Kαταδυτικά Πάρκα: Το νέο εργαλείο για την αειφόρο προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος ηµήτρης Χ. Μαρκάτος 1, 2 ικηγόρος, πτυχιούχος Πολιτικής Επιστήµης και ηµόσιας ιοίκησης Κώστας Σ. Κούτσης 1 Βιολόγος-ιχθυολόγος, ΜΒΑ Προοίµιο Με το παρόν πόνηµα επιχειρείται µια σύνοψη του µείζονος προβλήµατος της υποβάθµισης του θαλάσσιου περιβάλλοντος, ιδίως εκείνου της Μεσογείου από την ανθρωπογενή υπερεκµετάλλευση. Μετά την εξέταση του ήδη εφαρµοζόµενου µέτρου των θαλάσσιων προστατευόµενων περιοχών (MPAs) και των εγγενών µειονεκτηµάτων, που αυτές έχουν εµφανίσει, προτείνεται ως νέο και συµπληρωµατικό περιβαλλοντικό εργαλείο προστασίας ο θεσµός του δικτύου καταδυτικών πάρκων. Παρουσιάζονται τα χαρακτηριστικά τού νέου θεσµού, η καταρχήν θέσπισή τους από την Ελληνική νοµοθεσία, καθώς και περαιτέρω θεσµικές προτάσεις για την τελική και βέλτιστη υλοποίησή τους στην πράξη. 1. Εισαγωγή: Η φθίνουσα θάλασσα. Η Μεσόγειος αιχµή του προβλήµατος. 2. εν θα ήταν, πιστεύοµε, υπερβολή, να υποστηριχθεί, ότι στην θάλασσα, (όπως και στο σύνολο της φύσης γενικότερα), κατά τα τελευταία 60-70 χρόνια, έχει προκληθεί από την ανθρώπινη παρέµβαση µεγαλύτερη καταστροφή, από όση έχει προκληθεί επί όλες τις προηγούµενες χιλιετίες της ανθρώπινης ιστορίας. 3. Ειδικότερα στην «κλειστή» Μεσόγειο, η οποία, φιλοξενεί στην ακτογραµµή της πυκνούς και έντονα δρώντες ανθρώπινους πληθυσµούς ήδη από την αρχαιότητα, τα παραπάνω προβλήµατα είναι πολύ εντονότερα από ότι σε άλλες θάλασσες (López Ornat, 2006). Για τον λόγο αυτόν, για την περαιτέρω ανάπτυξη τού παρόντος πονήµατος, θα χρησιµοποιηθεί σαν πεδίο αναφοράς κυρίως η συγκεκριµένη θάλασσα, χωρίς αυτό να σηµαίνει, ότι τα όποια συµπεράσµατα εξάγονται, δεν ισχύουν και για τις υπόλοιπες θαλάσσιες περιοχές τού πλανήτη. 4. Παρά το γεγονός ότι είναι µια ηµίκλειστη θαλάσσια λεκάνη µε χαµηλή φυσική παραγωγικότητα (χαµηλές συγκεντρώσεις θρεπτικών αλάτων - ολιγοτροφική), εν τούτοις, η Μεσόγειος από πλευράς βιοποικιλότητας χαρακτηρίζεται ως µια από τις πλουσιότερες θάλασσες του κόσµου, µε καταγεγραµµένα περίπου 10.000 είδη χλωρίδας και πανίδας, και υψηλό ποσοστό ενδηµισµού (Παναγιωτίδης, 2004). 5. Ωστόσο, τα παράκτια οικοσυστήµατα της Μεσογείου δέχονται τις τελευταίες δεκαετίες εντονότατες πιέσεις, από αλιευτικές, βιοµηχανικές και άλλες ανθρωπογενείς 1 Ένωση Φίλων Καταδυτικών Πάρκων «Τριαιναστήρ» - Βαλαωρίτου 9, Αθήνα 10671, Τηλ. 2103389169 2 Εκ των συντακτών του Ελληνικού Νόµου 3409/2005 για τις καταδύσεις αναψυχής
δραστηριότητες, µε αποτέλεσµα, σε όλο και περισσότερες περιοχές, να καταγράφεται δραµατική µείωση των ιχθυαποθεµάτων, υποβάθµιση ή και κατάρρευση των υποθαλάσσιων οικοσυστηµάτων και, βεβαίως, να τίθεται σε άµεσο κίνδυνο η θαλάσσια βιοποικιλότητα. 6. Πιο συγκεκριµένα, τα βιοµηχανικά και αστικά λύµατα, τα γεωργικά λιπάσµατα και οι κατά τόπους ευτροφισµοί, η έντονη υπεραλίευση, η πετρελαϊκή ρύπανση, η άναρχη οικιστική ανάπτυξη πάνω στην ακτογραµµή, ο µαζικός τουρισµός και, τέλος, η ακούσια εισαγωγή στο Μεσογειακό οικοσύστηµα αλλόχθονων ειδών, αναπόφευκτα ασκούν έντονες πιέσεις στο φυσικό περιβάλλον, (European Environment Agency, 2005 & Boero, 2007), έχοντας ήδη καταστήσει µεγάλες παράκτιες ζώνες ουσιαστικά νεκρές. 7. Για τους λόγους αυτούς, είναι απολύτως απαραίτητο, όσο ακόµη η κατάσταση είναι αναστρέψιµη, να ληφθεί δραστική µέριµνα, που θα έχει σαν στόχο, αφενός την προστασία των θαλάσσιων οικοσυστηµάτων από την περαιτέρω υποβάθµιση, και αφετέρου, την ανασύσταση, αποκατάσταση και διατήρηση της θαλάσσιας βιοποικιλότητας. 8. Ήδη τα κράτη αλλά και, σε υπερκρατικό επίπεδο οι διεθνείς οργανισµοί και ενώσεις, µε την αρωγή και την καθοδήγηση της επιστηµονικής κοινότητας, έχουν θεσπίσει και εφαρµόζουν σηµαντικά µέτρα για την προστασία και διατήρηση του ενάλιου περιβάλλοντος και την ορθολογικοποίηση της εκµετάλλευσής του. 9. Προστατευόµενες Θαλάσσιες Περιοχές (Marine Protected Areas MPAs). 10. Ένα από τα κυριώτερα διεθνώς καθιερωµένα και εφαρµοζόµενα (εντονότερα τις τελευταίες 2 δεκαετίες) in situ µέτρα για την προστασία και βιώσιµη διαχείριση των αλιευτικών πόρων και της θαλάσσιας βιοποικιλότητας, είναι η κήρυξη θαλάσσιων εκτάσεων ως προστατευόµενων περιοχών (Marine Protected Areas MPAs) ή αλλιώς ως «θαλάσσιων πάρκων». 11. Σύµφωνα µε τον διεθνή ορισµό τους, οι περιοχές αυτές είναι: 12. «παράκτιες θαλάσσιες εκτάσεις, µαζί µε το σύνολο της υποθαλάσσιας χλωρίδας και πανίδας τους καθώς και τα ιστορικά ή πολιτισµικά τους χαρακτηριστικά, οι οποίες, µε νόµο ή άλλα αποτελεσµατικά µέσα, διατηρούνται αναλλοίωτες, ώστε να προστατευτεί και διατηρηθεί µέρος ή ολόκληρο το φυσικό περιβάλλον που περικλείεται σε αυτές» (IUCN). 13. Στόχος τους είναι η προστασία και διατήρηση της θαλάσσιας βιοποικιλότητας και ταυτόχρονα της παραγωγικότητας των θαλάσσιων βιοτόπων, παράγοντες εξαιρετικά σηµαντικοί και καθοριστικοί για την υγεία του ευρύτερου οικοσυστήµατος (Kelleher, 1999). 14. Στη Μεσόγειο και στις 21 χώρες που βρέχονται από αυτήν, υπάρχουν σήµερα 75 προστατευόµενες θαλάσσιες περιοχές, ενώ, περίπου 30 ακόµη βρίσκονται σε στάδιο σχεδιασµού (Dalias et al., 2007). 15. Εγγενή µειονεκτήµατα των παραδοσιακών MPAs. Οι νέες διαπιστώσεις και κατευθύνσεις της επιστήµης. 16. Το σπουδαίο και απαραίτητο µέτρο των MPAs, δεν καλύπτει ακόµα ικανοποιητικό ποσοστό θαλάσσιας έκτασης, ούτε στη Μεσόγειο ούτε και στον υπόλοιπο πλανήτη, ηµοσιευµένο στο νοµικό περιοδικό «ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ & ΙΚΑΙΟ», 2/2008, αρ. τεύχους 44, σελ. 237-244 2
