BRONNER ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 26ης Νοεμβρίου 1998 * Στην υπόθεση C-7/97, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Oberlandesgericht Wien (Αυστρία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ Oscar Bronner GmbH & Co. KG και Mediaprint Zeitungs- und Zeitschriftenverlag GmbH & Co. KG, Mediaprint Zeitungsvertriebsgesellschaft mbh & Co. KG, Mediaprint Anzeigengesellschaft mbh & Co. KG, η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 86 της Συνθήκης ΕΚ, * Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική. Ι-7817
ΑΠΟΦΑΣΗ της 26. 11. 1998 ΥΠΟΘΕΣΗ C-7/97 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα), συγκείμενο από τους P. J. G. Kapteyn, πρόεδρο τμήματος, J. L. Murray, Η. Ragnemalm, R. Schintgen (εισηγητή) και Κ. Μ. Ιωάννου, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs γραμματέας: Η. Α. Rühi, κύριος υπάλληλος διοικήσεως, λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν: η Oscar Bronner GmbH & Co. KG, εκπροσωπούμενη από την Christa Fries, δικηγόρο Baden, η Mediaprint Zeitungs- und Zeitschriftenverlag GmbH & Co. KG, η Mediaprint Zeitungsvertriebsgesellschaft mbh & Co. KG και η Mediaprint Anzeigengesellschaft mbh & Co. KG, εκπροσωπούμενες από τον Stephan Ruggenthaler, δικηγόρο Βιέννης, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους Klaus Wiedner και Wouter Wils, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας, έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου, αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Oscar Bronner GmbH & Co. KG, της Mediaprint Zeitungs- und Zeitschriftenverlag GmbH & Co. KG, της Mediaprint Zeitungsvertriebsgesellschaft mbh & Co. KG και της Mediaprint Anzeigengesellschaft mbh & Co. KG, καθώς και της Επιτροπής, κατά τη συνεδρίαση της 10ης Φεβρουαρίου 1998, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 28ης Μαΐου 1998, εκδίδει την ακόλουθη I-7818
BRONNER Απόφαση 1 Με διάταξη της 1ης Ιουλίου 1996, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 15 Ιανουαρίου 1997, το Oberlandesgericht Wien, δικάζον ως Kartellgericht, υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, δύο προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 86 της ιδίας Συνθήκης. 2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο αιτήσεως που υπέβαλε, βάσει του άρθρου 35 του Bundesgesetz über Kartelle und andere Wettbewerbsbeschränkungen, της 19ης Οκτωβρίου 1988 (BGBl. 1988, σ. 600), όπως τροποποιήθηκε το 1993 (BGBl. 1993, σ. 693) και το 1995 (BGBl. 1995, σ. 520, αυστριακός νόμος περί ανταγωνισμού, στο εξής: Kartellgesetz), η Oscar Bronner GmbH & Co. KG (στο εξής: Oscar Bronner) κατά των Mediaprint Zeitungs- und Zeitschriftenverlag GmbH & Co. KG, Mediaprint Zeitungsvertriebsgesellschaft mbh & Co. KG και Mediaprint Anzeigengesellschaft mbh & Co. KG (στο εξής, όλες μαζί: Mediaprint). 3 Το άρθρο 35, παράγραφος 1, του Kartellgesetz ορίζει: «Το Kartellgericht διατάσσει τις οικείες επιχειρήσεις, κατόπιν αιτήσεως, να θέσουν τέλος στην καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσεως. Η καταχρηστική αυτή εκμετάλλευση μπορεί ιδίως να συνίσταται: 1. στην κατά τρόπο άμεσο ή έμμεσο επιβολή των τιμών αγοράς ή πωλήσεως ή άλλων μη δίκαιων όρων συναλλαγής, Ι-7819
ΑΠΟΦΑΣΗ της 26. 11. 1998 ΥΠΟΘΕΣΗ C-7/97 2. στον περιορισμό της παραγωγής, των αγορών ή της τεχνικής αναπτύξεως επί ζημία των καταναλωτών, 3. στην επιβολή μειονεκτήματος στο πλαίσιο του ανταγωνισμού σε συμβατικούς εταίρους, εφαρμόζοντας άνισους όρους σε ισοδύναμες παροχές, 4. στην εξάρτηση της συνάψεως συμβάσεων από την αποδοχή, εκ μέρους των συμβατικών εταίρων, πρόσθετων παροχών που εκ φύσεως ή σύμφωνα με τις εμπορικές συνήθειες δεν έχουν σχέση με το αντικείμενο των συμβάσεων αυτών.» 4 Η Oscar Bronner έχει ως αντικείμενο τη σύνταξη και την έκδοση, καθώς και την εκτύπωση και τη διανομή της ημερήσιας εφημερίδας «Der Standard». To 1994, η «Der Standard» κατείχε στην αγορά των αυστριακών ημερησίων εφημερίδων μερίδιο αγοράς ανερχόμενο σε 3,6 % από απόψεως κυκλοφορίας και σε 6 % από απόψεως διαφημιστικών εσόδων. 5 Η Mediaprint Zeitungs- und Zeitschriftenverlag GmbH & Co. KG εκδίδει τις ημερήσιες εφημερίδες «Neue Kronen Zeitung» και «Kurier». Εξασφαλίζει τη διανομή καθώς και τις διαφημιστικές δραστηριότητες των δύο αυτών εφημερίδων μέσω των δύο θυγατρικών της εταιριών, της Mediaprint Zeitungsvertriebsgesellschaft mbh & Co. KG και της Mediaprint Anzeigengesellschaft mbh & Co. KG, των οποίων κατέχει ολόκληρο το κεφάλαιο. 6 Το 1994, η «Neue Kronen Zeitung» και η «Kurier» κατείχαν μαζί, στην αυστριακή αγορά των ημερησίων εφημερίδων, το 46,8 % της αγοράς από απόψεως κυκλοφορίας και το 42 % από απόψεως διαφημιστικών εσόδων. Το ποσοστό κυκλοφορίας των δύο ημερησίων εφημερίδων ανερχόταν σε 53,3 % για τα άνω των 14 ετών άτομα στα ιδιωτικά νοικοκυριά και σε 71 % για το σύνολο των αναγνωστών ημερησίων εφημερίδων. Ι - 7820
