ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΙΟΝΙΩΝ ΝΗΣΩΝ ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Μπουρνέλης Γεώργιος Η ΣΥΜΒΑΣΗ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΗΣ ΜΙΣΘΩΣΗΣ (LEASING) ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΜΕΙΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΛΗΞΟΥΡΙ, 2013
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά, τον καθηγητή μου κο Αντώνιο Μπαχούρο για την συμβολή του και την καθοδήγησή του, χωρίς την οποία δεν μπορούσε να ολοκληρωθεί η παρούσα εργασία. Επίσης αφιερώνω αυτή την εργασία στην οικογένειά μου για την υποστήριξη που μου παρείχε όλο αυτό το διάστημα. 1
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ... 1 ΠΕΡΙΛΗΨΗ... 4 ABSTRACT... 4 ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΩΝ... 5 ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 5 1. ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΗ ΜΙΣΘΩΣΗ (LEASING)... 6 1.1 ΕΝΝΟΙΑ... 6 1.2 ΡΥΘΜΙΣΗ... 6 1.3 ΔΙΑΡΚΕΙΑ... 7 1.4 ΤΥΠΟΣ-ΔΗΜΟΣΙΟΤΗΤΑ... 7 1.5 ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ... 8 1.6 ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΡΗΤΡΕΣ-ΑΣΦΑΛΙΣΗ... 8 1.7 ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΠΑΛΛΑΓΕΣ... 9 2. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ LEASING... 10 3. ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΔΙΕΡΧΕΤΑΙ ΤΟ LEASING... 12 4. ΕΙΔΙΚΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΤΑΙΡΙΑ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΗΣ ΜΙΣΘΩΣΗΣ ΩΣ ΒΑΣΙΚΟΥ ΦΟΡΕΑ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΗΣ ΜΙΣΘΩΣΗΣ... 14 4.1 ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ-ΑΔΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ... 14 4.2 Η ΕΤΑΙΡΙΑ LEASING ΩΣ ΕΤΑΙΡΙΑ ΕΙΔΙΚΟΥ ΣΚΟΠΟΥ... 15 4.3 ΚΟΙΝΟΤΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΙΕΣ LEASING... 16 5. ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΠΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΗΣ ΜΙΣΘΩΣΗΣ... 17 5.1 Η ΣΧΕΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΕΚΜΙΣΘΩΤΗ ΚΑΙ ΜΙΣΘΩΤΗ... 17 5.2 Η ΣΧΕΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΕΚΜΙΣΘΩΤΗ ΚΑΙ ΠΡΟΜΗΘΕΥΤΗ... 19 5.3 Η ΣΧΕΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΜΙΣΘΩΤΗ ΚΑΙ ΠΡΟΜΗΘΕΥΤΗ... 19 5.4 Η ΣΧΕΣΗ ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΩΝ ΜΕ ΤΡΙΤΟΥΣ... 20 6. Η ΝΟΜΙΚΗ ΘΕΣΗ ΤΩΝ ΜΕΡΩΝ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΠΡΑΓΜΑ... 21 6.1 Η ΝΟΜΙΚΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΚΜΙΣΘΩΤΗ... 21 6.2 Η ΝΟΜΙΚΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΜΙΣΘΩΤΗ... 21 6.3 ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΗ ΜΙΣΘΩΣΗ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΣΕ ΠΑΡΑΜΕΘΟΡΙΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ... 22 6.4 ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΗ ΜΙΣΘΩΣΗ ΑΚΙΝΗΤΟΥ ΚΑΙ ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΔΙΑΔΟΧΗ... 22 6.5 ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΗ ΜΙΣΘΩΣΗ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΚΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΜΙΣΘΩΣΗ... 23 6.6 ΜΕΤΑΣΚΕΥΕΣ ΚΑΙ ΕΠΕΚΤΑΣΕΙΣ ΣΕ ΑΚΙΝΗΤΟ- ΜΙΣΘΙΟ... 23 7. ΔΙΑΚΡΙΣΗ TOY LEASING ΑΠΟ ΑΛΛΕΣ ΠΑΡΑΠΛΗΣΙΕΣ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ... 24 7.1 ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΟΥ LEASING ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΙΝΗ ΜΙΣΘΩΣΗ... 24 7.2 ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΟΥ LEASING ΑΠΟ ΤΗ ΜΙΣΘΩΣΗ-ΠΩΛΗΣΗ... 25 7.3 ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΟΥ LEASING ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΩΛΗΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΟΡΟ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΟΤΗΤΑΣ... 25 7.4 ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΚΑΡΠΙΑ ΑΚΙΝΗΤΟΥ... 26 7.5 ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΟΥ LEASING ΑΠΟ ΤΟ ΠΛΑΣΜΑΤΙΚΟ ΕΝΕΧΥΡΟ... 27 2
8.ΧΡΗΣΙΜΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΜΕΙΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ... 29 8.1 ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΗΣ ΜΙΣΘΩΣΗΣ (LEASING)... 29 8.2 ΜΕΙΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΗΣ ΜΙΣΘΩΣΗΣ (LEASING)... 30 8.3 ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΛΗΠΤΗ ΕΠΕΝΔΥΤΗ... 31 8.4 ΜΕΙΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΛΗΠΤΗ ΕΠΕΝΔΥΤΗ... 31 8.5 ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΩΛΗΤΗ ΠΡΑΓΜΑΤΟΣ... 31 8.6 ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΘΝΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΕΣ... 32 9. ΜΟΡΦΕΣ ΕΜΦΑΝΙΣΗΣ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΗΣ ΜΙΣΘΩΣΗΣ... 32 9.1 ΑΠΛΗ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΗ ΜΙΣΘΩΣΗ... 32 9.2 ΜΕΙΚΤΗ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΗ ΜΙΣΘΩΣΗ... 33 9.3 ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΗ ΜΙΣΘΩΣΗ... 34 9.4 ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΗ ΥΠΟΜΙΣΘΩΣΗ... 34 10. Η ΣΥΜΒΑΣΗ ΤΗΣ OTTAWA ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ LEASING... 35 10.1 Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ... 35 10.2 ΕΠΙΔΙΩΚΟΜΕΝΟΣ ΣΚΟΠΟΣ... 35 10.3 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ... 36 11. Η ΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ LEASING... 37 12. ΤΟ LEASING ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ... 39 13. ΤΟ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ LEASING ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ... 40 14. ΤΟ LEASING ΚΑΙ Η ΘΕΣΜΟΘΕΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ... 41 15. ΕΤΑΙΡΙΕΣ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΗΣ ΜΙΣΘΩΣΗΣ ΣΕ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ... 44 16. Η ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΗΣ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΗΣ ΜΙΣΘΩΣΗΣ... 45 17. ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΕΤΑΙΡΙΕΣ LEASING. 47 17.1 ΕΙΔΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΕΤΑΙΡΙΕΣ LEASING... 47 17.1.1 Ν. 1665/1986 (περί leasing γενικά)... 47 17.1.2 Ν. 2238/1994 (περί leasing αυτοκινήτων)... 47 17.1.3 Ν. 2367/1995 (περί leasing ακίνητων και αποσβέσεων κινητών)... 48 17.1.4 Ν. 2459/1997 (περί leasing αυτοκινήτων)... 48 17.1.5 Ν. 2682/1999 (περί leasing και αποσβέσεων κινητών)... 48 17.1.6 Ν. 2753/1999 (μη αναγνώριση μισθώματος για οικόπεδο)... 48 17.1.7 Ν. 2992/2002(περί υιοθέτησης των ΔΛΠ)... 49 17.1.8 Ν. 3091/2002 (περί lease- back ακινήτων)... 49 17.1.9 Ν. 3229/2004 (περί εφαρμογής ΔΛΠ)... 49 18. ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ... 49 18.1 ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ... 49 18.2 ΣΥΣΤΑΤΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ... 51 18.3 ΔΗΜΟΣΙΟΤΗΤΑ... 52 19. ΛΗΞΗ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ... 54 19.1 ΠΑΡΟΔΟΣ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ... 54 19.2 ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΙΣΘΩΤΗ... 54 19.3 ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ... 55 19.4 ΠΤΩΧΕΥΣΗ ΤΟΥ ΜΙΣΘΩΤΗ... 55 20. ΤΟ LEASING ΑΠΟ ΑΠΟΨΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ... 55 20.1 ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ... 55 20.2 Η ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ... 56 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ... 58 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ... 59 ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ ΤΟΥ LEASING... 59 3