καθώς σύµφωνα µε τους επιστήµονες και τους διεθνείς περιβαλλοντικούς οργανισµούς, προκειµένου να προστατευτεί αποτελεσµατικά και αποδοτικά το θαλάσσιο περιβάλλον, θα πρέπει να τεθεί υπό καθεστώς προστασίας το 10 έως 15% των θαλασσών παγκοσµίως, έναντι του λιγότερο από 1% που προστατεύεται σήµερα (Kelleher, 1999, & Dalias et al., 2007). 17. Η ταχύτερη και επαρκής επέκταση των MPAs, καθώς και αυτή καθεαυτή η αποτελεσµατικότητα όσων υπάρχουν, εµποδίζεται από σειρά τεχνικών, κοινωνικών αλλά και οικονοµικών παραγόντων. 18. Πράγµατι, πρόκειται κατά κανόνα για µεγάλες θαλάσσιες εκτάσεις, δυσχερώς διαχειρίσιµες και αστυνοµεύσιµες, εντός των οποίων επιβάλλονται περιορισµοί στις ανθρώπινες δραστηριότητες και ιδίως στην αλιεία, ώστε θίγονται σε µεγάλη κλίµακα τοπικά ή ευρύτερα πολυδιάστατα συµφέροντα, ενώ µειώνονται παραδοσιακές πλουτοπαραγωγικές εκµεταλλεύσεις (Jones, 2006). 19. Τούτο, ενώ, ταυτόχρονα, απαιτούνται δυσανάλογα υψηλοί οικονοµικοί αλλά και σπανίζοντες ειδικευµένοι ανθρώπινοι πόροι για την υποστήριξη και διατήρηση της λειτουργίας των περιοχών αυτών, τούς οποίους, ιδίως υπό τις τρέχουσες διεθνείς οικονοµικές συνθήκες, ελάχιστων κρατών οι προϋπολογισµοί µπορούν να αντέξουν (Emerton et al., 2005 & López Ornat, 2006). 20. Ήδη αναφέρεται επίσηµα, ότι «πολλές Μεσογειακές Προστατευόµενες Θάλασσιες Περιοχές στερούνται επαρκών µέσων για την ορθή διαχείρισή τους, ώστε υπάρχει αδυναµία εφαρµογής πραγµατικών µέτρων προστασίας» (Dalias et al., 2007). 21. Έτσι, έχοµε φθάσει στο σηµείο, η επιστήµη να διερωτάται σοβαρά: «Μπορούν οι παραδοσιακές Προστατευόµενες Θάλασσιες Περιοχές, να είναι αποτελεσµατικές;» 22. Πρόκειται για τον επί λέξει τίτλο του άρθρου των Jameson et al., στο Marine Pollution Bulletin, (2002), 44, σελ. 1177-1183, όπου, µεταξύ άλλων και µε σειρά παραποµπών στους Kelleher et al. (1995), Alder (1996), McClanahan (1999), Hockings et al. (2000), Ehler et al. (2002), και πολλούς άλλους και µε αναφορά συγκεκριµένων τεκµηριωµένων παραδειγµάτων, επισηµαίνεται ως αυτονόητη η αναποτελεσµατικότητα των MPAs, που κινδυνεύουν, να θεωρούνται ως «πάρκα στα χαρτιά», ιδίως διότι λειτουργούν µε προσανατολισµό αποκλειστικά στις δαπάνες, χωρίς επιχειρηµατικά κριτήρια, αντίληψη του ανταγωνισµού, επιχειρηµατικό σχεδιασµό, και, συνεπώς, χωρίς πρόβλεψη βιωσιµότητας, µε συνακόλουθη αδυναµία διαρκούς και βεβαίας διασφάλισης πόρων λειτουργίας και υλοποίησης των προβλεπόµενων νοµικών και κανονιστικών µέσων προστασίας τους. 23. Εν κατακλείδι, ο ίδιος συγγραφέας, όπως, µεταξύ άλλων, και οι Spergel & Moye (2004) στο άρθρο τους Financing Marine Conservation, A menu of options, WWF, Center for Conservation Finance, καταλήγει, ότι οι προστατευόµενες θαλάσσιες περιοχές µόνον µε την εφαρµογή ορθολογικών επιχειρηµατικών κριτηρίων διαχείρισης, που θα διασφαλίζουν κερδοφόρο (και εποµένως αειφόρο) λειτουργία, θα µπορέσουν να γίνουν αποτελεσµατικές για την προστασία του περιβάλλοντος, «επιστρέφοντας όφελος στο κοινωνικό σύνολο», («return to society»), σύµφωνα µε τον προορισµό τους. ηµοσιευµένο στο νοµικό περιοδικό «ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ & ΙΚΑΙΟ», 2/2008, αρ. τεύχους 44, σελ. 237-244 3
24. Ο Kelleher (1999) επισηµαίνει εύστοχα, ότι, επιπρόσθετα, ένας από τους παράγοντες, που εµποδίζουν την θέσπιση νέων, αποτελεσµατικών MPAs, είναι ο διαρκής φόβος των επιστηµόνων, ότι δεν διαθέτουν ακόµη επαρκή πληροφόρηση για τις προς προστασία περιοχές και καταλήγει, ότι, η άπιαστη επιθυµία για την δηµιουργία του «ιδανικού πάρκου» είναι, τελικά, περισσότερο ζηµιογόνος, αφού αποτρέπει την δηµιουργία του υπαρκτού πάρκου, που, ασφαλώς, από αυτήν καθεαυτήν την λειτουργία του θα παράσχει στους επιστήµονες και την πληροφορία και τεκµηρίωση, που επιζητούν. 25. Ο Kelleher συµπεραίνει, ότι η σύγχρονη τάση αναφορικά µε τα MPAs είναι, µεταξύ άλλων, περισσότερη ιδιωτική πρωτοβουλία κριτήρια ιδιωτικού τοµέα αλλά και περισσότερη εµπλοκή των τοπικών κοινωνιών και των Μή Κυβερνητικών Οργανώσεων µε απόλυτη ανάγκη επίτευξης οικονοµικής αυτοτέλειας και βιωσιµότητας µε ταυτόχρονη απεξάρτηση από την κρατική χρηµατοδότηση. (Οµοίως Spergel et al., 2004). 26. Τό µέγεθος µετράει; 27. Παράλληλα µε τον προβληµατισµό της λειτουργικής µεθοδολογίας των προστατευόµενων θαλάσσιων περιοχών, ο Halpern (2003), εισάγει ρηξικέλευθα την αµφισβήτηση αναφορικά και µε το µέγεθος, πλέον, των προστατευόµενων θαλάσσιων περιοχών. 28. Έτσι, βασιζόµενος στα αποτελέσµατα 89 διαφορετικών µελετών, συµπεραίνει, ότι τελικά, εκείνο, που µετρά, για την αποτελεσµατικότητα των προστατευόµενων θαλάσσιων περιοχών αναφορικά µε την αύξηση τεσσάρων εκ των πλέον σηµαντικών βιολογικών δεικτών, (βιοποικιλότητα, πυκνότητα, ολική βιοµάζα και µέσο κατ άτοµο µέγεθος της υποβρύχιας πανίδας και χλωρίδας), δεν είναι το µέγεθος της έκτασης, αφού και µια µικρή θαλάσσια περιοχή, επαρκώς προστατευόµενη, θα δώσει τους ίδιους ρυθµούς ανάπλασης και αύξησης, ώστε, συµπληρωµατικά µε τις ευρύτερες προστατευόµενες περιοχές, µικρά πάρκα θα δώσουν το βέλτιστο αποτέλεσµα προστασίας του θαλάσσιου περιβάλλοντος. (Οµοίως Francour et al., 2001). 29. Ο ίδιος µάλιστα συγγραφέας (Halpern, 2002), βασιζόµενος σε 112 ανεξάρτητες µετρήσεις σε 80 θαλάσσια πάρκα, αναφέρει ότι τα ευεργετικά αποτελέσµατα της προστασίας επέρχονται ταχύτατα, από τα πρώτα κιόλας έτη από την έναρξή της. 30. ίκτυο καταδυτικών πάρκων: Το νέο θαλάσσιο περιβαλλοντικό εργαλείο. 31. Με γνώµονα τα παραπάνω συµπεράσµατα και προκειµένου να επιτευχθεί βελτιστοποίηση της θαλάσσιας περιβαλλοντικής προστασίας, παράλληλα µε τα ευρείας κλίµακας και έκτασης εθνικά θαλάσσια πάρκα, φαίνεται να είναι ενδεδειγµένη και επιβεβληµένη η δηµιουργία ενός δικτύου µικρών και εύκολα διαχειρίσιµων και αστυνοµεύσιµων προστατευόµενων περιοχών, µε αυστηρά απαγορευµένη κάθε µορφή αλιείας, που θα αποτελέσουν µικρές «τσέπες» ανασύστασης, αναπαραγωγής και διασποράς της υποβρύχιας βιοποικιλότητας (βλ. και Μαρκάτος, 1987, καθώς και Francour et al., 2001). 32. Ήδη µε την ραγδαία διεθνώς ανάπτυξη των καταδύσεων αναψυχής, δραστηριότητας απόλυτα συµβατής µε την προστασία και διατήρηση του υποθαλάσσιου περιβάλλοντος, (εντός, πάντοτε, των ορίων της φέρουσας ικανότητάς του - carrying capacity), και την διάδοση της συγκεκριµένης δραστηριότητας κυριολεκτικά σε όλα τα ηµοσιευµένο στο νοµικό περιοδικό «ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ & ΙΚΑΙΟ», 2/2008, αρ. τεύχους 44, σελ. 237-244 4
