Για όλα υπάρχει λύση ΕΊΜΑΙ ένας ποντικός φτωχός στης φυλακής τα σίδερα κλειστός. Έκλεψα δύο κουλούρια να ταΐσω τα μικρά μου που ήτανε πολύ λιγούρια! Με πήγανε στον δικαστή που με έκρινε ληστή! Είπε έκανα κι απάτη, γιατί έδωσα λιγάκι σ έναν φουκαρά λαγό. Είπαν πήρα μερτικό! Έτσι έφαγα στην πλάτη έναν μήνα για απάτη και δυο μήνες για ληστεία. Κάλλιο να κανα νηστεία! Δεν είναι αυτά αστεία! 7
Αυτά μονολογούσε ο ποντικός και σουλάτσερνε μπρος πίσω στο μικρό κελί του. «Τουλάχιστον να είχε ένα παράθυρο» «Τίποτα, θεοσκότεινα είναι εδώ μέσα». «Και τα παιδάκια μου τι θα φάνε τώρα; Πότε θα περάσουν οι τρεις μήνες για να βγω;» «Αχ! Τι έπαθα ο φουκαράς». Τον έπιανε το παράπονο και κάθε τόσο έκλαιγε. Άρχισε να τρέχει και η μύτη του και δεν είχε ούτε ένα χαρτομάντιλο. Άκουσε βήματα στον διάδρομο και κόλλησε τη μαύρη μουσούδα του στα κάγκελα. Ήταν ο αρχιφύλακας ασβός, ο Ασβινιάν. Συγγνώμη, κύριε Ασβινιάν. Μήπως σας βρίσκεται ένα χαρτομάντιλο; Ο Ασβινιάν ήταν θεόρατος, με μια μεγάλη καμπούρα και τρίχες όρθιες και σκληρές. Τι το θες το χαρτομάντιλο; Μήπως θέλεις να μας βάλεις φωτιά; Όχι, όχι, κύριε. Να φυσήξω τη μύτη μου θέλω. Απαγορεύεται να κάνεις θόρυβο τέτοια 8
ώρα. Είναι περασμένες οχτώ, του είπε αυστηρά ο Ασβινιάν. Αλλά τώρα που θα σερβιριστεί το βραδινό γεύμα θα υπάρχει και ένα λαχανόφυλλο. Μπορείς να σκουπιστείς με αυτό, αλλά ήσυχα. Μην ακούσω κανένα βρουουουτ. Ευχαριστώ πολύ, μείνετε ήσυχος, ψιθύρισε ταπεινά ο ποντικός. Αλήθεια, κύριε φύλακα, τι φαγητό θα έχουμε; 9
Κουλούρια στη γάστρα με αυγολέμονο και σαλάτα λαχανόφυλλο! Αλίμονο! Κουλούρια! Ούτε να τα δει δεν ήθελε! Για δύο κουλούρια φυλακίστηκε και είχε ορκιστεί να μην τα ξαναβάλει στο στόμα του. Και αύριο, κύριε φύλακα, τι καλό θα φάμε; Ο Ασβινιάν έχωσε το κεφάλι στα κάγκελα και ούρλιαξε: Καλά, δεν ξέρεις ότι στην ποντικοφυλακή σερβίρονται μόνο κουλούρια; Ο κακόμοιρος ο ποντικός έπεσε κάτω ξερός. Όταν ξύπνησε είδε στο πάτωμα, κοντά στα σίδερα, ένα πιάτο με δύο κουλούρια αυγολέμονο και ένα λαχανόφυλλο. Πήρε το λαχανόφυλλο και φύσηξε τη μύτη του τόσο δυνατά, που έτρι- 10
ξε όλη η φυλακή. Τι σημασία είχε πια κι αν ερχόταν ο φύλακας Ας τον τιμωρούσε. Δεν τον ένοιαζε. Αν ήταν έτσι, δεν τον ένοιαζε τίποτα πια. Γύρισε την πλάτη του στα κουλούρια και κάρφωσε το βλέμμα του στον τοίχο. Έμεινε για πολλή ώρα θλιμμένος και ακίνητος. Τα μουστάκια του είχαν γείρει, σχεδόν ακουμπούσαν το δάπεδο, κι ούτε που έδωσε σημασία σε μια μεγάλη κόκκινη κατσαρίδα, η οποία τόλμησε να τον πλησιάσει και να κουνήσει με τις κεραίες της τα λυπημένα ποντικομουστάκια. Ήταν φανερό, ο ποντικός αφηνόταν να βυθιστεί στην πιο βαριά κατάθλιψη, σε ένα σκοτεινό, βαθύ πηγάδι απ όπου θα ήταν πολύ δύσκολο 11
να ανεβεί. Η προοπτική να τρώει τα παλιοκούλουρα της φυλακής για τρεις ολόκληρους μήνες τού είχε αφαιρέσει κάθε όρεξη για ζωή. Μέχρι που, ξαφνικά, άκουσε πάλι βήματα στον διάδρομο. «Οχ! Ο Ασβινιάν θα είναι» σκέφτηκε. Αλλά δεν ήταν ο Ασβινιάν! Το κατάλαβε από τη σκιά που πλησίαζε. Ήταν ο διευθυντής με τη μεγάλη γούνα, ο Μέγας Γατόπαρδος, ο φόβος και ο τρόμος όλων των φυλακισμένων. Τι κάνεις εκεί, ποντικαρά; Γιατί φύσηξες τη μύτη σου και με ξύπνησες; Και γιατί δεν έφαγες; Για να μας κατηγορήσεις ότι δε σε ταΐζουμε; Και γιατί πέταξες το λαχανόφυλλο κάτω; Και γιατί έχεις τέτοια φάτσα, λες και δε βρίσκεσαι στην καλύτερη ποντικοφυλακή της Ποντικοχώρας; Ξέρεις τι τιμωρία σε περιμένει για όλα αυτά; Εεεε; Ξέρεις; Δεεεεν έχει σημασία πια, κύριε διευθυ- 12
ντή! Τίποτα πια δεν έχει σημασία, είπε ο καημενούλης ο ποντικός. Ή χαζός είσαι ή τρελός να μην υποκλίνεσαι μπροστά μου και να συνεχίζεις να δείχνεις τόση δυσαρέσκεια που βρίσκεσαι στην ποντικοφυλακή μου. Τι είσαι, λοιπόν; 13