ΣΤΕ 2709/2018 [ΑΝΑΡΜΟΔΙΟΣ Ο ΝΟΜΑΡΧΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟ ΠΑΡΑΛΙΑΚΗΣ ΟΔΟΥ ΩΣ ΚΥΡΙΑΣ ΚΑΙ ΜΟΝΑΔΙΚΗΣ] Περίληψη -Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 2 περίπτ. δδ' του από 24/31.5.1985 π.δ/τος, η αναγνώριση δημοτικής οδού ως κυριότερης ή μοναδικής γίνεται µε απόφαση του οικείου Νομάρχη μετά από γνώμη του Συµβουλίου Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος του νομού. Επομένως, η πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, με την οποία «εγκρίθηκε» ο χαρακτηρισμός της επίµαχης παραλιακής οδού ως κύριας διαδημοτικής, στερείται εκτελεστότητας, ως έχουσα προπαρασκευαστικό - γνωμοδοτικό χαρακτήρα και, επομένως, απαραδέκτως προσβάλλεται µε την υπό κρίση αίτηση. Η δεύτερη προσβαλλόμενη νομαρχιακή απόφαση, ως έχουσα κανονιστικό χαρακτήρα, έπρεπε, προκειµένου να αποκτήσει νόμιμη υπόσταση, να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εφόσον δεν προβλέπεται άλλος τρόπος δημοσιότητας όμως, η κανονιστική αυτή πράξη δεν είχε δημοσιευθεί κατά την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως και επομένως ήταν ανυπόστατη, ενόψει δε αυτού δεν κινήθηκε η προθεσμία προσβολής της με αίτηση ακυρώσεως. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση ασκείται εμπροθέσμως κατά της πράξης αυτής. Περαιτέρω, η εν λόγω νομαρχιακή απόφαση, ως νομικώς ανυπόστατη, κατά τα ανωτέρω, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αντικαταστάθηκε από τη νεώτερη, εγκύρως δημοσιευθείσα απόφαση του Νομάρχη Φθιώτιδας. Η τελευταία όμως αυτή απόφαση πρέπει να λογισθεί συμπροσβαλλόμενη με την υπό κρίση αίτηση, για τους ίδιους λόγους ακυρώσεως που στρέφονται και κατά της αρχικής νομαρχιακής αποφάσεως. Επειδή, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 24 του Συντάγµατος, ο πολεοδομικός σχεδιασμός έχει ευρύτερες συνέπειες που δεν περιορίζονται στα όρια του συγκεκριμένου οικισμού, αλλά εκτείνονται σε ολόκληρη την επικράτεια, εν όψει της αλληλεπιδράσεως του τρόπου οργάνωσης κάθε οικισμού με τους υπολοίπους και των επεµβάσεων στο φυσικό και το πολιτιστικό περιβάλλον, τις οποίες συνεπάγεται η πολεοδομική οργάνωση μιας περιοχής. Ο πολεοδομικός σχεδιασμός αποτελεί, 1 / 14
εποµένως, ζήτηµα γενικού ενδιαφέροντος, στο οποίο πρέπει να έχουν λόγο, κατά συνταγματική επιταγή, και κεντρικά κρατικά όργανα και, κατά συνέπεια, η έγκριση και τροποποίηση των πολεοδομικών σχεδίων οποιασδήποτε κλίµακας, καθώς και η θέσπιση µε ρυθμίσεις κανονιστικού χαρακτήρα πάσης φύσεως όρων δομήσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί ειδικότερο θέμα, κατά την έννοια του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος, αλλά ούτε θέμα τοπικού ενδιαφέροντος ή τεχνικού ή λεπτομερειακού χαρακτήρα. Συνεπώς, οι ρυθμίσεις αυτές μπορεί να γίνονται μόνον με την έκδοση προεδρικού διατάγµατος. Ο κανόνας εξ άλλου αυτός αφορά τόσο τις αμιγώς κανονιστικές πράξεις (λ.χ. όροι δόμησης και χρήσεων) και τις πράξεις μεικτού χαρακτήρα (λ.χ. τροποποίηση σχεδίου πόλεως με ταυτόχρονο καθορισμό όρων δόμησης) όσο και τις ατομικές πράξεις (λ.χ. απλή τροποποίηση σχεδίου πόλεως χωρίς ταυτόχρονο καθορισμό όρων δόμησης), διότι, κατά το Σύνταγμα, ο πολεοδομικός σχεδιασμός συνδέει, λόγω του μεγάλου βαθμού της εσωτερικής συνοχής του, αρρήκτως τις κατηγορίες αυτές πράξεων, κατά τρόπο ώστε η τροποποίηση από άλλο όργανο ατομικής πολεοδομικής ρύθμισης να επιδρά αφεύκτως στο υπόλοιπο, κανονιστικό της μέρος, με αποτέλεσμα τον κίνδυνο ανατροπής της συνοχής της. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, διατάξεις με τις οποίες ανατίθεται η ρύθμιση των ανωτέρω ζητημάτων σε άλλα, πλην του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανα, αντίκεινται στις ως άνω συνταγματικές διατάξεις και δεν είναι εφαρμοστέες. Από τις διατάξεις του αυτού άρθρου 24 του Συντάγματος, με τις οποίες επιβάλλεται η υποχρέωση προσήκουσας διαμόρφωσης, ανάπτυξης, πολεοδόμησης και επέκτασης των πόλεων και των οικιστικών γενικώς περιοχών, με σκοπό να εξυπηρετείται η λειτουργικότητα και η ανάπτυξη των οικισµών και να εξασφαλίζονται οι καλύτεροι δυνατοί όροι διαβίωσης, συνάγεται θεμελιώδης, από πλευράς δυνατότητας δόμησης, διαφοροποίηση μεταξύ των περιοχών που αναπτύσσονται με βάση οργανωμένο πολεοδομικό σχέδιο οικισµών και των εκτός σχεδίου περιοχών, οι οποίες δεν έχουν ως προορισμό, κατ αρχήν, τη δόμηση. Για την μεν πρώτη κατηγορία περιοχών, η δόμηση επιτρέπεται με μόνη πρϋπόθεση την τήρηση των ορισμών του σχεδίου πόλεως και των όρων και περιορισμών δόμησης που το συνοδεύουν. Στη δεύτερη, όµως, κατηγορία περιοχών, ως προς τις οποίες δεν είναι δυνατόν να εξασφαλισθεί η τήρηση των κατά τα ανωτέρω συνταγματικών σκοπών, λόγω της έλλειψης πολεοδομικής οργάνωσης και συγκροτημένου κανονιστικού πλαισίου οικιστικής ανάπτυξης προσαρμοσμένου στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε περιοχής, η δόμηση μόνον κατ' εξαίρεση επιτρέπεται, δυναμένη και να απαγορεύεται εν όλω ή εν μέρει ή να επιτρέπεται υπό ιδιαιτέρως αυστηρούς όρους και περιορισμούς. Οι όροι, πάντως, αυτοί δεν επιτρέπεται να είναι ευνοϊκότεροι, δηλαδή 2 / 14