στρώµατα του ανθρώπινου πληθυσµού, παρουσιάζεται πλέον η δυνατότητα ευχερούς επίτευξης αειφορίας των µικρών προστατευόµενων περιοχών, αρκεί να συνδυαστεί η λειτουργία τους µε την διενέργεια σ αυτές καταδύσεων αναψυχής. 33. Έτσι, µε τα έσοδα από τα εισιτήρια των καταδυόµενων επισκεπτών, οι µικρές προστατευόµενες περιοχές διασφαλίζουν την βιωσιµότητά τους και την ανεξαρτητοποίησή τους από τις κρατικές επιχορηγήσεις, ώστε να είναι πλέον εφικτή και οικονοµικά αυτοδύναµη η δηµιουργία Εθνικών Συστηµάτων µικρών θαλάσσιων προστατευόµενων περιοχών, τα οποία (συστήµατα) έχουν ήδη αναφερθεί ως αποτελεσµατικό περιβαλλοντικό εργαλείο (Roberts et al., 2000, Gallacher-Freymuth, 2002, Spergel et al., 2004, López Ornat, 2006, Alban et al., 2006). 34. Χειροπιαστό και εξαιρετικά επιτυχηµένο παράδειγµα της νέας αυτής επιστηµονικής κατεύθυνσης αποτελεί το παγκόσµια πλέον γνωστό πάρκο των βραχονησίδων Medes στο Estartit της Καταλονίας, ένα πρωτότυπο MPA µε µικρό σε έκταση, (0,932 km 2 ), αλλά πλήρως καταδυτικά επισκέψιµο πυρήνα, (core zone), που, χάρη στην προτίµηση αυτοδυτών όλου του κόσµου, (50.000 καταδύσεις ετησίως σήµερα, έπειτα από περιοριστική επιστηµονική παρέµβαση, [López Ornat, 2006], και 75.000 παλαιότερα, [Francour et al., 2001]), και την συνακόλουθη ευεργετική επίδρασή του στην ανάπτυξη της τοπικής οικονοµίας, έχει επιτύχει αυτόνοµη οικονοµική βιωσιµότητα και υψηλό επίπεδο προστασίας µε την ταυτόχρονη συναίνεση και σύµπραξη της τοπικής κοινωνίας, µε αποτέλεσµα την θεαµατική έως απίστευτη ανασύσταση και αύξηση της υποβρύχιας βιοποικιλότητας, ολικής βιοµάζας και µέσου ατοµικού των ειδών µεγέθους (Francour et al., 2001). 35. Ανάλογο επιτυχηµένο παράδειγµα µικρής αλλά καταδυτικά επισκέψιµης περιοχής, που, παράλληλα, εµπεριέχεται και στο πλαίσιο µείζονος MPA, αποτελεί η νησίδα La Gabinière, που βρίσκεται µέσα στο ευρύτερο Εθνικό θαλάσσιο πάρκο Port Cros της νότιας Γαλλίας. Άλλα παραδείγµατα, τα οµοίως σµικρού µεγέθους πάρκα St. Lucia µε έκταση µόλις 0,026 km 2 και Las Cruces, Chile µε έκταση µόλις 0,044 km 2, (Halpern, 2003). 36. Παρατηρώντας όλες τις παραπάνω επιστηµονικές διαπιστώσεις και τάσεις, είναι προφανές, ότι από τον συνδυασµό της έννοιας της µικρού µεγέθους θαλάσσιας προστατευόµενης περιοχής (MPA) και της καταδυτικής επισκεψιµότητας, που διασφαλίζει την οικονοµική και συνακόλουθα θεσµική αειφορία, έχει πλέον προκύψει έ ν α ν έ ο υ β ρ ί δ ι ο, το Καταδυτικό Πάρκο, που, υπο τη δικτυακή του µορφή σε ευρύτερες περιοχές, αποτελεί ένα νέο, αυτοτελές εργαλείο για την αποτελεσµατική προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος: Το ίκτυο Καταδυτικών Πάρκων. 37. Τα Καταδυτικά Πάρκα µπορούν, να ορισθούν ως µικρές προστατευόµενες θαλάσσιες εκτάσεις, µε θέση και φυσικό υποθαλάσσιο ανάγλυφο κατάλληλο για καταδύσεις αναψυχής, επιφανειακά οριοθετηµένες µε σηµαντήρες, κλειστές σε κάθε επέµβαση ή άλλη δραστηριότητα και ιδίως σε κάθε µορφή αλιείας πλήν των καταδύσεων αναψυχής, της επισκόπησης του βυθού και της επιστηµονικής έρευνας, αειφόρες και αυτόνοµα βιώσιµες χάρη στα έσοδα από τα εισιτήρια των επισκεπτών τους, (Κούτσης, 2006), και ανεξάρτητες από την ύπαρξη ή µή Εθνικών Θαλάσσιων Πάρκων στην περιοχή τους. ηµοσιευµένο στο νοµικό περιοδικό «ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ & ΙΚΑΙΟ», 2/2008, αρ. τεύχους 44, σελ. 237-244 5
38. Η δηµιουργία των καταδυτικών πάρκων δεν προϋποθέτει απαραίτητα και την παραχώρηση αιγιαλού ή χερσαίας έκτασης, (άλλο αν κατά περίπτωση ενδείκνυται να συµπεριλαµβάνονται ενδεχοµένως και τέτοιες εκτάσεις, π.χ. βραχονησίδες, στο ολοκληρωµένο σύστηµα προστασίας και αειφορίας του καταδυτικού πάρκου), µε αποτέλεσµα να µηδενίζονται κυριολεκτικά οι περιβαλλοντικές επεµβάσεις. 39. Η λειτουργία του καταδυτικού πάρκου δεν αίρει τον κοινόχρηστο χαρακτήρα της θαλάσσιας έκτασης στην οποία αυτό εκτείνεται, αφού κανένας πολίτης δεν αποκλείεται από την επίσκεψη σε αυτό, και απλώς εισάγει κοινούς για όλους περιορισµούς στην χρήση της, (καταβολή εισιτηρίου, υποχρέωση συµµόρφωσης µε κανονισµό λειτουργίας), όπως άλλωστε συµβαίνει µε πλείστους άλλους κοινόχρηστους χώρους οργανωµένης επισκεψιµότητας (π.χ. χερσαία πάρκα, αρχαιολογικοί χώροι κλπ.) (Γεωργιάδης Σταθόπουλος, 2004). Οι προστατευτικοί και διαχειριστικοί αυτοί περιορισµοί ασφαλώς δικαιολογούνται νοµικά και συνταγµατικά, αφού τίθενται χάριν του δηµοσίου συµφέροντος και των υπερτέρων αγαθών της εθνικής οικονοµίας και, κυρίως, της αποτελεσµατικής προστασίας του περιβάλλοντος (για την Ελλάδα, άρθρα 24 του ισχύοντος Συντάγµατος και 970 τού Αστικού Κώδικα). 40. Το Ελληνικό παράδειγµα: τα καταδυτικά πάρκα ως τεθηµένο ίκαιο. 