ΣτΕ 653/2017 [Ορθή πρωτόδικη απόφαση για άρση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης] Περίληψη - Έστω και αν, κατ αποδοχή της προσφυγής του φερομένου ως ιδιοκτήτη, το δικαστήριο δεχθεί τη συνδρομή των προϋποθέσεων άρσεως της απαλλοτρίωσης και διατάξει τη Διοίκηση να προβεί στην οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια, η Διοίκηση, επανερχόμενη επί του θέματος, διατηρεί τη δυνατότητα, επικαλούμενη αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων ή άλλα στοιχεία που δεν είχαν καθ οιονδήποτε τρόπο τεθεί υπόψη του διοικητικού δικαστηρίου, να αρνηθεί την άρση της απαλλοτρίωσης αν κρίνει αιτιολογημένα ότι ο επιτυχών την έκδοση της δικαστικής απόφασης δεν έχει κανένα εμπράγματο δικαίωμα στο ακίνητο. Δεδομένου ότι κρίσιμο στοιχείο για την εκτίμηση του εύλογου χρόνου διατήρησης ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης δεν αποτελούν οι ενέργειες στις οποίες προβαίνει η Διοίκηση μετά την άρνηση άρσης της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης και ενδεχομένως μάλιστα ενόψει της άσκησης προσφυγής εκ μέρους του ιδιοκτήτη κατά της άρνησης αυτής, αλλά οι ενέργειες στις οποίες είχε η ίδια προβεί πριν την προσβληθείσα άρνηση, η νομιμότητα της οποίας κρίνεται, άλλωστε με την επί της προσφυγής απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου. Πρόεδρος: Ν. Ρόζος Εισηγητής: Θ. Αραβάνης Βασικές Σκέψεις 2. Επειδή, νομίμως συζητήθηκε η υπόθεση χωρίς την παράσταση των αναιρεσιβλήτων, δεδομένου ότι όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου κοινοποιήθηκαν σ αυτούς νομίμως, με επιμέλεια του αναιρεσείοντος, αντίγραφα της κρινόμενης αιτήσεως και της πράξεως του Προέδρου του Ε Τμήματος περί ορισμού εισηγητή και δικασίμου. 3. Επειδή, όπως έχει κριθεί, εν όψει των διατάξεων του άρθρου 17 του Συντάγματος περί προστασίας της ιδιοκτησίας, ρυμοτομικές απαλλοτριώσεις, καθώς και άλλα ρυμοτομικά βάρη που επιβάλλονται κατ εφαρμογή της νομοθεσίας περί εγκρίσεως και τροποποιήσεως σχεδίων πόλεων ή πολεοδομικών μελετών, με τον καθορισμό κοινοχρήστων χώρων ή χώρων προοριζομένων για κοινωφελείς εν γένει χρήσεις, δεν επιτρέπεται να διατηρούνται επί μακρό χρονικό διάστημα, το οποίο, υπό τις ιδιαίτερες συνθήκες που συντρέχουν σε κάθε περίπτωση, υπερβαίνει τα εύλογα όρια, χωρίς να πραγματοποιείται η συντέλεση των απαλλοτριώσεων σύμφωνα με τον νόμο. Επομένως, όταν οι πολεοδομικές αυτές δεσμεύσεις της ιδιοκτησίας διατηρούνται 1 / 6