BRONNER 7 Για τη διανομή των ημερησίων εφημερίδων της, η Mediaprint δημιούργησε ένα σύστημα κατ' οίκον διανομής σε εθνικό επίπεδο, που αυτή διασφαλίζει μέσω της Mediaprint Zeitungsvertriebsgesellschaft mbh & Co. KG. To σύστημα αυτό συνίσταται στην παράδοση των εφημερίδων απευθείας στους συνδρομητές, αυτό δε κατά τις πρώτες πρωινές ώρες. 8 Με την κατ' εφαρμογήν του άρθρου 35 του Kartellgesetz αίτηση της, η Oscar Bronner επιδιώκει να υποχρεωθεί η Mediaprint να παύσει την καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσεως της περιλαμβάνοντας, έναντι εύλογης τιμής, την «Der Standard» στο σύστημα της της κατ' οίκον διανομής. Προς στήριξη της αιτήσεως αυτής, η Oscar Bronner τονίζει ότι η παράδοση διά της ταχυδρομικής οδού, η οποία γενικώς πραγματοποιείται μόνον κατά το τέλος του πρωινού, δεν συνιστά ισοδύναμη εναλλακτική λύση για την κατ' οίκον διανομή και ότι, λόγω του χαμηλού αριθμού των συνδρομητών της, ουδόλως τη συμφέρει, οικονομικώς, να οργανώσει δικό της σύστημα κατ' οίκον διανομής. Η Oscar Bronner ισχυρίζεται επίσης ότι η Mediaprint προέβη σε δυσμενή διάκριση έναντι αυτής περιλαμβάνοντας στο σύστημα της της κατ' οίκον διανομής τη «Wirtschaftsblatt», ημερήσια εφημερίδα την οποία εντούτοις δεν εκδίδει η Mediaprint. 9 Απαντώντας στα επιχειρήματα αυτά, η Mediaprint υπογραμμίζει ότι η σύσταση του συστήματος της κατ' οίκον διανομής χρειάστηκε σημαντικές, διοικητικού και οικονομικού χαρακτήρα, επενδύσεις και ότι το άνοιγμα του συστήματος στο σύνολο των εκδοτών αυστριακών ημερησίων εφημερίδων υπερέβαινε τα φυσικά όρια δυναμικότητας του συστήματος της. Υποστηρίζει επίσης ότι το γεγονός ότι κατέχει δεσπόζουσα θέση δεν μπορεί να την υποχρεώσει σε επιδότηση του ανταγωνισμού ευνοώντας εταιρίες που ανταγωνίζονται την ίδια. Προσθέτει ότι η κατάσταση της «Wirtschaftsblatt» δεν μπορεί να συγκριθεί με εκείνη της «Der Standard», καθόσον ο εκδότης της «Wirtschaftsblatt» είχε επίσης αναθέσει στον όμιλο Mediaprint την εκτύπωση και το σύνολο της διανομής, δηλαδή συμπεριλαμβανομένης και της πωλήσεως στα περίπτερα, οπότε η κατ' οίκον διανομή αποτελούσε μέρος μόνον ενός συνόλου παροχών. 10 Κρίνοντας ότι, αν η συμπεριφορά ενός επιχειρηματία εμπίπτει στο άρθρο 86 της Συνθήκης, υφίσταται επίσης, κατ' ανάγκην, καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσεως υπό την έννοια του άρθρου 35 του Kartellgesetz, το οποίο έχει ταυτόσημο περιεχόμενο, εφόσον, λόγω της κατ' αρχήν υπεροχής του κοινοτικού δικαίου, μια συμπεριφορά που είναι ασύμβατη προς το τελευταίο δεν μπορεί κατά μείζονα λόγο να είναι ανεκτή από το εθνικό δίκαιο, το Kartellgericht Ι - 7821
ΑΠΟΦΑΣΗ της 26. 11. 1998 ΥΠΟΘΕΣΗ C-7/97 έκρινε ότι έπρεπε προηγουμένως να δώσει απάντηση στο ερώτημα αν η συμπεριφορά της Mediaprint συνιστά παράβαση του άρθρου 86 της Συνθήκης. Τονίζοντας στη συνέχεια ότι η δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 86 της Συνθήκης προϋποθέτει ότι το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών μπορεί να επηρεασθεί από την καταχρηστική συμπεριφορά επιχειρηματιών, το Kartellgericht έκρινε ότι αυτό φαίνεται να συμβαίνει στην υπόθεση της κύριας δίκης στο μέτρο που από την άρνηση προσβάσεως στο σύστημα της κατ' οίκον διανομής της Mediaprint υπάρχει κίνδυνος να εκδιωχθεί εξ ολοκλήρου η Oscar Bronner από την αγορά των ημερησίων εφημερίδων και ότι η Oscar Bronner, ως εκδότης αυστριακής ημερήσιας εφημερίδας η οποία πωλείται επίσης στο εξωτερικό, μετέχει στο διεθνές εμπόριο. 