Δημήτρης Δαμάσκος Δημήτρης Πλάντζος Πανεπιστημιακή Ανασκαφή Άργους Ορεστικού Από τo 2009 το διενεργεί ανασκαφή στο Άργος Ορεστικό υπό τη διεύθυνση των συγγραφέων. Η ανασκαφή τελεί υπό την εποπτεία της ΚΘ Εφορείας Προϊστορικών Κλασικών Αρχαιοτήτων και της 16ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων. Στην ανασκαφή συμμετέχουν, ως εκπαιδευόμενοι, φοιτητές του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας () και Διαχείρισης Πολιτισμικού Περιβάλλοντος και Νέων Τεχνολογιών (Πανεπιστήμιο Δυτικής Ελλάδας). Η περιοχή του Άργους Ορεστικού κατά την αρχαιότητα ανήκε στην περιοχή της Ορεστίδος, τμήματος της Άνω Μακεδονίας, το οποίο μόνο από την εποχή του Φιλίππου Β έως τη ρωμαϊκή κατάκτηση υπαγόταν στο Βασίλειο της Μακεδονίας κι ως το τέλος της αρχαιότητας είχε αυτόνομο καθεστώς. Η ανασκαφή συνεχίζει τις έρευνες του Θανάση Παπαζώτου της δεκαετίας του 1980 στη θέση Παραβέλα, περίπου 1,5 χμ. βορειοδυτικά του Άργους Ορεστικού (εικ. 1). 1. Γύρω στο μισό χιλιόμετρο νότια της τοποθεσίας διέρχεται ο ποταμός Αλιάκμονας. Πρόκειται για έναν χαμηλό λόφο που προσφέρει ανεμπόδιστη θέα στον κάμπο και απέχει μόλις ένα χιλιόμετρο προς δυσμάς από την παλαιοχριστιανική Διοκλητιανούπολη. Η επιλογή του χώρου έγινε κατόπιν μελετών του Δ. Δαμάσκου στην περιοχή, τμήμα των οποίων ανακοινώθηκαν στο ΑΕΜΘ του 2006 1. Στην ανακοίνωση αυτή είχε προταθεί η ταύτιση ενός ρωμαϊκού κτίσματος που είχε εντοπίσει ο Παπαζώτος κατά τη διάρκεια σύντομης έρευνάς του στην Παραβέλα με την Έδρα του Κοινού των Ορεστών. Tο κτίσμα δεν σώζεται σε καλή κατάσταση δεδομένου ότι είχε κτιστεί από εύθριπτα υλικά και ακριβώς στην ίδια θέση είχε κτιστεί τα μεταγενέστερα χρόνια η λεγόμενη Bασιλική Γ και μεγάλο 1 Δ. Δαμάσκος, Τοπογραφικά ζητήματα της Ορεστίδος και η αναζήτηση της έδρας του Κοινού των Ορεστών, ΑΕΜΘ 20, 2006, 911-921.
ταφικό μνημείο, κτίσματα της παλαιοχριστιανικής περιόδου. Aποτελείται από δύο ορθογώνιους χώρους, ένα αίθριο (52,40 33,20 μ.), και έναν δεύτερο μικρότερο (17,60 12 μ.), ο οποίος εφάπτεται στη BΔ πλευρά του αιθρίου. Oι μακρές του πλευρές φέρουν κτιστά έδρανα, ενώ στο μέσο της BΔ πλευράς σχηματίζεται ημικυκλική κόγχη (εικ. 2). 2. Στο εσωτερικό της κόγχης σώζονται υπολείμματα κτιστού βάθρου, το οποίο έφερε μαρμάρινο άγαλμα φυσικού μεγέθους, όπως αποδεικνύεται από το τμήμα αριστερού χεριού με κλαδί δάφνης στο χέρι, προφανώς Απόλλωνα, που βρέθηκε μπροστά στο βάθρο. O Παπαζώτος ερμήνευσε το κτίσμα ως αγροτικό ιερό ή ηρώο και το χρονολόγησε με βάση ένα νόμισμα του Αδριανού και ένα του Κοινού των Μακεδόνων στα χρόνια γύρω στο 260 μ.χ. Η μεταφορά των κατοίκων από τον Διοκλητιανό στην περιοχή εγγύτερα της σημερινής πόλης του Άργους Ορεστικού και η ίδρυση της Διοκλητιανουπόλεως ήταν κατά τον Παπαζώτο σημαντικό terminus ante quem για τη χρονολόγηση του κτίσματος πριν από τα τέλη του 3ου αι. μ.