Η ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ- ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ... 59 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ- ΠΗΓΕΣ... 66 ΠΕΡΙΛΗΨΗ Η παρούσα πτυχιακή εργασία έχει ως σκοπό να περιγράψει την σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης leasing ως σύγχρονη μορφή χρηματοδότησης των επιχειρήσεων. Στην αρχή αυτής της εργασίας γίνεται μια παρουσίαση της έννοιας του leasing και του αντικειμένου του, καθώς και μια αναφορά για την εξέλιξη του και τις φάσεις του. Στη συνέχεια παρουσιάζονται τα συμβαλλόμενα μέρη μιας χρηματοδοτικής μίσθωσης, οι σχέσεις που υπάρχουν μεταξύ τους, καθώς και η νομική τους θέση σε σχέση με το πράγμα. Ύστερα παρουσιάζεται η διάκριση από άλλες δικαιοπρακτικές μορφές και αναφέρονται τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα της χρηματοδοτικής μίσθωσης. Έπειτα παρουσιάζονται και αναλύονται οι μορφές εμφάνισης της χρηματοδοτικής μίσθωσης. Ακολουθεί ο ρόλος που έχει το leasing στην Ελλάδα και στο Εξωτερικό, το νομοθετικό του πλαίσιο. Ύστερα γίνεται παρουσίαση της νομικής φύσης του δικαίου και αναφέρονται οι νόμοι της σύμβασης του ελληνικού νομοθετικού πλαισίου. Τέλος παρουσιάζονται οι προϋποθέσεις, η κατάρτιση της σύμβασης και φυσικά η λήξης της, καθώς επίσης και το πώς λειτουργεί το leasing από άποψη φορολογικού δικαίου. ABSTRACT The present study aims to describe the leasing contract as a modern form of business financing. At the beginning of this work we present the concept of leasing and its purpose, as well as a benchmark for the development and phases. The following are the parties to a lease, the relationships between them, and the legal position in relation to the thing. Following shows the distinction from other legal forms and listed the advantages and disadvantages of leasing. Then we present and analyze the formats of leasing. Analyzes the role that has the leasing in Greece and abroad, the legislative framework. Following is a presentation of the legal nature of the law and refer the laws of contract of Greek legislative framework. Finally presented conditions, the formation of the contract and of course the closing, as well as how the leasing terms of tax law. 4
ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΩΝ Π.Δ. Α.Κ. Ν.Δ. Φ.Ε.Κ. Ν.Π.Δ.Δ. Ε.Κ. Ε.Ο.Χ. Συνθεκ Ε.Λ.Π. Δ.Λ.Π. Προεδρικό Διάταγμα Αστικός Κώδικας Νομοθετικό Διάταγμα Φύλλο Εφημερίδας Κυβερνήσεως Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ευρωπαικός Οικονομικός Χώρος Συνθήκη Ευρωπαϊκή Κοινότητας Εθνικά Λογιστικά Πρότυπα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης (leasing) θεσμοθετήθηκε στην χώρα μας με το νόμο 1665/1986 σαν μια νέα εναλλακτική μορφή χρηματοδότησης των επιχειρήσεων. Ο νόμος 1665/1986 έθεσε το γενικό πλαίσιο εφαρμογής του θεσμού, αφήνοντας τις λεπτομέρειες να ρυθμιστούν με Π.Δ. Πρόκειται για τη σύμβαση ανάμεσα σε μια ειδική εταιρία, τον εκμισθωτή και σε μια επιχείρηση ή σ ένα επαγγελματία, το μισθωτή με την οποία, η πρώτη παραχωρεί για ορισμένο χρόνο και με ορισμένο μίσθωμα στο δεύτερο τη χρήση επιχειρησιακού ή επαγγελματικού εξοπλισμού παρέχοντας συγχρόνως σ αυτόν το δικαίωμα μετά την πάροδο ορισμένου χρόνου είτε ν ανανεώσει τη σύμβαση για ορισμένο χρόνο ή ν αγοράσει το πράγμα. Η μορφή αυτή της χρηματοδοτικής μίσθωσης, πάνω στην οποία φαίνεται να προσανατολίζεται το πρότυπο του κοινού νομοθέτη στο νόμο 1665/1986, είναι η απλή χρηματοδοτική μίσθωση, όπου ο εκμισθωτής αναλαμβάνει, εκτός από την προσφορά της χρήσης του αγαθού και την τεχνική συντήρηση του, τις επιδιορθώσεις, την ασφάλιση κλπ., δηλαδή αναλαμβάνει και την υποχρέωση να διατηρεί το μίσθιο κατάλληλο για τη χρήση που συμφωνήθηκε και η οποία πρέπει να κρίνεται με βάση τις διατάξεις για τη μίσθωση πράγματος. Ο θεσμός του leasing ως μια νέα μέθοδος και τεχνική χρηματοδότησης, έχει καθιερωθεί διεθνώς τις τελευταίες δεκαετίες και ένα αξιόλογο ποσοστό των πραγματοποιούμενων επενδύσεων που ολοένα αυξάνεται, διενεργείται μέσω αυτού. Παρά τις διαφορές που συναντούμε στις διάφορες χώρες στις λεπτομέρειες, που οφείλονται στο διαφορετικό νομοθετικό καθεστώς της καθεμίας απ αυτές στο πεδίο ιδιαίτερα του αστικού και εμπορικού δικαίου, η κεντρική ιδέα παραμένει πάντα ίδια: επίτευξη της απόκτησης της χρήσης κεφαλαιουχικών αγαθών, κινητών ή ακινήτων, με ολική χρηματοδότηση της αξίας τους χωρίς ανάγκη καμιάς άμεσης εκταμίευσης εκ μέρους του επενδυτή, ή ακόμη, επίτευξη της κινητοποίησης αργούντων κεφαλαίων, που έχουν ήδη επενδυθεί σε κεφαλαιουχικά αγαθά, μέσω του τιμήματος από την 5
εκποίηση τους και ταυτόχρονη διατήρηση της χρήσης τους, σε τρόπο ώστε να μη διακόπτεται η παραγωγική διαδικασία. Και στις δύο περιπτώσεις κοινό χαρακτηριστικό είναι ότι ο χρηματοδότης διασφαλίζεται εμπραγμάτως με αυτό το ίδιο το αγαθό που τίθεται ή βρίσκεται ήδη στη κατοχή και χρήση του οφειλέτη του. 1. ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΗ ΜΙΣΘΩΣΗ (LEASING) 1.1 ΕΝΝΟΙΑ Η χρηματοδοτική μίσθωση 1 είναι σύμβαση. Συμβαλλόμενοι είναι ο εκμισθωτής (ανώνυμη εταιρία άρθρου 2) και ο μισθωτής. Η εταιρία έχει υποχρέωση να παραχωρήσει στο μισθωτή τη χρήση του μισθίου για όσο χρόνο διαρκεί η σύμβαση και να παράσχει στο μισθωτή το δικαίωμα είτε να αγοράσει το μίσθιο είτε να ανανεώσει τη μίσθωση για ορισμένο χρόνο. Ο μισθωτής έχει την υποχρέωση να καταβάλλει το συμφωνημένο μίσθωμα. Η χρηματοδοτική μίσθωση είναι νέος θεσμός, με ευρεία διάδοση στο διεθνή χώρο και εξυπηρετεί ιδιαίτερα τα συμφέροντα του μισθωτή. Ο τελευταίος για να αγοράσει ένα πράγμα που τον ενδιαφέρει (λ.χ. συσκευή κ.λ.π.) πρέπει να εκταμιεύσει αμέσως ή σε σύντομο χρονικό διάστημα σημαντικό χρηματικό ποσό. Αντί λοιπόν να το αγοράσει, το μισθώνει από την εταιρία σχεδόν για όλη τη πιθανή διάρκεια της χρήσης του πληρώνοντας με μορφή μισθώματος ολόκληρη περίπου την αξία του με τους τόκους, τα κέρδη κ.λ.π. της εταιρίας. Παράλληλα ο νόμος του παρέχει διάφορα φορολογικά κ.λ.π. οφέλη. Η χρηματοδοτική μίσθωση διαφέρει από οικονομική άποψη από την πώληση με τον όρο επιφύλαξης της κυριότητας μόνο ως προς τον τρόπο εξόφλησης του τιμήματος: πληρωμή με πολλές, μικρές δόσεις. 1.2 ΡΥΘΜΙΣΗ Η χρηματοδοτική μίσθωση ρυθμίζεται στο νόμο 1665/1986, όπως αυτός τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε μεταγενέστερα ιδίως με το νόμο 2367/1995 και στα σχετικά προεδρικά διατάγματα. Οι διατάξεις του νόμου συμπληρώνονται, ανάλογα με το είδος του μισθίου, από τις διατάξεις για τη μίσθωση πράγματος ή τη μίσθωση προσοδοφόρου. Παράλληλα ισχύουν οι συμβατικοί όροι, σε όση έκταση δεν αντιβαίνουν σε διατάξεις αναγκαστικού δικαίου. Οι συνηθισμένοι συμβατικοί όροι είναι ιδίως οι εξής: Η μίσθωση διαρκεί περίπου όσο και η πιθανή χρήση του μισθίου. Το μηνιαίο μίσθωμα καλύπτει στο σύνολο του την αξία του μισθίου, τους τόκους, τα κέρδη κ.λ.π. της εταιρίας. Ο μισθωτής έχει την υποχρέωση να διατηρεί το μίσθιο κατάλληλο για την συμφωνημένη χρήση. Αναλαμβάνει τον κίνδυνο για την τυχαία καταστροφή ή χειροτέρευση του και παίρνει τα ωφελήματα. Η εταιρία απαλλάσσεται από την ευθύνη για ελλείψεις του μισθίου και εκχωρεί στο μισθωτή τις απαιτήσεις της κατά του πωλητή. Με τη χρηματοδοτική μίσθωση μπορεί να συμπλέκονται και άλλες έννομες σχέσεις π.χ. εντολή και πληρεξουσιότητα της εταιρίας στο μισθωτή να διαπραγματευτεί και να αγοράσει το μίσθιο από τρίτον στο όνομα και για λογαριασμό της εκχώρηση στο μισθωτή των δικαιωμάτων της εταιρίας κατά του πωλητή του μισθίου. 1 Φίλιος, Π. 1997. Ενοχικό Δίκαιο. Εκδόσεις: Σάκκουλα. Αθήνα, σελ.33 6
