ΠΕΡΑΣΜΕΝΑ ΑΛΛΑ ΟΧΙ ΞΕΧΑΣΜΕΝΑ



Σχετικά έγγραφα
Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

ΝΗΦΟΣ: Ένα λεπτό µόνο, να ξεµουδιάσω. Χαίροµαι που σε βλέπω. Μέρες τώρα θέλω κάτι να σου πω.

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

Τάξη: Γ. Τμήμα: 2ο. Υπεύθυνη τμήματος : ΑΝΕΣΤΗ ΑΣΗΜΙΝΑ. Εκθέσεις μαθητών.. ΜΑΘΗΤΗΣ: ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΠΟΥΛΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ.

A READER LIVES A THOUSAND LIVES BEFORE HE DIES.

Διάλογος 4: Συνομιλία ανάμεσα σε φροντιστές

Η πορεία προς την Ανάσταση...

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Το ημερολόγιό μου Πηνελόπη

ΑΝ ΚΑΙ ΖΩ ΣΤΟΝ ΒΥΘΌ, το ξέρω καλά πια. Ο καλύτερος τρόπος να επικοινωνήσεις με τους ανθρώπους και να τους πεις όσα θέλεις είναι να γράψεις ένα

Εντυπώσεις μαθητών σεμιναρίου Σώμα - Συναίσθημα - Νούς

Συγγραφέας. Ραφαέλα Ρουσσάκη. Εικονογράφηση. Αμαλία Βεργετάκη. Γεωργία Καμπιτάκη. Γωγώ Μουλιανάκη. Ζαίρα Γαραζανάκη. Κατερίνα Τσατσαράκη

ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α

Ο νονός μου είναι ο καλύτερος συγγραφέας τρελών ιστοριών του κόσμου.

Χριστούγεννα. Ελάτε να ζήσουμε τα. όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

Κατανόηση προφορικού λόγου

Μια ιστορία με αλήθειες και φαντασία

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο.

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

Οι αριθμοί σελίδων με έντονη γραφή δείχνουν τα κύρια κεφάλαια που σχετίζονται με το θέμα. ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΜΑΘΗΜΑ

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

Σχολικές αναμνήσεις. Η γιαγιά του Χάρη θυμάται

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

ΖΑΧΡΑ ΙΜΠΡΑΧΗΜ ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΖΑΣ

Τα παραμύθια της τάξης μας!

Χαρούμενη Άνοιξη! Το μαθητικό περιοδικό του 12ου Δημοτικού Σχολείου Περιστερίου ΜΑΡΤΙΟΣ 2014

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Παρουσίαση Αποτελεσμάτων Online Έρευνας για τα Χριστούγεννα

Μια φορά κι ένα γαϊδούρι

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018

LET S DO IT BETTER improving quality of education for adults among various social groups

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Μια φορά κι έναν καιρό

Γεια σας, παιδιά. Είμαι η Μαρία, το κοριτσάκι της φωτογραφίας, η εγγονή

Μάνος Κοντολέων : «Ζω γράφοντας και γράφω ζώντας» Πέμπτη, 23 Μάρτιος :11

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΙΑ ΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Τριγωνοψαρούλη, μην εμπιστεύεσαι ΠΟΤΕ... αχινό! Εκπαιδευτικός σχεδιασμός παιχνιδιού: Βαγγέλης Ηλιόπουλος, Βασιλική Νίκα.

Modern Greek Beginners

Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ. Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος

Μια μεγάλη γιορτή πλησιάζει

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΠΡΩΤΟΓΗΡΟΥ Πρωτοδίκου Διοικητικών Δικαστηρίων ΟΜΙΛΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΧΟΡΩΔΙΑΣ ΟΡΧΗΣΤΡΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΧΑΛΚΙΔΟΣ

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

Πόλεμος για το νερό. Συγγραφική ομάδα. Καραγκούνης Τριαντάφυλλος Κρουσταλάκη Μαρία Λαμπριανίδης Χάρης Μυστακίδου Βασιλική

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

ΤΡΑΚΑΡΑΜΕ! ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΕ ΤΙΤΛΟ ΚΑΙ ΖΩΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ. Β ο Δημοτικό Σχολείο Ευόσμου

Ελάτε να ζήσουμε τα Χριστούγεννα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

Bίντεο 1: Η Αµµόχωστος του σήµερα (2 λεπτά) ήχος θάλασσας

Η ιστορία του χωριού μου μέσα από φωτογραφίες

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

ΤΟ ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟ ΜΑΣ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΩΝ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ ΜΙΑ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Μια φορά και ένα καιρό, σε μια μουντή και άχρωμη πόλη κάπου στο μέλλον, ζούσαν τρία γουρουνάκια με τον παππού τους. Ο Ανδρόγεως, το Θρασάκι και ο

ΒΙΒΛΙΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Το παραμύθι της αγάπης

«ΠΩΣ Ν ΑΛΛΑΞΟΥΜΕ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ!!!» ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ: «ΗΤΕΧΝΗ ΣΑΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙ» ΤΜΗΜΑ ΕΝΤΑΞΗΣ ΟΜΑΔΑ Γ (ΜΑΘΗΤΕΣ Γ ΤΑΞΗΣ)

Γνωρίζω Δεν ξεχνώ Διεκδικώ

Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, Αυτοβιογραφία

Το τέλος του Μικρασιατικού Ελληνισμού

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Μια μέρα μπήκε η δασκάλα στην τάξη κι είπε ότι θα πήγαιναν ένα μακρινό ταξίδι.

Όροι και συντελεστές της παράστασης Ι: Αυτοσχεδιασμός και επινόηση κειμένου.

Θαύματα Αγίας Ζώνης (μέρος 4ο)

«Η νίκη... πλησιάζει»

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius

Πρόλογος. Καλή τύχη! Carl-Johan Forssén Ehrlin

β) Αν είχες τη δυνατότητα να «φτιάξεις» εσύ έναν ιδανικό κόσμο, πώς θα ήταν αυτός;

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΑΠΟΔΕΛΤΙΩΣΗ

Η καλύτερη στιγμή των Χριστουγεννιάτικων διακοπών

αδύνατον να φανταστώ πως ήταν οι άλλες δύο. Οι γονείς μου τα καλοκαίρια με στέλνανε στα Αετόπουλα. Ένα πελώριο παιδικό χωριό μέσα στο καταπράσινο

Διαγνωστικό Δοκίμιο GCSE1

ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ. Για την ΗΜΕΡΑ ΑΣΦΑΛΟΥΣ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟΥ και τη Δράση Saferinternet.gr

Το δικό µου σκυλάκι. Ησαΐα Ευτυχία

ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΕΛΠΙΔΑ. Είμαι 8 χρονών κα μένω στον καταυλισμό μαζί με άλλες 30 οικογένειες.

Πριν από πολλά χρόνια ζούσε στη Ναζαρέτ της Παλαιστίνης μια νεαρή κοπέλα, η Μαρία, ή Μαριάμ, όπως τη φώναζαν. Η Μαρία ήταν αρραβωνιασμένη μ έναν

ΜΕΡΟΣ Α : ΕΚΘΕΣΗ (30 ΜΟΝΑΔΕΣ)

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

Χαρακτηριστικές εικόνες από την Ιλιάδα του Ομήρου

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΚΟΡΝΗΛΙΕ ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ ΑΠΟ ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΔΙΑΒΑΣΕΙ. Β ο Δημοτικό Σχολείο Ευόσμου

Ώρες με τη μητέρα μου

τα βιβλία των επιτυχιών

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Transcript:

ΠΕΡΑΣΜΕΝΑ ΑΛΛΑ ΟΧΙ ΞΕΧΑΣΜΕΝΑ (ΣΑΝ ΤΟ ΠΛΙ) Του Παναγιώτη Κοµίλη του ηµητρίου Αθηνα 2012

