ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ Βρυξέλλες, 19.7.2006 COM(2006) 404 τελικό ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 3 της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ EL EL
1. ΙΣΤΟΡΙΚΟ Σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 1 της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών - κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας 1, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας ομόφωνα, προτάσει της Επιτροπής, δύναται να επιτρέπει στα κράτη μέλη τη λήψη ειδικών μέτρων, κατά παρέκκλιση από την εν λόγω οδηγία, με σκοπό την απλοποίηση της εισπράξεως του φόρου ή την αποτροπή ορισμένων περιπτώσεων φοροδιαφυγής ή φοροαποφυγής. Στο μέτρο που με την παρούσα διαδικασία προβλέπονται παρεκκλίσεις από τις εναρμονισμένες γενικές αρχές για τον ΦΠΑ, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι παρεκκλίσεις αυτές πρέπει να είναι περιορισμένες και αναλογικές. Με επιστολή που πρωτοκολλήθηκε από τη Γενική Γραμματεία της Επιτροπής στις 27 Οκτωβρίου 2005, η Δημοκρατία της Αυστρίας ζήτησε να της επιτραπεί να θεσπίσει μέτρα παρέκκλισης από το άρθρο 21 της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ. Σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 2 της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ, η Επιτροπή ενημέρωσε τα άλλα κράτη μέλη με επιστολή της 8ης Ιουνίου 2006, σχετικά με το αίτημα της Αυστρίας. Με επιστολή της 9ης Ιουνίου 2006, η Επιτροπή κοινοποίησε στην Αυστρία ότι διέθετε όλες τις πληροφορίες που θεωρούσε αναγκαίες για την εκτίμηση του αιτήματος. Με επιστολή που πρωτοκολλήθηκε από τη Γενική Γραμματεία της Επιτροπής στις 18 Απριλίου 2006, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ζήτησε να της επιτραπεί να θεσπίσει μέτρα παρέκκλισης από το άρθρο 21 της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ. Σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 2 της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ, η Επιτροπή ενημέρωσε τα άλλα κράτη μέλη με επιστολή της 7ης Ιουνίου 2006, σχετικά με το αίτημα της Γερμανίας. Με επιστολή της 8ης Ιουνίου 2006, η Επιτροπή κοινοποίησε στην Γερμανία ότι διέθετε όλες τις πληροφορίες που θεωρούσε αναγκαίες για την εκτίμηση του αιτήματος 2. ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΑΙΤΗΜΑΤΩΝ 2.1. Το αίτημα της Αυστρίας Η Αυστρία θα ήθελε να καθιερώσει το σύστημα αντίστροφης επιβάρυνσης σε όλες τις μεταξύ επιχειρήσεων (Business to Business - B2B) παραδόσεις αγαθών ή παροχές υπηρεσιών, στις οποίες το ποσό του τιμολογίου υπερβαίνει τα 10.000. Στην περίπτωση που το ποσό συγκεκριμένου τιμολογίου δεν υπερβαίνει τα 10.000, η αντίστροφη επιβάρυνση θα εφαρμόζεται εάν οι προμήθειες του πελάτη υπερβαίνουν τα 40.000 εντός της λογιστικής χρήσης. Ο λόγος που επικαλέστηκε η Αυστρία για την υποβολή του αιτήματος αυτού, είναι ότι, κατ αυτήν, το σύστημα αντίστροφης επιβάρυνσης αποτελεί ένα εργαλείο 1 ΕΕ L 145 της 13.6.1977, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2006/18/ΕΚ (ΕΕ L 51 της 22.02.2006, σ. 12). EL 2 EL