χ. Το 2006, υποστηρίζοντας διαφορετική άποψη για το Ρωμαϊκό Κτίριο, ο Δαμάσκος ερμήνευσε τον μικρότερο χώρο ως την έδρα του Κοινού των Ορεστών, βασιζόμενος στον τύπο του κτιρίου, ο οποίος ήταν προορισμένος για συνελεύσεις. Τα μέλη του Κοινού θα συνεδρίαζαν μπροστά στο άγαλμα του Απόλλωνα, του μυθικού γενάρχη των Ορεστών, σύμφωνα με τον Στράβωνα. Αντιστοίχως, η μεγάλη ορθογώνια αίθουσα παραπέμπει σε χώρο συνάθροισης, δηλαδή ένα είδος αγοράς. Κατά τον σχεδιασμό της πρώτης ανασκαφικής περιόδου στη θέση Παραβέλα είχαν τεθεί οι εξής στόχοι: 1. Η διακρίβωση ορισμένων στοιχείων της κάτοψης του Ρωμαϊκού Κτιρίου τα οποία δεν είχαν διερευνηθεί πλήρως από τον Θ. Παπαζώτο. Συγκεκριμένα, κατά τις αυτοψίες μας στο χώρο αλλά και κατά τους καθαρισμούς που διενήργησε η 16η ΕΒΑ το έτος 2008 με σκοπό να αποτυπωθεί αρχιτεκτονικά ο χώρος και να γίνει η προμελέτη για μια πιθανή ένταξη του αρχαιολογικού χώρου στα αναπτυξιακά προγράμματα ΕΣΠΑ,
έγινε σαφές ότι το Ρωμαϊκό Κτίριο δεν έχει ανασκαφεί πλήρως, με αποτέλεσμα να μην θεωρείται δεδομένη η κάτοψη του μεγάλου αιθρίου που υποθέτει ο Παπαζώτος στη μελέτη του, ούτε καν να επιβεβαιώνεται και αυτή η ύπαρξη του περιστυλίου κατά μήκος της ανατολικής πλευράς του αιθρίου. 2. Η ολοκλήρωση της ανασκαφής της αίθουσας του Ρωμαϊκού Κτιρίου, με σκοπό να αποκαλυφθούν οι τοίχοι και η θεμελίωσή τους σε όλο το σωζόμενο ύψος, καθώς και να αποκαλυφθούν οι στάθμες των εξωτερικών και εσωτερικών δαπέδων, πληροφορίες που έως τότε δεν είχαν αποκτηθεί. 3. Ο συσχετισμός της στάθμης του δαπέδου στην αίθουσα και το αίθριο του Ρωμαϊκού Κτιρίου, ώστε να ερευνηθεί η συνάφεια των δύο χώρων και να εξακριβωθεί ο ορίζοντας χρήσης του Συγκροτήματος καθώς και η χρονολόγησή του. Στο χώρο της αίθουσας διαπιστώθηκε η στάθμη του δαπέδου μετά τον καθαρισμό της βάσης δίπλα στην κόγχη, η οποία εδράζεται πάνω σε μικρούς αργούς λίθους στο ίδιο ύψος με τη στρώση από πλίνθους στην εξωτερική πλευρά των τοίχων. Οι πλίνθοι, οι οποίοι παρατηρούνται καθ όλο το μήκος των μακρών πλευρών, πατούσαν στο επίπεδο του εδάφους (εικ. 3). 3. Στο εσωτερικό της αίθουσας έγιναν δύο τομές, η ανασκαφή των οποίων ξεκίνησε περίπου από το ύψος της στάθμης του δαπέδου. Σε επιφανειακά στρώματα της τομής μπροστά από την κόγχη ήρθαν στο φως πλάκες λευκού θασίτικου μαρμάρου πολύ καλής ποιότητας, καθώς και άλλες, ερυθρωπού και πρασινωπού χρώματος (θεσσαλικού verde antico). Το πάχος τους κυμαίνεται από 0,3 εκ. έως 3,3 εκ., και είναι παρόμοιες με αυτές που είχαν βρεθεί από τον Θ. Παπαζώτο το 1989. Προφανώς αποτελούσαν τμήμα του διακόσμου της αίθουσας, του δαπέδου, των κτιστών εδράνων και των τοίχων. Οι πλάκες του λευκού μαρμάρου είναι οι λεπτότερες, αρκετές από αυτές είναι ελαφρά καμπυλόγραμμες, ορισμένες επίσης παρουσιάζουν αναθύρωση και μικρές στρογγυλές οπές στις λεπτές τους πλευρές. Αντίστοιχες
