ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ Ο.Π. ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΘΕΡΙΝΑ - ΧΕΙΜΕΡΙΝΑ 17/3/2019 ΜΑΚΡΗ ΓΕΩΡΓΙΑ ΕΜΒΑΛΩΜΕΝΟΥ ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑΤΟΣ ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Ἀριστοτέλους Ἠθικὰ Νικομάχεια (Β 6, 4-8, 9-10) Α1. Στο παραπάνω κείμενο να βρείτε στο πρώτο απόσπασμα το σημείο που αναφέρεται στα παραδείγματα του μέσου και να το αποδώσετε νοηματικά. (Mονάδες: 6) Ο Αριστοτέλης, προκειμένου να αποδείξει ότι το μέσο που προσδιορίζεται με αντικειμενικά κριτήρια δεν μπορεί να ισχύσει για τον άνθρωπο, για τον οποίο πρέπει να βρεθεί το υποκειμενικό, χρησιμοποιεί δύο παραδείγματα, ακολουθώντας επαγωγική πορεία. Το χωρίο του κειμένου που αναφέρονται είναι το εξής: «Οἷον εἰ τὰ δέκα πολλὰ Ὁμοίως ἐπὶ δρόμου καὶ πάλης». Το πρώτο παράδειγμα αναφέρεται στο μέσο που προσδιορίζεται με αντικειμενικά κριτήρια, είναι ποσοτικό και είναι παρμένο από τις διδασκαλίες της αριθμητικής. Παίρνοντας μία σειρά αριθμών από το 2 μέχρι το 10, αναφέρει πως αν το δύο είναι λίγο (έλλειψη) και το δέκα πολύ (υπερβολή), το έξι είναι το αντικειμενικό μέσο, γιατί ισαπέχει από το 2 και από το 10, τα δύο άκρα κατά 4 μονάδες. Το δεύτερο παράδειγμα αναφέρεται στο μέσο που προσδιορίζεται με υποκειμενικά κριτήρια, είναι ποιοτικό, για τον προσδιορισμό του πρέπει να ληφθούν υπόψη αστάθμητοι και μεταβλητοί παράγοντες και είναι παρμένο από τον χώρο της διατροφής των αθλητών. Αν δηλαδή για κάποιον αθλητή οι δύο μνες τρόφιμα για να φάει είναι λίγες και οι δέκα μνες πολλές, τότε ο προπονητής δε θα επιβάλλει στους αθλητές του να τρώνε έξι μνες φαγητό, που αντιστοιχεί στο αντικειμενικό μέσο, γιατί για κάποιον αθλητή μπορεί οι έξι μνες φαγητού να θεωρηθούν μεγάλη ποσότητα, ενώ για κάποιον άλλο μικρή. Για το Μίλωνα, που ήταν μεγαλόσωμος και έτρωγε πάρα πολύ, οι έξι μνες φαγητό είναι λίγο, ενώ για κάποιον που τώρα αρχίζει να γυμνάζεται, είναι πολύ. Το ίδιο ισχύει και για τους αθλητές του δρόμου και της πάλης. Σε αυτή την περίπτωση πρέπει να ληφθούν υπόψη και να συνεκτιμηθούν πολλοί μεταβλητοί παράγοντες, γι αυτό και δεν μπορεί να καθοριστεί με αντικειμενικά κριτήρια. Α2. Να χαρακτηρίσετε τις παρακάτω προτάσεις ως σωστές ή λανθασμένες: 1. Το αντικειμενικό μέσο ισχύει και για την ηθική αρετή. Λάθος (Mονάδες: 4) 1
2. Κάθε ειδικός επιδιώκει την υποκειμενική μεσότητα. Σωστό 3. Η τέχνη είναι ακριβέστερη από τη φύση. Λάθος 4. Η αρετή σε αντίθεση με τη φύση στοχεύει στο μέσον. Λάθος Β1. «Ἐν παντὶ δὴ συνεχεῖ...οὐ τὸ τοῦ πράγματος ἀλλὰ τὸ πρὸς ἡμᾶς»: Με ποια κριτήρια είναι δυνατός, κατά το χωρίο αυτό, ο καθορισμός του μέσου και ποια είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της μεσότητας, ανάλογα με το κριτήριο καθορισμού της; Ο Αριστοτέλης είχε ορίσει μέχρι τώρα την ηθική αρετή ως «ἕξιν», δηλαδή ως σταθερό και μόνιμο γνώρισμα του χαρακτήρα του ανθρώπου που διαμορφώνεται όταν αυτός αποφεύγει να δρα και να εκδηλώνει τα «πάθη» του «καθ ὑπερβολήν» ή «κατ ἔλλειψιν» και ακολουθεί τον δρόμο της μεσότητας. Πριν προχωρήσει στον προσδιορισμό της ηθικής αρετής ως μεσότητας, αναφέρεται στην ίδια τη μεσότητα, για να κάνει κατανοητή πρώτα τη δική της έννοια. Υποστηρίζει ότι κάθε πράγμα που είναι συνεχές («συνεχεῖ»), και γι αυτό άπειρα διαιρέσιμο («διαιρετῷ»), μπορεί να χωριστεί μεταξύ των άλλων («ἔστι λαβεῖν»), χάρη στη διαιρετότητά του, με δύο τρόπους: α. Σε δύο άνισα μέρη, από τα οποία το ένα θα είναι μικρότερο