καταπολέμησης της απάτης γνωστής ως «απάτης-γαϊτανάκι» ή «άφαντου εμπορευόμενου», και επειδή τα αποτελέσματα εφαρμογής του συστήματος αυτού στον κατασκευαστικό τομέα ήταν θετικά. Η Αυστρία εκτιμά ότι οι παραδοσιακές μέθοδοι δεν επιτρέπουν πλέον την καταπολέμηση της απάτης ΦΠΑ, και ειδικότερα της απάτης-γαϊτανάκι και της απάτης πλαστών τιμολογίων. Πιστεύει ότι με την εφαρμογή ενός τέτοιου μέτρου θα μπορούσαν να προληφθούν ορισμένες μορφές φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής, όπως η μερική πληρωμή ή η μη πληρωμή του αναγραφόμενου σε τιμολόγιο ΦΠΑ από υποκείμενους στο φόρο οι οποίοι εξαφανίζονται χωρίς να καταβάλουν τα οφειλόμενα στο Δημόσιο Ταμείο. Η Αυστρία πιστεύει επίσης ότι με την εφαρμογή του συστήματος αντίστροφης επιβάρυνσης θα μειωθεί ο φόρτος των φορολογικών διοικήσεων οι οποίες, σε αντίθετη περίπτωση, οφείλουν να προχωρήσουν στην είσπραξη του οφειλόμενου φόρου από τον μη αποδίδοντα υποκείμενο στο φόρο ή να διενεργούν έρευνες πριν χορηγήσουν επιστροφές του ΦΠΑ. Όσον αφορά τις επιχειρήσεις, η Αυστρία υποστηρίζει ότι η αντίστροφη επιβάρυνση θα τους είναι επωφελής στο μέτρο που δεν θα είναι πλέον υποχρεωμένες να προχρηματοδοτούν 2 τον ΦΠΑ. Αποβλέποντας στην καταπολέμηση ενδεχόμενων νέων μορφών απάτης, η Αυστρία επιθυμεί να επιβάλει στις επιχειρήσεις την υποχρέωση υποβολής στοιχείων για το συνολικό μηνιαίο ποσό του κύκλου εργασιών, χωριστών για κάθε επιχείρηση-πελάτη τους. 2.2. Το αίτημα της Γερμανίας Η Γερμανία θα ήθελε να καθιερώσει το σύστημα αντίστροφης επιβάρυνσης σε όλες τις μεταξύ επιχειρήσεων (Business to Business B2B) παραδόσεις αγαθών ή παροχές υπηρεσιών, στις οποίες το ποσό του τιμολογίου υπερβαίνει τα 5.000. Ο υποκείμενος στο φόρο, που διενεργεί την παράδοση, θα βεβαιώνεται για την εγκυρότητα του ειδικού για τον ΦΠΑ αριθμού μητρώου του πελάτη, πριν προβεί σε παράδοση με αντιστροφή της επιβάρυνσης. Η επιβεβαίωση της εγκυρότητας θα γίνεται με ηλεκτρονικό μέσο και επιγραμμικά. Αφού θα έχει διασταυρωθεί η εγκυρότητα του αριθμού του πελάτη, ο προμηθευτής δεν θα χρεώνει τον ΦΠΑ για την παράδοση, αλλά ο αγοραστής θα δηλώνει στις αρχές τον οφειλόμενο ΦΠΑ τον οποίο, υπό τις συνήθεις περιστάσεις, θα δηλώνει επίσης ως εκπεστέα εισροή ΦΠΑ. Πέραν από τη επαλήθευση του ΑΦΜ του πελάτη, ο υποκείμενος στο φόρο που διενεργεί παράδοση με αντίστροφη επιβάρυνση θα κοινοποιεί κάθε φορά στις φορολογικές αρχές, ηλεκτρονικά, ότι προβαίνει σε αφορολόγητη παράδοση, της οποίας θα δηλώνει την αξία. Όσον αφορά τον πελάτη, αυτός θα οφείλει με τη σειρά του να δηλώσει χωριστά την προμήθειά του που παρέλαβε με αντίστροφη επιβάρυνση. Η φορολογική διοίκηση θα προχωρεί σε διασταύρωση των