακος, ακολουθούμενη από την Ινδία, τις Η.Π.Α. και το Πακιστάν, ενώ η Κοινοτική κατανάλωση αντιστοιχεί στο 5% περίπου της παγκόσμιας(σχεδιάγραμμα 2.3). Οι κυριότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε κατανάλωση βαμβακιού είναι η Ιταλία, η Πορτογαλία, η Γαλλία και η Γερμανία (Townseed T.,2000). Σχεδιάγραμμα 2.3. Ποσοστιαία συμμετοχή των κυριότερων χωρών-καταναλωτών βάμβακος στην παγκόσμια κατανάλωση. 27,1% 5,0% 9,0% 25,4% 19,5% Κίνα Ινδία Η.Π.Α. Πακιστάν Ε.Ε. Άλλες Χώρες 14,0% Πηγή: www.icac.org
2.2.4 Εμπόριο Περίπου 6,5 με 7 εκατομμύρια τόνοι το χρόνο γίνονται αντικείμενο εμπορίας μεταξύ των χωρών όλου του κόσμου. Η Ε.Ε., με περίπου 700. 000 τόνους εισαγωγών και 250. 000 τόνους εξαγόμενου εκκοκκισμένου βάμβακος είναι ο κυριότερος καθαρός εισαγωγέας στην παγκόσμια σκηνή. Η Κίνα εναλλάσσεται μεταξύ καθαρών εισαγωγών και εξαγωγών, αναλόγως με την κατάσταση της δικής της συγκομιδής. Η Βραζιλία και η Νοτιοανατολική Ασία είναι επίσης σημαντικοί εισαγωγείς βάμβακος για τις μεταποιητικές τους βιομηχανίες, αφού οι ίδιες έχουν πολύ μικρή ή και καθόλου παραγωγή αν και η Βραζιλία εμφανίστηκε πρόσφατα ως νέα παραγωγός χώρα, με περίπου 800.000 τόνους βάμβακος (Μπαμπαράκου, 2003). Στις παγκόσμιες εξαγωγές βάμβακος αναμφίβολα δεσπόζουν οι Η.Π.Α., στις οποίες σήμερα αναλογούν 1,8 εκατ. τόνοι, δηλαδή το 25% του παγκοσμίου εμπορίου. Το Ουζμπεκιστάν, η Αφρική (χώρες της ζώνης C.F.A.) και η Αυστραλία, η κάθε μία με εμπόριο περίπου 800.000 τόνων, είναι οι μόνοι άλλοι σημαντικοί εξαγωγείς στην παγκόσμια σκηνή (Shepherd B., 2004).
2.3 Το βαμβάκι στην ευρωπαϊκή αγροτική οικονομία Η Ευρωπαϊκή Ένωση παρήγαγε ελάχιστες ποσότητες βαμβακιού πριν το 1981.Με την ένταξη τη Ελλάδας στην τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Ένωση (Ε.Ο.Κ.) άρχισε ουσιαστικά η παραγωγή βαμβακιού η οποία ενισχύθηκε με την ένταξη της Ισπανίας το 1986.Βαμβάκι επίσης καλλιεργείται και στη Πορτογαλία, αλλά η παραγωγή της είναι πολύ μικρή συγκριτικά με αυτές της Ισπανίας και της Ελλάδας. Δεδομένου ότι η παραγωγή της Ισπανίας διατηρείται σχεδόν σταθερή, η παραγωγή βαμβακιού στην Ευρωπαϊκή Ένωση σημείωσε σημαντική αύξηση, χάρη στην εντυπωσιακή άνοδο της βαμβακοκαλλιέργειας στην Ελλάδα τις δύο τελευταίες κυρίως δεκαετίες. Η άνοδος αυτή αποδίδεται κυρίως στην αύξηση της καλλιεργούμενης έκτασης, αλλά και στη βελτίωση των συνθηκών καλλιέργειας (άρδευση, εκμηχάνιση), στη δημιουργία νέων αποδοτικότερων ποικιλιών και στην εξάπλωση των αγροχημικών (Europian Commission, 2007). Έως και τις μέρες μας η Ευρωπαϊκή παραγωγή στηρίζεται κατά κύριο λόγο στην παραγωγή των δύο χωρών, της Ελλάδας και της Ισπανίας. Η Ελλάδα συμμετέχει στην Ευρωπαϊκή παραγωγή κατά την τελευταία δεκαετία με το 80% της παραγωγής(400.000 σε σύνολο 500.000 τόνων) και η Ισπανία με το υπόλοιπο 20% (Οργανισμός βάμβακος, 2001). Ως παραγωγός, η Ε.Ε. διαδραματίζει μικρό ρόλο στη διεθνή σκηνή, συμβάλλοντας μόνον κατά περίπου 2,5% στη συνολική παγκόσμια παραγωγή. Ενώ η παραγωγή βαμβακιού στην Ε.Ε. αφορά συγκεκριμένες χώρες, η εμπορία και η μεταποίηση του δείχνουν να παρουσιάζουν ενδιαφέρον για όλες σχεδόν. Η κατανάλωση στην Ευρωπαϊκή Ένωση αγγίζει το 5-6% της παγκόσμιας κατανάλωσης και κυμαίνεται μεταξύ
800.000 και 1.200.000 τόνων βάμβακος(eurostat, 2000). Οι ανάγκες της, οι οποίες υπερβαίνουν κατά πολύ την παραγωγή της, καλύπτονται με εισαγωγές από τρίτες χώρες. Η Ε.Ε., με 708.000 τόνους εισαγωγών (κατά το 2004) και 227.000 τόνους εξαγόμενου εκκοκκισμένου βάμβακος κατέχει την πρώτη θέση στις εισαγωγές, στην παγκόσμια αγορά. Σχεδιάγραμμα 2.4. Η αγορά του βαμβακιού στην Ευρωπαϊκή Ένωση (σε χιλιάδες τόνους) 1400 1200 1000 800 600 400 200 0 1982 1984 1986 1988 1990 1992 1994 1996 1998 2000 2002 2004 Κατανάλωση Παραγωγή Πηγή: Eurostat Οι κλωστοϋφαντουργίες στη Ευρωπαϊκή Ένωση είναι από τις μεγαλύτερες παγκοσμίως και οι περισσότερες από αυτές βρίσκονται στην Ιταλία, τη Γαλλία, τη Γερμανία και τη Πορτογαλία. Το εμπόριο του βάμβακος κατέχει επίσης σημαντική θέση στην οικονομία αρκετών