πέραν του ευλόγου κατά τις περιστάσεις χρόνου χωρίς τη συντέλεση της απαλλοτριώσεως των βαρυνομένων ακινήτων, ανακύπτει υποχρέωση του αρμόδιου κατά περίπτωση οργάνου της Διοικήσεως να άρει την ρυμοτομική απαλλοτρίωση ή το ρυμοτομικό βάρος, η υποχρέωση δε αυτή δεν αναιρείται από το γεγονός ότι για την άρση της απαλλοτριώσεως ή του βάρους απαιτείται η τροποποίηση του σχεδίου πόλεως ή της πολεοδομικής μελέτης. Εξ άλλου, όταν η Διοίκηση διαπιστώνει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την άρση ρυμοτομικής απαλλοτριώσεως ή ρυμοτομικού βάρους, οφείλει, αφού τηρήσει τις διατυπώσεις δημοσιότητας που προβλέπονται από τις οικείες διατάξεις, να επιληφθεί προκειμένου να άρει τη ρυμοτομική απαλλοτρίωση ή το ρυμοτομικό βάρος και, ταυτοχρόνως, να ρυθμίσει εκ νέου το πολεοδομικό καθεστώς του συγκεκριμένου ακινήτου, καθ όσον με μόνη την άρση της απαλλοτριώσεως ή του βάρους το ακίνητο δεν καθίσταται αυτομάτως οικοδομήσιμο. Στη ρύθμιση αυτή προβαίνει η Διοίκηση εν όψει της υποχρεώσεώς της που απορρέει από τη συνταγματικώς κατοχυρωμένη προστασία της ιδιοκτησίας, βάσει, όμως, των κριτηρίων που απορρέουν από το άρθρο 24 του Συντάγματος (βλ. ΣΕ 1994/2013, 3908/2007 7μ. κ.ά.). 4. Επειδή, το άρθρο 11 παρ. 2 του ν.δ. 797/1971 (Α 1), όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 1 του ν. 212/1975 (Α 252), προέβλεπε ότι οι αναγκαστικές απαλλοτριώσεις ανακαλούνται αυτοδικαίως, αν παρέλθει ορισμένος χρόνος από την κήρυξή τους, χωρίς να έχει καθορισθεί η οφειλόμενη αποζημίωση, και, ειδικότερα, ότι οι αναγκαστικές απαλλοτριώσεις, οι οποίες κηρύσσονται κατ' εφαρμογή της νομοθεσίας περί σχεδίων πόλεων ανακαλούνται, αν παρέλθει οκταετία. Με τη διάταξη του άρθρου 36 παρ. 2 του ν. 1337/1983 (Α 33) καταργήθηκε το άρθρο 11 παρ. 2 του ν.δ. 797/1971 και, συνεπώς, και ο θεσμός της αυτοδίκαιης ανακλήσεως της απαλλοτριώσεως μετά την άπρακτη πάροδο οκταετίας από την κήρυξή της, τον οποίο η καταργηθείσα αυτή διάταξη προέβλεπε. Εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 2-4 του «Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων» (Κ.Α.Α.Α.), ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2882/2001 (Α 17), «2. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση ανακαλείται υποχρεωτικά με πράξη της αρχής η οποία την έχει κηρύξει, ύστερα από αίτηση κάθε ενδιαφερομένου που πιθανολογεί εμπράγματο δικαίωμα στο απαλλοτριωμένο ακίνητο, εάν μέσα σε τέσσερα έτη από την κήρυξή της δεν ασκηθεί αίτηση για το δικαστικό καθορισμό της αποζημίωσης ή δεν καθορισθεί αυτή εξωδίκως. Η αίτηση είναι απαράδεκτη εάν ασκηθεί μετά την πάροδο έτους από την παρέλευση της τετραετίας αυτής, σε κάθε δε περίπτωση μετά τη δημοσίευση της απόφασης καθορισμού της αποζημίωσης Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν ισχύουν προκειμένου περί απαλλοτριώσεων προς εφαρμογή σχεδίων πόλεων, ανάπτυξη οικιστικών περιοχών και για αρχαιολογικούς σκοπούς. 3. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως εάν δεν συντελεστεί μέσα σε ενάμισι έτος από τη δημοσίευση της απόφασης προσωρινού καθορισμού της αποζημίωσης και, σε περίπτωση απευθείας οριστικού καθορισμού αυτής, από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης. Η αρμόδια για την κήρυξη της απαλλοτρίωσης αρχή υποχρεούται να εκδώσει μέσα σε τέσσερις μήνες από τη λήξη της προθεσμίας του προηγούμενου 2 / 6