στοιχείων που έλαβε ηλεκτρονικά από τον προμηθευτή με τα στοιχεία που δηλώθηκαν από τον αγοραστή. Η Γερμανία επιθυμεί, με τον τρόπο αυτό, να προστατευθεί από νέες δυνατότητες απάτης που δημιουργήθηκαν μέσα από το σύστημα αντίστροφης επιβάρυνσης. Ο λόγος τον οποίο επικαλείται η Γερμανία για την υποβολή του αιτήματος αυτού είναι παρόμοιος με αυτόν της Αυστρίας, αλλά το γερμανικό σύστημα, σε αντίθεση 2 Ανάλογα με τις πιστωτικές διευκολύνσεις στους πελάτες, και σε συνάρτηση με την περιοδικότητα των δηλώσεων ΦΠΑ, οι υποκείμενοι στο φόρο χρειάζεται συχνά να καταβάλλουν τον ΦΠΑ στο Δημόσιο Ταμείο πριν τον εισπράξουν από τους πελάτες τους. EL 3 EL
με την πρόταση της Αυστρίας, προβλέπει σημαντικές επιπλέον υποχρεώσεις κοινοποίησης εκ μέρους των υποκείμενων στο φόρο. 3. ΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΩΝ ΑΙΤΗΜΑΤΩΝ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΑΠΑΤΗΣ ΦΠΑ Η απάτη στον τομέα του ΦΠΑ έχει από πολλού αποτελέσει το αντικείμενο ανησυχιών της Επιτροπής, η οποία επιθυμεί να βεβαιωθεί ότι τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα κατά των φοροδιαφευγόντων ώστε να αποφεύγονται οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού στην ενιαία αγορά. Εξαιτίας των πρόσφατων δημοσιονομικών προβλημάτων, η απάτη στον ΦΠΑ προξενεί πλέον ιδιαίτερες ανησυχίες σε ορισμένα κράτη μέλη. Η Επιτροπή χαιρετίζει το γεγονός ότι η Γερμανία και η Αυστρία ανησυχούν σχετικά με ένα συγκεκριμένο είδος απάτης ΦΠΑ, γνωστής ως «απάτης-γαϊτανάκι» ή «άφαντου εμπορευόμενου». Το είδος αυτό απάτης έχει ορισμένη επίπτωση στα έσοδα ΦΠΑ καθώς ένας υποκείμενος στο φόρο μεταβιβάζει σε άλλον πίστωση ΦΠΑ και, στη συνέχεια, ο πρώτος εξαφανίζεται χωρίς να καταβάλει το φόρο. Η Γερμανία και η Αυστρία πιστεύουν ότι λύση αυτού θα αποτελούσε η εφαρμογή της αντίστροφης επιβάρυνσης μεταξύ των υποκείμενων στο φόρο όσον αφορά τις παραδόσεις στην ημεδαπή των κρατών μελών. Αποτέλεσμα αυτού θα είναι να εκμηδενίζει την απάτη στο μέτρο που ο δυνητικά «άφαντος εμπορευόμενος» δεν θα έχει υποχρέωση απόδοσης ΦΠΑ. Όμως, ο ευρύτερα ισχύων σε όλα τα κράτη μέλη κανόνας είναι ότι το 80% του ΦΠΑ καταβάλλεται από λιγότερο του 10% των υποκείμενων στο φόρο. Τούτο σημαίνει ότι οι φορολογικές διοικήσεις χρειάζεται να καταβάλλουν πολύ μικρή ελεγκτική προσπάθεια ώστε να εξασφαλίζουν τον κύριο όγκο των εσόδων τους από ΦΠΑ. Πολύ λίγα κράτη μέλη τηρούν διαθέσιμα αριθμητικά στοιχεία σχετικά με τις οφειλόμενες σε απάτες απώλειες ΦΠΑ. Η Αυστρία υπολογίζει ότι οι απώλειες αυτές ανέρχονται σε ποσοστό 4,4% των συνολικών εσόδων ΦΠΑ, αλλά δεν διαθέτει ακριβή εκτίμηση της αναλογίας που αντιστοιχεί και μπορεί να αποδοθεί σε ενδοκοινοτικές απάτες «άφαντου εμπορευόμενου» (Missing Trader Intra Community MTIC). Η Γερμανία εκτιμά ότι οι απώλειές της, οι οποίες μπορούν να αποδοθούν σε απάτες του είδους «άφαντος εμπορευόμενος» αντιπροσωπεύουν