και το άλλο μεγαλύτερο («τὸ μὲν πλεῖον τὸ δ' ἔλαττον»), β. Σε δύο ίσα μέρη («τὸ δ ἴσον»). Το μέσον, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, μπορεί να καθοριστεί με βάση αντικειμενικά (αριθμητική ή αντικειμενική μεσότητα) και υποκειμενικά κριτήρια (ανθρώπινη ή υποκειμενική μεσότητα). Το μέσον με βάση τα αντικειμενικά κριτήρια (κατ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα) είναι αυτό που ισαπέχει από τα δύο άκρα του πράγματος, από το «πλεῖον» και το «ἔλαττον («τὸ ἴσον ἀπέχον ἀφ ἑκατέρου τῶν ἄκρων»). Θεωρείται αντικειμενικό, γιατί απορρέει από τα δεδομένα της αριθμητικής, από επιστημονική δηλαδή γνώση, και γι αυτό είναι ένα και το αυτό για το συγκεκριμένο μέγεθος και αποδεκτό από όλους («ὅπερ ἐστὶν ἓν καὶ τὸ αὐτὸ πᾶσιν»). Το μέσον με βάση τα υποκειμενικά κριτήρια (πρὸς ἡμᾶς) δεν απορρέει από τα δεδομένα της αριθμητικής ούτε περισσεύει ούτε ελλείπει σε σχέση με αυτό που έχει ανάγκη ο καθένας (σε αυτό δεν υπάρχει ούτε κάποια υπερβολή ούτε κάποια έλλειψη) ούτε είναι ένα και ίδιο για όλους («ὃ μήτε πλεονάζει μήτε ἐλλείπει τοῦτο δ οὐχ ἕν, οὐδὲ ταὐτὸν πᾶσιν»). Είναι σχετικό και υποκειμενικό, ο προσδιορισμός του εξαρτάται από τον ίδιο τον άνθρωπο και, επομένως, διαφέρει για τον καθένα. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί τους όρους «κατ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα» και «πρὸς ἡμᾶς» που αντιστοιχούν στους όρους αντικειμενικός και υποκειμενικός γιατί αυτοί δεν υπήρχαν στην εποχή του. Ο Αριστοτέλης, προκειμένου να αποδείξει ότι το μέσο που προσδιορίζεται με αντικειμενικά κριτήρια δεν μπορεί να ισχύσει για τον άνθρωπο, για τον οποίο πρέπει να βρεθεί το υποκειμενικό, χρησιμοποιεί δύο παραδείγματα, ακολουθώντας επαγωγική πορεία. Το πρώτο παράδειγμα αναφέρεται στο μέσο που προσδιορίζεται με αντικειμενικά κριτήρια, είναι ποσοτικό και είναι παρμένο από τις διδασκαλίες της αριθμητικής. Παίρνοντας μία σειρά αριθμών από το 2 μέχρι το 10, αν το δύο είναι λίγο (έλλειψη) και το δέκα πολύ (υπερβολή), το έξι είναι το αντικειμενικό μέσο, γιατί ισαπέχει από το 2 και από 2
το 10, τα δύο άκρα κατά 4 μονάδες (6 2 = 4 και 10 6 = 4). Το δεύτερο παράδειγμα αναφέρεται στο μέσο που προσδιορίζεται με υποκειμενικά κριτήρια, είναι ποιοτικό, για τον προσδιορισμό του πρέπει να ληφθούν υπόψη αστάθμητοι και μεταβλητοί παράγοντες και είναι παρμένο από τον χώρο της διατροφής των αθλητών. Χαρακτηριστικά αναφέρει ότι αν για κάποιον αθλητή οι δύο μνες τρόφιμα για να φάει είναι λίγες και οι δέκα μνες πολλές, τότε ο προπονητής δε θα επιβάλλει στους αθλητές του να τρώνε έξι μνες φαγητό, που αντιστοιχεί στο αντικειμενικό μέσο, γιατί για κάποιον αθλητή μπορεί οι έξι μνες φαγητού να θεωρηθούν μεγάλη ποσότητα, ενώ για κάποιον άλλο μικρή. Για το Μίλωνα, που ήταν μεγαλόσωμος και έτρωγε πάρα πολύ, οι έξι μνες φαγητό είναι λίγο, ενώ για κάποιον που τώρα αρχίζει να γυμνάζεται, είναι πολύ. Το ίδιο ισχύει και για τους αθλητές του δρόμου και της πάλης. Με το «οὕτω δή» ο Αριστοτέλης συμπεραίνει ότι κάθε ειδικός τεχνίτης, ο έμπειρος σε κάποιον τομέα («ἐπιστήμων») αποφεύγει την υπερβολή και την έλλειψη και επιδιώκει («ζητεῖ») και επιλέγει («αἱρεῖται») το μέσον που προσδιορίζεται με υποκειμενικά, ποιοτικά και όχι ποσοτικά κριτήρια σε οποιονδήποτε τομέα της ανθρώπινης δραστηριότητας. Η χρήση του ρήματος «αἱρεῖται» δείχνει ότι η μεσότητα είναι αποτέλεσμα προσωπικής και συνειδητής επιλογής και απαιτείται θέληση από την πλευρά του ανθρώπου για να