Τα πρωτότυπα κείµενα του Π.. Κοµίλη, που τα συνέγραψε τη δεκαετία του 90, δακτυλογραφήθηκαν σε υπολογιστή από τη Μελποµένη Κοµίλη- οµενίκου, τη σύζυγό του, εντός του 2005. εν έχουν γίνει αλλαγές στα κείµενα, παρά µόνο µικρές διορθώσεις γραµµατικών και ορθογραφικών λαθών. Ο εναλλακτικός τίτλος των κειµένων, «Σαν το Πλί», είναι πρωτοβουλία του γιού του Παναγιώτη, ηµήτρη. Η φράση «Σαν το πλί» ήταν, εξάλλου, τα τελευταία λόγια του Παναγιώτη, λίγες ώρες πριν φύγει από τη ζωή, εξαντληµένος, στο αφελές ερώτηµα του γιού του για το πως αισθάνεται. Ο Παναγιώτης διατήρησε την αίσθηση του χιούµορ, που πάντα είχε, ακόµα και σε εκείνη τη δύσκολη τελευταία στιγµή. Μάιος 2012-2-

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΣΑΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Είναι στιγµές που ο άνθρωπος νιώθει την ανάγκη να βρεθεί µόνος του. Θέλει να θυµηθεί τα όσα στη ζωή του πέρασε και να αναπολήσει τα παλιά. Οι αναµνήσεις του αυτές τον κάνουν πολλές φορές δύσθυµο γιατί στο νού του έρχονται συνήθως γεγονότα που δεν θα ήθελε να ξαναζήσει. Προσπαθεί τότε να διώξει από τις σκέψεις του όλα αυτά που τον στεναχωρούν και να σταθεί σε πράγµατα απλά αλλά ευχάριστα. Βέβαια το να µπορεί κανείς να παραµερίζει αυτά που στη θύµησή του τον ενοχλούν δεν είναι και τόσο εύκολο, αφού κυρίως αυτά που του τριβυλίζουν το µυαλό. Είτε θέλει λοιπόν είτε όχι αδυνατεί να τα ξεχάσει αφού του έχουν έτσι και αλλιώς σηµαδέψει τη ζωή. Σε µιά τέτοια στιγµή βρέθηκα και εγώ και χωρίς να το καλοσκεφτώ αποφάσισα να ξεκινήσω το γράψιµο µιάς ιστορίας. Την ιστορία της δικής µου οικογένειας που µε πρωταγωνιστή τον πατέρα µου βρέθηκε στη δίνη ενός κυκλώνα που στο πέρασµά του παρέσυρε τα πάντα. Ήταν τότε που ο λαός µας χωρίς κανένα λόγο πλήρωσε τις συνέπειες ενός πολέµου, µιάς κατοχής και ενός εµφυλίου. Ένας άλλος λόγος που θέλησα να ξαναζωντανέψω τις µνήµες µου ήταν γιατί σκέφτηκα πως αναφερόµενος στα γεγονότα των περιόδων αυτών θα µου δινόταν η ευκαιρία να τιµήσω ανθρώπους που ταλαιπωρήθηκαν, βασανίστηκαν και έδωσαν ακόµα και τη ζωή τους γιά ιδέες που πίστεψαν και ιδανικά που δεν πραγµατοποιήθηκαν. -3-

ΤΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ Όλα αυτά ξεκίνησαν από την εποχή που οι Ιταλοί επί Μουσολίνι µας επιτέθηκαν. Παιδί τότε, γύρω στα 10 µου χρόνια, δεν είχα συνειδητοποιήσει το τι θα πεί πόλεµος και ποιές ήταν οι συνέπειές του. Άκουγα βέβαια πολλές φορές διηγήσεις του πατέρα µου για τις περιπέτειές του στη Μικρά Ασία όταν στρατιώτης έζησε όλες τις επιτυχίες του στρατού µας, αλλά και την ταπείνωση της υποχώρησης κατά τη διάρκεια ενός µακροχρόνιου πολέµου µεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Όµως όλα αυτά µου φαινόταν ιστορίες απόµακρες που τις άκουγα σαν παραµύθι και τις αποτύπωνα στη µνήµη µου σαν ιστορικά γεγονότα όπως την επανάσταση του 1821. Την 28 η Οκτωβρίου του 1940, που άρχισε αυτός ο πόλεµος, εµείς ζούσαµε στο Μανταµάδο, ένα χωριό της Λέσβου µακριά από την επικίνδυνη ζώνη της σύγκρουσης. Αυτό όµως δεν σήµαινε οτι θα µέναµε αµέτοχοι στον αγώνα και στις θυσίες γιά την απόκρουση της απροκάλυπτης αυτής επίθεσης των Ιταλών. Έτσι στην επιστράτευση που έγινε, πολλοί χωριανοί, και µεταξύ αυτών και θείοι µου, έφυγαν γιά το µέτωπο. Μαζί όµως µε τους ανθρώπους επιστρατεύτηκαν και τα καλύτερα ζώα του χωριού που χρησιµοποιήθηκαν για την µεταφορά πολεµικού υλικού στις αποµακρυσµένες πλαγιές των βουνών µας, όπου γίνονταν οι µάχες. Για την επίταξη αυτή των ζώων έχω γράψει στο περιοδικό τα Μανταµαδιώτικα, το παρακάτω σηµείωµα. -4-

Η ΕΠΙΤΑΞΗ εν πρόκειται βέβαια να αναφερθώ στην επίταξη εργοστασίων, ούτε σε καµιά άλλη επίταξη που να έχει σχέση µε τις σηµερινές πολιτικές συγκυρίες. Σήµερα θα σας µιλήσω γιά µιά άλλη επίταξη, που χρονολογείται πολύ παλαιότερα και συγκεκριµένα την εποχή που η Ιταλία µας κήρυξε τον πόλεµο και που µαζί µε τους Έλληνες που επιστρατεύτηκαν να πολεµήσουν το εχθρό ήρθε και η σειρά των ζώων να προσφέρουν και αυτά τις υπηρεσίες τους γιά την πατρίδα. Το γεγονός αυτό, εκτός από την ιστορική του αναφορά, έχει και την κωµική του πλευρά και για αυτό αξίζει τον κόπο να το αναφέρω. Όπως θα θυµούνται οι παλαιότεροι µετά την επιστράτευση όλων των κλάσεων που µπορούσαν να πολεµήσουν, ακολούθησε µιά διαταγή για επίταξη µιάς κατηγορίας ζώων που άντεχαν και ήταν δυνατό να χρησιµοποιηθούν γιά τις διάφορες ανάγκες του πολέµου και κυρίως γιά την µεταφορά πολεµικού υλικού πάνω στα βουνά. Έτσι λοιπόν µιά µέρα έφτασε στο χωριό µας µιά επιτροπή από στρατιωτικούς και ειδικούς γιά το σκοπό αυτό. Η επιτροπή αυτή εγκαταστάθηκε στο κοινοτικό εργοστάσιο γιά να αρχίσει την επιλογή. Ειδοποιήθηκαν λοιπόν οι χωριανοί και συγκέντρωσαν εκεί όλα τους τα ζώα. Πραγµατικά το θέαµα που αντίκρυζες ήταν ωραίο και επιβλητικό γιατί έβλεπες τα καλύτερα άλογα του χωριού µαζεµένα άλλα να βόσκουν αµέριµνα και άλλα ατίθασα και περήφανα να καµαρώνουν σαν να βρίσκονταν σε πανυγήρι. Όµως η ατµόσφαιρα που επικρατούσε ήταν καταθλιπτική µιά και όλοι αυτοί οι άνθρωποι που κρατούσαν τα ζώα τους ένιωθαν πως σε λίγη ώρα θα έµεναν χωρίς αυτά και θα είχαν γιά συντροφιά µόνο τα σαµάρια τους γιά να θυµίζουν την ύπαρξή τους. Το τι σήµαινε γιά ένα αγρότη να χάσει την εποχή εκείνη τα καλύτερά του ζώα, το καταλαβαίνουµε όλοι µας. Ήταν σαν να έχανε το εργαλείο του, το µεταφορικό και συγκοινωνιακό του µέσο και ακόµα αυτή την ψυχαγωγία του. Όσο γιά µας τα παιδιά, εκτός από την πραγµατική αγάπη που νιώθαµε γιά αυτά τα είχαµε σαν ένα είδος σπόρ, σαν κάτι που συµπλήρωνε τη ζωή µας. Όπως οι σηµερινοί νέοι γιά να ξεδώσουν ασχολούνται µε τα κοµπιούτερ, τα µηχανάκια, τη µουσική κ.λ.π. εµείς τότε τη βρίσκαµε µε το να πηγαίνουµε να ποτίσουµε τα γαιδούρια, τα άλογα ή να τα βγάλουµε γιά βόλτα, τάχα γιά να -5-

πάρουν τον αέρα τους, στην ουσία όµως γιά να τα κάνουµε καβάλα γυµνόστρατα και να τα τρέχουµε και ας πέφταµε πολλές φορές κάτω και σπάγαµε τα µούτρα µας. Με όλους αυτούς λοιπόν τους συλλογισµούς και τις σκέψεις περιµέναµε µεγάλοι και µικροί τη σειρά µας, να δείξουµε στην επιτροπή τα ζώα µας µε την κρυφή ελπίδα οτι µπορεί να τα βγάλουν ακατάλληλα και έτσι να τα γλιτώσουµε. Έρχοµαι τώρα στη δική µου περίπτωση µιά που από εκεί ξεκίνησα γιά να γράψω το σηµερινό µου σηµείωµα. Εµείς τότε είχαµε ένα άλογο άσπρο, καλοζωησµένο και µε µιά κοιλιά αρκετά µεγάλη. Ήταν ήµερο, ήσυχο και βολικό. Όλοι µας το αγαπούσαµε και περισσότερο από όλους εγώ. εν ήθελα να το αποχωριστώ και για αυτό ζήτησα από τον πατέρα µου να το κρατώ µέχρι και την τελευταία στιγµή. Το βαστούσα λοιπόν και περίµενα µαζί µε τους άλλους τη σειρά µου, οπότε σε µιά στιγµή ακούω το όνοµά µου και αυθόρµητα προχωρώ µπροστά στην επιτροπή. Ένας απ τους εξεταστές χωρίς καλά-καλά να το κοιτάξει απευθύνεται προς εµένα και µου λέει «φύγε, είναι έγκυο». Κατάλαβα την γκάφα του αλλά έκανα το χαζό και άρχισα να το τραβώ όσο πιό γρήγορα µπορούσα γιά να αποµακρυνθώ. υστυχώς δεν πρόλαβα να κάνω λίγα µέτρα και ακούω έναν άλλο της επιτροπής να µου φωνάζει «µικρέ, µικρέ! Γιά γύρνα πίσω» και απευθυνόµενος στο πρώτο που το έβγαλε έγκυο του λέει: «εν βλέπεις µωρέ οτι είναι άλογο παρά τον αφήνεις να φύγει». Εκείνη τη στιγµή τα έχασα και έµεινα σαν απολιθωµένος και ούτε που κατάλαβα πως µου το πήραν απ τα χέρια µου. Η µόνη µου αντίδραση ήταν να του δώσω µιά στα καπούλια στο σηµείο ακριβώς που ύστερα από λίγο του έβαλαν την πυρωµένη σφραγίδα µε το έψιλον, το σήµα δηλαδή της επίταξης. Όταν λοιπόν τέλειωσε όλη αυτή η διαδικασία και αφού συγκέντρωσαν όλα τα άλογα και τα µουλάρια που τους χρειάζονταν, σχηµατίστηκε µια ποµπή που γυρισµό δεν έχει, όπως λέει και το τραγούδι. Η εικόνα αυτή της αναχώρησης µου έµεινε τόσο έντονα χαραγµένη στη µνήµη µου, που πολλές φέρνοντάς την µπροστά στα µάτια µου, νοµίζω ότι βλέπω τώρα όλο αυτό το κοπάδι των αλόγων να ανηφορίζει τον δρόµο προς το Λινόχωµα και να χάνεται σιγά-σιγά στις στροφές του. Εµείς τότε, παιδιά, τον πόλεµο αυτό δεν τον πήραµε στα σοβαρά. Νοµίζαµε πως γρήγορα θα νικούσαµε τους Ιταλούς και η Ελλάδα θα δοξαζόταν. -6-

Γι αυτό µε τις πρώτες επιτυχίες του στρατού µας, τρέχαµε να πανηγυρίσουµε και να εκδηλώσουµε µε κάθε τρόπο τον ενθουσιασµό µας. Παρακολουθούσαµε µε αγωνία το ραδιόφωνο και µόλις ακούγαµε πως µπήκαµε στην Κοριτσά, το Τεπελένι κ.λ.π. γινόταν ξεσηκωµός. Άλλοι χτυπούσαν τις καµπάνες και άλλοι έβαζαν εµπρός τις µπουρούδες 1 των ελαιοτριβείων. εν θα ξεχάσω ποτέ τη χαρά που ένιωθα, όταν ανέβαινα στο πατάρι της µηχανής και άνοιγα την στρόφιγγα της σειρήνας και άκουγα αυτό το ξέφρενο σφύριγµά της, που γιά µένα ήταν ένα µήνυµα νίκης που έστελνα σε όλο το χωριό. Φυσικά βρισκόµαστε µακριά από την πρώτη γραµµή και σε µάς έφτανε µόνο ο απόηχος των καλών µαντάτων. Το τι όµως συνέβαινε στις µάχες, στα χαρακώµατα και στα χιονισµένα βουνά της Ηπείρου και της Μακεδονίας µόνο οι φαντάροι µας και αυτοί που ζούσαν στις περιοχές αυτές το ήξεραν. Ένας πόλεµος, ακόµα και νικηφόρος, δεν παύει να είναι φρικτός και απαίσιος. εν παύει να έχει θύµατα και καταστροφές. Τι να καταλάβουµε όµως απ αυτά εµείς τα παιδιά στην ηλικία των 10 χρονών χωρίς να ακούµε ούτε µια κανονιά, ούτε το βουητό ενός αεροπλάνου. Πως ήταν δυνατό να συνειδητοποιήσουµε το τι γινόταν εκεί απάνω? Ακούγαµε γιά νίκες και πανηγυρίζαµε. Βλέπαµε τις µανάδες µας να πλέκουν κάλτσες και πουλόβερ γιά τους στρατιώτες και νοµίζαµε οτι θα τα βάλουν σε γιορτές και σε πανηγύρια. Που να φανταστούµε ανθρώπους µε κοµµένα χέρια και πόδια ή να σκεφτούµε τι είναι τα κρυοπαγήµατα και το πώς νιώθει κάποιος όταν βλέπει καθηµερινά τον θάνατο δίπλα του. Τραγουδούσαµε το «κοροίδο Μουσολίνι» µα δεν ξέραµε µε πόσο αίµα και δάκρυ είχαν ποτιστεί τα χώµατα της πατρίδας µας ώς που το τραγούδι να γίνει σύνθηµα νίκης του στρατού µας. Με το µικρό µας µυαλό το µόνο που σκεφτόµαστε ήταν οι επιτυχίες µας στις µάχες και ο θρίαµβος της νίκης που πλησίαζε. Όµως η νίκη δεν ήρθε. Τη στιγµή που όλα έδειχναν πως το τέλος του πολέµου πλησιάζει µε τη συντριβή των Ιταλών, ξαφνικά ένας άλλος ισχυρότερος εχθρός µας χτυπάει ύπουλα και µάλιστα την ώρα της ευφορίας µας, την ώρα του θριάµβου. Η Γερµανία του Χίτλερ δεν θέλησε να αφήσει τους συµµάχους της Ιταλούς του Μουσολίνι να 1 Καµινάδες ελαιοτριβέιων -7-