χωρών της Ε.Ε. όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ολλανδία, το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο(Townseed T.,2000). 2.4 Το βαμβάκι στην ελληνική οικονομία 2.4.1 Γενικά Το βαμβάκι τις τελευταίες δεκαετίες αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα αγροτικά προϊόντα της χώρας μας με μεγάλη σημασία για την αγροτική και εθνική οικονομία. Πιο συγκεκριμένα το βαμβάκι(υπουργείο Γεωργίας, 2003): Καλλιεργείται σε έκταση της τάξεως των 4.000.000 στρεμμάτων περίπου σε όλη τη χώρα, καταλαμβάνοντας το 10% της συνολικά καλλιεργούμενης έκτασης και το 28% της αρδευόμενης έκτασης. Εξασφαλίζει βασικά απασχόληση και ικανοποιητικό γεωργικό εισόδημα σε 80.000 100.000 αγροτικές οικογένειες. Παρέχει εργασία και συνθήκες διαβίωσης σε 150.000 αστικές οικογένειες, που απασχολούνται στα διάφορα στάδια της παραγωγικής και μεταποιητικής βιομηχανίας του βαμβακιού(διακίνηση, εμπόριο, βιομηχανίες παραγωγής μηχανημάτων, μονάδες επεξεργασίας κλπ.), συμβάλλοντας έτσι στην αντιμετώπιση της ανεργίας. Συνέβαλε τις τελευταίες δεκαετίες στην περιφερειακή ανάπτυξη κάθε περιοχής και ειδικότερα στη βιομηχανική, οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ανάπτυξη
Προμηθεύει με πρώτη ύλη την Ελληνική κλωστοϋφαντουργία. Αποτελεί σημαντική συναλλαγματοφόρο πηγή για την εθνική οικονομία (Συμμετέχει σε ποσοστό μεγαλύτερο από το 10% στις εξαγωγές της χώρας ). Συμμετέχει κατά 10% στο ακαθάριστο γεωργικό προϊόν, κατά 14% στο προϊόν φυτικής παραγωγής και κατά 2,5% περίπου στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν(Α.Ε.Π.), ποσοστά μεγαλύτερα από κάθε άλλο γεωργικό προϊόν. 2.4.2 Εξέλιξη της βαμβακοκαλλιέργειας και παραγωγή Το βαμβάκι στη χώρα μας αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Παυσανία το 174 μ.χ. με το όνομα Βύσσος και πιο συγκεκριμένα αναφέρει ότι καλλιεργούσαν τη Βύσσο στην Ηλεία. Το φυτό και το προϊόν του με το σημερινό όνομα Βάμβαξ, αναφέρεται για πρώτη φορά στη νομοθεσία του Ιουστινιανού τον έκτο μ.χ. αιώνα. Τον δέκατο αιώνα το βαμβάκι είχε διαδοθεί σε όλη την Ελλάδα(Χρηστίδης,1965). Το 1931 ιδρύθηκε ο Οργανισμός Βάμβακος και το Ινστιτούτο βάμβακος και βιομηχανικών Φυτών με σκοπό τη μεθοδική και επιστημονική μελέτη και την αντιμετώπιση των προβλημάτων εκσυγχρονισμού και επέκτασης της βαμβακοκαλλιέργειας στην Ελλάδα. Ο Οργανισμός Βάμβακος με τις περιφερειακές υπηρεσίες και τα εργαστήρια που διέθετε εξυπηρετούσε και συμπαραστεκόταν στους καλλιεργητές, εκκοκιστές, εμπόρους, υφαντουργούς και σε κάθε υπηρεσία ή ίδρυμα που ασχολούνταν με το βαμβάκι. Ο Οργανισμός Βάμβακος έπαψε να υφίσταται από το 2001.Ορισμένες αρμοδιότητές του
μεταφέρθηκαν στις Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις. Το Ινστιτούτο Βάμβακος και Βιομηχανικών Φυτών ασχολείται κυρίως με τη δημιουργία Ελληνικών ποικιλιών βαμβακιού αλλά και με την τεχνική καλλιέργειας και την τεχνολογία των ινών. Η εξέλιξη της καλλιέργειας του βαμβακιού στην Ελλάδα είναι εντυπωσιακή. Η καλλιεργούμενη έκταση από 200.000 στρέμματα το 1930 έφτασε τα 2.000.000 στρέμματα το 1963 και ξεπέρασε τα 4.000.000 στρέμματα το 1998, εκ των οποίων το 95% είναι αρδευόμενες εκτάσεις. Οι ενισχύσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το 1981 και μετά ήταν ο κυριότερος λόγος της μεγάλης εξάπλωσης της βαμβακοκαλλιέργειας. Ακόμη πιο εντυπωσιακή υπήρξε η αύξηση της παραγωγής η οποία ήταν αποτέλεσμα τόσο της αύξησης των καλλιεργούμενων εκτάσεων όσο και της αύξησης των αποδόσεων. Η μέση στρεμματική απόδοση σύσπορου βαμβακιού στο σύνολο της χώρας ήταν 55 kg το 1931, 110 kg το 1960, 257 kg το 1980 και 309 kg to 1994. Η αύξηση των αποδόσεων οφείλεται στη βελτίωση των καλλιεργούμενων ποικιλιών, στην εκμηχάνιση, στη χρήση αγροχημικών και λιπασμάτων, στην επέκταση των αρδευόμενων εκτάσεων και στη βελτίωση των καλλιεργητικών τεχνικών(παπακώστα Τασοπούλου, 2002). Η παραγωγή του βαμβακιού στη Ελλάδα από 362.000 τόνους το 1980, έφτασε τους 663.000 τόνους το 1990, για να φτάσει το 2001 τους 1.368.000 τόνους και να κυμαίνεται μέχρι και το 2005 πάνω από τους 1.100.000 τόνους σύσπορο ή 400.000 περίπου εκκοκκισμένο βαμβάκι (η απόδοση του σύσπορου σε εκκοκκισμένο είναι περίπου 33%). Η παραγωγή αυτή κατέτασσε την χώρα μας στην 9η θέση μεταξύ των μεγαλυτέρων βαμβακοπαραγωγών χωρών του κόσμου. Με εξαίρεση την Ισπανία, η οποία παράγει μικρή ποσότητα βάμβακος, η Ελλάδα είναι η μόνη κατ' ουσία βαμβακοπαραγωγός χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης
(έχει το 80% περίπου της παραγωγής) και δεύτερη στην Ευρώπη, μετά τη Ρωσία( Οργανισμός βάμβακος, 2001). 2.4.3 Εμπόριο Η Ελλάδα για την εγχώρια κατανάλωση απαιτεί 130.000 τόνους περίπου εκκοκκισμένου βαμβακιού. Η υπόλοιπη παραγωγή (περίπου 300.000 τόνοι) εξάγεται και η χώρα μας κατέχει την πέμπτη θέση μεταξύ των σημαντικότερων χωρών-εξαγωγέων βαμβακιού, εξάγοντας το 4,5% περίπου των συνολικά εξαγόμενων ποσοτήτων παγκοσμίως. Η αξία του εξαγόμενου βάμβακος αντιστοιχεί στο ένα τρίτο της αξίας όλων των γεωργικών προϊόντων που εξάγει η Ελλάδα ( Ε.Σ.Υ.Ε., 2002). Οι εισαγωγές βαμβακιού στη χώρα(περίπου 10.000 τόνοι) αφορούν καλύτερης ποιότητας ίνες και μακρόινο βαμβάκι που δε μπορεί να παραχθεί στις κλιματολογικές συνθήκες της Ελλάδας. Σχεδιάγραμμα 2.5 Η αγορά του βαμβακιού στην Ελλάδα (εκκοκκισμένο σε χιλιάδες τόνους ) 450 400 350 300 250 200 150 100 50 0 1992 1994 1996 1998 2000 2002 2004 Πηγή:www.cotton.org Παραγωγή Εισαγωγές Εξαγωγές
2.5 Τα προβλήματα του κλάδου Η καλλιέργεια του βαμβακιού παρά το μεγάλο βαθμό σπουδαιότητας που έχει για την Ελληνική αγροτική οικονομία αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα. Κάποια από αυτά εντάσσονται στα γενικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ελληνική γεωργία όπως είναι ο μικρός κλήρος, η έλλειψη υποδομής και επενδύσεων καθώς και μεγάλος μέσος όρος ηλικίας των γεωργών. Υπάρχουν όμως και κάποια που αποτελούν ειδικά προβλήματα της βαμβακοκαλλιέργειας και τα οποία καθιστούν λιγότερο ανταγωνιστικό το ελληνικό βαμβάκι στη διεθνή αγορά. Αυτά είναι τα εξής (Europian Commission,2007) : 1) Η μη σταθερή και χαμηλή ποιότητα 2) Το υψηλό κόστος παραγωγής 2.5.1 Η χαμηλή ποιότητα Απαραίτητη προϋπόθεση για την παραγωγή βάμβακος το οποίο θα είναι ανταγωνιστικό στην διεθνή αγορά είναι η παραγωγή ινών καλής ποιότητας. Το πρώτο κρίσιμο στάδιο στην παραγωγή ινών είναι η καλλιέργεια του βαμβακιού. Τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί σημαντικά ο αριθμός των ποικιλιών που καλλιεργούνται με αποτέλεσμα την παραγωγή ανομοιόμορφου προϊόντος. Εκτιμάται ότι μετά το 1993 οι καλλιεργούμενες ποικιλίες βαμβακιού αυξήθηκαν από 5 σε 75(European Commission,2007).Η έλλειψη τυποποίησης αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα του marketing που καλείται να αντιμετωπίσει το Ελληνικό βαμβάκι. Επίσης ο χειρισμός που γίνεται από τους παραγωγούς κατά τη συλλογή είναι πολλές φορές ακατάλληλος (υπερβολική υγρασία, όχι αποφύλλωση). Επιπρόσθετα η μη ύπαρξη
κατάλληλης υποδομής για αποθήκευση από τον παραγωγό οδηγεί στην απευθείας μεταφορά του στα εκκοκκιστήρια, τη δημιουργία συνωστισμού και περιπλοκής διαφορετικών ποικιλιών κατά την παράδοση σε περιόδους αιχμής και τελικά στην υποβάθμιση της ποιότητας του προϊόντος. Η εκκόκκιση του βαμβακιού είναι το δεύτερο κρίσιμο στάδιο της παραγωγής ινών και είναι καθοριστικής σημασίας για την τύχη των προϊόντων που θα παραχθούν. Το Ελληνικό βαμβάκι έχει πολλά από τα επιθυμητά αγρονομικά και τεχνολογικά χαρακτηριστικά όταν είναι ακόμη στο φυτό (μήκος ίνας, χρώμα, αντοχή, λευκότητα κ.ά.). Η μεταχείρισή του όμως από το στάδιο της συγκομιδής μέχρι τη δεματοποίηση του πλέον σαν εκκοκκισμένο, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια δεν είναι η ενδεδειγμένη με αποτέλεσμα το τελικό προϊόν που θα παραχθεί να είναι υποβαθμισμένης ποιότητας. Όλα τα παραπάνω οδήγησαν το Ελληνικό βαμβάκι να χάσει μεγάλο μέρος της αξίας του σε σχέση με το βαμβάκι που παράγεται σε άλλες χώρες, στις αγορές του εξωτερικού. Στον πίνακα 2.1 φαίνεται η εξέλιξη των τιμών του Ελληνικού βαμβακιού σε σχέση με το αντίστοιχο Αμερικάνικο.