εδαφίου βεβαιωτική πράξη για την επελθούσα αυτοδίκαιη άρση. Η πράξη αυτή δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. 4. Εάν περάσουν άπρακτες οι κατά τις προηγούμενες παραγράφους 2 και 3 προθεσμίες ή εκδοθεί πράξη αρνητική, κάθε ενδιαφερόμενος δύναται να ζητήσει από το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το απαλλοτριωμένο ακίνητο, την έκδοση δικαστικής απόφασης, με την οποία να ακυρώνεται η προσβληθείσα πράξη ή παράλειψη και να βεβαιώνεται η αυτοδίκαιη ή υποχρεωτικώς επελθούσα άρση της απαλλοτρίωσης. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται αναλόγως η διαδικασία που ορίζεται από τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999), πλην του άρθρου 66 αυτού. Στη δίκη καλείται ο υπέρ ου η απαλλοτρίωση και το Δημόσιο. Η εκδιδόμενη απόφαση είναι ανέκκλητη». Από τις ανωτέρω διατάξεις δεν προβλέπεται πλέον αυτοδίκαιη ανάκληση των ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων μετά την άπρακτη πάροδο ορισμένου χρονικού διαστήματος από την κήρυξή τους (πρβλ. ΣΕ 3773/2007). Και αυτές, όμως, οι αναγκαστικές απαλλοτριώσεις, εφ όσον μετά την κήρυξή τους διατηρούνται, χωρίς να πραγματοποιείται η συντέλεσή τους σύμφωνα με τον νόμο, επί μακρό χρονικό διάστημα, το οποίο, υπό τις ιδιαίτερες συνθήκες, που συντρέχουν σε κάθε περίπτωση, υπερβαίνει τα κατά την κρίση του αρμοδίου δικαστηρίου εύλογα όρια, αποτελούν νομικό και οικονομικό βάρος της ιδιοκτησίας, το οποίο είναι αντίθετο προς την συνταγματική προστασία της. Επομένως, στις περιπτώσεις αυτές, όπως και στις περιπτώσεις ρυμοτομικού βάρους, το οποίο συνεπάγεται ο χαρακτηρισμός ακινήτου ως χώρου κοινωφελών χρήσεων, ανακύπτει υποχρέωση της Διοικήσεως να άρει την αναγκαστική απαλλοτρίωση ή το ρυμοτομικό βάρος, η υποχρέωση δε αυτή δεν αναιρείται από το γεγονός, ότι για την άρση απαιτείται η τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου, για την οποία ο νόμος προβλέπει την τήρηση ορισμένων διατυπώσεων, διότι η τροποποίηση με σκοπό την άρση της ρυμοτομικής απαλλοτριώσεως ή άλλου ρυμοτομικού βάρους είναι υποχρεωτική για την Διοίκηση (βλ. ΣΕ 293/2012, 3933/2009, 4429/2010, 3232/2008 κ.ά.). 5. Επειδή, εξ άλλου, κατά πάγια νομολογία, η κατά το άρθρο 11 του ανωτέρω Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων (ν. 2882/2001), η διοικητική διαδικασία για τον έλεγχο της συνδρομής των προϋποθέσεων άρσεως απαλλοτριώσεως επί ακινήτου, η οποία αποβλέπει στην προστασία της ιδιοκτησίας από επιβαρύνσεις που υπερβαίνουν το κατά το Σύνταγμα ανεκτό όριο, κινείται, κατ αρχήν, από τον ενδιαφερόμενο ιδιοκτήτη, υπέρ του οποίου και τάσσεται. Συνεπώς, ο αιτούμενος την άρση απαλλοτριώσεως λόγω παρόδου απράκτων των κατά νόμο χρονικών ορίων συντελέσεώς της, πρέπει, με την αίτησή του προς τη Διοίκηση, να υποβάλλει και τα αποδεικτικά της ιδιοκτησίας του στοιχεία, τα οποία, συνεκτιμώμενα με τα λοιπά τυχόν υπάρχοντα σχετικά στοιχεία του οικείου διοικητικού φακέλου, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο αιτών φέρεται, κατ αρχήν, ως κύριος του αντίστοιχου ακινήτου και νομιμοποιείται, επομένως, στην υποβολή του αιτήματος. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να είναι, κατ αρχήν, επίκαιρα, να τείνουν, δηλαδή, στην απόδειξη της κυριότητος κατά τον χρόνο υποβολής του αιτήματος. Σε περίπτωση δε μη επαρκούς αποδείξεως ή αμφισβητήσεως της κυριότητας του αιτούντος, η Διοίκηση οφείλει να εκφέρει 3 / 6
παρεμπίπτουσα επί του ζητήματος κρίση, ελεγκτή, περαιτέρω, από το τυχόν επιλαμβανόμενο της υποθέσεως αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο. Εν πάση, εξ άλλου, περιπτώσει, το τελευταίο αυτό δικαστήριο, οφείλει, στο πλαίσιο της κατά νόμο υποχρεώσεώς του προς αυτεπάγγελτη εξέταση του εννόμου συμφέροντος του αιτούντος, να εξετάζει αν, με βάση τα προσκομιζόμενα ή υφιστάμενα στοιχεία, αυτός φέρεται ως κύριος του επίμαχου ακινήτου, υποχρεούμενο στην περίπτωση αυτή να συνεξετάσει και αντίστοιχους κατάλληλα τεκμηριούμενους αντιθέτους ισχυρισμούς των λοιπών διαδίκων. Το δικαστήριο αυτό πάντως δεν επιλύει κατά την ως άνω δίκη οριστικά το ζήτημα της τυχόν υπάρξεως εμπράγματων δικαιωμάτων στο επίμαχο ακίνητο, διότι για το ζήτημα αυτό τελικώς αρμόδια κατά το Σύνταγμα είναι τα πολιτικά δικαστήρια. Συνεπώς, έστω και αν, κατ αποδοχή της προσφυγής του φερομένου ως ιδιοκτήτου, το δικαστήριο δεχθεί την συνδρομή των προϋποθέσεων άρσεως της απαλλοτριώσεως και διατάξει τη Διοίκηση να προβεί στην εν λόγω οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια, η Διοίκηση, επανερχόμενη επί του θέματος, διατηρεί την δυνατότητα, επικαλούμενη αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων ή άλλα στοιχεία που δεν είχαν καθ οιονδήποτε τρόπο τεθεί υπ όψη του διοικητικού δικαστηρίου, να αρνηθεί την άρση της απαλλοτριώσεως αν κρίνει αιτιολογημένα ότι ο επιτυχών την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως δεν έχει κανένα εμπράγματο δικαίωμα στο επίμαχο ακίνητο. (βλ. ΣΕ 1994/2013, 3068/2009, 1815/2012, πρβλ. ΣΕ 2214/2006 7μ. κ.ά.). 6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά τα εξής: Με το από 20.1.1972 β.δ. (Δ 31) και, εν συνεχεία, με το από 13.9.1983 π.δ. (Δ 502), περί τροποποιήσεως και επεκτάσεως και περί επανεγκρίσεως του ρυμοτομικού σχεδίου του Δήμου Αγίου Δημητρίου Αττικής, αντιστοίχως, χαρακτηρίσθηκε ως χώρος πρασίνου το Ο.