να καθιστούν ευχερέστερη τη δόμηση, σε σχέση προς τους ισχύοντες για τις εντός σχεδίου περιοχές. Κατά την έννοια των προεκτεθεισών περιοριστικών της δοµήσεως διατάξεων του από 24.5/31.5.1985 π.δ/τος, οι οποίες αποβλέπουν, πρωτίστως στη διαφύλαξη του κατά τα εκτεθέντα ιδιαίτερου χαρακτήρα των εκτός σχεδίου περιοχών και στην αποφυγή καταστρατηγήσεως παγίων πολεοδομικών κανόνων ορθολογικής δομήσεως, η κατ εξαίρεση επιτρεπόμενη στις περιοχές αυτές δόμηση τελεί υπό την προϋπόθεση ότι πληρούται ο βασικός κανόνας δομήσεως της εν γένει πολεοδοµικής νομοθεσίας, κατά τον οποίο δομήσιμα είναι τα οικόπεδα που έχουν πρόσωπο, κοινό όριο δηλαδή, σε κοινόχρηστο χώρο νομίμως υφιστάμενο, μη προκύψαντα από ιδιωτική βούληση, δοθέντος ότι με τις ανωτέρω διατάξεις δεν προβλέπεται ρητώς εξαίρεση από τον κανόνα αυτόν, αφού, μάλιστα, υπό την αντίθετη εκδοχή, πέραν του ζητήματος αν τυχόν σχετική διάταξη θα ήταν σύμφωνη με το Σύνταγμα, θα είχε ως αποτέλεσμα να καταστεί δυνατή η δόμηση σε εκτός σχεδίου περιοχές υπό όρους ευνοϊκότερους από την ανωτέρω άποψη, ακόμη και εκείνων που ισχύουν στις εντός σχεδίου περιοχές. Κατά την έννοια των αυτών διατάξεων, ένα γήπεδο θεωρείται ότι έχει πρόσωπο, δηλαδη κοινό όριο σε οδό, που το καθιστά, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, οικοδομήσιμο, όταν η οδός αυτή, ανεξαρτήτως αν είναι εθνική, επαρχιακή, δημοτική ή κοινοτική, υφίσταται νομίμως και είναι ήδη διανοιγμένη, κατά τέτοιο, µάλιστα, τρόπο ώστε να είναι προσπελάσιμη και να παρέχει πράγματι επτκοινωνία με το γήπεδο. Η έκδοση διοικητικής πράξεως για την «αναγνώριση» οδού συνιστά άσκηση αρμοδιότητας πολεοδομικού σχεδιασμού η οποία δεν έχει εντοπισµένο χαρακτήρα, ανεξαρτήτως αν η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 1 του από 24.5/31.5.1985 π.δ/τος περί «αναγνωρίσεως» οδών εναρμονίζεται προς το άρθρο 24 του Συντάγματος, αφού επιτρέπει την εν τοις πράγμασι δηµιουργία οικισμών χωρίς να θεσπίζει την υποχρέωση λήψεως χωροταξικών και πολεοδομικών κριτηρίων, η κατά τη διάταξη αυτή αρμοδιότητα πολεοδοµικού σχεδιασμού πρέπει να επιχειρείται με προεδρικό διάταγµα. Αναρμοδίως εξεδόθησαν από τον Νοµάρχη Φθιώτιδος, αντί του Προέδρου της Δημοκρατίας τόσο η δεύτερη προσβαλλόμενη, όσο και η λογιζόμενη ως συμπροσβαλλόμενη απόφαση περί χαρακτηρισμού ως κύριας και μοναδικής δημοτικής της επίμαχης παραλιακής οδού. Για τον λόγο αυτό, αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενο, ως αναγόμενο στην αρμοδιότητα του εκδόντος αυτή διοικητικού οργάνου, πρέπει να 3 / 14
ακυρωθεί η απόφαση του εν λόγω Νομάρχη, ενώ για την ασφάλεια του δικαίου πρέπει να ακυρωθεί επίσης, αν και ανυπόστατη, και η αρχική νομαρχιακή απόφαση. Πρόεδρος: Ν. Ρόζος Εισηγητής: Ι. Μαντζουράνης Βασικές σκέψεις 2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση: (α) της υπ αριθμ. 8/142/8.8.2000 αποφάσεως του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Καμένων Βούρλων Ν. Φθιώτιδος, με την οποία «εγκρίθηκε» ο χαρακτηρισμός της παραλιακής οδού που συνδέει την έδρα του εν λόγω Δήμου με τον οικισμό Νέα Πολιτεία (Νέο Θρόνιο) και το Δημοτικό Διαμέρισμα Καινούργιου ως κύριας διαδημοτικής οδού (β) της υπ αριθμ. πρωτ. 6685/01/4.10.2002 αποφάσεως του Νομάρχη Φθιώτιδος, με την οποία χαρακτηρίσθηκε ως κύρια και μοναδική δημοτική οδός ο ανωτέρω παραλιακός δρόμος (γ) της υπ αριθμ. πρωτ. οικ. 2892/5.4.2006 πράξεως του Τμήματος εκδόσεως οικοδομικών αδειών και ελέγχου κατασκευών της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Φθιώτιδος, με την οποία, κατ επίκληση μεταξύ άλλων της δεύτερης προσβαλλόμενης νομαρχιακής αποφάσεως, ανεστάλησαν οι οικοδομικές εργασίες της υπ αριθμ. 509/18.7.2003 οικοδομικής αδείας, που είχε εκδοθεί στο όνομα της 2ης και της 3ης αιτούσας για την ανέγερση συγκροτήματος διωρόφων κατοικιών με υπόγειο επί γηπέδου με πρόσωπο στην ανωτέρω οδό, με την αιτιολογία ότι δεν συντρέχουν οι κατ άρθρον 1 του π.δ/τος της 24ης/31ης.5.1985 προϋποθέσεις δομήσεως (ελάχιστο πρόσωπο 45 μ., για γήπεδα με πρόσωπο σε δημοτική οδό). 3. Επειδή, ως προς τη δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση του Νομάρχη Φθιώτιδος, τη δίκη συνεχίζει, αυτοδικαίως, ως παθητικώς νομιμοποιούμενη, η Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδος αντί της ήδη καταργηθείσης Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Φθιώτιδος [άρθρα 3 (παρ. 3 περ. η ) και 283 (παρ. 2) του ν. 3852/2010 (Α 87), βλ. και ΣτΕ 2551/2013]. Περαιτέρω, ως προς την πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Καμένων Βούρλων, τη δίκη συνεχίζει, αυτοδικαίως, ως παθητικώς νομιμοποιούμενος, ο Δήμος Μώλου - Αγίου Κωνσταντίνου, αντί του ήδη καταργηθέντος Δήμου Καμένων Βούρλων [άρθρα 1 (παρ. 2 υποπαρ. 46 περ. Α.4) και 283 (παρ. 1) του ανωτέρω ν. 3852/2010, βλ. και ΣτΕ 95/2012]. Τέλος, ως προς την τρίτη προσβαλλόμενη πράξη (αναστολής οικοδομικών εργασιών) της ήδη 4 / 14