11 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Kartellgericht αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα: «1) Πρέπει το άρθρο 86 της Συνθήκης ΕΚ να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι υφίσταται καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας στην αγορά θέσεως, υπό μορφή καταχρηστικής παρεμποδίσεως της εισόδου στην αγορά, όταν μία επιχείρηση, η οποία απασχολείται με την έκδοση, την εκτύπωση και τη διανομή ημερησίων εφημερίδων, κατέχει δε με τις εφημερίδες της εξέχουσα θέση στην αυστριακή αγορά ημερησίων εφημερίδων (δηλαδή το 46,8 % της συνολικής κυκλοφορίας, το 42 % των διαφημιστικών εσόδων και το 71 % του συνολικού αριθμού των αναγνωστών ημερησίων εφημερίδων) και εκμεταλλεύεται το μοναδικό στην Αυστρία υπάρχον διαπεριφερειακό σύστημα διανομής κατ' οίκον για συνδρομητές, αρνείται να υποβάλει σε άλλη επιχείρηση, η οποία επίσης ασχολείται με την έκδοση, την εκτύπωση και τη διανομή ημερήσιας εφημερίδας στην Αυστρία, δεσμευτική πρόταση για την ενσωμάτωση της εν λόγω ημερήσιας εφημερίδας στο εν λόγω σύστημα της κατ' οίκον διανομής, και επιπλέον είναι αδύνατον για την επιδιώκουσα την ενσωμάτωση στο σύστημα της κατ' οίκον διανομής επιχείρηση, λόγω της χαμηλής κυκλοφορίας και του οφειλομένου σ' αυτήν μικρού αριθμού συνδρομητών, να δημιουργήσει με εύλογο κόστος, είτε μόνη είτε σε συνεργασία με τις υπόλοιπες επιχειρήσεις οι οποίες προσφέρουν ημερήσιες εφημερίδες στην αγορά, δικό της σύστημα κατ' οίκον διανομής και να το εκμεταλλεύεται κατά τρόπο αποδοτικό; 2) Υφίσταται καταχρηστική εκμετάλλευση υπό την έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης ΕΚ, αν υπό τις περιστάσεις που ήδη αναφέρθηκαν στο ερώτημα 1 η εκμεταλλευομένη το σύστημα της κατ' οίκον διανομής ημερησίων εφημερίδων επιχείρηση εξαρτά τη σύναψη εμπορικών σχέσεων με τον εκδότη ανταγωνιστικού προϊόντος από την ανάθεση σ' αυτήν εκ μέρους του Ι - 7822
BRONNER εν λόγω εκδότη όχι μόνον της κατ' οίκον διανομής αλλά και άλλων προτεινομένων παροχών (για παράδειγμα, της διανομής από περίπτερα ή της εκτυπώσεως) στο πλαίσιο μιας δέσμης συμφωνιών;» Επί του παραδεκτού των υποβληθέντων ερωτημάτων 12 Η Mediaprint και η Επιτροπή ισχυρίζονται ότι η διαφορά της κύριας δίκης αφορά μόνον το αυστριακό δίκαιο του ανταγωνισμού και ειδικότερα το άρθρο 35 του Kartellgesetz. Υποστηρίζουν ότι το Kartellgericht έχει ειδικευθεί στην εφαρμογή του εθνικού δικαίου του ανταγωνισμού και δεν είναι αρμόδιο να εφαρμόζει το άρθρο 86 της Συνθήκης, το οποίο δεν θα μπορούσε επιπλέον να το εφαρμόσει απευθείας. 1 3 Υποστηρίζουν επίσης ότι, κατ' αρχήν, το εθνικό δίκαιο του ανταγωνισμού εφαρμόζεται παραλλήλως με το κοινοτικό δίκαιο του ανταγωνισμού και ανεξαρτήτως αυτού και ότι, δυνάμει της αποφάσεως της 13ης Φεβρουαρίου 1969, 14/68, Walt Wilhelm, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 1), μόνον όταν η εφαρμογή του εθνικού δικαίου του ανταγωνισμού μπορεί να βλάψει την ομοιόμορφη εφαρμογή, σε όλη την κοινή αγορά, των κοινοτικών κανόνων περί ανταγωνισμού και τα πλήρη αποτελέσματα των πράξεων που θεσπίστηκαν βάσει των κανόνων αυτών, συντρέχει λόγος εφαρμογής του κανόνα της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου. Όμως, αυτό δεν συμβαίνει στην περίπτωση όπως αυτή της διαφοράς της κύριας δίκης όπου, αφενός, μόνον η εθνική αρχή έχει επιληφθεί και, αφετέρου, ακόμη και μια ευνοϊκή για τη Mediaprint απόφαση στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης, βασιζόμενη στο άρθρο 35 του Kartellgesetz, δεν θα εμποδίσει την Επιτροπή να εφαρμόσει το άρθρο 86 της Συνθήκης. 14 Η Mediaprint και η Επιτροπή συνάγουν από αυτό ότι η ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, την οποία ζητεί το εθνικό δικαστήριο, δεν έχει καμία σχέση με τη γνησιότητα ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, οπότε η απάντηση στα υποβληθέντα ερωτήματα παρέλκει. Ι - 7823
ΑΠΟΦΑΣΗ της 26. 11. 1998 ΥΠΟΘΕΣΗ C-7/97 15 Η Mediaprint και η Επιτροπή προσθέτουν ότι ο υποθετικός χαρακτήρας των προδικαστικών ερωτημάτων ενισχύεται ακόμη περισσότερο από την εκτίμηση ότι δεν είναι καθόλου πιθανό ότι πληρούται εν προκειμένω μία από τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 86 της Συνθήκης, του οποίου εξάλλου ο ρόλος είναι να καθορίζει τα αντίστοιχα πεδία εφαρμογής του εθνικού και του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού, δηλαδή η προϋπόθεση ότι το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών επηρεάζεται αισθητά. Η Επιτροπή τονίζει συναφώς ειδικότερα ότι τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης περιορίζονται στην Αυστρία, στο μέτρο που μια αυστριακή ημερήσια εφημερίδα επιθυμεί να περιληφθεί σε σύστημα κατ' οίκον διανομής που εκμεταλλεύεται μια αυστριακή επιχείρηση και που, εν πάση περιπτώσει, περιορίζεται γεωγραφικώς στην Αυστρία. Εξάλλου, η Mediaprint τονίζει ότι η Oscar Bronner διανέμει καθημερινώς τουλάχιστον 700 φύλλα της «Der Standard» στο εξωτερικό, δηλαδή λιγότερο από το 0,8 % της συνολικής κυκλοφορίας της εφημερίδας. 