υποστούν τον εξευτελισµό της πανωλεθρίας από την µικρή µας χώρα, την Ελλάδα. Με τις σιδηρόφρακτες στρατιές της µας επετέθει και αυτή µαζί µε τους Βουλγάρους και όπως ήταν φυσικό λυγίσαµε. Αποκαµωµένοι από την υπερπροσπάθεια που κάναµε γιά να αναχαιτίσουµε τον υπερσύγχρονα εξοπλισµένο στρατό των Ιταλών ήταν αδύνατο να αντέξουµε και στην επίθεση ενός εισβολέα που κατάφερε να υποδουλώσει όλη την Ευρώπη χωρίς σχεδόν καµιά αντίσταση. Παρ όλα αυτά εµείς δεν υποκείψαµε αµέσως. Πολεµήσαµε και αποδείξαµε και σε αυτούς την παλικαριά και το θάρρος µας. Τελικά όµως συνθηκολογήσαµε και οι Γερµανοί κατέλαβαν τη χώρα µας. Έρχεται λοιπόν η κατοχή και ο Ελληνικός λαός βρίσκεται κάτω από τη µπότα ενός αδίστακτου κατακτητή. Αυτή λοιπόν την ζοφερά εποχή θα προσπαθήσω να ξαναζωντανέψω µε όσα γεγονότα µου έρχονται στη µνήµη συνδέοντας τους αγώνες του δικού µου χωριού µε την όλη προσπάθεια που έκανε ο Ελληνικός λαός γιά την επαναπόκτηση της λευτεριάς του. Επειδή όµως σε όλους αυτούς τους αγώνες του χωριού πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξε ο πατέρας µας και επειδή έστω και µικροί, εγώ και ο αδερφός µου ο Λευτέρης, ζήσαµε από κοντά πολλά περιστατικά που είχαν σχέση µε την καθολική συµµετοχή των Μανταµαδιωτών στην αντίσταση κατά των Γερµανών, θέλησα να καταγράψω τα πιό χαρακτηριστικά από αυτά και όσα φυσικά µου έκαναν µεγαλύτερη εντύπωση στην ηλικία των 11 µε 12 ετών που ήµουν τότε. Ακόµα θα πρέπει να αναφερθώ στις παραδόσεις της οικογένειας Κοµίλη γιά να καταλάβουµε τους λόγους που ο πατέρας µας παραδόθηκε ψυχή τε και σώµα στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα της πατρίδας µας. Γιός του Παναγιώτη Κοµίλη, ενός από τους προύχοντες του χωριού, και από τους ισχυρότερους παράγοντες της περιοχής, που ακόµα και οι Τούρκοι τον υπολόγιζαν, γαλουχήθηκε µε ιδέες πατριωτικές και αφού υπηρέτησε στο στρατό επί επτά ολόκληρα χρόνια µεγάλωσε σε ένα περιβάλλον που καθηµερινά αισθανόταν την αγάπη και την εκτίµηση που έδειχναν οι Μανταµαδιώτες προς τον πατέρα του. Ο Π. Κοµίλης, δηλαδή ο παππούς µου, ήταν από τους ανθρώπους εκείνους που µε την παρουσία του και µόνο αποκτούσε την εµπιστοσύνη των άλλων και έτσι µπορούσε να επιβάλλει την -8-

γνώµη του µε γνώµονα πάντα το συµφέρον του χωριού. Γι αυτό και οι συγχωριανοί του τον εξέλεγαν συνεχώς δηµογέροντα. Η οικονοµική του κατάσταση ήταν πολύ ανθηρή µε µεγάλη κτηµατική περιουσία. Μαζί δε µε τον Παρασκευά Τζωάννο, έφτιαξαν ένα από τα τέσσερα ελαιοτριβεία του χωριού µε τα πιό σύγχρονα µέσα της εποχής τους και ίδρυσαν την εταιρεία Κοµίλης- Τζωάννος. Η συνεργασία τους αυτή ήταν πολύ αρµονική και συνεχίστηκε και µετά από τα παιδιά τους. Η µόνη τους διαφορά ήταν οι πολιτικές τους πεποιθήσεις, αφού ο παππούς µου ήταν Βενιζελικός και ο γέρο-τζωάννος βασιλικός. Όµως οι σχέσεις τους ποτέ δεν διαταράχτηκαν εξαιτίας των πολιτικών τους διαφορών. Οικογένεια του παππού µου ήταν πολύ µεγάλη γιατί η γιαγιά µου Χαρίκλεια παρόλες τις δραστηριότητές της ήταν και πολύ καρπερή. Είχαν δέκα παιδιά, δυό γιούς και οκτώ κόρες. Ο Ευάγγελος, ο ηµητρός (ο πατέρας µου), η Ελένη, η Άννα, η Καλλιόπη, η Ουρανία, η Μαρία, η Ισµήνη, η Ανδρονίκη και η Αντιγόνη. Όλες τις κόρες τους τις πάντρεψαν και τις προίκισαν χωρίς να παραµελήσουν και τους γιούς αφήνοντας και σ αυτούς αρκετή περιουσία. Οι περισσότερες κόρες τους όταν παντρεύτηκαν έφυγαν από το χωριό και εγκαταστάθηκαν άλλες στη Μυτιλήνη και άλλες σε χωριά του νησιού µας, όπως η Κλειού και η Πέτρα και µόνο η Μαρία παντρεύτηκε στην Αθήνα. Στο χωριό έµειναν η Ελένη και η Ισµήνη. Τα δύο αγόρια, ο Ευάγγελος και ο ηµητρός, πήραν ο καθένας το δρόµο τους. Ο Ευάγγελος µπήκε σε τράπεζα και σταδιοδρόµησε σαν υπάλληλος. Ο δε πατέρας µου θέλησε να συνεχίσει την δουλειά του παππού µου. Μπήκε λοιπόν στο εµπόριο και µαζί µε τους γιούς του Παρασκευά Τζωάννου ανέλαβαν το ελαιοτριβείο. Στη νεανική του ηλικία η ζωή του ήταν ξένοιαστη. Η οικονοµική ευχέρεια που είχε ο παππούς µου του έδεινε την δυνατότητα να γλεντά τη ζωή του αλλά και να προσπαθεί να διευρύνει τις γνώσεις του. Μαζί λοιπόν µε άλλους νέους πήγε γιά ένα διάστηµα σε µιά σχολή της Σµύρνης όπου σπούδασε και έµαθε Αγγλικά. Όµως, επιστρέφοντας στο χωριό είχε την ατυχία να κηρυχθεί ο Ελληνοτουρκικός πόλεµος και µαζί µε πολλούς άλλους νέους επιστρατεύθηκε. Στο στρατό υπηρέτησε σαν λοχίας γύρω στα 7 χρόνια και συµµετείχε σε όλες σχεδόν τις µάχες στην Μικρά Ασία, Εσκί Σεχίρ, Προύσα κ.λ.π. Στις επιχειρήσεις δε στο Εσκί Σεχίρ του απενεµήθη και ο πολεµικός σταυρός γιά την αυτοθυσία που έδειξε. Σ όλο το διάστηµα του πολέµου το µόνο ευχάριστο γιά αυτόν ήταν πως στην ίδια µονάδα που -9-

υπηρετούσε έτυχε να βρίσκονται και άλλοι νέοι από το χωριό και κυρίως ο επιστήθιος φίλος του και κατοπινός κουνιάδος του, Αλέκος Αποστόλου. Μετά έρχεται η Μικρασιατική καταστροφή, η κατάρρευση του µετώπου και η υποχώρηση. Όσοι κατάφεραν να επιζήσουν επέστρεψαν τότε στο χωριό και µαζί µε αυτούς ο πατέρας µου µε τον Αλέκο Αποστόλου. Η φιλία τους εξακολουθεί και τελικά επισφραγίζεται µε τον γάµο της αδερφής του Αλέκου, Κορνηλίας, µε τον πατέρα µου. υστυχώς ο θείος Αλέκος πέθανε αρκετά νέος, γεγονός που λύπησε όλους µας, ιδιαίτερα τον πατέρα και την µητέρα µας που τον είχαν καθηµερινά σχεδόν στο σπίτι σαν ένα αναπόσπαστο µέλος της οικογένειας. Η οικογένεια Αποστόλου ήταν και αυτή µιά απ τις µεγάλες οικογένειες του χωριού µε αξιόλογη κοινωνική δράση. Ο παππούς µου ο Λευτέρης διετέλεσε και δήµαρχος για αρκετά χρόνια στο χωριό. Έτσι µε το γάµο του ηµητρού Κοµίλη και της Κορνηλίας Αποστόλου, δηλαδή του πατέρα µου και της µητέρας µου,η οικογένεια µεγάλωσε ακόµα περισσότερο. Η µητέρα µου είχε άλλα εφτά αδέρφια. Πέντε αγόρια και δύο κορίτσια. Τον Αλέκο, τον Ηρακλή, τον Απόστολο, τον ηµητρό, τον Άγγελο, την Μαρία και την Βαγγελιώ, την οποία εγώ δεν πρόλαβα, γιατί πέθανε πολύ νέα. Ο πατέρας µου µε την µητέρα παντρεύτηκαν το 1928 και το 1929 γεννήθηκα εγώ, το 1933 ο αδερφός µου ο Λευτέρης και πολύ αργότερα, το 1946, ο άλλος µου αδερφός µου ο Στρατής. Τα αναφέρω όλα αυτά γιατί στη συνέχεια θα πρέπει να συνδέσω τα γεγονότα που θα ακολουθήσουν µε πολλά από τα πρόσωπα αυτά που γιά µένα έπαιξαν σηµαντικό ρόλο στη κατοπινή πορεία της ζωής µου. Έρχοµαι τώρα στα γεγονότα που σηµάδεψαν το µέλος της οικογένειάς µου και που άλλαξαν χωρίς να το καταλάβουµε τις ευνοικές προυποθέσεις που υπήρχαν γιά µιά άνετη και ευτυχισµένη ζωή. Ο πατέρας µου, όπως είπαµε, συνέχισε τη δουλειά του παππού µου. Ανέλαβε το ελαιοτριβείο µαζί µε τους αδερφούς Τζωάννου και ασχολήθηκε επίσης µε το εµπόριο. Άνθρωπος µε κύρος και προσωπικότητα αγαπήθηκε από τους συγχωριανούς του και πάντα ενδιαφερόταν γιά τα προβλήµατά τους. Πρόεδρος του χωριού δεν έκανε πολλά χρόνια, αλλά βοηθούσε εκείνους που έκρινε κατάλληλους γιά τη θέση αυτή. ηµοκρατικός από νέος, πίστεψε στο Βενιζέλο και αργότερα µαζί µε τον αδερφό του Ευάγγελο έγιναν ένθερµοι οπαδοί του Γεωργίου Παπανδρέου. -10-