καταργηθείσης Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Φθιώτιδος, η οποία εξεδόθη κατ επίκληση της νομοθεσίας σχετικά με την έκδοση οικοδομικών αδειών, οι σχετικές αρμοδιότητες ανήκουν πλέον στις πολεοδομικές υπηρεσίες (και ήδη υπηρεσίες δόμησης, κατά τα άρθρα 2 κ.επ. του ν. 4030/2011, Α 249) των δήμων (άρθρο 75 παρ. Ι τομέας β περιπτ. 11 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 94 παρ. 1 του ν. 3852/2010) επομένως, ως προς την πράξη αυτή, τη δίκη συνεχίζει, αυτοδικαίως, ως παθητικώς νομιμοποιούμενος, ο Δήμος Λαμιέων (όπου και η έδρα του Ν. Φθιώτιδος), ο οποίος παρέχει διοικητική υποστήριξη στον Δήμο Μώλου - Αγίου Κωνσταντίνου, σύμφωνα με το άρθρο 95 του ν. 3852/2010, για την άσκηση των ανωτέρω πολεοδομικών αρμοδιοτήτων [άρθρο 283 παρ. 2 εδάφ. τρίτο του ν. 3852/2010, όπως το εδάφιο αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 6 παρ. 13 του ν. 4071/2012 (Α 85), καθώς και άρθρο 1 της από 31.12.2012 πράξεως νομοθετικού περιεχομένου (Α 256), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4147/2013 (Α 98), βλ. και ΣτΕ 1593/2014 7μ. κ.ά.]. 4. Επειδή, νομίμως εχώρησε η συζήτηση της υποθέσεως παρά το ότι δεν παρέστησαν οι ανωτέρω παθητικώς νομιμοποιούμενοι Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας, Δήμος Μώλου - Αγίου Κωνσταντίνου και Δήμος Λαμιέων, εφόσον, όπως προκύπτει από τα ευρισκόμενα στον φάκελο αποδεικτικά επιδόσεως των Αρχιφυλάκων Κ. Κ. του Α.Τ. Λαμίας και Γ. Τ. του Α.Τ. Καμένων Βούρλων, αντίγραφα της υπό κρίση αιτήσεως και της από 28.12.2006 πράξεως του Προέδρου του Ε Τμήματος του Δικαστηρίου περί ορισμού εισηγητή και δικασίμου επεδόθησαν νομοτύπως στη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Φθιώτιδος (στις 12.1.2007) και στον Δήμο Καμένων Βούρλων (στις 22.1.2007) αντίστοιχα (βλ. και ΣτΕ 247/2015). 5. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση ασκείται με έννομο συμφέρον από τους αιτούντες, εφόσον υπέρ της δεύτερης και της τρίτης είχε εκδοθεί η αναφερόμενη στη σκέψη 2 οικοδομική άδεια και ο πρώτος είχε συμβληθεί με αυτές προκειμένου στο δυνάμει της οικοδομικής αυτής αδείας ανεγερθησόμενο κτίσμα να συστήσει οριζόντιο ιδιοκτησία. 6. Επειδή, το από 24.5/31.5.1985 προεδρικό διάταγμα «Τροποποίηση των όρων και περιορισμών δόμησης των γηπέδων των κειμένων εκτός των ρυμοτομικών σχεδίων των πόλεων και εκτός των νομίμων ορίων των νομίμως υφισταμένων προ του έτους 1923 οικισμών» (Δ 270), το περιεχόμενο του οποίου αποδίδεται στα άρθρα 162 επ. του από 14.7/27.7.1999 π.δ/τος (ΚΒΠΝ, Δ 580), καθορίζει στο άρθρο 1 τους όρους και περιορισμούς δόμησης που ισχύουν κατά τον κανόνα (παρ. 1) και κατά παρέκκλιση (παρ. 2) για τα γήπεδα που βρίσκονται εκτός ρυμοτομικών σχεδίων και εκτός των ορίων των προ του 1923 οικισμών. Το αυτό διάταγμα θεσπίζει ειδικές ρυθμίσεις για γήπεδα που έχουν πρόσωπο, μεταξύ άλλων, σε δημοτικές και κοινοτικές οδούς (άρθρο 1 παρ. 1 περ. β και άρθρο 1 παρ. 2 περ. β ). Ειδικότερα, στο άρθρο 1 του ανωτέρω διατάγματος, όπως η περίπτωση α της παραγράφου 1 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 παρ. 1 του ν. 3212/2003 (Α 308), ορίζονται τα ακόλουθα: «Γενικές διατάξεις. Οι 5 / 14
όροι και περιορισμοί δόμησης των γηπέδων των κειμένων εκτός των ρυμοτομικών σχεδίων των πόλεων, κωμών και οικισμών ή εκτός των ορίων των νομίμως υφισταμένων προ του έτους 1923 οικισμών των στερουμένων ρυμοτομικού σχεδίου, που καθορίστηκαν με το από 6.10.1978 π.δ. (ΦΕΚ 538/Δ) ως ισχύει τροποποιούνται ως εξής: 1. α) Ελάχιστο εμβαδόν γηπέδου 4.000 τετραγωνικά μέτρα και πρόσωπο σε κοινόχρηστο δρόμο είκοσι πέντε (25) μέτρα. Η ρύθμιση του προηγούμενου εδαφίου που αφορά στο ελάχιστο πρόσωπο δεν ισχύει για την ανέγερση κτιρίων των άρθρων 2 και 3, εφόσον εξυπηρετούνται από αγροτικούς ή δασικούς δρόμους, καθώς και ορειβατικών καταφυγίων, η ανέγερση των οποίων επιτρέπεται και σε γήπεδα που εξυπηρετούνται αποκλειστικά από μονοπάτια. β) Για γήπεδα που έχουν πρόσωπο σε Διεθνείς, Εθνικές Επαρχιακές, Δημοτικές και Κοινοτικές [οδούς] ως και σε εγκαταλειμμένα τμήματά τους και σε σιδηροδρομικές γραμμές απαιτούνται: Ελάχιστο πρόσωπο 45 μ. Ελάχιστο βάθος 50 μ. Ελάχιστο εμβαδόν 4.000 μ2. 2. Κατά παρέκκλιση από την προηγούμενη παράγραφο θεωρούνται άρτια και οικοδομήσιμα τα γήπεδα: α) Τα κείμενα εντός της ζώνης των πόλεων, κωμών, και οικισμών, τα οποία είχαν κατά την 24.4.1977 ημέρα δημοσίευσης του από 5.4.77 π.δ/τος (ΦΕΚ 133 Δ ) ελάχιστο εμβαδόν 2000 μ2. β) Τα γήπεδα που κατά την ημέρα δημοσίευσης του παρόντος π.