16 Συναφώς, πρέπει κατ' αρχάς να υπομνηστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια στα οποία έχει υποβληθεί η διαφορά και τα οποία αναλαμβάνουν την ευθύνη της δικαστικής αποφάσεως που θα εκδοθεί να εκτιμούν, υπό το πρίσμα των ιδιαιτεροτήτων κάθε υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα της προδικαστικής αποφάσεως για να μπορέσουν να εκδώσουν την απόφαση τους όσο και τον κρίσιμο χαρακτήρα των ερωτημάτων που υποβάλλουν στο Δικαστήριο. Κατά συνέπεια, εφόσον τα ερωτήματα που υποβάλλουν τα εθνικά δικαστήρια αφορούν την ερμηνεία διατάξεως κοινοτικού δικαίου, το Δικαστήριο είναι, καταρχήν, υποχρεωμένο να αποφαίνεται (βλ., ιδίως, τις αποφάσεις της 18ης Οκτωβρίου 1990, C-297/88 και C-197/89, Dzodzi, Συλλογή 1990, σ. 1-3763, σκέψεις 34 και 35, και της 8ης Νοεμβρίου 1990, C-231/89, Gmurzynska-Bscher, Συλλογή 1990, σ. I-4003, σκέψεις 19 και 20). 17 Επιβάλλεται επίσης να τονιστεί ότι το άρθρο 177 της Συνθήκης, το οποίο στηρίζεται στον σαφή διαχωρισμό των λειτουργιών μεταξύ των εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων και του Δικαστηρίου, δεν επιτρέπει στο Δικαστήριο να ελέγξει το σκεπτικό της διατάξεως περί παραπομπής. Κατά συνέπεια, δεν είναι δυνατή η απόρριψη αιτήσεως που υπέβαλε ένα εθνικό δικαστήριο, παρά μόνον αν προκύπτει προδήλως ότι η ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου ή η εξέταση του κύρους κοινοτικού κανόνα που ζήτησε το εν λόγω δικαστήριο δεν έχουν καμία σχέση με τη γνησιότητα ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης (απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 1996, C-446/93, SEIM Συλλογή 1996, σ. 1-73, σκέψη 28). Ι - 7824
BRONNER 18 Πρέπει στη συνέχεια να παρατηρηθεί ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, όπως προκύπτει από τη σκέψη 10 της παρούσας αποφάσεως, το εθνικό δικαστήριο ρητώς αιτιολόγησε την αναγκαιότητα της αιτήσεως του για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως με τη μέριμνα για την εξασφάλιση της τηρήσεως του κανόνα της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου και, συνεπώς, για τη μη ανοχή στο εθνικό δίκαιο καταστάσεως που είναι αντίθετη προς το κοινοτικό δίκαιο. 19 Ιδίως από την προπαρατεθείσα απόφαση Walt Wilhelm προκύπτει ότι δεν αποκλείεται η αυτή πραγματική κατάσταση να εμπίπτει ταυτόχρονα στο κοινοτικό δίκαιο και στο εθνικό δίκαιο του ανταγωνισμού, ακόμα και αν τα δίκαια αυτά θεωρούν τις περιοριστικές πρακτικές υπό διαφορετικά πρίσματα (βλ., επίσης, τις αποφάσεις της 10ης Ιουλίου 1980, 253/78 και 1/79 έως 3/79, Giry και Guerlain κ.λπ., Συλλογή τόμος 1980/11, σ. 527, σκέψη 15, και της 16ης Ιουλίου 1992, C-67/91, Associación Española de Banca Privada κ.λπ., Συλλογή 1992, σ. 1-4785, σκέψη 11). 20 Υπό τις συνθήκες αυτές, το γεγονός ότι σε εθνικό δικαστήριο υποβλήθηκε διαφορά αφορώσα περιοριστικές πρακτικές κατ' εφαρμογήν του εθνικού δικαίου του ανταγωνισμού δεν πρέπει να εμποδίζει την εκ μέρους του υποβολή ερωτημάτων στο Δικαστήριο ως προς την ερμηνεία του σχετικού κοινοτικού δικαίου, και ιδίως του άρθρου 86 της Συνθήκης, σε σχέση με την ίδια αυτή κατάσταση, όταν εκτιμά ότι είναι δυνατόν να υπάρξει κατάσταση συγκρούσεως μεταξύ του κοινοτικού και του εθνικού δικαίου. 21 Πρέπει τέλος να τονιστεί ότι οι περιστάσεις που αναφέρθηκαν από τη Mediaprint και την Επιτροπή για να αμφισβητηθεί ότι το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών όντως επηρεάζεται αισθητά αφορούν αυτήν ταύτην τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 86 της Συνθήκης στην πραγματική κατάσταση που αποτελεί αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης. Επομένως, αυτές υπόκεινται στην εκτίμηση του εθνικού δικαστηρίου και δεν ασκούν επιρροή στην εξέταση του παραδεκτού των ερωτημάτων που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο. 22 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι πρέπει να δοθεί απάντηση στα ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο. Ι - 7825
