ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ



Σχετικά έγγραφα
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΟ Ι ΡΥΜΑ ΚΡΗΤΗΣ ΣΧΟΛΗ ΙΟΙΚΗΣΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ

Η ΦΙΛΙΑ..!!! Η ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

Εισαγωγή: ακαδηµαϊκά αδικήµατα και κυρώσεις

Αντωνία Αθανασοπούλου

Οι 21 όροι του Λένιν

Δαλιάνη Δήμητρα Λίζας Δημήτρης Μπακομήτρου Ελευθερία Ντουφεξιάδης Βαγγέλης

Ασφάλεια στις εργασίες κοπής μετάλλων

Οι ιοί και οι ιογενείς λοιμώξεις του αναπνευστικού συστήματος στα παιδιά

Αναπαραστάσεις των φύλων στα παιδικά αναγνώσµατα του νηπιαγωγείου και του δηµοτικού σχολείου

ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ

Σαιξπηρικά µοτίβα. Στάθης Λιβαθηνός, σκηνοθέτης, Εθνικό Θέατρο

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ. Κάθε δισκίο παρατεταμένης αποδέσμευσης περιέχει 8 mg ροπινιρόλης (ως υδροχλωρική).

Φάλουν Ντάφα ιαλέξεις πάνω στον Νόµο του Φο ιαλέξεις στις Ηνωµένες Πολιτείες

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΑΙΟΥ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ

KATATAΞH APΘPΩN. 6. Αρχές της προσφοράς και προμήθειας, ανθρώπινων ιστών και/ ή κυττάρων


ΑΝΑΝΕΩΣΙΜΕΣ ΠΗΓΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ (Α.Π.Ε)

Θεµατικές ενότητες: παρεµβάσεις και ενδεικτικές υποθέσεις. 1. Οικονοµική πολιτική. Παρεµβάσεις οικονοµικού χαρακτήρα

Ο Στρατηγικός Ρόλος της Αστυνοµίας στις Σύγχρονες Απαιτήσεις της Ελληνικής Κοινωνίας

ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΙ ΑΓΡΟΤΟΥΡΙΣΤΙΚΟΙ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑ Α

ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥ ΩΝ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ

ΜΗΝΙΑΙΟ ΕΛΤΙΟ ΙΟΥΝΙΟΥ 2007

Σηµειώσεις στις Εµπορικές Εταιρίες

: Aύξηση φόρου εισοδήµατος, και µείωση µισθών

Βασικές Έννοιες και Μέθοδοι της Οικονομικής Επιστήμης - Οικονομία (< οίκος + νέμω): Διαχείριση των Υποθέσεων ενός Νοικοκυριού - Γενικός Ορισμός: Μια

...ακολουθώντας τη ροή... ένα ημερολόγιο εμψύχωσης

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ

Η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου στο δρόµο για την υιοθέτηση του ευρώ. Παρουσιάσεις στους µαθητές Γυµνασίων / Λυκείων

ΘΕΜΑΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΩΝ ΒΙΒΛΙΟ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΩΝ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Στεκόμαστε αλληλέγγυοι σ όσους, ατομικά ή συλλογικά επανακτούν αυτά που νόμιμα μας κλέβουν οι εξουσιαστές.

«Ειρήνη» Σημειώσεις για εκπαιδευτικούς

ΠΛΑΤΩΝΑΣ. 427 π.χ π.χ.

ΓΙΑΤΙ Η ΡΩΣΙΑ ΕΝ ΕΙΝΑΙ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗ

Με την ασφάλιση αυτή καλύπτεται ζηµία στα ασφαλισµένα αντικείµενα αµέσως προερχόµενη από πρόσκρουση

Τα 10 µαργαριτάρια για ένα φιλικό σπίτι

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2008 ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΡΧΗΓΟ ΤΗΣ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΗΣ ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΕΔΡΟ ΤΟΥ ΠΑΣΟΚ

ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΤΟΥ ΧΑΝΙΟΥ ΤΟΥ ΙΜΠΡΑΗΜ ΚΩΔΙΚΟΣ ΔΙΑΓΩΝΙΖΟΜΕΝΟΥ: 12234

ΠΡΟΣΛΗΨΕΙΣ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

Πρόγραμμα Σπουδών για το "Νέο Σχολείο"

ΕΛΤΙΟ Ε ΟΜΕΝΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 ο ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. 3.1 Εισαγωγή

ΕΛΑΦΡΙΕΣ ΜΕΤΑΛΛΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ: ΝΑΝΣΥ ΣΑΚΚΑ

Ταχ. /νση: Ερµού ΠΡΟΣ: Ως Πίνακας Αποδεκτών Ταχ. Κώδικας: Αθήνα Τηλέφωνο:

α. Ιδρύεται σύλλογος µε την επωνυµία Ενιαίος Σύλλογος ιδακτικού Προσωπικού

στήλη υγιεινολόγων στόματος

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Β.Ι.ΛΕΝΙΝ: ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΑΡΞ ΚΑΙ ΤΟΝ ΜΑΡΞΙΣΜΟ


Δασικά Οικοσυστήματα και Τεχνικά Έργα

Η Ψυχοπαθολογία του Πολιτικού Του Φ.Μωρόγιαννη *

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΝΟΜΟΣ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ ΔΗΜΟΣ ΓΑΖΙΟΥ

Τοποθέτηση Δημάρχου Γ. Πατούλη. για τεχνικό πρόγραμμα 2010

Κατερίνα Παναγοπούλου: Δημιουργώντας κοινωνικό κεφάλαιο την εποχή της κρίσης

ΤΕΙ ΗΠΕΙΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Επίσηµη Εφηµερίδα αριθ. C 372 της 09/12/1997 σ

ΙΙ, 3-4. Α. Ερωτήσεις ανοικτού τύπου ή ελεύθερης ανάπτυξης

Σοφία Γιουρούκου, Ψυχολόγος Συνθετική Ψυχοθεραπεύτρια

Δρ.ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΣ ΕΥΡΙΠΙΔΟΥ

Ο ΠΡΟΕ ΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Εκδίδοµε τον ακόλουθο νόµο που ψήφισε η Βουλή:

ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ Εξώφυλλο του Συντάγµατος του 1844 (Βιβλιοθήκη Βουλής των

ΕΘΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΩΝ ΔΡΑΣΕΩΝ

Ασυντήρητες και επικίνδυνες οικοδομές

ΙΕΘΝΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 183 «για την αναθεώρηση της (αναθεωρηµένης) σύµβασης για την προστασία της µητρότητας,»

Βρήκαμε πολλά φυτά στο δάσος, αλλά και ήλιο, νερό, αέρα, έδαφος!

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ

ΧΙΙΙ Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας

ΕΝ ΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

/νση: ΧΑΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ Μ. Αλεξάνδρου 49, 66100, ράµα Τηλ&φαξ: , κιν.: info@akademia.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ

Ο αθλητισμός εμπνέεται από την ειρήνη. Η ειρήνη εμπνέεται από τον αθλητισμό.

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΙΚΗ ΓΡΙΠΗ

Απλές λύσεις για άµεση έξοδο από την κρίση. Μέσα σε λίγες ηµέρες µπορεί να σωθεί η Ελλάδα. Αρκεί να ξυπνήσουν οι Έλληνες και να δουν τι συµβαίνει.

Συνοπτική Παρουσίαση. Ελλάδα

Το τµήµα Χηµικών Μηχανικών, Παν. Πατρών. Επιτροπή Αξιολόγησης του Προγράµµατος Μεταπτυχιακών Σπουδών

Έχοντας υπόψη: τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 175 παράγραφος 1, την πρόταση της Επιτροπής ( 1 ),

ΑΤΟΜΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ: ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ. 22/1/2012 4:16 μμ 11o Γυμνάσιο Λάρισας Βλαχοδήμου Ευπραξία

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΣΚΑΛΑΣ Η ΠΥΘΑΓΟΡΕΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΑΣΥΜΜΕΤΡΩΝ ΜΕΓΕΘΩΝ

ενεργοί πολίτες για τη Μήλο οι θέσεις μας Υποψηφιότητα Αντώνη Καβαλιέρου δημοτικές εκλογές

Όμιλος Λογοτεχνίας. Δράκογλου Αναστασία, Κιννά Πασχαλίνα

ΕΠΕΝ ΥΤΙΚΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΣΕ ΠΕΡΙΟ Ο ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

Κατασκηνωτικές Σκέψεις

ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΣΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΛΕΓΚΤΙΚΗ. ιπλωµατική Εργασία.

ΜΕΤΑΒΟΛΙΣΜΟΣ. ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ: Την ενέργεια και τα υλικά που οι. ΕΝΖΥΜΑ- ΒΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΚΑΤΑΛΥΤΕΣ:Τα ένζυμα καταλύουν

Έκθεση της Επιτροπής Κοινωνικής Πρόνοιας της Βουλής των Γερόντων για το. θέµα «Η οικονοµική κρίση, εξάλειψη της φτώχειας και κοινωνικός.

Στις 22 Σεπτεμβρίου 1937, περί την δεκάτην πρωινήν, ο διευθυντής του ξενοδοχείου «Κεντρικόν» στην Κόρινθο χτύπησε την πόρτα του δωματίου όπου την

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΤΜΗΜΑ ΔΙΕΘΝΩΝ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΣΤΙΣ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ

Αναλυτικό Πρόγραµµα Σπουδών του Μαθήµατος. Α Τάξη 1 ου Κύκλου Τ.Ε.Ε. 3 ώρες /εβδοµάδα. Αθήνα, Απρίλιος 2001

Οι Ερασιτεχνικές Ασχολίες

ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ Ι ΑΚΤΟΡΩΝ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ

Το ολοκαύτωμα της Κάσου

ΕΘΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΗΜΟΣΙΑΣ ΙΟΙΚΗΣΗΣ ΜΑΘΗΜΑ: ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ (ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ)

Ευρετήριο πινάκων. Ασκήσεις και υπομνήματα

«ΣΒΒΕ Eurobank βιοµηχανία 2020: Περιφερειακή ανάπτυξη, καινοτοµία και εξωστρέφεια». Αρχική Τοποθέτηση επί της Εισήγησης

ΦΥΣΙΚΟΣ ΑΕΡΙΣΜΟΣ - ΡΟΣΙΣΜΟΣ

Πανελλαδικό Κάλεσµα για την Προοπτική Δηµιουργίας Αναρχικής Πολιτικής Οργάνωσης

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ

7. ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΝΟΗΜΑΤΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΤΑΞΗΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ

Transcript:

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ 1

1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ Januvia 25 mg επικαλυµµένα µε λεπτό υµένιο δισκία 2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ Κάθε δισκίο περιέχει µονοϋδρική φωσφορική σιταγλιπτίνη, ισοδύναµη µε 25 mg σιταγλιπτίνης. Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλέπε παράγραφο 6.1. 3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ Επικαλυµµένο µε λεπτό υµένιο δισκίο (δισκίο). Στρογγυλό ροζ επικαλυµµένο µε λεπτό υµένιο δισκίο µε την ένδειξη 221 στη µία πλευρά. 4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ 4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις Το Januvia ενδείκνυται σε ασθενείς µε σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 για τη βελτίωση του γλυκαιµικού ελέγχου σε συνδυασµό µε µετφορµίνη, όταν η δίαιτα και η άσκηση µαζί µε µετφορµίνη δεν παρέχουν επαρκή γλυκαιµικό έλεγχο Για τους ασθενείς µε σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 για τους οποίους η χρήση ενός αγωνιστή του ενεργοποιηµένου γάµµα υποδοχέα, που επάγει τον πολλαπλασιασµό των υπεροξεισωµάτων (PPARγ) (π.χ. µία θειαζολιδινεδιόνη) είναι κατάλληλη, το Januvia ενδείκνυται σε συνδυασµό µε τον PPARγ αγωνιστή, όταν η δίαιτα και η άσκηση µαζί µε τον PPARγ αγωνιστή µόνο δεν παρέχουν επαρκή γλυκαιµικό έλεγχο. 4.2 οσολογία και τρόπος χορήγησης Η δόση του Januvia είναι 100 mg άπαξ ηµερησίως. Η δοσολογία της µετφορµίνης ή του PPARγ αγωνιστή θα πρέπει να διατηρείται και η σιταγλιπτίνη να συγχορηγείται. Εάν παραληφθεί µία δόση, αυτή θα πρέπει να ληφθεί αµέσως µόλις ο ασθενής το θυµηθεί. εν θα πρέπει να λαµβάνεται διπλή δόση την ίδια ηµέρα. Το Januvia µπορεί να λαµβάνεται µε ή χωρίς τροφή. Ασθενείς µε νεφρική ανεπάρκεια Για ασθενείς µε ήπιου βαθµού νεφρική ανεπάρκεια (κάθαρση κρεατινίνης [CrCl] 50 ml/min, δεν απαιτείται καµία αναπροσαρµογή της δοσολογίας του Januvia. Η εµπειρία από κλινική µελέτη µε το Januvia σε ασθενείς µε µέτριου ή σοβαρού βαθµού νεφρική ανεπάρκεια είναι περιορισµένη. Για το λόγο αυτό, η χρήση του Januvia δεν συνιστάται σ αυτή την κατηγορία ασθενών (βλέπε παράγραφο 5.2). Ασθενείς µε ηπατική ανεπάρκεια Καµία αναπροσαρµογή της δοσολογίας δεν απαιτείται σε ασθενείς µε ήπιου έως µέτριου βαθµού ηπατική ανεπάρκεια. Το Januvia δεν έχει µελετηθεί σε ασθενείς µε σοβαρού βαθµού ηπατική ανεπάρκεια. Ηλικιωµένοι 2