Πίνακας 2.1 Η εξέλιξη των τιμών του Ελληνικού βαμβακιού σε σχέση με το Αμερικάνικο Εξέλιξη τιμών Ελληνικού βαμβακιού τύπου Middling, 5 κυτίου, μήκους 28 mm αντίστοιχου αμερικάνικου MEMPHIS από το 1976-77 έως 1996-97. (Μέση τιμή cents/lb κατά έτος) Χρονική Τιμή Ελληνικού Τιμή Διαφορά τιμής Περίοδος βαμβακιού Αμερικάνικου Ελλην.- Αμερικ. MEMPHIS 1980-81 100,41 99,99 + 0,42 1981-82 81,06 75,87 + 5,19 1982-83 85,25 77,95 + 7,30 1983-84 94,42 87,23 + 7,19 1984-85 76,14 73,88 + 2,23 1985-86 50,98 65,01-14,03 1986-87 63,53 61,96 + 1,57 1987-88 83,85 74,24 + 9,61 1988-89 63,07 69,00-5,93 1989-90 83,76 83,80-0,04 1990-91 84,24 88,13-3,89 1991-92 65,90 66,35-0,45 1992-93 56,92 63,08-6,16 1993-94 58,81 72,80-13,99 1994-95 88,64 98,67-10,03 1995-96 84,95 94,71-9,76 1996-97 75,85 82,81-6,96 Πηγή:www.cotton.org
Ο παραπάνω πίνακας δείχνει ότι υπάρχει μια σταθερή υποχώρηση της τιμής του Ελληνικού βαμβακιού σε σχέση με το Αμερικάνικο ιδιαίτερα μετά το 1993. Η διαφορά αυτή της τιμής διαμορφώθηκε εξαιτίας της ποιοτικής υποβάθμισης που έχει υποστεί το Ελληνικό βαμβάκι ως τελικό προϊόν τα τελευταία χρόνια, για τους λόγους που αναφέρθηκαν πιο πάνω. 2.5.2 Το υψηλό κόστος παραγωγής Το κόστος παραγωγής αποτελεί για κάθε καλλιέργεια καθοριστικό παράγοντα για τη διαμόρφωση του εισοδήματος των παραγωγών, για την ορθή χρήση των συντελεστών παραγωγής και το πώς αυτοί κατανέμονται και για τις πολιτικές που εφαρμόζονται. Σύμφωνα με τη Διεθνή Συμβουλευτική Επιτροπή του Βαμβακιού, τα κυριότερα στοιχεία που διαμορφώνουν το κόστος παραγωγής του βαμβακιού σε διεθνές επίπεδο είναι (ICAC,1998 ): Το ενοίκιο εδάφους Η κατεργασία του εδάφους Η σπορά Η άρδευση Η λίπανση Οι ψεκασμοί Η συγκομιδή Η εκκόκκιση Οι λοιπές δαπάνες ( management, τεχνικές υπηρεσίες, το ενδιαφέρον γενικά για επενδύσεις σε κεφάλαιο και εξοπλισμό )
Σε ότι αφορά τη χρήση γης το υψηλότερο κόστος ενοικίου ανά εκτάριο σε όλο τον κόσμο παρουσιάζουν η Ισπανία και η Ελλάδα, με πεντακόσια δολάρια ανά εκτάριο (500$/ha).Το υψηλότερο κόστος λίπανσης παρουσιάζουν η Τουρκία, η Κίνα και η Ελλάδα με 160 δολάρια ανά εκτάριο (160$/ha).Η άρδευση στην Ελλάδα γίνεται με σύγχρονες μεθόδους(στάγδην άρδευση και τεχνητή βροχή) και το κόστος άρδευσης συγκρατείται σε ικανοποιητικά επίπεδα. Σχετικά υψηλό παρουσιάζεται και το κόστος καταπολέμησης ζιζανίων (200$/ha) και εχθρών του βαμβακιού καθώς και το κόστος συγκομιδής(260-290$/ha). Στο κόστος εκκόκκισης η Ελλάδα είναι τρίτη μετά την Αυστραλία και την Ισπανία (300$/ha).Συγκεντρωτικά το υψηλότερο κόστος παραγωγής το έχει η Ισπανία με 1.800 δολάρια ανά εκτάριο και ακολουθεί η Ελλάδα με 1.700 δολάρια ανά εκτάριο (ICAC,1998).Συνεπώς το βαμβάκι που παράγεται εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης παρουσιάζει το υψηλότερο κόστος παγκοσμίως(σχεδιάγραμμα 2.6). Σχεδιάγραμμα 2.6 Το κόστος παραγωγής βάμβακος 2000 1500 1000 500 0 Ισπανία Ελλάδα Πηγή:www.icac.org Αυστραλία Η.Π.Α. Τουρκία Κίνα Ινδία Πακιστάν
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΒΑΜΒΑΚΟΣ ΚΑΙ Η ΝΕΑ ΚΑΠ ΤΟΥ 2003 3.1 Βασικά στοιχεία της πολιτικής βάμβακος Η βαμβακοκαλλιέργεια, πριν ακόμη η Ελλάδα ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, απολάμβανε τον υψηλό κρατικό προστατευτισμό, κάτι που συνεχίστηκε και αργότερα στα πλαίσια της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής. Ήδη από τη συμφωνία ένταξης της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα προβλεπόταν η χορήγηση ενίσχυσης στην βαμβακοπαραγωγή. Όπως οριζόταν στην παράγραφο 9 του πρωτοκόλλου 4 της συμφωνίας του 1979, η ενίσχυση θα ήταν ένα κυμαινόμενο ανάλογα με τις διεθνείς τιμές ποσό ανά 100 χλγ. παραγόμενου σύσπορου βάμβακος, ώστε να διασφαλίζεται μια ελάχιστη τιμή για τον παραγωγό(ευρωπαϊκή Επιτροπή, 1979). Με τον κανονισμό 2169/1981 του Συμβουλίου των Υπουργών Γεωργίας καθορίστηκαν οι γενικοί κανόνες του καθεστώτος ενίσχυσης της βαμβακοπαραγωγής και ειδικότερα εισήχθηκαν οι έννοιες της τιμής στόχου και της ελάχιστης τιμής για το σύσπορο καθώς και της επίσημης διεθνούς τιμής του σύσπορου βαμβακιού. Σύμφωνα με το κανονισμό αυτό, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή καθόριζε κάθε χρόνο για το σύσπορο βαμβάκι μια τιμή στόχου η οποία παρέμενε σταθερή για ολόκληρη την εμπορική περίοδο. Ταυτόχρονα, λαμβάνοντας υπ όψιν τις διακυμάνσεις των τιμών στην αγορά, η Επιτροπή καθόριζε και μια ελάχιστη τιμή για το σύσπορο βαμβάκι. Η Επιτροπή επίσης στη διάρκεια της εμπορικής περιόδου καθόριζε με βάση αντικειμενικά κριτήρια την εκάστοτε διεθνή
