ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΣΤΟΝ ΣΤ ΨΑΛΜΟ «Κύριε µη τω θυµώ σου ελέγξης µε, µηδέ τη οργή σου παιδεύσης µε». Όταν ακούσεις θυµό και οργή του Θεού, λέγει ο άγιος Χρυσόστοµος, µη νοµίσεις κάτι το ανθρώπινο. Οι λέξεις που χρησιµοποιούν οι άνθρωποι για να χαρακτηρίσουν τον Θεό δεν έχουν πάντα την ίδια σηµασία µε αυτήν που ισχύει για τα δεδοµένα του ανθρώπου. Όταν λέµε π. χ. ότι ο Θεός έπλασε τον άνθρωπον παίρνοντας χώµα (Γεν. 2,7), δεν σηµαίνει ότι ο Θεός έχει χέρια και έκανε µια χειρωνακτική εργασία. Απλώς η Γραφή αποκαλύπτει, µε λόγια απλά και κατανοητά για τον άνθρωπο, ότι ο Θεός τον δηµιούργησε προσωπικά και µάλιστα όχι µε ένα ξερό πρόσταγµα «είπε και εγεννήθησαν», όπως έγινε µε τ άλλα δηµιουργήµατά του, αλλά µε ιδιαίτερο ενδιαφέρον και φροντίδα. Όταν λέγει η Γραφή ότι ο Θεός ακούει ή βλέπει (Ψαλµ. 93,9), δεν σηµαίνει ότι έχει σώµα, µάτια και αυτιά. Ακούει και βλέπει πνευµατικά, όπως εκείνος µόνο γνωρίζει και ασύλληπτα περισσότερο απ ότι ο άνθρωπος µε τα υλικά αισθητήρια. Όταν λέµε ο Χριστός είναι υιός του Θεού, η λέξη υιός δεν σηµαίνει το ίδιο µε ότι σηµαίνει για τον άνθρωπο. Ο υιός στους ανθρώπους δεν έχει ποτέ την ίδια ηλικία µε τον πατέρα, αλλά πάντοτε είναι µικρότερος. Και κάποτε, πριν γεννηθεί, ενώ υπήρχε ο πατέρας του, αυτός δεν υπήρχε. Στην Τριαδική όµως Θεότητα ο Υιός είναι συνάναρχος µε τον πατέρα. Ανέκαθεν συνυπάρχει και συνευρίσκεται µε Εκείνον. «Εν αρχή ην ο Λόγος, και ο λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος» (Ιω. 1,1). Συνεπώς, όταν χρησιµοποιούµε λέξεις για να χαρακτηρίσουµε το Θεό, δεν µπορούµε να σκεπτόµαστε µε τις ανθρώπινες κατηγορίες σκέψεως. Έτσι κι όταν χρησιµοποιεί η Γραφή τις λέξεις οργή και θυµός για τον Θεό, πρέπει να γνωρίζουµε ότι µιλά ανθρωποπαθώς για να µας ξυπνήσει. Άσχετα αν εµείς, όταν αντιµετωπίζουµε την οποιαδήποτε παιδαγωγική ή ιατρική θεραπευτική ενέργεια του Θεού, νοµίζουµε ότι ο Θεός µας µισεί και οργίζεται µαζί µας και ξεσπά πάνω µας, όπως θα νόµιζε ένας ιθαγενής της ζούγκλας του Αµαζονίου ότι ο γιατρός, που παίρνει το µαχαίρι, για να τον χειρουργήσει και έτσι να τον θεραπεύσει από µία φοβερή νόσο, είναι ένας κακούργος δολοφόνος ή ένας σαδιστής, που διασκεδάζει βασανίζοντας τους άλλους. Βεβαίως ο ασθενής θα νιώσει κάποτε, όταν περάσει η επήρεια της ναρκώσεως τον πόνο και την θεραπευτική ενέργεια της εγχειρήσεως του γιατρού να τον ταλαιπωρεί. Πλην όµως ο γιατρός έκανε ότι έκανε από αγάπη και ενδιαφέρον για τον άνθρωπο και όχι γιατί τον µισεί και θέλει να τον βασανίσει. Το ίδιο συµβαίνει και µε τον Θεό. Ο Θεός λοιπόν είναι τελείως απαθής