Επί του πρώτου ερωτήματος ΑΠΟΦΑΣΗ της 26. 11. 1998 ΥΠΟΘΕΣΗ C-7/97 23 Με το πρώτο του ερώτημα, το εθνικό δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν το γεγονός ότι μία επιχείρηση τύπου, η οποία κατέχει πολύ σημαντικό μερίδιο της αγοράς των ημερησίων εφημερίδων εντός κράτους μέλους και η οποία εκμεταλλεύεται το μοναδικό σύστημα κατ' οίκον διανομής εφημερίδων σε εθνικό επίπεδο που υφίσταται στο κράτος αυτό, αρνείται την πρόσβαση στο σύστημα αυτό, έναντι κατάλληλης αμοιβής, στον εκδότη ανταγωνιστικής ημερήσιας εφημερίδας ο οποίος, λόγω της χαμηλής κυκλοφορίας αυτής, δεν μπορεί να δημιουργήσει και να εκμεταλλεύεται, υπό λογικούς οικονομικούς όρους, μόνος ή σε συνεργασία με άλλους εκδότες, το δικό του σύστημα της κατ' οίκον διανομής, συνιστά καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσεως υπό την έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης. 24 Συναφώς, η Oscar Bronner ισχυρίζεται ότι η παροχή υπηρεσιών την οποία συνιστά η κατ' οίκον διανομή ημερησίων εφημερίδων αποτελεί χωριστή αγορά, στο μέτρο που η παροχή αυτή προσφέρεται και ζητείται συνήθως χωριστά από άλλες παροχές. Η Oscar Bronner τονίζει επίσης ότι, κατ' αρχήν, η υπηρεσία που παρέχεται με τη διάθεση εγκαταστάσεως και αυτή που παρέχεται με τη χρησιμοποίηση της εγκαταστάσεως αυτής συνιστούν, βάσει της θεωρίας των essential facilities, όπως διατυπώθηκε από το Δικαστήριο με την απόφαση της 6ης Απριλίου 1995, C-241/91 Ρ και C-242/91 Ρ, RTE και ITP κατά Επιτροπής (Συλλογή 1995, σ. I-743, στο εξής: απόφαση Magill), χωριστές αγορές. Όμως, ως ιδιοκτήτρια μιας τέτοιας essential facility, εν προκειμένω του μοναδικού συστήματος κατ' οίκον διανομής που αποδίδει οικονομικά και υφίσταται στην Αυστρία σε εθνικό επίπεδο, η Mediaprint είναι υποχρεωμένη να ανοίξει το σύστημά της, υπό όρους και σε τιμές που αντιστοιχούν με αυτές της αγοράς, σε ανταγωνιστικά προϊόντα. 25 Η Oscar Bronner παραπέμπει, στο πλαίσιο αυτό, και στην απόφαση της 6ης Μαρτίου 1974, 6/73 και 7/73, Commercial Solvents κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1974, σ. 113, σκέψη 25), από την οποία προκύπτει ότι η άρνηση εκ μέρους επιχειρήσεως που κατέχει δεσπόζουσα θέση να προμηθεύει επιχειρήσεις ευρισκόμενες στο αμέσως επόμενο στάδιο παραγωγής είναι νόμιμη μόνον αν η άρνηση αυτή δικαιολογείται αντικειμενικώς. Παρατηρώντας ότι, με την απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 1985, 311/84, CBEM (Συλλογή 1985, σ. 3261), το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι συνιστά κατάχρηση, κατά την έννοια του άρθρου 86, το γεγονός ότι μια επιχείρηση κατέχουσα δεσπόζουσα θέση σε δεδομένη αγορά επιφυλάσσει γι' αυτήν ή για επιχείρηση που ανήκει στον ίδιο όμιλο, χωρίς να υπάρχει Ι - 7826
BRONNER αντικειμενική ανάγκη, βοηθητική δραστηριότητα, την οποία θα μπορούσε να ασκήσει τρίτη επιχείρηση στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της σε παραπλήσια αλλά διαφορετική αγορά, με κίνδυνο να εξαλειφθεί κάθε ανταγωνισμός εκ μέρους της επιχειρήσεως αυτής, η Oscar Bronner υποστηρίζει ότι η προεκτεθείσα εκτίμηση μπορεί να ισχύσει στην περίπτωση επιχειρήσεως που κατέχει δεσπόζουσα θέση στην αγορά ορισμένης παροχής υπηρεσιών, η οποία είναι απαραίτητη για τη δραστηριότητα άλλης επιχειρήσεως σε μία διαφορετική αγορά. 26 Η Mediaprint αντιτάσσει ότι οι επιχειρήσεις που έχουν δεσπόζουσα θέση δικαιούνται, κατ' αρχήν, να έχουν αυτόνομη βούληση, υπό την έννοια ότι έχουν συνήθως το δικαίωμα να αποφασίζουν ελεύθερα σε ποιον προτίθενται να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους και, ειδικότερα, σε ποιο πρόσωπο επιθυμούν να δώσουν πρόσβαση στις δικές τους εγκαταστάσεις. Έτσι, υποχρέωση συνάψεως συμβάσεως, στην οποία υπόκειται η επιχείρηση που κατέχει δεσπόζουσα θέση, μπορεί να βασίζεται στο άρθρο 86 της Συνθήκης μόνον υπό εξαιρετικές περιστάσεις, όπως το Δικαστήριο ρητώς έκρινε με την απόφαση Magill. 27 Όμως, κατά τη Mediaprint, από τις προπαρατεθείσες αποφάσεις Commercial Solvents κατά Επιτροπής και CBEM προκύπτει ότι τέτοιες εξαιρετικές περιστάσεις υφίστανται μόνον αν η άρνηση παραδόσεως εκ μέρους της επιχειρήσεως που κατέχει δεσπόζουσα θέση μπορεί να εξαφανίσει κάθε ανταγωνισμό σε αγορά επομένου σταδίου παραγωγής, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει στην περίπτωση της υποθέσεως της κύριας δίκης, κατά την οποία υφίστανται, εκτός της κατ' οίκον διανομής, άλλα συστήματα διανομής επιτρέποντα στην Oscar Bronner να πωλεί τις ημερήσιες εφημερίδες της στην Αυστρία. 28 Η Mediaprint προσθέτει ότι, ακόμη και αν υπάρχουν τέτοιες εξαιρετικές περιστάσεις, η άρνηση συνάψεως συμβάσεως εκ μέρους επιχειρήσεως με δεσπόζουσα θέση δεν είναι καταχρηστική αν δικαιολογείται αντικειμενικώς. Αυτό θα συνέβαινε στη διαφορά της κύριας δίκης, αν η ενσωμάτωση της «Der Standard» μπορούσε να διακυβεύσει τη λειτουργία του συστήματος της κατ' οίκον διανομής της Mediaprint ή αν αποδεικνυόταν αδύνατη για λόγους δυναμικότητας του εν λόγω συστήματος. Ι - 7827