Καµία αναπροσαρµογή της δοσολογίας δεν απαιτείται µε βάση την ηλικία. Υπάρχουν περιορισµένα δεδοµένα ασφαλείας για ασθενείς ηλικίας των 75 ετών και θα πρέπει να χορηγείται µε προσοχή σε αυτές τις περιπτώσεις. Παιδιατρικός πληθυσµός Το Januvia δεν συνιστάται για χρήση σε παιδιά κάτω των 18 ετών, λόγω της έλλειψης δεδοµένων για την ασφάλεια και την αποτελεσµατικότητά του 4.3 Αντενδείξεις Υπερευαισθησία στή δραστική ουσία ή σε κάποιο από τα έκδοχα 4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση Γενικά Το Januvia δεν θα πρέπει να χρησιµοποιείται σε ασθενείς µε διαβήτη τύπου 1 ή για τη θεραπεία της διαβητικής κετοξέωσης. Υπογλυκαιµία Σε κλινικές δοκιµές µε το Januvia ως µονοθεραπεία και µε σιταγλιπτίνη ως συστατικό συνδυασµένης θεραπείας µε µετφορµίνη ή µε πιογλιταζόνη, τα ποσοστά υπογλυκαιµίας που αναφέρθηκαν µε σιταγλιπτίνη ήταν παρόµοια µε αυτά των ασθενών που ελάµβαναν εικονικό φάρµακο. Η χρήση της σιταγλιπτίνης σε συνδυασµό µε φαρµακευτικά προϊόντα που είναι γνωστό ότι προκαλούν υπογλυκαιµία, όπως οι σουλφονυλουρίες ή η ινσουλίνη, δεν έχει µελετηθεί επαρκώς. Νεφρική ανεπάρκεια Επειδή η εµπειρία είναι περιορισµένη, οι ασθενείς µε µέτριου έως σοβαρού βαθµού νεφρική ανεπάρκεια δεν πρέπει να λαµβάνουν θεραπεία µε το Januvia (βλέπε παράγραφο 5.2). 4.5 Αλληλεπιδράσεις µε άλλα φαρµακευτικά προϊόντα και άλλες µορφές αλληλεπίδρασης Επιδράσεις άλλων φαρµακευτικών προϊόντων στη σιταγλιπτίνη Τα κλινικά στοιχεία που αναφέρονται παρακάτω υποστηρίζουν οτι ο κίνδυνος κλινικά σηµαντικών αλληλεπιδράσεων µε την συγχορήγηση φαρµακευτικών προϊόντων είναι µικρός. Μετφορµίνη: Η συγχορήγηση πολλαπλών δόσεων, δύο φορές ηµερησίως, 1000 mg µετφορµίνης µε 50 mg σιταγλιπτίνης δεν τροποποίησε σηµαντικά τη φαρµακοκινητική της σιταγλιπτίνης σε ασθενείς µε διαβήτη τύπου 2 Κυκλοσπορίνη: Μία µελέτη διεξήχθη για την εκτίµηση της επίδρασης της κυκλοσπορίνης, ενός ισχυρού αναστολέα της p-γλυκοπρωτεΐνης, στη φαρµακοκινητική της σιταγλιπτίνης. Η συγχορήγηση µίας εφάπαξ από του στόµατος δόσης 100 mg σιταγλιπτίνης και µίας εφάπαξ από του στόµατος δόσης 600 mg κυκλοσπορίνης αύξησε την AUC και τη C max της σιταγλιπτίνης περίπου κατά 29% και 68% αντίστοιχα. Οι µεταβολές αυτές στη φαρµακοκινητική της σιταγλιπτίνης δεν θεωρήθηκαν ότι είναι κλινικά σηµαντικές. Η νεφρική κάθαρση της σιταγλιπτίνης δεν µεταβλήθηκε σηµαντικά. Συνεπώς, δεν αναµένονται σηµαντικές αλληλεπιδράσεις µε άλλους αναστολείς της p-γλυκοπρωτεΐνης. Μελέτες in vitro έδειξαν οτι το πρωταρχικό ένζυµο που είναι υπεύθυνο για τον περιορισµένο µεταβολισµό της σιταγλιπτίνης είναι το CYP3A4. µε τη συµβολή του CYP2C8. Σε ασθενείς µε φυσιολογική νεφρική λειτουργία, ο µεταβολισµός, συµπεριλαµβανοµένου αυτού µέσω του CYP3A4, παίζει µόνο ένα µικρό ρόλο στην κάθαρση της σιταγλιπτίνης. Ο µεταβολισµός µπορεί να παίζει έναν πιο σηµαντικό ρόλο στην αποβολή της σιταγλιπτίνης στην κατάσταση σοβαρής νεφρικής ανεπάρκειας ή νεφροπάθειας τελικού σταδίου (ESRD). Γι αυτό το λόγο, είναι δυνατόν ισχυροί CYP3A4 αναστολείς (π.χ. κετοκοναζόλη, ιτρακοναζόλη, ριτοναβίρη, κλαριθροµυκίνη) να µπορούν να αλλάξουν την φαρµακοκινητική της σιταγλιπτίνης σε ασθενείς µε σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια ή νεφροπάθεια τελικού σταδίου. Οι επιδράσεις των ισχυρών αναστολέων του CYP3A4 στα πλαίσια της νεφρικής ανεπάρκειας δεν έχουν αξιολογηθεί σε κλινική µελέτη. 3

Μελέτες µεταφοράς in vitro έδειξαν οτι η σιταγλιπτίνη είναι υπόστρωµα της p-γλυκοπρωτεϊνης και του οργανικού ανιονικού µεταφορέα 3 (OAT3). Η µεταφορά της σιταγλιπτίνης µέσω του OAT3 ανεστάλη in vitro µέσω της προβενεσίδης, µολονότι θεωρείται οτι ο κίνδυνος των κλινικά σηµαντικών αλληλεπιδράσεων είναι µικρός. Ταυτόχρονη χορήγηση των OAT3 αναστολέων δεν έχει αξιολογηθεί in vivo. Επιδράσεις της σιταγλιπτίνης σε άλλα φαρµακευτικά προϊόντα Στοιχεία in vitro υποστηρίζουν οτι η σιταγλιπτίνη δεν αναστέλλει ούτε επάγει τα ισοένζυµα CYP450. Σε κλινικές µελέτες, η σιταγλιπτίνη δεν τροποποίησε σηµαντικά τη φαρµακοκινητική της µετφορµίνης, της γλυβουρίδης, της σιµβαστατίνης, της ροσιγλιταζόνης, της βαρφαρίνης ή των από του στόµατος αντισυλληπτικών, παρέχοντας in vivo τεκµηρίωση για µικρή δυνατότητα πρόκλησης αλληλεπιδράσεων µε υποστρώµατα του CYP3A4, CYP2C8, CYP2C9 και οργανικό κατιονικό µεταφορέα (OCT). Η σιταγλιπτίνη είχε µικρή επίδραση στις συγκεντρώσεις διγοξίνης στο πλάσµα, και µπορεί να είναι ήπιος αναστολέας της p-γλυκοπρωτεϊνης in vivo. ιγοξίνη: Η σιταγλιπτίνη είχε µικρή επίδραση στις συγκεντρώσεις της διγοξίνης στο πλάσµα. Μετά από χορήγηση 0,25 mg διγοξίνης µαζί µε 100 mg του Januvia καθηµερινά επί 10 µέρες, η AUC στο πλάσµα της διγοξίνης αυξήθηκε κατά 11 % κατά µέσο όρο και η C max στο πλάσµα κατά 18 % κατά µέσο όρο. εν συνιστάται αναπροσαρµογή της δοσολογίας της διγοξίνης. Ωστόσο, οι ασθενείς σε κίνδυνο τοξικότητας από τη διγοξίνη πρέπει να παρακολουθούνται όταν η σιταγλιπτίνη και η διγοξίνη χορηγούνται ταυτόχρονα. 4.6 Kύηση και γαλουχία Kύηση εν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για τη χρήση του Januvia σε έγκυες γυναίκες. Μελέτες σε ζώα κατέδειξαν τοξικότητα στην αναπαραγωγική ικανότητα σε υψηλές δόσεις (βλέπε παράγραφο 5.3). Ο ενδεχόµενος κίνδυνος για τον άνθρωπο είναι άγνωστος. Λόγω της έλλειψης δεδοµένων σε ανθρώπους, το Januvia δεν πρέπει να χρησιµοποιείται κατά τη διάρκεια της εγκυµοσύνης. Γαλουχία Είναι άγνωστο αν η σιταγλιπτίνη απεκκρίνεται στο ανθρώπινο µητρικό γάλα. Μελέτες σε ζώα κατέδειξαν ότι η σιταγλιπτίνη απεκκρίνεται στο µητρικό γάλα. Το Januvia δεν πρέπει να χρησιµοποιείται κατά τη διάρκεια του θηλασµού. 4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισµού µηχανών εν πραγµατοποιήθηκαν µελέτες σχετικά µε τις επιδράσεις στην ικανοτητα οδήγησης ή και χειρισµού µηχανών. Ωστόσο, κατά την οδήγηση ή τη χρήση µηχανών, πρέπει να λαµβάνεται υπόψιν οτι έχουν αναφερθεί ζάλη και υπνηλία. 4.8 Ανεπιθύµητες ενέργειες Σε 9 µεγάλες κλινικές µελέτες δοκιµέςέως 2 ετών, πάνω από 2700 ασθενείς έχουν λάβει θεραπεία µε Januvia 100 mg την ηµέρα µόνο ή σε συνδυασµό µε µετφορµίνη, µία σουλφονυλουρία (µε ή χωρίς µετφορµίνη) ή έναν παράγοντα PPARγ. Σε αυτές τις δοκιµέςτο ποσοστό της διακοπής χορήγησης λόγω ανεπιθύµητων ενεργειών που θεωρήθηκαν σχετιζόµενες µε το φάρµακο ήταν 0,8 % για τα 100 mg ανά ηµέρα και 1,5 % για τις άλλες θεραπείες. εν αναφέρθηκαν ανεπιθύµητες ενέργειες που να θεωρήθηκαν σχετιζόµενες µε το φάρµακο σε ασθενείς που ελάµβαναν σιταγλιπτίνη και οι οποίες να εµφανίστηκαν σε µεγαλύτερη συχνότητα από αυτήν των ασθενών που ελάµβαναν τη θεραπεία ελέγχου (> 0,2 % και διαφορά > 1 ασθενή). ΣΥΝ ΥΑΣΜΟΣ ΜΕ ΜΕΤΦΟΡΜΙΝΗ 4

Σε µία µελέτη 24 εβδοµάδων της σιταγλιπτίνης 100 mg σε συνδυασµό µε µετφορµίνη, η συχνότητα των ανεπιθύµητων ενεργειών που θεωρήθηκαν σχετιζόµενες µε το φάρµακο σε ασθενείς που ελάµβαναν θεραπεία µε σιταγλιπτίνη /µετφορµίνη σε σύγκριση µε όσους ελάµβαναν εικονικό φάρµακο /µετφορµίνη, ήταν 9,3 % και 10,1 % αντίστοιχα. Ανεπιθύµητες ενέργειες που να θεωρήθηκαν σχετιζόµενες µε το φάρµακο σε ασθενείς που ελάµβαναν σιταγλιπτίνη και οι οποίες να εµφανίστηκαν σε µεγαλύτερη συχνότητα από αυτήν των ασθενών που ελάµβαναν τη θεραπεία εικονικού φαρµάκου(> 0,2 % και διαφορά > 1 ασθενή) είναι οι παρακάτω: Η συχνότητα εµφάνισης των ανεπιθύµητων ενεργειών έχει ορισθεί σύµφωνα µε τα ακόλουθα: πολύ συχνές ( 1/10), συχνές ( 1/100, < 1/10), όχι συχνές ( 1/1,000 < 1/100), σπάνιες ( 1/10,000, < 1/1,000), και πολύ σπάνιες (< 1/10,000). ιαταραχές του Νευρικού Συστήµατος Όχι συχνές: υπνηλία ιαταραχές του γαστρεντερικού συστήµατος Συχνές: ναυτία Όχι συχνές: άλγος άνω κοιλιακής χώρας, διάρροια Ερευνες Όχι συχνές: µειωµένη γλυκόζη αίµατος Σε µία µελέτη διάρκειας 1 έτουςτης σιταγλιπτίνης 100 mg σε συνδυασµό µε µετφορµίνη, η συχνότητα των ανεπιθύµητων ενεργειών που θεωρήθηκαν σχετιζόµενες µε το φάρµακο σε ασθενείς που ελάµβαναν θεραπεία µε σιταγλιπτίνη /µετφορµίνη σε σύγκριση µε όσους ελάµβαναν σουλφονυλουρία/µετφορµίνη, ήταν 14,5 % και 30,3 % αντίστοιχα. Σε συγκεντρωτικές µελέτες διάρκειας έως 1 έτους όπου συγκρίνονταν σιταγλιπτίνη /µετφορµίνη µε σουλφονυλουρία/µετφορµίνη, ανεπιθύµητες ενέργειες που να θεωρήθηκαν σχετιζόµενες µε το φάρµακο και να εµφανίστηκαν σε ασθενείς που ελάµβαναν σιταγλιπτίνη 100 mg σε µεγαλύτερη συχνότητα (> 0,2 % και διαφορά > 1 ασθενή) από αυτήν των ασθενών που ελάµβαναν σουλφονυλουρία είναι οι παρακάτω: ιαταραχές του µεταβολισµού και της θρέψης Όχι συχνές: ανορεξία Έρευνες Όχι συχνές: µειωµένο σωµατικό βάρος ΣΥΝ ΥΑΣΜΟΣ ΜΕ ΕΝΑΝ PPARγ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑ (πιογλιταζόνη) Σε µία µελέτη 24 εβδοµάδων της σιταγλιπτίνης 100 mg σε συνδυασµό µε πιογλιταζόνη, η επίπτωση των ανεπιθύµητων ενεργειών που θεωρήθηκαν σχετιζόµενες µε το φάρµακο σε ασθενείς που ελάµβαναν θεραπεία µε σιταγλιπτίνη/ πιογλιταζόνη σε σύγκριση µε όσους ελάµβαναν εικονικό φάρµακο / πιογλιταζόνη, ήταν 9,1 % και 9,0 % αντίστοιχα. Ανεπιθύµητες ενέργειες που να θεωρήθηκαν σχετιζόµενες µε το φάρµακο και να εµφανίστηκαν σε ασθενείς που ελάµβαναν Januvia σε µεγαλύτερη συχνότητα (> 0,2 % και διαφορά > 1 ασθενή) από αυτήν των ασθενών που ελάµβαναν εικονικό φάρµακο είναι οι παρακάτω: ιαταραχές του µεταβολισµού και της θρέψης Συχνές: υπογλυκαιµία ιαταραχές του γαστρεντερικού συστήµατος Συχνές: µετεωρισµός Γενικές διαταραχές Συχνές: περιφερικό οίδηµα 5