δ/τος έχουν πρόσωπο σε Διεθνείς Εθνικές, Επαρχιακές, Δημοτικές και Κοινοτικές οδούς, καθώς και σε εγκαταλελειμμένα τμήματα αυτών και σε σιδηροδρομικές γραμμές και εφόσον έχουν: αα) Τα γήπεδα που υφίστανται κατά την 12.11.1962 ημέρα δημοσίευσης του από 24.10.1962 β.δ/τος (ΦΕΚ 142 Δ ). Ελάχιστο πρόσωπο: δέκα (10) μέτρα. Ελάχιστο βάθος δεκαπέντε (15) μέτρα. Ελάχιστο εμβαδόν επτακόσια πενήντα (750) μ2. ββ) Τα γήπεδα που υφίστανται κατά τη 12.9.1964 ημέρα δημοσίευσής του από 21.7.1964 β.δ/τος (ΦΕΚ 141/Δ ). Ελάχιστο πρόσωπο: είκοσι (20) μέτρα. Ελάχιστο βάθος τριάντα πέντε (35) μέτρα. Ελάχιστο εμβαδόν χίλια διακόσια (1.200) μ2. γγ) Τα γήπεδα που υφίστανται κατά τη 17.10.1978 ημέρα δημοσίευσής του από 6.10.75 π.δ/τος (ΦΕΚ 538/Δ ). Ελάχιστο πρόσωπο: είκοσι πέντε (25) μέτρα. Ελάχιστο βάθος σαράντα (40) μέτρα. Ελάχιστο εμβαδόν δύο χιλιάδες (2000) μ2. δδ) Τα γήπεδα που δημιουργήθηκαν από τη 17.10.1978 ημέρα δημοσίευσής του από 6.10. 1978 π.δ/τος (ΦΕΚ 538/Δ) μέχρι την ημέρα δημοσίευσης του παρόντος π.δ/τος ελάχιστο εμβαδόν 4000 μ2. Ως Δημοτικ[ές] ή Κοινοτικ[ές] οδοί για την εφαρμογή του παρόντος θεωρούνται οι οδοί που ενώνουν οικισμούς του αυτού δήμου ή κοινότητας μεταξύ των, ή οικισμούς ομόρων δήμων ή κοινοτήτων ή με Διεθνείς Εθνικές ή Επαρχιακές οδούς. Σε περίπτωση που μεταξύ των προαναφερομένων οικισμών υπάρχουν περισσότερες της μιας δημοτικοί ή κοινοτικοί οδοί που συνδέουν αυτούς οι διατάξεις της παρούσης περίπτωσης έχουν εφαρμογή μόνο σε γήπεδα που έχουν πρόσωπο στην κυριώτερη από τις οδούς αυτές. Η αναγνώριση των οδών αυτών σε κυριότερ[ε]ς ή μοναδικ[έ]ς γίνεται με απόφαση του οικείου Νομάρχη μετά από γνώμη του Συμβουλίου Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος του νομού. γ) [ ]». Εξ άλλου, στο άρθρο 23 παρ. 3 του ανωτέρω ν. 3212/2003 ορίζεται ότι: «Η περίπτωση α της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του από 24/31.5.1985 προεδρικού διατάγματος, όπως αντικαθίσταται με την παρ. 1 του άρθρου 10 του νόμου αυτού, δεν ισχύει για γήπεδα που υφίστανται 6 / 14
κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού». 7. Επειδή, με την πρώτη προσβαλλόμενη υπ αριθμ. 8/142/8.8.2000 (αριθμ. πρακτικού 8/2000/θέμα 4ο) απόφασή του, με θέμα «Χαρακτηρισμός παραλιακής οδού Δημοτικού Διαμερίσματος Καινούργιου οικισμού Νέα Πολιτεία», το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Καμένων Βούρλων Ν. Φθιώτιδος, «ενέκρινε» «να χαρακτηριστεί η παραλιακή οδός που συνδέει την έδρα του Δήμου με τον οικισμό Νέα Πολιτεία (Νέο Θρόνιο) και το Δημοτικό Διαμέρισμα Καινούργιου ως κύρια διαδημοτική οδός (δευτερεύον οδικό δίκτυο), με απόσταση άξονα οδού από ρυμοτομική γραμμή 6 μέτρα, διότι είναι διανοιγμένη και ασφαλτοστρωμένη και χρησιμοποιείται από πλήθος δημοτών και κατοίκων της περιοχής καθημερινά». Ακολούθως, με την δεύτερη προσβαλλόμενη υπ αριθμ. πρωτ. 6685/01/4.10.2002 απόφαση του Νομάρχη Φθιώτιδας, η οποία εκδόθηκε κατ επίκληση της πρώτης προσβαλλόμενης αποφάσεως του Δημοτικού Συμβουλίου, καθώς και της υπ αριθμ. πρακτικού 6/2001/θέμα 1ο σύμφωνης γνώμης του Σ.Χ.Ο.Π. Ν. Φθιώτιδας (η οποία υιοθέτησε την υπ αριθμ. πρωτ. 1179/2.7.2001 εισήγηση της Δ/νσης Χωροταξίας Περιβάλλοντος της Ν.Α. Φθιώτιδος), δεν δημοσιεύθηκε δε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (βλ. σχετικό υπ αριθμ. πρωτ. Γ3810/13.1.2010 έγγραφο του Εθνικού Τυπογραφείου προς το Δικαστήριο), χαρακτηρίσθηκε ως κύριος και μοναδικός δημοτικός δρόμος η παραλιακή οδός «που ενώνει τον οικισμό Ν. Πολιτείας με τον οικισμό Καινούργιο του Δήμου Καμένων Βούρλων και αρχίζει από τον εθνικό δρόμο πριν την είσοδο για τον οικισμό των Καμ. Βούρλων, συνεχίζει κατά μήκος όλης της παραλίας του Καινούργιου και ανεβαίνει μέχρι το Δημοτικό Διαμέρισμα του οικισμού Καινούργιο». Κατόπιν της από 7.12.2001 αιτήσεως των β και γ αιτουσών και υποβολής του σχετικού φακέλου (με συντάξαντα και επιβλέποντα μηχανικό τον α αιτούντα) εκδόθηκε στο όνομά τους η υπ αριθμ. πρωτ. 509/18.7.2003 οικοδομική άδεια της Διεύθυνσης Πολεοδομίας Λαμίας για την ανέγερση συγκροτήματος διωρόφων κατοικιών με υπόγειο σε γήπεδο κείμενο στη θέση «Άγιος Τίτος» του Δ.Δ. Καινούργιου του Δήμου Καμένων Βούρλων. Με την τρίτη προσβαλλόμενη υπ αριθμ. πρωτ. οικ. 2892/5.4.2006 πράξη του Τμήματος έκδοσης οικοδομικών αδειών και ελέγχου κατασκευών της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Φθιώτιδας, κατ επίκληση μεταξύ άλλων της δεύτερης προσβαλλόμενης νομαρχιακής αποφάσεως, ανεστάλησαν οι οικοδομικές εργασίες της ανωτέρω οικοδομικής αδείας (οι οποίες, όπως αναφέρεται στην εν λόγω προσβαλλόμενη πράξη, μέχρι τις 3.4.2006 δεν είχαν καν ξεκινήσει), με την αιτιολογία ότι δεν συντρέχουν οι κατ άρθρον 1 του π.δ/τος της 24ης/31ης.5.1985 προϋποθέσεις δομήσεως (ελάχιστο πρόσωπο 45 μ., για γήπεδα με πρόσωπο σε δημοτική οδό). Εξ άλλου, μετά την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως, εκδόθηκε η υπ αριθμ. 12/145/17.7.2007 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Καμένων Βούρλων, με την οποία «επικυρωποιήθηκε» [επικυρώθηκε] η α προσβαλλόμενη απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου. Στο πρακτικό της εν λόγω απόφασης γίνεται αναφορά (από τον Πρόεδρο του Δημοτικού Συμβουλίου) στο υπ αριθμ. οικ. 2386/6.3.2007 έγγραφο της Ν.Α. Φθιώτιδος περί εκ νέου αποστολής στο Εθνικό Τυπογραφείο προς δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της 7 / 14