επιτευχθεί. Έτσι, ο Αριστοτέλης διαφέρει από τη σχετικοκρατική αντίληψη των σοφιστών, όπως εκφράζεται με τη φράση του Πρωταγόρα «Πάντων χρημάτων μέτρον ἐστὶν ἄνθρωπος, τῶν μὲν ὄντων ὡς ἔστιν, τῶν δὲ οὐκ ὄντων ὡς οὐκ ἔστιν» (= μέτρο για όλα τα πράγματα είναι ο άνθρωπος, αυτών που υπάρχουν ότι υπάρχουν, και αυτών που δεν υπάρχουν ότι δεν υπάρχουν). Οπότε αυτή η υποκειμενικότητα του μέσου δεν είναι πραγματική, καθώς η λογική (ο ορθός λόγος) διασφαλίζει την ύπαρξη αντικειμενικού παράγοντα στον προσδιορισμό του μέσου για τον άνθρωπο. B2. Πώς συσχετίζονται από τον Αριστοτέλη οι έννοιες: ἐπιστήμη (τέχνη)-ἀρετή-φύσις; Ο Αριστοτέλης προεκτείνει το τελικό συμπέρασμα της προηγούμενης ενότητας, που υποστήριξε ότι κάθε ειδικός αποφεύγει την υπερβολή και την έλλειψη επιδιώκοντας το μέσον, και συνεχίζοντας αναφέρει ότι και κάθε επιστήμη εκπληρώνει το έργο της όταν στρέφεται και κατευθύνεται στη μεσότητα. Με τον όρο βέβαια επιστήμη εννοεί κάθε τεχνική εργασία, δεξιότητα ή επιτηδειότητα. Σημαίνει δηλαδή την καλή κατάρτιση όχι μόνο σε έναν θεωρητικό, γνωστικό τομέα, αλλά και σε μια τεχνική μέθοδο. Όταν η τέχνη επιστήμη λειτουργεί σωστά, επιδιώκει τη μεσότητα. Αξίζει να επισημανθεί εδώ ότι οι όροι επιστήμη και τέχνη έχουν σχεδόν το ίδιο σημασιολογικό περιεχόμενο και δεν έχουν καμία σχέση με τους ίδιους όρους, όταν χρησιμοποιούνται από τον Αριστοτέλη ως «διανοητικές αρετές». Από αυτό το σημείο ο Αριστοτέλης με την πραγμάτευση της μεσότητας που σχετίζεται με τις τέχνες μάς προετοιμάζει για τη μετάβαση στην ηθική αρετή που κατεξοχήν θεωρεί μεσότητα, γιατί είναι η ακριβέστερη και καλύτερη στο να δαμάζει τα πάθη, να διαμορφώνει το χαρακτήρα, να διαπλάθει τον άνθρωπο. Ως μέσο θεωρείται αυτό 3
που λαμβάνεται με υποκειμενικά κριτήρια έχοντας ως μέτρο τον άνθρωπο. Τη μετάβαση από την τέχνη στην ηθική αρετή την επιτυγχάνει με έναν σύνθετο υποθετικό συλλογισμό. Στην πρώτη υποθετική προκείμενη ο Αριστοτέλης αξιοποιεί τα συμπεράσματα που προέκυψαν από την προηγούμενη ενότητα. Ο τροπικός προσδιορισμός «οὕτω» συνδέει την τελευταία περίοδο της προηγούμενης ενότητας με την πρώτη υποθετική πρόταση της παρούσας ενότητας καταδεικνύοντας ότι κάθε τεχνική εργασία συνδέεται με σκοπό και πράξη, ενώ ταυτόχρονα επεξηγεί τα μετοχικά σύνολα «πρὸς τὸ μέσον βλέπουσα καὶ εἰς τοῦτο ἄγουσα τὰ ἔργα». Η τέχνη και η μεσότητα παρουσιάζονται ως αδιάσπαστες και θεμελιώνει αυτή τη βεβαιότητά του αναφέροντας ότι η ολοκλήρωση της αποστολής της τέχνης πραγματώνεται όταν υπάρχει ως απαραίτητη προϋπόθεση η τήρηση της μεσότητας. Η στενή συνάφειά τους μάλιστα ενισχύεται από τις μετοχές «βλέπουσα» καὶ «ἄγουσα». Με τη μετοχή «βλέπουσα» εννοεί τη θεωρητικά προγενέστερη σύλληψη του σκοπού που εδώ ταυτίζεται με τη στόχευση του μέσου, ενώ με τη μετοχή «ἄγουσα» την πράξη με την οποία πραγματώνεται ο σκοπός της μεσότητας. Η ολοκλήρωση της θέσης του επιτυγχάνεται με το επίρρημα εὖ, μέσω του οποίου αποδεικνύεται ότι κάθε προσπάθεια προσέγγισης της τελειότητας στην τέχνη δεν οδηγεί στην ολοκλήρωση του έργου αν δε συνοδεύεται από τη κατάκτηση της μεσότητας. Μ αυτό τον τρόπο ο κάθε ειδικός «εὖ ἐπιτελεῖ», αρτιώνει το έργο του, οδηγώντας το στην ολοκλήρωση. Όπως λοιπόν κάθε γνώση τέχνη (επιστήμη) αποβλέπει στη μεσότητα, έτσι οι καλοί τεχνίτες (ἀγαθοὶ τεχνῖται) έχουν στραμμένο το βλέμμα τους σ αυτήν και γι αυτό τα έργα που δημιουργούν είναι τέλεια, ολοκληρωμένα («τοῖς εὖ ἔχουσιν ἔργοις»). Ένα έργο τέχνης θεωρείται επιτυχημένο όταν ο