Επιπρόσθετα, σε µελέτες µονοθεραπείας διάρκειας έως 24 εβδοµάδων µε µόνο σιταγλιπτίνη100 mg σε σύγκριση µε εικονικό φάρµακο ανεπιθύµητες ενέργειες που να θεωρήθηκαν σχετιζόµενες µε το φάρµακο και να αναφέρθηκαν σε ασθενείς που ελάµβαναν σιταγλιπτίνη, οι οποίες να συνέβησαν σε µεγαλύτερη συχνότητα (> 0,2 % και διαφορά > 1 ασθενή) από αυτόν των ασθενών που ελάµβαναν εικονικό φάρµακο είναι κεφαλαλγία υπογλυκαιµία δυσκοιλιότητα και ζάλη. Επιπλέον των ανεπιθύµητων ενεργειών που σχετίζονται µε το φάρµακο και αναφέρθηκαν παραπάνω, οι ανεπιθύµητες ενέργειες που αναφέρθηκαν, ανεξαρτήτως αιτιολογικής συσχέτισης µε το φάρµακο, παρουσιάσθηκαν τουλάχιστον στο 5 % και πιό συχνά σε ασθενείς που έλαβαν Januvia, περιελάµβαναν λοίµωξη του ανώτερου αναπνευστικού συστήµατος και ρινοφαρυγγίτιδα Αναφέρθηκαν επιπλέον ανεπιθύµητες ενέργειες ανεξαρτήτως αιτιολογικής συσχέτισης µε το φάρµακο, που εµφανίσθηκαν συχνότερα σε ασθενείς που ελάµβαναν θεραπεία µε Januvia (δεν έφθασαν τα επίπεδα του 5 %, αλλά εµφανίσθηκαν µε συχνότητα > 0.5 % µεγαλύτερη µε το Januvia από ότι µε τηνοµάδα ελέγχου) και περιελάµβαναν οστεοαρθρίτιδα και πόνο στα άκρα. Κατά τη διενέργεια των κλινικών µελετών, παρατηρήθηκε µία µικρή αύξηση του αριθµού των λευκοκυττάρων (περίπου 200 κύτταρα/ml διαφορά στον αριθµό των λευκοκυττάρων έναντι του εικονικού φαρµάκου, µε µέση βασική τιµή λευκοκυττάρων περίπου 6600 κύτταρα/ml), λόγω αύξησης των ουδετεροφίλων. Η παρατήρηση αυτή διαπιστώθηκε στις περισσότερες αλλά όχι σε όλες τις µελέτες. Αυτή η µεταβολή στις εργαστηριακές παραµέτρους δεν θεωρείται ότι είναι κλινικά σχετιζόµενη. εν παρατηρήθηκαν κλινικά σηµαντικές µεταβολές στα ζωτικά σηµεία ή στο ηλεκτροκαρδιογράφηµα (ΗΚΓ), (συµπεριλαµβανοµένου του διαστήµατος QTc), κατά τη θεραπεία µε Januvia. 4.9 Υπερδοσολογία Κατά τη διάρκεια ελεγχόµενων κλινικών δοκιµώνσε υγιήε, άτοµα εφάπαξ δόσεις έως και 800 mg σιταγλιπτίνης, ήταν γενικά καλά ανεκτές. Μικρές αυξήσεις του QTc, που δεν θεωρήθηκαν κλινικά σχετιζόµενες, παρατηρήθηκαν σε µία µελέτη στη δόση των 800 mg σιταγλιπτίνης. εν υπάρχει εµπειρία σε ανθρώπους µε δόσεις πάνω από 800 mg. Σε περίπτωση υπερδοσολογίας, είναι λογικό να εφαρµόσει κανείς τα συνήθη υποστηρικτικά µέτρα, όπως π.χ. αποµάκρυνση του µη απορροφηµένου υλικού από τη γαστρεντερική οδό, χρησιµοποίηση κλινικής παρακολούθησης (συµπεριλαµβανοµένης της λήψης ηλεκτροκαρδιογραφήµατος) και εφαρµογή υποστηρικτικής θεραπείας εάν απαιτείται. Η σιταγλιπτίνη είναι µετρίως διηθήσιµη. Σε κλινικές µελέτες, περίπου το 13,5 % της δόσης αποµακρύνθηκε σε µία συνεδρία αιµο διύλισης διάρκειας 3 έως 4 ωρών. Εάν κριθεί κλινικά κατάλληλο µπορεί να εξετασθεί το ενδεχόµενο παράτασης της αιµο διύλισης. εν είναι γνωστό αν η σιταγλιπτίνη είναι διηθήσιµη µέσω περιτοναϊκής διύλισης. 5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ Ι ΙΟΤΗΤΕΣ 5.1 Φαρµακοδυναµικές ιδιότητες Φαρµακοθεραπευτικήκατηγορία: αναστολέας DPP-4, κωδικός ATC: A10BH01. Το Januvia είναι µέλος µιας κατηγορίας από του στόµατος αντι-υπεργλυκαιµικών φαρµάκων, που ονοµάζονται αναστολείς της διπεπτιδυλικής πεπτιδάσης-4 (DPP-4). Η βελτίωση του γλυκαιµικού ελέγχου που παρατηρείται µε αυτό τον παράγοντα µπορεί να επιτυγχάνεται µέσω της αύξησης των επιπέδων των ενεργών ορµονών που ονοµάζονται ινκρετίνες. Οι ινκρετίνες, περιλαµβανοµένου του πεπτιδίου-1 του παρόµοιου µε τη γλυκαγόνη (GLP-1) και του εξαρτώµενου από τη γλυκόζη ινσουλινοτρόπου πεπτιδίου (GIP), απελευθερώνονται από το έντερο κατά τη διάρκεια της ηµέρας και τα επίπεδά τους αυξάνονται ως απάντηση σε ένα γεύµα. Οι ινκρετίνες είναι µέρος ενός ενδογενούς 6

συστήµατος που εµπλέκεται στη φυσιολογική ρύθµιση της οµοιόστασης της γλυκόζης. Όταν οι συγκεντρώσεις της γλυκόζης στο αίµα είναι φυσιολογικές ή αυξηµένες τα GLP-1 και GIP αυξάνουν τη σύνθεση και την απελευθέρωση της ινσουλίνης από τα βήτα κύτταρα του παγκρέατος µέσω ενδοκυττάριων οδών σηµατοδότησης, στις οποίες εµπλέκεται το κυκλικό AMP. Η θεραπεία µε GLP-1 ή µε αναστολείς της DPP-4 σε πρότυπα ζώων µε διαβήτη τύπου 2, έδειξε να βελτιώνει την απόκριση των βήτα κυττάρων στη γλυκόζη και να διεγείρει τη βιοσύνθεση και απελευθέρωση της ινσουλίνης. Με τα υψηλότερα επίπεδα ινσουλίνης ενισχύεται η πρόσληψη της γλυκόζης από τους ιστούς. Επιπρόσθετα, το GLP-1 µειώνει την έκκριση της γλυκαγόνης από τα άλφα κύτταρα του παγκρέατος. Οι µειωµένες συγκεντρώσεις γλυκαγόνης µαζί µε τα αυξηµένα επίπεδα ινσουλίνης, οδηγούν σε µειωµένη ηπατική παραγωγή γλυκόζης, που έχει ως αποτέλεσµα µείωση των επιπέδων γλυκόζης του αίµατος. Όταν τα επίπεδα της γλυκόζης είναι χαµηλά, δεν παρατηρείται διέγερση προς απελευθέρωσηινσουλίνης ούτε καταστολή της έκκρισης της γλυκαγόνης µέσω του GLP-1. Το GLP-1 δεν επηρεάζει τη φυσιολογική απόκριση της γλυκαγόνης σε υπογλυκαιµία. Η δραστηριότητα των GLP-1 και GIP περιορίζεται από τη δράση του ενζύµου DPP-4, το οποίο υδρολύει ταχέως τις ινκρετίνες παράγοντας αδρανή προϊόντα. Η σιταγλιπτίνη προλαµβάνει την υδρόλυση των ινκρετινών από το DPP-4, αυξάνοντας έτσι τις συγκεντρώσεις στο πλάσµα των δραστικών µορφών των GLP-1 και GIP. Αυξάνοντας τα επίπεδα των ενεργών ινκρετινών, η σιταγλιπτίνη αυξάνει την απελευθέρωση της ινσουλίνης και µειώνει τα επίπεδα της γλυκαγόνης µε ένα γλυκοζο-εξαρτώµενο τρόπο. Σε ασθενείς µε διαβήτη τύπου 2 µε υπεργλυκαιµία, οι αλλαγές αυτές στα επίπεδα ινσουλίνης και γλυκαγόνης οδηγούν σε µειωµένες συγκεντρώσεις της αιµοσφαιρίνης A 1c (HbA 1c ), της γλυκόζης νηστείας, καθώς και της µεταγευµατικής γλυκόζης. Αν και η σιταγλιπτίνη είναι ένας ισχυρός και υψηλά εκλεκτικός αναστολέας του ενζύµου DPP-4, δεν αναστέλλει τα στενά σχετιζόµενα ένζυµα DPP-8 ή DPP-9. Η αναστολή του DPP-8 ή του DPP-9, αλλά όχι του DPP-4, συνδέεται µε τοξικότητα σε προκλινικά µοντέλα ζώων και µε τροποποίηση της ανοσολογικής λειτουργίας in vitro. ιεξήχθησαν δύο µελέτες για να εκτιµηθεί η αποτελεσµατικότητα και η ασφάλεια του Januvia ως µονοθεραπεία. Η θεραπεία µε σιταγλιπτίνη, στα 100 mg επέφερε σηµαντικές βελτιώσεις στην HbA 1c (-0,60 % και -0,79 % µεταβολή σε σύγκριση µε το εικονικό φάρµακο στις µελέτες των 18 και των 24 εβδοµάδων αντίστοιχα, µε αρχική τιµή HbA 1c περίπου 8 % και στις δύο µελέτες ), στη γλυκόζη πλάσµατος νηστείας (FPG) και στη γλυκόζη 2 ώρες µετά από γεύµα (PPG), σε σύγκριση µε το εικονικό φάρµακο. Οι ασθενείς, στους οποίους ο χρόνος από τη διάγνωση διαβήτη ήταν µικρότερος (< 3 έτη) ή οι οποίοι είχαν υψηλότερη βασική τιµή HbA 1c είχαν µεγαλύτερες µειώσεις της HbA 1c. Η βελτίωση της HbA 1c δεν επηρεάστηκε από το φύλο, την ηλικία, τη φυλή, την αρχική τιµή BMI, την παρουσία µεταβολικού συνδρόµου, ή από ένα πρότυπο δείκτη αντοχής στην ινσουλίνη (HOMA-IR). Και στις δύο µελέτες, η σιταγλιπτίνη παρείχε σηµαντική µείωση στη γλυκόζη νηστείας (FPG) σε σύγκριση µε το εικονικό φάρµακο (-1.07 mmol/l στην 18 εβδοµάδων µελέτη και -0.88 mmol/l στην 24 εβδοµάδων µελέτη) στις 3 εβδοµάδες, το πρώτο χρονικό σηµείο που µετρήθηκε η FPG. Η θεραπεία µε Januvia 100 mg ηµερησίως σε ασθενείς µε διαβήτη τύπου 2, βελτίωσε σηµαντικά τους υποκατάστατους δείκτες (surrogate markers) για τη λειτουργία των β κυττάρων, συµπεριλαµβανοµένων της HOMA-β (Homeostasis Model Assessment-β), του λόγου προϊνσουλίνης προς ινσουλίνη, και των µετρήσεων για την ανταπόκριση των β κυττάρων µέσω της δοκιµασίας ανοχής µε συχνές δειγµατοληψίες µετά από γεύµα. Η συχνότητα εµφάνισης υπογλυκαιµίας που παρατηρήθηκε στους ασθενείς που ελάµβαναν Januvia ήταν παρόµοια µε αυτή του εικονικό φάρµακο. To σωµατικό βάρος δεν αυξήθηκε από την αρχική τιµή µε τη θεραπεία µε σιταγλιπτίνη σε καµιά από τις µελέτες, σε σύγκριση µε µια µικρή µείωση στους ασθενείς που ελάµβαναν εικονικό φάρµακο. Σε µία µελέτη σε ασθενείς µε διαβήτη τύπου 2 και χρόνια νεφρική ανεπάρκεια (κάθαρση κρεατινίνης < 50 ml/min), ερευνήθηκε η ασφάλεια και ανεκτικότητα µειωµένων δόσεων της σιταγλιπτίνης και ήταν γενικά παρόµοια µε το εικονικό φάρµακο. Επιπρόσθετα, οι µειώσεις της HbA 1c και της FPG µε την σιταγλιπτίνη σε σύγκριση µε το εικονικό φάρµακο ήταν γενικά παρόµοιες µε αυτές που παρατηρήθηκαν σε άλλες µελέτες µονοθεραπείας σε ασθενείς µε φυσιολογική νεφρική λειτουργία (βλέπε παράγραφο 5.2). Ο αριθµός των ασθενών µε µέτριου έως σοβαρού βαθµού νεφρική ανεπάρκεια ήταν πολύ µικρός για να επιβεβαιωθεί η ασφαλής χρήση της σιταγλιπτίνης σ αυτή την κατηγορία ασθενών. ιενεργήθηκαν κλινικές µελέτες αξιολόγησης της αποτελεσµατικότητας και ασφάλειας του Januvia σε συνδυασµό µε την µετφορµίνη. Σε µία ελεγχόµενη µε εικονικό φάρµακο µελέτη 24 εβδοµάδων 7