1.3 ΔΙΑΡΚΕΙΑ Η διάρκεια της χρηματοδοτικής μίσθωσης είναι πάντοτε ορισμένη και δεν μπορεί να συμφωνηθεί μικρότερη από τρία έτη για τα κινητά, πέντε έτη για τα αεροσκάφη και δέκα έτη για τα ακίνητα 2. Αν συμφωνηθεί μικρότερη, ισχύει για την ως άνω καθοριζόμενη ελάχιστη διάρκεια. Πάντως η εκμισθώτρια εταιρία έχει δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης πριν από τη λήξη της αν ο μισθωτής αθετήσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις, κυρίως αν περιέλθει σε υπερημερία ως προς την πληρωμή του μισθώματος. Με την καταγγελία λύνεται η χρηματοδοτική μίσθωση και ο εκμισθωτής δικαιούται ν αναζητήσει το πράγμα από το μισθωτή ο οποίος δεν μπορεί ν αντιτάξει στη διεκδικητική αγωγή της ιδιοκτήτριας ή της διαδόχου της την ένσταση του άρθρου 1095 ΑΚ. Επίσης η εκμισθώτρια εταιρία εκτός από τη διεκδικητική αγωγή, μπορεί να επιδιώξει την απόδοση σ αυτή του πράγματος με την αγωγή αποβολής από τη νομή ή με την αίτηση για λήψη ασφαλιστικών μέτρων. Αν λυθεί η σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης πριν από τη λήξη της και συναφθεί νέα σύμβαση για το ίδιο πράγμα μεταξύ των ίδιων συμβαλλόμενων, ο χρόνος που πέρασε έως τη λύση της αρχικής σύμβασης συνυπολογίζεται στον απαιτούμενο κατά την προηγούμενη παράγραφο ελάχιστο χρόνο για τη νέα σύμβαση. Σε περίπτωση αγοράς του μισθίου πριν από την πάροδο τριετίας από την έναρξη μίσθωσης, ο μισθωτής έχει υποχρέωση να καταβάλει τα ποσά για φορολογικές και λοιπές επιβαρύνσεις υπέρ του Δημοσίου ή τρίτων που θα όφειλε να έχει καταβάλει αν κατά το χρόνο σύναψης της χρηματοδοτικής μίσθωσης είχε αγοράσει το μίσθιο. Ο μισθωτής μπορεί να μεταβιβάσει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του από τη σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης σε τρίτον με έγγραφη συναίνεση της εκμισθώτριας εταιρίας. 1.4 ΤΥΠΟΣ-ΔΗΜΟΣΙΟΤΗΤΑ Η σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης καταρτίζεται εγγράφως. Οι δικαιοπραξίες της παραγράφου 1 καταχωρίζονται στο βιβλίο του άρθρου 5 του Ν.Δ.1038/1949 (Φ.Ε.Κ. 179) του Πρωτοδικείου της κατοικίας ή της έδρας του μισθωτή και του Πρωτοδικείου Αθηνών και στο οποίο καταχωρούνται οι συμβάσεις σύστασης πλασματικού ενεχύρου σε μηχανήματα για την εξασφάλιση τραπεζικών δανείων σε βιομηχανικές, βιοτεχνικές και άλλες επιχειρήσεις. Από την καταχώρηση αυτήν τα δικαιώματα του μισθωτή από τη σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης αντιτάσσονται κατά παντός τρίτου και τρίτοι δεν μπορούν έως τη λήξη της χρηματοδοτικής μίσθωσης να αποκτήσουν µε οποιαδήποτε τρόπο κυριότητα ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα επάνω στο αντικείμενο χρηματοδοτικής μίσθωσης. 2 Βελέντζας, Ι. 1992. Τραπεζικό Δίκαιο (θεωρία-νομολογία). Εκδόσεις: Ius, σελ.249-250 7
Οι διατάξεις για την καλόπιστη κτήση της κυριότητας ή άλλου εμπράγματος δικαιώματος από µη κύριο, για το τεκμήριο κυριότητας και για την τακτική χρησικτησία, καθώς και επίσης οι διατάξεις των άρθρων 1057 και 1058 του ΑΚ και της απόσβεσης της κυριότητας των μηχανημάτων και των υπόλοιπων εγκαταστάσεων, αν εμπαγούν ή εντεθούν στο οικοδόμημα ή στο έδαφος ακινήτου βεβαρημένου με υποθήκη δεν εφαρμόζονται. Εάν ο μισθωτής πτωχεύσει, λύνεται η σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης και η εκμισθώτρια εταιρεία έχει δικαίωμα, χωρίς κανέναν περιορισμό, να αναλάβει το αντικείμενο χρηματοδοτικής μίσθωσης είτε από τον ίδιο είτε από τον σύνδικο. 1.5 ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ Με τη σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης η εταιρία υποχρεούται να παραχωρεί έναντι μισθώματος τη χρήση πράγματος κινητού ή ακινήτου ή και των δυο μαζί. Ειδικότερα αντικείμενο της χρηματοδοτικής μίσθωσης μπορεί να είναι πράγμα 3 : 1.Κινητό: Ελλείψει ειδικότερου προσδιορισμού για την έννοια του κινητού ισχύουν οι προβλέψεις του εμπράγματου δικαίου. Στην έννοια των κινητών περιλαμβάνονται και τα αυτοκίνητα οχήματα καθώς και τα αεροσκάφη, ενώ ρητά εξαιρούνται τα πλοία και τα πλωτά ναυπηγήματα. 2.Ακίνητο: Με τις τροποποιήσεις που επέφερε ο νόμος 2367/1995 στον νόμο 1665/1986 ο θεσμός του leasing επεκτάθηκε και στα ακίνητα. Σύμφωνα με το νόμο στην έννοια των ακίνητων πραγμάτων συμπεριλαμβάνονται οι αγροτικές εκτάσεις, οι οριζόντιες και κάθετες ιδιοκτησίες με κτίσματα μετά του ποσοστού του γηπέδου που αναλογεί στα συγκεκριμένα κτίσματα σε σχέση με τη δομήσιμη επιφάνεια του γηπέδου και γενικά τα κτίσματα ή το συγκρότημα κτισμάτων μετά των λοιπών εγκαταστάσεων, συμπεριλαμβανομένου του γηπέδου που αναλογεί στα συγκεκριμένα κτίσματα, σε συνάρτηση με το εμβαδόν του και τη συνολική δομήσιμη επιφάνεια που μπορεί να πραγματοποιηθεί στο γήπεδο και επιπλέον ο ακάλυπτος χώρος που προβλέπεται από τις πολεοδομικές διατάξεις ως χώρος στάθμευσης αυτοκινήτων. 1.6 ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΡΗΤΡΕΣ-ΑΣΦΑΛΙΣΗ Ο νόμος προβλέπει ειδικότερους τρόπους εξασφάλισης της εταιρίας σε σχέση με το μίσθιο. Αυτοί είναι: Α) Ασφαλιστικές ρήτρες 4. Επιτρέπεται για να καθοριστεί το μίσθωμα και το τίμημα αγοράς του μισθίου να συνομολογηθεί ρήτρα επιτοκίου ή είδους ή αξίας συναλλάγματος ή συνδυασμός αυτών. Β) Ασφάλιση μισθίου. Ο μισθωτής οφείλει να διατηρεί ασφαλισμένο το μίσθιο για τον κίνδυνο καταστροφής ή χειροτέρευσης όσο διαρκεί η μίσθωση. 3 Γεωργιάδης, Απ. 2004. Ενοχικό Δίκαιο. Εκδόσεις: Σάκκουλα. Αθήνα, σελ.494 4 Φίλιος, Π. 1997. Ενοχικό Δίκαιο. Εκδόσεις: Σάκκουλα. Αθήνα, σελ.37 8
1.7 ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΠΑΛΛΑΓΕΣ Εκτός από το φόρο εισοδήματος και το φόρο προστιθέμενης αξίας, απαλλάσσονται από οποιουσδήποτε φόρους, τέλη, εισφορές, δικαιώματα υπέρ του ημοσίου, νομικών προσώπων ημοσίου ικαίου και γενικώς Τρίτων, είτε αυτά επιβάλλονται κατά την εισαγωγή στην Ελλάδα είτε μεταγενέστερα 5 : Α) Οι συμβάσεις µε τις οποίες περιέρχονται στις εταιρείες χρηματοδοτικής μίσθωσης, είτε κατά κυριότητα είτε κατά κατοχή, κινητά πράγματα που προορίζονται ως αντικείμενα χρηματοδοτικής μίσθωσης µε εξαίρεση τα κάθε είδους μεταφορικά μέσα. Η εισαγωγή, των κινητών πραγμάτων τα οποία αφορά αυτό το εδάφιο, υπάγεται στο Κοινό Εξωτερικό ασμολόγιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Β) Οι συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης που καταρτίζουν οι εταιρίες χρηματοδοτικής μίσθωσης. Γ) Οι συμβάσεις εκχώρησης δικαιωμάτων ή αναδοχής υποχρεώσεων από συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης. Δ) Τα μισθώματα από συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης που καταβάλλονται στις εταιρείες χρηματοδοτικής μίσθωσης και τα παραστατικά είσπραξής τους. Ε) Το τίμημα της πώλησης του πράγματος από την εταιρεία χρηματοδοτικής μίσθωσης στο μισθωτή (άρθρο 6 παράγραφος 1 του νόμου 1665/1986). Επίσης τα δικαιώματα των συμβολαιογράφων ενώπιον των οποίων καταρτίζονται και συμφωνούνται οι συμβάσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 3, περιορίζονται στα κατώτατα όρια των δικαιωμάτων τους που ισχύουν για τις συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων από τράπεζες επενδύσεων για παραγωγικές επενδύσεις. Στη περίπτωση εγγραφής προσημείωσης ή σύστασης υποθήκης ή ενεχύρου για την εξασφάλιση απαιτήσεων των εταιρειών χρηματοδοτικής μίσθωσης από συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης και από συμβάσεις της παραγράφου 6, καθώς επίσης και εξάλειψης των βαρών αυτών που προκύπτουν, εφαρμόζεται η διάταξη του εδαφίου γ' της παραγράφου 1 του άρθρου 7 του ν.4171/1961 (Φ.