ΣΤΕ 154/2019 [ΝΟΜΙΜΗ ΥΑ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΥ ΖΩΝΩΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΕΝΤΟΣ ΚΗΡΥΓΜΕΝΟΥ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ] Περίληψη - Προβάλλεται ότι η πράξη αναοριοθέτησης του αρχαιολογικού χώρου, στην οποία στηρίζεται η προσβαλλόμενη απόφαση, εκδόθηκε κατά παράβαση της προβλεπόμενης, στο άρθρο 12 του ν. 3028/2002, διαδικασίας, χωρίς στην πράξη αυτή να αναφέρεται, ούτε να προκύπτει από τα λοιπά στοιχεία, αν προηγήθηκαν αυτής οι αναγκαίες εγκριτικές, της αρχαιολογικής έρευνας, υπουργικές αποφάσεις και ποιές, ούτε αν ζητήθηκε η γνώμη του αρμοδίου καθ ύλην Υπουργού για τις υφιστάµενες δραστηριότητες. Ο λόγος αυτός, με τον οποίο προβάλλεται, παραδεκτώς, πλημμέλεια της κανονιστικής πράξεως αναοριοθέτησης του αρχαιολογικού χώρου, η οποία αποτελεί νόμιμο έρεισµα της, ρητώς προσβαλλόμενης, αποφάσεως οριοθέτησης ζωνών προστασίας του χώρου αυτού, είναι απορριπτέος, διότι η αρχαιολογική έρευνα πεδίου, βάσει των δεδομένων της οποίας κηρύσσεται ή (ανα)οριοθετείται αρχαιολογικός χώρος, κατά το άρθρο 12, δεν συνίσταται αναγκαίως σε ανασκαφή, για την οποία απαιτείται, σχετική υπουργική απόφαση, αλλά δύναται να συνίσταται και σε επιφανειακή ή άλλης μορφής έρευνα. Στην προκειμένη δε περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της σχετικής ομόφωνης γνωμοδότησης του Κ. Α. Σ., η απόφαση αναοριοθέτησης βασίσθηκε στα δεδομένα αρχαιολογικής έρευνας πεδίου, η οποία δεν συνίστατο σε ανασκαφές, αλλά σε «επιφανειακή ή άλλης μορφής έρευνα», (εν προκειμένω επιστημονική βιβλιογραφία, επιτόπια αυτοψία και προγενέστερες ανασκαφικές εργασίες). Επίσης, προβάλλεται ότι, κατά παράβαση του άρθρου 73 παρ. 13 του ως άνω νόμου, η επίµαχη πράξη αναοριοθέτησης του αρχαιολογικού χώρου εκδόθηκε µετά την παρέλευση της σχετικώς προβλεπόμενης τριετούς προθεσμίας από την έκδοση της αρχικής οριοθέτησης αυτού. Και αυτός ο λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, προεχόντως διότι, εν προκειμένω, η αναοριοθέτηση έγινε, όπως ρητώς αναφέρεται στη σχετική υπουργική απόφαση, κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 12 του ν. 3028/2002, προκειμένου να διορθωθούν σφάλματα της αποτύπωσης του αρχαιολογικού χώρου στο σχετικό συνδημοσιευθέν τοπογραφικό διάγραμμα και να εξορθολογιστούν τα όρια αυτού, όχι δε κατ εφαρμογή της παρατεθείσας διατάξεως της παρ. 13 του άρθρου. 73 του ίδιου νόμου, η οποία, εξ άλλου, δεν είναι εφαρµοστέα εν προκειμένω, αφού η αρχική οριοθέτηση του έτους 1991 είχε γίνει με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, βάσει δεδοµένων αρχαιολογικής έρευνας πεδίου, όπως προβλέπει και η νεώτερη και ήδη ισχύουσα διάταξη του άρθρου 12 παρ. 1 του ν. 3028/2002. 1 / 10
Οι ως άνω ισχυρισμοί του αιτούντος, με τους οποίους πλήσσεται η αιτιολογία της προσβαλλόμενης κανονιστικής αποφάσεως, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, ειδικότερα δε, οι ρυθμίσεις της προσβαλλόμενης ως προς τις επιτρεπόμενες και απογορευόμενες χρήσεις και δραστηριότητες εντός της καθοριζόμενης ως Ζώνης Α' Απολύτου Προστασίας εναρμονίζονται με τις προβλέψεις των εξουσιοδοτικών διατάξεων των παρ. 1 και 2 του άρθρου 13 του ν. 3028/2002, δεν προκύπτει δε υπέρβαση των ορίων της, ενώ καθ ο μέρος με τους ισχυρισμούς αυτούς αμφισβητείται η ουσιαστική κρίση της Διοικήσεως