Τ. 1043. Εντός αυτού κείται ακίνητο εμβαδού 950 μ2 περίπου, το οποίο συνιστά τμήμα μείζονος αγρού εμβαδού 6.000 μ2, περιελθόντος στον απώτατο δικαιοπάροχο των αναιρεσιβλήτων Γεώργιο Αντωνίου Τζανέτο δυνάμει του 7848/1903 συμβολαίου διανομής του συμβολαιογράφου Αθηνών Αντωνίου Μπουρνιά και ακολούθως στους αναιρεσίβλητους δυνάμει αλλεπάλληλων κληρονομικών διαδοχών, όπως προκύπτει από την 14901/03.08.1982 πράξη αποδοχής κληρονομίας του συμβολαιογράφου Πειραιά Πολυχρόνη Λυμπερόπουλου, σε συνδυασμό με τα 923, 924 και 925/1999 κληρονομητήρια του Γραμματέα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την 3715/29.11.2001 αίτησή τους προς τον Γενικό Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής 11 φερόμενοι ως συγκύριοι του ανωτέρω ακινήτου, μεταξύ των οποίων οι αναιρεσίβλητοι, ζήτησαν την άρση της αναγκαστικής απαλλοτριώσεώς του, προβάλλοντας ότι στερούνται το δικαίωμα διαθέσεως του ακινήτου διότι παρήλθαν τριάντα έτη από την επιβολή της δεσμεύσεως χωρίς να έχει κινηθεί καμία διαδικασία από τη Διοίκηση για τη συντέλεσή της. Η αίτηση αυτή διαβιβάσθηκε με το έγγραφο ΠΕ.ΧΩ. 3717/φ.ΤΡΟΠ/4.2.2002 της Περιφέρειας Αττικής στον αναιρεσείοντα Δήμο. Κατά της τεκμαιρόμενης απορρίψεως της αιτήσεώς τους οι ανωτέρω φερόμενοι ως συνιδιοκτήτες άσκησαν ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά «αίτηση ακυρώσεως» (προσφυγή), ζητώντας την ακύρωση της 4 / 6
αρνήσεως της Διοικήσεως να βεβαιώσει την αυτοδικαίως επελθούσα άρση της ανωτέρω απαλλοτριώσεως. Το Διοικητικό Πρωτοδικείο έκρινε κατ αρχάς ότι από το σύνολο των προσφευγόντων μόνον οι ήδη αναιρεσίβλητοι πιθανολογούσαν εμπράγματα δικαιώματα επί του επίδικου ακινήτου, απέρριψε δε την προσφυγή λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος ως προς τους λοιπούς. Ακολούθως, αφού έλαβε υπ όψη τα προαναφερθέντα στοιχεία και συνεκτίμησε ισχυρισμό του αναιρεσείοντος Δήμου ότι η διατήρηση της απαλλοτρίωσης είναι απολύτως αναγκαία για την εξυπηρέτηση της περιοχής, κατά τα εκτιθέμενα σε σχετική απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου (αριθ. 190/2002), έκρινε ότι εφ όσον από την επιβολή της απαλλοτριώσεως μέχρι την υποβολή του αιτήματος για την άρση της παρήλθε διάστημα τριάντα περίπου ετών, χωρίς η Διοίκηση να προβεί σε ενέργειες για τη συντέλεσή της, το ανωτέρω χρονικό διάστημα υπερακοντίζει τα εύλογα χρονικά όρια εντός των οποίων είναι ανεκτή η δέσμευση της ιδιοκτησίας των αναιρεσίβλητων. Με τις σκέψεις αυτές το δικάσαν δικαστήριο έκανε δεκτή την προσφυγή ως προς τους ήδη αναιρεσιβλήτους, ακύρωσε την σιωπηρή άρνηση της Διοικήσεως να άρει την επίμαχη απαλλοτρίωση και ανέπεμψε την υπόθεση στη Διοίκηση προκειμένου να προβεί στην άρση αυτής με τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου. 7. Επειδή, ως προς το έννομο συμφέρον των αναιρεσιβλήτων για την άσκηση της προσφυγής, το δικάσαν δικαστήριο δέχθηκε, ειδικότερα, ότι από την ανωτέρω 14901/03.08.1982 δήλωση αποδοχής κληρονομίας προκύπτει ότι οι αυτοί είναι απώτεροι κληρονόμοι του αποβιώσαντος την 7.12.1921 Γεωργίου Αντωνίου Τζανέτου, κυρίου της εκτάσεως των 6.000 μ2, στην οποία περιλαμβάνεται και το επίδικο ακίνητο επί του Ο.