Ε.Κ. Α 93).Η εκχώρηση απαιτήσεων των εταιρειών χρηματοδοτικής μίσθωσης για την εξασφάλιση απαιτήσεων από δάνεια ή πιστώσεις που τους παρέχονται απαλλάσσεται από κάθε τέλος ή άλλη επιβάρυνση που θα μπορούσε να υποστεί. Επιπροσθέτως, τα μισθώματα που καταβάλει ο μισθωτής στις εταιρείες χρηματοδοτικής μίσθωσης για την εκπλήρωση της υποχρεώσεών του από συμβάσεις leasing θεωρούνται λειτουργικές δαπάνες του και εκπίπτονται από τα ακαθάριστα έσοδά του. Στη περίπτωση που πρόκειται για συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης, που συνάπτονται από 1/1/1998, η εταιρεία χρηματοδοτικής μίσθωσης έχει δικαίωμα να ενεργεί αποσβέσεις στα μίσθια ίσες με το σύνολο των αποσβέσεων που θα είχε δικαίωμα να ενεργήσει ο μισθωτής αν είχε προβεί στην αγορά τους. Ακόμη, οι συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων προς εταιρείες χρηματοδοτικής μίσθωσης από ανώνυμες τραπεζικές εταιρείες ή πιστωτικά ιδρύματα στην Ελλάδα ή στο 5 Ιωάννης Βελέντζας 1992 Τραπεζικό Δίκαιο( θεωρία-νομολογία)εκδόσεις:ius σελ.251-253 9
Εξωτερικό ή από ξένους προμηθευτές, καθώς και οι συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης μεταξύ των τελευταίων και των εταιρειών χρηματοδοτικής μίσθωσης, τα παρεπόμενα σύμφωνα, η εξόφληση των δανείων ή πιστώσεων και των σχετικών τόκων, προμηθειών και λοιπών επιβαρύνσεων, όπως και η καταβολή των μισθωμάτων απαλλάσσονται από κάθε φόρο, τέλος, εισφορά, κράτηση, δικαίωμα ή γενικότερα επιβάρυνση υπέρ του ημοσίου, νομικού προσώπου ηµοσίου ικαίου (Ν.Π...) και τρίτων, ανεξάρτητα αν οι συμβάσεις αυτές συνάπτονται και συμφωνούνται στην Ελλάδα ή στο Εξωτερικό. Επίσης, για τον υπολογισμό των καθαρών κερδών των εταιρειών χρηματοδοτικής μίσθωσης επιτρέπεται να ενεργείται για την κάλυψη επισφαλών απαιτήσεών τους έκπτωση έως 2% του ύψους των μισθωμάτων (ληξιπρόθεσμων ή µη) από όλες τις συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης τα οποία δεν είχαν εισπραχθεί στις 31 εκεμβρίου κάθε έτους. Απαλλάσσονται από, τυχόν, φόρο αυτομάτου υπερτιμήματος, που θα επιβληθεί, καθώς και από το φόρο μεταβίβασης ακινήτων: Α) Η μεταβίβαση ακινήτου από την εκμισθώτρια εταιρεία προς το μισθωτή κατά τη λήξη της χρηματοδοτικής μίσθωσης. Β) Η εξαγορά του μισθίου ακινήτου πριν από τη λήξη της σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης από το μισθωτή, σύμφωνα µε τους όρους της σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης. Αν ο μισθωτής αποβιώσει, οι καθολικοί διάδοχοί του μπορούν να υπεισέλθουν στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της συμβάσεως χρηματοδοτικής μίσθωσης, εφόσον, προκειμένου περί ακινήτου για επαγγελματική ή επιχειρηματική χρήση, συντρέχουν στο πρόσωπό τους οι προϋποθέσεις σύναψης χρηματοδοτικής μίσθωσης και υπό τον όρο της καταβολής από αυτούς του φόρου κληρονομιάς, κατά τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις. Προκειμένου περί ακινήτου για επαγγελματική ή επιχειρηματική χρήση, σε περίπτωση που οι καθολικοί διάδοχοι δεν συγκεντρώνουν στο πρόσωπό τους τις προϋποθέσεις σύναψης σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης, εφαρμόζονται οι διατάξεις για τη λύση της συμβάσεως leasing πριν από την προκαθορισμένη βάσει αυτής λήξη. Οι διατάξεις των νόμων περί προστασίας της επαγγελματικής στέγης δεν ισχύουν προκειμένου περί χρηματοδοτικής μίσθωσης ακινήτων. 2. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ LEASING Ο θεσμός του financial leasing 6, ως μέθοδος και τεχνική χρηματοδότησης στη σύγχρονη του μορφή, εμφανίστηκε στις ΗΠΑ, πρώτα με το γενικό τύπο του sale and lease-back σε ακίνητα στη δεκαετία του 1930 και στη συνέχεια, πάλι εκεί, με την εξελιγμένη μορφή του leasing σε κινητό εξοπλισμό στη δεκαετία του 1950.Υποστηρίζεται η άποψη ότι μορφές χρηματοδοτικής μίσθωσης ανευρίσκονται πολύ παλαιότερα, ακόμη και στα αρχαία δίκαια των Σουμερίων, της Αιγύπτου, Βαβυλώνας και Ελλάδας. 6 Μάζης, Π. 2010. Η Χρηματοδοτική Μίσθωση (Leasing). Εκδόσεις: Σάκκουλα. Αθήνα, σελ.7-13 10
Κάτι τέτοιο όμως, πέρα από το ότι χαρακτηριστικό του θεσμού στη σύγχρονη του μορφή είναι ότι συνιστά μια μορφή χρηματοδότησης, μόνο για τη μίσθωση, που είναι το βασικό κύτταρο του, ή ακόμη και για το γενικό τύπο της μορφής του sale and lease-back, θα μπορούσε να γίνει δεκτό. Πράγματι, βάσιμο φαίνεται ότι όχι μόνο ο όρος lease έχει ελληνική την προέλευση 7, αλλά ακόμη και ότι η δομή και η λειτουργία της πρώτης μορφής αυτής του sale and lease-back με την οποία ο θεσμός εμφανίσθηκε, συγγενεύει με το θεσμό της «πράσεως επί λύσει» του αρχαίου ελληνικού δικαίου, απ όπου πιθανότατα και μεταφυτεύτηκε στο αρχαίο ρωμαϊκό δίκαιο με τη μορφή της fiducia cum creditore contracta 8, και που και οι δύο αποτέλεσαν αρχικά την κύρια εξασφαλιστική εμπράγματη σύμβαση για το δανειστή. Παρά τις διαφορές στις λεπτομέρειες, και οι δύο αυτοί αρχαίοι θεσμοί λειτουργούσαν πανομοιότυπα. Ο πιστωτής για την εξασφάλιση της απαίτησης του αποκτούσε την κυριότητα του πράγματος, κινητού ή ακινήτου, του οφειλέτη που του το επέστρεφε ύστερα από την εξόφληση του χρέους με ταυτόχρονη κατά κανόνα ιδιαίτερη συμφωνία να παραμείνει ο τελευταίος στη κατοχή του, στη βάση μιας ενοχικής έννομης σχέσης, συνήθως μίσθωσης 9. Αν και η fiducia, ως τρόπος εμπράγματης εξασφάλισης, εγκαταλείφθηκε ευθύς μόλις διαμορφώθηκε ικανοποιητικά από τους Ρωμαίους το ενεχυριακό δίκαιο, επανεμφανίστηκε εντούτοις ύστερα από αιώνες στα μεσευρωπαϊκά κράτη κάτω από σφοδρή πίεση των συναλλαγών, εξαιτίας της απαγόρευσης στο ενέχυρο της συνομολόγησης του όρου παράδοσης της νομής με αντιφώνηση, και εθιμικά αναγνωρίστηκε και διαπλάστηκε, ιδιαίτερα στη Γερμανία, όπου, με την επίδραση της διδασκαλίας του Regelsberger για τις καταπιστευτικές δικαιοπραξίες, διαμορφώθηκε ο θεσμός της Sicherungsubereignung 10. Και σ αυτήν, το ίδιο όπως και στην αρχαία fiducia, μεταβιβάζεται στο δανειστή με αντιφώνηση της νομής η κυριότητα του πράγματος για εξασφάλιση της απαίτησης του, με υποχρέωση του να το αναμεταβιβάσει στον οφειλέτη ευθύς μετά την εξόφληση του χρέους του. Στο αγγλοσαξονικό δίκαιο, ο όρος lease αρχικά υποδήλωνε εμπράγματο δικαίωμα σε ακίνητο, που συνίστατο συμβατικά και που μ αυτό ο δικαιούχος γινόταν, έναντι αντιπαροχής, στη διάρκεια του οριζόμενου στη σύμβαση χρονικού διαστήματος, προσωρινός κύριος του ακινήτου, έχοντας από το λόγο αυτό, αφενός μεν το δικαίωμα της παραπέρα παραχώρησης του σε leasing έως τη λήξη του χρόνου του δικαιώματος του και αφετέρου όλα τα βάρη, έξοδα και κινδύνους που επιβάλλονται στον κύριο, όντας υπόχρεος να το αποδώσει όχι σε χειρότερη κατάσταση από εκείνη που το παρέλαβε. Ως πρώτη εφαρμογή του leasing για χρηματοδοτικούς σκοπούς θεωρείται εκείνη που πραγματοποιήθηκε το 1936 από την εταιρία της Καλλιφόρνιας των ΗΠΑ Safeway Stores Inc με τη μορφή του sale and lease-back, αν και παραπλήσιες χρηματοδοτικές πράξεις φαίνεται να είχαν προηγηθεί στη Βρετανία ήδη από τα τέλη του περασμένου αιώνα. Συγκεκριμένα η εταιρία αυτή, αφού ανήγειρε ένα πολυκατάστημα, το πούλησε σε ομάδα ιδιωτών επενδυτών με ταυτόχρονη παραχώρηση του σ αυτήν εκ μέρους τους σε leasing για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. 7 Το ρήμα lease προέρχεται, από το λατινικό laxare, που σημαίνει και λύω ( laxare vincula= τα δεσμά λύω), το ίδιο όπως και το αντίστοιχο του ελληνικό λύω. 8 fiducia cum creditore contracta που σημαίνει εμπιστοσύνη της σύμβασης 9 Βλ. Καλλιγά Ρωμαϊκό Δίκαιο τόμος Β 10 Sicherungsubereignung που σημαίνει μεταβίβαση της κυριότητας 11