της σιταγλιπτίνης 100 mg σε συνδυασµό µε µετφορµίνη, η σιταγλιπτίνη προσέφερε σηµαντικές βελτιώσεις της HbA 1c, (-0.65 % αλλαγή σε σύγκριση µε το εικονικό φάρµακο, µε µέση αρχική τιµή HbA 1c περίπου 8 % ), της γλυκόζης νηστείας (FPG) και της µεταγευµατικής γλυκόζης (PPG). Σε µία µελέτη 24 εβδοµάδων ελεγχόµενη µε εικονικό φάρµακο της σιταγλιπτίνης σε συνδυασµό µε πιογλιταζόνη (175 ασθενείς έλαβαν σιταγλιπτίνη, 178 ασθενείς έλαβαν εικονικό φάρµακο), η σιταγλιπτίνη εµφάνισε σηµαντικές βελτιώσεις της HbA 1c, (-0.7 % αλλαγή σε σύγκριση µε το εικονικό φάρµακο, µε µέση αρχική τιµή HbA 1c περίπου 8 % ) και της FPG. Σε µελέτες διάρκειας έως 24 εβδοµάδων που συνέκριναν σιταγλιπτίνη 100 mg µε εικονικό φάρµακο, µόνον ή σε συνδυασµό µε µετφορµίνη ή µε ένα παράγοντα PPARγ, αναφέρθηκε υπογλυκαιµία σε 1.2 % των ασθενών που έλαβαν σιταγλιπτίνη και 0.9 % των ασθενών που έλαβαν εικονικό φάρµακο. Σε µία µελέτη σύγκρισης της αποτελεσµατικότητας και της ασφάλειας µετά από προσθήκη του Januvia 100 mg ή της γλιπιζίδης (σουλφονυλουρία) σε ασθενείς µε ανεπαρκή γλυκαιµικό έλεγχο µετά από µονοθεραπεία µε µετφορµίνη, η σιταγλιπτίνη ήταν παρόµοια της γλιπιζίδης στην µείωση της HbA 1c (-0.67 % µέση αλλαγή από τις αρχικές τιµές κατά την εβδοµάδα 52, µε αρχική τιµή της HbA 1c περίπου 7.5 % και στις δύο οµάδες). Η µέση δοσολογία γλιπιζίδης που χρησιµοποιήθηκε στην οµάδα σύγκρισης ήταν 10mg ηµερησίως, ενώ σε περίπου 40 % των ασθενών απαιτήθηκε δόση γλιπιζίδης 5 mg ηµερησίως κατά την διάρκεια της µελέτης. Ωστόσο, περισσότεροι ασθενείς στην οµάδα µε σιταγλιπτίνη διέκοψαν τη θεραπεία λόγω έλλειψης αποτελεσµατικότητας από οτι στην οµάδα µε γλιπιζίδη. Σ αυτή τη µελέτη, ο λόγοςπροϊνσουλίνης προς ινσουλίνη, δείκτης της αποτελεσµατικότητας της σύνθεσης και απελευθέρωσης της ινσουλίνης, βελτιώθηκε µε σιταγλιπτίνη και επιδεινώθηκε µε την θεραπεία µε γλιπιζίδη. Η συχνότητα εµφάνισης υπογλυκαιµίας στην οµάδα της σιταγλιπτίνης (4.9 %) ήταν σηµαντικά χαµηλότερη από αυτήν της οµάδας της γλιπιζίδης (32.0 %). Ασθενείς που ελάµβαναν σιταγλιπτίνη εµφάνισαν σηµαντική µέση µείωση από την αρχική τιµή στο σωµατικό βάρος σε σύγκριση µε σηµαντική αύξηση βάρους στους ασθενείς στους οποίους είχε χορηγηθεί γλιπιζίδη (-1.5 έναντι +1.1 kg). 5.2 Φαρµακοκινητικές ιδιότητες Απορρόφηση Κατόπιν χορήγησης από το στόµα µίας δόσης 100 mg σε υγιή άτοµα, η σιταγλιπτίνη απορροφήθηκε ταχέως, µε µέγιστες συγκεντρώσεις στο πλάσµα (µέση T max ) που παρουσιάσθηκαν 1 έως 4 ώρες µετά την δόση. Η µέση AUC της σιταγλιπτίνης στο πλάσµα ήταν 8.52 µm.hr, και η C max ήταν 950 nm. Η απόλυτη βιοδιαθεσιµότητα της σιταγλιπτίνης είναι περίπου 87 %. Εφόσον η συγχορήγηση του Januvia µε γεύµα υψηλών λιπαρών δεν είχε επίδραση στην φαρµακοκινητική, το Januvia µπορεί να χορηγηθεί µε ή χωρίς τροφή. Οι συγκεντρώσεις AUC της σιταγλιπτίνης στο πλάσµα αυξήθηκαν κατά δοσοεξαρτώµενο τρόπο. οσοεξαρτώµενη αναλογία δεν τεκµηριώθηκε για την C max και C 24hr (η C max αυξήθηκε περισσότερο από ότι κατά δοσοεξαρτώµενο τρόπο και η C 24hr αυξήθηκε κατά λιγότερο από ότι κατά δοσοεξαρτώµενο τρόπο). Κατανοµή Ο µέσος όγκος κατανοµής σε σταθερή κατάσταση µετά από χορήγηση ενδοφλέβιας εφάπαξ δόσης 100 mg σιταγλιπτίνης σε υγιή άτοµα, είναι περίπου 198 λίτρα. Το κλάσµα της σιταγλιπτίνης που συνδέεται ανάστροφα µε τις πρωτεϊνες του πλάσµατος είναι χαµηλό (38 %). Μεταβολισµός Η σιταγλιπτίνη αποβάλλεται πρωταρχικά αµετάβλητη στα ούρα, και ο µεταβολισµός αποτελεί µια δευτερεύουσα οδό. Περίπου το 79 % της σιταγλιπτίνης αποµακρύνεται αµετάβλητη στα ούρα. Μετά από δόση [ 14 C]σιταγλιπτίνης από το στόµα, περίπου 16 % της ραδιενέργειας αποµακρύνθηκε ως µεταβολίτες της σιταγλιπτίνης. Ανιχνεύθηκαν ίχνη 6 µεταβολιτών που δεν αναµένονται να ενισχύσουν την ανασταλτική δράση της σιταγλιπτίνης επί της DPP-4. Ιn vitro µελέτες έδειξαν ότι το πρωταρχικό ένζυµο που ευθύνεται για τον περιορισµένο µεταβολισµό της σιταγλιπτίνης ήταν το 8

CYP3A4, σε µε συµβολή του CYP2C8. Στοιχεία in vitro έδειξαν οτι η σιταγλιπτίνη δεν είναι αναστολέας των ισοενζύµων του CYP, CYP3A4, 2C8, 2C9, 2D6, 1A2, 2C19ή 2B6, και δεν είναι επαγωγέας του CYP3A4 και του CYP1A2. Αποβολή Μετά από χορήγηση δόσης [ 14 C]σιταγλιπτίνης από το στόµα σε υγιή άτοµα, περίπου το 100 % της χορηγούµενης ραδιενέργειας αποµακρύνθηκε στα κόπρανα (13 %) ή στα ούρα (87 %) εντός µιας εβδοµάδας από τη χορήγηση. Ο φαινόµενος τελικός χρόνος ηµίσειας ζωής t 1/2 µετά από δόση σιταγλιπτίνης από το στόµα 100-mg ήταν περίπου 12.4 ώρες. Η σιταγλιπτίνη συσσωρεύεται µόνο ελάχιστα µε τις πολλαπλές δόσεις. Η νεφρική κάθαρση ήταν περίπου 350 ml/min. Η αποβολή της σιταγλιπτίνης γίνεται πρωταρχικά µέσω νεφρικής απέκκρισης και περιλαµβάνει ενεργή σωληναριακή έκκριση. Η σιταγλιπτίνη είναι υπόστρωµα για τον µεταφορέα-3 ανθρώπινων οργανικών ανιόντων (hoat-3), που µπορεί να εµπλέκεται στην νεφρική απέκκριση της σιταγλιπτίνης. Η κλινική συσχέτιση του hoat-3 στην µεταφορά της σιταγλιπτίνης δεν έχει τεκµηριωθεί. Η σιταγλιπτίνη είναι επίσης υπόστρωµα της p-γλυκοπρωτεϊνης, η οποία µπορεί να εµπλέκεται διευκολύνοντας τη νεφρική απέκκριση της σιταγλιπτίνης. Ωστόσο, η κυκλοσπορίνη, ένας αναστολέας της p-γλυκοπρωτεϊνης, δεν µείωσε την νεφρική κάθαρση της σιταγλιπτίνης. Η σιταγλιπτίνη δεν είναι υπόστρωµα του OCT2 ή του OAT1 ή των µεταφορέων PEPT1/2. In vitro, η σιταγλιπτίνη δεν ανέστειλλε το OAT3 (IC50=160µΜ) ή τη µεταφορά µέσω p-γλυκοπρωτεϊνης (έως 250µΜ) σε θεραπευτικές συγκεντρώσεις του πλάσµατος. Σε µία κλινική µελέτη η σιταγλιπτίνη είχε µικρή επίδραση στις συγκεντρώσεις διγοξίνης στο πλάσµα που δεικνύει οτι η σιταγλιπτίνη µπορεί να είναι ήπιος αναστολέας της p-γλυκοπρωτεϊνης. Χαρακτηριστικά σε ασθενείς Η φαρµακοκινητική της σιταγλιπτίνης των υγιών ατόµων ήταν γενικά παρόµοια µε αυτή των ασθενών µε διαβήτη τύπου 2. Νεφρική ανεπάρκεια ιενεργήθηκε µία ανοιχτή µελέτη εφάπαξ δόσης για να αξιολογηθεί η φαρµακοκινητική µίας µειωµένης δόσης της σιταγλιπτίνης (50 mg) σε ασθενείς µε χρόνια νεφρική ανεπάρκεια διαφόρων βαθµών σε σύγκριση µε φυσιολογικούς υγιείς µάρτυρες. Η µελέτη περιελάµβανε ασθενείς µε νεφρική ανεπάρκεια που ταξινοµήθηκαν µε βάση την κάθαρση κρεατινίνης ως ήπια (50 έως < 80 ml/min), µέτρια (30 έως < 50 ml/min), και σοβαρή (< 30 ml/min), όπως επίσης ασθενείς µε νεφροπάθεια τελικού σταδίου σε αιµο διύλιση. Ασθενείς µε ήπια νεφρική ανεπάρκεια δεν εµφάνισαν κλινικά σηµαντική αύξηση στην συγκέντρωση της σιταγλιπτίνης στο πλάσµα, σε σύγκριση µε τους φυσιολογικούς υγιείς µάρτυρες. Παρατηρήθηκε περίπου 2-πλάσια αύξηση στην AUC της σιταγλιπτίνης στο πλάσµα σε ασθενείς µε µέτρια νεφρική ανεπάρκεια και µια 4-πλάσια περίπου αύξηση σε ασθενείς µε σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια και σε ασθενείς µε νεφροπάθεια τελικού σταδίου σε αιµο διύλιση, σε σύγκριση µε τους φυσιολογικούς µάρτυρες. Η σιταγλιπτίνη αποµακρύνθηκε µετρίως µε την αιµο διύλιση (13.5 % για 3- έως 4-ώρες αιµο διύλισης µε έναρξη 4 ώρες µετά τη δόση).. Το Januvia δεν συνιστάται για χορήγηση σε ασθενείς µε µέτριου ή σοβαρού βαθµού νεφρική ανεπάρκεια, συµπεριλαµβανοµένων αυτών µε νεφροπάθεια τελικού σταδίου, επειδή η εµπειρία σ αυτούς τους ασθενείς είναι πολύ περιορισµένη. (βλέπε παράγραφο 4.2). Ηπατική ανεπάρκεια εν απαιτείται προσαρµογή της δόσης του Januvia στους ασθενείς µε ήπια ή µέτρια ηπατική ανεπάρκεια (Child-Pugh score 9). εν υπάρχει κλινική εµπειρία σε ασθενείς µε σοβαρή ηπατική ανεπάρκεια (Child-Pugh score > 9). Παρόλα αυτά, για το λόγο ότι η σιταγλιπτίνη αποβάλλεται πρωταρχικά από τους νεφρούς, η σοβαρή ηπατική ανεπάρκεια δεν αναµένεται να επηρεάσει την φαρµακοκινητική της σιταγλιπτίνης. Ηλικιωµένοι εν απαιτείται προσαρµογή της δόσης µε βάση την ηλικία. Η ηλικία δεν επηρέασε κλινικά σηµαντικά την φαρµακοκινητική της σιταγλιπτίνης, σύµφωνα µε δεδοµένα από φαρµακοκινητική ανάλυση σε 9