τιμή του εκκοκκισμένου και από αυτήν του σύσπορου βαμβακιού (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 1981). Η διαδικασία για τη χορήγηση της ενίσχυσης όπως προβλεπόταν στον παραπάνω κανονισμό, είναι περίπου αυτή που εφαρμόστηκε μέχρι και το 2005. Δηλαδή, οι παραγωγοί παρέδιδαν το σύσπορο βαμβάκι σε εγκεκριμένα εκκοκκιστήρια, τα οποία δεσμευόντουσαν ότι θα το εκκοκκίσουν και θα το πληρώσουν τουλάχιστο στην ελάχιστη τιμή που ορίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Το εκκοκκιστήριο στη συνέχεια λάμβανε ενίσχυση, ίση με τη διαφορά μεταξύ της τιμής στόχου και της διεθνούς τιμής. Η τιμή στόχου του σύσπορου βαμβακιού αναφερόταν σε βαμβάκι με τα εξής χαρακτηριστικά: Ποιότητας υγιούς, ανόθευτης και σύμφωνης με τα συναλλακτικά ήθη. Με ποσοστό υγρασίας έως 10% και ξένων υλών έως 3% Με τα απαραίτητα χαρακτηριστικά για να δίνει, αφού εκκοκκισθεί, 32% ίνες, βαθμού 5 και μήκους 28 χιλιοστών Με το παραπάνω κανονισμό, αν και εισήχθη η υποχρέωση της χώρας, να δημιουργήσει σύστημα δήλωσης και ελέγχου των καλλιεργούμενων με βαμβάκι εκτάσεων, καθώς και των παραγόμενων κάθε χρόνο ποσοτήτων σύσπορου και εκκοκκισμένου βαμβακιού, δεν οριζόταν πλαφόν (μέγιστη εγγυημένη ποσότητα ) στην παραγωγή. Η μέγιστη εγγυημένη ποσότητα (Μ.Ε.Π.) και η μείωση της τελικής τιμής παραγωγού (τιμής στόχου) κατά ένα ποσοστό, ανάλογα με το ύψος υπέρβασης της Μ.Ε.Π., εισήχθησαν για πρώτη φορά το 1987 με τον Κανονισμό αριθ. 1964/87. Στον κανονισμό αυτό οριζόταν ότι το Συμβούλιο (των Υπουργών Γεωργίας )κατά πλειοψηφία, και ύστερα από πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, θα καθόριζε πριν την έναρξη κάθε εμπορικής περιόδου τη ΜΕΠ και το συντελεστή μείωσης της τιμής
στόχου ανάλογα με το ύψος της υπέρβασης. Μάλιστα με τον εν λόγω κανονισμό, οριζόταν ότι η Μ.Ε.Π. δε μπορούσε σε καμία περίπτωση να είναι ανώτερη από 752.000 τόνους σύσπορου βαμβακιού και ο συντελεστής μείωσης της τιμής για τις περιόδους 1987/88, 1988/89 και 1989/90, δε μπορούσε να είναι μεγαλύτερος από 15%, 20% και 25% αντίστοιχα (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 1987). Ακόμη πιο δραστικές αλλαγές του καθεστώτος ενίσχυσης της βαμβακοκαλλιέργειας εισάγονται με το Κανονισμό αριθ. 1553/1995, που θα ισχύσει από την εμπορική περίοδο 1995/96 και περιλαμβάνει εκτός της Ελλάδας και την Ισπανία. Μερικά από τα σημαντικότερα νέα μέτρα είναι τα εξής (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 1995): Παγώνουν οι τιμές με τη καθιέρωση σταθερής κάθε χρόνο τιμής στόχου και ελάχιστης τιμής για το σύσπορο βαμβάκι, ίσης αντίστοιχα με 106,3 και 100,99 Ecu/ 100 χλγ. Οι ίδιες αυτές τιμές ( σε ευρώ ) ισχύσαν μέχρι και το 2005. Οριστικοποιείται η μέγιστη ποσότητα παραγωγής που στο εξής θα δικαιούται ενίσχυσης, με τη καθιέρωση μιας σταθερής κάθε χρόνο ΜΕΠ για την Ελλάδα στο ύψος των 782.000 τόνων και για την Ισπανία στο ύψος των 249.000 τόνων σύσπορου βαμβακιού. Οι ίδιες αυτές ΜΕΠ ισχύσαν μέχρι και το 2005. Καθιερώνεται αυστηρότερος συντελεστής ποινής για τις υπερβάσεις της ΜΕΠ. Συγκεκριμένα ορίζεται ότι κάθε χρόνο η τιμή στόχου (και επομένως και η τιμή παραγωγού) θα μειώνεται κατά το μισό του ποσοστού κατά το οποίο έγινε υπέρβαση της ΜΕΠ, εκτός από ειδικές περιπτώσεις, (π.χ. υπέρβαση μόνο σε μια χώρα και σε ποσοστό που οι δαπάνες ενίσχυσης δεν ξεπερνούν το πλαφόν των 770
εκατομμυρίων ECU) οπότε ο συντελεστής ποινής μπορεί να είναι χαμηλότερος. Η διαδικασία καθορισμού του συντελεστή ποινής είναι γενικά πολύπλοκη και προϋποθέτει την οριστικοποίηση του τελικού ύψους παραγωγής, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ισπανία, διαδικασία που καθυστερεί (περίπου ένα χρόνο).η τελική τιμή στην οποία πληρώνονται οι παραγωγοί είναι η τιμή στόχου (σταθερή) μειωμένη κατά ένα ποσοστό ανάλογα με το ύψος της υπέρβασης της ΜΕΠ. Έτσι με τα νέα μέτρα, αυξήθηκε σημαντικά η αβεβαιότητα και ο χρόνος πληρωμής του παραγωγού, προβλήματα που με την πάροδο των ετών έγιναν εντονότερα. Οι εκκοκκιστές είναι υποχρεωμένοι βέβαια να κάνουν μερική πληρωμή των παραγωγών υπό μορφή προκαταβολής έναντι της τελικής τιμής, μέχρι αυτή να οριστικοποιηθεί, ενώ είναι επίσης υποχρεωμένοι να αποδέχονται τους όρους για τον έλεγχο των ποσοτήτων που είναι επιλέξιμες για ενίσχυση. Μια τελευταία αναθεώρηση του καθεστώτος, η 6 η από τη θεσπισή του, έγινε το 2001 (Κανονισμοί 1051/2001 και 1591/2001 του Συμβουλίου και της Επιτροπής αντίστοιχα) και προσδιορίζει το καθεστώς όπως ίσχυε έως και το 2005. Ορισμένες από τις σημαντικές αλλαγές που εισήχθησαν με την αναθεώρηση αυτή είναι οι εξής (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2001): Εκτός από τις ΜΕΠ για την Ελλάδα και την Ισπανία, οι οποίες παρέμειναν αμετάβλητες, θεσπίστηκε και μια πρόσθετη ΜΕΠ ύψους 1500 τόνων συσπόρου για καθένα από τα άλλα κράτη μέλη (μόνο η Πορτογαλία είχε ήδη μια μικρή παραγωγή).