41. Η συγκεκριµένη ονοµασία, («καταδυτικό πάρκο»), µε την παραπάνω εκτιθέµενη στο παρόν πόνηµα έννοιά της, αποτελεί Ελληνική καινοτοµία, αφού δεν φαίνεται να απαντάται µέχρι τώρα στη διεθνή βιβλιογραφία, (Αναγνώστου, 2008), και συναντάται για πρώτη φορά στην Ελληνική νοµοθεσία και συγκεκριµένα στον Νόµο 3409/2005 περί καταδύσεων αναψυχής, ο οποίος, σύµφωνος µε τις παραπάνω διαπιστώσεις και κατευθύνσεις της επιστήµης και σε συνδυασµό και µε τον Νόµο 2971/2001 περί αιγιαλού και παραλίας, προβλέπει (άρθρο 13) την δυνατότητα χαρακτηρισµού και παραχώρησης αυτοτελών θαλάσσιων εκτάσεων, ανεξάρτητων από τις Εθνικές θαλάσσιες προστατευόµενες περιοχές, για την δηµιουργία καταδυτικών πάρκων και µάλιστα τόσο από δηµόσιους, όσο και από δηµοτικούς, ιδιωτικούς ή και µικτούς φορείς, καθώς και από µή κυβερνητικές οργανώσεις. 42. Με τον τρόπο αυτόν παρέχεται η δυνατότητα σχηµατισµού ενός ευρέως Εθνικού Συστήµατος ικτύου µικρών και αποτελεσµατικά και αειφορικά προστατευόµενων περιοχών, µε τη µορφή των οικονοµικά αυτόνοµων και βιώσιµων καταδυτικών πάρκων, που το µέγεθός τους µπορεί να ξεκινά από τα µόλις 2 km 2 (Francour et al., 2001) και τα οποία επιτρέπουν τον ευέλικτο πειραµατισµό µε κάθε µορφή δηµόσιας, ιδιωτικής ή µικτής πρωτοβουλίας και διαχείρισης, δηλαδή την κινητοποίηση του πλήρους φάσµατος των πολιτικών, κοινωνικών και οικονοµικών δυνάµεων. Με τον τρόπο αυτόν θα προκύψει ως αποτέλεσµα της πράξης, και η εµπειρική ανατροφοδότηση µε δεδοµένα, προς περαιτέρω επιστηµονική τεκµηρίωση και βελτιστοποίηση των ακολουθούµενων πρακτικών, όπως επιζητεί η επιστήµη (Kelleher, 1999). 43. Σηµαντική καινοτοµία του Ελληνικού νόµου για τα καταδυτικά πάρκα είναι, ότι η πρόβλεψη για την δηµιουργία τους µέσω παραχώρησης θαλάσσιου χώρου εκ µέρους της πολιτείας διαφοροποιεί και την µορφή και την αποτελεσµατικότητα της προστασίας, πού παρέχεται στο περιβάλλον, αφού εκτός από την θέσπιση νοµικών απαγορεύσεων και την αστυνόµευση από τα αρµόδια κρατικά όργανα, (Λιµενικές Αρχές για την Ελλάδα), πού, όπως είναι γνωστό, δεν επαρκούν πάντοτε, µε την σύµβαση παραχώρησης δηµιουργούνται ιδιωτικά δικαιώµατα, προστατεύσιµα εκ ηµοσιευµένο στο νοµικό περιοδικό «ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ & ΙΚΑΙΟ», 2/2008, αρ. τεύχους 44, σελ. 237-244 6
µέρους των παραχωρησιούχων τόσο δικαστικά, όσο και, κυρίως, άµεσα και αυτοδύναµα σύµφωνα µε τις σχετικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα. 44. Με τον ίδιο παραπάνω Ελληνικό νόµο, (άρθρο 11, παρ. 1, εδ. 2), έχει προβλεφθεί για πρώτη φορά και η δηµιουργία, σε συνεργασία µε το Υπουργείο Πολιτισµού, υποβρύχιων µουσείων, δηλαδή καταδυτικών πάρκων εντός κηρυγµένων ενάλιων αρχαιολογικών χώρων, που, όσο και αν προς το παρόν συναντά την διστακτικότητα των ενάλιων αρχαιολογικών Αρχών, είναι βέβαιο, ότι αποτελεί µονόδροµο για την ανάδειξη αλλά και την αποτελεσµατική προστασία των προς το παρόν αφανών και εν πολλοίς αφύλακτων υποβρύχιων αρχαιοτήτων. 45. Τα γενικώτερα θεσµικά ζητήµατα, πού ανακύπτουν σε σχέση µε τα Καταδυτικά Πάρκα. 46. Πέρα από την άνω γενική πρόβλεψή του, ο Ελληνικός Νόµος 3409/2005 προβλέπει την έκδοση γενικής εκτελεστικής απόφασης του Υπουργού Περιβάλλοντος, µε την οποία θα ορισθούν τα απαιτούµενα δικαιολογητικά και οι επιµέρους όροι και προϋποθέσεις ίδρυσης και λειτουργίας των καταδυτικών πάρκων γενικώτερα και εν συνεχεία την έκδοση ατοµικών κοινών Αποφάσεων του ίδιου Υπουργού και του αρµόδιου για τις καταδύσεις αναψυχής (άρθρο 1, ν.3409/2005) υπουργού Εµπορικής Ναυτιλίας για τον τελικό χαρακτηρισµό του κάθε συγκεκριµένου καταδυτικού πάρκου. 47. Μέχρι σήµερα, (Μάϊος 2008), η εν λόγω γενική Υπουργική Απόφαση δεν έχει εκδοθεί. Ο λόγος, πέρα από την συνήθη ενδηµούσα βραδύτητα του κρατικού µηχανισµού, είναι, προφανώς, ότι πριν από την θέσπιση των προϋποθέσεων της δηµιουργίας και λειτουργίας των καταδυτικών πάρκων απαιτείται η διεπιστηµονική ενατένιση του ζητήµατος και η πολιτική, τελικά, επιλογή και απόφαση επί σειράς ερωτηµάτων, όπως: 48. Ποιό είναι το θεσµικά ενδεδειγµένο µέγεθος ενός καταδυτικού πάρκου; Είναι απαραίτητη η ζώνωσή του ανά επιµέρους περιορισµούς ή δραστηριότητες; Ποια η χρονική διάρκειά του; 49. Πόσα καταδυτικά πάρκα ενδείκνυται να γίνουν στη χώρα και µε ποιά χωροταξική κατανοµή; Υπάρχει περιορισµός ή, εφόσον υπάρχει η εκασταχού τοπική κοινωνική συναίνεση και δεδοµένης της µηδενικής όχλησής τους, τα πάρκα είναι παντού υλοποιητέα (καθολική χωροθέτηση); 50. Ποιά µορφή, εχέγγυα και προϋποθέσεις θα πρέπει να διαθέτουν οι υποψήφιοι φορείς υλοποίησης και διαχείρισης των καταδυτικών πάρκων; 51. Είναι ή όχι ενδεδειγµένη η συµµετοχή ή έστω η συναίνεση των Οργανισµών Τοπικής Αυτοδιοίκησης στην δηµιουργία και την λειτουργία των καταδυτικών πάρκων; 52. Ποιά θα είναι τα κριτήρια για τον καθορισµό του αντιτίµου για την παραχώρηση από το Κράτος της θαλάσσιας έκτασης αλλά και, αντίστοιχα, θα είναι ελεγχόµενος ή ελεύθερος ο καθορισµός του εισιτηρίου για την είσοδο στο καταδυτικό πάρκο, ώστε να διαφυλάσσεται ο κοινόχρηστος χαρακτήρας της θαλάσσιας περιοχής αλλά και να µή κινδυνεύει η οικονοµική βιωσιµότητα και αειφορία του πάρκου; 53. Ποιά θα είναι η ελεγκτική Αρχή των κατ ιδίαν καταδυτικών πάρκων, µε ποιά κριτήρια και σε ποιό βαθµό; ηµοσιευµένο στο νοµικό περιοδικό «ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ & ΙΚΑΙΟ», 2/2008, αρ. τεύχους 44, σελ. 237-244 7