ΑΠΟΦΑΣΗ της 26. 11. 1998 ΥΠΟΘΕΣΗ C-7/97 29 Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να εξετάσει αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 86 της Συνθήκης: μόνον αν υφίσταται ίδια αγορά των συστημάτων κατ' οίκον διανομής και η Mediaprint κατέχει δεσπόζουσα θέση σ' αυτή την αγορά, θα πρέπει να εξεταστεί αν η άρνηση της να περιλάβει την Oscar Bronner στο δίκτυο αυτό συνιστά κατάχρηση. 30 Υπογραμμίζοντας ότι από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι, εν προκειμένω, μια τρίτη επιχείρηση έγινε δεκτή στο σύστημα της κατ' οίκον διανομής της Mediaprint, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι μια τέτοια κατάχρηση, υπό την έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης, μπορεί να συνίσταται, κατά το γράμμα του σημείου γ' της διατάξεως αυτής, στην εφαρμογή, έναντι των εμπορικών εταίρων, άνισων όρων για ισοδύναμες παροχές. Η Επιτροπή θεωρεί πάντως ότι αυτό δεν συμβαίνει στη διαφορά της κύριας δίκης, στο μέτρο που η αιτουμένη από την Oscar Bronner παροχή δεν εξαρτήθηκε από άλλους όρους εκτός εκείνων που ίσχυαν για τους άλλους εμπορικούς εταίρους, αλλ' ουδόλως θα είχε προσφερθεί αν ταυτόχρονα δεν είχαν ανατεθεί και άλλες παροχές στη Mediaprint. 31 Συναφώς, και για να δοθεί λυσιτελής απάντηση στο αιτούν δικαστήριο, πρέπει να υπομνηστεί, εκ προοιμίου, ότι το άρθρο 86 της Συνθήκης απαγορεύει, στο μέτρο που το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών μπορεί να επηρεαστεί απ' αυτήν, την καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσεως στην κοινή αγορά ή σε ουσιώδες τμήμα αυτής. 32 Προκειμένου να εξεταστεί αν μια επιχείρηση κατέχει δεσπόζουσα θέση υπό την έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης, θεμελιώδης σημασία πρέπει να δοθεί στην οριοθέτηση της σχετικής αγοράς, όπως επανειλημμένως υπογράμμισε το Δικαστήριο, και στην οριοθέτηση του σημαντικού τμήματος της κοινής αγοράς όπου η επιχείρηση είναι σε θέση να επιδοθεί, ενδεχομένως, σε καταχρηστικές πρακτικές που να εμποδίζουν τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό (βλ. απόφαση της 17ης Ιουλίου 1997, C-242/95, GT-Link, Συλλογή 1997, σ. Ι-4449, σκέψη 36). Ι - 7828
BRONNER 33 Κατά πάγια νομολογία, για την εφαρμογή του άρθρου 86 της Συνθήκης, η αγορά του οικείου προϊόντος ή της οικείας υπηρεσίας περιλαμβάνει όλα τα προϊόντα ή υπηρεσίες που, λόγω των χαρακτηριστικών τους, προσφέρονται ιδιαιτέρως για την κάλυψη παγίων αναγκών και παρουσιάζουν μικρές μόνο δυνατότητες υποκαταστάσεως με άλλα προϊόντα ή υπηρεσίες (βλ., υπό την έννοια αυτή, τις αποφάσεις της 11ης Δεκεμβρίου 1980, 31/80, L'Oréal, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙΙ, σ. 471, σκέψη 25, και της 3ης Ιουλίου 1991, C-62/86, AKZO κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. Ι-3359, σκέψη 51). 34 Ως προς την οριοθέτηση της σχετικής αγοράς της κύριας δίκης, επομένως, στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εξετάσει, μεταξύ άλλων, αν τα συστήματα κατ' οίκον διανομής συνιστούν χωριστή αγορά ή αν άλλοι τρόποι διανομής ημερησίων εφημερίδων, όπως η πώληση στα καταστήματα και τα περιπτερα ή η αποστολή τους ταχυδρομικώς, μπορούν να τα υποκαταστήσουν επαρκώς ώστε να ληφθούν επίσης υπόψη. Το εθνικό δικαστήριο θα πρέπει επίσης να λάβει υπόψη, κατά την εκτίμηση της δεσπόζουσας θέσεως, όπως και η Επιτροπή τόνισε, την ενδεχομένη ύπαρξη περιφερειακών συστημάτων κατ' οίκον διανομής. 35 Αν, μετά την ολοκλήρωση της εξετάσεως αυτής, το αιτούν δικαστήριο καταλήξει στο συμπέρασμα ότι υφίσταται χωριστή αγορά αποτελουμένη από τα συστήματα της κατ' οίκον διανομής και ότι υφίσταται ανεπαρκής βαθμός υποκαταστάσεως μεταξύ του συστήματος της Mediaprint, που υφίσταται σε εθνικό επίπεδο, και άλλων περιφερειακών συστημάτων, κατ' ανάγκη θα οδηγηθεί στη διαπίστωση ότι η Mediaprint η οποία, σύμφωνα με τα στοιχεία που προκύπτουν από τη διάταξη περί παραπομπής, εκμεταλλεύεται το μοναδικό σύστημα κατ' οίκον διανομής που υφίσταται σε εθνικό επίπεδο στην Αυστρία τελεί σε κατάσταση πραγματικού μονοπωλίου στην ορισθείσα κατά τον τρόπο αυτό αγορά και, επομένως, κατέχει εκεί δεσπόζουσα θέση. 36 Στην περίπτωση αυτή, το αιτούν δικαστήριο θα διαπιστώσει επίσης ότι η Mediaprint κατέχει δεσπόζουσα θέση σε σημαντικό τμήμα της κοινής αγοράς, εφόσον από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι το έδαφος ενός κράτους μέλους, στο οποίο εκτείνεται δεσπόζουσα θέση, μπορεί να αποτελεί σημαντικό μέρος της κοινής αγοράς (βλ., υπό την έννοια αυτή, τις αποφάσεις της 9ης Νοεμβρίου 1983, 322/81, Michelin κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 3461, σκέψη 28, και της 5ης Οκτωβρίου 1994, C-323/93, Centre d'insémination de la Crespelle, Συλλογή 1994, σ. Ι-5077, σκέψη 17). Ι - 7829