Από εκεί και πέρα η μεθόδευση αυτή χρηματοδότησης πήρε μεγάλη έκταση, ιδίως από τα τέλη του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου, με αγοραστές χρηματοδότες ασφαλιστικές κυρίως εταιρίες, οι οποίες με τον τρόπο αυτό, μπορούσαν να επενδύσουν ασφαλώς και επικερδώς σε ακίνητα τις αποταμιεύσεις τους. Το 1952 ο θεσμός απλώθηκε σε όλη την επικράτεια των ΗΠΑ. Μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις και αργότερα Τράπεζες και άλλοι Χρηματοδοτικοί Οργανισμοί, επιδιώκοντας τη διερεύνηση των πωλήσεων και εργασιών τους αντίστοιχα, συνετέλεσαν σε μικρό χρονικό διάστημα, ένα αξιόλογο ποσοστό των επενδύσεων πάνω σε κινητά επαγγελματικού εξοπλισμού, συνεχώς ανερχόμενο να πραγματοποιείται με τη νέα αυτή μέθοδο. Το φράγμα του Ατλαντικού ξεπεράστηκε πολύ γρήγορα και η εξέλιξη στις χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης ακολούθησε ραγδαία, κι αυτό παρά τις διαφορές στα δίκαια της καθεμιάς σε σχέση με το αγγλοσαξονικό δίκαιο. Εκείνο όμως που αξίζει να τονισθεί στο σημείο αυτό είναι ότι εδώ ο θεσμός κρίθηκε πως θα έπρεπε, σε αντίθεση με τα ισχύοντα στις ΗΠΑ και στη Μεγάλη Βρετανία, όπου λειτουργούσε πάνω στα παλαιά πλαίσια του lease και της μίσθωσης κινητών, να υπαχθεί σε μια ιδιαίτερη νομοθετική ρύθμιση, αναφορικά κυρίως με τους όρους και τις προϋποθέσεις με τις οποίες ορισμένα νομικά πρόσωπα θα μπορούσαν να διενεργούν τις χρηματοδοτήσεις του είδους, τη θέση ενός σταθερού φορολογικού και λογιστικού πλαισίου για τα συμβαλλόμενα μέρη και ακόμη τη θέση σε καθεστώς δημοσιότητας της δικαιοπραξίας, ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος απώλειας του δικαιώματος κυριότητας του χρηματοδοτικού οίκου σε περίπτωση πτώχευσης του μισθωτή. Έτσι ο θεσμός του leasing πήρε τεράστια εξάπλωση τόσο σε κινητά όσο και σε ακίνητα σχεδόν σε όλη την Ευρώπη (Γαλλία, Βέλγιο, Ιταλία, Γερμανία και Ελβετία) φυσικά ανάλογα με τον τρόπο που η κάθε χώρα θέσπισε τις αντίστοιχες γενικές διατάξεις. Αλλά και γενικότερα το leasing σήμερα έχει τεθεί σε χρήση και βρίσκεται συνεχώς σε εντυπωσιακή ανοδική πορεία, τόσο στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης 11 όσο και σε πολλές άλλες σ ολόκληρο τον κόσμο, ενώ στο προηγούμενο της δημιουργίας το 1971 της αγγλικής Equipment Leasing Association, ιδρύθηκε το επόμενο έτος και η Ευρωπαϊκή Ένωση εταιριών leasing (Leaseurope), όπου μετέχουν οι αντίστοιχες ενώσεις των χωρών της Ε.Ε. Οι πολύχρονες εξάλλου προσπάθειες που καταβλήθηκαν από το Διεθνές Ινστιτούτο για την ενοποίηση του ιδιωτικού δικαίου (Unidroit) σχετικά με τη θέσπιση ενιαίων κανόνων δικαίου για τις διεθνείς συμβάσεις leasing τελεσφόρησαν με την τεράστιας σημασίας για την εξέλιξη του θεσμού σύναψη το Μάιο 1988 διεθνούς σύμβασης στην Οτάβα του Καναδά. 3. ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΔΙΕΡΧΕΤΑΙ ΤΟ LEASING Το leasing διέρχεται από τρεις φάσεις 12, ακολουθώντας την παρακάτω πορεία: 11 Το 1972, ο εξοπλισμός που αποκτήθηκε εκεί με leasing ανήλθε σε 2,1 δις. E.C.U (Ευρωπαϊκή Νομισματική Μονάδα) το 1980 σε 12,2 δις. και το 1985 σε 29,1 δις. ( Βλ. σχετ. Unidroit, Study LIX- Doc.) 12 Μάζης, Π. 2010. Η Χρηματοδοτική Μίσθωση (Leasing). Εκδόσεις: Σάκκουλα. Αθήνα, σελ.1-3 12
Α) Μια επιχείρηση ή ένας επαγγελματίας που έχει ανάγκη να προμηθευτεί κινητό εξοπλισμό και δεν διαθέτει ή δεν θέλει να διαθέσει το αναγκαίο χρηματικό ποσό για την αγορά του, απευθύνεται σε ένα χρηματοδοτικό οίκο και συγκεκριμένα στην εταιρία leasing αφού προηγουμένως επιλέξει τον προμηθευτή, το είδος, ιδιότητες, ποιότητα κλπ. του υλικού και καταλήξει μ αυτόν στο ύψος του τιμήματος και στους όρους παράδοσης και της ζητεί να προβεί αυτή στην αγορά του. Η τελευταία, αφού ελέγξει το αίτημα του επενδυτή πελάτη της και το αποδεχθεί, συνάπτει μ αυτόν σύμβαση leasing και αγοράζει τον επιλεγμένο εξοπλισμό από τον προμηθευτή, ο οποίος τον παραδίδει με την εντολή της απευθείας στον επενδυτή. Β) Στη δεύτερη και κύρια φάση της συναλλαγής, που περιλαμβάνει ένα καθορισμένο στη σύμβαση leasing χρονικό διάστημα, στη διάρκεια του οποίου κανένα από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη, δηλαδή ούτε η εταιρία leasing, ούτε ο επενδυτής, δεν μπορεί να την καταγγείλει (ανέκκλητη περίοδος) και που παίρνει μεν ως βάση το χρόνο της οικονομικής ζωής του χρηματοδοτούμενου αγαθού, αλλά συνήθως είναι κάτι τι μικρότερο. Ο επενδυτής έχει ως μισθωτής τη χρήση του και καταβάλλει στην εταιρία leasing, ως εκμισθώτρια μισθώματα σε ορισμένες τακτές δόσεις, που καλύπτουν το μεγαλύτερο ή και το σύνολο του καταβεβλημένου απ αυτήν κεφαλαίου αγοράς του πράγματος, πλέον τόκων, εξόδων και ενός παραπέρα εύλογου ποσού αμοιβή της, ενώ παράλληλα επωμίζεται όλους τους κινδύνους, τα βάρη και τις δαπάνες για τη διατήρηση ακέραιου του μισθίου, ευθυνόμενος έτσι για κάθε βλάβη και για την ολοκληρωτική καταστροφή ή απώλεια του ακόμη κι αν αυτή οφείλεται σε τυχαίο περιστατικό ή σε ανώτερη βία για την πληρωμή των κάθε είδους φόρων και των εξόδων ασφάλισης του, καθώς επίσης και για την αποζημίωση τρίτων από ζημιογόνα περιστατικά που προκαλούνται από τη χρήση του πράγματος. Αν ο μισθωτής δεν τηρήσει τις υποχρεώσεις του έναντι της εκμισθώτριας και κυρίας του πράγματος εταιρίας leasing, ιδιαίτερα αν δεν καταβάλλει κανονικά και εμπρόθεσμα το μίσθωμα, αυτή μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση και να αναλάβει το μίσθιο παραχωρώντας το, από εκεί και πέρα, σε νέα μίσθωση ή πουλώντας το σε τρίτον χωρίς να αποκλείεται καταρχήν να έχει συμφωνηθεί και δυνατότητα της να αξιώσει τότε επιπλέον την καταβολή και των οφειλόμενων μελλοντικών μισθωμάτων ως αποζημίωση της. Γ) Με τον τερματισμό της ανέκκλητης περιόδου αυτής και σε ομαλή εξέλιξη μέχρι τότε της συναλλαγής, ο μισθωτής έχει συνήθως την ευχέρεια να επιλέξει ανάμεσα στις τρεις παρακάτω λύσεις: 1.Να αποκτήσει την κυριότητα του πράγματος εφόσον αυτό διατηρεί ακόμη κάποια χρησιμότητα γι αυτόν με βάση σχετικό δικαίωμα του προαίρεσης (option) αγοράς του που συμφωνείται από την αρχή στη σύμβαση, πληρώνοντας ως τίμημα στην εταιρία leasing είτε ένα μικρό ποσό που ανταποκρίνεται στην υπολειμματική αξία, δηλαδή στο μη εξοφλημένο με τα μέχρι τότε μισθώματα μέρος του καταβλημένου απ αυτήν αρχικού κεφαλαίου με τους τόκους του κλπ. και που κατά κανόνα είναι πολύ κατώτερο από την αγοραία στο χρόνο αυτό άσκησης της option αξία του πράγματος, είτε ένα συμβολικό ποσό, όταν με τα μέχρι τότε μισθώματα καλύφθηκε ολοκληρωτικά το καταβλημένο από την εταιρία leasing, κεφάλαιο με τους τόκους, έξοδα και το σχετικό κέρδος της. 2.Να ανανεώσει τη μίσθωση για μια ορισμένη διάρκεια, έναντι καταβολής ενός μισθώματος που οι δόσεις του είναι πολύ μικρότερες από εκείνες της ανέκκλητης περιόδου 13