Ήταν η εποχή που ο Γεώργιος Παπανδρέου εξελέγη βουλευτής στην Μυτιλήνη. Ιδιαίτερες σχέσεις µε το Γεώργιο Παπανδρέου είχε ο αδερφός του που σαν µεγαλύτερος που ήταν κατάφερε να πείσει και εκείνον γιά την αξία αυτού του νέου πολιτικού που διακρινόταν γιά την πίστη του στη δηµοκρατία και στα ιδανικά της ελευθερίας. Όπως είπαµε και στην αρχή, η οικογένεια Κοµίλη ήταν αντιβασιλική και κατά συνέπεια η κατάληξη µε τον Παπανδρέου ήταν φυσιολογική. -11-

ΠΑΙ ΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ Ας αφήσουµε όµως προς το παρόν τον Παπανδρέου και τα πολιτικά και ας προσπαθήσουµε να βάλουµε µιά σειρά των όσων συνέβησαν από τα παιδικά µου χρόνια και µετά. Οι µνήµες µου λοιπόν ξεκινούν από το δηµοτικό, όταν πιτσιρίκια στο σχολείο κάναµε ότι µπορούσαµε γιά να προκαλέσουµε την οργή και τον θυµό των δασκάλων µας µα και την αγανάκτηση µιάς καθαρίστριας που είχαµε, της κυρίας Μαριάνθης, και την παιδεύαµε σαν το Χριστό. Παρόλα αυτά δεν ήµασταν κακοί µαθητές. Αγαπούσαµε τα µαθήµατα αλλά µας ενδιέφεραν και τα παιχνίδια που τις περισσότερες φορές ξέφευγαν από τον έλεγχο των γονιών µας και καταντούσαν επικίνδυνα. Ένα από αυτά ήταν ο πετροπόλεµος που έφτανε στο σηµείο να δηµιουργεί επεισόδια και µίση ανάµεσα στις αντιµαχόµενες γειτονιές εκτός βέβαια τα σπασµένα κεφάλια που ήταν καθηµερινό φαινόµενο. Το κρέµασµα πίσω από τα φορτηγά αυτοκίνητα ήταν επίσης ένα άλλο επικίνδυνο παιχνίδι αφού σχεδόν πάντα µας εγκατέλειπαν οι δυνάµεις και τσακιζόµαστε πέφτοντας κάτω. Η δε καβάλα στα γυµνόστρατα γαιδούρια ή άλογα ήταν το αποκορύφωµα της επιπολαιότητάς µας. Το πιό πολιτισµένο παιχνίδι µας ήταν ένα αυτοκίνητο που είχε ένας συµµαθητής µας και γείτονας, ο Βασίλης Βακιρζής, που το είχε φτιάξει ο πατέρας του, όπου µπαίναµε ένας ένας µέσα, το βάζαµε µετά στην κατηφόρα να τσουλήσει και τελικά µας αναποδογύριζε και µάς άδειαζε πάνω στα χώµατα και στις πέτρες. Κάναµε και άλλα πολλά, όπως τα παιδικά πάρτυ που συνήθως γινόνταν στο σπίτι της Ιφιγένειας Τζάννου, όπου οι δυό της γιοί, Παρασκευάς και Αντώνης, πρωτοστατούσαν. Όπως βλέπουµε, τα πάρτυ δεν είναι καινούργιο φαινόµενο της σηµερινής µας εποχής, αλλά παλιά συνήθεια των νέων που προσπαθούσαν µε αυτόν τον τρόπο να επικοινωνήσουν µεταξύ τους. Υπήρχε όµως µιά βασική διαφορά µε το τότε και το σήµερα. Τα δικά µας πάρτυ είχαν ροµαντισµό και εκδήλωναν την κρυφή µας επιθυµία να έρθουµε σε επαφή µε κάποιο πρόσωπο στο λίγο χρόνο ενός χορού. Εκεί πλέκονταν τα πρώτα µας ειδύλλια που φυσικά ήταν πρόσκαιρα και επιπόλαια. Έφτανε ένα παλαιό γραµµόφωνο, µερικές σκουριασµένες βελόνες, λίγοι δίσκοι και το γλέντι στηνόταν. Ενώ τώρα τα πάρτυ είναι άχαρα και χωρίς συναίσθηµα και -12-

ζεστασιά. Ακόµα στο χωριό µας, τρόπος διασκέδασης ήταν και τα πανηγύρια, κάτι που και σήµερα συνεχίζεται µόνο που και αυτά τότε οι άνθρωποι τα ζούσαν περισσότερο. Τα παιδικά µου χρόνια τα έζησα έντονα µέσα στο χωριό. Ήµουν αρκετά ζωηρός και διαρκώς δηµιουργούσα προβλήµατα στο σπίτι αναγκάζοντας τη µητέρα µου να µε κυνηγά διαρκώς και πολλές φορές να µε καταχερίζει. εν προσπαθούσα να ξεφύγω και έπεφτα εύκολα θύµα της υπόσχεσής της οτι δεν θα πάθω τίποτα όταν µε πιάσει. Έτσι το ξύλο έπεφτε σύννεφο αθετόντας φυσικά την υπόσχεσή της. Αντίθετα ο αδερφός µου Λευτέρης συνεχώς ξέφευγε, ίσως γιατί ήταν µικρότερος και οι αταξίες του δεν συγκρινόνταν µε τις δικές µου. Οι δραστηριότητές µου ήταν πάρα πολλές. Στο σχολείο, στη γειτονιά, στο ελαιοτριβείο του πατέρα µου και όπου υπήρχε πεδίο δράσης γιά τα παιδιά ήµουν παρών. Εκεί όµως που ξεφαντώναµε ήταν στην εξοχή το καλοκαίρι. Στο Κουλοστάσι, στο γνωστό µπαχτσέ του Κοµίλη, που µετακοµίζαµε µόλις κλείναν τα σχολεία και περνούσαµε όλη τη θερινή περίοδο. Οι συνθήκες τότε ήταν πρωτόγονες. εν υπήρχαν οι ευκολίες της σηµερινής εποχής. Για φωτισµό, παραδειγµατικά, χρησιµοποιούσαµε τη λάµπα µε το φυτίλι ή στη καλύτερη περίπτωση το λούξ. Για ψυγείο είχαµε το φανάρι και για µαγείρεµα τα κλαδιά ή τα ξύλα. Όσο για τουαλλέτα, ντούς κ.λ.π. αυτό ήταν µιά άλλη ιστορία. Αλίµονο αν σε έπιανε κόψιµο και µάλιστα τη νύχτα. Παρ όλα αυτά, την εξοχή την απολαµβάναµε, όχι µόνο τα παιδιά αλλά και οι µεγάλοι. Αναριωτιέµαι πολλές φορές πως µπορούσαµε και στριµωχνόµαστε ένα σωρό άτοµα σε ένα καλύβι ενός δωµατίου φιλοξενόντας συγχρόνως συγγενείς και φίλους παρ όλο που είµαστε συνηθισµένοι στις ευκολίες του χωριού όπου το σπίτι µας µας προσέφερε όλες σχεδόν τις ανέσεις. Με τα ξεχωριστά µας υπνοδωµάτια, τα σαλόνια, την τραπεζαρία, το καθιστικό και την κουζίνα και ένα σωρό άλλα βοηθητικά δωµάτια. Φαίνεται πως οι παλιοί άνθρωποι του χωριού την εξοχή την ένιωθαν σαν ένα είδος ασκητισµού και είχαν συνηθίσει να απολαµβάνουν τις οµορφιές του καλοκαιριού σε φυσικό µόνο περιβάλλον αδιαφορώντας γιά την βόλεψή τους και δίνοντας µεγαλύτερη σηµασία στις πρόσκαιρες απολαύσεις, όπως το κολύµπι, τις βαρκάδες, το καλό φαγητό και το ούζο, τα γλέντια και τα τραγούδια, το ψάρεµα και το κυνήγι. Θυµάµαι τους γονείς µου που είχαν ειδικό βαρκάρη, το γέρο Σπιρλίγκο µε τους γιούς του, που σχεδόν αποκλειστικά είχαν αναλάβει την τροφοδοσία µας µε ψάρια αλλά και την -13-