παρατηρήσεις μπορούν να γίνουν για τις χρωματιστές πλάκες, με το επιπλέον στοιχείο ότι οι περισσότερες είναι τριγωνικού σχήματος. Πιθανότατα οι λευκές πλάκες προορίζονταν για την επένδυση της κόγχης και της κατασκευής μπροστά από αυτήν, ενώ οι χρωματιστές για την επένδυση του δαπέδου. Σχετικά κοντά στην επιφάνεια των τομών αρχίζει στρώμα από καθαρό κοκκινόχωμα το οποίο δεν περιέχει άλλα ευρήματα. Σε δοκιμαστική τομή που έγινε κατά μήκος του βόρειου μάρτυρα του σκάμματος στο κέντρο της αίθουσας διαπιστώθηκε πως κάτω από το στρώμα καθαρού κοκκινοχώματος, αρχίζει στρώμα με κροκάλες, πιθανώς φυσικό. Στο αίθριο ανοίχτηκαν τομές στο τμήμα εκείνο που δεν ανασκάφτηκε από τον Παπαζώτο, ανάμεσα στον ΒΑ τοίχο του αιθρίου και τον ΒΑ τοίχο της βασιλικής, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον είναι δυνατή η εξακρίβωση του περιστυλίου, όπως αποτυπώθηκε στη σχεδιαστική αποκατάσταση. Η πρώτη ανασκαφική περίοδος έφερε στο φως διαμορφώσεις λίθων σε δύο σημεία των ανεσκαμμένων τομών, οι οποίες ενδεχομένως να ανήκουν στο υπόστρωμα της προτεινόμενης κιονοστοιχίας (εικ. 4). 4. Ταυτόχρονα, η ανασκαφή στο σημείο αυτό έφερε στο φως ένα νέο ορθογώνιο κτίσμα (εικ. 5) με προσανατολισμό ΒΔ/ΝΑ διαστάσεων: 2,10μ. οι στενές πλευρές (ΒΔ & ΝΔ), 3,00μ. η Α μακρά πλευρά και 3,30μ. η Δ μακρά πλευρά. Το πάχος των τοιχωμάτων κυμαίνεται μεταξύ 0,53 και 0,70μ. Οι τοίχοι του κτίσματος είναι δομημένοι με αργούς λίθους από τοπικό πράσινο οφιόλιθο με κονίαμα ως συνδετικό υλικό. Η εξωτερική του επιφάνεια φέρει σε πολλά σημεία ερυθρωπό επίχρισμα με ίχνη λείανσης. Το εσωτερικό του κτίσματος βρέθηκε γεμισμένο με αργούς λίθους και ίχνη παραβίασης από τη ΝΑ στενή πλευρά του τα πρόσφατα χρόνια, ενώ δεν υπήρξαν άλλα ευρήματα. Το κτίσμα ενδεχομένως να αποτελεί ταφικό μνημείο, ενώ θα πρέπει να εξεταστεί και το ενδεχόμενο να πρόκειται περί κενοταφίου (ηρώου). Στην αρχιτεκτονική διακόσμηση του μνημείου ενδεχομένως ανήκαν θραύσματα πωρόλιθου με απλές γλυφές τα οποία βρέθηκαν εξωτερικά και περιμετρικά του κτίσματος.
Τέλος, κάτω από το κτίσμα και στη ΒΑ εσωτερική του γωνία, εντοπίστηκαν μακρόστενες πήλινες πλάκες σε διάταξη ορθής γωνίας (εικ. 6). Η κατασκευή, η οποία φέρει κονίαμα ως συνδετικό υλικό, και δεν έγινε δυνατόν να ερευνηθεί περαιτέρω, ενδεχομένως να ανήκει σε άλλο, προγενέστερο ταφικό μνημείο. 5. Κατά την πρώτη διερευνητική ανασκαφική περίοδο έγινε προσπάθεια να διερευνηθούν τα ερωτήματα που είχαν δημιουργηθεί από τα πορίσματα της ανασκαφής Παπαζώτου. Το πρώτο στοιχείο που προκύπτει είναι η έλλειψη κεραμικής, βοηθητικής για τη χρονολόγηση του κτηρίου ή και οποιασδήποτε άλλης ένδειξης που θα μας οδηγούσε στη συναγωγή σχετικών συμπερασμάτων. Παραμένει μεγάλο κενό η προσωρινή αδυναμία να χρονολογηθούν τα κτίσματα, πέρα από τη γενική χρονολόγησή τους στα ρωμαϊκά χρόνια. Ένας λόγος της έλλειψης κινητών ευρημάτων είναι οι λαθρανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν, όπως διαπιστώθηκε από την αναμόχλευση στο εσωτερικό του ταφικού κτίσματος, αλλά και από προφορικές μαρτυρίες από κατοίκους της περιοχής. Άλλη μια αιτία είναι και το λιθολόγημα του οικοδομικού υλικού από το κτήριο για την ανοικοδόμηση των μεταγενέστερων κτισμάτων. 6.
Ο ανεσκαμμένος χώρος μετά την περίοδο 2009.