54. Θα υπάρχει κεντρικός σχεδιασµός και, το κυριώτερο, κεντρικός έλεγχος του δικτύου και από ποιόν θα διενεργείται; 55. Στον Ελληνικό χώρο διάφορες και ενδιαφέρουσες απόψεις για τα παραπάνω ζητήµατα έχουν εκτεθεί στην Ηµερίδα της 2/2/2008 του Συλλόγου Ερασιτεχνών Αυτοδυτών «ΤΗΘΥΣ» και εξακολουθούν να εκτίθενται στον σχετικό διαδικτυακό τόπο (www.scubadive.gr). 56. Πιστεύοµε, οτι, µπορούν εν προκειµένω να υποστηριχθούν τα εξής: 57. De lege ferenda. 58. Το µέγεθος των καταδυτικών πάρκων, ενόψει και των διαπιστώσεων και παραδοχών, που προαναφέρθηκαν, θα πρέπει να είναι περιορισµένο τόσο κατ ελάχιστο, ώστε να εξασφαλίζεται η ελκυστικότητα (ελάχιστος αριθµός καταδυτικών διαδροµών) και άρα η επισκεψιµότητα και αειφορία, όσο και κατά µέγιστο, ώστε να µή δηµιουργείται κίνδυνος δέσµευσης υπερβολικά µεγάλων θαλάσσιων εκτάσεων αλλά και να µη διακυβεύεται η ευχερής διαχειρισιµότητα και αστυνοµευσιµότητα των καταδυτικών πάρκων (αποφυγή προστατευτικής απληστίας εις βάρος της πραγµατικής προστασίας). Ως λογικά όρια θα µπορούσαν κάλλιστα να τεθούν τα 1 έως 4 τετραγωνικά χιλιόµετρα. 59. Ενόψει του µικρού µεγέθους των καταδυτικών πάρκων και της γενικής σε αυτά απαγόρευσης της αλιείας και κάθε επέµβασης και εν γένει αφαιρετικής δραστηριότητας, η εκ του νόµου ζώνωση εντός των καταδυτικών πάρκων δεν φαίνεται απαραίτητη και αντίθετα παρουσιάζεται σκόπιµο, να αφεθεί στην ευέλικτη διακριτική ευχέρεια του εκάστοτε φορέα διαχείρισης, (π.χ. διαδροµές για αυτοδύτες, ελεύθερους δύτες, πλοιάρια διαφανούς πυθµένα κ.λ.π.). 60. Ασφαλώς, όµως, ενδείκνυται να προβλεφθεί η δηµιουργία περιµετρικών του πάρκου προστατευτικών ζωνών ασφαλείας τόσο εγγύτερων, για την αποτροπή της γειτονικής αλιείας αλλά και για την ελεγχόµενη διέλευση των πλωτών του πάρκου και την πρόσβαση αυτών στα εντός του πάρκου προποντισµένα ναύδετα πρόσδεσης, (στον χώρο των καταδυτικών πάρκων επιβάλλεται να απαγορεύεται η αγκυροβολία, χάριν προστασίας του βυθού και των καταδυοµένων), όσο και απώτερων, όπου θα µπορεί να ασκείται περιορισµένη αλιεία, κατά προτίµηση αποκλειστικά από τους τοπικούς παράκτιους αλιείς, ως, τρόπον τινά, αντισταθµιστικό όφελος για την εντός του πάρκου απαγόρευση της αλιείας. 61. Αναφορικά µε την χρονική διάρκειά τους, θα µπορούσε να πεί κανείς, ότι τα καταδυτικά πάρκα είναι παντοτινά, όπως άλλωστε και τα MPAs (Ballantine, 2006), (άπαξ πάρκο, πάντα πάρκο). Πράγµατι, πρόκειται για µέτρο ευρείας εφαρµογής και Εθνικής σηµασίας, που απαιτεί πλέγµα ρυθµίσεων καθώς και έργων και επενδύσεων, και το οποίο άλλωστε επιβάλλεται, να προστατεύει διαρκώς αλλά και να παρέχει αθροιστική και διαχρονική ροή εµπειρικών περιβαλλοντικών δεδοµένων, ώστε δεν µπορεί να συνίσταται σε απλή περιοδική βυθανάπαυση. Βέβαια για νοµικούς, οικονοµικούς και πολιτικούς λόγους οι εκάστοτε συµβάσεις παραχώρησης επιβάλλεται, να έχουν χρονικό περιορισµό, αυτό όµως αφορά την διαδοχή των φορέων διαχείρισης και όχι αυτή καθ εαυτή την ύπαρξη του καταδυτικού πάρκου. 62. Αναφορικά µε τη χρονική διάρκεια των συµβάσεων παραχώρησης είναι προφανές, ότι αυτές, λαµβανοµένου υπόψη και του απαιτούµενου χρόνου ωρίµανσης ενός πάρκου ηµοσιευµένο στο νοµικό περιοδικό «ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ & ΙΚΑΙΟ», 2/2008, αρ. τεύχους 44, σελ. 237-244 8
µέχρι να γίνει καταδυτικά ελκυστικό, θα πρέπει να έχουν τουλάχιστον δεκαετή ελάχιστη διάρκεια καθώς και µέγιστη διάρκεια το λιγότερο 25-30 ετών, ώστε να είναι και επενδυτικά ενδιαφέροντα. 63. Αναφορικά µε τον συνολικό αριθµό των καταδυτικών πάρκων σε Εθνικό επίπεδο, και µε δεδοµένη την ελάχιστη περιβαλλοντική όχληση, που συνεπάγονται, αλλά και την σπουδαία υποβοηθητική του περιβάλλοντος λειτουργία τους, θα µπορούσε να υιοθετήσει κανείς την επιλογή της καθολικής χωροθέτησης (παντού υλοποιήσιµα), εφόσον υπάρχει κάθε φορά η τοπική κοινωνική συναίνεση και δεν συντρέχουν ειδικές συνθήκες ακαταλληλότητας, (πχ περιοχές µόνιµης επικίνδυνης ρύπανσης, δίαυλοι διέλευσης πλοίων κλπ). 64. Τα όρια, εντούτοις, φαίνεται, να τίθενται από την ανάγκη διαφύλαξης της ακώλυτης κοινοχρησίας του ευρύτερου θαλάσσιου χώρου, ώστε, δεδοµένου του µικρού µεγέθους των καταδυτικών πάρκων (και µε την επιφύλαξη της µή ύπαρξης µέχρι σήµερα συγκεκριµένης επιστηµονικής τεκµηρίωσης), θα µπορούσε να προταθεί ως κοινωνικά, οικονοµικά και περιβαλλοντικά βέλτιστος, ένας αριθµός 2 έως 4 καταδυτικών πάρκων ανά παραθαλάσσιο νοµό. 65. Επίσης αναφορικά µε την χωροθέτηση, τα καταδυτικά πάρκα µπορούν κάλλιστα και µάλιστα ενδείκνυται, να δηµιουργούνται και εντός υφισταµένων ευρύτερων Εθνικών Θαλάσσιων Προστατευόµενων Περιοχών και στις ζώνες αυτών, όπου επιτρέπονται οι καταδύσεις αναψυχής, (όπως ήδη συµβαίνει, π.χ. Port Cros, Medes κλπ.), αφενός για ενίσχυση της προστασίας των Εθνικών Θαλάσσιων Πάρκων και µε την ιδιωτική φύλαξη των καταδυτικών πάρκων και αφετέρου ώστε να παρέχονται στις παρακείµενες των Εθνικών Θαλάσσιων Πάρκων τοπικές κοινωνίες αντισταθµιστικά οικονοµικά οφέλη και ευκαιρίες σε αντάλλαγµα του περιορισµού της αλιευτικής εκµετάλλευσης στα Εθνικά Πάρκα. 66. Πλήρως άλλωστε, συµβατά, για τους ίδιους λόγους, είναι τα καταδυτικά πάρκα µε τις περιοχές Natura ή άλλων παρεµφερών ειδικών προστατευτικών καθεστώτων, στις ζώνες, πάντοτε, που επιτρέπονται οι καταδύσεις αναψυχής και η ήπια τουριστική δραστηριότητα (οικοτουρισµός κλπ.). 67. Αναφορικά µε την µορφή των φορέων δηµιουργίας και διαχείρισης των καταδυτικών πάρκων και ενόψει της ανυπαρξίας προηγούµενης εµπειρίας καταδυτικών πάρκων (και της δυσµενούς, εν πολλοίς, εµπειρίας από τα υπάρχοντα Εθνικά Θαλάσσια Πάρκα), θεωρείται σκόπιµο, να δοκιµασθεί κάθε µορφή διαχείρισης, τόσο ηµόσια ή ηµοτική, όσο και ιδιωτική, αλλά και µικτή. 68. Ως πλέον κατάλληλο σχήµα φαίνεται, να παρουσιάζεται εκείνο του πολυµετοχικού φορέα ιδιωτικού δικαίου, µε µετόχους τους εκάστοτε τοπικούς επιχειρηµατίες, ιδίως εκείνους του ευρύτερου τουριστικού τοµέα, αλλά και µε επιβεβληµένη την µειοψηφική συµµετοχή της τοπικής αυτοδιοίκησης, και µάλιστα, ειδικά ως προς αυτήν, µε παροχή δωρεάν µεριδίου, σταθερού ποσοστού ανεξαρτήτως αυξήσεων µετοχικού κεφαλαίου καθώς και µε δικαίωµα για τον ορισµό εκπροσώπου στην διοίκηση του πάρκου. 69. Ένα τέτοιο σχήµα εξασφαλίζει αφενός την ενεργό εµπλοκή και πειθαρχία, ως προς την προστασία του πάρκου, των τοπικών ιδιωτικών δυνάµεων, και αφετέρου την διαφάνεια και την διαρκή έγκυρη και έγκαιρη ενηµέρωση της τοπικής κοινωνίας αναφορικά µε την διαχείριση και την λειτουργία του. ηµοσιευµένο στο νοµικό περιοδικό «ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ & ΙΚΑΙΟ», 2/2008, αρ. τεύχους 44, σελ. 237-244 9