ψυχαγωγία µας διαθέτοντας την βάρκα τους γιά τις εκδροµές µας αλλά και γιά συχνά αξέχαστα ψαρέµατα που µας απέδιδαν δεκάδες οκάδες ψάρια. Οταν λοιπόν αναπολείς τη συναρπαστικότητα αυτών των ψαρεµάτων είναι δύσκολο να προσαρµοστείς στην ιδέα της καθετής που σου σπάει τα νεύρα και σου εξαντλεί την υποµονή. Ερχόµαστε τώρα στο κυνήγι. Συνήθως αυτό γίνεται το χειµώνα, όµως και µέσα στο καλοκαίρι υπάρχουν περίοδοι που επιτρέπεται και τότε αµολιόµαστε µαζί µε τους µεγάλους στις πλάτες και στα βουνά γυρίζοντας ώρες ολόκληρες και επιστρέφοντας άλλοτε φορτωµένοι µε θηράµατα και άλλοτε πάλι άδειοι µε την ικανοποίηση όµως πάντα της περιπέτειας και της προσπάθειας. Έχοντας λοιπόν όλες αυτές τις απολαύσεις, αυτό που δεν µπορούσα να εξηγήσω ήταν γιατί ο παππούς µου µε τόσο µεγάλη περιουσία δεν θέλησε να φτιάξει ένα µεγάλο σπίτι στο µπαχτσέ ενώ γιά την καλλιέργεια και την περιποιήσή του διέθετε ένα σωρό χρήµατα. Προτιµούσαν αυτός και αργότερα ο πατέρας µου να ξοδεύονται γιά να κουβαλούν χώµατα, να φτιάχνουν ποδόµες, να φυτεύουν δέντρα και να έχουν µπαχτσεβάνηδες γιά να καλλιεργούν και να παράγουν λαχανικά παρά να χτίζουν. Ίσως να είχαν τους λόγους τους που για µέν τον παππού µου µπορώ να τους αποδώσω στη φροντίδα του να τακτοποιήσει τις οκτώ κόρες του,γιά δε τον πατέρα µου στην άρνηση ίσως του αδερφού του Ευάγγελου, µιά που το κτήµα ανήκε και το µισό σε εκείνον και ήταν φυσικό γιά τον θείο µου να µη θέλει να ξοδέψει χρήµατα γιά κάτι που δεν τον ενδιέφερε άµεσα αφού είχε εγκαταλείψει το χωριό. Τέλος όλα αυτά είναι συλλογισµοί και εικασίας δικές µου. Η ουσία είναι πως γιά µας τα παιδιά το πρόβληµα αυτό του σπιτιού δεν ήταν σοβαρό και µπορώ να πω πως µας ευχαριστούσε που όλοι µαζί κοιµόµαστε στρωµατσάδα στο πάτωµα. Η παρέα µας το καλοκαίρι ήταν, οι αδερφοί Τζάνου, Παρασκευάς και Αντώνης, ο Τάκης Αποστολλέλης, εξάδερφός µου, εγώ, σπάνια ο αδερφός µου Λευτέρης που ήταν µικρότερος, οι δίδυµοι αδερφοί Αµανίτη, και αυτοί εξαδέρφια µου, πολλές χρονιές ένας άλλος εξάδερφός µου ο Τάκης ο Σαλτέλλης, κάτι εξαδέρφια των Τζάνηδων και µερικά άλλα παιδιά. Πως όµως γινόταν να βρισκόµαστε όλη αυτή η παρέα µαζί το καλοκαίρι? Εµείς όπως είπαµε είχαµε το εξοχικό µας καλύβι στο Κουλοστάσι µέσα στο µπαχτσέ µας. Παραπέρα λίγο µακρύτερα από εµάς ήταν ο Αγιος Στέφανος, όπου υπάρχει και το γνωστό βυζαντινό εξωκλήσι. Εκεί είχαν ένα µεγάλο κτήµα οι Τζάννηδες και µέσα σ αυτό ήταν χτισµένη η κούλα -14-

τους. Επίσης µέσα στο ίδιο κτήµα, είχε χτίσει µιά παράγκα, όπως τα σηµερινά λυόµενα, ο θείος Γιώργος και η θεία µου Ισµήνη Αποστολέλλη. Έτσι πάντα την ίδια εποχή,οι οικογένειές µας που συνδεόταν µεταξύ τους µε συγγενικούς και φιλικούς δεσµούς µετεκόµιζαν από το χωριό και γιά δύο τουλάχιστον µήνες την περνούσαν στα εξοχικά τους. Άρα ο πυρήνας της παρέας µας είχε ήδη δηµιουργηθεί. ηλαδή είµαστε εγώ, ο Τάκης Αποστολλέλης και οι αδερφοί Τζάνου. Από κει και πέρα κατέφθαναν οι Αµανίτηδες, που τον µέν Νίκο τον φιλοξενούσαµε εµείς, το δε Τάκη, ο Αποστολλέλης. Από την πλευρά επίσης των Τζάνηδων, είχαν και αυτοί τους δικούς τους συγγενείς. Σηµειωτέον οτι όλοι µας σχεδόν είχαµε την ίδια περίπου ηλικία και έτσι οι αποφάσεις που παίρναµε γιά τα παιχνίδια και τις τρέλλες µας ήταν πάντα οµόφωνες. Κανείς δεν µπορούσε να µας συγκρατήσει. Μόλις ξηµέρωνε η µέρα τρέχαµε γιά να συγκεντρωθούµε και να αµοληθούµε στις πλάτες παίζοντας ότι παιχνίδι επιννοούσαµε. Το δε µεσηµέρι, γιά το µπάνιο, άλλοτε µαζευόµαστε στην παραλία του Αγίου Στεφάνου και άλλοτε στη δική µας. Ώρες ολόκληρες µέσα στη θάλασσα αλλά και στην αµµουδιά στο λιοπύρι δεν κάναµε καρδιά να µαζεφτούµε στο σπίτι µας και µόνο όταν µας έκοβε η πείνα, τότε σκεφτόµαστε πως έχουµε οικογένεια που µας περίµενε να γυρίσουµε. Μεσηµεριανό ύπνο δεν ξέραµε. Μάταια προσπαθούσαν οι γονείς µας να µας βάλουν να ξαπλώσουµε. Μόλις τους έπαιρνε αυτούς ο ύπνος, βρίσκαµε την ευκαιρία να το σκάσουµε και να ασχοληθούµε µε πράγµατα που µας κέντριζαν το ενδιαφέρον µας. Σαν τέτοια ήταν τα καµίνια, που στην περιοχή µας υπήρχαν πολλά, όπου οι συγχωριανοί µας µάστορες έφτιαχναν τα κουµάρια που τότε ήταν διαδιδοµένα σε όλο το νησί αλλά και την υπόλοιπη Ελλάδα, µιά που ακόµα δεν υπήρχαν τα ψυγεία. Τα κουµάρια και τα λαγίνια του Μανταµάδου ήταν φηµισµένα γιατί κρατούσαν µέσα το νερό δροσερό αλλά και γιατί εξυπηρετούσαν πολύ τις νοικοκυρές. Γιά να φτάσουν όµως στο τελικό τους σχήµα έπρεπε να γίνουν τόσες δουλειές πρωτύτερα που πραγµατικά άξιζε τον κόπο να τις παρακολουθήσεις. Ήταν µιά διαδικασία δύσκολη και κοπιαστική. Έπρεπε πρώτα να µαζέψεις το κατάλληλο χώµα από τις πλάτες, να το στρώσεις στο δρόµο, να το κοπανήσεις ώστε να γίνει ψηλό, µετά να το κοσκινίσεις, να το κάνεις λάσπη και να το πλάσεις. Παραστατικότερα, η όλη εργασία των «τσκαλάδων» αναφέρεται στο βιβλίο του Γ. Παρασκευαίδη «Μανταµάδος», γι αυτό και εγώ θα αναφερθώ µόνο στην παιδική µας -15-