3.Να επιστρέψει το πράγμα στην εκμισθώτρια εταιρία η οποία, αν αυτό διατηρεί ακόμη μια κάποια αξία, το πωλεί ή το εκμισθώνει σε τρίτο ως μεταχειρισμένο, αλλιώς αν είναι πια άχρηστο ως παλιοσίδερα. 4. ΕΙΔΙΚΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΤΑΙΡΙΑ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΗΣ ΜΙΣΘΩΣΗΣ ΩΣ ΒΑΣΙΚΟΥ ΦΟΡΕΑ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΗΣ ΜΙΣΘΩΣΗΣ 4.1 ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ-ΑΔΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ Ο νόμος 1665/1986 όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με τους νόμους 2367/1995 και 3483/2006, προβλέπει στο άρθρο 2 ειδικές προϋποθέσεις σύστασης και λειτουργίας των εταιριών χρηματοδοτικής μίσθωσης, οι οποίες πλέον όμως χάνουν το μονοπώλιο σύναψης συμβάσεων χρηματοδοτικής μίσθωσης. Σύμφωνα με τις ρυθμίσεις αυτές, μόνο ανώνυμες εταιρίες με ελάχιστο καταβεβλημένο κεφάλαιο ορισμένου ύψους και με σκοπό τη σύναψη, με την ιδιότητα του εκμισθωτή, συμβάσεων χρηματοδοτικής μίσθωσης μπορούν να λάβουν την αναγκαία άδεια λειτουργίας. Ειδικότερα: Το ελάχιστο μετοχικό κεφάλαιο των εταιριών χρηματοδοτικής μίσθωσης ανέρχεται σήμερα σε εννέα εκατομμύρια, ποσό που αντιστοιχεί στο ήμισυ του ελάχιστου μετοχικού κεφαλαίου που απαιτείται για τη σύσταση ανώνυμων τραπεζικών εταιριών, το οποίο ανέρχεται σε δεκαοκτώ εκατομμύρια. Το κεφάλαιο μπορεί να είναι καταβεβλημένο είτε σε μετρητά είτε σε είδος. Οι μετοχές της εταιρίας πρέπει να είναι απαραίτητα ονομαστικές. Οι εταιρίες χρηματοδοτικής μίσθωσης αποτελούν κατά την έννοια της τραπεζικής οδηγίας 2006/48/ΕΚ και του νόμου 3601/2007, ο οποίος ενσωματώνει την οδηγία στο εσωτερικό τραπεζικό δίκαιο, χρηματοδοτικούς οργανισμούς και απολαμβάνουν την αμοιβαία αναγνώριση του νόμου αυτού. Είναι αυτονόητο ότι, αφού οι εταιρίες χρηματοδοτικής μίσθωσης έχουν τη νομική μορφή της ανώνυμης εταιρίας, εφαρμόζονται ως προς τον τρόπο ίδρυσης τους και οι διατάξεις του νόμου 2190/1920, όπως τροποποιήθηκε με το νόμο 3604/2007. Επομένως απαιτούνται η καταχώρηση στο μητρώο ανώνυμων εταιριών που τηρεί η υπηρεσία του Υπουργείου Ανάπτυξης της νομαρχίας της έδρας της επιχείρησης, του καταστατικού της και της εγκριτικής απόφασης του καταστατικού από την διοίκηση 13. Επιπλέον πρέπει, στις περιπτώσεις των εταιριών αυτών, να ελεγχθεί η τήρηση των ειδικών προϋποθέσεων του νόμου 1665/1986. Για τη σύσταση των εταιριών χρηματοδοτικής μίσθωσης απαιτείται κατά το άρθρο 2 παράγραφος 1 του νόμου 1665/1986 ειδική άδεια της Τράπεζας της Ελλάδος που είναι και η εποπτεύουσα αρχή των εταιριών αυτών. Αυτό ισχύει και στις περιπτώσεις μετατροπής υφιστάμενης ανώνυμης εταιρίας σε εταιρία χρηματοδοτικής μίσθωσης με τροποποίηση του καταστατικού της καθώς και εγκατάστασης αλλοδαπού χρηματοδοτικού ιδρύματος που δεν εδρεύει σε κράτος-μέλος του (Ε.Ο.Χ.) με τέτοιον σκοπό στην Ελλάδα. 13 Εγκριτική απόφαση δεν απαιτείται αν το μετοχικό κεφάλαιο της ανώνυμης εταιρίας δεν υπερβαίνει το ποσό των τριών εκατομμυρίων. 14
Η άδεια αυτή που συνδέεται με τη χρηματοδοτική λειτουργία της χρηματοδοτικής μίσθωσης, δημοσιεύεται στο οικείο τεύχος της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως και αποτελεί προϋπόθεση για την εγκριτική απόφαση της διοίκησης συνεπώς προηγείται της τελευταίας. Τυχόν ρητή ή σιωπηρή άρνηση της Τράπεζας της Ελλάδος να χορηγήσει τη ζητούμενη άδεια λειτουργίας προσβάλλεται ως ατομική διοικητική πράξη με αίτηση ακυρώσεως στο Συμβούλιο της Επικράτειας. Η Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία έχει δικαίωμα ανάκλησης ή προσωρινής αναστολής της εν λόγω άδειας, μπορεί να εξειδικεύει τις προϋποθέσεις χορήγησης, ανάκλησης ή προσωρινής αναστολής της άδειας αυτής. Τέλος η Τράπεζα της Ελλάδος ασκεί εποπτεία στις επιχειρήσεις, οι οποίες ασχολούνται με συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης. 4.2 Η ΕΤΑΙΡΙΑ LEASING ΩΣ ΕΤΑΙΡΙΑ ΕΙΔΙΚΟΥ ΣΚΟΠΟΥ Σύμφωνα με το νόμο 1665/1986 συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης μπορούν να συνάπτουν ως εκμισθωτές μεταξύ άλλων και ανώνυμες εταιρίες με σκοπό τη διενέργεια εργασιών του νόμου αυτού 14. Ο νομοθέτης είχε περιορίσει τη δυνατότητα σύναψης συμβάσεων χρηματοδοτικής μίσθωσης μόνο στις εν λόγω ανώνυμες εταιρίες. Ο λόγος που ο νομοθέτης επεφύλαξε στο παρελθόν το ρόλο του εκμισθωτή στις συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης αποκλειστικά σε ειδικές ανώνυμες εταιρίες, οι οποίες πληρούν τις προϋποθέσεις του νόμου ως προς την κεφαλαιακή διάρθρωση τους και τελούν υπό την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος, είναι η προστασία του κοινού από αφερέγγυους εκμισθωτές. Πράγματι επειδή, η σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης επιτελεί ρόλο πρωτίστως χρηματοδοτικό, ο νομοθέτης έκρινε ότι οι επιχειρήσεις που θα αναλάβουν την εν λόγω επιχειρηματική δραστηριότητα θα πρέπει να παρέχουν εχέγγυα ασφαλείας για την απρόσκοπτη διεξαγωγή των εργασιών τους και συνεπώς δεν θα πρέπει να εμπλακούν σε άλλου είδους κερδοσκοπική διαμεσολάβηση και κατ επέκταση σε άλλου είδους επιχειρηματική διακινδύνευση της περιουσίας τους. Ωστόσο, θεωρώντας ο νομοθέτης ότι και τα πιστωτικά ιδρύματα, που υπόκεινται στην εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος και τηρούν κανόνες για την εξασφάλιση της κεφαλαιακής τους επάρκειας, πληρούν τους όρους προστασίας, επέκτεινε και σε αυτά τη δυνατότητα να είναι εκμισθωτές σε συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης. Εξάλλου, η νομοθετική αυτή εξέλιξη υπαγορεύθηκε από το γεγονός ότι οι συσταθείσες και λειτουργούσες στην Ελλάδα εταιρίες χρηματοδοτικής μίσθωσης ήταν στη μεγάλη πλειοψηφία τους θυγατρικές τραπεζών. Στο παρελθόν η περιοριστική διατύπωση του νόμου είχε δημιουργήσει προβλήματα στην πράξη, ιδίως όταν οι εποπτεύουσες αρχές προέβαιναν σε στενή κατά γράμμα ερμηνεία της σχετικής διάταξης. Πράγματι εκ πρώτης όψεως το γράμμα του νόμου φαινόταν να μην επιτρέπει στις εταιρίες χρηματοδοτικής μίσθωσης καμία άλλη πράξη, εκτός της υπογραφής συμβάσεων χρηματοδοτικής μίσθωσης. Τούτο όμως δεν μπορούσε να είναι ακριβές. 14 Γεωργιάδης, Απ. 2000. Νέες μορφές συμβάσεων της σύγχρονης οικονομίας. Εκδόσεις: Σάκκουλα, Αθήνα,σελ.110-113 15