πληθυσµό µελετών φάσης Ι και φάσης ΙΙ. Ηλικιωµένα άτοµα (65 έως 80 ετών) εµφάνισαν περίπου 19 % υψηλότερες συγκεντρώσεις της σιταγλιπτίνης στο πλάσµα, σε σύγκριση µε νεότερους ασθενείς. Παιδιατρικός πληθυσµός εν έχουν διεξαχθεί µελέτες µε το Januvia σε παιδιατρικούς ασθενείς. Άλλα χαρακτηριστικά ασθενών εν απαιτείται προσαρµογή της δόσης µε βάση τοφύλο, τη φυλή, ή το δείκτη µάζας σώµατος (ΒΜΙ). Αυτά τα χαρακτηριστικά δεν έχουν κλινικά σηµαντική επίδραση στην φαρµακοκινητική της σιταγλιπτίνης, σύµφωνα µε φαρµακοκινητικά δεδοµένα µιας µικτής ανάλυσης µελέτης φάσης Ι και δεδοµένα από φαρµακοκινητική ανάλυση σε πληθυσµό µελετών φάσης Ι και φάσης ΙΙ. 5.3 Προκλινικά δεδοµένα για την ασφάλεια Νεφρική και ηπατική τοξικότητα παρατηρήθηκε σε τρωκτικά µε συστηµατική έκθεση 58 φορές υψηλότερη από το επίπεδο έκθεσης στον άνθρωπο, ενώ το όριο µη επίδρασης βρέθηκε στις 19 φορές πάνω από το επίπεδο έκθεσης του ανθρώπου. Ανωµαλίες των κοπτήρων οδόντων παρατηρήθηκαν σε αρουραίους σε επίπεδα έκθεσης 67 φορές πάνω από το επίπεδο κλινικής έκθεσης. Το όριο µη επίδρασης γι αυτό το εύρηµα ήταν 58 φορές υψηλότερο, βασισµένο σε µία µελέτη αρουραίων 14 εβδοµάδων. Η σχέση αυτών των ευρηµάτων µε τους ανθρώπους είναι άγνωστη. Παροδικά φυσικά σηµεία σχετιζόµενα µε τη θεραπεία, µερικά από τα οποία συνιστούν νευρική τοξικότητα, όπως αναπνοή µε ανοικτό στόµα, σιελόρροια, λευκωπός αφρώδης έµετος, αταξία, τρόµος, µειωµένη δραστηριότητα και/ή κυρτή στάση παρατηρήθηκαν σε σκύλους σε επίπεδα έκθεσης περίπου 23 φορές υψηλότερα από το επίπεδο κλινικής έκθεσης. Επιπρόσθετα, πολύ ελαφρά έως ελαφρά εκφύλιση των σκελετικών µυών παρατηρήθηκε επίσης ιστολογικά σε δόσεις οι οποίες προκάλεσαν συστηµατική έκθεση σε επίπεδα 23 φορές υψηλότερα από το επίπεδο της ανθρώπινης έκθεσης. Το όριο µη επίδρασης γι αυτά τα ευρήµατα βρέθηκε σε έκθεση 6 φορές υψηλότερη από το επίπεδο της κλινικής έκθεσης. Η σιταγλιπτίνη δεν έχει δειχθεί να είναι γενοτοξική σε προκλινικές µελέτες. Η σιταγλιπτίνη δεν ήταν καρκινογόνος σε ποντίκια. Σε αρουραίους, υπήρξε µία αυξηµένη παρουσία ηπατικών αδενωµάτων και καρκινωµάτων σε επίπεδα συστηµατικής έκθεσης 58 φορές του επιπέδου της ανθρώπινης έκθεσης. Από τη στιγµή που η ηπατοτοξικότητα έχει φανεί να σχετίζεται µε επαγωγή της ηπατικής νεοπλασίας σε αρουραίους, αυτή η αυξηµένη επίπτωση ηπατικών όγκων σε αρουραίους ήταν δευτερογενής της χρόνιας ηπατικής τοξικότητας σε αυτήν την υψηλή δόση. Εξαιτίας του υψηλού ορίου ασφάλειας (19 φορές υψηλότερα από το επίπεδο µη επίδρασης), αυτές οι νεοπλασµατικές αλλοιώσεις δεν θεωρείται οτι σχετίζονται µε αντίστοιχη κατάσταση σε ανθρώπους. εν παρατηρήθηκαν ανεπιθύµητες ενέργειες επί της γονιµότητας αρσενικών και θηλυκών αρουραίων που ελάµβαναν σιταγλιπτίνη προ ή κατά τη διάρκεια συνεύρεσης. Σε µία προ-/µεταγεννητική µελέτη ανάπτυξης που πραγµατοποιήθηκε σε αρουραίους, δεν παρουσιάσθηκαν ανεπιθύµητες ενέργειες µε τη σιταγλιπτίνη. Μελέτες τοξικότητας της αναπαραγωγικής ικανότητας έδειξαν µία ελαφρά σχετιζόµενη µε τη θεραπεία αυξηµένη επίπτωση, δυσµορφιών των πλευρών του εµβρύου (απούσες, υποπλαστικές και κυµατοειδείς πλευρές) σε απόγονους αρουραίων σε επίπεδα συστηµατικής έκθεσης 29 φορές πάνω από τα επίπεδα της έκθεσης στον άνθρωπο. Τοξικότητα στην έγκυο σε µελέτη κονίκλων παρουσιάσθηκε σε επίπεδα 29 φορές υψηλότερα από τα επίπεδα της έκθεσης στον άνθρωπο. Εξαιτίας των υψηλών ορίων ασφάλειας, αυτά τα ευρήµατα δεν υποδηλώνουν σχετιζόµενο κίνδυνο για την ανθρώπινη αναπαραγωγική ικανότητα. Η σιταγλιπτίνη απεκκρίνεται σε σηµαντικές ποσότητες στο γάλα θηλαζόντων αρουραίων (σχέση γάλακτος/πλάσµα: 4:1). 6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ 6.1 Κατάλογος εκδόχων 10

Πυρήνας δισκίου: µικροκρυσταλλική κυτταρίνη (E460) άνυδρο, υδρογονο φωσφορικό ασβέστιον (Ε341) καρµελλόζη νατριούχος διασταυρούµενη(ε468) µαγνήσιο στεατικό(e470b) νάτριο στεατυλοφουµαρικό Επικάλυψη µε λεπτό υµένιο: πολυβινυλαλκοόλη πολυαιθυλενογλυκόλη 3350 τάλκης (E553b) τιτανίου διοξείδιο (E171) ερυθρό οξείδιο σιδήρου (E172) κίτρινο οξείδιο σιδήρου (E172) 6.2 Ασυµβατότητες εν εφαρµόζεται 6.3 ιάρκεια ζωής 3 χρόνια 6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την φύλαξη του προϊόντος εν υπάρχουν ειδικές οδηγίες διατήρησης για το προϊόν αυτό. 6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη Αδιαφανείς κυψέλες (PVC/PE/PVDC και αλουµινίου). Συσκευασίες των 14,28,56,84 ή 98 επικαλυµµένων µε λεπτό υµένιο δισκίων και 50 x 1 επικαλυµµένα δισκία σε διάτρητες κυψέλες µονάδων δόσης Μπορεί να µην κυκλοφορούνν όλες οι συσκευασίες 6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης Κάθε προϊόν που δεν έχει χρησιµοποιηθεί ή υπόλειµµα πρέπει να απορριφθεί σύµφωνα µε τις κατά τόπους ισχύουσες σχετικές διατάξεις. 7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ Α ΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ Merck Sharp & Dohme Ltd. Hertford Road, Hoddesdon Hertfordshire EN11 9BU Ηνωµένο Βασίλειο 8. ΑΡΙΘΜΟΣ(ΟΙ) Α ΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ 9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ / ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ Α ΕΙΑΣ 10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ Λεπτοµερή πληροφοριακά στοιχεία για το προϊόν είναι διαθέσιµα στην ιστοσελίδα του Ευρωπαϊκού Οργανισµού Φαρµάκων (EMEA) : http://www.emea.europa.eu/. 11

1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ Januvia 50 mg επικαλυµµένα µε λεπτό υµένιο δισκία 2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ Κάθε δισκίο περιέχει µονοϋδρική φωσφορική σιταγλιπτίνη, ισοδύναµη µε 50 mg σιταγλιπτίνης. Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλέπε. παράγραφο 6.1. 3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ Επικαλυµµένο µε λεπτό υµένιο δισκίο (δισκίο). Στρογγυλό ανοιχτό µπεζ επικαλυµµένο µε λεπτό υµένιο δισκίο µε την ένδειξη 112 στη µία πλευρά. 4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ 4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις Το Januvia ενδείκνυται σε ασθενείς µε σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 για τη βελτίωση του γλυκαιµικού ελέγχου σε συνδυασµό µε µετφορµίνη, όταν η δίαιτα και η άσκηση µαζί µε µετφορµίνη δεν παρέχουν επαρκή γλυκαιµικό έλεγχο Για τους ασθενείς µε σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 για τους οποίους η χρήση ενός αγωνιστή του ενεργοποιηµένου γάµµα υποδοχέα, που επάγει τον πολλαπλασιασµό των υπεροξεισωµάτων (PPARγ) (π.χ. µία θειαζολιδινεδιόνη) είναι κατάλληλη, το Januvia ενδείκνυται σε συνδυασµό µε τον PPARγ αγωνιστή, όταν η δίαιτα και η άσκηση µαζί µε τον PPARγ αγωνιστή µόνο δεν παρέχουν επαρκή γλυκαιµικό έλεγχο. 4.2 οσολογία και τρόπος χορήγησης Η δόση του Januvia είναι 100 mg άπαξ ηµερησίως. Η δοσολογία της µετφορµίνης ή του PPARγ αγωνιστή θα πρέπει να διατηρείται και η σιταγλιπτίνη να συγχορηγείται. Εάν παραληφθεί µία δόση, αυτή θα πρέπει να ληφθεί αµέσως µόλις ο ασθενής το θυµηθεί. εν θα πρέπει να λαµβάνεται διπλή δόση την ίδια ηµέρα. Το Januvia µπορεί να λαµβάνεται µε ή χωρίς τροφή. Ασθενείς µε νεφρική ανεπάρκεια Για ασθενείς µε ήπιου βαθµού νεφρική ανεπάρκεια (κάθαρση κρεατινίνης [CrCl] 50 ml/min, δεν απαιτείται καµία αναπροσαρµογή της δοσολογίας του Januvia. Η εµπειρία από κλινική µελέτη µε το Januvia σε ασθενείς µε µέτριου ή σοβαρού βαθµού νεφρική ανεπάρκεια είναι περιορισµένη. Για το λόγο αυτό, η χρήση του Januvia δεν συνιστάται σ αυτή την κατηγορία ασθενών (βλέπε παράγραφο 5.2). Ασθενείς µε ηπατική ανεπάρκεια Καµία αναπροσαρµογή της δοσολογίας δεν απαιτείται σε ασθενείς µε ήπιου έως µέτριου βαθµού ηπατική ανεπάρκεια. Το Januvia δεν έχει µελετηθεί σε ασθενείς µε σοβαρού βαθµού ηπατική ανεπάρκεια. Ηλικιωµένοι Καµία αναπροσαρµογή της δοσολογίας δεν απαιτείται µε βάση την ηλικία. Υπάρχουν περιορισµένα δεδοµένα ασφαλείας για ασθενείς ηλικίας των 75 ετών και θα πρέπει να χορηγείται µε προσοχή σε 12

αυτές τις περιπτώσεις. Παιδιατρικός πληθυσµός Το Januvia δεν συνιστάται για χρήση σε παιδιά κάτω των 18 ετών, λόγω της έλλειψης δεδοµένων για την ασφάλεια και την αποτελεσµατικότητά του 4.3 Αντενδείξεις Υπερευαισθησία στή δραστική ουσία ή σε κάποιο από τα έκδοχα 4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση Γενικά Το Januvia δεν θα πρέπει να χρησιµοποιείται σε ασθενείς µε διαβήτη τύπου 1 ή για τη θεραπεία της διαβητικής κετοξέωσης. Υπογλυκαιµία Σε κλινικές δοκιµές µε το Januvia ως µονοθεραπεία και µε σιταγλιπτίνη ως συστατικό συνδυασµένης θεραπείας µε µετφορµίνη ή µε πιογλιταζόνη, τα ποσοστά υπογλυκαιµίας που αναφέρθηκαν µε σιταγλιπτίνη ήταν παρόµοια µε αυτά των ασθενών που ελάµβαναν εικονικό φάρµακο. Η χρήση της σιταγλιπτίνης σε συνδυασµό µε φαρµακευτικά προϊόντα που είναι γνωστό ότι προκαλούν υπογλυκαιµία, όπως οι σουλφονυλουρίες ή η ινσουλίνη, δεν έχει µελετηθεί επαρκώς. Νεφρική ανεπάρκεια Επειδή η εµπειρία είναι περιορισµένη, οι ασθενείς µε µέτριου έως σοβαρού βαθµού νεφρική ανεπάρκεια δεν πρέπει να λαµβάνουν θεραπεία µε το Januvia (βλέπε παράγραφο 5.2). 4.5 Αλληλεπιδράσεις µε άλλα φαρµακευτικά προϊόντα και άλλες µορφές αλληλεπίδρασης Επιδράσεις άλλων φαρµακευτικών προϊόντων στη σιταγλιπτίνη Τα κλινικά στοιχεία που αναφέρονται παρακάτω υποστηρίζουν οτι ο κίνδυνος κλινικά σηµαντικών αλληλεπιδράσεων µε την συγχορήγηση φαρµακευτικών προϊόντων είναι µικρός. Μετφορµίνη: Η συγχορήγηση πολλαπλών δόσεων, δύο φορές ηµερησίως, 1000 mg µετφορµίνης µε 50 mg σιταγλιπτίνης δεν τροποποίησε σηµαντικά τη φαρµακοκινητική της σιταγλιπτίνης σε ασθενείς µε διαβήτη τύπου 2 Κυκλοσπορίνη: Μία µελέτη διεξήχθη για την εκτίµηση της επίδρασης της κυκλοσπορίνης, ενός ισχυρού αναστολέα της p-γλυκοπρωτεΐνης, στη φαρµακοκινητική της σιταγλιπτίνης. Η συγχορήγηση µίας εφάπαξ από του στόµατος δόσης 100 mg σιταγλιπτίνης και µίας εφάπαξ από του στόµατος δόσης 600 mg κυκλοσπορίνης αύξησε την AUC και τη C max της σιταγλιπτίνης περίπου κατά 29% και 68% αντίστοιχα. Οι µεταβολές αυτές στη φαρµακοκινητική της σιταγλιπτίνης δεν θεωρήθηκαν ότι είναι κλινικά σηµαντικές. Η νεφρική κάθαρση της σιταγλιπτίνης δεν µεταβλήθηκε σηµαντικά. Συνεπώς, δεν αναµένονται σηµαντικές αλληλεπιδράσεις µε άλλους αναστολείς της p-γλυκοπρωτεΐνης. Μελέτες in vitro έδειξαν οτι το πρωταρχικό ένζυµο που είναι υπεύθυνο για τον περιορισµένο µεταβολισµό της σιταγλιπτίνης είναι το CYP3A4. µε τη συµβολή του CYP2C8. Σε ασθενείς µε φυσιολογική νεφρική λειτουργία, ο µεταβολισµός, συµπεριλαµβανοµένου αυτού µέσω του CYP3A4, παίζει µόνο ένα µικρό ρόλο στην κάθαρση της σιταγλιπτίνης. Ο µεταβολισµός µπορεί να παίζει έναν πιο σηµαντικό ρόλο στην αποβολή της σιταγλιπτίνης στην κατάσταση σοβαρής νεφρικής ανεπάρκειας ή νεφροπάθειας τελικού σταδίου (ESRD). Γι αυτό το λόγο, είναι δυνατόν ισχυροί CYP3A4 αναστολείς (π.χ. κετοκοναζόλη, ιτρακοναζόλη, ριτοναβίρη, κλαριθροµυκίνη) να µπορούν να αλλάξουν την φαρµακοκινητική της σιταγλιπτίνης σε ασθενείς µε σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια ή νεφροπάθεια τελικού σταδίου. Οι επιδράσεις των ισχυρών αναστολέων του CYP3A4 στα πλαίσια της νεφρικής ανεπάρκειας δεν έχουν αξιολογηθεί σε κλινική µελέτη. Μελέτες µεταφοράς in vitro έδειξαν οτι η σιταγλιπτίνη είναι υπόστρωµα της p-γλυκοπρωτεϊνης και του οργανικού ανιονικού µεταφορέα 3 (OAT3). Η µεταφορά της σιταγλιπτίνης µέσω του OAT3 13