το 2% περίπου των εσόδων της από ΦΠΑ. Τα ποσά αυτά δεν είναι αμελητέα και αποδεικνύουν σαφώς τη σημασία που πρέπει να δοθεί στην απάτη στον τομέα του ΦΠΑ και ειδικότερα στο εν λόγω είδος απάτης. Από την πλευρά της, η Επιτροπή είναι ευαισθητοποιημένη όσον αφορά το μέγεθος του προβλήματος αυτού. Για το λόγο αυτό, η μείωση της φορολογικής απάτης αποτελεί σημαντικό στόχο στο πλαίσιο της στρατηγικής της Λισαβόνας, καθώς με την απάτη αυτή όχι μόνο μειώνονται τα έσοδα τα οποία χρειάζονται τα κράτη μέλη για την υλοποίηση της παροχής δημόσιων υπηρεσιών σε εθνικό επίπεδο, αλλά επίσης δημιουργείται αθέμιτος ανταγωνισμός μεταξύ των εμπορευομένων. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή σκοπεύει να υποβάλει εντός του τρέχοντος έτους ανακοίνωση προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενόψει επεξεργασίας μιας νέας στρατηγικής καταπολέμησης της απάτης σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η απάτη στον τομέα του ΦΠΑ, και ειδικότερα η απάτη-γαϊτανάκι / άφαντου εμπορευόμενου, θα αποτελέσει ένα από τα σημαντικότερα θέματα της ανακοίνωσης αυτής. EL 4 EL
Είναι πάντως σημαντικό, τα στοιχεία τα σχετικά με το εν λόγω είδος απάτης να τοποθετηθούν στο πλαίσιό τους, ιδιαίτερα όταν μια σχεδιαζόμενη τροποποίηση του συστήματος φορολόγησης επηρεάζει τόσο τους τίμιους εμπορευόμενους όσο και τους φοροδιαφεύγοντες, οι οποίοι εκμεταλλεύονται την αδυναμία των φορολογικών διοικήσεων να ασχοληθούν με την περίπτωσή τους κατά τρόπο άμεσο και οριστικό. Νέες μορφές και τρόποι απάτης πρόκειται μάλλον να εμφανιστούν μετά την καθιέρωση ενός περισσότερο γενικευμένου συστήματος αντίστροφης επιβάρυνσης. Η μετακύληση του πληρωτέου φόρου θα δημιουργεί ακόμη περισσότερο ενδιαφέρον για την τελευταία επιχείρηση στην αλυσίδα εφοδιασμού, το να εξαφανιστεί. Θα πρέπει επίσης να γίνει σαφές ότι ο μηχανισμός αντίστροφης επιβάρυνσης δεν αποτελεί λύση στο πρόβλημα των «πωλήσεων στη μαύρη» (δηλαδή των συναλλαγών παραοικονομίας) οι οποίες παραμένουν εκτός του επίσημου κυκλώματος συναλλαγών. Για έναν υποκείμενο στο φόρο, ο οποίος οφείλει να χρεώσει ΦΠΑ στο τέλος της αλυσίδας εφοδιασμού, το κίνητρο να προμηθεύεται «στη μαύρη» θα αυξηθεί, στο μέτρο που οφείλει να χρεώσει το συνολικό ποσό του ΦΠΑ και όχι αποκλειστικά το τμήμα του φόρου το σχετικό με τη δική του «προστιθέμενη αξία». 4. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗΣ ΕΠΙΒΑΡΥΝΣΗΣ Κατά γενικό κανόνα, ο ΦΠΑ που αναφέρεται σε παραδόσεις αγαθών και παροχές υπηρεσιών στο εσωτερικό κράτους μέλους, χρεώνεται από τον προμηθευτή. Εάν ο πελάτης είναι υποκείμενος στο φόρο, τότε ο τελευταίος δύναται να ανακτήσει τον ΦΠΑ που κατέβαλε, δηλώνοντας τη σχετική εισροή φόρου στην περιοδική δήλωσή του ΦΠΑ. Η έκπτωση φόρου είναι άμεση, κατά την έννοια ότι δεν εξαρτάται από το κατά πόσον ο προμηθευτής έχει προηγουμένως αποδώσει τον ΦΠΑ στο