70. Το ιδιωτικού δικαίου σχήµα επιτρέπει, παράλληλα, µε την ορθολογική λειτουργία του, την αποτροπή των προβληµάτων εντοπιότητας, δηλαδή την χαλάρωση της αστυνόµευσης χάριν συνδεόµενων µε την ιοίκηση του πάρκου κατοίκων της περιοχής του, που αποτελεί σοβαρότατο κίνδυνο για την ευδοκίµησή του, ως κατ εξοχήν θεσµού Αρχών, ανεπίδεκτου εξαιρέσεων, οι οποίες υπονοµεύουν άµεσα την κοινωνική πειθαρχία ως προς την προστασία (αξίωση «ισότητας στην παρανοµία»). 71. Σε κάθε περίπτωση, δηλαδή ακόµη και στα ηµόσια ή ηµοτικά πάρκα, θεωρείται σκόπιµο, η διοίκηση να ανατίθεται σε φορέα που λειτουργεί µε ιδιωτικο-οικονοµικά κριτήρια, αφού η εµπειρία έχει αποδείξει και η επιστήµη, σύµφωνα µε τα προεκτεθέντα, δέχεται, ότι µόνον έτσι µπορεί, να διασφαλισθεί η οικονοµική αυτοτέλεια-βιωσιµότητα και συνεπώς η αειφόρος διατήρηση, φύλαξη και προστασία του καταδυτικού πάρκου. 72. Επειδή η βασική λειτουργία του καταδυτικού πάρκου είναι η προστασία του περιβάλλοντος και η περιβαλλοντική εκπαίδευση και ευαισθητοποίηση αλλά και παράλληλα η οικονοµική και κοινωνική ανάπτυξη της περιοχής όπου βρίσκεται, ενώ αυτό καθ εαυτό το πάρκο, ως εκµετάλλευση, προσφέρει µικρή κερδοφορία, επιβάλλεται η στήριξη του θεσµού εκ µέρους της πολιτείας. Βασικό καταρχήν µέσο προς τούτο αποτελεί ο καθορισµός χαµηλού αντιτίµου παραχώρησης του απαιτούµενου θαλάσσιου χώρου, (ώστε να είναι ταυτόχρονα εφικτό και το χαµηλό για το κοινό εισιτήριο), αλλά και η παροχή ενισχύσεων, σύµφωνα µε την Εθνική και την Ευρωπαϊκή αναπτυξιακή νοµοθεσία. 73. Αναφορικά µε το ύψος του αντιτίµου εισόδου σε ένα καταδυτικό πάρκο, παρουσιάζεται επίσης ενδεδειγµένο, να αφεθεί και αυτό στην διακριτική ευχέρεια του φορέα διαχείρισης και των νόµων της ελεύθερης αγοράς, αφού µε τον τρόπο αυτόν παρέχεται τόσο το επιχειρηµατικό κίνητρο για τη δηµιουργία όσο το δυνατόν πιο ελκυστικών, δηλαδή πιο προστατευµένων και «ζωντανών» καταδυτικών πάρκων, όσο και ο εκλογικευτικός αυτοέλεγχος των τιµών, που, αν είναι υπερβολικές, θα οδηγήσουν το κοινό σε καταδύσεις στις εκτός πάρκου περιοχές ή σε άλλα, ανταγωνιστικά καταδυτικά πάρκα µε χαµηλότερο εισιτήριο. 74. Εναλλακτικός τρόπος, θα ήταν η διενέργεια δηµοπρασίας από τον κρατικό φορέα διαχείρισης του θαλάσσιου χώρου (για την Ελλάδα το Υπουργείο Οικονοµικών), όπου τα σχήµατα που καταθέτουν προσφορά θα µπορούσαν, να υποχρεούνται, να δεσµεύονται και ως προς το ύψος του εισιτηρίου, που θα ζητούν από το κοινό, όπως, π.χ., γίνεται η παραχώρηση φάσµατος συχνοτήτων από την Ελληνική Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδροµείων (ΕΕΤΤ). 75. Ο εκ µέρους της Πολιτείας έλεγχος της δηµιουργίας και της λειτουργίας ενός καταδυτικού πάρκου σύµφωνα µε τους όρους και τις προϋποθέσεις της γενικώτερης νοµοθεσίας αλλά και της συγκεκριµένης Υπουργικής απόφασης, που προβλέπει την ίδρυσή του, θα πρέπει να γίνεται από ειδικευµένο καταδυόµενο προσωπικό µε την απαραίτητη επιστηµονική κατάρτιση και να µη επαφίεται στην συνήθη επιφανειακή θαλάσσια αστυνόµευση. Συνεπώς, είτε θα πρέπει να δηµιουργηθεί ειδικός κλάδος στις αστυνοµικές Αρχές, (Λιµενικό Σώµα), είτε να ανατεθεί το συγκεκριµένο έργο σε υπάρχοντες ειδικευµένους κρατικούς φορείς εφαρµοσµένης επιστήµης, όπως είναι, για τον Ελληνικό χώρο, το Ελληνικό Κέντρο Θαλάσσιων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ). Είναι αυτονόητο, ότι ο Κρατικός έλεγχος αφορά στην προστασία του περιβάλλοντος και την ηµοσιευµένο στο νοµικό περιοδικό «ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ & ΙΚΑΙΟ», 2/2008, αρ. τεύχους 44, σελ. 237-244 10
τήρηση εκ µέρους του παραχωρησιούχου διαχειριστή του πάρκου των όρων της σύµβασης παραχώρησης και της εν γένει νοµοθεσίας, και ιδίως στην αποτελεσµατικότητα της ιδιωτικής φύλαξης και προστασίας του πάρκου απέναντι στους τρίτους (φυλακή των φυλάκων). 76. Η τελευταία επιλογή, ή και η ίδρυση ειδικής Κρατικής Υπηρεσίας αποτελεί σχεδόν µονόδροµο για τον ευρύτερο, σε Εθνικό επίπεδο, σχεδιασµό και έλεγχο του συνολικού δικτύου των καταδυτικών πάρκων, αφού στο επίπεδο αυτό, οι συγκεκριµένες λειτουργίες αποτελούν µείζον ιοικητικό και επιστηµονικό ζήτηµα, που εκφεύγει της απλής αστυνόµευσης και άπτεται θεµάτων, όπως η κεντρική αποθησαύριση και επεξεργασία των επιστηµονικών δεδοµένων για και από τα καταδυτικά πάρκα, όσο και η συνεργασία µε ανάλογους αλλοδαπούς και διεθνείς φορείς, ιδίως Ευρωπαϊκούς και ανάλογα αλλοδαπά δίκτυα. 77. Τούτο διότι η ευχερής επαναληψιµότητα και διαχείριση του θεσµού του καταδυτικού πάρκου µπορεί και πρέπει, να οδηγήσει στη δηµιουργία Μεσογειακού τουλάχιστον δικτύου καταδυτικών πάρκων, που διαφαίνεται ως ο µόνος ρεαλιστικός και άµεσα εφαρµόσιµος θεσµός για ουσιαστική παρέµβαση για την ανάσχεση της καταστροφής και την σωτηρία της φθίνουσας Μεσογείου. ηµοσιευµένο στο νοµικό περιοδικό «ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ & ΙΚΑΙΟ», 2/2008, αρ. τεύχους 44, σελ. 237-244 11