ανεστάλη in vitro µέσω της προβενεσίδης, µολονότι θεωρείται οτι ο κίνδυνος των κλινικά σηµαντικών αλληλεπιδράσεων είναι µικρός. Ταυτόχρονη χορήγηση των OAT3 αναστολέων δεν έχει αξιολογηθεί in vivo. Επιδράσεις της σιταγλιπτίνης σε άλλα φαρµακευτικά προϊόντα Στοιχεία in vitro υποστηρίζουν οτι η σιταγλιπτίνη δεν αναστέλλει ούτε επάγει τα ισοένζυµα CYP450. Σε κλινικές µελέτες, η σιταγλιπτίνη δεν τροποποίησε σηµαντικά τη φαρµακοκινητική της µετφορµίνης, της γλυβουρίδης, της σιµβαστατίνης, της ροσιγλιταζόνης, της βαρφαρίνης ή των από του στόµατος αντισυλληπτικών, παρέχοντας in vivo τεκµηρίωση για µικρή δυνατότητα πρόκλησης αλληλεπιδράσεων µε υποστρώµατα του CYP3A4, CYP2C8, CYP2C9 και οργανικό κατιονικό µεταφορέα (OCT). Η σιταγλιπτίνη είχε µικρή επίδραση στις συγκεντρώσεις διγοξίνης στο πλάσµα, και µπορεί να είναι ήπιος αναστολέας της p-γλυκοπρωτεϊνης in vivo. ιγοξίνη: Η σιταγλιπτίνη είχε µικρή επίδραση στις συγκεντρώσεις της διγοξίνης στο πλάσµα. Μετά από χορήγηση 0,25 mg διγοξίνης µαζί µε 100 mg του Januvia καθηµερινά επί 10 µέρες, η AUC στο πλάσµα της διγοξίνης αυξήθηκε κατά 11 % κατά µέσο όρο και η C max στο πλάσµα κατά 18 % κατά µέσο όρο. εν συνιστάται αναπροσαρµογή της δοσολογίας της διγοξίνης. Ωστόσο, οι ασθενείς σε κίνδυνο τοξικότητας από τη διγοξίνη πρέπει να παρακολουθούνται όταν η σιταγλιπτίνη και η διγοξίνη χορηγούνται ταυτόχρονα. 4.6 Kύηση και γαλουχία Kύηση εν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για τη χρήση του Januvia σε έγκυες γυναίκες. Μελέτες σε ζώα κατέδειξαν τοξικότητα στην αναπαραγωγική ικανότητα σε υψηλές δόσεις (βλέπε παράγραφο 5.3). Ο ενδεχόµενος κίνδυνος για τον άνθρωπο είναι άγνωστος. Λόγω της έλλειψης δεδοµένων σε ανθρώπους, το Januvia δεν πρέπει να χρησιµοποιείται κατά τη διάρκεια της εγκυµοσύνης. Γαλουχία Είναι άγνωστο αν η σιταγλιπτίνη απεκκρίνεται στο ανθρώπινο µητρικό γάλα. Μελέτες σε ζώα κατέδειξαν ότι η σιταγλιπτίνη απεκκρίνεται στο µητρικό γάλα. Το Januvia δεν πρέπει να χρησιµοποιείται κατά τη διάρκεια του θηλασµού. 4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισµού µηχανών εν πραγµατοποιήθηκαν µελέτες σχετικά µε τις επιδράσεις στην ικανοτητα οδήγησης ή και χειρισµού µηχανών. Ωστόσο, κατά την οδήγηση ή τη χρήση µηχανών, πρέπει να λαµβάνεται υπόψιν οτι έχουν αναφερθεί ζάλη και υπνηλία. 4.8 Ανεπιθύµητες ενέργειες Σε 9 µεγάλες κλινικές µελέτες δοκιµέςέως 2 ετών, πάνω από 2700 ασθενείς έχουν λάβει θεραπεία µε Januvia 100 mg την ηµέρα µόνο ή σε συνδυασµό µε µετφορµίνη, µία σουλφονυλουρία (µε ή χωρίς µετφορµίνη) ή έναν παράγοντα PPARγ. Σε αυτές τις δοκιµέςτο ποσοστό της διακοπής χορήγησης λόγω ανεπιθύµητων ενεργειών που θεωρήθηκαν σχετιζόµενες µε το φάρµακο ήταν 0,8 % για τα 100 mg ανά ηµέρα και 1,5 % για τις άλλες θεραπείες. εν αναφέρθηκαν ανεπιθύµητες ενέργειες που να θεωρήθηκαν σχετιζόµενες µε το φάρµακο σε ασθενείς που ελάµβαναν σιταγλιπτίνη και οι οποίες να εµφανίστηκαν σε µεγαλύτερη συχνότητα από αυτήν των ασθενών που ελάµβαναν τη θεραπεία ελέγχου (> 0,2 % και διαφορά > 1 ασθενή). ΣΥΝ ΥΑΣΜΟΣ ΜΕ ΜΕΤΦΟΡΜΙΝΗ Σε µία µελέτη 24 εβδοµάδων της σιταγλιπτίνης 100 mg σε συνδυασµό µε µετφορµίνη, η συχνότητα των ανεπιθύµητων ενεργειών που θεωρήθηκαν σχετιζόµενες µε το φάρµακο σε ασθενείς που 14

ελάµβαναν θεραπεία µε σιταγλιπτίνη /µετφορµίνη σε σύγκριση µε όσους ελάµβαναν εικονικό φάρµακο /µετφορµίνη, ήταν 9,3 % και 10,1 % αντίστοιχα. Ανεπιθύµητες ενέργειες που να θεωρήθηκαν σχετιζόµενες µε το φάρµακο σε ασθενείς που ελάµβαναν σιταγλιπτίνη και οι οποίες να εµφανίστηκαν σε µεγαλύτερη συχνότητα από αυτήν των ασθενών που ελάµβαναν τη θεραπεία εικονικού φαρµάκου(> 0,2 % και διαφορά > 1 ασθενή) είναι οι παρακάτω: Η συχνότητα εµφάνισης των ανεπιθύµητων ενεργειών έχει ορισθεί σύµφωνα µε τα ακόλουθα: πολύ συχνές ( 1/10), συχνές ( 1/100, < 1/10), όχι συχνές ( 1/1,000 < 1/100), σπάνιες ( 1/10,000, < 1/1,000), και πολύ σπάνιες (< 1/10,000). ιαταραχές του Νευρικού Συστήµατος Όχι συχνές: υπνηλία ιαταραχές του γαστρεντερικού συστήµατος Συχνές: ναυτία Όχι συχνές: άλγος άνω κοιλιακής χώρας, διάρροια Ερευνες Όχι συχνές: µειωµένη γλυκόζη αίµατος Σε µία µελέτη διάρκειας 1 έτουςτης σιταγλιπτίνης 100 mg σε συνδυασµό µε µετφορµίνη, η συχνότητα των ανεπιθύµητων ενεργειών που θεωρήθηκαν σχετιζόµενες µε το φάρµακο σε ασθενείς που ελάµβαναν θεραπεία µε σιταγλιπτίνη /µετφορµίνη σε σύγκριση µε όσους ελάµβαναν σουλφονυλουρία/µετφορµίνη, ήταν 14,5 % και 30,3 % αντίστοιχα. Σε συγκεντρωτικές µελέτες διάρκειας έως 1 έτους όπου συγκρίνονταν σιταγλιπτίνη /µετφορµίνη µε σουλφονυλουρία/µετφορµίνη, ανεπιθύµητες ενέργειες που να θεωρήθηκαν σχετιζόµενες µε το φάρµακο και να εµφανίστηκαν σε ασθενείς που ελάµβαναν σιταγλιπτίνη 100 mg σε µεγαλύτερη συχνότητα (> 0,2 % και διαφορά > 1 ασθενή) από αυτήν των ασθενών που ελάµβαναν σουλφονυλουρία είναι οι παρακάτω: ιαταραχές του µεταβολισµού και της θρέψης Όχι συχνές: ανορεξία Έρευνες Όχι συχνές: µειωµένο σωµατικό βάρος ΣΥΝ ΥΑΣΜΟΣ ΜΕ ΕΝΑΝ PPARγ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑ (πιογλιταζόνη) Σε µία µελέτη 24 εβδοµάδων της σιταγλιπτίνης 100 mg σε συνδυασµό µε πιογλιταζόνη, η επίπτωση των ανεπιθύµητων ενεργειών που θεωρήθηκαν σχετιζόµενες µε το φάρµακο σε ασθενείς που ελάµβαναν θεραπεία µε σιταγλιπτίνη/ πιογλιταζόνη σε σύγκριση µε όσους ελάµβαναν εικονικό φάρµακο / πιογλιταζόνη, ήταν 9,1 % και 9,0 % αντίστοιχα. Ανεπιθύµητες ενέργειες που να θεωρήθηκαν σχετιζόµενες µε το φάρµακο και να εµφανίστηκαν σε ασθενείς που ελάµβαναν Januvia σε µεγαλύτερη συχνότητα (> 0,2 % και διαφορά > 1 ασθενή) από αυτήν των ασθενών που ελάµβαναν εικονικό φάρµακο είναι οι παρακάτω: ιαταραχές του µεταβολισµού και της θρέψης Συχνές: υπογλυκαιµία ιαταραχές του γαστρεντερικού συστήµατος Συχνές: µετεωρισµός Γενικές διαταραχές Συχνές: περιφερικό οίδηµα Επιπρόσθετα, σε µελέτες µονοθεραπείας διάρκειας έως 24 εβδοµάδων µε µόνο σιταγλιπτίνη100 mg σε σύγκριση µε εικονικό φάρµακο ανεπιθύµητες ενέργειες που να θεωρήθηκαν σχετιζόµενες µε το 15

φάρµακο και να αναφέρθηκαν σε ασθενείς που ελάµβαναν σιταγλιπτίνη, οι οποίες να συνέβησαν σε µεγαλύτερη συχνότητα (> 0,2 % και διαφορά > 1 ασθενή) από αυτόν των ασθενών που ελάµβαναν εικονικό φάρµακο είναι κεφαλαλγία υπογλυκαιµία δυσκοιλιότητα και ζάλη. Επιπλέον των ανεπιθύµητων ενεργειών που σχετίζονται µε το φάρµακο και αναφέρθηκαν παραπάνω, οι ανεπιθύµητες ενέργειες που αναφέρθηκαν, ανεξαρτήτως αιτιολογικής συσχέτισης µε το φάρµακο, παρουσιάσθηκαν τουλάχιστον στο 5 % και πιό συχνά σε ασθενείς που έλαβαν Januvia, περιελάµβαναν λοίµωξη του ανώτερου αναπνευστικού συστήµατος και ρινοφαρυγγίτιδα Αναφέρθηκαν επιπλέον ανεπιθύµητες ενέργειες ανεξαρτήτως αιτιολογικής συσχέτισης µε το φάρµακο, που εµφανίσθηκαν συχνότερα σε ασθενείς που ελάµβαναν θεραπεία µε Januvia (δεν έφθασαν τα επίπεδα του 5 %, αλλά εµφανίσθηκαν µε συχνότητα > 0.5 % µεγαλύτερη µε το Januvia από ότι µε τηνοµάδα ελέγχου) και περιελάµβαναν οστεοαρθρίτιδα και πόνο στα άκρα. Κατά τη διενέργεια των κλινικών µελετών, παρατηρήθηκε µία µικρή αύξηση του αριθµού των λευκοκυττάρων (περίπου 200 κύτταρα/ml διαφορά στον αριθµό των λευκοκυττάρων έναντι του εικονικού φαρµάκου, µε µέση βασική τιµή λευκοκυττάρων περίπου 6600 κύτταρα/ml), λόγω αύξησης των ουδετεροφίλων. Η παρατήρηση αυτή διαπιστώθηκε στις περισσότερες αλλά όχι σε όλες τις µελέτες. Αυτή η µεταβολή στις εργαστηριακές παραµέτρους δεν θεωρείται ότι είναι κλινικά σχετιζόµενη. εν παρατηρήθηκαν κλινικά σηµαντικές µεταβολές στα ζωτικά σηµεία ή στο ηλεκτροκαρδιογράφηµα (ΗΚΓ), (συµπεριλαµβανοµένου του διαστήµατος QTc), κατά τη θεραπεία µε Januvia. 4.9 Υπερδοσολογία Κατά τη διάρκεια ελεγχόµενων κλινικών δοκιµώνσε υγιήε, άτοµα εφάπαξ δόσεις έως και 800 mg σιταγλιπτίνης, ήταν γενικά καλά ανεκτές. Μικρές αυξήσεις του QTc, που δεν θεωρήθηκαν κλινικά σχετιζόµενες, παρατηρήθηκαν σε µία µελέτη στη δόση των 800 mg σιταγλιπτίνης. εν υπάρχει εµπειρία σε ανθρώπους µε δόσεις πάνω από 800 mg. Σε περίπτωση υπερδοσολογίας, είναι λογικό να εφαρµόσει κανείς τα συνήθη υποστηρικτικά µέτρα, όπως π.χ. αποµάκρυνση του µη απορροφηµένου υλικού από τη γαστρεντερική οδό, χρησιµοποίηση κλινικής παρακολούθησης (συµπεριλαµβανοµένης της λήψης ηλεκτροκαρδιογραφήµατος) και εφαρµογή υποστηρικτικής θεραπείας εάν απαιτείται. Η σιταγλιπτίνη είναι µετρίως διηθήσιµη. Σε κλινικές µελέτες, περίπου το 13,5 % της δόσης αποµακρύνθηκε σε µία συνεδρία αιµο διύλισης διάρκειας 3 έως 4 ωρών. Εάν κριθεί κλινικά κατάλληλο µπορεί να εξετασθεί το ενδεχόµενο παράτασης της αιµο διύλισης. εν είναι γνωστό αν η σιταγλιπτίνη είναι διηθήσιµη µέσω περιτοναϊκής διύλισης. 5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ Ι ΙΟΤΗΤΕΣ 5.1 Φαρµακοδυναµικές ιδιότητες Φαρµακοθεραπευτικήκατηγορία: αναστολέας DPP-4, κωδικός ATC: A10BH01. Το Januvia είναι µέλος µιας κατηγορίας από του στόµατος αντι-υπεργλυκαιµικών φαρµάκων, που ονοµάζονται αναστολείς της διπεπτιδυλικής πεπτιδάσης-4 (DPP-4). Η βελτίωση του γλυκαιµικού ελέγχου που παρατηρείται µε αυτό τον παράγοντα µπορεί να επιτυγχάνεται µέσω της αύξησης των επιπέδων των ενεργών ορµονών που ονοµάζονται ινκρετίνες. Οι ινκρετίνες, περιλαµβανοµένου του πεπτιδίου-1 του παρόµοιου µε τη γλυκαγόνη (GLP-1) και του εξαρτώµενου από τη γλυκόζη ινσουλινοτρόπου πεπτιδίου (GIP), απελευθερώνονται από το έντερο κατά τη διάρκεια της ηµέρας και τα επίπεδά τους αυξάνονται ως απάντηση σε ένα γεύµα. Οι ινκρετίνες είναι µέρος ενός ενδογενούς συστήµατος που εµπλέκεται στη φυσιολογική ρύθµιση της οµοιόστασης της γλυκόζης. Όταν οι συγκεντρώσεις της γλυκόζης στο αίµα είναι φυσιολογικές ή αυξηµένες τα GLP-1 και GIP αυξάνουν 16