Ορίστηκαν σταθεροί συντελεστές για τον υπολογισμό της διεθνούς τιμής σύσπορου (δεν διατίθεται τέτοιο βαμβάκι στην αγορά) από τις διεθνείς τιμές του εκκοκκισμένου βαμβακιού. Το σύστημα σταθεροποίησης της παραγωγής, με το καθορισμό ποινής για τις υπερβάσεις της ΜΕΠ, έγινε αυστηρότερο και σίγουρα πολυπλοκότερο. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη τελευταία αναθεώρηση, αν κατά τη διάρκεια μιας περιόδου εμπορίας το άθροισμα της πραγματικής παραγωγής της Ισπανίας και της Ελλάδας υπερβαίνει το άθροισμα των εθνικών εγγυημένων ποσοτήτων των δύο χωρών(δηλαδή 782.000 +249.000 =1.031.000 τόνοι) η τιμή στόχου και η ελάχιστη τιμή μειώνεται για την περίοδο αυτή, σε κάθε κράτος μέλος στο οποίο έγινε υπέρβαση της αντίστοιχης εθνικής ΜΕΠ. Σε περίπτωση όμως που η πραγματική παραγωγή σε μία από τις δύο χώρες είναι χαμηλότερη από την εθνική της ΜΕΠ, η υπέρβαση που χρεώνεται στην άλλη χώρα είναι η διαφορά μεταξύ της πραγματικής συνολικής παραγωγής των δύο χωρών και των 1.031.000 τόνων. Επιπλέον, με την αναθεώρηση αυτή προβλέπεται προσαύξηση της ποινής όταν η συνολική υπέρβαση των δύο χωρών ξεπερνά τους 469.000 τόνους. Έτσι για την Ελλάδα προβλέπετε η προσαύξηση του ποσοστού μείωσης της τιμής κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες για κάθε 15.170 τόνους πάνω από τους πρώτους 356.000 τόνους υπέρβασης (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2001). Για την Ισπανία προβλέπεται προσαύξηση του ποσοστού μείωσης της τιμής κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες για κάθε 4.830 τόνους πάνω από τους πρώτους 113.000 τόνους υπέρβασης της εθνικής της ΜΕΠ.
Πίνακας 3.1 :Ενδεικτικός υπολογισμός της συνυπευθυνότητας στο βαμβάκι, σύμφωνα με τον Κανονισμό 1051/2001 Παραγωγή (τόνοι) Σύνολο παραγωγής Συνυπευθυνότητα Ελάχιστη τιμή (ευρώ/100κιλά) Συντελεστής Ποσοστό 782.000 782.000 0,00 0,0000 100,9900 +356.000 1.138.000 0,50 0,2276 78,0025 +15.170 1.153.170 0,52 0,2468 76,0643 +15.170 1.168.340 0,54 0,2668 74,0477 +15.170 1.183.510 0,56 0,2875 71,9527 +15.170 1.198.680 0,58 0,3090 69,7794 +15.170 1.213.850 0,60 0,3313 67,5277 +15.170 1.229.020 0,62 0,3544 65,1976 +15.170 1.244.190 0,64 0,3783 62,7892 +15.170 1.259.360 0,66 0,4029 60,3024 +15.170 1.274.530 0,68 0,4283 57,7373 +15.170 1.289.700 0,70* 0,4545 55,0938 Πηγή: Υπουργείο Γεωργίας *Με το συντελεστή συνυπευθυνότητας 0,70 υπολογίζεται το ποσοστό συνυπευθυνότητας για κάθε περαιτέρω αύξηση της υπέρβασης της Ε.Ε.Π
Με την τελευταία αυτή αναθεώρηση ορίζεται επίσης ότι τα κράτη μέλη που παράγουν βαμβάκι θα πρέπει να αναλάβουν δράσεις για τη βελτίωση του περιβάλλοντος και ιδίως καλλιεργητικές τεχνικές που θα μπορούσαν να περιορίσουν τις αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, ερευνητικά προγράμματα με στόχο την ανάπτυξη μεθόδων καλλιέργειας περισσότερο συμβατών με το περιβάλλον καθώς και μέτρα για τη διάδοση των πορισμάτων των ερευνών στους παραγωγούς. Μάλιστα τα κράτη μέλη, πριν από τις 31 Δεκεμβρίου του 2004, υποχρεούνται να διαβιβάσουν στην Επιτροπή έκθεση σχετικά με τη περιβαλλοντική κατάσταση του τομέα του βάμβακος και τα αποτελέσματα των εθνικών μέτρων που ελήφθησαν. Ο κανονισμός του 2001 ίσχυσε μέχρι και το 2005. Ήδη από το 2003, σύμφωνα με τη τελευταία αναθεώρηση της Κ.Α.Π. προβλεπόταν ένα διαφορετικό καθεστώς, το οποίο θα ετίθετο σε ισχύ από την καλλιεργητική περίοδο του 2006.
3.2 Η αναμόρφωση της ΚΑΠ του 2003 3.2.1 Οι λόγοι της αναμόρφωσης Η Κοινή Αγροτική Πολιτική αρκετές φορές στο παρελθόν αναπροσάρμοσε τους στόχους της και αναθεωρήθηκε. Μετά την Agenda 2000, της οποίας δεν επιτεύχθηκαν κάποιοι από τους στόχους της, εμφανίστηκαν νέα προβλήματα και νέα δεδομένα, τα οποία καθιστούσαν επιτακτική την ανάγκη για την αναθεώρηση της. Οι κύριοι λόγοι που οδήγησαν στην Αναθεώρηση του Ιουνίου του 2003 είναι οι εξής: Οι επιπλέον δαπάνες για τον Κοινοτικό προϋπολογισμό που προκύπτουν από την ένταξη των 10 νέων κρατών μελών. Η χορήγηση ενισχύσεων στις χώρες αυτές πρέπει να επιτευχθεί στα πλαίσια του υπάρχοντος προϋπολογισμού και πλέον καθίσταται απαραίτητη η ύπαρξη μηχανισμών που θα επιτύχουν το δημοσιονομικό περιορισμό(υπουργείο Γεωργίας, 2004). Οι περιορισμοί που προκύπτουν από τις διαπραγματεύσεις στα πλαίσια του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου και η ανάγκη για λήψη μέτρων που δε θα προκαλούν διαστρεβλώσεις στο εμπόριο (Julian Binfield et all, 2004 ). Η ολοένα και αυξανόμενη ανησυχία των πολιτών για τα περιβαλλοντικά προβλήματα και η απαίτηση τους για τρόφιμα ασφαλή και ποιοτικά. Η ανάγκη για απλοποίηση της ΚΑΠ και για λιγότερες γραφειοκρατικές διαδικασίες που θα απαιτούν λιγότερο χρόνο από τους αγρότες(fischler, 2003).