(δεύτερης προσβαλλόμενης) 6685/14.10.2002 νομαρχιακής αποφάσεως, κατόπιν των κατ αυτής αιτήσεων ακυρώσεως και αναστολής των αιτούντων, με τις οποίες προβάλλεται η έλλειψη δημοσιεύσεώς της. Ακολούθως εκδόθηκε η υπ αριθμ. 10426/16.11.2007 απόφαση του Νομάρχη Φθιώτιδας (ΦΕΚ Τεύχος Απαλλοτριώσεων και Πολεοδομικών Θεμάτων 538/13.12.2007), με θέμα «Χαρακτηρισμός της παραλιακής οδού από τον οικισμό των Καμένων Βούρλων οικισμό Νέο Θρόνιο και έως το Δημοτικό Διαμέρισμα Καινούργιου του Δήμου Καμ. Βούρλων, ως κύρια και μοναδική Δημοτική οδός». Στην απόφαση αυτή η οποία υπογράφεται με εντολή Νομάρχη (βάσει της μνημονευόμενης, στο προοίμιο αυτής 461/30.1.2007 αποφάσεως του Νομάρχη Φθιώτιδας), από τον εντεταλμένο Νομαρχιακό Σύμβουλο Χρήστο Ράπτη (α) ορίζονται τα εξής: «Χαρακτηρίζουμε ως κύριο και μοναδικό Δημοτικό, τον παραλιακό δρόμο που ενώνει τον οικισμό του Δήμου Καμένων Βούρλων οικισμό Νέο Θρόνιο και έως το Δημοτικό Διαμέρισμα του οικισμού Καινούργιου του Δήμου Καμένων Βούρλων και αρχίζει από τον εθνικό δρόμο πριν την είσοδο για τον οικισμό των Καμ. Βούρλων, συνεχίζει κατά μήκος όλης της παραλίας του Καινούργιου μέχρι τον εγκεκριμένο οικισμό Νέο[υ] Θρον[ίου] και ανεβαίνει μέχρι το Δημοτικό Διαμέρισμα του οικισμού Καινούργιο». Εξ άλλου, (β) στο προοίμιο της ανωτέρω 10426/16.11.2007 απόφασης, μνημονεύονται, μεταξύ άλλων: (i) το (α προσβαλλόμενο) «υπ αριθμ. 8/142/2000 Πρακτικό Δημοτικού Συμβουλίου Καμένων Βούρλων» (ii) «το υπ αριθμ. 1507/2.8.2007 έγγραφο του Δήμου Καμ. Βούρλων διαβίβασης της υπ αριθμ. 12/145/2007 απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου επικυρωποίησης της υπ αριθμ. 8/142/2000 απόφασης» (iii) η (β προσβαλλόμενη) υπ αριθμ. «6658/01/4.10.2002» [παραδρομή αντί του ορθού «6685/01/4.10.2002»] «απόφαση Νομάρχη Φθ/δας, χαρακτηρισμού της παραλιακής οδού από τον οικισμό των Καμένων Βούρλων οικισμό Νέας Πολιτείας και έως το Δημοτικό Διαμέρισμα Καινούργιου του Δήμου Καμ. Βούρλων, ως Δημοτική οδός» (iv) η σύμφωνη γνώμη του Σ.Χ.Ο.Π. Ν. Φθιώτιδος (πρακτικό 6/2007 θέμα 5ο). Σύμφωνα με το υπ αριθμ. πρωτ. 84/8.1.2010 έγγραφο της Διεύθυνσης Πολεοδομίας της Ν.Α. Φθιώτιδος προς το Δικαστήριο, η προαναφερθείσα νεότερη 10426/16.11.2007 νομαρχιακή απόφαση, «στην οποία εμπεριέχεται η προηγούμενη» (6685/01/4.10.2002), εκδόθηκε και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, «μόλις περιέπεσε στην αντίληψη» της υπηρεσίας αυτής, «ότι δεν κατέστη δυνατόν να εντοπιστεί σε ΦΕΚ» η εν λόγω 6685/01/4.10.2002 απόφαση. 8. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 2 περίπτ. δδ του από 24/31.5.1985 π.δ/τος, η αναγνώριση δημοτικής οδού ως κυριότερης ή μοναδικής γίνεται με απόφαση του οικείου Νομάρχη μετά από γνώμη του Συμβουλίου Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος του νομού. Επομένως, η πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου με την οποία «εγκρίθηκε» ο χαρακτηρισμός της επίμαχης παραλιακής οδού ως κύριας διαδημοτικής, στερείται εκτελεστότητας, ως έχουσα προπαρασκευαστικό - γνωμοδοτικό χαρακτήρα και, επομένως, απαραδέκτως προσβάλλεται με την υπό κρίση αίτηση (πρβλ. ΣτΕ 3622/2004, 1291/2008). 8 / 14
9. Επειδή, η δεύτερη προσβαλλόμενη νομαρχιακή απόφαση, ως έχουσα κανονιστικό χαρακτήρα, έπρεπε, προκειμένου να αποκτήσει νόμιμη υπόσταση, να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εφόσον δεν προβλέπεται άλλος τρόπος δημοσιότητας από τα άρθρα 1 και 2 του ν. 301/1976 (Α 91). Κατά τα ήδη, όμως, εκτεθέντα, η κανονιστική αυτή πράξη δεν είχε δημοσιευθεί κατά την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως και επομένως ήταν ανυπόστατη, ενόψει δε αυτού δεν κινήθηκε η προθεσμία προσβολής της με αίτηση ακυρώσεως (πρβλ. ΣτΕ 716-717/2015, καθώς και ΣτΕ 4343/2011, 33/2009, 454/2008, 3884/2007 κ.ά.). Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση ασκείται εμπροθέσμως κατά της πράξης αυτής. Περαιτέρω (βλ. ΣτΕ 666/1994 7μ., 232/1995, 3781/1999), η εν λόγω νομαρχιακή απόφαση, ως νομικώς ανυπόστατη, κατά τα ανωτέρω, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αντικαταστάθηκε από τη νεότερη, εγκύρως δημοσιευθείσα, 10426/16.11.2007 απόφαση του Νομάρχη Φθιώτιδας. Η τελευταία όμως, αυτή απόφαση πρέπει να λογισθεί συμπροσβαλλόμενη με την υπό κρίση αίτηση, για τους ίδιους λόγους ακυρώσεως που στρέφονται και κατά της αρχικής νομαρχιακής αποφάσεως (βλ. ΣτΕ 666/1994 7μ., 4173/1997, 3781/1999, 2103/2006, 3884/2007). 