και ήρεµος και γαλήνιος. Και η οργή του είναι ανυπόστατος κατά τους πατέρες. Τίποτα το ανθρώπινο δεν τον χαρακτηρίζει. Γι αυτό στον Ιερεµία (7,10) διευκρινίζει ο Θεός ότι οι άνθρωποι δεν µπορούν να τον νευριάσουν, αλλά µόνο να οργισθούν οι ίδιοι. Τον παρουσιάζει όµως η Γραφή έτσι για να συγκινήσει και να ωφελήσει τους παχύτερους πνευµατικά. Το ίδιο κάνουµε κι εµείς, όταν µιλούµε µε βαρβάρους, µε παιδιά, µε διανοητικώς αναπήρους και καθυστερηµένους κατεβαίνουµε στο επίπεδό τους και µιλάµε τη γλώσσα τους. Ψελλίζουµε και συλλαβίζουµε τις λέξεις, όταν µιλούµε στα µωρά, και
προσποιούµαστε ότι θυµώνουµε και κουνούµε απειλητικά χέρια και πόδια, για να τα εντυπωσιάσουµε και να τα οδηγήσουµε στο σωστό. «Κύριε µη τω θυµώ σου ελέγξης µε, µηδέ τη οργή σου παιδεύσης µε» τελικά σηµαίνει µη θελήσεις να µε καταδικάσεις οριστικά, αµετάκλητα και αιώνια διά τα αµαρτήµατά και πληµµελήµατά µου. Γι αυτό κι εδώ ο Δαυίδ που έγραψε τον έκτο ψαλµό, που θεωρείται από τους ερµηνευτές ως ο πρώτος από τους ψαλµούς µετανοίας (31 ος, 37 ος, 50 ος, 101 ος, 129 ος και 142 ος ), νιώθοντας τις τύψεις της συνειδήσεως, µετά τον έλεγχο του Νάθαν, να τον µαστιγώνουν και περιµένοντας περιδεής την τιµωρητική αντίδραση του Θεού για το διπλό έγκληµα που είχε κάνει (φόνο του αξιωµατικού του και µοιχεία), ξεσπά στον Θεό ικετευτικά και παρακαλεί να τον µαλώσει, χωρίς όµως να είναι θυµωµένος και να τον τιµωρήσει αλλά όχι µε οργή. Δηλαδή παρακαλεί να µη τον καταδικάσει και να τον συγχωρήσει. «Ελέησον µε, Κύριε, ότι ασθενής ειµί ίασαι µε, Κύριε, ότι εταράχθη τα οστά µου, και η ψυχή µου εταράχθη σφόδρα». Η ασθένεια, η αδυναµία, η ψυχική ταραχή, ασχέτως αν προέρχονται από τις αµαρτίες µας ή από ανθρώπινη αδυναµία ή και επιβουλές και επιθέσεις εχθρών, που τόσο µας ταλαιπωρούν και µας κουράζουν και µας φοβίζουν, είναι αιτίες και ισχυρά ατού για να µας ελεήσει ο Θεός. Μη το ξεχνάµε αυτό και µη γκρινιάζουµε συνέχεια, όταν έχουµε, αλλά ας φροντίσουµε να τα εκµεταλλευτούµε. Εδώ και τώρα. «Και συ, Κύριε, έως πότε»; Μέχρι πότε Κύριε θα σιωπάς και δεν θ απαντάς στις προσευχές µου; Μέχρι πότε θα είσαι σιωπηλός; Μέχρι πότε θα µε αποστρέφεσαι; Αναγνωρίζω τις αµαρτίες µου και δέχοµαι την διόρθωσή σου, αρκεί να µη είναι πολύ σκληρή και µε εξουθενώσει. Μήπως γίνει αιτία και µέσα στον διορθωτικό πόνο και κόπο, που θα αναθέσεις στην ύπαρξή µου, να συντριβώ και να χαθώ ολότελα. «Μη αποστρέψης το πρόσωπόν σου απ εµού εν η αν ηµέρα θλίβωµαι, κλίνον προς µε το ους σου εν η αν ηµέρα επικαλέσωµαι σε, ταχύ επάκουσον µε» λέγει αλλού ο Δαυίδ (Ψαλµ. 101,3). Και η Εκκλησία µας ακολουθώντας την Γραφή