Τ. 1043, περαιτέρω δε, ως προς τον δεύτερο και την πέμπτη των αναιρεσίβλητων, δέχθηκε ότι το κληρονομικό τους δικαίωμα εκπορεύεται από την Βασιλική συζ. Ιωάννη Βεργέτη, κληρονόμο επίσης του ανωτέρω, αποδεικνύεται δε από τα 923, 924 και 925/1999 κληρονομητήρια του Γραμματέα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Η κρίση αυτή της αναιρεσιβαλλομένης αιτιολογείται νομίμως και επαρκώς δια παραπομπής σε συγκεκριμένα στοιχεία, δεδομένου και του ότι με το υπόμνημά του ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου ο αναιρεσείων Δήμος περιορίσθηκε σε γενική αμφισβήτηση του εννόμου συμφέροντος των αναιρεσιβλήτων και δεν προσκόμισε συγκεκριμένα στοιχεία για την αντίκρουση των προσκομισθέντων από αυτούς στοιχείων. Επομένως ο λόγος με τον οποίο προβάλλεται ότι η αναιρεσιβαλλομένη αναιτιολογήτως δέχθηκε το έννομο συμφέρον των αναιρεσιβλήτων είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, ενώ η περαιτέρω αμφισβήτηση της εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων από το δικάσαν δικαστήριο είναι απαράδεκτη. 8. Επειδή, η κρίση του Διοικητικού Πρωτοδικείου ότι ο χρόνος των τριάντα ετών από την κήρυξη της ρυμοτομικής απαλλοτριώσεως μέχρι την υποβολή του αιτήματος άρσεώς της, χωρίς η Διοίκηση να προβεί σε ενέργειες για τη συντέλεσή της, υπερβαίνει τον εύλογο, είναι νόμιμη σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτεθέντα, και συνεπώς ο αντίθετος λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Περαιτέρω, η αναιρεσιβαλλομένη έκρινε ότι δεν ασκεί επιρροή η απόφαση 190/2002 του Δημοτικού 5 / 6
Powered by TCPDF (www.tcpdf.org) Συμβουλίου Αγίου Δημητρίου, με την οποία αυτό ετάχθη υπέρ της διατηρήσεως της απαλλοτριώσεως ως απολύτως αναγκαίας για την εξυπηρέτηση της περιοχής, διότι η απόφαση αυτή ελήφθη μετά την υποβολή του αιτήματος άρσεως της απαλλοτριώσεως, με τις σκέψεις δε αυτές απέρριψε αντίθετο ισχυρισμό του Δήμου καθώς και συναφείς ισχυρισμούς ότι ο Δήμος έχει τη δυνατότητα να αγοράσει απευθείας το επίδικο ακίνητο και έχει εγγράψει σχετική πίστωση στον προϋπολογισμό του προς τούτο. Και η κρίση αυτή είναι νομίμως αιτιολογημένη, δεδομένου ότι κρίσιμο στοιχείο για την εκτίμηση του ευλόγου χρόνου κατά τα ανωτέρω δεν αποτελούν οι ενέργειες, στις οποίες προβαίνει η Διοίκηση μετά την άρνηση άρσεως της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως και ενδεχομένως, μάλιστα, εν όψει της ασκήσεως προσφυγής εκ μέρους του ιδιοκτήτη κατά της αρνήσεως αυτής, αλλά οι ενέργειες, στις οποίες είχε η ίδια προβεί πριν την προσβληθείσα άρνηση, η νομιμότητα της οποίας κρίνεται, άλλωστε, με την επί της προσφυγής απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου (ΣΕ 2640/2013, 4281/2012, 3933/2009, 2891/2004 κ.ά.) Συνεπώς όλοι οι λόγοι αναιρέσεως με τους οποίους προβάλλονται τα αντίθετα είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, καθώς και η αίτηση στο σύνολό της. 6 / 6