ΑΠΟΦΑΣΗ της 26. 11. 1998 ΥΠΟΘΕΣΗ C-7/97 37 Θα πρέπει τέλος να εξεταστεί αν το γεγονός ότι ο ιδιοκτήτης του μοναδικού συστήματος κατ' οίκον διανομής που υφίσταται σε εθνικό επίπεδο στο έδαφος κράτους μέλους, ο οποίος χρησιμοποιεί το σύστημα αυτό για τη διανομή των δικών του ημερησίων εφημερίδων, αρνείται την πρόσβαση σ' αυτό στον εκδότη ανταγωνιστικής ημερήσιας εφημερίδας συνιστά καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσεως υπό την έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης, για τον λόγο ότι η άρνηση αυτή στερεί τον εν λόγω ανταγωνιστή από έναν τρόπο διανομής που κρίνεται ουσιώδης για τις πωλήσεις του. 38 Πρέπει να αναφερθεί συναφώς, αφενός, ότι το Δικαστήριο έκρινε με τις προπαρατεθείσες αποφάσεις του Commercial Solvents κατά Επιτροπής και CBEM καταχρηστικό το γεγονός ότι μια επιχείρηση κατέχουσα δεσπόζουσα θέση σε δεδομένη αγορά αρνείται να παράσχει σε επιχείρηση με την οποία βρίσκεται σε ανταγωνισμό σε παραπλήσια αγορά, αντιστοίχως, τις πρώτες ύλες (βλ. απόφαση Commercial Solvents κατά Επιτροπής, σκέψη 25) και τις υπηρεσίες (βλ. απόφαση CBEM, σκέψη 26) που είναι απαραίτητες για την άσκηση των δραστηριοτήτων αυτής, αλλά το έπραξε στο μέτρο που η οικεία συμπεριφορά μπορούσε να εξαφανίσει κάθε ανταγωνισμό εκ μέρους της επιχειρήσεως αυτής. 39 Επιβάλλεται να τονιστεί, αφετέρου, ότι, με την απόφαση Magill, σκέψεις 49 και 50, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι η άρνηση χορηγήσεως αδείας εκ μέρους του κατόχου δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας, έστω και αν προέρχεται από επιχείρηση κατέχουσα δεσπόζουσα θέση, δεν συνιστά, αυτή καθαυτή, καταχρηστική εκμετάλλευση της εν λόγω θέσεως, αλλ' ότι η άσκηση του αποκλειστικού δικαιώματος από τον δικαιούχο μπορεί, υπό εξαιρετικές περιστάσεις, να συνεπάγεται καταχρηστική συμπεριφορά. 40 Με την απόφαση Magill, το Δικαστήριο έκρινε ότι τέτοιες εξαιρετικές περιστάσεις συνιστούσαν το γεγονός ότι η επίδικη άρνηση αφορούσε ένα προϊόν (την ενημέρωση ως προς τα εβδομαδιαία προγράμματα ορισμένων τηλεοπτικών καναλιών) του οποίου η παράδοση ήταν απαραίτητη για την άσκηση της οικείας δραστηριότητας (την έκδοση γενικού οδηγού τηλεοράσεως) υπό την έννοια ότι, χωρίς την παράδοση αυτή, το πρόσωπο που επιθυμούσε να προσφέρει έναν τέτοιο οδηγό ήταν αδύνατον να τον εκδώσει και να τον προσφέρει στην αγορά (σκέψη 53), ότι η άρνηση αυτή εμπόδιζε την εμφάνιση ενός νέου προϊό- I - 7830
BRONNER ντος, για το οποίο υπήρχε εν δυνάμει ζήτηση εκ μέρους των καταναλωτών (σκέψη 54), ότι δεν εδικαιολογείτο από αντικειμενικές εκτιμήσεις (σκέψη 55) και ότι μπορούσε να αποκλείσει οποιονδήποτε ανταγωνισμό στην παράγωγη αγορά (σκέψη 56). 41 Επομένως, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η νομολογία αυτή σχετικά με την άσκηση δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας μπορεί να εφαρμοστεί στην άσκηση οποιουδήποτε δικαιώματος ιδιοκτησίας, θα πρέπει ακόμη, για να μπορεί να γίνει λυσιτελώς επίκληση της αποφάσεως Magill, προκειμένου να συναχθεί ότι υφίσταται καταχρηστική εκμετάλλευση υπό την έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης σε μια τέτοια κατάσταση όπως αυτή που αποτελεί αντικείμενο του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, όχι μόνον η άρνηση παροχής της υπηρεσίας της κατ' οίκον διανομής να μπορεί να εξαφανίσει οποιονδήποτε ανταγωνισμό στην αγορά των ημερησίων εφημερίδων εκ μέρους του αιτούντος την υπηρεσία και να μη μπορεί να δικαιολογηθεί αντικειμενικά, αλλά και η υπηρεσία καθεαυτή να είναι απαραίτητη για την άσκηση της δραστηριότητας αυτού, υπό την έννοια ότι δεν υφίσταται κανένα πραγματικό ή δυνητικό υποκατάστατο του εν λόγω συστήματος της κατ' οίκον διανομής. 