ψάλλει «Μη αποστρέψης το πρόσωπό σου από του παιδός σου, ότι θλίβοµαι ταχύ επακουσόν µου πρόσχες τη ψυχή µου και λύτρωσαι αυτήν» (προκείµενο του εσπερινού της συγγνώµης, το βράδυ της Κυριακής της Τυρινής). «Επίστρεψον, Κύριε, ρύσαι την ψυχήν µου, σώσον µε ένεκεν του ελέους σου». Ζητά να επιστρέψει ο Κύριος και να ελευθερώσει την ψυχή του. Αυτό ζητάν και επιθυµούν οι ευσεβείς και δίκαιοι. Να είναι κοντά ο Κύριος και να λυτρώνει την ψυχή τους, όπως ψάλλουµε στο προκείµενο της Τυρινής που προαναφέραµε. Ενώ οι πολλοί ένα πράγµα επιθυµούν ν απολαµβάνουν την ευηµερία της παρούσας ζωής. Εκτός από την ασθένεια, την αδυναµία και την ψυχική ταραχή και διάλυση, βασική αιτία για να κερδίσει ξανά την εύνοια του Θεού και την σωµατικοψυχική σωτηρία του είναι και ότι ο Θεός είναι «οικτίρµων και ελεήµων, µακρόθυµος και πολυέλεος». Είναι η πηγή του ελέους. Το έλεός του κυνηγά κάθε άνθρωπο, άσχετα αν πολλές φορές δε φαίνεται. «Και το έλεός σου καταδιώξει µε πάσας τας ηµέρας της ζωής µου, και το κατοικείν µε εν οίκω Κυρίου εις µακρότητα ηµερών» (Ψαλ. 22,6).
Είναι σαν να λέγει ο Δαυίδ «Κύριε αν δεν σε συγκινούν η ασθένεια, η αδυναµία µου και η ψυχική µου ταραχή, τότε θυµήσου την ιδιότητα που έχεις. Είσαι ελεήµων και οικτίρµων, µακρόθυµος και πολυέλεος, αυτός είναι ο χαρακτήρας σου. Αυτή είναι η ιδιότητά σου. Αυτή είναι αποστολή σου και το έργο σου. Συνεπώς οφείλεις να µε ελεήσεις. Σώσον µε ένεκεν του ελέους σου». «Ότι ουκ έστιν εν τω θανάτω ο µνηµονεύων σου εν δε τω Άδη τις εξοµολογήσεταί σοι». Με τα δεδοµένα της Παλαιάς Διαθήκης σηµαίνει ότι Κύριε αν µε αφήσεις και συντριβώ και πεθάνω οριστικά πως θα σε µνηµονεύω και πως θα σε δοξολογώ. Αν θες να συνεχίσω να σε λατρεύω µη µε αφήσεις να καταστραφώ ολοσχερώς. Με τα δεδοµένα της Καινής Διαθήκης σηµαίνει ότι αν πεθάνω πνευµατικά θα σε ξεχάσω οριστικά. Κι αυτό θα είναι η οριστική καταστροφή µου και η αιώνια δυστυχία µου. Πως θα εξοµολογηθώ πλέον στον Άδη; Ή µάλλον κι αν εξοµολογηθώ και εκφράσω µετάνοια αυτή θα είναι ανώφελη. Και ο πλούσιος µετάνιωσε όταν πήγε στον Άδη αλλά δεν τον ωφέλησε η µετάνοιά του (Λκ. 16,24-31). Και οι µωρές παρθένες θέλησαν να πάρουν λάδι, αλλά κανείς δεν τις έδιδε. Λυπήσου µε λοιπόν Κύριε και µη µ αφήσεις να καταστραφώ. «Εκοπίασα εν τω στεναγµώ µου, λούσω καθ εκάστην νύκτα την κλίνην µου, εν δάκρυσί µου την στρωµνήν µου βρέξω». Θα πρέπει µαζί µε την φιλανθρωπία του Θεού να υπάρχει και η ανθρώπινη προσπάθεια. Η ασθένεια, η αδυναµία, η ταραχή είναι µεγάλα πλεονεκτήµατα για ν αποσπάσουµε τη χάρη του Θεού αλλά χρειάζεται και η επιπλέον µετάνοια, κατάνυξη και συντριβή. Ο