κατά την εφαρµογή των κριτηρίων της ως άνω εξουσιοδοτικής διατάξεως, αυτοί είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι. Εξάλλου, η προσβαλλόμενη απόφαση εκδίδεται στο πλαίσιο αυτοτελούς διαδικασίας σε σχέση με αυτήν της απαλλοτριώσεως για αρχαιολογικούς λόγους και κατ εφαρμογή διαφορετικών νομοθετικών διατάξεων, συνεπώς δεν απαιτείτο ρητή αναφορά των ακινήτων, για τα οποία, τυχόν, τίθεται ζήτημα απαλλοτρίωσης, ενώ, σε κάθε περίπτωση, µόνη η, από προφανή παραδρομή, εσφαλμένη αναφορά στην προσβαλλόμενη απόφαση του ονόµατος του Δήμου στην εδαφική περιφέρεια του οποίου βρίσκεται ο επίµαχος αρχαιολογικός χώρος, δεν συνιστά λόγο ακυρώσεώς της, οι δε περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του αιτούντος είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Ουδόλως προκύπτει ότι ο καθορισμός της ζώνης Α Απολύτου Προστασίας έγινε κατά πλάνη περί τα πράγματα, όπως αβασίμως προβάλλεται από τον αιτούντα Δήμο, δεδομένου, μάλιστα, ότι για τον καθορισμό της επίμαχης έκτασης ως ζώνης Α Απολύτου Προστασίάς δεν απαιτείτο η ύπαρξη σημαντικών αρχαιολογικών ευρημάτων σε όλη την έκταση της ζώνης αυτής, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει ο αιτών Δήμος, ο λόγος δε ακυρώσεως αυτός, καθ' ο μέρος πλήττει την ουσιαστική/τεχνική κρίση της Διοικήσεως ως προς την αναγκαία για την προστασία των σχετικών ευρημάτων έκταση της Ζώνης Α Απολύτου Προστασίας, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Περαιτέρω, οι περιορισμοί που επιβάλλονται με την προσβαλλόμενη πράξη στην καθορισθείσα ως Ζώνη Απολύτου Προστασίας περιοχή, θεσπίσθηκαν χάριν της προστασίας του δημοσίου συμφέροντος, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, τα οποία τεκµηριώνονται από τα στοιχεία του φακέλου και των οποίων η ουσιαστική αξιολόγηση δεν ελέγχεται ακυρωτικώς. Πρόεδρος: Ι. Μαντζουράνης Εισηγητής: Μ. Μπαμπίλη Βασικές σκέψεις 1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, η οποία ασκείται κατά νόμο ατελώς, 2 / 10
ζητείται η ακύρωση της υπ αριθμ. ΥΠ.ΠΟ.Α/ΓΔΑΠΚ/ΤΑΧ/Φ43/ 214016/115491/14075/6480/11.11.2013 αποφάσεως του Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού «Έγκριση θεσμοθέτησης Ζώνης Α Απολύτου Προστασίας και οριοθέτησης Ζώνης Β Προστασίας του κηρυγμένου και οριοθετημένου αρχαιολογικού χώρου Ηραίου Περαχώρας, Δήμου Λουτρακίου Περαχώρας, Π.Ε. Κορινθίας, Περιφέρειας Πελοποννήσου» (ΑΑΠ 414/22.11.2013). 2. Επειδή, η απόφαση καθορισμού ζωνών προστασίας εντός αρχαιολογικού χώρου, στις οποίες απαγορεύεται παντελώς η δόμηση ή επιτρέπεται η δόμηση εντός αυτού υπό όρους και περιορισμούς, έχει κανονιστικό χαρακτήρα ((βλ. ΣτΕ 3115, 2270 7μ./2014, 530/2003 Ολομ.). Ενόψει αυτού, λαμβανομένου υπόψη του χρόνου δημοσιεύσεως της προσβαλλόμενης πράξεως (22.11.2013), η υπό κρίση αίτηση, που κατατέθηκε στις 21.1.2014, ασκήθηκε εμπροθέσμως, με προφανές έννομο συμφέρον από τον αιτούντα Δήμο (βλ. ΣτΕ 2271/2014 7μ.), στην εδαφική περιφέρεια του οποίου ανήκει η επίμαχη έκταση, και εν γένει παραδεκτώς. 