Η δραστηριοποίηση μιας εταιρίας στον χώρο της σύναψης χρηματοδοτικών μισθώσεων προϋποθέτει σειρά βοηθητικών εργασιών, όπως η αγορά ή η μίσθωση γραφείων για τη στέγαση της διοίκησης, Οι εταιρίες χρηματοδοτικής μίσθωσης δεν επιτρέπεται να αναπτύξουν παράλληλα με τη σύναψη χρηματοδοτικών μισθώσεων και άλλη επιχειρηματική δραστηριότητα, διενεργώντας εργασίες άλλου είδους, παρά μόνο εργασίες συμπληρωματικές ή παρεμφερείς με τη χρηματοδοτική μίσθωση με τους όρους και τις προϋποθέσεις που θα ορίσει η νομοθετικά εξουσιοδοτημένη γι αυτό Τράπεζα της Ελλάδος. Δεν εμποδίζονται πάντως να προβαίνουν στη σύναψη άλλων δικαιοπραξιών που απαιτούνται για την προώθηση του σκοπού τους, όπως π.χ. σε σύναψη πιστωτικών συμβάσεων με πιστωτικά ιδρύματα, σε αγορές κινητών ή ακινήτων τα οποία θα εκμισθώσουν χρηματοδοτικά, σε πώληση ή εκμίσθωση πραγμάτων για τα οποία λύθηκε πρόωρα χρηματοδοτική μίσθωση ή δεν ασκήθηκε το δικαίωμα προαιρέσεως από τον μισθωτή. Περαιτέρω δεν εμποδίζονται να μετέχουν σε άλλες κεφαλαιουχικές εταιρίες, δεδομένου ότι κατ αρχήν η συμμετοχή στο κεφάλαιο άλλων εταιριών δεν συνιστά αυτοτελές αντικείμενο επιχειρηματικής δραστηριότητας αλλά απλή επένδυση περιουσιακών στοιχείων της εταιρίας, η οποία δεν εμπίπτει στην απαγόρευση του νόμου. 4.3 ΚΟΙΝΟΤΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΙΕΣ LEASING Η χρηματοδοτική μίσθωση συγκαταλέγεται στις χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες, των οποίων η ελεύθερη παροχή διέπεται από τα άρθρα 43 και 49 ΣυνθΕΚ. Η Τραπεζική Οδηγία 2006/48/ΕΚ επιβάλλει επιπλέον και ειδικά στον τομέα παροχής τραπεζικών υπηρεσιών, την αρχή της χώρας προέλευσης και καθιστά υποχρεωτική υπό τις εκεί διαγραφόμενες προϋποθέσεις για κάθε κράτος-μέλος την ανοχή της άσκησης δραστηριοτήτων χρηματοδοτικής μίσθωσης από εταιρίες κράτους μέλους είτε υπό την μορφή ελεύθερης παροχής υπηρεσιών είτε υπό τη μορφή εγκατάστασης, όταν η εν λόγω εταιρία έχει λάβει ανάλογη άδεια στη χώρα προέλευσης της. Γι αυτόν το λόγο και πριν από την προαναφερθείσα νομοθετική μεταβολή είχε ασκηθεί ιδιαίτερη κριτική στον προγενέστερο αποκλεισμό των πιστωτικών ιδρυμάτων από τη δυνατότητα σύναψης συμβάσεων χρηματοδοτικής, με το επιχείρημα ότι, επειδή κατά την τότε ισχύουσα κοινοτική οδηγία υπηρεσίες χρηματοδοτικής μίσθωσης με τους προαναφερθέντες όρους δικαιούνται να ασκούν και τράπεζες και όχι μόνο εταιρίες ειδικού σκοπού. Εάν στη χώρα προέλευσης δεν έχει δοθεί ή δεν προβλέπεται έκδοση άδειας λειτουργίας των εν λόγω εταιριών, θα πρέπει να τηρηθούν οι κανόνες που διέπουν τη λειτουργία των εταιριών αυτών στη χώρα υποδοχής, χωρίς πρόσθετες προϋποθέσεις. Σε κάθε περίπτωση μέτρο των περιορισμών που επιτρέπεται να επιβληθούν αποτελούν οι αναγνωρισμένες στο κοινοτικό δίκαιο και στην νομολογία του ΔΕΚ αρχές της αναλογικότητας και της εξυπηρέτησης του υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος. Ήδη ο νόμος 2076/1992, που ενσωμάτωνε στην ελληνική έννομη τάξη τη δεύτερη τραπεζική Οδηγία, προέβλεπε στο άρθρο 14 ότι οι εταιρίες χρηματοδοτικής μίσθωσης, που είναι θυγατρικές κοινοτικών τραπεζικών ιδρυμάτων, δεν χρειάζονται άδεια της Τράπεζας της Ελλάδος για την εγκατάσταση υποκαταστήματος ή την παροχή υπηρεσιών χωρίς εγκατάσταση στην Ελλάδα. 16
Άδεια της Τράπεζας της Ελλάδος απαιτείται μόνο για την εγκατάσταση και λειτουργία στην Ελλάδα υποκαταστημάτων αλλοδαπών χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, τα οποία δεν εδρεύουν σε κράτος μέλος του Ε.Ο.Χ. Κατά τα λοιπά οι κοινοτικές εταιρίες χρηματοδοτικής μίσθωσης υπόκεινται στις διαδικασίες που προβλέπονται για τα χρηματοδοτικά ιδρύματα στον νόμο 3601/2007. Αντίστοιχα, ελληνικές εταιρίες χρηματοδοτικής μίσθωσης που εδρεύουν στην Ελλάδα πρέπει να πληρούν τις προϋποθέσεις και να ακολουθούν τη διαδικασία του άρθρου 19 του νόμου 3601/2007, προκειμένου να παρέχουν υπηρεσίες με ή χωρίς εγκατάσταση σε άλλο κράτος-μέλος. 5. ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΠΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΗΣ ΜΙΣΘΩΣΗΣ 5.1 Η ΣΧΕΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΕΚΜΙΣΘΩΤΗ ΚΑΙ ΜΙΣΘΩΤΗ Το θέμα της νομικής φύσης της σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης βρίσκεται σήμερα διεθνώς στο επίκεντρο των θεωρητικών συζητήσεων και όπως είναι φυσικό έχουν διατυπωθεί ποικίλες απόψεις σχετικά με το ζήτημα αυτό. Οι κυριότερες απόψεις είναι ότι πρόκειται για απλή σύμβαση μίσθωσης πράγματος, στην οποία οι σχετικές διατάξεις εφαρμόζονται μόνο για σύμβαση πώλησης, για πώληση δικαιώματος, για μια μεικτή σύμβαση με στοιχεία εντολής και συναινετικού δανείου. Άλλη άποψη αντιμετωπίζει τη σύμβαση επίσης ως μεικτή με στοιχεία πώλησης δικαιώματος και συναινετικού δανείου ως σύμβαση πίστωσης όπου και πάλι έντονα αμφισβητούνται τα επιμέρους στοιχεία αυτής της σύμβασης. Η σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης που καταρτίζεται μεταξύ εκμισθωτή και μισθωτή δεν είναι απλή σύμβαση μίσθωσης πράγματος όπως το όνομα της αφήνει να νομισθεί, αλλά σύνθετη ή μεικτή σύμβαση, η οποία έχει στοιχεία από 15 : Α) Σύμβαση μίσθωσης: Χαρακτηρίσαμε παραπάνω το βασικό περιεχόμενο της σύμβασης leasing ως μίσθωση πράγματος. Ωστόσο η χρηματοδοτική μίσθωση διαφέρει από τη συνήθη μίσθωση ως προς την ευθύνη για το πράγμα και ως προς την κατανομή των κινδύνων μεταξύ των συμβαλλομένων τόσο έντονα, ώστε γεννώνται αμφιβολίες για το αν μπορεί αν εδώ να γίνεται καν λόγος για μίσθωση πράγματος. Στη συνήθη μίσθωση ο εκμισθωτής υποχρεούται κατά τη διάρκεια της σύμβασης να διατηρεί το μίσθιο κατάλληλο για τη συμφωνηθείσα χρήση, ευθύνεται για τα πραγματικά ελαττώματα κλπ. του μισθίου και φέρει τον κίνδυνο της τυχαίας καταστροφής ή χειροτέρευσης του. Εντελώς διαφορετική είναι συνήθως η κατάσταση στη χρηματοδοτική μίσθωση: Ο εκμισθωτής εκχωρεί μεν στον μισθωτή όλες τις αξιώσεις του κατά του προμηθευτή από τη σύμβαση πώλησης, αποκλείει όμως οποιαδήποτε δική του ευθύνη. Τυχόν ελαττώματα του πράγματος δεν παρέχουν στον μισθωτή δικαίωμα μείωσης ή μη καταβολής του μισθώματος. 15 Γεωργιάδης, Απ. 2004. Ενοχικό Δίκαιο. Εκδόσεις: Σάκκουλα. Αθήνα, σελ.505-508 17
Ο μισθωτής (και όχι ο εκμισθωτής) υποχρεούται να διατηρεί το πράγμα κατάλληλο για τη συμφωνηθείσα χρήση και να φέρει όλες τις δαπάνες του πράγματος καθ όλη τη διάρκεια της σύμβασης. Αυτός φέρει επίσης τον κίνδυνο της τυχαίας καταστροφής, απώλειας, κλοπής ή βλάβης του πράγματος. Σύμφωνα με τη σύμβαση, τέτοια γεγονότα δεν απαλλάσσουν τον μισθωτή από την υποχρέωση καταβολής του μισθώματος. Αυτός υποχρεούται, σε περίπτωση βλάβης του πράγματος, να το επιδιορθώσει με δικά του έξοδα και σε περίπτωση τυχαίας καταστροφής ή απώλειας, να το αντικαταστήσει με άλλο ίσης αξίας. Εναλλακτικά έχει τη δυνατότητα να πληρώσει τις υπόλοιπες δόσεις του μισθώματος, οπότε απαλλάσσεται. Έτσι στη σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης η ευθύνη του μισθωτή ως προς το πράγμα και η κατανομή των κινδύνων σε βάρος του ρυθμίζονται κατά τρόπο, που προσιδιάζει στη πώληση και όχι στη μίσθωση πράγματος. Οι κίνδυνοι, τους οποίους συνήθως φέρει ο ιδιοκτήτης του πράγματος, μετατοπίζονται με τη χρηματοδοτική μίσθωση στον μισθωτή, του οποίου η νομική θέση σχετικά με την ευθύνη του πράγματος. Ο εκμισθωτής φέρει απλώς τον κίνδυνο της χρηματοδότησης, δηλαδή τον κίνδυνο τυχόν αδυναμίας του μισθωτή να πληρώσει το μίσθωμα. Οι ανωτέρω διαφορές δείχνουν ότι με τη σύμβαση αυτή επιδιώκεται ένας ιδιαίτερος δικαιοπρακτικός σκοπός, που αποκλείει να τη θεωρήσουμε ως μορφή έστω και ουσιωδώς παραλλαγμένη της μίσθωσης πράγματος. Πρόκειται για νέο συμβατικό μόρφωμα που αναγνωρίσθηκε από το νόμο αφού πρώτα αναπτύχθηκε στη συναλλακτική πρακτική και το οποίο δεν μπορεί να ενταχθεί αβίαστα σε κανένα από τους παραδοσιακούς συμβατικούς τύπους. Η βασική υποχρέωση που αναλαμβάνει με τη σύμβαση αυτή ο εκμισθωτής δεν είναι η παραχώρηση της χρήσης ενός πράγματος αλλά η ικανοποίηση ορισμένης επενδυτικής ανάγκης του μισθωτή σε αγαθά κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορεί αυτός να καλύπτει τα έξοδα της επένδυσης από τα έσοδα της λειτουργίας του αγαθού. Β) Σύμβαση εντολής: Ένα από τα πλεονεκτήματα και γι αυτό μία από τις αιτίες επιτυχίας του θεσμού της χρηματοδοτικής μίσθωσης είναι ότι η επιλογή του αγαθού που θα αποτελέσει αντικείμενο της μίσθωσης γίνεται από τον μελλοντικό μισθωτή. Στην εκμισθώτρια εταιρεία, η οποία ενδιαφέρεται κυρίως για την οικονομική πλευρά της