τη σύνθεση και την απελευθέρωση της ινσουλίνης από τα βήτα κύτταρα του παγκρέατος µέσω ενδοκυττάριων οδών σηµατοδότησης, στις οποίες εµπλέκεται το κυκλικό AMP. Η θεραπεία µε GLP-1 ή µε αναστολείς της DPP-4 σε πρότυπα ζώων µε διαβήτη τύπου 2, έδειξε να βελτιώνει την απόκριση των βήτα κυττάρων στη γλυκόζη και να διεγείρει τη βιοσύνθεση και απελευθέρωση της ινσουλίνης. Με τα υψηλότερα επίπεδα ινσουλίνης ενισχύεται η πρόσληψη της γλυκόζης από τους ιστούς. Επιπρόσθετα, το GLP-1 µειώνει την έκκριση της γλυκαγόνης από τα άλφα κύτταρα του παγκρέατος. Οι µειωµένες συγκεντρώσεις γλυκαγόνης µαζί µε τα αυξηµένα επίπεδα ινσουλίνης, οδηγούν σε µειωµένη ηπατική παραγωγή γλυκόζης, που έχει ως αποτέλεσµα µείωση των επιπέδων γλυκόζης του αίµατος. Όταν τα επίπεδα της γλυκόζης είναι χαµηλά, δεν παρατηρείται διέγερση προς απελευθέρωσηινσουλίνης ούτε καταστολή της έκκρισης της γλυκαγόνης µέσω του GLP-1. Το GLP-1 δεν επηρεάζει τη φυσιολογική απόκριση της γλυκαγόνης σε υπογλυκαιµία. Η δραστηριότητα των GLP-1 και GIP περιορίζεται από τη δράση του ενζύµου DPP-4, το οποίο υδρολύει ταχέως τις ινκρετίνες παράγοντας αδρανή προϊόντα. Η σιταγλιπτίνη προλαµβάνει την υδρόλυση των ινκρετινών από το DPP-4, αυξάνοντας έτσι τις συγκεντρώσεις στο πλάσµα των δραστικών µορφών των GLP-1 και GIP. Αυξάνοντας τα επίπεδα των ενεργών ινκρετινών, η σιταγλιπτίνη αυξάνει την απελευθέρωση της ινσουλίνης και µειώνει τα επίπεδα της γλυκαγόνης µε ένα γλυκοζο-εξαρτώµενο τρόπο. Σε ασθενείς µε διαβήτη τύπου 2 µε υπεργλυκαιµία, οι αλλαγές αυτές στα επίπεδα ινσουλίνης και γλυκαγόνης οδηγούν σε µειωµένες συγκεντρώσεις της αιµοσφαιρίνης A 1c (HbA 1c ), της γλυκόζης νηστείας, καθώς και της µεταγευµατικής γλυκόζης. Αν και η σιταγλιπτίνη είναι ένας ισχυρός και υψηλά εκλεκτικός αναστολέας του ενζύµου DPP-4, δεν αναστέλλει τα στενά σχετιζόµενα ένζυµα DPP-8 ή DPP-9. Η αναστολή του DPP-8 ή του DPP-9, αλλά όχι του DPP-4, συνδέεται µε τοξικότητα σε προκλινικά µοντέλα ζώων και µε τροποποίηση της ανοσολογικής λειτουργίας in vitro. ιεξήχθησαν δύο µελέτες για να εκτιµηθεί η αποτελεσµατικότητα και η ασφάλεια του Januvia ως µονοθεραπεία. Η θεραπεία µε σιταγλιπτίνη, στα 100 mg επέφερε σηµαντικές βελτιώσεις στην HbA 1c (-0,60 % και -0,79 % µεταβολή σε σύγκριση µε το εικονικό φάρµακο στις µελέτες των 18 και των 24 εβδοµάδων αντίστοιχα, µε αρχική τιµή HbA 1c περίπου 8 % και στις δύο µελέτες ), στη γλυκόζη πλάσµατος νηστείας (FPG) και στη γλυκόζη 2 ώρες µετά από γεύµα (PPG), σε σύγκριση µε το εικονικό φάρµακο. Οι ασθενείς, στους οποίους ο χρόνος από τη διάγνωση διαβήτη ήταν µικρότερος (< 3 έτη) ή οι οποίοι είχαν υψηλότερη βασική τιµή HbA 1c είχαν µεγαλύτερες µειώσεις της HbA 1c. Η βελτίωση της HbA 1c δεν επηρεάστηκε από το φύλο, την ηλικία, τη φυλή, την αρχική τιµή BMI, την παρουσία µεταβολικού συνδρόµου, ή από ένα πρότυπο δείκτη αντοχής στην ινσουλίνη (HOMA-IR). Και στις δύο µελέτες, η σιταγλιπτίνη παρείχε σηµαντική µείωση στη γλυκόζη νηστείας (FPG) σε σύγκριση µε το εικονικό φάρµακο (-1.07 mmol/l στην 18 εβδοµάδων µελέτη και -0.88 mmol/l στην 24 εβδοµάδων µελέτη) στις 3 εβδοµάδες, το πρώτο χρονικό σηµείο που µετρήθηκε η FPG. Η θεραπεία µε Januvia 100 mg ηµερησίως σε ασθενείς µε διαβήτη τύπου 2, βελτίωσε σηµαντικά τους υποκατάστατους δείκτες (surrogate markers) για τη λειτουργία των β κυττάρων, συµπεριλαµβανοµένων της HOMA-β (Homeostasis Model Assessment-β), του λόγου προϊνσουλίνης προς ινσουλίνη, και των µετρήσεων για την ανταπόκριση των β κυττάρων µέσω της δοκιµασίας ανοχής µε συχνές δειγµατοληψίες µετά από γεύµα. Η συχνότητα εµφάνισης υπογλυκαιµίας που παρατηρήθηκε στους ασθενείς που ελάµβαναν Januvia ήταν παρόµοια µε αυτή του εικονικό φάρµακο. To σωµατικό βάρος δεν αυξήθηκε από την αρχική τιµή µε τη θεραπεία µε σιταγλιπτίνη σε καµιά από τις µελέτες, σε σύγκριση µε µια µικρή µείωση στους ασθενείς που ελάµβαναν εικονικό φάρµακο. Σε µία µελέτη σε ασθενείς µε διαβήτη τύπου 2 και χρόνια νεφρική ανεπάρκεια (κάθαρση κρεατινίνης < 50 ml/min), ερευνήθηκε η ασφάλεια και ανεκτικότητα µειωµένων δόσεων της σιταγλιπτίνης και ήταν γενικά παρόµοια µε το εικονικό φάρµακο. Επιπρόσθετα, οι µειώσεις της HbA 1c και της FPG µε την σιταγλιπτίνη σε σύγκριση µε το εικονικό φάρµακο ήταν γενικά παρόµοιες µε αυτές που παρατηρήθηκαν σε άλλες µελέτες µονοθεραπείας σε ασθενείς µε φυσιολογική νεφρική λειτουργία (βλέπε παράγραφο 5.2). Ο αριθµός των ασθενών µε µέτριου ως σοβαρού βαθµού νεφρική ανεπάρκεια ήταν πολύ µικρός για να επιβεβαιωθεί η ασφαλής χρήση της σιταγλιπτίνης σ αυτή την κατηγορία ασθενών. ιενεργήθηκαν κλινικές µελέτες αξιολόγησης της αποτελεσµατικότητας και ασφάλειας του Januvia σε συνδυασµό µε την µετφορµίνη. Σε µία ελεγχόµενη µε εικονικό φάρµακο µελέτη 24 εβδοµάδων της σιταγλιπτίνης 100 mg σε συνδυασµό µε µετφορµίνη, η σιταγλιπτίνη προσέφερε σηµαντικές βελτιώσεις της HbA 1c, (-0.65 % αλλαγή σε σύγκριση µε το εικονικό φάρµακο, µε µέση αρχική τιµή 17

HbA 1c περίπου 8 % ), της γλυκόζης νηστείας (FPG) και της µεταγευµατικής γλυκόζης (PPG). Σε µία µελέτη 24 εβδοµάδων ελεγχόµενη µε εικονικό φάρµακο της σιταγλιπτίνης σε συνδυασµό µε πιογλιταζόνη (175 ασθενείς έλαβαν σιταγλιπτίνη, 178 ασθενείς έλαβαν εικονικό φάρµακο), η σιταγλιπτίνη εµφάνισε σηµαντικές βελτιώσεις της HbA 1c, (-0.7 % αλλαγή σε σύγκριση µε το εικονικό φάρµακο, µε µέση αρχική τιµή HbA 1c περίπου 8 % ) και της FPG. Σε µελέτες διάρκειας έως 24 εβδοµάδων που συνέκριναν σιταγλιπτίνη 100 mg µε εικονικό φάρµακο, µόνον ή σε συνδυασµό µε µετφορµίνη ή µε ένα παράγοντα PPARγ, αναφέρθηκε υπογλυκαιµία σε 1.2 % των ασθενών που έλαβαν σιταγλιπτίνη και 0.9 % των ασθενών που έλαβαν εικονικό φάρµακο. Σε µία µελέτη σύγκρισης της αποτελεσµατικότητας και της ασφάλειας µετά από προσθήκη του Januvia 100 mg ή της γλιπιζίδης (σουλφονυλουρία) σε ασθενείς µε ανεπαρκή γλυκαιµικό έλεγχο µετά από µονοθεραπεία µε µετφορµίνη, η σιταγλιπτίνη ήταν παρόµοια της γλιπιζίδης στην µείωση της HbA 1c (-0.67 % µέση αλλαγή από τις αρχικές τιµές κατά την εβδοµάδα 52, µε αρχική τιµή της HbA 1c περίπου 7.5 % και στις δύο οµάδες). Η µέση δοσολογία γλιπιζίδης που χρησιµοποιήθηκε στην οµάδα σύγκρισης ήταν 10mg ηµερησίως, ενώ σε περίπου 40 % των ασθενών απαιτήθηκε δόση γλιπιζίδης 5 mg ηµερησίως κατά την διάρκεια της µελέτης. Ωστόσο, περισσότεροι ασθενείς στην οµάδα µε σιταγλιπτίνη διέκοψαν τη θεραπεία λόγω έλλειψης αποτελεσµατικότητας από οτι στην οµάδα µε γλιπιζίδη. Σ αυτή τη µελέτη, ο λόγοςπροϊνσουλίνης προς ινσουλίνη, δείκτης της αποτελεσµατικότητας της σύνθεσης και απελευθέρωσης της ινσουλίνης, βελτιώθηκε µε σιταγλιπτίνη και επιδεινώθηκε µε την θεραπεία µε γλιπιζίδη. Η συχνότητα εµφάνισης υπογλυκαιµίας στην οµάδα της σιταγλιπτίνης (4.9 %) ήταν σηµαντικά χαµηλότερη από αυτήν της οµάδας της γλιπιζίδης (32.0 %). Ασθενείς που ελάµβαναν σιταγλιπτίνη εµφάνισαν σηµαντική µέση µείωση από την αρχική τιµή στο σωµατικό βάρος σε σύγκριση µε σηµαντική αύξηση βάρους στους ασθενείς στους οποίους είχε χορηγηθεί γλιπιζίδη (-1.5 έναντι +1.1 kg). 5.2 Φαρµακοκινητικές ιδιότητες Απορρόφηση Κατόπιν χορήγησης από το στόµα µίας δόσης 100 mg σε υγιή άτοµα, η σιταγλιπτίνη απορροφήθηκε ταχέως, µε µέγιστες συγκεντρώσεις στο πλάσµα (µέση T max ) που παρουσιάσθηκαν 1 έως 4 ώρες µετά την δόση. Η µέση AUC της σιταγλιπτίνης στο πλάσµα ήταν 8.52 µm.hr, και η C max ήταν 950 nm. Η απόλυτη βιοδιαθεσιµότητα της σιταγλιπτίνης είναι περίπου 87 %. Εφόσον η συγχορήγηση του Januvia µε γεύµα υψηλών λιπαρών δεν είχε επίδραση στην φαρµακοκινητική, το Januvia µπορεί να χορηγηθεί µε ή χωρίς τροφή. Οι συγκεντρώσεις AUC της σιταγλιπτίνης στο πλάσµα αυξήθηκαν κατά δοσοεξαρτώµενο τρόπο. οσοεξαρτώµενη αναλογία δεν τεκµηριώθηκε για την C max και C 24hr (η C max αυξήθηκε περισσότερο από ότι κατά δοσοεξαρτώµενο τρόπο και η C 24hr αυξήθηκε κατά λιγότερο από ότι κατά δοσοεξαρτώµενο τρόπο). Κατανοµή Ο µέσος όγκος κατανοµής σε σταθερή κατάσταση µετά από χορήγηση ενδοφλέβιας εφάπαξ δόσης 100 mg σιταγλιπτίνης σε υγιή άτοµα, είναι περίπου 198 λίτρα. Το κλάσµα της σιταγλιπτίνης που συνδέεται ανάστροφα µε τις πρωτεϊνες του πλάσµατος είναι χαµηλό (38 %). Μεταβολισµός Η σιταγλιπτίνη αποβάλλεται πρωταρχικά αµετάβλητη στα ούρα, και ο µεταβολισµός αποτελεί µια δευτερεύουσα οδό. Περίπου το 79 % της σιταγλιπτίνης αποµακρύνεται αµετάβλητη στα ούρα. Μετά από δόση [ 14 C]σιταγλιπτίνης από το στόµα, περίπου 16 % της ραδιενέργειας αποµακρύνθηκε ως µεταβολίτες της σιταγλιπτίνης. Ανιχνεύθηκαν ίχνη 6 µεταβολιτών που δεν αναµένονται να ενισχύσουν την ανασταλτική δράση της σιταγλιπτίνης επί της DPP-4. Ιn vitro µελέτες έδειξαν ότι το πρωταρχικό ένζυµο που ευθύνεται για τον περιορισµένο µεταβολισµό της σιταγλιπτίνης ήταν το CYP3A4, σε µε συµβολή του CYP2C8. Στοιχεία in vitro έδειξαν οτι η σιταγλιπτίνη δεν είναι αναστολέας των ισοενζύµων του CYP, CYP3A4, 18