3. Επειδή, στον ν. 3028/2002 «Για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς» (Α 153), προβλέπονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου: α)... β) γ) Ως αρχαιολογικοί χώροι νοούνται εκτάσεις στην ξηρά ή στη θάλασσα ή στις λίμνες ή στους ποταμούς, οι οποίες περιέχουν ή στις οποίες υπάρχουν ενδείξεις ότι περιέχονται αρχαία μνημεία ή αποτέλεσαν ή υπάρχουν ενδείξεις ότι αποτέλεσαν από τους αρχαιοτάτους χρόνους έως και το 1830 μνημειακά, οικιστικά ή ταφικά σύνολα. Οι αρχαιολογικοί χώροι περιλαμβάνουν και το απαραίτητο ελεύθερο περιβάλλον που επιτρέπει στα σωζόμενα μνημεία να συντίθενται σε ιστορική, αισθητική και λειτουργική ενότητα.» (άρθρο 2)... «Οι αρχαιολογικοί χώροι κηρύσσονται και οριοθετούνται με βάση τα δεδομένα αρχαιολογικής έρευνας πεδίου και απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, η οποία εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου, συνοδεύεται από τοπογραφικό διάγραμμα και δημοσιεύεται μαζί με αυτό στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως» (άρθρο 12 παρ. 1) «Αρχαιολογικοί χώροι εκτός οικισμών. Ζώνες προστασίας. 1. Στους αρχαιολογικούς χώρους που βρίσκονται εκτός σχεδίου ή εκτός ορίων νομίμως υφισταμένων οικισμών, η άσκηση γεωργίας, κτηνοτροφίας, θήρας ή άλλων συναφών δραστηριοτήτων, καθώς και η οικοδομική δραστηριότητα είναι δυνατή μετά από άδεια, που χορηγείται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου. Οι όροι άσκησης γεωργίας, κτηνοτροφίας, θήρας ή άλλων συναφών δραστηριοτήτων μπορεί να τίθενται και κανονιστικά, με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού. 2. Με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, η οποία εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου και η οποία διατυπώνεται ύστερα από πραγματοποίηση αυτοψίας, από κλιμάκιο μελών του ή επιτροπή που συγκροτείται από μέλη του και ειδικούς επιστήμονες, συνοδεύεται από σχετικό διάγραμμα και δημοσιεύεται μαζί με αυτό στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, είναι δυνατόν να καθορίζεται μέσα 3 / 10
στους χώρους της προηγούμενης παραγράφου περιοχή στην οποία απαγορεύεται παντελώς η δόμηση (Ζώνη Προστασίας Α ). Στην περιοχή αυτή μπορεί να επιτρέπεται με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου, μόνο η κατασκευή κτισμάτων ή προσθηκών σε υπάρχοντα κτίρια που είναι αναγκαία για την ανάδειξη των μνημείων ή χώρων καθώς και για την εξυπηρέτηση της χρήσης τους. Με την απόφαση αυτή καθορίζεται και η θέση του κτίσματος στην περιοχή ή το μέρος του κτιρίου στο οποίο γίνεται η προσθήκη. Με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, η οποία εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου και η οποία διατυπώνεται ύστερα από την πραγματοποίηση αυτοψίας από μέλη του ή επιτροπή που ορίζεται από αυτό, συνοδεύεται από σχετικό διάγραμμα και δημοσιεύεται μαζί με αυτό στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, είναι δυνατόν να καθορίζεται μέσα τους χώρους της παραγράφου 1, εάν είναι εκτεταμένοι, περιοχή σε μέρος ή στο σύνολο της οποίας θα ισχύουν, δυνάμει της κοινής απόφασης του επόμενου εδαφίου, ειδικές ρυθμίσεις ως προς τους όρους δόμησης ή τις χρήσεις γης ή τις επιτρεπόμενες δραστηριότητες ή και όλους τους πιο πάνω περιορισμούς (Ζώνη Προστασίας Β ). Με κοινή απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, που εκδίδεται ύστερα από γνώμη των οικείων γνωμοδοτικών οργάνων, καθορίζονται στη συνέχεια οι ειδικοί όροι δόμησης, οι χρήσεις γης, οι επιτρεπόμενες δραστηριότητες, καθώς και η δυνατότητα και οι προϋποθέσεις συνέχισης της λειτουργίας υφιστάμενων νόμιμων δραστηριοτήτων. Η κοινή αυτή απόφαση εκδίδεται μέσα σε τρεις (3) μήνες από την αποστολή του σχεδίου από το Υπουργείο Πολιτισμού στα συναρμόδια Υπουργεία. 