επένδυσης και όχι τόσο για το συγκεκριμένο αντικείμενο, αρκεί ότι το αγαθό του οποίου θα αποκτήσει την κυριότητα έχει ορισμένη εμπορική αξία. Γι αυτό αναθέτει στον μελλοντικό μισθωτή να επιλέξει το αντικείμενο και τον προμηθευτή και να διαπραγματευτεί τους όρους της σύμβασης πωλήσεως που αυτή θα καταρτίσει με τον τελευταίο. Η ανάθεση αυτή και η αποδοχή της από τον ενδιαφερόμενο αποτελούν σύμβαση εντολής. Γ) Εκχώρηση απαιτήσεως: Στη σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης περιλαμβάνεται συνήθως και εκχώρηση από την εταιρία leasing (εκμισθωτή) προς τον μισθωτή των δικαιωμάτων που αυτή έχει κατά του προμηθευτή από τη σύμβαση της πώλησης. Πρόκειται για εκχώρηση συγκεκριμένων δικαιωμάτων και όχι για μεταβίβαση ολόκληρου του συμβατικού δεσμού. Από αυτό προκύπτει ότι οφειλέτης του τιμήματος (αν δεν προκαταβλήθηκε) εξακολουθεί και μετά την εκχώρηση να είναι ο εκμισθωτής και ότι ο προμηθευτής μπορεί κατά την ΑΚ 463 παράγραφος 1 να αντιτάξει στον μισθωτή (εκδοχέα) ενστάσεις που έχει κατά του εκμισθωτή (εκχωρητή), εκτός αν στη σύμβαση πωλήσεως συμφωνήθηκε το αντίθετο. Εάν η σύμβαση δεν προβλέπει ρητά τη μεταβίβαση των δικαιωμάτων, αυτό δεν σημαίνει ότι η μεταβίβαση αποκλείσθηκε. 18
Από τη χρηματοδοτική λειτουργία της σύμβασης leasing προκύπτει ότι η υποχρέωση του εκμισθωτή για εκχώρηση ή εξουσιοδότηση προς άσκηση των δικαιωμάτων του από την πώληση αποτελεί παρεπόμενη υποχρέωση, επιβαλλόμενη από την καλή πίστη (ΑΚ 288,281). Δ) Σύμφωνο προαιρέσεως: Η συμφωνία μεταξύ εκμισθωτή και μισθωτή ότι ο τελευταίος θα έχει το δικαίωμα είτε να αγοράσει το πράγμα είτε να ανανεώσει τη μίσθωση για ορισμένο χρόνο, αποτελεί σύμφωνο προαιρέσεως, με το οποίο θεμελιώνεται το σχετικό διαπλαστικό δικαίωμα του μισθωτή και καθορίζεται το περιεχόμενο της οριστικής σύμβασης (πώλησης ή μίσθωσης) που θα ολοκληρωθεί με τη μονομερή δήλωση του μισθωτή. 5.2 Η ΣΧΕΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΕΚΜΙΣΘΩΤΗ ΚΑΙ ΠΡΟΜΗΘΕΥΤΗ Ο εκμισθωτής και ο προμηθευτής συνδέονται μεταξύ τους με τη σύμβαση πώλησης, την οποία ο πρώτος καταρτίζει είτε αυτοπροσώπως είτε μέσω του μισθωτή που ενεργεί ως άμεσος αντιπρόσωπος. Και όταν ακόμη ο εκμισθωτής σκοπεύει να καταρτίσει τη σύμβαση πώλησης αυτοπροσώπως, δεν αποκλείεται να έχει αναθέσει στον μισθωτή τη διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων, οπότε, αν η σύμβαση τελικά δεν καταρτισθεί και γεννηθεί θέμα ευθύνης από τις διαπραγματεύσεις κατά τις ΑΚ 197-198, πρέπει να διακρίνουμε: Αν ζημιώθηκε ο εκμισθωτής, μπορεί να ζητήσει αποζημίωση από τον προμηθευτή υπό τις προϋποθέσεις των ΑΚ 197-198. Αν υπέστη ζημιά ο προμηθευτής, ο εκμισθωτής ευθύνεται για το προσυμβατικό πταίσμα του μισθωτή κατά τις ΑΚ 197-198 σε συνδυασμό με την ΑΚ 922. Αδιάφορο είναι, αν παράλληλα ευθύνεται ή έχει αξίωση και ο ίδιος ο μισθωτής. Το γεγονός ότι η πώληση στην προκειμένη περίπτωση καταρτίζεται στο πλαίσιο μιας χρηματοδοτικής μίσθωσης, φυσικό είναι να επηρεάζει και το περιεχόμενο της. Έτσι σ αυτή τη σύμβαση πώλησης πρέπει, εκτός των άλλων, να συμφωνείται: Α) Ότι η παράδοση του πράγματος από τον προμηθευτή θα γίνει απευθείας στον μισθωτή χωρίς οποιαδήποτε μεσολάβηση ή παρέμβαση του εκμισθωτή 16. Β) Ότι τα δικαιώματα του εκμισθωτή κατά του προμηθευτή από τη σύμβαση πώλησης λόγω μη εκπλήρωσης, πλημμελούς εκπλήρωσης, υπερημερίας ως προς την παράδοση ή εγκατάσταση του πράγματος, ελαττωμάτων κλπ. εκχωρούνται στον μισθωτή. 5.3 Η ΣΧΕΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΜΙΣΘΩΤΗ ΚΑΙ ΠΡΟΜΗΘΕΥΤΗ Ο μισθωτής κατά κανόνα δεν συνδέεται με κάποια συμβατική σχέση με τον προμηθευτή. Ωστόσο, με βάση τα δικαιώματα από την πώληση που του έχουν εκχωρηθεί από τον εκμισθωτή, μπορεί να στραφεί κατά του προμηθευτή και να τον εξαναγκάσει σε τήρηση των υποχρεώσεων του ως πωλητή, σε καταβολή αποζημιώσεως κλπ. Ο μισθωτής, ως εκδοχέας των παραπάνω δικαιωμάτων, θα τα ασκήσει στο όνομα του και για λογαριασμό του, ζητώντας π.χ. αποκατάσταση της δικής του ζημιάς. 16 Γεωργιάδης, Απ. 2004. Ενοχικό Δίκαιο. Εκδόσεις: Σάκκουλα. Αθήνα, σελ.509 19
5.4 Η ΣΧΕΣΗ ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΩΝ ΜΕ ΤΡΙΤΟΥΣ Α) Εκχώρηση των μισθωμάτων:ενδιαφέρον παρουσιάζει κατ αρχάς η περίπτωση, κατά την οποία ο εκμισθωτής εκχωρεί τις απαιτήσεις του εναντίον του μισθωτή σε τρίτον, συνήθως πιστωτικό οργανισμό, προκειμένου να χρηματοδοτηθεί. Στην περίπτωση αυτή ο τρίτος εκδοχέας (π.χ. εταιρία Factoring) αποκτά κάτι παραπάνω από την απλή ελπίδα γένεσης της προεκχωρηθείσας απαίτησης για καταβολή του μισθώματος, όπου ο εκμισθωτής οφείλει και ο ίδιος να εκτελέσει τη παροχή του. Αποκτά δηλαδή ήδη γεννημένη απαίτηση, όχι μελλοντική. Επισημάνθηκε παραπάνω ότι η καταβολή των δόσεων εκ μέρους του μισθωτή δεν αποτελεί απλά και μόνο το αντάλλαγμα για τη χρήση του μισθίου. Οι δόσεις εδώ αποτελούν, αντίθετα τον τρόπο με τον οποίο αποκαθιστάται οικονομικά η χρηματοδοτική διαμεσολάβηση του εκμισθωτή στη σχέση μεταξύ μισθωτή και προμηθευτή κατά κεφάλαιο, τόκους και προμήθεια. Ο εκμισθωτής έχει πράγματι εκπληρώσει τις βασικές υποχρεώσεις ήδη με το να αγοράσει και θέσει στη διάθεση του μισθωτή το πράγμα. Κατά συνέπεια, η πληρωμή των δόσεων-μισθωμάτων δεν εξαρτάται πλέον από την εκπλήρωση των δικών του υποχρεώσεων. Κατά τούτο είναι και η θέση του ισχυρότερη από εκείνη του απλού εκμισθωτή πράγματος. Ο εκδοχέας με την εκχώρηση και την αναγγελία αποκτά την έννομη θέση του εκδοχέα υπαρκτής απαίτησης, ώστε να μη δικαιούται στο εξής ο εκμισθωτής να λύσει τη σύμβαση του με τον μισθωτή και να ματαιώσει έτσι την είσπραξη των απαιτήσεων από τον εκδοχέα χωρίς τη συναίνεση του τελευταίου. Αυτό θα ισχύει απέναντι στον μισθωτή, υπό την προϋπόθεση της αναγγελίας σ αυτόν της εκχώρησης. Εξάλλου, αλλιώς θα έχει το πράγμα, εάν κατά τη συνομολόγηση της σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης περιλήφθηκε όρος περί δικαιώματος του μισθωτή να καταγγείλει οποτεδήποτε τη σύμβαση, διότι τότε η απαίτηση του εκμισθωτή γεννάται υπό διαλυτική αίρεση και μόνο ως τέτοια μπορεί να εκχωρηθεί. Β) Καταδολίευση δανειστών: Η περίπτωση της δόλιας πρόκλησης αφερεγγυότητας του μισθωτή-οφειλέτη μπορεί να παρουσιασθεί στην αντίστροφη χρηματοδοτική μίσθωση. Εδώ ο οφειλέτης μπορεί να συνάπτει τη χρηματοδοτική μίσθωση μόνο και μόνο για να μην εμφανίζεται πλέον ως κύριος των διάφορων αντικειμένων της επιχείρησης του και με σκοπό βλάβης των δανειστών του, ενώ ταυτόχρονα παραμένει χρήστης των αντικειμένων αυτών, αλλά και εισπράττει επιπλέον την αξία τους από την πώληση τους στην εταιρία χρηματοδοτικής μίσθωσης 17. Γ) Ευθύνη του εκμισθωτή-κυρίου απέναντι σε τρίτους: Τυπική σε συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης είναι η ρήτρα, σύμφωνα με την οποία ο μισθωτής επιβαρύνεται με κάθε φόρο, δαπάνη και ευθύνη για το πράγμα. Ερωτάται λοιπόν, κατά πόσον τέτοιες ρήτρες ισχύουν και προβάλλονται ισχυρά και έναντι τρίτων. Η απάντηση θα πρέπει κατά το πρότυπο της διεθνούς σύμβασης της Οτάβα 18 να διακρίνει ανάμεσα στην ευθύνη από την ιδιότητα της εταιρίας ως εκμισθώτριας και στην ευθύνη από την ιδιότητα της ως ιδιοκτήτριας του μισθίου. Στην πρώτη περίπτωση ο αποκλεισμός της ευθύνης πρέπει να θεωρηθεί ισχυρός και απέναντι σε τρίτους. 17 Γεωργιάδης, Απ. 2004. Ενοχικό Δίκαιο. Εκδόσεις: Σάκκουλα. Αθήνα, σελ.510-511 18 Στις 25/8/1988 ψηφίστηκε η διεθνής σύμβαση για το leasing. 20