Δαυίδ τα έχει και αυτά. Στέναξε τόσο πολύ, που κουράστηκε και εξαντλήθηκε από τους στεναγµούς. Κλαίει δε τόσο, που λούζει όχι µία, δύο ή τρεις νύχτες, αλλά κάθε νύχτα το κρεβάτι του µε δάκρυα και κάνει µούσκεµα το στρώµα του από τα δάκρυα που χύνει ακατάπαυστα. Οι νύχτες γι αυτόν δεν ήταν για ανάπαυση αλλά για θρήνους και οδυρµούς. Η µέρα µε τους περισπασµούς των διαφόρων βασιλικών καθηκόντων δεν του επέτρεπε ν ασχοληθεί αποκλειστικά µε το κλάµα και τον οδυρµό της µετάνοιας. Τη νύχτα όµως κανείς δεν τον αποσπούσε από αυτήν την ηδονή. Διότι γνωρίζουν καλά όσοι ζήσανε παρόµοιες καταστάσεις πόση ευφροσύνη προξενούν τα δάκρυα αυτά και τι ηδονή πνευµατική προσφέρουν. Κι αυτόν τον οδυρµό ο Δαυίδ δεν το ενεργεί µόνο τώρα αλλά θα τον κάνει και στο µέλλον! Διότι λέγει «λούσω». Στο χωρίο αυτό ο Δαυίδ µας εισάγει στα µεγάλα και δυσθεώρητα ύψη της µεγάλης µετάνοιας και αγιότητας. Φοβερή η αµαρτία και η πτώση του αλλά ασύγκριτα πιο φοβερή η µετάνοια και η κατάνυξή του. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν πέσανε στα αµαρτήµατά του, αλλά όµως δεν φθάσανε και στο ύψος της αγιότητάς που έφθασε αυτός, διότι δεν είχανε αυτή τη µετάνοια και την προσευχή. Ας θυµηθούµε εδώ τα δάκρυα του Τελώνη που τον ανέβασαν πιο ψηλά από τον ενάρετο Φαρισαίο. Ας θυµηθούµε την πόρνη Μαρία την Αιγυπτία, που έφθασε σε ύψος αρετής και αγιότητας, που δεν φθάσανε παρθένοι κληρικοί, µοναχοί και λαϊκοί, διότι δεν είχαν
την µετάνοια και το πένθος της που την ώθησε να ζήσει µια ζωή ασκήσεως, υπεράνθρωπη και αγγελική. Στο σηµείο αυτό όµως θα πρέπει να θυµηθούµε επίσης και τον γίγαντα της αγιότητας τον απόστολο Παύλο, που έχυνε δάκρυα νύχτα και ηµέρα, όταν νουθετούσε τους χριστιανούς της Εφέσου (Πρξ. 20,31). Διότι τα δάκρυα είναι χρήσιµα και ωφέλιµα παντού όχι µόνο για την µετάνοια και την εξοµολόγηση αλλά και για την ιεραποστολή και για την εν γένει ποιµαντική διακονία. Τα δάκρυα αυξάνουν τα σπέρµατα της αρετής και ποτίζουν τον κήπο της αγιότητας. «Εταράχθη από θυµού ο οφθαλµός µου» Κλαίω συνεχώς, γιατί σε νιώθω οργισµένο και από τα συνεχή µου δάκρυα χαλάσανε τα µάτια µου και δεν µπορούν να δουν, είναι εκ πρώτης όψεως η ερµηνεία. Ο άγιος Χρυσόστοµος όµως διατείνεται ότι οφθαλµόν εδώ εννοεί τον οφθαλµό της ψυχής. Το διορατικό και λογικό µέρος της ψυχής που το συνταράσσει η σκέψη των αµαρτηµάτων µας. Η σκέψη ότι ο Θεός είναι «θυµωµένος» µαζί µας. Η ταραχή όµως αυτή της ψυχής µας, και πάλι κατά τον άγιο Χρυσόστοµο, είναι η µητέρα της γαλήνης. Είναι η αιτία της αρετής. Ενώ αντίθετα η ησυχία και ραστώνη και ευµάρεια και κατά κόσµο ειρήνη και ασφάλεια µας