3. Τα όρια των ζωνών προστασίας μπορεί να ανακαθορίζονται με την ίδια διαδικασία με βάση τα δεδομένα της αρχαιολογικής έρευνας και τις συνθήκες προστασίας των αρχαιολογικών χώρων ή μνημείων. Ακίνητα, στα οποία υπάρχουν ορατά αρχαία και εντάσσονται σε Ζώνη Προστασίας Α, απαλλοτριώνονται εάν εμπίπτουν στην παρ. 3 του άρθρου 19» (άρθρο 13). Όπως δε έχει κριθεί, με τις διατάξεις αυτές εξειδικεύεται η συνταγματική επιταγή για την αυξημένη προστασία των αρχαίων μνημείων και των αρχαιολογικών χώρων, δηλαδή εκτάσεων, οι οποίες, εκτός άλλων, περιέχουν αρχαία μνημεία, περιλαμβάνουν δε και το απαραίτητο ελεύθερο περιβάλλον που επιτρέπει σε αυτά να αναδεικνύονται σε ιστορική, αισθητική και λειτουργική ενότητα (βλ. ΣτΕ 590/2016, 3236/2014, 4447/2013, 3041/2011). 4. Επειδή, εν προκειμένω, με την υπ αριθ. 10774/16.8.1962 απόφαση του Υπουργού Προεδρίας της Κυβερνήσεως (Β 305) η περιοχή του Ηραίου Περαχώρας κηρύχθηκε ως τόπος ιδιαίτερου φυσικού κάλλους, ενώ με την υπ αριθ. ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Α1/Φ.43/29961/1543/9.7.1991 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού (Β 589) κηρύχθηκε ως αρχαιολογικός χώρος η ευρύτερη περιοχή του Ηραίου Περαχώρας Λίμνης Βουλιαγμένης Ν. Κορινθίας, «για την 4 / 10
αποτελεσματικότερη προστασία των σημαντικών και πυκνών αρχαιοτήτων της περιοχής». Ειδικότερα, όπως αναφέρεται στην ως άνω απόφαση, η περιοχή αυτή «εμπεριέχει σημαντικές αρχαιότητες που αποδεικνύουν τη συνεχή κατοίκησή της από τους προϊστορικούς έως τους Ρωμαϊκούς χρόνους. Συγκεκριμένα στον μυχό όρμου, στην ΝΑ άκρη της χερσονήσου υπάρχει ο ερευνημένος, επισκέψιμος αρχαιολογικός χώρος του Ηραίου, με τα ιερά της Ήρας Ακραίας και Ήρας Λιμενίας, χώρος αγοράς, στοά σε σχήμα Γ και υδατοδεξαμενή. Από τον χώρο του Ηραίου μέχρι τη λιμνοθάλασσα της Βουλιαγμένης έχουν ερευνηθεί ή εντοπισθεί αρχαίες κατασκευές, δηλαδή θεμέλιο κατοικιών, κρήνη, μνημειακές υδατοδεξαμενές και λείψανα οχυρώσεων. Στις όχθες της λίμνης έχουν αποκαλυφθεί τμήματα δρόμων, λείψανα πρωτοελλαδικού οικισμού και τάφων και λείψανα αρχαϊκών κατασκευών. Ταφές ιστορικών χρόνων έχουν κατά καιρούς βρεθεί σε οικόπεδα εκατέρωθεν της επαρχαικής οδού, που οδηγεί από τη Λίμνη στον οικισμό της Περαχώρας». Κατά τη διάρκεια αυτοψίας που πραγματοποιήθηκε στις 23.3.2012 από επιτροπή μελών του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (Κ.Α.Σ.), στο πλαίσιο του καθορισμού ζωνών Α και Β προστασίας του αρχαιολογικού χώρου Ηραίου Περαχώρας, διαπιστώθηκαν σφάλματα ως προς την αντιστοίχηση πέντε σημείων του πίνακα συντεταγμένων με κορυφές του πολυγώνου που είχε δημοσιευθεί στο συνημμένο με την απόφαση οριοθέτησης του αρχαιολογικού χώρου τοπογραφικό διάγραμμα. Με την υπ αρ. πρωτ. ΠΑΙΞΠΑ/ΓΔΑΠΚ/ΔΙΠΚΑ/ΤΑΧ/Φ43/138654/424428/ 8116/6028/26.2.2013 απόφαση του αναπληρωτή Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων, Αθλητισμού και Πολιτισμού (ΑΑΠΘ 77/14.3.2013) εγκρίθηκε η αναοριοθέτηση του ως άνω αρχαιολογικού χώρου Ηραίου Περαχώρας, για λόγους προστασίας των σημαντικών αρχαιοτήτων της περιοχής και του ευρύτερου πολιτιστικού περιβάλλοντος αυτών, κατόπιν σχετικής ομόφωνης γνωμοδότησης του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (Κ.Α.