10. Επειδή, η τρίτη προσβαλλόμενη (οικ. 2892/5.4.2006) πράξη αναστολής των οικοδομικών εργασιών είναι συναφής με τη δεύτερη προσβαλλόμενη νομαρχιακή απόφαση, την οποία επικαλείται και της οποίας έννομο αποτέλεσμα είναι η εφαρμογή των προβλεπομένων στις διατάξεις του π.δ/τος της 24ης/31ης.5.1985 (άρθρ. 1 παρ. 1 και 2) όρων και περιορισμών δομήσεως στα ακίνητα που έχουν πρόσωπο στη χαρακτηρισθείσα με αυτή ως κύρια και μοναδική δημοτική οδό (βλ. ΣτΕ 2790/2014, 893/2005, 88/2001 7μ.). Περαιτέρω, η εν λόγω αναστολή οικοδομικών εργασιών αφορά την έκδοση οικοδομικής άδειας και ως εκ τούτου, ως προς την πράξη αυτή, η υπό κρίση αίτηση υπάγεται, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 περίπτ. θ του ν. 702/1977, στην ακυρωτική αρμοδιότητα του Διοικητικού Εφετείου. Όμως, εν όψει της κατά τα ανωτέρω συναφείας της εν λόγω πράξεως με τη δεύτερη προσβαλλόμενη νομαρχιακή απόφαση, ως προς την οποία η αίτηση υπάγεται στην ακυρωτική αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει, για λόγους οικονομίας της δίκης, να κρατήσει και να εκδικάσει την υπόθεση στο σύνολό της (πρβλ. ΣτΕ 2790/2014), σύμφωνα με το άρθρο 34 παρ. 1 του ν. 1968/1991 (Α 150) δεδομένου (πρβλ. ΣτΕ 735/2008 Ολ., 5448/2012, 1539/2013) και του κατ αρχήν εκκλητού των αποφάσεων των διοικητικών εφετείων επί υποθέσεων που, όπως η κρινόμενη, αφορούν την έκδοση οικοδομικών αδειών, σύμφωνα με τα άρθρα 5 και 5Α του ν. 702/1977. 11. Επειδή, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 24 του Συντάγματος, ο πολεοδομικός σχεδιασμός έχει ευρύτερες συνέπειες που δεν περιορίζονται στα όρια του συγκεκριμένου οικισμού, αλλά εκτείνονται σε ολόκληρη την επικράτεια, εν όψει της αλληλεπιδράσεως του τρόπου οργάνωσης κάθε οικισμού με τους υπολοίπους και των επεμβάσεων στο φυσικό και το πολιτιστικό περιβάλλον, τις οποίες συνεπάγεται η πολεοδομική οργάνωση μιας περιοχής. Ο πολεοδομικός σχεδιασμός αποτελεί, 9 / 14
επομένως, ζήτημα γενικού ενδιαφέροντος, στο οποίο πρέπει να έχουν λόγο, κατά συνταγματική επιταγή, και κεντρικά κρατικά όργανα και, κατά συνέπεια, η έγκριση και τροποποίηση των πολεοδομικών σχεδίων οποιασδήποτε κλίμακας, καθώς και η θέσπιση με ρυθμίσεις κανονιστικού χαρακτήρα πάσης φύσεως όρων δομήσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί ειδικότερο θέμα, κατά την έννοια του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος, αλλά ούτε θέμα τοπικού ενδιαφέροντος ή τεχνικού ή λεπτομερειακού χαρακτήρα. Συνεπώς, οι ρυθμίσεις αυτές μπορεί να γίνονται μόνον με την έκδοση προεδρικού διατάγματος. Ο κανόνας εξ άλλου αυτός αφορά τόσο τις αμιγώς κανονιστικές πράξεις (λ.χ. όροι δόμησης και χρήσεων) και τις πράξεις μικτού χαρακτήρα (λ.χ. τροποποίηση σχεδίου πόλεως με ταυτόχρονο καθορισμό όρων δόμησης) όσο και τις ατομικές πράξεις (λ.χ. απλή τροποποίηση σχεδίου πόλεως χωρίς ταυτόχρονο καθορισμό όρων δόμησης) διότι, κατά το Σύνταγμα, ο πολεοδομικός σχεδιασμός συνδέει, λόγω του μεγάλου βαθμού της εσωτερικής συνοχής του, αρρήκτως τις κατηγορίες αυτές πράξεων, κατά τρόπο ώστε η τροποποίηση από άλλο όργανο ατομικής πολεοδομικής ρύθμισης να επιδρά αφεύκτως στο υπόλοιπο, κανονιστικό της μέρος, με αποτέλεσμα τον κίνδυνο ανατροπής της συνοχής της. Κατ ακολουθίαν των ανωτέρω, διατάξεις με τις οποίες ανατίθεται η ρύθμιση των ανωτέρω ζητημάτων σε άλλα, πλην του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανα, αντίκεινται στις ως άνω συνταγματικές διατάξεις και δεν είναι εφαρμοστέες. Αντιθέτως, οι αρμοδιότητες εφαρμογής των πολεοδομικών σχεδίων και οι συναφείς εκτελεστικές αρμοδιότητες, που δεν έχουν τον κατά τα ανωτέρω γενικότερο χαρακτήρα, επιτρεπτώς ανατίθενται σε άλλα, πλην του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανα. Προς την αρμοδιότητα δε εφαρμογής των πολεοδομικών σχεδίων εξομοιώνεται, από την άποψη αυτή, και η όλως εντετοπισμένη τροποποίησή τους, που μπορεί να επιχειρείται ομοίως με πράξη διάφορη του διατάγματος, δεδομένου ότι η τροποποίηση αυτή δεν εμπεριέχει γενικό πολεοδομικό σχεδιασμό αλλά διενεργείται εντός του πλαισίου ευρυτέρου σχεδιασμού που έχει ήδη χωρήσει από τα προς τούτο αρμόδια κατά το Σύνταγμα και τον νόμο όργανα. Και οι τελευταίες, όμως, αυτές όλως εντετοπισμένες τροποποιήσεις πολεοδομικών σχεδίων παύουν να διατηρούν τον ως άνω ειδικότερο χαρακτήρα τους, όταν αφορούν προστατευόμενες περιοχές του φυσικού ή πολιτιστικού περιβάλλοντος, λόγω της ιδιαίτερης κατά το Σύνταγμα σημασίας των ως άνω περιοχών, οπότε οι σχετικές ρυθμίσεις πρέπει, στην περίπτωση αυτή, να διενεργούνται με την έκδοση προεδρικού διατάγματος (ΣτΕ 2790, 1671/2014, 2983/2009 7μ., 3661/2005 Ολ. κ.ά.). Εξ άλλου, από τις διατάξεις του αυτού άρθρου 24 του Συντάγματος, με τις οποίες επιβάλλεται η υποχρέωση προσήκουσας διαμόρφωσης, ανάπτυξης, πολεοδόμησης και επέκτασης των πόλεων και των οικιστικών γενικώς περιοχών, με σκοπό να εξυπηρετείται η λειτουργικότητα και η ανάπτυξη των οικισμών και να εξασφαλίζονται οι καλύτεροι δυνατοί όροι διαβίωσης, συνάγεται θεμελιώδης, από πλευράς δυνατότητας δόμησης, διαφοροποίηση μεταξύ των περιοχών που αναπτύσσονται με βάση οργανωμένο πολεοδομικό σχέδιο οικισμών και των εκτός σχεδίου περιοχών, οι οποίες δεν έχουν ως προορισμό, κατ αρχήν, τη δόμηση (βλ. ΣτΕ 2790/2014, 3135/2002 Ολ. κ.ά.). Για την 10 / 14