δημιουργός του κατορθώσει να εξισορροπήσει σ αυτό την υπερβολή και την έλλειψη φτάνοντας στην ιδανική μεσότητα και επομένως στην ποιοτική τελειότητα. Επομένως, γίνεται κατανοητό ότι η υπερβολή και η έλλειψη διαταράσσουν την ισορροπία και καταστρέφουν την τελειότητά του («φθειρούσης»), ενώ η μεσότητα τη διαφυλάσσει («σῳζούσης»). Το εὖ αναφέρεται στην αρτιότητα του έργου, που ο δημιουργός την επιδιώκει έχοντας την αίσθηση του μέτρου. Με τη χρήση αυτής της δεύτερης υποθετικής πρότασης ο Αριστοτέλης υποστηρίζει ότι αυτά που ισχύουν για την τέχνη, ισχύουν ακόμη περισσότερο για την ηθική αρετή, που είναι η υπέρτατη έκφανση της μεσότητας. Η συνάφεια μεταξύ αρετής-μεσότητας είναι πολύ στενή: αφού για ένα έργο τέχνης η μεσότητα παραπέμπει στην τελειότητα και αφού η αρετή είναι ουσιαστικότερη στην πραγμάτωσή της από την τέχνη, άρα η αρετή είναι ουσιαστικότερη στην πραγμάτωσή της από την τέχνη και κατ εξοχήν μεσότητα. Η μεσότητα βρίσκει στην αρετή την αυθεντικότερη έκφρασή της και συγκεκριμενοποιείται. Η συνάφεια των τέχνη-επιστήμη φαίνεται και από τη χρησιμοποίηση του ίδιου κατηγορηματικού προσδιορισμού (πᾶσα πάσης). Ο Αριστοτέλης συσχετίζει με αξιολογική σειρά τις έννοιες ἐπιστήμη (τέχνη) ἀρετή φύσις αναφέροντας ότι κοινό τους χαρακτηριστικό είναι η δυνατότητά τους να δημιουργούν μορφές. Η διαφορά τους έγκειται σε τι δίνει μορφή η καθεμιά. Η τέχνη μορφοποιεί το υλικό της και δίνει σ αυτό την τέλεια μορφή. Η φύση δίνει μορφή σε όλα τα φυσικά όντα, προικίζοντάς τα με κάποιες φυσικές ιδιότητες. Τέλος, η αρετή δίνει μορφή στην προσωπικότητα του ανθρώπου και την ολοκληρώνει, διαμορφώνει τον εσωτερικό του 4
κόσμο και στην ουσία επεμβαίνει στην ουσία της υπόστασής του. Συγκεκριμένα «ἡ τέχνη μιμεῖται τὴν φύσιν», όπως διαπιστώνει και ο Ασπάσιος, ο σχολιαστής του Αριστοτέλη. Μορφοποιεί την ύλη για να της δώσει τέλεια μορφή και ν αποδώσει σε κάθε έργο τα χαρακτηριστικά της τελειότητας που υπάρχουν στη φύση. Γι αυτό η τέχνη είναι κατώτερη από τη φύση αφού «μᾶλλον δ ἐστὶ τὸ οὗ ἕνεκα καὶ τὸ καλὸν ἐν τοῖς τῆς φύσεως ἔργοις ἤ ἐν τῆς τέχνης». Η ηθική αρετή είναι ανώτερη από την τέχνη («ἀκριβεστέρα καὶ ἀμείνων πάσης τέχνης») αφού δίνει μορφή στην προσωπικότητα του ανθρώπου. Είναι μια ενεργητική ψυχική διάθεση που οδηγεί τον άνθρωπο στην πραγμάτωση του φυσικού προορισμού, δηλαδή στην τελείωση και ολοκλήρωση. Όπως μάλιστα αναφέρει και ο Ασπάσιος, η αρετή είναι ανώτερη από την τέχνη, γιατί η αρετή είναι «τελειότης φύσεως καὶ κατωρθωμένη φύσις», δηλαδή μια φυσική ιδιότητα με επιτυχία οδηγημένη στο σκοπό της. Η φύση, που κι αυτή δημιουργεί μορφές, είναι ανώτερη από την τέχνη. Η φύση είναι η αρχή και το τέλος των πλασμάτων. Αφού λοιπόν είναι τέλεια, σ αυτήν θα πρέπει να στρέφεται ο άνθρωπος. Στη φύση υπάρχει το τέλειον, που είναι το μέσον, το οποίο θα πρέπει να βρει ο άνθρωπος για να ολοκληρωθεί. Από τη στιγμή δηλαδή που γεννιέται και αυξάνεται, οδηγείται, ανεξάρτητα από τη θέλησή του, στο «τέλος», στην τελειότερη μορφή του. Η φύση λοιπόν υπερέχει της τέχνης γιατί κάθε φυσικό ον τείνει προς την τελειότητα, προς την ολοκλήρωση, ενώ τα έργα τέχνης μένουν αμετάβλητα και δεν τείνουν πουθενά. Γι αυτό και η πραγματική ομορφιά βρίσκεται στα έργα της φύσης. Ο Αριστοτέλης αναφέρει: «ο σκοπός και το ωραίο είναι σε μεγαλύτερο βαθμό παρόντα στη φύση, παρά στα έργα της τέχνης». Η αγάπη του Αριστοτέλη για τη φύση και η υπεροχή της αναγνωρίζεται και από άλλα έργα του όπως στα «Περὶ οὐρανοῦ», «Περὶ τὰ ζῶα ἱστορίαι», καθώς και από τις προσωπικές του έρευνες στην Ερεσσό της Λέσβου. Συμπερασματικά Η φύση προηγείται (δίνει μορφή στα φυσικά όντα) Η αρετή ακολουθεί (τελειοποιεί τα ανθρώπινα όντα) Η τέχνη έπεται των δύο προηγούμενων (δίνει μορφή στα άψυχα όντα) Η αρετή και η φύση είναι ανώτερες από την τέχνη. Η ακρίβεια και η ανωτερότητα των έργων της αρετής έναντι της τέχνης έγκειται στην ψυχική τελειότητα που προσδίδει στον άνθρωπο, που είναι το πολυτιμότερο απ όλα σύμφωνα και με την άποψη που διατυπώνει ο Πλάτωνας στην «Πολιτεία». Επιπλέον, η μορφοποίηση (έργο της αρετής) είναι δύσκολη υπόθεση, γιατί απαιτεί επίπονη και επίμονη άσκηση, καθώς έχει να κάνει με παράγοντες που δύσκολα δαμάζονται και πιέζουν ξεπερνώντας το μέτρο, ή που δύσκολα πείθονται και μεταστρέφονται. Η υπεροχή των έργων της αρετής είναι απόρροια της ελληνικής ανθρωπιστικής πίστης, όπου στα έργα του ανθρώπου οι αρχαίοι διέκριναν τη θεϊκή μοίρα, τη φυσική δηλαδή δύναμη για να υπερβεί ο άνθρωπος την υλική του υπόσταση στρεφόμενος στα έργα της αρετής φτάνοντας έτσι στην τελείωση. Αξίζει να αναφέρουμε ότι ο Αριστοτέλης με τον όρο «φύσις ἀνθρωπείᾳ» δεν εννοεί τον άνθρωπο ως φυσική οντότητα, αλλά το σύνολο των φυσικών ιδιοτήτων που τον κάνουν να ξεχωρίζει απ όλα τα υπόλοιπα φυσικά όντα και τον οδηγούν στην τελείωση. 5
Β3. Να επιλέξετε τη σωστή από τις παρακάτω προτάσεις που σας δίνονται: 1. Ο Αριστοτέλης πίστευε ακράδαντα πως γνώρισμα του αληθινού φιλοσόφου είναι να έχει το κουράγιο ακόμη Α. «καὶ τὰ δημόσια ἀναιρεῖν ἐπὶ σωτηρίᾳ τῆς ἀληθείας» Β. «καὶ τὰ ἡδέα αἱρεῖν ἐπὶ σωτηρίᾳ τῆς ἀληθείας» Γ. «καὶ τὰ οἰκεῖα ἀναιρεῖν ἐπὶ σωτηρίᾳ τῆς ἀληθείας» 2. Ο Αριστοτέλης χρησιμοποιώντας στίχους από την Οδύσσεια έκανε έναν δριμύ υπαινιγμό στους Α. πολιτικούς Β. σοφιστές Γ. συκοφάντες 3. Στο Β' βιβλίο των Ηθικών Νικομαχείων ο Αριστοτέλης ασχολείται με Α. τις ηθικές αρετές Β. τις διανοητικές αρετές Γ. τις ηθικές και τις διανοητικές αρετές 4. Ο Αριστοτέλης ονόμασε ἐπιθυμητικόν το μέρος της ψυχής που έχει σχέση Α. με τις αρετές που αφορούν το λογικό μας. Β. με τη σοφία ή τη φρόνηση Γ. με τις αρετές που περιγράφουν τον χαρακτήρα του ανθρώπου 5. Ο Αριστοτέλης αναχωρεί από την Αθήνα για δεύτερη φορά, επειδή: Α. στεναχωρήθηκε για την είδηση του θανάτου του Αλεξάνδρου. Β. κατηγορήθηκε για ασέβεια με αφορμή ένα ποίημα σε μορφή παιάνα που είχε γράψει για τον φίλο του, τον Ερμία. Γ. κατηγορήθηκε για συνομωσία εναντίον του Φιλίππου, του βασιλιά της Μακεδονίας. Β4. Να βρείτε με ποιες λέξεις του πρωτότυπου κειμένου παρουσιάζουν ετυμολογική συγγένεια οι παρακάτω λέξεις και στη συνέχεια να γράψετε ένα ουσιαστικό ετυμολογικά συγγενές στα νέα ελληνικά: εδώδιμος, ύπαρχος, τροχιά, ταγός, σύνθημα. εδώδιμος: φαγεῖν - έδεσμα ύπαρχος: ἀρχομένῳ - έναρξη τροχιά: δρόμου - διάδρομος ταγός: προστάξει - επιταγή σύνθημα: προσθεῖναι θεσμός 6
Β5. Στο παρακάτω απόσπασμα η έλλειψη κάλλους συσχετίζεται με την ασυμμετρία. Αφού αναφερθείτε στη σημασία της συμμετρίας να συγκρίνετε την άποψη του Πλάτωνα με την αντίστοιχη του Αριστοτέλη για το μέσον, λαμβάνοντας υπόψη ότι σε αυτό στοχεύει τόσο η τέχνη όσο και η ηθική αρετή. «Αλλά και μια φύση άμουση και αφιλόκαλη πού αλλού θα πούμε πως τραβά φυσικά παρά στην ασυμμετρία. Πού αλλού βέβαια; Νομίζεις όμως πως η αλήθεια έχει περισσότερη σχέση με τη συμμετρία ή την ασυμμετρία; Με τη συμμετρία. Πρέπει λοιπόν εκτός από τ άλλα να ζητούμε μια διάνοια προικισμένη από τη φύση έτσι που ν αγαπά τη συμμετρία