Σ.), η οποία διατυπώθηκε στην υπ αρ. 26/30.10.2012 συνεδρίασή του. Ακολούθως, με την ήδη προσβαλλόμενη υπ αριθμ. ΥΠ.ΠΟ.Α./ΓΔΑΠΚ/ΔΙΠΚΑ/ΤΑΧ/Φ43/214016/115491/14075/6480/11.11.2013 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού (ΑΑΠΘ 414/22.11.2013), κατόπιν σχετικής ομόφωνης γνωμοδότησης του Κ.Α.Σ., που διατυπώθηκε στην υπ αρ. 13/9.4.2013 συνεδρίασή του, αφενός μεν καθορίσθηκε Ζώνη Α Απολύτου Προστασίας του ως άνω κηρυγμένου και οριοθετημένου αρχαιολογικού χώρου Ηραίου Περαχώρας (με προσδιορισμό των ειδικότερα απαγορευομένων και επιτρεπομένων έργων, χρήσεων και δραστηριοτήτων), αφετέρου δε οριοθετήθηκε Ζώνη Β' Προστασίας του εν λόγω αρχαιολογικού χώρου με πρόβλεψη εκδόσεως νεώτερης κοινής υπουργικής αποφάσεως (κατά το άρθρο 13 παρ. 2 του ν. 3028/2002) για τον καθορισμό ειδικών όρων δομήσεως, χρήσεων γης και των επιτρεπομένων δραστηριοτήτων στη Ζώνη αυτή (Β ). 5 / 10
5. Επειδή, κατά τα εκτεθέντα στη σκέψη 2, η απόφαση καθορισμού ζωνών προστασίας εντός αρχαιολογικού χώρου, στις οποίες είτε απαγορεύεται παντελώς η δόμηση είτε επιτρέπεται η δόμηση εντός αυτού υπό όρους και περιορισμούς, έχει κανονιστικό χαρακτήρα (ΣτΕ 3115/2014, 2270, 2271/2014 7μ., 2313/2004, 530/2003 Ολομ.) και, συνεπώς, δεν ελέγχεται από απόψεως αιτιολογίας, αλλά μόνο από απόψεως συνδρομής των όρων της εξουσιοδοτήσεως, βάσει της οποίας εκδίδεται (στους οποίους περιλαμβάνεται η ιδιότητα της εκτάσεως ως αρχαιολογικού χώρου) και τυχόν υπερβάσεως των ορίων της, η ειδικότερη δε αξιολόγηση των κριτηρίων της εξουσιοδοτικής διάταξης ανήκει στην ουσιαστική κρίση της Διοίκησης, η οποία εκφεύγει κατ αρχήν του ακυρωτικού ελέγχου (ΣτΕ 3188/2004). 6. Επειδή, περαιτέρω, στον ν. 3028/2002 ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Έννοια αρχαιολογικής έρευνας πεδίου Ως αρχαιολογική έρευνα πεδίου νοείται η έρευνα του εδάφους, του υπεδάφους, του βυθού της θάλασσας ή του πυθμένα λιμνών ή ποταμών που έχει ως σκοπό τον εντοπισμό ή την αποκάλυψη αρχαίων μνημείων, είτε αυτή συνίσταται σε ανασκαφή, χερσαία ή ενάλια, είτε σε επιφανειακή έρευνα είτε σε επιστημονική έρευνα που διενεργείται με γεωφυσικές ή άλλες μεθόδους.» (άρθρο 35) «Συστηματικές ανασκαφές 1. Οι Συστηματικές ανασκαφές διενεργούνται από την Υπηρεσία, από επιστημονικούς, ερευνητικούς ή εκπαιδευτικούς οργανισμούς της ημεδαπής με εξειδίκευση στον τομέα της αρχαιολογικής ή παλαιοντολογικής έρευνας, ή από ξένες αρχαιολογικές αποστολές ή σχολές που είναι εγκατεστημένες στην Ελλάδα. Για τη διενέργεια ανασκαφής απαιτείται απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, που εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου. 2.... 3. Προϋποθέσεις για την έκδοση της απόφασης της παραγράφου 1 είναι: α) η κατάθεση αναλυτικής έκθεσης, από την οποία πιθανολογείται βάσιμα η ύπαρξη μνημείων και με την οποία οριοθετείται η προς ανασκαφή περιοχή και τεκμηριώνεται η προσδοκώμενη συμβολή της συγκεκριμένης έρευνας στην επιστημονική γνώση, καθώς και η ανάγκη προσφυγής στην ανασκαφική μέθοδο, β) το κύρος και η αξιοπιστία του φορέα που αναλαμβάνει τη διενέργεια της ανασκαφής, γ) η ανασκαφική εμπειρία και το επιστημονικό κύρος του διευθύνοντος, δ) η διεπιστημονική σύνθεση της ομάδας συνεργατών, ε) η εμπειρία των μελών της επιστημονικής ομάδας στη στερέωση, συντήρηση, προστασία και δημοσίευση των ευρημάτων ανασκαφών, στ) η επάρκεια της τεχνικής υποδομής και ζ) η επάρκεια του