Βιβλιογραφία Πηγές 1. Alban, F., Appéré, G., Boncoeur, J. 2006. Economic Analysis of Marine Protected Areas. A Literature Review. EMPAFISH Project, Booklet No3, 51 pp. 2. Αναγνώστου, Χ. 2008. Πρακτικά Ηµερίδας Συλλόγου ΤΗΘΥΣ για τα καταδυτικά πάρκα. http://www.scubadive.gr/forum/showthread.php?t=2285, Αθήνα, 2/2/2008. 3. Ballantine, W.J. 2006. A marine reserve manifesto: general theory and policy for marine reserves. MPA News, 7:7, February 2006. 4. Ballantine, W.J. 1991. Marine Reserves for ew Zealand. Leigh Laboratory Bulletin No.25, 200 p., ISBN 0-473-01188-3. 5. Bell, J.D. 1983. Effects of depth and marine reserve fishing restrictions on the structure of a rocky reef fish assemblage in the northwestern Mediterranean Sea. Journal of Applied Ecology, 20: 357-369. 6. Boero, F. 2007. Threats and challenges of the marine environment in the Mediterranean. 1 st Conference of the Network of Marine Protected Areas. 24-27 October 2007, Port-Cros. 7. Bohnsack, J.A. 2000. Marine Reserves. They Enhance Fisheries, Reduce Conflicts, and Protect Resource. Woods Hole Oceanographic Institution. Ocean Life Institute. 8. Buxton, C.D. 1996. The Role of Marine Protected Areas in the management of reef fish: A South African example. Proceedings of a technical meeting held at the South Australian Aquatic Sciences Centre, West beach, Adelaide. 9. Buxton, C.D., Smale, M. J. 1989. Abundance and distribution patterns of three temperate marine reef fish (Teleostei: Sparidae) in exploited and unexploited areas off the southern cape coast. Journal of Applied Ecology, 26: 441-451. 10. Cesar, H., Van Beukering, P. 2004. Sustainable Financing of Marine Managed Areas: Experiences from around the World. Cesar Environmental Economics Colsulting (CEEC), Arnhem, The Netherlands. 11. Cole, R.G., Ayling, T.M., Creese, R.C. 1990. Effects of marine reserve protection at Goat Island, northern ew Zealand. New Zealand Journal of Marine and Freshwater Research, 24: 197-210. 12. Γεωργιάδης Σταθόπουλος, Αστικός Κώδικας, 2004, Τόµος V, αρθρο 967, σελ. 144 επ. 13. Dalias, N., Lenfant, P., Licari, M.L., Bardelletti, C. 2007. Assistance guide to the management of the Protected Marine Areas: management and follow-up of the diving activity. Document published by the General Council of Pyrénées-Orientales within the program Interreg IIIC MedPAN. 62 pages + annexes. 14. Ditton, R.B., Osburn, H.R., Baker, T.L., and Thailing, C.E. 2002. Demographics, attitudes & reef management preferences of sport divers in offshore Texas waters. ICES Journal of Marine Science, 59: S186-S191. 15. Dixon, J.A. 2000. Economic benefits of Marine Protected Areas. Woods Hole Oceanographic Institution. Ocean Life Institute. 16. Driml, S. 1994. Protection for Profit. Economic & financial values of the Great Barrier Reef world heritage area and other protected areas. Great Barrier Reef Marine Park Authority, Research Publication, no.35, Townsville, pp.83. 17. Emerton, L., Bishop, J., and Thomas, L. 2005. Sustainable Financing of Protected Areas: A global review of challenges and options. IUCN. Gland, Switzerland and Cambridge, UK. 18. European Environment Agency, (EEA). 2005. The European environment - State and outlook 2005. ISBN: 92-9167-776-0. 19. Fernandes, L. 1995. Integrating Economic, Environmental & Social issues in an evaluation of Saba Marine Park. Netherlands, Antilles, Carribean Sea. A report submitted to Saba Marine Park, Saba Conservation Foundation and the Executive Council of Saba. pp. 60. 20. Francour, P., Harmelin, J.G., Pollard, D., Sartoretto, S. 2001. A review of marine protected areas in the northwestern Mediterranean region: siting, usage, zonation and management. Aquatic Conservation: Marine and Freshwater Ecosystems. 11: 155-188. 21. Fujita, R.M. 2001. Why Marine Reserves? Environmental Defense: finding the ways that work. 5655 College Av., Oakland, CA, USA 94618. 22. Gallacher-Freymuth, L. 2002. The Bonaire ational Marine Park. Marine Sciences & Coastal Management. Newcastle University. http://www.solutions-site.org/cat1_sol117.htm 23. Gell, F.R., Roberts, C.M. 2002. The fishery effects of marine reserves and fishery closures. WWF- US, 1250 24 th str., NW, Washington, DC 20037, USA. 24. Halpern, S.B. 2003. The impact of marine reserves: Do reserves work and does reverse size matter? Ecological Applications, 13, 1, Supplement, pp. S117-S137. ηµοσιευµένο στο νοµικό περιοδικό «ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ & ΙΚΑΙΟ», 2/2008, αρ. τεύχους 44, σελ. 237-244 12
25. Halpern, S.B., Warner, R.R. 2003. Matching marine reserve design to reserve objectives. The Royal Society Review, London. 270, 1871-1878. 26. Halpern, S.B., Warner, R.R. 2002. Marine reserves have rapid and lasting effects. Ecology Letters, 5: 361-366. 27. Harriott, V.J. 2002. Marine tourism impacts and their management on the Great Barrier Reef. CRC. Reef Research Centre. Technical Report No 46. 28. Inglis, J., Whitelaw, P., Pearlman, M. 2005. Best practices in strategic park management: towards an integrated park management model. Cooperative Research Center for Sustainable Tourism Pty Ltd. Australia. 29. IUCN, The World Conservation Union, Centre for Mediterranean Cooperation. Mediterranean marine protected areas and fisheries reserves. Report. 30. IUCN, The World Conservation Union. 2005. Private Protected Areas. Parks: The international journal of protected area managers, Vol. 15, No.2. 31. Jameson, S.C., Tupper, M.H., Ridley, J.M. 2002. The three screen doors: Can marine protected areas be effective? Marine Pollution Bulletin 44: 1177-1183. 32. Johnson, D.R., Funicelli, N.R., and Bohnsack J.A. 1999. Effectiveness of an existing estuarine notake fish sanctuary within the Kennedy Space Center, Florida. North American Journal of Fisheries Management 19(2):436-453. 