και τη χάρη και που η έμφυτη προδιάθεσή της θα την οδηγά εύκολα προς το καθαυτό ον. Πώς όχι; Αλλά στάσου μήπως σου περνά κάπως η ιδέα, πως όλες αυτές οι ιδιότητες που απαριθμήσαμε, δεν είναι και συνέπεια η μία της άλλης και απαραίτητες για την ψυχή που πρόκειται να μεταλάβει, όσο παίρνει αρκετά από το ον; Και πολύ μάλιστα απαραίτητες». Στο απόσπασμα της Πολιτείας γίνεται αναφορά στη σημασία της συμμετρίας. Συγκεκριμένα αναφέρεται ότι η έλλειψη κάλλους συσχετίζεται με την ασυμμετρία, ενώ η αλήθεια συσχετίζεται με τη συμμετρία. Ο Πλάτωνας υποστηρίζει ότι μια διάνοια είναι προικισμένη από τη φύση της να αγαπά τη συμμετρία. Είναι μια έμφυτη προδιάθεση που την οδηγεί στην κατάκτηση του στόχου της, να γνωρίσει το καθαυτό ον στον κόσμο των ιδεών. Βοηθούν την ψυχή να φτάσει σε ένα υψηλότερο επίπεδο, στην θέση του αγαθού, που οδηγεί τον άνθρωπο στην επίτευξη της ευδαιμονίας. Ο Αριστοτέλης με τη σειρά του αναφέρεται στην έννοια της μεσότητας που υπάρχει τόσο στην τέχνη όσο και στην ηθική αρετή. Υποστηρίζει πως ένα έργο τέχνης θεωρείται επιτυχημένο όταν ο δημιουργός του κατορθώσει να εξισορροπήσει σ αυτό την υπερβολή και την έλλειψη φτάνοντας στην ιδανική μεσότητα και επομένως στην ποιοτική τελειότητα. Επομένως, γίνεται κατανοητό ότι η υπερβολή και η έλλειψη διαταράσσουν την ισορροπία και καταστρέφουν την τελειότητά του («φθειρούσης»), ενώ η μεσότητα τη διαφυλάσσει («σῳζούσης»). Το εὖ αναφέρεται στην αρτιότητα του έργου, που ο δημιουργός την επιδιώκει έχοντας την αίσθηση του μέτρου. Μ αυτό λοιπόν το επεξηγητικό επιχείρημα μας γνωστοποιεί την αντίληψη του μέτρου που επιβεβαιώνεται και από τα λόγια του Πλάτωνα: «το μέτρο και η συμμετρία συμβαίνει να μεταβάλλονται σε ομορφιά και αρετή» («μετριότης γὰρ καὶ συμμετρία κάλλος δήπου καὶ ἀρετὴ πανταχοῦ συμβαίνει γίγνεσθαι» Φίληβος, 64e, 6). Και ο Αριστοτέλης στο έργο του Ποιητική αναφέρει ότι ένα έργο τέχνης δεν πρέπει να είναι ούτε «παμμέγεθες» ούτε «πάμμικρον» (1450b, 37-39). Ο Αριστοτέλης ενισχύει τα λεγόμενά του βασιζόμενος σε εμπειρικά δεδομένα, γεγονός που αποτυπώνεται και με τη χρήση των ρημάτων «εἰώθασιν» και «λέγομεν», τα οποία αποδίδουν την καθημερινή πρακτική και την αντίληψή τους για το μέτρο σε κάθε τομέα της ζωής τους. Δεν θα πρέπει, φυσικά, να συγχέουμε την έννοια του μέσου και της μεσότητας με την έννοια του μετρίου και της μετριότητας, όπως την αντιλαμβανόμαστε σήμερα. Το επίθετο «μέτριος» για την αρχαία ελληνική σκέψη χαρακτήριζε τον άνθρωπο που παρουσίαζε τη σωστή αναλογία, ήταν μετριόφρων, εγκρατής, δίκαιος και ενάρετος. Ο Αριστοτέλης ταυτίζει το «μέσον» με το θεμέλιο και καίριο σημείο, από άποψη ουσίας, ενώ στην επόμενη 7
ενότητα χρησιμοποιεί και τον όρο «ἄριστον» για να κάνει πιο φανερή τη σπουδαιότητά του. Συνεχίζοντας υποστηρίζει ότι αυτά που ισχύουν για την τέχνη, ισχύουν ακόμη περισσότερο για την ηθική αρετή, που είναι η υπέρτατη έκφανση της μεσότητας. Η συνάφεια μεταξύ αρετής-μεσότητας είναι πολύ στενή: αφού για ένα έργο τέχνης η μεσότητα παραπέμπει στην τελειότητα και αφού η αρετή είναι ουσιαστικότερη στην πραγμάτωσή της από την τέχνη, άρα η αρετή είναι ουσιαστικότερη στην πραγμάτωσή της από την τέχνη και κατ εξοχήν μεσότητα. Η μεσότητα βρίσκει στην αρετή την αυθεντικότερη έκφρασή της και συγκεκριμενοποιείται. Ακόμη ο Αριστοτέλης επισημαίνει ότι η ηθική μπορεί να θεωρηθεί και τέχνη «ἀμείνων πάσης τέχνης», όταν την παρακολουθούμε στην εφαρμογή της από τους ανθρώπους και προσπαθούμε να την