3.2.2 Η νέα ΚΑΠ γενικά Η μεταρρύθμιση της ΚΑΠ του 2003 περιείχε μέτρα που αλλάζουν ριζικά τα δεδομένα στο χώρο της Ευρωπαϊκής γεωργίας. Τα κύρια σημεία των μέτρων αυτών είναι τα εξής: Η ενιαία αποδεσμευμένη ενίσχυση Η διαφοροποίηση Η πολλαπλή συμμόρφωση 3.2.2.1 Η ενιαία αποδεσμευμένη ενίσχυση Η ενιαία ενίσχυση, σύμφωνα με τα νέα μέτρα αντικαθιστά τις χορηγούμενες ενισχύσεις στα σιτηρά, ελαιούχα, πρωτεϊνούχα, όσπρια, ρύζι (κατά 58%), σπόρους για σπορά, αποξηραμένες ζωοτροφές(κατά 50%), βαμβάκι(κατά 65%), ελαιόλαδο, καπνό, βόειο κρέας, αιγοπρόβειο κρέας και γάλα από το 2006.Το ίδιο ισχύει και για τα τεύτλα. Πρόκειται για τις περισσότερες ενισχύσεις που χορηγούνται στο πλαίσιο του πυλώνα 1. Η μεταρρύθμιση δεν περιλαμβάνει τα νωπά και τα μεταποιημένα οπωροκηπευτικά. Το ύψος της ενιαίας ενίσχυσης είναι κατ αρχήν ίσο με το μέσο όρο των αντίστοιχων επιδοτήσεων που εισέπραξε κάθε δικαιούχος κατά την τριετία 2000-2002(ιστορική περίοδο αναφοράς). Ωστόσο τα ιστορικά στοιχεία κάποιων προϊόντων υπόκεινται σε μειώσεις, ενώ κάποιων άλλων αυξάνονται. Ορισμένες ενισχύσεις του παρελθόντος ή άλλες που θεσπίστηκαν πρόσφατα δεν εντάσσονται στην ενιαία ενίσχυση αλλά καταβάλλονται υπό την προϋπόθεση ότι ο δικαιούχος θα συνεχίσει την παραγωγή των συγκεκριμένων προϊόντων. Παραμένουν δηλαδή δεσμευμένες με την παραγωγή. Πρόκειται για ένα μέρος των ενισχύσεων
που αφορούν το σκληρό σιτάρι, το ρύζι (42%), τις αποξηραμένες ζωοτροφές (50% ), το αγελαδινό γάλα έως και το 2006, το βαμβάκι (35%), τις ενεργειακές καλλιέργειες, τους καρπούς με κέλυφος και τα πρωτεϊνούχα (Μπουρδάρας, 2005). Η ενιαία ενίσχυση εισπράττεται κάθε έτος μετά από αίτηση του παραγωγού, ασχέτως ύψους και είδους τρέχουσας παραγωγής. Απλά ο δικαιούχος είναι υποχρεωμένος να διατηρεί στη διάθεση του τόσα στρέμματα, όσα καλλιεργούσε κατά μέσο όρο την περίοδο 2000-2002. Ο αριθμός των στρεμμάτων αυτών αποτελεί και τον αριθμό των Ατομικών Δικαιωμάτων της νέας ενίσχυσης. Για κάθε δικαιούχο προβλέπεται ο υπολογισμός του πηλίκου του συνόλου της ενιαίας ενίσχυσης που του αναλογεί, δια του μέσου όρου των στρεμμάτων που καλλιέργησε κατά την ιστορική περίοδο αναφοράς. Το πηλίκο αυτό ονομάζεται Αξία των Ατομικών Δικαιωμάτων πληρωμής. Είναι προφανές ότι η αξία αυτή διαφέρει από παραγωγό σε παραγωγό. Τα δικαιώματα της ενιαίας ενίσχυσης μπορούν να μεταβιβάζονται με ή χωρίς γεωργική γη, αλλά στο ίδιο κράτος μέλος. Επίσης μπορούν να ενοικιάζονται, αλλά στην περίπτωση αυτή μαζί με τη γεωργική έκταση. Ο κανονισμός προβλέπει μείωση στην αξία όλων των δικαιωμάτων μέχρι 3% για τη δημιουργία αντίστοιχου εθνικού αποθέματος. Εάν κάποιος δικαιούχος δεν ενεργοποιήσει τα δικαιώματα του επί τριετία, τότε αυτά θα μεταβιβάζονται στο εθνικό απόθεμα. Το εθνικό απόθεμα θα ικανοποιεί κυρίως τους νέους αγρότες που θα εντάσσονται σε πρόγραμμα αναδιάρθρωσης. Ειδικά κατά το πρώτο έτος της εφαρμογής της αποδέσμευσης (2006) τα μη χρησιμοποιηθέντα δικαιώματα μεταβιβάζονται στο εθνικό απόθεμα (Μπουρδάρας, 2005).
Οι δικαιούχοι των ατομικών δικαιωμάτων έχουν τις εξής υποχρεώσεις για να ενεργοποιήσουν και να εισπράξουν την αποδεσμευμένη ενίσχυση που τους αναλογεί: Να υποβάλλουν αίτηση στις αρχές του χρόνου Να διαθέτουν γεωργική γη (αρόσιμη γη ή βοσκότοπους) τόσης έκτασης όση και ο αριθμός των δικαιωμάτων που ενεργοποιούν κάθε χρόνο. Η γη αυτή δεν είναι κατ ανάγκη γεωγραφικά η ίδια με αυτή που κατείχε ο δικαιούχος κατά την ιστορική περίοδο αναφοράς. Μπορεί να είναι διαφορετική από έτος σε έτος, ενοικιασμένη ή ιδιόκτητη. Να παράγουν οτιδήποτε επιθυμούν στη γεωργική γη που ενεργοποιούν εκτός από οπωροκηπευτικά. Μπορούν ακόμη και να μη καλλιεργούν κανένα προϊόν, να αφήνουν δηλαδή τη γη σε αγρανάπαυση. Να εφαρμόζουν την πολλαπλή συμμόρφωση (περιγράφεται στη συνέχεια) στη γη που ενεργοποιούν είτε την καλλιεργούν είτε όχι. Τα συνολικά δικαιώματα, με εξαίρεση αυτά που αντιστοιχούν σε βοσκότοπους, εκτιμώνται σε 28 εκατομμύρια στρέμματα περίπου, έναντι των 39 εκατομμυρίων στρεμμάτων γεωργικής γης της χώρας. Ένα ποσό της τάξεως των 18 εκατομμυρίων από την εσοδεία βαμβακιού του 2006, και 189 εκατομμύρια από την εσοδεία του 2010, θα διατεθούν υπό μορφή εθνικού φακέλου για αναπτυξιακές δράσεις στις βαμβακοπαραγωγικές και καπνοπαραγωγικές περιοχές της χώρας. Θα μεταφερθούν δηλαδή στον Πυλώνα 2 και δε θα υπολογίζονται ούτε στα ποσά της αποδεσμευμένης ενίσχυσης ούτε στο ειδικό καθεστώς που θα ισχύσει για το βαμβάκι (Karagiannis G., 2004).