42 Ασφαλώς αυτό δεν συμβαίνει ούτε αν υποτεθεί, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, ότι στο έδαφος κράτους μέλους υφίσταται μόνον ένα σύστημα κατ' οίκον διανομής σε εθνικό επίπεδο και αν, επιπλέον, στην αγορά των υπηρεσιών που συνιστά το σύστημα αυτό ή της οποίας αποτελεί μέρος το σύστημα αυτό ο ιδιοκτήτης του κατέχει δεσπόζουσα θέση. 43 Αφενός, δεν αμφισβητείται πράγματι ότι άλλοι τρόποι διανομής ημερησίων εφημερίδων, όπως η διανομή ταχυδρομικώς και η πώληση εντός καταστημάτων και περιπτέρων, έστω και αν είναι λιγότερο πλεονεκτικοί για τη διανομή ορισμένων εξ αυτών, υφίστανται και χρησιμοποιούνται από τους εκδότες των ημερησίων αυτών εφημερίδων. 44 Αφετέρου, δεν φαίνεται να υπάρχουν τεχνικά, κανονιστικά ή ακόμα οικονομικά εμπόδια δυνάμενα να καταστήσουν αδύνατη, ούτε καν παράλογα δύσκολη, τη δημιουργία εκ μέρους οποιουδήποτε άλλου εκδότη ημερησίων εφημερίδων, μόνου του ή σε συνεργασία με άλλους εκδότες, του δικού του συστήματος κατ' οίκον διανομής σε εθνικό επίπεδο και τη χρησιμοποίηση του για τη διανομή των δικών του ημερησίων εφημερίδων. Ι - 7831
ΑΠΟΦΑΣΗ της 26. 11. 1998 ΥΠΟΘΕΣΗ C-7/97 45 Πρέπει να τονιστεί συναφώς ότι, για να αποδειχθεί ότι η δημιουργία ενός τέτοιου συστήματος δεν αποτελεί εφικτή δυνητική εναλλακτική λύση και ότι η πρόσβαση στο υφιστάμενο σύστημα είναι επομένως απαραίτητη, δεν αρκεί ο ισχυρισμός ότι αυτή δεν αποδίδει οικονομικά λόγω της χαμηλής κυκλοφορίας της ή των προς διανομή ημερησίων εφημερίδων. 46 Πράγματι, για να μπορεί η πρόσβαση αυτή να θεωρηθεί ενδεχομένως απαραίτητη, θα πρέπει τουλάχιστον να αποδειχθεί, όπως τόνισε ο γενικός εισαγγελέας στην παράγραφο 68 των προτάσεων του, ότι δεν συμφέρει οικονομικώς η δημιουργία δευτέρου συστήματος κατ' οίκον διανομής για τη διανομή ημερησίων εφημερίδων με κυκλοφορία δυναμένη να συγκριθεί προς εκείνη των ημερησίων εφημερίδων που διανέμονται από το υφιστάμενο σύστημα. 47 Ενόψει των προεκτεθέντων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το γεγονός ότι μια επιχείρηση τύπου, η οποία κατέχει πολύ σημαντικό μερίδιο της αγοράς των ημερησίων εφημερίδων εντός κράτους μέλους και η οποία εκμεταλλεύεται το μοναδικό σύστημα κατ' οίκον διανομής εφημερίδων σε εθνικό επίπεδο που υφίσταται στο εν λόγω κράτος μέλος, αρνείται την πρόσβαση στο εν λόγω σύστημα, έναντι κατάλληλης αμοιβής, στον εκδότη ανταγωνιστικής ημερήσιας εφημερίδας ο οποίος, λόγω της χαμηλής κυκλοφορίας αυτής, δεν μπορεί να δημιουργήσει και να εκμεταλλευθεί, υπό λογικούς οικονομικούς όρους, μόνος ή σε συνεργασία με άλλους εκδότες, το δικό του σύστημα κατ' οίκον διανομής, δεν συνιστά καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσεως υπό την έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης. Επί του δευτέρου ερωτήματος 48 Με το δεύτερο ερώτημα, το εθνικό δικαστήριο ερωτά αν το γεγονός ότι η επιχείρηση αυτή αρνείται, υπό τις αναφερόμενες στο πρώτο ερώτημα περιστάσεις, την πρόσβαση στο σύστημα της της κατ' οίκον διανομής στον εκδότη ανταγωνιστικής ημερήσιας εφημερίδας αν αυτός δεν της αναθέτει, ταυτόχρονα, την εκτέλεση άλλων υπηρεσιών, όπως είναι η πώληση στα περίπτερα ή η εκτύπωση, συνιστά καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσεως υπό την ένννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης. Ι - 7832
BRONNER 49 Λαμβάνοντας υπόψη την απάντηση που δόθηκε στο πρώτο ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο ερώτημα αυτό. Επί των δικαστικών εξόδων 50 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή, που κατέθεσε παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Για τους λόγους αυτούς, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα), κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με διάταξη της 1ης Ιουλίου 1996 το Oberlandesgericht Wien, αποφαίνεται: Το γεγονός ότι μια επιχείρηση τύπου, η οποία έχει πολύ σημαντικό μερίδιο της αγοράς των ημερησίων εφημερίδων εντός κράτους μέλους και η οποία εκμεταλλεύεται το μοναδικό σύστημα κατ' οίκον διανομής εφημερίδων σε εθνικό επίπεδο που υφίσταται στο εν λόγω κράτος μέλος, αρνείται την πρόσβαση στο εν λόγω σύστημα, έναντι κατάλληλης αμοιβής, στον εκδότη ανταγωνιστικής ημερήσιας εφημερίδας ο οποίος, λόγω της χαμηλής κυκλοφορίας Ι - 7833
ΑΠΟΦΑΣΗ της 26. 11. 1998 ΥΠΟΘΕΣΗ C-7/97 αυτής, δεν μπορεί να δημιουργήσει και να εκμεταλλευτεί, υπό λογικούς οικονομικούς όρους, μόνος ή σε συνεργασία με άλλους εκδότες, το δικό του σύστημα κατ' οίκον διανομής δεν συνιστά καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσεως υπό την έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης. Kapteyn Murray Ragnemalm Schintgen Ιωάννου στις 26 Νοεμ Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο βρίου 1998. Ο Γραμματέας R. Grass Ο Πρόεδρος του έκτου τμήματος P. J. G. Kapteyn Ι - 7834