πραγματώσουμε μέσω της έρευνας του αγώνα και της άσκησης. Η ανακάλυψη λοιπόν του μέτρου και της μεσότητας και η εφαρμογή τους είναι μια πολύ δύσκολη τέχνη. Η ακρίβεια και η ανωτερότητα των έργων της αρετής έναντι της τέχνης έγκειται στην ψυχική τελειότητα που προσδίδει στον άνθρωπο, που είναι το πολυτιμότερο απ όλα σύμφωνα και με την άποψη που διατυπώνει ο Πλάτωνας στην «Πολιτεία». Επιπλέον, η μορφοποίηση (έργο της αρετής) είναι δύσκολη υπόθεση, γιατί απαιτεί επίπονη και επίμονη άσκηση, καθώς έχει να κάνει με παράγοντες που δύσκολα δαμάζονται και πιέζουν ξεπερνώντας το μέτρο, ή που δύσκολα πείθονται και μεταστρέφονται. Η έννοια του μέσου κατέχει κεντρική θέση στη διδασκαλία του Αριστοτέλη, η οποία υπήρχε και σ αυτή του Πλάτωνα που αναφέρει έννοιες όπως «μέτριον» και «συμμετρία». Η αρετή βέβαια ως μεσότητα έχει τις ρίζες της στους προσωκρατικούς φιλοσόφους και ιδιαίτερα στους Πυθαγορείους, όπου προβάλλουν την τήρηση του μέτρου και της αρμονίας για τη διατήρηση της υγείας. Η βάση του κόσμου βρίσκεται στις αντιθέσεις, που τελικά δένονται σ ένα σύνολο, σε μια σφαίρα. Επιπλέον η μεσότητα βρισκόταν μέσα στις δραστηριότητες των αρχαίων Ελλήνων, γεγονός που καταδεικνύεται και από τα ηθικά παραγγέλματα «μηδὲν ἄγαν» και «μέτρον ἄριστον». Η τήρηση του μέτρου ήταν το ιδανικό, ενώ η ύβρις, η συμπεριφορά που ξεπερνά το μέτρο απέναντι στους θεούς, πάντα δεν είναι αποδεκτή και συντρίβεται. Ακόμη και στα έργα τέχνης των αρχαίων Ελλήνων παρατηρείται η μεσότητα, αφού αυτά δεν είχαν κολοσσιαίες διαστάσεις, όπως των ανατολικών λαών. Γι αυτό και τα αρχαία ελληνικά καλλιτεχνήματα θεωρούνται πρότυπα, κλασσικά και διαχρονικά. Αξιοσημείωτη είναι η διαφορά στην έννοια της αρετής μεταξύ Πλάτωνα και Αριστοτέλη. Πλάτωνας η αρετή, το αγαθό βρίσκεται στο νοητό και μεταφυσικό κόσμο, έξω από την πρακτική ζωή του ανθρώπου. Είναι απόμακρη και μόνο κατά θεία παραχώρηση γίνεται κτήμα του ανθρώπου. Αριστοτέλης προσπαθεί ν απαντήσει σε καθημερινά ερωτήματα του ανθρώπου, και όχι μόνο σε θεωρητικά, καταρτίζοντας έναν πρακτικό οδηγό πράξεων και ενεργειών. 8
ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Γ1. Να μεταφράσετε το παρακάτω απόσπασμα από το κείμενο που σας δίνεται: «Ἔφοροι οὖν ἱκανοὶ μέν εἰσι... εὐθὺς παραχρῆμα κολάζουσι». «Οι έφοροι λοιπόν είναι ικανοί να επιβάλλουν πρόστιμο σε όποιον τυχόν θέλουν, είναι και κυρίαρχοι στο να εισπράττουν το πρόστιμο αμέσως, ενώ είναι κυρίαρχοι και στο να παύσουν τους άρχοντες πριν από το τέλος της θητείας τους και στο να φυλακίσουν (τους άρχοντες) και στο να οδηγήσουν σε δίκη για αδίκημα που επισύρει την ποινή του θανάτου. Αν και έχουν τόσο μεγάλη δύναμη δεν επιτρέπουν όπως ακριβώς οι άλλες πόλεις να εξουσιάζουν αυτοί που εκλέχθηκαν σε όλη τη διάρκεια του έτους όπως τυχόν θέλουν, αλλά όπως ακριβώς οι τύραννοι και οι επιτηρητές στους γυμνικούς αγώνες, αν διαπιστώνουν ότι κάποιος έκανε κάποια παρανομία, ευθύς αμέσως (τον) τιμωρούν». Γ2. Με βάση τα δεδομένα του κειμένου να αναφέρετε ποια διαδικασία ακολούθησε ο Λυκούργος προτού παραδώσει τους νόμους του στην πόλη και ποια θεωρούσε ως τη σημαντικότερη αρετή για τη ζωή των Σπαρτιατών. Σύμφωνα με τα δεδομένα του κειμένου ο νομοθέτης Λυκούργος πριν παραδώσει τους νόμους του στους πολίτες της Σπάρτης πήγε στο μαντείο των Δελφών μαζί με τους ισχυρότερους πολίτες για να ρωτήσει αν θα ήταν ωφέλιμο για την πόλη να υπακούει στους νόμους του. Όταν πήρε το χρησμό που ανέφερε ότι θα ήταν καλύτερο για τον καθένα να