Δημόσιο Ταμείο. Το πρόβλημα είναι ότι, εάν αυτός που εκδίδει το τιμολόγιο δεν καταβάλει προηγουμένως τον ΦΠΑ στο Δημόσιο Ταμείο, τότε το τελευταίο παρέχει πίστωση εισροής ΦΠΑ, τον οποίο ουδέποτε εισέπραξε. Πέραν των περιπτώσεων εκκαθαρίσεων / πτωχεύσεων τα κράτη μέλη έχουν αντιμετωπίσει προβλήματα με τους επιτηδευματίες που ασκούν βραχύχρονη δραστηριότητα, χρεώνουν ΦΠΑ και στη συνέχεια γίνονται άφαντοι χωρίς να καταβάλουν τον ΦΠΑ, αλλά πάντως, στη μεγάλη πλειονότητα των περιπτώσεων (90% έως 95% ανάλογα με τα κράτη μέλη), το ακριβές ποσό ΦΠΑ καταβάλλεται έγκαιρα στις αρχές. Σήμερα, ένα μεγάλο ποσοστό του ΦΠΑ που εισπράττει κάθε κράτος μέλος καταβάλλεται από μια πολύ μικρή ομάδα μεγάλων και συμμορφούμενων προς τη φορολογική νομοθεσία υποκείμενων στο φόρο. Αν εφαρμοζόταν ένα γενικευμένο σύστημα αντιστροφής της επιβάρυνσης, αυτό θα σήμαινε ότι ο φόρος θα καταβαλλόταν από μια πολύ ευρύτερη ομάδα φορολογούμενων, πράγμα που θα δυσχέραινε κατ αναλογία τη διενέργεια ελέγχων. Η εφαρμογή του συστήματος αντιστροφής της επιβάρυνσης, όπως αυτό που σχεδιάζουν η Γερμανία και η Αυστρία, θα απαιτούσε από τον προμηθευτή να ελέγξει την κατάσταση του πελάτη του ώστε να διαπιστώσει κατά πόσον είναι ή όχι υποκείμενος στο φόρο και άρα κατά πόσον θα πρέπει ή όχι να του χρεωθεί ο ΦΠΑ. Το ισχύον σύστημα ΦΠΑ δεν απαιτεί τη διενέργεια ενός τέτοιου ελέγχου, καθώς ο ΦΠΑ χρεώνεται γενικώς, ανεξάρτητα από την ιδιότητα (κατάσταση) του πελάτη. Παρόμοια, η απαίτηση αφενός να υποβάλλεται το συνολικό μηνιαίο ποσό του EL 5 EL
κύκλου εργασιών για εξατομικευμένες επιχειρήσεις-πελάτες (στην περίπτωση της Αυστρίας) και αφετέρου να γνωστοποιείται ηλεκτρονικά στις φορολογικές διοικήσεις και να δηλώνεται η αξία κάθε μιας παράδοσης εκτός φόρου (στην περίπτωση της Γερμανίας) θα αποτελούν νέες και πρόσθετες απαιτήσεις. 5. Η ΑΠΟΨΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΙΤΗΜΑΤΑ Όταν η Επιτροπή λαμβάνει αιτήματα σύμφωνα με το άρθρο 27, τα εξετάζει κατά τρόπο που να βεβαιώνεται ότι πληρούνται οι στοιχειώδεις όροι παραδεκτού τέτοιων αιτημάτων, δηλαδή κατά πόσον το σχεδιαζόμενο ειδικό μέτρο συμβάλλει στην απλούστευση των διαδικασιών για τους υποκείμενους στο φόρο ή/και για τις φορολογικές διοικήσεις, ή κατά πόσον με το σχεδιαζόμενο μέτρο προλαμβάνονται ορισμένοι τύποι φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής. Στο πλαίσιο αυτό, η προσέγγιση της Επιτροπής ήταν πάντοτε περιοριστική και επιφυλακτική, έτσι ώστε οι παρεκκλίσεις να μην υπονομεύουν τη γενικότερη λειτουργία του συστήματος ΦΠΑ. Στο πλαίσιο ακριβώς αυτό, η Επιτροπή υπέβαλε την πρόταση 3 το 2005, για την τροποποίηση της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ όσον αφορά ορισμένα μέτρα που αποσκοπούν στην απλούστευση της διαδικασίας επιβολής του φόρου προστιθέμενης αξίας και στη συμβολή στην πάταξη των περιπτώσεων φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής, καθώς και για την κατάργηση ορισμένων αποφάσεων χορήγησης παρεκκλίσεων, με την ιδέα ότι θα επιτρεπόταν σε όλα τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν παρεκκλίσεις οι οποίες θα έχουν αποδειχθεί χρήσιμες και αποτελεσματικές. Αν το ειδικό καθεστώς για το χρυσό, όπως αυτό προβλέπεται στο άρθρο 26β της έκτης οδηγίας για τον ΦΠΑ, θα μπορούσε να περιγραφεί ως ένα αποκατεστημένο σύστημα αντίστροφης επιβάρυνσης, το πεδίο και οι λεπτομέρειες εφαρμογής των διατάξεων αυτών είναι προσεκτικά εξειδικευμένα και οροθετημένα, και συνεπώς δεν θα μπορούσε να συγκριθεί με τα παρόντα αιτήματα. 5.1. Το γερμανικό και το αυστριακό αίτημα Κατά την άποψη της Επιτροπής, τα αιτήματα της Γερμανίας και της Αυστρίας κατατείνουν στη χρήση του άρθρου 27 της έκτης οδηγίας ΦΠΑ για τους σκοπούς εισαγωγής θεμελιώδους τροποποίησης του συστήματος ΦΠΑ, και, κατά τούτο, εξαφάνισης ενός από τα χαρακτηριστικά του συστήματος, που είναι η τμηματική πληρωμή του φόρου. Η υποκείμενη αιτία των αιτημάτων αυτών είναι η εκ πρώτης όψεως ανεπάρκεια ελεγκτικού δυναμικού της Γερμανίας και της Αυστρίας για τον έλεγχο των επιχειρήσεων που διαπράττουν απάτες τύπου «άφαντου εμπορευόμενου», οι οποίες οδηγούν σε απώλειες, στη Γερμανία και στην Αυστρία, ποσοστού μέχρι και 2% των συνολικών εσόδων ΦΠΑ. Η γνώμη της Γερμανίας και της Αυστρίας είναι ότι εάν δεν επιτρέπεται σε μια επιχείρηση να χρεώνει σε πρώτο στάδιο τον ΦΠΑ, τότε θα παύει να υπάρχει και το κίνητρο να «γίνεται άφαντη». Η Αυστρία υπολογίζει ότι η γενικευμένη εφαρμογή ενός περιορισμένου συστήματος αντίστροφης επιβάρυνσης των υποκείμενων στο φόρο στην Αυστρία θα αφορά 7 εκατ. τιμολόγια εκδιδόμενα στη χώρα αυτή, ενώ η Γερμανία υπολογίζει ότι η πρότασή της θα αφορά ποσοστό 0,5% όλων των εκδιδόμενων στη Γερμανία 3 COM(2005) 89 της 16.3.2005. EL 6 EL
τιμολογίων, πράγμα που αντιπροσωπεύει πάντως αριθμό 130 εκατ. τιμολογίων. Παρά ταύτα, κάθε υποκείμενος στο φόρο ενδεχομένως θα επηρεάζεται και θα είναι υποχρεωμένος να εφαρμόζει, παράλληλα με τους «συνήθεις» κανόνες για τον ΦΠΑ, ένα σύστημα αντίστροφης επιβάρυνσης. 6. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ Τα αιτήματα της Γερμανίας και της Αυστρίας κατατείνουν στη χρήση του άρθρου 27 για τους σκοπούς εισαγωγής θεμελιώδους αλλαγής στο σύστημα του ΦΠΑ, κατά την έννοια ενός γενικευμένου συστήματος αντίστροφης επιβάρυνσης, και, κατά τούτο, εξαφάνισης ενός από τα χαρακτηριστικά του ΦΠΑ, που είναι η επιμερισμένη πληρωμή του φόρου. Αυτό θα σήμαινε επίσης ότι οι υποκείμενοι στο φόρο θα πρέπει στην πράξη να χειρίζονται τρεις διαφορετικούς τύπους συστημάτων ΦΠΑ: Το «κλασσικό» σύστημα ΦΠΑ Το σύστημα αντίστροφης επιβάρυνσης για τις παραδόσεις μεταξύ επιχειρήσεων (B2B) στις περιπτώσεις που πληρούν ορισμένα κριτήρια Το ενδοκοινοτικό σύστημα. Αυτό θα είχε ως συνέπεια να προστίθεται μια επιπλέον