περιέργεια και στην ικανοποίηση που νιώθαµε βλέποντας τους µαστόρους να µετατρέπουν τη λάσπη στο σχήµα του κουµαριού. Η χαρά µας ήταν να παίρνουµε τους γνωστούς κόπανους και να προσπαθούµε και εµείς να βαρέσουµε το χώµα ή να ανεβούµε πάνω στον πάγκο που ήταν το µηχάνηµα της κατασκευής των κουµαριών και να βασανιζόµαστε γιά να φτιάξουµε κάτι που να έχει σχέση µε την αγγειοπλαστική. Ακόµα παρακολουθούσαµε τους µπαχτσεβάνηδες στο σκάψιµο, στο πότισµα, στο βοτάνισµα και στο µάζεµα των λαχανικών εκνευρίζοντάς τους όταν µπλεκόµαστε µέσα στα πόδια τους. Πολλές φορές πάλι, τρέχαµε στη παραλία µόλις αντικρίζαµε καµιά τράτα να ρίχνει τα δίχτυα της και περιµέναµε µε αγωνία την ώρα της διαλογής των ψαριών. Μας άρεσε να βλέπουµε τους ψαράδες να µαζεύουν τα δίχτυα τους και κάναµε χάζι µε τον τρόπο που τα τραβούσαν. Νιώθαµε χαρά και ικανοποίηση όταν η ψαριά ήταν καλή και λυπόµαστε όταν κοιτούσαµε τα δίχτυα τους φαγωµένα ή άδεια από ψάρια αλλά γεµάτα φύκια, γύλους, φούσκες και σταυρούς της θάλασσας. Ήταν ένα υπέροχο θέαµα να βλέπεις τόσους ανθρώπους να τραβάν µε σχοινιά το δίχτυ και να παρατηρείς την αγωνία ζωγραφισµένη στο πρόσωπό τους έτσι ξυπόλητοι, ηλιοκαµµένοι και ταλαιπωρηµένοι όπως ήταν περιµένοντας το αποτέλεσµα της προσπάθειά τους. Αυτή η γραφικότητα του ψαρέµατος µε την τράτα σήµερα δεν υπάρχει, µιά που η τεχνολογία της εποχής πρόβλεψε και γιά αυτό. Τώρα υπάρχουν µηχανήµατα που το µάζεµα των διχτυών γίνεται πατώντας µόνο ένα κουµπί. εν θα ξεχάσω δε και κάτι άλλο που έχει σχέση µε την τράτα και τους ανθρώπους που αποτελούσαν το πλήρωµά της. Αυτοί όπως ήταν φυσικό είχαν τα ψάρια και εµείς τα λαχανικά και τα φρούτα κυρίως σταφύλια µιά που τότε εκτός από το µπαχτσέ είχαµε και δυό µεγάλα αµπέλια. Κάναµε λοιπόν ανταλλαγή. Αυτοί µας έδειναν ψάρια και µείς σταφύλια. Γεµίζαµε λοιπόν τα καλάθια και τα πανέρια µας και περιµέναµε την ώρα της ψαριάς. Αν η ψαριά τους ήταν καλή, τότε αδειάζαµε τα σταφύλια στις µαντήλες τους και κείνοι ευχαριστηµένοι µας έδιναν τα φρέσκα ψάρια που σπαρταρούσαν µέσα στα καλάθια µας. Και µιά που αναφέρθηκα στα αµπέλια, θα πρέπει να πω λίγα πράγµατα γιά το µεράκι του πατέρα µου σχετικά µε την περιποίησή τους. Φρόντιζε να βάζει ανθρώπους που να τα καλλιεργούν και να τα κλαδεύουν, απλά και µόνο γιά να εξασφαλίζει το δικό του καλό κρασί και ούζο. Στο σηµείο αυτό κρίνω σκόπιµο να αναφέρω ένα ακόµα δηµοσίευµά µου από το -16-

περιοδικό «Τα Μανταµαδιώτικα» µε τον τίτλο «Απωλέσθη γάιδαρος φορτωµένος». -17-

ΑΠΩΛΕΣΘΗ ΓΑΙ ΑΡΟΣ ΦΟΡΤΩΜΕΝΟΣ Κάθε χρόνο που το καλοκαίρι πηγαίνω εξοχή στο Κουλοστάσι, µου έρχονται στο µυαλό µου τα παιδικά µου χρόνια και συλλογιέµαι πόσο ανέµελα περνούσαµε τότε αλλά και πόσες δύσκολες καταστάσεις αντιµετωπίζαµε χωρίς φυσικά να τις δίνουµε σηµασία. εν αναφέροµαι στον τρόπο ζωής που λίγο πολύ ήταν γνωστός και που γι αυτόν ίσως να γράψω άλλη µιά φορά αλλά σε απλές ιστορίες που είχαν τις περιπέτειές τους και πολλές φορές το χιούµορ τους. Μιά τέτοια ιστορία θα σας διηγηθώ σήµερα γιατί νοµίζω οτι είναι πρωτότυπη και αρκετά διασκεδαστική. Ήταν η εποχή του τρυγητού, τέλος Αυγούστου µε αρχές Σεπτέµβρη και όλος ο κόσµος κατέβαινε στα αµπέλια του για να κόψει τα σταφύλια. Το ίδιο κάναµε και εµείς. Στα δύο µεγάλα αµπέλια που είχαµε τότε γινόταν χαµός. εν ξέρω πως είχε µαζευτεί τόσος κόσµος µα αυτό που θυµάµαι είναι ότι συνέχεια κόβαµε σταφύλια, γεµίζαµε τα κοφίνια, φορτώναµε τα γαιδούρια και τα µεταφέραµε στο σπίτι µας στο χωριό. Εκεί τα αδειάζαµε µέσα σε πρόχειρα πατητήρια και µετά επιστρέφαµε γιά να µεταφέρουµε άλλα. Αυτό γινόταν τρεις-τέσσερις φορές τη µέρα και αν δεν τελειώναµε συνεχίζαµε και την εποµένη. Ήταν µιά δουλειά που µου άρεσε για αυτό και µπερδευόµουν συνεχώς µέσα στα πόδια των µεγάλων. Ήθελα να βοηθώ και να επιβλέπω παριστάνοντας κατά κάποιο τρόπο το αφεντικό. Αυτό όµως που επιδίωκα περισσότερο ήταν να µεταφέρω και εγώ σταφύλια από τα αµπέλια στο χωριό. Έτσι βλέποντας την επιµονή µου και το µεράκι µου να κάνω τον αγωγιάτη, ο αρχιεργάτης ας πούµε των τρυγητών µε άφησε να κάνω µιά διαδροµή. Πράγµατι µου φορτώνουν δύο γαιδούρια και ξεκινώ γιά το καθιερωµένο δροµολόγιο. Ήταν σούρουπο και ξένοιαστος προχωρούσαµε µπροστά αυτά και πίσω εγώ µέσα από τις πλάτες µιά που τότε δεν υπήρχαν αγροτικοί δρόµοι. Πότε σφύριζα και πότε σιγοτραγουδούσα ευχαριστηµένος που πέτυχα αυτό που ζητούσα. Και ενώ όλα πήγαιναν καλά ξαφνικά βλέπω το ένα από τα γαιδούρια να γλιστρά και να ξαπλώνεται φαρδύ πλατύ κάτω. Την ώρα αυτή όλη µου η καλή διάθεση χάλασε, τα πόδια µου κόπηκαν και το µυαλό µου σταµάτησε. εν φανταζόµουν ποτέ πως θα αντιµετώπιζα µιά τέτοια περίπτωση και ήταν αδύνατο να σκεφτώ τι έπρεπε να κάνω. Η µόνη -18-