2C8, 2C9, 2D6, 1A2, 2C19ή 2B6, και δεν είναι επαγωγέας του CYP3A4 και του CYP1A2. Αποβολή Μετά από χορήγηση δόσης [ 14 C]σιταγλιπτίνης από το στόµα σε υγιή άτοµα, περίπου το 100 % της χορηγούµενης ραδιενέργειας αποµακρύνθηκε στα κόπρανα (13 %) ή στα ούρα (87 %) εντός µιας εβδοµάδας από τη χορήγηση. Ο φαινόµενος τελικός χρόνος ηµίσειας ζωής t 1/2 µετά από δόση σιταγλιπτίνης από το στόµα 100-mg ήταν περίπου 12.4 ώρες. Η σιταγλιπτίνη συσσωρεύεται µόνο ελάχιστα µε τις πολλαπλές δόσεις. Η νεφρική κάθαρση ήταν περίπου 350 ml/min. Η αποβολή της σιταγλιπτίνης γίνεται πρωταρχικά µέσω νεφρικής απέκκρισης και περιλαµβάνει ενεργή σωληναριακή έκκριση. Η σιταγλιπτίνη είναι υπόστρωµα για τον µεταφορέα-3 ανθρώπινων οργανικών ανιόντων (hoat-3), που µπορεί να εµπλέκεται στην νεφρική απέκκριση της σιταγλιπτίνης. Η κλινική συσχέτιση του hoat-3 στην µεταφορά της σιταγλιπτίνης δεν έχει τεκµηριωθεί. Η σιταγλιπτίνη είναι επίσης υπόστρωµα της p-γλυκοπρωτεϊνης, η οποία µπορεί να εµπλέκεται διευκολύνοντας τη νεφρική απέκκριση της σιταγλιπτίνης. Ωστόσο, η κυκλοσπορίνη, ένας αναστολέας της p-γλυκοπρωτεϊνης, δεν µείωσε την νεφρική κάθαρση της σιταγλιπτίνης. Η σιταγλιπτίνη δεν είναι υπόστρωµα του OCT2 ή του OAT1 ή των µεταφορέων PEPT1/2. In vitro, η σιταγλιπτίνη δεν ανέστειλλε το OAT3 (IC50=160µΜ) ή τη µεταφορά µέσω p-γλυκοπρωτεϊνης (έως 250µΜ) σε θεραπευτικές συγκεντρώσεις του πλάσµατος. Σε µία κλινική µελέτη η σιταγλιπτίνη είχε µικρή επίδραση στις συγκεντρώσεις διγοξίνης στο πλάσµα που δεικνύει οτι η σιταγλιπτίνη µπορεί να είναι ήπιος αναστολέας της p-γλυκοπρωτεϊνης. Χαρακτηριστικά σε ασθενείς Η φαρµακοκινητική της σιταγλιπτίνης των υγιών ατόµων ήταν γενικά παρόµοια µε αυτή των ασθενών µε διαβήτη τύπου 2. Νεφρική ανεπάρκεια ιενεργήθηκε µία ανοιχτή µελέτη εφάπαξ δόσης για να αξιολογηθεί η φαρµακοκινητική µίας µειωµένης δόσης της σιταγλιπτίνης (50 mg) σε ασθενείς µε χρόνια νεφρική ανεπάρκεια διαφόρων βαθµών σε σύγκριση µε φυσιολογικούς υγιείς µάρτυρες. Η µελέτη περιελάµβανε ασθενείς µε νεφρική ανεπάρκεια που ταξινοµήθηκαν µε βάση την κάθαρση κρεατινίνης ως ήπια (50 έως < 80 ml/min), µέτρια (30 έως < 50 ml/min), και σοβαρή (< 30 ml/min), όπως επίσης ασθενείς µε νεφροπάθεια τελικού σταδίου σε αιµο διύλιση. Ασθενείς µε ήπια νεφρική ανεπάρκεια δεν εµφάνισαν κλινικά σηµαντική αύξηση στην συγκέντρωση της σιταγλιπτίνης στο πλάσµα, σε σύγκριση µε τους φυσιολογικούς υγιείς µάρτυρες. Παρατηρήθηκε περίπου 2-πλάσια αύξηση στην AUC της σιταγλιπτίνης στο πλάσµα σε ασθενείς µε µέτρια νεφρική ανεπάρκεια και µια 4-πλάσια περίπου αύξηση σε ασθενείς µε σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια και σε ασθενείς µε νεφροπάθεια τελικού σταδίου σε αιµο διύλιση, σε σύγκριση µε τους φυσιολογικούς µάρτυρες. Η σιταγλιπτίνη αποµακρύνθηκε µετρίως µε την αιµο διύλιση (13.5 % για 3- έως 4-ώρες αιµο διύλισης µε έναρξη 4 ώρες µετά τη δόση).. Το Januvia δεν συνιστάται για χορήγηση σε ασθενείς µε µέτριου ή σοβαρού βαθµού νεφρική ανεπάρκεια, συµπεριλαµβανοµένων αυτών µε νεφροπάθεια τελικού σταδίου, επειδή η εµπειρία σ αυτούς τους ασθενείς είναι πολύ περιορισµένη. (βλέπε παράγραφο 4.2). Ηπατική ανεπάρκεια εν απαιτείται προσαρµογή της δόσης του Januvia στους ασθενείς µε ήπια ή µέτρια ηπατική ανεπάρκεια (Child-Pugh score 9). εν υπάρχει κλινική εµπειρία σε ασθενείς µε σοβαρή ηπατική ανεπάρκεια (Child-Pugh score > 9). Παρόλα αυτά, για το λόγο ότι η σιταγλιπτίνη αποβάλλεται πρωταρχικά από τους νεφρούς, η σοβαρή ηπατική ανεπάρκεια δεν αναµένεται να επηρεάσει την φαρµακοκινητική της σιταγλιπτίνης. Ηλικιωµένοι εν απαιτείται προσαρµογή της δόσης µε βάση την ηλικία. Η ηλικία δεν επηρέασε κλινικά σηµαντικά την φαρµακοκινητική της σιταγλιπτίνης, σύµφωνα µε δεδοµένα από φαρµακοκινητική ανάλυση σε πληθυσµό µελετών φάσης Ι και φάσης ΙΙ. Ηλικιωµένα άτοµα (65 έως 80 ετών) εµφάνισαν περίπου 19 % υψηλότερες συγκεντρώσεις της σιταγλιπτίνης στο πλάσµα, σε σύγκριση µε νεότερους ασθενείς. 19

Παιδιατρικός πληθυσµός εν έχουν διεξαχθεί µελέτες µε το Januvia σε παιδιατρικούς ασθενείς. Άλλα χαρακτηριστικά ασθενών εν απαιτείται προσαρµογή της δόσης µε βάση τοφύλο, τη φυλή, ή το δείκτη µάζας σώµατος (ΒΜΙ). Αυτά τα χαρακτηριστικά δεν έχουν κλινικά σηµαντική επίδραση στην φαρµακοκινητική της σιταγλιπτίνης, σύµφωνα µε φαρµακοκινητικά δεδοµένα µιας µικτής ανάλυσης µελέτης φάσης Ι και δεδοµένα από φαρµακοκινητική ανάλυση σε πληθυσµό µελετών φάσης Ι και φάσης ΙΙ. 5.3 Προκλινικά δεδοµένα για την ασφάλεια Νεφρική και ηπατική τοξικότητα παρατηρήθηκε σε τρωκτικά µε συστηµατική έκθεση 58 φορές υψηλότερη από το επίπεδο έκθεσης στον άνθρωπο, ενώ το όριο µη επίδρασης βρέθηκε στις 19 φορές πάνω από το επίπεδο έκθεσης του ανθρώπου. Ανωµαλίες των κοπτήρων οδόντων παρατηρήθηκαν σε αρουραίους σε επίπεδα έκθεσης 67 φορές πάνω από το επίπεδο κλινικής έκθεσης. Το όριο µη επίδρασης γι αυτό το εύρηµα ήταν 58 φορές υψηλότερο, βασισµένο σε µία µελέτη αρουραίων 14 εβδοµάδων. Η σχέση αυτών των ευρηµάτων µε τους ανθρώπους είναι άγνωστη. Παροδικά φυσικά σηµεία σχετιζόµενα µε τη θεραπεία, µερικά από τα οποία συνιστούν νευρική τοξικότητα, όπως αναπνοή µε ανοικτό στόµα, σιελόρροια, λευκωπός αφρώδης έµετος, αταξία, τρόµος, µειωµένη δραστηριότητα και/ή κυρτή στάση παρατηρήθηκαν σε σκύλους σε επίπεδα έκθεσης περίπου 23 φορές υψηλότερα από το επίπεδο κλινικής έκθεσης. Επιπρόσθετα, πολύ ελαφρά έως ελαφρά εκφύλιση των σκελετικών µυών παρατηρήθηκε επίσης ιστολογικά σε δόσεις οι οποίες προκάλεσαν συστηµατική έκθεση σε επίπεδα 23 φορές υψηλότερα από το επίπεδο της ανθρώπινης έκθεσης. Το όριο µη επίδρασης γι αυτά τα ευρήµατα βρέθηκε σε έκθεση 6 φορές υψηλότερη από το επίπεδο της κλινικής έκθεσης. Η σιταγλιπτίνη δεν έχει δειχθεί να είναι γενοτοξική σε προκλινικές µελέτες. Η σιταγλιπτίνη δεν ήταν καρκινογόνος σε ποντίκια. Σε αρουραίους, υπήρξε µία αυξηµένη παρουσία ηπατικών αδενωµάτων και καρκινωµάτων σε επίπεδα συστηµατικής έκθεσης 58 φορές του επιπέδου της ανθρώπινης έκθεσης. Από τη στιγµή που η ηπατοτοξικότητα έχει φανεί να σχετίζεται µε επαγωγή της ηπατικής νεοπλασίας σε αρουραίους, αυτή η αυξηµένη επίπτωση ηπατικών όγκων σε αρουραίους ήταν δευτερογενής της χρόνιας ηπατικής τοξικότητας σε αυτήν την υψηλή δόση. Εξαιτίας του υψηλού ορίου ασφάλειας (19 φορές υψηλότερα από το επίπεδο µη επίδρασης), αυτές οι νεοπλασµατικές αλλοιώσεις δεν θεωρείται οτι σχετίζονται µε αντίστοιχη κατάσταση σε ανθρώπους. εν παρατηρήθηκαν ανεπιθύµητες ενέργειες επί της γονιµότητας αρσενικών και θηλυκών αρουραίων που ελάµβαναν σιταγλιπτίνη προ ή κατά τη διάρκεια συνεύρεσης. Σε µία προ-/µεταγεννητική µελέτη ανάπτυξης που πραγµατοποιήθηκε σε αρουραίους, δεν παρουσιάσθηκαν ανεπιθύµητες ενέργειες µε τη σιταγλιπτίνη. Μελέτες τοξικότητας της αναπαραγωγικής ικανότητας έδειξαν µία ελαφρά σχετιζόµενη µε τη θεραπεία αυξηµένη επίπτωση, δυσµορφιών των πλευρών του εµβρύου (απούσες, υποπλαστικές και κυµατοειδείς πλευρές) σε απόγονους αρουραίων σε επίπεδα συστηµατικής έκθεσης 29 φορές πάνω από τα επίπεδα της έκθεσης στον άνθρωπο. Τοξικότητα στην έγκυο σε µελέτη κονίκλων παρουσιάσθηκε σε επίπεδα 29 φορές υψηλότερα από τα επίπεδα της έκθεσης στον άνθρωπο. Εξαιτίας των υψηλών ορίων ασφάλειας, αυτά τα ευρήµατα δεν υποδηλώνουν σχετιζόµενο κίνδυνο για την ανθρώπινη αναπαραγωγική ικανότητα. Η σιταγλιπτίνη απεκκρίνεται σε σηµαντικές ποσότητες στο γάλα θηλαζόντων αρουραίων (σχέση γάλακτος/πλάσµα: 4:1). 6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ 6.1 Κατάλογος εκδόχων Πυρήνας δισκίου: µικροκρυσταλλική κυτταρίνη (E460) άνυδρο, υδρογονο φωσφορικό ασβέστιον (Ε341) καρµελλόζη νατριούχος διασταυρούµενη(ε468) 20