οδηγούν στην καταστροφή. «επαλαιώθην εν πάσι τοις εχθροίς µου». Κατάντησα να περιφρονούµαι από τους εχθρούς µου σαν ένα παλαιό και τριµµένο ρούχο. Έγινα ερείπιο και σαράβαλο από τις επιβουλές τους. Κι αυτοί οι εχθροί µου αποκτούν περισσότερη καταστροφική δύναµη όταν πέφτω στην αµαρτία. Πρέπει λοιπόν ν αποκτήσω ξανά την αρετή και ν αποφύγω την αµαρτία. «Απόστητε απ εµού πάντες οι εργαζόµενοι την ανοµίαν» Για να πετύχουµε την αρετή, συν τοις άλλοις, πρέπει ν αποφεύγουµε τους πονηρούς ανθρώπους. Είναι µακάριος και ευτυχισµένος ο άνθρωπος, λέγει ο πρώτος ψαλµός, που δεν πορεύεται σε παρέα ασεβών και δεν βαδίζει το δρόµο που βαδίζουν οι αµαρτωλοί. Ο δε Κύριός µας προστάσσει ακόµη και στενούς φίλους και συγγενείς, που επέχουν θέση σπουδαίων µελών του σώµατός µας, όταν µας σκανδαλίζουν, να τους αποκόπτουµε από τη ζωή µας (Ματθ. 5, 29-30). Αυτό έκανε και ο Δαυίδ. Όχι µόνο δεν επεδίωκε συναναστροφές µε ασεβείς και αµαρτωλούς αλλά και απέπεµπε σκαιότατα αυτούς από κοντά του. «ότι εισήκουσε Κύριος της φωνής του κλαυθµού µου ήκουσε Κύριος της δεήσεώς µου. Κύριος την προσευχήν µου προσεδέξατο. Ο Δαυίδ, πολύ συχνά στους ψαλµούς του, ενώ ζητά κάτι από τον Κύριο, αµέσως µετά τον ευχαριστεί σαν να το έλαβε και εκφράζει την πεποίθησή του ότι ο Θεός άκουσε την προσευχή του. Τόσο βέβαιος είναι για την γρήγορη απάντηση του Θεού στις δεήσεις του. Αλλά κι αν ο Θεός δεν απαντήσει κυριολεκτικά στο αίτηµά µας, απαντά οπωσδήποτε παρέχοντας την χάρη του, που είναι η µεγαλύτερη δωρεά και ευεργεσία. Εδώ πρέπει να πούµε ότι και στην περίπτωση των ταµάτων θα πρέπει να δίδουµε το τάµα µας, ακόµη κι αν δεν εισακούστηκε το αίτηµά µας. Διότι αλλιώς η σχέση µας
µε τον Θεό είναι εµπορική, στα πλαίσια του «δούναι και λαβείν». Αλλά και διότι, όπως προαναφέραµε, δεν υπάρχει περίπτωση να µη λάβουµε κάτι. Αισχυνθείησαν και ταραχθείησαν σφόδρα πάντες οι εχθροί µου, αποστραφείησαν και καταισχυνθείησαν σφόδρα διά τάχους». Εκ πρώτης όψεως αλλαλάζει θριαµβευτικά ο Δαυίδ για την πλήρη αποτυχία των εχθρών του να τον εξολοθρεύσουνε. Κι αυτό συµβαίνει, αν ως εχθρούς του θεωρήσουµε τους µιαρούς και φθονερούς δαίµονες. Στη περίπτωση όµως που οι εχθροί είναι άνθρωποι, αν συµβεί αυτό που εύχεται ο Δαυίδ, τότε οι εχθροί του σταµατούν το αµαρτωλό έργο τους και την άτιµη προσπάθειά τους. Συνεπώς ελαττώνουν την τιµωρία τους και αν συνέλθουν και µετανοήσουν σώζονται. Συνεπώς και αυτή η δέηση του Δαυίδ, κάτω από το φως της αποκαλύψεως της Καινής Διαθήκης, έχει σωτηριολογικό χαρακτήρα και όχι απλά τιµωρητικό. ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ www.pmeletios.com