προϋπολογισμού και του προγράμματος ανασκαφής, συντήρησης και δημοσίευσης των ευρημάτων.» (άρθρο 36 παρ. 1 και 3)... «Κηρυγμένοι έως την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού αρχαιολογικοί χώροι που δεν έχουν οριοθετηθεί σύμφωνα με τους όρους της παραγράφου 1 του άρθρου 12, οριοθετούνται οριστικά εντός τριετίας από αυτήν, στο πλαίσιο προγράμματος που καταρτίζεται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου. Προκειμένου για ενάλιους αρχαιολογικούς χώρους η παραπάνω προθεσμία είναι διπλάσια» 6 / 10
(άρθρο 73 παρ. 13). 7. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η πράξη αναοριοθέτησης του αρχαιολογικού χώρου, στην οποία στηρίζεται η προσβαλλόμενη απόφαση, εκδόθηκε κατά παράβαση της προβλεπόμενης στο άρθρο 12 του ν. 3028/2002 διαδικασίας, χωρίς στην πράξη αυτή να αναφέρεται, ούτε να προκύπτει από τα λοιπά στοιχεία, αν προηγήθηκαν αυτής οι αναγκαίες εγκριτικές της αρχαιολογικής έρευνας υπουργικές αποφάσεις και ποιες, ούτε αν ζητήθηκε η γνώμη του αρμοδίου καθ ύλην Υπουργού για τις υφιστάμενες δραστηριότητες. Ο λόγος αυτός, με τον οποίο προβάλλεται παραδεκτώς πλημμέλεια της κανονιστικής πράξεως αναοριοθέτησης του αρχαιολογικού χώρου, η οποία αποτελεί νόμιμο έρεισμα της ρητώς προσβαλλόμενης αποφάσεως οριοθέτησης ζωνών προστασίας του χώρου αυτού, είναι απορριπτέος, διότι η αρχαιολογική έρευνα πεδίου, βάσει των δεδομένων της οποίας κηρύσσεται ή (ανα)οριοθετείται αρχαιολογικός χώρος, κατά το άρθρο 12, δεν συνίσταται αναγκαίως, σύμφωνα με το άρθρο 35, σε ανασκαφή, για την οποία απαιτείται, κατά το άρθρο 36, σχετική υπουργική απόφαση (βλ. ΣτΕ 2877/2017), αλλά δύναται να συνίσταται και σε επιφανειακή ή άλλης μορφής έρευνα, στην προκειμένη δε περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της ομόφωνης γνωμοδότησης του Κ.Α.Σ. κατά την υπ αρ. 26/30.10.2012 συνεδρίασή του, η υπ αρ. πρωτ. ΠΑΙΞΠΑ/ΓΔΑΠΚ/ΔΙΠΚΑ/ ΤΑΧ/Φ43/138654/424428/8116/6028/26.2.2013 απόφαση αναοριοθέτησης βασίσθηκε στα δεδομένα αρχαιολογικής έρευνας πεδίου, η οποία δεν συνίστατο σε ανασκαφές, αλλά σε «επιφανειακή ή άλλης μορφής έρευνα» (εν προκειμένω επιστημονική βιβλιογραφία, επιτόπια αυτοψία και προγενέστερες ανασκαφικές εργασίες). Συνεπώς, οι περί του αντιθέτου σχετικοί ισχυρισμοί του αιτούντος Δήμου είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Εξ άλλου, ως προς την υποχρέωση προηγούμενης γνωμοδότησης Υπουργών για τις υφιστάμενες δραστηριότητες, ο σχετικός ισχυρισμός είναι απορριπτέος ως αορίστως προβαλλόμενος, αφού -ανεξαρτήτως του ότι η υπ αρ. πρωτ. ΠΑΙΞΠΑ/ΓΔΑΠΚ/ΔΙΠΚΑ/ΤΑΧ/Φ43/138654/424428/ 8116/6028/26.2.2013 απόφαση του αναπληρωτή Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων, Αθλητισμού και Πολιτισμού, περί αναοριοθέτησης του επίμαχου αρχαιολογικού χώρου, ουδόλως αναφέρεται σε υφιστάμενες δραστηριότητες, αρμοδιότητας άλλων Υπουργών και στη συνέχιση ή μη της λειτουργίας τους- δεν προσδιορίζεται ποιες είναι αυτές οι δραστηριότητες, αν αυτές λειτουργούσαν νομίμως και ποιοι Υπουργοί θα έπρεπε, κατά τον αιτούντα, να γνωμοδοτήσουν σχετικώς. Επίσης, προβάλλεται ότι, κατά παράβαση του άρθρου 73 παρ. 13 του ως άνω νόμου, η επίμαχη πράξη αναοριοθέτησης του αρχαιολογικού χώρου εκδόθηκε μετά την παρέλευση της σχετικώς προβλεπόμενης τριετούς προθεσμίας από την έκδοση της αρχικής οριοθέτησης αυτού. Και αυτός ο λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, προεχόντως διότι, εν προκειμένω, η αναοριοθέτηση έγινε, όπως ρητώς αναφέρεται στη σχετική υπουργική 7 / 10