3.2.2.2 Η διαφοροποίηση Από το 2006 και μετά όλες οι ενισχύσεις, δηλαδή η ενιαία αποδεσμευμένη ενίσχυση και οι δεσμευμένες ενισχύσεις, θα μειωθούν προοδευτικά. Οι εξοικονομήσεις δεν επιστρέφονται στον κοινοτικό προϋπολογισμό αλλά παραμένουν στο κράτος μέλος και διατίθενται υπέρ της αγροτικής ανάπτυξης. Κράτη μέλη όπως η Ελλάδα, που έχουν αυξημένες ανάγκες θα χρησιμοποιήσουν και πόρους που προέρχονται από τις μειώσεις των πιο ανεπτυγμένων κρατών μελών. Οι εν λόγω μειώσεις είναι όπως αναφέρθηκε: 3% για το 2005 4% για το 2006 5% για το 2007 και τις επόμενες περιόδους Ωστόσο, από τις παραπάνω μειώσεις, αυτές που αντιστοιχούν σε ενισχύσεις ύψους 5.000 ευρώ (για το 2007:5.000 ευρώ επί 5% = 250 ευρώ) ανά δικαιούχο επιστρέφονται στους γεωργούς. Οι συνολικές επιστροφές στην Ελλάδα δε μπορούν να ξεπερνούν τα 75,7 εκατομμύρια ευρώ. Η διαφοροποίηση δεν εφαρμόζεται στα μικρά νησιά του Αιγαίου Πελάγους, δηλαδή στα νησιά πλην Κρήτης, Εύβοιας και Ρόδου (Μπουρδάρας, 2005). 3.2.2.3 Η πολλαπλή συμμόρφωση Η χορήγηση των παραπάνω ενισχύσεων υπόκειται στην τήρηση της πολλαπλής συμμόρφωσης, δηλαδή στην τήρηση των Κοινοτικών Οδηγιών και κανονισμών που αφορούν την δημόσια υγεία, στην υγεία των φυτών και των ζώων και στις ορθές γεωργικές πρακτικές. Η
παράβαση των κοινοτικών κανόνων θα έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση των ενισχύσεων. Το 75% των ποινών πιστώνονται υπέρ του κοινοτικού προϋπολογισμού ενώ το 25% υπέρ των κρατών μελών. Πιο συγκεκριμένα, οι υποχρεώσεις της πολλαπλής συμμόρφωσης εστιάζονται ( Σαράντης, 2005): Στην προστασία των εδαφών και των υπογείων υδάτων από την υπερβολική χρήση φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων. Στην προστασία των οικοσυστημάτων και των περιοχών Natura 2000. Στην αποφυγή νιτρορύπανσης γεωργικής προέλευσης. Στην ορθή εφαρμογή της ιλύος από εγκαταστάσεις καθαρισμού λημμάτων. Στην προστασία του εδάφους από τη διάβρωση και στην διατήρηση της δομής του. Στην διατήρηση της οργανικής ουσίας του εδάφους. Στην καταγραφή των ζώων.
3.3 Το καθεστώς της νέας ΚΑΠ για το βαμβάκι Στις 22 Απριλίου 2004 το Συμβούλιο Υπουργών Γεωργίας της Ε.Ε., μετά από πολύωρες διαπραγματεύσεις και δύο συμβιβαστικές προτάσεις της Ιρλανδικής Προεδρίας, κατέληξε σε πολιτική συμφωνία για τις ΚΟΑ των τριών μεσογειακών προϊόντων (βαμβάκι, λάδι, καπνός), το λεγόμενο μεσογειακό πακέτο.οι μεταρρυθμίσεις στις ΚΟΑ του μεσογειακού πακέτου, υιοθετούν ίδιες γενικές αρχές με το πρώτο μέρος της ενδιάμεσης αναθεώρησης της ΚΑΠ που αφορούσε τα προϊόντα των Βόρειων χωρών, που ψηφίστηκε τον Ιούνιο του 2003 (Kelch David and Normile Mary Anne, 2004). Η νέα ΚΑΠ για το βαμβάκι εφαρμόστηκε στην Ελλάδα από την καλλιεργητική περίοδο του 2006. Στους ίδιους τρεις βασικούς άξονες, που στηρίζεται η ΚΑΠ για το πακέτο των βόρειων προϊόντων και των μεσογειακών προϊόντων είναι δομημένη και η νέα ΚΟΑ του βάμβακος (κάτι το οποίο είχε αποφασιστεί από τον Ιούνιο του 2003):. 1) Την μερική αποσύνδεση των ενισχύσεων από την παραγόμενη ποσότητα, με την ταυτόχρονη εισαγωγή του Καθεστώτος Ενιαίας Ενίσχυσης. 2) Τη σταδιακή μείωση (διαφοροποίηση). 3) Την πολλαπλή συμμόρφωση ως προϋπόθεση της χορήγησης των ενισχύσεων με κριτήρια σαφώς μη παραγωγικά π.χ. περιβαλλοντικά, δημόσιας υγείας, υγείας των φυτών κ.α..σε περίπτωση μη εφαρμογής της
πολλαπλής συμμόρφωσης θα επιβάλλονται ως ποινές, μειώσεις στις δικαιούμενες ενισχύσεις. Πιο αναλυτικά το νέο καθεστώς για το βαμβάκι προβλέπει τα εξής: 3.3.1 Ενιαία ενίσχυση εκμετάλλευσης & Αποσυνδεδεμένη Ενίσχυση Μέρος των ενισχύσεων που εισέπραττε μέχρι το 2005 ο κάθε βαμβακοπαραγωγός μετατρέπεται σε μία Ενιαία Ενίσχυση ανά γεωργική εκμετάλλευση, αποσυνδεδεμένη από την παραγωγή. Αυτή η Ενιαία Ενίσχυση ανά γεωργική εκμετάλλευση, για τους βαμβακοπαραγωγούς, προκύπτει εάν πολλαπλασιάσουμε τη μέση επιλέξιμη έκταση που καλλιέργησε με βαμβάκι ο κάθε βαμβακοπαραγωγός (την τριετία 2000-2001-2002) με το ποσό της αποσυνδεδεμένης ενίσχυσης των 96,6 /στρέμμα (Europian Commission, Μάιος 2004). Στο σημείο αυτό αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι ο μέσος όρος της τριετίας (2000-2001-2002) προκύπτει από τα στρέμματα που δέχτηκε ο Οργανισμός Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε.). 3.3.2 Ειδική στρεμματική ενίσχυση (συνδεδεμένη ενίσχυση ) Σε κάθε αγρότη ο οποίος καλλιεργεί και παράγει βαμβάκι, χορηγείται Ειδική στρεμματική ενίσχυση βαμβακιού, για περιορισμένο αριθμό στρεμμάτων στο σύνολο της Ελλάδας