δυσχέρεια στο φόρτο λογιστικής που ήδη βαρύνει τις επιχειρήσεις. Παρόμοια, θα επέβαλε στους τίμιους εμπορευόμενους, οι οποίοι δραστηριοποιούνται σε πεδία όπου δεν επικρατεί η απάτη, πρόσθετα βάρη συμμόρφωσης με τις νομοθετικές ρυθμίσεις (επαλήθευση της ιδιότητας των πελατών και γνωστοποίηση των συναλλαγών). Επιπλέον, οι φορολογικές διοικήσεις της Γερμανίας και της Αυστρίας θα χρειάζονταν να επενδύσουν σημαντικά περισσότερους πόρους για τον έλεγχο του ΦΠΑ, καθώς ο αριθμός των υποκείμενων στο φόρο, οι οποίοι καταβάλλουν το μεγαλύτερο μέρος του ΦΠΑ, αλλάζει και από μειονότητα των υποκείμενων στο φόρο γίνεται η πλειονότητα. Η Επιτροπή εκτιμά ότι τα αιτήματα αυτά δεν ανταποκρίνονται στα κριτήρια εφαρμογής του άρθρου 27 στο μέτρο που μάλλον θα περιπλέξουν περισσότερο, παρά να απλουστεύσουν, την καθημερινή δραστηριότητα τόσο των υποκείμενων στο φόρο όσο και των φορολογικών διοικήσεων, πέραν του ότι θα παρέχουν ευρύτερο μάλλον παρά στενότερο πεδίο φοροδιαφυγής. H Επιτροπή θεωρεί ότι το άρθρο 27 δεν αποτελεί την ορθή νομική βάση για την πρόταση εφαρμογής ενός γενικευμένου συστήματος αντίστροφης επιβάρυνσης, όπως αυτό προτείνεται από τη Γερμανία και την Αυστρία. Η Επιτροπή έχει παλαιότερα υποβάλει πρόταση στο Συμβούλιο να παρέχεται μεν η άδεια στα κράτη μέλη να εφαρμόζουν την αντίστροφη επιβάρυνση αλλά τα παλαιότερα σχετικά αιτήματα ήταν γενικώς διαφορετικά κατά το ότι αφορούσαν συγκεκριμένους τομείς (κατασκευαστικό, απόβλητα, ξυλείας κ.λπ.) και η αντίστροφη επιβάρυνση ήταν πάντοτε κατά τη φορά ανόδου της προμηθευτικής αλυσίδας (εξαφανίζοντας έτσι μόνον τον ασθενή κρίκο στην αρχή της αλυσίδας), κατά τρόπο που οι πλέον επικινδυνώδεις μικρές και εφήμερες επιχειρήσεις δεν χρέωναν ΦΠΑ, αλλά μάλλον οι επιχειρήσεις μεγαλύτερου μεγέθους, οι υποκείμενες ευχερέστερα σε έλεγχο. Το μόνο παράδειγμα εμπορεύματος είναι αυτό που αφορά το χρυσό, αλλά ακόμη και στην EL 7 EL
περίπτωση αυτή, πρόκειται για ένα και μόνον προϊόν μάλλον, παρά για ένα ολόκληρο φάσμα προϊόντων υπαγόμενων σε διάφορους τομείς. Περαιτέρω, τα μέτρα που σχεδιάζονται από τη Γερμανία και την Αυστρία θα επηρεάζουν τις συναλλαγές σε όλους τους οικονομικούς τομείς, περιλαμβανομένων αυτών για τους οποίους δεν έχουν υπάρξει υπόνοιες ότι παρουσιάζουν κρούσματα απάτης τύπου «άφαντου εμπορευόμενου» ή «απάτης-γαϊτανάκι». Η Επιτροπή θεωρεί ότι παρεκκλίσεις, όπως αυτές που ζητούν η Γερμανία και η Αυστρία, δεν σέβονται την αρχή της αναλογικότητας, όπως αυτή έχει αποκατασταθεί σε αρκετές αποφάσεις του Δικαστηρίου. Επιπλέον, εάν επιτρεπόταν η εφαρμογή, από μεμονωμένα κράτη μέλη, ειδικών μέτρων τέτοιας εμβέλειας και τέτοιου αντίκτυπου στις επιχειρήσεις, αυτό θα οδηγούσε σε εξάρθρωση της εσωτερικής αγοράς στο πεδίο του ΦΠΑ. Πράγματι, ανάλογα με την αξία των παραδόσεων, τον τύπο του προϊόντος ή οποιαδήποτε άλλα ενδεχόμενα κριτήρια, οι επιχειρήσεις θα βρίσκονταν