απόφαση, κατ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 12 του ν. 3028/2002, προκειμένου να διορθωθούν σφάλματα της αποτύπωσης του αρχαιολογικού χώρου στο σχετικό συνδημοσιευθέν τοπογραφικό διάγραμμα και να εξορθολογιστούν τα όρια αυτού, όχι δε κατ εφαρμογή της παρατεθείσας διατάξεως της παρ. 13 του άρθρου 73 του ίδιου νόμου, η οποία, εξ άλλου, δεν είναι εφαρμοστέα εν προκειμένω, αφού η αρχική οριοθέτηση του έτους 1991 είχε γίνει με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, βάσει δεδομένων αρχαιολογικής έρευνας πεδίου, όπως προβλέπει και η νεώτερη και ήδη ισχύουσα διάταξη του άρθρου 12 παρ. 1 του ν. 3028/2002. 8. Επειδή, περαιτέρω, με το δικόγραφο της υπό κρίση αιτήσεως προβάλλεται, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ακυρωτέα, καθ ο μέρος αφορά την καθορισθείσα Ζώνη Α Απολύτου Προστασίας, διότι: α) ενώ απαγορεύει οποιαδήποτε μορφή δόμησης (περ. 1), επιτρέπει την εγκατάσταση μικρών κτισμάτων για τη στέγαση των αντλιοστασίων (περ. 4), ανοικτών και κλειστών δεξαμενών συλλογής ύδατος προς εξυπηρέτηση των αγροτικών καλλιεργειών (περ. 6 και 7 αντιστοίχως) και τις ναυταθλητικές εγκαταστάσεις (περ. 21), β) επιτρέπει την (μικρή) διαπλάτυνση οδών, η οποία θα έπρεπε να απαγορεύεται πλήρως, καθώς και τη συντήρηση και βελτίωση των υφιστάμενων οδών από το εκάστοτε υλικό επίστρωσης, χωρίς να παρέχεται η δυνατότητα χρησιμοποίησης υλικού φιλικότερου προς το περιβάλλον και τα μνημεία (περ. 17), γ) απαγορεύει πλήρως την εγκατάσταση στεγάστρων (περ. 14), ακόμη και όταν αφορά την προστασία και ανάδειξη των μνημείων, με αποτέλεσμα να υπάρχει κίνδυνος πρόκλησης βλαβών σε αυτά, δ) διατηρεί τον αγροτικό χαρακτήρα της περιοχής, επιτρέπει συγκεκριμένες καλλιέργειες και υποδομές και καθορίζει την εκτέλεση των έργων προς εξυπηρέτηση της αγροτικής χρήσης, καθώς και τη συνέχιση νομίμως υφισταμένων δραστηριοτήτων και χρήσεων, οι οποίες ωστόσο, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις, επιτρέπονται μόνο στη Ζώνη Β και μάλιστα μόνο κατόπιν εκδόσεως σχετικής κ.υ.α., ε) επιτρέπει την κατασκευή μικρών κτισμάτων, δεξαμενών, ναυταθλητικών εγκαταστάσεων και τη συνέχιση λειτουργίας διαφόρων δραστηριοτήτων χωρίς προηγούμενη απόφαση του Υπουργού, με μόνη την έγκριση της αρχαιολογικής υπηρεσίας και του Συμβουλίου, στ) δεν εντοπίζονται στην προσβαλλόμενη απόφαση τα ακίνητα που πρέπει να απαλλοτριωθούν, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3028/2002 (άρθρα 13 παρ. 1 και 19 παρ. 3) και ζ) στην προσβαλλόμενη απόφαση αναγράφεται ότι αυτή αφορά στον αρχαιολογικό χώρο Ηραίου Περαχώρας Δήμου Λουτρακίου - Περαχώρας, ενώ στην πραγματικότητα αφορά στον αρχαιολογικό χώρο Ηραίου Περαχώρας Δήμου Λουτρακίου - Αγ. Θεοδώρων. Ενόψει των εκτιθέμενων στις προηγούμενες σκέψεις νομικών και πραγματικών δεδομένων, οι ως άνω ισχυρισμοί του αιτούντος, με τους οποίους πλήσσεται η αιτιολογία της προσβαλλόμενης κανονιστικής αποφάσεως, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, ειδικότερα δε, οι ρυθμίσεις της προσβαλλομένης ως προς τις 8 / 10