µου ενέργεια ήταν να πάω κοντά στο πεσµένο γαϊδούρι και να το τραβώ από το καπίστρι γιά να σηκωθεί. Προσπάθεια δηλαδή µάταιη γιατί έτσι φορτωµένο που ήταν δεν µπορούσε ούτε να κινηθεί. Τα παράτησα λοιπόν και περίµενα, οπότε θυµήθηκα πως είχα και δεύτερο γαϊδούρι. Κοιτάω µπροστά, δεν βλέπω τίποτα. Τρέχω να δω τι έγινε, µα αυτό είχε εξαφανιστεί. Γυρίζω πίσω και κάθοµαι κλαίγοντας τη µοίρα µου. Ευτυχώς σε λίγο βλέπω κάτι χωριανούς που γύριζαν από τα χωράφια τους. Έρχονται οι άνθρωποι κοντά µου, ξεφορτώνουν το πεσµένο γαϊδούρι, το σηκώνουν όρθιο και το ξαναφορτώνουν. Τους λέω γιά το άλλο που έχασα και γέλασαν. Με καθησύχασαν όµως γιατί µου είπαν οτι τα ζώα ξέρουν το στέκι τους και οτι σίγουρα θα πήγαιναν στο σπίτι µας. Πήρα λίγο κουράγιο και συνέχισα το δρόµο γιά το χωριό αλλά µόνο µε ένα φορτίο. Σιγά σιγά όµως άρχισαν να µου µπαίνουν ψύλλοι στα αυτιά και έκανα διάφορες σκέψεις. Συλλογιζόµουν πως αν πράγµατι είχαν δίκιο οι χωριανοί και ο γάιδαρος πήγαινε στο σπίτι, τότε όλα θα πήγαιναν κατ ευχήν και δεν θα συνέβαινε τίποτα. Ούτε γάτα, ούτε ζηµιά. Αν όµως τα πράγµατα έρχονταν ανάποδα, τότε τι θα έλεγα στον πατέρα µου, οτι έχασα ολόκληρο γάιδαρο και µάλιστα φορτωµένο. Τη σκέψη αυτή προσπαθούσα να τη διώξω από το µυαλό µου και όσο πλησίαζα στο χωριό ευχόµουν ανοίγοντας τη πόρτα του σπιτιού µας να δώ το γάιδαρο και τα σταφύλια να µε περιµένουν. υστυχώς συνέβη αυτό που φοβόµουν. Στο σπίτι δεν υπήρχαν ούτε γάιδαρος, ούτε σταφύλια. Ε, αυτό πιά γιά µένα ήταν το «σιχτήρ πιλάφ», όπως λέµε. Τώρα δεν έµεινε παρά η κατσάδα του πατέρα µου που και αυτή δεν άργησε να ρθεί. Βέβαια δεν ήταν τόσο µεγάλη όσο την περίµενα µα τα λόγια του είχαν την έννοια οτι θα πρέπει ο καθένας πριν αναλάβει µιά δουλειά να σκέφτεται πρώτα αν µπορεί να τη βγάλει σε πέρας, πράγµα που εµένα µε πρόσβαλε. Τέλος τώρα έπρεπε να δούµε πως και που θα βρούµε το γαιδούρι. Σκέφτηκε λοιπόν ο πατέρας µου πως στο δρόµο γιά το Κουλοστάσι υπάρχει ένα σταυροδρόµι που οδηγούσε σε ένα άλλο µας κτήµα, τη Βαριά, και κατά πάσα πιθανότητα να έστριψε και να τράβηξε προς τα εκεί. Αµέσως, χωρίς πολλές κουβέντες, ξεκινά γιά τη Βαριά µε τη βεβαιότητα οτι θα το έβρισκε. Όµως οι ώρες περνούσαν και κείνος δεν φαινόταν. Νύχτωσε πιά γιά τα καλά και τότε τον βλέπουµε να γυρνά κατάκοπος χωρίς το γαιδούρι. Παρ όλα αυτά επέµενε οτι µόνο εκεί µπορεί να πήγε. Έτσι τα ξηµερώµατα της επόµενης σηκώνεται και µαζί µε έναν -19-

αγροφύλακα τραβάν γιά τη Βαριά. Πράγµατι σε ένα µονοπάτι ανάµεσα σε δύο βράχους που από το µέρος αυτό ποτέ άλλοτε δεν είχαµε ξαναπεράσει βλέπουν το γάιδαρο πεσµένο κάτω και σχεδόν πλακωµένο και να αναπνέει µε δυσκολία. Τον πρόλαβαν την τελευταία στιγµή γιατί ήταν σε κακά χάλια. Και όπως φαινόταν σε αυτή τη θέση θα βρισκόταν όλη τη νύχτα. Τέλος αφού τον ξεφόρτωσαν και τον ξεσαµάρωσαν, τον άφησαν εκεί γιά να συνέλθει. Όσο γιά τα σταφύλια πήγαν στο χωριό και έφεραν άλλο γαιδούρι και τα µετέφεραν. Όµως σε όλο αυτό το διάστηµα κατήντησαν όπως τα σύκα που πήγε δώρο ένας χωριάτης στο δεσπότη (η παροιµία είναν γνωστή). Εδώ τελειώνει η ιστορία η οποία φυσικά δεν µας έφερε καµιά καταστροφή και ούτε είχε την έννοια οτι έχασα τα αβγά µε τα καλάθια, σίγουρα όµως το γάιδαρο µε τα σταφύλια τον έχασα. Είναι τόσα πολλά που θυµάµαι από τα παιδικά µου χρόνια, τους καλοκαιρινούς µήνες στην εξοχή, που είναι δύσκολο να τα ταξινοµήσω και να τα βάλω σε µιά σειρά. Ύστερα από τόσα χρόνια όλες αυτές οι µνήµες µου είναι λίγο µπερδεµένες µέσα στο µυαλό µου µα δεν παύουν να είναι έντονες και να µε κάνουν να αναπολώ τις µέρες αυτές που ήταν οι µόνες ξένοιαστες της παιδικής µου ηλικίας. Πως είναι δυνατό να ξεχάσω το πανυγήρι του Αγίου Στεφάνου, όταν όλη η παρέα µας µετά τη λειτουργία µαζευόµαστε στη κούλα του Τζάννου και όλοι µαζί κορίτσια και αγόρια αρχίζαµε το γλέντι. Ένα γλέντι που ακόµα και οι µεγάλοι το χαίρονταν έστω και αν όλα τα κάναµε άνω κάτω. Σκέπτοµαι τώρα το Στρατή και την Ιφιγένεια Τζάννου, τις αδελφές της Ιφιγένειας, Μαρία και Ευστρατία, που όλο αυτό το παιδοµάνι όχι µόνο το ανέχονταν αλλά έκαναν ότι µπορούσαν γιά να το ευχαριστήσουν. Πως να ξεχάσω ακόµα τις βαρκάδες εκείνες στα νησιά (Τοκµάκια) όταν ξεκινούσαµε εµείς από το Κουλοστάστι µε τη βάρκα του Σπιρλίγκου και οι Αγιοστεφανιώτες µε τη βάρκα του Παναγιώτη του ψαρά συναγωνιζόµενοι ποιοί θα πάνε πρώτοι. Ή να ξεχάσω το µπάνιο στις ακρογιαλιές των νησιών, τις εξερευνήσεις που κάναµε πάνω σε αυτά και τις τσουλήθρες που µας καταντούσαν στην επιστροφή πάντα µε τρύπια παντελόνια. -20-