αντιμέτωπες με αποκλίνοντες κανόνες και διαδικασίες εφαρμοστέες στις εγχώριες παραδόσεις των διαφόρων κρατών μελών. Για το λόγο αυτό, τα μέτρα αυτά υπερβαίνουν κατά πολύ το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 27 της έκτης οδηγίας για τον ΦΠΑ. Εξάλλου, στο πλαίσιο του συστήματος αντίστροφης επιβάρυνσης, ο οικονομικός κίνδυνος που προκύπτει από τη μη καταβολή του ΦΠΑ μετατοπίζεται από το Δημόσιο Ταμείο στις επιχειρήσεις. Πράγματι, οι τελευταίες επωμίζονται τον κίνδυνο όταν αποφασίζουν εάν θα χρεώσουν ή όχι τον ΦΠΑ, με βάση την επικύρωση της ιδιότητας του πελάτη τους ως υποκείμενου στο φόρο. Αυτή η μετατόπιση της ευθύνης από τη φορολογική διοίκηση στην επιχείρηση με δυνητικό κόστος για την επιχείρηση αντιβαίνει στους στόχους της Λισαβόνας. Επιπλέον, το σύστημα αντίστροφης επιβάρυνσης εξασθενίζει σε σημαντικό βαθμό τον έλεγχο στο τέλος της αλυσίδας διανομής. Κατά συνέπεια, οι φορολογικές διοικήσεις πρέπει να αυξήσουν ουσιαστικά τον αριθμό των ελεγκτικών υπαλλήλων προκειμένου να αντιμετωπίσουν το μεγαλύτερο κίνδυνο που συνεπάγεται η κατανομή της φορολογικής οφειλής σε μεγαλύτερο αριθμό υποκείμενων στο φόρο. Εξάλλου, η επέκταση της αντίστροφης επιβάρυνσης που προτείνουν η Γερμανία και η Αυστρία συνεπάγεται, στην πραγματικότητα, τη θέσπιση ενός πολύ πιο περίπλοκου συστήματος από το ισχύον καθεστώς του ΦΠΑ. Τα αιτήματα της Γερμανίας και της Αυστρίας κατατείνουν στη χρήση του άρθρου 27 για τους σκοπούς εισαγωγής θεμελιώδους αλλαγής στο σύστημα του ΦΠΑ, και με τον τρόπο αυτό, εξαφάνισης ενός από τα χαρακτηριστικά του, που είναι η τμηματική πληρωμή του φόρου. Τα αιτήματα στηρίζονται στην υπόθεση ότι εάν δεν επιτρέπεται σε μια επιχείρηση να χρεώνει σε πρώτο στάδιο τον ΦΠΑ, τότε παύει να υπάρχει και το κίνητρο να «γίνεται άφαντη», γεγονός το οποίο θα έχει ως αποτέλεσμα πρόσθετα έσοδα ΦΠΑ. Εντούτοις, αν και η Επιτροπή εξακολουθεί να πιστεύει ότι η λύση για την αντιμετώπιση της απάτης του άφαντου εμπορευόμενου είναι πιθανό να έγκειται στον αυξημένο έλεγχο του ΦΠΑ με βάση την ανάλυση των κινδύνων παρά στην αλλαγή των βασικών φορολογικών κανόνων, δεν αντιτίθεται στην εξέταση συμπληρωματικών ή και εναλλακτικών μέσων. Δεδομένου ότι η Αυστρία και η Γερμανία θεωρούν ότι υπάρχουν αδυναμίες στο σημερινό σύστημα ΦΠΑ, η EL 8 EL
Επιτροπή θα εξετάσει κατά πόσον υπάρχει ανάγκη για γενικότερη δράση στο πλαίσιο της έκτης οδηγίας ΦΠΑ. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή πιστεύει ότι άρθρο 93 της συνθήκης αποτελεί την κατάλληλη νομική βάση, η οποία θα επέτρεπε στα κράτη μέλη να θεσπίσουν μέτρα μεγάλης εμβέλειας για την καταπολέμηση της απάτης στον τομέα του ΦΠΑ. Συνεπώς, η Επιτροπή συμπεραίνει ότι τα αιτήματα της Γερμανίας και της Αυστρίας δεν εμπίπτουν στο πεδίο του άρθρου 27 της έκτης οδηγίας ΦΠΑ και, για το λόγο αυτό, η Επιτροπή απορρίπτει τα αιτήματα παρέκκλισης. EL 9 EL