επιτρεπόμενες και απογορευόμενες χρήσεις και δραστηριότητες εντός της καθοριζόμενης ως Ζώνης Α Απολύτου Προστασίας εναρμονίζονται με τις προβλέψεις των εξουσιοδοτικών διατάξεων των παρ. 1 και 2 του άρθρου 13 του ν. 3028/2002, δεν προκύπτει δε υπέρβαση των ορίων της, ενώ καθ ο μέρος με τους ισχυρισμούς αυτούς αμφισβητείται η ουσιαστική κρίση της Διοικήσεως κατά την εφαρμογή των κριτηρίων της ως άνω εξουσιοδοτικής διατάξεως, αυτοί είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι (βλ. ΣτΕ 3115/2014, 2270/2014 7μ.). Εξ άλλου, η προσβαλλόμενη απόφαση εκδίδεται στο πλαίσιο αυτοτελούς διαδικασίας σε σχέση με αυτήν της απαλλοτριώσεως για αρχαιολογικούς λόγους και κατ εφαρμογή διαφορετικών νομοθετικών διατάξεων, συνεπώς δεν απαιτείτο ρητή αναφορά των ακινήτων, για τα οποία, τυχόν, τίθεται ζήτημα απαλλοτρίωσης, ενώ, σε κάθε περίπτωση, μόνη η, από προφανή παραδρομή, εσφαλμένη αναφορά στην προσβαλλόμενη απόφαση του ονόματος του Δήμου (ως Δήμου Λουτρακίου - Περαχώρας, αντί του ορθού Λουτρακίου - Αγ. Θεοδώρων), στην εδαφική περιφέρεια του οποίου βρίσκεται ο επίμαχος αρχαιολογικός χώρος, δεν συνιστά λόγο ακυρώσεώς της, οι δε περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του αιτούντος είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. 9. Επειδή, περαιτέρω, ο αιτών Δήμος προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε κατά πλάνη περί τα πράγματα ως προς την ύπαρξη σημαντικών αρχαιολογικών ευρημάτων σε όλη την περιληφθείσα στην Ζώνη Α Απολύτου Προστασίας έκταση, καθώς και ότι, κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας, εν προκειμένω καθορίσθηκε ως Ζώνη Α Απολύτου Προστασίας μια ευρύτατη περιοχή (οικιστική, αγροτική και τουριστική), χωρίς να υφίστανται ανασκαφικά ευρήματα σε όλη την έκταση αυτή, ενώ η προστασία των υπαρχόντων αρχαιολογικών ευρημάτων μπορεί να επιτευχθεί είτε με τις προϋποθέσεις του άρθρου 13 παρ. 1 του ν. 3028/2002 είτε με τον ο καθορισμό ευρύτερης Ζώνης Β. Ωστόσο, από τα προεκτεθέντα στοιχεία ουδόλως προκύπτει ότι ο καθορισμός της ζώνης Α Απολύτου Προστασίας έγινε κατά πλάνη περί τα πράγματα, όπως αβασίμως προβάλλεται από τον αιτούντα Δήμο, δεδομένου, μάλιστα, ότι για τον καθορισμό της επίμαχης έκτασης ως ζώνης Α Απολύτου Προστασίας δεν απαιτείτο, κατά τα οριζόμενα στην παρ. 2 του ανωτέρω άρθρου 13, η ύπαρξη σημαντικών αρχαιολογικών ευρημάτων σε όλη την έκταση της ζώνης αυτής, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει ο αιτών Δήμος, ο λόγος δε ακυρώσεως αυτός, καθ ο μέρος πλήττει την ουσιαστική / τεχνική κρίση της Διοικήσεως ως προς την αναγκαία για την προστασία των σχετικών ευρημάτων έκταση της Ζώνης Α Απολύτου Προστασίας, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος (πρβλ. ΣτΕ 590/2016, 3758, 32362343/2014, 216/2011 7μ.). Περαιτέρω, κατά τα εκτεθέντα στη σκέψη 4, οι περιορισμοί που επιβάλλονται με την προσβαλλόμενη πράξη στην καθορισθείσα ως Ζώνη Απολύτου Προστασίας περιοχή, θεσπίσθηκαν χάριν της προστασίας του δημοσίου συμφέροντος, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, τα οποία τεκμηριώνονται από τα στοιχεία του φακέλου και των οποίων η 9 / 10
Powered by TCPDF (www.tcpdf.org) ουσιαστική αξιολόγηση δεν ελέγχεται ακυρωτικώς, οι δε περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του αιτούντος είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι (πρβλ. ΣτΕ 216/2011 7μ.). Συνεπώς, μη προβαλλομένου άλλου λόγου ακυρώσεως, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη. 10 / 10