μεν πρώτη κατηγορία περιοχών, η δόμηση επιτρέπεται με μόνη προϋπόθεση την τήρηση των ορισμών του σχεδίου πόλεως και των όρων και περιορισμών δόμησης που το συνοδεύουν. Στη δεύτερη, όμως, κατηγορία περιοχών, ως προς τις οποίες δεν είναι δυνατόν να εξασφαλισθεί η τήρηση των κατά τα ανωτέρω συνταγματικών σκοπών, λόγω της έλλειψης πολεοδομικής οργάνωσης και συγκροτημένου κανονιστικού πλαισίου οικιστικής ανάπτυξης προσαρμοσμένου στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε περιοχής, η δόμηση μόνον κατ εξαίρεση επιτρέπεται, δυναμένη και να απαγορεύεται εν όλω ή εν μέρει ή να επιτρέπεται υπό ιδιαιτέρως αυστηρούς όρους και περιορισμούς. Οι όροι, πάντως, αυτοί δεν επιτρέπεται να είναι ευνοϊκότεροι, δηλαδή να καθιστούν ευχερέστερη τη δόμηση, σε σχέση προς τους ισχύοντες για τις εντός σχεδίου περιοχές (ΣτΕ 2790, 1671/2014, πρβλ. ΣτΕ 3504/2010 7μ.). 12. Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω προεκτεθεισών περιοριστικών της δομήσεως διατάξεων του από 24.5/31.5.1985 π.δ/τος, οι οποίες αποβλέπουν, πρωτίστως, στη διαφύλαξη του κατά τα εκτεθέντα ιδιαίτερου χαρακτήρα των εκτός σχεδίου περιοχών και στην αποφυγή καταστρατηγήσεως παγίων πολεοδομικών κανόνων ορθολογικής δομήσεως, η κατ εξαίρεση επιτρεπόμενη στις περιοχές αυτές δόμηση τελεί υπό την προϋπόθεση ότι πληρούται ο βασικός κανόνας δομήσεως της εν γένει πολεοδομικής νομοθεσίας, κατά τον οποίο δομήσιμα είναι τα οικόπεδα που έχουν πρόσωπο, κοινό όριο δηλαδή, σε κοινόχρηστο χώρο νομίμως υφιστάμενο, μη προκύψαντα από ιδιωτική βούληση, δοθέντος ότι με τις ανωτέρω διατάξεις δεν προβλέπεται ρητώς εξαίρεση από τον κανόνα αυτόν, αφού, μάλιστα, υπό την αντίθετη εκδοχή, πέραν του ζητήματος αν τυχόν σχετική διάταξη θα ήταν σύμφωνη με το Σύνταγμα, θα είχε ως αποτέλεσμα να καταστεί δυνατή η δόμηση σε εκτός σχεδίου περιοχές υπό όρους ευνοϊκότερους από την ανωτέρω άποψη, ακόμη και εκείνων που ισχύουν στις εντός σχεδίου περιοχές (ΣτΕ 2790/2014, πρβλ. ΣτΕ 3504/2010 7μ.). Περαιτέρω, κατά την έννοια των αυτών διατάξεων, ένα γήπεδο θεωρείται ότι έχει πρόσωπο, δηλαδή κοινό όριο σε οδό, που το καθιστά, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, οικοδομήσιμο, όταν η οδός αυτή, ανεξαρτήτως αν είναι εθνική, επαρχιακή, δημοτική ή κοινοτική, υφίσταται νομίμως και είναι ήδη διανοιγμένη, κατά τέτοιο, μάλιστα, τρόπο ώστε να είναι προσπελάσιμη και να παρέχει πράγματι επικοινωνία με το γήπεδο (ΣτΕ 1671/2014). 13. Επειδή, η «αναγνώριση» οδών που συνδέουν οικισμούς ως μοναδικών ή κυριότερων, κατ εφαρμογήν των προπαρατεθεισών διατάξεων του από 24.5/31.5.1985 π.δ/τος, αποσκοπεί στη θέσπιση με διοικητική πράξη ευνοϊκής προϋποθέσεως δομήσεως, συνισταμένης στη διαπίστωση της υπάρξεως μοναδικής ή κυρίας οδού ειδικώς για την εφαρμογή του διατάγματος αυτού και προκειμένου να τύχουν εφαρμογής στις εκτός σχεδίου περιοχές οι προβλεπόμενοι στην παράγραφο 2 του άρθρου 1 κατά παρέκκλιση όροι δομήσεως των γηπέδων που έχουν πρόσωπο στις οδούς αυτές. Από τον σκοπό αυτό, αλλά και τη συστηματική ένταξη της διατάξεως στο από 24.5/31.5.1985 προεδρικό διάταγμα, προκύπτει ότι η έκδοση διοικητικής 11 / 14
πράξεως για την «αναγνώριση» οδού συνιστά άσκηση αρμοδιότητας πολεοδομικού σχεδιασμού η οποία δεν έχει εντοπισμένο χαρακτήρα, δεδομένου ότι το πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του διατάγματος με τις εκεί οριζόμενες παρεκκλίσεις καταλαμβάνει τα γήπεδα που έχουν πρόσωπο στην αναγνωριζόμενη δημοτική ή κοινοτική οδό και σε όλο το μήκος αυτής, ανάλογα με τον χρόνο δημιουργίας των γηπέδων (ΣτΕ 2790, 1671/2014, πρβλ. ΣτΕ 4577/2011 7μ, 2983/2009 7μ.). Επομένως, σύμφωνα με τα ήδη εκτεθέντα και ανεξαρτήτως αν η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 1 του από 24.5/31.5.1985 π.δ/τος περί «αναγνωρίσεως» οδών εναρμονίζεται προς το άρθρο 24 του Συντάγματος, αφού επιτρέπει την εν τοις πράγμασι δημιουργία οικισμών χωρίς να θεσπίζει την υποχρέωση λήψεως χωροταξικών και πολεοδομικών κριτηρίων, η κατά τη διάταξη αυτή αρμοδιότητα πολεοδομικού σχεδιασμού πρέπει να επιχειρείται με προεδρικό διάταγμα (ΣτΕ 2790, 1671/2014, πρβλ. και ΣτΕ 4577/2011 7μ., 2983/2009 7μ., 3661/2005 Ολ.). 