υπακούει στους νόμους αυτούς επικύρωσε ότι η απείθεια στους νόμους δεν θα ήταν μόνο μια παράνομη πράξη, αλλά και ασεβής. Ακόμη κατόρθωσε να θεωρείται στην πόλη προτιμότερος ο έντιμος θάνατος από την ντροπιασμένη ζωή. Η αρετή της ανδρείας συνόδευε τις πράξεις τους και καθόριζε τον τρόπο της ζωής τους. Γ3α. «Πολλῶν δὲ καὶ ἄλλων ὄντων μηχανημάτων οἷς αὐτὸς ἔθηκε νόμοις»: να βρείτε τα επίθετα θετικού και συγκριτικού βαθμού που υπάρχουν στο χωρίο και στη συνέχεια να γράψετε τον ίδιο τύπο στον υπερθετικό βαθμό. (Μονάδες: 4) Πολλῶν: πλείστων καλῶν: καλλίστων λῷον: λῷστον ἄμεινον: ἄριστον Γ3β. «οἷς αὐτὸς ἔθηκε νόμοις»: να μεταφερθεί η πρόταση στον άλλο αριθμό. ᾧ αὐτοὶ ἔθεσαν νόμῳ (Μονάδες: 1) 9
Γ3γ. «ἐπεὶ δὲ ἀνεῖλε τῷ παντὶ ἄμεινον εἶναι, τότε ἀπέδωκεν, οὐ μόνον ἄνομον ἀλλὰ καὶ ἀνόσιον θεὶς τὸ πυθοχρήστοις νόμοις μὴ πείθεσθαι»: από το χωρίο που σας δίνεται να εντοπίσετε τα ρήματα και να τα μεταφέρετε στον ίδιο τύπο του ενεστώτα. (Μονάδες: 2) ἀνεῖλε: ἀναιρεῖ ἀπέδωκεν: ἀποδίδωσιν Γ3δ. «Ὡς τἀληθὲς εἰπεῖν καὶ ἕπεται τῇ ἀρετῇ σῴζεσθαι εἰς τὸν πλείω χρόνον μᾶλλον ἢ τῇ κακίᾳ»: να βρείτε τους ρηματικούς τύπους της περιόδου και στη συνέχεια να γράψετε το β ενικό προστακτικής αορίστου στην ίδια φωνή. (Μονάδες: 3) εἰπεῖν: εἰπὲ ἕπεται: σποῦ σῴζεσθαι: σῷσαι Γ4α. «Ὡς τἀληθὲς εἰπεῖν καὶ ἕπεται τῇ ἀρετῇ σῴζεσθαι εἰς τὸν πλείω χρόνον μᾶλλον ἢ τῇ κακίᾳ»: Να εντοπίσετε τη σύγκριση στην παραπάνω πρόταση επισημαίνοντας τον α και β όρο σύγκρισης και τον τρόπο εκφοράς του, καθώς και τη συγκριτική λέξη. Στη συνέχεια να αναδιατυπώσετε τον β όρο σύγκρισης με άλλο ισοδύναμο τρόπο. (Μονάδες: 3) Η σύγκριση βρίσκεται στο σημείο μᾶλλον ἢ τῇ κακίᾳ. Α όρος σύγκρισης: τῇ ἀρετῇ Β όρος σύγκρισης: ἢ τῇ κακίᾳ Τρόπος εκφοράς: ἢ και ομοιόπτωτα (δοτική) με α όρο σύγκρισης Συγκριτική λέξη: μᾶλλον Ισοδύναμος τρόπος: τῆς κακίας (γενική συγκριτική) Γ4β. «Πολλῶν δὲ καὶ ἄλλων ὄντων μηχανημάτων καλῶν τῷ Λυκούργῳ εἰς τὸ πείθεσθαι τοῖς νόμοις ἐθέλειν τοὺς πολίτας, ἐν τοῖς καλλίστοις καὶ τοῦτό μοι δοκεῖ εἶναι, ὅτι οὐ πρότερον ἀπέδωκε τῷ πλήθει τοὺς νόμους πρὶν ἐλθὼν σὺν τοῖς κρατίστοις εἰς Δελφοὺς ἐπήρετο τὸν θεὸν εἰ λῷον καὶ ἄμεινον εἴη τῇ Σπάρτῃ πειθομένῃ οἷς αὐτὸς ἔθηκε νόμοις»: να βρείτε τις δευτερεύουσες προτάσεις του αποσπάσματος και να τις χαρακτηρίσετε ως προς το είδος και την εκφορά τους. (Μονάδες: 4) ὅτι οὐ πρότερον ἀπέδωκε τῷ πλήθει τοὺς νόμους: δευτερεύουσα ονοματική ειδική πρόταση κρίσεως. Εκφέρεται με οριστική (ἀπέδωκε) γιατί δηλώνει το πραγματικό. 10
πρὶν ἐλθὼν σὺν τοῖς κρατίστοις εἰς Δελφοὺς ἐπήρετο τὸν θεὸν: δευτερεύουσα επιρρηματική χρονική πρόταση. Εκφέρεται με οριστική (ἐπήρετο) γιατί δηλώνει μόνο το χρόνο. εἰ λῷον καὶ ἄμεινον εἴη τῇ Σπάρτῃ πειθομένῃ: δευτερεύουσα ονοματική πλάγια ερωτηματική πρόταση, ολικής άγνοιας. Εκφέρεται με ευκτική του πλαγίου λόγου (εἴη) γιατί εξαρτάται από ρήμα ιστορικού χρόνου (ἐπήρετο). οἷς αὐτὸς ἔθηκε νόμοις: δευτερεύουσα ονοματική αναφορική πρόταση κρίσεως. Εκφέρεται με οριστική (ἔθηκε) γιατί δηλώνει το πραγματικό. Γ4γ. «καὶ γὰρ δὴ ἐπισκοπῶν τις ἂν εὕροι μείους ἀποθνῄσκοντας τούτων τῶν ἐκ τοῦ φοβεροῦ ἀποχωρεῖν αἱρουμένων»: Να βρείτε τον υποθετικό λόγο που λανθάνει και να τον αναλύσετε. (Μονάδες: 3) Ο υποθετικός λόγος που λανθάνει βρίσκεται στην υποθετική μετοχή ἐπισκοπῶν. Υπόθεση: ἐπισκοπῶν = εἰ ἐπισκοποίη / ἐπισκοποῖ (εἰ + ευκτική) Απόδοση: ἂν εὕροι (δυνητική ευκτική) Δηλώνει: την απλή σκέψη του λέγοντος Ο υποθετικός λόγος είναι λανθάνων, απλός και ανεξάρτητος. 1