33. Jones, P.J.S. 2006. Collective action problems posed by no take zones. Marine Policy, 30 (2), 143-156. 34. Kelleher, G. 1999. Guidelines for Marine Protected Areas. World Commission on Protected Areas of IUCN - The World Conservation Union 107pp. 35. Κούτσης, Κ. 2006. Θαλάσσια καταδυτικά πάρκα: ο ορισµός της αειφόρου ανάπτυξης και προστασίας του θαλάσσιου περιβάλλοντος. Περιοδικό Thalassa, Αθήνα, Τεύχος 57, Σεπτέµβριος 2006. 36. Levine, A. 2002. Global partnerships in Tanzania s marine resource management: GOs, the private sector and local communities. University of California, Berkeley. Dissertation field-research. 37. Licari, M-L., Muňoz, N., Birsel, A., Piante, C. 2006. Proceedings of the Workshop: Mediterranean Marine Protected Areas and sustainable management of tourism. 3 rd MedPAN Workshop, 22-25 March 2006, Collioure France, L Estartit Spain. 38. López Ornat, A. and Jiménez, S. 2006. Sustainable Financing Sources for Protected Areas in the Mediterranean Region. IUCN. Center for Mediterranean Cooperation. 144 pages. 39. López Ornat, A. (Editor). 2006. Guidelines for the Establishment and Management of Mediterranean Marine and Coastal Protected Areas. MedMPA project. Ed: UNEP-MAP RAC\SPA. Tunis. 40. Μαρκάτος,. 1987. Αποστολή στη Ζάκυνθο. Περιοδικό Υποβρύχιος Κόσµος, Αθήνα, εκέµβριος 1987. 41. Milazzo, M., Chemello, R., Badalamenti, F., Camarda, R., Riggio, S. 2002. The impact of human recreational activities in marine protected areas: what lessons should be learnt in the Mediterranean sea? Marine Ecology, 23, 1: 280-290. 42. Mundet, L., and Ribera, L. 2001. Characteristics of divers at a Spanish resort. Tourism Management, 22: 501-510. 43. Muňoz, N. 2007. Spatial use and divers behaviour in the Medes Islands. MedPAN Network (www.medpan.org). 44. Murawski, S.A., Brown, R., Lai, H.L., Rago, P.J., and Hendrickson, L. 1998. Large-scale closed areas as a fishery management tool in temperate marine systems: the Georges Bank experience. Proceedings of the 1998 Mote International Symposium on Essential Fish Habitat and Marine Reserves. 4-6 November, 1998, Sarasota, Florida. 45. Nevil, J., 2004. Marine o Take Areas: Principles of design and operation. 46. Ormsby, J., Moscardo, G., Pearce, P., Foxlee, J. 2004. A Review of Research into Tourist and Recreational Uses of Protected atural Areas. Great Barrier Reef Marine Park Authority. Series: Research publication no. 79. 47. Paddack, M.J. 1996. The influence of marine reserves upon rockfish populations in central California kelp forests. M.S. Thesis, University of California, Santa Cruz. 48. Palsson, W.A., and Pacunski, R.E. 1995. The response of rocky reef fishes to harvest refugia in Puget Sound. Proceedings: Puget Sound Research 1995, Puget Sound Water Quality Authority, Olympia, Washington, vol. 1. 49. Παναγιωτίδης, Π. 2004. Το θαλάσσιο οικοσύστηµα της Μεσογείου: ιδιαιτερότητες βιοποικιλότητα. Πρακτικά επιστηµονικής διηµερίδας: «Φάρµακα από την Θάλασσα». Ζάκυνθος, 25 & 26 Σεπτεµβρίου 2004. ηµοσιευµένο στο νοµικό περιοδικό «ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ & ΙΚΑΙΟ», 2/2008, αρ. τεύχους 44, σελ. 237-244 13
50. PISCO (Partnership for Interdisciplinary Studies of Coastal Oceans), 2002 & 2007. The Science of Marine Reserves. Web site: www.piscoweb.org 51. Pomeroy, R.S., Parks, J.E., Watson, L.M. 2004. How is your MPA doing? A guidebook of natural and social indicators for evaluating marine protected area management effectiveness. IUCN. Programme on Protected Areas. 52. Riedmiller, S. 2003. Private sector investment in marine protected areas: Experiences of the Chumbe Island Coral Park in Zanzibar/Tanzania. Vth World Parks Congress: Sustainable finance stream. Durban, South Africa. 53. Rigney, H. 1990. Marine reserves: Blueprints for protection. Australian Fisheries, 49 (12): 18-22. 54. Roberts, C.M., et al. 2003. Ecological criteria for evaluating candidate sites for marine reserves. Ecological Applications, 13 (1): S199-S214. 55. Roberts, C.M., Hawkins, J.P. 2000. Fully-protected marine reserves: a guide. WWF Endangered Seas Campaign, ISBN: 2-88085-239-0. 56. Russ, G.R., Alcala, A.C. 1996a. Do marine reserves export adult fish biomass? Evidence from Apo Island, central Philippines. Marine Ecology Progress Series 132: 1-9. 57. Russ, G.R., Alcala, A.C. 1996b. Marine reserves: rates and patterns of recovery and decline of large predatory fish. Ecological Applications, 6 (3): 947-961. 58. Shackley, M. 1998. Stingray City - Managing the impact of underwater tourism in the Cayman Islands. Journal of Sustainable Tourism, vol.6, No. 4: 328-338. 59. Spergel, B., Moye, M. 2004. Financing Marine Conservation. A menu of options. Washington, D.C.: WWF Center for Conservation Finance. 60. Teh, L.C.L. et al. 2007. A private management approach to coral reef conservation in Sabah, Malaysia. Biodiversity and Conservation. 61. Tudela, S. 2004. Ecosystem effects of fishing in the Mediterranean: an analysis of the major threats of fishing gear and practices to biodiversity and marine habitats. FAO. General Fisheries Commission for the Mediterranean. Studies and Reviews, No. 74, 44p. 62. Tuya, F.C., Soboil, M.L., and Kido, J. 2000. An assessment of the effectiveness of Marine Protected Areas in the San Juan Islands, Washington, USA. ICES, Journal of Marine Science, 57: 1218-1226. ηµοσιευµένο στο νοµικό περιοδικό «ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ & ΙΚΑΙΟ», 2/2008, αρ. τεύχους 44, σελ. 237-244 14