14. Επειδή, κατά τα γενόμενα δεκτά στην αμέσως προηγούμενη σκέψη, αναρμοδίως εξεδόθησαν από τον Νομάρχη Φθιώτιδος, αντί του Προέδρου της Δημοκρατίας τόσο η δεύτερη προσβαλλόμενη 6685/01/4.10.2002 απόφαση όσο και η λογιζόμενη ως συμπροσβαλλόμενη 10426/16.11.2007 απόφαση περί χαρακτηρισμού ως κύριας και μοναδικής δημοτικής της επίμαχης παραλιακής οδού. Για τον λόγο αυτό, αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενο, ως αναγόμενο στην αρμοδιότητα του εκδόντος αυτή διοικητικού οργάνου (βλ. ΣτΕ 2790/2014, 3884/2007), πρέπει να ακυρωθεί η ανωτέρω 10426/16.11.2007 απόφαση του εν λόγω Νομάρχη, ενώ για την ασφάλεια του δικαίου πρέπει να ακυρωθεί επίσης, αν και ανυπόστατη, και η αρχική (6685/01/4.10.2002) νομαρχιακή απόφαση (πρβλ. ανωτ. ΣτΕ 3884/2007, 666/1994 7μ.). Μετά την ακύρωση δε των ανωτέρω προσβαλλόμενων πράξεων για τον προαναφερθέντα λόγο, αλυσιτελής αποβαίνει η εξέταση των λοιπών λόγων ακυρώσεως, που προβάλλονται με την υπό κρίση αίτηση. 15. Επειδή, όσον αφορά την τρίτη προσβαλλόμενη (οικ. 2892/5.4.2006) πράξη αναστολής των οικοδομικών εργασιών, στην υπό κρίση αίτηση διαλαμβάνεται (σελ. 4), ότι ο 1ος αιτών, «ενώ επρόκειτο να προχωρήσει» στην ανέγερση των ένδικων κατοικιών, «έλαβε γνώση» της πράξης αυτής την 12η.4.2006. Στην εν λόγω δε πράξη γίνεται ρητή μνεία των στοιχείων και του περιεχομένου της δεύτερης προσβαλλόμενης (6685/01/4.10.2002) νομαρχιακής αποφάσεως, ως εξής: «Η εν λόγω δημοτική οδός συνδέει το Δ.Δ. Καινούργιου με τον Δήμο Καμένων Βούρλων και η οποία με την υπ αριθμ. 6685/01/02 απόφαση Νομάρχη Φθιώτιδας κρίθηκε κύρια και μοναδική». Επιπλέον, οι αιτούντες προσκομίζουν την υπ αριθμ. πρωτ. 55290/28.4.2006 βεβαίωση του Εθνικού Τυπογραφείου προς τον 1ο αιτούντα, στην οποία αναφέρονται τα εξής: «Απαντώντας στην αίτησή σας με αριθμ. πρωτ. Γ 55290/17.4.2006 σάς πληροφορούμε τα εξής: Έγγραφο της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Φθιώτιδος με αριθ. πρωτ. 6685/01 ή 1179/2001 που να αφορά Χαρακτηρισμό της παραλιακής οδού από Καμμένα Βούρλα οικισμό Νέας Πολιτείας 12 / 14
και έως το Δημοτικό Διαμέρισμα Καινούργιου του Δήμου Καμ. Βούρλων, ως Δημοτικής δεν έχει εισαχθεί στο Εθνικό Τυπογραφείο και ως εκ τούτου δεν υπάρχει δημοσίευμα που να ανταποκρίνεται στα συγκεκριμένα στοιχεία» [ο αναφερόμενος αριθμός «1179/2001» αντιστοιχεί στην υπ αριθμ. πρωτ. 1179/2.7.2001 εισήγηση της Δ/νσης Χωροταξίας Περιβάλλοντος της Ν.Α. Φθιώτιδας προς το ΣΧΟΠ Ν. Φθιώτιδας]. Τέλος, με το υπ αριθμ. πρωτ. 8919/9.10.2006 έγγραφο του Τμήματος Πολεοδομίας και Πολεοδομικών Εφαρμογών της Ν.Α. Φθιώτιδας, εκδοθέν κατόπιν της σχετικής υπ αριθμ. πρωτ. 8286/8.9.2006 αιτήσεως του 1ου αιτούντος διαβιβάσθηκαν σε αυτόν, «εκ νέου αντίγραφα» της β προσβαλλόμενης νομαρχιακής αποφάσεως, της εισηγήσεως της Υπηρεσίας προς το ΣΧΟΠ Ν. Φθιώτιδας, καθώς και του ταυτάριθμου εγγράφου, με το οποίο η δεύτερη προσβαλλόμενη νομαρχιακή απόφαση διαβιβάσθηκε στο Εθνικό Τυπογραφείο προς δημοσίευση. Με το από 12.5.2014, αυθημερόν κατατεθέν, υπόμνημα των αιτούντων, μετά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, υποστηρίζεται (σελ. 2) ότι ο (1ος) αιτών Κ. Κ. έλαβε μεν στις 12.4.2006 γνώση της τρίτης προσβαλλόμενης πράξεως, πλην όμως δεν έλαβε πλήρη γνώση ούτε αυτής ούτε της δεύτερης προσβαλλόμενης, στην οποία απλώς παρέπεμπε η πράξη διακοπής των οικοδομικών εργασιών παρά μόνο κατόπιν της από «18.9.2006 και με αριθμό πρωτ. 3265/29.9.2006» αιτήσεώς του, την οποία υπέβαλε προκειμένου να λάβει ακριβή αντίγραφα των προσβαλλόμενων, ώστε να λάβει «γνώση του περιεχομένου τους και ιδίως την αιτιολόγησή τους», ενώ τα ζητηθέντα αντίγραφα των προσβαλλόμενων τού παρεδόθησαν «σε πολύ μεταγενέστερο χρόνο». Οι ισχυρισμοί όμως αυτοί είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, διότι από την προαναφερθείσα 55290/28.4.2006 βεβαίωση του Εθνικού Τυπογραφείου προς τον 1ο αιτούντα περί μη δημοσιεύσεως της δεύτερης προσβαλλόμενης, προς απάντηση της υπ αριθμ. πρωτ. Γ 55290/17.4.2006 αιτήσεώς του, ευθέως προκύπτει ότι αυτός είχε ήδη, κατά τον χρόνο υποβολής της εν λόγω αιτήσεως (17-4-2006) λάβει πλήρη γνώση του περιεχομένου τόσο της δεύτερης προσβαλλόμενης νομαρχιακής πράξεως όσο και της μνημονεύουσας αυτήν τρίτης προσβαλλόμενης, της οποίας εξ άλλου, ο ίδιος ο 1ος αιτών αναφέρει στην υπό κρίση αίτηση ότι «έλαβε γνώση» την 12η.4.2006. Κατόπιν των ανωτέρω, ως προς την τρίτη προσβαλλόμενη πράξη, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως εκπρόθεσμη, δεδομένου ότι ο πρώτος αιτών είχε πλήρη γνώση του περιεχομένου της πράξεως αυτής ήδη από την ανωτέρω του 2006, ήτοι σε χρόνο απέχοντα πλέον των εξήντα ημερών από την άσκηση, στις 19.12.2006, της υπό κρίση αιτήσεως, ομοίως δε, σε κάθε περίπτωση, και οι (2) Β. Ν. και (3) Δ. Μ., ως εκ της σχέσης τους με τον Κ. Κ. (ο οποίος δηλώνει εκπρόσωπος αυτών, σύμφωνα με την ένδικη αίτηση) και του εύλογου ενδιαφέροντός τους για την πρόοδο των ένδικων οικοδομικών εργασιών. 16. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω εκτεθέντων, η αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει και να απορριφθεί κατά τα λοιπά. 13 / 14
Powered by TCPDF (www.tcpdf.org) 14 / 14